Εισαγωγή, e la libertà
Το διήγημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Η θέση ή Με τον ιδρώτα του προσώπου σου δε θα μπορείς να κερδίζεις το ψωμί σου»1, εκ πρώτης άποψης μπορεί να φανεί μάλλον παράξενο, καθώς το θέμα του σχετίζεται με μια προβληματική γύρω από αυτό που σήμερα θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως αμφισβήτηση των έμφυλων συμπεριφορών. Όμως δεν είναι τελικά τόσο παράξενο αν πάρουμε υπόψη μας το σύνολο της θεματολογίας του Μπρεχτ, το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται το διήγημα και επίσης το θεωρητικό, μαρξιστικό υπόβαθρο του συγγραφικού έργου του Μπρεχτ.
Η εποχή στην οποία αναφέρεται, η γερμανική κοινωνία δηλαδή στην περίοδο του μεσοπολέμου και της οικονομικής κρίσης, πριν την άνοδο των ναζί στην εξουσία, αποτελούσε επίσης ένα πεδίο ανάπτυξης μιας ριζοσπαστικής προσέγγισης ζητημάτων που σχετίζονταν με τον ρόλο των φύλων, τη σεξουαλικότητα κτλ. Αυτές οι θεωρητικές αναζητήσεις συνδέονταν με ένα σύνολο κοινωνικών και κινηματικών πρακτικών αμφισβήτησης των έμφυλων ρόλων, της ετεροκανονικότητας, του ρόλου της οικογένειας και του σεξισμού (διαβάστε σχετικά: Noel Halifax, «Οι απαρχές του κινήματος σεξουαλικής απελευθέρωσης»).
Μέσα στο έργο του Μπρεχτ αυτοί οι προβληματισμοί έχουν αφήσει έντονα ίχνη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε όλα σχεδόν τα έργα του τίθεται πάντα το ζήτημα της αποτυχίας να είναι κάποιος ή κάποια το φύλο που του/της έχει επιβληθεί ως φυσικό. Στο «Ο άντρας είναι άντρας» για παράδειγμα, ο ήρωας στο τέλος συνθλίβεται και εξαφανίζεται μέσα στο αντρικό φύλο το οποίο αναγκάζεται να το υποδυθεί με όλο και μεγαλύτερη πιστότητα. Στο έργο «Ο δάσκαλος», ο ήρωας αποτυγχάνοντας να είναι το φύλο που πρέπει να υποδυθεί, αυτοευνουχίζεται για να το καταφέρει, αλλά και πάλι χωρίς επιτυχία. Στο «Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν» η ηρωίδα ντύνεται όχι μόνο με ανδρικά ρούχα, αλλά και με σκληρότητα και δυναμισμό, χαρακτηριστικά που υποτίθεται ότι προσιδιάζουν στον άντρα, αλλά που κανένας άντρας του έργου δεν έχει. Όπως άλλωστε και όλες οι ανδρικές μορφές στα έργα του Μπρεχτ, είτε έχουν αποτύχει να επιτελέσουν τις «ανδρικές» λειτουργίες, είτε όταν τις επιτελούν με πιστότητα οδηγούνται στην καταστροφή.
Ταυτόχρονα όμως ο Μπρεχτ έχει συνεχώς υπόψη του τον μαρξιστικό προβληματισμό για τον ρόλο της οικογένειας στη διαδικασία της αναπαραγωγής της ταξικής κοινωνίας και τη μαρξιστική θέση ότι το κοινωνικό είναι καθορίζει την κοινωνική συνείδηση. Ακόμα και τη συνείδηση για το φύλο.
Πιθανόν να φανεί παράξενος ο τρόπος με τον οποίο ο Μπρεχτ προσεγγίζει τελικά το ζήτημα του φύλου, καθώς σήμερα έχουμε μάλλον συνηθίσει να βλέπουμε αυτά τα ζητήματα μέσα από την οπτική του «δικαιώματος» και της «επιλογής». Ο Μπρεχτ όμως δεν αντιλαμβάνεται την αλλαγή φύλου ή την παρέκκλιση από τις έμφυλες κανονικότητες των ηρώων του ως ένα δικαίωμα που επιλέγουν ελεύθερα να ασκήσουν. Στο έργο του Μπρεχτ αυτό συμβαίνει πάντα υποχρεωτικά: όλοι οι καταπιεσμένοι για να επιβιώσουν είναι αναγκασμένοι να το κάνουν αυτό, ακριβώς επειδή το φύλο το οποίο τους έχει επιβληθεί, δεν μπορεί να βιωθεί ποτέ με τους όρους και τις απαιτήσεις που υποτίθεται ότι το συνθέτουν. Αυτή λοιπόν η διάσταση ανάμεσα στο φύλο που πρέπει να υποδύεται κάποιος/κάποια για να είναι «κανονικός/κανονική» και στο φύλο που αναγκάζεται να υποδυθεί για να επιβιώσει, υποσκάπτει τις «αιώνιες, παλιές συνήθειες που τις είχανε για απαρασάλευτες». Το αποτέλεσμα, όπως μας δηλώνει ο αφηγητής του διηγήματος (και τον οποίο φυσικά δεν θα πρέπει να ταυτίζουμε με τον συγγραφέα), είναι «συνήθως δίχως μεγάλη επιτυχία». Άρα λοιπόν ο πειραματισμός αυτός, κάποιες φορές μπορεί να έχει επιτυχία, ή μπορεί συνήθως να έχει μικρή επιτυχία. Η σκοπίμως αβέβαιες τοποθετήσεις ενός αφηγητή ο οποίος παραξενεύεται και ο ίδιος με την ιστορία που παραθέτει, τον οδηγούν στην συμπερασματική διαπίστωση, στην οποία η αβεβαιότητα κορυφώνεται για να ανοιχτούν έτσι ριζοσπαστικές προοπτικές στις αναζητήσεις του αναγνώστη: «άνθρωποι που είναι κατεστραμμένοι και αν θελήσουμε να πιστέψουμε τη γνώμη που επικρατεί χαμένοι για πάντα». Όμως αυτή η «γνώμη που επικρατεί» (ότι αυτοί οι άνθρωποι «είναι... χαμένοι για πάντα») έχει τελικά την ίδια αξία με τις «αιώνιες και απαρασάλευτες συνήθειες», τις οποίες οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι αναγκάζονται να καταπατούν για να επιβιώσουν.
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Η θέση
ή
Με τον ιδρώτα του προσώπου σου δε θα μπορείς να κερδίζεις το ψωμί σου
Στη δεκαετία που ακολούθησε μετά τον πόλεμο, η τεράστια ανεργία και η καταπίεση των κατωτέρων τάξεων γινόταν όλο και πιο ασφυκτική. Κάποιο γεγονός που συνέβη στην πόλη Μάιντς μας δείχνει καλύτερα από οποιαδήποτε συνθήκη ειρήνης, μερικά βιβλία ιστορίας και στατιστικές, τις βαρβαρικές συνθήκες στις οποίες είχαν περιπέσει οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες από την ανικανότητά τους να βρουν διαφορετικά μέσα για να σώσουν τις οικονομίες τους εκτός από τη βία και την εκμετάλλευση.
Μια μέρα τον έτους 1927, η οικογένεια Χάουζμαν -αποτελούμενη από άντρα, γυναίκα και δυο μικρά παιδιά- που ζούσε στο Μπρέσλαου μέσα στις πιο άθλιες συνθήκες, έλαβε το γράμμα ενός πρώην συνάδελφου του Χάουζμαν, ο οποίος του πρόσφερε τη δουλειά του, μια πολύ εμπιστευτική θέση. Την εγκατέλειπε επειδή του είχε πέσει μια μικρή κληρονομιά από το Μπρούκλιν. Το γράμμα δημιούργησε σε ολόκληρη την οικογένεια πυρετική έξαψη και ενθουσιασμό, η τρίχρονη ανεργία τους είχε φέρει στην άκρη της απελπισίας.
Ο άντρας σηκώθηκε από το κρεβάτι αμέσως, υπέφερε από μια πολύ άσχημη πλευρίτιδα. Η γυναίκα του έριξε τα απαραίτητα μέσα σε μια παλιά βαλίτσα και μερικά κουτιά, κανόνισε μαζί της τον τρόπο που θα ταχτοποιούσε το φτωχικό τους νοικοκυριό, πήρε τα παιδιά από το χέρι και ξεκίνησε για το σταθμό παρόλο που ήταν ακόμα σοβαρά άρρωστος.
Έλπιζε πως παίρνοντας μαζί του τα παιδιά θα συγκινούσε το συνάδελφο ακόμα πιο πολύ κ’ έτσι θα κατάφερνε καλύτερο αποτέλεσμα.
Είχε ζαρώσει σε μια γωνιά του βαγονιού με μεγάλο πυρετό, απαθής και εξαντλημένος. Ήταν χαρούμενος γιατί μια νεαρή υπηρέτρια, που την είχαν απολύσει και ταξίδευε για το Βερολίνο, τον είχε περάσει για χήρο και είχε αναλάβει τα παιδιά, τους αγόραζε μάλιστα μικροπράγματα που τα πλήρωνε από την τσέπη της. Στο Βερολίνο επιδεινώθηκε η κατάστασή του τόσο πολύ ώστε έπρεπε να μεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο. Πέντε ώρες αργότερα πέθανε. Η υπηρέτρια, που την έλεγαν Λάιτνερ, δεν είχε φυσικά προβλέψει αυτή την εξέλιξη της γνωριμίας της, δεν άφησε τα παιδιά αλλά τα πήρε μαζί της σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο. Είχε πληρώσει τελικά για τα παιδιά και τον πεθαμένο ένα σωρό χρήματα. Λυπήθηκε τα κακόμοιρα τα ορφανά και έτσι σκέφτηκε, έχοντάς τα λίγο χαμένα, πως θα ήταν καλύτερα χωρίς αμφιβολία να τα πάρει και να τα πάει το ίδιο βράδυ στο Μπρεσλάου μεταφέροντας στην κυρία Χάουζμαν το θλιβερό νέο.
Η Χάουζμαν δέχτηκε την είδηση με την απάθεια που χαρακτηρίζει εκείνους που οι μεγάλες δυστυχίες που έχουν ζήσει τους έχουν κάνει να μην εκπλήσσονται με τίποτα πια. Ολόκληρη την επόμενη ημέρα οι δυο γυναίκες τρέχανε για να βρουν πένθιμα ρούχα που τ’ αγόρασαν μάλιστα με δόσεις. Συγχρόνως συνέχισαν να μαζεύουν τα πράγματα τον σπιτιού, μια μετακόμιση που είχε χάσει πια τη σημασία της. Καθώς η γυναίκα στεκόταν μέσα στα άδεια δωμάτια, ανάμεσα σε βαλίτσες και κιβώτια, λίγο πριν φύγουν, της ήρθε μια τρομερή ιδέα. Η δουλειά που είχανε χάσει με το θάνατο τον αντρός της δεν της έφευγε στιγμή από το μυαλό. Όλα εξαρτιόντουσαν από αυτή και έπρεπε να την κρατήσει ό,τι και να κόστιζε αυτή η προσπάθεια. Μια τέτοια προσφορά της μοίρας δεν έρχεται κάθε λίγο και λιγάκι. Το σχέδιο που κατάστρωσε την τελευταία στιγμή για να μη χάσει τη θέση δεν ήταν πιο δύσκολο από όσο δύσκολη ήταν η κατάστασή της εκείνη τη στιγμή. Με λίγα λόγια, ήθελε να εμφανιστεί εκείνη στη θέση τον αντρός της, σαν άντρας, και να προσληφθεί σ’ αυτή τη δουλειά του φύλακα στο εργοστάσιο. Δίχως καλά-καλά να το ’χει αποφασίσει, πέταξε τα μαύρα ρούχα από πάνω της και κάτω από τα έκπληκτα μάτια των παιδιών της άνοιξε μια βαλίτσα που ήταν δεμένη με σχοινί, έβγαλε το κυριακάτικο κοστούμι τον αντρός της και το φόρεσε αδέξια. Η μικρή υπηρέτρια που είχε γίνει πια φίλη τον σπιτιού, μπήκε αμέσως στο νόημα και άρχισε να τη βοηθάει. Έτσι λοιπόν πήρε το τρένο για το Μάιντς κάνοντας μια καινούργια εφόρμηση για την κατάληψη της θέσης, μια καινούργια οικογένεια που αποτελείτο πάλι από τρία πρόσωπα, σαν να μη συνέβαινε απολύτως τίποτα. Με τον ίδιο τρόπο τρέχουν να κρυφτούν στα χαρακώματα, ανάμεσα στα εχθρικά βόλια, τα κοπάδια των νεοσυλλέκτων.
Επειδή ο τωρινός κάτοχος της θέσης έπρεπε να βρίσκεται μια ορισμένη ημερομηνία στο Αμβούργο για να επιβιβαστεί στο πλοίο, η γυναίκα δεν είχε καιρό να κατέβει στο Βερολίνο για να παραβρεθεί στην κηδεία του αντρός της. Την ώρα που τον βγάζανε από το νοσοκομείο, δίχως κανένας να τον συνοδεύει, για να τον πάνε στον τάφο του, η γυναίκα του, φορώντας τα ρούχα του και με τα χαρτιά του στις τσέπες, έμπαινε στο εργοστάσιο. Μπήκε μαζί με τον πρώην συνάδελφό του με τον οποίο είχε συνεννοηθεί γρήγορα-γρήγορα και αποφασιστικά. Μια ολόκληρη ημέρα η γυναίκα είχε εξασκηθεί μπροστά στα μάτια τον συνάδελφου, της φίλης και των παιδιών της, για να μιμηθεί στην εντέλεια το περπάτημα, τον τρόπο που κάθεται και τρώει και προπαντός την ομιλία ενός άντρα. Την ίδια στιγμή που ο Χάουζμαν θαβόταν, την ίδια στιγμή η γυναίκα του άρχιζε δουλειά στο εργοστάσιο. Μέσα από μιαν αλληλουχία συμφοράς και τύχης -ο νόμος της παραγωγής και κατανάλωσης- τα πράγματα πήραν ξανά το δρόμο τους. Οι δυο γυναίκες άρχισαν τη νέα ζωή τους σαν κύριος και κυρία Χάουζμαν με τα δυο παιδιά τους, απλά και καθημερινά σαν να ήταν έτσι από πάντοτε. Το επάγγελμα του φύλακα ενός μεγάλου εργοστασίου δεν έχει εδώ που τα λέμε και μικρές απαιτήσεις. Οι νυχτερινές βόλτες ανάμεσα στις τεράστιες αυλές, τα μηχανουργεία και τις αποθήκες, απαιτούν συνέπεια και κουράγιο, ικανότητες που ως τώρα ονομαζόντουσαν αντρικές.
Κάποια νύχτα που μπήκε ένας κλέφτης στο εργοστάσιο ένας φτωχοδιάβολος που ήθελε να κλέψει μερικά ξύλα του επιτέθηκε και τον έτρεψε σε φυγή δίχως να πάθει το παραμικρό. Η διεύθυνση τον εργοστασίου τής απένειμε δημόσιο έπαινο. Το ότι η Χάουζμαν είχε σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αποδεικνύει πως το κουράγιο, η σωματική δύναμη και η σύνεση είναι προνόμια και των δύο φύλων, όταν μάλιστα πρόκειται για ζήτημα επιβίωσης. Σε λίγες ημέρες η γυναίκα γίνεται άντρας όπως και ο άντρας στο πέρασμα των χιλιετηρίδων έγινε άντρας, δηλαδή μέσα από το προτσές παραγωγής.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η ανεργία είχε αυξηθεί ακόμα πιο πολύ. Για τη μικρή όμως οικογένεια τα πράγματα πήγαιναν σχετικά καλά. Τα παιδιά μεγάλωναν. Η σπιτική ζωή των Χάουζμαν δεν κινούσε εδώ και πολύ καιρό την παραμικρή υποψία στη γειτονιά. Κατόπιν συνέβη ένα επεισόδιο που γκρέμισε αυτή την προσωρινή ισορροπία.
Ο θυρωρός του σπιτιού είχε γίνει εδώ και καιρό ταχτικός επισκέπτης τους. Στρωνόντουσαν κάτω και παίζανε οι τρεις τους χαρτιά με τις ώρες. Ο «φύλακας» καθόταν στο τραπέζι με τα μανίκια του ανασηκωμένα και με το μεγάλο ποτήρι της μπίρας δίπλα του - μια εικόνα που μοστράρεται πολύ συχνά στα εξώφυλλα των εικονογραφημένων εφημερίδων. Κατόπιν πήγαινε ο φύλακας στη δουλειά και ο θυρωρός έμενε με τη νέα γυναίκα. Οι οικειότητες δεν μπορούσαν φυσικά να λείπουνε μεταξύ τους.
Θέλεις τώρα η Λάιτνερ σε μια τέτοια κατάσταση να φανέρωσε το μυστικό, θέλεις ο θυρωρός να είδε το φύλακα από καμιά χαραμάδα που άλλαζε, οπωσδήποτε όμως, οι Χάουζμαν, από κάποια στιγμή και μετά, άρχισαν με τον τύπο να έχουν μεγάλες δυσκολίες. Επειδή ο θυρωρός από τη δουλειά του, εκτός από τη στέγη, δεν κέρδιζε και πάρα πολλά, άρχισαν οι γυναίκες να τον χαρτζιλικώνουν κανονικότατα. Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο δύσκολη όταν οι γείτονες και οι γνωστοί άρχισαν να παρατηρούν πως όταν γύρευαν να δουν τον Χάαζε -έτσι λέγανε το θυρωρό- πού τον έχανες πού τον έβρισκες, στο σπίτι των Χάουζμαν τον συναντούσαν επί μονίμου βάσεως και ακόμα πρόσεξαν πως η «κυρία Χάουζμαν» του πήγαινε πολύ συχνά φαγητό και μπίρες στο θυρωρείο. Ήταν φυσικό ν’ αρχίσουν όλα αυτά να τα σχολιάζουν. Τα κουτσομπολιά γύρω από την αδιαφορία του φύλακα και για τις προστυχιές που γίνονταν σπίτι του, φτάσανε μέχρι το εργοστάσιο και η εμπιστοσύνη που του είχαν, άρχισε να κλονίζεται. Και οι τρεις τους τώρα έπρεπε να προσποιηθούν τουλάχιστον για τον έξω κόσμο πως είχαν διακόψει τις σχέσεις τους. Παρ’ όλα αυτά, η εκμετάλλευση των δυο γυναικών από το θυρωρό όχι μονάχα δε σταμάτησε αλλά έγινε ακόμα πιο αισχρή, παίρνοντας όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Ένα ατύχημα έδωσε σ’ αυτή τη βρόμικη κατάσταση ένα τέλος και έφερε στο φως ολόκληρη τη θλιβερή ιστορία. Σε κάποια νυχτερινή βάρδια, τινάχτηκε ένας λέβητας στον αέρα και ο φύλακας τραυματίστηκε, όχι βέβαια σοβαρά αλλά τόσο ώστε να τον μεταφέρουν με τις αισθήσεις του χαμένες στο νοσοκομείο. Όταν η Χάουζμαν συνήλθε διαπίστωσε ότι βρισκόταν σε γυναικεία κλινική. Τίποτα δεν μπορεί να εκφράσει τη φρίκη που ένιωσε. Πληγωμένη στο πόδι ως το κόκαλο και στην πλάτη, τυλιγμένη με επιδέσμους και με τάση για εμετό αλλά εκτός κινδύνου, σύρθηκε μέσα στο θάλαμο που ήταν γεμάτος κοιμισμένες γυναίκες μέχρι το δωμάτιο της προϊσταμένης. Μπήκε μέσα και πριν προλάβει εκείνη να αρθρώσει λέξη -προσπαθούσε να ντυθεί και ο φύλακας κατάφερε με πολύ αδέξιο τρόπο να υπερνικήσει τη συνήθεια που είχε να ντρέπεται όταν αντίκριζε μια μισόγυμνη γυναίκα, κάτι που για ένα πραγματικό θηλυκό δεν είναι πρόβλημα- πριν προλάβει λοιπόν η διευθύνουσα να μιλήσει άρχισε να την εκλιπαρεί να μην αναφέρει τίποτα στη διεύθυνση για το δράμα που ζούσε τόσα χρόνια. Η προϊσταμένη είπε στενοχωρημένη στην απελπισμένη γυναίκα που δύο φορές έπεσε αναίσθητη στο πάτωμα πως, δυστυχώς, τα χαρτιά της είχαν κιόλας σταλεί στο εργοστάσιο. Απέφυγε να της πει πως η απίστευτη ιστορία της είχε κιόλας διαδοθεί σε ολόκληρη την πόλη με ταχύτητα αστραπής. Η Χάουζμαν έφυγε από το νοσοκομείο με αντρικά ρούχα. Στο σπίτι της έφτασε πρωί αλλά από το μεσημέρι και μετά άρχισε να μαζεύεται στο διάδρομο και στο απέναντι πεζοδρόμιο ολόκληρη η συνοικία περιμένοντας να δει τον ψεύτικο άντρα. Το απόγευμα ήρθε η αστυνομία και την πήγε στο τμήμα για να δώσει ένα τέλος στο σκάνδαλο. Μπήκε στο αυτοκίνητο φορώντας πάντοτε αντρικά ρούχα, δεν είχε κι άλλα να φορέσει δηλαδή.
Αγωνίστηκε μέσα από τη φυλακή να κρατήσει τη θέση της αλλά δίχως επιτυχία. Έγινε ένας από τους αμέτρητους άνεργους που περιμένουν ν’ αδειάσει μάταια κάποια θέση και που κουβαλάνε ανάμεσα στα πόδια τους εκείνο ακριβώς το όργανο που είναι σημειωμένο στη ληξιαρχική πράξη της γέννησής τους. Η Χάουζμαν δεν είχε σε τίποτα να κατηγορήσει τον εαυτό της πως δεν είχε κάνει τα πάντα για να δικαιωθεί. Για λίγο καιρό δούλεψε σαν σερβιτόρα σε κάποια ταβέρνα κάπου στα περίχωρα ανάμεσα σε φωτογραφίες που τη δείχνανε με σηκωμένα τα μανίκια να παίζει χαρτιά και να πίνει μπίρα. Φωτογραφίες που τη δείχνανε στη φυλακή μετά την αποκάλυψη και που την παρουσιάζανε σαν τέρας. Κατόπιν εξαφανίστηκε για πάντα ανάμεσα στο στρατό των εκατομμυρίων ανθρώπων που για μια μπουκιά ψωμί είναι υποχρεωμένοι να πουληθούν ολόκληροι ή κομμάτι-κομμάτι ή ακόμα και με μεγάλη τους ευχαρίστηση.
Αιώνιες, παλιές συνήθειες που τις είχανε για απαρασάλευτες και που μέσα σε λίγες μέρες τις καταπατούν. Και μάλιστα, όπως βλέπουμε, αλλάζουν ακόμα και το φύλο τους, συνήθως δίχως μεγάλη επιτυχία. Με λίγα λόγια, άνθρωποι που είναι κατεστραμμένοι και αν θελήσουμε να πιστέψουμε τη γνώμη που επικρατεί χαμένοι για πάντα.
Πηγή: Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ιστορίες, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1986, σσ. 77-83. Μετάφραση, Γιώργος Κώνστας.
Σημειώσεις
1 «Der Arbeitsplatz oder Im Schweiße deines Angesichts sollst du kein Brot essen». Ο δεύτερος τίτλος συνιστά αμφισβήτηση της γνωστής βιβλικής ρήσης: «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» (Γένεσις, 3:19). Το διήγημα γράφτηκε το 1933 και βασίστηκε στην πραγματική ιστορία της Maria Einsmann (συζύγου του Josef Einsmann) και της Helene Muller, η οποία αποκαλύφθηκε το 1932 (Jan Knopf (επιμέλεια), Brecht Handbuch, Band 3: Prosa, Filme, Drehbücher, J.B. Metzler, 2002, σσ. 220-227).