Συγκέντρωση για τον εορτασμό της 2ης επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στο κέντρο: Λέβ Καμένεφ, Λένιν και Λέον Τρότσκι. Κόκκινη Πλατεία, Μόσχα, 7 Νοεμβρίου 1919. Φωτογραφία του Λ. Λεονόντοφ (σύγχρονος επιχρωματισμός)
Mark Hoskisson
Οι κόκκινοι Γιακοβίνοι: Το Θερμοδόρ και η ρωσική επανάσταση το 1921
Το 1936 η ρωσική κομμουνιστική εφημερίδα Πράβντα έγραφε για τον Στάλιν ότι ήταν «η ιδιοφυΐα του νέου κόσμου, ο σοφότερος άνθρωπος της εποχής, ο μεγάλος ηγέτης του κομμουνισμού». Η Πράβντα, μια εφημερίδα που ξεκίνησε τη ζωή της ξεχειλίζοντας από μίσος για την εξουσία και αποκαλύπτοντας τα εγκλήματα των δικτατόρων, κατά τη δεκαετία του 1930 ξερνούσε ατελείωτα κολακευτικά άρθρα για τον μεγάλο ηγέτη. Ο κομμουνισμός είχε γίνει θρησκεία.
Ο Στάλιν έγινε Γενικός Γραμματέας του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1922. Εκείνη την εποχή ο Λένιν και ο Τρότσκι ήταν και οι δύο σημαίνοντες ηγέτες αυτής της οργάνωσης και του κράτους το οποίο κυβερνούσε. Ο Λένιν αρρώστησε το 1923 και πέθανε στις αρχές του 1924. Ο Τρότσκι ξεκίνησε την αντιπολίτευσή του απέναντι στον Στάλιν το 1923-24. Το 1928 εξορίστηκε, πρώτα στο εσωτερικό της χώρας και αργότερα εκτός της χώρας στην διαμόρφωση της μοίρα της οποίας είχε συμβάλει τόσο αποφασιστικά.
Ο Στάλιν ήταν ο αρχιτέκτονας μιας σαρωτικής γραφειοκρατικής αντεπανάστασης τη δεκαετία του 1920. Ήταν ο σφαγέας του Μπολσεβίκικου Κόμματος τη δεκαετία του 1930 και ένας από τους πιο αποτρόπαιους γραφειοκρατικούς δικτάτορες του εικοστού αιώνα. Στην πορεία προς τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Στάλιν χρησιμοποίησε τη «θεωρία» του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» ως δικαιολογία για να υποστηρίξει διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και να υποτάξει την ταξική πάλη στις χώρες των προσωρινών συμμάχων του στις στενές ανάγκες της εξωτερικής του πολιτικής. Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής ήταν ένας ατελείωτος γύρος τρομερών, συχνά αιματηρών, ηττών για την παγκόσμια εργατική τάξη.
Ο Στάλιν απαγόρευσε κάθε ανεξάρτητη, πόσο μάλλον ριζοσπαστική, σκέψη και βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος της επιστροφής στον καπιταλισμό στη Ρωσία σε λιγότερο από 80 χρόνια μετά την ανατροπή του. Ο Στάλιν ήταν υπεύθυνος για ανείπωτη ανθρώπινη δυστυχία. Τα κολακευτικά λόγια της Πράβντα για τον Στάλιν, τα οποία είναι χαρακτηριστικά της τεράστιας αυτοεξυπηρετούμενης μηχανής προπαγάνδας που δημιούργησε, θα προκαλέσουν ναυτία σε κάθε γνήσιο αγωνιστή.
Το μεγαλύτερο ιστορικό γεγονός του εικοστού αιώνα, η επανάσταση της εργατικής τάξης στη Ρωσία τον Οκτώβριο του 1917, προδόθηκε εντελώς και ολοκληρωτικά. Η κληρονομιά της είναι η ανάμνηση των ορυχείων αλατιού και των γκουλάγκ του Στάλιν, των λιμών και των γραμμών αναμονής για ψωμί, της μυστικής αστυνομίας και της δολοφονικής τυραννίας του.
Η αριστερή κριτική
Στην τροτσκιστική Αριστερά η επικρατούσα θεωρία είναι ότι ο Στάλιν ξεκίνησε την αντεπανάστασή του το 1923-24 και ότι την ολοκλήρωσε το 1928. Κατά τη διάρκεια αυτής της πενταετούς περιόδου η Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκι πολέμησε και ηττήθηκε στο εσωτερικό της Ρωσίας. Για τα επόμενα πέντε χρόνια, σύμφωνα με τον Τρότσκι, παρέμενε δυνατή η ανατροπή του Στάλιν μέσω της μεταρρύθμισης τόσο του Κομμουνιστικού Κόμματος όσο και του σοβιετικού κράτους. Μόνο με τη νίκη του φασισμού στη Γερμανία το 1933 και την άρνηση του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος ή οποιουδήποτε τμήματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς να αναγνωρίσει ότι η πολιτική του Στάλιν ήταν υπεύθυνη για τον θρίαμβο του Χίτλερ, ο Τρότσκι υποστήριξε ότι η πολιτική αντεπανάσταση είχε ολοκληρωθεί και ότι η ανάγκη για ένα νέο κόμμα και μια νέα επανάσταση ήταν πλέον στην ημερήσια διάταξη.
Στην αναρχική και ελευθεριακή αριστερά η άποψη που επικρατεί είναι ότι η αντεπανάσταση ξεκίνησε λίγο πολύ αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους. Σύμφωνα με τους περισσότερους αναρχικούς ιστορικούς, ήταν σε εξέλιξη όταν υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ στις αρχές του 1918 και κατά συνέπεια, οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες (Αριστεροί Εσέροι) εγκατέλειψαν την κυβέρνηση. Βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη τον Ιούλιο του 1918, όταν οι Αριστεροί Εσέροι καταστάλθηκαν μετά από μια απόπειρα εξέγερσης εναντίον της κυβέρνησης των Μπολσεβίκων. Ο τελικός και μη αναστρέψιμος θρίαμβος της αντεπανάστασης ήταν η καταστολή της εξέγερσης του Σοβιέτ της Κρονστάνδης το 1921, το γεγονός-κλειδί της αντεπανάστασης για τους αναρχικούς.
Η διαφορά μεταξύ της τροτσκιστικής και της αναρχικής άποψης είναι σύμπτωμα του ιδεολογικού χάσματος μεταξύ του αναρχισμού και του κομμουνισμού. Αυτό το άρθρο δεν συμμερίζεται την αναρχική θεωρητική εξήγηση της αντεπανάστασης: δηλαδή ότι το Μπολσεβίκικο Κόμμα ήταν εγγενώς αυταρχικό· ότι η λειτουργία του πριν από την επανάσταση προδιέγραφε τις μετέπειτα αυταρχικές του ενέργειες· και ότι τόσο τα κόμματα όσο και τα κράτη αποτελούν κατάρα στον απελευθερωτικό αγώνα της εργατικής τάξης.
Αντίθετα, το Μπολσεβίκικο Κόμμα ήταν ένας βασικός φορέας που βοήθησε να καταστεί δυνατή η επανάσταση της εργατικής τάξης –το εργατικό κράτος ήταν ζωτικής σημασίας στον αγώνα για την υπεράσπιση της εξουσίας της εργατικής τάξης– και η διολίσθηση του μπολσεβικισμού στην αντεπανάσταση σηματοδότησε μια σαφή ρήξη με τον θεμελιώδη χαρακτήρα και τις πολιτικές του κατά την περίοδο 1912-1920 και όχι τη συνέχιση αυτών.
Αλλά μήπως οι διαφορές μας με τον αναρχισμό καθιστούν την τροτσκιστική θέση –και το κίνημα που διατηρεί αυτή τη θέση για πάνω από 80 χρόνια– σωστή; Σίγουρα τα συντρίμμια του τροτσκιστικού κινήματος σήμερα, καθώς και η ιστορία του με τις διασπάσεις, τους ελιγμούς και τις σκληρές πρακτικές, θα έπρεπε να μας ωθήσουν να θέσουμε τουλάχιστον το ερώτημα: υπάρχει σχέση μεταξύ της κατάστασης στην οποία βρίσκεται σήμερα και των διδαγμάτων που έχει αντλήσει σχετικά με το χρόνο και το χαρακτήρα της αντεπανάστασης στη Ρωσία; Εξάλλου, παρά τον χρόνο που έχει περάσει από το 1917, οι περισσότερες ομάδες που αυτοαποκαλούνται τροτσκιστικές διαμορφώνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα εσωτερικά τους καθεστώτα, τις μεθόδους οργάνωσης και δράσης τους με βάση τα διδάγματα της μπολσεβίκικης ιστορίας.
Τροτσκιστική πρακτική
Το τροτσκιστικό κίνημα προέβλεψε, στο Μεταβατικό Πρόγραμμα του 1938: «Όσο περνάει ο καιρός, οι απεγνωσμένες προσπάθειές τους [της ρεφορμιστικής γραφειοκρατίας] να συγκρατήσουν τον τροχό της ιστορίας θα αποδεικνύουν όλο και πιο ξεκάθαρα στις μάζες ότι η κρίση ηγεσίας του προλεταριάτου, που έχει γίνει η κρίση του πολιτισμού της ανθρωπότητας, μπορεί να επιλυθεί μόνο από την Τέταρτη Διεθνή».[1]
Υπήρχαν σίγουρα συγκυριακοί και αντικειμενικοί λόγοι που εμπόδισαν την Τέταρτη Διεθνή να αναπτυχθεί και να γίνει μια τέτοια ηγεσία κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον πόλεμο.[2] Αλλά, ακόμη και αν λάβουμε υπόψη την επίδραση αυτών των παραγόντων, η πρόβλεψη δεν έφτασε ποτέ κοντά στο να εκπληρωθεί. Ακριβώς το αντίθετο συνέβη. Και ελλείψει μαζικής επιρροής, το επαναστατικό κίνημα έχει περιέλθει σε σπειροειδή παρακμή, κατακερματιζόμενο στην πορεία σε εκατοντάδες ανταγωνιστικά κομματάκια.
Και κατά τη διάρκεια της ιστορίας αυτής της παρακμής, πολλές λανθασμένες πρακτικές βρήκαν το δρόμο τους σε αυτό το κίνημα. Πολλές από τις πρακτικές που ρίζωσαν στο κίνημα ήταν λανθασμένες. Και ο ίδιος ο Τρότσκι, παρά το γεγονός ότι οδηγούνταν σε απόγνωση από τους ελιγμούς και τους χειρισμούς του κινήματός του, τις ανέχτηκε. Είχε θανάσιμα ελαττώματα σε οργανωτικά ζητήματα. Η δική του έλλειψη εμπειρίας στην οικοδόμηση μιας μαζικής επαναστατικής οργάνωσης –οι οργανώσεις του στην προεπαναστατική Ρωσία ήταν μικρές και εντάχθηκε στο Μπολσεβίκικο Κόμμα μόλις δύο μήνες πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση– άρχισε να φαίνεται καθώς προχωρούσε η δεκαετία του 1930. Έδινε όλο και περισσότερο βάρος στις «αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλισμού που σαπίζει»[3] και όχι αρκετό στο δύσκολο έργο του μετασχηματισμού μικροσκοπικών, περιθωριοποιημένων και άπειρων κύκλων στελεχών σε ουσιαστικά επαναστατικά κόμματα. Πράγματι, οι πειραματισμοί στην κομματική οικοδόμηση στο κίνημά του (για παράδειγμα, ο εισοδισμός και ο «εξοδισμός» σε σχέση με τα μαζικά ρεφορμιστικά κόμματα) οδήγησαν στο να έχει αναμφισβήτητα μικρότερη επιρροή όταν σχημάτισε την Τέταρτη Διεθνή από ό,τι είχε το 1933, όταν διασπάστηκε από την Κομμουνιστική (Τρίτη) Διεθνή.
Το κίνημά του το πλήρωσε ακριβά μετά τη δολοφονία του Τρότσκι από σταλινικό πράκτορα το 1940. Καθώς το κίνημα διασπάστηκε, αναμορφώθηκε και διασπάστηκε ξανά, είχαμε τα πάντα, από τις παράξενες λατρείες προσωπικοτήτων (Healy, Posadas) μέχρι τις ανταγωνιστικές σέκτες που, ενώ παρουσιάζουν μια πιο υγιή εικόνα, έχουν ηγεσίες που θα κάνουν σχεδόν τα πάντα για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο μιας καμπάνιας ή ενός κινήματος, ανεξάρτητα από τον αρνητικό αντίκτυπο των ενεργειών τους στην ευρύτερη ταξική πάλη. Ο αγώνας τους είναι, καταρχήν, ένας αγώνας για να δικαιολογήσουν την ξεχωριστή τους ύπαρξη και να αναβαθμίσουν τη συγκεκριμένη ομαδοποίησή τους. Με άλλα λόγια, είναι, με την κλασική έννοια, σέκτες.
Δεδομένου λοιπόν ότι το τροτσκιστικό κίνημα, που γεννήθηκε το 1923, απέτυχε, πρέπει να αναρωτηθούμε: μήπως ο λόγος αυτής της αποτυχίας δεν έγκειται μόνο στις ήττες και την απομόνωση της δεκαετίας του 1930, αλλά και στις ρίζες του μέσα στο μετεπαναστατικό Μπολσεβίκικο Κόμμα και στις πρακτικές που κληρονόμησε από την περίοδο πριν μετακινηθεί στην αντιπολίτευση ενάντια στη γραφειοκρατία; Μήπως ο εκφυλισμός της Ρωσικής Επανάστασης ξεκίνησε με τον Λένιν και τον Τρότσκι στο τιμόνι, μαζί με τον Στάλιν;
Θέτοντας αυτό το ερώτημα ανακύπτει φυσικά το παλιό ερώτημα: «Οδήγησε ο Λένιν στον Στάλιν;» Για να το απαντήσουμε σωστά πρέπει να το εξειδικεύσουμε ως εξής: Ο τελικός θρίαμβος του Στάλιν έγινε δυνατός από τις ενέργειες του Λένιν και του Τρότσκι το 1921 στην κομματική κρίση εκείνης της χρονιάς;
Η απάντηση είναι ναι. Η αρχή της γραφειοκρατικής αντεπανάστασης έγινε τον Μάρτιο του 1921 και όχι το 1924. Ο πρώτος αντιπολιτευτικός αγώνας του Τρότσκι ήρθε με μεγάλη καθυστέρηση τριών χρόνων για να σώσει τόσο την επανάσταση όσο και το κόμμα από τα αποτελέσματά της [της γραφειοκρατικής αντεπανάστασης]: τον παρατεταμένο γραφειοκρατικό εκφυλισμό και των δύο μέσα στο πλαίσιο ενός εκφυλισμένου εργατικού κράτους.
Θερμιδόρ
Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που ο Τρότσκι πολέμησε τον Στάλιν ως αντιπολιτευόμενος μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα (αν και ως παραγκωνισμένο μέλος για πέντε χρόνια) επέμενε ότι δεν είχε λάβει χώρα καμία αντεπανάσταση. Συζητήσεις είχαν γίνει στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης για το ζήτημα αυτό με την αναλογία του «Θερμιδόρ» να χρησιμοποιείται. Θερμιδόρ είναι ο όρος για την έναρξη της αντεπανάστασης κατά τη διάρκεια της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης του δέκατου όγδοου αιώνα.
Το Θερμιδόρ στη Γαλλία ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός –η σύλληψη των ηγετών των Γιακοβίνων, μεταξύ των οποίων ο Ροβεσπιέρος και ο Σεν Ζιστ– στις 27 Ιουλίου 1794 (ενάτη Θερμιδόρ στο επαναστατικό ημερολόγιο), η οποία ακολουθήθηκε από την εκτέλεσή τους στις 28 Ιουλίου. Το γεγονός αυτό έθεσε τέλος στην «Τρομοκρατία» που εξαπέλυσε ο Ροβεσπιέρος – τόσο κατά της αντεπανάστασης όσο και κατά των αντιπάλων του στα αριστερά του. Ορισμένοι από τους πιο αριστερούς Γιακοβίνους υποστήριξαν το Θερμιδόρ, για να κατασταλούν στη συνέχεια.
Το Θερμιδόρ στη Γαλλία άνοιξε μια περίοδο πολιτικής αντίδρασης ενάντια στην ακραία πληβειακή δημοκρατία της πρώιμης περιόδου της επανάστασης, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης καταστολής της δημοκρατίας της τοπικής αυτοδιοίκησης στο Παρίσι – το επίκεντρο της επανάστασης. Αποκορύφωμα ήταν η διάλυση του επαναστατικού κοινοβουλίου, της Συνέλευσης, το 1795 και η αντικατάστασή του από το αντιδημοκρατικό Διευθυντήριο. Μετά από ένα πραξικόπημα το 1799 (18 Μπρυμαίρ – 9 Νοεμβρίου) το Διευθυντήριο ανατράπηκε από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο οποίος εγκαθίδρυσε αρχικά μια Υπατεία (Τριανδρία) και αργότερα την Αυτοκρατορία, με τον εαυτό του ως Αυτοκράτορα.
Τα γεγονότα της Γαλλίας μελετήθηκαν προσεκτικά από όλους τους μπολσεβίκους αντιπολιτευόμενους, αναζητώντας ενδείξεις για το πώς έγινε η άνοδος του Στάλιν στην εξουσία. Αλλά η άποψη του Τρότσκι, μέχρι το άρθρο του, Το εργατικό κράτος, το Θερμιδόρ και ο Βοναπαρτισμός, που έγραψε το 1935, ήταν ότι, παρά την ήττα της Αριστερής Αντιπολίτευσης, το Θερμιδόρ δεν είχε συμβεί στη Σοβιετική Ένωση. Βρισκόταν στο μέλλον και θα έπαιρνε αναπόφευκτα τον χαρακτήρα της καπιταλιστικής αντίδρασης.
Αυτή η άποψη υπαγόρευσε τη γραμμή πορείας της Αριστερής Αντιπολίτευσης σε όλες τις κομματικές διαμάχες της δεκαετίας του 1920. Εντόπιζε σταθερά τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος με επικεφαλής τους Ρίκοφ και Μπουχάριν ως τον κύριο κίνδυνο, ως την πιθανή πηγή της θερμιδοριανής αντίδρασης, λόγω της πολιτικής της γραμμής. Δηλαδή, η Δεξιά υποστήριζε την παρατεταμένη συνέχιση της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) του Λένιν και, ειδικότερα, τις παραχωρήσεις προς τους πιο εύπορους αγρότες (τους κουλάκους).
Η εχθρότητα του Τρότσκι στη συνέχιση της ΝΕΠ έκανε την Αριστερή Αντιπολίτευση να υποτιμήσει τον κίνδυνο από τον Στάλιν, από τον μηχανισμό, από το κομματικό κέντρο. Ο Στάλιν περιγράφηκε ως κεντριστής, ικανός να παρεκκλίνει προς τα αριστερά και προς τα δεξιά. Μακροπρόθεσμα αυτό αποτελούσε κίνδυνο για την επανάσταση, αλλά βραχυπρόθεσμα, πίστευε ο Τρότσκι, σήμαινε ότι το κέντρο θα ήταν και θα μπορούσε να είναι σύμμαχος της αριστεράς ενάντια στη δεξιά.
Κατηγόρησε την Αντιπολίτευση του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού –η οποία από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 τάχθηκε υπέρ ενός νέου κόμματος– για υπεραριστερισμό σε σχέση με τον Στάλιν. Μάλιστα υποστήριξε ότι η προλεταριακή πτέρυγα του σταλινισμού θα έπρεπε να στραφεί στους τροτσκιστές, λέγοντας: «Τα καλύτερα στοιχεία του σημερινού μηχανισμού θα αναγκαστούν να μας καλέσουν σε βοήθεια. Τους προειδοποιούμε γι’ αυτό».[4]
Το νόημα ήταν ότι ενώ η δεξιά ήταν φιλοκαπιταλιστική, το κέντρο μπορούσε να κερδηθεί πίσω ή τουλάχιστον να «μεταρρυθμιστεί» μέσω των προσπαθειών της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Αυτές οι προσπάθειες θα κατευθύνονταν στον «προλεταριακό πυρήνα» του ρωσικού κόμματος, όπως τον αποκαλούσε ο Τρότσκι τη δεκαετία του 1920. Μέχρι και το 1928, αφού η Αριστερή Αντιπολίτευση είχε ηττηθεί, αφού οι διαμαρτυρίες της στους εορτασμούς για τη δέκατη επέτειο της επανάστασης το 1927 έσβησαν σαν ένα βρεγμένο πυροτέχνημα, και αφού ο Τρότσκι είχε εκδιωχθεί και εξοριστεί, ο Τρότσκι επιχειρηματολογούσε εναντίον των Δημοκρατικών Συγκεντρωτιστών και επέμενε ότι το καθήκον εξακολουθούσε να είναι να ξανακερδίσουμε και να μεταρρυθμίσουμε το κόμμα συμμαχώντας με τον «προλεταριακό πυρήνα» του:
«Η κατάκτηση αυτού του πυρήνα, ωστόσο, σημαίνει την κατάκτηση του κόμματος. Αυτός ο πυρήνας δεν θεωρεί τον εαυτό του –και δικαίως– ούτε νεκρό ούτε εκφυλισμένο[5]. Πάνω σε αυτόν, στο μέλλον του, στηρίζουμε την πολιτική μας γραμμή».[6]
Η αιτία αυτών των ψευδαισθήσεων για τον κομματικό «πυρήνα» –ο οποίος στην πραγματικότητα απείχε πολύ από το να είναι ένας επαναστατικός προλεταριακός πυρήνας– και το σταλινικό κέντρο ήταν η πεποίθηση του Τρότσκι ότι το Θερμιδόρ και η βοναπαρτιστική δικτατορία που θα ακολουθούσε θα μπορούσαν να έρθουν μόνο από έξω, από την καπιταλιστική παλινόρθωση και αντίδραση και από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος, η οποία «έχει την κύρια υποστήριξή της έξω από το κόμμα». Το Θερμιδόρ δεν θα μπορούσε να έρθει από το εσωτερικό του ίδιου του εργατικού κράτους. Εξήγησε αυτή τη θέση ως εξής τον Οκτώβριο του 1928:
«Οι συνθήκες που είναι απαραίτητες για την υλοποίηση του Θερμιδόρ μπορούν να αναπτυχθούν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Έχουμε ήδη περισσότερες από μία φορές επιστήσει την προσοχή στο γεγονός ότι η νικηφόρα αστική αντεπανάσταση πρέπει να πάρει τη μορφή του φασισμού, του βοναπαρτισμού, αλλά δεν μπορεί επ’ ουδενί να πάρει τη μορφή της αστικής δημοκρατίας... Καταλήγουμε έτσι στο συμπέρασμα ότι μια “νίκη” της Δεξιάς θα οδηγούσε κατευθείαν στο δρόμο των Θερμιδοριανών-Βοναπαρτιστών, ενώ μια “νίκη” των κεντριστών θα έκανε ζιγκ-ζαγκ στον ίδιο δρόμο. Υπάρχει κάποια πραγματική διαφορά; Σε τελική ιστορική κατάληξη, δεν υπάρχει καμία διαφορά... Αλλά αυτό είναι μόνο σε τελική ιστορική κατάληξη. Στην παρούσα φάση, ωστόσο, ο κεντρισμός αντικατοπτρίζει σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα αυτούς που έχουν “αναδειχθεί” από την εργατική τάξη. Η Δεξιά έχει τις ρίζες της στους νέους κατόχους ατομικών ιδιοκτησιών, κυρίως στους αγρότες ιδιοκτήτες. Θα ήταν πολύ χονδροειδές λάθος, μια θόλωση των πολιτικών διακρίσεων του τύπου των Δημοκρατικών Συγκεντρωτιστών, να αγνοήσουμε την πάλη αυτών των δύο στοιχείων. Οι κεντριστές δεν θέλουν να έρθουν σε ανοιχτή ρήξη με τους εργάτες. Φοβούνται αυτή τη ρήξη πολύ περισσότερο από ό,τι η δεξιά, η οποία πάνω απ’ όλα δεν θέλει να προσβάλει τους κατόχους ατομικών ιδιοκτησιών.»[7]
Ο εξόριστος Τρότσκι ήταν επαναστάτης, όχι Θερμιδοριανός. Ήταν υπέρ μιας ανεξάρτητης παρέμβασης της εργατικής τάξης σε αυτόν τον αγώνα, καθώς μόνο μια τέτοια παρέμβαση θα μπορούσε να περιορίσει τις υπερβολές του γραφειοκρατικού μηχανισμού και να ανοίξει ξανά το δρόμο για την επαναστατική πρόοδο. Αλλά η Αντιπολίτευση θα βρισκόταν παρ’ όλα αυτά σε μια τακτική συμμαχία με το κέντρο ενάντια στη δεξιά. Το να αποκλείσουμε αυτή την πιθανή σύνθεση, είπε ο Τρότσκι, θα ήταν σεχταριστικό και δογματικό. Και αυτή παρέμεινε η βασική θέση του Τρότσκι μέχρι το 1933.
Αναγνώρισε ότι ο σημαντικός «προλεταριακός πυρήνας» βρισκόταν, μετά το 1930, κυρίως στην Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν) και συγκεκριμένα στο γερμανικό κόμμα. Η έκβαση του αγώνα κατά του φασισμού στη Γερμανία θα καθόριζε αν αυτός ο πυρήνας θα μπορούσε ή όχι να κερδηθεί πάλι στον επαναστατικό σοσιαλισμό. Αλλά μέχρι να αποφασιστεί αυτό, ο Τρότσκι εξακολουθούσε να υποστηρίζει ότι ο προσανατολισμός στον προλεταριακό πυρήνα της Κομιντέρν ήταν ζωτικής σημασίας.
Μέχρι το 1932 η πραγματικότητα της ρήξης στην επαναστατική παράδοση που προκάλεσε ο σταλινισμός ήταν ξεκάθαρη για τον Τρότσκι και συνδύαζε τον προσανατολισμό στην Κομιντέρν με μια προσπάθεια να οικοδομήσει την Αριστερή Αντιπολίτευση περισσότερο ως κόμμα παρά ως εξωτερική παράταξη. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να βλέπει τη Δεξιά Αντιπολίτευση ως εχθρό, πιθανόν έναν πιο επικίνδυνο εχθρό, παρόλο που μέσα στην ίδια τη Ρωσία είχε συντριβεί από τον Στάλιν και διεθνώς είχε αποβληθεί.
Η αντίληψη του Τρότσκι για το Θερμιδόρ, μια αντίληψη στην οποία στήριξε τη στρατηγική του προς το Ρωσικό Κόμμα και στη συνέχεια προς την Κομιντέρν, ήταν λανθασμένη. Το 1935 αναθεώρησε δημόσια τη θέση του και αποδέχτηκε ότι το Θερμιδόρ δεν ήταν εξωτερική (κοινωνική) αντεπανάσταση. Ήταν εσωτερική (πολιτική) αντίδραση. Ανέπτυξε τη νέα του αντίληψη στο βιβλίο Η προδομένη επανάσταση, το 1936.
Στη Γαλλία το Διευθυντήριο και αργότερα ο Ναπολέων, προερχόμενοι από τον ίδιο τον Γιακοβινισμό, δεν επανέφεραν τη φεουδαρχία. Και στη Ρωσία, ο Στάλιν, ένας παλιός μπολσεβίκος, δεν επανέφερε τον καπιταλισμό. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις τα μαζικά κινήματα που έκαναν τις επαναστάσεις στερήθηκαν την πολιτική εξουσία από τη Θερμιδοριανή αντίδραση.
Ο Τρότσκι υποστήριζε τώρα ότι στη Ρωσία χρειαζόταν μια νέα επανάσταση, καθώς και ένα νέο κόμμα. Το καθήκον αυτής της επανάστασης ήταν η αλλαγή του καθεστώτος και η επαναφορά της γνήσιας σοβιετικής δημοκρατίας (μια πολιτική επανάσταση). Το νέο κόμμα έπρεπε να ηγηθεί μιας τέτοιας επανάστασης και να επαναφέρει τον σοσιαλισμό στην ημερήσια διάταξη, αξιοποιώντας τις κοινωνικές κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης για να μεταρρυθμίσει τη σοβιετική οικονομία από την κορυφή ως τη βάση.
Ο Τρότσκι αναγνώρισε επίσης ότι ο Βοναπαρτισμός που ακολούθησε το Θερμιδόρ ήταν στη Ρωσία μια συγκεκριμένη μορφή δικτατορίας, ο σοβιετικός Βοναπαρτισμός με τον Στάλιν ως Βοναπάρτη. Ο Βοναπαρτισμός του έγινε δυνατός λόγω του ρόλου του ως επικεφαλής χωροφύλακα. Η καθυστέρηση της σοβιετικής οικονομίας και η γενικευμένη ένδεια που δημιουργούσε οδήγησαν στην ανάπτυξη της γραφειοκρατίας. Ο Τρότσκι χρησιμοποίησε την αναλογία ενός καταστήματος με πολύ λίγα εμπορεύματα: «Όταν οι ουρές είναι πολύ μεγάλες, είναι απαραίτητο να διοριστεί ένας αστυνομικός για να τηρεί την τάξη. Αυτή είναι η αφετηρία της εξουσίας της σοβιετικής γραφειοκρατίας. Ξέρει ποιος πρέπει να πάρει κάτι και ποιος πρέπει να περιμένει».[8] Για να ρυθμιστεί η ουρά χρειαζόταν ένας χωροφύλακας. Η γραφειοκρατία παρενέβη. Αυτός ο χωροφύλακας απέκτησε αναπόφευκτα τα δικά του συμφέροντα ως οργανισμός που βρισκόταν ανάμεσα στις τάξεις. Έπρεπε να κρατηθεί ενωμένος, διότι διαφορετικά οι ταξικές πιέσεις θα τον διέλυαν. Χρειαζόταν ένας ισχυρός άνδρας για να το κάνει αυτό. Και ο Στάλιν ήταν αυτός ο άνθρωπος.
Ενώ αυτό σηματοδοτούσε μια σημαντική αλλαγή θέσης του Τρότσκι σε σχέση με όλα όσα είχε υποστηρίξει από το 1923 και μετά, επέμενε ότι παρά το γεγονός ότι η αντίληψή του για το Θερμιδόρ ήταν λανθασμένη, η στρατηγική της Αριστερής Αντιπολίτευσης –μεταρρύθμιση, αξιοποίηση του κόμματος και του προλεταριακού πυρήνα του και μπλοκ με τους σταλινικούς– ήταν, ωστόσο, σωστή μέχρι το 1935. Τα χρόνια κατά τα οποία ο Στάλιν είχε εδραιώσει την αντεπανάστασή του ο Τρότσκι δεν είχε κάνει ούτε ένα σημαντικό λάθος. Όπως το έθεσε στο δοκίμιό του το 1935:
«Αρκεί να επανεξετάσουμε με ακρίβεια την ουσία των αντιπαραθέσεων του 1926-27 για να αναδυθεί η ορθότητα της θέσης των μπολσεβίκων λενινιστών [των τροτσκιστών] σε όλο το μέγεθος της, υπό το φως των μετέπειτα εξελίξεων. Ήδη από το 1927, οι κουλάκοι έδωσαν ένα χτύπημα στη γραφειοκρατία αρνούμενοι να την προμηθεύσουν με ψωμί, το οποίο είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν στα χέρια τους. Το 1928 έλαβε χώρα μια ανοιχτή διάσπαση της γραφειοκρατίας. Η δεξιά ήταν υπέρ των περαιτέρω παραχωρήσεων προς τους κουλάκους. Οι κεντριστές, οπλισμένοι με τις ιδέες της Αριστερής Αντιπολίτευσης, την οποία είχαν συντρίψει μαζί με τη Δεξιά, βρήκαν την υποστήριξή τους ανάμεσα στους εργάτες, κατατρόπωσαν τη Δεξιά και πήραν το δρόμο της εκβιομηχάνισης και, στη συνέχεια, της κολεκτιβοποίησης. Οι βασικές κοινωνικές κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης διασώθηκαν τελικά με το κόστος αμέτρητων περιττών θυσιών.»[9]
Αυτό είναι ένα επιχείρημα που λέει ότι ο Στάλιν έσωσε τις βασικές κοινωνικές κατακτήσεις του Οκτώβρη, κλέβοντας τις ιδέες της Αριστεράς και χτυπώντας τη Δεξιά – επομένως η Αριστερή Αντιπολίτευση είχε εξ αρχής δίκιο να κρατήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας με τον Στάλιν, παρόλο που αναγνώριζε πλέον ότι ήδη πραγματοποιούσε μια προσφάτως κατανοηθείσα μορφή Θερμιδόρ, δηλαδή τη γραφειοκρατική πολιτική αντίδραση. Αλλά επιλέγει να αγνοήσει το γεγονός ότι η επιδίωξη της Αριστερής Αντιπολίτευσης για ένα μπλοκ με τον Στάλιν –ακόμη και το 1928– σήμαινε καταστροφή για τη Ρωσία και τη Διεθνή.
Η θέση του Τρότσκι σήμαινε ότι ο αγώνας του ήταν πάντα περιορισμένος. Αντί να υποστηρίξει έναν ανοιχτό μαχητικό αγώνα κατά του Στάλιν, μεταξύ άλλων και μέσω της οικοδόμησης νέων μαζικών οργανώσεων, ο Τρότσκι περιόρισε τη στρατηγική του σε μεταρρυθμίσεις. Ο αγώνας συνίστατο αρχικά σε συζητήσεις μέσα στα ηγετικά όργανα του κόμματος, τελικά μέσα σε ολόκληρο το κόμμα και μόνο το 1927 με ειρηνικές διαμαρτυρίες κατά τους εορτασμούς για τη δέκατη επέτειο της επανάστασης.
Μόνο αφού έκλεισαν όλοι αυτοί οι δρόμοι διαμαρτυρίας, ο αγώνας πήρε μια πιο μαχητική, αλλά και απελπισμένη μορφή μέσω των απεργιών πείνας στις φυλακές. Μέχρι τότε ήταν πολύ αργά – ο Στάλιν είχε νικήσει.
Αυτό ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της αποτυχίας του να αναγνωρίσει ότι μια πολιτική αντεπανάσταση είχε λάβει χώρα υπό την αιγίδα του Στάλιν και της κεντριστικής παράταξης. Σε ένα άρθρο του το 1928 ο Τρότσκι αναφέρεται στον Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ, τους πρώην συμμάχους του ενάντια στον Στάλιν, ως ένα «ζευγάρι Σάντσο Πάντζας». Δυστυχώς, ο Δον Κιχώτης της εποχής, που έπαιζε στους ανεμόμυλους της Δεξιάς, ήταν ο ίδιος ο Τρότσκι.
Ο Τρότσκι δεν βγάζει αυτό το συμπέρασμα. Αντίθετα, βελτιώνει την κατανόηση του Θερμιδόρ στην ουσιαστικά σωστή εξίσωση της πολιτικής αντεπανάστασης συν τον αποκλεισμό των μαζών από την εξουσία συν τη διατήρηση των κοινωνικών μετασχηματισμών που εισήχθησαν ως αποτέλεσμα της επανάστασης. Αναδρομικά επίσης τοποθετεί τη διαδικασία στο σημείο κατά το οποίο υπέστη την πρώτη του μεγάλη ήττα ως αντίπαλος του καθεστώτος, το 1924. Γράφει:
«Η συντριβή της Αριστερής Αντιπολίτευσης σήμαινε με την πιο άμεση και απευθείας έννοια τη μεταβίβαση της εξουσίας από τα χέρια της επαναστατικής πρωτοπορίας στα χέρια συντηρητικών στοιχείων της γραφειοκρατίας και της ανώτερης κρούστας της εργατικής τάξης. Το έτος 1924 – αυτό ήταν η αρχή του σοβιετικού Θερμιδόρ.»[10]
Ενώ η αναγνώριση του Στάλιν ως βασικού παράγοντα της αντεπανάστασης είναι μια ευπρόσδεκτη αναθεώρηση από τον Τρότσκι, η αλλαγή της γραμμής του το 1935 αφήνει πάρα πολλά ερωτήματα αναπάντητα.
Η νέα χρονολογία του είναι βολική. Αν το Θερμιδόρ ξεκίνησε το 1924, τότε ο αρκετά εξασθενημένος χαρακτήρας του μετέπειτα αγώνα ενάντια στον Στάλιν από την Ενωμένη Αντιπολίτευση (των Τρότσκι, Ζινόβιεφ και Κάμενεφ) μπορεί να εξηγηθεί από τις προϋπάρχουσες Θερμιδοριανές νίκες. Ο Τρότσκι απαλλάσσεται από την ευθύνη για την αποτυχία του να δώσει τη μάχη ενάντια στον Στάλιν από το 1924 και μετά.
Αλλά αυτή η δικαιολογία δεν μπορεί να κρύψει τον πραγματικό λόγο της αδυναμίας του μετέπειτα αγώνα. Η Ενωμένη Αντιπολίτευση περιελάμβανε μια συμφωνία με μια από τις πιο γραφειοκρατικές πτέρυγες του κόμματος (την οργάνωση του Λένινγκραντ του Ζινόβιεφ). Αυτό απώθησε πολλούς αντιπολιτευόμενους και ο Τρότσκι κατέληξε να ξοδεύει τόσο χρόνο για να δικαιολογήσει τη συμφωνία του όσο και για να πολεμήσει τον Στάλιν. Αποδυνάμωσε τη δική του θέση μέσω αυτής της συμφωνίας – αν και εκείνη την εποχή ταίριαζε με την άποψή του ότι το «κέντρο» (σε αυτή την περίπτωση ο Ζινόβιεφ) θα ερχόταν προς τα αριστερά.
Στην αναθεωρημένη αντίληψη για το Θερμιδόρ, ο Τρότσκι μπορεί να αποστασιοποιηθεί από εκείνους που ήταν εχθροί του στις αρχές της δεκαετίας του 1920 (η δεξιά και το κέντρο) και από εκείνους που αργότερα έγιναν σύμμαχοί του (Ζινόβιεφ).
Η νέα θέση προσφέρει επίσης κλάδο ελαίας στην Εργατική Αντιπολίτευση και τους Δημοκρατικούς Συγκεντρωτιστές. Με τις δύο ομάδες να πεθαίνουν στα γκουλάγκ μαζί με τους δικούς του υποστηρικτές, ο Τρότσκι καταλήγει να συμφωνήσει με τη γραμμή τους, ζητώντας μια νέα επανάσταση – αλλά το κάνει αυτό χωρίς να παραδέχεται στους προηγούμενους και πιο συνεπείς αντιπολιτευόμενους ότι είχαν δίκιο σε οποιοδήποτε προηγούμενο στάδιο του αγώνα.
Τέλος, ο Λένιν πέθανε στις αρχές του 1924. Αν το Θερμιδόρ ξεκίνησε εκείνη τη χρονιά, τότε ξεκίνησε μετά το θάνατο του Λένιν, ο οποίος δεν μπορεί να εμπλέκεται σε καμία πτυχή του εκφυλισμού της Ρωσικής Επανάστασης. Όπως το θέτει ο Τρότσκι:
«Ένα δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στη συνέχεια ο θάνατος, τον εμπόδισαν να αναμετρήσει τις δυνάμεις του με αυτή την εσωτερική αντίδραση [την παράταξη του Στάλιν]».[11]
Έτσι, αν και η αναθεωρημένη κατανόηση του Θερμιδόρ από τον Τρότσκι είναι εύστοχη και, σε ορισμένες πτυχές, σωστή, αφήνει αναπάντητο το βασικό ερώτημα του εκφυλισμού της Ρωσικής Επανάστασης: πώς μπόρεσε ο Στάλιν να πραγματοποιήσει το Θερμιδόρ το 1924;
Στη Γαλλία, η παράταξη του Ροβεσπιέρου είχε αποξενωθεί από τις μάζες εκτός από μια συρρικνωμένη βάση στο Παρίσι καθώς και από την αριστερά και τη δεξιά των Γιακοβίνων. Κανείς δεν ήρθε στο δημαρχείο για να υπερασπιστεί τον Ροβεσπιέρο και τον Σεν Ζιστ. Η παράταξη έπεσε στα χέρια των Θερμιδοριανών επειδή δεν υπήρχε κανείς να την υποστηρίξει. Δεν μπορούσε να νικήσει χωρίς τις μάζες, ή τουλάχιστον ένα τμήμα τους. Δεν μπορούσε να νικήσει χωρίς τους Γιακοβίνους, ή τουλάχιστον ένα τμήμα τους.
Ήταν ο Τρότσκι ή η Αντιπολίτευση σε αυτή τη θέση το 1924; Όχι – ήταν ακόμα μια σημαίνουσα προσωπικότητα και η αντιπολίτευση είχε πραγματική υποστήριξη στο εσωτερικό του κόμματος και του στρατού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Στάλιν μπορούσε να τη δυσφημίσει αλλά δεν μπορούσε να την καταστείλει. Γι’ αυτό, στο τέλος του 13ου Συνεδρίου το 1924, ο Στάλιν σχολιάζει, μετά τη νίκη του επί της αντιπολίτευσης, ότι η στάση απέναντι σε όσους τώρα επιστρέφουν στο κόμμα από τις τάξεις της αντιπολίτευσης «θα πρέπει να είναι εξαιρετικά συντροφική. Πρέπει να ληφθεί κάθε μέτρο για να τους βοηθήσουμε να έρθουν στον βασικό πυρήνα του κόμματος και να εργαστούν από κοινού και αρμονικά με αυτόν τον πυρήνα.»[12]
Η πολιτική ήττα της Αντιπολίτευσης στο 13ο Συνέδριο ήταν μια ειρηνική υπόθεση. Κανείς δεν σκοτώθηκε και ο Τρότσκι δεν διαγράφηκε από το κόμμα ούτε συνελήφθη. Φυσικά ο Στάλιν έλεγε ψέματα μέσα από τα δόντια του όσον αφορά την «συντροφική» του προσφορά. Ήταν απασχολημένος με την εδραίωση της εξουσίας της γραφειοκρατίας και ο Τρότσκι ήταν ένα πραγματικό εμπόδιο και έπρεπε να απομακρυνθεί. Αλλά, μόνο τρία χρόνια αργότερα.
Πράγματι, ενώ ο Τρότσκι απαλλάχθηκε από τη θέση του ως Κομισάριος Πολέμου, συνέχισε να κατέχει υψηλό αξίωμα μετά το 13ο συνέδριο. Και μέσα σε δύο χρόνια ο Τρότσκι μπόρεσε να ξεκινήσει μια δεύτερη φραξιονιστική πάλη μέσω της Ενιαίας Αντιπολίτευσης. Ο Ροβεσπιέρος, αντίθετα, εκτελέστηκε την επομένη του Θερμιδόρ!
Ίσως το πιο σημαντικό, αν το 1924 ήταν η χρονιά του Θερμιδόρ, τότε είναι καιρός να αναγνωρίσουμε ότι ο Τρότσκι συμμετείχε στην πραγματοποίησή του – συμμετείχε με την άρνησή του να στιγματίσει τη γραφειοκρατία ως τον κύριο εχθρό της εργατικής τάξης και να την πολεμήσει με επαναστατικά μέσα∙ συμμετείχε με την «τακτική» καταγγελία των ίδιων των διεθνών υποστηρικτών του, Ίστμαν, Ροσμέρ και Μονάτ∙ συμμετείχε με την ανοιχτή και ξεκάθαρη υπεράσπιση της καταστολής της κομματικής δημοκρατίας με δηλώσεις όπως αυτή στο 13ο Συνέδριο του κόμματος τον Μάιο του 1924:
«... η δημοκρατία στο κόμμα σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται ελευθερία για τις φραξιονιστικές ομαδοποιήσεις, οι οποίες είναι εξαιρετικά επικίνδυνες για το κυβερνών κόμμα, καθώς απειλούν πάντα να διασπάσουν ή να διχάσουν την κυβέρνηση και τον κρατικό μηχανισμό στο σύνολό του. Πιστεύω ότι αυτό είναι αναμφισβήτητο και αδιαμφισβήτητο. Και συμφωνήσαμε ομόφωνα να επικαλούμαστε το ψήφισμα του Δέκατου Συνεδρίου, όπου ο Βλαντιμίρ Ίλιτς προσωπικά προσδιόρισε τόσο τις φράξιες όσο και τις ομαδοποιήσεις και εξήγησε τον πολιτικό κίνδυνο που συνεπάγονται... αρκεί –όσον αφορά μια δήλωση για τα πρακτικά– να πούμε ότι ποτέ δεν αναγνώρισα την ελευθερία για τις ομαδοποιήσεις μέσα στο κόμμα, ούτε την αναγνωρίζω τώρα, διότι υπό τις παρούσες ιστορικές συνθήκες οι ομαδοποιήσεις είναι απλώς ένα άλλο όνομα για τις φράξιες.»[13]
Με άλλα λόγια, αν το 1924 ήταν η χρονιά του Θερμιδόρ, τότε ο Τρότσκι ήταν ένας Θερμιδοριανός.
Ο απολογισμός του Μπολσεβικισμού, 1917-21
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του σοβιετικού Θερμιδόρ του Μάρτη του 1921, είναι απαραίτητο να συγκρίνουμε ορισμένες σημαντικές στιγμές στην εξέλιξη του κόμματος μεταξύ 1917 και 1920 με τα γεγονότα του 1921. Αυτή η επισκόπηση του μπολσεβικισμού απέχει πολύ από το να είναι ένας πλήρης ή εξαντλητικός απολογισμός. Αλλά δείχνει τη διαφορά στο κόμμα πριν και μετά το 1921.
Η Κεντρική Επιτροπή την παραμονή της εξέγερσης του Οκτώβρη το 1917, βρέθηκε αντιμέτωπη με την απαίτηση του Λένιν να διαγράψει τους Ζινόβιεφ και Κάμενεφ από το κόμμα επειδή δημοσιοποίησαν και άσκησαν κριτική στα σχέδια του κόμματος για την εξέγερση. Το αξιοσημείωτο σε αυτό το γεγονός είναι ότι, στη συνεδρίασή της στις 20 Οκτωβρίου 1917, η Κεντρική Επιτροπή αρνήθηκε να ενδώσει στην απαίτηση του Λένιν. Οι κατηγορίες εναντίον του Κάμενεφ και του Ζινόβιεφ ήταν σοβαρές. Ο Λένιν τους αποκαλούσε απεργοσπάστες. Η Κεντρική Επιτροπή δεν ενέκρινε τη δράση τους, αλλά επειδή αναγνώριζε τον κανόνα των δημόσιων συζητήσεων μεταξύ μπολσεβίκων, περιορίστηκε στο να αποδεχτεί την παραίτηση του Κάμενεφ από την Επιτροπή και να δώσει εντολή και στους δύο άνδρες να μην κάνουν περαιτέρω δημόσιες δηλώσεις σχετικά με τη διαμάχη λόγω της ευαίσθητης φύσης του θέματος – ένοπλη εξέγερση.
Αυτό δεν είναι καθόλου απόδειξη, όπως θα ήθελαν οι αναρχικοί, ενός κόμματος που είναι εγγενώς αυταρχικό ή απλώς το πειθήνιο εργαλείο ενός ανθρώπου. Είναι απόδειξη ενός κόμματος που έσφυζε από πολιτική ζωή, βούληση και ενέργεια, στο οποίο οι αποφάσεις για την τύχη της επανάστασης συζητούνταν μεταξύ ίσων.
Όπως σχολίασε ο Βικτόρ Σερζ:
«Αυτοί [ο Λένιν και ο Τρότσκι] ήταν μόνο οι πρώτοι μεταξύ των συντρόφων και θα είχαν αντιμετωπίσει με ψυχρότητα τον επικίνδυνο ηλίθιο που θα έβαζε στο μυαλό του να τους τοποθετήσει πάνω από τους συντρόφους τους ή πάνω από το κόμμα. Η ζωή του Πολιτικού Γραφείου και της Κεντρικής Επιτροπής ήταν πάντοτε συλλογική. Το κόμμα συζητούσε, οι τάσεις εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν και τα στοιχεία της αντιπολίτευσης, που δεν πρέπει να συγχέονται με τους αντεπαναστάτες, έκαναν ακατάπαυστα αγκιτάτσια στο φως της ημέρας καθ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου – μέχρι το 1921.»[14]
Κάθε μεγάλη διαμάχη ακολουθούσε αυτό το μοτίβο. Και αυτό μπερδεύει τους ισχυρισμούς των ρεφορμιστών αντιπάλων του μπολσεβικισμού, ιδίως των μενσεβίκων, ότι το «πραξικόπημα» των μπολσεβίκων τον Οκτώβριο του 1917 ήταν στην πραγματικότητα η απαρχή μιας αντεπανάστασης. Δεν ήταν. Οι Μπολσεβίκοι ηγήθηκαν μιας μαζικής επανάστασης. Είχαν την αδιαμφισβήτητη υποστήριξη της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Η φτωχή αγροτιά συνέρρεε για να υποστηρίξει την επανάσταση. Η επανάσταση ήταν και δικαιολογημένη και αναγκαία.
Θερμιδόρ δεν ήταν η άρνηση της μπολσεβίκικης πλειοψηφίας να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με άλλα σοσιαλιστικά κόμματα ή η δημιουργία της Τσεκά στα τέλη του 1917. Ακόμη περισσότερο δεν ήταν η διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης τον Ιανουάριο του 1918.
Η συζήτηση για το σχηματισμό ενός σοσιαλιστικού συνασπισμού μετά τον Οκτώβριο του 1917 είναι ένα καλό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο το κόμμα συμπεριφερόταν στο κράτος και στο εσωτερικό του. Ακολούθησε το πρότυπο των προεπαναστατικών συζητήσεων στο εσωτερικό του Μπολσεβίκικου Κόμματος, ανοιχτή, ειλικρινής και χωρίς φόβο από την πλευρά όλων των πρωταγωνιστών. Ο Λένιν αντιτάχθηκε σθεναρά σε κάθε συνασπισμό με τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους (σε διάκριση από τους Αριστερούς Εσέρους που είχαν πλέον διασπαστεί με το κόμμα τους και είχαν σχηματίσει μια ξεχωριστή ομάδα).
Ο Κάμενεφ, επιμένοντας στην προ της εξέγερσης θέση του να ζητήσει κυβέρνηση όλων των σοσιαλιστικών κομμάτων, αρνήθηκε την απαίτηση του Λένιν να σταματήσει να υποστηρίζει δημόσια τη θέση του. Στις διακομματικές συνομιλίες που ζήτησε η καθοδηγούμενη από τους μενσεβίκους Πανρωσική Ένωση Εργαζομένων Σιδηροδρομικών (Βίκζελ), στις οποίες συμμετείχε πλήρως η Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων, ο Κάμενεφ ήταν βασικός διαπραγματευτής των Μπολσεβίκων παρά την ανοιχτή αντίθεσή του στη γραμμή του Λένιν που απέρριπτε έναν ευρύ σοσιαλιστικό συνασπισμό.
Ίσως όμως, η απόρριψη μιας ευρείας σοβιετικής κυβέρνησης από τον Λένιν να ήταν ένδειξη της επιθυμίας του να εγκαθιδρύσει τη μονολιθική εξουσία των Μπολσεβίκων ήδη από τον Νοέμβριο του 1917; Μια τέτοια άποψη υποστηρίζεται συνήθως από τους ρεφορμιστές, αλλά διαψεύδεται κατηγορηματικά από ένα σχετικό γεγονός: δεν ήταν οι Μπολσεβίκοι που απέρριψαν έναν συνασπισμό, αλλά οι Μενσεβίκοι και οι δεξιοί Εσέροι.
Στις διαπραγματεύσεις της Βίκζελ η θέση των Μπολσεβίκων ήταν υπέρ ενός συνασπισμού, αλλά μόνο ενός συνασπισμού από κόμματα που αναγνώριζαν την απόφαση του Δεύτερου Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ να αναλάβει όλη την εξουσία αμέσως μετά την εξέγερση της 23ης Οκτωβρίου από τη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή υπό την ηγεσία των Μπολσεβίκων. Είναι εξαιρετικά λογικό, λοιπόν, να περιμένουμε από όλα τα κόμματα που εκπροσωπούνται στο Σοβιέτ να συγκροτήσουν μια τέτοια κυβέρνηση συνασπισμού, ιδίως δεδομένου ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν σαφή πλειοψηφία στο δεύτερο συνέδριο. Μια πρόταση για έναν τέτοιο συνασπισμό υποβλήθηκε από το Μπολσεβίκικο Κόμμα.
Οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι –οι οποίοι είχαν αποχωρήσει από το δεύτερο συνέδριο και αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τη νομιμότητά του– απαίτησαν ως προϋπόθεση για οποιονδήποτε συνασπισμό τον απόλυτο αποκλεισμό των Μπολσεβίκων. Ξεκαθάρισαν ότι οι ηγέτες των Μπολσεβίκων, και ιδιαίτερα ο Λένιν και ο Τρότσκι, θα δικάζονταν για τη διεξαγωγή της επανάστασης. Εν ολίγοις, αυτοί οι ρεφορμιστές απαιτούσαν να ανατραπεί η επανάσταση και να δικαστούν οι ηγέτες της εργατικής τάξης.
Όπως καταγράφεται σε μια περιγραφή των διαπραγματεύσεων σχετικά με την αποτυχία δημιουργίας κυβέρνησης συνασπισμού:
«Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι στις δύο πρώτες συνεδριάσεις της ολομέλειας της Βίκζελ και στη συνεδρίαση της “Ειδικής Επιτροπής” στις 30 Οκτωβρίου, οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι εμπόδισαν όλες τις προσπάθειες συμβιβασμού επιμένοντας ότι οι Μπολσεβίκοι πρέπει να αποκλειστούν εντελώς από την κυβέρνηση».[15]
Η θέση αυτή άλλαξε υπό την πίεση της εργατικής τάξης, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων οι ρεφορμιστές απαιτούσαν τον αποκλεισμό του Λένιν και του Τρότσκι από οποιαδήποτε σοσιαλιστική κυβέρνηση συνασπισμού.
Ο Λένιν επιτέθηκε στην ίδια την ιδέα του συνασπισμού και πάλεψε για τη γραμμή του στο κόμμα –κάποια στιγμή απείλησε με διάσπαση αν έχανε– αλλά σε κανένα σημείο δεν πρότεινε να κατασταλεί η πάλη μεταξύ των αντικρουόμενων θέσεων μέσα στο κόμμα. Πράγματι, διεξήχθη ακόμη και ημι-δημόσια. Αυτό ήταν χαρακτηριστικό του Μπολσεβίκικου Κόμματος εκείνη την περίοδο. Ήταν επίσης χαρακτηριστικό της διαφάνειας της πολιτικής ζωής στις πρώτες μέρες του σοβιετικού κράτους.
Πράγματι, η συζήτηση σχετικά με τη συνθήκη ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ –για την οποία ο Λένιν αγωνίστηκε για να γίνει αποδεκτή ενάντια σε μαζικές αντιδράσεις από το εσωτερικό του κόμματος– ήταν μια ακόμη πιο οδυνηρή ένδειξη ότι το Θερμιδόρ ήταν πολύ μακριά. Η φράξια των «Αριστερών Κομμουνιστών», σε συμμαχία με τους Αριστερούς Εσέρους, πάλεψε μέχρις εσχάτων για να αντιταχθεί στην ειρήνη, να διεξάγει μια επαναστατική άμυνα της χώρας και να απευθύνει άμεση έκκληση στους Ευρωπαίους εργάτες για βοήθεια. Στους ηγέτες των Αριστερών Κομμουνιστών συμπεριλαμβανόταν ο Μπουχάριν –μετέπειτα δεξιός– αποδεικνύοντας τη ρευστότητα που επικρατούσε και ήταν αποδεκτή μεταξύ των στελεχών των Μπολσεβίκων τις ημέρες πριν από το Θερμιδόρ. Οι αριστεροί εξέδωσαν μια εφημερίδα και οργάνωσαν τη δική τους φράξια στα σοβιέτ.
Και στη συζήτηση για την ειρήνη μπόρεσαν να προβάλουν τη δική τους θέση στην εργατική τάξη. Όπως αφηγείται ο Ραμπίνοβιτς για μια κρίσιμη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής:
«Ο Λένιν ήταν έτοιμος να φτάσει στα άκρα για να κρατήσει τους αριστερούς κομμουνιστές στο μαντρί. Στις αρχές αυτού του μέρους της συνεδρίασης, όταν ο Λόμοφ ρώτησε τον Λένιν αν θα επέτρεπε στους Αριστερούς να κάνουν αγκιτάτσια ενάντια στην ειρήνη, ο Λένιν απάντησε γρήγορα ναι. Επιπλέον, ο Λένιν δεν έφερε αντίρρηση όταν ο Σβερντλόφ, κοντά στο τέλος αυτής της συζήτησης, αποδέχτηκε σιωπηρά την προσφορά του Ουρίτσκι να καθυστερήσει τις παραιτήσεις [των ηγετών της Αριστεράς], αν δοθεί στον ίδιο και στους συναδέλφους του πλήρης ελευθερία να ασκήσουν πιέσεις και ακόμη και να ψηφίσουν κατά της συνθήκης στην ΚΕΕ [την εκτελεστική επιτροπή του Πανρωσικού Σοβιέτ]».[16]
Οι Αριστεροί Εσέροι αποχώρησαν από την κυβέρνηση για το Μπρεστ-Λιτόφσκ. Οι Αριστεροί Κομμουνιστές δεν το έκαναν. Οι Αριστεροί Εσέροι εν τέλει ενεπλάκησαν σε μια σειρά τρομοκρατικών ενεργειών με σκοπό να καταστρέψουν την ειρήνη και οργάνωσαν μια απόπειρα δολοφονίας του Λένιν το καλοκαίρι του 1918.[17] Αλλά παρόλο που υπήρξε καταστολή των Αριστερών Εσέρων τον Ιούλιο του 1918 και η έναρξη της Κόκκινης Τρομοκρατίας τον Αύγουστο, δεν υπάρχουν πραγματικές αποδείξεις ότι η Θερμιδοριανή αντίδραση πραγματοποιήθηκε στις οργανώσεις της εργατικής τάξης και στο ίδιο το κόμμα κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων.
Οι Αριστεροί Εσέροι είχαν πάρει τα όπλα. Αυτό συνέβαινε ακόμη περισσότερο με τα στοιχεία των λευκών φρουρών στις πόλεις. Η επανάσταση που δέχτηκε επίθεση αμύνθηκε με σθένος. Αλλά η τρομοκρατία και η χρήση βίας δεν είναι εγγενώς αντεπαναστατικές. Κάθε άλλο, είναι βασικά όπλα της επανάστασης. Γι’ αυτό και δεν εξισώνουμε την Κόκκινη Τρομοκρατία με το Θερμιδόρ. Και δεν το έκανε ούτε η ίδια η εργατική τάξη, η οποία, τον Αύγουστο του 1917, ήταν μπροστά από το κόμμα των Μπολσεβίκων απαιτώντας την Κόκκινη Τρομοκρατία ως μέσο υπεράσπισης της επανάστασης. Για παράδειγμα, μετά τη δολοφονία ενός από τους βασικούς ηγέτες του Σοβιέτ της Πετρούπολης, του Βολοντάρσκι, στις 20 Ιουνίου 1918, ο Ραμπίνοβιτς αναφέρει:
«Επίσης, το πρωί της 21ης Ιουνίου ένα ρεύμα εργατικών αντιπροσωπειών εμφανίστηκε στο γραφείο του Ζινόβιεφ στο Σμόλνι για να απαιτήσει άμεση καταστολή ως αντίποινα για τη δολοφονία του Βολοντάρσκι, ώστε “οι επαναστάτες ηγέτες να μην πετσοκόβονται ένας ένας”».[18]
Στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε το καλοκαίρι του 1918, σημειώθηκαν υπερβολές, συγκεντρωτισμός, αναπόφευκτοι περιορισμοί των κανόνων της καθημερινής δημοκρατίας της εργατικής τάξης – αλλά όλα αυτά τα γεγονότα αναγνωρίστηκαν γενικά ως αποκλίσεις που προκλήθηκαν από εξαιρετικές περιστάσεις. Είχαν την υποστήριξη βασικών τμημάτων της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς, η οποία στην πλειοψηφία της υποστήριζε τον αγώνα ενάντια στους Λευκούς στρατούς.
Το πιο σημαντικό είναι ότι όλα τα μέτρα που ελήφθησαν από την κυβέρνηση και το κόμμα παρέμειναν ανοιχτά σε αμφισβήτηση από οργανωμένες ομάδες εντός του κόμματος. Για παράδειγμα, στο αποκορύφωμα του πολέμου η Στρατιωτική Αντιπολίτευση συζητούσε ζητήματα οργάνωσης και δημοκρατίας του Κόκκινου Στρατού, για τις κομματικές μεθόδους διεξαγωγής του πολέμου και για το ρόλο και το διορισμό στρατιωτικών ειδικών (πρώην τσαρικών αξιωματικών).
Ο Στάλιν έβαλε το χεράκι του σε αυτές τις διαμάχες, προτρέποντας μια πιο φιλοκομματική γραμμή ενάντια σε αυτό που θεωρούσε γραφειοκρατική προσέγγιση του Τρότσκι, η οποία έκανε τους «ειδικούς» πιο σημαντικούς από το κόμμα. Αλλά κατά την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 1918 μέχρι το Όγδοο Συνέδριο του κόμματος το 1919 διεξήχθη μια δημόσια συζήτηση κατά την οποία εξέχοντα μέλη του κόμματος έγραψαν στον Τύπο επικριτικά άρθρα που στρέφονταν κατά της στρατιωτικής πολιτικής του Τρότσκι. Για παράδειγμα, ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Πράβντα, την κομματική εφημερίδα, από τον Α. Καμένσκι, κατηγορούσε τον Τρότσκι όχι απλώς ότι έκανε λάθος στο στρατιωτικό ζήτημα, αλλά ότι εκτελούσε στελέχη του κόμματος.
Ο Τρότσκι ήταν έξαλλος με αυτό, απαίτησε να σταματήσει η Πράβντα να τυπώνει τέτοια επικριτικά άρθρα και η Κεντρική Επιτροπή να τον απαλλάξει από τις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν. Ενώ η Κεντρική Επιτροπή αθώωσε τον Τρότσκι, δήλωσε τη συμφωνία της με τη στρατιωτική πολιτική του Τρότσκι και συνέχισε να αποδοκιμάζει τον Καμένσκι επειδή στήριξε την κατηγορία του σε «υπαινιγμούς» και όχι σε γεγονότα, η απόφασή της άφησε ρητά ανοιχτή την πόρτα σε μια δημόσια συζήτηση για τα ζητήματα πολιτικής:
«Το γεγονός ότι η ευθύνη για την πολιτική του Υπουργείου Πολέμου βαρύνει ολόκληρο το κόμμα ως σώμα, δεν αφαιρεί φυσικά το δικαίωμα μεμονωμένων μελών να υποβάλλουν την πολιτική αυτή σε κριτική, είτε για λόγους αρχής είτε για λόγους καθαρά πρακτικής φύσης.»[19]
Όπως στις συζητήσεις για την ειρήνη σχετικά με το Μπρεστ Λιτόφσκ, έτσι και στις συζητήσεις για τον πόλεμο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ενώ ο Κόκκινος Στρατός ήταν εγκλωβισμένος σε μάχη με τους Λευκούς, το Μπολσεβίκικο Κόμμα διατηρούσε μια υγιή, ζωντανή δημοκρατία, στην οποία οι ομάδες ενώνονταν, οργανώνονταν, πολεμούσαν, κέρδιζαν, έχαναν, διαλύονταν και ανασυντάσσονταν χωρίς καμία αποφασιστική αρνητική επίπτωση στην τύχη της επανάστασης.
Ακόμη και το 1920 –όταν η γραφειοκρατία του κόμματος είχε αυξηθεί τόσο σε μέγεθος όσο και σε επιρροή– οι συζητήσεις που συγκλόνισαν τον μπολσεβικισμό και δίχασαν την ηγεσία σε αντιμαχόμενες φράξιες για το ζήτημα της στρατιωτικοποίησης της εργασίας (και αργότερα εκείνο το έτος για το ρόλο των συνδικάτων σε ένα εργατικό κράτος) εξακολουθούσαν να είναι βαθιά δημοκρατικές. Ο Άρθουρ Ράνσομ ήταν αυτόπτης μάρτυρας μέσα στη Ρωσία στις αρχές του 1920, όταν η συζήτηση για τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας διεξαγόταν γύρω από θέσεις που είχε αρχικά συντάξει ο Τρότσκι. Ο Ράνσομ λέει: «... η συζήτηση δεν περιορίστηκε στις εφημερίδες ή στην επιτροπή. Το θέμα συζητήθηκε σε Σοβιέτ και συνέδρια κάθε είδους σε όλη τη χώρα».[20] Ο Ράνσομ ήταν επίσης μάρτυρας μιας συζήτησης μεταξύ του Ράντεκ και του Λάριν σε ένα μεγάλο συνέδριο μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος τον Μάρτιο του 1920 για το ίδιο θέμα. Μετά από εξαντλητική, συντροφική αλλά έντονη συζήτηση ο Ράντεκ κέρδισε, αλλά το συνέδριο επέμεινε να εκλέξει τον Λάριν ως έναν από τους αντιπροσώπους του στην πανρωσική διάσκεψη παρά τη δική του αρχική αντίδραση.[21] Αυτές οι συζητήσεις δεν αντανακλούσαν απλώς την καλή θέληση των μπολσεβίκων ηγετών. Αντανακλούσαν το ζωντανό δημοκρατικό πνεύμα με το οποίο είχε γίνει η επανάσταση εξαρχής.
Κατάργηση της κομματικής δημοκρατίας
Το ερώτημα ήταν πώς θα μπορούσε αυτό το πνεύμα να διατηρηθεί και στη συνέχεια να αξιοποιηθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου ανασυγκρότησης που θα ακολουθούσε τον πόλεμο, δεδομένου του πλαισίου της καταστροφής της ίδιας της εργατικής τάξης ως αποτέλεσμα των τεράστιων προσπαθειών που καταβλήθηκαν για να προχωρήσει η επανάσταση και να κερδηθεί ο εμφύλιος πόλεμος και της συνακόλουθης παρακμής των οργάνων της άμεσης δημοκρατίας.
Τόσο ο Λένιν όσο και ο Τρότσκι σχολίασαν σε διάφορα σημεία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και της Κόκκινης Τρομοκρατίας ότι η διάβρωση των δημοκρατικών οργάνων του εργατικού κράτους σήμαινε ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είχε πάρει τη μορφή της δικτατορίας του κόμματος. Αυτό δεν ήταν καθόλου επιθυμητό και μακροπρόθεσμα δεν μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για την ανάπτυξη ενός υγιούς εργατικού κράτους, πόσο μάλλον του σοσιαλισμού.
Η δικτατορία του κόμματος στο όνομα μιας τάξης είναι ένας παραλογισμός από την άποψη της θεμελιώδους επαναστατικής αρχής ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης θα πραγματοποιηθεί από την ίδια την τάξη. Κάθε κόμμα πρέπει να υποτάσσεται στην τάξη – όχι το αντίθετο. Και υποταγμένο στην κυριαρχία της εργατικής τάξης πρέπει να είναι υπόλογο στα μαζικά δημοκρατικά όργανα της εργατικής τάξης και να μπορεί να ανακληθεί (δηλ. να απομακρυνθεί από τη θέση του ως κυβερνητικό κόμμα) από αυτά τα όργανα.
Για να διασφαλιστεί ότι ο δρόμος προς έναν τέτοιο στόχο θα μπορούσε να παραμείνει ανοιχτός, ήταν απολύτως απαραίτητο το κόμμα στο οποίο είχε ανατεθεί προσωρινά η διαχείριση εκ μέρους των εργατών της δικτατορίας του προλεταριάτου, να διατηρήσει τα υψηλότερα επίπεδα εσωτερικής δημοκρατίας, να διατηρήσει ανοιχτή τη δυνατότητα ανανέωσης και αλλαγής της ηγεσίας και να του επιτραπεί να αντανακλά τις διαθέσεις και τις τάσεις της εργατικής τάξης, έτσι ώστε, καθώς αυτή η τάξη θα αναγεννιέται, να μπορεί και πάλι να ασκεί άμεσο έλεγχο της τύχης της μέσω των δικών της αναδημιουργημένων οργάνων δημοκρατίας.
Το πιο σημαντικό μάθημα από αυτή την περίοδο της σοβιετικής ιστορίας ήταν ότι η δημοκρατία του κόμματος έπρεπε να διατηρηθεί πάνω απ’ όλα, επειδή αυτή η δημοκρατία ήταν το τελευταίο απομεινάρι του «κράτους τύπου κομμούνας» μέχρι το 1921 και το τελευταίο ενεργό μέσο αναγέννησης αυτού του κράτους τύπου κομμούνας.
Μέχρι το 1922 ο Λένιν αναγνώριζε ότι αυτό που υπήρχε στη Ρωσία δεν ήταν ένα εργατικό κράτος που κυβερνιόταν από τα σοβιέτ, αλλά «ο ίδιος ρωσικός μηχανισμός που παραλάβαμε από τον τσαρισμό, μόνο επιφανειακά αλειμμένος με το ιερό σοβιετικό λάδι».[22] Ένας άλλος παρατηρητής που επικαλείται ο Anweiler αναφέρεται στα σοβιέτ μετά το 1918 ως «σιωπηλούς κομπάρσους».[23] Αυτό απείχε ένα εκατομμύριο μίλια από το κράτος που ο Λένιν είχε οραματιστεί αλλά και προσπαθήσει να δημιουργήσει το 1917, όταν έγραψε το Κράτος και Επανάσταση ως ένα ελευθεριακό «θεωρητικό πιστοποιητικό γέννησης», όπως το αποκαλεί ο Μαρσέλ Λίμπμαν, για το σοβιετικό κράτος.[24]
Σε αυτή την περίπτωση, η ανανέωση μέσω των ίδιων των Σοβιέτ δεν αποτελούσε επιλογή. Έπρεπε να προέλθει από τον μοναδικό εναπομείναντα θεσμό που εξακολουθούσε να ζει και να αναπνέει με επαναστατική ενέργεια - το κόμμα. Το ότι το κόμμα ήταν ακόμα ζωντανό και ικανό να αναγεννήσει την επανάσταση αποδείχθηκε από το σχηματισμό δύο ισχυρών και με μεγάλη επιρροή αντιπολιτεύσεων το 1920 και το 1921. Των Δημοκρατικών Συγκεντρωτιστών, με επικεφαλής τον Β. Β. Οσίνσκι, και της Εργατικής Αντιπολίτευσης, με επικεφαλής την Κολλοντάι και τον Σλιάπνικοφ. Και οι δύο δημιουργήθηκαν αυτή την περίοδο για να καταπολεμήσουν την αυξανόμενη τάση προς τη γραφειοκρατικοποίηση και τον συγκεντρωτισμό και να συγκρουστούν με την ηγεσία των Μπολσεβίκων –συμπεριλαμβανομένων του Λένιν και του Τρότσκι– που φαινόταν να ευνοεί αυτή την τάση. Και οι δύο αντιπολιτεύσεις διέθεταν σοβαρή υποστήριξη στη βάση του κόμματος και στην ευρύτερη εργατική τάξη.
Ο Μιάσνικοφ, ένας αποφασισμένος μπολσεβίκος και αντίπαλος του γραφειοκρατισμού, υποστήριζε θέσεις πολύ παρόμοιες με αυτές τις δύο αντιπολιτεύσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του 1920 και του 1921. Προχώρησε στην οργάνωση μιας μυστικής ομάδας για την καταπολέμηση του γραφειοκρατισμού, της «Εργατικής Ομάδας του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος». Για αυτό το «έγκλημα» συνελήφθη από την GPU στις 25 Μαΐου 1923 και στη συνέχεια εξορίστηκε.
Αυτή η ενέργεια εναντίον του Μιάσνικοφ ήταν το λογικό αποτέλεσμα των θέσεων που είχαν υιοθετήσει το 1921 ο Λένιν και η ηγεσία του κόμματος σχετικά με την ενότητα του κόμματος και την απαγόρευση των φραξιών στο κόμμα. Ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι το Θερμιδόρ είχε συμβεί.
Στη Γαλλική Επανάσταση οι στόχοι του Θερμιδόρ ήταν η ριζοσπαστική φράξια των Γιακοβίνων γύρω από τον Ροβεσπιέρο και τον Σεν Ζιστ, η τοπική δημοκρατία στην κυβέρνηση της πόλης του Παρισιού και το δημοκρατικό κοινοβούλιο, η Συμβατική Συνέλευση.
Στη ρωσική επανάσταση φτάνοντας στο 1921, εκτός της Κρονστάνδης, δεν υπήρχαν πραγματικά Σοβιέτ. Η τοπική διακυβέρνηση ήταν επίσης απόλυτα συνδεδεμένη με την κυριαρχία των τοπικών κομματικών οργανώσεων σε ολόκληρη τη χώρα. Το Θερμιδόρ δεν χρειαζόταν να επιτεθεί στη δημοκρατία της εργατικής τάξης. Αλλά οι Κόκκινοι Γιακοβίνοι –οι εκπρόσωποι της κληρονομιάς του Οκτώβρη του 1917 και του αγώνα για την οικοδόμηση ενός κράτους τύπου κομμούνας και μιας οικονομίας που θα διοικείται από τους εργάτες και όχι από το κόμμα- η Εργατική Αντιπολίτευση και οι Δημοκρατικοί Συγκεντρωτιστές, υπήρχαν.
Πώς θα μπορούσε να μπλοκαριστεί το πρόγραμμά τους για τη μεταρρύθμιση του κράτους; Από ένα μονολιθικό κόμμα που θα μπορούσε να συντρίψει κάθε αντιπολίτευση στο όνομα της υπεράσπισης της σοσιαλιστικής πατρίδας. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του Σοβιετικού Θερμιδόρ ήταν η δημιουργία ενός τέτοιου κόμματος.
Δηλαδή λέμε ότι ο Λένιν οδήγησε στον Στάλιν!
Το Θερμιδόρ συνέβη στη Ρωσία το 1921. Η πολιτική αντεπανάσταση έλαβε χώρα στο εσωτερικό του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Ηγέτης της ήταν ο Λένιν, υποστηρίχθηκε από τον Τρότσκι και υλοποιήθηκε από τον Στάλιν. Η δυνατότητα επαναστατικής προόδου μέσω του Μπολσεβίκικου Κόμματος εξαλείφθηκε.
Συγκεκριμένα, το Θερμιδόρ περιελάμβανε: τις επίσημες αποφάσεις του 10ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος για την απαγόρευση των φραξιών στο κόμμα∙ την καταστολή της εξέγερσης της Κρονστάνδης και τις δικαιολογίες που δόθηκαν για την καταστολή αυτή∙ τη μαζική επέκταση του συγκεντρωτικού μηχανισμού του κόμματος και την ανύψωσή του σε θέση απόλυτου ελέγχου σε όλα τα κομματικά ζητήματα και σε ολοένα και περισσότερα κυβερνητικά ζητήματα, και, πίσω από αυτή τη γραφειοκρατικοποίηση, η δαιμονοποίηση και η καταστροφή, μέσω ενός συστήματος εκδίωξης και εσωτερικής εξορίας, των αριστερών Μπολσεβίκων, της Εργατικής Αντιπολίτευσης και των Δημοκρατικών Συγκεντρωτιστών το 1921 και στη συνέχεια το 1923 μέσω της άμεσης παρέμβασης της GPU, της μυστικής αστυνομίας, στις πολιτικές διαμάχες του κόμματος με την επίθεση της αστυνομίας στην Εργατική Ομάδα του Μιάσνικοφ.
Η εισαγωγή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) από τον Λένιν, χωρίς καμία απόφαση από το συνέδριο του κόμματος ή του σοβιέτ που να εγκρίνει αυτή την πολιτική, ήταν το πρόσχημα για την πραγματοποίηση αυτών των ενεργειών. Ο Λένιν ήθελε, όπως το έθεσε, να διασφαλίσει ότι θα υπήρχε μια ομαλή υποχώρηση (από τον πολεμικό κομμουνισμό), καθώς πολλοί από τους κανόνες της καπιταλιστικής οικονομικής δραστηριότητας επανήλθαν στο πλαίσιο της ΝΕΠ.
Το διεθνές πλαίσιο αυτής της υποχώρησης ήταν η ύφεση του επαναστατικού κύματος στη Δυτική Ευρώπη, μετά το τέλος του ρωσο-πολωνικού πολέμου, στον οποίο η Ρωσία κατέληξε ουσιαστικά να «χάσει». Ο Λένιν, ο οποίος είχε συνδέσει τη μοίρα της ρωσικής επανάστασης με την επιτυχία της διεθνούς επανάστασης, ήταν τώρα αποφασισμένος να διατηρήσει την κυριαρχία του Μπολσεβίκικου Κόμματος –να διατηρήσει την κρατική του εξουσία. Το κίνητρό του φαινόταν έντιμο και κατανοητό– να μην τα παρατήσει ποτέ.
Αλλά η ιστορία διαμορφώνεται από τη δράση και όχι από το κίνητρο της δράσης αυτής. Το 1917 η δράση του Λένιν ήταν να παλέψει για να τεθεί το κόμμα επικεφαλής της επανάστασης, ώστε να οδηγήσει μια τάξη στη νίκη. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικά θετικό, αποδεικνύοντας την ιστορική βιωσιμότητα της επανάστασης της εργατικής τάξης και της πολιτικής κυριαρχίας της εργατικής τάξης. Το 1921 οι ενέργειες του Λένιν δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για ένα κομματικό καθεστώς που θα μπορούσε να κυβερνήσει χωρίς αμφισβήτηση από το εσωτερικό του ή άλλες πολιτικές δυνάμεις. Στη βάση αυτού του καθεστώτος η ταχέως αναπτυσσόμενη γραφειοκρατία του Στάλιν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει και να ευημερήσει.
Ελλείψει οποιουδήποτε εξωτερικού ελέγχου του μηχανισμού του Μπολσεβίκικου Κόμματος μέσω των πραγματικών σοβιέτ, οι εσωτερικοί έλεγχοι είχαν ύψιστη σημασία για την τύχη της επανάστασης. Το Θερμιδόρ περιλάμβανε την οριστική εξάλειψη αυτών των εσωτερικών κομματικών ελέγχων και άνοιξε την πόρτα για την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία. Η απαγόρευση των φραξιών από τον Λένιν και η απαίτηση για ενότητα του κόμματος εις βάρος κάθε ουσιαστικής εσωτερικής πολιτικής πάλης ήταν το πιο ισχυρό όπλο του Στάλιν την επόμενη δεκαετία. Στο όνομα της κομματικής ενότητας ολοκλήρωσε την καταστροφή του κόμματος ως επαναστατικού οργάνου. Όπως το έθεσε ο Τρότσκι:
«Ωστόσο, αυτό που στον αρχικό του σχεδιασμό ήταν απλώς μια αναγκαία παραχώρηση σε μια δύσκολη κατάσταση, αποδείχτηκε απόλυτα ταιριαστό στο γούστο της γραφειοκρατίας, η οποία είχε τότε αρχίσει να προσεγγίζει την εσωτερική ζωή του κόμματος αποκλειστικά από την άποψη της διευκόλυνσης στη διοίκηση.»[25]
Το υπόβαθρο της δράσης που ανέλαβαν οι μπολσεβίκοι ηγέτες το 1921 ήταν η αντικειμενική εξέλιξη της επανάστασης –η πείνα στη χώρα, οι εξεγέρσεις της αγροτιάς, οι απεργίες και οι πολιτικές αναταραχές, η ύφεση του επαναστατικού κύματος σε όλη την Ευρώπη, η κρίση των θεσμών τόσο του κόμματος όσο και του κράτους.
Αλλά ενώ οι αντικειμενικοί παράγοντες είναι κρίσιμοι, ο υποκειμενικός παράγοντας, η ανθρώπινη δράση που ενεργεί επάνω και διαμορφώνει τον αντικειμενικό παράγοντα, είναι τεράστιας σημασίας, ιδιαίτερα σε μια επανάσταση της εργατικής τάξης, όπου η σημασία της συνείδησης -δηλαδή η επίγνωση του τι κάνεις και γιατί– είναι τόσο καθοριστική. Εκφράζει το πιο θεμελιώδες από τα μαρξιστικά προτάγματα –τη δράση. Αν όλα είναι αντικειμενικά καθορισμένα, τότε δεν χρειάζεται να ασχολούμαστε με τη δράση. Αλλά επειδή δεν είναι έτσι, η ανθρώπινη δράση παίζει κομβικό ρόλο στην ιστορία.
Στην προκειμένη περίπτωση οι ενέργειες που ανέλαβαν ο Λένιν, ο Τρότσκι και ο Στάλιν είχαν ως αποτέλεσμα μια δραματική ανατροπή τόσο για τη Ρωσική Επανάσταση όσο και για το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα. Η «τελική ιστορική συνέπεια» αυτού, ήταν η αποκατάσταση του καπιταλισμού στη δεκαετία του 1990.
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι αυτοί που ήταν πιο κοντά στην πραγματοποίηση της επανάστασης ήταν επίσης αυτοί που ανέκοψαν την περαιτέρω ανάπτυξή της. Τον Ιούλιο του 1794 οι ηγέτες του Θερμιδόρ, όπως ο Καρνό, ήταν βετεράνοι του επαναστατικού αγώνα. Ο Καρνό είχε συγκροτήσει τον επαναστατικό στρατό και ήταν μέλος της Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας μαζί με τον Ροβεσπιέρο.
Τον Μάιο του 1649 ο Κρόμγουελ, ο οποίος απέφευγε σταθερά τον συμβιβασμό με τη μοναρχία και παραμέριζε όσους υποστήριζαν έναν τέτοιο συμβιβασμό, εκκαθάρισε τους αριστερούς Levellers, λέγοντας για τους πρώην συμμάχους του:
«Σας λέω, κύριε, ότι δεν μπορείτε να αντιμετωπίσετε με άλλο τρόπο αυτούς τους ανθρώπους παρά να τους διαλύσετε ή να διαλύσουν εσάς... Το να συντριβείτε και να κατατροπωθείτε από μια τόσο ποταπή, κατάπτυστη γενιά ανθρώπων [είναι αδιανόητο]».[26]
Τον Μάρτιο του 1921 ήταν ο Λένιν, ο αρχιτέκτονας της Οκτωβριανής Επανάστασης, που εισήγαγε το μοιραίο ψήφισμα που κατέστρεφε την ουσιαστική δημοκρατία στο Μπολσεβίκικο Κόμμα, το ψήφισμα για την ενότητα του κόμματος. Η βία που συνόδευσε αυτή την πολιτική Θερμιδοριανή ενέργεια ήταν η καταστολή της εξέγερσης της Κρονστάνδης. Η υπόσχεση της μελλοντικής αντίδρασης ήταν οι απειλές του Λένιν προς τους αντιπολιτευόμενους στο κόμμα που επέλεξαν να αντιταχθούν στη γραμμή του κόμματος.
Οι αντιπολιτευόμενοι της εποχής –η Εργατική Αντιπολίτευση και οι Δημοκρατικοί Συγκεντρωτιστές δεν εκτελέστηκαν. Η ολοκληρωτική γραφειοκρατική τρομοκρατία ήρθε αργότερα στη ρωσική περίπτωση –κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, όταν ο Στάλιν εδραίωνε τη θέση του ως σοβιετικός Βοναπάρτης (ο Σλιάπνικοφ, για παράδειγμα, εκτελέστηκε από τον Στάλιν το 1937). Αλλά οι αντιπολιτεύσεις του 1921 καταστράφηκαν ως αποτελεσματικές ομαδοποιήσεις μέσα στο κόμμα, ως δυνητικές εναλλακτικές ηγεσίες, με διοικητικά, και, ακόμη και ήδη από το 1923, με αστυνομικά μέσα.
Η ικανότητα της ηγεσίας του κόμματος να επιτύχει την απομόνωση και την καταστροφή μιας αντιπολίτευσης με το κύρος ολόκληρου του κόμματος πίσω της άνοιξε άμεσα το δρόμο για τον Στάλιν. Η δαιμονοποίηση της «αντιπολίτευσης» καθεαυτήν ήταν καθοριστική για να μπορέσει να ασκήσει όλο και πιο αυθαίρετο έλεγχο στο κόμμα και να καταστρέψει όλες τις μετέπειτα αντιδράσεις που εμφανίστηκαν στην εξουσία του μηχανισμού του.
Ο έλεγχος του μηχανισμού από τον Στάλιν είχε εξελιχθεί από το έβδομο συνέδριο του 1918. Εκείνο το συνέδριο –όπου συζητήθηκε το Μπρεστ-Λιτόφσκ– αποτέλεσε το υψηλότερο σημείο της εσωτερικής δημοκρατίας. Το 1919 η εξουσία του είχε αρχίσει να αναπτύσσεται, με βάση τις αποφάσεις του όγδοου συνεδρίου, για τη δημιουργία Οργανωτικών και Πολιτικών Γραφείων. Αρχικά τα όργανα αυτά θεωρήθηκαν ως καθαρά διοικητικοί βραχίονες της Κεντρικής Επιτροπής. Αλλά έφτασαν, τελικά, να αντικαταστήσουν την επιτροπή αυτή από άποψη ισχύος και εξουσίας. Οι αποφάσεις που λαμβάνονταν στο «Οργανωτικό Γραφείο» και στο «Πολιτικό Γραφείο» εγκρίνονταν τυπικά σε μια διαδικασία ρουτίνας από μια προσεκτικά επιλεγμένη Κεντρική Επιτροπή.
Το 1920, παρά τις επικρίσεις των Δημοκρατικών Συγκεντρωτιστών για την διολίσθηση προς τον γραφειοκρατισμό και την κομματική κυριαρχία, η Γραμματεία –το όργανο που έγινε το βασικό μέσο του Στάλιν για τον έλεγχο του κόμματος– απέκτησε μόνιμο προσωπικό. Μετά τη συνδικαλιστική συζήτηση –την τελευταία γνήσια δημοκρατική συζήτηση του μπολσεβικισμού το χειμώνα του 1920– στο συνέδριο του 1921 η παλιά μπολσεβίκικη Γραμματεία των Κρεστίνσκι, Πρεομπραζένσκι και Σερεμπριάκοφ εκδιώχθηκε (εκδιώχθηκαν και από την Κεντρική Επιτροπή) και αντικαταστάθηκε από τους ανθρώπους του Στάλιν, τον Μολότοφ, τον Γιαροσλάφσκι και τον Μιχαήλοφ.
Η ανέλιξή τους συνοδεύτηκε από αυξημένη επιρροή στο κόμμα, καθώς διέθεταν πλέον ένα προσωπικό που είχε αυξηθεί από 30 άτομα όταν ιδρύθηκε η Γραμματεία το 1919, σε 602 το 1921. Είχε ακόμη και το δικό της στρατιωτικό απόσπασμα 140 ατόμων. Και ο Στάλιν είχε τον έλεγχο της κατανομής των στελεχών σε τομείς της κομματικής δουλειάς – έλεγχος που του έδινε τη δύναμη να μετακινεί άνδρες και γυναίκες σαν να ήταν πιόνια σκακιού. Του έδινε επίσης τη δύναμη να χρησιμοποιεί τις κομματικές αποσπάσεις ως γραφειοκρατικό όπλο – μια μορφή εξορίας για όποιον αποδείχθηκε ανυπότακτος.
Την παραμονή του 10ου συνεδρίου το Μπολσεβίκικο Κόμμα ήταν προετοιμασμένο για γραφειοκρατική διακυβέρνηση. Παρά τις μεταγενέστερες τύψεις του, ο Λένιν εφοδίασε τον μηχανισμό με τα μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου. Στην πρώτη μάχη με τον τροτσκισμό, ο Στάλιν κατάφερε να χρησιμοποιήσει τον Λένιν και το δέκατο συνέδριο για να υποχρεώσει σε συμβιβασμό τον νέο του αντίπαλο, να τον αποδυναμώσει και να τον απομονώσει. Όταν η Αντιπολίτευση του 1923 του Πρεομπραζένσκι, της οποίας ο Τρότσκι ήταν πραγματικά επικεφαλής, επικαλέστηκε τον δημοκρατισμό του μπολσεβικισμού πριν από το 1921, ο Στάλιν ανταπάντησε:
«Τι προτείνει, πράγματι, ο Πρεομπραζένσκι; Δεν προτείνει τίποτα περισσότερο ούτε λιγότερο από την επιστροφή στην κομματική ζωή “στις γραμμές του 1917-18”. Τι διέκρινε τα χρόνια 1917-18 από αυτή την άποψη; Το γεγονός ότι, εκείνη την εποχή, είχαμε ομάδες και φράξιες στο Κόμμα μας, ότι υπήρχε ανοιχτή μάχη μεταξύ των ομάδων εκείνη την εποχή, ότι το Κόμμα περνούσε τότε μια κρίσιμη περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας η μοίρα του κρεμόταν από μια κλωστή.
Ο Πρεομπραζένσκι απαιτεί να αποκατασταθεί, τουλάχιστον “εν μέρει”, αυτή η κατάσταση πραγμάτων στο Κόμμα, μια κατάσταση πραγμάτων που καταργήθηκε από το Δέκατο Συνέδριο. Μπορεί το Κόμμα να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο; Όχι, δεν μπορεί. Πρώτον, επειδή η αποκατάσταση της κομματικής ζωής στις γραμμές που υπήρχαν το 1917-18, όταν δεν υπήρχε η ΝΕΠ, δεν ανταποκρίνεται και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του Κόμματος στις συνθήκες που επικρατούν το 1923, όταν υπάρχει η ΝΕΠ. Δεύτερον, επειδή η αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης της κομματικής πάλης θα οδηγούσε αναπόφευκτα στη διάσπαση της ενότητας του Κόμματος, ειδικά τώρα που ο σύντροφος Λένιν απουσιάζει.
Ο Πρεομπραζένσκι τείνει να περιγράφει τις συνθήκες της εσωτερικής κομματικής ζωής του 1917-18 ως κάτι επιθυμητό και ιδανικό. Γνωρίζουμε όμως πολλές σκοτεινές πλευρές αυτής της περιόδου της εσωτερικής κομματικής ζωής, οι οποίες προκάλεσαν στο Κόμμα πολύ σοβαρούς κλυδωνισμούς.»[27]
Και ο Τρότσκι δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει έστω και με μια λέξη από αυτά.
Η κρίση του Λένιν το 1921
Τι προκάλεσε λοιπόν το Θερμιδόρ του 1921;
Στην Αγγλία το 1649 ήταν ο φόβος ότι η αριστερά θα εξαπέλυε επίθεση. Στη Γαλλία το 1794 ήταν ο φόβος ότι η συνέχιση της τρομοκρατίας θα οδηγούσε στην αμοιβαία καταστροφή των αντιμαχόμενων φραξιών. Στη Ρωσία το 1921 ήταν το γεγονός ότι ο Λένιν αποφάσισε να περάσει από τον πολεμικό κομμουνισμό στον κρατικό καπιταλισμό και να υποχωρήσει σε όλα τα μέτωπα, από την επανάσταση πίσω στην ιδέα να περάσει η Ρωσία από ένα καπιταλιστικό «στάδιο» ανάπτυξης.
Κάνοντας ένα τόσο δραματικό βήμα προς τα πίσω, ο Λένιν αποδεχόταν την ανάγκη να υποχωρήσει ο μπολσεβικισμός, αλλά δεν αποδεχόταν την ανάγκη να λογοδοτήσει ο μπολσεβικισμός. Η υποχώρηση συνδέθηκε με τη διατήρηση της μπολσεβίκικης εξουσίας παρά το γεγονός ότι αυτό που είχε μαραθεί από το 1917 δεν ήταν η καπιταλιστική κρατική μηχανή αλλά τα όργανα του εργατικού κράτους.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι συζητήσεις επικεντρώνονταν στο αν η ΝΕΠ ήταν ή όχι μια σωστή κίνηση και αν οι επικρίσεις της Εργατικής Αντιπολίτευσης και άλλων ήταν ουτοπικές ή όχι, δεδομένης της πρωταρχικής ανάγκης να λειτουργήσει οικονομικά η Ρωσία ώστε να μπορεί να θρέψει και να ντύσει το λαό της.
Αυτή είναι μια δίκαιη αποτίμηση, αλλά χάνει επίσης το νόημα, το κεντρικό σημείο της επανάστασης της εργατικής τάξης: δηλαδή, ότι τέτοιες αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από την εργατική τάξη –μέσω των δημοκρατικών κρατικών οργάνων της– και όχι από μια μικροσκοπική φράξια της κεντρικής επιτροπής που «ενεργεί» εκ μέρους της εργατικής τάξης. Ο Βίκτορ Σερζ εξέφρασε έξοχα το σημείο αυτό όταν έγραψε σε ένα άρθρο με τίτλο «Συγκεντρωτισμός και Γιακοβινισμός» περίπου εκείνη την εποχή:
«Συγκεντρωτισμός. Σύμφωνοι. Αλλά όχι αυταρχικού τύπου. Μπορεί να καταφύγουμε στον τελευταίο λόγω ανάγκης, αλλά ποτέ λόγω αρχής. Η μόνη επαναστατική μορφή οργάνωσης είναι: η ελεύθερη ένωση, η ομοσπονδία, ο συντονισμός. Δεν αποκλείει τη συγκέντρωση δεξιοτήτων και πληροφοριών∙ αποκλείει μόνο τη συγκέντρωση της εξουσίας, δηλαδή της αυθαιρεσίας, του καταναγκασμού, της κατάχρησης. Πρέπει να πηγάζει από τις μάζες και όχι να στέλνεται προς τα κάτω για να τις ελέγχει».[28]
Ο Λένιν και οι στενότεροι υποστηρικτές του, συμπεριλαμβανομένου του Τρότσκι, στο όνομα της υπεράσπισης της σοβιετικής εξουσίας –η οποία ήταν μια απλή φράση– επέλεξαν τον συγκεντρωτισμό από τα πάνω. Εισήγαγαν τη ΝΕΠ – δεν έγινε καν αντικείμενο κομματικής ή σοβιετικής ψηφοφορίας. Με τον τρόπο αυτό ο Λένιν αναγνώρισε την ανάγκη να κλείσει τους δρόμους της δημοκρατικής συζήτησης στο τελευταίο όργανο μέσα στο εργατικό κράτος που τους επέτρεπε –το κόμμα– γιατί αν οι δρόμοι αυτοί έμεναν ανοιχτοί οι εχθροί όχι μόνο του μπολσεβικισμού αλλά και της επανάστασης της εργατικής τάξης θα βάδιζαν σε αυτούς.
Ο Λένιν γνώριζε ότι η ΝΕΠ, με την ελεύθερη αγορά και την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, αποτελούσε έναν τέτοιο κίνδυνο. Ήξερε ότι ήταν μια μαζική υποχώρηση. Αλλά ένιωθε ότι ο συνδυασμός της ΝΕΠ και ενός μονολιθικού κόμματος θα μπορούσε ίσα-ίσα να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Ίσως στο μέλλον οι εργάτες θα μπορούσαν, σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν, να «εκπαιδευτούν» για να κυβερνήσουν. Προς το παρόν αυτή η επιλογή δεν υπήρχε.
Το πρόγραμμα του «Κράτος και Επανάσταση» είχε ήδη ευνουχιστεί από τις απαιτήσεις του εμφυλίου πολέμου. Τώρα το πρόγραμμα της εσωκομματικής δημοκρατίας, το πρόγραμμα που είχε σφυρηλατήσει το Μπολσεβίκικο Κόμμα, που του επέτρεψε να κερδίσει την ηγεσία των εργατών, να κάνει επανάσταση και να κερδίσει τον εμφύλιο πόλεμο – επρόκειτο να ευνουχιστεί επίσης, όχι από αντικειμενικές δυνάμεις αλλά από την ηγεσία των Μπολσεβίκων με τον Λένιν στην πρωτοπορία.
Ο Λένιν, στα γραπτά και τις ομιλίες του αυτή την περίοδο, ήταν ξεκάθαρος. Στην «Κρίση του κόμματος» τον Ιανουάριο του 1921 συνόψισε την προηγούμενη συζήτηση στην ηγεσία για τη «στρατιωτικοποίηση της εργασίας» και το ρόλο των συνδικάτων, επισημαίνοντας το ένα ή το άλλο λάθος από όλες τις πλευρές, αλλά υποστηρίζοντας σε σχέση με την Εργατική Αντιπολίτευση ότι οι θέσεις της αντιπροσώπευαν μια ρήξη με τον κομμουνισμό:
«Πρόκειται για μια καθαρή ρήξη με τον κομμουνισμό και μια μετάβαση στο συνδικαλισμό. Είναι, στην ουσία, μια επανάληψη του συνθήματος του Σλιάπνικοφ “συνδικαλιστικοποιείστε το κράτος” και σημαίνει τη μεταφορά του μηχανισμού του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου τμηματικά στα αντίστοιχα συνδικάτα…
Ο κομμουνισμός λέει: Το Κομμουνιστικό Κόμμα, η πρωτοπορία του προλεταριάτου, καθοδηγεί τις εξωκομματικές εργατικές μάζες, εκπαιδεύοντας, προετοιμάζοντας, διδάσκοντας και καταρτίζοντας τις μάζες (“σχολείο” του κομμουνισμού) –πρώτα τους εργάτες και μετά τους αγρότες– για να μπορέσουν τελικά να συγκεντρώσουν στα χέρια τους τη διοίκηση ολόκληρης της εθνικής οικονομίας.
Ο συνδικαλισμός παραδίδει στις μάζες των εξωκομματικών εργατών, που είναι κατανεμημένες στις βιομηχανίες, τη διαχείριση των βιομηχανιών τους (“τις γενικές διοικήσεις και τις κεντρικές επιτροπές”), καθιστώντας έτσι το κόμμα περιττό και αποτυγχάνοντας να διεξάγει μια διαρκή εκστρατεία είτε για την εκπαίδευση των μαζών είτε για την πραγματική συγκέντρωση στα χέρια τους της διαχείρισης ολόκληρης της εθνικής οικονομίας.»[29]
Περιγράφοντας τα μέλη του κόμματος ως συνδικαλιστές και αντιπαραβάλλοντάς τους στον κομμουνισμό, ο Λένιν κατέστησε σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει χώρος και για τα δύο. Ήταν μόνο ένα μικρό βήμα από αυτή την περιγραφή της κομματικής κρίσης στην επίλυσή της με την πλήρη απαγόρευση αυτής της αντιπαράθεσης. Στην εναρκτήρια ομιλία του στο Δέκατο Συνέδριο αυτό ακριβώς έκανε ο Λένιν. Στην εναρκτήρια ομιλία του στο συνέδριο ο Λένιν είπε:
«Εσείς, σύντροφοι, δεν μπορεί να μην γνωρίζετε ότι όλοι οι εχθροί μας –και το όνομά τους είναι λεγεώνα– σε όλα τα αναρίθμητα δημοσιογραφικά όργανά τους στο εξωτερικό επαναλαμβάνουν, επεξεργάζονται και πολλαπλασιάζουν την ίδια άγρια φήμη που οι αστοί και μικροαστοί εχθροί μας διαδίδουν εδώ μέσα στη Σοβιετική Δημοκρατία, δηλαδή: συζήτηση σημαίνει διαφωνίες, διαφωνίες σημαίνει διχόνοια, διχόνοια σημαίνει ότι οι κομμουνιστές έχουν αποδυναμωθεί, πιέστε δυνατά, αδράξτε την ευκαιρία, εκμεταλλευτείτε την αποδυνάμωσή τους. Αυτό έχει γίνει το σύνθημα του εχθρικού κόσμου. Δεν πρέπει να το ξεχάσουμε ούτε για μια στιγμή. Το καθήκον μας τώρα είναι να δείξουμε ότι, σε όποιο βαθμό και αν επιτρέψαμε στον εαυτό μας αυτή την πολυτέλεια στο παρελθόν, είτε σωστά είτε λανθασμένα, πρέπει να βγούμε από αυτή την κατάσταση με τέτοιο τρόπο ώστε, έχοντας εξετάσει σωστά την εξαιρετική αφθονία των πλατφορμών, των αποχρώσεων, των ελαφρών αποχρώσεων και των σχεδόν ελαφρών αποχρώσεων των απόψεων, που έχουν διατυπωθεί και συζητηθεί, θα μπορούσαμε στο Συνέδριο του κόμματός μας να πούμε στον εαυτό μας: σε κάθε περίπτωση, όποια μορφή κι αν έχει πάρει η συζήτηση μέχρι τώρα, όσο κι αν έχουμε διαφωνήσει μεταξύ μας –και είμαστε αντιμέτωποι με τόσους πολλούς εχθρούς– το καθήκον της δικτατορίας του προλεταριάτου σε μια αγροτική χώρα είναι τόσο τεράστιο και δύσκολο που η τυπική συνοχή κάθε άλλο παρά αρκεί. (Η παρουσία σας εδώ στο συνέδριο είναι ένα σημάδι ότι το έχουμε αυτό.) Οι προσπάθειές μας πρέπει να είναι πιο ενωμένες και αρμονικές από ποτέ∙ δεν πρέπει να υπάρχει το παραμικρό ίχνος φραξιονισμού – όποιες κι αν ήταν οι εκδηλώσεις του στο παρελθόν. Αυτό δεν πρέπει να το έχουμε σε καμία περίπτωση. Αυτή είναι η μόνη προϋπόθεση υπό την οποία θα φέρουμε εις πέρας τα τεράστια καθήκοντα που έχουμε μπροστά μας. Είμαι βέβαιος ότι εκφράζω την πρόθεση και τη σταθερή απόφαση όλων σας όταν λέω: σε κάθε περίπτωση, το τέλος αυτού του Συνεδρίου πρέπει να βρει το Κόμμα μας πιο δυνατό, πιο αρμονικό και πιο ειλικρινά ενωμένο από ποτέ. (Χειροκροτήματα).»[30]
Αυτός δεν είναι ο Λένιν του 1917. Αυτός δεν είναι ο Λένιν της επανάστασης. Αυτός είναι ένας Λένιν που, στη βάση της ήττας του πολωνικού του πολέμου και των μειωμένων προοπτικών της διεθνούς επανάστασης, είχε αποφασίσει ότι μόνο το κόμμα ενωμένο γύρω από την πλατφόρμα του, με γραφειοκρατική δύναμη αν χρειαστεί, θα μπορούσε να διατηρήσει την εξουσία των Μπολσεβίκων. Και η επιβίωση της μπολσεβίκικης κυριαρχίας είχε αντικαταστήσει την κατάργηση του καπιταλισμού και τον μαρασμό του καπιταλιστικού κράτους ως βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα του κόμματος. Μέχρι τον Ιούλιο του 1921, με τη ΝΕΠ σε πλήρη εξέλιξη, ο Λένιν ήταν σαφής ως προς αυτό. Η μπολσεβίκικη κυριαρχία ήταν αυτό για το οποίο αγωνιζόταν τώρα να διατηρηθεί. Ο σοσιαλισμός ήταν κάτι που θα συνέβαινε αργότερα:
«Λέμε στους αγρότες εντελώς ανοιχτά ότι πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της κυριαρχίας της αστικής τάξης και της κυριαρχίας των Μπολσεβίκων – σε αυτή την περίπτωση θα κάνουμε κάθε δυνατή παραχώρηση [στην ελεύθερη αγορά και την αγροτιά] μέσα στα όρια της διατήρησης της εξουσίας, και αργότερα θα τους οδηγήσουμε στο σοσιαλισμό. Όλα τα άλλα είναι εξαπάτηση και καθαρή δημαγωγία. Πρέπει να κηρυχθεί ανελέητος πόλεμος εναντίον αυτής της εξαπάτησης και της δημαγωγίας.»[31]
Ή για να το θέσουμε αλλιώς, διαφωνήστε με την εξουσία των Μπολσεβίκων και θα σας κηρύξουμε ανηλεή πόλεμο –όπως κάναμε τώρα με την Εργατική Αντιπολίτευση. Η γλώσσα είναι θερμιδοριανή, όχι επαναστατική. Οι ενέργειες που έγιναν ήταν εντελώς καταστροφικές για κάθε εναπομείνασα επαναστατική ενέργεια, θέληση και αποφασιστικότητα στη χώρα. Η επανάσταση είχε στραφεί εναντίον του εαυτού της.
Αυτό που δημιούργησε ο Λένιν το 1921 ήταν η κομματική κυριαρχία. Και σε συνθήκες όπου όλα τα άλλα κόμματα είχαν καταστεί παράνομα μέχρι εκείνη τη χρονιά, όπου όλοι οι δίαυλοι πολιτικής επικοινωνίας κυριαρχούνταν από το κράτος και όπου τα κρατικά όργανα μπορούσαν να λειτουργήσουν μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του κόμματος, ο δυνητικός θρίαμβος του σταλινικού καθεστώτος είχε λάβει σημαντική ώθηση. Ο φόβος της συζήτησης, της διαμάχης και της αντιπολίτευσης που διατύπωσε ο Λένιν τον Μάρτιο του 1921, που αντιπροσωπεύτηκε από τη συντριβή της Κροστάνδης και που μέσα σε λίγους μήνες μετατράπηκε σε πολιτική δίωξη της Εργατικής Αντιπολίτευσης από τον Λένιν, ήταν ένα κάλεσμα στην εξελισσόμενη γραφειοκρατία να αντικαταστήσει το όπλο της κριτικής μέσα στο κόμμα με την κριτική των όπλων.
Στην πραγματικότητα, είναι καλύτερο να αφήσουμε τον Λένιν να δηλώσει αυτό που θεωρούσε ότι έπρεπε να γίνει με έναν από τους ηγέτες της Εργατικής Αντιπολίτευσης, τον Σλιάπνικοφ, μετά τη συζήτηση: «Γιατί ο Σλιάπνικοφ δεν διώκεται για τέτοιες δηλώσεις; Συζητάμε σοβαρά για την πειθαρχία και την ενότητα σε ένα οργανωμένο κόμμα ή βρισκόμαστε σε μια συνεδρίαση τύπου Κρονστάνδης; Γιατί η δήλωσή του είναι δήλωση τύπου Κρονστάνδης, αναρχικού τύπου, στην οποία η απάντηση είναι το όπλο.»[32]
Και μέσα σε λιγότερο από δύο δεκαετίες η επιθυμία του Λένιν πραγματοποιήθηκε από τον Στάλιν – κάθε κριτική στην ηγεσία του κόμματος ή του κράτους αντιμετωπιζόταν με το όπλο. Και η κληρονομιά ήταν μια επανάσταση που καταστράφηκε από μια παρασιτική γραφειοκρατία, ένα εργατικό κίνημα διεφθαρμένο από τις αθέμιτες πρακτικές που για τον σταλινισμό ήταν ο κανόνας, το «αποτελεσματικό» μέσο για να γίνει η δουλειά, και μια επαναστατική παράδοση μολυσμένη από την άρνησή της να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι ο Λένιν, και ο Τρότσκι ήταν υπεύθυνοι για αυτά τα παγκόσμια ιστορικά λάθη.
Η ΝΕΠ μπορεί να ήταν αναγκαία υπό τις περιστάσεις, αλλά ήταν μια πανίσχυρη παραχώρηση στον καπιταλισμό από ένα εργατικό κράτος που δεν είχε πλέον την πλειοψηφική υποστήριξη της εργατικής τάξης. Ήταν ένα στοίχημα και θα πετύχαινε μόνο αν το κόμμα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για να αναγεννήσει τη σοβιετική ζωή και να την επαναφέρει στις ένδοξες μέρες του 1918 και στις αρχές του «Κράτους και Επανάστασης».
Το κόμμα –τώρα λιγότερο από 50% εργατική τάξη στη σύνθεσή του– επέλεξε τον αντίθετο δρόμο. Επέλεξε να κλείσει τη δυνατότητα αναγέννησης και να ανοίξει την πόρτα στον γραφειοκρατικό εκφυλισμό, κάνοντας τον Σερζ να παρατηρήσει:
«Η κατάσταση πολιορκίας είχε πλέον εισέλθει στο ίδιο το κόμμα, το οποίο διοικούνταν όλο και περισσότερο από την κορυφή, από τους Γραμματείς. Δεν μπορούσαμε να βρούμε μια θεραπεία για αυτή τη γραφειοκρατικοποίηση: γνωρίζαμε ότι το κόμμα είχε καταληφθεί από καριερίστες, τυχοδιώκτες και μισθοφορικά στοιχεία, τα οποία μεταπηδούσαν κατά σμήνη στην πλευρά που είχε την εξουσία.»[33]
Όλοι οι γραμματείς υποκλίνονταν μπροστά σε έναν άνθρωπο –τον γενικό γραμματέα, τον Στάλιν– ο οποίος βρισκόταν στην πανίσχυρη θέση του χάρη στις αποφάσεις του δέκατου συνεδρίου.
Τον Σεπτέμβριο του 1927 ο Στάλιν επέδειξε καλύτερη κατανόηση της σημασίας του 1921 από ό,τι ο Τρότσκι. Κατά τη διάρκεια μιας εντελώς αδαούς, αναιδούς και απολίτικης επίθεσης εναντίον του Τρότσκι, στην οποία τον χαρακτήρισε επανειλημμένα ως «ξεπεσμένο κομματικό αριστοκράτη» στην Επιτροπή Διεθνούς Ελέγχου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Στάλιν ανέφερε:
«Ο Τρότσκι προσπαθεί να εμφανίσει ότι το σημερινό καθεστώς στο κόμμα, στο οποίο αντιτίθεται ολόκληρη η αντιπολίτευση, είναι κάτι θεμελιωδώς διαφορετικό από το καθεστώς που είχε εγκαθιδρυθεί στο κόμμα την εποχή του Λένιν. Θέλει να εμφανίσει ότι δεν έχει αντίρρηση για το καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Λένιν μετά το Δέκατο Συνέδριο, αλλά ότι, αυστηρά μιλώντας, πολεμά το σημερινό καθεστώς στο κόμμα, το οποίο, όπως ισχυρίζεται, δεν έχει τίποτα κοινό με το καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Λένιν. Ισχυρίζομαι ότι εδώ ο Τρότσκι λέει μια καθαρή αναλήθεια. Ισχυρίζομαι ότι το σημερινό καθεστώς στο κόμμα είναι μια ακριβής έκφραση του καθεστώτος που καθιερώθηκε στο κόμμα την εποχή του Λένιν, στο Δέκατο και στο Ενδέκατο Συνέδριο του κόμματός μας. Ισχυρίζομαι ότι ο Τρότσκι πολεμά το λενινιστικό καθεστώς στο κόμμα, το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε την εποχή του Λένιν και υπό την καθοδήγηση του Λένιν... Ποιες είναι οι βασικές αρχές αυτού του καθεστώτος; ... δεν μπορεί να επιτραπεί κανένας φραξιονισμός, και κάθε φραξιονισμός πρέπει να εγκαταλειφθεί επί ποινή διαγραφής από το κόμμα. Πότε καθιερώθηκε αυτό το καθεστώς; Στο Δέκατο και στο Ενδέκατο Συνέδριο του κόμματός μας, δηλαδή επί Λένιν.»[34]
Και αυτός ήταν ο λόγος που ο Στάλιν μπόρεσε να απομονώσει τον Τρότσκι με τόσο τρομερές συνέπειες για τον επαναστατικό σοσιαλισμό. Η υπόθεσή του ήταν εύλογη επειδή ήταν ο Λένιν που εγκαθίδρυσε το καθεστώς και όλες οι μεταγενέστερες προσπάθειες να ισχυριστεί κανείς τι θα μπορούσε ή δεν θα μπορούσε να είχε πει ο Λένιν υπό το φως της χρήσης από τον Στάλιν αυτής της νέας απαγόρευσης της κομματικής δημοκρατίας είναι εντελώς άσχετες. Ό,τι συνέβη, συνέβη.
Ο Λένιν και ο Τρότσκι εξεγείρονται... πολύ αργά.
Ο Λένιν, ο Τρότσκι και ο Στάλιν δικαιολόγησαν τις ενέργειές τους το 1921 με πολύ διαφορετικούς όρους από τους προγόνους τους στις επαναστάσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας. Υπήρχε επίσης μια άλλη σημαντική διαφορά -στον τρόπο με τον οποίο οι τρεις άνδρες αντέδρασαν στις ενέργειες που είχαν εγκρίνει.
Ο Λένιν σαφώς, κατά την πρώτη του ασθένεια το 1922, μετάνιωσε για τις συνέπειες της δράσης του. Προσπάθησε να πραγματοποιήσει μια εκστρατεία εναντίον του Στάλιν, αλλά δεν ήταν σε θέση να συμμετάσχει στην πολιτική ζωή και έπρεπε να βασιστεί στην καλή θέληση των άλλων, προκειμένου να διεξαγάγει την «τελευταία του μάχη», όπως έχει χαρακτηριστεί (ενάντια στις πλέον εξόφθαλμα προφανείς αντιδραστικές συνέπειες του 1921).
Αλλά ενώ αυτό σημαίνει ότι αναδεικνύεται με ένα στοιχείο προσωπικής εντιμότητας ανέπαφο για την καθυστερημένη προσπάθειά του να εκδιώξει τον Στάλιν, στιγματίζεται με πολιτική ενοχή για τη δημιουργία των συνθηκών που επέτρεψαν την άνοδο του Στάλιν εξ αρχής. Ο Λένιν, το 1921, οδήγησε το κόμμα πίσω από μια μοιραία γραμμή. Δεν μπόρεσε ποτέ να το απομακρύνει από αυτή τη γραμμή.
Ο Τρότσκι, το 1921, ήταν σχεδόν αποκομμένος από την καθημερινή ζωή της ηγεσίας του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού –στο στρατό, στους σιδηροδρόμους, στην ανάγκη «οργάνωσης» για την αντιμετώπιση του χάους της ρωσικής κοινωνίας. Όπως ο Στάλιν δεν έπαψε ποτέ να του θυμίζει ο Τρότσκι ήταν ένας παρείσακτος σε ένα κόμμα όπου το να είσαι εσωτερικός, «μέλος της παλιάς φρουράς», μετρούσε πολύ.
Είναι πιθανό ότι ο Τρότσκι παρακινήθηκε να υποστηρίξει το Θερμιδόρ το 1921 επειδή αισθανόταν πολιτικά πιο κοντά σε αυτούς που «έσφιγγαν» την κοινωνία (Λένιν και Στάλιν) από εκείνους που στέκονταν σταθερά στο έδαφος της εργατικής δημοκρατίας πάνω απ’ όλα (την Εργατική Αντιπολίτευση και τους Δημοκρατικούς Συγκεντρωτιστές). Και αυτό είχε το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι τον κρατούσε μέσα στην «παλιά φρουρά».
Επιπλέον, όλη η εμπειρία του Τρότσκι το 1918-20 ήταν να ηγηθεί του Κόκκινου Στρατού στο μέτωπο και στη συνέχεια να προωθήσει τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας όταν ο εμφύλιος πόλεμος είχε κερδηθεί για να βοηθήσει την οικονομική ανασυγκρότηση. Θα ήταν μια φυσική εξέλιξη γι’ αυτόν να δει την αποτελεσματική «στρατιωτικοποίηση» του κόμματος ως ένα λογικό βήμα για να θωρακίσει τον πολιτικό μηχανισμό από τις αρνητικές επιπτώσεις της απελευθέρωσης της αγοράς στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Αλλά όποιο κι αν ήταν το υποκειμενικό του κίνητρο, ο Τρότσκι, ακόμη και το 1936, υπερασπίστηκε την απόφαση του 10ου Συνεδρίου ως «μια αναγκαία παραχώρηση σε μια δύσκολη κατάσταση.»[35]
Η απαγόρευση των φραξιών σήμαινε ότι μεταξύ 1921 και 1924 η έκφραση των διαφορών περιορίστηκε και έγινε ιδιαίτερα προσωποποιημένη. Και καθώς ο Τρότσκι άρχισε να εκφράζει διαφορές με την «παλιά φρουρά», ειδικά μετά το θάνατο του Λένιν, ο Στάλιν αντεπιτέθηκε με την εκστρατεία του κατά του «τροτσκισμού». Ο Τρότσκι οδηγήθηκε δύο φορές στην αντιπολίτευση, ηττήθηκε δύο φορές και στη συνέχεια ρίχτηκε στην έρημο της εξορίας τόσο από την πατρίδα του όσο και από το κόμμα του. Η αντίθεσή του στον Στάλιν τη δεκαετία του 1930 ήταν θαρραλέα, με πολιτικές αρχές, αλλά επίσης, τραγικά, πολύ αργά.
Ταυτιζόμαστε πολιτικά με τον Τρότσκι, όχι μόνο λόγω των πολλών λαμπρών πολιτικών του διορατικών γνώσεων, αλλά και επειδή επέλεξε την επαναστατική ειλικρίνεια από τη γραφειοκρατική υποταγή. Αναβίωσε τη διεθνή επαναστατική αριστερά, έστω και ατελώς, μετά την εξορία του. Αλλά μπορούμε επίσης να τον επικρίνουμε για την εκ των υστέρων άποψή του ότι η αρχή του Θερμιδόρ ήταν στο σημείο που υπέστη την πρώτη του μεγάλη ήττα –το 1924– και όχι το 1921, όταν το κόμμα στερήθηκε τα μέσα για να ανανεωθεί το ίδιο και η ηγεσία του με δημοκρατικό και επαναστατικό τρόπο.
Ο Στάλιν, σε πλήρη αντίθεση με τον Λένιν και τον Τρότσκι, είδε το 1921 ως μια ευκαιρία να επιβάλει την τάξη. Ο Στάλιν πίστευε από καιρό ότι η σοσιαλιστική επανάσταση ήταν πρόωρη στη Ρωσία (μαζί με πολλούς άλλους κορυφαίους μπολσεβίκους). Το χάος ήταν προϊόν της οπισθοδρόμησης της Ρωσίας. Το κόμμα έπρεπε να γίνει το μέσο για να ξεπεραστεί αυτή η καθυστέρηση.
Το 1921 η Ρωσία μαστιζόταν από κοινωνικό χάος, οικονομική αποδιοργάνωση και πείνα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα και η κυβέρνησή του, μετά τον μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο που έφερε τη στρατιωτική νίκη, ήταν απομονωμένοι, χωρίς μαζική υποστήριξη και βαθιά αντιδημοφιλείς μεταξύ τμημάτων του πληθυσμού που προηγουμένως αποτελούσαν προπύργια των Μπολσεβίκων, ιδίως στην Κρονστάνδη. Έξω από τη Ρωσία η προοπτική της διεθνούς επανάστασης απομακρυνόταν.
Αυτοί οι παράγοντες εστίασαν την προσοχή του Στάλιν στην ανάγκη για τάξη στο όνομα της «πειθαρχίας». Αναγνώρισε ότι ο κρατικός μηχανισμός καταστολής –ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν ένα προσωρινό και έκτακτο πολεμικό μέτρο– θα μπορούσε εύκολα να διασυνδεθεί με τον δικό του κομματικό μηχανισμό. Έτσι συγχωνευμένη αυτή η γραφειοκρατία θα μπορούσε να γίνει εργαλείο για τη σταθεροποίηση της κοινωνίας και στη συνέχεια για τον απεγκλωβισμό της από την καθυστέρηση.
Πολιτικά –αλλά μόνο μετά το θάνατο του Λένιν– ο Στάλιν δικαιολόγησε θεωρητικά το σχέδιό του υπό τη σημαία του «σοσιαλισμού σε μια χώρα». Αλλά είχε ελάχιστη σχέση με το σοσιαλισμό με την έννοια της «οικονομικής χειραφέτησης» της εργατικής τάξης. Ήταν κυρίως ένα μέσο για την ταχεία εκβιομηχάνιση μιας καθυστερημένης αγροτικής χώρας, ικανοποιώντας ταυτόχρονα τη γραφειοκρατία που είχε προκύψει στην πλάτη του εργατικού κράτους.
Ο Στάλιν δεν μετάνιωσε ποτέ για την υλοποίηση της πολιτικής αντεπανάστασης που ξεκίνησε το 1921. Θριάμβευσε ως αποτέλεσμα αυτής και οδήγησε τη χώρα του προς τα εμπρός από την άποψη της ανάπτυξης, αλλά προς τα πίσω από την άποψη της επανάστασης.
Ο Λένιν και ο Τρότσκι –ανεξάρτητα από τις μεταγενέστερες αλλαγές στις απόψεις τους και τις τύψεις τους (και στην περίπτωση του Τρότσκι ο γενναίος αγώνας του που οδήγησε στην εκτέλεσή του από τα χέρια του Στάλιν)– έκαναν δυνατό αυτόν τον θρίαμβο. Το να λέμε το αντίθετο είναι σαν να επιδίδεται κανείς σε μυστικισμό, γιατί υπονοεί ότι ο θρίαμβος του Στάλιν προκλήθηκε από καθαρά αντικειμενικούς παράγοντες και ότι οι δύο πιο σημαντικές και δημοφιλείς προσωπικότητες της επανάστασης μπορεί κάλλιστα να μην υπήρξαν όσον αφορά την άνοδό του στην εξουσία.
Επίλογος
Επιτρέψτε μου να κωδικοποιήσω τι ακριβώς λέει αυτό το άρθρο, ώστε να είναι σαφή τα ακριβή στοιχεία του «αναθεωρητισμού» του:
Το Μπολσεβίκικο Κόμμα ηγήθηκε μιας επιτυχημένης επανάστασης της εργατικής τάξης στη Ρωσία που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1917.
Η τελική μοίρα αυτής της επανάστασης –όπως πάντα αναγνώριζε ο Λένιν– ήταν συνδεδεμένη με τη μοίρα της πανευρωπαϊκής επανάστασης. Η διεθνής επανάσταση έπρεπε να έρθει σε βοήθεια της Ρωσίας, αλλιώς η Ρωσία θα κατέρρεε.
Με την εδραίωση της εξουσίας της εργατικής τάξης κατά τους πρώτους μήνες του 1918 και στη συνέχεια μέσω του εμφυλίου πολέμου μέχρι το 1920, οι Μπολσεβίκοι προσπαθούσαν δικαίως να κρατήσουν τη ρωσική επανάσταση ζωντανή και προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν τη συνέχιση της ύπαρξής της ως μέσο συσπείρωσης της διεθνούς εργατικής τάξης στην επανάσταση.
Παρά την αναπόφευκτη διάβρωση της καθημερινής εργατικής δημοκρατίας που ήταν εμφανής κατά καιρούς κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου –και που ήταν μια πραγματική απειλή για την επανάσταση– το ίδιο το Μπολσεβίκικο Κόμμα παρέμεινε μια θεμελιωδώς δημοκρατική οργάνωση. Η επιβίωσή του ως δημοκρατικής οργάνωσης ήταν μια υπόσχεση για το μέλλον της επανάστασης, παρόλο που η επανάσταση περνούσε ένα στάδιο τρομοκρατίας, μονοκομματικής κυριαρχίας και ανάπτυξης ενός επικίνδυνου επιπέδου συγκεντρωτισμού και γραφειοκρατισμού στο κράτος.
Η απουσία σοβιέτ και οποιουδήποτε πραγματικού απομειναριού της δημοκρατίας που χαρακτήριζε τις ημέρες μετά τον Οκτώβριο του 1917 σήμαινε ότι η επιβίωση της κομματικής δημοκρατίας ήταν ζωτικής σημασίας για τη μελλοντική υγιή ανάπτυξη της επανάστασης, ιδίως από τη στιγμή που, μετά το τέλος του πολέμου με την Πολωνία, έγινε σαφές ότι η διεθνής επανάσταση δεν ήταν στη βραχυπρόθεσμη ατζέντα.
Το καθήκον του επαναστατικού μπολσεβικισμού το 1921 ήταν επομένως να διατηρήσει την κομματική δημοκρατία ως εφαλτήριο για την αναβίωση της πραγματικής σοβιετικής δημοκρατίας.
Αντί να ακολουθήσει αυτό το δρόμο, ο Λένιν, με την υποστήριξη του Τρότσκι, προχώρησε στον περιορισμό της κομματικής δημοκρατίας στο Δέκατο Συνέδριο του κόμματος το 1921, ταυτίζοντας συγκεκριμένα τις φράξιες με αντεπαναστατικούς κινδύνους και απαγορεύοντας έτσι τις φράξιες μέσα στο κόμμα.
Από το 1921 έως το 1923 ο Στάλιν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τη βάση του μέσα στον κομματικό μηχανισμό για να εδραιώσει τον απόλυτο έλεγχό του και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει αυτόν τον έλεγχο για να εδραιώσει τη δικτατορία της γραφειοκρατίας. Ήταν ακριβώς σε θέση να το κάνει αυτό εξαιτίας των αποφάσεων του Δέκατου Συνεδρίου του κόμματος. Αυτό το συνέδριο, όχι το 1924, σηματοδότησε την έναρξη του Θερμιδόρ.
Η αποτυχία της τροτσκιστικής αριστεράς να αντιμετωπίσει αυτή την αλήθεια είναι ένα μοιραίο ελάττωμα στο πολιτικό της DNA: η θεμελιώδης αντίληψή της για την κομματική οργάνωση ενσωματώνει τη θερμιδοριανή κληρονομιά του 1921.
Το καθήκον μας είναι να ξαναχτίσουμε μια νέα επαναστατική οργάνωση που να θυμίζει την ηρωική περίοδο του Μπολσεβικισμού. Αυτή ήταν μια εποχή που παρά την τσαρική καταστολή ή την αναταραχή της επανάστασης ή ακόμα και τις καθημερινές κρίσεις της προσπάθειας να κερδίσεις έναν εμφύλιο πόλεμο με ολόκληρο τον ιμπεριαλιστικό κόσμο στραμμένο εναντίον σου, μπορούσες ακόμα να σηκωθείς σε ένα συνέδριο του κόμματος και να πεις, «σύντροφοι, ο Λένιν λέει ανοησίες, ας οργανώσουμε μια φράξια εναντίον του» και να μην σε διαγράψουν γι’ αυτό.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Mark Hoskisson, “The red Jacobins: Thermidor and the Russian revolution in 1921”, libcom.org, 24 Σεπτεμβρίου 2010, https://libcom.org/library/red-jacobins-thermidor-russian-revolution-1921.
Σημειώσεις
[1] Leon Trotsky, The Transitional Programme for Socialist Revolution, Pathfinder 1977, σελ. 113 [Λέον Τρότσκι, Η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού και τα καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς (Το Μεταβατικό Πρόγραμμα), Αλλαγή, Αθήνα 1985, σελ 16 (Εδώ, όπως και για τις υπόλοιπες παραπομπές, δεν χρησιμοποιούμε την ελληνική μετάφραση στην οποία παραπέμπουμε για διευκόλυνση του/της αναγνώστη/ριας)].
[2] Βλ. Death Agony of the Fourth International, Irish Workers Group/Workers Power, 1983, κεφάλαιο 1 και 2 [Ό.π.].
[3] Trotsky, The Transitional Programme, ό.π., σελ. 113 [Ό.π. σελ. 15].
[4] Leon Trotsky, The Challenge of the Left Opposition (1928-29), σελ. 264.
[5] Ό.π., σελ. 274.
[6] Ό.π., σελ. 293.
[7] Ό.π., σσ. 274-276.
[8] Leon Trotsky, The Revolution Betrayed, Pathfinder 1974, σελ. 112 [Λέον Τρότσκι, Η Προδομένη Επανάσταση, Αλλαγή, Αθήνα 1984, σελ. 96].
[9] Leon Trotsky, Writings 1934-35, Pathfinder 1975, σσ. 167-168.
[10] Ό.π., σελ. 174.
[11] Trotsky, The Revolution Betrayed, ό.π., σελ. 97 [Λ. Τρότσκι, Η Προδομένη…, ό.π. σελ. 85].
[12] Stalin, On the Opposition, σελ. 104 [Ι. Β. Στάλιν, «Απολογισμός των εργασιών του 13ου Συνεδρίου του ΚΚΡ(Μπ)»στο Ι. Β. Στάλιν, Άπαντα, τόμος 6, Εκδοτικό της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1953, σελ. 292].
[13] Leon Trotsky, The Challenge of the Left Opposition, 1923-25, σσ. 155-156.
[14] Victor Serge, From Lenin to Stalin, Pathfinder, 1973, σελ. 22.
[15] Alexander Rabinowitch, The Bolsheviks in Power, Indiana University Press, 2008, σελ. 26.
[16] Ό.π., σελ. 175.
[17] [Σ.τ.Μ.:] Η απόπειρα δολοφονίας του Λένιν έγινε στις 30 Αυγούστου 1918, από την «Ομάδα Μάχης» της Μόσχας που αποτελούσε το παράνομο στρατιωτικό τμήμα των δεξιών Εσέρων (Σοσιαλιστές Επαναστάτες). Στην απόπειρα συμμετείχαν μεταξύ άλλων η Φάνι Καπλάν, η οποία πυροβόλησε τον Λένιν (συνελήφθη και λίγες μέρες αργότερα εκτελέστηκε) και ο Γκριγκόρι Σεμιόνοφ, ο οποίος ένα περίπου μήνα πιο πριν είχε δολοφονήσει στην Πετρούπολη τον Βολοντάρσκι, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΡ(μπ) και του σοβιετικού μηχανισμού. Ο Σεμιόνοφ έγινε αργότερα μέλος του ΚΚΡ(μπ) και στη συνέχεια πράκτορας της Γκεπεού.
[18] Ό.π., σελ. 315.
[19] Francesco Benvenuti, The Bolsheviks and the Red Army, 1918-1922, Cambridge University Press, 1988, σελ. 85.
[20] A Ransome, The crisis in Russia 1920, Redwords 1982, σελ. 81.
[21] Ό.π., σσ. 45-55.
[22] Αναφέρεται στο Oscar Anweiler, The Soviets, Pantheon Books, 1974, σελ. 242.
[23] Ό.π., σελ. 243.
[24] Marcel Liebman, Leninism under Lenin, Merlin Press, 1980, σελ. 193.
[25] The Revolution Betrayed, ό.π., σσ. 96-97 [Λ. Τρότσκι, Η Προδομένη…, ό.π. σελ. 85].
[26] Christopher Hill, God’s Englishmen, Penguin, 1972, σελ. 105.
[27] Stalin, On the Opposition, σσ. 36-37 [Ι. Β. Στάλιν, «Για τη συζήτηση, για το Ραφαήλ, για τα άρθρα του Πρεομπραζένσκι και του Σαπρόνοφ και για το γράμμα του Τρότσκι», στο Ι. Β. Στάλιν, Άπαντα, τόμος 5, Εκδοτικό της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1953, σελ. 421].
[28] Victor Serge, The Revolution in Danger, σελ. 105.
[29] V. I. Lenin, Collected Works, τόμος 32, Lawrence and Wishart (Progress Publishers) 1965, σελ. 43 [Β. Ι. Λένιν, «Η κρίση του κόμματος» στο Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 42, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σελ. 241].
[30] V. I. Lenin, Collected Works, τόμος 32, σσ. 168-169 [Β. Ι. Λένιν, «Εναρκτήριος λόγος στο Συνέδριο 8 του Μάρτη» στο Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 43, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σσ. 5, 6].
[31] Lenin and Trotsky, Kronstadt, Pathfinder, 1979, σελ. 62.
[32] V. I. Lenin, Collected Works, τόμος 32, σελ. 206 [Β. Ι. Λένιν, «Το Χ Συνέδριο του ΚΚΡ(μπ) 8-16 του Μάρτη 1921» στο Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σελ. 49].
[33] Victor Serge, Memoirs of a Revolutionary, Oxford 1967, σσ. 118-9 [Βικτόρ Σερζ, Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, Scripta, Αθήνα 2008, σελ. 182].
[34] Stalin, On the Opposition, σσ. 857-858 [Ι. Β. Στάλιν, «Η πολιτική φυσιογνωμία της ρωσικής Αντιπολίτευσης», στο Ι. Β. Στάλιν, Άπαντα, τόμος 10, Εκδοτικό της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1953, σσ. 180, 181].
[35] Trotsky, The Revolution Betrayed, ό.π., σελ. 96 [Λ. Τρότσκι, Η Προδομένη…, ό.π. σελ. 85].