Σάββατο, 06 Δεκεμβρίου 2025 17:17

Εχθρός του Κράτους Νο. 1. Η Καταστολή εναντίον Ρώσων Αναρχικών

 

 

Ivan Astashin

 

 

Εχθρός του Κράτους Νο. 1. Η Καταστολή εναντίον Ρώσων Αναρχικών

 

 

Σημείωση του После / Posle:

Αυτό το άρθρο παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τη συνεχιζόμενη καταστολή των αναρχικών στη Ρωσία και την ανθεκτικότητα του ρωσικού αναρχικού κινήματος, το οποίο συχνά βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της άμεσης δράσης. Συμμεριζόμαστε το κάλεσμα του συγγραφέα να υποστηρίξουμε τους Ρώσους αναρχικούς, ειδικά εκείνους που βρίσκονται σήμερα στη φυλακή. Ταυτόχρονα, θέλουμε να σημειώσουμε ότι, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο, υπάρχουν και τμήματα του ρωσικού αναρχικού κινήματος που ασχολούνται με δραστηριότητες όπως η ανεξάρτητη εκπαίδευση και η δημιουργία εναλλακτικών υποδομών. Δεν υπάρχει μία μόνο μορφή αναρχισμού, αλλά πολλές. Εν τω μεταξύ, το κράτος παρουσιάζει τον αναρχισμό ως μια «ριζοσπαστική» και «επικίνδυνη» ιδεολογία, συνδέοντάς τον αποκλειστικά με τη βία.

 

 

Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο οι αναρχικοί βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της καταστολής. Το κράτος τους χρησιμοποίησε ως πεδίο δοκιμών για μεθόδους που οι αρχές εφάρμοσαν πολύ πιο εκτεταμένα εναντίον οποιωνδήποτε διαφωνούντων λίγα χρόνια αργότερα. Υπό αυτή την έννοια, η δίωξη των αναρχικών χρησιμεύει ως δείκτης – ένα μέσο για να κατανοήσουμε την κατεύθυνση προς την οποία στρέφονται το ρωσικό κράτος και ο μηχανισμός ασφαλείας του. Ακόμα και τώρα, που η καταστολή έχει γενικευτεί (σύμφωνα με το πρόγραμμα «Υποστήριξη Πολιτικών Κρατουμένων. Memorial»[1], τουλάχιστον 11.000 άτομα στη Ρωσία είναι φυλακισμένα με πολιτικές κατηγόρια) και οι ποινές 15 ετών δεν σοκάρουν πια κανέναν, οι αναρχικοί συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν αυξημένη πίεση και ποινές φυλάκισης που ξεπερνάνε κάθε προηγούμενο. Η ιστορία της δίωξής τους προσφέρει μια εικόνα για το πώς λειτουργεί αυτή η μηχανή και πώς είναι πιθανό να εξελιχθεί.

Τα τελευταία 25 χρόνια, το αυταρχικό σύστημα της Ρωσίας βασίστηκε στον πόλεμο, τόσο εξωτερικό όσο και εσωτερικό, για να επιβιώσει. Όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν ανέλαβε την εξουσία το 1999 ως επικεφαλής της FSB, ήταν σε εξέλιξη ο δεύτερος πόλεμος της Τσετσενίας. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παρουσίαζε τους Τσετσένους αυτονομιστές ως εξωτερικούς εχθρούς, ενώ ταυτόχρονα ξεκινούσε μια εκστρατεία εναντίον εσωτερικών εχθρών, δηλαδή των πολιτικών αντιπάλων φιλελεύθερων και αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το Κρεμλίνο ξεκίνησε πολέμους στη Γεωργία και την Ουκρανία, παρενέβη στη Συρία και συμμετείχε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Αφρική. Ταυτόχρονα, εντάθηκε η εσωτερική καταστολή. Μια σημαντική καμπή ήρθε με την υπόθεση Μπολότναγια[2], η οποία αφορούσε την ποινική δίωξη των συμμετεχόντων σε μια αντικυβερνητική πορεία την παραμονή της ορκωμοσίας του Πούτιν για τρίτη θητεία στις 6 Μαΐου 2012. Υπήρχαν περισσότεροι από 30 κατηγορούμενοι, πολλοί από τους οποίους ήταν αριστεροί ακτιβιστές και αναρχικοί. Η υπόθεση αυτή σηματοδότησε μια κρίσιμη αλλαγή, δείχνοντας ότι η κυβέρνηση ήταν έτοιμη να χρησιμοποιήσει σε μεγάλη κλίμακα ποινικούς νόμους εναντίον των διαδηλωτών. Ταυτόχρονα, η Κρατική Δούμα ψήφισε μια σειρά κατασταλτικών νόμων[3] που περιόριζαν την ελευθερία του συνέρχεσθαι και αυξάναν τις ποινές. Ως αποτέλεσμα, το κράτος κατάργησε σταδιακά τους νόμιμους τρόπους διαμαρτυρίας[4].

Για τις αρχές, οι αναρχικοί ήταν πάντα ένας ιδιαίτερος στόχος. Σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες προσωπικότητες της αντιπολίτευσης, που συνέχισαν να συμμετέχουν στις εκλογές ή στις κοινοβουλευτικές εκστρατείες ακόμη και μετά την παγίωση της εξουσίας του Πούτιν και του κύκλου του, οι αναρχικοί δεν μπορούν να εμπλακούν σε ένα ελεγχόμενο πολιτικό παιχνίδι. Το κράτος δεν έχει «καρότο» για τους αναρχικούς, μόνο «μαστήγιο»: συλλήψεις, επιδρομές, ποινικοποίηση και βασανιστήρια. Στα τέλη της δεκαετίας του 2010, η καταστολή εναντίον των αναρχικών είχε κλιμακωθεί σε ένα νέο επίπεδο, μια τάση που συνεχίζει να εντείνεται.

 

Το εξαπλωμένο δίκτυο των υπηρεσιών ασφαλείας

Το καθοριστικό επεισόδιο στην πρόσφατη ιστορία της πολιτικής καταστολής εναντίον των αναρχικών στη Ρωσία είναι η υπόθεση «Δίκτυο» («Сет»). Για πρώτη φορά, μια ομάδα ανθρώπων που δεν είχε πραγματοποιήσει ούτε μία επίθεση –ή οτιδήποτε οι αρχές θα μπορούσαν εύλογα να χαρακτηρίσουν ως επίθεση– χαρακτηρίστηκε τρομοκρατική οργάνωση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα βάναυσα βασανιστήρια που υπέστησαν οι κατηγορούμενοι, προσέλκυσε την προσοχή των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του ευρύτερου κοινού. Η υποστήριξη προς τους φυλακισμένους ακτιβιστές γρήγορα εξαπλώθηκε πέρα από τους αναρχικούς κύκλους. Ταυτόχρονα, η υπόθεση άρχισε να αποκτά διαστάσεις μύθου και οι κατηγορούμενοι αναδείχθηκαν σε ήρωες. Ωστόσο, όταν μεταγενέστερες δημοσιεύσεις αμφισβήτησαν αυτή την αφήγηση, η υποστήριξη του κοινού μειώθηκε δραματικά και η φήμη των Ρώσων αναρχικών υπέστη πλήγμα.

Η υπόθεση «Δίκτυο» ξεκίνησε επίσημα με ένα φαινομενικά ασήμαντο περιστατικό. Στις 17 Οκτωβρίου 2017, η αστυνομία της Πένζα συνέλαβε τον φοιτητή Έγκορ Ζόριν. Σύμφωνα με το φάκελο της υπόθεσης, ο Ζόριν βρέθηκε να έχει στην κατοχή του ψυχοδραστικές ουσίες, ενώ τοξικολογικές εξετάσεις αποκάλυψαν την παρουσία οπιούχων, αμφεταμινών και συνθετικών κανναβινοειδών στο αίμα του. Το περιστατικό αυτό οδήγησε τελικά στη φυλάκιση δέκα αναρχικών και αντιφασιστών και ανάγκασε αρκετές δεκάδες άλλους να εγκαταλείψουν τη Ρωσία. Ο Ζόριν έγραψε μια «εκούσια ομολογία», ισχυριζόμενος ότι αυτός και οι γνωστοί του ήταν μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης. Απαλλάχθηκε από την ποινική ευθύνη για «συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση» και έλαβε μόνο τριετή αναστολή ποινής για κατοχή ναρκωτικών.

Από τον Οκτώβριο έως τον Νοέμβριο του 2017, οι αρχές της Πένζα συνέλαβαν τους αναρχικούς και αντιφασίστες Ίλια Σακούρσκι, Ντμίτρι Πτσελίντσεφ, Βασίλι Κούκσοφ και Αντρέι Τσέρνοφ με βάση τις αναφορές του Ζόριν. Στις αρχές Νοεμβρίου, η αστυνομία της Αγίας Πετρούπολης συνέλαβε έναν άλλο ακτιβιστή, τον Αρμάν Σαγκινμπάγιεφ. Τον Ιανουάριο, συνέλαβαν άλλους τρεις: τον Γιούλιαν Μπογιαρσίνοφ, τον Ιγκόρ Σίσκιν και τον Βίκτορ Φιλίνκοφ. Η FSB τους συνέλαβε όλους, τους βασάνισε και τους πίεσε να ομολογήσουν τη συμμετοχή τους σε τρομοκρατική οργάνωση και συνωμοσία για την κατάληψη της εξουσίας. Μετά τα βασανιστήρια, όλοι εκτός από τον Κούκσοφ υπέγραψαν ομολογίες.

Το καλοκαίρι του 2018, οι αρχές της Μόσχας συνέλαβαν δύο καταζητούμενους, τον Μαξίμ Ιβάνκιν και τον Μιχαήλ Κούλκοφ, και τους συνέδεσαν με το παρακλάδι της Πένζας της υπόθεσης «Δίκτυο». Οι δύο είχαν προηγουμένως συλληφθεί για διαφορετικό λόγο: τον Μάρτιο του 2017, αυτοί και ένας ανήλικος ονόματι Αλέξει Πολτάβετς συνελήφθησαν με 8,6 γραμμάρια «άλατα μπάνιου» χωρισμένα σε 31 πακέτα – ποσότητα που υποδηλώνει πρόθεση πώλησης. Ο Κούλκοφ τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό, ο Ιβάνκιν έλαβε εντολή να μην εγκαταλείψει την πόλη και ο Πολτάβετς αφέθηκε ελεύθερος ως μάρτυρας. Τον Απρίλιο του 2017, ο Κούλκοφ και ο Ιβάνκιν διέφυγαν και κηρύχθηκαν καταζητούμενοι. Περίπου την ίδια περίοδο, ο Ζόριν έπεσε για πρώτη φορά στην προσοχή της FSB, όταν πράκτορες τον έπιασαν να καπνίζει μαριχουάνα στις αρχές Μαρτίου 2017, αλλά τον άφησαν να φύγει. Επισήμως, αυτά τα περιστατικά δεν συνδέονταν με την υπόθεση «Δίκτυο» εκείνη την εποχή, αλλά προηγήθηκαν των μαζικών συλλήψεων τον Οκτώβριο του 2017.

Αν και είναι αδύνατο να γνωρίζουμε με βεβαιότητα, φαίνεται ότι οι αναρχικοί και αντιφασίστες της Πένζα τέθηκαν υπό την εποπτεία της FSB μετά τις αρχικές συλλήψεις τους για υποθέσεις ναρκωτικών. Ένα ανεπίλυτο ερώτημα είναι γιατί ο Ζόριν αφέθηκε ελεύθερος μετά την πρώτη του συνάντηση με τους πράκτορες της FSB. Είναι πιθανό να είχε ήδη γίνει πληροφοριοδότης ή στόχος παρακολούθησης. Ούτε ο Ζόριν ούτε ο Κούλκοφ θεωρούνταν ενεργά μέλη του αναρχικού ή αντιφασιστικού κινήματος, αν και είχαν χαλαρούς δεσμούς με διάφορους ακτιβιστές.

Ο Ιγκόρ Σίσκιν, αντιφασίστας από την Αγία Πετρούπολη, ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος που καταδικάστηκε στην υπόθεση «Δίκτυο». Αν και ήταν ένας από τους τελευταίους που συνελήφθησαν, φαίνεται ότι υπέστη τα πιο σκληρά βασανιστήρια. Μέχρι τότε, οι ανακριτές είχαν ήδη αποσπάσει ομολογίες από τους άλλους κατηγορούμενους. Ο Κούκσοφ ήταν ο μόνος που δεν είχε ομολογήσει σε εκείνο το αρχικό στάδιο. Ο Σίσκιν επέλεξε να δεχτεί μια συμφωνία αποδοχής ενοχής, παρέχοντας λεπτομερή κατάθεση εναντίον του ίδιου και των άλλων. Ως αποτέλεσμα, έλαβε την ελαφρύτερη ποινή: τρεισήμισι χρόνια φυλάκιση.

Κατά τη διάρκεια της δίκης της Πένζα, οι εισαγγελείς κατηγόρησαν τους Ίλια Σακούρσκι, Ντμίτρι Πτσελίντσεφ, Βασίλι Κούκσοφ, Αντρέι Τσέρνοφ, Μαξίμ Ιβάνκιν και Μιχαήλ Κούλκοφ. Κανένας από τους κατηγορούμενους δεν ομολόγησε την ενοχή του και όλοι ανέφεραν ότι υπέστησαν βασανιστήρια και εξαναγκασμό. Παρ' όλα αυτά, το δικαστήριο επέβαλε ποινές που κυμαίνονταν από έξι έως δεκαοκτώ χρόνια. Οι Σακούρσκι και Πτσελίντσεφ, που χαρακτηρίστηκαν από τους εισαγγελείς ως «ηγέτες πυρήνα τρομοκρατικής οργάνωσης», έλαβαν τις πιο αυστηρές ποινές, δεκαέξι και δεκαοκτώ ετών αντίστοιχα.

Το καλοκαίρι του 2020, τα δικαστήρια εξέδωσαν ποινές για το παρακλάδι της Αγίας Πετρούπολης. Ο Βίκτορ Φιλίνκοφ, ο οποίος υποστήριξε την αθωότητά του, καταδικάστηκε σε επτά χρόνια. Ο Γιούλιαν Μπογιαρσίνοφ, ο οποίος αποδέχτηκε τις κατηγορίες, καταδικάστηκε σε πεντέμισι χρόνια.

Από τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι πρώτες αναφορές για βασανιστήρια, οι πολιτικά ενεργοί Ρώσοι αντέδρασαν με οργή. Ενώ η υποστήριξη έλαβε κυρίως τη μορφή ανοιχτών επιστολών και κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης, πραγματοποιήθηκαν επίσης διαδηλώσεις στους δρόμους, μικρές συγκεντρώσεις και ατομικές διαμαρτυρίες. Πολλοί ήταν συγκλονισμένοι από τις αναφορές για βασανιστήρια και την κατασκευή μιας υπόθεσης τρομοκρατίας. Αν και η FSB έκανε χρήση βασανιστηρίων εδώ και καιρό, στόχευε κυρίως ομάδες που θεωρούνταν «ξένες» από τους περισσότερους Ρώσους, όπως οι Τσετσένοι αυτονομιστές. Τέτοιες καταχρήσεις σπάνια έλαβαν την προσοχή των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης. Αντίθετα, οι αναρχικοί και οι αντιφασίστες κέρδισαν το σεβασμό των φιλελεύθερων κύκλων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 για την αντίστασή τους στη νεοναζιστική βία. Πολλοί δημοσιογράφοι προέρχονταν από αντιφασιστικό περιβάλλον.

Ένα άλλο επεισόδιο προέκυψε μεταξύ των ετυμηγοριών της Πένζα και της Αγίας Πετρούπολης, το οποίο έπληξε σοβαρά την υποστήριξη του κοινού προς τους κατηγορούμενους. Τον Φεβρουάριο του 2020, το Meduza δημοσίευσε μια έρευνα[5] που υποδείκνυε ότι η εξαφάνιση του Αρτιόμ Ντοροφέγιεφ και της Εκατερίνα Λεβτσένκο στο Ριαζάν το 2017 ενδέχεται να συνδέεται με τον Μαξίμ Ιβάνκιν και τον Αλεξέι Πολτάβετς. Σύμφωνα με την έκθεση, το ζευγάρι είχε βοηθήσει φίλους να διανέμουν ναρκωτικά, γνώριζε τις δραστηριότητες της ομάδας και, λόγω της εξάντλησης που προκαλούσε η ζωή σε φυγή, είχε σχεδιάσει να επιστρέψει στο σπίτι του. Για τους άλλους συμμετέχοντες, αυτό ενείχε τον κίνδυνο ότι, κατά την ανάκριση, ο Ντοροφέγιεφ και η Λεβτσένκο θα μπορούσαν να συνεργαστούν με τους ανακριτές.

Οι δύο δολοφονήθηκαν σε ένα δάσος έξω από το Ριαζάν. Σύμφωνα με τον Πολτάβετς, ο οποίος ζει στο εξωτερικό, ο Ιβάνκιν πυροβόλησε πρώτα τον Ντοροφέγιεφ και στη συνέχεια τον σκότωσε, ενώ ο Πολτάβετς σκότωσε την Λεβτσένκο. Ο Πολτάβετς και αρκετές άλλες πηγές ισχυρίστηκαν επίσης ότι ο Ντμίτρι Πτσελίντσεφ συμμετείχε στην απόφαση να τους «εξοντώσουν». Ωστόσο, η Ερευνητική Επιτροπή της Ρωσίας δεν βρήκε καμία απόδειξη για αυτό και στον Πτσελίντσεφ δεν αποδόθηκε καμία επίσημη κατηγορία σε σχέση με την υπόθεση αυτή.

Το 2024, μια επιτροπή ενόρκων στο περιφερειακό δικαστήριο του Ριαζάν έκρινε τον Μαξίμ Ιβάνκιν ένοχο[6] για τη δολοφονία των Ντοροφέγιεφ και Λεβτσένκο. Λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη καταδίκη του για συμμετοχή στο «Δίκτυο», καταδικάστηκε σε είκοσι τέσσερα χρόνια φυλάκισης[7]. Ο Πολτάβετς δεν έχει δικαστεί στη Ρωσία.

 

Από το «Δίκτυο» στη «Λαϊκή Αυτοάμυνα»

Παρά την καταστολή των αναρχικών στην Πένζα και την Αγία Πετρούπολη, οι αναρχικές ομάδες σε άλλες περιοχές δεν επιβράδυναν, αλλά ενέτειναν τη δράση τους. Ωστόσο, κάθε δράση προκάλεσε άμεση και σκληρή αντίδραση από τις αρχές επιβολής του νόμου. Όταν οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τους πραγματικούς διοργανωτές ή συμμετέχοντες, στόχευαν όποιον βρισκόταν σε κοντινή απόσταση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την παρακολούθηση, την άσκηση πίεσης, τις επιδρομές και, τελικά, την άσκηση ποινικών διώξεων.

Τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου 2018, άγνωστα άτομα επιτέθηκαν στα γραφεία του κόμματος Ενωμένη Ρωσία στην περιοχή Χοβρίνο της Μόσχας, σπάζοντας ένα παράθυρο και ρίχνοντας μια καπνογόνο συσκευή στο εσωτερικό. Αναρχικοί δημοσίευσαν μια δήλωση στην οποία ανέλαβαν την ευθύνη για την επίθεση και κάλεσαν σε μποϊκοτάζ των επερχόμενων προεδρικών εκλογών, τις οποίες χαρακτήρισαν φάρσα.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 10 Φεβρουαρίου, αναρχικοί της Μόσχας πραγματοποίησαν πορεία[8] στην οδό Μιασνίτσκαγια για να διαμαρτυρηθούν για τις παραβιάσεις της FSB. Η μη εγκεκριμένη διαδήλωση περιελάμβανε συμμετέχοντες που περπατούσαν κατά μήκος του δρόμου, φώναζαν συνθήματα, άναβαν πυροτεχνήματα και κρατούσαν ένα πανό με τη φράση «Η FSB είναι ο κύριος τρομοκράτης». Αυτό το σύνθημα είχε γίνει ευρέως γνωστό μετά την υπόθεση « Δίκτυο» και αντανακλούσε τον τρόπο με τον οποίο γινόταν αντιληπτή η υπηρεσία ασφαλείας.

Ως απάντηση, στα μέσα Φεβρουαρίου ξεκίνησε μια σειρά συλλήψεων. Στις 13 Φεβρουαρίου, αστυνομικοί έκαναν έφοδο[9] στο σπίτι της αναρχικής Γιελένα Γκόρμπαν και την προσήγαγαν για ανάκριση μετά από έρευνα στο σπίτι της. Την ίδια μέρα, η αστυνομία έσπασε την πόρτα του σπιτιού του αναρχικού Αλεξέι Κομπαΐτζε και τον συνέλαβε. Και οι δύο κρίθηκαν ύποπτοι για την υπόθεση βανδαλισμού που σχετίζεται με την επίθεση στο γραφείο του κόμματος «Ενωμένη Ρωσία» και παρέμειναν υπό κράτηση για δύο ημέρες στην οδό Πετρόβκα, πριν αφεθούν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους.

Εν τω μεταξύ, στις 4 Φεβρουαρίου, η Κεντρική Διεύθυνση για την Καταπολέμηση του Εξτρεμισμού της Ρωσίας έλαβε μια καταγγελία από έναν άνδρα ονόματι Γεβγκένι Πόποφ.[10] Ισχυρίστηκε ότι κύτταρα του «Δικτύου» δραστηριοποιούνταν σε όλη τη Ρωσία και ότι συντονίζονταν από τον Ντμίτρι Πτσελίντσεφ και τον «Ντμίτρι Ρετσκάλοφ». Πιθανότατα εννοούσε τον Σβιατοσλάβ Ρετσκάλοφ, τον οποίο οι αξιωματικοί ασφαλείας θα χαρακτήριζαν αργότερα ως τον «ηγέτη της Μόσχας» της οργάνωσης.

Ένας δεύτερος γύρος επιδρομών πραγματοποιήθηκε στις 14 Μαρτίου. Η αστυνομία έψαξε τα σπίτια ακτιβιστών του Αριστερού Μπλοκ και αναρχικών, συμπεριλαμβανομένου του Ρετσκάλοφ. Κατηγορήθηκε για συμμετοχή στην επίθεση στο γραφείο του Χοβρίνο, υποβλήθηκε σε βασανιστήρια και πιέστηκε να ομολογήσει ότι οργάνωνε αναρχικές ενέργειες και ότι ηγείτο του «Δικτύου». Αν και το όνομά του τελικά αφαιρέθηκε από το κατηγορητήριο στην «υπόθεση των σπασμένων παραθύρων», εσωτερικά έγγραφα του Κέντρου Καταπολέμησης του Εξτρεμισμού του Υπουργείου Εσωτερικών συνέχισαν να τον αναφέρουν ως «οργανωτή μιας τρομοκρατικής κοινότητας» και βασικό σύνδεσμο μεταξύ των αναρχικών της Μόσχας. Ο Ρετσκάλοφ αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με το «Δίκτυο», χαρακτηρίζοντάς το ως επινόηση της FSB με σκοπό να επεκτείνει την υπόθεση σε εθνικό επίπεδο, χαρακτηρίζοντάς τον ως «ηγέτη» της.

Σύμφωνα με τον Ρετσκάλοφ, ήταν ακτιβιστής της «Λαϊκής Αυτοάμυνας», ενός κινήματος που εστίαζε σε κοινωνικούς αγώνες – υπεράσπιση των κατοίκων των κοιτώνων, αντιμετώπιση εργοδοτικών καταχρηστικών, οργάνωση διαδηλώσεων στους δρόμους και εκστρατεία κατά των καταπατητών ακινήτων. Σε συνέντευξή του στο Radio Liberty, είπε ότι αυτός ο ακτιβισμός στον πραγματικό κόσμο και η προβολή της ομάδας τον έκαναν δελεαστικό στόχο για την FSB.[11] Σε αντίθεση με το φανταστικό «Δίκτυο», η «Λαϊκή Αυτοάμυνα» υπήρχε πραγματικά και είχε δημόσιες πλατφόρμες. Αφού συνελήφθη και βασανίστηκε, ο Ρετσκάλοφ έφυγε από τη Ρωσία και έλαβε πολιτικό άσυλο στη Γαλλία.

Παρόμοιες διαδικασίες εκτυλίχθηκαν και αλλού. Στο Τσελιάμπινσκ, τη νύχτα της 14ης προς την 15η Φεβρουαρίου, αναρχικοί κρέμασαν ένα πανό με τη φράση «Η FSB είναι ο κύριος τρομοκράτης» στην περίφραξη της τοπικής έδρας της FSB. Πέντε ημέρες αργότερα, η αστυνομία συνέλαβε την Αναστασία Σαφόνοβα και τον Ντμίτρι Τσιμπουκόφσκι και ξεκίνησε μια ποινική υπόθεση που κράτησε χρόνια. Η έναρξη ποινικής υπόθεσης για ένα πανό ήταν κάτι άνευ προηγουμένου εκείνη την εποχή.

 

Η έκρηξη στο Αρχάγγελσκ

Η καταστολή των αναρχικών από το κράτος, ιδιαίτερα τα βασανιστήρια που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των κατηγορουμένων στην υπόθεση «Δίκτυο» και άλλων πολιτικών κρατουμένων, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδίωκε. Συνειδητοποιώντας τη ματαιότητα των ειρηνικών διαδηλώσεων, ορισμένοι αναρχικοί άρχισαν να εξετάζουν πιο ριζοσπαστικές μεθόδους.

Στις 31 Οκτωβρίου 2018, ο 17χρονος αναρχικός Μιχαήλ Ζλομπίτσκι πυροδότησε μια βόμβα μέσα σε ένα γραφείο της FSB στο Αρχάγγελσκ, όπου σκοτώθηκε ο ίδιος και τραυματίστηκαν τρεις υπάλληλοι της FSB.

Επτά λεπτά πριν από την έκρηξη, δημοσίευσε ένα μήνυμα σε μια αναρχική συνομιλία στο Telegram:

«Σύντροφοι, σε λίγα λεπτά θα πραγματοποιηθεί τρομοκρατική επίθεση στα γραφεία της FSB στο Αρχάγγελσκ, και αναλαμβάνω την ευθύνη για αυτήν. Οι λόγοι είναι σαφείς σε όλους σας. Δεδομένου ότι η FSB έχει ξεπεράσει κάθε όριο, κατασκευάζοντας υποθέσεις και βασανίζοντας ανθρώπους, αποφάσισα να κάνω αυτό το βήμα. Πιθανότατα θα πεθάνω στην έκρηξη, καθώς είμαι αυτός που θα πυροδοτήσει τη βόμβα πατώντας ένα κουμπί που είναι συνδεδεμένο με μένα. Σας ζητώ να διαδώσετε πληροφορίες για την επίθεση, συμπεριλαμβανομένου του ποιος την πραγματοποίησε και γιατί. Αυτά είναι όλα, υποθέτω. Σας εύχομαι μια ακλόνητη και αδιάλλακτη αφοσίωση στον στόχο μας. Είθε να δείτε ένα λαμπρό μέλλον του αναρχικού κομμουνισμού!»

Άνθρωποι από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών απόψεων προσπάθησαν να εξηγήσουν ή να τοποθετήσουν σε πλαίσιο την απελπισμένη πράξη του εφήβου. Ωστόσο, κάθε σχόλιο που δεν καταδίκαζε ρητά την επίθεση μπορούσε να οδηγήσει σε δίωξη βάσει του ρωσικού νόμου περί «δικαιολόγησης της τρομοκρατίας» – ένα αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση έως και επτά ετών. Τόσο αναρχικοί και δημοσιογράφοι, όσο και απλοί χρήστες των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, βρέθηκαν στο στόχαστρο αυτού του νέου κύματος καταστολής.

 

Η υπόθεση «Σπασμένα παράθυρα»

Μόλις τρεις μήνες μετά τη βομβιστική επίθεση στο Αρχάγγελσκ, ξεκίνησε ένας νέος κύκλος καταστολής εναντίον των αναρχικών. Την 1η Φεβρουαρίου 2019, η αστυνομία έκανε έφοδο[12] στα σπίτια αναρχικών και αριστερών ακτιβιστών στη Μόσχα και την περιφέρεια της Μόσχας. Ομάδες για τα ανθρώπινα δικαιώματα ανέφεραν ότι περίπου δέκα άτομα συνελήφθησαν, τα περισσότερα από τα οποία αφέθηκαν σύντομα ελεύθερα. Ωστόσο, ο Αζάτ Μιφτάχοφ, μεταπτυχιακός φοιτητής μαθηματικών στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας και γνωστός αναρχικός, παρέμεινε υπό κράτηση.

Οι ανακριτές τον κατηγόρησαν για την κατασκευή εκρηκτικών και τον συνέδεσαν με ένα ψεύτικο εκρηκτικό μηχανισμό που βρέθηκε κοντά σε αγωγό φυσικού αερίου στην Μπαλασίχα τον Ιανουάριο του 2018. Ο Μιφτάχοφ ανέφερε ότι βασανίστηκε και ξυλοκοπήθηκε σε μια προσπάθεια να τον αναγκάσουν να ομολογήσει.[13] Κάποια στιγμή, προσπάθησε να κόψει τις φλέβες του για να αποφύγει περαιτέρω βασανιστήρια.

Μια παράλληλη εκστρατεία πίεσης ξεδιπλώθηκε στο κανάλι Telegram «Oper Slil» [«Διαρροή από αξιωματικό» – σημείωση του μεταφραστή], το οποίο είναι γνωστό για τη διαρροή πληροφοριών σχετικά με την επιβολή του νόμου. Ήδη από τον Ιούλιο του 2018, το κανάλι δημοσίευσε μια ανάρτηση σχετικά με τον Μιφτάχοφ, και τον Ιανουάριο του 2019 δημοσίευσε τη φωτογραφία και το διαβατήριό του μαζί με μια απειλή: «Σε προειδοποιήσαμε – σταμάτα να παίζεις». Μετά τη σύλληψή του, το κανάλι χλεύασε τον Μιφτάχοφ δημοσιεύοντας ενοχοποιητικό υλικό, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών προσωπικού χαρακτήρα. Αυτή η συνεχής ροή διαρροών φαινόταν να αποτελεί επέκταση της πίεσης από το κράτος.

Στις 7 Φεβρουαρίου, η υπόθεση για τα εκρηκτικά εναντίον του Μιφτάχοφ κατέρρευσε επίσημα και ο ίδιος «απελευθερώθηκε», μόνο για να συλληφθεί ξανά αμέσως, αυτή τη φορά για την επίθεση της 31ης Ιανουαρίου 2018 εναντίον του γραφείου της Ενωμένης Ρωσίας, κατά την οποία σπάστηκε το παράθυρο και ρίχτηκε μέσα μια συσκευή καπνού. Σε αντίθεση με τους άλλους δύο κατηγορούμενους, την Γιέλεν Γκόρμπαν και τον Αντρέι Έικιν, οι οποίοι παραδέχτηκαν τη συμμετοχή τους στην επίθεση, ο Μιφτάχοφ αρνήθηκε κάθε παράνομη πράξη.

Η εισαγγελία βασίστηκε στην κατάθεση ενός ανώνυμου μάρτυρα ονόματι «Πέτροφ», ο οποίος ισχυρίστηκε ότι αναγνώρισε τον Μιφτάχοφ από τα «χαρακτηριστικά φρύδια» του ένα χρόνο αργότερα. Ένας άλλος μάρτυρας, ο «Καραούλνι», εμπλούτισε την ιστορία με ασαφείς περιγραφές για «αναρχική εκπαίδευση μάχης».

Τον Ιανουάριο του 2021, το Περιφερειακό Δικαστήριο Γκολόβινσκι της Μόσχας καταδίκασε τον Αζάτ Μιφτάχοφ σε έξι χρόνια φυλάκισης σε σωφρονιστικό ίδρυμα γενικού καθεστώτος. Οι άλλοι κατηγορούμενοι έλαβαν αναστολές ποινών: η Γκόρμπαν έλαβε τέσσερα χρόνια και ο Είκιν δύο. Ανθρωπιστικές οργανώσεις[14] και ακαδημαϊκοί σε όλο τον κόσμο[15] καταδίκασαν την υπόθεση ως κατασκευασμένη, αναγνωρίζοντας τον Μιφτάχοφ ως πολιτικό κρατούμενο.

 

Αναρχικοί κατά του πολέμου

Μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, οι αναρχικοί, όπως και πολλοί άλλοι κάτοικοι της Ρωσίας, υπέστησαν ένα νέο κύμα καταστολής. Η καταστολή στόχευε όλες τις μορφές διαμαρτυρίας ενάντια στην επιθετικότητα της Ρωσίας. Ωστόσο, η πίεση που ασκήθηκε στους αναρχικούς ήταν συχνά πιο σκληρή από αυτή που ασκήθηκε σε άλλους διαφωνούντες. Οι αρχές θεωρούν τους αναρχικούς όχι μόνο ιδεολογικούς εχθρούς, αλλά και ακτιβιστές που τείνουν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της αντίστασης.

Αμέσως μετά τις 24 Φεβρουαρίου, πολλοί αναρχικοί άρχισαν να αναρτούν φυλλάδια και να ζωγραφίζουν αντιπολεμικά και αντικυβερνητικά γκράφιτι. Την ίδια μέρα, αρκετές εκατοντάδες αναρχικοί και αντιφασίστες διαδήλωσαν στη Μόσχα. Εν ολίγοις, πολλοί κατέστησαν σαφή τη θέση τους από την αρχή. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι αρχές το σημείωσαν, προσθέτοντας τους αναρχικούς στη λίστα των ατόμων που έπρεπε να πιέσουν.

Στις 27 Φεβρουαρίου, αναρχικές ομάδες συμμετείχαν σε πανεθνικές διαμαρτυρίες κατά της εισβολής. Ξεχώρισαν για την οργάνωσή τους και τα πανό που κρατούσαν. Στη Μόσχα, η ομάδα «Τρόφιμα, όχι βόμβες» κρατούσε ένα πανό με τη φράση «Όχι κράτος! Όχι πόλεμος!»[16] Μια άλλη ομάδα έβγαλε ένα μεγάλο πανό με τη φράση «Ειρήνη στους λαούς, πόλεμος στους κυβερνώντες!». Στην πρώτη περίπτωση, αστυνομικοί με κράνη και αλεξίσφαιρα γιλέκα όρμησαν στους ακτιβιστές και τους έσφιξαν βίαια τα χέρια, παρόλο που δεν προέβαλαν καμία αντίσταση. Βίντεο δείχνουν τους αστυνομικούς να προσπαθούν να αρπάξουν και να κρύψουν το πανό όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Σύμφωνα με τους κρατούμενους αναρχικούς, όποτε η αστυνομία γνώριζε ότι είχε να κάνει με αναρχικούς, οι κρατούμενοι ανακρίνονταν όχι μόνο από τους κανονικούς αστυνομικούς, αλλά και από το προσωπικό του Κέντρου Καταπολέμησης του Εξτρεμισμού και, μερικές φορές, από την FSB. Αυτοί οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να διερευνήσουν τα κίνητρα των κρατουμένων, να τους εκφοβίσουν ή να τους αποσπάσουν πληροφορίες σχετικά με τα αναρχικά δίκτυα. Μετά τη σύλληψή μου στις 27 Φεβρουαρίου, ένας αστυνομικός, προφανώς από το Κέντρο Καταπολέμησης του Εξτρεμισμού, μου πρότεινε ακόμη και να «συνεργαστώ μαζί τους ενάντια στους ναζί». «Είστε αντιφασίστες, στο κάτω-κάτω», είπε.

Αν και οι αναρχικοί συνελήφθησαν με τον ίδιο τρόπο όπως και οι άλλοι, οι δυνάμεις ασφαλείας τους αντιμετώπισαν με μεγαλύτερη σκληρότητα και αυστηρότητα, εμπλέκοντας συστηματικά το Κέντρο Καταπολέμησης του Εξτρεμισμού και την FSB.

Μέχρι τον Μάρτιο του 2022, οι μαζικές διαδηλώσεις στη Ρωσία είχαν κατασταλεί. Ταυτόχρονα, ορισμένοι αναρχικοί στράφηκαν σε αντάρτικες τακτικές. Το «Боец анархист» [«Αναρχικός μαχητής»], το μεγαλύτερο αναρχικό κανάλι στο ρωσικό διαδίκτυο, άρχισε να ενθαρρύνει ανοιχτά την πυρπόληση στρατολογικών γραφείων και τη δολιοφθορά σιδηροδρομικών γραμμών που χρησιμοποιούσε ο στρατός.

Τον Μάιο του 2022, η Αναρχοκομμουνιστική Μαχητική Οργάνωση (BOAK [Боевая организация анархо-коммунистов]), η οποία συνδέεται με το κανάλι «Αναρχικός μαχητής», ανέλαβε την ευθύνη για την πρώτη της επιχείρηση. Αντάρτες σαμποτάρισαν μια σιδηροδρομική γραμμή που οδηγούσε σε μια εγκατάσταση που λειτουργούσε η 12η Κεντρική Διεύθυνση του Υπουργείου Άμυνας, χαλαρώνοντας και αποσυνδέοντας τις ράγες. Τον Ιούνιο, η BOAK πραγματοποίησε παρόμοια επιχείρηση σε μια γραμμή που εξυπηρετεί το 51ο Οπλοστάσιο της Κεντρικής Διεύθυνσης Πυραύλων και Πυροβολικού κοντά στο Κιρζάτς.

Μετά από αυτές τις επιθέσεις, οι δυνάμεις ασφαλείας έκαναν σκληρές επιδρομές εναντίον όλων των αναρχικών που μπορούσαν να εντοπίσουν, συμπεριλαμβανομένων των συνδρομητών αναρχικών καναλιών που δεν είχαν καμία σχέση με το BOAK.

 

Η υπόθεση «Δίκτυο» 2.0

Σε αυτό το κλίμα, η αστυνομία στο Τιούμεν συνέλαβε δύο αναρχικούς –τον Ντενίζ Αϊντίν και τον Κιρίλ Μπρικ– στα τέλη Αυγούστου 2022. Είχαν πάει σε ένα άδειο οικόπεδο για να δοκιμάσουν έναν αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό. Αυτό από μόνο του θα μπορούσε να ήταν αρκετό για την άσκηση ποινικής δίωξης. Ωστόσο, οι αστυνομικοί ήθελαν περισσότερα, ίσως παρασυρμένοι από την προοπτική μπόνους ή προαγωγών για την «αποκάλυψη» μιας τρομοκρατικής οργάνωσης. Στη σημερινή Ρωσία, αυτό είναι κάτι συνηθισμένο: οι κατηγορίες που σχετίζονται με την τρομοκρατία έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και οι ανακριτές προσπαθούν να επεκτείνουν τις υποθέσεις σε αυτή την κατηγορία όποτε το μπορούν.

Ο Ντενίζ και ο Κιρίλ βασανίστηκαν. Τους χτύπησαν, τους έστριψαν τις αρθρώσεις, τους έπνιξαν με πλαστική σακούλα και τους απείλησαν με βιασμό χρησιμοποιώντας αστυνομικό γκλομπ ή σφουγγαρίστρα. Οι ανακριτές ήθελαν ομολογίες για προγραμματισμένες βομβιστικές επιθέσεις και την ύπαρξη τρομοκρατικής ομάδας. Σε κάποιο σημείο, ανίκανοι να αντέξουν τα βασανιστήρια, οι δύο υπέγραψαν δηλώσεις που είχε συντάξει η αστυνομία. Έτσι ξεκίνησε η «Υπόθεση Δίκτυο» 2.0.

Τις επόμενες ημέρες, συνελήφθησαν και οι φίλοι τους από γειτονικές περιοχές.

Στις 31 Αυγούστου, η αστυνομία στο Γεκατερίνμπουργκ συνέλαβε τον Ντανίλ Τσερτίκοφ και τον Γιούρι Νεζνάμοφ. Ο Γιούρι ήταν από καιρό μέλος του αντιφασιστικού κινήματος και ήταν γνωστός πέρα από το Γεκατερίνμπουργκ ως αξιόπιστος σύντροφος. Ο Ντανίλ είναι αναρχικός, μουσικός και κτηνίατρος. Και οι δύο βασανίστηκαν σε μια προσπάθεια να τους αναγκάσουν να ομολογήσουν τη συμμετοχή τους σε τρομοκρατική οργάνωση.

Οι τελευταίοι που συνελήφθησαν ήταν ο Νικίτα Ολέινικ και ο Ρομάν Πάκλιν από το Σουργκούτ. Είναι αναρχικοί που ίδρυσαν την ελευθεριακή βιβλιοθήκη «Μπουρεβέστνικ». Κατά τη διάρκεια ενός προηγούμενου κύματος ακροδεξιάς βίας, αντιστάθηκαν με επιτυχία στους νεοναζί σε συγκρούσεις στους δρόμους. Και αυτοί βασανίστηκαν.

Αρχικά, οι ερευνητές δεν διευκρίνισαν τι ακριβώς σχεδίαζαν να ανατινάξουν οι αναρχικοί. Όλοι κατηγορήθηκαν για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, ένα αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από πέντε έως δέκα έτη. Ο Νικίτα Ολέινικ χαρακτηρίστηκε ως ο οργανωτής και αντιμετωπίζει ποινή από 15 έτη έως ισόβια κάθειρξη.

Αργότερα, οι κατηγορίες έγιναν λίγο πιο συγκεκριμένες. Σύμφωνα με τους ανακριτές, οι κατηγορούμενοι σχεδίαζαν να ανατινάξουν κυβερνητικά κτίρια και σιδηροδρομικές υποδομές και να επιτεθούν σε κρατικούς αξιωματούχους, όλα στο όνομα της δημιουργίας μιας κοινωνίας χωρίς κεντρική εξουσία. Αυτή η διατύπωση είναι σχεδόν κατά λέξη από τα στοιχεία της υπόθεσης.

Η δίκη για την «υπόθεση Τιούμεν»[17] βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο στο Κεντρικό Στρατιωτικό Δικαστήριο του Γεκατερίνμπουργκ. Ο Κιρίλ Μπρικ καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια φυλάκισης μετά από συμφωνία με την εισαγγελία. Οι άλλοι αρνούνται την ενοχή τους και συνεχίζουν να αποκρούουν τις κατηγορίες.

 

Η «υπόθεση Τσίτα»

Μια άλλη σημαντική υπόθεση εναντίον αναρχικών προέκυψε το φθινόπωρο του 2022. Στις 31 Οκτωβρίου, η αστυνομία στη Τσίτα συνέλαβε την 16χρονη Λιούμποφ Λιζούνοβα και τον 19χρονο Αλεξάντρ Σνέζκοφ, ενώ ζωγράφιζαν το γκράφιτι «Θάνατος στο καθεστώς!». Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι η FSB τους παρακολουθούσε για την υποτιθέμενη συμμετοχή τους στα κανάλια Telegram «Шугань-25» και «75ZLO»,[18] τα οποία ανέφεραν εμπρηστικές επιθέσεις εναντίον γραφείων στρατολόγησης και σαμποτάζ σιδηροδρόμων. Οι δύο κατηγορήθηκαν για βανδαλισμό, «δικαιολόγηση της τρομοκρατίας» και υποκίνηση εξτρεμιστικής δραστηριότητας.

Τον Απρίλιο του 2024, η Λιούμποφ καταδικάστηκε σε τρεισήμισι χρόνια φυλάκιση, ο Σνέζκοφ σε έξι χρόνια και ο 23χρονος Βλαντισλάβ Βισνέφσκι, ο τρίτος κατηγορούμενος, σε ενάμισι χρόνο καταναγκαστικής εργασίας.

 

Νέες κατηγορίες εναντίον κρατουμένων

Τα τελευταία χρόνια, η Ρωσία επιβάλλει όλο και περισσότερο πρόσθετες ποινές σε άτομα που εκτίουν ήδη ποινές για πολιτικά αδικήματα.[19] Το πρόσχημα είναι συχνά κάτι που φέρεται να ειπώθηκε σε συνομιλία με άλλους κρατούμενους και που οι ανακριτές θεωρούν ότι «δικαιολογεί την τρομοκρατία».

Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του τον Σεπτέμβριο του 2023, ο Αζάτ Μιφτάχοφ συνελήφθη ξανά.[20] Με βάση τις καταθέσεις άλλων κρατουμένων, κατηγορήθηκε για «δικαιολόγηση της τρομοκρατίας» και του επέβαλαν άλλα 4 χρόνια φυλάκισης – όχι πια σε σωφρονιστικό ίδρυμα, αλλά σε φυλακή – ένα ίδρυμα με τις πιο αυστηρές συνθήκες κράτησης.

 

Περιπτώσεις άμεσης δράσης

Αν και δεν είναι αποκλειστικά χαρακτηριστικό των αναρχικών, οι περιπτώσεις άμεσης δράσης, όπως εμπρησμοί σε γραφεία στρατολόγησης ή σαμποτάζ σιδηροδρόμων με στόχο την αποδιοργάνωση της στρατιωτικής εφοδιαστικής αλυσίδας, αποτελούν μέρος του ευρύτερου πλαισίου καταστολής κατά των αντιεξουσιαστών ακτιβιστών.

Προς το παρόν, είναι γνωστό ότι δύο αναρχικοί έχουν καταδικαστεί σε μακροχρόνιες ποινές για τέτοιες ενέργειες. Ο Αλεξέι Ρόζκοφ από το Γεκατερίνμπουργκ καταδικάστηκε σε 16 χρόνια φυλάκισης για την πυρπόληση ενός γραφείου στρατολόγησης τον Μάρτιο του 2022. Ο αναρχικός παρτιζάνος Ρουσλάν Σιντίκι καταδικάστηκε σε 29 χρόνια φυλάκισης για δύο επιθέσεις σαμποτάζ σε στρατιωτικές υποδομές, η μεγαλύτερη ποινή που έχει επιβληθεί ποτέ για τέτοια εγκλήματα. Το καλοκαίρι του 2023, χρησιμοποίησε drones για να επιτεθεί σε ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο κοντά στο Ριαζάν, προκαλώντας ζημιές σε έναν διάδρομο προσγείωσης. Αργότερα το φθινόπωρο, ανατίναξε μια σιδηροδρομική γραμμή που χρησιμοποιούσε ο στρατός, προκαλώντας τον εκτροχιασμό 19 φορτηγών βαγονιών και μπλοκάροντας μια σημαντική διαδρομή εφοδιασμού.

Ένας άλλος αντάρτης, ο αναρχικός Ρομάν Σβέντοφ από την περιοχή του Ροστόφ, αυτοκτόνησε μετά την καταδίκη του τον Δεκέμβριο του 2024. Καταδικάστηκε σε 16 χρόνια φυλάκισης για την πυρπόληση ενός κτιρίου της τοπικής διοίκησης που στεγάζονταν μια επιτροπή στρατολόγησης.

 

Διεθνής αλληλεγγύη και υποστήριξη

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι Ρώσοι αναρχικοί αναγκάζονται είτε να λειτουργούν ημι-νόμιμα χωρίς να αποκαλύπτουν ανοιχτά την αναρχική τους ταυτότητα, είτε να περάσουν εντελώς στην παρανομία. Συνήθως μαθαίνουμε για τις αναρχικές ομάδες είτε από ανώνυμα κανάλια Telegram είτε όταν τα μέλη τους συλλαμβάνονται. Οι προσπάθειες να λειτουργήσουν ανοιχτά, ακόμη και με εντελώς μη ριζοσπαστικούς τρόπους, προκαλούν σκληρή καταστολή. Για παράδειγμα, το καλοκαίρι του 2025, μέλη της Αναρχικής Συνομοσπονδίας του Γεκατερίνμπουργκ –γνωστή για την οργάνωση εκδηλώσεων «Φαγητό, όχι βόμβες»– συνελήφθησαν και βασανίστηκαν.[21]

Σε αυτό το περιβάλλον, το αναρχικό κίνημα στη Ρωσία έχει επείγουσα ανάγκη από διεθνή αλληλεγγύη. Αυτή μπορεί να λάβει τη μορφή της διάδοσης πληροφοριών σε διάφορες γλώσσες ή της υποστήριξης φυλακισμένων ακτιβιστών.

Πολλοί φυλακισμένοι αναρχικοί λένε ότι η καλύτερη μορφή αλληλεγγύης είναι να συνεχίσουμε τον αγώνα. Σήμερα, το κεντρικό ζήτημα στην περιοχή παραμένει ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο ρωσικός στρατός βομβαρδίζει ουκρανικές πόλεις, σκοτώνοντας αμάχους σχεδόν καθημερινά. Ορισμένες πόλεις έχουν εξαφανιστεί από τον χάρτη. Στα κατεχόμενα εδάφη, οι ρωσικές αρχές προβαίνουν σε αυθαίρετες συλλήψεις, βασανίζουν πολίτες που είναι υπέρ της Ουκρανίας και πραγματοποιούν εξωδικαστικές εκτελέσεις. Ο πόλεμος ενισχύει επίσης την εξουσία της κυβερνώσας κλίκας του Πούτιν – και όσο ο στρατός διατηρεί την παρουσία του στην Ουκρανία, μια ουσιαστική κοινωνική αλλαγή στη Ρωσία είναι σχεδόν αδύνατη.

Η οργάνωση «Αναρχικός Μαύρος Σταυρός – Μόσχα» («Анархический чёрный крест Москва» [АЧК-Москва])[22], η οποία υποστήριζε για χρόνια αναρχικούς κρατούμενους, έχει πλέον χαρακτηριστεί «ανεπιθύμητη οργάνωση»[23] και αναγκάζεται να επικεντρωθεί στην απομάκρυνση διωκόμενων ακτιβιστών και στην παροχή βοήθειας σε πολιτικούς πρόσφυγες.

Η νεοσύστατη συλλογικότητα «Огни свободы» (Fires of Freedom [Φλόγες της Ελευθερίας])[24], καθώς και πολλές μικρότερες ομάδες υποστήριξης, παρέχουν πλέον άμεση υποστήριξη στους φυλακισμένους αναρχικούς και αντιφασίστες στη Ρωσία.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Ivan Astashin, “Enemy of the State No. 1. Repressions against Russian Anarchists”, После / Posle, 3 Δεκεμβρίου 2025, https://www.posle.media/article/enemy-of-the-state-no-1-repressions-against-russian-anarchists.

Иван Асташин, «Враг государства №1. Как в России репрессируют анархисто:к», После / Posle, 3 Δεκεμβρίου 2025, https://www.posle.media/article/vrag-gosudarstva-no1-kak-v-rossii-repressiruyut-anarhisto-k.

 

 

Σημειώσεις 

[1] «Поддержка политзеков. Мемориал», Telegram, https://t.me/pzk_memorial/7663.

[2] “Bolotnaya Square case”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Bolotnaya_Square_case.

[3] «Свобода собраний в России, 2012 год», ОВД-Инфо, 10 Απριλίου 2013, https://ovd.info/2013/04/10/svoboda-sobraniy-v-rossii-2012-god.

[4] Ivan Astashin, “Anti-War Protests and Resistance in Russia”, После / Posle, 2 Οκτωβρίου 2024, https://www.posle.media/article/anti-war-protests-and-resistance-in-russia.

[5] «Пошли четверо в лес, а вышли только двое Как дело пензенской «Сети» связано с убийством под Рязанью. Расследование “Медузы”», Meduza, 21 Φεβρουαρίου 2020, https://meduza.io/feature/2020/02/21/poshli-chetvero-v-les-a-vyshli-tolko-dvoe.

[6] «Убийство в рязанском лесу. Присяжные признали виновным Максима Иванкина из дела “Сети” – вот чем обвинение доказывало его причастность», zona.media, 10 Ιανουαρίου 2024, https://zona.media/article/2024/01/10/ivankin-verdict.

[7] «Осужденному по делу “Сети” Максиму Иванкину вынесли приговор по делу об убийстве под Рязанью; его срок увеличили до 24 лет», Медиазона, 12 Φεβρουαρίου 2024, https://zona.media/news/2024/02/12/ivankin.

[8] Революционное Действие, «Москва, несанкционированное шествие анархистов против беспредела ФСБ», YouTube, https://www.youtube.com/watch?v=ow6vWEkPAns.

[9] «В Москве с обыском пришли к зоозащитнице. После этого ее задержали», ОВД-Инфо, 13 Φεβρουαρίου 2018, https://ovd.info/express-news/2018/02/13/v-moskve-s-obyskom-prishli-k-zoozaschitnice-posle-etogo-ee-zaderzhali.

[10] «Обнаружены данные активистов по всей России», Rupression, 3 Απριλίου 2019, https://rupression.com/2019/04/03/v-dele-seti-obnaruzheny-dannye-aktivistov-po-vsej-rossii/.

[11] «Любые попытки организоваться заканчиваются в подвале ФСБ», Радио Свобода, 7 Μαρτίου 2020, https://www.svoboda.org/a/30472181.html.

[12] «В Москве прошли обыски у левых активистов. Что известно», ОВД-Инфо, 1 Φεβρουαρίου 2019, https://ovd.info/2019/02/01/v-moskve-proshli-obyski-u-levykh-aktivistov-chto-izvestno.

[13] Антон Вшивцев, «Задержанный аспирант мехмата МГУ рассказал адвокату об избиениях в отделении», Новая газета, 3 Φεβρουαρίου 2019, https://novayagazeta.ru/articles/2019/02/03/148922-zaderzhannyy-aspirant-mehmata-mgu-rasskazal-advokatu-ob-izbieniyah-v-otdelenii.

[14] “Mathematician and anarchist Azat Miftakhov is a political prisoner, Memorial says”, Human Rights Center MEMORIAL, 25 Μαρτίου 2019, https://memohrc.org/en/news_old/mathematician-and-anarchist-azat-miftakhov-political-prisoner-memorial-says.

[15] “American Mathematical Society: Policy Statement about the Case of Azat Miftakhov”, American Mathematical Society, https://www.ams.org/about-us/governance/policy-statements/miftakhov.

[16] «Боец Анархист», Telegram, https://t.me/BO_AK_reborn/1369.

[17] “Doxa: One of the six men held in custody in the Tyumen Affair speaks out about torture by law enforcement agents”, Rights in Russia – Human Rights in Russia, 3 Νοεμβρίου 2022, https://www.rightsinrussia.org/torture-tyumen-affair/.

[18] «ШУГАНЬ-25», Telegram, https://t.me/shug_25. «75ZLO, Telegram, https://t.me/afa75zlo.

[19] Иван Асташин, «Выхода нет. Как в России массово фабрикуют новые уголовные дела против уже осужденных политзаключенных», The Insider Russia, 19 Ιουνίου 2025, https://theins.ru/obshestvo/28208666.

[20] «Читинское дело», Telegram, https://t.me/chitinskoedelo/70.

[21] «Огни свободы», Telegram, https://t.me/firesoffreedom/20. «Огни свободы», Telegram, https://t.me/firesoffreedom/21.

[22] «АЧК – Москва», AvtonomWiki, https://wiki.avtonom.org/ru/index.php/%D0%90%D0%A7%D0%9A_-_%D0%9C%D0%BE%D1%81%D0%BA%D0%B2%D0%B0.

[23] «АЧК-Москва – Анархический чёрный крест Москва», Telegram, https://t.me/abc_moscow/61.

[24] «Огни свободы», Telegram, https://t.me/firesoffreedom.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 06 Δεκεμβρίου 2025 22:30

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.