Bruce Levine
Η δεύτερη αμερικανική επανάσταση
Στις 18 Φεβρουαρίου 1865, το Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας –η πολιτιστική πρωτεύουσα της Συνομοσπονδίας και το λίκνο της απόσχισης– παραδόθηκε στα στρατεύματα της Ένωσης. Η πρώτη ομοσπονδιακή μονάδα που εισήλθε στην κατακτημένη πόλη ήταν το Εικοστό Πρώτο Σύνταγμα Έγχρωμου Πεζικού των Ηνωμένων Πολιτειών. Άνδρες, ορισμένοι από τους οποίους λίγο καιρό πριν ήταν σκλάβοι της Νότιας Καρολίνας, επέστρεψαν ως χειραφετημένοι.
Οδηγώντας μια φάλαγγα στην κεντρική λεωφόρο, ένας έφιππος μαύρος στρατιώτης μετέφερε ένα πανό που διακήρυσσε, απλά, «Ελευθερία». Καθώς τα στρατεύματα της Ένωσης περπατούσαν στους δρόμους, οι μαύροι κάτοικοι συνέρρεαν στο πλευρό τους. Δύο εβδομάδες αργότερα γιόρτασαν την ελευθερία με μια δική τους μαζική πομπή. Μεταξύ των πανηγυριστών ήταν σχεδόν δύο χιλιάδες παιδιά που τραγούδησαν τους στίχους του τραγουδιού των υποστηρικτών της κατάργησης της δουλείας «Το σώμα του Τζον Μπράουν» [«John Brown’s Body»[1]]. Οι ντόπιοι λευκοί αναρωτιόντουσαν φωναχτά «αν όντως βρίσκονται σε έναν άλλο κόσμο ή αν αυτός έχει γυρίσει ανάποδα».
Μέσα σε έξι εβδομάδες, παρόμοιες εικόνες συνόδευσαν την είσοδο της Στρατιάς του Ποτόμακ στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια[2], την πρωτεύουσα της Συνομοσπονδίας. Ο στρατηγός Γκόντφρεϊ Γουάιτζελ, διοικητής του Εικοστού Πέμπτου Σώματος των Έγχρωμων Στρατευμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών, δέχθηκε την επίσημη παράδοση της πόλης. Μαύροι ιππείς έδειχναν τα σπαθιά τους και πανηγύριζαν θριαμβευτικά. Καθώς εισέβαλαν στο Ρίτσμοντ, οι πρώην σκλάβοι στάθηκαν στις παράγκες, κούνησαν τα καπέλα τους και ζητωκραύγαζαν, ενώ οι εύποροι λευκοί υποχώρησαν στα σπίτια τους, κλείδωσαν τις πόρτες τους και κοίταζαν ανήσυχοι, αγανακτισμένοι και δύσπιστοι μέσα από τα κλειστά παράθυρα.
Αυτές οι σκηνές, που δύσκολα μπορούσε να φανταστεί κανείς πέντε χρόνια νωρίτερα, αποτύπωσαν την επαναστατική κατάληξη του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου.
Πριν από τον πόλεμο, ένας στους τρεις κατοίκους του Νότου ήταν σκλάβος – σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι. Η εργασία τους είχε κάνει τους ιδιοκτήτες τους πάμπλουτους και ισχυρούς. Πράγματι, οι περισσότερες από τις πλουσιότερες οικογένειες στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν τότε δουλοκτήτες.
Από την ίδρυση της χώρας, αυτοί και οι εκπρόσωποί τους έλεγχαν όχι μόνο τις κυβερνήσεις των πολιτειών αλλά και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον. Αυτή η πολιτική δύναμη χρησιμοποιήθηκε για να εξασφαλίσουν τον έλεγχό τους επί των σκλάβων τους, για να επεκτείνουν την επικράτεια στην οποία η δουλεία ήταν νόμιμη και προστατευόμενη και για να προωθήσουν τα δικά τους ειδικά συμφέροντα αλλού. Ήταν μια κατάσταση πραγμάτων που φαινόταν πιθανό να συνεχιστεί επ’ αόριστον.
Ο πρώην σκλάβος και ηγέτης των υποστηρικτών της κατάργησης της δουλείας Φρέντερικ Ντάγκλας[3] σημείωσε ότι ο «ιδιόρρυθμος θεσμός» του Νότου φαινόταν πολιτικά «απόρθητος» ακόμη και το 1850. Οι ηγέτες και των δύο μεγάλων κομμάτων (Ουίγοι και Δημοκρατικοί) συνέχαιραν τους εαυτούς τους επειδή είχαν καταπνίξει μια για πάντα τη διαμάχη για τη δουλεία μέσω μιας πρόσφατης νομοθετικής συμφωνίας.
Αλλά η ιστορία μπορεί να πάρει δραματικές τροπές, τροπές που αιφνιδιάζουν τόσο τους συντηρητικούς όσο και τους ριζοσπάστες, τροπές που ταράζουν όποιον υποθέτει ότι το μέλλον θα μοιάζει με το πρόσφατο παρελθόν. Μια τέτοια ακριβώς εξέλιξη συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του 1850, όταν οι ιδιοκτήτες σκλάβων και οι σύμμαχοί τους επιχείρησαν να νομιμοποιήσουν τη δουλεία σε ένα τμήμα των μεσοδυτικών πολιτειών –την Επικράτεια του Κάνσας– το οποίο την είχε απαγορεύσει με νόμο από το 1820.
Αυτή η επιθετική απόπειρα εξόργισε μεγάλο μέρος του πληθυσμού του Βορρά και προκάλεσε μια πολιτική κρίση που γέννησε τους Ρεπουμπλικάνους[4], ένα μαζικό πολιτικό κόμμα που αντιτάχθηκε στη δουλεία και δεσμεύτηκε να αποτρέψει την περαιτέρω επέκτασή της. Το 1860, οι ψηφοφόροι του Βορρά εξέλεξαν τον υποψήφιο αυτού του κόμματος στην προεδρία.
Πεπεισμένοι ότι η νίκη του Αβραάμ Λίνκολν σήμανε την αρχή του τέλους της δουλείας στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι ιδιοκτήτες σκλάβων εξεγέρθηκαν ένοπλα. Έβαλαν στόχο να διαλύσουν την ομοσπονδιακή ένωση και να δημιουργήσουν μια νέα, ομοιογενή δουλοκτητική χώρα, τις Συνομοσπονδιακές Πολιτείες της Αμερικής. Αυτή η αντίδραση ήταν που οδήγησε στην επίθεση τον Απρίλιο του 1861 στο οχυρό Σάμτερ στο λιμάνι του Τσάρλεστον, ξεκινώντας τέσσερα χρόνια εμφυλίου πολέμου.
Αν και ο λευκός Νότος ξεκίνησε αυτή την πορεία για να διατηρήσει τη δουλοκτητική κοινωνία, ο πόλεμος εγκαινίασε μια τιτάνια επανάσταση που μέσα σε λίγα χρόνια κατέστρεψε το σύστημα και έσπασε την κάποτε επιβλητική πολιτική κυριαρχία της τάξης των γαιοκτημόνων.
Αυτή δεν ήταν η πρόθεση του Λίνκολν το 1861. Αλλά αυτό που ο Φρέντερικ Ντάγκλας ονόμασε «η αδυσώπητη λογική των γεγονότων», η τελική αναγνώριση και αποδοχή αυτής της λογικής από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και η ενεργός παρέμβαση των σκλάβων, όλα μαζί έκαναν μια τέτοια επανάσταση πραγματικότητα.
Το πολεμικό πρόγραμμα του Λίνκολν το 1861 δεν είχε αρχικά επαναστατικές προθέσεις. Παρόλο που πολλοί Ρεπουμπλικάνοι είχαν προειδοποιήσει τον Νότο ότι η απόσχιση κινδύνευε να οδηγήσει σε χειραφέτηση, μια σειρά από εκτιμήσεις περιόριζαν αρχικά την προθυμία της ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης να επιτεθεί άμεσα στη δουλεία.
Ο Λίνκολν είχε πλήρη επίγνωση ότι σχεδόν το μισό εκλογικό σώμα στις ελεύθερες πολιτείες της χώρας δεν είχε υποστηρίξει αυτόν αλλά έναν από τους τρεις πολύ πιο συντηρητικούς αντιπάλους του (Στίβεν Α. Ντάγκλας, Τζον Μπρέκινριτζ ή Τζον Μπελ)[5]. Ο Λίνκολν θα χρειαζόταν την ενεργό υποστήριξη πολλών από αυτούς τους μη ρεπουμπλικάνους Βόρειους προκειμένου να κερδίσει τον πόλεμο. Πίστευε ότι θα μπορούσε να κρατήσει την πολιτικά ετερόκλητη Ένωση σταθερά πίσω από αυτόν και τους στρατούς του μόνο αν περιόριζε τους πολεμικούς του στόχους στην καταστολή της απόσχισης.
Ο Λίνκολν γνώριζε επίσης ότι η πολιτική υποστήριξη του κόμματός του ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στις τέσσερις δουλοκτητικές πολιτείες –Κεντάκι, Ντέλαγουερ, Μέριλαντ και Μιζούρι– που παρέμειναν στην Ένωση μετά το Φορτ Σάμτερ. Θεωρούσε απολύτως κρίσιμη τη διατήρηση αυτών των πολιτειών. Αυτές –ιδίως το Κεντάκι και το Μέριλαντ– είχαν άνδρες, υλικά και γεωγραφική θέση που, αν χάνονταν, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ήττα. Ο πρόεδρος φοβόταν ότι μια τολμηρά αντισκλαβική πολεμική πολιτική θα «ανησυχούσε τους νότιους [φιλο-]ενωτικούς φίλους μας και θα τους έστρεφε εναντίον μας».
Αλλά το πιο εκπληκτικό είναι ότι ο Λίνκολν και οι περισσότεροι άλλοι Ρεπουμπλικάνοι υπέθεσαν ότι οι περισσότεροι λευκοί ακόμη και στη Συνομοσπονδία, συμπεριλαμβανομένων πολλών μεγάλων ιδιοκτητών σκλάβων, ήταν στην πραγματικότητα κατά βάθος πιστοί στην Ένωση. Πίστευε ότι απλώς τους είχε ξεγελάσει, τους είχε υποκινήσει ή τους είχε εκφοβίσει μια μειοψηφία καλά οργανωμένων πολιτικών εξτρεμιστών. Από αυτή την παραδοχή, επίσης, ο Λίνκολν συμπέρανε την ανάγκη να υπερασπιστεί την Ένωση χωρίς να προσβάλει χωρίς λόγο τη λευκή πλειοψηφία του Νότου.
Έτσι, ο Λίνκολν και οι περισσότεροι από το κόμμα του υποτίμησαν το πόσο σταθερά προσκολλημένοι ήταν οι ιδιοκτήτες σκλάβων στην «ιδιοκτησία» τους και στην κοινωνία που έχτισαν γύρω από την ανθρώπινη δουλεία. Για να το θέσουμε αλλιώς, ο Λίνκολν και οι σύμμαχοί του υποτίμησαν την ταξική συνείδηση, την αυτοπεποίθηση και την πολιτική συνοχή της ελίτ των δουλοκτητών του Νότου. Οι Ρεπουμπλικάνοι υποτίμησαν επίσης τη φυλετικά προσανατολισμένη υποστήριξη που παρείχαν οι περισσότεροι μη δουλοκτήτες λευκοί του Νότου στη δουλεία και στη Συνομοσπονδία των δουλοκτητών.
Ο Καρλ Μαρξ επισήμανε το λάθος σε μια εφημερίδα της Βιέννης. Ο Λίνκολν «κάνει λάθος», έγραψε, «αν φαντάζεται ότι οι “πιστοί” δουλοκτήτες πρέπει να συγκινηθούν από καλοπροαίρετους λόγους και ορθολογικά επιχειρήματα. Θα υποκύψουν μόνο στη βία»[6]. Υποστηρικτές της κατάργησης της δουλείας όπως ο Ντάγκλας είχαν διατυπώσει την ίδια άποψη. «Οι δεσμοί που συνδέουν τους δουλοκτήτες μεταξύ τους είναι ισχυρότεροι από όλους τους άλλους δεσμούς», τόνιζε. Το να υπολογίζει κανείς σε οποιοδήποτε σημαντικό τμήμα τους για να βοηθήσει στη διάσωση της Ένωσης ήταν απελπιστικό.
Η Ελάιζα Φράνσις Άντριους, κόρη ιδιοκτητών φυτειών της Τζόρτζια, υπογράμμισε αργότερα την πρακτική σημασία αυτού του γεγονότος. Η «αριστοκρατία του Νότου» στην οποία ανήκε η οικογένειά της, θυμόταν, ήταν «έντονα “ταξικά συνειδητοποιημένη”», ενωμένη από «μια αλληλεγγύη συναισθημάτων και διαθέσεων»[7].
Έτσι, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο πολέμου, και παρά τις προσπάθειες του Λίνκολν να προστατεύσει τις περιουσίες και τις ευαισθησίες τους, τα αμερικανικά στρατεύματα συναντούσαν ελάχιστους λευκούς στη Συνομοσπονδία που έδειχναν ενεργή συμπάθεια προς αυτούς ή προς την υπόθεση της Ένωσης. Αυτό ήταν ακόμη πιο ανησυχητικό υπό το πρίσμα των κακών ειδήσεων που προέρχονταν από τα πεδία των μαχών της Βιρτζίνια. Εκεί και αλλού στον Νότο, εξάλλου, η εργασία των σκλάβων στήριζε σε κρίσιμο βαθμό τόσο την κοινωνία της Συνομοσπονδίας όσο και την πολεμική προσπάθεια, με τους σκλάβους να εκτελούν μυριάδες εργασίες απαραίτητες για τη διατήρηση του εσωτερικού μετώπου και για την ανάπτυξη, τη διατροφή, τη μεταφορά και την υποστήριξη με άλλους τρόπους των στρατών της Συνομοσπονδίας.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1862, όπως θα θυμόταν αργότερα ο Λίνκολν, «τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, μέχρι που ένιωσα ότι είχαμε φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων μας. Είχαμε σχεδόν παίξει το τελευταίο μας χαρτί και έπρεπε να αλλάξουμε την τακτική μας, αλλιώς θα χάναμε το παιχνίδι!».
Ήταν καιρός να αλλάξουν πορεία. «Πρέπει να σκεφτούμε εκ νέου και να δράσουμε εκ νέου», είπε. «Πρέπει να απεγκλωβιστούμε και τότε θα σώσουμε τη χώρα μας». Η Ένωση έπρεπε μια για πάντα να εγκαταλείψει την προσπάθεια να διεξάγει πόλεμο χωρίς να εξοργίζει υπερβολικά τους εχθρούς της∙ έπρεπε αντίθετα να αρχίσει να επιτίθεται στους εχθρούς αυτούς πιο δυναμικά και πιο αποφασιστικά για να τους απογυμνώσει από τη δουλοκτητική εργασία που τους βοήθησε να γίνουν τόσο τρομεροί. «Ξέρουμε πώς να σώσουμε την Ένωση ... Δίνοντας την ελευθερία στους σκλάβους, εξασφαλίζουμε την ελευθερία στους ελεύθερους».
Ο Μαρξ αντιλήφθηκε και προέβλεψε αυτή την αλλαγή κατεύθυνσης στα τέλη του καλοκαιριού του 1862. «Μέχρι στιγμής», έγραψε, «έχουμε γίνει μάρτυρες μόνο της πρώτης πράξης του Εμφυλίου Πολέμου – της συνταγματικής διεξαγωγής του πολέμου. Η δεύτερη πράξη, η επαναστατική διεξαγωγή του πολέμου, βρίσκεται προ των πυλών». Αυτή η δεύτερη πράξη κορυφώθηκε με την προκαταρκτική διακήρυξη της χειραφέτησης του Σεπτεμβρίου 1862 και την τελική διακήρυξη του Ιανουαρίου 1863.[8]
Το ίδιο είδος δυναμικής μεταμόρφωσε την πολιτική του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος όσον αφορά τους μαύρους που υπηρετούσαν ως στρατιώτες. Κατά την πρώτη φάση του πολέμου, η κυβέρνηση του Λίνκολν απέρριπτε κατηγορηματικά τις προσπάθειες των μαύρων να ενταχθούν στους στρατούς της Ένωσης. «Αυτό το Υπουργείο», ανακοίνωσε ο υπουργός Πολέμου Σάιμον Κάμερον με την έναρξη της σύγκρουσης, «δεν έχει καμία πρόθεση να καλέσει στην υπηρεσία της κυβέρνησης κανέναν έγχρωμο στρατιώτη».
Οι τοπικές πολιτικές αρχές της Ένωσης κατέστησαν σαφές το επιχείρημά του, απαγορεύοντας κατηγορηματικά τις συγκεντρώσεις στρατολόγησης μαύρων ως «ταραχώδεις συγκεντρώσεις». Η αστυνομία του Σινσινάτι προειδοποίησε τους επίδοξους μαύρους στρατιώτες: «Θέλουμε εσείς οι καταραμένοι αράπηδες να μην ανακατευτείτε∙ αυτός είναι πόλεμος των λευκών»! Ρατσιστικά πλήθη επιτέθηκαν σε ορισμένους ελεύθερους μαύρους του Βορρά που οργάνωσαν με δική τους πρωτοβουλία συναντήσεις στρατολόγησης.
Αυτή η πολιτική, επίσης, αντανακλούσε τον φόβο του Λίνκολν να μην προκαλέσει την αντίδραση των λευκών ρατσιστών του Βορρά, ένστολων και μη, και να χάσει από τον εχθρό τις τέσσερις δουλοκτητικές πολιτείες που παρέμεναν ακόμη στην Ένωση. Μέχρι και τον Αύγουστο του 1862, ο πρόεδρος ανησυχούσε ακόµη έντονα ότι «ο εξοπλισµός των νέγρων θα έστρεφε εναντίον µας 50.000 ξιφολόγχες από τις πιστές συνοριακές πολιτείες που ήταν υπέρ µας».
Αλλά η στρατιωτική αναγκαιότητα –η ανάγκη για περισσότερους στρατιώτες για να διεξαχθεί ο πόλεμος– αποδείχθηκε αποφασιστική. Υπό την πίεση αυτή, που εκφράστηκε με μεγαλύτερη σαφήνεια από τους ελεύθερους μαύρους, τους λευκούς υποστηρικτές της κατάργησης της δουλείας και τους πιο ριζοσπάστες Ρεπουμπλικάνους, η πολιτική της Ένωσης εξελίχθηκε από τον ανένδοτο αποκλεισμό των μαύρων το 1861 και το 1862 στη στρατολόγησή τους ως στρατιώτες που δεν συμμετείχαν σε μάχες το 1863. Η θαρραλέα συμπεριφορά των μαύρων στρατιωτών, τους οποίους οι περιστάσεις εντούτοις έβαλαν στη μάχη –όπως στο Τζάκσονβιλ της Φλόριντα, στο Μίλικενς Μπεντ και στο Πορτ Χάντσον της Λουιζιάνα, στο Μπάτερι Βάγκνερ, στο λιμάνι του Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας, και στο Χάνι Σπρινγκς, στη σημερινή Οκλαχόμα– οδήγησε τελικά την Ένωση να τροποποιήσει και πάλι την πολιτική της. Τώρα πλέον καλωσόριζαν τους μαύρους στρατιώτες σε μάχιμη υπηρεσία.
Μέχρι το τέλος του πολέμου, περίπου 200.000 μαύροι είχαν υπηρετήσει στον στρατό ή το ναυτικό της Ένωσης, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν στρατολογηθεί σε δουλοκτητικές πολιτείες. Οι μαύροι στρατιώτες έλαβαν μέρος σε περίπου 450 στρατιωτικές μάχες, εκ των οποίων περίπου 40 ήταν μεγάλες μάχες, και εξασφάλισαν στην Ένωση 120 συντάγματα πεζικού, 12 συντάγματα βαρέως πυροβολικού, 10 πυροβολαρχίες ελαφρού πυροβολικού και επτά συντάγματα ιππικού. Είχαν καθοριστική σημασία για την τελική νίκη.[9]
Η απελευθέρωση και η στρατολόγησή τους, εξήγησε επανειλημμένα ο Λίνκολν, ήταν «η μόνη» πολιτική που «μπορεί ή θα μπορούσε να σώσει την Ένωση». Οποιαδήποτε ουσιαστική απόκλιση από αυτήν εξασφαλίζει την επιτυχία της εξέγερσης». Την άνοιξη του 1865, οι δυνάμεις του στρατηγού Ουλίσεζ Γκραντ που πολιορκούσαν την Πετρούπολη και το Ρίτσμοντ στην αναμέτρηση που οδήγησε τελικά στο τέλος του πολέμου περιελάμβαναν τριάντα τρία συντάγματα μαύρων, ένα για κάθε οκτώ στρατιώτες της Ένωσης στην εκστρατεία.
Στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, όπως και σε άλλες επαναστάσεις, η ριζοσπαστικοποίηση των μεθόδων και η κλιμάκωση των διακυβευμάτων ήταν παράλληλες με τις αλλαγές στη λαϊκή βάση. Στα μέσα του 1861, όταν η κυβέρνηση Λίνκολν εξακολουθούσε να οριοθετεί στενά τους στόχους της, η πολεμική της προσπάθεια απολάμβανε ισχυρή διακομματική υποστήριξη σε ολόκληρο τον Βορρά. Καθώς όμως ο στρατός και η διοίκηση κινούνταν προς μια πιο επιθετική και κυρίως προς μια πιο συνειδητά χειραφετητική πολιτική, ο πληθυσμός του Βορρά διασπάστηκε πολιτικά. Όπως είχαν προειδοποιήσει επίμονα οι συντηρητικοί σύμβουλοι του Λίνκολν, οι Δημοκρατικοί, ιδίως εκείνοι στις «πιστές» δουλοκτητικές πολιτείες, κατήγγειλαν με οργή τη ριζοσπαστική στροφή του πολεμικού προγράμματος της Ένωσης.
Αλλά στα μέσα του 1862, ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η συνεχής υποστήριξη από το κόμμα του, συμπεριλαμβανομένης της πιο ριζοσπαστικής πτέρυγας του, και η εξασφάλιση της ενεργού βοήθειας των σκλάβων ήταν πιο ζωτικής σημασίας για την επιτυχία στον πόλεμο από το να συνεχίσει να κατευνάζει τους συντηρητικούς. Αναγνώριζε τώρα ότι το να καλοπιάνει αυτούς τους συντηρητικούς στο παρελθόν είχε παρακωλύσει την πολεμική προσπάθεια της Ένωσης. Τέτοιοι «δήθεν φίλοι», γκρίνιαζε σε μια αιχμηρά διατυπωμένη επιστολή προς έναν Νότιο ενωτικό, στην πραγματικότητα «με είχαν παραλύσει περισσότερο σε αυτόν τον αγώνα από οποιοδήποτε άλλο πράγμα».
Καθώς εγκατέλειπε την αρχική, περιοριστική πολεμική του πολιτική, ο Λίνκολν συνειδητά απομακρύνθηκε από τους συντηρητικούς και στράφηκε προς τους σκλάβους και τους υπερασπιστές τους. Η κυβέρνησή του και τα στρατεύματά του θα υπολόγιζαν στο εξής για τη νίκη πολύ περισσότερο στις προσπάθειες των Αφροαμερικανών (κυρίως αλλά όχι μόνο των μαύρων στρατιωτών) παρά σε εκείνους που αντιτάσσονταν σε μια επαναστατική πολεμική πολιτική. Ο Λίνκολν υπαινίχθηκε αυτή την αλλαγή το καλοκαίρι του 1863, όταν επαίνεσε τους νεοσύλλεκτους μαύρους στρατιώτες – τους «μαύρους άνδρες» που «σιωπηλά, και με σφιγμένα δόντια, και σταθερό βλέμμα, και καλά προσανατολισμένη ξιφολόγχη ... βοήθησαν την ανθρωπότητα σε αυτή τη μεγάλη εκπλήρωση». Ταυτόχρονα περιφρονούσε εκείνους τους «λευκούς» στο Βορρά που «με μοχθηρή καρδιά και δόλια λόγια ... προσπαθούσαν να την εμποδίσουν».
Αυτή η μετατόπιση της αποτελεσματικής κοινωνικής βάσης της πολεμικής προσπάθειας της Ένωσης επηρέασε με τη σειρά της τη μετέπειτα πορεία και το περιεχόμενο της Δεύτερης Αμερικανικής Επανάστασης, επιταχύνοντας και βαθαίνοντας τη ριζοσπαστικοποίησή της. Η αυξανόμενη εξάρτηση του Λίνκολν από τους χειραφετημένους μαύρους στρατιώτες και εργάτες τον οδήγησε να πάψει να προτρέπει τους απελευθερωμένους μαύρους να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, όπως είχε κάνει προηγουμένως. Αυτό κατέστησε επίσης αδύνατο, όπως αναγνώρισε ο Λίνκολν, να υποχωρήσει από τη νέα χειραφετητική πολιτική, ακόμη και όταν οι αποτυχίες στα πεδία των μαχών και η φθίνουσα εκλογική υποστήριξη την άνοιξη του 1863 και το καλοκαίρι του 1864 έμοιαζαν να το απαιτούν.
«Οποιαδήποτε διαφορετική πολιτική σε σχέση με τους έγχρωμους μάς στερεί τη βοήθειά τους, και αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να ανεχτούμε», εξήγησε ο Λίνκολν. «Δεν μπορούμε να διαθέσουμε τις εκατόν σαράντα ή πενήντα χιλιάδες που μας υπηρετούν τώρα ως στρατιώτες, ναυτικοί και εργάτες». Και «αν διακινδυνεύσουν τη ζωή τους για μας, πρέπει να παρακινούνται από το ισχυρότερο κίνητρο», συμπεριλαμβανομένου «της υπόσχεσης της ελευθερίας. Και η υπόσχεση που δόθηκε, πρέπει να τηρηθεί»[10].
Το 1863, οι υποστηρικτές της κατάργησης της δουλείας και οι ριζοσπάστες Ρεπουμπλικάνοι άρχισαν να πιέζουν για την υιοθέτηση μιας συνταγματικής τροποποίησης που θα έθετε οριστικά εκτός νόμου τη δουλεία σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Νοέμβριο του 1864, το πρόγραμμα με το οποίο επανεξελέγη ο Λίνκολν δέσμευσε το κόμμα του για τον στόχο αυτό, και στα τέλη του 1865 επικυρώθηκε η Δέκατη Τρίτη Τροπολογία[11].
Η συντριβή της Συνομοσπονδίας, η ανασύσταση της Ένωσης και η εξάλειψη της δουλείας μεταμόρφωσαν ριζικά τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις και την κατανομή και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ηττημένη ελίτ του Νότου, η οποία είχε κυριαρχήσει σε όλους τους κλάδους της εθνικής κυβέρνησης κατά το μεγαλύτερο μέρος της προπολεμικής περιόδου, είχε πλέον στριμωχτεί πολιτικά και παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση για δεκαετίες.
Μισός αιώνας θα περνούσε έως ότου ένας άνδρας γεννημένος στο Νότο καθίσει στο Λευκό Οίκο ή προεδρεύσει στη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Ανώτατο Δικαστήριο παρέμεινε επίσης στα χέρια μη Νοτίων. Ο έλεγχος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης βρισκόταν πλέον στα χέρια εκείνων που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα του βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου του Βορρά.
Όμως, ο Εμφύλιος Πόλεμος και τα επακόλουθά του άφησαν το πιο βαθύ και διαρκές αποτύπωμά τους στο Νότο. Είναι αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1870 και μετέπειτα, οι υπέρμαχοι της λευκής υπεροχής κατάφεραν μέσω μιας άγριας εκστρατείας τρομοκρατίας να στερήσουν από τους πρώην σκλάβους και τους απογόνους τους πολλά από τα δικαιώματα που είχαν κερδίσει αμέσως μετά τον πόλεμο. Το βάναυσα καταπιεστικό σύστημα Τζιμ Κρόου που δημιουργήθηκε τότε παρέμεινε σε πλήρη ισχύ μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα.
Όμως η εξάλειψη της δουλείας παρέμεινε ένα κεντρικό, αμετάβλητο γεγονός της μεταπολεμικής ζωής. Ορισμένες από τις οικογένειες που διαλύθηκαν από τη δουλεία ανασυγκροτήθηκαν, για να μη χωριστούν ποτέ ξανά στα σκλαβοπάζαρα. Εν τω μεταξύ, το μέσο βιοτικό επίπεδο των μαύρων αυξήθηκε κατά το ήμισυ κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε ετών που ακολούθησαν τον Εμφύλιο Πόλεμο. Ακόμη και στο τέλμα του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα, οι γαιοκτήμονες δεν μπορούσαν ποτέ να αναγκάσουν τους εργάτες τους να εργάζονται με τη βάναυση εντατικότητα που η δουλεία είχε κάποτε απαιτήσει ως κανόνα.
Εξίσου σημαντικό είναι ότι οι καρποί της εξάλειψης της δουλείας συνέβαλαν στην προώθηση της ελευθερίας και της ισότητας. Η μεγαλύτερη ελευθερία δράσης που επέφερε η χειραφέτηση επέτρεψε στους μαύρους να σφυρηλατήσουν ισχυρότερους οικογενειακούς δεσμούς, να δημιουργήσουν ισχυρές οργανώσεις[12] και, ως εκ τούτου, να οργανωθούν και να αγωνιστούν αποτελεσματικότερα για ίσα δικαιώματα, όταν οι μεταβαλλόμενες συνθήκες το επέτρεψαν αυτό τα επόμενα χρόνια.
Για όσους βίωσαν, άκουσαν ή διάβασαν για το τι είχαν καταφέρει οι εχθροί της δουλείας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1860, η μνήμη της Δεύτερης Αμερικανικής Επανάστασης παρείχε ελπίδα και έμπνευση. Το ίδιο πρέπει να κάνει και για εμάς σήμερα.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Bruce Levine, “The Second American Revolution”, Jacobin, 17 Αυγούστου 2015, https://jacobin.com/2015/08/second-american-revolution-civil-war-charleston-emancipation-lincoln-union
Σημειώσεις
[1] Kálmán Tóth, “Pete Seeger John Brown s body”, Youtube, https://www.youtube.com/watch?v=jso1YRQnpCI.
[2] “Army of the Potomac”, Encyclopedia Virginia, https://encyclopediavirginia.org/entries/army-of-the-potomac/.
[3] “Frederick Douglass: A Resource Guide”, Research Guides at Library of Congress, https://guides.loc.gov/frederick-douglass/.
[4] James Oakes, “The War of Northern Aggression”, Jacobin, 28 Αυγούστου 2012, https://jacobin.com/2012/08/the-war-of-northern-aggression/.
[5] “1860 United States presidential election”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/1860_United_States_presidential_election.
[6] Karl Marx, “A Criticism of American Affairs” [Die Presse, Αύγουστος 1862], MECW, τόμος 19, σελ. 226. http://hiaw.org/defcon6/works/1862/08/09.html.
[7] Eliza Frances Andrews, The War-time Journal of a Georgia Girl, 1864-1865, D. Appleton, Νέα Υόρκη 1908.
[8] Abraham Lincoln, “Preliminary and Final Emancipation Proclamations”. https://teachingamericanhistory.org/document/preliminary-and-final-emancipation-proclamations/.
[9] “Black Soldiers in the U.S. Military During the Civil War”, National Archives, https://www.archives.gov/education/lessons/blacks-civil-war.
[10] “Collected Works of Abraham Lincoln. Volume 8 [Sept. 12, 1864-Apr. 14, 1865, undated, appendices]”, University of Michigan Library, https://quod.lib.umich.edu/l/lincoln/lincoln8/1:1.1?rgn=div2;view=fulltext.
[11] “Primary Documents in American History”, Research Guides at Library of Congress, https://guides.loc.gov/sb.php?subject_id=162830.
[12] Rob Hunter, “The Civil Rights Movement’s Forgotten Radicals”, Jacobin, 20 Μαρτίου 2015, https://jacobin.com/2015/03/civil-rights-movement-bruce-ackerman/.
