Σρεμπρένιτσα: η γενοκτονία των Βόσνιων μουσουλμάνων με εντολή Κάρατζιτς, Μλάντιτς, Μιλόσεβιτς 11/7/1995
Λιάνα Κανέλλη: μια ψευδο-Αντιγόνη της αντίδρασης
Με αφορμή το βιβλίο της Κανέλλη «Αντιγόνη στη Χάγη»
του Χρήστου Κεφαλή*
«Αντιγόνη στη Χάγη. Η κατάθεση της Λιάνας Κανέλλη στη Δίκη του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς»: με αυτό τον τίτλο κυκλοφόρησε μια αξιοπρόσεκτη –αν μη τι άλλο, για την απροσμέτρητη αθλιότητά της– έκδοση από τις Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, το επίσημο εκδοτικό του ΚΚΕ. Το βιβλίο περιλαμβάνει την κατάθεση της Λιάνας Κανέλλη το 2004 στη δίκη του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για τα εγκλήματα πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Προλογίζεται από τον Αριστείδη Λαμπρούλη, δημοτικό σύμβουλο στη Λάρισα με την παράταξη του ΚΚΕ.
Το νόημα του τίτλου είναι σαφές. Ο Μιλόσεβιτς είναι ένας σύγχρονος Πολυνείκης που τον δολοφόνησαν και τον σκύλευσαν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές. Και η Λιάνα Κανέλλη ύψωσε το ανάστημά της στη Χάγη σαν άλλη Αντιγόνη, εκτελώντας το ανθρώπινο χρέος απέναντι στους «θείους νόμους» του δικαίου, ενάντια στις σύγχρονες καταπιεστικές εξουσίες.
Η στοιχειώδης σεμνότητα απαιτεί, βέβαια, όταν κάποια είναι μια σύγχρονη Αντιγόνη να μην το λέει η ίδια για τον εαυτό της και να μην το κοκορεύεται. Έτσι, αν η Κανέλλη απλώς το δηλώνει στον τίτλο, μας το επεξηγεί και μας το διατρανώνει για ελόγου της με ποιητικό οίστρο στην «Εισαγωγή» του ο Λαμπρούλης:
«Ο τίτλος Αντιγόνη στη Χάγη και ο πίνακας του εξωφύλλου (Η Αντιγόνη εμπρός στον νεκρό Πολυνείκη, του Νικηφόρου Λύτρα, 1865) βασίζονται ακριβώς στην ανατριχιαστική ομοιότητα του κεντρικού θέματος της αρχαίας τραγωδίας του Σοφοκλή και της κατάθεσης της Λιάνας Κανέλλη ενώπιον του δικαστηρίου στη Χάγη… Η Αντιγόνη ύψωσε το τραγικό της ανάστημα απέναντι στο βασιλιά των Θηβών Κρέοντα, ο οποίος δια του νόμου είχε απαγορεύσει την ταφή του αδελφού της Πολυνείκη… Η Λιάνα Κανέλλη υψώνει το πολιτικό της ανάστημα και τοποθετείται στη Χάγη ως συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, που παραπέμπεται σε μια δίκη με στόχο να εξοντωθεί ηθικά και πολιτικά, μια δίκη και ένα δικαστήριο που στήθηκαν βάσει “ανθρώπινων” νόμων, των νόμων των ιμπεριαλιστών. Ανθρώπινων νόμων βασισμένων σε κατασκευασμένες κατηγορίες. Ανθρώπινων νόμων οι οποίοι δείχνουν πανίσχυροι και επιβλητικοί, όμως, αποδεικνύονται έωλοι, εκμηδενίζονται και τσαλακώνονται και εκτίθενται μπροστά στους αντίστοιχους θεϊκούς νόμους, οι οποίοι τους υπερβαίνουν και τους οποίους επικαλείται και η ίδια η Λιάνα Κανέλλη. Τους θεϊκούς και απαράβατους νόμους της αλήθειας έναντι του ψεύδους, τους ιερούς νόμους της υπεράσπισης της πατρίδας και του λαού» (σελ. 11).
Πρόκειται, βέβαια, για πλήρη απάτη και ανοησία. Ο Μιλόσεβιτς δεν ήταν ένα θύμα· ήταν ένας καιροσκόπος και τυχοδιώκτης εθνικιστής, υπαίτιος για το αιματοκύλισμα στα Βαλκάνια όχι λιγότερο από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές. Και η Κανέλλη δεν ύψωσε κανένα απολύτως ανάστημα στη Χάγη, ούτε στάθηκε ποτέ καμιά Αντιγόνη. Η Κανέλλη ήταν πάντα και παρέμεινε και μετά το 2000, όταν άρχισε τη συνεργασία της με το ΚΚΕ, μια αντιδραστική εθνικίστρια, που υπεράσπισε τον Μιλόσεβιτς και τον εθνικιστικό συρφετό του ακριβώς γιατί ταυτίζονταν με τις δικές της προοπτικές.
Η διευκρίνιση αυτού του ζητήματος παρουσιάζει από μόνη της ένα ενδιαφέρον. Εκείνο όμως που προέχει εδώ είναι ότι η Κανέλλη δεν ήταν μόνη της. Εκπλήρωσε το έργο της μαζί με την ηγεσία του ΚΚΕ, που ταυτίστηκε πλήρως με τον Μιλόσεβιτς και το καθεστώς του, παίρνοντας ενεργά μέρος στην καμπάνια για την υπεράσπισή του. Αυτό τονίζεται ισχυρά στην «Εισαγωγή» του Λαμπρούλη, όπου εξαίρεται η παρουσία του μέλους του ΠΓ του ΚΚΕ Θ. Κωνσταντινίδη στην κηδεία του Μιλόσεβιτς –η συμμετοχή του στην τιμητική φρουρά, αναφέρεται, «στην τελετή απόδοσης του ύστατου χαίρε στον ηγέτη που αντιστάθηκε στη νέα ιμπεριαλιστική τάξη… ήταν η ελάχιστη αντανάκλαση της προσφοράς και της συμβολής του ΚΚΕ σε έναν αγώνα που δεν έχει και δεν θα έχει τέλος παρά μόνο όταν βρει τη δικαίωση»– και η επίσκεψη της Α. Παπαρήγα το 2009, όταν ήταν ΓΓ του ΚΚΕ, στον τάφο του Μιλόσεβιτς, με αντίστοιχες δηλώσεις (σελ. 12-13). Και ανάλογα λέγονται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης: «Το περιεχόμενο της παρούσας έκδοσης αποτελεί κομμάτι της ιστορίας του ΚΚΕ και ταυτόχρονα παρέχει μια αντιπροσωπευτική εικόνα της διεθνούς πολιτικής παρουσίας του… Αποδέκτες είναι όσοι πάλεψαν και συνεχίζουν να παλεύουν για την ειρήνη μέσα από το δρόμο της αντιπαράθεσης με αυτόν που κυοφορεί και γεννά τον πόλεμο».
Η τελευταία φράση περιέχει αθέλητα μια αλήθεια. Η δίκη του Μιλόσεβιτς ήταν όντως αντιπροσωπευτική της διεθνούς πολιτικής παρουσίας του ΚΚΕ μετά το 1990. Μόνο που αυτή η παρουσία δεν έχει καμιά σχέση με την υπόθεση της ειρήνης των λαών. Στην πραγματικότητα, με το ενδιάμεσο της ψευδο-Αντιγόνης Κανέλλη, η ηγεσία του ΚΚΕ ταυτίστηκε με τα χειρότερα κατακάθια της ακροδεξιάς αντίδρασης, που βρίσκονταν πίσω από τον Μιλόσεβιτς. Είναι αυτή η ιστορική νέμεση, αποτέλεσμα της ευρύτερης ταύτισης του ΚΚΕ με το σταλινισμό και της απάρνησής του των αυθεντικών παραδόσεων του κομμουνιστικού κινήματος, στο όνομα των οποίων μιλά, που θα καταδείξουμε στο παρόν.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και ο Μιλόσεβιτς
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν μέρος και συνέπεια της ευρύτερης κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ στα 1989-91. Αν και η ΛΔ Γιουγκοσλαβίας άφησε μια θετική κληρονομιά στην ανύψωση του βιοτικού επιπέδου και την καθιέρωση ισότιμων σχέσεων μεταξύ των συστατικών της εθνοτήτων επί μια περίπου 40ετία, η οικονομία παρέμεινε αναποτελεσματική, όπως και στις άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Αυτό το περιστατικό και η αφύπνιση του εθνικισμού στη δεκαετία του 1980 έκαναν αδύνατο να διατηρηθεί η ενότητα της χώρας. Το ότι η διάλυση δεν έγινε «ειρηνικά», όπως στην ΕΣΣΔ, αλλά τα σύνορα των νέων μικρών χωρών καθορίστηκαν από πολέμους που κράτησαν όλη τη δεκαετία του 1990 συνδέεται με τη συνύπαρξη πολλών εθνικών ομάδων, που επιπλέον ήταν αναμειγμένες μεταξύ τους: Σέρβοι, Μαυροβούνιοι, Κροάτες, Σλοβένοι, Βόσνιοι, Μακεδόνες, Κοσοβάροι. Στις συνθήκες αυτές οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία ήταν ένα καθυστερημένο, εκτρωματικό ανάλογο των βαλκανικών πολέμων του 1912-13, στο νέο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης, με τις διαλυτικές συνέπειες που αυτή είχε στις οικονομίες των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ (αποβιομηχάνιση, φτώχεια, μαζική ανεργία και μετανάστευση).
Αν αυτή οι εθνικές συγκρούσεις αφορούσαν αποκλειστικά τα σύνορα των νέων κρατών, με το δυτικό έλεγχο στην περιοχή να παραμένει αναμφισβήτητος, οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ΗΠΑ και ΕΕ, θα είχαν ίσως αρκεστεί σε μια διακριτική παρέμβαση, περιμένοντας το αποτέλεσμα. Ωστόσο, η Γιουγκοσλαβία δεν ανήκε ως τότε στη σφαίρα επιρροής τους και μια σειρά ιστορικοί και σύγχρονοι παράγοντες την έκαναν αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στους δυτικούς και τη Ρωσία, η οποία από τη δεκαετία του 1990 διεκδίκησε ένα μερίδιο ισχύος στα Βαλκάνια με καλύτερες προοπτικές από άλλες ανατολικές χώρες. Η Σερβία συνδεόταν ανέκαθεν με ισχυρούς δεσμούς με τη Ρωσία, και αυτό συνετέλεσε στο να στραφεί μια σημαντική μερίδα των καταστρεφόμενων μικροαστών και της νέας σερβικής αστικής τάξης προς αυτή. Αυτή η μερίδα, ιδιαίτερα η μικροαστική της πτέρυγα με το μεγαλοσέρβικο εθνικισμό της (ισχυρό στον κρατικό μηχανισμό και το στρατό) εκφράστηκε από τον Μιλόσεβιτς, που παρέλαβε το σερβικό τμήμα της Ένωσης τον Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών, και από τις μαριονέτες του α λα Κάρατζιτς και Μλάντιτς. Στη συνέχεια ήρθε στο προσκήνιο η αστική πτέρυγα, εκπροσωπούμενη από τον ακροδεξιό Σέσελι και το Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του. Δεδομένου ότι η Σερβία ήταν η ισχυρότερη δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας και οι Σέρβοι η μεγαλύτερη εθνότητα στην περιοχή, ήταν σαφές ότι αν η εξέλιξη καθοριζόταν μόνο από τους εσωτερικούς παράγοντες, θα έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος από τα αμφισβητούμενα εδάφη και θα μετατρεπόταν σε μια βάση του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή από τους Δυτικούς, οι οποίοι παρενέβησαν δυναμικά για να τη ματαιώσουν.
Ακόμη και η πιο στοιχειώδης αναφορά στα γεγονότα τεκμηριώνει τις παραπάνω εκτιμήσεις. Ο Μιλόσεβιτς έγινε πρόεδρος του προεδρείου της σοσιαλιστικής δημοκρατίας της Σερβίας το 1989 και συνέχισε ως πρόεδρος της Σερβίας μετά τη διάλυσή της στα 1991-97. Η άνοδός του στην εξουσία συνδυάστηκε με μια πληθώρα εθνικιστικών δηλώσεων του ίδιου και των συνεργατών του, πάνω στην ανάγκη να ετοιμαστούν οι Σέρβοι για μάχη και αναφορές στη μεσαιωνική (!) σερβική ιστορία, καθώς και την κατάπνιξη μιας απεργίας Αλβανών εργατών στο Κόσσοβο το Μάρτη του 1989. Ο Μιλόσεβιτς παρουσίαζε την υποδαύλισή του μεγαλοσερβικού εθνικισμού ως μια «αντιγραφειοκρατική επανάσταση», με το οποίο εννοούσε τους επικριτές της εθνικιστικής του γραμμής, τους οποίους διέγραψε από το σερβικό κόμμα ήδη το 1987. Ο ίδιος προώθησε αλλαγές στην Ένωση Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών που θα έδιναν την πλειοψηφία στο σερβικό κόμμα ενώ απέρριψε το 1990 την πρόταση των άλλων δημοκρατιών για τη μετατροπή της χώρας σε χαλαρή συνομοσπονδία, που θα εκτόνωνε προσωρινά την ένταση.
Για τον Μιλόσεβιτς και την κλίκα του ο πόλεμος ήταν μια διέξοδος απέναντι στην οικονομική επιδείνωση και τις έντονες τότε λαϊκές διαμαρτυρίες στη Σερβία. Ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις του στη σερβική Βουλή τον Απρίλη του 1991, που παραθέτει ο Α. Κλόκε: «Αν πρέπει να πολεμήσουμε, θα πολεμήσουμε πραγματικά… Αν δεν ξέρουμε να δουλεύουμε και να πηγαίνουμε καλά στην οικονομία, τουλάχιστον ξέρουμε καλά να πολεμάμε». Και ο Κάρατζιτς, ο άνθρωπος του Μιλόσεβιτς στη Βοσνία, επεξηγούσε τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς στη Βουλή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ότι η μουσουλμανική κοινότητα της χώρας «θα εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης αν αποφασίσει υπέρ του πολέμου… Οι μουσουλμάνοι», διευκρίνιζε αργότερα, «κινδυνεύουν περισσότερο όχι μόνο με τη φυσική έννοια, και δεν εννοούσα ότι θα μπορούσαν να εξαφανιστούν μόνο φυσικά. Θα μπορούσε να είναι και η αρχή του τέλους τους με την έννοια της υπόστασής τους ως έθνους»[1].
Όταν τον Απρίλη και Ιούνη του 1991 ξέσπασαν οι πρώτες μάχες, ο Μιλόσεβιτς κινητοποίησε τον σερβικό στρατό και έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδιά του για μια μεγάλη Σερβία με επιθέσεις στο Ντουμπρόβνικ και το Βούκοβαρ στην Κροατία. Λίγο αργότερα, τον Οκτώβρη, ο Μιλόσεβιτς διεξήγαγε κρυφές συνομιλίες με τον Κροάτη πρόεδρο Τούτζμαν για το διαμελισμό της Βοσνίας ανάμεσα στη Σερβία και την Κροατία. Οι πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν με σκαμπανεβάσματα ως την υπογραφή, το Νοέμβρη του 1995 της Συμφωνίας του Ντέιτον, την οποία επέβαλαν το ΝΑΤΟ και η ΕΕ.
Σε όλη αυτή την περίοδο σημαντικές βιαιοπραγίες έλαβαν χώρα από τα σερβικά στρατεύματα στη Βοσνία, κατά την πολιορκία του Σεράγεβο επί σχεδόν 4 χρόνια (1992-95) και τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα, όπου εξοντώθηκαν από τους Σερβοβόσνιους περί τους 8.000 Βόσνιοι άνδρες, ηλικιωμένοι και αγόρια. Στο μακελειό, πέρα από σερβικές παραστρατιωτικές δυνάμεις, συμμετείχαν ξένες ακροδεξιές ομάδες που πολεμούσαν στο πλευρό των Σέρβων, πιθανολογούμενα και περί τους 40 Έλληνες της «Ελληνικής Εθελοντικής Φρουράς» (μέλη της Χρυσής Αυγής και μισθοφόροι), που ύψωσαν στην πόλη την ελληνική σημαία με παρότρυνση του Μλάντιτς. Το Δικαστήριο της Χάγης όπου δικάστηκε και καταδικάστηκε ως εγκληματίας πολέμου το 2017 ο Μλάντιτς αποφάνθηκε ότι η διαταγή της σφαγής είχε δοθεί από τον ίδιο τον Μλάντιτς, αυτός όμως το αρνήθηκε και κατονόμασε ως υπεύθυνο τον Μιλόσεβιτς. Η ομάδα του Αρκάν διέπραξε πολυάριθμα εγκλήματα εναντίον αμάχων καθολικών και μουσουλμάνων στο Βούκοβαρ, την Μπάνια Λούκα και αλλού. Συνολικά, αναφέρονται μια δεκάδα περίπου μεγάλων πογκρόμ από κυρίως σερβικές παραστρατιωτικές μονάδας (και λιγότερο από Κροάτες) στη Βοσνία.
Οι δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν σε αυτά τα εγκλήματα ήταν ένα μείγμα μαφιόζων και ακροδεξιών στοιχείων. Ο Αρκάν, η πιο εμβληματική τους φυσιογνωμία, καταζητούνταν σε όλη τη δεκαετία του 1970 και του 1980 από την Ιντερπόλ για σειρά φόνων και ληστειών σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έγινε ο ηγέτης του οργανωμένου εγκλήματος στη Γιουγκοσλαβία, οργανώνοντας συμμορίες χούλιγκαν, που έπαιρναν μέρος σε συγκρούσεις με οπαδούς άλλων ομάδων. Με το ξέσπασμα του πολέμου οργάνωσε τη Σερβική Φρουρά Εθελοντών, γνωστή και ως Τίγρεις του Αρκάν, που διεξήγαγε μαζικά πογκρόμ με εκατοντάδες θύματα στη Βοσνία και την ανατολική Κροατία. Όλα αυτά πάντα με το αζημίωτο, αφού ο Αρκάν συγκέντρωσε μια μεγάλη περιουσία, που μετά τη δολοφονία του το 2000 έγινε αντικείμενο διαμαχών ανάμεσα στους κληρονόμους του.
Στη δεύτερη φάση του πολέμου ακολούθησε η εθνική ανάφλεξη στο Κόσσοβο, που το έναυσμά της δόθηκε από τη δράση του αποσχιστικού αλβανικού κινήματος υπό τον Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσσόβου (KLA, αργότερα UCK) στα 1995-98, με επιθέσεις εναντίον Σέρβων αστυνομικών αλλά και πολιτών. Η αντίδραση του Μιλόσεβιτς ήταν η συμμαχία με την ακροδεξιά του Σέσελι, το κόμμα του οποίου μπήκε στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας το 1998, ενώ ο Σέσελι έγινε αναπληρωτής πρωθυπουργός. Οι σερβικές αρχές και οι παραστρατιωτικές οργανώσεις απάντησαν στη συνέχεια στη δράση του KLA με πογκρόμ εναντίον Αλβανών του Κοσσόβου, προκαλώντας ένα μαζικό προσφυγικό κύμα πάνω από 370.000 Αλβανών Κοσσοβάρων ως το Μάρτη του 1999 και πολύ περισσότερων στη συνέχεια. Μετά την απόρριψη της Συμφωνίας του Ραμπουγιέ από τη Σερβία ακολούθησαν βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ από το Μάρτη ως τον Ιούνη του 1999 (πιο περιορισμένοι νατοϊκοί βομβαρδισμοί είχαν γίνει και το 1994-95), οπότε και τερματίστηκε ο πόλεμος με τη συμφωνία του Κουμάνοβο και την είσοδο δυνάμεων του ΝΑΤΟ στο Κόσσοβο.
Η παρέμβαση της Δύσης σε όλη αυτή τη δεκαετία κάθε άλλο παρά απέβλεπε στην εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης των εθνικών διενέξεων και την αποτροπή των πολέμων στην περιοχή. Σκοπός της ήταν η επιβολή της «αμερικάνικης ειρήνης» και σε αυτό αποσκοπούσαν τα κατά καιρούς «ειρηνευτικά σχέδια» των Βανς-Όουεν, κοκ, τα οποία προσαρμόζονταν καιροσκοπικά στις εκάστοτε εξελίξεις. Η δύναμη του ΟΗΕ στη Βοσνία, αποτελούμενη κυρίως από Ολλανδούς, δεν έκανε τίποτα για να προστατέψει τους Βόσνιους στη Σρεμπρένιτσα, ενώ αναφέρεται ότι έδιωξαν ακόμη και όσους προσπαθούσαν να βρουν καταφύγιο στο στρατόπεδό τους. Το φιλοπόλεμο πνεύμα των «ειρηνευτών» εκφράστηκε στις δηλώσεις του Όουεν, ότι «οι χαρακτήρες [των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ Σέρβων, Κροατών και Μουσουλμάνων] είναι κλειδωμένοι στην ιστορία» και ότι το 1945 «το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου είχε πνιγεί αυθαίρετα από τον Τίτο»[2]. Η Συνθήκη του Ραμπουγιέ ήταν μια ξεδιάντροπα ιμπεριαλιστική μεθόδευση με στόχο τη νατοϊκή κυριαρχία στη Σερβία, αφού πέρα από τη δικαιολογημένη εγκατάσταση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στο Κόσσοβο πρόβλεπε και την ελεύθερη και ανεξέλεγκτη κίνησή τους μέσα στη Σερβία.
Η αντικειμενική εξέταση των γεγονότων θα δείξει, ωστόσο, ότι σε όλες τις φάσεις ήταν ο σερβικός εθνικισμός που, με καταλυτικό ρόλο του Μιλόσεβιτς, έπαιρνε την πρωτοβουλία για την υποδαύλιση και επέκταση των εθνικών συγκρούσεων, δίνοντας την κατάλληλη αφορμή για τη νατοϊκή επέμβαση. Από τα 140.000 θύματα του πολέμου οι μισοί περίπου ήταν Βόσνιοι και ανάμεσα στους σκοτωμένους πολίτες στο βοσνιακό πόλεμο το 83% ήταν Βόσνιοι, φτάνοντας το 95% στην ανατολική Βοσνία. Οι πόλεμοι προκάλεσαν περί τα 2 εκατ. πρόσφυγες και άλλα 2 εκατ. εσωτερικούς μετανάστες, κυρίως μουσουλμάνους Βόσνιους, Κροάτες και Αλβανούς του Κοσσόβου. Ο αριθμός των Κροατών στη Δημοκρατία της Σερβικής Κράινα έπεσε από 203.000 το 1991 σε 4.000 το 1995, ενώ γύρω στους 800.000 Αλβανοί εκδιώχθηκαν από το Κόσσοβο το 1999. Σφαγές διεξάχθηκαν από όλες τις πλευρές, εκείνες των Σέρβων όμως ήταν οι κατά πολύ πιο μαζικές και οργανωμένες[3].
Ο ρόλος του Μιλόσεβιτς ως εκφραστή του σερβικού εθνικισμού, που υπηρέτησε τις ακροδεξιές δυνάμεις της χώρας, γίνεται έκδηλος και στις εξελίξεις μετά το πέρας του πολέμου. Στις εκλογές του 2003 το Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Σέσελι θριάμβευσε με ποσοστό κοντά στο 30%, ενώ το κόμμα του Μιλόσεβιτς μετά βίας συγκέντρωσε ένα 7%. Στις προεδρικές εκλογές της ίδιας χρονιάς, ο Νίκολιτς, ο υποψήφιος του Σέσελι συγκέντρωσε το 47%, ενώ ο Τόμιτς, ο υποψήφιος του κόμματος του Μιλόσεβιτς, πήρε 2,2%. Ανάλογα ήταν τα αποτελέσματα και στις προεδρικές εκλογές του 2002. (Και οι δυο εκλογές ακυρώθηκαν αφού η συμμετοχή των ψηφοφόρων ήταν κάτω από 50%, που απαιτούσε το σερβικό σύνταγμα για να είναι έγκυρες, ένα δείγμα της αποστροφής του σερβικού λαού για όλο το αντιδραστικό κατεστημένο που ρήμαξε τη χώρα).
Σε ένα άρθρο του στον Γκάρντιαν μετά το θάνατο του Μιλόσεβιτς ο Ίαν Τρέινορ συνόψισε το κοινό αίσθημα για το βίο και την πολιτεία του:
«Στο τέλος των 13 χρόνων του Μιλόσεβιτς στην εξουσία, η Σερβία ήταν ένα συρρικνωμένο και σπασμένο κατάλοιπο που διοικούνταν από μια φυλή εθνικιστών εξτρεμιστών σε συμμαχίες με τον υπόκοσμο. Σε ένα καθεστώς όπου ο Μιλόσεβιτς λειτουργούσε ως νονός –απόμακρος και πάνω από τις τριβές αλλά παντοδύναμος– ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς πού τελείωνε η πολιτική και πού ξεκινούσε το οργανωμένο έγκλημα. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Σερβίας ήταν λιγότερο από το μισό από αυτό που ήταν όταν ανέλαβε, η βιομηχανική παραγωγή ήταν περίπου στο ένα τέταρτο του επιπέδου του 1988… Συρρικνωμένη, ταλαιπωρημένη και καθόλου προσφιλής, [η Σερβία] θα χρειαστεί μια γενιά για να συνέλθει από την κυριαρχία του “κακοήθους ναρκισσιστή”»[4].
Η παραπάνω αδρή σύνοψη των ταξικών και γεωπολιτικών σχέσεων, καθιστά πρόδηλη την πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει ένα κομμουνιστικό κόμμα απέναντι στην αναπτυσσόμενη κρίση και τους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία. Οι κομμουνιστές δεν μπορούσε στην κρίση αυτή να υποστηρίξουν ούτε τον Μιλόσεβιτς ούτε τους Δυτικούς. Θα έπρεπε, σε συμφωνία με τις αρχές τους για την αυτοδιάθεση των εθνών, να αγωνιστούν για την ειρήνη, υπερασπίζοντας ιδιαίτερα τις πιο μικρές εθνικές ομάδες, Σερβοβόσνιους και Κοσοβάρους, που βρέθηκαν στο στόχαστρο του σερβικού και του κροατικού εθνικισμού.
Δεν επρόκειτο να γίνει έτσι με την ηγεσία του ΚΚΕ, που με ενδιάμεσο την Κανέλλη ταυτίστηκε με τον Μιλόσεβιτς, ακολουθώντας αυτό το δρόμο ως το τέλος.
Η Λιάνα Κανέλλη και η παρουσία της στη Χάγη
Ο βίος και η πολιτεία της Κανέλλη, όπως και η καιροσκοπική –και από τις δυο μεριές– συνεργασία της με το ΚΚΕ, είναι πράγματα γνωστά. Καθώς τα έχουμε συζητήσει αναλυτικά αλλού[5], θα τα συνοψίζουμε μόνο εδώ για να περάσουμε στην παρουσία της στη Χάγη, όπως αποτυπώνεται στα πρακτικά της δίκης.
Από την αρχή της δημοσιογραφικής σταδιοδρομίας της η Κανέλλη κινούνταν στη συντηρητική, εθνικιστική δεξιά, έχοντας αποκληθεί από τον Κ. Καραμανλή «το κορίτσι της Νέας Δημοκρατίας». Ενδεικτική του σκοταδισμού της ήταν η υποστήριξη σε άρθρο της το 1997 του άβατου του Αγίου Όρους. Τότε κυκλοφόρησε το περιοδικό Νέμεσις, το οποίο απέπνεε αυτό το ακραία εθνικιστικό στίγμα. Περιελάμβανε συνωμοσιολογικά άρθρα, κείμενα θεολόγων και αξιωματούχων της Εκκλησίας, πολιτικούς και κοινωνικούς σχολιασμούς από συντηρητικούς και αντιδραστικούς σχολιαστές, ακόμη και κίτρινη δημοσιογραφία. Χαρακτηριστική είναι η δημοσίευση μιας fake δήλωσης του Κίσινγκερ σε τουρκική εφημερίδα στις 17.2.1997, στην οποία υποτιθέμενα δήλωνε ότι ο ελληνικός λαός πρέπει να πληγεί στις πολιτιστικές ρίζες του· μια δήλωση όμως που δεν έγινε ποτέ ούτε παρατίθεται σε κάποια εφημερίδα. Ένα άλλο διαφωτιστικό επεισόδιο ήταν η συνεργασία του περιοδικού στα 1997-2003 με έναν ακραίο εθνικιστή δημοσιογράφο υπό το ψευδώνυμο Κώστας Κυδωνιάτης, για τον οποίο αναγνωρίστηκε αργότερα σε δικαστήριο πως επρόκειτο για τον βουλευτή του ΛΑΟΣ Κώστα Αϊβαλιώτη. Ο κιτρινισμός κορυφώθηκε στην υποκλοπή και δημοσίευση στο Νέμεσις το 2000-2001 ιδιωτικών δεδομένων (e-mail) της Μαργαρίτας Παπανδρέου για ασήμαντα θέματα (μεταξύ άλλων ο δεσμός που διατηρούσε με έναν Αμερικανό, τον οποίο εμφάνισαν σαν απόδειξη της εμπλοκής των Αμερικάνων στις πολιτικές εξελίξεις).
Ο χαρακτήρας των πολιτικών θέσεων και της δημοσιογραφίας της ήταν πλήρως γνωστός στην ηγεσία του ΚΚΕ, όταν η Κανέλλη τους προσέγγισε το 2000. Ωστόσο, η ηγεσία του ΚΚΕ, υπό την Α. Παπαρήγα, τα αγνόησε και προχώρησε στη συνεργασία μαζί της. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Συνδέεται άρρηκτα με τη δυσφήμιση του σοσιαλισμού από την ηγεσία Παπαρήγα, με την αποθέωση των σταλινικών εγκλημάτων, καθώς και με την από μέρους της απάρνηση όλης της μαρξιστικής παράδοσης. Στις συνθήκες αυτές, η ηγεσία του ΚΚΕ είχε ανάγκη από ένα υποκατάστατο για να αποβλακώνει τα απλά μέλη του ΚΚΕ, και αυτό ακριβώς πρόσφερε η Κανέλλη. Ο κάλπικος, από συντηρητικές αφετηρίες, καταγγελτικός λόγος της, η απουσία ουσίας, η υπεροψία, η επιδερμικότητα, ο φανφαρονισμός της, ήταν ό,τι χρειαζόταν η ηγεσία Παπαρήγα για να μεταμφιέζει την κενότητά της. Η Κανέλλη από τη μεριά της επωφελούνταν από την προβολή και τα οικονομικά οφέλη που της έδινε η εκλογή της στη βουλή διασφαλίζοντας τη συνέχιση της έκδοσης του περιοδικού της. Αυτή ήταν η αμοιβαία επωφελής βάση της συνεργασίας της ηγεσίας του ΚΚΕ με την Κανέλλη, που εκλέγεται αδιάλειπτα από το 2000 βουλευτής ως ανεξάρτητη, συνεργαζόμενη με το ΚΚΕ.
Μετά την επισημοποίηση της συνεργασίας της με το ΚΚΕ η Κανέλλη δεν άλλαξε στο ελάχιστο τις πολιτικές και ιδεολογικές της θέσεις. Το Νέμεσις διατήρησε το ίδιο ακριβώς προφίλ, συνεχίζοντας τη συνεργασία ακόμη και με τον Κυδωνιάτη και δημοσιεύοντας κείμενα κάθε λογής αντιδραστικών που καμιά σχέση δεν είχαν όχι με τον κομμουνισμό, αλλά με οποιαδήποτε αριστερή ή προοδευτική θέση. Η Κανέλλη στήριξε μαχητικά τις θέσεις της Εκκλησίας στο ζήτημα των ταυτοτήτων, τις οποίες υιοθέτησε και το ΚΚΕ. Αν πριν το 2000 είχε συμμετάσχει σε παρουσίαση βιβλίου του ακροδεξιού Μπαλτάκου, το 2012 συμμετείχε πάλι, ως πρώτη ομιλήτρια, σε παρουσίαση βιβλίου του όχι λιγότερο εθνικιστή στρατηγού Φράγκου, που υποστήριζε ότι οι Τούρκοι είναι εξισλαμισμένοι Έλληνες και η Μικρά Ασία ζωτικός χώρος της Ελλάδας. Σε κείμενα του Νέμεσις συστήνονταν ως φάρμακο στα κοινωνικά δεινά η στροφή στη θρησκεία και ακόμη και σε μυστικιστές όπως ο Ρασπούτιν και η Μπλαβάτσκι. Το περιοδικό έκλεισε τελικά το 2012 λόγω χρεών, αφού από το 2010 οι εργαζόμενοι έμεναν συχνά απλήρωτοι. Ο διευθυντής του Γιώργος Μπαχάς, ένας δηλωμένος αντικομμουνιστής σύμφωνα με αναρτήσεις στο Διαδίκτυο, συνελήφθη αργότερα για συμμετοχή σε σπείρα που διακινούσε πλαστά έργα τέχνης[6].
Η Κανέλλη είναι αντιδραστική όχι λόγω των θρησκευτικών της πεποιθήσεων αλλά γιατί αυτές οι πεποιθήσεις της ήταν και παρέμειναν η βάση για να ασκεί μια εθνικιστική κριτική στον αμερικανισμό, από την ίδια σκοπιά με ακροδεξιά κόμματα όπως η Ελληνική Λύση και το ΛΑΟΣ. Διαφωτιστική είναι μια συνέντευξή της στον Ανεξάρτητο Παρατηρητή του Μ. Βραχιολίδη, ένα καρατζαφερικό έντυπο, με συνεντεύξεις του ίδιου του Καρατζαφέρη (1.1.2006), του παλιού πρόεδρου της ΣΦΕΒΑ πολιτευτή της ΝΔ Χ. Καραθάνου («Καιρός να Θυμηθούμε τη Βόρεια Ήπειρο», 19.1.2007), κοκ[7]. Η συνέντευξη δόθηκε στις 18.04.2006 υπό τον τίτλο: «Χυμαρώδης [sic! – κατά τον Βραχιολίδη, η λέξη «χειμαρρώδης» δεν προέρχεται από τον χείμαρρο, αλλά από το χύμα] όπως πάντα η κ. Κανέλλη, από τις πιο έξυπνες Ελληνίδες παραχώρησε στον Ανεξάρτητο Παρατηρητή μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη». Ο Βραχιολίδης εξέφραζε τις προσποιητές, από καρατζαφερική σκοπιά, καταγγελίες της Νέας Τάξης, με την Κανέλλη να επιδοκιμάζει: «Μ.Β.: Μήπως οι σημερινοί μας ηγέτες δεν είναι εθνικοί ηγέτες αλλά διεκπεραιωτές ξένων εντολών, υπάλληλοι δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Αμερικής; Λ.Κ.: Κατά μία έννοια είναι ακριβώς έτσι, αλλά δυστυχώς με τον μανδύα της νομιμότητας των εκλεγμένων. Ο καπιταλισμός, η αγορά με το μακρύ, ιμπεριαλιστικό της χέρι, ειδικά μετά το 1989-1990, διαλύει όπως μπορεί το έθνος-κράτος».
Αυτή η κριτική, όταν μάλιστα συνοδεύεται και με κραυγές για τις ταυτότητες και το άβατο του Άγιου Όρους, είναι η τυπική ακροδεξιά κριτική στην παγκοσμιοποίηση. Είναι η κριτική εκείνων των «εθνικών» στοιχείων της αστικής τάξης, της κρατικής γραφειοκρατίας, που δεν βρίσκουν μια ικανοποιητική θέση μέσα στην παγκοσμιοποίηση και προσπαθούν να κρατήσουν τη θέση τους οχυρωμένοι στο εθνικό κράτος, κραδαίνοντας τα κατάλληλα ιδεολογικά κουρέλια. Όχι μόνο μια μαρξιστική αλλά και μια προοδευτική κριτική στην παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να γίνεται από αυτή τη σκοπιά.
Η κενότητα και η αμετροέπεια της Κανέλλη φάνηκε σε μια δήλωσή της στην 3η επέτειο από την αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα, με την οποία τον παρουσίαζε σαν ένα κακόμοιρο ανθρωπάκο που δεν άντεξε και έφυγε εν κρυπτώ στην αδιέξοδη απελπισία. Με αυτή την αφορμή, η Έμμυ Χριστούλα, η κόρη του, προέβηκε σε έναν εύστοχο συνολικό χαρακτηρισμό της Κανέλλη, ο οποίος αξίζει να παρατεθεί εδώ:
«Οι πολίτες κατάλαβαν και τον ύψιστο συμβολισμό μιας πράξης ανοικτής, δημόσιας, ενώπιον του Δήμου και του ελληνικού κοινοβουλίου, αλλά και το περιεχόμενο του ιδιόχειρου σημειώματος, στο οποίο χρησιμοποιεί απαγορευμένες λέξεις για τον πολιτικό καθωσπρεπισμό μιας κυρίας που έχει τόση σχέση με τον κομμουνισμό, όση είχε και με τα υπόλοιπα κόμματα, στα οποία ως πολιτικός χαμαιλέων προσέτρεχε για να την εντάξουν στις γραμμές τους. Η Λιάνα Κανέλλη δεν κατάλαβε για αυτόν ακριβώς το λόγο. Όταν το αξιακό πολιτικό σου σύστημα είναι ένα λάστιχο που τεντώνεται και μαζεύεται ανά δεκαετία, αναλόγως του ποιος σου προσφέρει πολιτική ασυλία, πώς να καταλάβεις τη θυσία του Κώστα Γεωργάκη; Άλλωστε τότε η κ. Κανέλλη πρέπει να… διάβαζε και δεν κατάλαβε ότι για κάποιους η αυτοκτονία φαντάζει αυτονόητη όχι σα φυγή, αλλά σαν πράξη που θρυμματίζει τη σιωπή, σαν πράξη που ερεθίζει τη συνείδηση, που ενισχύει την ευθύνη των πολιτών ως χειριστών και συμμετεχόντων του δημόσιου χώρου, σαν πράξη που ενδεχομένως γίνει το εργαλείο για την ίδια τη ζωή»[8].
Κατά βάση και ο Μιλόσεβιτς ήταν ένας τέτοιος χαμαιλέων, ώστε στο πρόσωπο της Κανέλλη βρήκε όντως μια επάξια υπερασπίστρια. Η Κανέλλη, ωστόσο, δεν ήταν μια απλή μάρτυρας υπεράσπισης στο δικαστήριο της Χάγης. Συμμετείχε ενεργά σε όλη την καμπάνια υπέρ του Μιλόσεβιτς, ως αντιπρόεδρος στη Διεθνή Επιτροπή Υπεράσπισης του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Αυτός ο ενεργός ρόλος της συνδέεται με την πλήρη ιδεολογική ταύτισή της με τον εθνικισμό και την καταλληλότητά της για να εκπροσωπήσει τον εσμό των αντιδραστικών που, όπως θα δούμε, κινητοποιήθηκαν στην ίδια επιτροπή.
Η ίδια η παρουσία της Κανέλλη στη Χάγη ήταν το λιγότερο άθλια, σε βαθμό που οποιοδήποτε κάπως ευπρεπές πρόσωπο στη θέση της θα ντρεπόταν να δημοσιεύσει τα πρακτικά της κατάθεσης, πόσω μάλλον να τα εμφανίσει σαν κάποιο ιστορικό ντοκουμέντο, προερχόμενο από μια σύγχρονη Αντιγόνη.
Η Κανέλλη παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ως μάρτυρας για ένα πραγματικό επεισόδιο, το βομβαρδισμό του Αλέξινατς, ενός σερβικού χωριού, από νατοϊκά αεροπλάνα το 1999, με θύματα στον άμαχο πληθυσμό. Από τα πρακτικά προκύπτει ότι η Κανέλλη δεν ήταν ικανή ούτε καν να προσδιορίσει χρονικά την ημερομηνία του περιστατικού, για το οποίο είχε κάνει ρεπορτάζ στο Νέμεσις. Αρχικά ανέφερε ότι η επίσκεψή της στη Γιουγκοσλαβία, μια μέρα μετά το βομβαρδισμό, είχε γίνει «στο τέλος Απρίλη του 1999. Είμαι βασικά σίγουρη… Κάπου ανάμεσα στην 20ή και την 24 Απρίλη 1999» (σελ. 24). Μετά είπε ότι είχε συμβεί στα τέλη Απρίλη, αλλά δεν μπορούσε να πει επακριβώς αν ήταν την 24η, 25η ή 26η του μήνα (σελ. 51). Στη συνέχεια, οι δικαστές παρουσίασαν στοιχεία από μια Έκθεση του Παρατηρητήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και από το γιουγκοσλαβικό πρακτορείο Τανγιούνγκ για το ότι ο βομβαρδισμός είχε γίνει 5 Απρίλη (σελ. 55). Η Κανέλλη αρχικά αρνήθηκε να σχολιάσει «το έγγραφο ενός τρίτου», για να παραδεχτεί τελικά ότι επρόκειτο για το ίδιο περιστατικό στο οποίο αναφερόταν –«πρέπει να είναι ακριβώς τα ίδια γεγονότα» και «ακριβώς το ίδιο περιστατικό»– προσθέτοντας ότι η γραμματέας της την είχε πληροφορήσει από την Αθήνα ότι το δικό της ρεπορτάζ είχε μπει στο τεύχος Απρίλη του Νέμεσις αντί του Μάη όπως νόμιζε αρχικά και συνεπώς «πρέπει να είναι κατά την 5η [Απρίλη], αντί για κάπου γύρω στην 15η Απρίλη» (σελ. 56, 58, 60, 64, 52, κλπ).
Μια τέτοια εικόνα δείχνει το λιγότερο κραυγαλέα προχειρότητα. Ήταν η στοιχειώδης υποχρέωση της Κανέλλη να έχει ρίξει μια ματιά στο περιοδικό της πριν πάει στη Χάγη για να μπορεί να προσδιορίσει στοιχειωδώς σωστά χρονικά το περιστατικό για το οποίο κατέθετε.
Κατά ενοχλητικό τρόπο, και οι δυο αναφορές διέφεραν ουσιωδώς από την εικόνα που παρουσίασε. Η Κανέλλη υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο Αλέξινατς και ότι ο βομβαρδισμός ήταν μια εσκεμμένη δολοφονία αμάχων από το ΝΑΤΟ για τρομοκράτηση του πληθυσμού. Τόσο η Έκθεση του Παρατηρητήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (σελ. 56, 65) όσο και του Τανγιούγκ (σελ. 57) αναφέρονταν όμως σε βομβαρδισμό στον στρατώνα Ντέλιγκραντ κοντά στο Αλέξινατς. Επιπλέον, οι νατοϊκοί είχαν υποστηρίξει σε δική τους αναφορά (σελ. 61-62) ότι μια από τις βόμβες που προορίζονταν για τον στρατώνα είχε αστοχήσει και ότι ο θάνατος των αμάχων οφειλόταν σε λάθος. Από την άλλη, το Τανγιούγκ, πολλαπλασιάζοντας τις απώλειες, ανέφερε ότι πάνω από 400 διαμερίσματα και 15 σπίτια είχαν πάθει ζημιές ή καταστραφεί (σελ. 57-58) ενώ η Κανέλλη είχε καταθέσει για εφτά σπίτια και εννιά διαμερίσματα, με βάση περιγραφές των κατοίκων στην ίδια (σελ. 31, «Δεν είδα τετρακόσια διαμερίσματα κατεστραμμένα» παραδέχτηκε, «όπως αναφέρει το πρακτορείο Τανγιούγκ», σελ. 58).
Η Κανέλλη προσπάθησε να υπεκφύγει με στρεψοδικίες του στιλ «Εγώ είμαι δημοσιογράφος. Δεν κάνω έρευνες. Κάνω ρεπορτάζ… Εμπιστεύομαι μόνο τα μάτια μου» κοκ (σελ. 54, 58, μια γελοία δικαιολογία, αφού μπορούσε άνετα, στο πλαίσιο του «ρεπορτάζ» της, να είχε ρωτήσει τους ντόπιους για το τι υπήρχε στην περιοχή). Φυσικά, μπορεί το ΝΑΤΟ να ψευδόταν με τα περί λάθους και ο βομβαρδισμός να ήταν σκόπιμος. Η Κανέλλη, ωστόσο, δεν μπόρεσε να ρίξει φως στο θέμα, αναμενόμενα ενόψει της πλήρους σύγχυσής της αναφορικά με τα γεγονότα: «Δεν μπορώ να σας δώσω μια απάντηση για το αν το ΝΑΤΟ έχει δίκιο ή άδικο [στην εκδοχή περί λάθους]. Αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι και το ΝΑΤΟ και εγώ είδαμε πολιτικούς στόχους να έχουν κτυπηθεί» (σελ. 63).
Το όλο σκηνικό μοιάζει περίπου σαν η γενναία Αντιγόνη της αρχαιότητας να εξορμούσε για να υπερασπιστεί τον Πολυνείκη και στο τέλος να κατέληγε ότι δεν μπορούσε να πει αν ο άθαφτος αδελφός της ήταν ο Πολυνείκης ή ο Ετεοκλής…
Ακόμη και σε θέματα όπου θα μπορούσε να στριμώξει τους δικαστές όπως με τη Συμφωνία του Ραμπουγιέ, η Κανέλλη απέτυχε να το κάνει. Η Συμφωνία του Ραμπουγιέ ήταν ένα ωμό ιμπεριαλιστικό ντοκουμέντο, που ακύρωνε την ανεξαρτησία της Σερβίας. Ακόμη και ο Χ. Κίσινγκερ την είχε αποδοκιμάσει με δριμύτητα: «Το κείμενο του Ραμπουγιέ, που καλούσε τη Σερβία να δεχτεί στρατεύματα του ΝΑΤΟ σε ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία, ήταν μια πρόκληση, μια δικαιολογία για να αρχίσουν οι βομβαρδισμοί. Το Ραμπουγιέ δεν είναι ένα έγγραφο που οποιοσδήποτε Σέρβος θα μπορούσε να έχει δεχτεί. Ήταν ένα απαίσιο διπλωματικό έγγραφο που δεν έπρεπε ποτέ να παρουσιαστεί με αυτή τη μορφή»[9].
Η Κανέλλη κατά την επίσκεψή της στο Βελιγράδι είχε συναντηθεί με μια ομάδα δημοσιογράφων με τον Μιλόσεβιτς και οι δικαστές τη ρώτησαν αν τον ρώτησε για το Ραμπουγιέ. Επιβεβαιώνοντας ότι τον ρώτησε, αντί να αναφέρει με λογικό ειρμό το περιεχόμενο της απάντησης, επιδόθηκε σε αερολογίες: «Μακάρι [ο Μιλόσεβιτς] να μπορούσε να απαντήσει στον εαυτό του αυτή την ερώτηση με τον τρόπο που το έκανε και μακάρι να μπορούσε να με ρωτήσει αυτήν την ερώτηση όντας ο δικηγόρος του εαυτού του, αλλά δεν πιστεύω ότι χρειάζεται να μου δώσει μια απάντηση. Έχει δώσει την απάντησή του. Την έχω ακούσει με τα ίδια μου τα αφτιά» (σελ. 41).
Αν αυτό δεν είναι ο ορισμός της λογοδιάρροιας, τι είναι; Και δεν πρόκειται για μια τυχαία αδεξιότητα. Σε αυτή την υπόθεση ήταν αδύνατο να ξεσκεπάσει κανείς τα εγκλήματα των ιμπεριαλιστών χωρίς να μιλήσει και για εκείνα του Μιλόσεβιτς. Από τη στιγμή που ο σκοπός της Κανέλλη ήταν να καθαγιάσει τον Μιλόσεβιτς και το καθεστώς του, δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί πραγματικά στους ιμπεριαλιστές και να εκθέσει τις δικές τους ευθύνες.
Η Κανέλλη αναφέρθηκε εκτενώς στον UCK-KLM και τα εγκλήματά του, τις μαφίες, κοκ (σελ. 46 κ.ε.). Δεν βρήκε λέξη όμως να πει για πολλαπλάσια εγκλήματα των συμμοριών του Μλάντιτς και του Αρκάν εναντίον αμάχων. Είπε ακόμη για «σχέδια των Αλβανών για τη Μεγάλη Αλβανία» που θα περιλάμβανε τα Γιάννενα και την Πρέβεζα, τα οποία ξεκινούν από τους ναζί, των οποίων ένα σχέδιο χρονολογούμενο από το 1939 ανακάλυψε, λέει, ένας συνεργάτης της στα αρχεία τους. «Είχαμε πολιτική αναταραχή στην Ελλάδα για πάνω από δεκαπέντε χρόνια σχετικά με την ανάγκη για αντίσταση στη δημιουργία μιας Μεγάλης Αλβανίας. Και… είμαστε μια φιλειρηνική χώρα» (σελ. 47). Η «φιλειρηνική» Κανέλλη, ωστόσο, παρέλειψε κάθε αναφορά στο γεγονός ότι η εμπόλεμη κατάσταση της Ελλάδας με τη Αλβανία δεν έχει ακόμη αρθεί με νόμο, και στις διεκδικήσεις του ελληνικού εθνικισμού για τη Βόρειο Ήπειρο, τις οποίες η ίδια έχει σιγοντάρει κατά καιρούς με τις «αντιστάσεις» της.
Οι δικαστές αναφέρθηκαν ακόμη στο γεγονός ότι η Κανέλλη ήταν αντιπρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής για την Υπεράσπιση του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και τη ρώτησαν αν συμφωνεί με τα έγγραφα που έχουν δημοσιευθεί από αυτή και αν είναι πίσω από αυτά. Αναφέρθηκαν συγκεκριμένα σε ένα Διεθνές Συνέδριό της, «Λευτεριά στον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Ηθική, Πολιτική και Νομική Επιταγή», που είχε χαρακτηρίσει το δικαστήριο της Χάγης «πολιτικό όργανο γενοκτονίας και δαιμονοποίησης». Η απάντηση της Κανέλλη ήταν ότι βρίσκεται πίσω «μόνο από όσα [έγγραφα] έχουν κυκλοφορήσει εν γνώσει μου» (σελ. 69-70). Πρόσθεσε δε ότι συμφωνούσε «απολύτως» με το συγκεκριμένο, αναγνωρίζοντας όμως ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει γενοκτονία (και συνεπώς δεν συμφώνησε απολύτως).
Αυτό είναι μια άθλια απάντηση, περίπου σαν να μας έλεγε ο Κουτσούμπας ότι συμφωνεί μόνο με τις αποφάσεις του ΚΚΕ που πάρθηκαν στην παρουσία του, ενώ για κάποια που λήφθηκε όταν έλειπε στο εξωτερικό δεν έχει καμιά ευθύνη. Ακόμη και ο Μητσοτάκης αν τον ρωτούσαν για τη συμφωνία και τις ευθύνες του με την κυβέρνηση της ΝΔ πολύ πιθανά δεν θα έλεγε ένα τέτοιο πράγμα.
Η Διεθνής Επιτροπή Υπεράσπισης του Μιλόσεβιτς και οι μάρτυρές του στη Χάγη
Όπως ήδη αναφέραμε, η Κανέλλη εκλέχτηκε αντιπρόεδρος στη Διεθνή Επιτροπή Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, την επιτροπή που συστάθηκε για την υπεράσπιση του Μιλόσεβιτς στη Χάγη, και με αυτή την ιδιότητά της κατέθεσε στο δικαστήριο. Δεν ήταν όμως η μόνη από το ΚΚΕ που συμμετείχε. Στην επιτροπή, δείγμα της ενεργού εμπλοκής της ηγεσίας του ΚΚΕ στο πλευρό του Μιλόσεβιτς, συμμετείχαν κάμποσα ακόμη προβεβλημένα κομματικά στελέχη, συγκεκριμένα οι: Κ. Αλυσσανδράκης (ευρωβουλευτής του ΚΚΕ), Στ. Κόρακας (ευρωβουλευτής του ΚΚΕ), Δ. Καλτσώνης (πανεπιστημιακός, στέλεχος τότε του ΚΚΕ), Ν. Φωτιάδης (πανεπιστημιακός, αντιπρόεδρος της ΕΕΔΥΕ, ελεγχόμενης από το ΚΚΕ κίνησης ειρήνης), Θ. Γεωργίου (πιθανώς ο αδελφός του Βάσου Γεωργίου) και Γ. Κακουλίδης (ένας ομοϊδεάτης της Κανέλλη, ποιητής, θαυμαστής αντιδραστικών όπως ο Όσβαλντ Σπένγκλερ και ο Περικλής Γιαννόπουλος και αρθρογράφος για τα πολιτιστικά στο «Ριζοσπάστη»[10]).
Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στη σύνθεση της επιτροπής, να δούμε αν επρόκειτο για κάποιο σώμα στο οποίο να δικαιολογείται η συμμετοχή των κομμουνιστών.
Η Διεθνής Επιτροπή Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς περιέλαβε στις τάξεις της, ως βιτρίνα, μερικούς δημοκράτες ή αριστερούς, πασιφιστές διανοούμενους, καλλιτέχνες, κοκ, όπως ο πρόεδρός της Αμερικανός δικαστής Ράμσεϊ Κλαρκ. Ο κύριος κορμός των μελών της όμως, ιδιαίτερα από τη Ρωσία και τη Σερβία, που ήταν και τα αφεντικά του σπιτιού, ήταν ακροδεξιοί πολιτικοί και δημοσιολόγοι, συχνά με ανοικτά φασιστικές συμπάθειες. Ενδεικτικά, ανάμεσα στα 160 μέλη της επιτροπής περιλαμβάνονται από τη Ρωσία οι:
- Αλεξάντερ Πραχάνοφ. Εκδότης της ακροδεξιάς Ζάφτρα, οπαδός της 5ης ρωσικής αυτοκρατορίας που θα διαδεχθεί τα βασίλεια του Ρους και της Μόσχας, την αυτοκρατορία των Ρομανόφ και την ΕΣΣΔ του Στάλιν, ένα ρωσικό αντίστοιχο του Βελόπουλου[11].
- Αλεξάντερ Ζινόβιεφ. Αντιμαρξιστής και αντικομμουνιστής ιδεολόγος σε όλη του τη ζωή, πολέμιος της ΕΣΣΔ, προς το τέλος προσέγγισε το σταλινισμό.
- Α. Ζεμσκόφ. Ανάλογων απόψεων στρατιωτικός αναλυτής, εκδότης του Πατριώτη.
- Μιχαήλ Κουζνετσόφ. Χριστιανορθόδοξος νομικός, μέλος από το 2005 της χριστιανόρθοδοξης ακροδεξιάς Ένωσης του Ρωσικού Λαού, υποστηρικτής ακραία ομοφοβικών απόψεων, βραβευμένος από τον Πατριάρχη Μόσχας. Μεταξύ άλλων εκτίμησε ότι τα μέλη των Πούσι Ράιοτ και οι οργανωτές της επίθεσης της 11ης Σεπτέμβρη «συνδέονται σε ένα ανώτερο επίπεδο με τον Σατανά».
- Βαλερί Γκάνιτσεφ. Πρόεδρος της Ένωσης Συγγραφέων της Ρωσίας στα 1994-2018, ταγός της ορθοδοξίας, εργάστηκε για την αγιοποίηση του Φ. Ουσάκοφ και άλλων τσαρικών στρατιωτικών, έλαβε πολλά μετάλλια από τη ρωσική Εκκλησία.
- Βιάτσεσλαβ Κλικόφ. Χριστιανορθόδοξος γλύπτης, μοναρχικός, στη σύνταξη της Ντεν του Πραχάνοφ, πρόεδρος στα 2005-06 της νεοτσαρικής Ένωσης του Ρωσικού Λαού (τσαρικό κόμμα στα 1905-17 με κύριο σύνθημα «Για την πίστη, τον τσάρο και την πατρίδα»). Υποστήριξε το 1996 τον Ζιουγκάνοφ θεωρώντας ότι θα επανέφερε στη Ρωσία τη μοναρχία.
- Λεονίντ Ιβασόφ. Γεωπολιτικός αναλυτής και στρατηγός, στενός συνεργάτης του Μιλόσεβιτς στα χρόνια της γιουγκοσλαβικής κρίσης και συνεργάτης του Ντούγκιν. Ακραίος εθνικιστής, θεωρούσε τη διάλυση των ορθόδοξων-σλαβικών παραδόσεων πηγή όλων των δεινών της Ρωσίας, επέκρινε τον Οκτώβρη ως εβραϊκή συνωμοσία.
- Σεργκέι Μπαμπούριν. Ρώσος εθνικιστής πολιτικός στο συντηρητικό δεξιό κόμμα Ρωσική Παλλαϊκή Ένωση, καθηγητής πανεπιστημίου.
- Γ. Λόχσιτς. Θρησκευτικός μυστικιστής ποιητής.
- Εκατερίνα Πολγκούεβα. Ποιήτρια, υποστηρίκτρια από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 όχι μόνο του Μιλόσεβιτς αλλά και των Μλάντιτς και Κάρατζιτς.
Στην Διεθνή Επιτροπή Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς συμμετείχαν επίσης πολλά ηγετικά στελέχη του ΚΚΡΟ, του ψευδοκομμουνιστικού κόμματος του Ζιουγκάνοφ. Όλοι τους εθνικιστές τύπου Κανέλλη υποστήριξαν μαχητικά όπως και όλη η ηγεσία του ΚΚΡΟ τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ενώ κάμποσοι από αυτούς πέρασαν ανοικτά στο κόμμα του Πούτιν ή σε άλλα δεξιά κόμματα:
- Βαλεντίν Βαρέβνικοφ. Τυπικός χαμαιλέοντας, πήρε μέρος στο πραξικόπημα του Αυγούστου 1991, σε συνέχεια μέλος της ΚΕ του ΚΚΡΟ από το 1993, εκλέχτηκε το 2003 στη Δούμα με τη λίστα του εθνικιστικού Ρόντινα, συνεργάτης του καθεστώτος Πούτιν, χαρακτηρίστηκε από τον πρόεδρο της Ρωσίας Ντ. Μεντβέντεφ «αληθινός πατριώτης».
- Έλενα Ντραπέκο. Ανάλογης πορείας στέλεχος του ΚΚΡΟ, αρχικά βουλευτής στη Δούμα με το ΚΚΡΟ και αργότερα με το κεντρώο κόμμα «Δίκαιη Ρωσία», στο πλευρό σήμερα του Πούτιν, υποστήριξε ότι η Ουκρανία είναι μια ανύπαρκτη χώρα.
- Βιάτσεσλαβ Τετέκιν. Ένα άλλο μέλος της ΚΕ του ΚΚΡΟ, διακαής σήμερα υποστηρικτής του αφηγήματος του Πούτιν για τη ναζιστική Ουκρανία.
- Βαλεντίν Τσίκιν. Εκδότης της Σοβιέτσκαγια Ροσίγια, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΡΟ αλλά και της εθνικιστικής Πατριωτικής Ένωσης του Ρωσικού Λαού.
- Νικολάι Μπεζμπρόντοφ. Στρατηγός, βουλευτής του ΚΚΡΟ στη δεκαετία του 1990, κατέληξε στέλεχος στο «Πολιτικό Κόμμα Εθνική Ασφάλεια της Ρωσίας».
Ανάλογα ισχύουν για μια σειρά μέλη της επιτροπής από τη Λευκορωσία, ενώ από άλλες χώρες βρίσκουμε μεταξύ άλλων τους:
- Μίλο Γελεσίγιεβιτς. Συγγραφέας στις ΗΠΑ, υμνητής του Ράντκο Μλάντις για τον οποίο έγραψε τη βιογραφία Ράντκο Μλάντιτς. Τραγικός Ήρωας.
- Β. Γιοκσίμοβιτς. Ένας εμιγκρές από τη λαϊκή Γιουγκοσλαβία, το 1946 είχε υπερασπίσει στη δίκη του τον Ντράζα Μιχαήλοβιτς, τον επικεφαλής των Τσέτνικ, συμμάχων των ναζί και των Ιταλών φασιστών ενάντια στους παρτιζάνους.
- Vladimir Kršljanin. Πρώην ηγετικό στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Μιλόσεβιτς, πρόεδρος του Κινήματος για τη Σερβία, υποστηρικτής της άποψης ότι η νέα Σερβία πρέπει να θεμελιωθεί στην ορθόδοξη πνευματικότητα.
- Γιόλε Στάνισιτς. Συγγραφέας, πήρε μέρος στην αντίσταση στη Γιουγκοσλαβία, συντάχτηκε με την επίθεση του Στάλιν στον Τίτο, αργότερα έζησε στην ΕΣΣΔ, συνεργάτης στα στερνά του της ακροδεξιάς Ζάφτρα.
- Αντρέ Φλτσεκ. Γεννημένος στην ΕΣΣΔ Αμερικανός δημοσιογράφος, ομοϊδεάτης του Kršljanin, οπαδός της άποψης ότι η Κίνα δεν είναι καπιταλιστική, αλλά ένας «σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά», αντιπροσωπευτικός τύπος των διανοούμενων που εμφανίζουν σαν «αντικαπιταλισμό» το να ξεπουλιούνται στη Ρωσία ή την Κίνα.
- Τζορτζ Σαμουέλι. Ένας παρόμοιου στιλ ουγγρικής καταγωγής φιλο-Πούτιν και φιλο-Όρμπαν «αντιιμπεριαλιστής» σχολιαστής, με συνεντεύξεις στο ρωσικό «Σπούτνικ» κοκ.
- Μισέλ Κολόν. Βέλγος δημοσιογράφος, στέλεχος του σταλινικού κόμματος του Λούντο Μάρτενς, συνωμοσιολόγος, μαχητικός υποστηρικτής της δικτατορίας του Άσαντ.
- Φούλβιο Γκριμάλντι. Ιταλός ισχυρά συνωμοσιολόγος δημοσιογράφος, υποστηρικτής σήμερα του Πούτιν που εκφράζει, κατά τον ίδιο, το 70% του ρωσικού λαού.
- Ενρίκο Βίνια. Ιταλός, διακαής υποστηρικτής του Πούτιν και του Άσαντ, συγγραφέας βιβλίων όπως Ουκρανία, Ντονμπάς. Τα εγκλήματα πολέμου της Χούντας του Κιέβου και Οι εκκλησίες της Ανατολής και το συριακό καθεστώς.
- Ράικο Ντόλετσεκ. Τσέχος γιατρός, θερμός θαυμαστής του Μλάντιτς (δημοσίευσε βιβλίο με συνεντεύξεις του στον ίδιο) και του Κάρατζιτς.
- Ζακ Βερζέ. Γαλλοβιετναμέζος νομικός, πήρε μέρος στη γαλλική αντίσταση υπό τον Ντε Γκολ και εντάχτηκε στο Γαλλικό ΚΚ το 1945, αργότερα υπεράσπισε ναζί εγκληματίες όπως ο Κλάους Μπάρμπι, εκτιμώντας ότι η καταδίκη του από γαλλικό δικαστήριο ήταν «πράξη υποκρισίας», και αρνητές του Ολοκαυτώματος όπως ο Ροζέ Γκαροντί.
Δεκάδες ακόμη μέλη της Επιτροπής Μιλόσεβιτς είναι τέτοιοι αντιδραστικοί ή πιο άσημοι παρατρεχάμενοι που κινητοποιούνται για να υπογράφουν εκκλήσεις π.χ. για τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα, ότι «το τι πραγματικά συνέβη στη Σρεμπρένιτσα τον Ιούλιο του 1995 είναι ένα ζήτημα που δεν έχει ακόμη διευθετηθεί, ή γιατί συνέβη και ποιος ήταν πίσω από αυτό»[12]. Στον αντίποδα, μετριούνται στα δάκτυλα οι πραγματικοί αριστεροί, όπως ο θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πιντέρ ή ο Λόρεντς Κνορ, που συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση ενάντια στον Χίτλερ. Αυτή η μικρή κατηγορία προοδευτικών και σοσιαλιστών ακτιβιστών, συντάχτηκαν με τον Μιλόσεβιτς θεωρώντας πλανημένα ότι υπερασπίζουν έτσι την κληρονομιά του Τίτο και φυσικά δεν αλλάζουν στο ελάχιστο τη γενική εικόνα.
Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στους μάρτυρες υπεράσπισης που κάλεσε ο Μιλόσεβιτς στη Χάγη, για τους οποίους ήταν εντελώς άμεσα υπεύθυνος. Και εδώ πάλι δεν βρίσκουμε σχεδόν τίποτε άλλο από εθνικιστές και ακροδεξιούς.
Η πρώτη μάρτυρας υπεράσπισης ήταν η Σμίλια Αβράμοφ. Αναφέρεται στο Διαδίκτυο σαν ακραία εθνικίστρια, έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην υπεράσπιση του Κάρατζιτς ενώ το 2006 είχε υπογράψει μια αίτηση για την αποκατάσταση του Ντράζα Μιχαΐλοβιτς, του συνεργάτη των ναζί αρχηγού των τσέτνικ.
Ένας άλλος μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο συνταγματάρχης Βλάτκο Βούκοβιτς, ο οποίος υποστήριξε ότι οι Κοσοβάροι πρόσφυγες άφησαν τη χώρα τους εσκεμμένα για να φανεί ότι είχε συμβεί μια ανθρωπιστική καταστροφή, δικαιολογώντας έτσι την επίθεση του ΝΑΤΟ[13]. Και μόνο το να φέρνει κανείς τέτοια επιχειρήματα αρκεί για να τον ξεσκεπάσει για αντιδραστικό απατεώνα. Κανείς δεν εγκαταλείπει την εστία και τη ζωή του αν δεν νιώθει ότι απειλείται. Παρόμοιου τύπου επιχειρήματα προσφέρονται κατά κόρο από αρνητές του Ολοκαυτώματος, ότι οι θάλαμοι αερίων ήταν σκηνοθετημένοι κοκ.
Ένας άλλος μάρτυρας ήταν ο Σλόμπονταν Γιάρσεβιτς, συγγραφέας, διπλωμάτης και υπουργός εξωτερικών της λεγόμενης Δημοκρατίας της Σερβικής Κράινα στα 1992-94. Είναι ένας ακραίος εθνικιστής, υποστηρικτής της ψευδο-ιστορικής θεωρίας της «σερβικής αυτόχθονης σχολής», σύμφωνα με την οποία οι Σέρβοι υπήρχαν στα Βαλκάνια εδώ και 2500 χρόνια, συγγραφέας έργων όπως Και οι Θεοί Μιλούσαν Σερβικά, Η Μυθική Μετανάστευση των Σέρβων (από κοινού με τον Γιόβαν Ντέρετιτς) κοκ. Ο Ντέρετιτς, βουλευτής του κόμματος του Αρκάν, υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ο Σέρβος στρατηγός Αλεξάνταρ Καράνοβιτς, ο τρίτος Σέρβος στρατηγός που έφτασε στην Ινδία, οι άλλοι δυο όντας ο Νίνο Μπέλοφ και ο Σέρβο Μακαρίντοφ, ευρύτερα γνωστός και ως Ηρακλής (δεν διευκρινίζεται αν και η Λερναία Ύδρα ήταν Σέρβα)…
Το «βαρύ πυροβολικό» μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισης ήταν, βέβαια, ο Βόισλαβ Σέσελι, ο επικεφαλής του ακροδεξιού Σερβικού Ριζοσπαστικού Κόμματος. Ο Σέσελι σύστησε ο ίδιος τον εαυτό του στο δικαστήριο ως «τον μεγαλύτερο ζώντα Σέρβο εθνικιστή και ηγετικό Σέρβο εθνικιστή ιδεολόγο»[14]. Σε αυτό δεν είχε άδικο καθώς από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε υποστηρίξει τη σερβοποίηση της Γιουγκοσλαβίας, με την κατάργηση των περισσότερων συστατικών δημοκρατιών της. Στο δικαστήριο ανέπτυξε και υπεράσπισε το Σχέδιο της Μεγάλης Σερβίας, σύμφωνα με το οποίο, πέρα από τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Βοσνία Ερζεγοβίνη και το καλύτερο μέρος της Κροατίας ήταν σερβικές περιοχές.
Ο Σέσελι προσπάθησε να παρουσιάσει τον εαυτό του σαν «αντίπαλο» του Μιλόσεβιτς, γεγονός όμως παραμένει ότι το 1998-2000, στη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, αυτός και ο Μιλόσεβιτς είχαν σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με τον Σέσελι να αναλαμβάνει τη θέση του αναπληρωτή πρωθυπουργού.
Για το τι εστί Σέσελι, ενδεικτικοί είναι οι διθύραμβοι που του αφιερώνονται στο σάιτ της Χρυσής Αυγής:
«Ο συναγωνιστής Μιχαλολιάκος είχε γνωριστεί με τον Σέρβο ηγέτη Σέσελι στην Μόσχα το 1996, καλεσμένοι και οι δύο του ρώσσου πολιτικού Ζιρινοφσκι και υπήρξαν σχέσεις μεταξύ του εθνικού κόμματος του Σέσελι και της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, στην εφημερίδα της οποίας είχε δώσει συνέντευξη για το μακεδονικό με τον τίτλο “Τα Σκόπια πρέπει να διαλυθούν”, στην οποία πρότεινε Ελλάδα και Σερβία να μοιρασθούν τα εδάφη των Σκοπίων. Ίδιες απόψεις είχε και για την Αλβανία και σχετικό είναι το παρακάτω δημοσίευμα από παλαιό φύλλο της εφημερίδας “Χρυσής Αυγής”: “Σέρβος Εθνικιστής Ηγέτης Σέσελι: Η Αλβανία είναι τεχνητό κράτος – Να διαμοιράσουμε τα εδάφη της με την Ελλάδα!”»[15]
Φυσικά, εκτός από τη Χρυσή Αυγή και ο «Ριζοσπάστης» δεν παρέλειπε να ενημερώνει τους αναγνώστες του για τις σωτήριες δραστηριότητες του Σέσελι στην υπεράσπιση του Μιλόσεβιτς, από κοινού με τον Ζιουγκάνοφ, τον ψευδο-κομμουνιστή ηγέτη του ΚΚΡΟ, χωρίς μάλιστα να κάνει ούτε την παραμικρή νύξη για το ποιος είναι ο Σέσελι:
«Ο πρόεδρος της ΚΕ του ΚΚΡΟ και επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΡΟ στην Κρατική Δούμα Γκενάντι Ζιουγκάνοφ συναντήθηκε με τον ηγέτη του Σερβικού Ριζοσπαστικού Κόμματος και υποψήφιο πρόεδρο της Σερβίας Βοϊσλάβ Σέσελι. Οι δυο ηγέτες υπογράμμισαν τις στενές σχέσεις των δυο λαών, την ιστορικά διαμορφωθείσα στρατηγική συνεργασία της Ρωσίας και της Γιουγκοσλαβίας… Ο Σέσελι τόνισε ότι “στην ουσία, η Σερβία βρίσκεται σήμερα υπό δυτική κατοχή και τη χώρα διοικούν εκείνοι που τη βομβάρδισαν το 1999. Σήμερα έχουμε προδοτική, κατοχική εξουσία”. Σημείωσε τη σημασία της συνεργασίας του Σερβικού Ριζοσπαστικού Κόμματος με το Σοσιαλιστικό Κόμμα Σερβίας και τον εξέχοντα ρόλο του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Ο ηγέτης του ΚΚΡΟ σημείωσε σχετικά μ' αυτό: “Το ΚΚΡΟ και οι λαϊκοπατριωτικές δυνάμεις κάνουν το παν δυνατό για την υποστήριξη του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, για το σταμάτημα της δίωξης από μέρους του παράνομου Δικαστηρίου της Χάγης”»[16].
Αυτά κλείνουν το ζήτημα σχετικά με τις δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν στο πλευρό του Μιλόσεβιτς, στη διάρκεια των πολέμων στη Γιουγκοσλαβία και στην υπεράσπισή του αργότερα στη Χάγη, ενεργό μέρος των οποίων υπήρξε με το ενδιάμεσο της Κανέλλη και η νεοσταλινική ηγεσία του ΚΚΕ.
Σλάβενκο Τέρζιτς
Ένας βασικός μάρτυρας υπεράσπισης που κάλεσε ο Μιλόσεβιτς στη Χάγη ήταν ο Σλάβενκο Τέρζιτς, διευθυντής του Ιστορικού Ινστιτούτου της Σερβικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Επιστρατεύθηκε από τον Μιλόσεβιτς ως ειδικός σε ιστορικά θέματα, για να αποδείξει ότι το Κόσσοβο ήταν ανέκαθεν σερβικό έδαφος και επομένως οι ενέργειες της Σερβίας που οδήγησαν στην εκδίωξη εκατοντάδων χιλιάδων Αλβανών ήταν νόμιμες. Είναι ένας μάρτυρας στον οποίο αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα, καθώς συνοψίζει το είδος των ακραίων αντιδραστικών που στρατεύτηκαν με τον Μιλόσεβιτς, αναγνωρίζοντάς τον σαν άνθρωπό τους, και τον υπεράσπισαν στη Χάγη.
Ο Τέρζιτς είναι ένας «χριστιανορθόδοξος» θεωρητικός με ισχυρές ακροδεξιές και φασιστικές αναφορές, κάτι σαν το σερβικό ανάλογο του Ντούγκιν, ενώ διετέλεσε και πρεσβευτής της Σερβίας στη Ρωσία από το 2013, ένα δείγμα των στενών δεσμών του με το καθεστώς Πούτιν και με τον εσμό των αντιδραστικών ιδεολόγων του. Σε μια συνέντευξή του το 2015 σε ρωσικό στρατιωτικό σάιτ εξαίρει το μεγαλείο της ορθοδοξίας που το εκπροσωπούν στα μάτια του η Ρωσία και η Σερβία: «Είναι μεγάλη τιμή για μένα να είμαι ο εκπρόσωπος της Σερβίας μου σε αυτό το μεγάλο σλαβικό ορθόδοξο κράτος – τη Ρωσία». Τα διακυβεύματα σήμερα στη Ρωσία και τη Σερβία «Είναι ζήτημα της μοίρας της Ορθοδοξίας, της μοίρας του ορθόδοξου πληθυσμού, της μοίρας του σλαβικού ορθόδοξου πληθυσμού, και τελικά είναι ζήτημα της τύχης του χριστιανικού πληθυσμού και, αν θέλετε, του ευρωπαϊκού χριστιανικού πληθυσμού, γιατί θεωρώ το ρωσικό πολιτισμό ή το σερβικό πολιτισμό ευρωπαϊκό πολιτισμό με την ευρεία έννοια του όρου»[17].
Ως εδώ θα μπορούσε να μας τα πει και η Κανέλλη. Ο Τέρζιτς όμως προχωρά πολύ πιο πέρα. Υμνεί, π.χ., τον τσαρισμό και ιδίως τον «ηρωικό» τσάρο Νικόλαο τον Β΄, κατατοπίζοντάς μας για τα μνημεία που του στήνουν στη Σερβία αυτός και οι όμοιοί του:
«Στις 16 Νοεμβρίου 2014, ο παναγιώτατος Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών Κύριλλος πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στη Σερβία… Ο παναγιώτατος, μαζί με τον Πρόεδρό μας Νίκολιτς και τον Πατριάρχη Ειρηναίο, συμμετείχαν στα εγκαίνια του μνημείου του Νικολάου Β΄ στο παλιό κέντρο του Βελιγραδίου. Όπως γνωρίζετε, ο Νικόλαος Β΄ για εμάς, για τον σερβικό λαό γενικότερα, είναι ένας ήρωας… Στο Βελιγράδι, υπάρχει ένας δρόμος που φέρει το όνομα του Νικόλαου Ρομανόφ, πριν το νεκροταφείο γίνει μνημείο του. Και τώρα στο κέντρο του Βελιγραδίου, απέναντι από το Προεδρικό Επιμελητήριο, υπάρχει ένα νέο μνημείο του Νικολάου του Β΄. Και αυτό είναι επίσης απόδειξη, όχι μόνο της πολιτικής και οικονομικής, αλλά και της βαθιάς πνευματικής εγγύτητας των λαών μας».
Ο Νικόλαος ο Β΄, ο τελευταίος τσάρος της Ρωσίας, ανατράπηκε ως γνωστόν από τη ρωσική επανάσταση του 1917 υπό τον Λένιν, στον οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ είναι στα λόγια ακλόνητα πιστή. Στην πράξη όμως, υπερασπίζοντας τον Μιλόσεβιτς μαζί με τον Τέρζιτς και τους ομοίους του, είναι ακλόνητα πιστή στον τσάρο Νικόλαο τον Β΄ και τους ακροδεξιούς που τον αγιοποιούν και του στήνουν σήμερα μνημεία.
Στην ίδια συνέντευξη ο Τέρζιτς αναφέρεται εγκωμιαστικά σε Ρώσους ιδεολόγους του τσαρισμού του 19ου αιώνα όπως ο Νικολάι Ντανιλέφσκι, ένας θεολογικός στοχαστής, αλλά και σε προδρόμους του ναζισμού όπως ο Όσβαλντ Σπένγκλερ. Είναι ακόμη θαυμαστής του Κονσταντίν Λεόντιεφ, ενός τσαρικού φιλοσόφου, που συνιστούσε την επέκταση της Ρωσίας στην Κίνα, ως αντίδοτο στις επαναστατικές, εξισωτικές επιρροές της Δύσης. Ο ίδιος είχε αντιταχθεί στην απελευθέρωση των δουλοπάροικων, ενώ πρόβλεψε ότι στον 20ό αιώνα θα γινόταν μια σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία, που θα ήταν η βασιλεία του Αντίχριστου.
Εκεί όμως που γίνεται ιδιαίτερα διαχυτικός και τρυφερός ο Τέρζιτς είναι με τον Ρώσο πατριάρχη Κύριλλο και με τον Νικολάι Βελιμίροβιτς, τον θεμελιωτή του ακραίου κληρικαλικού εθνικισμού στη Σερβία.
«Συναντιέμαι συχνά με τον παναγιώτατο Πατριάρχη Κύριλλο στον Καθεδρικό Ναό του Σωτήρος Χριστού και διαβάζω τα βιβλία του (τώρα, για παράδειγμα, διαβάζω το βιβλίο του αφιερωμένο στη σκέψη για την ελευθερία). Είναι ένας πολύ έξυπνος, πολύ μορφωμένος άνθρωπος. Και πάντα μας υπενθυμίζει τη σημασία των ηθικών και πνευματικών αξιών για εμάς σήμερα… Σας ευχαριστώ που θυμηθήκατε τον Νικολάι [Βελιμίροβιτς] ή, όπως τον αποκαλούμε, τον Νικολάι Ζίσκι. Γεγονός είναι ότι κάποτε ζούσε στο μοναστήρι της Ζίκα, που είναι η πρώτη πρωτεύουσα της αυτοκέφαλης αρχιεπισκοπής μας».
Ο Κύριλλος, ο τωρινός Ρώσος ορθόδοξος πατριάρχης, είναι ένας στενός σύμμαχος του Πούτιν, το καθεστώς του οποίου έχει χαρακτηρίσει «ένα θαύμα του Θεού». Ο ίδιος υπεράσπισε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σαν έναν «ιερό πόλεμο» ενάντια «στις δυνάμεις του κακού». Να σημειωθεί ότι ο Κύριλλος σύμφωνα με άρθρο του Forbes το 2006 και με άλλες πηγές έχει μια περιουσία από 2,8 ως 8 δις δολάρια, ενώ σύμφωνα με υλικά από σοβιετικά αρχεία ήταν στο παρελθόν, πριν τη διάλυση της ΕΣΣΔ, και πράκτορας της KGB.
Ο Νικολάι Βελιμίροβιτς είναι μια ακόμη χειρότερη περίπτωση σκοταδιστή κληρικού. Υπήρξε ο εισηγητής του «εθνικισμού του Αγίου Σάββα», του δόγματος των πιο ακραίων στοιχείων της σερβικής εκκλησίας, με το οποίο καθαγίαζαν το μεγαλοσέρβικο εθνικισμό. Σύμφωνα με τον Βελιμίροβιτς, «οι τρεις μεγαλύτερες αξίες του σερβικού λαού είναι ο Θεός, ο Βασιλιάς και η Πατρίδα». Το 1935 σε μια ομιλία του για τον «εθνικισμό του Αγίου Σάββα» (μοναχού και πρίγκιπα του 12ου - 13ου αιώνα) είχε πει ότι «ο εθνικισμός του Αγίου Σάββα αντιπροσωπεύει τον τρόπο ζωής των ορθόδοξων Σέρβων στην Εκκλησία του Χριστού. Αυτός ο τρόπος ζωής που δημιουργήθηκε από τον Άγιο Σάββα, συνδυάζει το σερβικό εθνικισμό και τον ορθόδοξο κληρικαλισμό». Υποστήριζε ακόμη ακραία αντισημιτικές απόψεις όπως ότι «οι Εβραίοι είναι ποντισμένοι από το βρωμερό πνεύμα του σατανά», ενώ είχε παρασημοφορηθεί την ίδια χρονιά από τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ.
Ο έρωτας ήταν αμοιβαίος και σφοδρότατος, αφού στην ως άνω ομιλία του για τον Άγιο Σάββα ο Βελιμίροβιτς είχε υμνήσει τον Χίτλερ σαν «ήρωα» και «άγιο», ένα σύγχρονο συνεχιστή του Αγίου Σάββα:
«Πρέπει να δείξουμε», έλεγε, «τον δέοντα σεβασμό στον σημερινό Γερμανό Ηγέτη, ο οποίος ως απλός τεχνίτης και άνθρωπος του λαού, συνειδητοποίησε ότι ο εθνικισμός χωρίς πίστη είναι μια ανωμαλία, ένας ψυχρός και ανασφαλής μηχανισμός. Και έτσι, τον 20ό αιώνα, ήρθε στην ιδέα του Αγίου Σάββα και ως λαϊκός ανέλαβε μεταξύ του λαού του το πιο σημαντικό έργο, που αρμόζει σε έναν άγιο, μια ιδιοφυΐα και έναν ήρωα. Και για εμάς αυτό το έργο το έχει επιτελέσει ο Άγιος Σάββας, ο πρώτος μεταξύ των αγίων, ο πρώτος μεταξύ των μεγαλοφυών και ο πρώτος μεταξύ των ηρώων της ιστορίας μας. Το εκπλήρωσε τέλεια, το εκπλήρωσε χωρίς μάχη και χωρίς αίμα, και το εκπλήρωσε όχι χθες ή προχθές, αλλά πριν από 700 χρόνια»[18].
Αυτά όλα θα έπρεπε να είναι ενδεικτικά για το ρόλο του Τέρζιτς και των ομοίων του, αλλά και για το σε τι μεταφράζονται στην πράξη οι «εθνικισμοί του Αγίου Σάββα» και τα μνημεία που στήνουν στους τσάρους. Κατά την ηγεσία του ΚΚΕ μπορεί να αγωνιζόμαστε για την ειρήνη υπερασπίζοντας τον Μιλόσεβιτς μαζί με αυτά τα φασιστοειδή!!!
Ο Τέρζιτς είναι ακόμη διακαής θαυμαστής του Όλεγκ Πλατόνοφ, έχοντας εντρυφήσει βαθιά στις εκδόσεις του: «Το Ινστιτούτο Ρωσικού Πολιτισμού και ο επικεφαλής του, ο Όλεγκ Πλατόνοφ, μου παρουσίασαν σχεδόν 30 βιβλία από το εκδοτικό αυτού του Ινστιτούτου – αυτά είναι εξαιρετικά βιβλία της ρωσικής πολιτιστικής κληρονομιάς, Ρώσων φιλοσόφων και συγγραφέων. Στην πραγματικότητα, εξεπλάγην όταν έμαθα πόσα καλά βιβλία κατάφερε να εκδώσει ο Όλεγκ Πλατόνοφ σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα!»
Στην πραγματικότητα, ο Πλατόνοφ είναι ένας Ρώσος ακροδεξιός εθνικιστής και νεοφασίστας αρνητής του Ολοκαυτώματος. Έχει υποστηρίξει ότι οι ρωσικές επαναστάσεις του Φλεβάρη και του Οκτώβρη του 1917 ήταν έργο εβραιομασόνων συνωμοτών, ενώ το μπολσεβίκικο καθεστώς δολοφόνησε 87 (!) εκατομμύρια Ρώσους. Από την άλλη, όπως όλοι οι Ρώσοι εθνικιστές, εκθειάζει τον Στάλιν, εκτιμώντας ότι με τις εκκαθαρίσεις «έκανε το πρώτο βήμα εμπρός για τη σωτηρία της Ρωσίας από τον εβραιομπολσεβικισμό». Ήταν ακόμη μέλος της σύνταξης του νεοναζιστικού περιοδικού Journal of Historical Review[19].
Στην κατάθεσή της στη Χάγη η Κανέλλη αποκάλεσε σε ένα σημείο την αμερικάνικη κυβέρνηση «νεοναζιστική»: «Θεωρώ ότι η αμερικάνικη πολιτική σήμερα… είναι νεοναζιστική, πολιτική της Νέας Τάξης Πραγμάτων και είναι ενάντια στην ανθρωπότητα ως έγκλημα το οποίο εκτυλίσσεται σε όλο τον κόσμο» (σελ. 70).
Αυτό λέγεται ίσως με μια δόση υπερβολής, γιατί ο ναζισμός και ο νεοναζισμός έχουν κάποια συγκεκριμένα γνωρίσματα, αλλά η Κανέλλη είναι τέτοια διακαής αντιναζίστρια που θα της το παραχωρήσουμε. Το ερώτημα τίθεται εύλογα: Κάτι φιγούρες όπως ο Τέρζιτς, ο Πραχάνοφ και ο Πλατόνοφ δεν είναι σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό νεοναζί; Και μπορεί ο Μιλόσεβιτς να εκπροσωπεί την «αντιφασιστική αντίσταση στη Νέα Τάξη» όταν συμπορεύεται με τέτοια αντιδραστικά κατακάθια;
Η απάντηση είναι ότι δεν μπορεί. Και το ότι βασίζεται σε τέτοια στοιχεία δεν είναι τυχαίο. Άνθρωποι όπως ο Τέρζιτς εκπροσωπούν και εκφράζουν στη θεωρία, ιδεολογικά, αυτό που τα στηρίγματα της πολιτικής του Μιλόσεβιτς, ο Κάρατζιτς, ο Μλάντιτς, ο Αρκάν και οι συμμορίες τους, ήταν στην πράξη. Γι’ αυτό ο Μιλόσεβιτς έπρεπε να βασίζεται στους Τέρζιτς, τόσο για να υποδαυλίσει αρχικά τον εθνικιστικό φανατισμό στη Σερβία, όσο και για να φτιασιδώσει αργότερα στη δίκη του τα πεπραγμένα του.
Ο Ντιμιτρόφ ενσάρκωσε την αντίσταση στη ναζιστική Νέα Τάξη στη Δίκη της Λειψίας αλλά δεν κάλεσε τον Χίτλερ και τον Γκέμπελς σαν μάρτυρες υπεράσπισης, ούτε τους αποκάλεσε άγιους και ήρωες. Εδώ αυτοί οι «νέοι Ντιμιτρόφ» πολέμιοι της αμερικάνικης Νέας Τάξης και οι «Αντιγόνες» τους όπως πάνε θα μας πουν σε λίγο ότι ο Χίτλερ και ο Γκέμπελς ήταν οι αυθεντικοί αντιφασίστες, πετώντας και κανένα «χάιλ Χίτλερ» εις επίρρωση των λεγομένων τους. Ο δε Λένιν και οι Μπολσεβίκοι ήταν ασφαλώς οι αληθινοί φασίστες και μαζικοί εγκληματίες…
Η ηγεσία του ΚΚΕ ως «χρήσιμοι ηλίθιοι»
Η ιστορία του Μιλόσεβιτς και της υπεράσπισής του από την Κανέλλη στη Χάγη, μας βεβαιώνει ποιητικά ο Λαμπρούλης, είναι «Μια Ιστορία που μοσχοβολά γλυκάνισο, θυμάρι και βουνίσιο παρτιζάνικο μπαρούτι, Ιστορία εκρηκτική, περήφανη και αδάμαστη, ελεύθερη και γειωμένη στον κόσμο της, στα αληθινά προβλήματα του τόπου της, αδιαπραγμάτευτα ανυπότακτη στη Νέα Τάξη των ιμπεριαλιστών, με γνήσιο πατριωτικό προφίλ και ουσιαστικές εθνικές ανησυχίες για το μέλλον των λαών-εθνών στην εποχή του ιμπεριαλισμού» (σελ. 5).
Καμιά σχέση με γλυκάνισο και θυμάρι! Στην πραγματικότητα, αυτό που έβγαλαν ο Μιλόσεβιτς και οι μάρτυρές του στη Χάγη, μαζί και η Κανέλλη, ήταν η μπόχα του βόθρου, η μπόχα της ακροδεξιάς αντίδρασης. Αν όμως στο ΚΚΕ έχουν χάσει την ικανότητα να διακρίνουν την ευωδιά του θυμαριού από την μπόχα του βόθρου, αυτό δεν είναι τυχαίο. Συνδέεται με το γεγονός ότι μετά το 1990 αποθεώνοντας τα σταλινικά εγκλήματα ως πεμπτουσία του σοσιαλισμού, χώθηκαν ως το λαιμό σε έναν άλλο βόθρο και συνήθισαν την μπόχα του. Αυτό ακριβώς τους έκανε ανίκανους να αισθανθούν την μπόχα του Μιλόσεβιτς και το δυσώδες αποσμητικό που άπλωσε πάνω της η Κανέλλη.
Η άποψη ότι η Κανέλλη και οι ουρές της στην ηγεσία του ΚΚΕ υπεράσπισαν στο πρόσωπο του Μιλόσεβιτς το γνήσιο πατριωτισμό μπορεί να λανσάρεται από τους ίδιους είναι όμως τεράστιο ψέμα. Ο Μιλόσεβιτς δεν ήταν ο εκφραστής του πατριωτισμού των παρτιζάνων του Τίτο και του ΕΑΜ, αλλά του πατριωτισμού των δωσίλογων, των αντιδραστικών δυνάμεων που ήρθαν στο προσκήνιο στη φάση της διάλυσης και για προφανείς λόγους, για να μην εκτίθενται ανοικτά ως αντιδραστικοί, τον καπηλεύονται. Και η ηγεσία του ΚΚΕ, με ενδιάμεσο την Κανέλλη, έγιναν οι χρήσιμοι ηλίθιοι αυτών ακριβώς των αντιδραστικών.
Η συνταύτιση με τον Μιλόσεβιτς και τα εγκλήματά του δεν ήταν η μόνη περίπτωση που η ηγεσία του ΚΚΕ έδρασαν σαν χρήσιμοι ηλίθιοι της ακροδεξιάς αντίδρασης. Στα πρόσφατα χρόνια ταυτίστηκαν με την ακροδεξιά σε μια σειρά ακόμη περιπτώσεις, όπως το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού, το θέμα των ταυτοτήτων, η από μέρους τους υπογραφή εθνικιστικών διακηρύξεων για το Σχέδιο Ανάν και πιο πρόσφατα το θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Σε όλες αυτές της περιπτώσεις υιοθέτησαν τις θέσεις της Εκκλησίας και επανέλαβαν τα επιχειρήματα των εγχώριων εθνικιστών[20].
Μπαίνει το ερώτημα: Η ηγεσία του ΚΚΕ και τα στελέχη του δεν πήραν τίποτα χαμπάρι για τον εθνικισμό του Μιλόσεβιτς και τα μαζικά εγκλήματα με τα οποία συνδέθηκαν αυτός και οι συνεργάτες του τύπου Κάρατζιτς και Μλάντιτς; Αν δεν τα είχαν πάρει καθόλου χαμπάρι, αυτό θα σήμαινε ότι είναι άχρηστοι ηλίθιοι. Η αλήθεια όμως είναι ότι τα ξέρουν αλλά τα προσπερνούν με υποκριτικές υπεκφυγές· αποχαυνωμένοι όπως είναι, κολακεύονται να πιστεύουν ότι το κύριο με τον Μιλόσεβιτς ήταν ο «αντιαμερικάνικος αγώνας του».
Η Εισαγωγή του Λαμπρούλη είναι αποκαλυπτική: «Ανεξαρτήτως θεμελιωδών ή επιμέρους επιφυλάξεων, ενστάσεων και διαφωνιών», γράφει, «που μπορεί να εκφράζει και να αναπτύσσει κανείς έναντι της πολιτικής, οικονομικής και άλλης, την οποία ακολούθησε ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, όταν το προσωπικό του ρολόι συγχρονίστηκε με το ρολόι της ιστορίας σε μια καμπή τραγική και εκβιαστική εκείνος πήρε θέση αξιοπρέπειας και αντίστασης, δεν υποτάχτηκε σε τελεσίγραφα, δεν μπήκε σε διλήμματα, δεν αναλώθηκε στο να ζυγίσει το προσωπικό όφελος, δεν υπολόγισε το κόστος ή το συσχετισμό δυνάμεων, έδωσε, σε μια εποχή που παγκοσμίως ο ιμπεριαλισμός έμοιαζε να παίρνει την απόλυτη ρεβάνς με τρόπο ολοκληρωτικό, ένα φωτεινό υπόδειγμα στάσης απέναντι σε αυτόν» (σελ. 7).
Αυτό όλο φυσικά είναι στάχτη στα μάτια και ξεδιάντροπη υποκρισία. Αν έχουν οποιεσδήποτε επιφυλάξεις, ενστάσεις και διαφωνίες απέναντι στον Μιλόσεβιτς, είναι η πιο στοιχειώδης τους υποχρέωση να μας πουν ποιες είναι. Αναγνωρίζουν το ρόλο του Μιλόσεβιτς σαν εκφραστή του σερβικού εθνικισμού, τις σφαγές των παραστρατιωτικών σερβικών οργανώσεων στη Βοσνία, κοκ; Αν ναι, τότε μπορεί κάποιος που εμπλέκεται καθοριστικά σε όλα αυτά να συγχρονιστεί με το ρολόι της ιστορίας; Μπορεί να εκφράζει ένα γνήσιο, προοδευτικό αντιαμερικανισμό κάποιος που συμμαχεί με τους Σέσελι; Αν το αναγνωρίσουμε αυτό για τον Μιλόσεβιτς, γιατί να μην το αναγνωρίσουμε και για τον ίδιο τον Σέσελι και τον Μλάντιτς, ακόμη και τον Αρκάν; Γιατί να μην το αναγνωρίσουμε και για τον Τέρζιτς, τον Πραχάνοφ, τον Πλατόνοφ και όλο το συρφετό των Ρώσων, Γιουγκοσλάβων και άλλων ακροδεξιών που μαζεύτηκαν στη Διεθνή Επιτροπή Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και κατέθεσαν σαν μάρτυρες υπεράσπισης στη δίκη του; Στην πραγματικότητα, όλη η πορεία και η δίκη του Μιλόσεβιτς απέδειξαν ότι ήταν το όργανο αυτών των δυνάμεων, που καμιά σχέση δεν έχουν και δεν μπορεί να έχουν με τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Αν αυτά δεν αρκούν, στον ίδιο τον Ριζοσπάστη αναφέρουν ότι στις προεδρικές εκλογές του 2002, που επίσης ακυρώθηκαν λόγω χαμηλής συμμετοχής, ο Σέσελι έλαβε την υποστήριξη του Μιλόσεβιτς πετυχαίνοντας ένα «απρόσμενα υψηλό ποσοστό»:
«Ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει απ’ τις προχτεσινές σερβικές προεδρικές εκλογές είναι το αυξημένο ποσοστό του τρίτου, κατά σειρά, υποψηφίου: του Βόισλαβ Σέσελι, επικεφαλής του Σερβικού Ριζοσπαστικού Κινήματος που είχε λάβει προ δύο μηνών απ’ τη Χάγη την υποστήριξη του πρώην Προέδρου της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Το ποσοστό του Σέσελι ξεπέρασε ακόμη και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις (έδιναν γύρω στο 13 με 15%) καθώς κυμάνθηκε σύμφωνα με το ανεξάρτητο “Κέντρο Ελεύθερων και Δημοκρατικών Εκλογών” (CeSID) στο 22,6%»[21].
Τελικά ο Σέσελι πήρε σχεδόν 24%, ενώ το «Σοσιαλιστικό Κόμμα» του Μιλόσεβιτς πήρε 3,3%. Αν ο Σέσελι υποστηρίχτηκε από τον Μιλόσεβιτς και έλαβε «απρόσμενα» 24%, ενώ το κόμμα του Μιλόσεβιτς καταποντίστηκε, δεν είναι φανερό ότι ο Μιλόσεβιτς ενήργησε ακριβώς σαν όργανο των ακραίων εθνικιστών που φορέας τους ήταν ο Σέσελι; Αλλά το αποτέλεσμα ήταν «απρόσμενο» μόνο για την ηγεσία του ΚΚΕ, που άγεται και φέρεται από την Κανέλλη. Ο λαός δεν λέει άδικα πως ό,τι σπείρεις θα θερίσεις.
Η υποκρισία της ηγεσίας του ΚΚΕ γίνεται έκδηλη και στο εξής. Ενώ εκθείαζαν τον Μιλόσεβιτς και ακόμη τον Μλάντιτς[22], ότι έδωσαν ένα «φωτεινό υπόδειγμα στάσης» απέναντι στον ιμπεριαλισμό, την ίδια ώρα λοιδορούσαν σαν «οπορτουνιστή» τον Τσάβες, τον μόνο λαϊκό επαναστάτη που έδωσε ένα πραγματικό τέτοιο παράδειγμα στα πρόσφατα χρόνια. Στην αρθρογραφία του ο Ριζοσπάστης εμφάνιζε τον Τσάβες περίπου σαν ένα αστό ρεφορμιστή, εκσυγχρονιστή του συστήματος. Για παράδειγμα, το μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ Ελένη Μπέλλου χαρακτήριζε την ALBA, συγκροτημένη από τη Βενεζουέλα και την Κούβα το 2004, ως ένα ιμπεριαλιστικό συνασπισμό εναλλακτικό σε εκείνο των ΗΠΑ:
«Αστικές κυβερνήσεις στις χώρες της Λατινικής Αμερικής επιχείρησαν να διαμορφώσουν τις δικές τους συμμαχίες, την ALBA, προσέλκυσαν την Κούβα... Αυτή η συνθετότητα και αντιφατικότητα στα συμφέροντα των αστικών τάξεων αυτών των χωρών, σε σχέση με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, δεν ερμηνεύτηκε πάντοτε σωστά, με ταξικά κριτήρια, με αποτέλεσμα να οδηγήσει ΚΚ σε λαθεμένες πολιτικές επιλογές, να θεωρούν ακόμα και “πορεία προς το σοσιαλισμό”, “σοσιαλισμό με εθνικά χρώματα” ορισμένους αστικούς εκσυγχρονισμούς που ήρθαν καθυστερημένα. Τέτοιοι εκσυγχρονισμοί αφορούν π.χ. την αγροτική παραγωγή, ορισμένες κοινωνικές παροχές, τη λειτουργία αστικών θεσμών, τη συγκρότηση ιμπεριαλιστικών ενώσεων, σε αντίθεση με άλλες… Το επικίνδυνο είναι ότι οι παλιές αναθεωρητικές και ρεφορμιστικές θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας προβάλλονται ως νέες, εκσυγχρονιστικές “αριστερές” ή και σοσιαλιστικές αντιλήψεις, βαφτίζονται “πορεία στο σοσιαλισμό του 21ου αιώνα”»[23].
Θεωρητικά όλο αυτό είναι μια μνημειώδης σαχλαμάρα. Ο Τσάβες ασφαλώς δεν ήταν σοσιαλιστής, ήταν ένας επαναστάτης δημοκράτης. Όχι όμως κάποιος άλλος αλλά ο ίδιος ο Λένιν τόνιζε ότι σε όλη την εποχή του ιμπεριαλισμού θα λαβαίνουν χώρα δημοκρατικές επαναστάσεις των λαών των αποικιών και ότι ο καλύτερος δρόμος περάσματος στη σοσιαλιστική επανάσταση είναι η ανάληψη της ηγεσίας τους από τους κομμουνιστές. Αν οι κομμουνιστές –πραγματικοί κομμουνιστές και όχι η ηγεσία του ΚΚΕ– έμπαιναν επικεφαλής στο κίνημα στη Βενεζουέλα, θα μπορούσαν να το μετατρέψουν σε σοσιαλιστικό, όπως έκαναν στο παρελθόν ο Τίτο με την αντιφασιστική αντίσταση στη Γιουγκοσλαβία και ο Κάστρο και ο Τσε με το κίνημα ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα. Η περίοδος μετά το 1990 ήταν όμως μια περίοδος αποσύνθεσης του κομμουνιστικού κινήματος, και έτσι ήρθαν στο προσκήνιο επαναστάτες δημοκράτες όπως ο Τσάβες που έπαιξαν έναν πραγματικά ριζοσπαστικό ρόλο.
Ο Ριζοσπάστης όχι μόνο αγνόησε ουσιαστικά το τσαβικό κίνημα σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του, αλλά όταν πέθανε ο Τσάβες δεν έβαλαν καν στην πρώτη σελίδα την είδηση, θάβοντάς τη σε ένα μονόστηλο στην 22η σελίδα. Στην προσπάθειά τους να ανυψώσουν τον Ζαχαριάδη και το ανώμαλο σταλινικό καθεστώς του στο ΚΚΕ, έφτασαν ακόμη στο σημείο να λοιδορήσουν και τον Τίτο. Ενώ η Γιουγκοσλαβία ήταν η μόνη χώρα που βοήθησε ουσιαστικά τον ΔΣΕ, δικαίωσαν, με απόφαση του ΠΓ του ΚΚΕ, τα ψεύδη του Ζαχαριάδη ότι ο Τίτο δήθεν είχε δώσει το «πισώπλατο κτύπημα» στον ΔΣΕ, με τα οποία προσπαθούσε να αποσείσει τις δικές του ευθύνες για τις αλλοπρόσαλλες επιλογές του. «Η ηγεσία του ΚΚΕ και το κομματικό σώμα», λένε αναφερόμενοι στην 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (1950), «αναδεικνύουν τις πραγματικές ευθύνες του Τίτο στο “πισώπλατο κτύπημα”»[24]. Όλοι μπορούν να δώσουν πισώπλατο κτύπημα στον ΔΣΕ και ευρύτερα στο κίνημα, εκτός από την ίδια την ηγεσία του ΚΚΕ, όταν ακολουθώντας την Κανέλλη υπερασπίζει στη Χάγη τον Μιλόσεβιτς, μαζί με τους Σέσελι και τους Τέρζιτς.
Μπαίνει το ερώτημα: Μπορεί η Κανέλλη και η ηγεσία του ΚΚΕ να διαχωριστούν από τους Σέσελι, τους Αρκάν και τους Τέρζιτς;
Δεν το έκαναν ποτέ μέχρι τώρα, και δεν μπορούν να το κάνουν, παρά μόνο φραστικά και υποκριτικά.
Στην Κανέλλη είναι αδύνατο, γιατί ταυτίζεται μαζί τους στον πυρήνα της ιδεολογίας τους, τον δεξιό εθνικισμό και το σκοταδισμό. Απλά η Κανέλλη δεν έχει το σθένος να οδηγήσει τη θέση τους ως τα τελικά της συμπεράσματα. Τα κρύβει από τους άλλους και τον εαυτό της με φωνασκίες, γεγονός που την κάνει κατάλληλη να περνά τις αντιδραστικές απόψεις στο κίνημα.
Αλλά και στην ηγεσία του ΚΚΕ επίσης είναι αδύνατο να διαχωριστεί πραγματικά από αυτό τον ακροδεξιό εσμό, με τον οποίο ταυτίστηκε σε κάμποσες περιπτώσεις. Για να το κάνει, θα έπρεπε να παραδεχτεί ότι η σταλινική αναπαλαίωση των τελευταίων 30 χρόνων ήταν μια απάτη και ότι η συνεργασία με την Κανέλλη ήταν μέρος της. Σήμερα είναι ζήτημα αν υπάρχουν στην ΚΕ του ΚΚΕ 4-5 άτομα ικανά όχι για μια τέτοια στάση, αλλά έστω για να καταλάβουν στοιχειωδώς τη σύνδεση της Κανέλλη, και παραπέρα των Μιλόσεβιτς και Σία, με τον ακροδεξιό εθνικισμό και ότι οι κομμουνιστές πρέπει να διαχωρίζονται από τέτοιους αντιδραστικούς. Μόνος ο Μήτσος Κωστόπουλος το είχε κάνει στο παρελθόν, αυτός όντας ο βασικός λόγος που διαγράφτηκε από το ΚΚΕ[25]. Αν βρισκόταν και σήμερα κάποιος να κάνει το ίδιο, θα διαγραφόταν με συνοπτικές διαδικασίες.
Αν η ηγεσία του ΚΚΕ λοιδορεί πραγματικούς επαναστάτες όπως ο Τσάβες και ο Τίτο, ενώ δεν διστάζει να συμπορεύεται με δεξιές εθνικίστριες όπως η Κανέλλη που παριστάνουν τις «Αντιγόνες» και μέσω αυτής με τους Μιλόσεβιτς, τους Σέσελι και όλο τον ακροδεξιό εσμό τους, τι αποδεικνύει αυτό;
Αποδεικνύει την ιστορική καταδίκη της, το ότι ο σταλινισμός και οι νεοσταλινικοί συνεχιστές του είναι αντεπανάσταση. Πιστοποιεί την πλήρη απάρνησή τους των παραδόσεων του κομμουνιστικού κινήματος και του μαρξισμού, το γεγονός ότι απλά παριστάνουν τους κομμουνιστές, ενώ στην πράξη σε όλα τα σοβαρά ζητήματα ενεργούν σαν χρήσιμοι ηλίθιοι της αντίδρασης. Και αυτό ισχύει τόσο για την ηγεσία Παπαρήγα που δημιούργησε αυτή την κατάσταση, όσο και για την ηγεσία Κουτσούμπα, που τη διαιωνίζει και τη φτιασιδώνει.
Ως επίλογο, και για να δείξουμε πόσο κατάπτυστη ήταν η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, θα παραθέσουμε εδώ τη μαρτυρία ενός νεαρού Σέρβου για τους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία, δημοσιευμένη στον Ριζοσπάστη το 1996, πριν από την έναρξη της συνεργασίας με την Κανέλλη. Ο νεαρός, ένας 24χρονος φοιτητής ονόματι Ντέγιαν (δεν αναφέρεται επώνυμο), έφηβος τότε, είχε στρατολογηθεί βίαια στο σερβικό στρατό, αλλά αργότερα αντιλήφθηκε το πραγματικό νόημα των γεγονότων:
«Είναι ένα από τα πολλά παιδιά που τα πήραν από το Λύκειο και τα έστειλαν στον πόλεμο. Υπηρέτησε στις ειδικές δυνάμεις του ομοσπονδιακού στρατού. “Τότε ήμασταν μπερδεμένοι. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Από μικρά παιδιά μας μάθαιναν ότι είμαστε όλοι αδέρφια. Σέρβοι, Κροάτες, Μουσουλμάνοι, Αλβανοί. Κανείς δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Κανείς ποτέ δε ρώταγε την εθνικότητά σου για να γίνεις φίλος του. Ποτέ. Μετά δεν ξέραμε τι να σκεφτούμε. Χτες μας λέγανε ‘είστε αδέρφια’ και σήμερα μας λένε ‘είναι εχθρός σου, σκότωσέ τον’”…
Οι πιο “καυτές” περιοχές του πολέμου που έζησε ήταν στην περιοχή του Βούκοβαρ. “Η κύρια δουλειά μας στις ειδικές δυνάμεις δεν ήταν να πυροβολούμε. Η δουλειά μας ήταν το ‘καθάρισμα’ της περιοχής από νάρκες ή αναγνωρίσεις, αν η περιοχή ήταν ελεύθερη να περάσει ο κύριος όγκος του στρατού. Αυτό έκανα”.
Το να είσαι στρατιώτης στον ομοσπονδιακό στρατό της Γιουγκοσλαβίας σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου, είναι ακόμη χειρότερο από το να είσαι σε μια από τις δυο πλευρές. “Η ομάδα μου αποτελούνταν από έξι παιδιά. Ένας από αυτούς ήταν Κροάτης. Ο καλύτερος φίλος μου. Μου έσωσε τη ζωή αρκετές φορές. Ο μεγαλύτερος αδερφός του ήταν στον Κροατικό στρατό. Σκοτώθηκε”.
“Πολέμησα για το τίποτα”, προσθέτει ο Ντέγιαν. “Κανείς δε μου είπε για ποιο λόγο πολεμάω. Ποτέ. Με έστειλαν στο Βούκοβαρ και μου είπαν ότι πάω να προστατεύσω τους άμαχους εκεί. Εντάξει, αυτό ήταν στην αρχή. Μετά με έστελναν σε περιοχές που δεν είχε Σέρβους. Γιατί; Για να πολεμήσω για τη ‘μεγάλη Σερβία’; Απλώς πες μου. Να πολεμήσω. Μόνο δώσε μου έναν καλό λόγο για τον οποίο θα παίξω τη ζωή μου κορόνα - γράμματα. Είμαι Σέρβος, αλλά πολέμησα για τη Γιουγκοσλαβία. Ένιωθα τη Σλοβενία πατρίδα μου”. “Να πάρετε κι άλλες περιοχές” η προβοκατόρικη απάντησή μας. “Τι σημαίνει αυτό; Σε όλη τη Βοσνία ζουν Σέρβοι, στην Κράινα ζούσαν. Στην Κροατία. Να καταστρέψουμε όλη τη Γιουγκοσλαβία; Είμαι Σέρβος, αλλά για τη ‘μεγάλη Σερβία’ δεν πολεμάω. Θα πολεμήσω μόνο για τα δικαιώματα του κάθε ανθρώπου”…
Δύο μήνες από τότε που γύρισε από το μέτωπο, τον κάλεσαν πάλι στο στρατό. Πολλά παιδιά κρύβονταν γιατί δεν ήθελαν να ξαναπάνε. “Ξεκινήσαμε διαδηλώσεις στους δρόμους. Καλούσαμε τον Μιλόσεβιτς να βγει έξω και να μας πει γιατί πολεμάμε. Τελικά βγήκε έξω και με το πιο αθώο ύφος του κόσμου μας είπε ‘όχι παιδιά, η Σερβία δεν είναι στον πόλεμο’! Αλλά και πάλι κρύφτηκα γιατί το ίδιο βράδυ η στρατιωτική αστυνομία χτυπούσε την πόρτα μου”.
Μετά ήρθαν οι καιροί των ισχνών αγελάδων. “Δεν είχαμε λεφτά. Άρχισα να σπουδάζω και να δουλεύω. Ο μισθός δεν ξεπερνούσε τα 10 μάρκα το μήνα. Πολλοί άνθρωποι έφυγαν από τη Γιουγκοσλαβία. Εγώ ήμουν στην Αθήνα για λίγο για να δουλέψω”.
Ο Ντέγιαν λέει ότι τώρα τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας χωρίζει πολύ μίσος και αίμα. Δε νομίζει ότι μπορούν να ξαναγίνουν ένα. Τον ρωτάμε για τη νεολαία που το βράδυ ξεφαντώνει, ενώ οι περισσότεροι είναι άνεργοι. “Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τίποτα. Το νιώθεις στην ατμόσφαιρα. Αν σκοτώσουν κάποιον τώρα στο δρόμο δε θα ενδιαφερθεί κανείς. Θυμάμαι παλιά που κυνηγούσαμε έναν κλέφτη όλη η γειτονιά. Η εφημερίδα γράφει κάθε μέρα για δολοφονίες στους δρόμους”.
Τώρα νομίζει ότι μπορεί να είναι φίλος με έναν Κροάτη; “Ναι. Ποτέ δεν είχα τέτοιο πρόβλημα. Τα προβλήματα είναι πολιτικά και χρησιμοποιούν τους εθνικιστές που βρίσκονται σε κάθε εθνότητα”. Και για τις αιτίες του πολέμου; Ο Ντέγιαν γελάει με πίκρα. “Δεν ξέρω. Μας είπαν τόσα ψέματα που δεν ξέρω πια τι να πιστέψω”.
Έτσι, έκλεισε η συνομιλία μας με τον Ντέγιαν. Με τη δική μας πλέον πικρή σκέψη ότι αυτός ο νεαρός Γιουγκοσλάβος, πριν προλάβει καν να μάθει και να σκεφτεί, αναγκάστηκε να σηκώσει το όπλο...»[26].
Οι αληθινοί κομμουνιστές θα έπρεπε να είχαν σταθεί και να στέκονται στο πλευρό αυτών των νεαρών Ντέγιαν, μαθαίνοντάς τους να βλέπουν και να σκέφτονται τις αιτίες των πολέμων, ενισχύοντας τις αντιστάσεις τους σε κάθε εθνικιστική αντίδραση. Θα έπρεπε πάνω απ’ όλα να τους εξηγούν αυτό που οι ίδιοι αισθάνονται, ότι ο πόλεμος του Μιλόσεβιτς και της κλίκας του, καθώς και όλων των ομοίων τους, δεν είναι δικός τους πόλεμος και να τους κάνουν σαφή την ιστορική διέξοδο.
Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν το έκανε ποτέ. Σήμερα προσθέτει την ύβρη στην απαξία της, εκδίδοντας για λόγους αυτοδικαίωσης τις αντιδραστικές ασυναρτησίες της Κανέλλη.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης. Το 2023 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εύμαρος το βιβλίο του Κριτική του Νεοσταλινισμού του ΚΚΕ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Παρατίθενται στο Α. Κλόκε, «Ο Βοσνιακός πόλεμος, η πολιτική της Δύσης και το Ντέιτον», στη συλλογή Α. Κλόκε, Επαναστατική Πολιτική, Εθνικισμός, Σοσιαλισμός, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2015, σελ. 100-101. Το άρθρο του Κλόκε δίνει μια έξοχη σύνοψη της πρώτης φάσης των πολέμων ως τη συνθήκη του Ντέιτον.
[2] Παρατίθενται στο Α. Κλόκε, ό.π., σελ. 109.
[3] Βλέπε «Yugoslav Wars», https://en.wikipedia.org/wiki/Yugoslav_Wars.
[4] Ian Traynor, “Slobodan Milosevic”, The Guardian, 13.3.2006, https://www.theguardian.com/news/2006/mar/13/guardianobituaries.warcrimes.
[5] Βλέπε Χρ. Κεφαλής, «Εθνικιστικές λογικές στο ΚΚΕ. Οι απόψεις της κ. Κανέλλη», στο Κριτική του Νεοσταλινισμού του ΚΚΕ, εκδ. Εύμαρος, Αθήνα 2023, σελ. 390-407.
[6] «Περιμένουμε μια απάντηση απ’ την “κόκκινη” βουλευτίνα», http://vathikokkino.gr/archives/3126.
[7] Πέρα από τη συνεχή παρουσία του στο art tv, ο «Ανεξάρτητος και Διπλωματικός Παρατηρητής», η μετεξέλιξη της εφημερίδας του Βραχιολίδη, έβριθε πρωτοσέλιδων όπως «Μας πήραν τη Μακεδονία τώρα μας παίρνουν όλη την Ελλάδα Τούρκοι, Πακιστανοί και Αφρικανοί», «Ο πρωθυπουργός στέλνει με το στανιό τους “απείθαρχους” να εμβολιαστούν», «Δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες και πράκτορες της Τουρκίας βρίσκονται στην Ελλάδα», «Αποκαθηλώνουν καντήλια και εικόνες από τα νοσοκομεία. Ταχεία η ισλαμοποίηση της χώρας» κοκ.
[8] «Μια οφειλόμενη απάντηση στη Λιάνα Κανέλλη από την Έμμυ Χριστούλα», http://tsak-giorgis.blogspot.com/2015/04/blog-post_39.html.
[9] Παρατίθεται σε «Henry Kissinger», https://en.wikipedia.org/wiki/Henry_Kissinger.
[10] Για τις αντιδραστικές απόψεις του Κακουλίδη και τις πολύ πιο ανοικτές από την Κανέλλη αναφορές του σε ακροδεξιούς στοχαστές, βλέπε Χρ. Κεφαλής, στο ίδιο, σελ. 408-421.
[11] Εδώ και παρακάτω οι βιογραφικές πληροφορίες, εκτός αν αναφέρεται αλλιώς, είναι από τη ρωσική, γιουγκοσλαβική και αγγλική Wikipedia. Ο κατάλογος των μελών της επιτροπής υπάρχει ακόμη στο Διαδίκτυο, βλέπε https://milosevic.co/about-us/members/.
[12] «No to the Srebrenica Resolution», https://vidovdan.org/arhiva/no-to-the-srebrenica-resolution/.
[13] Παρατίθεται στο Τζ. Αρμάτα, «Historical Revelations from the Milošević Trial», Southeastern Europe 36 (2012) 10-38. Όπως αναφέρεται στην ίδια πηγή, σελ. 33, ο μάρτυρας αντικρούστηκε στο δικαστήριο με πολλά παραθέματα από το ημερολόγιό του, που ανέφεραν ότι «συνεχίζουμε την εκκαθάριση» σε διάφορα χωριά, τα οποία ο ίδιος δεν αμφισβήτησε «εξηγώντας» ότι αναφέρονταν σε «τρομοκράτες».
[14] Βλέπε «Larger, not greater Serbia», https://archive.sensecentar.org/vijesti.php?aid=9240.
[15] «tvxs.gr “Ο Σέσελι είναι ο Μιχαλολιάκος της Σερβίας”», https://xrisiavgi.com/2023/11/29/11/160070/.
[16]«Ρωσία: Συνάντηση Ζιουγκάνοφ Σέσελι», Ριζοσπάστης, 22.10.2002, https://www.rizospastis.gr/story.do?id=1479975.
[17] Αυτό και τα επόμενα παραθέματα από Slavenko Terzic: “There is no Europe without Russian civilization”, https://en.topwar.ru/73888-slavenko-terzich-net-evropy-bez-rossiyskoy-civilizacii.html.
[18]Στοιχεία από Wikipedia, «Nikolaj Velimirović», https://en.wikipedia.org/wiki/Nikolaj_Velimirovi%C4%87. Όπως αναφέρεται στο ίδιο λήμμα, και επί ναζιστικής κατοχής, όταν οι ναζί τον επιτηρούσαν, ο Βελιμίροβιτς είχε ευλογήσει συμμορίτες τσέτνικ και δωσίλογους συνεργάτες των ναζί, ενώ και το 1945, όταν έρχονταν σε φως τα Άουσβιτς, επανέλαβε αμετανόητα τις αντισημιτικές διακηρύξεις του και στη συνέχεια έφυγε για την Αμερική.
[19] Βλέπε στο λήμμα της Wikipedia «Oleg Platonov», https://en.wikipedia.org/wiki/Oleg_Platonov.
[20] Βλ. σχετικά, Χρ. Κεφαλής, Κριτική του Νεοσταλινισμού του ΚΚΕ, σελ. 442-464.
[21] «Η αποχή θα «καθορίσει» το δεύτερο εκλογικό γύρο...», Ριζοσπάστης, 1.10.2002, https://www.rizospastis.gr/story.do?id=1448155.
[22] Όταν ο Μλάντιτς προσάχθηκε σε δίκη ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε ένα ιδιαίτερα ευμενές σχόλιο για τον Μλάντιτς όπου τον επαινούσε ως «κραταιό στρατηγό», εκτιμώντας ότι είχε την ίδια τύχη «με τον πρώην πρόεδρο της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, που ανεξάρτητα από τις ιδεολογικοπολιτικές διαφορές που μπορεί να έχει κανείς, υπερασπίστηκε τη χώρα του» (Δ. Ορφανάκη, «Ράντκο Μλάντιτς», Ριζοσπάστης, 29.5.2011).
[23] Ε. Μπέλλου, «Η κοινωνική ιδιοκτησία και ο κεντρικός σχεδιασμός νομοτέλειες του σοσιαλισμού», Ριζοσπάστης, 6.2.2011, https://www.rizospastis.gr/story.do?id=6087672.
[24] ΚΕ του ΚΚΕ, Η 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, Πρακτικά, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2010, σελ. 22.
[25] Βλέπε το σχετικό ρεπορτάζ στα Νέα, Π. Γαλιατσάτος, «Πολύχρονες μεθοδεύσεις οδήγησαν στη διαγραφή μου», https://www.tanea.gr/2000/10/21/greece/polyxrones-methodeyseis-odigisan-sti-diagrafi-moy/.
[26] «Δεν ξέρω γιατί πολέμησα», Ριζοσπάστης, 1.1.1996, https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3650548.