Διονυσί Βινοχράντιβ: «Η ειρήνη δεν είναι απλώς μια κατάπαυση του πυρός με οποιοδήποτε κόστος»
Δημήτρης Γκιβίσης
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ Η ΕΠΟΧΗ
Μιλάμε με τον Διονυσί Βινοχράντιβ από το Κοινωνικό Κίνημα, τη σημαντικότερη αντικαπιταλιστική και διεθνιστική αριστερή οργάνωση στην Ουκρανία που εδώ και χρόνια συνδυάζει την κινηματική δράση με τη θεωρητική ανάλυση, για το δικαίωμα της Ουκρανίας να ακουστεί σε έναν κόσμο που μιλάει όλο και περισσότερο τη γλώσσα της βίας και του κυνισμού, για τις προσδοκίες που έχει ο ουκρανικός λαός από τις διαπραγματεύσεις, και για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ουκρανική Αριστερά.
Πώς μπορούμε να δούμε σήμερα τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ουκρανίας μέσα σε αυτό το δυσμενές διεθνές πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί με τη νίκη του Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, με τη συνεχιζόμενη επιθετικότητα του Πούτιν και με την Ευρώπη να πελαγοδρομεί;
Η απελευθέρωση της Ουκρανίας, με πρωτίστως αυτό να σημαίνει τον τερματισμό της κατοχής των εδαφών που κατέχει αυτήν την στιγμή η Ρωσία, εμφανίζεται σήμερα ως ένα ιδιαίτερα δύσκολο έργο λόγω της τρέχουσας διεθνούς κατάστασης. Ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια φάση κρίσης, όπου οι παλιοί κανόνες δεν λειτουργούν πλέον και οι νέοι δεν έχουν ακόμη θεσπιστεί. Η εκλογική νίκη του Τραμπ οδηγεί όχι μόνο σε αποδυνάμωση της δυτικής υποστήριξης προς την Ουκρανία, αλλά και σε μια παρασκηνιακή συμφωνία μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας σε βάρος του ουκρανικού λαού. Ταυτόχρονα, η Ρωσία παραμένει ένα ανοιχτά ιμπεριαλιστικό κράτος, που διεξάγει έναν πόλεμο εξόντωσης και αρνείται το δικαίωμα ύπαρξης της Ουκρανίας. Η Ευρώπη, με τη σειρά της, παρουσιάζει μια αυξανόμενη πολιτική σύγχυση: ταλαντεύεται μεταξύ της ρητορικής υποστήριξης και του φόβου κλιμάκωσης. Τα εθνικά συμφέροντα των επιμέρους κρατών συχνά υπερισχύουν της αλληλεγγύης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο αγώνας για την απελευθέρωση της Ουκρανίας γίνεται όχι μόνο στρατιωτικό ζήτημα αλλά και πολιτικό, ιδεολογικό και διπλωματικό. Είναι ένας αγώνας όχι μόνο για το έδαφος αλλά και για την υποκειμενικότητα, για το δικαίωμα να ακουστεί σε έναν κόσμο που μιλάει όλο και περισσότερο τη γλώσσα της βίας και του κυνισμού.
Από τη μορφή των διαπραγματεύσεων για το τέλος του πολέμου που γίνονται μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, ποια συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε για τις επιδιώξεις αυτών των δύο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων;
Ο τρόπος με τον οποίο διεξάγονται, ή προγραμματίζονται, οι διαπραγματεύσεις αποκαλύπτει μια τάση περιφρόνησης των συμφερόντων του ουκρανικού λαού. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία είναι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αν και με διαφορετικά πολιτικά συστήματα. Οι ΗΠΑ είναι ένα κράτος με σταθερούς δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά αυτό δεν αναιρεί τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της εξωτερικής τους πολιτικής. Ανεξάρτητα από το ποιος είναι στην εξουσία, Δημοκρατικοί ή Ρεπουμπλικάνοι, οι ΗΠΑ υπερασπίζονται πρωτίστως τα παγκόσμια συμφέροντά τους, μεταξύ άλλων και μέσω της βίας. Η Ρωσία, εν τω μεταξύ, είναι μια αυταρχική αυτοκρατορία με επεκτατικές φιλοδοξίες. Στόχος της δεν είναι απλώς να διατηρήσει το στάτους κβο, αλλά να διαλύσει το υπάρχον σύστημα διεθνών κανόνων και να εδραιώσει την επιρροή του στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας. Όταν αυτές οι δύο δυνάμεις διαπραγματεύονται την «ειρήνη» μεταξύ τους, ουσιαστικά καθορίζουν την τύχη ενός τρίτου μέρους, της Ουκρανίας, χωρίς την ενεργό συμμετοχή της. Αυτό υπογραμμίζει πόσο κρίσιμο είναι για την Ουκρανία να διατηρήσει τη δική της υποκειμενικότητα, τη δική της φωνή, τη δική της πολιτική στρατηγική.
Τι προσδοκά ο ουκρανικός λαός από αυτές τις διαπραγματεύσεις;
Η πλειονότητα των Ουκρανών επιθυμεί το τέλος του πολέμου. Μετά από δύο χρόνια μιας πλήρους κλίμακας εισβολής, καταστροφής και απώλειας, αυτό είναι απολύτως κατανοητό και βαθιά ανθρώπινο. Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας τονίζει ταυτόχρονα ότι η ειρήνη δεν είναι απλώς μια κατάπαυση του πυρός με οποιοδήποτε κόστος. Μια ειρήνη χωρίς αξιόπιστες εγγυήσεις ασφαλείας, χωρίς την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, χωρίς την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, και χωρίς λογοδοσία για τον επιτιθέμενο, εκλαμβάνεται ως ψευδαίσθηση, μια προσωρινή ηρεμία πριν από έναν νέο γύρο βίας.
Πόσο πιθανό είναι μια ειρηνευτική συμφωνία που θα θεωρηθεί ότι έγινε σε μεγάλο βαθμό με τους όρους της Ρωσίας να ενισχύει την ουκρανική ακροδεξιά;
Εάν μια ειρηνευτική συμφωνία επιβληθεί εξωτερικά και νομιμοποιήσει αποτελεσματικά την κατοχή, αυτό θα δημιουργήσει μια βαθιά αίσθηση ήττας και αδικίας στην ουκρανική κοινωνία. Μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να ωφελήσει την ακροδεξιά, η οποία ευδοκιμεί με την εθνική δυσαρέσκεια και τον θυμό ως πολιτικό καύσιμο. Με συνθήματα του τύπου «προδοθήκαμε» ή «ειρήνη ίσον συνθηκολόγηση», θα κινητοποιούσε τους ανθρώπους στους δρόμους και θα υπονόμευαν τόσο τις μετριοπαθείς όσο και τις αριστερές δυνάμεις που υποστηρίζουν μια δίκαιη ειρήνη.
Πώς νοηματοδοτεί η ουκρανική Αριστερά μια πιθανή ειρηνευτική συμφωνία;
Η ουκρανική Αριστερά, παρά τον παραδοσιακό πασιφισμό και τον αντιμιλιταρισμό της, έχει βρεθεί σε μια μοναδική και δύσκολη κατάσταση. Πολλοί αριστεροί ακτιβιστές πήραν τα όπλα από την αρχή της εισβολής και τώρα υπερασπίζονται τη χώρα τους στο μέτωπο. Για αυτούς αυτό δεν είναι μια αντίφαση με τις αριστερές τους αξίες, δεν υπερασπίζονται το κράτος ως τέτοιο, αλλά τον λαό τους, τη γη τους, και το δικαίωμά τους στην ελευθερία και την αυτοδιάθεση. Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος της ουκρανικής Αριστεράς συνεχίζει να τονίζει τη σημασία της εξεύρεσης μιας δίκαιης και διαρκούς ειρήνης. Μια ειρήνη που αποκαθιστά την εδαφική ακεραιότητα, διασφαλίζει την ασφάλεια, και αντικατοπτρίζει τη βούληση του ουκρανικού λαού και όχι τα γεωπολιτικά συμφέροντα των «μεγάλων δυνάμεων».
Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζει σήμερα η ουκρανική Αριστερά;
Αντιμετωπίζει μια σειρά προκλήσεων: την περιθωριοποίηση στον χώρο των μέσων ενημέρωσης, τον κίνδυνο να απορροφηθεί σε μια επίσημη εθνικιστική αφήγηση, τον αγώνα επιβίωσης σε μια οικονομία εν καιρώ πολέμου, και την ευρύτερη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας. Επιπλέον, η Αριστερά αναγκάζεται να πολεμήσει τόσο τον εξωτερικό επιτιθέμενο όσο και τις εσωτερικές εκδηλώσεις κοινωνικής αδικίας και διαφθοράς, και συγχρόνως τις αυξανόμενες αυταρχικές τάσεις στο εσωτερικό της χώρας.
Στη δυτική Ευρώπη πολλοί βλέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως έναν νεοφιλελεύθερο και αντιδημοκρατικό μηχανισμό. Για τους Ουκρανούς τι σημαίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση;
Για πολλούς η Ευρωπαϊκή Ένωση συνδέεται κυρίως με την ασφάλεια, την προστασία των δικαιωμάτων, τους σταθερούς θεσμούς, και ένα βιοτικό επίπεδο που φαίνεται ανέφικτο στη μετασοβιετική πραγματικότητα. Αυτή η αντίληψη έχει διαμορφωθεί ιστορικά σε άμεση αντίθεση με τη Ρωσία, αυταρχική, επιθετική και ιμπεριαλιστική. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται ως μια πολιτιστική εναλλακτική λύση, ειδικά μετά το 2014, όταν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν έγινε απλώς μια πολιτική κατεύθυνση αλλά μέρος μιας λαϊκής εξέγερσης εναντίον ενός διεφθαρμένου, φιλορωσικού καθεστώτος. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι απλώς ένα «μοντέλο δημοκρατίας». Είναι επίσης ένα νεοφιλελεύθερο σχέδιο, που βασίζεται σε μια άκαμπτη οικονομική λογική, δίνοντας προτεραιότητα στις ελεύθερες αγορές, περικόπτοντας τις κοινωνικές δαπάνες, διαβρώνοντας τα εργασιακά δικαιώματα, και υποτάσσοντας ολόκληρες περιοχές στα συμφέροντα του υπερεθνικού κεφαλαίου. Η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην κρίση μετά το 2008, η μεταχείρισή των χωρών της Νότιας Ευρώπης, και οι μεταναστευτικές της πολιτικές, καταδεικνύουν τη διαρθρωτική αδικία που είναι ενσωματωμένη στην αρχιτεκτονική της.
Μέσα σε ποιο πλαίσιο διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος για την ευρωπαϊκή προοπτική της μεταπολεμικής Ουκρανίας;
Στον δημόσιο διάλογο που γίνεται στη Ουκρανία αυτές οι πτυχές εξακολουθούν να είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητες. Η ευρωπαϊκή προοπτική θεωρείται συχνά ως ένα άνευ όρων αγαθό, ένας δρόμος προς την οικονομική και πολιτική σωτηρία. Ωστόσο, αναδύονται ολοένα και πιο επικριτικές φωνές, ειδικά από την Αριστερά, που τονίζουν ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει να σημαίνει άκριτη αποδοχή ολόκληρης της νεοφιλελεύθερης ατζέντας της. Αντίθετα, η μεταπολεμική Ουκρανία, διαμορφωμένη από την τραγωδία, με τις δυνατότητες της για κοινωνική κινητοποίηση και την επείγουσα ανάγκη για ριζική ανασυγκρότηση, θα μπορούσε να γίνει πεδίο μάχης για μια διαφορετική Ευρώπη: πιο δημοκρατική, πιο δίκαιη, πιο αλληλέγγυα. Μια αριστερή προοπτική είναι κρίσιμη εδώ: όχι να απορρίψουμε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αυτή καθαυτή, αλλά να επαναπροσδιορίσουμε το νόημά της. Όχι ως μετάβαση στην αγορά, αλλά ως ένταξη σε μια κοινότητα όπου η κοινωνική προστασία, τα δικαιώματα των εργαζομένων και η ειρήνη βρίσκονται πάνω από τα συμφέροντα του κεφαλαίου.