Γκράφιτι ενάντια στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ζωγραφισμένο στον μισογκρεμισμένο τοίχο ενός σπιτιού στο Ίντλιμπ, που ισοπεδώθηκε από τους βομβαρδισμούς του συριακού καθεστώτος ή και της Ρωσίας, που το στηρίζει.
Daria Krivonos
Ρωσική αποικιοκρατία, Ανατολική Ευρώπη και παγκόσμιοι αντιαποικιακοί αγώνες
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση μεταξύ των μελετητών και των ακτιβιστών στην Ανατολική Ευρώπη να παραλληλίζουν και να συνδέουν το «μετααποικιακό» με το «μετασοσιαλιστικό». Στην ακραία της μορφή, όπως υποστηρίζει ο Adem Ferizaj στην πρόσφατη ανασκόπησή του, η χρήση των μετααποικιακών προσεγγίσεων στο πλαίσιο του μετασοσιαλισμού «οδηγεί στη λανθασμένη αναλογία ότι ο μετασοσιαλισμός είναι λίγο-πολύ η μετααποικιοκρατία όλων των πληθυσμών που επλήγησαν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου»[1]. Η απρόκλητη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έδωσε νέα ώθηση στη συζήτηση αυτή. Για παράδειγμα, η πλαισίωση της Ουκρανίας και άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης ως πρώην σοβιετικών/ρωσικών αποικιών οδήγησε μερικές φορές σε κάποιες προσδοκίες ότι οι χώρες του «Παγκόσμιου Νότου» θα αλληλοϋποστηρίζονταν με την Ουκρανία και θα έβρισκαν τους δεσμούς με την εμπειρία του σοβιετικού/ρωσικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή της Κεντρικής Ανατολικής Ευρώπης ευρύτερα. Η λογική έδειχνε ότι η εμπειρία της αποικιοκρατίας και της καταπίεσης θα έπρεπε να οδηγήσει σε αλληλεγγύη την Ουκρανία, την Ανατολική Ευρώπη και τον «Παγκόσμιο Νότο».
Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό ότι η κίνηση για την οικοδόμηση αλληλεγγύης και την αναζήτηση συνδέσεων μεταξύ μετασοσιαλισμού και μετααποικιοκρατίας, της Ανατολικής Ευρώπης και του «Παγκόσμιου Νότου», ήταν μονόπλευρη και προήλθε κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, από εκείνους που βρίσκονται στην Ανατολική Ευρώπη. Εδώ, είναι ένα καλό σημείο για να προβληματιστούμε σχετικά με τις συνδέσεις που η ανάλυση του ρωσικού ιμπεριαλισμού μας επιτρέπει να κάνουμε μεταξύ της Ανατολής της Ευρώπης και του μη ευρωπαϊκού Νότου.
Δεν θα πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η εισβολή της Ρωσίας θα πρέπει να κατανοηθεί ως εθνικιστική και ιμπεριαλιστική και ότι η λευκή πλειοψηφία της Ρωσίας θα πρέπει να επανεξετάσει τη ρωσική ιστορία μέσα από το πρίσμα του ιμπεριαλισμού, την ώρα που οι μελετητές της περιοχής ασχολούνται με εκτεταμένες έρευνες που συζητούν τη δυνατότητα εφαρμογής του «αποικιοκρατικού» στην περίπτωση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας/Σοβιετικής Ένωσης/Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ένα άλλο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι πού μας οδηγεί η συζήτηση για τον ρωσικό ιμπεριαλισμό σε σχέση με τους παγκόσμιους αντιαποικιακούς αγώνες και ποιοι θα ήταν οι λόγοι για την αναζήτηση αλληλεγγύης με τους (πρώην) αποικιοκρατούμενους σε άλλα μέρη του κόσμου. Σε αυτό το άρθρο, προτείνω ότι το άλμα για την οικοδόμηση αναλογιών μεταξύ μετααποικιοκρατίας και μετασοσιαλισμού μπορεί να είναι πολύ βιαστικό και, τουλάχιστον, απαιτεί την εξέταση της ενεργού συμμετοχής της περιοχής στην αστυνόμευση των φυσικών και συμβολικών συνόρων της «Ευρώπης».
Η «επιστροφή στην Ευρώπη» και η αστυνόμευση των συνόρων της ΕΕ
Όπως σημειώνουν οι κριτικοί μελετητές του μετασοσιαλισμού, μία από τις αφηγήσεις μέσα από τις οποίες έγινε κατανοητή η μετά το 1989 εποχή από τις δυτικές και ανατολικοευρωπαϊκές ελίτ ήταν η ιστορία της «επιστροφής στην Ευρώπη»[2]. Πρόκειται για μια αφήγηση περί απελευθέρωσης από τη σοβιετική κατοχή/αποικιοκρατία, τον «ανατολίτικο μπολσεβικισμό» και επιστροφής στον «ευρωπαϊκό πολιτισμό» και σε ένα «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι». Η υποκρυπτόμενη έμφυτη ευρωπαϊκότητα έχει γίνει η προτεραιότητα για πολλές συζητήσεις περί ταυτότητας στην περιοχή. Οι έννοιες της Ευρώπης και της ευρωπαϊκότητας έγιναν και πάλι κεντρικές στην αφήγηση του πολέμου στην Ουκρανία: Οι Ουκρανοί δεν υπερασπίζονται μόνο το δικαίωμά τους να υπάρχουν ως έθνος, αλλά αγωνίζονται «για τις ευρωπαϊκές αξίες», οι οποίες υποτίθεται ότι θα πρέπει να ενισχύσουν την υποστήριξη της Ουκρανίας. Αυτή η διατύπωση υποδηλώνει επίσης ότι οι αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ισότητας είναι εγγενώς ευρωπαϊκές, γεγονός που παραβλέπει τους αγώνες για τις ίδιες ακριβώς αξίες σε έναν μη ευρωπαϊκό κόσμο[3]. Η επίκληση των «ευρωπαϊκών αξιών» ήταν επίσης ορατή στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης τραγωδίας και της επικυρωμένης βίας στα σύνορα Πολωνίας-Λευκορωσίας, όπου ορισμένοι ακτιβιστές υποστήριξαν ότι η Πολωνία θα πρέπει να υιοθετήσει τις «ευρωπαϊκές αξίες» για να αποτρέψει το πάγωμα και την πείνα στο δάσος, των ανθρώπων που αναζητούν βοήθεια για να σωθούν, παρόλο που θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι είναι ακριβώς η αξία της «υπεράσπισης του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής μας» που επικυρώνει τον θάνατο των ανθρώπων στα δάση και τη θάλασσα.
Τι σήμαινε όμως η επιστροφή στην «ευρωπαϊκή πατρίδα» για όσους έγιναν κράτη μέλη της ΕΕ; Μεταξύ άλλων, η λεγόμενη «ανατολική διεύρυνση» (πράγματι, ένας προβληματικός όρος από μόνος του) της ΕΕ έθεσε νέες προκλήσεις για την προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, δεδομένου ότι τα νέα κράτη μέλη έπρεπε να γίνουν υπεύθυνα για την εσωτερική ασφάλεια της Ένωσης[4]. Τα ανατολικοευρωπαϊκά υπό ένταξη κράτη θεωρούνται ζωτικής σημασίας για τον περιορισμό της παράνομης μετανάστευσης. Ως αποτέλεσμα, τα νέα κράτη μέλη της ΕΕ έπρεπε να αλλάξουν τις νομοθετικές διατάξεις τους με όλο και πιο περιοριστικούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών επαναπροώθησης[5], οι οποίες έγιναν εργαλεία που επέτρεπαν την απομάκρυνση αλλοδαπών από την επικράτεια ενός κράτους που αποτελεί πλέον μέρος της ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, η ικανότητα αποτελεσματικού ελέγχου των συνόρων ήταν ζωτικής σημασίας για την ένταξη των κρατών μελών στην ΕΕ. Η ΕΕ διοχέτευσε σημαντικά κονδύλια για την ενίσχυση της υποδομής και της επιχειρησιακής ικανότητας των συνοριοφυλάκων, προκειμένου να τους προετοιμάσει για τη νέα τους ευθύνη της περιπολίας των ανατολικών εξωτερικών συνόρων της ΕΕ. Στον απόηχο της λεγόμενης «προσφυγικής κρίσης» της Ευρώπης το 2015, πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αρνήθηκαν να δεχθούν πρόσφυγες με ποσόστωση, υποστηρίζοντας ότι «δεν είχαν ποτέ αποικίες» και συνεπώς δεν έχουν καμία ευθύνη για τις κληρονομιές της δυτικής αποικιοκρατίας. Το καλοκαίρι του 2022, η Πολωνία, με την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ολοκλήρωσε ένα ατσάλινο τείχος μήκους 186 χιλιομέτρων στα σύνορά της με τη Λευκορωσία για να απελάσει αιτούντες άσυλο από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, για να αναφέρουμε μόνο ένα από τα πολλά παραδείγματα των συνεχιζόμενων βίαιων απωθήσεων στα σύνορα της ΕΕ. Έτσι, τα ανατολικά και νοτιοανατολικά σύνορα της ΕΕ έχουν μετατραπεί σε χώρους επιτήρησης και φυλάκισης παράνομων μεταναστών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Ανατολική Ευρώπη αποτελεί περιφερειακή προέκταση της αποικιοκρατίας της Ευρώπης[6].
Η εθνογραφική εργασία που διεξήχθη μεταξύ των συνοριοφυλάκων στη Λετονία αποτυπώνει αυτό το φαινομενικό «παράδοξο της ευρωπαϊκότητας»[7]: ενώ οι συνοριοφύλακες των νέων συνόρων της ΕΕ εκπαιδεύτηκαν ώστε να γίνουν «ανεκτικοί» και να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα σύμφωνα με τις «ευρωπαϊκές αξίες», ταυτόχρονα έπρεπε να σταματήσουν τη μετακίνηση όσων απειλούν τον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής». Αυτό το παράδοξο δεν είναι τόσο παράλογο όσο φαίνεται: ο ευρωπαϊκός μεταναστευτικός μηχανισμός είναι ένας χώρος βίας ακριβώς λόγω των δεσμεύσεών του στη φιλελεύθερη πολιτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία δεν προορίζονταν να επεκταθούν σε όσους προέρχονται από τον αποικιοκρατούμενο κόσμο. Ένα άμεσο παράδειγμα είναι η Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων (Σύμβαση του 1951), η οποία συνδέεται σήμερα με την ίδια την ιδέα ενός οικουμενικού ανθρώπου με δικαιώματα. Αρχικά, ωστόσο, η σύμβαση προοριζόταν να προστατεύσει μόνο όσους εκτοπίστηκαν στην Ευρώπη πριν από το 1951.[8] Η ιδέα των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τέθηκε σε δοκιμασία από το δικαίωμα αίτησης ασύλου, καθώς απειλούσε την αρχή της κρατικής κυριαρχίας των ισχυρών κρατών που συμμετείχαν στον ΟΗΕ και διατηρούσαν τις αποικιακές τους κτήσεις. Το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού εμποδίστηκε από το να χαρακτηριστεί πρόσφυγας. Μόνο με την αντίσταση των αποικιοκρατούμενων κρατών που απέκτησαν ανεξαρτησία και χρησιμοποίησαν τη γλώσσα του αντιαποικιοκρατισμού έγινε η τροποποίηση της Σύμβασης. Μόνο το 1967 ο ΟΗΕ απάντησε σε αυτή την αντιαποικιακή αντίσταση υιοθετώντας το Πρωτόκολλο σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων («Πρωτόκολλο») και, με αυτό τον τρόπο, καταργώντας τη χωρική και χρονική εστίαση.
Αυτό δεν είναι απλώς μια υπενθύμιση ότι οι σημερινές βίαιες απωθήσεις πέρα από τα σύνορα της ΕΕ δεν αποτελούν ούτε πρόσφατη εξέλιξη ούτε εξαίρεση στην περιορισμένη εφαρμογή του «οικουμενικού». Δείχνει επίσης τις μακρύτερες παρακαταθήκες στις οποίες εντάσσονται τα νέα κράτη μέλη της ΕΕ όταν διεκδικούν την ευρωπαϊκότητά τους και γίνονται νέοι αστυνόμοι των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ. Αυτή η προοπτική θέτει αυτά τα έθνη-κράτη όχι μόνο σε ένα πλαίσιο σχέσεων με την ΕΕ και τη Ρωσία, αλλά και με το παγκόσμιο σκηνικό της αποικιοκρατίας της μετανάστευσης, των συνόρων και της φυλής.
Η διεκδίκηση της λευκότητας
Η συζήτηση για την αποικιοκρατία στην περιοχή, ειδικά αν απομονωθεί από τους παγκόσμιους αντιαποικιακούς αγώνες, μπορεί επίσης εύκολα να παρακάμψει ζητήματα φυλής και την επιθυμία επιβεβαίωσης του ανήκειν στην ευρωπαϊκή λευκότητα. Στην πραγματικότητα, μπορεί κανείς να κάνει με ασφάλεια μετααποικιακές σπουδές χωρίς ποτέ να ασχοληθεί κριτικά με τα ζητήματα της φυλής – μια σημαντική συζήτηση που έχει σε μεγάλο βαθμό λείψει από την πρόσφατη συζήτηση για το μετααποικιακό στην περιοχή. Η εθνογραφική μου εργασία έδειξε ότι οι μετανάστες εργάτες που προέρχονται από μετασοβιετικές χώρες συχνά επιλέγουν την ευρωπαϊκότητα και τη λευκότητα έναντι της τάξης και των αγώνων κατά της εκμετάλλευσης και των κακών συνθηκών εργασίας ως βάση για την αλληλεγγύη με άλλους αρνητικά φυλετικοποιημένους εργάτες[9]. Όταν βίωναν την υποβάθμιση των των επαγγελματικών προσόντων και την κοινωνική υποβάθμιση στο πλαίσιο της μετανάστευσης, πολλοί μου έλεγαν ότι άξιζαν περισσότερο την κοινωνική ανέλιξη σε αντίθεση με τους μη λευκούς άλλους, καθώς ήταν, όπως πολλοί έλεγαν, «μορφωμένοι, Ευρωπαίοι και λευκοί». Πριν από την εισβολή πλήρους κλίμακας, ορισμένοι Ουκρανοί μετανάστες που ζούσαν στην Πολωνία μιλούσαν για την επιθυμία τους να μετακινηθούν πιο «δυτικά», στην «κανονική» Ευρώπη (διάβαζε Γερμανία)[10], και μιλούσαν για την «εισροή» προσφύγων από τη Μέση Ανατολή ως μια πραγματικότητα που διαταράσσει την εικόνα τους για το πώς θα έπρεπε να είναι η «Ευρώπη». Αυτό δεν διαφέρει από πολλούς άλλους μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη που αναπαράγουν το πρότυπο της λευκότητας όταν οι ίδιοι φυλετικοποιούνται αρνητικά.
Η ενασχόληση με το μετααποικιακό στο πλαίσιο του μετασοσιαλισμού μπορεί εύκολα να γίνει επιλεκτική και να αποτελέσει ένα βολικό εργαλείο για να επιβεβαιώσει τη δική του ευρωπαϊκότητα και λευκότητα απέναντι στην «ασιατική αυτοκρατορία», όταν αποσυνδέεται από τους παγκόσμιους αντιαποικιακούς αγώνες και το παγκόσμιο ζήτημα της φυλής. Η επιθυμία να αναγνωριστεί κανείς ως λευκός στη διαδικασία απελευθέρωσης από τη ρωσική αποικιοκρατία αποκλείει την αλληλεγγύη με άλλους αντιαποικιακούς αγώνες. Η γλώσσα της μετααποικιοκρατίας στην περιοχή μπορεί στη συνέχεια εύκολα να επικαλυφθεί με αξιώσεις για λευκότητα και με την επιθυμία να υποστηριχθούν οι «ευρωπαϊκές αξίες» που εκδιώκουν ανθρώπους από τα σύνορα της ΕΕ. Στην πραγματικότητα, αν και η συζήτηση για την αποικιοκρατία γίνεται όλο και περισσότερο αποδεκτή σε σχέση με τη Ρωσία, για πολλούς στην Ανατολική Ευρώπη η χειρότερη προσβολή είναι να συγκρίνονται με τον «Τρίτο Κόσμο».
Εναλλακτικές αφηγήσεις
Μια από τις εναλλακτικές διεξόδους είναι η περιγραφή της περιοχής όχι μόνο μέσα από τη φιλελεύθερη αφήγηση της «επιστροφής στην Ευρώπη» –που επικρίθηκε εκτενώς από πολλούς μελετητές στην Ανατολική Ευρώπη την τελευταία δεκαετία– κάτι που σήμαινε, μεταξύ άλλων, την αποδοχή των βίαιων συνοριακών μηχανισμών της ΕΕ, αλλά και μέσα από τις ιστορίες του διεθνισμού του «Δεύτερου-Τρίτου κόσμου» και των παγκόσμιων αντιαποικιακών αγώνων. Αυτό δεν είναι κάλεσμα για μια μετασοσιαλιστική νοσταλγία για μια χωρίς αποικιοκρατία και χωρίς αποχρώσεις σοσιαλιστική πρόοδο. Στην πραγματικότητα, τα σοσιαλιστικά κράτη συχνά απέτυχαν να λογοδοτήσουν για τη βία κατά των φυλετικών μειονοτήτων «μέσα»[11] στα ίδια τους τα κράτη. Αντί αυτής της γρήγορης ρομαντικής επιστροφής, η επανεξέταση αυτών των ιστοριών μπορεί να αποτελέσει μια πρόσκληση για να τεθεί το ζήτημα της αλληλεγγύης σε όλους τους αντιαποικιοκρατισμούς σε παγκόσμιο επίπεδο και να εξεταστεί η σημερινή συνενοχή της περιοχής στη βία κατά του «Παγκόσμιου Νότου». Αυτό δεν απαιτεί μόνο την επανεξέταση των ιστοριών αυτού που έχει ονομαστεί «εναλλακτικές παγκοσμιοποιήσεις» –τις συνδέσεις μεταξύ του «δεύτερου» και του «τρίτου» κόσμου που παρέκαμψαν τη Δύση– αλλά και τη θεώρηση της περιοχής ως τοποθετημένης εντός των παγκόσμιων φυλετικών καπιταλιστικών τάξεων, των στρατιωτικοποιημένων συνοριακών καθεστώτων και των ιστοριών στοχασμού με τους παγκόσμιους (αντι)αποικιοκρατικούς αγώνες.
Το ενδιαφέρον για το μετααποικιακό στην Ανατολική Ευρώπη μετά την εισβολή της Ρωσίας, θα μπορούσε να μας προσκαλέσει να κάνουμε αυτή τη σκέψη. Καθώς η συζήτηση για το «μετααποικιακό» στην περιοχή και γίνεται όλο και πιο δημοφιλής εντός και εκτός των ακαδημαϊκών κύκλων, πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό να εντάξουμε την περιοχή στη «λευκή περίφραξη» ως εκπλήρωση της προωθητικής ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης»[12] εις βάρος εκείνων που διαφεύγουν από τις ίδιες ρωσικές βόμβες που πέφτουν πιο μακριά από την «Ευρώπη».
Μετάφραση: elaliberta.gr
Daria Krivonos, “Russian colonialism, Eastern Europe and global anti-colonial struggles”, LeftEast, 13 Απριλίου 2023, https://lefteast.org/russian-colonialism-anti-colonial-struggles/.
Η Daria Krivonos είναι κοινωνιολόγος και μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Η έρευνά της διερευνά τη μετανάστευση στη διασταύρωση της φυλετικοποίησης, της εργασίας, της τάξης και του φύλου. Το τρέχον ερευνητικό της έργο εξετάζει τη νεανική ουκρανική μεταναστευτική εργασία και την επισφάλεια στο πλαίσιο της πολωνικής οικονομίας των υπηρεσιών. Στο twitter ως @KrivonosDaria.
Σημειώσεις
[1] Adem Ferizaj, “The Making and Unmaking of Whiteness in the Balkans”, LeftEast, 14 Μαρτίου 2023, https://lefteast.org/the-making-and-unmaking-of-whiteness-in-the-balkans/.
[2] James Mark and Paul Betts (επιμ.), Socialism Goes Global. The Soviet Union and Eastern Europe in the Age of Decolonisation, Oxford University Press 2022. https://global.oup.com/academic/product/socialism-goes-global-9780192848857?cc=fi&lang=en&.
[3] Chelsea Ngoc Minh Nguyen, “The problems with Ukraine’s wartime diplomacy in the Global South”, openDemocracy, 3 Απριλίου 2023, https://www.opendemocracy.net/en/odr/ukraine-diplomacy-global-south-us-vietnam-indonesia/?utm_source=tw.
[4] Karolina S. Follis, Building Fortress Europe. The Polish-Ukrainian Frontier, University of Pennsylvania Press 2012. https://www.pennpress.org/9780812244281/building-fortress-europe/.
[5] Enrica Rigo, “Citizenship at Europe’s Borders: Some Reflections on the Post-colonial Condition of Europe in the Context of EU Enlargement”, Citizenship Studies, τόμος 9, τεύχος 1, 2005. https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/1362102042000325379.
[6] Piro Rexhepi, White Enclosures. Racial Capitalism and Coloniality along the Balkan Route, Duke University Press 2022, https://www.dukeupress.edu/white-enclosures.
[7] Dace Dzenovska, “Introduction. Paradox of Europeanness. The Need to Exclude and the Virtue of Inclusion”, στο Dace Dzenovska, School of Europeanness, Tolerance and Other Lessons in Political Liberalism in Latvia, Cornell University Press 2018. https://www.degruyter.com/document/doi/10.1515/9781501716867-003/html.
[8] Edwin O. Abuya, Ulrike Krause, Lucy Mayblin, “The neglected colonial legacy of the 1951 refugee convention”, International Migration, τόμος 59, τεύχος 4, Αύγουστος 2021, σσ. 265-267, https://onlinelibrary.wiley.com/doi/full/10.1111/imig.12898.
[9] Daria Krivonos, “Carrying Europe’s ‘White Burden’, Sustaining Racial Capitalism: Young Post-Soviet Migrant Workers in Helsinki and Warsaw”, SAGE Journals, 7 Νοεμβρίου 2022, https://journals.sagepub.com/doi/full/10.1177/00380385221122413.
[10] Ό.π.
[11] Miglena S. Todorova, Unequal under Socialism: Race, Women, and Transnationalism in Bulgaria, University of Toronto Press, 2021. https://utorontopress.com/9781487528416/unequal-under-socialism/.
[12] Piro Rexhepi, Ό.π.