Παρασκευή, 28 Απριλίου 2023 10:49

Η ανάδειξη του κινήματος σε πολιτική δύναμη στη Γαλλία

 

 

Leon Crémieux

 

Η ανάδειξη του κινήματος σε πολιτική δύναμη στη Γαλλία

 

 

Είναι σαφές ότι η Γαλλία διέρχεται μια κοινωνική και δημοκρατική κρίση. Μπορεί μάλιστα να ειπωθεί εύλογα ότι αυτές οι δύο κρίσεις αντανακλούν μια κρίση καθεστώτος, δηλαδή την αδυναμία της άρχουσας τάξης, της καπιταλιστικής τάξης, να συνεχίσει να ασκεί την εξουσία με φυσιολογικό τρόπο στηριζόμενη στους υφιστάμενους πολιτικούς θεσμούς.

Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε εισέλθει σε μια επαναστατική κρίση, ούτε καν σε μια προεπαναστατική, αλλά σε μια φάση κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας της οποίας η έκβαση δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί. Ως τέτοια, εγείρει μια σειρά από πολιτικά ερωτήματα και παράδοξα.

 

Μια παγκόσμια εξέγερση

Η μαζική απόρριψη της αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 64 έτη, με ένα νόμο που επιβλήθηκε με διάφορα θεσμικά διατάγματα, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 49.3, το οποίο επιτρέπει στην κυβέρνηση να επιβάλει ένα νομοσχέδιο στην Εθνοσυνέλευση χωρίς ψηφοφορία, η παρατεταμένη λαϊκή κινητοποίηση σε μια αναμφίβολα πρωτοφανή κλίμακα, είναι προφανείς εκδηλώσεις της κοινωνικής κρίσης. Οι Διαδηλώσεις που προκάλεσε αυτό το κίνημα, γύρω από το ζήτημα της συνταξιοδότησης στα 64, αποκρυσταλλώνουν μια βαθύτερη κρίση. Τα λαϊκά στρώματα δέχονται επί σειρά μηνών επίθεση από τις συνέπειες του πληθωρισμού, την αύξηση του κόστους ζωής γενικά, των τροφίμων και της ενέργειας ειδικότερα, τις επιπτώσεις του Covid. Σε αυτά προστίθενται πιο μακροχρόνιες επιθέσεις που έχουν οδηγήσει στην εξαθλίωση του δημόσιου συστήματος υγείας, της δημόσιας κατοικίας, στις δυσκολίες της καθημερινής ζωής, στα χαμηλά εισοδήματα, στα προβλήματα σταθερής απασχόλησης, στις μεταφορές, στη σχολική εκπαίδευση των παιδιών, στη φροντίδα των ηλικιωμένων. Όλες αυτές οι δυσκολίες βιώνονται τόσο στις λαϊκές γειτονιές όσο και στις μικρές περιφερειακές πόλεις. Όλες αντανακλούν τη βούληση του κεφαλαίου να μειώσει περαιτέρω το μερίδιο της προστιθέμενης αξίας που διατίθεται στις λαϊκές τάξεις, άμεσα μέσω των μισθών, έμμεσα μέσω των υποχρεωτικών εισφορών και της εισοδηματικής αναδιανομής.

Όλες αυτές οι ανησυχίες της καθημερινής ζωής αντανακλώνται στις διαδηλώσεις από τον Ιανουάριο και μετά, ακόμη και αν οι συντάξεις αποτελούν το σημείο αποκρυστάλλωσης και τη μοναδική βάση της συνδικαλιστικής δράσης. Η σταθερότητα της απόρριψης του νόμου του Μακρόν δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς να ληφθεί υπόψη όλη η οργή που διαπιστώνεται στο σημερινό κίνημα. Είναι λοιπόν, γενικά, οι συνθήκες διαβίωσης των λαϊκών τάξεων που καθορίζουν την ακλόνητη δημοτικότητα της υποστήριξης των απεργιών και των διαδηλώσεων, ακόμη και των μπλόκων. Η πολιτική απομόνωση του Μακρόν αντιστοιχεί προφανώς σε αυτή την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς είναι ο εκπρόσωπος μιας κοινωνίας όπου ο παραγόμενος πλούτος μετατρέπεται σε κέρδη για την καπιταλιστική τάξη, της οποίας ο πλούτος, μέσω των εταιρειών που κατέχει ή μέσω άλλων περιουσιακών στοιχείων, συνεχίζει να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Το 5% των οικογενειών κατέχει το 95% των βιομηχανικών περιουσιακών στοιχείων. Ο Μακρόν βρίσκει σχετική υποστήριξη, εκτός από την ίδια την καπιταλιστική τάξη, μόνο σε ένα μέρος των ανώτερων στρωμάτων των μισθωτών εργαζομένων, των διευθυντών, των ελεύθερων επαγγελματιών, βασικά εκείνων που συνδέουν την ευημερία τους με το καπιταλιστικό σύστημα, που ελάχιστα έχουν υποφέρει από το Covid, δεν δέχονται επίθεση στο βιοτικό τους επίπεδο από τον πληθωρισμό και δεν φοβούνται την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης. Το χάσμα για τις συντάξεις είναι σαφώς ένα ταξικό χάσμα: φέρνει κοντά εκείνους που μπορούν να ζήσουν μόνο με τους μισθούς τους ή τις κοινωνικές παροχές και υφίστανται επιθέσεις στην κοινωνική προστασία και σε όλα τα συστήματα εισοδηματικής αναδιανομής.

 

Η πολιτική έκφραση του κινήματος περιορίζεται από την Διασυνδικαλιστική

Μπορούμε να πούμε ότι η ενότητα που σφυρηλατήθηκε γύρω από την εθνική intersyndicale (διασυνδικαλιστικός συντονισμός) από τον Ιανουάριο επέτρεψε την οικοδόμηση του κινήματος, το σθένος του, ιδίως στις μικρές πόλεις που συνήθως κινητοποιούνται λιγότερο στα πλαίσια των κοινωνικών κινημάτων. Αλλά αυτή η intersyndicale, αν και έχει συγκεντρώσει μέχρι τώρα όλα τα συνδικάτα, περιορίστηκε εκουσίως, για να διατηρήσει την ενότητά της, στο αίτημα για την απόσυρση του μέτρου της συνταξιοδότησης στα 64, τη μόνη κοινή βάση. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι στη χώρα έχει δημιουργηθεί ένα γενικό, πλήρες ενιαίο μέτωπο των συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων του εργατικού κινήματος, που αντανακλά και ενισχύει το κίνημα.

Όλοι όμως καταλαβαίνουν επίσης ότι αυτός ο υποχρεωτικός αυτοπεριορισμός της διασωματειακής βάσης (ας μην ξεχνάμε ότι η CFDT υποστήριξε τη μεταρρύθμιση της Τουραίν το 2014 και τη σταδιακή μετάβαση σε 43 έτη εργασίας για συνταξιοδότηση) σημαίνει ότι αυτό το κίνημα δεν παίρνει την πολιτική θέση που, αντικειμενικά, αντιστοιχεί στο βάθος του, στη ριζοσπαστικοποίησή του. Δεν είναι ότι αυτοί που διαδηλώνουν, οι ακτιβιστές στις απεργίες και τα μπλόκα, οι συμμετέχοντες στις εκατοντάδες διαδηλώσεις, δεν εκφράζουν όλα τα αιτήματα που διέπουν αυτό το κίνημα, αλλά ότι ο αυτοπεριορισμός της διασυνδικαλιστικής περιορίζει το πέρασμά του σε ένα πολιτικό στάδιο. Αντικειμενικά, το κίνημα αμφισβητεί την εξουσία, την οργάνωση της κοινωνίας από τα κόμματα και την καπιταλιστική τάξη, προβάλλει τα κύρια κοινωνικά αιτήματα. Αποδυναμώνει την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της άρχουσας τάξης, η οποία έχει χάσει τη μάχη στο ζήτημα της μεταρρύθμισης (ακόμη και αν καταφέρει αύριο να την επιβάλει), αλλά το κίνημα δεν παράγει τη δική του πολιτική έκφραση για να προωθήσει συλλογικά μια άλλη πολιτική, άλλες κοινωνικές επιλογές προς όφελος των εργαζόμενων τάξεων. Σε αυτό μπορούμε να πούμε ότι το περιεχόμενο των αιτημάτων της διασυνδικαλιστικής δεν είναι απόρροια του επιπέδου συνείδησης, αλλά βρίσκεται πολύ πίσω από αυτό∙ από την άλλη πλευρά, το κίνημα δεν έχει τη δύναμη να δημιουργήσει τις δικές του δομές ικανές να ταρακουνήσουν τη διασυνδικαλιστική.

 

Η επίτευξη της ενότητας των εκμεταλλευόμενων

Οι επαναστάτες μαρξιστές έχουν έρθει πολλές φορές αντιμέτωποι με παρόμοιες καταστάσεις, συχνά εν μέσω αντιπαραθέσεων σε άλλο επίπεδο, σε επαναστατικές ή προεπαναστατικές κρίσεις. Η επεξεργασία από την Κομμουνιστική Διεθνή της τακτικής του ενιαίου μετώπου και η προώθηση του συνθήματος της «εργατικής κυβέρνησης» στο τρίτο και τέταρτο συνέδριο το 1920/1921 αντανακλούν αυτή την ανησυχία.

Η τακτική του ενιαίου μετώπου πρέπει να επιτρέψει να τεθεί σε κίνηση η ευρύτερη δυνατή ενότητα των εκμεταλλευόμενων. Αυτό δεν σημαίνει την αριθμητική πρόσθεση συνδικάτων και κομμάτων, αλλά την κινητοποίηση, ξεκινώντας από τις θεμελιώδεις ανάγκες και, μέσα από τη συλλογική δράση, τον αγώνα, την προώθηση της συνείδησης, την αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ηγεμονίας. Στο πλαίσιο αυτό, η συμμαχία, στην υλοποίηση του ενιαίου μετώπου με ρεφορμιστικές οργανώσεις που συνδέονται υλικά και ιδεολογικά με την καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη πολιτική, είναι, παραδόξως, απαραίτητη για την επίτευξη της ενότητας, αλλά αυτό δεν πρέπει να γίνει σε βάρος της ίδιας της δράσης. «Το ιστορικό πρόβλημα δεν είναι να ενώσουμε μηχανικά όλες τις εναπομείνασες οργανώσεις των διαφόρων σταδίων της ταξικής πάλης, αλλά να συσπειρώσουμε το προλεταριάτο στον αγώνα και για τον αγώνα. Αυτά είναι εντελώς διαφορετικά, μερικές φορές ακόμη και αντιφατικά, προβλήματα» εξηγεί ο Λέων Τρότσκι στο «Φασισμός - Τι είναι και πώς να τον πολεμήσουμε».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στο επίκεντρο της κρίσης, το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι κομμουνιστές ήταν η συνύπαρξη με σημαντικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, σε αρκετές προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ιδίως στη Γερμανία, και η χάραξη μιας επαναστατικής πολιτικής. Ο στόχος ήταν πράγματι η δημιουργία ενός κινήματος, μιας διαδικασίας που θέτει σε κίνηση και, ξεκινώντας από αγώνες για αιτήματα, ενώνει τους εκμεταλλευόμενους και οδηγεί σε μια επαναστατική αντιπαράθεση. Ήταν παράδοξο να επιδιώκεται η ενότητα με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, από τα οποία οι κομμουνιστές είχαν μόλις διασπαστεί κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, της Ρωσικής Επανάστασης και της επαναστατικής κρίσης στη Γερμανία του 1918/1919. «Αν μπορούσαμε να ενώσουμε τις εργαζόμενες μάζες γύρω από τη σημαία μας ή πάνω στα σημερινά μας συνθήματα, παραμερίζοντας τις ρεφορμιστικές οργανώσεις, τα κόμματα ή τα συνδικάτα, θα ήταν σίγουρα το καλύτερο. Αλλά τότε το ζήτημα του ενιαίου μετώπου δεν θα ετίθετο καν στη σημερινή του μορφή. Η ρεφορμιστική οργάνωση τείνει στην ειρήνη με την αστική τάξη. Αλλά για να μη χάσει την επιρροή της στους εργάτες, αναγκάζεται, ενάντια στην πραγματική θέληση των ηγετών της, να υποστηρίξει τα επιμέρους κινήματα των εκμεταλλευόμενων ενάντια στους εκμεταλλευτές» είπε ο Τρότσκι στους Γάλλους κομμουνιστές το 1922, ένα χρόνο μετά το Συνέδριο της Τουρ.

 

Η «εργατική κυβέρνηση»

Εκείνη την εποχή, τα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς συζητούσαν το ζήτημα της «εργατικής κυβέρνησης». Η Διεθνής Επιτροπή του Δεκέμβρη του 1921 και στη συνέχεια το 4ο Συνέδριο της Κ.Δ., το Νοέμβριο του 1922, ανέπτυξαν λεπτομερώς αυτό το ζήτημα και το Ψήφισμα για την τακτική της Κ.Δ. εξηγεί ακριβώς ότι «το σύνθημα της “εργατικής κυβέρνησης” είναι αναπόφευκτη συνέπεια όλης της τακτικής του ενιαίου μετώπου». Στην κίνηση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων που γίνεται δυνατή από την τακτική του ενιαίου μετώπου, το αποτέλεσμα είναι μια εργατική κυβέρνηση, πάνω σε ένα επαναστατικό πρόγραμμα σύγκρουσης με το αστικό κράτος. Το ψήφισμα απαριθμεί λοιπόν τα διάφορα σενάρια «εργατικών κυβερνήσεων» που μπορούν να αντανακλούν τη συμμαχία μεταξύ των κομμουνιστών, και των σοσιαλδημοκρατών, προειδοποιώντας ιδιαίτερα ενάντια σε μια φιλελεύθερη εργατική κυβέρνηση όπως στην Αυστραλία, ή μια σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση όπως στη Μεγάλη Βρετανία, που και οι δύο είναι μόνο «κυβερνήσεις καμουφλαρισμένου συνασπισμού μεταξύ της αστικής τάξης και των αντεπαναστατικών ηγετών της εργατικής τάξης». Όμως το Συνέδριο έκρινε δυνατή τη συμμετοχή των κομμουνιστών σε κυβερνήσεις που οργανώνουν την αντιπαράθεση με το αστικό κράτος και αρχίζουν να εκπληρώνουν επαναστατικά καθήκοντα. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η απόφαση του KPD τον Ιανουάριο του 1923 να σχηματίσει μια κυβέρνηση KPD-SPD στα κρατίδια της Σαξονίας και της Θουριγγίας, μια απόφαση που παρεμποδίστηκε από την αριστερή αντιπολίτευση Φίσερ-Μάσλοφ.

Ως προέκταση των όσων ανέπτυξε ο Γκράμσι για την ηγεμονία, φαίνεται ότι το σύνθημα μιας εργατικής κυβέρνησης μπορεί να μεταφράσει, με αλγεβρικό ή πιο συγκεκριμένο τρόπο, στην προπαγάνδα ή σε πρακτικές καταστάσεις, αυτή την ιδέα ότι οι καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευόμενοι πρέπει να σπάσουν την πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία που ασκεί η αστική τάξη στην κοινωνία των πολιτών, η οποία της επιτρέπει να επεκτείνει την εξουσία της πέρα από την οικονομική σφαίρα και το καταναγκαστικό πολιτικό κράτος, να νομιμοποιείται με την ηγεμονία της στους θεσμούς που δομούν την κοινωνία, συνδικάτα, εκκλησίες, κόμματα κ.λπ. Η δημιουργία μιας νέας ηγεμονίας, της ηγεμονίας των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων, στο κίνημα του αγώνα, είναι επομένως μια πρόκληση, που επιβεβαιώνει ένα σχέδιο για ολόκληρη την κοινωνία, αμφισβητώντας τον καπιταλισμό, ξεκινώντας από την ικανοποίηση των αναγκών των λαϊκών τάξεων και των αιτημάτων των δημοκρατικών αγώνων και των αγώνων ενάντια στην καταπίεση, το νομιμοποιεί να αντιμετωπίσει το κράτος καταναγκασμού και να καταπολεμήσει την εκμετάλλευση.

 

Επανάκτηση της δύναμης των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων

Αυτά τα καθήκοντα είχαν αναπτυχθεί από τους κομμουνιστές στις αρχές της δεκαετίας του 1920, χρόνια επαναστατικής πυράκτωσης. Όμως, για άλλη μια φορά, το πλαίσιο του αγώνα για τις συντάξεις και τα προβλήματα που θέτει μπορεί να υπογραμμίσει τόσο τη σημασία της τακτικής του ενιαίου μετώπου –κατανοώντας ότι η δυναμική του πρέπει να διευρύνει τη βάση των κοινωνικών διεκδικήσεων– όσο και τη θέση του συνθήματος της κυβέρνησης των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων, που στην προκειμένη περίπτωση θα σήμαινε πρώτα τη θετική εκδήλωση της διεκδίκησης των εργατικών τάξεων να θέσουν υποψηφιότητα για την εξουσία, όχι με την ανάθεση στα σημερινά θεσμικά πλαίσια, αλλά με την ικανότητά τους να οργανώνονται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Αυτό προφανώς συμβαδίζει με την ικανότητα σύγκλισης, στην αντίθεση με τον καπιταλισμό, όλων των αγώνων που δρουν ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση.

Τα πολλά αιτήματα που εκφράζονται σε αυτό το κίνημα δεν έχουν πραγματωθεί σε δομές που συγκεντρώνουν τους ακτιβιστές, τις οργανώσεις που έχουν εμψυχώσει τον αγώνα εδώ και τρεις μήνες. Η σύνδεση δεν έχει γίνει με τις κοινωνικές ανησυχίες, οι οποίες, αποκρυσταλλωμένες γύρω από το ζήτημα της συνταξιοδότησης στα 64, δεν εξαντλούνται σε αυτό. Με μια λέξη, για να χρησιμοποιήσουμε μια πολιτική ορολογία, αυτό το κίνημα έχει πράγματι επιτύχει ένα μέτωπο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, μια μαζική εξέγερση των λαϊκών τάξεων, αλλά ελλείψει δομών που να συγκεντρώνουν την πολιτική ενέργεια, εκφράζοντας τα αιτήματα που υπάρχουν σε αυτό το κίνημα.

Ας θυμηθούμε ότι πριν από τέσσερα χρόνια ήταν τα κίτρινα γιλέκα [gilets jaunes] που εκδήλωσαν, σε μικρότερους αριθμούς, μια παρόμοια οργή, αποκρυσταλλώνοντας επίσης τα πιο επισφαλή στρώματα της μισθωτής εργασίας, ιδίως στις αγροτικές και περιφερειακές περιοχές. Ο θυμός και τα αιτήματα ήταν τα ίδια. «Επαναστατούμε κατά του υψηλού κόστους ζωής, της επισφάλειας και της μιζέριας. Θέλουμε, για τους αγαπημένους μας, τις οικογένειές μας και τα παιδιά μας, να ζήσουμε με αξιοπρέπεια. 26 δισεκατομμυριούχοι κατέχουν όσο η μισή ανθρωπότητα, αυτό είναι απαράδεκτο. Ας μοιραστούμε τον πλούτο και όχι τη δυστυχία! Ας βάλουμε τέλος στις κοινωνικές ανισότητες! Απαιτούμε την άμεση αύξηση των μισθών, των μίνιμουμ κοινωνικών παροχών, των επιδομάτων και των συντάξεων, το άνευ όρων δικαίωμα στη στέγαση και την υγεία, την παιδεία, τις δωρεάν δημόσιες υπηρεσίες για όλους... Μας ενισχύει η ποικιλομορφία των συζητήσεών μας, αυτή τη στιγμή εκατοντάδες συνελεύσεις αναπτύσσουν και προτείνουν τα δικά τους αιτήματα. Αφορούν την πραγματική δημοκρατία, την κοινωνική και φορολογική δικαιοσύνη, τις συνθήκες εργασίας, την οικολογική και κλιματική δικαιοσύνη και τον τερματισμό των διακρίσεων!» (Συνέλευση των Συνελεύσεων του Κομερσί).

Ήταν και κοινωνικά μια ταξική εξέγερση, που στοχοποιούσε ξεκάθαρα τους εκμεταλλευτές, όπως κάνουν και οι διαδηλωτές στις σημερινές κινητοποιήσεις. Αυτήν την κοινωνική οργή τη συναντάμε στους τοπικούς αγώνες ενάντια στις εταιρείες δημόσιας στέγασης που αφορούν τα ενοίκια ή τις τιμές της ενέργειας, σε όσους στα λαϊκά προάστια υφίστανται διακρίσεις, υψηλά ποσοστά ανεργίας, εξαφάνιση των δημόσιων υπηρεσιών, δυσκολίες στις μεταφορές. Βρίσκεται επίσης στο ευρύ ενωτικό κάλεσμα για τη φεμινιστική απεργία της 8ης Μαρτίου 2023: «Εξακολουθώντας να αμείβονται κατά ένα τέταρτο λιγότερο, συγκεντρωμένες στις χαμηλότερες αμοιβές και στις θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης, όλο και περισσότερες γυναίκες αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα. Αντί να τιμωρήσουν τις εταιρείες που κάνουν διακρίσεις, αντί να αυξήσουν τους μισθούς και τις συντάξεις, να καταπολεμήσουν την έμφυλη και σεξουαλική βία κατά των γυναικών, αυτή η κυβέρνηση και οι εργοδότες θέλουν να επιβάλουν μια βίαιη και άδικη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση».

Το κάλεσμα των Εξεγέρσεων της Γης του 2021 εξέφραζε επίσης αυτή τη λαϊκή οργή, «η οποία φέρνει σε επαφή τους νέους που επαναστατούν ενάντια στην οικολογική καταστροφή και τους αγρότες που αρνούνται να κάνουν τη γη αντικείμενο αγοραπωλησίας... Αφού περιέκλεισαν και ιδιωτικοποίησαν τα κοινά, η καπιταλιστική αγορά και οι θεσμοί της επισπεύδουν τώρα τις καταστροφές της βιοποικιλότητας, της κλιματικής αλλαγής και της κοινωνικής ατομικοποίησης».

 

Αντιμέτωποι με την έλλειψη νομιμότητας αυτών που μας κυβερνούν

Ο σημερινός κοινωνικός θυμός, οι απεργίες και οι διαδηλώσεις είναι επομένως το προϊόν όλων αυτών των κοινωνικών αιτημάτων. Η τεράστια πλειοψηφία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα καθεστώς που στηρίζεται σε μια θεσμική νομιμότητα, στους «δημοκρατικούς» κανόνες που επέτρεψαν την εκλογή ενός προέδρου, μιας εθνοσυνέλευσης. Και καθώς αυτοί οι κανόνες, από μόνοι τους, δεν αρκούν, υπάρχουν όλα τα νομοθετικά τεχνάσματα που επιτρέπουν στο καθεστώς να ξεφύγει από την έλλειψη πλειοψηφίας –σε ένα σύστημα που έχει σχεδιαστεί για να εξασφαλίζει την προεδρική πλειοψηφία– να ξεφύγει από την πίεση που υφίστανται οι βουλευτές στις εκλογικές τους περιφέρειες.

Επομένως, στο κοινωνικό ζήτημα προστίθεται ένα προφανές δημοκρατικό ερώτημα: πώς μπορεί ένας πρόεδρος που έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη μόνο του 20% του εκλογικού σώματος και μια κοινοβουλευτική μειοψηφία που έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη μόνο του 11,97% αυτού του εκλογικού σώματος να έχουν την αλαζονεία να διεκδικούν τη νομιμοποίηση να επιβάλλουν ένα νόμο που απορρίπτεται από μια τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού;

Αυτή η διπλή κατάσταση, κοινωνική κρίση και δημοκρατική κρίση, θέτει ένα άμεσα πολιτικό ερώτημα: Πώς να επιβληθούν οι ανάγκες, οι προσδοκίες, οι επιλογές εκείνων που εκφράζονται μέσα από τις απεργίες και τους δρόμους ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, εκείνων που ηγούνται των μαχών με στόχο το καπιταλιστικό σύστημα, να επιβεβαιωθεί μια δύναμη ικανή να επιβάλει τη νομιμοποίησή της απέναντι σε ένα μειοψηφικό και παράνομο καθεστώς;

 

Ο κίνδυνος της ακροδεξιάς

Η κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση είναι επίσης μια ζωτική ανάγκη μπροστά σε μια ανώμαλη κατάσταση. Τρεις μήνες μετά την έναρξη ενός κοινωνικού κινήματος που καταπολεμά την επίθεση που προέρχεται από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, ενός κοινωνικού κινήματος που οργανώθηκε από το συνδικαλιστικό κίνημα και με τη συμμετοχή και την υποστήριξη της αντι-νεοφιλελεύθερης αριστεράς, η ακροδεξιά φαίνεται να εκμεταλλεύεται σε μεγάλο βαθμό την τρέχουσα κοινωνική κρίση, ενώ προφανώς αρνείται να προβάλει οποιοδήποτε αίτημα για μέτρα που θα έπλητταν τα συμφέροντα των καπιταλιστών εργοδοτών. Όπως και οι Ιταλοί ομοϊδεάτες της, οι Fratelli d’Italia γύρω από τη Μελόνι, έτσι και η γαλλική ακροδεξιά απλώς περιμένει την κατάλληλη στιγμή ελπίζοντας ότι η απουσία μιας ισχυρής λαϊκής αντικαπιταλιστικής δυναμικής θα την κάνει να εμφανιστεί ως θεσμική εναλλακτική λύση το 2027, ενώ παράλληλα εκμεταλλεύεται την ποινικοποίηση και δαιμονοποίηση της αριστερής συμμαχίας NUPES από την κυβέρνηση.

Η απομόνωση αυτής της ακροδεξιάς μπορεί να προχωρήσει μόνο αν οικοδομηθεί ένα μέτωπο των λαϊκών τάξεων, ένα συνδικαλιστικό, κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που θα αποτελέσει γέφυρα μεταξύ του συνταξιοδοτικού κινήματος και όλων των κοινωνικών, δημοκρατικών και περιβαλλοντικών αιτημάτων της εποχής, δομημένο γύρω από μέτρα που αμφισβητούν την εξουσία των καπιταλιστικών ομίλων. Τα θεμέλια ενός τέτοιου μετώπου υπάρχουν στους κοινωνικούς αγώνες που διεξάγονται στο κοινωνικό, φεμινιστικό, οικολογικό και αντιρατσιστικό πεδίο, επειδή το κεφάλαιο δομεί και αναδιαρθρώνει την εκμετάλλευση και την καταπίεση προς όφελός του και γενικεύει την εξουσία του στο κοινωνικό σύνολο. Βρισκόμαστε σε μια από τις στιγμές όπου το καθήκον είναι «να καταστρέψουμε μια ηγεμονία και να δημιουργήσουμε μια νέα», όπως το έθεσε ο Γκράμσι.

Στην κοινωνία των πολιτών επιβεβαιώνεται η ηγεμονία της άρχουσας τάξης, η οποία σε κανονικούς καιρούς βρίσκει συμμάχους στις ρεφορμιστικές ηγεσίες του εργατικού κινήματος. Όμως υπάρχουν στιγμές που αυτή η ηγεμονία μπορεί να αμφισβητηθεί από τους κοινωνικούς αγώνες, όταν διεκδικείται μια πολιτική ταυτότητα των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων, ξεπερνώντας τις διαιρέσεις τους. Βρισκόμαστε σε μια στιγμή που αυτή η πολιτική ταυτότητα θα μπορούσε να επιβληθεί, εκφράζοντας τον αγώνα για τη δική της ηγεμονία. Είναι επομένως μια πολιτική ηγεμονία των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων που πρέπει να οικοδομηθεί, μια ηγεμονία που αντιστοιχεί όχι μόνο στο κοινωνικό τους βάρος –συγκεντρώνοντας όλους τους αγώνες ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση– αλλά κυρίως κατευθύνοντας αυτούς τους αγώνες γύρω από την αμφισβήτηση του συστήματος που δομεί αυτή την εκμετάλλευση και την καταπίεση, του καπιταλιστικού συστήματος.

Η βίαιη καταστολή των οικολογικών διαδηλώσεων στη Σαίντ-Σολίν από τον υπουργό Εσωτερικών Νταρμανέν είναι ενδεικτική του μεγάλου φόβου για τη σύγκλιση του κοινωνικού αγώνα γύρω από τις συντάξεις με τους οικολογικούς αγώνες. Αντίστοιχα, ο Νταρμανέν και ο Μακρόν έχουν να φοβηθούν τη σύγκλιση με τους αγώνες των λαϊκών προαστίων για τις δημόσιες υπηρεσίες, το ρατσισμό και την αστυνομική βία. Η θετική σύγκλιση αυτών των αγώνων δεν υπάρχει σήμερα. Για να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν απαραίτητο να οικοδομήσουμε και να διεκδικήσουμε ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο, γύρω από επείγοντα κοινωνικά αιτήματα, σκιαγραφώντας την προοπτική τού τι θα μπορούσε να είναι μια κοινωνία των κοινών, διαχειριζόμενη από και για τους εκμεταλλευόμενους και τους καταπιεσμένους, δομημένη με βάση τις επιχειρήσεις, τις γειτονιές και τις τοπικές κοινωνίες, αναλαμβάνοντας την οργάνωση της κοινωνίας για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.

 

Για ενότητα στην υπηρεσία της μάχης

Το να μιλάμε για μια κυβέρνηση των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων συνεπάγεται ταυτόχρονα να ξεκινάμε από τη σημερινή κατάσταση, να λαμβάνουμε υπόψη τις κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις που συμμετέχουν στους σημερινούς αγώνες, που οργανώνουν τους κοινωνικούς αγώνες. Θα ήταν προφανώς στο χέρι τους να συναντηθούν για να ορίσουν, να συζητήσουν ποιο θα μπορούσε να είναι ένα πρόγραμμα ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών, ρήξης με το σημερινό σύστημα. Αυτό αγγίζει ένα βασικό πρόβλημα αυτών των εβδομάδων: την ανάγκη σύγκλισης των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων για να σπάσει η σημερινή αμοιβαία άγνοια.

Η αδυναμία των τοπικών συνελεύσεων, των αυτοοργανωμένων δομών σε αυτό το κίνημα δεν πρέπει να μας εμποδίσει να κάνουμε βήματα προς τα εμπρός. Η απαραίτητη αυτονομία του κοινωνικού κινήματος απέναντι στα πολιτικά κόμματα δεν μπορεί να οδηγήσει, όπως συμβαίνει σήμερα, στην απουσία πλατιών κοινών πρωτοβουλιών με βάση τα κοινωνικά και δημοκρατικά αιτήματα για τα οποία αγωνίζονται και οι δύο. Σε αντίθεση με ό,τι ουσιαστικά κάνει το NUPES, το ζήτημα δεν περιορίζεται σε έναν θεσμικό, κοινοβουλευτικό αγώνα, σε συνδυασμό με την υποστήριξη των κοινωνικών αγώνων, και περιμένοντας αυτό να μεταφραστεί σε εκλογική υποστήριξη το 2027 ή σε περίπτωση διάλυσης του κοινοβουλίου. Οι συνελεύσεις της Λαϊκής Ενότητας (που επί του παρόντος βρίσκονται σε αδράνεια), αν άνοιγαν ευρύτερα, θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε αυτό το έργο. Αυτό πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί τώρα, όχι μόνο με την πραγματοποίηση εθνικών και τοπικών συναντήσεων που φέρνουν κοντά κόμματα, συνδικάτα και ενώσεις, αλλά και με μια κοινή ακτιβιστική προσπάθεια για τη δημιουργία εθνικών και τοπικών ενωτικών δομών για την προώθηση αυτής της σύγκλισης μέσα στον αγώνα. Αυτό προφανώς αφορά κοινά καθήκοντα σε θέματα καταστολής και απάντησης στις δράσεις της ακροδεξιάς, για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Αφορά όμως και την ανάγκη σύγκλισης, πέρα από την απόρριψη των αλλαγών στις συντάξεις, κοινών κοινωνικών αιτημάτων σε ένα πρόγραμμα αγώνα. Είναι αναγκαίο να δοθεί ένα νόημα, ένας πολιτικός προσανατολισμός στον κοινωνικό αγώνα, ένας πολιτικός προσανατολισμός που να χτίζεται μέσα στη δυναμική του σημερινού κοινωνικού κινήματος.

Ομοίως, βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου συνδυάζονται τα στοιχεία των κοινωνικών αιτημάτων και τα στοιχεία των δημοκρατικών αιτημάτων. Η σημερινή κατάσταση επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη δημοκρατικά αιτήματα όπως αυτά που προβάλλαμε όταν δημιουργήθηκε το Nouveau Parti anticapitaliste (NPA / Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα) (και τα οποία επανατοποθετήθηκαν κατά τη διάρκεια του κινήματος των gilets jaunes [κίτρονων γιλέκων]). Δεν πρόκειται να αγωνιστούμε για μια απλή εκκαθάριση των «υπερβολών» της Πέμπτης Δημοκρατίας, αλλά για την προώθηση μιας σειράς συγκεκριμένων αιτημάτων: «Μια διευρυμένη πολιτική δημοκρατία απαιτεί τη ρήξη με τους θεσμούς της Πέμπτης Δημοκρατίας και τον υπερπροεδρισμό τους, την κατάργηση της προεδρικής εξουσίας. Να απαιτήσουμε την πλήρη αναλογική εκπροσώπηση, την εκλογή συντακτικής συνέλευσης, την κατάργηση όλων των οργάνων, όπως η Γερουσία και το Συνταγματικό Συμβούλιο, που αποδυναμώνουν ακόμα περισσότερο τη δημοκρατία. Να καθιερωθεί η εκ περιτροπής και με αυστηρά όρια θητεία, η ισοτιμία σε κάθε εκλεγμένο σώμα. Να καθιερωθεί η πλήρης ιθαγένεια των κατοίκων-εργατών με βάση το καίριας σημασίας δικαίωμα γέννησης. Αυτές οι νέες δημοκρατικές κατακτήσεις δεν μπορούν να γίνουν νοητές χωρίς βαθιές, χειραφετητικές κινητοποιήσεις, εφευρίσκοντας νέες μορφές δημοκρατικών πρακτικών…»

Το σύνθημα της συντακτικής συνέλευσης είναι επομένως ξεκάθαρα στην ημερήσια διάταξη, όχι ως ένα απλό πέρασμα σε μια άλλη Δημοκρατία, λες και το κράτος θα μπορούσε να αλλάξει τον ταξικό του χαρακτήρα για να περάσουμε σε έναν άλλο νούμερο Δημοκρατίας. Δεν πρόκειται μόνο για το γκρέμισμα των θεσμών που κατακερματίζουν, διαλύουν, διασκορπίζουν, μετατρέπουν σε «παζλ» όλη την κοινωνική δυναμική των λαϊκών τάξεων, αλλά για την προβολή μιας διαδικασίας λαϊκής αυτοοργάνωσης που καταπολεμά ρητά την ανάθεση και αποτελεί εργαλείο για το σπάσιμο και όχι την εξυγίανση του αστικού κράτους. Το κίνημα κουβαλάει τους σπόρους της δυναμικής που μπορεί να πάει προς αυτή την κατεύθυνση. Στο χέρι μας είναι να τους τονώσουμε, όποια και αν είναι η έκβαση της σημερινής φάσης του κινήματος.

 

21 Απριλίου 2023

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Leon Crémieux, « Crise des retraites et révolte globale (France) : Faire du mouvement une force politique », 21 Απριλίου 2023, Europe Solidaire Sans Frontières, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article66335.

Leon Crémieux, “Making the movement a political force in France”, International Viewpoint, 23 Απριλίου 2023, https://internationalviewpoint.org/spip.php?article8067. Αναδημοσίευση: Leon Crémieux, “Pension, social and democratic crisis – Making the movement a political force in France”, Europe Solidaire Sans Frontières, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article66338.

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 28 Απριλίου 2023 10:53

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.