Χάρτης του 1896 που δείχνει την περιοχή Εσσεκίμπο («Mapa de una parte de Venezuela y de la Guayana Britanica», Wikimedia).
Simon Rodriguez P.
Βενεζουέλα: Η μόνη δίκαιη διέξοδος από τη σύγκρουση του Εσσεκίμπο
Στις 30 Ιουνίου, το Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ) πραγματοποίησε συνεδρίαση σχετικά με την εδαφική διαμάχη μεταξύ της Βενεζουέλας και της Γουιάνας για την περιοχή Εσσεκίμπο. Φτάσαμε σε αυτό το σημείο μετά από δεκαετίες αποτυχημένων προσπαθειών διαμεσολάβησης από τον ΟΗΕ, οι οποίες οργανώθηκαν βάσει της Συμφωνίας της Γενεύης του 1966 που υπογράφηκε λίγους μήνες πριν από την ανεξαρτησία της Γουιάνας από τη Βενεζουέλα και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τον Ιανουάριο του 2018, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες τερμάτισε τη διαμεσολάβησή του και ανέθεσε το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο. Η Γουιάνα ζήτησε από το ΔΔ να επικυρώσει τη διαιτητική απόφαση των Παρισίων του 1899, βάσει της οποίας το επίμαχο έδαφος παραχωρήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η διαδικασία αυτή πιθανότατα θα καταλήξει με μια απόφαση ευνοϊκή για τη Γουιάνα, δεδομένης της αδυναμίας της αξίωσης της Βενεζουέλας.
Η «πολιτικοστρατιωτική» κυβέρνηση της Βενεζουέλας διεξάγει μια επιθετική προπαγανδιστική εκστρατεία, κατηγορώντας τη Γουιάνα ότι ενεργεί στην υπηρεσία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ιδίως προς το συμφέρον της πετρελαϊκής εταιρείας Exxon-Mobil. Η αναβίωση το 2015 από το καθεστώς Μαδούρο των εδαφικών διεκδικήσεων της Βενεζουέλας συνέπεσε με τον εντοπισμό πετρελαϊκών κοιτασμάτων στις ακτές της περιοχής Εσσεκίμπο, την ανάληψη της εξουσίας από μια κυβέρνηση στη Γουιάνα που δεν ήταν σύμμαχος του Τσαβισμού και την προχωρημένη παρακμή του Τσαβισμού, ο οποίος θα υποστεί τη χειρότερη εκλογική του ήττα εκείνη τη χρονιά.
Η ειρωνεία είναι ότι η αξίωση της Βενεζουέλας για κυριαρχία επί του Εσσεκίμπο εργαλειοποιήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του 19ου και στα μέσα του 20ού αιώνα. Η απαίτηση για 159.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή το 74% της γουϊανέζικης επικράτειας, υφίσταται στο σημείο αυτό μόνο ως αταβισμός των αντιδραστικών ελιγμών των ΗΠΑ και των αστικών κυβερνήσεων της Βενεζουέλας εκείνης της εποχής. Η μόνη δίκαιη διέξοδος, και αυτό που πρέπει να απαιτήσουμε εμείς οι Βενεζουελάνοι από την κυβέρνηση, είναι να παραιτηθεί το κράτος της Βενεζουέλας από μια διεκδίκηση που αρχικά είχε νομιμοποίηση απέναντι στον βρετανικό ιμπεριαλισμό, αλλά την έχασε εντελώς στη συνέχεια, καθώς έγινε όργανο επίθεσης εναντίον ενός αδελφού έθνους της Καραϊβικής.
Μια άλλη ειρωνεία είναι ότι ποτέ δεν υπήρχαν περισσότεροι Βενεζουελάνοι στην επικράτεια του Εσσεκίμπο από ό,τι τώρα. Αλλά η αντίθεση με τις επικές φαντασιώσεις του επεκτατικού εθνικισμού δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη: οι Βενεζουελάνοι μετανάστες που κατευθύνονται προς τα ανατολικά δραπετεύουν από τη μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική καταστροφή στην ιστορία μας, σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης[1]. Περισσότεροι από 3.000 Βενεζουελάνοι έχουν περάσει τα τελευταία πέντε χρόνια σε μια γειτονική χώρα σχεδόν άγνωστη σε εμάς, μια χώρα με την οποία έχουμε μοιραστεί μόνο μια παράλογη σύγκρουση που επινοήθηκε από αποικιακές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτές οι ρίγες στον επίσημο χάρτη της Βενεζουέλας, η λεγόμενη Ζώνη σε Ανάκτηση, δεν είναι παρά ένα ακόμη δέλεαρ για την ενότητα όλων των κοινωνικών τάξεων στη Βενεζουέλα, ώστε οι καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευόμενοι να ξεχάσουν την απελπιστική τους κατάσταση και να συνασπιστούν με τους καταπιεστές τους. Τόσο η πολιτική-στρατιωτική κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση υπέρ των Γιάνκηδων υπό την ηγεσία του Γκουαϊδό συμμετέχουν σε αυτή την επιχείρηση αντιπερισπασμού.
Αυτή η σύγκρουση δεν ήταν ποτέ μέρος των ανησυχιών και των αγώνων μας. Λίγοι Βενεζουελάνοι γνωρίζουν πώς φτάσαμε στην τρέχουσα κατάσταση. Είναι λοιπόν σημαντικό να αφηγηθούμε την ιστορία του, ώστε να διαλύσουμε τον εθνικιστικό και αστικό μυστικισμό γύρω του.
Από θύμα, επιτιθέμενος
Το Εσσεκίμπο δεν ήταν ποτέ βενεζουελάνικο, ήταν ισπανικό, με την ισχύ της Παπικής Βούλας του 1493. Το 1596, Ισπανοί άποικοι ίδρυσαν το Σαν Τομάς ντε Γκουαγιάνα, το οποίο ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα το ανατολικό όριο της ισπανικής αποικίας στην ηπειρωτική χώρα. Στις αρχές του 17ου αιώνα άρχισε ο ολλανδικός αποικισμός. Η Συνθήκη του Μίνστερ με τους Ολλανδούς καθιέρωσε ένα σύνορο που αναγνώριζε τον ισπανικό έλεγχο μέχρι τον ποταμό Εσσεκίμπο. Τότε όμως άρχισε ο αγγλικός αποικισμός. Το 1814 η Ολλανδία παραχώρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, την κύρια αποικιακή δύναμη στον κόσμο, ένα μέρος της επικράτειας, με δυτικό όριο τον ποταμό Εσσεκίμπο. Μέχρι το 1831 οι Βρετανοί είχαν εκτοπίσει εντελώς τους Ολλανδούς και είχαν βάλει στο στόχαστρο το πολυπόθητο δέλτα του ποταμού Ορινόκο.
Όπως και στην περιοχή που αργότερα θα γινόταν Βενεζουέλα, το έδαφος της Γουιάνας ήταν ο τόπος μεγάλων εξεγέρσεων κατά της δουλείας τον 18ο αιώνα. Η ανεξαρτησία της Μεγάλης Κολομβίας και η απόσχισή της από τη Βενεζουέλα έγιναν υπό την αιγίδα της λευκής ελίτ των criollo δουλοκτητών. Η δουλεία καταργήθηκε στις αγγλικές αποικίες δύο δεκαετίες νωρίτερα από ό,τι στη Βενεζουέλα, όπου επίσης συνεχίστηκαν οι εμφύλιοι πόλεμοι και η μεγάλη ανασφάλεια μετά την ανεξαρτησία. Η νέα ανεξάρτητη δημοκρατία της Βενεζουέλας δεν είχε επομένως τίποτα να προσφέρει στους ιθαγενείς ή στους πρώην σκλάβους της αγγλικής αποικίας. Οι Άγγλοι εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία του πρώην αποικιακού γείτονά τους και προσπάθησαν να προσδιορίσουν τα σύνορα προκειμένου να ενσωματώσουν τη λεκάνη του ποταμού Κουγιουνί. Αυτό απορρίφθηκε από τις αρχές της Βενεζουέλας το 1841, ξεκινώντας την εδαφική διαμάχη. Το 1850 υπήρξε συνοριακή συμφωνία με τους Άγγλους, οι οποίοι ωστόσο συνέχισαν να αποικίζουν πέρα από τα συμφωνηθέντα, μέχρι το δέλτα του Ορινόκο.
Ο Μπολίβαρ ήταν από τους πρώτους που πρότεινε την επίλυση των ορίων των νέων ανεξάρτητων εθνών με την εφαρμογή της αρχής του διεθνούς δικαίου Uti Possidetis: το ανεξάρτητο έθνος κληρονομεί τα εδάφη που αποτελούσαν την αποικία. Η Βενεζουέλα απαιτούσε από τους Άγγλους να σεβαστούν τα όρια που είχε με την ισπανική αποικία. Το πρόβλημα είναι ότι τα όρια αυτά δεν ήταν συγκεκριμένα και είχαν χαραχθεί πάνω σε κυρίως ακατοίκητα εδάφη, των οποίων οι αυτόχθονες πληθυσμοί δεν είχαν καμία αφοσίωση σε κανένα κράτος.
Το 1887, η προέλαση των Άγγλων οδήγησε στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων και σε φόβους για εισβολή στη Βενεζουέλα. Το 1895, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γκρόβερ Κλίβελαντ υποστήριξε τη Βενεζουέλα με βάση το Δόγμα Μονρόε, το οποίο διεκδικούσε την αμερικανική ήπειρο ως σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Μετά από στρατιωτικές απειλές του Κλίβελαντ, το 1897 οι δύο δυνάμεις συμφώνησαν σε μηχανισμό διαιτησίας. Ήταν τέτοια η υποταγή της Βενεζουέλας, που δέχτηκε να εκπροσωπούνται τα συμφέροντά της από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη διαιτησία. Το 1899, η διαιτητική απόφαση του Παρισιού παραχώρησε στους Άγγλους μια περιοχή διπλάσια από εκείνη που είχαν αποκτήσει από τους Ολλανδούς, αν και το δέλτα του Ορινόκο αναγνωρίστηκε ως δέλτα της Βενεζουέλας.
Για τον ανερχόμενο αμερικανικό ιμπεριαλισμό, θεωρήθηκε νίκη η αναγνώριση της διαιτησίας από τους Άγγλους. Μια δι-εθνική επιτροπή καθόρισε τα σύνορα εφαρμόζοντας τα κριτήρια της απόφασης της διαιτησίας και η στρατιωτική δικτατορία του Χουάν Βισέντε Γκόμεζ στη Βενεζουέλα αποδέχτηκε μια οριστική οριοθέτηση την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Το 1932 ολοκληρώθηκε η οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ της Βραζιλίας, της Βρετανικής Γουιάνας και της Βενεζουέλας.
Πέρασε σχεδόν μια δεκαετία από το θάνατο του Γκόμεζ, όταν το 1944 το κοινοβούλιο της Βενεζουέλας αμφισβήτησε τη διαιτητική απόφαση. Ο Μαλλέτ Πρεβόστ, ένας από τους Αμερικανούς δικηγόρους που είχαν εκπροσωπήσει τη Βενεζουέλα στο Παρίσι, κατήγγειλε στη διαθήκη που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του το 1949 τις παρατυπίες της διαδικασίας και την ύπαρξη συμφώνου μεταξύ του αγγλικού και του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Το 1951, δεδομένων των αυξανόμενων ανακαλύψεων ορυκτών κοιτασμάτων στην περιοχή Γκουαγιάνα από την πλευρά της Βενεζουέλας, η στρατιωτική δικτατορία του Πέρεζ Χιμένεζ στη Βενεζουέλα, αμφισβήτησε την απόφαση της διαιτησίας σε μια συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών της Αμερικής. Πέρα από τις επιθυμίες της στρατιωτικής δεξιάς της Βενεζουέλας, η διεθνής κατάσταση τροφοδοτούσε τον αλυτρωτισμό της Βενεζουέλας. Σε αυτό το σημείο, δεν αποτελούσε πλέον πρόκληση για τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, αλλά μάλλον το αντίθετο, ένα αντιδραστικό εργαλείο στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού ενάντια στον δίκαιο αγώνα του λαού της Γουιάνας για την απελευθέρωσή του.
Η αποδυνάμωση του αγγλικού ιμπεριαλισμού αποτέλεσε μια ευκαιρία για την αστική τάξη της Βενεζουέλας να λειτουργήσει ως βοηθός της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής τάξης σε περιφερειακό επίπεδο. Το 1950, το Λαϊκό Προοδευτικό Κόμμα (PPP / People’s Progressive Party) με επικεφαλής τον Τσέντι Τζαγκάν εμφανίστηκε στη Γουιάνα και το 1953 είχε κερδίσει τις πρώτες εκλογές για περιορισμένη αυτοδιοίκηση υπό βρετανική κυριαρχία. Ο αγγλικός ιμπεριαλισμός διέλυσε γρήγορα την εκλεγμένη κυβέρνηση, για να εμποδίσει μια αντιιμπεριαλιστική ηγεσία να επιτύχει την ανεξαρτησία. Υπό τη βρετανική και αμερικανική αιγίδα, το 1955 πραγματοποιήθηκε μια δεξιά διάσπαση του PPP με επικεφαλής τον Φορμπς Μπέρναμ, ο οποίος ίδρυσε στη συνέχεια το Λαϊκό Εθνικό Κογκρέσο (People’s National Congress / PNC). Το 1961, ο Τζαγκάν κέρδισε και πάλι τις εκλογές με ένα καθαρό πρόγραμμα ανεξαρτησίας, αν και ο αριστερισμός του δεν ξεπέρασε ποτέ τον ορίζοντα της ταξικής συνεργασίας.
Το 1962, η Βενεζουέλα απέρριψε τη διαιτησία του 1899 ενώπιον του ΟΗΕ. Σε μια αντιδραστική κίνηση, έθεσε τις εδαφικές της διεκδικήσεις στην επιτροπή αποαποικιοποίησης που συζητούσε την ανεξαρτησία της Γουιάνας. Η κυβέρνηση του Ρομούλο Μπετανκούρ είδε μια ευκαιρία να σκοτώσει πολλά πουλιά με ένα σμπάρο: να εμφανιστεί ως εθνικιστής, να αποσπάσει την προσοχή από τα εσωτερικά προβλήματα καθώς αναπτυσσόταν ο ανταρτοπόλεμος εμπνευσμένος από την Κουβανική Επανάσταση και να εξυπηρετήσει τα στρατηγικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στη Γουιάνα. Ο Μπετανκούρ πρότεινε ανεπιτυχώς στην αγγλική κυβέρνηση την από κοινού διαχείριση της περιοχής Εσσεκίμπο, αποκλείοντας την κυβέρνηση με περιορισμένη αυτονομία της Βρετανικής Γουιάνας.
Οι εδαφικές διεκδικήσεις εξυπηρετούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες –αποφασισμένες να μην επιτρέψουν «μια άλλη Κούβα»– για να εκβιάσουν τον λαό της Γουιάνας να επιλέξει μια κυβέρνηση που δεν θα εγκατέλειπε τα καπιταλιστικά όρια. Οι Άγγλοι αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Γουιάνας μόνο όταν κατάφεραν να επιβάλουν μια φιλοϊμπεριαλιστική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Μπέρναμ. Η Βενεζουέλα παρενέβη στις εκλογές του 1964 υπέρ του Μπέρναμ και του PNC, φτάνοντας μέχρι την παράδοση όπλων υπό τον συντονισμό της CIA. Η Ενωμένη Δύναμη (UF / United Force), ο μικρότερος εταίρος στον κυβερνητικό συνασπισμό του PNC, ήταν ξεκάθαρα δεξιός και φιλο-γιανκικός, υποστηρίζοντας τις εισβολές στο Βιετνάμ και στη Δομινικανή Δημοκρατία.
Το 1964, έτος εκλογής του Μπέρναμ, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας συμμετείχε σε σχέδιο πραξικοπήματος κατά του Τσέντι Τζαγκάν, σχεδιάζοντας να τον απαγάγει και να τον φυλακίσει στη Βενεζουέλα, όπως καταγράφεται σε έγγραφα του Γραφείου Ιστορίας του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ[2]. Ο υπουργός Εξωτερικών της Βενεζουέλας Ιγνάσιο Ιριμπάρρεν ζήτησε την υποστήριξη των Αμερικανών για την κίνηση αυτή και προσφέρθηκε να εκπαιδεύσει μισθοφόρους από τη Γουιάνα στο έδαφος της Βενεζουέλας. Οι γκρίνγκος απέρριψαν το σχέδιο, καθώς ασκούσαν πιέσεις για την καθιέρωση ενός συστήματος αναλογικής εκπροσώπησης που θα εξασφάλιζε ότι ο Τζαγκάν δεν θα ερχόταν στην εξουσία, μια φόρμουλα που τελικά επιβλήθηκε.
Τον Φεβρουάριο του 1966, υπογράφτηκε η Συμφωνία της Γενεύης[3], αφήνοντας τη διαφορά επ’ αόριστον ανοιχτή. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, η Γουιάνα απέκτησε την ανεξαρτησία της. Λίγο νωρίτερα, οι ΗΠΑ και η Βενεζουέλα υποστήριξαν το σχηματισμό του εφήμερου κόμματος της αντιπολίτευσης των Αμερινδιάνων, με επικεφαλής τον Άντονι Τσάβες. Τον ίδιο μήνα ο στρατός της Βενεζουέλας κατέλαβε το νησί του ποταμού Ανακόκο στα σύνορα. Τον Απρίλιο του 1967, πραγματοποιήθηκε στο Καμπακαμπούρι, υπό την παρότρυνση της Βενεζουέλας, διάσκεψη των ηγετών των ιθαγενών, η οποία δήλωσε την υποστήριξή της για μια δι-εθνική ανάπτυξη της περιοχής του Εσσεκίμπο. Όλα αυτά σηματοδοτούσαν μια σαφή εντατικοποίηση των επιθέσεων της αστικής τάξης της Βενεζουέλας κατά της πρόσφατα αποκτηθείσας ανεξαρτησίας της Γουιάνα.
Ο Μπέρναμ επιτέθηκε στο PPP, ισχυριζόμενος ότι συνδέεται με το MIR (Επαναστατικό Αριστερό Κίνημα) της Βενεζουέλας μέσω της OLAS (Οργάνωση Αλληλεγγύης της Λατινικής Αμερικής) με έδρα την Κούβα για την προώθηση σοσιαλιστικών επαναστάσεων μέσω του ένοπλου αγώνα. Ταυτόχρονα, χρησιμοποίησε τις απειλές και τις επιθέσεις της Βενεζουέλας για να ενώσει τον πληθυσμό κάτω από εθνικιστικές σημαίες και να αποτρέψει οποιαδήποτε λαϊκή εξέγερση. Το 1968 η κυβέρνηση της Βενεζουέλας καθόρισε μονομερώς τα θαλάσσια όρια και τον Ιανουάριο του 1969 υποστήριξε την αποσχιστική εξέγερση του Ρουπουνούνι[4], κατά την οποία μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι ιθαγενείς εργαζόμενοί τους, οπλισμένοι και εκπαιδευμένοι από την κυβέρνηση της Βενεζουέλας, ξεσηκώθηκαν εναντίον του Μπέρναμ.
Καθώς το κίνημα ηττήθηκε στρατιωτικά, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας χορήγησε ταυτότητες Βενεζουέλας και άσυλο στα μέλη του, που συνδέονταν με το δεξιό κόμμα UF. Η εκπρόσωπος του κινήματος, Βαλερί Χαρτ, αφού απέτυχε να λάβει άμεση στρατιωτική υποστήριξη από τη Βενεζουέλα, συνέκρινε το θέμα με το φιάσκο του Κόλπου των Χοίρων. Ο Εμίλιο Μάσπερο, κοινωνικο-χριστιανικός συνδικαλιστής ηγέτης που συνδέεται με το κόμμα COPEI, εξέφρασε την υποστήριξή του στους δεξιούς του Ρουπουνίνι. Υπολογίζεται ότι εβδομήντα άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά την καταστολή. Η περιπέτεια είχε πραγματοποιηθεί από την απερχόμενη κυβέρνηση της Acción Democrática (AD) του Ραούλ Λεόνι. Ο Ραφαέλ Καλντέρα της COPEI είχε εκλεγεί τον Δεκέμβριο του 1968, αλλά δεν είχε ακόμη αναλάβει τα καθήκοντά του. Όμως οι copeyanos θα συνέχιζαν την ίδια γραμμή ως βοηθοί του ιμπεριαλισμού στην Καραϊβική. Το 1970 η κυβέρνηση της Βενεζουέλας έστειλε όπλα στο καθεστώς του Τρινιδάδ και Τομπάγκο και κινητοποίησε στρατεύματα στην ανατολική ακτή κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της Μαύρης Δύναμης τον Απρίλιο στη χώρα αυτή[5].
Μετά από χρόνια ακραίας έντασης λόγω των επιθετικών ενεργειών της Βενεζουέλας, με το Πρωτόκολλο του Πορτ Οφ Σπάνια οι δύο χώρες πάγωσαν την εδαφική διαμάχη από το 1970 έως το 1982. Σε αυτή την περίοδο η Ζώνη σε Ανάκτηση που σημειώθηκε με ρίγες ενσωματώθηκε στην επίσημη προπαγάνδα στους χάρτες της Βενεζουέλας. Μέχρι το 1974 η κυβέρνηση Μπέρναμ είχε στραφεί προς τα αριστερά. Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Κάρλος Αντρές Πέρεζ βελτίωσε τις διμερείς σχέσεις στο πλαίσιο της εθνικοποίησης του πετρελαίου στη Βενεζουέλα και της εθνικοποίησης του βωξίτη στη Γουιάνα.
Ο πρόεδρος Λουίς Ερρέρα Κάμπινς χρησιμοποίησε τον μπαλαντέρ του εθνικισμού για να κινητοποιήσει τη νεολαιίστικη πτέρυγα του «κοινωνικοχριστιανικού» κόμματός του τον Φεβρουάριο του 1982 με το σύνθημα «Το Εσσεκίμπο είναι δικό μας», καταγγέλλοντας τη σχέση της Γουιάνας με την Κούβα. Ο πόλεμος στα νησιά Μαλβίνας ενθάρρυνε τμήματα της Δεξιάς να απαιτήσουν την εισβολή στη Γουιάνα. Τον Απρίλιο του 1982, υπήρξαν πράγματι μετακινήσεις στρατευμάτων της Βενεζουέλας κατά μήκος των συνόρων και η εισβολή στη Γουιάνα θεωρήθηκε επικείμενη από τις βραζιλιάνικες μυστικές υπηρεσίες. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Ερρέρα Κάμπινς θα πραγματοποιήσει τη σφαγή της Καντάουρα[6] εναντίον μαχητών του κόμματος Κόκκινη Σημαία. Η επεκτατική μανία της αστικής τάξης συνδεόταν πάντοτε με κατασταλτικές συμπεριφορές στο εσωτερικό.
Η ασυνέπεια του τσαβισμού
Ο Τσάβες είχε μια προσέγγιση με τον οργανισμό της Κοινότητας της Καραϊβικής (CARICOM) και τη Γουιάνα, την οποία συμπεριέλαβε στο πρόγραμμα επιδοτήσεων πετρελαίου PetroCaribe το 2005. Η Γουιάνα προσχώρησε επίσης στους διεθνείς οργανισμούς CELAC και UNASUR που υποστηρίζονται από τη Βενεζουέλα. Το 2004, ο Τσάβες επισκέφθηκε την Τζορτζτάουν, 6 μήνες πριν από το δημοψήφισμα για την ανάκληση της προεδρίας, και δήλωσε ότι δεν θα εμπόδιζε την ανάπτυξη οποιασδήποτε υποδομής που θα ωφελούσε άμεσα τον πληθυσμό της διεκδικούμενης περιοχής. «Το ζήτημα του Εσσεκίμπο θα αφαιρεθεί από το πλαίσιο των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών», ανακοίνωσε, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η μη επίτευξη συμφωνίας δεν θα πρέπει να εμποδίσει την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων. Η δεξιά αντιπολίτευση, μέσω εκπροσώπων όπως οι Πομπέγιο Μάρκες, Χόρχε Ολαβαρρία, Ραμόν Εσκοβάρ Σαλόμ και Ερμάν Εσκαρρά, μεταξύ άλλων, τον κατηγόρησε για προδοσία των εθνικών συμφερόντων και εγκατάλειψη της υπόθεσης Εσσεκίμπο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η συζήτηση αυτή δεν έγινε ποτέ κεντρικό θέμα στην πολιτική της Βενεζουέλας, ούτε είχε κάποιο πολιτικό κόστος για τον Τσάβες, ο οποίος κέρδισε το δημοψήφισμα με μεγάλη διαφορά, δείχνοντας ότι είχε την ευκαιρία να εξαλείψει αυτό το ιστορικό και πολιτικό πρόβλημα με ελάχιστο πολιτικό κόστος. Όπως και σε όλα τα άλλα, ο τσαβισμός ήταν ασυνεπής. Μια τελική συμφωνία δεν επισημοποιήθηκε ποτέ. Μόλις το πολιτικό ρεύμα άλλαξε, η σοβινιστική αντίδραση επέστρεψε.
Το 2015, εν μέσω οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής παρακμής, ο τσαβισμός υιοθετεί στρατιωτικά συνθήματα όπως «Ο ήλιος της Βενεζουέλας γεννιέται στο Εσσεκίμπο». Αφού η δεξιά αντιπολίτευση κέρδισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, η Εθνοσυνέλευση διόρισε μια «Κοινοβουλευτική Επιτροπή για την υπεράσπιση του Εσσεκίμπο». Σύμφωνα με τον Χούλιο Μπόρχες, «προσωρινό καγκελάριο» της ψευδοκυβέρνησης Γκουαϊδό που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ, ο τσαβισμός παρέδωσε το Εσσεκίμπο στην «Κούβα»(;). Τον Σεπτέμβριο του 2019, η πολιτικο-στρατιωτική κυβέρνηση κατήγγειλε τον πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης, Γουαϊδό, ενώπιον της Εισαγγελίας, κατηγορώντας τον για συνωμοσία με σκοπό την παράδοση του Εσσεκίμπο σε πολυεθνικές εταιρείες, με βάση υποκλαπείσες επικοινωνίες μεταξύ δύο αξιωματούχων της Αντιπολίτευσης που συζητούσαν την εγκατάλειψη της διεκδίκησης για να εξασφαλίσουν τη βρετανική υποστήριξη.
Τμήματα της αριστεράς, τόσο της τσαβιστικής όσο και της ανεξάρτητης, δυστυχώς συνθηκολογούν με την κυβερνητική θέση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας, ένα από τα κόμματα που υποστηρίζουν τον τσαβισμό, ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τον Μαδούρο, αποκηρύσσοντας την παρέμβαση του Διεθνούς Δικαστηρίου και χαρακτηρίζοντάς την ως ιμπεριαλιστική επίθεση για την αρπαγή του πετρελαίου της Βενεζουέλας και ζητώντας εθνική συνοχή[7]. Άλλες εκφράσεις του εθνικιστικού επεκτατισμού προικίζονται με οικολογικό επίχρισμα, πανηγυρίζοντας ότι το σημερινό status quo επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη στο Εσσεκίμπο, ή προικίζοντας το αστικό κράτος της Βενεζουέλας με έναν μεσσιανικό και περιβαλλοντικό ρόλο, ως προστάτη των φυσικών πόρων –αδιαφορώντας για το θλιβερό ιστορικό του κράτους της Βενεζουέλας στη διαχείριση της δικής του επικράτειας– συμπεριλαμβανομένου του καλέσματος για επανάληψη του ανεπιτυχούς κινήματος του Ρουπουνίνι μέσω της εργαλειοποίησης των ιθαγενών της περιοχής. Όλα αυτά τα επιχειρήματα πρέπει να απορριφθούν. Η προσάρτηση του εδάφους της Γουιάνας από οποιαδήποτε από τις δύο πολιτικές φράξιες της καπιταλιστικής τάξης της Βενεζουέλας δεν θα είχε ως αποτέλεσμα κανένα όφελος για τους εργαζόμενους της Βενεζουέλας ή της Γουιάνας.
Ας εξετάσουμε τη σύγκριση που έγινε σε μια άλλη εποχή μεταξύ της διεκδίκησης της Αργεντινής για τις Μαλβίνες και της διαμάχης για το Εσσεκίμπο. Πρόκειται για λανθασμένη αναλογία: Οι Άγγλοι υφάρπαξαν τις Μαλβίνες από την Αργεντινή, όχι από την ισπανική αποικιοκρατία, και τα νησιά βρίσκονται ακόμη και σήμερα υπό αγγλική κατοχή. Στην πραγματικότητα, η διεκδίκηση της Βενεζουέλας επί του Εσσεκίμπο μοιάζει περισσότερο με μια προσπάθεια «ανάκτησης» του νησιού Τρινιδάδ, το οποίο ήταν για μια περίοδο ισπανική αποικία υπό την ίδια διοικητική ενότητα με αυτό που θα γινόταν η Βενεζουέλα μετά την ανεξαρτησία. Δεδομένου ότι η Βενεζουέλα δεν έχει πολιτιστικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς δεσμούς με το εν λόγω έδαφος, η επίκληση της αρχής του Uti Possidetis από το Τρινιδάδ για το σύνολο του εδάφους του κατά την ανεξαρτησία του από τη βρετανική αποικιοκρατική δύναμη θα υπερισχύσει.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της Γουιάνας. Η δίκαιη διεκδίκηση έναντι μιας επιθετικής και επεκτατικής βρετανικής αποικιοκρατικής δύναμης, την οποία η Βενεζουέλα θα μπορούσε να υποστηρίξει μόνη της χωρίς να καταφύγει σε ιδιοτελή αμερικανική βοήθεια, έχασε κάθε νομιμοποίησή της όταν η Γουιάνα απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1966. Τα εδάφη που οι Άγγλοι σφετερίστηκαν από τους Ισπανούς και τα οποία η Βενεζουέλα δεν μπόρεσε να ανακτήσει για πάνω από έναν αιώνα ανήκουν δικαιωματικά στη Γουιάνα. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανεξαρτησίας της Γουιάνας τη δεκαετία του 1960, οι εδαφικές διεκδικήσεις της Βενεζουέλας έπαιξαν αντιδραστικό ρόλο στο πλαίσιο μιας στρατηγικής επιθετικότητας των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου εναντίον του λαού της Γουιάνας.
Η προσάρτηση ενός εδάφους με το οποίο δεν έχουμε πολιτιστικούς ή ιστορικούς δεσμούς, το οποίο δεν έχει πληθυσμό που να δηλώνει Βενεζουελάνος, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο στρατιωτικά. Μια διπλωματική ή δικαστική λύση ευνοϊκή για τη Βενεζουέλα είναι αδύνατη. Έτσι, οι εθνικιστικές αυταπάτες συναντούν τα όρια που επιβάλλει η πραγματικότητα. Είναι προτιμότερο να αναγνωρίσουμε ότι η Βενεζουέλα ηττήθηκε, όχι τώρα αλλά τον 19ο αιώνα, και δεν μπορεί πλέον να κλείσει λογαριασμούς με την επιθετική Βρετανική Αυτοκρατορία. Ο ρεβανσισμός που καλεί σε επίθεση εναντίον μιας πολύ μικρότερης και φτωχότερης χώρας, της οποίας ο πληθυσμός δεν φτάνει τους 800.000 ανθρώπους, πρέπει να απορριφθεί απολύτως από τους αληθινούς επαναστάτες και δημοκράτες της Βενεζουέλας. Στην υπηρεσία των συμφερόντων των λαών της Βενεζουέλας και της Γουιάνας, η μόνη διέξοδος έγκειται στη μονομερή απόσυρση των διεκδικήσεων της Βενεζουέλας και σε μια διμερή διαπραγμάτευση των θαλάσσιων ορίων. Η πολιτικοστρατιωτική κυβέρνηση του Μαδούρο δεν έχει την αξιοπρέπεια ή το θάρρος να κάνει αυτό το βήμα.
Για τον εργαζόμενο λαό της Βενεζουέλας είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, προφανές ότι η απελευθέρωσή μας μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: να πάρουμε τη μοίρα μας στα χέρια μας, ανατρέποντας εμείς οι ίδιοι τη Μπολιμπουρζουαζία[8] και νικώντας ταυτόχρονα την τραμπιστική μαφία της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης. Οτιδήποτε μας αποπροσανατολίζει από αυτό το καθήκον είναι εγκληματικό. Μόλις απελευθερωθούμε από τα δεσμά αυτού του διαβόητου πολιτικο-στρατιωτικού καθεστώτος, θα έχουμε πολλά να ασχοληθούμε στην ίδια μας την επικράτεια, που καταστράφηκε και λεηλατήθηκε από τις πολυεθνικές εταιρείες και το οργανωμένο έγκλημα. Δεν είμαστε ένοχοι για τα εγκλήματα που διέπραξε η καπιταλιστική τάξη της Βενεζουέλας, είτε στην εποχή του Πούντο Φίχο [Puntofijista[9]] είτε στην εποχή της Μπολιμπουρζουαζίας, αλλά απαλλαγμένοι από επεκτατικές ψευδαισθήσεις μπορούμε να αγκαλιάσουμε πλήρως το πραγματικό και επιτακτικό εκκρεμές καθήκον μας.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Simon Rodriguez P., “Venezuela: The only fair way out of the Essequibo Conflict”, Venezuelan Voices, 17 Ιουλίου 2020, https://venezuelanvoices.org/2020/07/17/the-only-fair-way-out-of-the-essequibo-conflict/. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article68918.
Σημειώσεις
[1] Bram Ebus, “Troubled Waters along the Guyana-Venezuela Border”, Crisis Group, 28 Οκτωβρίου 2019, https://www.crisisgroup.org/latin-america-caribbean/guyana/troubled-waters-along-guyana-venezuela-border?fbclid=IwAR3gyFgGRRQOUESHZNEXc9Z0rmDEGF-w4RSSeHvod9j_nAJPtLr3XpSp02o.
[2] “Foreign Relations of the United States, 1964–1968, Volume XXXI, South and Central America;”, U.S. Department of State, https://history.state.gov/historicaldocuments/frus1964-68v31/d523.
[3] “Agreement to Resolve Controversy over Frontier British Guiana”, UN Peacemaker, https://peacemaker.un.org/guyana-venezuela-border66.
[4] “Rupununi uprising”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Rupununi_uprising.
[5] Black Power Revolution, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Black_Power_Revolution.
[6] “Cantaura massacre”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Cantaura_massacre.
[7] «PCV denuncia subordinación de la CIJ ante “monopolios imperialistas” en disputa territorial del Esequibo», Primicias24, 25 Ιουνίου 2020, https://primicias24.com/nacionales/273353/pcv-denuncia-subordinacion-de-la-cij-ante-monopolios-imperialistas-en-disputa-territorial-del-esequibo/.
[8] [Σ.τ.Μ.:] Ο όρος Μπολιμπουρζουαζία [Bolibourgeoisie και Bolichicos] αναφέρεται στην νέα αστική τάξη της Βενεζουέλας η οποία διαμορφώθηκε μέσα από τη διαδικασία της «Μπολιβαριανής επανάστασης» και σε οργανική σχέση με τη διαχείριση του κράτους, μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Τσάβες και κατά τη δι’αρκεια της διακυβέρνησης Μαδούρο.
[9] [Σ.τ.Μ.:] Η συμφωνία του Πούντο Φίχο [Pacto de Punto Fijo] υπογράφτηκε το 1958 μεταξύ τριών κομμάτων της Βενεζουέλας, της Acción Democrática (AD), του COPEI (Κοινωνικό Χριστιανικό Κόμμα) και της Unión Republicana Democrática, με την οποία τα τρία κόμματα συμφώνησαν ότι η AD και το COPEI θα μοιράζονταν μεταξύ τους την εξουσία. Με βάση αυτή τη συμφωνία διαμορφώθηκε ένα άκρως αυταρχικό και διεφθαρμένο αυταρχικό σύστημα. Αποκορύφωση του αυταρχισμού και της καταστολής ήταν η σφαγή χιλιάδων διαδηλωτών το 1989 στην εξέγερση στο Καράκας (Caracazo). Η περίοδος του Πούντο Φίχο τερματήστηκε το 1998 με την εκλογή του Τσάβες στην Προεδρία.