Leila Al Shami
Εξόριστοι: Αναγκαστικός εκτοπισμός και δημογραφική αλλαγή στη Συρία
Ο κόσμος παρακολουθούσε, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2016, καθώς οι συνθήκες στην περιοχή που έλεγχαν οι αντάρτες στο Χαλέπι γινόταν αφόρητες. Εκεί, κάτω από μια μεγάλη χιονόπτωση, χιλιάδες κάτοικοι εκτοπίστηκαν βίαια από τα σπίτια τους. Οι περισσότεροι στάλθηκαν στο Ιντλίμπ που βρίσκεται υπό τον έλεγχο των ανταρτών, όπου το καθεστώς συγκεντρώνει τους αντιπάλους του και σύντομα θα μπορεί να συγκεντρώσει τη στρατιωτική του δύναμη. Ορισμένοι από εκείνους που στάλθηκαν στο δυτικό Χαλέπι, το οποίο έλεγχε το καθεστώς, συνελήφθησαν, όπως ο Αχμάντ Μουσταφά, δημοσιογράφος από το Χαλέπι Σήμερα, και ο Αμπντουλάι Κάμελ, εθελοντής στην πολιτική άμυνα της Συρίας. Άλλοι έχουν επιστρατευθεί βίαια από το στρατό του καθεστώτος.
Το Χαλέπι είναι μόνο το τελευταίο οχυρό της αντιπολίτευσης που ακολουθεί ένα γνωστό πρότυπο. Τα χερσαία στρατεύματα του Άσαντ, που συχνά υποστηρίζονται από στρατεύματα από το Ιράν, το Λίβανο, το Ιράκ ή το Αφγανιστάν, επιβάλλουν την πολιορκία στην περιοχή που ελέγχεται από τους αντάρτες. Κανείς δεν επιτρέπεται να βγει από την περιοχή. Όσοι προσπαθούν συλλαμβάνονται ή πυροβολούνται από τους ελεύθερους σκοπευτές. Τίποτα δεν επιτρέπεται να εισέλθει, συμπεριλαμβανομένων των βασικών ειδών διατροφής ή των ιατρικών προμηθειών. Το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ ικανοποιεί λίγα αιτήματα1 των ανθρωπιστικών οργανώσεων για πρόσβαση σε πολιορκημένες κοινότητες. Οι πολιορκίες, που ισοδυναμούν με σκόπιμη λιμοκτονία του άμαχου πληθυσμού, συνοδεύονται από μια εκστρατεία σκληρών βομβαρδισμών από το καθεστώς και τη Ρωσία. Διεθνώς απαγορευμένες βόμβες-βαρέλι, χημικά και εμπρηστικά όπλα έχουν πέσει σε κατοικημένες περιοχές. Οι γεωργικές εκτάσεις, οι ιατρικές εγκαταστάσεις και οι εργαζόμενοι διάσωσης γίνονται σκόπιμα και συστηματικά στόχος. Αποδυναμωμένος και εξαντλημένος, ο πολιορκημένος πληθυσμός αναγκάζεται στη συνέχεια να συνθηκολογίσει με μια «τοπική συμφωνία εκεχειρίας», συνοδευόμενη συχνά από την εκδίωξη ολόκληρου ή μέρους του πληθυσμού. Τέλος, το καθεστώς στέλνει πράσινα λεωφορεία για να εκκενώσουν τους πολίτες, οι οποίοι δεν ξαναβλέπουν τα σπίτια τους.
Μια πρόσφατη έκθεση2 της Siege Watch εκτιμά ότι από τον Οκτώβριο του 2016 υπήρχαν περισσότεροι από 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι παγιδευμένοι σε τουλάχιστον 39 πολιορκούμενες κοινότητες σε ολόκληρη τη Συρία. Από τα 1,3 εκατομμύρια, το 91 τοις εκατό πολιορκείται από το καθεστώς Άσαντ και τους συμμάχους του. Οι εξαιρέσεις περιλαμβάνουν το Ντέιρ εζ-Ζορ, όπου η πολιορκία επιβάλλεται κυρίως από την ISIS, μολονότι το καθεστώς επιβάλλει εσωτερικούς περιορισμούς, όπως η ρύθμιση της κατανομής της ανθρωπιστικής βοήθειας και ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών. Στο Ιντλίμπ, οι ισλαμιστικές ομάδες ανταρτών έχουν πολιορκήσει κατά κύριο λόγο τις σιιτικές πόλεις Αλ-Φού’α και Καφρίγια, χρησιμοποιώντας τους πολίτες ως διαπραγματευτικό εργαλείο - αυτοί οι πολίτες εκκενώθηκαν επίσης από τα σπίτια τους με τη συμφωνία του Χαλεπιού τον Δεκέμβρη. Όλοι όσοι είναι παγιδευμένοι σε αυτές τις υπαίθριες φυλακές είναι ευάλωτοι σε εκτοπισμό. Η πολιτική «λιμός ή παράδοση» του καθεστώτος μπορεί να μεταλλαχθεί ανά πάσα στιγμή σε «παράδοση ή κίνδυνος εξολόθρευσης». Τον Οκτώβριο, τα συριακά και τα ρωσικά αεροσκάφη είχαν ρίξει φυλλάδια πάνω από το ανατολικό Χαλέπι τα οποία έγραφαν: «Εάν δεν εγκαταλείψετε αμέσως αυτή την περιοχή τελειώσατε. Ξέρετε ότι σας έχουν παρατήσει όλοι. Σας άφησαν μόνους σας να αντιμετωπίσετε τη μοίρα σας.»
Με τη στρατηγική της πολιορκίας και του εκτοπισμού, το καθεστώς επανακτά την επικράτεια εκκενώνοντας τον άμαχο πληθυσμό τον οποίο ποτέ δεν μπορεί να ελπίσει ότι θα διαχειριστεί μέσω της συναίνεσης. Στις 30 Δεκεμβρίου και στις 6 Ιανουαρίου, μετά από μείωση των εχθροπραξιών, οι Σύριοι ξαναβγήκαν στους δρόμους του Χαλεπιού, του Ιντλίμπ, της Χομς και της Δαμασκού, διαδηλώνοντας τη συνεχιζόμενη αντίθεσή τους στην εξουσία του Άσαντ. Και το καθεστώς δεν μπορεί να κρατήσει μόνο του την επανακτημένη επικράτεια. Καθώς οι κάτοικοι της πόλης έφυγαν από το ανατολικό Χαλέπι, οι ρωσικές κατοχικές δυνάμεις κινούνταν μέσα σε ερημικές οδούς. Οι φόβοι τώρα αυξάνονται για τους εκτοπισμένους, οι οποίοι έχουν εξαναγκαστεί να μετακινηθούν σε συνεχώς μικρότερη επικράτεια της αντιπολίτευσης ή σε στρατόπεδα εξορίας μέσα στο κρύο του χειμώνα.
Γύρω από την πρωτεύουσα, προπύργια της επανάστασης έχουν αντιμετωπίσει παρόμοια μοίρα με το Χαλεπι. Η Ντάραγια, για παράδειγμα, ένα προάστιο της Δαμασκού, έπεσε στα χέρια του καθεστώτος τον Αύγουστο του 2016. Αυτή η πόλη, ένα υπόδειγμα μη βίαιης πολιτικής αντίστασης και δημοκρατικής αυτοοργάνωσης, ήταν ένα ζωντανό παράδειγμα3 για πώς μπορούσε να μοιάζει η Συρία μετά τον Άσαντ. Ύστερα από πολιορκία 1.368 ημερών και βομβαρδισμό με βόμβες ναπάλμ και βόμβες-βαρέλια, περίπου 9.000 από τους τελευταίους, σύμφωνα με ντόπιους ακτιβιστές, κατοίκους της Ντάραγια αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Στο πλαίσιο της συμφωνίας εκεχειρίας που αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των ανταρτικών ομάδων και του στρατού του καθεστώτος, ολόκληρος ο υπόλοιπος πληθυσμός μεταφέρθηκε βίαια. Οι στρατιώτες του Άσαντ φώναζαν συνθήματα υπέρ του καθεστώτος, καθώς οι κάτοικοι της Ντάραγια επιβιβάζονταν στα λεωφορεία υπό την επίβλεψη των Ηνωμένων Εθνών. Οι μαχητές στάλθηκαν στο υπό τον έλεγχο των ανταρτών Ιντλίμπ και οι αμάχοι σε περιοχές που ελέγχει το καθεστώς στην επαρχία της Δαμασκού.
Λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο, οι αντάρτες και το καθεστώς διαπραγματεύθηκαν μια συμφωνία εκεχειρίας στη Μοανταμίγια για να τερματιστεί η τετραετής πολιορκία και ο εναέριος βομβαρδισμός εκεί. Η πόλη Μοανταμίγια ήταν μια από τις πόλεις της περιοχής Γούτα που χτυπήθηκε κατά την επίθεση με σαρίν τον Αύγουστο του 2013, όπου εκατοντάδες δολοφονήθηκαν με αέριο. Οι μαχητές και οι οικογένειές τους, αλλά όχι οι πολίτες, μεταφέρθηκαν στο Ιντλίμπ και οι δυνάμεις ασφάλειας του καθεστώτος επανήλθαν στην πόλη μετά από μακράς διάρκειας απουσία. Καθώς τα Ηνωμένα Έθνη δέχθηκαν έντονη κριτική επειδή βοήθησαν στην βίαιη μεταφορά του πληθυσμού της Ντάραγια, απέφυγαν να βοηθήσουν στις εκκενώσεις που ακολούθησαν. Δεν υπάρχει ανεξάρτητη παρακολούθηση περιοχών που επανήλθαν υπό τον έλεγχο του καθεστώτος και οι κάτοικοι της Μοανταμίγια ανέφεραν πρόσφατες συλλήψεις και εξαφανίσεις μετά την επιστροφή της τυραννίας του Άσαντ.
Στη δυτική Δαμασκό, στην πόλη Χαν αλ-Σιχ (η οποία περιλαμβάνει το στρατόπεδο «Αλ-Άουντα» των Παλαιστίνιων προσφύγων) έχουν επίσης συμβεί πρόσφατα εξώσεις. Παρά τις προσπάθειες των κατοίκων του Αλ-Άουντα να παραμείνουν ουδέτεροι κατά τη διάρκεια της επανάστασης και του πολέμου, υπέστησαν επιχειρήσεις συλλήψεων και τακτικό βομβαρδισμό. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οι καθεστωτικές και οι ρωσικές αεροπορικές επιδρομές εντάθηκαν με νέες συγκρούσεις με ομάδες ανταρτών στην περιοχή Χαν αλ-Σιχ, ενώ τα σχολεία και τα νοσοκομεία του καταυλισμού έγιναν στόχος. Όλοι οι κύριοι δρόμοι πρόσβασης στο στρατόπεδο ήταν σφραγισμένοι, παγιδεύοντας 12.000 κατοίκους4 (από τους 30.000 που ήταν κάποτε) μέσα στο στρατόπεδο. Αντιμετωπίζοντας τη μείωση των προμηθειών καθώς και την έλλειψη ενέργειας και νερού, κατέληξαν σε συμφωνία για να βελτιωθούν οι συνθήκες στο στρατόπεδο με αντάλλαγμα την απομάκρυνση των μαχητών και των οικογενειών τους - καθώς και πολλών ακτιβιστών, δημοσιογράφων και άλλων πολιτών, σύμφωνα με εκθέσεις από την περιοχή που συγκέντρωσε η Ομάδα Δράσης για τους Παλαιστίνιους της Συρίας. Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο, οι κάτοικοι επιβιβάστηκαν στα πράσινα λεωφορεία για το Ιντλίμπ. Για εκείνους που είχαν εγκαταλείψει την Παλαιστίνη το 1948, αυτό ήταν μια δεύτερη Νάκμπα.
Στη γειτονιά Αλ-Ουάερ, το τελευταίο επαναστατικό οχυρό της πόλης Χομς, οι μαχητές της αντιπολίτευσης και του καθεστώτος κατέληξαν σε συμφωνία τον Αύγουστο για να απομακρυνθούν οι αντάρτες και οι οικογένειές τους στο Ιντλίμπ με αντάλλαγμα τον τερματισμό της πολιορκίας και του εναέριου βομβαρδισμού και την απελευθέρωση -ή πληροφορίες για την τύχη- περίπου 7.300 κρατουμένων της περιοχής. Έκτοτε, περισσότεροι από 600 αντάρτες και οι οικογένειές τους έχουν φύγει, αλλά μόνο 194 κρατούμενοι απελευθερώθηκαν, καθυστερώντας περαιτέρω εκκενώσεις5. Αυτοί που έχουν αποχωρήσει θα προστεθούν στα 6,6 εκατομμύρια Σύριους που δεν ζουν πλέον στα σπίτια τους αλλά έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά από τη σύγκρουση, χωρίς να υπολογίζονται τα πέντε εκατομμύρια που έχουν φύγει από τη χώρα ως πρόσφυγες μετά το 2011.
Όσοι φεύγουν δεν μπορούν ποτέ να επιστρέψουν. Η παλιά Χομς, κάποτε αποκαλούμενη «πρωτεύουσα της επανάστασης», επέστρεψε στον έλεγχο του καθεστώτος το 2014. Πάνω από δύο χρόνια αργότερα, σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, μόνο το 40%6 των 300.000 που εγκατέλειψαν την πόλη επέστρεψε. Πολλοί δεν θα επιστρέψουν στις ελεγχόμενες από το καθεστώς περιοχές από τον φόβο αντίποινων, συλλήψεων ή αναγκαστικής στρατιωτικής επιστράτευσης. Άλλοι δεν διαθέτουν πλέον έγγραφα ιδιοκτησίας ή φοβούνται να πάνε στα κρατικά τμήματα για να τα επικυρώσουν. Ακόμα και για την ενοικίαση ενός ακινήτου σήμερα μπορεί να απαιτείται έγκριση ασφαλείας από δεκατρία διαφορετικά τμήματα7. Σε ορισμένες περιπτώσεις όσοι επέστρεψαν βρήκαν νέες οικογένειες να ζουν στα σπίτια τους. Άλλοι μπορεί να βρουν το σπίτι τους ερείπια. Σύμφωνα με το Human Rights Watch, χιλιάδες σπίτια σε περιοχές της αντιπολίτευσης στη Δαμασκό και τη Χάμα έχουν καταστραφεί από το καθεστώς, που χρησιμοποιεί εκρηκτικά και μπουλντόζες8, εξαφανίζοντας ουσιαστικά ολόκληρες γειτονιές από το χάρτη.
Μέσω αυτών των εκκενώσεων, ο Άσαντ είναι σε θέση να ανακτήσει τον έλεγχο της χαμένης περιοχής. Η πρώτη προτεραιότητα του καθεστώτος είναι να αδειάσει τα προπύργια των ανταρτών από τους μαχητές που τα υποστηρίζουν, για να έχει τη δυνατότητα να συγκεντρώσει τους στρατιωτικούς του πόρους αλλού. Ο Άσαντ ξέρει επίσης ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη νομιμοφροσύνη των διαφωνούντων κοινοτήτων που έχουν υποφέρει τόσο πολύ από το καθεστώς του, και έτσι οι πολίτες συχνά εκδιώκονται. Πολλοί στέλνονται στο Ιντλίμπ που ελέγχεται από τους αντάρτες, όπου η τεράστια εισροή ασκεί αυξανόμενη πίεση στους οργανισμούς της αντιπολίτευσης να φροντίσουν για τον πληθυσμό με περιορισμένους πόρους. Η κυριαρχία των εξτρεμιστικών ομάδων όπως η Τζάμπχατ Φάταχ α-Σαμ (παλαιότερα γνωστή ως Τζάμπχατ αν-Νούσρα) - το πρώην παράρτημα της Άλ Κάιντα, στο Ιντλίμπ, παρέχει μια εύλογη δικαιολογία για την επίθεση του καθεστώτος στο όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Υπάρχει επίσης μια εθνική διάσταση στις εκκαθαρίσεις9 των προπυργίων της αντιπολίτευσης από τον Άσαντ. Οι κοινότητες της αντιπολίτευσης αποτελούνται κυρίως από Σουνίτες Άραβες, οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Συρίας, ενώ οι περισσότερες μειονοτικές κοινότητες, ιδιαίτερα η Αλαουιτική κοινότητα στην οποία ανήκει ο πρόεδρος, έχουν παραμείνει πιστές στο καθεστώς. Όταν η παλιά Χομς «εκκενώθηκε» το 2014, υπήρξαν αναφορές ότι οι νομιμόφρονες Αλαουίτες και Σιίτες από κοντινά χωριά μεταφέρθηκαν σε άδεια σουνιτικά σπίτια10. Οι έποικοι από το εξωτερικό έχουν επίσης μετακινηθεί σε περιοχές εκκαθαρισμένες από ντόπιους. Περίπου 300 ιρακινές οικογένειες σιτιών έχουν μετεγκατασταθεί11 στην Ντάραγια και στην Μοανταμίγια και έχουν δεχτεί σπίτια και οικονομικά κίνητρα. Το Ιράν έχει αγοράσει ακίνητα12 γύρω από την πρωτεύουσα και στη Χομς, μεταξύ των οποία και σπίτια εκείνων που έχουν εκτοπιστεί, σε τιμές διαφορετικές από αυτές που υπάρχουν στην τοπική αγορά. Ακόμα και στην παλιά πόλη της Δαμασκού, η οποία ήταν πάντοτε υπό τον έλεγχο του καθεστώτος, οι κάτοικοι της χριστιανικής περιοχής διαμαρτυρήθηκαν13 για την παρουσία μεγάλου αριθμού σιιτικών πολιτοφυλακών Ιρανών, Ιρακινών και Λιβανέζων που αλλάζουν τα τοπικά δημογραφικά δεδομένα.
Μέσω αυτής της δημογραφικής μηχανικής το συριακό καθεστώς επιχειρεί να εξασφαλίσει μια πιστή εκλογική περιφέρεια στους τομείς που θεωρεί χρήσιμους. Ορισμένοι παρατηρητές εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για τις τοπικές εκεχειρίες ως προοίμιο της ειρήνης. Ωστόσο, οι συνοδευτικές πράξεις της αναγκαστικής μεταφοράς πληθυσμού και της εμφύτευσης των εποίκων θα πρέπει να θεωρηθούν εγκλήματα πολέμου. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να ασκήσει πραγματική διπλωματική και οικονομική πίεση στο καθεστώς και στους συμμάχους του για να σταματήσουν οι βομβαρδισμοί και οι πολιορκίες, να επιτραπεί η ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών και η πρόσβαση στην ανθρωπιστική βοήθεια την οποία έχουν άμεση ανάγκη. Αυτό δεν θα γίνει εφικτό χωρίς τη διαρκή πίεση μιας παγκόσμιας δημόσιας στάσης αλληλεγγύης στον καταπιεσμένο συριακό λαό και της απαίτησης από τους υπεύθυνους να τερματίσουν τον πόνο του. Οποιαδήποτε δίκαιη ειρήνη πρέπει επίσης να περιλαμβάνει το δικαίωμα της επιστροφής, έτσι ώστε τα εκατομμύρια των εκτοπισμένων της Συρίας να μπορούν να επιστρέψουν με ασφάλεια στα σπίτια τους.
Μετάφραση: e la libertà
Το άρθρο στα αγγλικά: Leila Al Shami, «How the Syrian Civil War is Creating a Nation of Exiles», In These Times, 23 Ιανουαρίου 2017 και «Exile: Forced displacement and demographic change in Syria», Leila’s blog, 25 Μαρτίου 2017. Στα ισπανικά: Leila al Shami, «Exilio, desplazamiento forzoso y cambio demográfico en Siria», Flores en Daraya, 10 Φεβρουαρίου 2017.
Σημειώσεις
1 «Joint Statement on hard-to-reach and besieged communities in Syria», ReliefWeb, 7 Ιανουαρίου 2017.
3 Leila Al Shami, «Daraya», Leila’s blog, 26 Αυγούστου 2016.
4 «Despite Deal with Opposition Outfits, Syrian Government Forces Keep Tight Rein on Khan Al-Sheih Camp for 64th day», Action Group for Palestinians of Syria, 4 Δεκεμβρίου 2016.
5 «Shakeup in Waer surrender talks as Russia joins negotiating table», Syria: direct, 30 Νοεμβρίου 2016.
6 Philip Issa, «Displaced Syrians fear return, marking a demographic shift», Associated Press news, 6 Νοεμβρίου 2017.
7 «A Real Estate Market Under Surveillance», Syria Untold, Νοέμβριος 2016.
8 «Syria’s Unlawful Neighborhood Demolitions in 2012-2013», Human Rights Watch, 30 Ιανουαρίου 2014.
9 Martin Chulov, «Iran repopulates Syria with Shia Muslims to help tighten regime’s control», The Guardian, 14 Ιανουαρίου 2017.
10 «Regime Endorses Seizure of Property in Homs by Shiites and Alawites», The Syrian Observer , 10 Απριλίου 2015.
12 «Best of 2016: Iran’s Plan to Seize Damascus Continues With Support From Assad Regime», The Syrian Observer , 30 Δεκεμβρίου 2016.