Παρασκευή, 07 Δεκεμβρίου 2018 17:39

Απο σταλινική κάμπια σε ελευθεριακή πεταλούδα; - Η εξελισσόμενη ιδεολογία του PKK

Alex de Jong

Απο σταλινική κάμπια σε ελευθεριακή πεταλούδα; - Η εξελισσόμενη ιδεολογία του PKK

 

Η πολιορκία του Κομπάνι από το Ισλαμικό Κράτος (IS) και η επίμονη υπεράσπισή του από τις κουρδικές κατά βάση δυνάμεις έστρεψαν τη διεθνή προσοχή στο Συριακό Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα (Partiya Yekîtiya Demokrat). Το PYD είναι η κυρίαρχη κουρδική δύναμη σε ένα μεγάλο μέρος της βόρειας Συρίας όπου έχει ισχυρή επιρροή σε τρεις θύλακες, ή «καντόνια», των περιοχών με κουρδική πλειοψηφία. Τον Νοέμβριο του 2013 ανακήρυξε σε αυτά τα καντόνια τη μεταβατική διοίκηση της «Ροζάβα» (Δυτικό Κουρδιστάν).

Ο δηλωμένος στόχος του σχεδίου της Ροζάβα είναι να οικοδομήσει μια απελευθερωμένη, δημοκρατική κοινωνία με ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες, στην οποία διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες θα μπορούν να ζήσουν μαζί. Η ιδεολογική έμπνευση για αυτό το σχέδιο είναι η ιδεολογία του PKK του τουρκικού Κουρδιστάν και του ηγέτη του Αμπντουλλάχ Οτσαλάν. Από τις αρχές έως τα μέσα της δεκαετίας του ’90, το ΡΚΚ ηγήθηκε ενός άγριου ανταρτοπόλεμου ενάντια στο τουρκικό κράτος και παραμένει μια σημαντική δύναμη αυτό καθεαυτό και μέσω της επιρροής του σε άλλες οργανώσεις. Αρχικά, το PKK ακολούθησε μια ιδεολογία «μαρξιστική-λενινιστική». Ωστόσο, το κίνημα πέρασε μέσα από βαθιές ιδεολογικές αλλαγές, ιδίως μετά τη σύλληψη του Οτσαλάν το 1999. Το PYD αρνείται οποιουσδήποτε οργανωτικούς δεσμούς με το PKK, αλλά δημιουργήθηκε από μέλη του Συριακού PKK και ισχυρίζεται ότι ακολουθεί την ίδια ιδεολογία με το σημερινό PKK.

Αυτό το άρθρο εξετάζει αυτή την ιδεολογία και τις αλλαγές της σε αρκετές βασικές πτυχές. Τα δύο πρώτα μέρη συζητούν τον πρώιμο στρατηγικό προσανατολισμό του PKK και την ομοιότητά του με άλλα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα της εποχής. Το τρίτο μέρος συζητά την ιδέα της «δημιουργίας ενός νέου ανθρώπου», μια ιδέα που κατέστη κεντρική στην αντίληψη του PKK για τη μελλοντική κοινωνία για την οποία αγωνίστηκε. Αυτή η ιδέα ήταν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του PKK. Δεν είναι ασυνήθιστο για τους ακτιβιστές αυτού του κινήματος να περιγράφουν τις πολιτικές πεποιθήσεις τους ως «η ιδεολογία του Οτσαλάν» και το τέταρτο μέρος συζητά τον ρόλο του Αμπντουλλάχ Οτσαλάν ως ηγέτη και ιδεολόγο του κινήματος. Το πέμπτο μέρος εξετάζει ένα άλλο διακριτικό χαρακτηριστικό του PKK: τον ρόλο που βλέπει για τις γυναίκες και την γυναικία απελευθέρωση στην κοινωνική αλλαγή. Το έκτο και έβδομο μέρος αφορά στις μεταβαλλόμενες ιδέες του PKK για τη μελλοντική κοινωνία: το όραμά του για έναν «δημοκρατικό πολιτισμό» και την μεταβαλλόμενη αντίληψη για τον «σοσιαλισμό».

Ο στόχος δεν είναι να παράσχει μια ιστορία του PKK, αλλά μέρη της ιστορίας του θα συζητηθούν για να οριοθετηθεί η ιδεολογική του εξέλιξη. Το κέντρο είναι η «επίσημη» ιδεολογία του κινήματος, όπως αναφέρεται στις δηλώσεις του Οτσαλάν και στα κείμενα του PKK. Πώς αυτή η ιδεολογία μεταφράζεται σε πραγματική πολιτική στην περιοχή και πώς οι αγωνιστές της βάσης ερμηνεύουν τα ζητήματα αυτά είναι εκτός των ορίων του άρθρου. Η επιρροή του Αμπντουλλάχ Οτσαλάν στο PKK δύσκολα μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Όπως το έθεσε ένα πρώην μέλος «το PKK είναι κατά κάποιον τρόπο πανομοιότυπο με τον ιδρυτή του, τον Αμπντουλλάχ Οτσαλάν»1. Λόγω του κυρίαρχου ρόλου του τόσο ως ηγέτη όσο και ως ιδεολόγου του κινήματος, το άρθρο θα δώσει μεγάλη προσοχή στις δηλώσεις και τα γραπτά του ίδιου του Οτσαλάν.

Οι ρίζες του PKK

Το σημερινό κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα στην Τουρκία έχει τις ρίζες του στη ριζοσπαστικοποίηση της δεκαετίας του εξήντα. Μετά από ένα πραξικόπημα από τους αξιωματικούς του «προοδευτικού Κεμαλισμού» το 1960, θεσπίστηκε ένα νέο τουρκικό σύνταγμα που υποσχόταν το δικαίωμα στην εργασία, έναν ελάχιστο μισθό, το δικαίωμα στην απεργία καθώς και την ελευθερία οργάνωσης. Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, οι συνδικαλιστές και οι προοδευτικοί διανοούμενοι συγκρότησαν το «Εργατικό Κόμμα Τουρκίας» (Türkiye İşçi Partisi, TİP), ένα κόμμα που το 1965 κέρδισε το 3% των ψήφων και 15 έδρες στο κοινοβούλιο. Το TİP ήταν ένα ρεφορμιστικό κόμμα που επανέφερε τις σοσιαλιστικές ιδέες που είχαν γίνει ταμπού και μάλιστα είχαν απαγορευτεί από το κεμαλικό κράτος.

Το TİP καταδίκασε τις μαχητικές ενέργειες των αριστερών ριζοσπαστών ακτιβιστών της νεολαίας και δεν είχε βαθιές ρίζες στην εργατική τάξη. Ωστόσο, το TİP είχε σχετικά ισχυρή υποστήριξη μεταξύ των Κούρδων της Τουρκίας. Οι κουρδικές επαρχίες της Τουρκίας ήταν πάντα το φτωχότερο τμήμα της χώρας, εν μέρει ως αποτέλεσμα ρατσιστικών κρατικών πολιτικών διακρίσεων εναντίον των Κούρδων. Η χρήση της κουρδικής γλώσσας ήταν έγκλημα, η χρήση των γραμμάτων x, q και w - τα οποία υπάρχουν στο κουρδικό αλφάβητο, αλλά όχι στο τουρκικό - θα μπορούσε να επιφέρει διώξεις, οι δημοσιεύσεις που απλά ανέφεραν τη λέξη «Κούρδος» απαγορεύτηκαν και το κεμαλικό κράτος προσπάθησε να αφομοιώσει την κουρδική μειονότητα στην τουρκική πλειοψηφία. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ορισμένοι Κούρδοι μέλη του TİP άρχισαν να συζητούν τα συγκεκριμένα προβλήματα του κουρδικού πληθυσμού στη χώρα. Από αυτές τις συζητήσεις αναπτύχθηκαν οι Επαναστατικές Ανατολικές Πολιτιστικές Εστίες (Devrimci Doğu Kültür Ocakları, DDKO). Η λέξη «Ανατολικοί» ήταν ένας ευφημισμός για να αποφευχθεί η κρατική καταστολή, καθώς απαγορευόταν οποιαδήποτε συζήτηση για την ύπαρξη Κούρδων.

Ταυτόχρονα, στην Τουρκία υπήρξε ανάπτυξη μιας νέας, μαχητικής Αριστεράς. Το 1965 ιδρύθηκε η Ομοσπονδία Επαναστατικής Νεολαίας Τουρκίας (Türkiye Devrimci Gençlik Federasyonu ή Dev-Genc). Τα μέλη της Dev-Genc οργάνωναν καταλήψεις στα πανεπιστήμια, διαδήλωναν ενάντια στην παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων, οργάνωναν αλληλεγγύη με τις εργατικές διαδηλώσεις και συγκρούονταν με τους φασίστες στην πανεπιστημιούπολη και στους δρόμους. Τμήματα επίσης του εργατικού κινήματος ριζοσπαστικοποιήθηκαν και το 1967 δημιουργήθηκε ως αριστερή εναλλακτική λύση απέναντι στην κυρίαρχη συνδικαλιστική ομοσπονδία η Συνομοσπονδία Επαναστατικών Συνδικάτων Τουρκίας (Türkiye Devrimci İşçi Sendikaları Konfederasyonu, DİSK). Οι εργάτες διοργάνωναν επίσης άγριες απεργίες και καταλήψεις στα εργοστάσια, οι αγρότες καταλάμβαναν γη. Από αυτή τη ζύμωση και τη ριζοσπαστικοποίηση αναπτύχθηκαν οι πρώτες ένοπλες ομάδες στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα. Εμπνευσμένες από την κουβανική επανάσταση και τον μαοϊσμό, αυτές οι ομάδες είδαν την Τουρκία ως «νεο-αποικία» των ΗΠΑ και θεωρούσαν ότι αγωνίζονται για μια «εθνικοδημοκρατική» επανάσταση που θα σπάσει τον έλεγχο του ιμπεριαλισμού στη χώρα, για την ανεξαρτησία και για να ανοίξει ο δρόμος για ένα δεύτερο, σοσιαλιστικό στάδιο της επανάστασης.

Ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν ξεκίνησε την πολιτική του ζωή σε αυτούς τους ριζοσπαστικούς αριστερούς κύκλους. Γεννημένος το 1949 από μια φτωχή αγροτική οικογένεια, ο Οτσαλάν μεγάλωσε σε ένα πολύ θρησκευτικό και συντηρητικό περιβάλλον. Το 1966, πήγε στην Άγκυρα για να παρακολουθήσει μια επαγγελματική σχολή που εκπαίδευε τους φοιτητές για να εργαστούν στα γραφεία του κτηματολογίου του κράτους. Το 1969 αποφοίτησε και βρήκε δουλειά, πρώτα στο Ντιγιαρμπακίρ και μετά από ένα χρόνο στην Ισταμπούλ. Λίγο πριν από την αποφοίτησή του, ο Οτσαλάν ενδιαφέρθηκε για την πολιτική και άρχισε να παρευρίσκεται πολιτικές συναντήσεις. Ο Οτσαλάν εντάχθηκε στο DDKO και στις διαμαρτυρίες της ριζοσπαστικής νεολαίας. Το 1971 ο στρατός διοργάνωσε ένα νέο πραξικόπημα, αυτή τη φορά για να εξουδετερώσει το ριζοσπαστικό κίνημα. Το TİP απαγορεύτηκε και οι DDKO έκλεισαν καθώς πολλοί ακτιβιστές εγκατέλειψαν τη χώρα. Το 1972, ο Οτσαλάν, ο οποίος είχε αρχίσει να σπουδάζει πολιτικές επιστήμες στην Άγκυρα, συνελήφθη κατά τη διάρκεια διαδήλωσης αλληλεγγύης προς Τούρκους αριστερούς που είχαν σκοτωθεί σε πυροβολισμούς με την αστυνομία. Ο Οτσαλάν καταδικάστηκε σε επτά μήνες φυλάκιση και βρέθηκε στη στρατιωτική φυλακή Μαμάκ στην παρέα των ηγετών της Dev-Genc και άλλων έμπειρων ριζοσπαστών. Η σύλληψή του τον ριζοσπαστικοποίησε και οι πολιτικές συζητήσεις που άκουσε στη φυλακή του έκαναν έντονη εντύπωση. Αποφάσισε να αφιερωθεί πλήρως στη ριζοσπαστική πολιτική. Μετά την απελευθέρωσή του από τη φυλακή, το πραξικοπηματικό καθεστώς είχε διαλύσει με επιτυχία πολλές από τις ριζοσπαστικές ομάδες.

Ο Οτσαλάν δεν αισθάνθηκε ότι μπορεί να ανήκει σε καμία από τις υπάρχουσες ομάδες, ούτε τις κουρδικές ούτε τις τουρκικές. Η τουρκική ριζοσπαστική αριστερά, λίγο πολύ κάτω από την επιρροή του κεμαλικού εθνικισμού και τη θεωρία της επανάστασης κατά στάδια, έτεινε να παραμελεί την καταπίεση των Κούρδων ή ακόμη και αρνούνταν ότι υπήρχε τέτοιο ζήτημα. Τέτοιες ομάδες υποστήριζαν ότι από τη στιγμή που η ίδια η Τουρκία ήταν καταπιεσμένο έθνος, το τουρκικό κράτος ήταν ανίκανο για ιμπεριαλιστικές πολιτικές όπως η εθνική καταπίεση των Κούρδων. Αν και αναγνώριζαν ότι υπήρχε συγκεκριμένη καταπίεση των Κούρδων, πολλοί Τούρκοι αριστεροί είδαν αυτό το θέμα ως ένα ζήτημα που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο μετά από μια εθνικοδημοκρατική επανάσταση που θα ελευθέρωνε την Τουρκία από τον ιμπεριαλισμό. Το 1975, το παραδοσιακό κουρδικό εθνικιστικό κίνημα υπέστη σοβαρό πλήγμα με την ήττα του ανταρτικού πολέμου στο Ιράκ υπό την ηγεσία του Μουλλά Μουσταφά Μπαρζανί (πατέρα του σημερινού προέδρου της ιρακινής κουρδικής περιοχής, Μασούντ Μπαρζανί). Ο Μπαρζανί είχε συμμαχήσει με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και το Ιράν ενάντια στο ιρακινό κράτος, αλλά εγκαταλείφθηκε από τους συμμάχους του ύστερα από τις παραχωρήσεις που έκανε η Βαγδάτη στην Τεχεράνη.

Ο Οτσαλάν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Τουρκική Αριστερά δεν θα μπορούσε να είναι ο υποστηρικτής των Κούρδων αλλά ούτε και οι παραδοσιακοί εθνικιστές όπως ο Μπαρζάνι που αναζητούσε στήριξη στο εξωτερικό. Οι Κούρδοι θα έπρεπε να πολεμήσουν για τους ίδιους, σαν Κούρδοι. Ο Οτσαλάν άρχισε να χτίζει τη δική του ομάδα που υιοθέτησε την ιδέα του πρωτοπόρου Τούρκου κοινωνιολόγου Ισμαΐλ Μπεσικτσί ότι το «Κουρδιστάν» ήταν μια διεθνής αποικία που είχε καταληφθεί από την Τουρκία, το Ιράν, τη Συρία και το Ιράκ. Από το 1975, η ομάδα του Οτσαλάν άρχισε τη δράση της με την ονομασία Επαναστάτες του Κουρδιστάν (Şoreşgerên Kurdistan, ŞK). Τα βασικά μέλη της έμοιαζαν συνήθως με τον Οτσαλάν: νέοι Κούρδοι από ένα φτωχό, αγροτικό υπόβαθρο που ριζοσπαστικοποιήθηκαν ως φοιτητές. Ήταν ένα πολύ διαφορετικό στρώμα από αυτό της πλούσιας οικογένειας Μπαρζανί ή από τους φοιτητές από αστικές περιοχές που έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην τουρκική αριστερά. Το ŞK δεν ήταν αποκλειστικά κουρδικό, αλλά συμπεριελάμβανε και αρκετούς Τούρκους αριστερούς που είδαν την απελευθέρωση του Κουρδιστάν ως προϋπόθεση για επανάσταση στην Τουρκία.

Σε αντίθεση με άλλες ομάδες της Αριστεράς, το ŞK αποφάσισε να μην δαπανήσει πόρους για δημοσιεύσεις, αλλά να στρατολογεί ανθρώπους μέσω έντονων συζητήσεων πρόσωπο με πρόσωπο. Η στρατολογίες του επικεντρώθηκαν σε φτωχούς, συχνά αναλφάβητους Κούρδους, συνήθως από αγροτικό υπόβαθρο, οι οποίοι είχαν μετακομίσει στις πόλεις για να αναζητήσουν εργασία. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ŞK ήταν η προθυμία του να χρησιμοποιήσει βία εναντίον ομάδων όπως οι φασιστές Γκρίζοι Λύκοι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα ορισμένο σεβασμό και έλξη για το ŞK από τη ριζοσπαστική νεολαία, που βοηθούσε να αντισταθμιστεί η απουσία ενός αναγνωρισμένου ηγέτη ή έλλειψη οικονομικών μέσων. Αυτή η μαχητικότητα απευθυνόταν σε πολλούς Κούρδους που είχαν συνειδητοποιήσει ότι το τουρκικό κράτος δεν θα επέτρεπε στους Κούρδους να απελευθερωθούν με μη βίαια μέσα και οι οποίοι, μετά την ήττα του παραδοσιακού εθνικισμού του Μπαρζανί, αναζητούσαν μια εναλλακτική λύση.

Το πρώην μέλος της κεντρικής επιτροπής του PKK, Μεχμέτ Τζαν Γιουτζέ εξήγησε αργότερα τη ριζοσπαστικοποίησή του: «Είστε ένα αποικιοκρατούμενο έθνος και αναζητάτε τα δικαιώματά σας. Μπορείτε να εκδίδετε περιοδικά και να δημιουργείτε ενώσεις και να μπείτε στο κοινοβούλιο - με λίγα λόγια, μπορείτε να λειτουργείτε εντός των ορίων που έχει θέσει το κράτος, αλλά το πρόβλημα είναι ότι το κράτος απαγορεύοντας τη χρήση της λέξης Κούρδος, δεν θα αφήσει να αναφέρεστε σε ένα τόπο που ονομάζεται Κουρδιστάν. Η αναφορά αυτών των λέξεων είναι έγκλημα, απόσχιση, αρκετός λόγος τελικά για να συλληφθείτε, να βασανιστείτε, να φυλακιστείτε για χρόνια. Επομένως, τι κρατάει το έθνος αυτό υπό καταστολή; Η δύναμη. Ο στρατός, η αστυνομία, η χωροφυλακή, οι δυνάμεις καταστολής ανταρτών, το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης. Σε μια τέτοια χώρα, όπου ο μηχανισμός καταστολής είναι τόσο οργανωμένος και παγιωμένος, σας μένει ένας μόνο δρόμος και αυτος είναι να χρησιμοποιήσετε δύναμη για να απαντήσετε στη δύναμη»2.

Λίγα χρόνια αργότερα, το ŞK είχε κερδίσει μέτρια υποστήριξη σε πολλές από τις μεγαλύτερες πόλεις των κουρδικών περιοχών. Το 1977, η ομάδα αναδιοργανώθηκε ως Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν (Partiya Karkerên Kurdistanê, PKK) και υιοθέτησε ένα μανιφέστο. Αυτό το μανιφέστο, «Ο Δρόμος της Κουρδικής Επανάστασης» μοιάζει έντονα με διακηρύξεις άλλων «μαρξιστικών-λενινιστών» εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων της εποχής. Το 1977 εκπονήθηκε το πρώτο του πρόγραμμα, το οποίο συνοψίζει σε μεγάλο βαθμό τις ιδέες του μανιφέστου.

Αυτά τα κείμενα διακηρύσσουν ότι ο άμεσος στόχος του PKK είναι μια «εθνικοδημοκρατική» επανάσταση που θα οδηγήσει σε ένα «ανεξάρτητο και δημοκρατικό Κουρδιστάν». Οποιαδήποτε άλλη επιλογή από τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού εθνικού κράτους απορρίπτεται κατηγορηματικά. Το αρχικό πρόγραμμα ζήτησε να καταγγελθούν «οι τάσεις προς συνθηκολόγηση που δεν αποσκοπούν στη συντριβή του αποικιακού ζυγού της Τουρκικής Δημοκρατίας και προτείνουν πράγματα όπως περιφερειακή αυτονομία, αυτονομία κ.λπ. ουσιαστικά ένα συμβιβασμό με την αποικιοκρατία». Το πρόγραμμα απαιτούσε έναν «αποφασιστικό αγώνα» εναντίον τέτοιων ιδεών3.

Η επανάσταση θα έπαιρνε τη μορφή ενός παρατεταμένου ένοπλου αγώνα ή «λαϊκού πολέμου», που θα βασιζόταν στην αγροτιά. Η ηγεσία της επανάστασης πρέπει να είναι «η εργατική τάξη», υπό την ηγεσία του PKK. Η δύναμη των «φεουδαρχικών» ηγετών της κουρδικής κοινωνίας έπρεπε να συντριβεί, καθώς αυτοί είναι οι εκπρόσωποι της αποικιοκρατίας. Η αγροτιά και οι μικροαστοί είναι οι δύο κύριοι σύμμαχοι της εργατικής τάξης. Δεν υπάρχει καμία κουρδική «εθνική μπουρζουαζία», επειδή η αποικιοκρατία δεν επέτρεψε την ανάπτυξη μιας τέτοιας τάξης. Διεθνείς σύμμαχοι της επανάστασης είναι «σοσιαλιστικές χώρες», κόμματα της εργατικής τάξης των καπιταλιστικών χωρών και «απελευθερωτικά κινήματα των καταπιεσμένων λαών του κόσμου». Οι εχθροί της είναι το τουρκικό κράτος, οι «ντόπιοι φεουδάρχες συνεργάτες» του και οι «ιμπεριαλιστικές δυνάμεις πίσω από αυτούς». Μετά την «εθνικοδημοκρατική» επανάσταση, ο αγώνας «χωρίς διακοπή» θα προχωρήσει σε μια σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό το μανιφέστο, και το σύμβολο του κόμματος, μια κόκκινη σημαία με το σφυρί και το δρεπάνι, θα είναι σε ισχύ μέχρι το πέμπτο κομματικό συνέδριο το 1995.

Τα κείμενα είναι προφανώς επηρεασμένα σε μεγάλο βαθμό από τις μαοϊκές ιδέες αλλά δεν υιοθετούν τον [μαοϊκό] χαρακτηρισμό της Σοβιετικής Ένωσης ως «σοσιαλιμπεριαλιστικής». Τα κυβερνώντα κόμματα της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας αμφισβητούνται επειδή εφαρμόζοουν «ρεβιζιονιστικές» πολιτικές. Συνολικά, οι «πραγματικά υπάρχουσες σοσιαλιστικές χώρες» θεωρούνται σύμμαχοι της κουρδικής επανάστασης, αλλά κανένα από τα κυβερνητικά τους κόμματα δεν είναι αποδεκτό ως ιδεολογικός καθοδηγητής. Ο ιδεολόγος του PKK Μεχμέτ Τζαν Γιουτζέ χλεύασε αργότερα τις τουρκικές αριστερές ομάδες που αναζητούσαν μια «Μέκκα» στη Μόσχα, στα Τίρανα ή στο Πεκίνο.

Το PKK δεν ήταν η μόνη κουρδική αριστερή ομάδα που υιοθέτησε τότε ένα τέτοιο πλαίσιο, ούτε ήταν η μόνη που δήλωσε ότι ο ένοπλος αγώνας είναι αναγκαιότητα. Στην πραγματικότητα, αρκετές άλλες κουρδικές ομάδες εκείνη την εποχή, όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα Εργατών του Κουρδιστάν (PPKK - Partiya Pêşenga Karkerên Kurdistan) και το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Τουρκικού Κουρδιστάν (TKSP - Türkiye Kürdistanı Sosyalist Partisi, γνωστό ως Özgürlük Yolu, Δρόμος της Ελευθερίας), είχαν μεγαλύτερη υποστήριξη την εποχή εκείνη και έκαναν παρόμοιες διακηρύξεις.

Μία μικρή διαφορά από τις άλλες ομάδες εκείνη τη στιγμή ήταν η έντονα φορτισμένη γλώσσα των εντύπων που χρηματοδοτούσε το ΡΚΚ. Η απελευθέρωση του Κουρδιστάν ονομάστηκε «ιερό» καθήκον και «το Κίνημα μας... θεωρεί ότι η καθοδήγηση του λαού μας με ιδεολογικά, οργανωτικά και πολιτικά μέσα είναι ένα ιερό και ιστορικό καθήκον» και «μια ζωή μακριά από την Επανάσταση του Κουρδιστάν δεν διαφέρει από έναν κτηνώδη τρόπο ζωής.»4

Λαϊκός πόλεμος

Μια πιο σημαντική διαφορά ήταν ότι η μικρή νεολαιίστικη κυρίως ομάδα που συγκρότησε το πρώιμο PKK έθεσε πράγματι ως άμεσο καθήκον την οργάνωση του ένοπλου αγώνα, ενώ οι άλλες ομάδες δήλωσαν ότι ο ένοπλος αγώνας θα ακολουθούσε μόνο μετά από μια φάση οικοδόμησης της πολιτικής υποστήριξης γι’ αυτόν. Ο Οτσαλάν το 1996, μιλώντας για τους ηγέτες των άλλων ομάδων της Κουρδικής Αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, ανθρώπους οι οποίοι συχνά επέκριναν το ΡΚΚ και τον ηγέτη του για έλλειψη ιδεολογικής παιδείας και πολιτικής εμπειρίας, ανέφερε «Είχα μια αρχή για τον εαυτό μου: Γιατί τολμούσα να ξεκινήσω και να πιστέψω σε αυτόν τον πόλεμο; Επειδή η μεγαλύτερη πόρνη είναι εκείνος που δεν αγωνίζεται. Τα λόγια μου ήταν αυτά από την αρχή. Διέπλασσα τον εαυτό μου για να πιστέψω σ’ αυτό. Όλοι αυτοί οι άνδρες στις κουρδικές ομάδες που διεκδίκησαν να αναλάβουν την εθνική υπόθεση είναι ανέντιμοι. Γιατί; Επειδή, όπως είπα, εκπορνεύουν τους ευατούς τους περισσότερο από τις πόρνες. Είπα ότι δεν θα γίνω σαν αυτούς. Θα αγωνιστώ για υψηλότερους στόχους.»5

Η προθυμία και η ικανότητα της PKK να χρησιμοποιήσει τη βία άρεσε σε πολλούς καταπιεζόμενους Κούρδους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου που ακολούθησε, το PKK οικοδομήθηκε σαν οργάνωση. Η εκδίκηση έγινε ένα σημαντικό θέμα στην αυτοσυνείδηση του PKK καθ’ όλη τη δεκαετία του ’80 και τη δεκαετία του ’90 καθώς ο πόλεμος έγινε πιο έντονος και το κράτος προσπάθησε να τρομοκρατήσει τους Κούρδους να υποταχτούν. Ένα φυλλάδιο του 1985 διακήρυτε ακόμη ότι το ΡΚΚ είναι μια «επαναστατική οργάνωση εκδίκησης» και ενέφερε: «Τα ψευδο-σοσιαλιστικά κηρύγματα δεν θα μας σώσουν περισσότερο από τα θρησκευτικά κηρύγματα που ήρθαν να αντικαταστήσουν. Η βία... θα είναι στο Κουρδιστάν όχι μόνο η μαμή που θα βοηθήσει στην γέννηση [μιας νέας κοινωνίας] αλλά θα δημιουργήσει τα πάντα απ’ την αρχή. Η επαναστατική βία πρέπει να διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο και, όπως λέμε, θα πάρει τη μορφή επαναστατικής εκδίκησης»6.

Η ταξική σύνθεση του PKK ήταν διαφορετική από εκείνη των άλλων ομάδων. Σύμφωνα με τα λόγια του ειδικού για το Κουρδιστάν Martin van Bruinessen, το PKK ήταν «η μοναδική οργάνωση της οποίας τα μέλη προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις - την ξεριζωμένη, μισό μορφωμένη νεολαία του χωριού και της μικρής πόλης που είχε νιώσει την καταπίεση και που ήθελε δράση και όχι ιδεολογική πολυπλοκότητα»7. Οι «φυλετικές ελίτ» εκπροσωπούνται σε διάφορα άλλα κόμματα αλλά όχι στο ΡΚΚ. Αντίθετα, το κόμμα αυτό αντιπροσωπεύει τα πιο περιθωριακά τμήματα της κουρδικής κοινωνίας8.

Το ΡΚΚ άρχισε για πρώτη φορά να κινείται εναντίον της παραδοσιακής κουρδικής ελίτ, των αγάδων - των «φεουδαρχικών» γαιοκτημόνων που με τη βοήθεια των υποστηρικτών τους έλεγχαν ολόκληρα χωριά και συχνά συνεργάζονταν στενά με το τουρκικό κράτος. Το PKK πολέμησε στο πλευρό των εξεγερμένων αγροτών και έχασε δεκάδες μέλη σε συγκρούσεις με την πολιτοφυλακή των γαιοκτημόνων. Η κατευθυντήρια αρχή στην επιλογή των στόχων του ΡΚΚ δεν ήταν όμως η κοινωνική σύγκρουση, αλλά η πολιτική των αγάδων: αν αυτοί αντιτάσσονταν στο εθνικό κίνημα ή όχι. Ταυτόχρονα, διάφορες αριστερές και κουρδικές ομάδες της Τουρκίας συγκρούoνταν μεταξύ τους. «Το PKK ήταν αρχικά σχετικά ασήμαντο ανάμεσά τους [στις αντίπαλες οργανώσεις] και έγινε γνωστό μόνο επειδή ήταν το πιο βίαιο»9. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ των διαφόρων ριζοσπαστικών ομάδων, σκοτώθηκαν δεκάδες. Το PKK ήταν ταυτόχρονα ο αρχικός υποκινητής και το θύμα μιας τέτοιας βίας.

Όταν το 1980 ο στρατός διοργάνωσε ακόμη ένα πραξικόπημα, το ΡΚΚ έγινε το ισχυρότερο κουρδικό κόμμα στην Τουρκία. Μετά το πραξικόπημα, συνελήφθησαν δεκάδες χιλιάδες. Η Τουρκική Αριστερά, η οποία τα προηγούμενα χρόνια είχε ξαναγεννηθεί ως μια σημαντική δύναμη, ήταν σε μεγάλο βαθμό ανίκανη να αντέξει στην καταστολή. Στα τέλη του 1983, υπήρχαν ακόμα 40.000 πολιτικοί κρατούμενοι οι οποίοι συνήθως βασανίζονταν βάναυσα. Μεταξύ των κρατουμένων ήταν χιλιάδες υποστηρικτές και μέλη του ΡΚΚ. Πολλοί από αυτούς συνέχισαν τον αγώνα μέσα στις φυλακές, πραγματοποιώντας απεργίες πείνας για την υποστήριξη της ζωής των ηγετικών μελών ή αυτοκτονώντας σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Οι νεκροί έγιναν σημαντικοί μάρτυρες για το κίνημα και οι θυσίες τους ενίσχυαν τη φήμη των μελών του ΡΚΚ ως αλύγιστους επαναστάτες.

Ο ίδιος ο Οτσαλάν διέφυγε από την καταστολή. Λίγο πριν το πραξικόπημα, είχε πάει στη Συρία και από εκεί πήγε στο Λίβανο. Στον Λίβανο, ήρθε σε επαφή με το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (DFLP) και αργότερα και με άλλες παλαιστινιακές ομάδες όπως το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και τη Φατάχ. Ο Αμπού Λάιλα, ένας ηγέτης του DFLP, είπε αργότερα για τον Οτσαλάν; «Είχαμε συναντήσει άλλους Κούρδους της Τουρκίας και δεν φαινόταν να είναι πολύ αξιόπιστοι. Αυτός ο άνθρωπος φάνηκε να είναι σοβαρός. Δεν ήθελε [στρατιωτική ή οικονομική] βοήθεια ... θέλησε μόνο να στείλει εθελοντές ... να εκπαιδευτούν για το μέλλον». «Αυτοί οι άνθρωποι αποδείχθηκαν πραγματικά σοβαροί, πραγματικοί μαχητές, πραγματικοί στρατιώτες. Ήταν σαφές ότι [ο Οτσαλάν] είχε κάποια λαϊκή βάση στο Κουρδιστάν.»10 Οι Παλαιστίνιοι προσέφεραν πολύτιμη στρατιωτική και οργανωτική κατάρτιση στους Κούρδους, αλλά τα μέλη του PKK λάμβαναν την ιδεολογική τους κατάρτιση ξεχωριστά από τις άλλες ομάδες. Το PKK ενώθηκε με τους Παλαιστινίους στον αγώνα κατά του ισραηλινού στρατού όταν εισέβαλε στον Λίβανο το 1982.

Λίγα χρόνια αργότερα, το PKK ξεκίνησε τον δικό του λαϊκό πόλεμο. Ο Οτσαλάν είχε έρθει σε επαφή με το καθεστώς της Συρίας και του επιτράπηκε να έχει βάση στη Δαμασκό. Το PKK άνοιξε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης σε ένα τμήμα του Λιβάνου υπό συριακό έλεγχο. Το 1982, το ΡΚΚ κατέληξε σε συμφωνία με τη μεγάλη κουρδική ανταρτική ομάδα στο Ιράκ, το KDP [Kurdistan Democratic Party / Δημοκρατικό Κόμμα Κουρδιστάν / Partiya Demokrat a Kurdistanê] του Μπαρζανί, που του επέτρεψε να εγκαταστήσει στρατόπεδα κοντά στα τουρκικά σύνορα. Το PKK ξεκίνησε μικρής κλίμακας ένοπλες ενέργειες στο τουρκικό Κουρδιστάν και υποκίνηση κινητοποιήσεων μεταξύ των αγροτικών κοινοτήτων στην περιοχή των συνόρων. Η πρώτη μεγάλη δράση του πραγματοποιήθηκε το 1984, όταν επιτέθηκε σε αρκετούς στρατώνες του στρατού και ανέλαβε προσωρινά τον έλεγχο ορισμένων χωριών. Οι μαχητές του PKK διένειμαν διακηρύξεις που δήλωναν ότι στόχος τους ήταν «ο αγώνας του λαού μας για εθνική ανεξαρτησία, μια δημοκρατική κοινωνία, ελευθερία και ενότητα, υπό την ηγεσία του PKK, ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον τουρκικό αποικιοκρατικό φασισμό και τους ντόπιους υπηρέτες τους». Ταυτόχρονα, το ΡΚΚ απευθύνθηκε στους «επαναστάτες και τους εργάτες από την Τουρκία». «Κάθε χτύπημα του HRK [Hazen Rizgariya Kurdistan / Ταξιαρχίες Απελευθέρωσης του Κουρδιστάν - ενόπλης πτέρυγας του PKK] ενάντια στον αποικιακό φασισμό είναι ένα χτύπημα ενάντια στον φασισμό στην Τουρκία»11. Ωστόσο, η συνεργασία μεταξύ του ΡΚΚ και της τουρκικής ριζοσπαστικής αριστεράς ήταν πολύ δύσκολη. Το στρατιωτικό πραξικόπημα κατέστρεψε την τουρκική Αριστερά και το ΡΚΚ προσπάθησε να κυριαρχήσει σε οποιαδήποτε συμμαχία, θεωρώντας ότι η τουρκική Αριστερά είχε αποδειχθεί ανίκανη να ηγηθεί μιας επανάστασης. Με τη σειρά του αυτό το απομάκρυνε από δυνητικούς συμμάχους.

Η θεωρία της επανάστασης του ΡΚΚ την εποχή εκείνη επηρεάστηκε έντονα από τη μαοϊκή αντίληψη του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου. Σε αυτή τη στρατηγική, ο ένοπλος αγώνας είναι το κύριο μέσο για την κατάληψη της εξουσίας. Ο ένοπλος αγώνας βασίζεται στην αγροτική υπαίθρου και η πλειοψηφία των μαχητών στρατολογούνται από την αγροτιά. Ο αγώνας καθοδηγείται από το κόμμα που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει την «προλεταριακή» ηγεσία και υποτίθεται ότι διατηρεί το σοσιαλισμό ως στόχο, αν και η στρατηγική του στοχεύει πρώτα σε μια «εθνικοδημοκρατική» φάση. Ο λαϊκός πόλεμος ξεκινά με μικρές επιθέσεις ανταρτών και προχωρά σε διάφορα στάδια κλιμάκωσης του πολέμου, από μια «στρατηγική άμυνας», στην οποία οι αντάρτες περιορίζονται σε μικρής κλίμακας επιθέσεις αστραπής και εξαφάνισης, σε ένα δεύτερο στάδιο, κατά τη διάρκεια του οποίου οι κυβερνητικές δυνάμεις υποχωρούν σε άμυνα ενώ το κόμμα επεκτείνει την πολιτική του επιρροή. Στο τελικό στάδιο, το αντάρτικο συγκεντρώνει αρκετές δυνάμεις και όπλα για να προχωρήσει σε συμβατικό πόλεμο και να εμπλακεί με τον εχθρό σε καθοριστικές μάχες. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο Οτσαλάν και το PKK ανέφεραν αυτό το στρατηγικό πλαίσιο για ένα ανεξάρτητο Κουρδιστάν ως στόχο.

Δύο στοιχεία που διακρίνουν το πρώιμο PKK από κινήματα με παρόμοια ιδεολογία ήταν η εκτίμησή του για την ιστορία της Κομμουνιστικής Διεθνούς και για τη σχέση μεταξύ του κόμματος και του ανταρτικού στρατού. Ήδη στα πρώιμα κείμενά του, το ΡΚΚ επέκρινε σοβαρά τη Σοβιετική Ένωση των αρχών της δεκαετίας του ’20 και την Κομιντέρν για την κριτική υποστήριξή της στον Κεμαλισμό. Στις αρχές του 1920 ο Μουσταφά Σουπχί, ιδρυτής του Τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος [TKP - Türkiye Komünist Partisi], και δεκατέσσερις άλλοι σύντροφοί του δολοφονήθηκαν από δεξιούς εθνικιστές. Η δολοφονία έγινε με την τουλάχιστον σιωπηρή έγκριση του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την υπογραφή της Συνθήκης Αδελφοσύνης μεταξύ της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας υπό την ηγεσία του Ατατούρκ και της Σοβιετικής Ένωσης στις 16 Μαρτίου 1921. Δηλώσεις του ΡΚΚ έκαναν κριτική στο πρώιμο TKP και την Κομιντέρν, όχι μόνο επειδή είχαν ψευδαισθήσεις για το δημοκρατικό δυναμικό του κεμαλισμού, αλλά κατηγόρησαν επίσης την Κομιντέρν για την άγνοια της τοπικής κατάστασης και τη σοβιετική ηγεσία για την ιεράρχηση της εθνικής ασφάλειας της Σοβιετικής Ένωσης έναντι των διεθνιστικών και αντιιμπεριαλιστικών αρχών. Μια τέτοια κριτική άποψη για την πρώην Σοβιετική Ένωση δεν την μοιράζονταν πολλά «μαρξιστικά-λενινιστικά» κόμματα που έτειναν να θεωρούν τις σοβιετικές δηλώσεις ως ιερά κείμενα.

Αργότερα, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το ΡΚΚ θα επιχειρήσει να διατυπώσει μια πιο εξαντλητική κριτική του σοβιετικού «μοντέλου», αλλά αυτή παρέμεινε μάλλον επιφανειακή: απέδωσε τις ελλείψεις σε δημοκρατία στις λανθασμένες αποφάσεις της ηγεσίας και στην ιεράρχηση των κρατικών συμφερόντων πάνω από τα συμφέροντα των πολιτών του, αλλά δεν εξήγησε γιατί τέτοιου είδους σφάλματα θα μπορούσαν να εξελίσσονται σε πολιτική από δεκαετία σε δεκαετία.

Ένα άλλο στοιχείο που διαχωρίζει το PKK ήταν ότι αυτό ήταν ένα «αντάρτικο κόμμα». Αντί να ακολουθεί το μαοϊκό μοντέλο που υπαγορεύει μια σαφή διάκριση μεταξύ του στρατού και του κόμματος που τον καθοδηγεί (Μάο: «η αρχή μας είναι ότι το Κόμμα διατάζει το όπλο και το όπλο δεν πρέπει ποτέ να επιτρέπεται να διοικεί το Κόμμα»), οι δύο οι οργανώσεις ήταν μικτές. Στο PKK, οι μαχητές αναμενόταν να εγκαταλείψουν εντελώς την προηγούμενη ζωή τους και να αφιερωθούν αποκλειστικά στη ζωή τους ως αντάρτες. Τα μέλη που δεν είχαν στρατιωτικές ευθύνες αναμενόταν επίσης να είναι έτοιμα να συμμετάσχουν στο αντάρτικο στις ορεινές τους βάσεις ανά πάσα στιγμή. Σύμφωνα με τον ηγέτη του PKK Ντουράν Καλκάν «αυτό δεν ήταν μόνο στρατιωτικής αξίας, αλλά πιο σημαντικό ήταν το ιδεολογικό και ηθικό του νόημα»12. Αναφερόμενος στο συνέδριο του κόμματος το 1986, ο Καλκάν περιγράφει αυτή την έννοια ως εξής: «Ένας τέτοιος αντάρτης κάνει ιδεολογικά μια πλήρη ρήξη με την κυρίαρχη τάξη, διαλύει σε κάποιο βαθμό το ιεραρχικό σύστημα του κράτους και της εξουσίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στο τρίτο Συνέδριο υπήρξε μια σοβαρή ιδεολογική ανανέωση στη σύλληψη του πραγματικά υπαρκτού σοσιαλισμού. Η πραγματικά υπαρκτή σοσιαλιστική γραμμή ατομικών και οικογενειακών, μικροαστικών ίσων δικαιωμάτων και της ελευθερίας έχει αντικατασταθεί. Ένα τέτοιο μέτρο έχει συνέπειες και στην κοινωνία, εφόσον καλεί προς αλλαγές που φέρνουν πιο κοντά την ελευθερία και την ισότητα. Καταστρέφει την ατομική οικογενειακή ζωή».

Η δημιουργία του «νέου ανθρώπου»

Ο Καλκάν αγγίζει το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της σκέψης του PKK της δεκαετίας του ’80 και της δεκαετίας του ’90. Τη φιλοδοξία του να δημιουργήσει ένα «Νέο Άνθρωπο», που χαρακτηρίζεται από μια συγκεκριμένη προσωπικότητα. Το θέμα της «προσωπικότητας» των Κούρδων εμφανίστηκε ήδη στα κείμενα του Οτσαλάν στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα και παραμένει ένα σημαντικό κομμάτι τους. Σύμφωνα με τον Οτσαλάν υπάρχει μια μεταφυσική «κουρδική νοοτροπία», μια ορισμένη «σύνθεση της κουρδικής ψυχής». Ο Οτσαλάν εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι «πολλές από τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στους Κούρδους και την κοινωνία τους σήμερα μπορούμε να τις δούμε ήδη στις Νεολιθικές κοινότητες των υπο-Καυκάσιων οροσειρών, της περιοχής που ονομάζουμε Κουρδιστάν»13. Ωστόσο, οι Κούρδοι έχουν αποξενωθεί από την «αληθινή» τους ταυτότητα από τις προσπάθειες του τουρκικού κράτους να αφομοιώσει τους Κούρδους και από παραδοσιακές κοινωνικές δομές, τις οποίες ο Οτσαλάν αποκαλεί «φεουδαρχία».

Μέσα από την κριτική, την αυτοκριτική και τη σκληρή δουλειά, τα μέλη του ΡΚΚ αναμένεται να απελευθερωθούν από τις απόψεις και τις συμπεριφορές που είχαν μάθει στην «παλιά ζωή» τους και να αναμορφώσουν τους εαυτούς τους σε «νέους ανθρώπους». Το κομματικό περιοδικό Serxwebûn [Ανεξαρτησία] έγραψε: «Ο νέος άνθρωπος δεν πίνει, δεν παίζει τυχερά παιχνίδια, ποτέ δεν σκέφτεται τη δική του προσωπική ευχαρίστηση ή άνεση, και δεν υπάρχει τίποτα θηλυκό σ’ αυτόν· όσοι [στο παρελθόν] επίδονταν σε τέτοιες δραστηριότητες θα κόψουν με το μαχαίρι όλες αυτές τις συνήθειες μόλις αυτός ή αυτή θα βρεθούν μεταξύ των νέων ανθρώπων. Η φιλοσοφία του νέου ανθρώπου και της ηθικής, ο τρόπος που κάθεται και στέκεται, το στυλ, το εγώ, η στάση του και οι αντιδράσεις [tepki] είναι δικές του και μόνο. Η βάση όλων αυτών των πραγμάτων είναι η αγάπη του για την επανάσταση, την ελευθερία, τη χώρα, και τον σοσιαλισμό, μια αγάπη που είναι τόσο στέρεη σαν βράχος. Η εφαρμογή του επιστημονικού σοσιαλισμού στην πραγματικότητα της χώρας μας δημιουργεί τον νέο άνθρωπο»14.

Σε ένα κείμενο του το 1983, «Για την Οργάνωση», ο Οτσαλάν συζήτησε το ρόλο της πολιτικής οργάνωσης επικαλούμενος τον Μαρξ, τον Ένγκελς, τον Λένιν, τον Γκιαπ και τον Τσε Γκεβάρα. Όπως και άλλα κείμενα του PKK και του Οτσαλάν τότε, το μεγαλύτερο μέρος του είναι πολύ παρόμοιο με κείμενα της υπόλοιπης κουρδικής και τουρκικής ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά «το ουσιαστικό και ιδιαίτερο μέρος της επιχειρηματολογίας σε αυτό το έργο αφορά την αναδιοργάνωση ολόκληρης της κοινωνίας. Αντί να διαμορφώσει ένα μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα της εργατικής τάξης, προτείνεται μια γενική αναδιοργάνωση, επειδή η κουρδική κοινωνία υπήρξε θύμα ενός εσκεμμένου αποδιοργανωτικού προγράμματος από πάνω προς τα κάτω που εφαρμόζουν οι Τούρκοι αποικιοκράτες»15. Η αναδιοργάνωση της κουρδικής κοινωνίας «από πάνω προς τα κάτω» θα απαιτούσε την οικοδόμηση μιας νέας κουρδικής ταυτότητας και μιας προσωπικότητας.

Σταδιακά, οι έννοιες «ανθρωποποίηση», «κοινωνικοποίηση» και «απελευθερωμένη προσωπικότητα» αντικατέστησαν τις μαρξιστικές αντιλήψεις των τάξεων και της ταξικής πάλης. Όταν οι ορισμοί των τάξεων εξακολουθούν να εμφανίζονται στα πρόσφατα γραπτά του Οτσαλάν, λειτουργούν ως συνώνυμα των πολιτικών αντιπάλων (φεουδάρχες για τους ηγέτες των φυλών των Κούρδων, μικροαστοί για τις μη PKK Κουρδικές ομάδες) των οποίων το καθοριστικό χαρακτηριστικό είναι συχνά οι «παραμορφωμένες» ή «αρρωστημένες» προσωπικότητές τους. Ξανά και ξανά, ο Οτσαλάν επιτίθεται στις «αρρωστημένες» προσωπικότητες των ανθρώπων που διαφωνούν μαζί του.

Το συνέδριο του PKK του 1995 σηματοδότησε μια ιδεολογική ανανέωση. Το θέμα της οικοδόμησης του «νέου ανθρώπου» ενσωματώθηκε επίσημα στην ιδεολογία του κόμματος και το νέο πρόγραμμα καθόρισε ως στόχο «μια προσωπικότητα που, με μεγάλη προνοητικότητα, μεγάλη κατανόηση, με μεγάλη προσπάθεια και αποφασιστικότητα, επιδιώκει να κατακτήσει κάθε εμπόδιο και να μεταστρέψει το αρνητικό σε θετικό. Μια προσωπικότητα της οποίας η ισχυρή βούληση γοητεύει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και που για τον αγώνα για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας, χωρίς να επιδιώκει προσωπικά οφέλη, δίνει ακόμη και τη ζωή της»16. Η «κοινωνικοποίηση των ανθρώπων» χαρακτηρίστηκε τώρα ως βασική για τον σοσιαλισμό17.

Η δημιουργία του νέου ανθρώπου διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην κριτική που το PKK προσπάθησε να διατυπώσει για τον «πραγματικά υπαρκτό σοσιαλισμό» μετά την κατάρρευση του και για το νέο όραμα του σοσιαλισμού που προσπάθησε να επεξεργαστεί. Το ΡΚΚ δεν εξέφρασε τη λύπη του για την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ. «Θρηνούμε που δεν κατέρρευσε περισσότερο, επειδή νιώθουμε μάλλον ανακούφιση που έφυγε ένα βάρος», δήλωσε ο Οτσαλάν το 199218. Το πρόγραμμα του 1995 χαρακτήρισε τον «πραγματικά υπαρκτό σοσιαλισμό» ως το «χειρότερο και πιο βάρβαρο στάδιο του σοσιαλισμού» και εξηγεί τα ελαττώματά του ως εξής: «από την ιδεολογική πλευρά, κατέρρευσε ο δογματισμός, ο χυδαίος υλισμός και ο μεγαλορωσικός σοβινισμός· από πολιτική άποψη, η δημιουργία ενός ακραίου συγκεντρωτισμού, το πάγωμα της δημοκρατικής ταξικής πάλης και η εξύψωση των συμφερόντων του κράτους σε σημείο που να είναι ο μόνος αποφασιστικός παράγοντας· από κοινωνική άποψη, ο περιορισμός της ελεύθερης και δημοκρατικής ζωής της κοινωνίας και του ατόμου· από οικονομική άποψη, η κυριαρχία του κρατικού τομέα και όχι η υπέρβαση μιας κοινωνίας της κατανάλωσης που μιμείται ξένες χώρες· τέλος, από τη στρατιωτική πλευρά, η ιεράρχηση του στρατού και των όπλων πάνω από όλους τους άλλους τομείς». Ο τρόπος με τον οποίο το PKK πίστευε ότι αυτές οι αποτυχίες θα μπορούσαν να αποφευχθούν από έναν νέο σοσιαλισμό ήταν η οικοδόμηση του νέου ανθρώπου.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, το PKK τόνισε τις διαφορές του με τον πραγματικά υπαρκτό σοσιαλισμό, καθώς προσπάθησε να διατυπώσει τη δική του ξεχωριστή ιδεολογία. Το 1993, ο Οτσαλάν ισχυρίστηκε ότι το PKK, όταν μιλάει για τον «επιστημονικό σοσιαλισμό», δεν αναφέρεται στον μαρξισμό αλλά στη δική του περίεργη ιδεολογία του «σοσιαλισμού» που υποτίθεται ότι «υπερβαίνει τα συμφέροντα των κρατών, του έθνους και των τάξεων»19. Συμβολικά, το συνέδριο του 1995 απομάκρυνε το σφυρί και το δρεπάνι από τη σημαία του κόμματος. «Το σφυρί και το δρεπάνι στον πραγματικά υπαρκτό σοσιαλισμό αφορούσαν μόνο την τάξη των εργατών και των αγροτών και γι’ αυτό είναι μια έκφραση του πραγματικά υπαρκτού σοσιαλισμού. Η νέα αντίληψη του σοσιαλισμού είναι για το σύνολο της ανθρωπότητας»20. Ο ισχυρισμός ότι αγωνιζόμαστε για «ολόκληρη την ανθρωπότητα» παραμένει ένα συχνό σχήμα λόγου στις δηλώσεις του PKK και του PYD.

Η εναλλακτική λύση του ΡΚΚ απέναντι στο σοβιετικό μοντέλο που κατέρρευσε ήταν ο σοσιαλισμός του νέου ανθρώπου: η δημιουργία αυτής της νέας προσωπικότητας ήταν ο στόχος του σοσιαλισμού και η μόνη εγγύηση ότι ακόμη και μετά από μια επανάσταση η κοινωνία δεν θα υποχωρήσει στον καπιταλισμό ή στον φασισμό. Αυτός ο «σοσιαλισμός» δεν ήταν ένας τρόπος να οργανωθεί η κοινωνία σε μια «ένωση ελεύθερων ανθρώπων που εργάζεται με κοινά μέσα παραγωγής», όπως το έθεσε ο Μαρξ, αλλά η δημιουργία ορισμένων προσωπικοτήτων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σε ένα κείμενο της περιόδου αυτής του Μεχμέτ Τζαν Γιουτζέ, που είναι κατά τα άλλα άκαμπτα «μαρξιστικό-λενινιστή», μπορεί επίσης να μιλάει για «τον σοσιαλισμό που πραγματοποιήθηκε στο κόμμα»21, ακριβώς όπως κάνει το πρόγραμμα του 199522. Ο Γιουτζέ γράφει: «Αν ο σοσιαλισμός δεν κυριαρχεί στην προσωπικότητα του ατόμου και στις σχέσεις μέσα στην οργάνωση, δεν μπορεί να προκύψει στην κοινωνία και αντίστοιχα στο κοινωνικό σύστημα»23.

Η ιδέα της «ανάπλασης» των προσωπικοτήτων τους για να γίνουν επαναστάτες δεν υπάρχει μόνο στο ΡΚΚ. Στο Μαοϊκό Κομμουνιστικό Κόμμα Φιλιπίνων ήταν ένα επαναλαμβανόμενο θέμα ότι για να γίνουν πραγματικά προλεταριακοί επαναστάτες, τα μέλη έπρεπε να «αναπλάσσουν» τους εαυτούς τους για να χάσουν τις αποκαλούμενες «μικροαστικές» συνήθειες. Αλλά το PKK προχώρησε πολύ περισσότερο: οι άνθρωποι όχι μόνο αναμένεται να γίνουν καλά μέλη του κόμματος, αλλά να αλλάξουν ολόκληρη την προσωπικότητά τους. Η ιδέα της δημιουργίας ενός νέου ανθρώπου φέρνει στο μυαλό τα γραπτά του Τσε Γκεβάρα για το σοσιαλισμό και την ανθρώπινη προσωπικότητα ή την σοβιετική αφήγηση για τον νέο σοσιαλιστικό άνθρωπο. Η κρίσιμη διαφορά είναι ότι το ΡΚΚ ισχυρίστηκε ότι δημιούργησε αυτόν τον νέο άνθρωπο ήδη πριν από την επανάσταση και ότι μέσω της τεράστιας αποφασιστικότητας και της σκληρής δουλειάς θα δημιουργηθεί ο σοσιαλιστικός «υπεράνθρωπος» στις βάσεις του ΡΚΚ.

Δεν ήταν μόνο ο σοσιαλισμός ως κοινωνικο-οικονομικό σύστημα που σταδιακά παραμερίστηκε από αυτόν τον σοσιαλισμό του νέου ανθρώπου. Κάτι παρόμοιο συνέβη στις διακηρύξεις του PKK σχετικά με την αυτοδιάθεση των Κούρδων. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, το ΡΚΚ θα αναφέρει όλο και λιγότερο το στόχο ενός «ανεξάρτητου και ενιαίου Κουρδιστάν», μιλώντας μάλλον για ένα «ελεύθερο Κουρδιστάν», μια διατύπωση που αφήνει μεγαλύτερη ασάφεια ως προς τον πολιτικό στόχο.

Όροι όπως η «ελευθερία» και η «ανεξαρτησία» χρησιμοποιήθηκαν ολοένα και περισσότερο για να μιλήσουν για ατομικούς, «πνευματικούς» στόχους, αναφερόμενοι σε αυτή τη νέα προσωπικότητα, αντί για κρατική υπόσταση. Το θέμα αυτό έγινε ιδιαίτερα έντονο στην δήλωση του Οτσαλάν ενώπιον του δικαστηρίου το 1999, ένα μέρος της οποίας δημοσιεύθηκε ως «Διακήρυξη για τη Δημοκρατική Λύση του Κουρδικού Ζητήματος» και στα κείμενα της φυλακής. Στα κείμενα αυτά, ο Οτσαλάν ισχυρίστηκε ότι ήδη πριν από τη φυλάκισή του χρησιμοποίησε όρους όπως «ελευθερία» και «αυτοδιάθεση» κυρίως για να αναφερθεί σε άτομα και όχι σε λαούς. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι το PKK δεν ήταν ποτέ αποσχιστικό, μια δήλωση που έρχεται σε αντίθεση με την έντονη επιμονή από το 1978 ότι οτιδήποτε λιγότερο από ένα ανεξάρτητο Κουρδιστάν (το οποίο προσδιορίζεται ότι είναι υπό κατοχή από την Τουρκία, το Ιράν, το Ιράκ και τη Συρία) θα ήταν προδοσία. Παρά τις άλλες ιδεολογικές ανανεώσεις, το πρόγραμμα του 1995 επέμενε ότι ένα ανεξάρτητο κουρδικό κράτος ήταν ο τελικός στόχος του κινήματος.

Ο Οτσαλάν, μετά το 1993, όταν το PKK έκανε μια προσφορά κατάπαυσης του πυρός προς στο τουρκικό κράτος, άρχισε να μιλά για μια πολιτική διευθέτηση της σύγκρουσης και δήλωσε ότι η διάλυση του τουρκικού κράτους δεν αποτελεί προϋπόθεση για μια τέτοια διευθέτηση. Αλλά αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ένα ανεξάρτητο (και «σοσιαλιστικό») κουρδικό κράτος να παραμείνει ο τελικός στόχος, για τον οποίο ο αγώνας θα μπορούσε να διεξαχθεί με άλλα μέσα και όχι με την ένοπλη πάλη. Σίγουρα αυτός είναι ο τρόπος που πολλά μέλη και υποστηρικτές του PKK διάβασαν αυτές τις δηλώσεις. Όταν λίγο πριν από τη σύλληψή του ο Οτσαλάν δήλωνε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί μια «δημοκρατική εναλλακτική λύση» με βάση την αναγνώριση από την Τουρκία της κουρδικής ταυτότητας, ενός ομοσπονδιακού κοινοβουλίου και εντός των υφιστάμενων συνόρων της Τουρκίας, ερχόταν σε αντίθεση με το επίσημο πρόγραμμα του ΡΚΚ. Όταν το 1999 ο Οτσαλάν στην υπεράσπισή του αρνήθηκε κατηγορηματικά τον στόχο ενός κουρδικού κράτους, ακόμη και μακροπρόθεσμα, χιλιάδες υποστηρικτές του ΡΚΚ αισθάνθηκαν απογοήτευση24.

Σέροκ Άπο

Στη δεκαετία του ογδόντα, ο Οτσαλάν εδραίωσε τον έλεγχό του πάνω στο κίνημα. Μετά από έναν αγώνα εξουσίας στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, ο οποίος τελείωσε με το θάνατο ή την απομάκρυνση των αντιπάλων του, ο «Άπο», ένα υποκοριστικό του Αμπντουλλάχ, που σημαίνει επίσης και «θείος» στα κουρδικά, ενίσχυσε τον έλεγχό του πάνω στην οργάνωση. Επισήμως ο πρόεδρος του κόμματος, ο Σέροκ Άπο (ηγέτης Άπο), έγινε όχι μόνο ο πολιτικός ηγέτης αλλά και ο στρατιωτικός διοικητής, ο «φιλόσοφος» των κινημάτων και κάτι σαν προφήτης. «Ένα πρόσωπο αντιπροσωπεύει τη νέα όρθια στάση, ουσιαστικά την ανάσταση ενός έθνους. Ο ρόλος μου είναι πράγματι εκείνος ενός προφήτη, που μιλάει σε έναν υποδουλωμένο, ανελέητα καταπιεσμένο λαό», δήλωσε ο Οτσαλάν το 1992. «Πρέπει εμείς να αγωνιστούμε για την ελευθερία μας. Συμβολίζω αυτόν τον αγώνα»25. Οι ιδεολογικές εκδόσεις του PKK αποτελούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από κείμενα του Οτσαλάν. Μόνο μερικές άλλες σημαντικές προσωπικότητες του κόμματος δημοσίευσαν βιβλία και αυτά είναι συχνά απομνημονεύματα. Κατά τις συνεδριάσεις του κόμματος, ο Οτσαλάν έκανε ομιλίες, χωρίς σημειώσεις, που διαρκούσαν ώρες και στη συνέχεια μεταγράφονταν και δημοσιεύονταν ως βιβλία, ακόμη και οι τηλεφωνικές συνομιλίες καταγράφηκαν για να «μελετηθούν». Στην ορολογία του PKK, οι δηλώσεις του Οτσαλάν είναι γνωστές ως «αναλύσεις» (çözümlemeler).

Στο PKK, όλα τα μέλη του αναμένεται να είναι απολύτως αφοσιωμένα στο κόμμα και με τη σειρά του αυτό σήμαινε πλήρη αφοσίωση στον Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Ο ίδιος ο Οτσαλάν αναφέρεται ως Önderlik (ηγεσία), «οδηγός» και «Ήλιος». Σε έναν φιλικό απολογισμό του χρόνου της στο αντάρτικο του ΡΚΚ η Γερμανίδα διεθνίστρια Anja Flach, έγραψε: «το καθεστώς της ηγεσίας του κόμματος (δηλαδή του Οτσαλάν) είναι θεσμός, δεν αντιπροσωπεύει τόσο το κόμμα, όσο είναι το κόμμα»26. Ένας συγγραφέας που γνώρισε τον Οτσαλάν ως ηγέτη σε αυτή την περίοδο έγραψε αργότερα. Ο Οτσαλάν δεν ήταν διατεθειμένος να μοιραστεί την εξουσία του. Απαιτούσε την απόλυτη υποταγή στο πρόσωπό του από τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν και διαρκώς ασκούσε πιέσεις γι’ αυτό27.

Η αντιπολίτευση απέναντι στον Οτσαλάν και στις αποφάσεις του ήταν αδύνατη και το ΡΚΚ θα πλήρωνε ένα βαρύ τίμημα γι ’αυτό, καθώς οι ευκαιρίες του στο πεδίο της μάχης μειώθηκαν. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο τουρκικός στρατός απέκτησε περισσότερη εμπειρία στην καταπολέμηση των ανταρτών, χρησιμοποιώντας εξελιγμένο εξοπλισμό όπως τα ισραηλινά γυαλιά νυχτερινής όρασης και ελικόπτερα μάχης των Η.Π.Α. Επιπλέον, το τουρκικό κράτος στόχευε σε μεγάλο βαθμό τους αμάχους υποστηρικτές του PKK και γενικότερα τα κουρδικά δικαιώματα. Μεταξύ 1984 και 1999 σκοτώθηκαν 40.000 άνθρωποι. Σύμφωνα με τον τουρκικό στρατό, έχασε σχεδόν 6.500 στρατιώτες μέχρι το 2008 και σκότωσε 32.000 μέλη του ΡΚΚ, αλλά αυτά τα στοιχεία δεν είναι αξιόπιστα. Σύμφωνα με το ΡΚΚ, οι απώλειές τους ήταν πολύ μικρότερες, αλλά ο συνολικός αριθμός των θυμάτων της σύγκρουσης πρέπει να είναι πολύ υψηλότερος.

Και οι δύο πλευρές, αλλά κατά κύριο λόγο το τουρκικό κράτος, στοχοποίησαν αμάχους που υποπτεύονταν ότι βοηθούν τον εχθρό. Η Jandarma İstihbarat ve Terörle Mücadele (JİTEM / μονάδα Χωροφυλακής Πληροφοριών και Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας), παράρτημα της τουρκικής χωροφυλακής που δεν υπήρχε επίσημα και η οποία σύμφωνα με την Τουρκική Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (İHD / İnsan Hakları Derneği), συμμετείχε σε 5.000 αδιευκρίνιστες δολοφονίες δημοσιογράφων, διανοουμένων, ακτιβιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακτιβιστών πολιτικών και ευθύνεται για 1.500 «εξαφανίσεις». Οι τουρκικές υπηρεσίες πληροφοριών συνεργάστηκαν επίσης με δεξιές και ισλαμιστικές πολιτοφυλακές, οι οποίες προκάλεσαν χιλιάδες θύματα, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν άμαχοι. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο τουρκικός στρατός άρχισε να μετατοπίζει βίαια τους Κούρδους χωρικούς για να διαχωρίσουν τους αντάρτες από τους αμάχους που τους υποστήριζαν. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των εκτοπισθέντων κυμαίνονται από 275.000 έως 2 εκατομμύρια. Με μεγάλο μέρος της βοήθειάς του από αμάχους να χάνεται με τον τρόπο αυτό, και με όλο και πιο σκληρές επιθέσεις, το ΡΚΚ άρχισε να αντιμετωπίζει στρατιωτικές δυσκολίες στα μέσα της δεκαετίας του ’90.

Όμως ο Οτσαλάν αρνήθηκε να ακούσει τις προειδοποιήσεις των τοπικών διοικητών και επέμεινε ότι έπρεπε να προχωρήσουν στην επίθεση. Σε μια δήλωση του 1994 ισχυρίστηκε ότι «ο αγώνας που διεξάγεται από το PKK έχει υπερβεί το στάδιο της στρατηγικής άμυνας (...). Είναι αναπόφευκτο να κλιμακώσουμε τον αγώνα μας ως απάντηση στην κήρυξη ολικού πολέμου από την Τουρκία». Για τις αποτυχίες δεν ευθύνονταν οι ελαττωματικές οδηγίες από την «ηγεσία» αλλά η αποτυχία των διοικητών να τις εκτελέσουν σωστά. Η Flach περιγράφει τα συνέδρια «κριτικής και αυτοκριτικής» που είδε αυτή την περίοδο: «αποτυχίες παρατηρήθηκαν κυρίως στις προσωπικότητες των διοικητών και των μαχητών. Οι δομές από την παλιά ζωή [πριν από τον αντάρτικο] εξακολουθούν να ζουν, οι φεουδαρχικές ή μικροαστικές στάσεις και απόψεις δεν αντικαθίστανται και αυτό ακριβώς θεωρείται ως το σημαντικότερο εμπόδιο στην εφαρμογή των ιδεών του κόμματος»28. Αλλά η εγκυρότητα αυτών των ιδεών δεν αμφισβητήθηκε.

Η ιδέα του PKK για τη δημιουργία ενός «Νέου Άνθρωπου» ήταν ένα ισχυρό μέσο ελέγχου, καθώς το ιδεώδες περιλάμβανε την τυφλή υπακοή – και η κριτική προς την «ηγεσία» θεωρήθηκε ως απόδειξη της αποτυχίας να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Ο Οτσαλάν ήταν κάτι περισσότερο από διακεκριμένος ή και απαραίτητος ηγέτης, ο ίδιος, το πρόσωπό του, συγκροτήθηκε για να είναι απαραίτητος για την απελευθέρωση του κουρδικού λαού. Ένας κριτικός παρατηρητής επισήμανε τον ρόλο του: «αυτός μόνο είναι το κλειδί για την απελευθέρωση – και όχι ο απλός κάτοχός του»29. Αυτό εξηγεί επίσης γιατί ακόμα και μετά την σύλληψη του Οτσαλάν παρέμεινε ο ηγέτης του κινήματος.

Το 1998 η Τουρκία απείλησε τη Συρία με πόλεμο εάν συνέχιζε να φιλοξενεί τον αρχηγό του ΡΚΚ. Το συριακό καθεστώς διέταξε τον Οτσαλάν να φύγει και τον Οκτώβριο του 1998 εγκατέλειψε τη χώρα. Για 130 ημέρες ο Οτσαλάν πήγαινε από χώρα σε χώρα αναζητώντας άσυλο. Ενέτεινε τις εκκλήσεις του για πολιτική διευθέτηση και δήλωσε ότι το ΡΚΚ θα δεχόταν μια «Λαϊκή Δημοκρατία»· μια ενιαία Τουρκία που θα εξασφάλιζε για τους Κούρδους την ελευθερία να μιλάνε τη γλώσσα τους και θα αναγνώριζε την ύπαρξη μιας κουρδικής μειονότητας. Ο Οτσαλάν δήλωσε ότι το ΡΚΚ ήταν έτοιμο να καταθέσει τα όπλα στις συνθήκες αυτές. Το Φεβρουάριο του 1999, ο Οτσαλάν συνελήφθη από Τούρκους πράκτορες.

Μια επανάσταση των γυναικών

Ήδη στο πρώτο του πρόγραμμα, το PKK ζητούσε πλήρη ισότητα ανδρών και γυναικών σε όλας τα κοινωνικά και πολιτικά επίπεδα, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα τυπικά επαναλαμβανόμενο αίτημα μεταξύ άλλων αιτημάτων, ακριβώς κάτω από την καθιέρωση, εάν ήταν εφικτό, της οκτάωρης εργασίας. Το ίδιο πρόγραμμα χαρακτήριζε την εθνική καταπίεση των Κούρδων ως την «κύρια αντίφαση» που πρέπει να πολεμήσει το κόμμα. Το 1987, το κόμμα οργάνωσε την «Ένωση Πατριωτισσών Γυναικών του Κουρδιστάν» (Yêkitîya Jinên Welatparêzên Kurdistanê, YJWK). Όπως και οι γυναικείες οργανώσεις πολλών άλλων μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων, η αρχική πρόθεσή της ήταν η διευκόλυνση της συμμετοχής των γυναικών στο κόμμα, αλλά και η δημιουργία χώρου για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων γυναικείων ζητημάτων.

Η ξεχωριστή πρακτική της γυναικείας απελευθέρωσης του ΡΚΚ αναπτύχθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, όταν αυξήθηκε η ενεργή συμμετοχή των γυναικών στο κουρδικό κίνημα, τόσο ως πολιτικών όσο και ως μαχητριών30. Αλλά, όπως και σε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα στο PKK, ο ιδεολογικός καθοδηγητής για το ζήτημα της απελευθέρωσης των γυναικών είναι ο Οτσαλάν. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι αναλύσεις του Οτσαλάν «επικρίνουν όλο και περισσότερο τις παραδοσιακές πατριαρχικές οικογενειακές δομές, την δευτερεύουσα θέση των γυναικών στην οικογένεια και τους ρόλους των φύλων που συνδέουν τις γυναίκες με το ναμούς [τον έλεγχο της σεξουαλικότητας των γυναικών*] και αναθέτουν στους άντρες την υποχρέωση να τις προστατεύουν»31.

Σήμερα, στον τομέα της απελευθέρωσης των γυναικών και της ισότητας των φύλων το κίνημα του ΡΚΚ παίρνει πιο ριζοσπαστικές θέσεις. Μία από τις πτυχές που καθιστά τον αγώνα του PKK ξεχωριστό από άλλες κουρδικές εξεγέρσεις είναι η μεγάλη συμμετοχή των γυναικών σε όλα τα επίπεδα του κινήματος. Κατά κάποιο τρόπο, η κατηγορία των «γυναικών» αντικατέστησε εκείνη του «διεθνούς προλεταριάτου» στην ιδεολογία του ΡΚΚ: σήμερα οι γυναίκες θεωρούνται ότι αποτελούν την πρωτοπορία του αγώνα. Το κίνημα δήλωσε ότι ο στόχος του δεν είναι μόνο η απελευθέρωση των Κουρδισσών, αλλά και των γυναικών παγκοσμίως.

Οι ιδέες του ΡΚΚ για την απελευθέρωση των γυναικών επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από το μύθο ενός προϊστορικού μητριαρχικού παρελθόντος κατά τη νεολιθική εποχή, «όταν η γυναίκα ήταν μια δημιουργική θεότητα» (Οτσαλάν)32. Με την ανάπτυξη της ταξικής κοινωνίας άρχισε η καταπίεση των γυναικών. Αυτές οι έννοιες αντλούνται σαφώς από το έργο του Φρίντριχ Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους.

Η πατριαρχική οικογενειακή δομή και η ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, σύμφωνα με τον Οτσαλάν και το PKK, εξυπηρετούν τα συμφέροντα του καταπιεστικού τουρκικού κράτους και των «φεουδαρχικών» Κούρδων ηγετών που συνεργάζονται μαζί του. Αυτό το κράτος και οι μαριονέτες του διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διαιώνιση αυτών των ανισοτήτων, ενισχύοντας τις φυλετικές παραδόσεις που εμποδίζουν την ανάπτυξη των Κουρδισσών και της κοινωνίας στο σύνολό της, ελέγχοντας έτσι τον κουρδικό λαό. Η παραδοσιακή οικογένεια καταπιέζει τις γυναίκες, εμποδίζοντας τες από την κοινωνική ζωή, και η οικογένεια προστατεύεται μέσω του ναμούς, της επιτήρησης των γυναικείων σωμάτων, των συμπεριφορών και της σεξουαλικότητας από τους άντρες33. Σύμφωνα με τον Οτσαλάν: «Δεδομένου ότι τα σεξουαλικά κίνητρα είναι θεμελιώδη ένστικτα, τα προβλήματα που δημιουργούνται έτσι οδηγούν σε βαθιές πολιτικές διαστρεβλώσεις. Η επίλυση των σεξουαλικών κινήτρων είναι η συνειδητοποίηση της μεγαλύτερης επανάστασης. Δεν υπάρχει κανείς από εμάς που να μην το συνειδητοποίησε ακόμα. Όλοι υποκύπτουν. Η κουρδική κοινωνία εκφράζει έναν ατομικό τύπο και μια κοινωνική πραγματικότητα, η οποία υποκύπτει, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κοινωνία στον κόσμο, στα ένστικτα της πείνας και της σεξουαλικότητας. [...] Γύρω από αυτά τα σεξουαλικά κίνητρα σχηματίζεται ένα συγκεκριμένο ναμούς, μια ορισμένη κατανόηση της ηθικής και κανένας γενναίος άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να το ξεπεράσει. [...] Σε αυτό το μπλοκάρισμα, το άτομό μας έχει ηττηθεί και πάλι, ακόμα και πριν φτάσει στην ηλικία των είκοσι ετών»34.

Σπάζοντας τα δεσμά που καταπιέζοουν τις γυναίκες όχι μόνο θα δινόταν σ' αυτές η δυνατότητα να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στο απελευθερωτικό κίνημα, αλλά και θα το ενίσχυαν έτσι. Ο Οτσαλάν υπολόγισε επίσης ότι οι γυναίκες, ως θύματα τόσο της εθνικής όσο και της έμφυλης καταπίεσης, είναι περισσότερο δεκτικές σε ριζοσπαστικές ιδέες και πιο πρόθυμες να αμφισβητήσουν την παράδοση και το status quo. «Σήμερα, κατά τη διάρκεια της παλαιστινιακής εξέγερσης, είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου γυναίκες, παιδιά και νέοι με πέτρες που πραγματοποιούν την επανάσταση. Υπάρχουν διδάγματα από αυτό. [...] Όταν οι γυναίκες, που αποτελούν το ήμισυ της κοινωνίας, βγαίνουν στους δρόμους, είναι αδύνατο να τις ελέγξουν [...]. Από την άποψη αυτή, ειδικά για τη βελτίωση του κινήματος στην πόλη, πρέπει να αναλάβουμε δράση σε αυτό το επόμενο στάδιο. [...] Βέβαια, όλες οι γυναίκες είναι εξαγριωμένες. Όλες τους είναι πεινασμένες και εξαθλιωμένες. Μπορούμε να τις κάνουμε επαναστάτριες χρησιμοποιώντας κάθε είδους μεθόδους»35.

Η απελευθέρωση των γυναικών θεωρήθηκε και θεωρείται μέρος της απελευθέρωσης του κουρδικού λαού, αλλά έχει υπάρξει αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζεται αυτή η σχέση. Στο άρθρο της «Από τον Κάουα τον Σιδηρουργό στη Θεά Ιστάρ: Έμφυλες Κατασκευές στους Ιδεολογικο-Πολιτικούς Λόγους του Κουρδικού Κινήματος στην Τουρκία μετά το 1980»*, η Handan Çağlayan παρουσιάζει συνοπτικά αυτή την αλλαγή σαν μια συζήτηση για τις γυναίκες, από μια εργαλειακή άποψη που βλέπει τις γυναίκες ως πόρους για την επανάσταση, σε μια συζήτηση με τις γυναίκες ως φορείς της απελευθέρωσής τους. Αυτή η αλλαγή πραγματοποιήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η συμμετοχή των γυναικών στο ΡΚΚ, συμπεριλαμβανομένων των αντάρτικων μονάδων, αυξήθηκε αλματωδώς. Τα χρόνια αυτά, ξέσπασαν μεγάλες διαδηλώσεις μεταξύ του κουρδικού πληθυσμού, το Σερχιλντάν [εξέγερση], επίσης γνωστό και ως κουρδική Ιντιφάντα, που τροφοδοτήθηκε από μια νέα αίσθηση κουρδικής ταυτότητας και δύναμης που είχε καταστεί εφικτή από τον ένοπλο αγώνα. Οι διαδηλώσεις αυτές αφορούσαν στρώματα του πληθυσμού που δεν έρχονταν σε άμεση επαφή με τις μονάδες των ανταρτών του PKK στα βουνά, αλλά παρόλα αυτά τους συμπλήρωναν. Ειδικά οι γιορτασμοί του Νεβρόζ (Κουρδικό Νέο Έτος) του 1990, του 1991 και του 1992 ήταν σημαντικοί καθώς μετατράπηκαν σε αντιπαραθέσεις με τις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας. Οι γυναίκες συμμετείχαν μαζικά σε αυτές τις διαδηλώσεις, αντιμετωπίζοντας τις δυνάμεις ασφαλείας στους δρόμους.

Οι διαμαρτυρίες καταστάλθηκαν, αλλά μετά από αυτές, το κουρδικό κίνημα έγινε ένα πραγματικά μαζικό λαϊκό κίνημα, το οποίο περιλάμβανε φοιτητικές οργανώσεις, πολιτιστικούς συλλόγους, εκδόσεις, ομάδες γυναικών και άλλες πρωτοβουλίες. Το ΡΚΚ ήταν η ηγεμονική δύναμη σε αυτό το κίνημα, αλλά ταυτόχρονα προσπάθησε να ενσωματώσει τις πολύ νέες στρατολογίες που συχνά προέρχονταν από πολύ διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο από την παλιά φρουρά. Δεκάδες από αυτούς τους συχνά νέους, μορφωμένους εθελοντές εκτελέστηκαν από διοικητές του PKK που δεν τους εμπιστεύονταν ή θεώρησαν ότι η εξουσία τους αμφισβητούνταν.

Αλλά η εισροή νέων μελών άλλαξε το κόμμα. Καθώς αυξήθηκε η συμμετοχή των γυναικών στο αντάρτικο, το κίνημα αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τις επίμονες σεξιστικές ιδέες και πρακτικές. Οι γυναίκες αρνήθηκαν να περιορίσουν τους ρόλους τους στο κίνημα στην παροχή υποστήριξη και επέλεξαν αντίθετα να πολεμήσουν ως μέρος του αντάρτικου.

Το κόμμα σύντομα ανακάλυψε τη συναισθηματική έλξη των εικόνων νέων γυναικών μαχητριών που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και την παλιά τους ζωή για να πολεμήσουν για το κουρδικό ζήτημα. Οι γυναίκες μάρτυρες έγιναν ισχυρά συναισθηματικά σύμβολα του κινήματος και εξακολουθούν να είναι, όπως δείχνει το πρόσφατο παράδειγμα της Αρίν [Μιρκάν] και άλλων γυναικών αγωνιστριών που σκοτώθηκαν στην υπεράσπιση του Κομπάνι. Οι μάρτυρες του κινήματος περιλαμβάνουν γυναίκες που πυρπολήθηκαν σε διαμαρτυρία ή σκοτώθηκαν σε επιθέσεις αυτοκτονίας εναντίον του εχθρού, τακτικές που υιοθετήθηκαν τη δεκαετία του ’90. Είναι λυπηρό ότι, ήταν δυσανάλογα μεγάλος ο αριθμός των γυναικών που θυσιάστηκαν σε επιθέσεις αυτοκτονίας, σε μια περιοχή που είχε μια παράδοση γυναικών που επέλεξαν την αυτοκτονία για να ξεφύγουν από τη δυστυχισμένη κατάσταση τους36.

Ο νέος ρόλος των γυναικών οδήγησε σε αλλαγές στην ιδεολογία και την οργάνωση του PKK. Στον αντάρτικο σχηματίστηκαν ανεξάρτητες μονάδες γυναικών και αργότερα ένας ανεξάρτητος γυναικείος στρατός - μια πρακτική που υιοθετήθηκε επίσης από το κούρδικο κίνημα της Συρίας, όταν διοργάνωσε τις YPJ (Yekîneyên Parastina Jinê, Μονάδες Προστασίας Γυναικών). Το κίνητρο είναι ότι με αυτό τον τρόπο οι γυναίκες απελευθερώνονται από τις σεξιστικές πρακτικές των αρσενικών συντρόφων και ταυτόχρονα αναγκάζονται να έρθουν σε ρήξη τις παραδοσιακές αντιλήψεις για την γυναικεία υπακοή και δουλοπρέπεια και αντ’ αυτού να αναλάβουν ηγετικούς ρόλους. Η ίδια αρχή εφαρμόστηκε και στις πολιτικές οργανώσεις. Το 1994 δημιουργήθηκε το Κίνημα Ελεύθερων Γυναικών του Κουρδιστάν, το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε Ένωση Ελεύθερων Γυναικών του Κουρδιστάν (YAJLK). Μετά τη σύλληψη του Οτσαλάν, η οργάνωση διαλύθηκε και αργότερα μεταρρυθμίστηκε ως το Κόμμα των Ελεύθερων Γυναικών (PJA / Partiya Jina Azad). Σε όλα τα μικτά όργανα του PKK υπάρχει υποχρεωτική ποσόστωση φύλου. Οι ηγεσίες πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον 40% γυναίκες, οι διευθυντικές θέσεις είναι διπλές λειτουργίες ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Για παράδειγμα, το PYD έχει δύο προέδρους: τον Σαλίμ Μουσλίμ και την Άσια Αμπντουλλάχ, οι οποίοι έμειναν στο Κόμπανι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας.

Η Handan Çağlayan περιγράφει μία αλλαγή στα κείμενα του Οτσαλάν σχετικά με τις γυναίκες αυτές καθ' αυτές. «Στη δεκαετία του 1980, ο Οτσαλάν μιλούσε στους μαχητές για το πώς θα έπρεπε να συμπεριφέρονται στις γυναίκες, δηλαδή, μιλούσε με τους άντρες για τις γυναίκες. Στη δεκαετία του 1990, ωστόσο, μιλούσε με γυναίκες μαχήτριες για τους άνδρες και επέστησε την προσοχή στη σημασία τους»37. Ο Οτσαλάν ανέφερε το 1999: «Ο σημερινός άντρας αναλύθηκε και φάνηκε ότι ο άντρας είναι το κύριο πρόβλημα. [...] Για μένα, το ζήτημα για τον άνδρα βρίσκεται τώρα πριν από το ζήτημα των γυναικών. Μήπως ο άντρας είναι ίσος με την εξουσία; Ρωτάω τους άντρες: Αν έχετε δύναμη, τότε γιατί δεν μπορείτε να τη δείξετε στο πιο στοιχειώδες πρόβλημα του πολέμου; Ο ίδιος αποδεικνύει τον ανδρισμό του με την κυριαρχία πάνω στις γυναίκες, στην σεξουαλική κυριαρχία. Αυτή είναι η κυριαρχία της πρωτόγονης δύναμης. Βρήκα αυτό το κακό, και το συνέντριψα».

Και πάλι, η ιδέα του PKK για τη δημιουργία ενός νέου άντρα και μιας νέας γυναίκας αποδεικνύεται ένα ισχυρό ιδεολογικό εργαλείο. Μια σημαντική διαφορά μεταξύ της θεωρίας του PKK για την καταπίεση και την απελευθέρωση των γυναικών και εκείνη του Φρίντριχ Ένγκελς είναι η υποτίμηση των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων. Ο Ένγκελς υποστήριξε ότι με την ανάπτυξη των κοινωνικών τάξεων δημιουργήθηκε ένας καταμερισμός της εργασίας που υποβάθμισε το γυναικείο εργατικό δυναμικό, και ως εκ τούτου την κοινωνική του κατάσταση, σε δευτερεύουσα θέση. Στο PKK, η έμφαση δίνεται αντίθετα (πάλι) σε θέματα όπως η «νοοτροπία» και η «προσωπικότητα». Η καταπίεση των γυναικών υποτίθεται ότι έχει τις ρίζες της σε πατριαρχικές συμπεριφορές που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και που εσωτερικοποιούνται από τις γυναίκες. Για να απελευθερωθούν, οι γυναίκες πρέπει να ξεπεράσουν αυτές τις νοοτροπίες εξίσου με τους άνδρες και με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται ξανά οι άνδρες και οι γυναίκες.

Ο λόγος του PKK για την απελευθέρωση των γυναικών θεωρεί την κατηγορία των γυναικών ως αντικατάσταση των πολιτικών διαφορών. Όπως ανέφερε η PJA. «Η ιδεολογία της απελευθέρωσης των γυναικών είναι μια εναλλακτική λύση για όλες τις προηγούμενες παγκόσμιες απόψεις, είτε δεξιές είτε αριστερές. Είναι επίσης το αποτέλεσμα της κριτικής αυτών των ιδεολογιών. Επειδή όλες οι προηγούμενες ιδεολογίες, όπως είχαν ταξινομηθεί ως καπιταλιστές ή σοσιαλιστές τους τελευταίους αιώνες, έχουν μια αρσενική μορφή. Δηλαδή έχουν διαμορφωθεί από την πατριαρχία η οποία εδώ και 5.000 χρόνια έχει θεσμοθετηθεί σε όλους τους τομείς της ζωής»38.

Η σκέψη του PKK είναι έντονα ουσιοκρατική. Οι γυναίκες και η φύση συχνά εξισώνονται, και στη συνέχεια, η «γυναίκα» ταυτίζεται με τη μητρότητα. Οι γυναίκες υποτίθεται ότι έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά ως γυναίκες, όπως η ευαισθησία, η απέχθεια προς τη βία και η εγγύτητα στη φύση. Αυτές οι ιδιότητες πρέπει να διδαχθούν στους άνδρες έτσι ώστε να μπορεί να ξεπεραστεί η πατριαρχική κοινωνία.

Αυτές οι ιδέες αποτελούν ένα μεγάλο βάρος για τις γυναίκες. Από την μια πλευρά, η παραδοσιακή οικογένεια επικρίνεται ως χώρος στον οποίο οι πατριαρχικές συμπεριφορές καταπιέζουν τις γυναίκες και ως θεσμός μέσω του οποίου κυριαρχούν πάνω στον κουρδικό λαό το τουρκικό κράτος και οι φεουδαρχικοί κυβερνήτες. Από την άλλη πλευρά, η οικογένεια θεωρείται ως το λίκνο από το οποίο πρέπει να γεννηθεί μια νέα κουρδική κοινωνία, αφού η οικογένεια διαδραματίζει τόσο σημαντικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση των ανθρώπων, στη «δημιουργία προσωπικοτήτων» και αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο του οράματος του PKK για την απελευθέρωση. Έτσι, είναι οι γυναίκες, ως μητέρες και εκπαιδευτικοί, που έχουν την πρωταρχική ευθύνη να αποφασίσουν για το αποτέλεσμα του αγώνα.

Οι γυναίκες θεωρούνται ότι βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή του αγώνα της απελευθέρωσης, αλλά για να είναι σε θέση να διαδραματίσουν αυτόν τον ρόλο, πρέπει πρώτα να απελευθερωθούν από αυτό που ονομάζεται «νοοτροπία σκλάβου». Οι καθυστερήσεις για το κίνημα είναι ως εκ τούτου ευθύνη των γυναικών που δεν κατάφεραν να διαδραματίσουν το ρόλο τους. Η απελευθέρωση και η αναδιοργάνωση της κουρδικής κοινωνίας από πάνω προς το κάτω που το ίδιο το PKK θέτει ως στόχο θεωρούνται πλέον αδύνατα αν οι γυναίκες δεν απελευθερωθούν και στην πραγματικότητα οι γυναίκες πρέπει να διαδραματίσουν πρωτοποριακό ρόλο σε αυτόν τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Δημοκρατικός Πολιτισμός

Το PKK άρχισε να αναπτύσσει τη δική του ιδιότυπη ιδεολογία στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στα μέσα της δεκαετίας του ’90 μια σειρά ιδεολογικών κατασκευών είχε γίνει μέρος της επίσημης πολιτικής. Μετά τη σύλληψή του όμως ο Οτσαλάν θα επιταχύνει την ιδεολογική μεταμόρφωση του ΡΚΚ. Στα χέρια του τουρκικού κράτους, ο Οτσαλάν άρχισε να κάνει δηλώσεις από τη φυλακή μέσω των δικηγόρων του. Μίλησε θετικά για τις συνθήκες φυλάκισής του και κάλεσε το ΡΚΚ να συνεχίσει την εκεχειρία που είχε ανακοινώσει τον προηγούμενο Σεπτέμβριο και δήλωσε ότι οι διαπραγματεύσεις με το τουρκικό κράτος θα συνεχιστούν - μέσω αυτού προσωπικά.

Οι μεταγενέστερες δηλώσεις του Οτσαλάν ενώπιον του δικαστηρίου ήταν ένα σοκ. Ο Οτσαλάν επανεξέτασε ριζικά την ιστορία και την ιδεολογία του PKK. Στο δικαστήριο, ο Οτσαλάν εξέφρασε τη λύπη του για το θάνατο των Τούρκων στρατιωτών και όταν το δικαστήριο ρώτησε αν θα ήταν σωστό να καταγράψει τα λόγια του ως συγγνώμη, δεν διαφώνησε. Ο Οτσαλάν δεν ανέφερε τα δεινά των Κούρδων, αλλά βρήκε χρόνο για να επαινέσει τον Ατατούρκ, τον ιδρυτή της τουρκικής δημοκρατίας, και ανέφερε τη συνεργασία των Κούρδων και των Τούρκων στον πόλεμο ανεξαρτησίας στις αρχές της δεκαετίας του ’20. Ισχυρίστηκε ότι εάν είχαν ακολουθηθεί πιστά μόνο οι ιδέες του Ατατούρκ, δεν θα υπήρχε κανένα «κουρδικό ζήτημα».

Δεν ήταν μόνο η ιστορία που αναθεωρήθηκε από τον Οτσαλάν. Επέμεινε ότι ο στόχος ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους ήταν αδύνατος, ακόμη και μακροπρόθεσμα, και ότι αυτό δεν ήταν καν επιθυμητό. Ακόμη και οι ιδέες της κουρδικής αυτονομίας ή ενός ομοσπονδιακού κοινοβουλίου, που ο Οτσαλάν είχε προτείνει λίγο πριν από τη σύλληψή του, εξαφανίστηκαν. Η «δημοκρατική λύση» που πρότεινε ο Οτσαλάν στην υπερασπιστική του ομιλία που εκδόθηκε ως «Διακήρυξη για τη Δημοκρατική Διευθέτηση του Κουρδικού Διακανονισμού» ήταν ότι η Τουρκία θα αναγνώριζε την ύπαρξη των Κούρδων και θα σέβονταν βασικά δημοκρατικά δικαιώματα όπως η ελευθερία του λόγου και η χρήση της κουρδικής γλώσσας. Αυτό αρκούσε για να καταστεί η Τουρκία μια δημοκρατική κοινωνία που θα μπορούσε να ξεπεράσει τη σύγκρουση. «Θα ήθελα να τονίσω ότι αυτό (δηλαδή η δημοκρατία) ξεπερνά την ένταση και τις συγκρούσεις με μια υπέροχη ισορροπία. Έχει ιδανικές κυβερνήσεις οι οποίες, χάρη στην καταλληλότητα των δημοκρατικών κρατικών θεσμών για ένα τέτοιο σκοπό, μπορούν να προσφέρουν μια λύση χωρίς να επιτρέπουν σε διαφορετικά είδη πολιτικής και στις δυνάμεις πίσω από αυτά να έρθουν σε σύγκρουση»39.

Ένα ιδεολόγημα που επαναλαμβάνεται μετά τη «Διακήρυξη για τον Δημοκρατικό Διακανονισμό» είναι εκείνο του «δημοκρατικού πολιτισμού», για τον οποίο το ΡΚΚ δηλώνει τώρα ότι είναι ο στόχος του. Στο κείμενο αυτό, ο Οτσαλάν εξήγησε ότι πήρε τον όρο από ένα βιβλίο του Αμερικανού κοινωνιολόγου Leslie Lipson του 1964: μια μελέτη για την ανάπτυξη του κοινοβουλευτικού συστήματος στις δυτικές κοινωνίες. Στα πρόσφατα γραπτά του από την φυλακή, ο όρος αποκτά κεντρική σημασία, τώρα χωρίς να αποδίδεται σε κάποιον. Παραμένει ασαφής το τι ακριβώς είναι αυτός ο «δημοκρατικός πολιτισμός» για τον Οτσαλάν.

Είναι όμως σαφές ότι ο Οτσαλάν, το αργότερο μετά την «Διακήρυξη για τον Δημοκρατικό Διακανονισμό», έγινε θαυμαστής της δυτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σε αυτό επανειλημμένα την αναφέρει ως πρότυπο για την Τουρκία. Η διακήρυξη περιελάμβανε μακρά αποσπάσματα από τον Lipson που περιγράφουν το πολιτικό σύστημα της Ελβετίας, το οποίο ο Οτσαλάν χρησιμοποίησε ως παράδειγμα για το πώς μπορούν να ζήσουν μαζί σε μια και μόνο χώρα, διαφορετικές κοινωνικο-πολιτιστικές ομάδες. Σύμφωνα με τον Οτσαλάν, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα μιας τουρκο-κουρδικής συνύπαρξης σε ένα ενιαίο κράτος. Αργότερα, ο Οτσαλάν έγινε ένας ενθουσιώδης υποστηρικτής της προσχώρησης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ελπίζοντας ότι αυτό θα ανάγκαζε την Τουρκία να εισαγάγει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που θα φέρουν πιο κοντά τη «λαϊκή δημοκρατία».

Η δημοκρατία του Οτσαλάν εξομοιώνεται συχνά με τα κοινοβουλευτικά, καπιταλιστικά κράτη της Δύσης: ισχυρίζεται ότι στις ευρωπαϊκές χώρες αναπτύχθηκε μια «αποφασιστική δημοκρατία» και ότι αυτό οδήγησε στην «υπεροχή της δύσης». Ο δυτικός πολιτισμός μπορεί, με αυτή την έννοια, να ονομάζεται δημοκρατικός πολιτισμός»40. Αυτό που χρειάζεται η Τουρκία και οι Κούρδοι ήταν η «επίλυση προβλημάτων με τον δυτικό τρόπο»41. Και το 2011 ανέφερε: «Κατ’ αρχήν, το δυτικό δημοκρατικό σύστημα –το οποίο έχει δημιουργηθεί μέσα από τεράστιες θυσίες– περιέχει όλα όσα χρειάζονται για την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων»42. Η Ευρώπη, η γενέτειρά της (αναφερόμενος στη «δημοκρατία») έχει γενικά αφήσει τον εθνικισμό πίσω από τους πολέμους του εικοστού αιώνα και καθιέρωσε ένα πολιτικό σύστημα που ακολουθεί τα δημοκρατικά πρότυπα. Αυτό το δημοκρατικό σύστημα έχει ήδη δείξει τα πλεονεκτήματά του έναντι άλλων συστημάτων –συμπεριλαμβανομένου του υπαρκτού σοσιαλισμού– και είναι τώρα το μόνο αποδεκτό σύστημα παγκοσμίως»43.

Στις δηλώσεις του στο δικαστήριο, ο Οτσαλάν παρουσίασε την πιο εντατική φάση του πολέμου ως ατυχία. «Η Τουρκία δεν κατορθώνει να έχει δημοκρατικό σύστημα λόγω έλλειψης πεποίθησης, σοβαρών προσπαθειών και πραγματικής κατανόησης της δημοκρατίας (ως αντίθεσης στη δημαγωγία)» και αυτό οδήγησε στην εμφάνιση ένοπλης αντίστασης44. Ωστόσο, ο Οτσαλάν δήλωσε ότι ο ένοπλος αγώνας του ΡΚΚ τη δεκαετία του ’90 ήταν λάθος. «Στην Τουρκία τη δεκαετία του 1990, και για τους δυο [για τους Κούρδους και τους Τούρκους] υπήρξαν θετικές εξελίξεις στα ανθρώπινα δικαιώματα. Μετά από αυτό η εξέγερση ήταν λάθος. Είχε υπάρξει ένας τρόπος επίλυσης του προβλήματος»45. Εδώ ο Οτσαλάν μιλούσε για την περίοδο κατά την οποία, ως απόλυτος ηγέτης του κινήματος, είχε διατάξει το ΡΚΚ να προχωρήσει στην επίθεση και στιγμάτισε ως προδότες επώνυμα στελέχη που ήθελαν να στρέψουν την προσοχή μακριά από την ένοπλη πτυχή του αγώνα.

Μετά τη σύλληψη του Οτσαλάν, το προεδρείο του PKK δήλωσε ότι είναι «ο ηγέτης μας αλλά έχει συλληφθεί. Οι οδηγίες του δεν είναι πλέον δεσμευτικές». Για ένα παράνομο κίνημα, αυτή ήταν μια δήλωση κοινής λογικής, αλλά το ΡΚΚ έκανε γρήγορα μια στροφή. Τον Ιούλιο μια διευρυμένη συνάντηση της κεντρικής επιτροπής ενέκρινε την απολογία του Οτσαλάν ως ένα νέο μανιφέστο του κόμματος ή το «Δεύτερο Μανιφέστο». Στο βιβλίο τους «PKK. Προοπτικές του κουρδικού απελευθρωτικού αγώνα: Μεταξύ αυτοδιάθεσης, ΕΕ και Ισλάμ», ο Nikolaus Brauns και η Brigitte Kiechle γράφουν: «Η εξουσία του Οτσαλάν ήταν τόσο μεγάλη, που το προεδρείο του ΡΚΚ, είτε του άρεσε είτε όχι, έπρεπε να κάνει αυτό το βήμα αν δεν ήθελε να χάσει την επιρροή του στο κόμμα ή ακόμα και να στιγματιστούν ως προδότες»46. Φυλακισμένος ή όχι, ο Οτσαλάν παρέμεινε Önderlik [ηγεσία].

Ο νέος προσανατολισμός του Οτσαλάν, που έγινε τώρα πολιτική του κόμματος, ήταν απαράδεκτος ακόμη και για πολλούς προηγουμένως πιστούς οπαδούς του Άπο. Χιλιάδες εγκατέλειψαν το κίνημα47. Ένας μικρός αριθμός αρχηγών του PKK αντέκρουσε χωρίς επιτυχία τον νέο προσανατολισμό και το τέλος του ένοπλου αγώνα που εγκρίθηκε επίσημα στο έβδομο συνέδριο του PKK τον Φεβρουάριο του 2000. Κορυφαία στελέχη όπως ο Μεράλ Κιντίρ, γενικός γραμματέας του DHP (Devrimci Halk Partisi / Επαναστατικό Λαϊκό Κόμμα), ένα παρακλάδι του PKK και ο Μεχμέτ Τζαν Γιουτζέ επέκριναν τον νέο προσανατολισμό από τις φυλακές όταν συνελήφθησαν από το τουρκικό κράτος. Μια ανακοίνωση του DHP απαντήθηκε με τη δήλωση. «Οι προσπάθειες διάλυσης και οι προβοκάτσιες, οι οποίες είχαν καταστραφεί μέχρι σήμερα, δεν μπορούν να πετύχουν. Η μοίρα των προκλήσεων και των προσπαθείων διάλυσης που εμφανίζονται θα είναι η ίδια». Μετά το έβδομο κομματικό συνέδριο, το περιοδικό Serxwebûn απείλησε τους αντιφρονούντες με την «πιο σοβαρή τιμωρία» σε «συνθήκες πολέμου». Οι αντιφρονούντες δεν μπόρεσαν να διατυπώσουν άλλη εναλλακτική λύση εκτός από τη συνέχιση της στρατηγικής του αποτυχημένου λαϊκού πολέμου και περιθωριοποιήθηκαν γρήγορα. Ως ένδειξη καλής θέλησης, ο Οτσαλάν διέταξε τους αντάρτες του ΡΚΚ να αποχωρήσουν από την τουρκική επικράτεια. Πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν καθώς ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε στους μαχητές που υποχωρούσαν.

Κατά την περίοδο 1999-2005, το ΡΚΚ βρισκόταν σε κατάσταση σοκ, ασχολούμενο με την σύληψη του Οτσαλάν και προσπαθώντας να αναδιοργανωθεί χωρίς τον Σέροκ και σύμφωνα με τις νέες οδηγίες του.

Μετά το Δεύτερο Μανιφέστο, παρόλο που εξαρτούνταν από τους φύλακές του για πληροφορίες σχετικά με τον έξω κόσμο, ο Οτσαλάν συνεχίζει να κάνει επίσημες ιδεολογικές δηλώσεις. Σε αυτές τις δηλώσεις, ο Οτσαλάν συχνά επιστρέφει στο μυθικό παρελθόν. Ο Οτσαλάν ισχυρίζεται ότι ο αγώνας του ΡΚΚ είναι μόνο η τελευταία κουρδική εξέγερση ενάντια στην κεντρική κρατική εξουσία. Σε ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα «αυτο-οριενταλισμού», οι Κούρδοι παρουσιάζονται ως λαός χωρίς ιστορία που, από τους Σουμεριακούς χρόνους (4η χιλιετία π.Χ.), επαναστατούσαν ενάντια στην κρατική εξουσία, παραμένοντας όλο αυτό το διάστημα «στην ουσία» οι ίδιοι. Το «προπατορικό αμάρτημα» που προκάλεσε την καταπίεσή τους ήταν ο σχηματισμός του κράτους ως τέτοιο, εναντίον του οποίου οι Κούρδοι προσπάθησαν να διατηρήσουν τον «φυσικό» τους ελεύθερο πολιτισμό. Ο Οτσαλάν περιγράφει το στόχο του ως «αναγέννηση» της εξιδανικευμένης κοινωνίας που κατά τη διάρκεια της νεολιθικής εποχής υποτίθεται ότι υπήρχε εκεί που είναι τώρα το Κουρδιστάν. Σε ένα είδος Aufhebung [άρσης], οι θετικές πτυχές αυτού του μυθικού παρελθόντος –ένας κεντρικός ρόλος για τις γυναίκες στην κοινωνία, μια «καθαρή» κουρδική ταυτότητα, η κοινωνική ισότητα– πρέπει να επιστρέψουν με μια σύγχρονη μορφή και να αποτελέσουν κατευθυντήριο παράδειγμα για ολόκληρο το καθεστώς.

Αυτή η αναγέννηση υποτίθεται ότι πραγματοποιείται σε τρία συνυφασμένα σχέδια: λαϊκή δημοκρατία, δημοκρατική αυτονομία και δημοκρατικός συνομοσπονδισμός48. Η «λαϊκή δημοκρατία» συνεπάγεται μεταρρύθμιση του τουρκικού κράτους. Παρόμοια με τις δηλώσεις που έκανε ο Οτσαλάν στα χρόνια πριν από τη σύλληψή του, απαιτείται από την Τουρκία να αναγνωρίσει την ύπαρξη μειονοτήτων, ιδιαίτερα των Κούρδων, μεταξύ του πληθυσμού της και να αποσυνδέσει την ιθαγένεια από την τουρκική εθνότητα. Αυτό το ζήτημα ήταν εμφανές στην απολογία του Οτσαλάν στο δικαστήριο.

Η δημοκρατική αυτονομία είναι μια έννοια που δανείστηκε από τον Murray Bookchin (1921 - 2006), τον Αμερικανό ελευθεριακό σοσιαλιστή και θεωρητικό. Μετά από μια σύντομη περίοδο ως σταλινικός στα εφηβικά του χρόνια, ο Μπούκτσιν εντάχθηκε στο τροτσκιστικό κίνημα στα τέλη του τριάντα και έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Όπως πολλοί τροτσκιστές, ο Μπούκτσιν περίμενε ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος θα τελείωνε με ένα κύμα κοινωνικών επαναστάσεων, υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης, στην οποία οι τροτσκιστές θα έπαιζαν σημαντικούς ρόλους. Όταν αυτό δεν συνέβη και το τροτσκιστικό κίνημα παρέμεινε μικρό και απομονωμένο, ο Μπούκτσιν άρχισε να αναθεωρεί τις ιδέες του. Ο Μπούκτσιν εγκατέλειψε τον μαρξισμό, ο οποίος στα μάτια του είχε κάνει ένα βασικό λάθος θεωρώντας την εργατική τάξη ως το επαναστατικό υποκείμενο, αλλά παρέμεινε αντικαπιταλιστής.

Ήταν σαφές γι’ αυτόν ότι ο καπιταλισμός ήταν ένα καταστροφικό σύστημα που έπρεπε να καταργηθεί. Το αδύναμο σημείο του, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, δεν ήταν η αντίφαση κεφαλαίου-εργασίας, αλλά η αντίφαση κεφαλαίου-οικολογίας. Το κεφάλαιο, που ασταμάτητα συσσωρεύεται, καταστρέφει το περιβάλλον. Ο αγώνας για τη διάσωση του οικοσυστήματος παίρνει έναν αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα και μπορεί να ενώσει όλους όσοι βλέπουν τη ζωή τους να απειλείται από την κατασρτοφή του φυσικού περιβάλλοντος και που επαναστατούν εναντίον της αλοτρίωσής τους από αυτό.

Για να οικοδομήσουμε μια οικολογικά βιώσιμη κοινωνία, ο Μπούκτσιν πρότεινε ότι οι πόλεις θα πρέπει να αποκεντρωθούν και να μειωθούν ώστε να επιτρέψουν στους ανθρώπους να χρησιμοποιούν ανανεώσιμη ενέργεια, να καλλιεργούν τοπικά τρόφιμα και να μειώνουν τις δαπάνες ενέργειας στις μεταφορές. Αυτές οι μικρότερες πόλεις θα διοικούνταν από συνελεύσεις του πληθυσμού τους που θα έπαιρναν δημοκρατικές αποφάσεις. Ο Μπούκτσιν χαρακτηρίζεται συχνά αναρχικός, αλλά δεν απορρίπτει τη συμμετοχή στις εκλογές και τις υπάρχουσες πολιτικές δομές όπως κάνουν πολλοί αναρχικοί. Αντιθέτως, ευνοούσε τον συνδυασμό κοινωνικών κινημάτων και συνεταιρισμών που θα προαναγγέλουν τη μελλοντική κοινωνία με τη συμμετοχή στα τοπικά συμβούλια πόλεων για να αποκτήσουν κατοχυρωμένη, νομική πολιτική εξουσία.

Αυτή είναι η στρατηγική που φαίνεται να εφαρμόζει τώρα το κουρδικό κίνημα με κάποια επιτυχία στην ανατολική Τουρκία. Στις πόλεις και στα χωριά όπου το νόμιμο κουρδικό κόμμα HDP [Halkların Demokratik Partisi / Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών] έχει κερδίσει αρκετή υποστήριξη στα συμβούλια, οι κρατικοί πόροι χρησιμοποιούνται για τη διευκόλυνση συμβουλίων και ενώσεων γειτονιών που δημιουργούνται από τον πληθυσμό σε συνεργασία με διάφορα κινήματα και ΜΚΟ. Με αυτό τον τρόπο, το κίνημα ελπίζει να οικοδομήσει τη «δημοκρατική αυτονομία», την εξουσία τοπικής λήψης αποφάσεων σε συνελεύσεις και συμβούλια, ενώ «θα αποφύγει» το κεντρικό, τουρκικό-σοβινιστικό κράτος. Ο Οτσαλάν και το ΡΚΚ το βλέπουν αυτό ως έναν τρόπο για να κάνουν τους πολίτες φορείς στην άσκηση της αυτοδιοίκησης. Μέσω της ενίσχυσης τοπικών εκτελεστικών συμβουλίων και ενώσεων διαφορετικών εθνοτικών, θρησκευτικών, πολιτιστικών ταυτοτήτων και γυναικών, ασκείται πίεση στο τουρκικό κράτος για να επιβληθεί η μεταρρύθμισή του σε λαϊκή δημοκρατία.

Ένας Κούρδος ακτιβιστής εξήγησε τη στρατηγική ως εξής: «Όταν μιλάμε για δημοκρατική αυτονομία, δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρι να αλλάξουν οι νόμοι. Πρέπει να κάνουμε τον ίδιο τον μετασχηματισμό, με πρακτικές πράξεις. [...] Σε δέκα χρόνια θα οικοδομήσουμε τη δημοκρατική αυτονομία και θα λάβουμε όλες τις αποφάσεις που έχουν να κάνουν με την οργάνωση της πόλης και την εφαρμογή τους. [...] Γι’ αυτό οικοδομούμε αργά τα δικά μας θεσμικά όργανα, για να αναπτύξουμε αντίσταση. [...] Η Τουρκία δεν έχει άλλη επιλογή από τη Δημοκρατική Αυτονομία - το σημερινό σύστημα είναι άχρηστο. Η ιστορία ανατρέπει όλα όσα δεν έχουν νόημα. Το κράτος θα αναγκαστεί να το συνειδητοποιήσει αυτό και να αλλάξει»49.

Το «παλιό» PKK, φυσικά, έχει ήδη οικοδομήσει πολιτικές οργανώσεις διαφόρων ειδών, αλλά η κρίσιμη διαφορά είναι ότι τώρα αυτές οι δομές, αν και εμπνέονται από αυτό, υποτίθεται ότι είναι αυτόνομες από το κόμμα. Το PKK, το οποίο ξαναπήρε το παλιό του όνομα μετά από λίγες αλλαγές ονομάτων στις αρχές του 2000, δηλώνει σήμερα ότι η λειτουργία του δεν είναι να είναι η ηγετική οργάνωση, αλλά να είναι η ιδεολογική έμπνευση, ένα κέντρο από το οποίο η ιδέες του Οτσαλάν διαδίδονται μέσω άλλων δομών.

Το PKK προτείνει να οικοδομηθούν δομές δημοκρατικής αυτονομίας πέρα από τα σύνορα των υφιστάμενων εθνικών κρατών. Αυτές οι δομές θα ενώνονταν σε ομοσπονδίες από κάτω προς τα πάνω, σε ένα σύστημα «δημοκρατικού συνομοσπονδισμού». Σύμφωνα με τον Μπούκτσιν: «ένα δίκτυο συμβουλίων που διοικούν, των οποίων τα μέλη ή οι εκπρόσωποι εκλέγονται από λαϊκές δημοκρατικές συνελεύσεις σε διάφορα χωριά, πόλεις και ακόμη και γειτονιές μεγάλων πόλεων»50. Ο Οτσαλάν περιγράφει το σύστημα ως «ένα μοντέλο οργάνωσης που μοιάζει με πυραμίδα. Εδώ είναι οι κοινότητες που μιλούν, συζητούν και λαμβάνουν αποφάσεις. Από τη βάση μέχρι την κορυφή, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι θα σχηματίσουν ένα είδος χαλαρού συντονιστικού οργάνου. Θα είναι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού για ένα χρόνο»51.

Η στρατηγική αυτή συνεπάγεται επίσης μια θεμελιώδη αλλαγή στη χρήση βίας από το ΡΚΚ. Στην παλαιά στρατηγική, ο ένοπλος αγώνας ήταν ουσιαστικός για να νικήσει το υπάρχον κράτος και να καταλάβει την εξουσία. Σήμερα, η πολιτική του PKK απέναντι στη βία χαρακτηρίζεται ως «νόμιμη αυτοάμυνα». Οι βίαιες ενέργειες που ξεκίνησαν από τους μαχητές του PKK αποτελούν συχνά αντίποινα απέναντι στην τουρκική βία εναντίον του ΡΚΚ και/ή πολιτικών υποστηρικτών των κουρδικών δικαιωμάτων και χρησιμεύουν για να διατηρήσουν ένα είδος ισορροπίας δυνάμεων, να δείξουν στο τουρκικό κράτος ότι μια τέτοια καταστολή έχει το αντίτιμό της και να αποδείξουν ότι το PKK εξακολουθεί να διαθέτει σημαντικό στρατιωτικό δυναμικό. Η μόνη νόμιμη βία, όπως ισχυρίζεται σήμερα το PKK, είναι αυτό το είδος αμυντικής βίας.

Εκτός από τον Μπούκτσιν, ο Οτσαλάν αναφέρει ονομαστικά δύο άλλους συγγραφείς ως επιρροές, τον Γάλλος ιστορικό της Longue durée [της «μακράς διάρκειας»] Fernand Braudel και τον θεωρητικό του παγκόσμιου συστήματος Immanuel Wallerstein. Ο Οτσαλάν δανείζεται από αυτούς την ιδέα ότι η ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί ότι κινείται μέσα από διάφορες παγκόσμιες περιόδους. Η σταλινική ερμηνεία του ιστορικού υλισμού είναι ακόμα εμφανής στα πρόσφατα κείμενα του Οτσαλάν. Η γνωστή λίστα, «πρωτόγονος κομμουνισμός - δουλεία - φεουδαρχία - καπιταλισμός – σοσιαλισμός» έχει αλλάξει, αλλά η ιδέα ότι η ιστορία αναγκαστικά κινείται μέσα από μια προοδευτική ακολουθία σταδίων είναι ακόμα εδώ. Η σουμεριακή νεολιθική περίοδος έχει αντικαταστήσει τον πρωτόγονο κομμουνισμό και η εποχή του «δημοκρατικού πολιτισμού», προς την οποία υποτίθεται ότι κινείται ο κόσμος, αντικαθιστά τον σοσιαλισμό.

Σε αυτόν τον νέο πολιτισμό, οι πολιτικές διαφορές θα ξεπεραστούν: «η πολιτική διαδικασία του παρόντος καθιστά σαφές ότι οι παγκόσμιες θεωρίες τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς πρέπει να υποστούν μια θεμελιώδη εξελικτική μεταμόρφωση, στο τέλος της οποίας θα συγκλίνουν σε αυτό που αποκαλώ σύστημα δημοκρατικού πολιτισμού. Αυτή η προσέγγιση έχει ήδη αρχίσει να δείχνει την αξία της στη λύση των συγκρούσεων, στην οικοδόμηση διεθνών θεσμών και στην ανοικοδόμηση της διεθνούς τάξης σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές»52.

Τα κείμενα της φυλακής δείχνουν μια έντονα ιδεαλιστική στροφή στη χρησιμοποίηση της «κουλτούρας» και του «πολιτισμού» ως εξήγησης για τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές εξελίξεις. Ο Οτσαλάν συμφωνεί με τον Αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Samuel Phillips Huntington ότι υπάρχει σύγκρουση πολιτισμών μεταξύ Ανατολής και Δύσης53.

Τι απέγινε ο σοσιαλισμός;

Μάλλον περίεργο για κάποιον που κάποτε ισχυριριζόταν ότι ήταν μαρξιστής, στα πρόσφατα κείμενα του Οτσαλάν υπάρχουν πολύ λίγες αναφορές στη βαθιά κοινωνικοοικονομική ανισότητα μεταξύ δυτικής και ανατολικής Τουρκίας ή προτάσεις για βελτίωση της οικονομικής θέσης του κουρδικού πληθυσμού. Τα ζητήματα της ταξικής πάλης και του σχηματισμού τάξεων, με τα οποία ασχολούνται με στερεότυπες διατυπώσεις τα παλαιά έγγραφα, εξαφανίστηκαν σε μεγάλο βαθμό, εκτός από τις χωρίς περιεχόμενο ετικέτες για τους Κούρδους συνεργάτες και αντιπάλους του ΡΚΚ ως «φεουδάρχες» ή «μικροαστούς». Μια συζήτηση για το Κουρδιστάν ως (νεο)αποικία ή θύμα εκμετάλλευσης απουσιάζει σε ένα βιβλίο με τίτλο «Το PKK και το κουρδικό ζήτημα στον 21ο αιώνα». Μερικές φορές αναφέρεται η δυνατότητα της ανάπτυξης διακυβέρνησης στην ανατολική Τουρκία, αλλά τίποτα περισσότερο.

Για τον Οτσαλάν, ο σοσιαλισμός και οι εργατικοί αγώνες είναι δευτερεύουσας σημασίας σε σύγκριση με ζητήματα θρησκευτικής και εθνοτικής ταυτότητας και δημοκρατικών ελευθεριών. Αυτή την αξιολόγηση φαίνεται να τη μοιράζεται με πολλούς από τους οπαδούς του. Όταν μια ομάδα Γερμανών αριστερών επισκέφθηκε το Βόρειο Κουρδιστάν για να δει το σύστημα δημοκρατικής αυτονομίας στην πράξη, δεν συζητήθηκαν καν θέματα όπως η αγροτική μεταρρύθμιση. Σχεδόν επαναλαλαμβάνοντας την παλιά μαοϊκή αρχή ότι η προσοχή πρέπει να επικεντρώνεται στην «κύρια αντίφαση» (εθνική), ένας ακτιβιστής της νεολαίας δήλωσε: «ο σοσιαλισμός και ο αντικαπιταλιστικός αγώνας είναι σημαντικά στοιχεία της ιδεολογίας μας. Αλλά αυτή τη στιγμή η καταπίεσή μας ως Κούρδων είναι το κύριο πρόβλημα μας»54.

Ο σοσιαλισμός του ΡΚΚ έγινε πιο αφηρημένος καθώς κινήθηκε από την σταλινική ιδέα ότι ο σοσιαλισμός σημαίνει ένα κόμματικό κράτος που κατέχει τα μέσα παραγωγής, προς τη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου. Αυτό που παρέμεινε συνεπές κατά τη διάρκεια αυτής της εξέλιξης ήταν η θέση ότι το κόμμα δημιουργεί τον σοσιαλισμό. Η εργατική τάξη και η αυτο-χειραφέτησή της δεν αποτελούσαν ζητήματα στην παλιά ιδεολογία, αν και το ΡΚΚ υποστήριζε στα λόγια ότι ήταν ένα κόμμα της εργατικής τάξης.

Ενώ στον μαρξισμό η εργατική τάξη είναι ο πρωταγωνιστής που μέσω της αυτο-χειραφέτησης του μπορεί να δημιουργήσει τον σοσιαλισμό, το ΡΚΚ είχε μια στάση μάλλον δυσπιστίας απέναντι στην εργατική τάξη και δεν είδε την αυτο-χειραφέτηση της εργατικής τάξης ως τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Πολλοί εργάτες στο Κουρδιστάν απασχολούνταν από το κράτος και ζούσαν στις πόλεις55. Το PKK, τα μέλη του οποίου κυρίως είχαν αγροτικό υπόβαθρο, έβλεπαν με δυσπιστία τον πληθυσμό της πόλης, ο οποίος ήταν στα μάτια τους προνομιούχος και πολύ στενά συνδεδεμένος με τα θεσμικά όργανα του τουρκικού κράτους. Σε ένα βιβλίο που βασίζεται σε συνομιλίες στο σχολείο του κόμματος του PKK, ένα στέλεχος με το όνομα Χεβάλ Ζιλάν [σύντροφος Ζιλάν] το έθετε με τον εξής τρόπο στα μέσα της δεκαετίας του ’90. «Το προλεταριάτο που έχει αναπτυχθεί εδώ είναι ένα προλεταριάτο στην υπηρεσία του εχθρού. Δεν είναι μια ισχυρή δύναμη. Δεν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ώστε να μπορεί να είναι η πρωτοπορία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να αναλάβουμε προλεταριακό αγώνα στο Κουρδιστάν. Επίσης, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να εμφανιστεί καμία προλεταριακή ιδεολογία. [..] Γνωρίζουμε ότι πάνω από το 70% του κουρδικού πληθυσμού είναι αγρότες, φυσικά κάτω από φεουδαρχικές συνθήκες»56.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο Οτσαλάν δήλωσε ότι δεν υπήρχε έντονος ταξικός διαχωρισμός στην κουρδική κοινωνία57. Η πραγματική διαχωριστική γραμμή ήταν μεταξύ «συνεργατών» και «πατριωτών», όχι μεταξύ καπιταλιστών και εργατών. Πρόσφατα, ο Οτσαλάν επέμεινε ότι οι συνθήκες για την ταξική πάλη δεν έχουν αναπτυχθεί (ακόμα) στην κουρδική κοινωνία58. Μια τέτοια άποψη φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με το πρώτο μανιφέστο και πρόγραμμα που διακήρυσσε ότι η επανάσταση πρέπει να καθοδηγείται από την εργατική τάξη. Αλλά με αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να είναι υπό την ηγεσία του PKK, δεδομένου ότι αυτό το κόμμα ήταν ο φορέας υποτίθεται της κοινωνικής συνείδησης και όχι ο λαός. Ο Χεβάλ Ζιλάν εξέφρασε ως εξής αυτή την άποψη: «Πρώτον, ο στρατός [δηλαδή ο αντάρτης του PKK] είναι ο προστάτης όλων των αξιών που δημιουργούνται. Δεύτερον, είναι ο φορέας της σοσιαλιστικής συνείδησης, την οποία μεταδίδει και στην κοινωνία. Τρίτον, ο στρατός μετατρέπει την εργασία που διεξάγεται στο Κουρδιστάν σε αξία και δημιουργεί την αντίστοιχη συνείδηση. Τέταρτον, ο στρατός είναι η βάση της σοσιαλιστικής κοινωνίας»59. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με το ΡΚΚ, δεν υπήρξε καθόλου προλεταριάτο στο Κουρδιστάν ούτε ταξικός αγώνας, το κόμμα αυτό ήταν που θα έπρεπε να δημιουργήσει τον σοσιαλισμό.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, καθώς το PKK άλλαξε, από τον ισχυρισμό ότι είναι η πρωτοπορία, σε ένα ιδεολογικό κέντρο, η έμφαση στον «σοσιαλισμό», είτε ως κοινωνικό-οικονομικό σύστημα είτε ως όνομα για μια κοινωνία του Νέου Άνθρωπου, έγινε επίσης λιγότερο σαφής. Το σχέδιο της «δημοκρατικής αυτονομίας» βασίζεται σε διαφορετικές ταυτότητες και στον αγώνα για την ελεύθερη έκφραση αυτών των ιδεών. Ο «εργάτης» είναι μια μόνο ταυτότητα μεταξύ άλλων. Σήμερα, ο Οτσαλάν πιστεύει ότι η αναγνώριση των δημοκρατικών δικαιωμάτων για όλες αυτές τις διαφορετικές ταυτότητες θα επιφέρει τον νέο «δημοκρατικό πολιτισμό». Πιστεύει ότι ο εικοστός αιώνας είδε «την εξαφάνιση των υλικών βάσεων των ταξικών διαχωρισμών», λόγω της «τεχνολογικής προόδου». Αλλά η δυνατότητα μιας κοινωνίας χωρίς ταξικούς διαχωρισμούς παραμένει ανεκπλήρωτη εξαιτίας του κράτους: «το κράτος κυβερνά την κοινωνική δομή» και είναι το κράτος που «συνεχίζει τις ταξικές διαιρέσεις»60. Απουσιάζει οποιαδήποτε συζήτηση για το κεφάλαιο. Ο Οτσαλάν δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στην κοινωνικοοικονομική εκμετάλλευση που οδηγεί σε ταξικές διαιρέσεις και στην εξω-οικονομική καταπίεση ορισμένων ταυτοτήτων. Αντίθετα, όλα αυτά περιγράφονται ως μορφές καταπίεσης. Ίσως αυτό να αντικατοπτρίζει τον περιορισμένο χώρο που κατείχαν οι ταξικές θέσεις του «παλιού» PKK στις πολιτικές θέσεις του κόμματος.

Η συνεχιζόμενη καταπίεση ορισμένων ταυτοτήτων, όπως η κουρδική στην Τουρκία, αποδίδεται από τον Οτσαλάν στις κρατικές πολιτικές που υστερούν ως προς την εξέλιξη του νέου πολιτισμού, μια εξέλιξη που ωστόσο είναι αναπόφευκτη λόγω της τεχνολογικής προόδου61. Στη συνέχεια, το καθήκον είναι να πιέσουμε το κράτος να επιτρέψει την πραγματοποίηση του δημοκρατικού δυναμικού που υπάρχει ήδη. Αυτό με τη σειρά του θα επέτρεπε μακροπρόθεσμα τη δημιουργία κάποιου είδους σοσιαλισμού και την υλοποίηση του παλιού ονείρου της εξαφάνισης του κράτους αυτού καθαυτό.

Το κοινωνικοοικονομικό όραμα του νέου PKK μεσοπρόθεσμα είναι μια οικονομία που βασίζεται σε συνεταιρισμούς. Αυτοί θα συμβάλουν στον «εκδημοκρατισμό» της κοινωνίας. Η συμπρόεδρος του PYD, Άσια Αμπντουλλάχ, συζήτησε τις οικονομικές ιδέες για τη Ροζάβα τον Φεβρουάριο του 2014.

«Ποιος πρέπει να κατέχει τα μέσα παραγωγής; Το κράτος, τα καντόνια, οι καπιταλιστές; Τι γίνεται με την ιδιωτική ιδιοκτησία; Ποιος πρέπει να είναι ιδιοκτήτης των εργοστασίων και της γης;»

«Κατ’ αρχήν προστατεύουμε την ιδιωτική ιδιοκτησία. Ωστόσο, η ιδιοκτησία του λαού είναι ιδιοκτησία του λαού και προστατεύεται από αυτόν. Μόλις πριν από λίγο καιρό δημιουργήσαμε ένα συμβούλιο για το εμπόριο και την οικονομία που θα χαράξει κανόνες για τις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις και θα δημιουργήσει οικονομικές σχέσεις στο εξωτερικό».

«Αλλά και πάλι στο θέμα των μέσων παραγωγής: υπάρχουν οποιεσδήποτε μορφές συνεταιρισμών ή εναλλακτικών μορφών παραγωγής στην Ροζάβα;»

«Ενθαρρύνουμε τον λαό να δοκιμάσει τέτοια πράγματα. Για παράδειγμα, στο Κομπάνι υπάρχει ένας γυναικείος συνεταιρισμός στον οποίο εργάζονται περίπου εκατό γυναίκες. Τα ρούχα παράγονται και πωλούνται εκεί»62.

Οι ιδέες του Οτσαλάν για μια εναλλακτική μελλοντική κοινωνία μπορούν να χαρακτηριστούν ως σοσιαλδημοκρατικές: «Στα μάτια μου, η δικαιοσύνη απαιτεί να υπολογίζεται η δημιουργική δουλειά ανάλογα με τη συνεισφορά της στο σύνολο του προϊόντος. Η αμοιβή του δημιουργικού έργου, που συμβάλλει στην παραγωγικότητα της κοινωνίας, πρέπει να είναι ανάλογη με άλλες δημιουργικές δραστηριότητες. Η παροχή απασχόλησης σε όλους θα είναι ένα γενικό δημόσιο καθήκον. Όλοι θα μπορούν να συμμετέχουν στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, στην εκπαίδευση, στον αθλητισμό και στις τέχνες ανάλογα με τις ικανότητες και τις ανάγκες τους»63.

Ισχυρή ασάφεια

Κάπου το 2011, ο Οτσαλάν δήλωσε ότι «οι μαρξιστικές κυβερνήσεις απέτυχαν παρ’ όλα αυτά επειδή προσπάθησαν να εφαρμόσουν ένα είδος κυβέρνησης που ονομάζεται δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης ήταν το αποτέλεσμα της αφηρημένης και θεωρητικής λογικής και θα μπορούσε να ερμηνευτεί καθ’ οιονδήποτε σχεδόν τρόπο. Η εμπειρία μας από τον πραγματικό σοσιαλισμό δείχνει ότι ακραίοι ταξικοί σχηματισμοί και δομές κρατικής εξουσίας μπορούσαν να διαμορφωθούν κάτω από αυτό το προλεταριακό μοντέλο. Οι χώρες που εφάρμοσαν αυτό το μοντέλο στην πραγματικότητα ανέπτυξαν τις πιο αυταρχικές και ολοκληρωτικές δομές στην ιστορία. Στο τέλος, αυτού του είδους η κυβέρνηση καταβρόχθισε τα δικά της παιδιά. Οι κοινωνίες τους πανικοβλήθηκαν και προσπάθησαν να διασωθούν και να προστατευθούν από αυτό το τέρας, γυρίζοντας στην αγκαλιά του καπιταλισμού και των ταξικών δομών του»64.

Αυτό το απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό των κειμένων του Οτσαλάν. Η συγχυσμένη γλώσσα είναι χαρακτηριστική για πολλά από τα κείμενά του: «ένα μοντέλο» το οποίο θα μπορούσε να «ερμηνευθεί σχεδόν καθ’ οιονδήποτε τρόπο», αλλά μπορεί ακόμη να εφαρμοστεί; Η ανάλυση της κατάρρευσης του «πραγματικού σοσιαλισμού» αντανακλά τις φιλελεύθερες ιδεαλιστικές απόψεις ότι το σοβιετικό μπλοκ καταστράφηκε εξαιτίας του «ολοκληρωτισμού» του - απουσιάζει μια ιστορική και υλιστική συζήτηση για αυτήν την εξέλιξη. Είναι σαφές από τα κείμενα του Οτσαλάν ότι βλέπει τη σοβιετική ιδεολογία ως συνώνυμη με τον «μαρξισμό» και δεν είναι εξοικειωμένος με τα μαρξιστικά ρεύματα που αναπτύσσονται έξω από αυτό ή με τις μαρξιστικές κριτικές γι’ αυτό.

Τα γραπτά του Οτσαλάν επαναλαμβάνονται και είναι μακροσκελή, κάτι το οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στους περιορισμούς που υπόκειται στη φυλακή. Τα κείμενα του Οτσαλάν είναι άμεσα αναγνωρίσιμα από το στυλ τους. Η παράθεση των στοχασμών σχετικά με την έννοια της «ανθρωπότητας» και της «ελευθερίας», με τα απομεινάρια της παλιάς ορολογίας μπορεί να είναι αρκετά μπερδεμένη. Οι όροι που είναι γνωστοί από τον μαρξισμό χρησιμοποιούνται με τρόπους που υποδηλώνουν ότι για τον Οτσαλάν το νόημά τους είναι πολύ διαφορετικό: το «Δεύτερο Μανιφέστο» μιλάει για «φεουδαρχικούς νομάδες», τα κείμενα των φυλακών δηλώνουν ότι οι «φεουδαρχικοί» Κούρδοι ηγέτες είναι «μικροαστοί κομπραδόροι». Οι όροι παραμένουν ακαθόριστοι και ασαφείς. Η «δημοκρατία», για παράδειγμα, έχει γίνει και ο στόχος και η μέθοδος επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων και το καθοριστικό χαρακτηριστικό ενός νέου πολιτισμού. Αλλά σε εκατοντάδες σελίδες, ο Οτσαλάν δεν προσφέρει μια συνεκτική εξήγηση για το τι σημαίνει η λέξη γι’ αυτόν. Εν ολίγοις, είναι συχνά ασαφές τι προσπαθεί να πει ο Οτσαλάν.

Η ιδεολογία του PKK έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές από την ίδρυσή του στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Από τον αρχικό μαρξισμό-λενινισμό, που έβλεπε την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας ως απελευθέρωση, υπήρξε μια στροφή προς την αντίληψη της «ελευθερίας» και της «ανεξαρτησίας» με προσωπικούς όρους. Από μια σταλινική αντίληψη του σοσιαλισμού ως κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, υπήρξε μια στροφή προς τον σοσιαλισμό ως τη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου. Από ένα «ενιαίο και ανεξάρτητο Κουρδιστάν» και τη δημιουργία ενός νέου έθνους-κράτους, υπήρξε μια στροφή προς ένα «ελεύθερο Κουρδιστάν» που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα μπορούσε ενδεχομένως να υπάρξει μέσα στα σύνορα του τουρκικού κράτους. Από την αντιμετώπιση των γυναικών ως πόρων για τον επαναστατικό αγώνα, υπήρξε μια στροφή προς την ανάδειξη των γυναικών ως κεντρικών παραγόντων στο κίνημα.

Το PKK δεν είναι μόνο πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, αλλά θα αναδιοργανώσει τη νέα κοινωνία. Θα οικοδομήσει όχι μόνο κοινωνικές σχέσεις που θα αντανακλούν την επιθυμητή κοινωνία, αλλά θα δημιουργούν και τις νέες προσωπικότητες που θα χαρακτηρίζουν τη μελλοντική κοινωνία. Αυτή η αρχή του προϊδεασμού, της οικοδόμησης στα σημερινά στοιχεία που θα αντικατοπτρίζουν τη μελλοντική κοινωνία, εξακολουθεί να υπάρχει στο κίνημα. Σήμερα δεν είναι μόνο οι προσωπικότητες αλλά και οι πολιτικές δομές της μελλοντικής κοινωνίας που το PKK ελπίζει να χτίσει στο παρόν με την οργάνωση δομών που υποτίθεται ότι φέρουν τον πυρήνα της νέας κοινωνίας. Είναι επίσης σαφώς εμφανής στην προσέγγισή του για την απελευθέρωση των γυναικών όταν απαιτεί από τις γυναίκες και τους άνδρες να «ξεσυνηθίσουν» τις στάσεις που υποτίθεται ότι διαιωνίζουν την πατριαρχία. «Θέλουμε να οικοδομήσουμε μια νέα κοινωνία. Ας συνειδητοποιήσουμε αυτή τη νέα κοινωνία, την ισότητα, την ελευθερία, την εκτίμηση και την αγάπη μεταξύ μας πρώτα», Οτσαλάν, 200065.

Μια σταθερά σε όλη την εξέλιξη του PKK είναι η κεντρική θέση του Σέροκ Άπο και οι δηλώσεις του. Όταν οι Γερμανοί ακτιβιστές πήγαν στο Βόρειο Κουρδιστάν για να «δουν από μόνοι τους» πώς εφαρμόζεται η δημοκρατική αυτονομία, τους είπαν επανειλημμένως ότι οι ακτιβιστές «ακολουθούν τις οδηγίες» του Οτσαλάν, οι υπερασπιστές του Κόμπανι ισχυρίζονται ότι «η σκέψη του Από» ήταν αυτό που τους επέτρεψε να νικήσουν το IS, η εικόνα του εμφανίζεται ανοιχτά σε μπλουζάκια και πανό. Οι εκπρόσωποι του PYD περιγράφουν την ιδεολογία τους ως «την ιδεολογία του Οτσαλάν», οι Κούρδισσες ακτιβίστριες λένε ότι έχουν μάθει όλα όσα γνωρίζουν για τον φεμινισμό από τον Οτσαλάν. Η συνέχιση της ιδεολογικής και πολιτικής, αν και όχι πλέον άμεσα οργανωτικής, ηγεσίας από ένα μόνο άτομο έρχεται σε αντίθεση με τα αιτήματα της αυτο-χειραφέτησης της δημοκρατικής αυτονομίας. Το PKK είναι μια μπερδεμένη περίπτωση ενός κινήματος που υποτίθεται ότι έχει υιοθετήσει ένα όραμα της «δημοκρατίας από τη βάση προς τα πάνω» με οδηγίες «από πάνω».

Στο «παλιό» PKK, τα κενά στη θεωρία, τα θέματα που δεν αντιμετωπίστηκαν ή αφέθηκαν ασαφή, καλύπτονταν από ένα απόθεμα ιδεών που αντλούνταν από τις «μαρξιστικές-λενινιστικές» θεωρίες. Τα γραπτά του Μεχμέτ Τζαν Γιουτζέ, ενός από τους πιό εξέχοντες ιδεολόγους του κινήματος εκείνης της εποχής, θα μπορούσαν σχεδόν να είχαν γραφτεί από έναν ιδεολόγο ενός άλλου κόμματος από ένα παρόμοιο ρεύμα - αρκεί να μην ασχολούνταν με τα λίγα θέματα στα οποία είχε το PKK αναπτύξει τις δικές του απόψεις όπως η ιστορία της Κομιντέρν. Τα προγράμματα και οι δηλώσεις του ΡΚΚ από τα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα και τη δεκαετία του ογδόντα είναι σε πολλές περιπτώσεις εναλλάξιμα με εκείνα άλλων μαρξιστικών-λενινιστικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Τώρα που το PKK οριοθετεί τον εαυτό του ως «ούτε μαρξιστικό ούτε αντιμαρξιστικό», αυτό το απόθεμα ιδεών έχει χαθεί και δεν υπάρχει τίποτα για να καλύψει τα κενά.

Η προκύπτουσα ασάφεια και οι ελλείψεις έχουν τις χρήσιμες πλευρές τους. Η φιλελεύθερη ΜΚΟ Διεθνής Ομάδα Κρίσεων για την «παρακολούθηση των συγκρούσεων», για παράδειγμα, πρότεινε ότι αυτό που αποκαλεί «αφόρητη ασάφεια» του στόχου της δημοκρατικής αυτονομίας είναι μια τακτική που θα καταστήσει πιο δύσκολο για το τουρκικό κράτος να απαγορεύσει τις κουρδικές ομάδες να προπαγανδίζουν τον «διαχωρισμό», αλλά αυτό υποτιμά τις αλλαγές που έχει υποστεί το PKK και το κίνημα υπό την ηγεμονία του (δεν λαμβάνει επίσης υπόψη ότι το τουρκικό κράτος δεν έχει κανένα πρόβλημα να απαγορεύει τις κουρδικές οργανώσεις με σαθρά προσχήματα). Αλλά η ασάφεια καθιστά το σχέδιο ανοικτό για πολύ ευρείες ερμηνείες. Λόγω αυτής της ασάφειας, το πολιτικό σχέδιο του PKK μπορεί να προσελκύσει τη συμπάθεια από πλατιά στρώματα. Από τους φιλελεύθερους μέχρι τους αναρχικούς, οι άνθρωποι μπορούν να αναγνωρίσουν τις επιθυμίες τους σε αυτό.

Ο Οτσαλάν έγινε προφητική μορφή, πολύ περισσότερο από ό,τι όταν ήταν ηγέτης του κινήματος με την άμεση έννοια και σε επαφή με τους οπαδούς του σε καθημερινή βάση. Και, όπως και με τις δηλώσεις άλλων προφητών, τα λόγια του είναι ανοιχτά σε ερμηνείες. Οι ντόπιοι ακτιβιστές έχουν σημαντικά περιθώρια ελιγμών και ερμηνειών των οδηγιών του με τρόπους που ταιριάζουν στις περιστάσεις τους. Η ατέλεια της νέας ιδεολογίας και η σχετική ασάφεια των κειμένων του Οτσαλάν καθιστούν δυνατή την πρακτική προσαρμογή τους στην τοπική κατάσταση, ενώ οι ακτιβιστές μπορούν να συνεχίζουν να ισχυρίζονται ότι παραμένουν πιστοί στην «ιδεολογία του Οτσαλάν».

Αποφασιστικός για την εξέλιξη του κινήματος είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ακτιβιστές ερμηνεύουν και διαμορφώνουν αυτή την ιδεολογία. Η λιγότερο συγκεντρωτική προσέγγιση για την οικοδόμηση κοινωνικών οργανώσεων ανοίγει τη δυνατότητα μιας πιο ανοικτής και προοδευτικής πρακτικής από ό,τι ήταν δυνατό στο «παλιό» PKK. Το κουρδικό κίνημα όχι μόνο διατηρήθηκε ενάντια στο τουρκικό κράτος αλλά κέρδισε και παραχωρήσεις από αυτό. Πριν από μερικές δεκαετίες, το τουρκικό κράτος αρνούνταν ότι υπήρχε κάτι σαν «κουρδική μειονότητα», σήμερα αναγκάζεται να λάβει υπόψη το κουρδικό κίνημα ως πολιτική δύναμη. Αυτό έγινε εφικτό από τις τεράστιες θυσίες Κούρδων μαχητών, ανταρτών και ακτιβιστών. Είναι αυτοί που θα αποφασίσουν για το μέλλον του κινήματος.

Μετάφραση: e la libertà

Alex de Jong, «Stalinist caterpillar into libertarian butterfly? - The evolving ideology of the PKK», Europe Solidaire Sans Frontières, 9 Μαρτίου 2015, International Viewpoint, 11 Μαρτίου 2015· International Institute for Research and Education, 24 Ιανουαρίου 2016 (και pdf από Working Papers of the International Institute for Research and Education, τεύχος 42)

Στα γαλλικά:

Alex de Jong, «Métamorphose idéologique du PKK : Une chenille stalinienne transformée en papillon libertaire?», Inprecor, τεύχη 614 και 615, Απρίλιος, Μάιος 2015

Στα ισπανικά:

Alex de Jong, «¿De oruga estalinista a mariposa libertaria? La evolución ideológica del PKK», Viento Sur, τεύχος 140, Ιούνιος 2015 (και pdf)

Στα γερμανικά:

Alex de Jong, «Entwicklung und Geschichte der PKK. Von der stalinistischen Raupe zum libertären Schmetterling?», ISO [Internationale Sozialistische Organisation], 14 Ιουνίου 2018

Ο Alex de Jong είναι συντάκτης του Grenzeloos, του περιοδικού του ολλανδικού τμήματος της Τέταρτης Διεθνούς. Στο e la libertà έχουμε μεταφράσει και δημοσιεύσει τα άρθρα του: «Φιλιππίνες: Πόλεμος ενάντια στους φτωχούς», 3 Νοεμβρίου 2017, «Μια Κομμούνα στη Rojava;», 3 Μαΐου 2016, και έχουμε αναδημοσιεύσει το άρθρο του: «Το Εγχείρημα της Rojava», 21 Δεκεμβρίου 2016

Σημειώσεις

1 Selahattin Çelik, Den Berg Ararat versetzen. Die politischen, militärischen, őkonomischen und gesellschaftlichen Dimensionen des aktuellen Kurdischen aufstands, Κολωνία 2002, σ. 37.

2 Quoted in Christopher de Bellaigue, Rebel Land: Among Turkey’s Forgotten Peoples, Λονδίνο 2009.

3 PKK, Programm, Κολωνία 1984, σσ. 45, 49.

4 Ali Kemal Özcan, Turkey’s Kurds. A theoretical analysis of the PKK and Abdullah Öcalan, Νέα Υόρκη 2006, σ. 86.

5 Özcan, Turkey’s Kurds, σ. 89.

6 Martin van Bruinessen, Between guerrilla war and political murder: the Workers’ Party of Kurdistan, Middle East Report (1988) 153 (Ιούλιος – Αύγουστος), 40-42+44-46+50, εκεί σσ. 46, 50.

7 Bruinessen, Between guerrilla war and political murder, σσ. 40, 41.

8 Στο ίδιο, σ. 42.

9 Martin van Bruinessen, The nature and uses of violence in the Kurdish conflict, Κείμενο που παρουσιάστηκε στο διεθνές συνέδριο «Ethnic Construction and Political Violence», που διοργάνωσε το Fondazione Giangiacomo Feltrinelli, Κορτόνα, 2-3 Ιουλίου, 1999, σ. 10.

10 Aliza Marcus, Blood and Belief. The PKK and the Kurdish fight for independence, Νέα Υόρκη 2007, σ. 55.

11 Nikolas Brauns and Brigitte Kiechle, PKK. Perspektiven des kurdischen Freiheitkampfes: Zwischen Selbsbestimmung, EU und Islam, Στουντγκάρδη 2010, σ. 55.

12 Brauns & Kiechle, PKK, σ. 57.

13 Abdullah Öcalan, Prison Writings. The PKK and the Kurdish question in the 21st century, Λονδίνο 2011. σ. 21. σ. 42.

14 Olivier Grojean, The production of the new man within the PKK, European Journal of Turkish Studies (2012). Online στο [http://ejts.revues.org/4925] σ. 4.

15 Özcan, Turkey’s Kurds, σ. 91.

16 Brauns & Kiechle, PKK, σ. 84.

17 PKK, Programm, Ουλτρέχτη 1995. Δεν υπάρχει αριθμός σελίδας.

18 Brauns & Kiechle, PKK, σ. 76.

19 Brauns & Kiechle, PKK, σ. 77.

20 Mehmet Can Yüce, Gedanken űber die Nationale Befreiung und den Sozialismus, Αμβούργο, χχ., σ. 61.

21 Yüce, Gedanken, σ. 79. Η υπογράμμιση δική μου.

22 PKK, Programm, Ουτρέχτη 1995. Δεν υπάρχει αριθμός σελίδας.

23 Yüce, Gedanken, σ. 79.

24 Marcus, Blood and belief, σ. 291.

25 Brauns & Kiechle, PKK, σ. 66.

26 Anja Flach, Jiyaneke din – ein anderes Leben, Αμβούργο 2011. σ. 19.

27 Çelik, Den Berg Ararat versetzen, σ. 47.

28 Flach, Jiyaneke din, σ. 20.

29 Grojean, The production of the new man within the PKK. σ. 9.

30 Handan Çağlayan, From Kawa the Blacksmith to Ishtar the Goddess: Gender Constructions in Ideological-Political Discourses of the Kurdish Movement in post-1980 Turkey, European Journal of Turkish Studies 14 (2012). Online στο [http://ejts.revues.org/4657] σ. 2.

* [Σ.τ.Μ.:] Ο όρος «ναμούς» που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «νόμος», «ηθικός νόμος/κανόνας», ή «τιμή», από το αραβικό: «ناموس», πρέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «νόμος» η οποία πέρασε στα αραβικά και στα εβραϊκά μέσα από τις μεταφράσεις της Αγίας Γραφής. Αναφέρεται κυρίως σε κανόνες ηθικής συμπεριφοράς οι οποίοι εξαρτούν τη «γυναικεία αγνότητα» (τον έλεγχο δηλαδή της γυναικείας σεξουαλικότητας από τα αντρικά μέλη της οικογένειάς της) με την «τιμή» και την «αγνότητα» και των αντρικών μελών της οικογένειας (μερικές φορές ο όρος «ναμούς» μεταφράζεται και ως «αγνότητα»). Θα μπορούσαμε να πούμε σχηματικά ότι «ναμούς» είναι οι κανόνες που υποχρεώνουν τη γυναίκα να είναι «αγνή» και ταυτόχρονα οι κανόνες που υποχρεώνουν τους άντρες να διαφυλάσσουν την «αγνότητα» των γυναικών της οικογένειας και να τιμωρούν την παραβίασή της. Ο όρος, οι αξίες που εμπεριέχει και οι πρακτικές που επιτάσσει προϋπήρχαν της εμφάνισης του Ισλάμ, στον χριστιανικό και ιουδαϊκό κόσμο της περιοχής και διατηρήθηκαν και μετά την εξάπλωση του Ισλάμ. Στην τουρική γλώσσα ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους «φόνους τιμής» («namus cinayetleri»). (βλ: «Namus», Wikipedia)

31 Çağlayan, From Kawa the Blacksmith to Ishtar the Goddess, σ. 8.

32 Abdullah Öcalan, Jineolojî als Wissenschaft der Frau, Einleitende Worte der Herausgeberin, oline στο [http://www.kurdistan-report.de/inde...].

33 Çağlayan, From Kawa the Blacksmith to Ishtar the Goddess, σ. 2.

34 Çağlayan, From Kawa the Blacksmith to Ishtar the Goddess, σ. 9.

35 Στο ίδιο, σ. 10.

* [Σ.τ.Μ:] Ο Κάουα ο Σιδεράς (Κάουαϊ Ασνγκάρ στα κουρδικά και Κάβε Αχανγκάρ στα περσικά είναι μια μορφή της ιρανικής και κουρδικής μυθολογίας. Σύμφωνα με το έργο που θεωρείται εθνικό έπος του Ιράν, το Σάχναμε του Φερντοσί (10ος αιώνας), ο Κάουα ηγήθηκε μιας επανάστασης εναντίον ενός τυράννου, του Ζαχάκ, από τους ώμους του οποίου έβγαιναν φίδια, στα οποία έπρεπε να θυσιάζονται παιδιά. Ο Κάουα σκότωσε τον τύραννο στις 21 Μαρτίου, που είναι συνήθως και η ημέρα εορτασμού του Νεβρόζ.

36 Marcus, Blood and belief, σ. 244.

37 Çağlayan, From Kawa the Blacksmith to Ishtar the Goddess. σ. 13.

38 Brauns & Kiechle, PKK, σ. 247.

39 Abdullah Öcalan, Declaration on the Democratic Solution of the Kurdish Question, Λονδίνο 1999. σ. 71.

40 Öcalan, Declaration on the Democratic Solution, σ. 59.

41 Στο ίδιο, σ. 19.

42 Abdullah Öcalan, Prison Writings. The PKK and the Kurdish question in the 21st century, Λονδίνο 2011. σ. 71.

43 Öcalan, Prison Writings, σ. 91.

44 Öcalan, Declaration on the Democratic Solution, σ. 17.

45 Marcus, Blood and Belief, σ. 248.

46 Brauns & Kiechle, PKK, σ. 94.

47 Marcus, Blood and Belief, σ. 291.

48 Ahmet Hamdi Akkaya and Joost Jongerden, Reassembling the political: the PKK and the project of radical democracy, European Journal of Turkish Studies (2012). Online στο [http://ejts.revues.org/4615]. σ. 6.

49 TATORT Kurdistan, Democratic Autonomy in North Kurdistan. The council movement, gender liberation, and ecology – in practice, Αμβούργο 2013. σ. 53.

50 Hamdi Akkaya & Jongerden, Reassembling the political, σ. 6.

51 Abdullah Öcalan, The declaration of Democratic Confederalism, 2005, online στο [http://www.kurdmedia.com/article.as...].

52 Öcalan, Prison Writings, σ. 139.

53 Στο ίδιο, σ. 40.

54 TATORT Kurdistan, Democratic Autonomy, σ. 98.

55 Çelik, Den Berg Ararat versetzen, σσ. 223 - 224.

56 [Αγνώστου συγγραφέα], Licht am Horizont. Annäherungen an die PKK, δεν υπάρχει αριθμός σελίδας, 1996, online στο [http://www.nadir.org/nadir/initiati...].

57 Brauns & Kiechle, PKK, σ. 82.

58 Öcalan, Prison Writings, σ. 50.

59 [Αγνώστου συγγραφέα], Licht am Horizont, online στο http://www.nadir.org/nadir/initiati....

60 Abdullah Öcalan, The third domain. Reconstructing liberation. Extracts from the submissions to the ECHR, Λονδίνο 2003, σσ. 52, 53.

61 Öcalan, The third domain, σσ. 54, 56.

62 Thomas Schmidinger, Krieg und Revolution in Syrisch-Kurdistan. Analysen und Stimmen aus Rojava, Βιέννη 2014. σσ. 222, 223.

63 Öcalan, Prison Writings, σ. 60.

64 Στο ίδιο, σ. 52.

65 Çağlayan, From Kawa the Blacksmith to Ishtar the Goddess, σ. 13.

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2019 16:14

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.