Joseph Daher
Μετά την έκρηξη της Βηρυτού, ο καπιταλισμός των καταστροφών βάζει στο στόχαστρό του τον Λίβανο
Η έκρηξη που κατέστρεψε τη Βηρυτό ήταν ένα κατηγορητήριο κατά των κομμάτων που έχουν κυβερνήσει άθλια τον Λίβανο για δεκαετίες. Τώρα, ωστόσο, αυτά τα κόμματα χρησιμοποιούν την καταστροφή ως πρόσχημα για να εμβαθύνουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, με τον Γάλλο ηγέτη Εμμανουέλ Μακρόν και το ΔΝΤ να τις ξεκινούν.
Στις 4 Αυγούστου 2020, σημειώθηκε έκρηξη πρωτοφανούς μεγέθους στην ιστορία του Λιβάνου στο λιμάνι της Βηρυτού. Άφησε περισσότερους από 180 ανθρώπους νεκρούς, συμπεριλαμβανομένων Λιβανέζων, Σύρων και άλλων εθνικοτήτων. Περισσότεροι από 6.500 τραυματίστηκαν και 300.000 έμειναν άστεγοι. Δεκάδες άνθρωποι εξακολουθούν να αγνοούνται και ολόκληρες περιοχές της πρωτεύουσας του Λιβάνου έχουν καταστραφεί.
Η έκρηξη κατέστρεψε μεγάλα τμήματα του λιμανιού της Βηρυτού, το οποίο δέχτηκε πάνω από το 70% της αξίας των εισαγόμενων αγαθών της χώρας το 2019. Κατέστρεψε επίσης τα στρατηγικά αποθέματα σιτηρών του Λιβάνου. Η υλική ζημία ανέρχεται σε δισεκατομμύρια δολάρια: οι αρχές του Λιβάνου την έχουν εκτιμήσει σε περίπου 15 δισεκατομμύρια δολάρια.
Μια βαθύτερη κρίση
Η έκρηξη έχει επιδεινώσει μια ήδη τρομερή κοινωνικοοικονομική κατάσταση, μετά την οικονομική κρίση που ξέσπασε τον Οκτώβριο του 2019 και τις επιπτώσεις της πανδημίας. Η πανδημία οδήγησε το ποσοστό φτώχειας σε περίπου 55% και αύξησε την ανεργία σε πάνω από 35%.
Ταυτόχρονα, η αξία του λιβανέζικου νομίσματος βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση για αρκετούς μήνες, οδηγώντας σε πληθωρισμό άνω του 400%. Η αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων έχει μειωθεί μαζικά.
Η υποτίμηση του νομίσματος υπήρξε ιδιαίτερα σφοδρή σε μια χώρα που εισάγει μεγάλο μέρος καταναλωτικών προϊόντων από το εξωτερικό: το 2019, το εμπορικό έλλειμμα του Λιβάνου ήταν πάνω από 16 δισεκατομμύρια δολάρια, με τις εισαγωγές περισσότερες από πέντε φορές μεγαλύτερες από τις εξαγωγές. Οι τιμές έχουν αυξηθεί και τα αγαθά εξαφανίζονται.
Πολλοί διεθνείς και περιφερειακοί αρχηγοί κρατών ανακοίνωσαν την υποστήριξή τους στον Λιβανικό λαό μετά το εγκληματικό ατύχημα στις 4 Αυγούστου. Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε από προηγούμενες κρίσεις, τα κράτη και οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί (ΔΧΟ) βλέπουν αυτές τις στιγμές ως ευκαιρίες για προώθηση και εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης της οικονομίας της αγοράς σε διάφορους οικονομικούς τομείς που μέχρι εκείνη τη στιγμή κυριαρχούσε το κράτος.
Το Δόγμα το Σοκ του Μακρόν
Μια τηλεδιάσκεψη για τον Λίβανο πραγματοποιήθηκε λίγες μέρες μετά την έκρηξη με πρωτοβουλία του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν. Συγκέντρωσε εκπροσώπους τριάντα περίπου χωρών, Δυτικών και Αραβικών, και αξιωματούχους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Συμφώνησαν να παρέχουν επείγουσα βοήθεια στον Λίβανο συνολικού ποσού 252,7 εκατομμυρίων ευρώ. Οι ίδιοι φορείς υποσχέθηκαν επίσης οικονομική υποστήριξη δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά υπό τον όρο ότι ο Λίβανος θα εφαρμόσει «θεσμικές μεταρρυθμίσεις».
Ο Μακρόν, ο οποίος πραγματοποίησε επίσκεψη υψηλού επιπέδου στο Λίβανο λίγες ώρες μετά την τραγωδία, επέμεινε στον σχηματισμό κυβέρνησης ικανής να πραγματοποιήσει «μεταρρυθμίσεις». Η διευθύνουσα σύμβουλος του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, δήλωσε ότι είναι «απαραίτητο» να «σπάσει το αδιέξοδο» στις συζητήσεις μεταξύ του Λιβάνου και του ΔΝΤ, που ξεκίνησαν πριν από αρκετούς μήνες, μέσω της εφαρμογής «μεταρρυθμίσεων».
Το ΔΝΤ έθεσε ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε απελευθέρωση οικονομικής βοήθειας την εφαρμογή αυτών των «μεταρρυθμίσεων». Το ίδιο και οι συμμετέχοντες στο συνέδριο του Παρισιού που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2018 –«Conférence é Economique pour le développement, par les réformes et avec les entreprises», γνωστό ως CEDRE– το οποίο υποσχέθηκε περισσότερα από 11 δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια και επιχορηγήσεις για τον Λίβανο. Σε αντάλλαγμα για αυτά τα κεφάλαια, η κυβέρνηση του Λιβάνου πρέπει να δεσμευτεί να αναπτύξει συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, να μειώσει τα επίπεδα χρέους και να επιβάλει μέτρα λιτότητας.
Τα κυρίαρχα θρησκευτικά-σεχταριστικά και αστικά πολιτικά κόμματα συμφωνούν με αυτά τα μέτρα, παρά τις αντιπαλότητές τους. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Λιβάνου απαρτίζεται από όλα αυτά τα κόμματα με ηγέτη τον πρώην πρωθυπουργό Σάαντ Χαρίρι, πριν από την παραίτησή του μετά το ξέσπασμα του κινήματος διαμαρτυρίας τον Οκτώβριο του 2019.
Το σχέδιο προϋπολογισμού του 2020 περιελάμβανε τη συγχώνευση ή την κατάργηση πολλών δημόσιων θεσμών και την ιδιωτικοποίηση του κρατικού τομέα ηλεκτρικής ενέργειας, κάνοντας αποδεκτές όλες τις απαιτήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΔΝΤ και της συμφωνίας του CEDRE. Τέτοιες πολιτικές θα επιδεινώσουν απλώς τη νεοφιλελεύθερη καταστροφή στην οποία βυθίστηκε ο Λίβανος από τη δεκαετία του 1990 και μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου της χώρας.
Ο νεοφιλελευθερισμός και η Μέση Ανατολή
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου, η χώρα ξεκίνησε την πορεία της οικονομικής φιλελευθεροποίησης που είχε ακολουθηθεί αλλού στη Μέση Ανατολή από τη δεκαετία του 1980, με έμφαση στη βαθύτερη ένταξη στην παγκόσμια οικονομία και την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Αυτές οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ενίσχυσαν τα μακροχρόνια χαρακτηριστικά της οικονομίας του Λιβάνου: ένα αναπτυξιακό μοντέλο προσανατολισμένο στον χρηματοπιστωτικό τομέα και τις υπηρεσίες, όπου οι κοινωνικές ανισότητες και οι περιφερειακές ανισότητες ήταν πολύ έντονες.
Ο Λίβανος έχει μία από τις πιο άνισες κατανομές πλούτου στην περιοχή και τον κόσμο, και μία από τις υψηλότερες συγκεντρώσεις δισεκατομμυριούχων κατά κεφαλή. Το 2019, το ανώτερο 10% των ενηλίκων κατείχε το 70,6% του πλούτου της χώρας.
Στην περιοχή MENA (Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική), η ιδιωτικοποίηση δημόσιων αγαθών ξεκίνησε με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των αρχών της δεκαετίας του 1990 – κυρίως στον βιομηχανικό τομέα, στα ακίνητα και τον χρηματοοικονομικό τομέα. Τα τελευταία χρόνια, οι ΔΧΟ προώθησαν τις συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) σε όλο τον κόσμο ως ένα νέο εργαλείο για την ιδιωτικοποίηση και τη διαχείριση δημόσιων αγαθών από ιδιωτικούς φορείς. Η περιοχή MENA δεν αποτελεί εξαίρεση.
Ένα σαφές παράδειγμα είναι η δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ) μετά το ξέσπασμα των Αραβικών λαϊκών εξεγέρσεων το 2011. Ένας από τους κύριους στόχους της ΕΤΑΑ ήταν η προώθηση των ΣΔΙΤ στις υποδομές. Τα μοντέλα ΣΔΙΤ στοχεύουν ειδικότερα στην προώθηση της ιδιωτικής διαχείρισης των δημόσιων υποδομών (ειδικά στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, της ηλεκτρικής ενέργειας και της υγείας). Οι ΔΧΟ όπως και η ΕΤΑΑ επέμειναν πολύ συχνά στην ανάγκη ιδιωτικοποίησης τέτοιων υποδομών ως προϋπόθεση για την παροχή δανείων.
«Σαουδαραβικός Θατσερισμός»
Ταυτόχρονα, αρκετές χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν υιοθετήσει νομοθεσία ΣΔΙΤ προκειμένου να διπλασιάσουν τις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων υπηρεσιών και των κρατικών υποδομών. Στη Σαουδική Αραβία, οι ΣΔΙΤ έχουν γίνει ένα θεμελιώδες στοιχείο στην οικονομική και πολιτική στρατηγική του Οράματος 2030 που προωθεί ο πρίγκιπας Μοχάμμαντ Μπιν Σαλμάν. Το Εθνικό Πρόγραμμα Μετασχηματισμού 2020, που παρουσιάστηκε μετά το Όραμα του 2030, περιγράφει λεπτομερώς τις οικονομικές πολιτικές της νέας ηγετικής ομάδας της Σαουδικής Αραβίας και τοποθετεί το ιδιωτικό κεφάλαιο στο κέντρο της μελλοντικής Σαουδαραβικής οικονομίας.
Η Σαουδαραβική κυβέρνηση έχει δηλώσει τα σχέδιά της να οργανώσει ΣΔΙΤ για πολλές κυβερνητικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων τομέων όπως η εκπαίδευση, η στέγαση και η υγεία. Οι Financial Times περιέγραψαν τα σχέδια ως «Σαουδαραβικό Θατσερισμό».
Το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας έχει επίσης χρησιμοποιήσει την κρίση COVID-19 για να επιβάλει περικοπές στις επιδοτήσεις, με την κατάργηση του επιδόματος κόστους ζωής, και την απότομη αύξηση του ΦΠΑ από 5 σε 15%. Εν τω μεταξύ, το κρατικό επενδυτικό ταμείο του βασιλείου έχει επενδύσει περισσότερα από 8 δισεκατομμύρια δολάρια από την έναρξη της πανδημίας σε μεγαθήρια της παγκόσμιας οικονομίας όπως η Boeing και το Facebook.
Με παρόμοιο τρόπο, το συριακό καθεστώς επιτάχυνε τη νεοφιλελεύθερη πολιτική του μετά την εξέγερση του 2011 και την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της σύγκρουσης από το 2012 και μετά. Πέρασε νόμο για τις ΣΔΙΤ τον Ιανουάριο του 2016, έξι χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του νομοσχεδείου. Η νομοθεσία επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να διαχειρίζεται και να αναπτύσσει κρατικά περιουσιακά στοιχεία σε όλους τους τομείς της οικονομίας, με εξαίρεση το πετρέλαιο. Η «νέα οικονομική στρατηγική», γνωστή ως Εθνική Εταιρική Σχέση, που ξεκίνησε ένα μήνα αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2016, ανέφερε το νόμο ΣΔΙΤ ως σημείο αναφοράς.
Αυτές οι περιφερειακές δυναμικές έχουν ξεδιπλωθεί σε περιόδους οικονομικής κρίσης, πολέμου και τώρα κατά τη διάρκεια της τρέχουσας πανδημίας. Δεν είναι ρεαλιστικά ή «τεχνοκρατικά» μέτρα, όπως ισχυρίζονται συχνά τα καθεστώτα που τα επιβάλουν. Αντίθετα, θα πρέπει να θεωρηθούν ως ένας τρόπος μετασχηματισμού των γενικών συνθηκών για τη συσσώρευση κεφαλαίου και για την ενίσχυση των οικονομικών δικτύων που συνδέονται με αυτά τα καθεστώτα.
Το κόστος της κρίσης
Τα κυριότερα κόμματα του Λιβάνου και τα διαφορετικά τμήματα της αστικής τάξης έχουν εκμεταλλευτεί τα συστήματα ιδιωτικοποιήσεων και την κυριαρχία τους στα υπουργεία για να ενισχύσουν τα δίκτυα προστασίας, νεποτισμού και διαφθοράς, ενώ η πλειοψηφία του πληθυσμού του Λιβάνου, τόσο των αλλοδαπών όσο και των ντόπιων, υπέφερε από τη φτώχεια και την ταπείνωση. Παρόλο που όλες οι πλευρές συμφωνούν για τα μέτρα του ΔΝΤ και του συνεδρίου CEDRE που συζητήθηκαν παραπάνω, υπάρχει διαμάχη μεταξύ τους που προκύπτει από την οικονομική κρίση του Οκτωβρίου 2019.
Αυτή η διαμάχη αφορά το μέγεθος των απωλειών που πρέπει να ληφθούν υπόψη ως βάση για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, το οποίο ανήλθε σε 93,1 δισεκατομμύρια δολάρια στο τέλος Μαΐου 2020 (πάνω από το 180% του Λιβανικού ΑΕΠ). Οι λιβανέζικες τράπεζες εφαρμόζουν ένα είδος σχήματος Πόντσι από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, προσφέροντας υψηλά επιτόκια για να προσελκύσουν καταθέσεις σε δολάρια ΗΠΑ και στη συνέχεια να δανείσουν τα χρήματα στην κυβέρνηση – έως ότου εξαντληθούν οι καταθέσεις. Ωστόσο, οι τράπεζες και η Κεντρική Τράπεζα του Λιβάνου (CBL) δεν θέλουν πλέον να αναλάβουν καμία ευθύνη για τις απώλειες που τους αναλογούν από το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης της κυβέρνησης του Χασσάν Ντιάμπ.
Στηρίζονται σε αυτή τους τη στάση από κόμματα όπως το Κίνημα Μέλλον του Σάαντ Χαρίρι (ο οποίος είναι επίσης ιδιοκτήτης μιας τράπεζας), και το κόμμα Αμάλ του Ναμπίχ Μπερρί. Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο, το κεφάλαιο του τραπεζικού τομέα του Λιβάνου θα διαγραφεί, με πλήρη εγγύηση των μετόχων. Το σχέδιο απαιτεί την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Ιδρύματα που δεν είναι σε θέση να αντλήσουν νέο κεφάλαιο θα μπορούσαν να αναγκαστούν να πεταχτούν έξω από τις δουλειές.
Οι τράπεζες απορρίπτουν επίσης την πρόταση για δικαστικό λογιστικό έλεγχο των λογαριασμών της CBL, ο οποίος θα διερευνήσει την πηγή των συναλλαγών που καταγράφονται στους ισολογισμούς της, ή την υιοθέτηση ενός νόμου που επισημοποιεί τους de facto ελέγχους κεφαλαίου που έχουν επιβληθεί από τις τράπεζες στους κατόχους λογαριασμών για σχεδόν ένα χρόνο.
Με την υποστήριξη ορισμένων πολιτικών, η τραπεζική ελίτ του Λιβάνου αντιστέκεται σε αυτόν τον νόμο. Οι πλούσιοι Λιβανέζοι πολίτες συνέχισαν να μεταφέρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία στο εξωτερικό, ενώ η πλειοψηφία του λαού της χώρας αντιμετωπίζει περιορισμούς στο ποσό που μπορούν να κάνουν ανάληψη από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς.
Οι τράπεζες και οι πολιτικοί τους σύμμαχοι αρνήθηκαν επίσης να επιτρέψουν στην προηγούμενη κυβέρνηση να αποπληρώσει το χρέος της σε λίρες Λιβάνου, όπως συνέστησε το ΔΝΤ. Οι λιβανικές τράπεζες κατέχουν το 28,8 τοις εκατό του συνολικού δημόσιου χρέους, το οποίο ισοδυναμεί με 16,3 δισεκατομμύρια δολάρια σε έντοκα γραμμάτια δημοσίου των ΗΠΑ και 10,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε ευρωομόλογα (χρεωστικοί τίτλοι σε ξένα νομίσματα).
Οι τραπεζίτες του Λιβάνου έχουν απορρίψει οποιαδήποτε ευθύνη για τον σημαντικό ρόλο τους στην οικονομική κρίση της χώρας. Η απάντηση των διαδηλωτών ήταν να βάλουν τους τελευταίου μήνες στο στόχαστρό τους τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, λεηλατώντας κεντρικά γραφεία και υποκαταστήματα τραπεζών σε διάφορες περιοχές της χώρας. Όμως, ο διορισμός μιας νέας κυβέρνησης εθνικής ενότητας στο εγγύς μέλλον, ειδικά μιας κυβέρνησης της οποίας θα μπορούσε να ηγείται ο Σάαντ Χαρίρι, θα ενίσχυε τη θέση των τραπεζών.
«Όλοι, σημαίνει όλοι!»
Σε αυτό το πλαίσιο, η έκκληση του Εμμανουέλ Μακρόν για μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας που θα συγκεντρώνει όλες τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις μπορεί να βοηθήσει μόνο στη διατήρηση του υπάρχοντος σεχταριστικού-θρησκευτικού και νεοφιλελεύθερου πολιτικού συστήματος, καθώς και του κοινωνικού καθεστώτος των ελίτ του. Αυτή η λύση έχει την υποστήριξη πολλών χωρών της περιοχής και του ευρύτερου κόσμου και θα επέτρεπε την εμβάθυνση των νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων».
Αυτή η πολιτική φόρμουλα είναι επίσης η επιλογή για τα σεχταριστικά-θρησκευτικά, αστικά κόμματα μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Χασσάν Ντιάμπ στις 10 Αυγούστου που βρέθηκε αντιμέτωπη με μαζικές λαϊκές διαδηλώσεις. Ορισμένα από αυτά τα κόμματα ζητούν επίσης βουλευτικές εκλογές εντός του καθιερωμένου σεχταριστικού-θρησκευτικού πολιτικού συστήματος.
Σε αυτές τις συνθήκες, η έκκληση για πρόωρες εκλογές μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι μια παγίδα για τις λαϊκές δυνάμεις που διεκδικούν ριζικές αλλαγές και για το κίνημα διαμαρτυρίας γενικότερα. Τα κόμματα της σεχταριστικής παλιάς φρουράς είναι οι καλύτερα οργανωμένες δυνάμεις και αυτές που είναι βαθύτερα εδραιωμένες σε κρατικούς θεσμούς και στην λιβανική κοινωνία.
Ορισμένα από αυτά τα κόμματα έχουν επίσης λάβει τεράστια υποστήριξη από ξένες δυνάμεις: η Χεζμπολλάχ από το Ιράν, το Κίνημα Μέλλον και (σε μικρότερο βαθμό) οι Λιβανικές Δυνάμεις [μαρωνίτικη ακροδεξιά] από τους Σαουδάραβες. Είναι σαφώς σε καλύτερη θέση να κερδίσουν νέες βουλευτικές εκλογές εάν το κίνημα διαμαρτυρίας δεν γίνει πιο δομημένο και εάν μια αριστερή, προοδευτική δύναμη δεν είναι σε θέση να προσφέρει εναλλακτική λύση στις λαϊκές τάξεις του Λιβάνου.
Μαζί με αυτά τα σεχταριστικά-θρησκευτικά κόμματα στον ίδιο τον Λίβανο, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τα περιφερειακά κράτη και τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αποτελούν μεγάλη απειλή για τον λιβανικό λαό με τις προσπάθειές τους να επωφεληθούν από την τελευταία κρίση. Είναι όλοι εχθροί του κινήματος διαμαρτυρίας του Λιβάνου: όπως το λέει το κύριο σύνθημα της εξέγερσης, «Όλοι, σημαίνει όλοι!»
Μετάφραση: e la libertà
Joseph Daher, «After the Beirut Explosion, Disaster Capitalism Has Lebanon in Its Sights», Jacobin, 24 Αυγούστου 2020. https://www.jacobinmag.com/2020/08/beirut-lebanon-disaster-capitaism-neoliberalism Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières, 24 Αυγούστου 2020, http://www.europe-solidaire.org/spip.php?article54487 International Viewpoint, 31 Αυγούστου 2020 http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article6793