Leila Al Shami
Δημιουργώντας μελλοντικές εναλλακτικές προοπτικές στο παρόν: η περίπτωση των κομμούνων της Συρίας
«Δεν είμαστε κάτι λιγότερο από τους εργάτες στην κομμούνα του Παρισιού: εκείνοι αντιστάθηκαν για 70 ημέρες και εμείς συνεχίζουμε για ενάμιση χρόνο».
Ομάρ Αζίζ, 2012
Στις 18 Μαρτίου 2021, οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο θα γιορτάσουν την 10η επέτειο της Παρισινής Κομμούνας. Εκείνη την ημέρα, απλοί άνδρες και γυναίκες διεκδίκησαν την εξουσία για τους ίδιους, πήραν υπό τον έλεγχό τους την πόλη τους και διαχειρίστηκαν τις δικές τους υποθέσεις ανεξάρτητα από το κράτος για περισσότερο από δύο μήνες πριν συντριβούν σε μια αιματηρή εβδομάδα από τη γαλλική κυβέρνηση των Βερσαλλιών. Το πείραμα των Κομμουνάρων της αυτόνομης, δημοκρατικής αυτοοργάνωσης, ως μέσο τόσο για την αντίσταση στην κρατική τυραννία όσο και για τη δημιουργία μιας ριζοσπαστικής εναλλακτικής προοπτικής απέναντι σ’ αυτήν, διατηρεί μια σημαντική θέση στη συλλογική φαντασία και έχει δώσει έμπνευση σε γενιές επαναστατών.
Στις 18 Μαρτίου θα περάσει μια άλλη επέτειος, αλλά σίγουρα με πολύ μικρότερη παγκόσμια αναγνώριση. Την ημερομηνία αυτή πριν από μια δεκαετία, πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις μεγάλης κλίμακας στη νότια Συριακή πόλη Ντέρα’α ως απάντηση στη σύλληψη και τον βασανισμό μιας ομάδας μαθητών που είχαν ζωγραφίσει αντικυβερνητικά γκράφιτι στον τοίχο. Οι δυνάμεις ασφαλείας άνοιξαν πυρ εναντίον των διαδηλωτών, σκοτώνοντας τουλάχιστον τέσσερις, προκαλώντας ευρεία δημόσια οργή. Τις επόμενες μέρες διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα και μεταμορφώθηκαν σε ένα επαναστατικό κίνημα που απαιτούσε ελευθερία από τη δικτατορία τεσσάρων δεκαετιών του καθεστώτος Άσαντ. Τα επόμενα χρόνια, καθώς οι άνθρωποι πήραν τα όπλα και ανάγκασαν το κράτος να υποχωρήσει από τις κοινότητές τους, οι Σύριοι συμμετείχαν σε αξιοσημείωτα πειράματα αυτόνομης αυτοοργάνωσης παρά τη βαρβαρότητα της αντεπανάστασης που εξαπολύθηκε εναντίον τους. Από το 2012 ήδη, ο Ομάρ Αζίζ, Σύριος οικονομολόγος, διανοούμενος του δημοσίου βίου και αναρχικός αντιφρονούντας, συνέκρινε το πρώτο από αυτά τα πειράματα με την Κομμούνα του Παρισιού.
Ο Ομάρ Αζίζ δεν ήταν απλώς παρατηρητής στα γεγονότα που διαδραματίζονταν στη Συρία. Ζώντας και δουλεύοντας στην εξορία, επέστρεψε στη γενέτειρά του, τη Δαμασκό, το 2011, σε ηλικία 63 ετών, για να συμμετάσχει στην εξέγερση εναντίον του καθεστώτος. Ασχολήθηκε με την επαναστατική οργάνωση και την παροχή βοήθειας σε οικογένειες που εκτοπίστηκαν από τα προάστια της Δαμασκού από τις επιθέσεις του καθεστώτος. Ο Αζίζ εμπνεύστηκε από το επίπεδο αυτοοργάνωσης του κινήματος στην αντίστασή του στο καθεστώς. Σε πόλεις και γειτονιές σε ολόκληρη τη χώρα, οι επαναστάτες είχαν σχηματίσει τοπικές συντονιστικές επιτροπές. Αυτές ήταν οριζόντια οργανωμένα φόρουμ μέσω των οποίων σχεδίαζαν διαδηλώσεις και μοιράζονταν πληροφορίες τόσο για τα επιτεύγματα της επανάστασης όσο και για τη βάναυση καταστολή που αντιμετώπιζε το κίνημα. Προωθούσαν τη μη βίαιη πολιτική ανυπακοή και περιελάμβαναν γυναίκες και άνδρες από όλες τις κοινωνικές, θρησκευτικές και εθνοτικές ομάδες. Οι επαναστάτες οργάνωναν επίσης την παροχή πακέτων τροφίμων σε όσους είχαν ανάγκη και τη δημιουργία ιατρικών κέντρων για την περίθαλψη τραυματισμένων διαδηλωτών που φοβούνταν να πάνε σε νοσοκομεία λόγω του κινδύνου σύλληψης.
Ο Αζίζ πίστευε ότι παρόλο που τέτοιες δραστηριότητες αποτελούσαν σημαντικό μέσο για την αντίσταση στο καθεστώς και όντως αμφισβήτησαν την εξουσία του, δεν προχώρησαν αρκετά. Μέσω της οργάνωσής τους, οι επαναστάτες ανέπτυξαν νέες σχέσεις ανεξάρτητα από το κράτος με βάση την αλληλεγγύη, τη συνεργασία και την αλληλοβοήθεια, αλλά εξακολουθούσαν να εξαρτώνται από το κράτος για τις περισσότερες από τις ανάγκες τους, συμπεριλαμβανομένης της απασχόλησης, των τροφίμων, της εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης. Αυτή η πραγματικότητα επέτρεψε στο καθεστώς να διατηρήσει τη νομιμότητά του και να διαιωνίσει τη δύναμή του παρά την ευρεία αντίθεση του λαού απέναντί του. Σε δύο κείμενα που δημοσιεύθηκαν τον Οκτώβριο του 2011 και τον Φεβρουάριο του 2012, όταν η επανάσταση ήταν ακόμη σε μεγάλο βαθμό ειρηνική και το μεγαλύτερο μέρος της συριακής επικράτειας παρέμενε υπό τον έλεγχο του καθεστώτος, ο Αζίζ άρχισε να υποστηρίζει την ίδρυση Τοπικών Συμβουλίων. Τα έβλεπε ως φόρουμ βάσης μέσω των οποίων ο λαός θα μπορούσε να συνεργαστεί συλλογικά για να καλύψει τις ανάγκες του, να αποκτήσει πλήρη αυτονομία από το κράτος και να επιτύχει ατομική και κοινοτική ελευθερία από τις δομές κυριαρχίας. Πίστευε ότι η οικοδόμηση αυτόνομων, αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων, που συνδέονται περιφερειακά και εθνικά μέσω ενός δικτύου συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας, ήταν ο δρόμος προς την κοινωνική επανάσταση. Σύμφωνα με τον Αζίζ, «όσο περισσότερο μπορεί να εξαπλωθεί η αυτο-οργάνωση… τόσο περισσότερο η επανάσταση θα δημιουργεί τα θεμέλια για τη νίκη».
Ο Αζίζ δεν ασχολήθηκε με την κατάληψη της κρατικής εξουσίας και δεν υποστήριξε ένα κόμμα εμπροσθοφυλακής για να ηγηθεί της επανάστασης. Όπως και οι Κομμουνάροι, πίστευε στην έμφυτη ικανότητα του λαού να αυτοκυβερνάται χωρίς την ανάγκη εξουσίας καταναγκασμού. Κατά την άποψή του, οι νέοι αυτο-οργανωμένοι κοινωνικοί σχηματισμοί που αναδύονταν θα «επέτρεπαν στους ανθρώπους να αποκτήσουν αυτόνομο έλεγχο στη δική τους ζωή, για να αποδείξουν ότι αυτή η αυτονομία είναι η ελευθερία». Ο Αζίζ προέβλεπε ότι ο ρόλος των Τοπικών Συμβουλίων θα ήταν να υποστηρίξουν και να εμβαθύνουν αυτή τη διαδικασία ανεξαρτησίας από τους κρατικούς θεσμούς. Προτεραιότητά τους θα ήταν η συνεργασία με άλλες λαϊκές πρωτοβουλίες για την εξασφάλιση της ικανοποίησης βασικών αναγκών όπως η πρόσβαση σε στέγαση, εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη, η συλλογή πληροφοριών σχετικά με τη μοίρα των κρατουμένων και η παροχή υποστήριξης στις οικογένειές τους, ο συντονισμός με ανθρωπιστικές οργανώσεις, η υπεράσπιση της γης από απαλλοτριώσεις από το κράτος, η υποστήριξη και ανάπτυξη οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων και ο συντονισμός με τις πρόσφατα σχηματισμένες πολιτοφυλακές του Ελεύθερου Στρατού για την εξασφάλιση της προστασίας και της κοινοτικής άμυνας. Για τον Αζίζ, η πιο ισχυρή μορφή αντίστασης στο κράτος ήταν η άρνηση συνεργασίας με αυτό μέσω της δημιουργίας εναλλακτικών λύσεων στο παρόν που προετοίμαζαν ένα χειραφετητικό μέλλον.
Τον Νοέμβριο του 2012, όπως τόσοι πολλοί από τους επαναστάτες της Συρίας, ο Ομάρ Αζίζ συνελήφθη και πέθανε στη φυλακή λίγο αργότερα. Ωστόσο, πριν από τη σύλληψή του, βοήθησε στην ίδρυση τεσσάρων τοπικών συμβουλίων στα εργατικά προάστια της Δαμασκού. Το πρώτο ήταν στο Ζαμπαντάνι, μια αγροτική και τουριστική πόλη που περιβάλλεται από βουνά, περίπου 50 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα. Η πόλη προσχώρησε γρήγορα στην εξέγερση τον Μάρτιο του 2011, πραγματοποιώντας τακτικές διαδηλώσεις με αίτημα την ελευθερία και την απελευθέρωση των κρατουμένων. Μέχρι τον Ιούνιο, νεαροί άνδρες και γυναίκες είχαν σχηματίσει μια τοπική συντονιστική επιτροπή για να οργανώνουν διαδηλώσεις και να πραγματοποιούν εργασίες στα μέσα ενημέρωσης για να μεταφέρουν στον έξω κόσμο τα όσα συνέβαιναν στην πόλη. Όπως και οι γυναίκες Κομμουνάρες του Παρισιού, οι γυναίκες του Ζαμπαντάνι δημιούργησαν επίσης τα δικά τους φόρουμ. Στα μέσα του 2011 δημιουργήθηκε η Συλλογικότητα των Επαναστατριών του Ζαμπαντάνι. Συμμετείχαν μαζικά σε διαδηλώσεις και καλούσαν σε ειρηνική πολιτική ανυπακοή. Έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην απεργία αξιοπρέπειας τον Δεκέμβριο του 2011, μια πανεθνική γενική απεργία που προσπάθησε να ασκήσει οικονομική πίεση στο καθεστώς. Τον Ιανουάριο του 2012 ίδρυσαν το Oxygen Magazine, ένα διμηνιαίο έντυπο περιοδικό που παρείχε αναλύσεις της επανάστασης και προωθούσε την ειρηνική αντίσταση. Η ομάδα εξελίχθηκε αργότερα στο δίκτυο γυναικών Damma, το οποίο συνεχίζει να εργάζεται για την υποστήριξη των γυναικών ώστε να ενισχύσει τις αντοχές και να αμβλύνει τις επιπτώσεις της βίας στις κοινότητες που πλήττονται από συγκρούσεις, καθώς και για την παροχή εκπαίδευσης και ψυχολογικής υποστήριξης στα παιδιά.
Το Ζαμπαντάνι απελευθερώθηκε από τις τοπικές πολιτοφυλακές του Ελεύθερου Στρατού τον Ιανουάριο του 2012. Στήθηκαν οδοφράγματα και η πόλη πέρασε υπό τον έλεγχο των κατοίκων της. Συστάθηκε ένα τοπικό συμβούλιο για να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε από την αποχώρηση του καθεστώτος. Οι Σουνίτες και οι Χριστιανοί κάτοικοι της πόλης συγκεντρώθηκαν για να εκλέξουν τα 28 μέλη του συμβουλίου από αξιοσέβαστα άτομα της κοινότητας και να εκλέξουν έναν πρόεδρο. Αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία δημοκρατίας στη Συρία εδώ και δεκαετίες. Το συμβούλιο συγκρότησε μια σειρά από τμήματα για τη διαχείριση της καθημερινής πολιτικής ζωής, μεταξύ άλλων για την υγειονομική περίθαλψη και την ανθρωπιστική βοήθεια, καθώς και μια πολιτική επιτροπή που ασχολήθηκε με τις διαπραγματεύσεις με το καθεστώς και ένα δικαστήριο για την επίλυση των τοπικών συγκρούσεων. Μια στρατιωτική επιτροπή επόπτευε τα τάγματα του Ελεύθερου Στρατού για την εξασφάλιση της προστασίας. Ενώ οι εκπρόσωποι του Συμβουλίου ήταν όλοι άνδρες, η Συλλογικότητα των Επαναστατριών του Ζαμπαντάνι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη των δραστηριοτήτων του Συμβουλίου. Όπως και οι Κομμουνάροι του Παρισιού, οι κάτοικοι του Ζαμπαντάνι, που ονειρεύονταν μια ελεύθερη και δίκαιη κοινωνία, κατάφεραν να αυτοοργανώσουν δημιουργικά την κοινότητά τους ανεξάρτητα από τον κεντρικό κρατικό έλεγχο.
Το καθεστώς θεώρησε την τοπική αυτονομία και τη λαϊκή δημοκρατία ως τη μεγαλύτερη απειλή γι’ αυτό. Όπως και η κυβέρνηση των Βερσαλλιών που αρνήθηκε να πολεμήσει ενάντια στους Πρώσους, έστρεψε τα όπλα της στους Κομμουνάρους, έτσι και το συριακό καθεστώς έστρεψε όλες του τις δυνάμεις εναντίον του λαού του Ζαμπαντάνι. Η πόλη τέθηκε υπό πολιορκία, η οποία επιβλήθηκε από το καθεστώς και την σύμμαχό του την Χεζμπολλάχ που υποστηρίζεται από το Ιράν και οι καθημερινοί βομβαρδισμοί οδήγησαν σε μια δραματική επιδείνωση των ανθρωπιστικών συνθηκών. Μέσα στην πόλη, οι επαναστάτες αντιμετώπισαν επίσης προκλήσεις από εξτρεμιστικά ισλαμιστικά τάγματα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν όλο και μεγαλύτερη επιρροή και τελικά απέσπασαν τον έλεγχο από το τοπικό συμβούλιο το 2014. Μετά από μια σειρά αποτυχημένων συμφωνιών κατάπαυσης του πυρός, το καθεστώς ανέκτησε τον έλεγχο του Ζαμπαντάνι τον Απρίλιο του 2017, κι ύστερα απ’ αυτό πολλοί από τους κατοίκους του απομακρύνθηκαν βίαια.
Η εμπειρία του Ζαμπαντάνι ήταν αξιοσημείωτη, αλλά όχι μοναδική. Κατά τη διάρκεια της συριακής επανάστασης, η χώρα απελευθερώθηκε σε τέτοιο βαθμό που, έως το 2013, το καθεστώς είχε χάσει τον έλεγχο περίπου των 4/5 της εθνικής επικράτειας. Με την απουσία του κράτους, η αυτοοργάνωση του λαού συνέχισε τη λειτουργία των κοινοτήτων και τους επέτρεψε την αντίσταση στο καθεστώς, σε ορισμένες περιπτώσεις για χρόνια. Εκατοντάδες τοπικά συμβούλια ιδρύθηκαν στις νεοσυσταθείσες αυτόνομες ζώνες που παρέχουν βασικές δημόσιες υπηρεσίες, όπως νερό και ηλεκτρικό ρεύμα, συλλογή απορριμμάτων και υποστήριξη σχολείων και νοσοκομείων για να συνεχίσουν να λειτουργούν. Σε ορισμένες περιοχές καλλιεργούσαν και διένειμαν τρόφιμα. Οι άνθρωποι συνεργάστηκαν επίσης για τη δημιουργία ανθρωπιστικών οργανώσεων, κέντρων παρακολούθησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ανεξάρτητων ενώσεων μέσων ενημέρωσης. Τα γυναικεία κέντρα ιδρύθηκαν για να ενθαρρύνουν τις γυναίκες να δραστηριοποιούνται πολιτικά και οικονομικά και να αμφισβητούν τα πατριαρχικά ήθη. Ένα παράδειγμα είναι το κέντρο Μάζαγια στην Κάφρανμπελ, στο Ιντλίμπ, το οποίο δίδαξε επαγγελματικές δεξιότητες σε γυναίκες, διοργάνωσε συζητήσεις για θέματα δικαιωμάτων των γυναικών και αντιμετώπισε τις απειλές που προέρχονται από εξτρεμιστικές ισλαμιστικές ομάδες. Ιδρύθηκαν σύλλογοι φοιτητών, δημοσιογράφων και εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Στη βόρεια πόλη Μανπίτζ, επαναστάτες ίδρυσαν το πρώτο ελεύθερο συνδικάτο της Συρίας, το οποίο διεκδίκησε καλύτερους μισθούς. Οι πολιτιστικές δραστηριότητες άνθισαν, συμπεριλαμβανομένων ανεξάρτητων κινηματογραφικών συλλογών, γκαλερί τέχνης και θεατρικών ομάδων. Στην απελευθερωμένη πόλη Νταράγια, κοντά στη Δαμασκό, οι επαναστάτες δημιούργησαν μια υπόγεια βιβλιοθήκη από βιβλία που διέσωσαν από τα κατεστραμμένα σπίτια των ανθρώπων.
Μετά το 2011, πριν η αντεπανάσταση τις ισοπεδώσει, οι κοινότητες σε όλη τη Συρία ζούσαν ελεύθερες από την τυραννία του καθεστώτος. Η εξουσία περιορίστηκε στο τοπικό επίπεδο και οι άνθρωποι συνεργάστηκαν για το αμοιβαίο όφελος, συχνά σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, για να οικοδομήσουν μια πλουραλιστική, ποικιλόμορφη, δημοκρατική και χωρίς αποκλεισμούς κοινωνία που ήταν το αντίθετο του κρατικού ολοκληρωτισμού. Δεν υποκινούνταν από μεγάλες ιδεολογίες, ούτε καθοδηγούνταν από κάποια παράταξη ή κόμμα. Τους οδήγησε η ανάγκη. Η ίδια η ύπαρξή τους αμφισβητούσε τον μύθο που προπαγάνδιζε το κράτος ότι η επιβίωσή του ήταν απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση των βασικών αναγκών και η σταθερότητα. Οι Σύριοι έδειξαν ότι ήταν κάτι παραπάνω από ικανοί να οργανώσουν τις κοινότητές τους ελλείψει κεντρικής, καταναγκαστικής εξουσίας, οικοδομώντας ισότιμες κοινωνικές δομές και αναδημιουργώντας κοινωνικούς δεσμούς αλληλεγγύης, συνεργασίας και αμοιβαίου σεβασμού. Δεν υπήρχε ένα μοντέλο ή σχέδιο. Κάθε κοινότητα οργανώθηκε σύμφωνα με τις δικές της ανάγκες, τις μοναδικές τοπικές συνθήκες και αξίες της – η ίδια η ουσία της αυτοδιάθεσης, απαραίτητης σε μια χώρα με τόσο μεγάλη κοινωνική και πολιτισμική ποικιλομορφία όπως η Συρία. Αυτό που μοιράζονταν ήταν η επιθυμία για αυτονομία από το καθεστώς και η δέσμευση για αποκεντρωμένες, αυτοδιαχειριζόμενες μορφές οργάνωσης.
Ενώ η εμπειρία της παρισινής κομμούνας είναι γνωστή και εξυμνήθηκε στη Δύση, πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί δεν έγινε το ίδιο με παρόμοια πειράματα που συμβαίνουν στην εποχή μας στη Συρία – γιατί συνήθως δεν κατάφεραν να προσελκύσουν ούτε τις πιο βασικές μορφές αλληλεγγύης. Ενώ ένα μεγάλο μέρος της ριζοσπαστικής θεωρίας που διεκδικεί την οικουμενικότητα, συχνά δίνει ελάχιστη προσοχή σε άλλα, μη δυτικά πλαίσια ή κουλτούρες. Όταν οι αριστεροί στη Δύση σκέφτονται τη Συρία, συχνά σκέφτονται την ξένη κρατική παρέμβαση, τις εξτρεμιστικές ισλαμιστικές ομάδες και τις πολυάριθμες ένοπλες ταξιαρχίες που συγκρούονται ανταγωνίζονται για την εξουσία και εδάφη. Λίγη προσοχή δίνεται στους απλούς ανθρώπους άνδρες και γυναίκες και στις θαρραλέες πράξεις ανυπακοής τους ενάντια σε ένα τυραννικό, γενοκτονικό καθεστώς. Αυτοί οι άνθρωποι αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της πολιτικής αντίστασης της Συρίας. Όχι μόνο αντιστάθηκαν στο καθεστώς, αλλά έχτισαν μια βιώσιμη, όμορφη εναλλακτική λύση σε αυτό. Ο αγώνας τους έγινε πολύπλευρος. Υπερασπίστηκαν τη σκληρά κερδισμένη αυτονομία τους από το καθεστώς και αργότερα από πολυάριθμες ξένες δυνάμεις και εξτρεμιστικές ομάδες που έβλεπαν την ύπαρξή τους ως τη μεγαλύτερη απειλή. Η διεθνής κοινότητα τους απέφευγε και συχνά τους συκοφαντούσε, μέσα σ’ αυτήν και άνθρωποι που θεωρούσαν τους εαυτούς τους μέρος της αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς. Η ύπαρξή τους έγινε ενοχλητική για τις μεγάλες αφηγήσεις στις οποίες οι άνθρωποι επιδίδονταν σχετικά με την επανάσταση και τον αντεπαναστατικό πόλεμο της Συρίας. Ο επιστημολογικός ιμπεριαλισμός άφησε ελάχιστο χώρο για τις βιωμένες πραγματικότητες των Σύριων.
Όπως και με την Κομμούνα του Παρισιού, υπάρχουν πολλά να μάθουμε από την επαναστατική εμπειρία της Συρίας. Σε περιόδους εξέγερσης ή σε περιόδους κρίσης, συχνά εμφανίζονται νέοι τρόποι οργάνωσης που παρέχουν εναλλακτικές λύσεις στα ιεραρχικά, καταναγκαστικά και εκμεταλλευτικά συστήματα που εφαρμόζουν τόσο ο καπιταλισμό όσο και το κράτος. Μέσω της αποκεντρωμένης αυτοοργάνωσης, χωρίς την ανάγκη για ηγέτες ή αφεντικά, αλλά με την εθελοντική ένωση, τη συνεργασία και την ανταλλαγή πόρων, οι άνθρωποι μπορούν να μεταμορφώσουν τις κοινωνικές σχέσεις και να επηρεάσουν ριζικές κοινωνικές αλλαγές. Μας δείχνουν ότι το μέλλον της χειραφέτησης μπορεί να οικοδομηθεί εδώ και τώρα, ακόμη και στη σκιά του κράτους.
*****
Όλα τα αποσπάσματα προέρχονται από την αγγλική μετάφραση των δύο εφημερίδων του Ομάρ Αζίζ σχετικά με τον Σχηματισμό Τοπικών Συμβουλίων από το Bordered by Silence, εκτός από το εισαγωγικό απόσπασμα που προήλθε από το Twitter, τώρα διαγραμμένο.
Μετάφραση: e la libertà
Leila Al Shami, «Building alternative futures in the present: the case of Syria’s communes», The Funambulist, Μάρτιος, Απρίλιος 2021, και Leila’s blog, 18 Μαρτίου 2021.