Κυριακή, 13 Ιουνίου 2021 14:03

Η ΜΚΟποίηση της συριακής επανάστασης

Tammam Azzam, The Place

 

 

Julie Hearn

Abdulsalam Dallal

 

Η ΜΚΟποίηση της συριακής επανάστασης

 

Τον Μάρτιο του 2011 η Αραβική Άνοιξη έφτασε στη Συρία. Οι Σύριοι είχαν ζήσει για 40 χρόνια κάτω από τον ολοκληρωτισμό της οικογένειας Ασάντ, πρώτα του πατέρα, Χάφεζ αλ-Ασάντ (1971-2000), και στη συνέχεια του γιου, Μπασάρ αλ-Ασάντ.1 Το καθεστώς αυτό περιελάμβανε κατάσταση έκτακτης ανάγκης από το 1963, η οποία περιελάμβανε την περιβόητη κράτηση, τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων, καθώς και τη σφαγή της Χάμα το 1982, κατά την οποία ο συριακός στρατός σκότωσε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους.2 Η Συριακή Άνοιξη ξεκίνησε με μια αυθόρμητη διαδήλωση στην αγορά της αλ-Χαρίκα στην καρδιά της παλιάς πόλης της Δαμασκού κι ύστερα ακολούθησαν μικρές συγκεντρώσεις έξω από τις πρεσβείες της Τυνησίας, της Αιγύπτου και της Λιβύης. Αυτές μετατράπηκαν σε ταυτόχρονες διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα στις 15 Μαρτίου 2011, μια «Ημέρα Οργής», και συνεχίστηκαν. H νότια πόλη Ντάρ’α ήταν αυτή που θα ονομαζόταν «λίκνο της επανάστασης», αφού το κράτος πυροβόλησε εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών, σκοτώνοντας τέσσερα άτομα. Αυτοί ήταν οι πρώτοι θάνατοι της εξέγερσης και αντί να αποδυναμώσουν την αντίσταση, την ενίσχυσαν.3

Πολλοί Σύριοι ονόμασαν αυτή τη μαζική λαϊκή κινητοποίηση αθ-Θάουρα ασ-Σουρίγια, Συριακή Επανάσταση, όπως αθ-Θάουρα αλ-Κάραμα, Επανάσταση της Αξιοπρέπειας στην Τυνησία, και Θάουρατ αλ-χάμσατ ούα ασρούν Γιανάγιρ, Επανάσταση της 25ης Ιανουαρίου στην Αίγυπτο. Τέσσερις μήνες μετά, η Συριακή Επανάσταση προσείλκυε ένα εκατομμύριο διαδηλωτές στους δρόμους, παρά τους 1.500 νεκρούς και τους 15.000 συλληφθέντες. O παλαίμαχος επαναστάτης Yassin Al-Haj Saleh, γράφει: «Είναι σωστό να χρησιμοποιούμε τον όρο επανάσταση, επειδή πολλοί Σύριοι αλλάζουν ριζικά τον εαυτό τους, ενώ αγωνίζονται να αλλάξουν τη χώρα τους και να απελευθερώσουν τους συμπατριώτες τους».4 Πολλοί έχουν γράψει για τη ρήξη του «βασιλείου της σιωπής», μεταξύ των οποίων και ο εξέχων ηγέτης της αντιπολίτευσης Ριάντ ατ-Τουρκ: «Τώρα ο δρόμος μίλησε. Οι νέοι επαναστάτες μίλησαν... Είναι ο λαός που βγήκε σήμερα από τη σιωπή του και υπονόμευσε τα τείχη του βασιλείου της σιωπής».5

Οι Σύριοι όχι μόνο είχαν σπάσει τα δεσμά του φόβου, αλλά βίωναν επίσης μια συλλογική αναγέννηση της δημιουργικότητας και των δυνατοτήτων, που ιστορικά αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των επαναστατικών στιγμών. Η Γιάρα Νασέιρ θυμάται:

Υπήρχε μια τόσο θετική ατμόσφαιρα. Ακούγεται απίστευτο, αλλά ξαφνικά όλοι είχαν καλή συμπεριφορά. Οι άνθρωποι ήταν ενωμένοι. Τα συνθήματά τους ήταν πολύ όμορφα. Μην ξεχνάτε ότι πρόκειται για έναν λαό που είχε υποστεί πλύση εγκεφάλου και είχε κρατηθεί απομονωμένος για δεκαετίες... Σε αυτό το πλαίσιο, αυτό που έκανε ο κόσμος ήταν εκπληκτικό.6

Όπως παρατηρούν οι Robin Yassin Kassab και Leila Al-Shami: «Όλοι στους δρόμους ζητούσαν τώρα επανάσταση, όχι μεταρρύθμιση».7 Δημιουργήθηκαν οι ακόλουθες οργανώσεις: Η Ένωση Συντονιστών της Συριακής Επανάστασης (SYRCU), το Ανώτατο Συμβούλιο της Συριακής Επανάστασης (SCSR), η Γενική Επιτροπή της Συριακής Επανάστασης (SRGC) και ο Εθνικός Συνασπισμός για τις Επαναστατικές και Αντιπολιτευτικές Δυνάμεις της Συρίας (NCSROF). Το 2019 το Δίκτυο της Συριακής Επανάστασης (SRN) είχε περίπου 2 εκατομμύρια οπαδούς στη σελίδα του στο Facebook και πάνω από 200.000 οπαδούς στο Twitter. Με αφορμή την όγδοη επέτειο της Συριακής Επανάστασης το hashtag της ήταν #ثورة_وستبقى (Θάουρα ούα σατάμπκα) #ΜιαΕπανάστασηΚαιΠαντοτινή.

Το γεγονός ότι η επανάσταση της Συρίας αντιμετωπίστηκε με την πιο αιματηρή αντεπανάσταση στην περιοχή αποτελεί απόδειξη της κλίμακας και της πρόκλησης της επανάστασης. Οι διαδηλώσεις δεν ποινικοποιήθηκαν απλώς, αλλά στρατιωτικοποιήθηκαν αμέσως, με αποτέλεσμα πολλές λιποταξίες από τον στρατό, καθώς οι στρατιώτες αρνήθηκαν να πυροβολήσουν ειρηνικούς πολίτες και οι διαδηλωτές αναγκάστηκαν να οπλιστούν. Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε στη δημιουργία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA [الْجَيْش السُّوْرِي الْحُرّ‎ / αλ-Τζάις ασ-Σούρι αλ-Χουρρ]) τον Ιούλιο του 2011 από έναν αριθμό πρώην υψηλόβαθμων και μεσαίων αξιωματικών του στρατού. Στα τέλη του 2012 ο FSA αποτελούνταν από περισσότερους από 100.000 μαχητές σε διάφορες ταξιαρχίες, ενωμένους στον στόχο τους να ανατρέψουν τον Άσαντ. Βρίσκονταν στα πρόθυρα της νίκης, ελέγχοντας το 80% της επικράτειας της χώρας.8 Σε μια κοινωνία όπου γενιές και γενιές είχαν γνωρίσει μόνο τον αυταρχισμό και παρά τις βιομηχανικής κλίμακας δολοφονίες, συλλήψεις και βασανιστήρια του στρατού, οι Σύριοι επαναστάτες οργάνωναν παρατεταμένες ειρηνικές διαδηλώσεις, ακολουθούμενες από στρατιωτική αυτοοργάνωση, με αποτέλεσμα την κατάληψη εδαφών και ένα τελικό όργανο αυτοδιακυβέρνησης: την τοπική αυτοδιοίκηση.9

Το International Socialism έχει αναλύσει την επανάσταση από την αρχή της με ένα άρθρο την άνοιξη του 2011, με θέμα «η επιστροφή της αραβικής επανάστασης» και έξι επόμενα άρθρα μαζί με ένα φυλλάδιο του Socialist Worker που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2016. Το άρθρο μας αποτελεί συνέχεια αυτών και του άρθρου της Anne Alexander στο προηγούμενο τεύχος του International Socialism, όπου διερευνά τα διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε από τις πρόσφατες επαναστάσεις στο Σουδάν και την Αλγερία. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο συλλογικός μας στόχος πρέπει να είναι:

«Να αντλήσουμε όλα τα συμπυκνωμένα διδάγματα και τις εμπειρίες που οι απλοί άνθρωποι συσσωρεύουν στον “χρόνο της επανάστασης” σχετικά με την ικανότητά τους να αναδιαμορφώσουν την κοινωνία –την αίσθηση της δικής τους δύναμης, της ομορφιάς και του στόχου που οι κυβερνώντες προσπαθούν απεγνωσμένα να καταστρέψουν– και να τα διατηρήσουμε για την επόμενη φορά, ώστε να μπορούν και άλλοι να διδαχτούν από αυτά.»10

Η Alexander υπογραμμίζει δύο κρίσιμες πτυχές της επιτυχημένης επαναστατικής οργάνωσης: την αποσύνθεση του στρατού και τον σχηματισμό εργατικών συμβουλίων ή την «αυτοοργάνωση που μπορεί γρήγορα να “εξελιχθεί” σε αυτοδιακυβέρνηση» σύμφωνα με τα λόγια του Λέον Τρότσκι.11 Στη Συρία είδαμε και τα δύο (αλλά, όπως επισημαίνει η Alexander, την κρίσιμη απουσία της απεργιακής δύναμης των εργατών – αυτό είναι ένα άρθρο από μόνο του). Στο αποκορύφωμά της στα τέλη του 2012 είδαμε εκατοντάδες επαναστατικά συμβούλια να δείχνουν συγκεκριμένα πώς «θα μπορούσαν να σχηματίσουν το έμβρυο ενός εντελώς διαφορετικού είδους κράτους» ακόμη και σε συνθήκες πολέμου.12 Το άρθρο αυτό παίρνει αυτή τη μοναδική συριακή εμπειρία επαναστατικής αυτοδιακυβέρνησης και εξετάζει τις πολιτικές διαδικασίες μέσω των οποίων η δυτική βοήθεια συνέβαλε στην καταστροφή της.

Η Συρία τείνει να αναλύεται μέσα από το πρίσμα των δυτικών μελετών ασφάλειας, με έμφαση στη μεσανατολική τρομοκρατία ή στη γεωπολιτική του ιμπεριαλισμού. Το παρόν άρθρο, ωστόσο, εξετάζει τα γεγονότα από τη σκοπιά των κοινωνικών κινημάτων βάσης, εστιάζοντας στην επαναστατική αυτοοργάνωση και στον αντίκτυπο της δυτικής βοήθειας σε αυτήν. Η αντεπανάσταση του Άσαντ είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη επιχείρηση βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών, η οποία υπολογίζεται σε 30 δισεκατομμύρια δολάρια, παράλληλα με τη βοήθεια που παρέχεται διμερώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και άλλους. Από τη δεκαετία του 1980, η βοήθεια διοχετεύεται όλο και περισσότερο μέσω μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) αντί να μεταφέρεται απευθείας σε κράτη. Οι ακαδημαϊκοί χρησιμοποιούν τον όρο «ΜΚΟ-ποίηση» για να ερμηνεύσουν τις συνέπειες αυτής της «αλυσίδας βοήθειας» των κρατών, των διεθνών ΜΚΟ (ΔΜΚΟ), των ΜΚΟ της διασποράς και των τοπικών ΜΚΟ, ιδίως την ενσωμάτωση αυτόνομων οργανώσεων βάσης στο επίσημο σύστημα βοήθειας.13 Αναγνωρίζουμε ότι η ανθρωπιστική βοήθεια από τα κράτη του Κόλπου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη Συρία. Ωστόσο, λόγω της διαφορετικής πολιτικής δυναμικής της επικεντρωνόμαστε εδώ αποκλειστικά στη δυτική βοήθεια.

Ξεκινάμε καταγράφοντας τα τοπικά συμβούλια στις περιοχές που ελεγχόταν από την αντιπολίτευση ως όργανα αυτοδιοίκησης. Στη συνέχεια διερευνούμε πέντε τρόπους με τους οποίους η δυτική βοήθεια υπονόμευσε αυτά τα συμβούλια στην καρδιά της επανάστασης. Πρώτον, η συντριπτική πλειοψηφία της δυτικής βοήθειας πήγαινε στο καθεστώς Άσαντ, το οποίο, κάτω από τη στενή εποπτεία των υπηρεσιών ασφαλείας του, φρόντιζε να τη διανέμει στους πολιτικούς υποστηρικτές του και όχι στους αντιπάλους του. Χρησιμοποίησε έτσι αυτή τη βοήθεια με μεγάλη επιτυχία για να χρηματοδοτήσει την αντεπανάστασή του. Δεύτερον, οι δυτικοί δωρητές επέλεξαν να χρηματοδοτήσουν μη κυβερνητικές οργανώσεις και όχι την εμβρυακή κυβερνητική δομή της Αντιπολίτευσης, επειδή ήθελαν να αποφύγουν τις κατηγορίες ότι υποστήριζαν τρομοκράτες ή ότι έκαναν «πολιτική». Με άλλα λόγια, δημιούργησαν μια παράλληλη δομή βοήθειας, σε ανταγωνισμό και υπονομεύοντας τα επαναστατικά συμβούλια. Τρίτον, οι καλά τεκμηριωμένες διαδικασίες θεσμοποίησης και επαγγελματοποίησής τους μετέτρεψαν την πολιτική διαμαρτυρία σε πρότζεκτ βοήθειας. Τέταρτον, ο ταυτόχρονος παγκόσμιος λόγος περί αμεροληψίας των ΜΚΟ αποπολιτικοποιεί σκόπιμα το έργο τους, μετατρέποντας ένα πολιτικό φαινόμενο κοινωνικής επανάστασης σε «ανθρωπιστική κρίση» και μετατρέποντας τη συνείδηση των νέων επαναστατών που ήρθαν να εργαστούν γι’ αυτές σε συνείδηση «ουδέτερων ανθρωπιστών». Πέμπτον, η πρακτική της «απομακρυσμένης διαχείρισης» των ΜΚΟ αποδυνάμωσε τους Σύριους, αφαιρώντας την εξουσία λήψης αποφάσεων από εκείνους που βρίσκονται στην περιοχή και παραδίδοντάς την σε ομογενείς προϊσταμένους σε μακρινές πρωτεύουσες, ξένους εκτός της χώρας, ακριβώς στο σημείο όπου οι Σύριοι είχαν ανακαλύψει την αυτονομία τους.

Υποστηρίζουμε ότι η βοήθεια της Δύσης, η οποία διοχετεύεται μέσω ΜΚΟ, υποβάθμισε την επανάσταση σε μια διαδικασία που την χαρακτηρίζουμε ΜΚΟποίηση της Συριακής Επανάστασης. Πρόκειται για έναν παραγνωρισμένο παράγοντα, ο οποίος συνέβαλε στην αδρανοποίηση μιας εναλλακτικής λύσης απέναντι στον Ασαντισμό, παράλληλα με τις καλά τεκμηριωμένες πτυχές της αντεπανάστασης της Συρίας. Αυτές περιλαμβάνουν τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια της Ρωσίας και του Ιράν και την άνοδο του σεχταρισμού και της τρομοκρατίας, που υποστηρίζονται κυρίως από διάφορες χώρες του Κόλπου, αλλά διευκολύνονται και από άλλες.14

Το άρθρο συμπυκνώνει, αφενός, οκτώ χρόνια εμπειρίας από πρώτο χέρι από την εργασία στον τομέα της συριακής βοήθειας σε οκτώ ΜΚΟ κατά τη διάρκεια της καταστροφής και των απωλειών της χώρας και αμέτρητες νυχτερινές συζητήσεις μεταξύ Σύριων επαναστατών· και, αφετέρου, 25 χρόνια εμπειρίας στην έρευνα, τη δημοσίευση και τη διδασκαλία σχετικά με τη δημιουργία ΜΚΟ στον Παγκόσμιο Νότο. Στόχος μας είναι να κατανοήσουμε το θέμα από μια επαναστατική οπτική γωνία και γι’ αυτό αναδεικνύουμε τις φωνές διαφόρων Σύριων επαναστατών, όπως ο Ghayath Naisse, ο Omar Aziz, ο Yassin al-Haj Saleh, η Leila al-Shami και ο Robin Yassin-Kassab. Επικεντρωνόμαστε στις ελεγχόμενες από την αντιπολίτευση επαρχίες του Χαλεπιού και του Ιντλίμπ, που βρίσκονται στα τουρκοσυριακά σύνορα, επειδή εκεί βρισκόταν η πλειονότητα των Τοπικών Συμβουλίων (LC), με τη βοήθεια να έρχεται από τα σύνορα. Δεν συμπεριλαμβάνουμε το πείραμα αυτοδιοίκησης του PYD (Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης) στη «Ροζάβα», επειδή το PYD δεν συμμετείχε στις διαδηλώσεις εναντίον του καθεστώτος Άσαντ τον Μάρτιο του 2011. Αντιθέτως, κατέστειλε τις διαμαρτυρίες των Κούρδων επαναστατών. Η καταπιεστική και καιροσκοπική πολιτική του το βοήθησε να γίνει ντε φάκτο κυρίαρχος των περιοχών με κουρδική πλειοψηφία, αφού το καθεστώς τού παρέδωσε τις περιοχές αυτές.15

Τοπικά συμβούλια: πειράματα αυτοδιοίκησης

Μέχρι τα μέσα του 2012, στις επαρχίες Ιντλίμπ και Χαλέπι, ο στρατός του Άσαντ είχε ηττηθεί στρατιωτικά, η τοπική κυβέρνηση του καθεστώτος είχε αποχωρήσει και είχε ξεκινήσει μια στρατηγική καμμένης γης, κατά την οποία «το καθεστώς άφησε τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων της χώρας στις δυνάμεις των ανταρτών, αλλά προσπάθησε να τα καταστήσει ακατοίκητα με συνεχείς επιδρομές με βόμβες βαρελιών και αδιάκριτους βομβαρδισμούς πολιτικών στόχων».16 Η επαναστατική οργάνωση των πολιτών παρενέβη με τη δημιουργία, αρχικά, επαναστατικών συμβουλίων ή αλ-Ματζλίς αθ-θαουαρίγια, αργότερα γνωστών ως Τοπικών Συμβουλίων (αλ-Ματζλίς αλ-Μαχαλίγια). Αυτά συχνά προέκυπταν από τις τοπικές συντονιστικές επιτροπές (LCCs, Λιτζάν Άττανσικ αλ-Μαχαλλίγια «ατ-Τανσικιγιάτ»), οι οποίες είχαν συσταθεί για να οργανώσουν και να καταγράψουν τις αρχικές διαμαρτυρίες υπέρ της δημοκρατίας.17 Οι επαναστάτες είχαν πλέον την προσοχή τους στραμμένη στην κάλυψη των επειγουσών αναγκών ενός χωριού ή μιας πόλης που δεχόταν επίθεση. Μια κοινή έκθεση το 2016 από τη Μονάδα Συμβουλίων Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Συρίας (LACU) και το Ελβετικό Ίδρυμα Ειρήνης, η οποία βασίστηκε σε 50 συνεντεύξεις, σημειώνει:

«Οι ερωτηθέντες γενικά τις θεωρούσαν θεσμό παροχής υπηρεσιών με κύριο στόχο την εξασφάλιση βασικών υπηρεσιών για τους κατοίκους, ώστε να ανακουφιστούν τα δεινά που προκαλούνται από την ένοπλη σύγκρουση. Ξεκινώντας από μικρή κλίμακα, με λίγους μόνο επαναστάτες ακτιβιστές και υποστηρικτές, ο αρχικός στόχος ήταν η παροχή προσωρινής ανακούφισης μέχρι να επιτευχθεί η πλήρης ανατροπή της κυβέρνησης.»18

Τα πρώτα LC που βασίστηκαν στο νομοθετικό διάταγμα 107 για την αποκέντρωση, το οποίο εξέδωσε ο Άσαντ τον Αύγουστο του 2011, εμπνεύστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την επαναστατική σκέψη και πρακτική του αείμνηστου αναρχικού Όμαρ Αζίζ. Ήδη από τον Νοέμβριο του 2011, ο Αζίζ έγραψε ένα κείμενο που υποστήριζε την ανεξάρτητη, δημοκρατική αυτοδιοίκηση της βάσης και συνέχισε συμβάλλοντας στη δημιουργία του πρώτου LC στο Αλ Ζαμπαντάνι τον Ιανουάριο του 2012 και στη συνέχεια άλλων στην Μπάρζα, την Ντάραγια και την Ντούμα, στην επαρχία της Δαμασκού.19 Ο Αζίζ κατανόησε τις μετασχηματιστικές δυνατότητες που προσέφερε η επανάσταση και έγραψε στην αρχική πρόταση του κειμένου του: «Μια επανάσταση είναι ένα εξαιρετικό γεγονός που αλλάζει την ιστορία των κοινωνιών, ενώ αλλάζει την ίδια την ανθρωπότητα».20 Λίγο πριν συλληφθεί τον Νοέμβριο του 2012 έγραψε: «Δεν είμαστε κατώτεροι από τους εργάτες της Παρισινής Κομμούνας – αυτοί αντιστάθηκαν για 70 ημέρες και εμείς συνεχίζουμε για ενάμιση χρόνο». Ο Αζίζ πέθανε στη φυλακή λίγους μήνες αργότερα.21 Στα τέλη του 2017 υπήρχαν περίπου 400 LC που εποπτεύονταν από δώδεκα επαρχιακά συμβούλια, με τα περισσότερα στις επαρχίες Χαλέπι και Ιντλίμπ, περίπου 140 στο Χαλέπι και 144 στο Ιντλίμπ (γνωστά ως Ματζλίς Μουχαφαθάτ Ιντλίμπ και Ματζλίς Μουχαφαθάτ Χάλαμπ).22

Ο Ghayath Naisse παρατήρησε ότι: «Αυτές οι μορφές ελέγχου και διοίκησης από τα κάτω είναι πιο ανεπτυγμένες στη Συριακή Επανάσταση από οποιαδήποτε άλλη διαδικασία στις χώρες της περιοχής».23 Σε συνέντευξή του σε αυτό το περιοδικό το 2016, σκεφτόταν: «Το σημαντικό πράγμα που χαρακτήριζε τη συριακή επανάσταση ήταν ότι μπόρεσε να δημιουργήσει... όργανα αυτοοργάνωσης... Το 2011, το 2012 και ακόμη και κατά ένα μέρος του 2013, αυτό ήταν ένα εκτεταμένο φαινόμενο».24 Επίσης, γράφοντας το 2016, η Al-Shami υποστήριξε:

«Σε ολόκληρη τη Συρία, οι καταπιεστικές και ιεραρχικές δομές και θεσμοί έχουν καταρρεύσει και οι άνθρωποι οργανώνονται ελεύθερα και αυτοδιαχειρίζονται τις κοινότητές τους. Πουθενά δεν υπήρξε μεγαλύτερη πρόκληση για την έννοια του εθνικού κράτους μετά την Ισπανική Επανάσταση και τον Εμφύλιο Πόλεμο στα τέλη της δεκαετίας του 1930.»25

Κατά την άποψή μας, το εξαιρετικό επίτευγμα των LC ήταν ότι μπόρεσαν να συνδυάσουν την παροχή υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης μεγάλης κλίμακας με την επαναστατική πολιτική πρακτική της βάσης σε συνθήκες πολέμου για αρκετά χρόνια. Καταγράφοντας τα LC κάτω από τις ακραίες συνθήκες πολιορκίας των πόλεων, ο Chas Morrison παρατηρεί: «Πολλοί από το προσωπικό των Τοπικών Συμβουλίων παίρνουν σοβαρά την ευθύνη τους να βοηθήσουν τους πολίτες. Ο επαναστατικός ιδεαλισμός φαίνεται να αποτελεί σημαντικό κίνητρο, καθώς θεωρούν ότι αυτό αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή του αγώνα τους κατά του καθεστώτος του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ».26

Στο κενό που άφησε το καθεστώς, τα συμβούλια βρέθηκαν να οργανώνουν τα εξής: την προμήθεια ψωμιού (σιταποθήκες, μύλοι, αρτοποιεία), το νερό και την αποχέτευση, τα καύσιμα και την ηλεκτρική ενέργεια, την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση, τους δρόμους και τις μεταφορές, τη στέγαση και την ασφάλεια, καθώς και την παροχή βοήθειας σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.27 Για να το κάνουν αυτό, τα συμβούλια οργανώθηκαν εσωτερικά σε εξειδικευμένα τμήματα υπό την ηγεσία ενός προέδρου. Τον Νοέμβριο του 2012 δημιουργήθηκαν στην εξορία ο Συριακός Εθνικός Συνασπισμός Επαναστατικών και Αντιπολιτευτικών Δυνάμεων (SNC) και η Συριακή Προσωρινή Κυβέρνηση (SIG), οι οποίοι παρείχαν χρηματοδότηση και υποστήριξη στα LC μέσω της Μονάδας Συντονισμού Βοήθειας (ACU).28 Όπως είδαμε, σε αντίθεση με τον ασαντισμό, τα πρώτα LC βασίστηκαν στην οριζόντια λειτουργία και την αμοιβαία λογοδοσία. Όπου ήταν δυνατόν, διεξήχθησαν εκλογές, συχνά για πρώτη φορά από το 1954, και οι γυναίκες ενθαρρύνθηκαν να θέσουν υποψηφιότητα για δημόσια αξιώματα.

Ο Anand Gopal καταγράφει με συγκινητικές λεπτομέρειες πώς αυτό λειτούργησε στην πόλη Σαράκιμπ στην επαρχία Ιντλίμπ μέσα από την ιστορία της ζωής του πρώτου προέδρου του LC, του Οσάμα αλ-Χοσσεΐν. Ο Χοσσεΐν συμμετείχε στην πρώτη διαδήλωση της Σαράκιμπ και έγινε ένα από τα αρχικά οκτώ εκλεγμένα μέλη του LCC το 2011. Λίγο αργότερα φυλακίστηκε και βασανίστηκε, ενώ με την απελευθέρωσή του έφτασε να γίνει πρόεδρος του δωδεκαμελούς LC τον Δεκέμβριο του 2012. «Ο Χοσσεΐν συνέχισε να εργάζεται πολλές μέρες για να βοηθήσει στην αναβίωση των υπηρεσιών της Σαράκιμπ, συντονιζόμενος με ακτιβιστές σε άλλους δήμους που συμμετείχαν σε πειράματα αυτοδιοίκησης».29 Παρά το γεγονός ότι στοχοποιήθηκε και δέχθηκε πέντε επιθέσεις από το καθεστώς, «μέχρι το 2016, η Σαράκιμπ ήταν ελεύθερη από την κυβερνητική εξουσία για σχεδόν τέσσερα χρόνια, και στο διάστημα αυτό η πόλη γνώρισε μια άνθηση της τέχνης και της πολιτικής συζήτησης».30 Ήταν επίσης ένα από τα λίγα LC που είχαν καταφέρει να επιβάλλουν φόρους και να υπερασπιστούν την οικονομική τους αυτονομία, και τον Ιούλιο του 2017 ο Χοσσεΐν οργάνωσε με επιτυχία τις πρώτες εκλογές του με συμμετοχή 55% των ψηφοφόρων.31 Ωστόσο, τη στιγμή που γράφουμε, η επαρχία Ιντλίμπ, συμπεριλαμβανομένης της Σαράκιμπ, είναι ο τελευταίος επαναστατικός θύλακας και βρίσκεται και πάλι υπό τους βάρβαρους ρωσικούς βομβαρδισμούς.32

Εκτός από το κανονικό έργο των τοπικών συμβουλίων όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών και τη διακυβέρνηση, τα τοπικά συμβούλια βρέθηκαν υπό πολιορκία και αεροπορικούς βομβαρδισμούς, με στόχο ειδικά ιατρικές εγκαταστάσεις, σχολεία και αμάχους, με αποτέλεσμα πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού να εκτοπιστεί εσωτερικά και να ξεσπάσει η χειρότερη ανθρωπιστική κρίση στον κόσμο. Μέχρι τον Ιούνιο του 2012 το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο είχε χαρακτηρίσει τη Συρία ως περίπτωση ανθρωπιστικής κρίσης και, στα τέλη του 2015, περίπου 13,5 εκατομμύρια Σύριοι, περισσότεροι από το μισό του αρχικού πληθυσμού της χώρας, εκτιμήθηκε ότι είχαν ανάγκη από βοήθεια.33 Το προσδόκιμο ζωής είχε μειωθεί κατά το ένα τέταρτο μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια, από 76 χρόνια το 2010 σε 56 το 2014.34 Οι Γιατροί για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα κατέγραψαν ότι μεταξύ Μαρτίου 2011 και Δεκεμβρίου 2018 σημειώθηκαν 550 επιθέσεις σε εγκαταστάσεις υγείας και μέχρι τον Αύγουστο του 2019 είχαν σκοτωθεί 912 εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας.35 Πιο πρόσφατα, εκτιμάται ότι πάνω από 100.000 άνθρωποι έχουν συλληφθεί ή εξαφανιστεί, πολλοί από τους οποίους ήταν ακτιβιστές και οι οικογένειές τους, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων στα LC.36

Όπως επισημαίνουν οι José Ciro Martínez και Brent Eng, υπάρχουν πολλοί στρατηγικοί λόγοι για την πολιτική του ολοκληρωτικού πολέμου του Άσαντ, όπως η στρατιωτική νίκη, ο εκτοπισμός των πληθυσμών της αντιπολίτευσης, η τιμωρία για την ανυπακοή και η διασφάλιση ότι δεν θα υπάρξει ποτέ μελλοντική εξέγερση.37 Ωστόσο, υποστηρίζουν ότι κεντρικό στοιχείο της στοχοποίησης των δημόσιων υποδομών, όπως τα νοσοκομεία και τα αρτοποιεία, από τον Άσαντ είναι η καταστροφή βιώσιμων πολιτικών εναλλακτικών λύσεων. «Με τη συστηματική εκμηδένιση των διοικητικών θεσμών και των δημόσιων υπηρεσιών που διαμορφώνουν τις σχέσεις μεταξύ ανταρτών και πολιτών, το καθεστώς Άσαντ απονομιμοποιεί τους ανταγωνιστές του και εμποδίζει την εμφάνιση συνεκτικών εναλλακτικών λύσεων».38 Αυτό επαναλαμβάνεται σε έκθεση του 2014: «Αυτές ήταν οι πρώτες προσπάθειες των επαναστατικών δυνάμεων να κυβερνήσουν πραγματικά περιοχές. Η εκτίμηση ήταν ότι... η αντιπολίτευση βρισκόταν σε καλό δρόμο για τη δημιουργία ενός κράτους εντός της απελευθερωμένης επικράτειας που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρότυπο για ολόκληρη τη χώρα».39

Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε, ως επαναστάτες, τα LC; Στο πιο βασικό τους επίπεδο, είναι ρεαλιστικά μέσα επιβίωσης σε συνθήκες πολέμου. Σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, τα LC έχουν ένα δημοκρατικό όραμα και αξίες που αμφισβητούν τόσο τον Άσαντ όσο και τους τζιχαντιστές. Όπως παρατήρησε ένας Σύριος που ερωτήθηκε, πολλά LC είχαν γίνει ένας «μοναδικός χώρος μεταξύ επαναστατικών και δημόσιων θεσμών».40 Συμφωνούμε με το συμπέρασμα της Al-Shami:

«Νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα πραγματικά αξιοσημείωτα πράγματα σχετικά με τη συριακή επανάσταση... το πώς οι άνθρωποι δημιουργούν εναλλακτικές λύσεις απέναντι στον αυταρχισμό... όταν βομβαρδίζονται από την ίδια τους την κυβέρνηση, όταν βομβαρδίζονται από ξένες κυβερνήσεις, όταν δέχονται επιθέσεις από ισλαμιστές εξτρεμιστές, όταν λιμοκτονούν, όταν δέχονται επιθέσεις με αέρια.»41

Το υπόλοιπο του άρθρου αυτού αφηγείται την άγνωστη ιστορία του πώς αυτά τα πειράματα αυτοκυβέρνησης υπονομεύτηκαν όχι μόνο από μια στρατιωτικοποιημένη και ιδεολογική αντεπανάσταση που χρηματοδοτήθηκε από τη Ρωσία και το Ιράν από τη μια πλευρά και από διάφορες χώρες του Κόλπου από την άλλη, αλλά και από το δυτικό σύστημα βοήθειας. Όπως σημειώσαμε νωρίτερα, πριν από τον θάνατό του στη φυλακή το 2013, ο Σύρος αναρχικός Αζίζ επεσήμανε ότι οι επαναστατικές στιγμές μεταμορφώνουν τη συνείδηση. Έξι χρόνια μετά την επίθεση, οι ντόπιοι καταστηματάρχες του Ιντλίμπ προσέφεραν δωρεάν αγαθά και υπηρεσίες σε όσους εγκατέλειπαν τη Γούτα, οι διαδηλωτές συνέχισαν να κρατούν πανό αλληλεγγύης σε άλλους και οι πρώτοι διασώστες και οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης επέμεναν να σώζουν ζωές στη μνήμη εκείνων που είχαν χάσει τις δικές τους. Πώς μεταμορφώθηκε αυτή η επαναστατική συνείδηση και πρακτική από την άφιξη της δυτικής βοήθειας;

Δυτική βοήθεια και «ΜΚΟ»

Τον περασμένο Απρίλιο στην Ανατολική Γούτα, άκουσα μια φράση που αποδίδεται στον Χο Τσι Μινχ: «Αν θέλεις να καταστρέψεις μια επανάσταση, περιέλουσέ την με χρήματα!» Το χρήμα έχει παίξει έναν εξαιρετικά διαφθοροποιό ρόλο και έχει σκοτώσει (ή έχει σχεδόν σκοτώσει) το πνεύμα της πρωτοβουλίας, του εθελοντισμού και του θάρρους που προέκυψε κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της επανάστασης. Το χρήμα αυτό συνδέεται με τις ατζέντες των «υποστηρικτικών» ξένων παρατάξεων.42

Υπάρχει μια τεράστια βιβλιογραφία σχετικά με τη διεθνή πολιτική της βοήθειας στον Παγκόσμιο Νότο και, ιδίως από τη δεκαετία του 1980, το ρόλο της στην προώθηση του νεοφιλελευθερισμού.43 Αυτό που έχουμε δει είναι μια μαζική μετατόπιση της πολιτικής βοήθειας από την παροχή βοήθειας στις κυβερνήσεις στην αναζήτηση και χρηματοδότηση μη κυβερνητικών οργανώσεων. Οι ΜΚΟ κυμαίνονται από διεθνείς ΜΚΟ, στενά συνδεδεμένες με τις κυβερνήσεις του Βορρά, μέχρι ανεξάρτητες οργανώσεις βάσης του Νότου. Στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, ο όρος ΜΚΟ έχει καταλήξει να περιγράφει δύο συναφή φαινόμενα. Το πρώτο ήταν αυτή η άνευ προηγουμένου εκρηκτική εμφάνιση των ΜΚΟ που χρηματοδοτούνται από το Βορρά στο επίκεντρο της ανάπτυξης, συνοδευόμενη από μια σημαντική αύξηση της επιρροής τους. Αυτή η χρήση του όρου αφορά στην αποτύπωση της εκτεταμένης εξωτερικής επίδρασης των ΜΚΟ στον ιστό μιας χώρας και στη χάραξη της εσωτερικής πολιτικής της. Η Julie Hearn κατέγραψε πριν από 20 και πλέον χρόνια, πώς «η εμπλοκή του εθελοντικού τομέα και των μη κρατικών φορέων στο επίσημο σύστημα βοήθειας είχε... σημαντικές συνέπειες».44 Δεύτερον, ο ίδιος όρος αναπτύχθηκε, ιδίως στο πλαίσιο της Ινδίας και της Λατινικής Αμερικής, για να περιγράψει τη διαδικασία με την οποία η βοήθεια από τον Βορρά άλλαζε την εσωτερική σύνθεση και ταυτότητα των ΜΚΟ του Νότου, απομακρύνοντάς τες από τις ρίζες των κοινωνικών κινημάτων τους. Αυτή η εσωτερική «ΜΚΟ-ποίηση» της διαφωνίας περιλαμβάνει τις καλά τεκμηριωμένες διαδικασίες γραφειοκρατικοποίησης, επαγγελματοποίησης και αποπολιτικοποίησης, με αποτέλεσμα «επιχειρηματικές ΜΚΟ».45 Στο αφρικανικό πλαίσιο, ο Julius Nyang’oro σχολίασε ότι πολλές αφρικανικές ΜΚΟ έχουν γίνει «τοπικοί διαχειριστές των ξένων χρημάτων βοήθειας και όχι διαχειριστές των τοπικών αφρικανικών αναπτυξιακών διαδικασιών».46

Εκ πρώτης όψεως, η λήψη δωρεάν χρημάτων φαίνεται να είναι ακριβώς αυτό που χρειάζονται οι προοδευτικές οργανώσεις βάσης στον Παγκόσμιο Νότο. Ωστόσο, ποτέ δεν είναι τόσο απλό. Η έννοια της μη κυβερνητικής οργάνωσης είναι χρήσιμη για να κατανοήσουμε το γιατί. Κατ’ αρχάς, η επίσημη βοήθεια δεν είναι δωρεάν, έρχεται με το βάρος των απαιτήσεων της διεθνούς βιομηχανίας βοήθειας, εισάγοντας την οργάνωση στην ηγεμονική τεχνοκρατική κουλτούρα του «προτζεκτισμού». Το πλακάτ αντικαθίσταται από το πρότζεκτ και οι ακτιβιστές μετατρέπονται σε γραφειοκράτες βοήθειας μέσω αμέτρητων εκπαιδευτικών εργαστηρίων. Ο Kerstin Jacobsson και ο Steven Saxonburg γράφουν για «οργανώσεις με στελεχιακό δυναμικό που έχουν μάθει να παίζουν “το παιχνίδι της χρηματοδότησης”. Αυτό το παιχνίδι περιλαμβάνει τη σύνταξη αιτήσεων, τη διαχείριση των επιχορηγήσεων και την ικανοποίηση των απαιτήσεων λογοδοσίας των δυτικών δωρητών». Συνεχίζουν:

«Η δυτική βοήθεια τους ωθεί να εστιάσουν την προσοχή τους σε οργανωτικά και όχι σε κινηματικά ζητήματα. Οι παράλληλες διαδικασίες θεσμοποίησης και επαγγελματοποίησης τείνουν να μετατρέπουν τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών σε ιεραρχικές, συγκεντρωτικές και επιχειρηματικές οντότητες που επικεντρώνονται στην επιβίωσή τους αντί να προσπαθούν να κινητοποιήσουν την κοινωνία.»47

Με βάση πρόσφατες συνεντεύξεις με τους ηγέτες 45 τοπικών ΜΚΟ στην Παλαιστίνη και το Μαρόκο, η Mona Atia και η Catherine Herrold συμφωνούν:

«Η ανάπτυξη προτάσεων βασισμένων σε πρότζεκτ με λογικά μοντέλα και μετρήσιμα αποτελέσματα διοχετεύει το έργο των οργανώσεων σε μεμονωμένα, βραχυπρόθεσμα πρότζεκτ με άμεσα ορατά αποτελέσματα, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για τη δημιουργικότητα, την ευελιξία και τους μακροπρόθεσμους ορίζοντες που απαιτούνται για την κινητοποίηση ομάδων βάσης ή τη συμμετοχή σε συνεχή συλλογική δράση.»48

Η είσοδος στην τεχνοκρατία της βοήθειας συνοδεύεται από απώλεια αυτονομίας και εξουσίας. Με τη λήψη της χρηματοδότησης, οι ακτιβιστές παραδίδουν τη σκληρά κερδισμένη αυτοδιάθεσή τους και, σύμφωνα με τις Atia και Herrold, γίνονται πελάτες σε ένα σύστημα πατρωνίας:

«Χρησιμοποιούμε τον όρο “πατρωνία” για να περιγράψουμε την άνιση σχέση εξουσίας μεταξύ των ΜΚΟ και των χρηματοδοτών τους... Ο δεσμός μεταξύ του χρηματοδότη και του αποδέκτη της επιχορήγησης είναι ιεραρχικός και “ενισχύει τους κάθετους δεσμούς” μεταξύ των χρηματοδοτών και των επιχορηγούμενων, εις βάρος των “οριζόντιων δεσμών μεταξύ των ενώσεων”... Οι σχέσεις πατρωνίας εμφανίζονται όταν οι οργανώσεις χάνουν την αυτονομία τους, εξαρτώνται από τους χρηματοδότες τους και υλοποιούν όλο και περισσότερο τις ατζέντες των χρηματοδοτών τους.»49

Η τελευταία πτυχή της ΜΚΟποίησης είναι η αποπολιτικοποίηση. Οι Atia και Herrold καταλήγουν: «Μετά την πατρωνία, οι ΜΚΟ αισθάνθηκαν περιορισμένες για το τι μπορούσαν να πουν και να κάνουν πολιτικά και ήταν επιφυλακτικές στο να συμμετάσχουν σε αμφιλεγόμενη συλλογική δράση». Οι Παλαιστίνιοι εργαζόμενοι στις ΜΚΟ τους είπαν: «Η Δύση δεν χρηματοδοτεί ομάδες που είναι εξεγερσιακές, επαναστατικές και σκέφτονται πώς να αλλάξουν το status quo». «Ως Παλαιστίνιοι είμαστε θυμωμένοι. Αυτή [η ΜΚΟ] έχει αλλάξει τον τρόπο σκέψης μας από κοινοτική οργάνωση, δημιουργικότητα και ανεξαρτησία σε εξάρτηση».50

Στο συριακό πλαίσιο, μέχρι τον Μάρτιο του 2017 υπήρχαν 395 ΜΚΟ στις ελεγχόμενες από την αντιπολίτευση περιοχές, 206 εκτός Συρίας, 170 στις ελεγχόμενες από το κουρδικό PYD περιοχές, 126 στις ελεγχόμενες από τη συριακή κυβέρνηση περιοχές και οκτώ σε άλλες περιοχές.51 Στις επόμενες ενότητες θα διερευνήσουμε πώς η δημιουργία ΜΚΟ ενίσχυσε παραδόξως το ασαντικό κράτος αλλά αποδυνάμωσε την επαναστατική αυτοοργάνωση στις ελεγχόμενες από την αντιπολίτευση περιοχές, μετατρέποντας επαναστάτες και ακτιβιστές σε «ανθρωπιστές».

Η δυτική βοήθεια και το καθεστώς του Άσαντ

Οι ΜΚΟ είναι ένα σχετικά νέο φαινόμενο στη Συρία. Ο κρατικιστικός μπααθισμός περιόρισε στο ελάχιστο το ρόλο των μη κυβερνητικών ιδρυμάτων. Κατά την αντίληψή του για το κοινωνικό συμβόλαιο, ιδίως από τη δεκαετία του 1960 έως τη δεκαετία του 1990, το κράτος ανέλαβε όλες τις κοινωνικές ευθύνες με τη βοήθεια των κορπορατιστικών μαζικών συνδικάτων αγροτών, εργατών και γυναικών, προκειμένου να νομιμοποιήσει τη λαϊκιστική κρατικοκεντρική ανάπτυξη. Όπως παρατηρούν η Laura Ruiz de Elvira και η Tina Zintl: «Στη Συρία, όπως και σε άλλες αραβικές χώρες, οι φιλανθρωπικές οργανώσεις είχαν θεωρηθεί περιττοί και μη οικονομικοί παράγοντες στο πλαίσιο του “αραβικού σοσιαλισμού”».52 Ωστόσο, όλα αυτά επρόκειτο να αλλάξουν. Όπως σημειώνει η Zintl: «Ενώ η συζήτηση για την κοινωνία των πολιτών και τις ΜΚΟ ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στη Συρία υπό την εξουσία του Χάφεζ αλ-Άσαντ, στη δεκαετία του 2000 όχι μόνο αυξήθηκαν σημαντικά οι δραστηριότητες αυτές καθεαυτές, αλλά και οι συζητήσεις και η ειδησεογραφική κάλυψη σχετικά με αυτές».53 Η Ruiz de Elvira και η Zintl δείχνουν πώς το δέκατο πενταετές σχέδιο για τα έτη 2006 έως 2010 επισημοποίησε τη μετάβαση από μια σχεδιασμένη οικονομία σε μια «κοινωνική οικονομία της αγοράς», η οποία θα απαιτούσε «τη σύναψη ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ των ζωτικών δυνάμεων της συριακής κοινωνίας. Αυτές αποτελούνται από το κράτος, τον ιδιωτικό τομέα και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών».54 Η δημοσιονομική κρίση της δεκαετίας του 1990 ήταν η αιτία για την υποχώρηση του κράτους και την ανάθεση της κοινωνικής του ευθύνης σε ιδιωτικούς φορείς. Ο αριθμός των οργανώσεων που είναι εγγεγραμμένες στο Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων και Εργασίας (MoSAL) σχεδόν τριπλασιάστηκε από 555 το 2002 σε 1.485 το 2009.55

Είναι σημαντικό ότι επρόκειτο για μια κοινωνία των πολιτών που χρηματοδοτήθηκε από το καθεστώς και αποτελούνταν από σύγχρονες ΜΚΟ επαγγελματικής ανάπτυξης ή «κυβερνητικά οργανωμένες» ΜΚΟ (GO-NGOs), με σημαιοφόρο την πρώτη κυρία, την Άσμα αλ-Άσαντ.56 Το «Syria Trust for Development» της ίδιας, μια πλατφόρμα αποτελούμενη από διάφορες ΜΚΟ, δημιουργήθηκε με επιτυχία ως κοινό πρότζεκτ με το Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών το 2011.57 Ενώ μια ανεξάρτητη αλ-μουτζτάμα’ αλ-μαντανί (κοινωνία των πολιτών) διώκεται, ενθαρρύνεται η πιστή αλ-μουτζτάμα’ αλ-άχλι (κοινωνία των κοινοτήτων) από τα πάνω.58 Η μεγαλύτερη και γνωστότερη οργάνωση, που βρισκόταν σχεδόν σε κάθε μικρή πόλη, ήταν η Συριακή Αραβική Ερυθρά Ημισέληνος (SARC), η οποία ελεγχόταν από το συριακό μπααθιστικό καθεστώς. Ο πολιτικός της ρόλος ήταν να πειθαρχήσει τη ζωή των συλλογικοτήτων και να εκσυγχρονίσει τον αυταρχισμό. Μόλις άρχισε ο πόλεμος, η SARC και αυτή η υποδομή GO-NGO ήταν απαραίτητες για να βοηθήσουν τον Άσαντ να επιβιώσει από την επανάσταση.

Το 2017, οι συνολικές ανθρωπιστικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των πηγών τόσο από τον ΟΗΕ όσο και εκτός ΟΗΕ, αντιστοιχούσαν περίπου στο 35% του ΑΕΠ της Συρίας. Το σκάνδαλο εδώ είναι ότι ο Άσαντ ήταν δεξιοτέχνης στο να αποσπά έναν τόσο σημαντικό πόρο από τις οργανώσεις του ΟΗΕ με έδρα τη Δαμασκό, προκειμένου να συμπληρώσει τη στρατιωτική του επίθεση. Πρώτον, η βοήθεια πήγαινε σε περιοχές που ελέγχονταν από το καθεστώς. Το 2015 λιγότερο από το 1% του συνολικού προϋπολογισμού του ΟΗΕ για τη βοήθεια προς τη Συρία έφτασε σε περιοχές που ελέγχονται από την αντιπολίτευση. Δεύτερον, στην προσοδοφόρα βιομηχανία προμηθειών βοήθειας, οι συμβάσεις, όπως για διαμονή και κινητά τηλέφωνα, πήγαιναν στους ευνοούμενους του Άσαντ. Τέλος, εξασφάλισε τον απόλυτο έλεγχο της προσπάθειας αρωγής με τη σύσταση της Ανώτατης Επιτροπής Αρωγής, η οποία εποπτεύεται από τις μυστικές υπηρεσίες, και με τον περιορισμό του καταλόγου των «εθνικών ΜΚΟ», με τις οποίες ο ΟΗΕ μπορούσε να συνεργαστεί, στις GO-NGOs που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Αυτές περιελάμβαναν εταιρείες-βιτρίνες μεταμφιεσμένες σε φιλανθρωπικές οργανώσεις, όπως η Al-Bustan Association, που ανήκε στον ξάδελφο του Άσαντ, τον δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία Ράμι Μαχλούφ.59 Οι Leenders και Mansour αποδεικνύουν πόσο κρίσιμη ήταν η διεθνής βοήθεια στην ενίσχυση των αξιώσεων του καθεστώτος για κρατική κυριαρχία και στην ενίσχυση της αυταρχικής του ανθεκτικότητας.60 Η κατακραυγή στον ΟΗΕ αγνοήθηκε και υπάρχουν ανησυχίες ότι ο Άσαντ θα επαναλάβει την ίδια χειραγώγηση πάνω στα διεθνή κονδύλια «ανοικοδόμησης» τώρα και στα επόμενα χρόνια.61 Ερχόμαστε τώρα στον αντίκτυπο της δυτικής βοήθειας στις ελεγχόμενες από την αντιπολίτευση περιοχές.

Η ΜΚΟποίηση της Συριακής Επανάστασης

Όπως είδαμε, μόλις το καθεστώς ηττήθηκε σε επαρχίες όπως το Ιντλίμπ και το Χαλέπι, αυτές τέθηκαν υπό τον έλεγχο της αντιπολίτευσης το 2012, η οποία δημιούργησε Τοπικά Συμβούλια (LC). Όπως επισημαίνουν ο Robin Yassin-Kassab και η Leila Al-Shami: «Στην αρχή, τα περισσότερα χρηματοδοτούνταν από δωρεές ντόπιων ή εκπατρισμένων Σύριων, καθώς και από την είσπραξη φόρων. Καθώς οι ανάγκες τους αυξάνονταν, άρχισαν να εξαρτώνται από εναλλακτικές πηγές, συχνά από ΜΚΟ ή ξένες κυβερνήσεις».62

Τον Οκτώβριο του 2012, η Γαλλία διοργάνωσε διεθνή συνάντηση στο Παρίσι για τα LC και τον Δεκέμβριο του 2012 εκατό αντιπρόσωποι από όλη τη Συρία συναντήθηκαν στην Άγκυρα της Τουρκίας, με την υποστήριξη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ.63 Τον Νοέμβριο του 2012 δημιουργήθηκαν ο εξόριστος Συριακός Εθνικός Συνασπισμός Επαναστατικών και Αντιπολιτευτικών Δυνάμεων (SNC) και η Συριακή Προσωρινή Κυβέρνηση (SIG) που αναγνωρίστηκαν από περισσότερες από 130 χώρες. Ο SNC διοχέτευσε τη διεθνή βοήθεια προς τα LC μέσω της Μονάδας Συντονισμού Βοήθειας (ACU).64 Το θετικό είναι ότι αυτό επέτρεψε στα LC να συνεχίσουν να υπάρχουν. Ωστόσο, συνοδεύτηκε από την προσθήκη εξωτερικών ατζέντων και την απώλεια της αυτονομίας τους. Μια έκθεση σχετικά με τα λεγόμενα τοπικά διοικητικά συμβούλια (LACs), η οποία βασίστηκε σε 50 συνεντεύξεις και πέντε συζητήσεις σε ομάδες εστίασης, κατέληξε στο συμπέρασμα:

«Μια σημαντική ανησυχία που αναφέρθηκε από πολλούς ερωτηθέντες είναι η επιρροή των δωρητών στις προτεραιότητες και τις δραστηριότητες υλοποίησης των LACs... Ορισμένοι δωρητές λέγεται ότι δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους τα LACs στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ως αποτέλεσμα, τα LACs έχουν μόνο περιορισμένα περιθώρια να επηρεάσουν το σχεδιασμό και την εκτέλεση των δικών τους έργων».65

Σε αυτό το σημείο, ορισμένες δυτικές δυνάμεις φλέρταραν με μια εναλλακτική λύση απέναντι στον Άσαντ. Ωστόσο, η Δύση δεν ήταν το μόνο ενδιαφερόμενο μέρος και γρήγορα τρόμαξε από την χαώδη κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή, μια πραγματικότητα την οποία οι Σύριοι επαναστάτες ηγέτες έπρεπε να αντιμετωπίζουν και να διαχειρίζονται σε ωριαία βάση. Αυτό φαίνεται καλά από την εμπειρία του πολύ καταξιωμένου Επαρχιακού Συμβουλίου του Χαλεπιού (APC), το οποίο ξεκίνησε τη ζωή του ως επαναστατικό συμβούλιο. Τον Μάρτιο του 2013 διεξήγαγε εκλογές με μονοετή θητεία για την ανάδειξη των 29 μελών του συμβουλίου από μια εκλογική επιτροπή 240 ατόμων. «Η δημιουργία ενός επαρχιακού συμβουλίου σημαίνει ότι οι πολιτικές υποθέσεις θα οργανώνονται στο εξής σε θεσμικό επίπεδο και όχι από μεμονωμένους ακτιβιστές».66 Ωστόσο, στις εκλογές του 2014 το μπλοκ των Αδελφών Μουσουλμάνων κέρδισε την ίδια στιγμή που ο Άχμαντ Τού’μα, ο οποίος θεωρείται υποστηρικτής των Αδελφών Μουσουλμάνων, ήταν επικεφαλής του SIG.67 Άλλοι αμφισβήτησαν το έργο του APC και ορισμένα πρώην μέλη του APC δημιούργησαν τις δικές τους ανεξάρτητες ΜΚΟ. Οι δυτικοί δωρητές δεν αισθάνονταν άνετα τόσο με την αμφισβητούμενη φύση της αντιπολίτευσης όσο και με την αυξανόμενη επιρροή στο εσωτερικό της των περιφερειακών χωρών – συγκεκριμένα, της Τουρκίας και του Κατάρ.

Ωστόσο, αυτό που αποδείχθηκε ότι ήταν η απόλυτη ανατροπή για τη Δύση ήταν η άνοδος των ισλαμιστικών ομάδων το 2013, οι οποίες αρχικά χρηματοδοτήθηκαν από τα κράτη του Κόλπου μέχρι να εξασφαλίσουν τη δική τους τοπική χρηματοδότηση. Η υιοθέτηση πολιτικών για την αναχαίτιση της τρομοκρατίας κατέστησε ποινικό αδίκημα την παροχή βοήθειας σε απαγορευμένες ομάδες εν αγνοία αλλά και εκ προθέσεως.68 Ενώ η Δύση είχε την πολυτέλεια να απομακρυνθεί, οι Σύριοι επαναστάτες βρέθηκαν να συνεργάζονται με και εναντίον άλλων ένοπλων ομάδων. Ο Morrison επισημαίνει: «Οι σχέσεις μεταξύ αυτών των οιονεί κυβερνητικών γραφείων και των ένοπλων ομάδων είναι αμφιλεγόμενες, επικαλυπτόμενες και μεταβαλλόμενες και δεν υπάρχει διεθνής συμφωνία για το πώς να διακρίνει κανείς έναν ένοπλο παράγοντα από έναν εργαζόμενο της προσωρινής κυβέρνησης».69

Καθώς ο ενθουσιασμός της Δύσης για τα LC ως εναλλακτική κυβέρνηση βάσης εν αναμονή [της πτώσης] του Άσαντ μειώθηκε, εμφανίστηκε ένα νέο χρηματοδοτικό μέσο για τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας με τη μορφή των ΜΚΟ. Όταν η αντιπολίτευση κατέλαβε τις επαρχίες Χαλέπι και Ιντλίμπ το 2012, πήρε επίσης τον έλεγχο των συνοριακών διαβάσεων με την Τουρκία. Αυτό σήμαινε ότι οι Διεθνείς ΜΚΟ (ΔΜΚΟ) δεν χρειαζόταν πλέον να περιμένουν άδεια από τη Δαμασκό, αλλά μπορούσαν να περάσουν στη βόρεια Συρία για να βοηθήσουν. Αυτό ξεκίνησε με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα (MSF) τον Σεπτέμβριο του 2012. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα ξεκίνησαν τις δραστηριότητές τους με τη δημιουργία και τη λειτουργία ιατρικών προγραμμάτων τόσο στη Μπαμπ ασ-Σαλάμα στη βόρεια επαρχία του Χαλεπιού όσο και στη Μπαμπ αλ-Χάουα στη βορειοδυτική επαρχία του Ιντλίμπ, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Στη συνέχεια, το Διεθνές Ιατρικό Σώμα (IMC) μαζί με την Ερυθρά Ημισέληνο του Κατάρ (QRC) άρχισαν να εργάζονται στη Συρία με τους εσωτερικά εκτοπισμένους (IDP) σε καταυλισμούς, οι οποίοι συγκεντρώνονταν κυρίως στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας, καθώς και με τις κοινότητες υποδοχής. Από τότε ο αριθμός των ΜΚΟ έχει αυξηθεί δραστικά. Παράλληλα με την εξάπλωση των ΜΚΟ, άρχισαν να δημιουργούνται οι συριακές τοπικές ΜΚΟ (SLNGO). Έκτοτε έχουν δημιουργηθεί 600-700 τοπικές ομάδες.70

Εδώ θα καταγράψουμε τέσσερις πτυχές της διαδικασίας ΜΚΟποίησης της Συριακής Επανάστασης. Πρώτον, είναι η αποδυνάμωση και η περιθωριοποίηση των LC ως εναλλακτικών κρατικών δομών. Πολλές εκθέσεις επιβεβαιώνουν τον ανταγωνισμό για χρηματοδότηση μεταξύ των LC και των ΜΚΟ. Η Agnès Favier σημειώνει ότι το Συριακό Ανθρωπιστικό Κοινό Ταμείο που διαχειρίζεται το Γραφείο Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του ΟΗΕ (OCHA) στο Γκαζίαντεπ της Τουρκίας, ήταν στη διάθεση των συριακών ΜΚΟ, αλλά όχι των LC, τα οποία «...εκλαμβάνονται από τις υπηρεσίες του ΟΗΕ ως “πολιτική δομή της αντιπολίτευσης”».71 Ως αποτέλεσμα, τα LC στερούνταν χρηματοδότησης και δεν μπορούσαν να πληρώσουν το προσωπικό τους, ενώ οι ΜΚΟ μπορούσαν, με αποτέλεσμα να προσελκύονται οι εργαζόμενοι των LC από τις ΜΚΟ.72 Αυτό έγινε στη συνέχεια ένας κύκλος όπου η προτίμηση της δυτικής βοήθειας προς τις ΜΚΟ αντί των LC ενίσχυσε τις πρώτες εις βάρος των δεύτερων, δημιουργώντας μια ανταγωνιστική παράλληλη πολιτική δομή παροχής υπηρεσιών και νομιμότητας. Ένα πρόσθετο επίπεδο ειρωνείας εδώ είναι ότι η δυτική βοήθεια δόθηκε απευθείας στις πολιτικές δομές στη Ροζάβα, αλλά όχι στις περιοχές που ελέγχονται από την αντιπολίτευση. Έτσι, οι ΜΚΟ ενίσχυσαν τις περιοχές που κυβερνώνται από τον Άσαντ και το PYD και αποδυνάμωσαν τις περιοχές που πρόσφεραν ένα λαϊκό, πανεθνικό όραμα για τη Συρία μετά τον Άσαντ.

Δεύτερον, η μετατροπή των ακτιβιστών σε γραφειοκράτες βοήθειας μέσω του προτζεκτισμού.73 Αναλογιζόμενος τη σημερινή καθημερινή ζωή στο κέντρο βοήθειας του Γκαζίαντεπ, ο Ignacio Fradejas-García παρατηρεί:

«Τις περισσότερες φορές, τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αναλώνονται, το ένα μετά το άλλο, στη συγγραφή προτάσεων, στην παρακολούθηση πρότζεκτ, στον έλεγχο του προϋπολογισμού και στην επικοινωνία με ομολόγους ή ομάδες εντός της Συρίας ή με δωρητές και παγκόσμιους διαχειριστές στα κεντρικά γραφεία στις πόλεις της υφηλίου. Ορισμένοι δέχονται άλλους “βοηθούς” ή συμμετέχουν σε συναντήσεις σε άλλα γραφεία ΜΚΟ.»74

Ήδη από το 2013 η Σύρια ακαδημαϊκή Nayla Mansour είχε προειδοποιήσει:

«Για να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση, οι ακτιβιστικές ομάδες –πρώτα και κύρια– παλεύουν με τις αρχικές απαιτήσεις του δωρητή. Οι οργανωτικές δομές, οι διαδικασίες, ο εκ των προτέρων σχεδιασμός, τα σκληρά στοιχεία των συμβάσεων, τα πρότυπα υψηλής ποιότητας (που συχνά δεν είναι προσαρμοσμένα στο τοπικό πλαίσιο και την ασταθή κατάσταση ασφαλείας)... ο ακτιβιστής είναι απασχολημένος με το να εργάζεται ανταποκρινόμενος στους μηχανισμούς και τα πλαίσια της οργάνωσης του δωρητή – μια εργασία πλήρους απασχόλησης που... τον αποσπά από όλα τα βασικά πολιτικά αιτήματα για τα οποία ο λαός ξεσηκώθηκε.»75

Έτσι, η άλλη πλευρά της γραφειοκρατικοποίησης της βοήθειας είναι η αποπολιτικοποίηση. Η επανάσταση θα παραγραφεί και θα αντικατασταθεί από το μότο της «ουδετερότητας, της αμεροληψίας και της ανεξαρτησίας». Η Ruiz de Elvira παρατηρεί στην έρευνά της ότι:

«Προκειμένου να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των δωρητών για ουδετερότητα, ορισμένα συριακά κοινωνικά δίκτυα που δραστηριοποιούνται σε δράσεις αρωγής κατέληξαν να αντικαταστήσουν τα αρχικά τους ονόματα, συνθήματα ή λογότυπα με πιο ουδέτερα που δεν κάνουν σαφή αναφορά στην εξέγερση. Στην ίδια κατεύθυνση, ορισμένα από αυτά απλώς αφαίρεσαν από τα γραφεία τους τη συριακή επαναστατική σημαία.»76

Σύμφωνα με την εμπειρία μας, συριακές ΜΚΟ που ήταν ξεκάθαρα ακτιβιστικές και εναντίον του καθεστώτος άλλαξαν τις δημόσιες σελίδες τους στο Facebook με «ανθρωπιστικά» σύμβολα. Επιπλέον απαξίωσαν κάθε επαναστατική αναφορά προκειμένου να διατηρήσουν τη ροή της χρηματοδότησης και να μην αναστατώσουν τους δωρητές τους. Αρκετοί επαναστάτες δεν πήραν δουλειά ή δεν ανανέωσαν τις συμβάσεις εργασίας τους επειδή μίλησαν και άσκησαν κριτική στο έργο που επιτελούσαν οι ΜΚΟ.

Στην εθνογραφική της μελέτη για εξόριστους επαναστάτες που τώρα εργάζονται στον τομέα της βοήθειας, η Ruiz de Elvira καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια «κοινή επαναστατική-ανθρωπιστική συλλογική ταυτότητα» που συγκρούεται με την τεχνοκρατία της βοήθειας, ιδιαίτερα δυναμικά στο έντονα πολιτικό πλαίσιο της Συρίας.77 Ο Fradejas-García παρατηρεί: «Στο Γκαζίαντεπ, σε συναντήσεις φορέων ΜΚΟ, μερικές φορές ακούει κανείς: “Ε, παιδιά, είμαστε ανθρωπιστές, όχι πολιτική εδώ παρακαλώ”. Οι ανθρωπιστικές αρχές αναφέρονται συχνά για να υπενθυμίσουν σε όλους τις κοινές αξίες».78 Η Ruiz de Elvira αναφέρει έναν ηγέτη ανθρωπιστικής οργάνωσης που μίλησε το 2017: «η τάση της ΜΚΟ μας κάνει να παρεκκλίνουμε από τις αρχές μας», «ξεχνάμε τον σκοπό μας», «μιλάμε πλέον μια πολιτικά ορθή γλώσσα», «εξουδετερώνουμε τον λόγο μας».79 Οι επαναστάτες έχουν αναγκαστεί να γίνουν επιδέξιοι στο να επιδεικνύουν «απολιτικισμό», ωστόσο η κινητήρια δύναμή τους είναι η πολιτική. Σε ποιο σημείο η επιτελεστικότητά τους γίνεται πραγματικότητα; Όπως βεβαιώνει ο Yassin Swehat: «Φανταστείτε ένα συμβούλιο σε μια περιοχή που βομβαρδίζεται να μην τολμά να γράψει τη λέξη “επανάσταση” σε μια πρόταση μήπως και ενοχλήσει το κοινό των ΜΚΟ».80

Τέλος, η απόλυτη προσβολή της αυτονομίας και της αυτοδιάθεσης ήρθε με τη μορφή της «απομακρυσμένης διαχείρισης» από τις δυτικές υπηρεσίες βοήθειας και αργότερα από τις αντίστοιχες συριακές. Καθώς μια ζώνη συγκρούσεων γίνεται πολύ επικίνδυνη, οι δυτικοί εργαζόμενοι σε υπηρεσίες βοήθειας αποσύρονται σε ασφαλή γραφεία εκτός της χώρας, αφήνοντας τους τοπικούς «εταίρους» επί τόπου να επωμιστούν τον κίνδυνο θανάτου, ενώ εξακολουθούν να τους λένε πώς να κάνουν τη δουλειά τους και, το πιο σημαντικό για τους σκοπούς της επιτελεστικότητας, πώς να την αναφέρουν. Εξαιρετικά αφοσιωμένοι, εξειδικευμένοι και έμπειροι Σύριοι που ξεκίνησαν το έργο αρωγής ως αναπόσπαστο μέρος της επαναστατικής αυτοοργάνωσης και του αγώνα κατά του Άσαντ βρέθηκαν να είναι στο τέλος μιας απόμακρης αλυσίδας εντολών και έγιναν αντικείμενα διαταγών. Η εξ αποστάσεως διαχείριση αναπτύχθηκε στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Σομαλία, τη Σρι Λάνκα και το Σουδάν. Αντί να αποτελεί «προσωρινό μέτρο ή έσχατη λύση υπό δύσκολες συνθήκες», ο ανθρωπιστικός τομέας άρχισε να τη θεωρεί ως μια «κανονική και ολοκληρωμένη στρατηγική προσέγγιση» στην οποία «η εξουσία παραμένει στα χέρια του διεθνούς επιτελείου».81 Η Kimberley Howe και η Elizabeth Stites επισημαίνουν ότι: «Μέχρι τα μέσα του 2013, η έμπρακτη στοχοποίηση των επιχειρήσεων βοήθειας και των εργαζομένων σε ανθρωπιστικές οργανώσεις από το καθεστώς του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ και η άνοδος των εξτρεμιστικών ομάδων είχαν οδηγήσει στην απομάκρυνση σχεδόν όλου του διεθνούς προσωπικού που δραστηριοποιούνταν εντός της Συρίας πέρα από τα σύνορα με την Τουρκία».82

Συμπέρασμα

Πέρασαν πάνω από οκτώ χρόνια από την επανάσταση και οι Σύροι επαναστάτες είναι διαλυμένα άτομα χωρίς κανένα αποτελεσματικό μέσο για να προωθήσουν τους πολιτικούς τους στόχους. Αυτό οφείλεται σε διάφορους εσωτερικούς και εξωτερικούς αντεπαναστατικούς παράγοντες. Σε εσωτερικό επίπεδο, η δολοφονική μηχανή του Άσαντ ήταν η πιο αιματηρή στην ιστορία της Συρίας. Αν και ήταν δύσκολο για τις ανεξάρτητες πηγές να δώσουν ακριβή αριθμό για τους νεκρούς, το Συριακό Δίκτυο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εκτιμούν ότι περίπου μισό εκατομμύριο Σύριοι έχουν χάσει τη ζωή τους. Οι Σύροι επαναστάτες, ωστόσο, πιστεύουν ότι ο αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος όταν συμπεριληφθούν οι μαχητές, όσοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της κράτησης και όσοι πνίγηκαν στη Μεσόγειο.

Επιπλέον, οι ΜΚΟ (διεθνείς και τοπικές) ανταγωνίζονταν έντονα τα LC που ήταν συνδεδεμένα με την SIG για να γίνουν οι μοναδικοί πάροχοι υπηρεσιών επί τόπου. Εν τω μεταξύ, οι διάφοροι πολιτικοί φορείς της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένων των SNC και SIG, παρέμειναν βαθιά κατακερματισμένοι και, προκειμένου να επιβιώσουν, έγιναν υπηρέτες των πολιτικών στόχων των περιφερειακών και διεθνών δυνάμεων. Η ειρωνεία είναι, ότι όλοι αυτοί οι θεσμοί δεν θα υπήρχαν αν δεν υπήρχε η επανάσταση. Ωστόσο, τελικά, απέτυχαν συλλογικά να προωθήσουν μια εναλλακτική λύση απέναντι στο καθεστώς Άσαντ.

Σε εξωτερικό επίπεδο, η δυτική «ανθρωπιστική βοήθεια», τόσο οικονομική όσο και σε υλικό επίπεδο, που διοχετεύεται μέσω ΜΚΟ, ήταν το βασικό στοιχείο για την ασφυξία της Συριακής Επανάστασης. Επηρέασε βαθιά τη φύση της επανάστασης καθώς και την κοινωνία στις περιοχές της αντιπολίτευσης. Η ΜΚΟποίηση της Συριακής Επανάστασης σκότωσε το πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των επαναστατών. Μέσω των διαδικασιών της αποδυνάμωσης, της γραφειοκρατικοποίησης, της επαγγελματοποίησης και της αποπολιτικοποίησης, η επανάσταση παρουσιάστηκε ως μια «ανθρωπιστική κρίση» που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τα πρότζεκτ των ΜΚΟ. Οι επαναστάτες, οι οποίοι συνεργάστηκαν με τον «ανθρωπιστικό τομέα», πρόδωσαν τη Συριακή Επανάσταση. Ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος της ΜΚΟποίησης άφησε την αντιπολίτευση χωρίς πολιτική εκπροσώπηση και άνοιξε το δρόμο για την τουρκική επέμβαση στις βόρειες περιοχές της Συρίας χωρίς να αντιμετωπίσει τοπικές αντιρρήσεις. Υπήρχαν μόνο εξωτερικά χρηματοδοτούμενες ΜΚΟ χωρίς νύχια και δόντια, υπεύθυνες για την παροχή υπηρεσιών στον πληθυσμό. Μόλις η Τουρκία παρενέβη, δημιούργησε τα δικά της τοπικά συμβούλια-μαριονέτες στις αγροτικές περιοχές του Χαλεπιού και του Ιντλίμπ για να τις κυβερνήσει.

Έχοντας διαμορφώσει μια θεωρία για τη ΜΚΟποίηση της συριακής επανάστασης, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τον εξαιρετικό ρόλο που έπαιξε η δυτική βοήθεια στο να βοηθήσει το καθεστώς Άσαντ και ταυτόχρονα να αποδυναμώσει τους θεσμούς της αντιπολίτευσης. Ο τρόπος ανάληψης «ανθρωπιστικής» παρέμβασης στις περιοχές της αντιπολίτευσης όχι μόνο κατέπνιξε την κινητοποίηση εναντίον του καθεστώτος Άσαντ, αλλά συνέβαλε επίσης στην ενίσχυση του κεντρικού του ρόλου και της νομιμοποίησής του. Ενώ οι ΜΚΟ και οι οργανισμοί του ΟΗΕ στις ελεγχόμενες από την αντιπολίτευση περιοχές λειτουργούσαν ανεξάρτητα, με το επιχείρημα της ουδετερότητας και της ανεξαρτησίας, στις ελεγχόμενες από το καθεστώς περιοχές λειτουργούσαν μέσω των θεσμών του καθεστώτος Άσαντ και της υπηρεσίας του βοήθειας, της Συριακής Αραβικής Ερυθράς Ημισελήνου (SARC). Ως εκ τούτου, το καθεστώς Άσαντ δεν έχασε τη δύναμή του και παρέμεινε άθικτο παρά τις διεθνείς κυρώσεις που επέβαλαν τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το τελευταίο σημείο που θα θέλαμε να θίξουμε είναι ότι οι Σύριοι επαναστάτες θα πρέπει να κατανοήσουν ότι τα χρήματα που παρείχαν οι ΜΚΟ και οι δωρητές δεν ήταν αποκλειστικά για το καλό του συριακού λαού. Υπήρχαν πάντα πολιτικοί στόχοι πίσω από αυτά. Όπως προειδοποίησε ο Yassin al-Haj Saleh: «το πολιτικό χρήμα» είναι ένας από τους τέσσερις μετασχηματιστικούς παράγοντες που «συνέβαλαν στην καταστροφή του εθνικού πλαισίου του συριακού αγώνα».83 Η δυτική βοήθεια φίμωσε πρωτίστως τους επαναστάτες και τους ενσωμάτωσε στον τομέα των ΜΚΟ. Η χορήγηση δωρεάν χρημάτων στις ΜΚΟ απογύμνωσε τους Σύριους από τον πολιτικό τους ακτιβισμό. Οι ακτιβιστές που ίδρυσαν ΜΚΟ ή εργάστηκαν γι’ αυτές αποπολιτικοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό υπέρ της διατήρησης της ροής της χρηματοδότησης και, συνεπώς, της εργασίας τους. Επιπλέον, καθώς η δυτική βοήθεια διοχετευόταν μέσω των ΜΚΟ, οι τελευταίες αυξήθηκαν σε αριθμό. Η πλήρης εξάρτησή τους από την εξωτερική χρηματοδότηση θέτει δύο θεμελιώδη ερωτήματα: πρώτον, πόσο αυτόνομες είναι αυτές οι ΜΚΟ, και δεύτερον, πόσο αποτελεσματικές ήταν στην προσφορά τους. Σίγουρα οι ΜΚΟ που εργάζονται με αυτόν τον τρόπο στη Συρία δεν είναι ούτε ανεξάρτητες ούτε αποτελεσματικές. Η εξάρτησή τους από την εξωτερική χρηματοδότηση επηρεάζει τη βιωσιμότητα των αποτελεσμάτων των έργων τους. Μόλις σταματήσει η χρηματοδότηση, οι υπηρεσίες σταματούν.

Καθώς ο τομέας των ΜΚΟ ήταν ένας κρίσιμος πάροχος θέσεων εργασίας στις ελεγχόμενες από την αντιπολίτευση περιοχές, κατέστησε τόσο τους πολίτες όσο και την οικονομία εξαρτημένους από την εξωτερική βοήθεια. Το 2017, οι οργανισμοί του ΟΗΕ, η ΕΕ και οι διεθνείς ΜΚΟ μείωσαν τη χρηματοδότησή τους προς τις συριακές ΜΚΟ με αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού ανεργίας. Οι Σύριοι, από την άφιξη των ΜΚΟ το 2012, συμφώνησαν σε συντριπτική πλειοψηφία με τις απαιτήσεις των δωρητών για τη διατήρηση της χρηματοδότησης. Συμφωνούσαν, για παράδειγμα, να εμφανίζονται σε φωτογραφίες κρατώντας καλάθια με τρόφιμα, λαμβάνοντας μετρητά ή υπογράφοντας έγγραφα. Η έλλειψη χρηματοδότησης όχι μόνο στερεί από τις περιοχές της αντιπολίτευσης υπηρεσίες και διογκώνει τη φτώχεια, αλλά λαμβάνει χώρα παράλληλα με την πρόοδο του καθεστώτος. Κατόπιν αυτών, οι Σύριοι επαναστάτες μπορεί να βρεθούν αναγκασμένοι να αποδεχθούν έναν πολιτικό συμβιβασμό και να συμφωνήσουν με οποιαδήποτε πολιτική λύση, που θα επιβάλλεται από τις de facto συνθήκες της προόδου του Άσαντ και την έλλειψη χρηματοδότησης, εφόσον η λύση αυτή θα ικανοποιεί τις καθημερινές τους ανάγκες και θα εξασφαλίζει την παροχή υπηρεσιών.

Καθώς γράφουμε, οι δυνάμεις του καθεστώτος Άσαντ, υποστηριζόμενες από τη ρωσική αεροπορική δύναμη και τις χρηματοδοτούμενες από το Ιράν πολιτοφυλακές, έχουν θέσει υπό τον έλεγχό τους περιοχές-κλειδιά στις επαρχίες της βόρειας Χάμα και του νότιου Ιντλίμπ. Οι περιοχές αυτές γίνονται μάρτυρες των πιο καταστροφικών βομβαρδισμών στην ιστορία της Συριακής Επανάστασης. Ωστόσο, οι ΗΠΑ, οι δυτικοί δωρητές και οι ΜΚΟ συνεχίζουν να κόβουν τα κονδύλια τους για αυτές και τις υπόλοιπες περιοχές της αντιπολίτευσης. Η «ανθρωπιστική» τάση φαίνεται να βρίσκεται στην ίδια πλευρά του διεθνούς πολιτικού στόχου απέναντι στη Συρία, διατηρώντας το καθεστώς Άσαντ στη θέση του και εμποδίζοντας τους Σύριους να δημιουργήσουν οποιεσδήποτε εναλλακτικές λύσεις σε πολιτικό, στρατιωτικό επίπεδο και σε επίπεδο παροχής υπηρεσιών.

 

 

Η Julie Hearn είναι λέκτορας πολιτικής και μέλος του SWP.

Ο Abdulsalam Dallal είναι υποψήφιος διδάκτορας.

 

 

Μετάφραση: e la libertà

Julie Hearn and Abdulsalam Dallal, «The “NGOisation” of the Syrian Revolution», International Socialism, τεύχος 164, φθινόπωρο 2019, ηλεκτρονική δημοσίευση, 17 Οκτωβρίου 2019,  https://isj.org.uk/the-ngoisation-of-the-syrian-revolution/.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

AFP, 2013, “Syria Opponents Vote for Aleppo Council” (3 Μαρτίου), https://www.nation.co.ke/News/world/Syria-opponents-vote-for-Aleppo-council/-/1068/1710478/-/bcnp0z/-/index.html

Alexander, Anne, 2019, “Living on Revolution Time: Understanding the Dynamics of the Uprisings in Sudan and Algeria”, International Socialism 163 (καλοκαίρι), http://isj.org.uk/living-on-revolution-time/

Alexander, Anne, and Jad Bouharoun, 2016, Syria: Revolution, Counter-revolution and War (Socialist Worker).

Al-Shami, Leila, 2016, “Challenging the Nation State in Syria” Fifth Estate (καλοκαίρι), www.fifthestate.org/archive/396-summer-2016/challenging-the-nation-state-in-syria/

Assaf, Simon, 2012, “Syria’s Revolution: Bloodied but Unbowed”, Socialist Review (Οκτώβριος),  http://socialistreview.org.uk/373/syrias-revolution-bloodied-unbowed

Atia, Mona, and Catherine Herrold, 2018, “Governing through Patronage: The Rise of NGOs and the Fall of Civil Society in Palestine and Morocco”, Voluntas: International Journal of Voluntary and Nonprofit Organizations, τόμος 29, τεύχος 5.

Aziz, Omar, 2011, “A Discussion Paper on Local Councils in Syria”, The Anarchist Library,  https://theanarchistlibrary.org/library/omar-aziz-a-discussion-paper-on-local-councils-in-syria

Bosman, Marieke, 2012, “The NGO Sector in Syria—an Overview”, INTRAC Briefing Paper 30 (Ιούνιος), www.intrac.org/wpcms/wp-content/uploads/2016/09/Briefing-Paper-30-The-NGO-sector-in-Syria.pdf

Centre for Humanitarian Dialogue, 2014, ‘Local Administration Structures in Opposition-held Areas in Syria’, Research Report, Centre for Humanitarian Dialogue.

Choudry, Aziz, and Dip Kapoor (επιμ.), 2013, NGOization: Complicity, Contradictions and Prospects (Zed).

Citizens for Syria, 2017, “Syrian Civil Society Organisations: Reality and Challenges”, https://citizensforsyria.org/OrgLiterature/Syrian_CSOs_Reality_and_challenges_2017-CfS_EN.pdf

Dallal, Abdulsalam, 2019, “Last Stand of the Syrian Rebellion?”, Middle East Solidarity (13 Ιουλίου), https://menasolidaritynetwork.com/2019/07/13/last-stand-of-the-syrian-rebellion/

Favier, Agnes, 2016, “Local Governance Dynamics in Opposition-Controlled Areas in Syria”, στο: Luigi Narbone, Agnès Favier and Virginie Collombier (επιμ.), Inside Wars: Local Dynamics of Conflicts in Syria and Libya (European University Institute), http://cadmus.eui.eu/bitstream/handle/1814/41644/Inside%20wars_2016.pdf

Fradejas-García, Ignacio, 2019, “Humanitarian Remoteness: Aid Work Practices from ‘Little Aleppo’”, Social Anthropology, τόμος 27, τεύχος 2.

Gopal, Anand, 2018, “Syria’s Last Bastion of Freedom”, The New Yorker (10 Δεκεμβρίου), www.newyorker.com/magazine/2018/12/10/syrias-last-bastion-of-freedom

Hajjar, Bahjat, Corinne von Burg, Leila Hilal, Martina Santschi, Mazen Gharibah, and Mazhar Sharbaji, 2017, “Perceptions of Governance—The Experience of Local Administrative Councils in Opposition-held Syria”, Swiss Peace Foundation (Ιανουάριος), www.swisspeace.ch/fileadmin/user_upload/pdf/Mediation/WOTRO_Report_The_Experience_of_Local_Administrative_Councils_in_Oppositionheld_Syria.pdf

Hearn, Julie, 1998, “The ‘NGO-isation’ of Kenyan Society: USAID and the Restructuring of Health Care”, Review of African Political Economy, τόμος 25, τεύχος 75.

Hearn, Julie, 2007, “African NGOs: The New Compradors”, Development and Change, τόμος 38, τεύχος 6.

Hokayem, Emile, 2014, “Iran, the Gulf States and the Syrian Civil War”, Survival, τόμος 56, τεύχος 6.

Howe, Kimberly, and Elizabeth Stites, 2018, “Partners under Pressure: Humanitarian Action for the Syria Crisis”, Disasters, τόμος 43, τεύχος 1.

Ismail, Feyzi, and Sangeeta Kamat, 2018, “NGOs, Social Movements and the Neoliberal State: Incorporation, Reinvention, Critique”, Critical Sociology, τόμος 44, τεύχος 4-5.

Jacobsson, Kerstin, and Steven Saxonburg (επιμ.), 2013, Beyond NGO-ization: The Development of Social Movements in Central and Eastern Europe (Routledge).

Leenders, Reinud, and Kholoud Mansour, 2018, “Humanitarianism, State Sovereignty, and Authoritarian Regime Maintenance in the Syrian War”, Political Science Quarterly, τόμος 133, τεύχος 2.

Lister, Charles, 2017, “Turkey’s Idlib Incursion and the HTS Question: Understanding the Long Game in Syria”, War on the Rocks (31 October),  https://warontherocks.com/2017/10/turkeys-idlib-incursion-and-the-hts-question-understanding-the-long-game-in-syria/

Mansour, Nayla, 2014, “My name is Kafranbel, and I Don’t Need Trainings in Needs Assessment”, Al-Jumhuriya (4 Νοεμβρίου, πρώτης δημοσίευση στα αραβικά, Μάιος 2013),  https://tinyurl.com/y4ntfk37

Martínez, José Ciro, and Brent Eng, 2018, “Stifling Stateness: The Assad Regime’s Campaign against Rebel Governance”, Security Dialogue, τόμος 49, τεύχος 4.

Meininghaus, Esther, 2016, “Humanitarianism in Intra-state Conflict: Aid Inequality and Local Governance in Government- and Opposition-controlled Areas in the Syrian War”, Third World Quarterly, τόμος 37, τεύχος 8.

Morrison, Chas, 2019, “Providing Basic Services Under Siege: Preliminary Insights from Interim Councils and Medical Providers in Besieged Urban Areas of Syria”, Environment and Urbanization, τόμος 31, τεύχος 1.

Naisse, Ghayath, 2013a, “Self-organization in the Syrian People’s Revolution”, International Viewpoint (1 Ιουλίου),  http://internationalviewpoint.org/spip.php?article3025

Naisse, Ghayath, 2013b, “Syria: A Revolt From Below”, Socialist Review (Οκτώβριος), http://socialistreview.org.uk/384/syria-revolt-below

Naisse, Ghayath, 2016, “Interview: Lessons of the Syrian Revolution”, International Socialism 153 (χειμώνας),  http://isj.org.uk/interview-lessons-of-the-syrian-revolution/

Pearlman, Wendy, 2019, “How the Syrian Uprising Began and Why it Matters”, The Conversation (14 Μαρτίου),  https://theconversation.com/how-the-syrian-uprising-began-and-why-it-matters-112801

Physicians for Human Rights, 2019, “Medical Personnel Are Targeted in Syria” (8 Σεπτεμβρίου),  https://phr.org/our-work/resources/medical-personnel-are-targeted-in-syria/

Reuter, Christoph, 2013, “Syrian City Embodies Absurdity of Civil War”, Der Spiegel (23 Απριλίου), www.spiegel.de/international/world/syrian-city-of-zabadani-embodies-absurdity-of-civil-war-a-896009.html

Ruiz de Elvira, Laura, and Tina Zintl (επιμ.), 2012, Civil Society and the State in Syria: The Outsourcing of Social Responsibility (Lynne Rienner).

Ruiz de Elvira, Laura, and Tina Zintl, 2014, “The End of the Ba’thist Social Contract in Bashar Al-Asad’s Syria: Reading Sociopolitical Transformations through Charities and Broader Benevolent Activism”, International Journal of Middle East Studies, τόμος 46, τεύχος 2.

Ruiz de Elvira, Laura, 2019, “From Local Revolutionary Action to Exiled Humanitarian Work: Activism in Local Social Networks and Communities’ Formation in the Syrian post-2011 Context”, Social Movement Studies, τόμος 18, τεύχος 1.

Saleh, Layla, 2018, “Civic Resilience During Conflict: Syria’s Local Councils”, Journal of Arab & Muslim Media Research, τόμος 11, τεύχος 2.

Saleh, Yassin al-Haj, 2017, The Impossible Revolution: Making Sense of Syrian Tragedy (Hurst).

Syria Justice and Accountability Centre, 2019, “Documents Obtained by SJAC Show Role of Syrian Intelligence in Directing Humanitarian Aid” (1 Αυγούστου), https://syriaaccountability.org/updates/2019/08/01/documents-obtained-by-sjac-show-role-of-syrian-intelligence-in-directing-humanitarian-aid/

Sparrow, Annie, 2018, “How UN Humanitarian Aid Has Propped Up Assad”, Foreign Affairs (20 Σεπτεμβρίου), www.foreignaffairs.com/articles/syria/2018-09-20/how-un-humanitarian-aid-has-propped-assad

Svoboda, Eva, and Sara Pantuliano, 2015 “International and Local/Diaspora Actors in the Syria Response: A Diverging Set of Systems?”, Humanitarian Policy Group and Overseas Development Institute Working Paper (Μάρτιος), www.odi.org/sites/odi.org.uk/files/odi-assets/publications-opinion-files/9523.pdf

Syrian Centre for Policy Research, 2015, “Syria: Alienation and Violence, Impact of the Syria Crisis Report” (30 Μαρτίου), www.scpr-syria.org/scpr-alienation-and-violence-report-2014-2/

UN Political and Peacebuilding Affairs, 2019, “Security Council Briefing on Detainees and Missing Persons in Syria, Under-Secretary-General Rosemary DiCarlo” (7 Αυγούστου), https://dppa.un.org/en/security-council-briefing-detainees-and-missing-persons-syria-under-secretary-general-rosemary

Wallace, Tina, 2006, The Aid Chain: Coercion and Commitment in Development NGOs (Intermediate Technology Publications).

Ward, Patrick, 2016, “Syria’s Forgotten Revolutionaries: An Interview with Leila Al-Shami” (21 Ιουνίου),  https://tahriricn.wordpress.com/2016/06/21/syria-syrias-forgotten-revolutionaries-an-interview-with-leila-al-shami/

Yassin-Kassab, Robin, and Leila Al-Shami, 2018, Burning Country: Syrians in Revolution and War (Pluto).

Zintl, Tina, 2012, “Modernization Theory II: Western-educated Syrians and the Authoritarian Upgrading of Civil Society”, στο: Laura Ruiz de Elvira and Tina Zintl (επιμ.), Civil society and the State in Syria: The Outsourcing of Social Responsibility (Lynne Rienner).

 

 

Σημειώσεις

1 Χρησιμοποιούμε την αραβική ορθογραφία του «αλ-Άσαντ/Άσαντ» – βλ. Ruiz de Elvira 2019.

2 Alexander and Bouharoun, 2016.

3 Pearlman, 2019.

4 Saleh, 2017, σελ. 30.

5 Αναφέρεται στο Yassin-Kassab and Al-Shami, 2018, σσ. 54-55..

6 Αναφέρεται στο Yassin-Kassab and Al-Shami, 2018, σελ. 55.

7 Yassin-Kassab and Al-Shami, 2018, σσ. 55-56.

8 Assaf, 2012, σσ. 11-12.

9 Naisse, 2013b.

10 Alexander, 2019, σελ. 38.

11 Alexander, 2019, σσ. 35-36.

12 Alexander, 2019, σελ. 35.

13 Wallace, 2006; Hearn, 1998 and 2007.

14 Alexander and Bouharoun, 2016.

15 Yassin-Kassab and Al-Shami, 2018, σσ. 74-76.

16 Alexander and Bouharoun, 2016, σελ. 22.

17 Saleh, 2018, σελ. 143.

18 Hajjar and others, 2017, σελ. 7.

19 Yassin-Kassab and Al-Shami, 2018, σελ. 68.

20 Aziz, 2011, σελ. 1.

21 Yassin-Kassab and Al-Shami, 2018, σελ. 69.

22 Lister, 2017; Martínez and Eng, 2018, σελ. 242.

23 Naisse, 2013a, σελ. 1.

24 Naisse, 2016, σσ. 64-65. Βλ. επίσης: Naisse, 2013b.

25 Al-Shami, 2016, σελ. 4.

26 Morrison, 2019, σελ. 2.

27 Morrison, 2019, σσ. 6-14.

28 Επισκεφθείτε το www.acu-sy.org/en/identity/

29 Gopal, 2018, σελ. 17.

30 Gopal, 2018, σελ. 22.

31 Gopal, 2018, σελ. 24.

32 Dallal, 2019.

33 Meininghaus, 2016, σσ. 1454-1456

34 Syrian Centre for Policy Research, 2015, σελ. 42.

35 Physicians for Human Rights, 2019.

36 UN Political and Peacebuilding Affairs, 2019.

37 Martínez and Eng, 2018, σελ. 247.

38 Martínez and Eng, 2018, σελ. 237.

39 Centre for Humanitarian Dialogue, 2014, σελ. 4.

40 Hajjar and others, 2017, σελ. 7.

41 Ward, 2016.

42 Saleh, 2017, σελ. 189, γράφοντας για τον Απρίλιο του 2013.

43 Ismail and Kamat, 2018.

44 Hearn, 1998.

45 Choudry and Kapoor, 2013; Jacobsson and Saxonburg, 2013, σελ. 7.

46 Hearn, 2007, σελ. 1107.

47 Jacobsson and Saxonburg, 2013, σελ. 6.

48 Atia and Herrold, 2018, σελ. 1050.

49 Atia and Herrold, 2018, σελ. 1045.

50 Atia and Herrold, 2018, σελ. 1045.

51 Citizens for Syria, 2017.

52 Ruiz de Elvira and Zintl, 2014, σελ. 336.

53 Zintl, 2012, σελ. 33.

54 Ruiz de Elvira and Zintl, 2014, σελ. 336.

55 Ruiz de Elvira and Zintl, 2012, σελ. 7.

56 Ruiz de Elvira and Zintl, 2014, σελ. 344.

57 Bosman, 2012, σελ. 4.

58 Ruiz de Elvira and Zintl, 2014, σσ. 343-344.

59 Sparrow, 2018.

60 Leenders and Mansour, 2018.

61 SJAC, 2019.

62 Yassin-Kassab and Al-Shami, 2018 σελ. 72.

63 Favier, 2016, σελ. 8; Reuter, 2013.

64 Go to www.acu-sy.org/en/

65 Hajjar and others, 2017, σελ. 20.

66 AFP, 2013.

67 Hokayem, 2014.

68 Howe and Stites, 2018, σελ. 3.

69 Morrison, 2019, σελ. 2.

70 Svoboda and Pantuliano, 2015, σελ. iii.

71 Favier, 2016, σελ. 12.

72 Hajjar and others, 2017, σελ. 9; Morrison, 2019.

73 Mansour, 2014.

74 Fradejas-García, 2019, σσ. 292-293.

75 Mansour, 2014.

76 Ruiz de Elvira, 2019, σελ. 47.

77 Ruiz de Elvira, 2019, σελ. 45.

78 Fradejas-García, 2019, σελ. 299.

79 Ruiz de Elvira, 2019, σσ. 12-13.

80 Yassin Swehat, cited in Yassin-Kassab and Al-Shami, 2018, σελ. 152.

81 Fradejas-García, 2019, σελ. 289.

82 Howe and Stites, 2018, σελ. 6.

83 Saleh, 2017, σελ. 190.

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 16 Ιουνίου 2021 11:31

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.