Πέμπτη, 03 Οκτωβρίου 2024 14:50

Μετά τον Νασράλλα

Συγκέντρωση προς τιμήν των δολοφονημέμνων ηγετών της Χεζμπολλάχ στα νότια προάστια της Βηρυτού, Λίβανος 16 Φεβρουαρίου 2024. (REUTERS)

 

 

Άνταμ Σατς

 

Μετά τον Νασράλλα

 

 

Ο θάνατος του Χασάν Νασράλλα ανακοινώθηκε το Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου, την επέτειο του θανάτου του Αιγύπτιου προέδρου Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, πατέρα του παναραβισμού. Ο Νάσερ πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1970, τρία χρόνια μετά την ταπεινωτική ήττα του στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, τη «νάκσα» ή οπισθοχώρηση που οδήγησε στην κατάκτηση της Δυτικής Όχθης, της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, της Λωρίδας της Γάζας, των Υψιπέδων του Γκολάν και του Σινά από το Ισραήλ. Ο Νασράλλα δολοφονήθηκε από έναν καταιγισμό ογδόντα βομβών που έριξε η ισραηλινή πολεμική αεροπορία στο αρχηγείο του στο Χάρετ Χρέικ, στα νότια προάστια της Βηρυτού. Λίγες ώρες νωρίτερα, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου είχε απευθυνθεί στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, καταγγέλλοντας τον οργανισμό ως βόθρο αντισημιτισμού και ορκίστηκε να συνεχίσει τον πόλεμό του στο Λίβανο. «Δεν ήταν απλώς ένας ακόμη τρομοκράτης. Ήταν ο τρομοκράτης», είπε ο Νετανιάχου, αφού ανακοινώθηκε ότι ο Νασράλλα ήταν νεκρός.

Οι Αμερικανοί υποστηρικτές του Νετανιάχου –ο Τζο Μπάιντεν, η Κάμαλα Χάρις και ο υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν– επανέλαβαν γρήγορα τον πανηγυρισμό του Ισραηλινού πρωθυπουργού για τον θάνατο του Νασράλλα. Δεν τους ένοιαζε ότι ο Νετανιάχου δεν τους είχε συμβουλευτεί για τον βομβαρδισμό, ο οποίος γελοιοποίησε την αμερικανική και γαλλική πίεση για κατάπαυση του πυρός μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολάχ, στην οποία ο Νετανιάχου είχε δώσει κατ’ ιδίαν την έγκρισή του. Ας μην υπολογίσουμε τις συχνές προειδοποιήσεις των Αμερικανών για τους κινδύνους της κλιμάκωσης και τη δηλωμένη επιθυμία τους να αποφύγουν μια αντιπαράθεση με το Ιράν. Για τον Μπάιντεν, η δολοφονία του Νασράλλα παρείχε ένα «μέτρο δικαιοσύνης» για τα θύματα της Χεζμπολάχ, από τις βομβιστικές επιθέσεις του 1983, στην αμερικανική πρεσβεία και στους στρατώνες των πεζοναυτών στη Βηρυτό, μέχρι σήμερα. Η Χάρις αποκάλεσε τον Νασράλα «τρομοκράτη με αμερικανικό αίμα στα χέρια του», λες και ο Νετανιάχου και οι συνάδελφοί του στο υπουργικό συμβούλιο είχαν κρατήσει τα χέρια τους καθαρά κατά τη διάρκεια της δολοφονίας δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων στη Γάζα και του βίαιου εκτοπισμού περισσότερου από το 90% του πληθυσμού της – για να μην αναφερθούμε στο κύμα επιθέσεων και κατεδαφίσεων από εποίκους στη Δυτική Όχθη ή στους βομβαρδισμούς του νότιου Λιβάνου, της κοιλάδας Μπεκά’α και της Βηρυτού μετά τις φρικιαστικές επιθέσεις με συσκευές τηλεειδοποίησης και ασύρματους πριν από δύο εβδομάδες. Αλλά το «αραβικό αίμα» δεν έχει την ίδια αξία με το αμερικανικό ή το ισραηλινό στον ηθικό υπολογισμό της Δύσης.

Μεταξύ των υποστηρικτών του στο Λίβανο, και για πολλούς εκτός Δύσης, ο Νασράλλα θα μείνει στη μνήμη τους διαφορετικά: όχι ως «τρομοκράτης», αλλά ως πολιτικός ηγέτης και ως σύμβολο περιφρόνησης των αμερικανικών και ισραηλινών φιλοδοξιών στη Μέση Ανατολή. Αν και η Χεζμπολάχ παρέμεινε μια στρατιωτική οργάνωση διαβόητη για τις θεαματικές επιθέσεις της εναντίον δυτικών συμφερόντων, το Κόμμα του Θεού και ο ηγέτης του υπέστησαν μια πολύπλοκη εξέλιξη μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου του Λιβάνου το 1990. Δεν ήταν μια ασυνήθιστη πορεία στην περιοχή. Ο Μεναχέμ Μπέγκιν και ο Γιτζάκ Σαμίρ, πρώην ηγέτες του Λικούντ, του κόμματος του Νετανιάχου, ξεκίνησαν και οι δύο ως «τρομοκράτες». Ο Μπέγκιν ήταν πίσω από τη βομβιστική επίθεση του 1946 στο ξενοδοχείο King David, η οποία σκότωσε σχεδόν εκατό πολίτες∙ ο Σαμίρ σχεδίασε το 1948 την απαγωγή και τη δολοφονία του εκπροσώπου του ΟΗΕ Φόλκε Μπερναντότε. Ο Γιτζάκ Ράμπιν, που εκτιμάται από τους φιλελεύθερους σιωνιστές ως ειρηνοποιός, επέβλεψε την απέλαση δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων από τηΛύντα και τη Ράμλε το 1948. Με το πέρασμα από τη βία στην πολιτική, ο Νασράλα ακολούθησε τα βήματα των ισραηλινών εχθρών του, τη σταδιοδρομία των οποίων φέρεται να είχε μελετήσει προσεκτικά.

Ο Νασράλα έγινε ηγέτης της Χεζμπολάχ το 1992, αφού το Ισραήλ δολοφόνησε τον προκάτοχό του, τον Σέιχ Αμπάς αλ-Μουσάουι. Ήταν 31 ετών, και παρόλο που ήταν ηγετικό στέλεχος του συμβουλίου της Χεζμπολάχ για πέντε χρόνια, ήταν ελάχιστα γνωστός εκτός των εσωτερικών κύκλων του κινήματος. Το να πούμε ότι αποδείχθηκε πιο ικανός από τον Αλ-Μουσάουι είναι υποτιμητικό: Ο Νασράλλα ήταν ένας ηγέτης ιστορικών διαστάσεων, μια από τις μορφές που καθόρισαν τη Μέση Ανατολή των τελευταίων τριών δεκαετιών. Ένας Λιβανέζος συγγραφέας μου είπε πρόσφατα ότι ήταν η κατάρα του Λιβάνου –και σύμπτωμα της κρίσης της κοσμικής ελίτ– ότι ο πιο ταλαντούχος πολιτικός ηγέτης της χώρας ήταν ένας σιίτης φονταμενταλιστής.

Ο Νασράλλα ήταν στενός σύμμαχος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και οπαδός του βελαγιέτ-ε φακίχ, του ιρανικού συστήματος κληρικής διακυβέρνησης, αλλά απείχε πολύ από το να είναι φανατικός «αφοσιωμένος στο τζιχάντ, όχι στη λογική», όπως τον περιέγραψε ο Τζέφρι Γκόλντμπεργκ στο New Yorker το 2002. Αντιθέτως, ήταν ένας μεθοδικός, ευφυής ηγέτης που σπάνια επέτρεπε στο ζήλο του να υπερνικήσει την ικανότητά του για λογική∙ ήταν πάντα προσεκτικός στο να λαμβάνει υπόψη του την ψυχολογία του εχθρού του στην άλλη πλευρά των συνόρων. Κατάλαβε ότι ο λαός του Λιβάνου, συμπεριλαμβανομένου του σιιτικού πληθυσμού του, δεν ήταν θρησκευτικοί ζηλωτές και ότι ένα ισλαμικό κράτος δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη στο ορατό μέλλον. Ποτέ δεν προσπάθησε να επιβάλει τη σαρία στους οπαδούς του∙ οι γυναίκες στο φέουδό του στα νότια προάστια της Βηρυτού ήταν ελεύθερες να ντύνονται όπως ήθελαν χωρίς να παρενοχλούνται από την αστυνομία ηθικής. Αφότου η Χεζμπολάχ απελευθέρωσε τον νότο από την ισραηλινή κατοχή το 2000, ο Νασράλα κατέστησε σαφές ότι δεν επρόκειτο να υπάρξουν εξωδικαστικά αντίποινα κατά των χριστιανών που είχαν συνεργαστεί με τους Ισραηλινούς. Αντιθέτως, τους οδηγούσαν στα σύνορα και τους παρέδιδαν στο Ισραήλ. Οι σιίτες συνεργάτες, ωστόσο, υπέστησαν κάποια αντίποινα.

Μέχρι που οδήγησε τη Χεζμπολάχ στον πόλεμο της Συρίας στο πλευρό του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ, προκαλώντας το μίσος πολλών που κάποτε τον θαύμαζαν, ο Νασράλα φαινόταν να είναι ο τελευταίος Άραβας εθνικιστής, ο μόνος Άραβας ηγέτης εκτός Παλαιστίνης που ήταν πρόθυμος να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στο Ισραήλ. Συχνά τον συνέκριναν με τον Νάσερ, αλλά σε αντίθεση με τον Νάσερ, του οποίου η πολεμική αεροπορία καταστράφηκε από την πρώτη ημέρα του πολέμου του 1967, πολέμησε το Ισραήλ μέχρι να το σταματήσει το 2006, και μάλιστα χάρισε στον λαό του Λιβάνου μια τηλεοπτική ομιλία με την οποία ανακοίνωσε μια επικείμενη επίθεση σε ένα ισραηλινό πλοίο, το οποίο τυλίχθηκε στις φλόγες την ώρα που μιλούσε (έγινε μάλιστα για λίγο απίστευτο αντικείμενο θαυμασμού στον σουνιτικό αραβικό κόσμο). Αλλά αν και ήταν υπερήφανος για τις επιδόσεις της Χεζμπολάχ στο πεδίο της μάχης, τιμωρήθηκε από τη σφοδρότητα των ισραηλινών βομβαρδισμών και αναγνώρισε ότι η διασυνοριακή επιχείρηση σύλληψης ομήρων του κινήματός του, προσέφερε στο Ισραήλ μια αφορμή για να καταστρέψει μεγάλα τμήματα του Λιβάνου, ένα λάθος που ορκίστηκε να μην επαναλάβει ποτέ.

Η Χεζμπολάχ ιδρύθηκε το 1982, με τη βοήθεια του Ιράν (και της Συρίας), μετά την ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο. Υπήρχε κατάπαυση του πυρός μεταξύ του Ισραήλ και της PLO από τον Ιούλιο του 1981. Αλλά όταν τρομοκράτες που εργάζονταν για τον Αμπού Νιντάλ, τον ορκισμένο αντίπαλο του Γιασέρ Αραφάτ, προσπάθησαν να σκοτώσουν τον πρεσβευτή του Ισραήλ στο Λονδίνο τον Ιούνιο του 1982, ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας, Αριέλ Σαρόν, άδραξε την ευκαιρία για να δικαιολογήσει τον πόλεμο κατά της PLO του Αραφάτ και να εισβάλει στον Λίβανο, όπου είχε την έδρα της η PLO. Ορισμένοι από τους σιίτες στο νότο, εξοργισμένοι από την ενοχλητκή παρουσία των Παλαιστινίων μαχητών, αρχικά χαιρέτισαν τις προσπάθειες του Ισραήλ να καταργήσει το «κράτος μέσα στο κράτος» της PLO. Αλλά το Ισραήλ γρήγορα έγινε εχθρός, προκαλώντας εξέγερση από νέους σιίτες.

Ο Νασράλλα, γεννημένος το 1960, ήταν ένας από αυτούς. Η Χεζμπολάχ περιγράφεται συχνά στη Δύση ως «πολιτοφυλακή που υποστηρίζεται από το Ιράν», κάτι που ισχύει, αλλά οι περισσότερες πολιτικές ομάδες στο Λίβανο έχουν αναπτύξει σχέσεις με ξένους υποστηρικτές (Αμερικανούς, Γάλλους, Σαουδάραβες). Και, όπως συχνά επισημαίνουν οι ηγέτες της Χεζμπολάχ, οι σιίτες είναι λιγότερο πιθανό να έχουν δεύτερα διαβατήρια ή δεύτερα σπίτια στο Παρίσι και το Λονδίνο. Όποιοι και αν είναι οι δεσμοί τους με το Ιράν, είναι «γιοί του Λιβάνου». Ο Νασράλλα μεγάλωσε σε μια εργατική, κυρίως αρμενική συνοικία της Βηρυτού, μέχρι που η οικογένειά του εκδιώχθηκε από χριστιανικές πολιτοφυλακές στην αρχή του εμφυλίου πολέμου το 1975. Εγκαταστάθηκαν στο νότο, στο χωριό κοντά στην Τύρο όπου είχε γεννηθεί ο πατέρας του. Ο Νασράλλα συμμεριζόταν τον θαυμασμό του πατέρα του για τον ιρανικής καταγωγής κληρικό Μούσα αλ-Σαντρ, του οποίου το Κίνημα των Απόρων είχε προβάλει την ενδυνάμωση των καταπιεσμένων σιιτών στον Λίβανο πριν εξαφανιστεί μυστηριωδώς σε ένα ταξίδι στη Λιβύη το 1978. Όπως πολλοί νέοι σιίτες, ο Νασράλλα προσελκύστηκε επίσης από την επανάσταση του Χομεϊνί στο Ιράν. Και το 1982, η Ισλαμική Δημοκρατία έφτασε στο κατώφλι του, όταν ένα απόσπασμα 1500 μελών της Φρουράς της Επανάστασης άρχισε να οργανώνει την πολιτοφυλακή που έγινε γνωστή ως Χεζμπολάχ στην κοιλάδα Μπεκά’α. Ο Νασράλλα ήταν ένα από τα πρώτα μέλη της. Στις 23 Οκτωβρίου 1983, η οργάνωση έγινε γνωστή στον κόσμο με δύο βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας στη Βηρυτό με στόχο Αμερικανούς και Γάλλους στρατιώτες της ειρηνευτικής δύναμης, στις οποίες σκοτώθηκαν περισσότεροι από τριακόσιοι. Δύο χρόνια αργότερα, η Χεζμπολάχ δημοσίευσε ένα ανακοινωθέν στην εφημερίδα Ασ-Σάφιρ, ανακοινώνοντας την αποφασιστικότητά της να «διώξει οριστικά από τον Λίβανο τους Αμερικανούς, τους Γάλλους και τους συμμάχους τους, βάζοντας τέλος σε κάθε αποικιοκρατική οντότητα στη γη μας» και να αντικαταστήσει το πολιτικό σύστημα της χώρας με ένα ισλαμικό κράτος ιρανικού τύπου.

Όταν ο Νασράλλα έγινε γενικός γραμματέας το 1992, οδήγησε τη Χεζμπολάχ στην πολιτική, επικρατώντας έναντι των μελών που υποστήριζαν ότι το κίνημα θα έπρεπε να περιοριστεί στην αντίσταση στο νότο και να αποφύγει να εμπλακεί στο θρησκευτικό σύστημα του Λιβάνου, αν και ο ίδιος προσπάθησε να παραμείνει προσωπικά μακριά. Το κύρος του αυξήθηκε μετά τον θάνατο του 18χρονου γιου του, Χάντι, ο οποίος πέθανε πολεμώντας το Ισραήλ το 1997. «Ο γιος μου είχε την εξαιρετική ευκαιρία να πεθάνει ως μάρτυρας», είπε. «Αν υποφέρω προσωπικά, σε εθνικό επίπεδο, είμαι ευτυχής». Από τότε, ο Νασράλλα ήταν γνωστός ως «Αμπού Χάντι». Αφού οι ΗΠΑ δολοφόνησαν τον Κάσεμ Σολεϊμανί, τον ηγέτη της Δύναμης Κουντς των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης, το 2020, ο Νασράλα έγινε ο ηγέτης με τη μεγαλύτερη επιρροή στον ιρανικό άξονα - δεύτερος μετά τον Αγιατολάχ Χαμενεΐ, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές. Καθώς η Χεζμπολάχ εμπλεκόταν όλο και περισσότερο στο πολιτικό σύστημα του Λιβάνου που κάποτε είχε αφορίσει, ο Νασράλλα θέλησε να επεκτείνει την επιρροή του, στέλνοντας πράκτορες της Χεζμπολάχ να εκπαιδεύουν συμμάχους στη Συρία, το Ιράκ και την Υεμένη. Έδωσε την εντύπωση ότι είχε ξεπεράσει τη μικρή του χώρα.

Πριν αναγκαστεί να αποσυρθεί στην παρανομία το 2006, ο Νασράλλα ήταν περιστασιακά προσιτός σε ξένους δημοσιογράφους. Κατάφερα να του πάρω μια συνέντευξη για το New York Review of Books το 2004. Στο γραφείο του στο Χάρετ Χρέικ, ο μεταφραστής μου και εγώ γίναμε δεκτοί από έναν δημοσιογράφο του τηλεοπτικού σταθμού της Χεζμπολάχ, αλ-Μανάρ, και, μετά από έναν εξονυχιστικό αλλά ευγενικό έλεγχο, πήραμε το ασανσέρ για να ανεβούμε μερικούς ορόφους. Η αίθουσα υποδοχής ήταν διακοσμημένη με φωτογραφίες του Αλ-Μουσάουι, του Χομεϊνί και του Χαμενεΐ. Στην είσοδο υπήρχε μια φωτογραφία του Χάντι Νασράλλα. (Παρ’ όλες τις προσπάθειες της Χεζμπολάχ να αυτοσυστήνεται ως η παλλόμενη καρδιά του αραβικού εθνικισμού, δεν υπήρχαν φωτογραφίες σουνιτών Αράβων ηγετών, μια υπενθύμιση της ανικανότητας του κόμματος να αποβάλει τις σεχταριστικές του καταβολές). Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας μου έκανε εντύπωση η χαλαρή εξουσία που επέδειξε ο Νασράλλα: οι συνάδελφοί του τον σέβονταν αλλά δεν έδειχναν να τον φοβούνται. Παρόλο που ήταν αδιάλλακτος στις απόψεις του, ήταν επίσης φιλικός και ανεπιτήδευτος, και ποτέ δεν καυχιόταν. Τα επιχειρήματά του ήταν σχολαστικά διατυπωμένα, αντανακλώντας την ανάγνωση της ιστορίας και τη μελέτη του εχθρού του∙ η θρησκεία δεν αναφέρθηκε ποτέ. (Απαντούσε στις ερωτήσεις μου στα αραβικά μέσω της μεταφράστριας –μιας Λιβανέζας σιίτισσας που εργαζόταν για τον ΟΗΕ– αλλά καταλάβαινε σαφώς αγγλικά).

Η υπερηφάνεια του για το επίτευγμα του κινήματός του ήταν εμφανής. Τέσσερα χρόνια μετά τη μονομερή αποχώρηση του Ισραήλ από το Λίβανο, η Χεζμπολάχ εξακολουθούσε να απολαμβάνει τη λάμψη της νίκης. Το κόμμα διέθετε ετήσιο προϋπολογισμό 100 εκατομμυρίων δολαρίων, μεγάλο μέρος του οποίου προερχόταν από το Ιράν, και δέκα έδρες στο κοινοβούλιο∙ συνέχισε να αυξάνει τη στρατιωτική του δύναμη στο νότο και στην κοιλάδα Μπεκά’α. Ο Νασράλλα ήταν κατηγορηματικός ότι η Χεζμπολάχ έπρεπε να διατηρήσει τα όπλα της σε περίπτωση που το Ισραήλ αποφάσιζε να επιστρέψει στον Λίβανο.

Το Ισραήλ, ωστόσο, δεν ήταν ο μόνος εχθρός του Νασράλλα ή η μόνη του ανησυχία. Στο Λίβανο παρέμενε μια φυσιογνωμία που δίχαζε, ακόμη και μεταξύ εκείνων που ήταν ευγνώμονες για τη μάχη του εναντίον του κατακτητή. Υπήρχαν φήμες ότι είχε συμμετάσχει στη δολοφονία λιβανέζων κομμουνιστών τη δεκαετία του 1980, καθώς και στη βία και τη σύλληψη ομήρων με στόχο τα δυτικά συμφέροντα. Καθώς η Χεζμπολάχ εξελίχθηκε σε κράτος μέσα στο κράτος, πολύ μεγαλύτερο και ισχυρότερο από ό,τι ήταν το κράτος του Αραφάτ, οι εχθροί του Νασράλλα στον Λίβανο πολλαπλασιάστηκαν. Δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του για να εκμεταλλευτεί το θρησκευτικό πολιτικό σύστημα που η Χεζμπολάχ είχε καταγγείλει στο ανακοινωθέν της το 1985 ή για να εκφοβίσει και μερικές φορές να δολοφονήσει αντιπάλους, συμπεριλαμβανομένων των σιιτών επικριτών του κόμματος, όπως ο δημοσιογράφος Λοκμάν Σλιμ. Η Χεζμπολάχ εμπλέκεται επίσης σε ορισμένες από τις μεγάλες καταστροφές που έπληξαν τον Λίβανο τα τελευταία χρόνια, από τη δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι το 2005 μέχρι την έκρηξη του 2020 σε αποθήκη του λιμανιού της Βηρυτού, όπου η Χεζμπολάχ φέρεται να αποθήκευε νιτρικό αμμώνιο. Προσπάθησε να θέσει τον εαυτό του ως ρυθμιστικό παράγοντα υπεράνω της πολιτικής, αλλά ζήτησε επίσης σθεναρά τον τερματισμό διαφόρων ερευνών υψηλού προφίλ και υπερασπίστηκε ακόμη και τον Ριάντ Σαλάμα, τον εξευτελισμένο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, μετά την οικονομική κατάρρευση του 2019. Ο Νασράλλα μπορεί να ήταν σωστό να οδηγήσει τη Χεζμπολάχ στην πολιτική, αλλά οι επικριτές του είχαν δίκιο να προειδοποιούν ότι το λιβανέζικο σύστημα θα διέφθειρε το κόμμα και θα ροκάνιζε τη δική του φήμη για ακεραιότητα.

Αλλά καμία απόφαση του Νασράλλα δεν ήταν πιο επιζήμια για το κύρος του κόμματός του από την παρέμβασή του στον πόλεμο της Συρίας για λογαριασμό της δικτατορίας του Άσαντ: δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ορισμένα από τα θύματα του Άσαντ εξέφρασαν τη χαρά τους για την πρόσφατη ταπείνωση της Χεζμπολάχ. Οι λόγοι του Νασράλλα μπορεί να ήταν πραγματιστικοί: Ο Άσαντ ήταν μέρος του λεγόμενου Άξονα της Αντίστασης, και αν έπεφτε από την εξουσία, η Χεζμπολάχ δεν θα μπορούσε να μεταφέρει όπλα από το Ιράν μέσω των συριακών συνόρων στον Λίβανο. Αλλά ο Νασράλλα είχε αυτοχαρακτηριστεί ως υπερασπιστής των καταπιεσμένων, και πολλοί δεν ήταν ευχαριστημένοι που έβλεπαν μαχητές της Χεζμπολάχ να βοηθούν έναν ανελέητο πόλεμο καταστολής.

Η απόφαση του Νασράλλα βοήθησε στη διάσωση του καθεστώτος Άσαντ. Ενίσχυσε επίσης τους δεσμούς της Χεζμπολάχ με τη Ρωσία. Αλλά αποδείχθηκε εξίσου καταστροφική με την παρέμβαση της Αιγύπτου στον εμφύλιο πόλεμο στη Βόρεια Υεμένη τη δεκαετία του 1960, τον οποίο ο Νάσερ περιέγραψε ως «το δικό μου Βιετνάμ». Η Χεζμπολάχ δεν έχασε μόνο χιλιάδες μαχητές: το κόμμα της αντίστασης ήταν πλέον το κόμμα της αντεπίθεσης εναντίον των ομοεθνών της Αράβων, και η συνεργασία της με τις συριακές και ρωσικές μυστικές υπηρεσίες την άφησε ευάλωτη στη διείσδυση των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Η Χεζμπολάχ είχε βάλει στο στόχαστρο στρατιώτες στον αγώνα της κατά του Ισραήλ, αλλά φάνηκε να μην κάνει καμία προσπάθεια να αποφύγει απώλειες αμάχων στην εκστρατεία καμένης γης στη Συρία. Μετά το 2006, η Χεζμπολάχ συμμετείχε μόνο σε περιστασιακές ανταλλαγές «μία σου και μία μου» με το Ισραήλ, που συνήθως αφορούσαν τα κτήματα Σεμπά’α, ένα κομμάτι του λιβανέζικου εδάφους που εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό ισραηλινό έλεγχο. Κατά τα άλλα, τα σύνορα ήταν σχετικά ήσυχα – τόσο ήσυχα που οι σουνίτες ριζοσπάστες στο Λίβανο κατηγόρησαν τον Νασράλλα ότι ήταν ένας από τους συνοριοφύλακες του Ισραήλ. Όλα αυτά άλλαξαν, ωστόσο, στις 8 Οκτωβρίου 2023, όταν αποφάσισε να ανοίξει ένα «βόρειο μέτωπο» για την υποστήριξη της Χαμάς και του λαού της Γάζας.

Ισραηλινοί σχολιαστές, τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά, έχουν υποστηρίξει ότι η Χεζμπολάχ δεν είχε κανένα λόγο να εκτοξεύσει ρουκέτες στο βόρειο Ισραήλ, ότι επέλεξε να ξεκινήσει αυτή τη σύγκρουση. Ο Νασράλλα είχε διαφορετική άποψη. Η Χεζμπολάχ, πίστευε, βρισκόταν «στην καρδιά της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης. Πρόκειται για ένα ενιαίο σύνολο και δεν μπορείτε να το διαχωρίσετε. Είναι τελικά μια πραγματικότητα». Όπως το έβλεπε, αναλάμβανε τις ευθύνες του στο πλαίσιο του Άξονα της Αντίστασης για να μειώσει την πίεση στον σύμμαχό του στη Γάζα. Οι επιθέσεις της Χεζμπολάχ στο βόρειο Ισραήλ, οι οποίες οδήγησαν στην εκκένωση περισσότερων από πενήντα χιλιάδων Ισραηλινών πολιτών, καταγγέλθηκαν ως τρομοκρατία στη Δύση. Αλλά πολλοί Παλαιστίνιοι εκτίμησαν την υποστήριξη του Νασράλλα, ειδικά από τη στιγμή που κανένας από τους άλλους Άραβες ηγέτες δεν έκανε τίποτα για να υπερασπιστεί το λαό της Γάζας. Ο Μοχάμμαντ μπιν Σαλμάν, ο πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας, μίλησε εκ μέρους πολλών από αυτούς όταν δήλωσε στον Άντονι Μπλίνκεν, λίγο μετά τις 7 Οκτωβρίου: «Με ενδιαφέρει προσωπικά το παλαιστινιακό ζήτημα; Εγώ δεν ενδιαφέρομαι, αλλά ο λαός μου ενδιαφέρεται, οπότε πρέπει να σιγουρευτώ ότι αυτό έχει αντίκρυσμα».

Το ρίσκο του Νασράλλα ήταν ότι, στοχεύοντας στρατιωτικές και αμυντικές υποδομές και αποφεύγοντας σε μεγάλο βαθμό τις απώλειες αμάχων, θα μπορούσε να δείξει ένα βαθμό υποστήριξης προς το λαό της Γάζας και να αναγκάσει το Ισραήλ να καταλήξει σε κατάπαυση του πυρός με τη Χαμάς, χωρίς να οδηγήσει σε κλιμάκωση στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ. Γνώριζε ότι ένας πόλεμος με το Ισραήλ θα έβρισκε αντίθετους τους περισσότερους ανθρώπους στο Λίβανο, συμπεριλαμβανομένων πολλών σιιτών, καθώς και τους συμμάχους του στην Τεχεράνη, οι οποίοι ήθελαν να διατηρήσουν το οπλοστάσιο της Χεζμπολάχ σε περίπτωση ισραηλινής επίθεσης στο Ιράν. Αλλά έπρεπε επίσης να διαφυλάξει την εικόνα του κινήματός του ως υπερασπιστή της παλαιστινιακής αντίστασης, μια φήμη που θα καταστρεφόταν αν δεν είχε δράσει. Εξ ου και η επιμονή του ότι δεν επρόκειτο για μια τελική μάχη αποκάλυψης με το Ισραήλ: Η Χεζμπολάχ σκόπευε απλώς να εμποδίσει την ισραηλινή επιθετικότητα στη Γάζα και θα σταματούσε να εκτοξεύει τους πυραύλους της μόλις το Ισραήλ αποδεχόταν την κατάπαυση του πυρός.

Ο Νασράλλα τόνισε επανειλημμένα ότι δεν επιθυμούσε έναν ευρύτερο πόλεμο, όπως και οι σύμμαχοί του στο Ιράν, ιδίως ο συμφιλιωτικός νέος πρόεδρος της χώρας, Μασούντ Πεζεσκιάν, ο οποίος έδωσε έναν αταίριαστο τόνο Γκάντι στις εκκλήσεις του να τερματιστούν οι μάχες στο Λίβανο κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Και οι αντιδράσεις τους στις προκλήσεις του Ισραήλ –ιδιαίτερα στις δολοφονίες των ηγετών της Χεζμπολάχ και της Χαμάς στη Βηρυτό, τη Δαμασκό και την Τεχεράνη– ήταν συγκρατημένες. Αλλά ο Νασράλλα, ο οποίος είχε κερδίσει τον σεβασμό όχι μόνο των Αράβων αλλά και των Ισραηλινών για την ανάλυσή του σχετικά με τις προθέσεις των ηγετών του Ισραήλ, για μια φορά εκτίμησε λάθος τον εχθρό του, ενώ παράλληλα αποκάλυψε μια εκπληκτική δόση αφέλειας σχετικά με την πραγματική ισορροπία δυνάμεων. Παρόλο που η Χεζμπολάχ είχε κατορθώσει να δημιουργήσει μια κατάσταση αμοιβαίας αποτροπής με τον γείτονά της, το Ισραήλ είχε αποδεχτεί μόνο απρόθυμα αυτή την κατάσταση. Με την προσπάθειά του να συνδέσει το βόρειο Ισραήλ και τη Γάζα στις 8 Οκτωβρίου, εκτοξεύοντας ρουκέτες «σε ένδειξη αλληλεγγύης» προς τους Παλαιστίνιους, ο Νασράλλα προσέφερε στο Ισραήλ το πρόσχημα που αναζητούσε εδώ και καιρό για να ξαναγράψει τους «κανόνες του παιχνιδιού» που διέπουν τα σύνορα από το 2006.

Μετά τις 7 Οκτωβρίου ο υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, Γιοάβ Γκαλάντ, φέρεται να ήθελε να χτυπήσει πρώτα τη Χεζμπολάχ και όχι τη Χαμάς. Ο Νετανιάχου απέρριψε τη συμβουλή του Γκαλάντ, αλλά ο πόλεμος κατά της Χεζμπολάχ, για τον οποίο το Ισραήλ προετοιμάζεται εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, παρέμεινε μέρος της συζήτησης, ακόμη και όταν ο Νετανιάχου προσποιήθηκε ότι υποχωρούσε στις προειδοποιήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν για μια περιφερειακή ανάφλεξη. Ήξερε ότι ο Μπάιντεν και ο Μπλίνκεν θα συνθηκολογούσαν τελικά, με μια ανόητη ιεροτελεστία «ανησυχίας» και «επιφυλακτικότητας» σχετικά με τον «καλύτερο τρόπο για το μέλλον». Τους επόμενους έντεκα μήνες, οι Ισραηλινοί σφυροκόπησαν τον νότιο Λίβανο, σκοτώνοντας αρκετές εκατοντάδες ανθρώπους και αναγκάζοντας σχεδόν εκατό χιλιάδες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, αλλά αυτό προβλημάτισε τη δυτική συνείδηση πολύ λιγότερο από τη φυγή των Ισραηλινών στην άλλη πλευρά των συνόρων. Το Ισραήλ διεξήγαγε το 80% των επιθέσεων κατά μήκος των συνόρων, αλλά για άλλη μια φορά αυτή η ανισότητα δεν σχολιάστηκε σχεδόν καθόλου στον αμερικανικό Τύπο, όπου η απομάκρυνση των Αράβων κάτω από την ισραηλινή βία αντιμετωπίζεται ως φυσική καταστροφή και περιγράφεται με παθητική φωνή.

Με τις επιθέσεις με συσκευές τηλεειδοποίησης και ασύρματους, οι οποίες σκότωσαν δεκάδες ανθρώπους και τραυμάτισαν χιλιάδες άλλους, έγινε σαφέστερο ότι το Ισραήλ πλησίαζε τον Νασράλλα και τη Χεζμπολάχ. Οι επιθέσεις δεν κατέστρεψαν μόνο το σύστημα επικοινωνιών της Χεζμπολάχ: αποκάλυψαν την απόλυτη έκταση της ισραηλινής διείσδυσης στην οργάνωση, ρίχνοντάς την σε κατάσταση παράλυσης. Στη συνέχεια ήρθε ο δολοφονικός βομβαρδισμός του Λιβάνου, κατά την πρώτη ημέρα του οποίου έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι άνθρωποι από οποιαδήποτε άλλη ημέρα από το τέλος του εμφυλίου πολέμου του Λιβάνου, και ακολούθησαν οι δολοφονίες του Νασράλλα και μεγάλου μέρους της ανώτατης διοίκησης της Χεζμπολάχ. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι στο Λίβανο έχουν εκτοπιστεί από τα σπίτια τους και έχουν σκοτωθεί σχεδόν τόσοι όσοι και στον πόλεμο του 2006. Η Χεζμπολάχ δεν είναι ο μόνος στόχος: το Ισραήλ έχει πραγματοποιήσει πλήγματα εναντίον ηγετών της Χαμάς και του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στο Λίβανο, καθώς και εναντίον των Χούτι στην Υεμένη. Και ενώ η προσοχή του κόσμου είναι στραμμένη στους πολέμους του Ισραήλ στο εξωτερικό, οι κάτοικοι της Γάζας πεθαίνουν σε αεροπορικές επιδρομές και ολόκληρες γειτονιές στη Δυτική Όχθη ισοπεδώνονται από ισραηλινές μπουλντόζες. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει σταθεί στο πλευρό του Ισραήλ, ακόμη και όταν έχει ντροπιαστεί από την προκλητικότητα του Νετανιάχου, είτε επειδή πιστεύει ότι η αμερικανική πίεση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις πιθανότητες νίκης της Χάρις, είτε επειδή σιωπηρά επικροτεί την επίθεση του Ισραήλ ως τρόπο αποδυνάμωσης της γραμμής άμυνας του Ιράν στο Λίβανο. Αφού διαβεβαίωσε την κυβέρνηση στην οποία έχει πει επανειλημμένα ψέματα ότι η χερσαία επίθεση του Ισραήλ θα είναι «περιορισμένη», ο Νετανιάχου έστειλε τώρα τον στρατό στον νότιο Λίβανο, όπου θα τον υποδεχτούν καλά εκπαιδευμένοι μαχητές της Χεζμπολάχ, οι οποίοι, όσο κι αν οι ικανότητές τους έχουν υποβαθμιστεί, προετοιμάζονται για αυτή τη μάχη από το 2000 και γνωρίζουν το έδαφος πολύ καλύτερα από τους Ισραηλινούς.

Το Ισραήλ ισχυρίζεται ότι δεν είχε άλλη επιλογή, κάτι που είναι αποδεδειγμένα ψευδές. Θα μπορούσε να είχε εργαστεί για να επιτύχει κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Θα μπορούσε να είχε υιοθετήσει την αμερικανο-γαλλική πρόταση για μια διακοπή 21 ημερών στις μάχες μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ, η οποία θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει τη Χεζμπολάχ να υποχωρήσει στον ποταμό Λιτάνι. Όπως επισήμανε ο εκπρόσωπος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ Τζον Κίρμπι, η πρόταση «δεν συντάχθηκε απλώς στο κενό. Έγινε μετά από προσεκτική διαβούλευση, όχι μόνο με τις χώρες που την υπέγραψαν, αλλά και με το ίδιο το Ισραήλ». Αντί γι’ αυτό, όπως έχει κάνει επανειλημμένα στις διαπραγματεύσεις για τη Γάζα, ο Νετανιάχου βοήθησε τους Αμερικανούς να συντάξουν μια πρόταση κατάπαυσης του πυρός την οποία δεν είχε καμία πρόθεση να σεβαστεί, ενώ παράλληλα συνωμότησε για να σκοτώσει τον Άραβα ηγέτη με τον οποίο επρόκειτο να επιτευχθεί η κατάπαυση του πυρός: πρώτα τον Ισμαήλ Χανίγια, τον πρώην ηγέτη του πολιτικού γραφείου της Χαμάς, που δολοφονήθηκε στην Τεχεράνη στις 31 Ιουλίου, και τώρα τον Νασράλλα. Ο Νετανιάχου φέρεται να είχε δισταγμούς για τη δολοφονία του Νασράλλα, αλλά συμφώνησε στο χτύπημα καθώς επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο για τη Νέα Υόρκη.

Η Χεζμπολάχ δεν είναι μια προσωποπαγής οργάνωση, ή ισχυρίζεται ότι δεν είναι, αλλά στο πρόσωπο του Νασράλλα είχε έναν ηγέτη με ασυνήθιστα χαρίσματα, και ο θάνατός του είναι ένα τεράστιο, αν όχι θανάσιμο, πλήγμα∙ είναι επίσης ένα τεράστιο πλήγμα για το Ιράν. Οι Ιρανοί ηγέτες υποσχέθηκαν μια «αποφασιστική αντίδραση» στη δολοφονία, και αυτό δύσκολα μπορεί να αποκλειστεί, αλλά το γεγονός ότι ο Χαμενεΐ κάλεσε «όλους τους μουσουλμάνους» να αντιδράσουν σημαίνει ότι το ίδιο το Ιράν δεν έχει πρόθεση να το κάνει σύντομα. Κανένας από τους πιθανούς διαδόχους του Νασράλλα –ο ξάδελφός του Χασίμ Σαφιεντίν, επικεφαλής του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Χεζμπολάχ, και ο θρησκευτικός μελετητής Ναΐμ Κάσσεμ, αναπληρωτής ηγέτης του κόμματος, είναι οι δύο κορυφαίοι υποψήφιοι– δεν μπορεί να τον συναγωνιστεί. Η δημοτικότητα του Νετανιάχου στο Ισραήλ, η οποία έχει ήδη ενισχυθεί από τις επιθέσεις με τηλεειδοποιητές, ανεβαίνει στα ύψη. Αλλά η ευφορία του Ισραήλ μπορεί να αποδειχθεί βραχύβια. Όπως και άλλοι δευτερεύοντες πόλεμοι που διεξήχθησαν σε περιόδους τέλματος –ο γαλλικός βομβαρδισμός της Τυνησίας στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο αμερικανικός βομβαρδισμός της Καμπότζης το 1969-70– η επίθεση στο Λίβανο είναι απίθανο να προσφέρει κάτι περισσότερο από μια φευγαλέα παρηγοριά: μια εκθαμβωτική νίκη στο πεδίο της μάχης σε έναν πολύ μεγαλύτερο πόλεμο που δεν μπορεί να κερδηθεί. Η δολοφονία του Νασράλλα δεν είναι πιθανό να επισπεύσει την ήττα της Χαμάς στη Γάζα, ή την επιστροφή των υπόλοιπων ομήρων (για την τύχη των οποίων ο Νετανιάχου φαίνεται να έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον, εκτός από ένα σημείο συζήτησης), πολύ λιγότερο την υποταγή του παλαιστινιακού λαού στις σιωνιστικές φιλοδοξίες. Η Χεζμπολάχ θα ανασυγκροτηθεί σιγά σιγά, και ο Νασράλλα και τα στελέχη του θα αντικατασταθούν από μια νέα και όχι λιγότερο θυμωμένη γενιά ηγετών που θα θυμούνται τη μανία που εξαπέλυσε το Ισραήλ στο Λίβανο: τους θανάτους, τους ακρωτηριασμούς και τον εκτοπισμό που προκάλεσε μια από τις πιο εντατικές εκστρατείες βομβαρδισμών του 21ου αιώνα. Ο θάνατος του Νασράλλα είναι μια ταπεινωτική οπισθοχώρηση για το κίνημά του, όπως ήταν η ήττα του Νάσερ το 1967 για την αραβική υπόθεση. Αλλά τίποτα δεν τροφοδοτεί την αντίσταση όσο η ταπείνωση.

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Adam Shatz, “After Nasrallah”, London Review of Books , τόμος 46, τεύχος 19, 1 Οκτωβρίου 2024, https://www.lrb.co.uk/the-paper/v46/n19/adam-shatz/after-nasrallah . Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières , https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article72115 .

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 16 Οκτωβρίου 2024 11:32

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.