Κυριακή, 16 Φεβρουαρίου 2025 14:12

Πώς θα συνδεθούν τα δημοκρατικά και κοινωνικοοικονομικά ζητήματα στη Συρία προς όφελος του 99%; - Joseph Daher

Πώς θα συνδεθούν τα δημοκρατικά και κοινωνικοοικονομικά ζητήματα στη Συρία προς όφελος του 99%;

Joseph Daher [1]

ΠΗΓΗ: https://syriauntold.com

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: elaliberta.gr

Μέρος Ι: Ο νεοφιλελευθερισμός, είτε του καθεστώτος Άσαντ είτε της HTS, είναι μια συνταγή για κοινωνικοοικονομικές ανισότητες

Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, η Δαμασκός παρουσιάζει σημαντική δυναμική όσον αφορά την επιστροφή επαναπατριζόμενων, εξόριστων ακτιβιστών και Σύριων από άλλες περιοχές, ιδίως από τις βορειοδυτικές περιοχές, καθώς και συνέδρια και συναντήσεις που διοργανώνονται από διάφορους πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς, ΜΚΟ, ακτιβιστές και διανοούμενους. Δυστυχώς, η υπόλοιπη χώρα δεν είχε παρόμοιο επίπεδο δυναμισμού, είτε επειδή είναι περισσότερο απομονωμένη πολιτικά και οικονομικά και βρίσκεται στην περιφέρειά της, είτε λόγω της έλλειψης ασφάλειας και πολιτικής ειρήνης. Ωστόσο, τοπικές πρωτοβουλίες και συνέδρια οργανώνονται ολοένα και περισσότερο σε περιοχές εκτός Δαμασκού, ανάλογα με τις τοπικές δυνατότητες και συνθήκες κάθε περιοχής.

Είχα το προνόμιο να γίνω μάρτυρας αυτού του δυναμισμού στις αρχές αυτής της χρονιάς, ιδίως στη Δαμασκό, επισκεπτόμενος τη Σουγουέιντα και το Χαλέπι και περνώντας γρήγορα από τη Χομς. Είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω σε πολυάριθμες συναντήσεις, να συζητήσω και να ανταλλάξω απόψεις με πολυάριθμους πολιτικούς ακτιβιστές και ακτιβίστριες των μέσων ενημέρωσης, φεμινίστριες, πολιτικούς φορείς, πρώην πολιτικούς κρατούμενους, φοιτητές, άτομα που συμμετέχουν σε τοπικές ενώσεις, εργαζόμενους σε συριακές και διεθνείς ΜΚΟ, προερχόμενους από διάφορες περιοχές της Συρίας, από τη Δαμασκό μέχρι το βορρά (δυτικά και ανατολικά) και το νότο.

Επωφελήθηκα σημαντικά από όλες αυτές τις συζητήσεις και τις επαφές. Ο κύριος στόχος μου κατά τη διάρκεια αυτής της παραμονής μου στη Συρία ήταν να ακούσω, να δω και να μάθω για να κατανοήσω καλύτερα την πολυπλοκότητα των διαφορετικών δυναμικών στη χώρα, χωρίς να προσποιούμαι ότι έχω πλήρη γνώση.

Οι αντιπαραθέσεις και οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στο ζήτημα της ιθαγένειας, της δημοκρατίας, του Εθνικού Διαλόγου και της μορφής του, των δικαιωμάτων των γυναικών, της κατάστασης ασφαλείας στη Χομς και στις παράκτιες περιοχές και του ζητήματος της πολιτικής ειρήνης, του κουρδικού ζητήματος, του θρησκευτικού σεχταρισμού, των πολιτικών κρατουμένων και των εξαφανισμένων κ.ο.κ. Αντίστοιχα, συζητήσαμε για τη νέα εξουσία της κυβέρνηση της HTS, τις πολιτικές της και τον τρόπο αντιμετώπισής της. Ανεξάρτητα από τη διαφορετικότητα των απόψεων για όλα αυτά τα ζητήματα και την κυβερνώσα εξουσία της HTS, η συντριπτική πλειοψηφία συμφώνησε στην ανάγκη να διασφαλιστεί και να ενισχυθεί η ικανότητα της κοινωνίας των πολιτών (όχι μόνο των ΜΚΟ, αλλά με τον ευρύτερο ορισμό της) να αυτοοργανώνεται και να αποτελεί μια μορφή αντι-εξουσίας εντός της χώρας για να αντιταχθεί σε οποιαδήποτε πιθανή μελλοντική αυταρχική κυβέρνηση.  Οι πρόσφατες ανακοινώσεις για τον διορισμό του Αχμέντ αλ-Σαράα ως προσωρινού προέδρου και την ευθύνη του για τη συγκρότηση ενός «προσωρινού νομοθετικού συμβουλίου» μετά τη διάλυση του κοινοβουλίου και το πάγωμα του συντάγματος δείχνουν την επιθυμία της HTS για πολιτική κυριαρχία στη συριακή πολιτική μετάβαση.

Η δυνατότητα και τα εργαλεία για την ενίσχυση αυτής της συμμετοχής από τα κάτω παρέμεναν συχνά ένα ανοιχτό ζήτημα, ιδίως σε μια χώρα που υπέστη μαζικές καταστροφές και με το 90% του πληθυσμού να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Αυτό με φέρνει στο βασικό ζήτημα που λείπει σε μεγάλο βαθμό από τις συζητήσεις και τις αντιπαραθέσεις στη Συρία: η οικονομία και ο προσανατολισμός που πρέπει να προκριθεί προκειμένου να αντιμετωπιστούν ζητήματα όπως η φτώχεια, οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες και η παραγωγική ανάπτυξη της οικονομίας. Γενικότερα, ο οικονομικός προσανατολισμός της νέας κυβερνητικής ηγεσίας δεν έχει συζητηθεί και τεθεί σε μεγάλο βαθμό, εκτός από το ζήτημα που αφορά την νομιμοποίησή της να λαμβάνει τέτοιου είδους αποφάσεις.

Η δυνατότητα βελτίωσης των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών στο μέλλον της χώρας είναι πράγματι απολύτως κρίσιμη για τη διεύρυνση της συμμετοχής των τοπικών πληθυσμών στη συζήτηση και τους αγώνες για τα δημοκρατικά δικαιώματα στη χώρα. Η αδυναμία μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού να δουν πώς θα ανταπεξέλθουν καθημερινά στη ζωή τους, στην κάλυψη των βασικών τους αναγκών, στα ενοίκια, στο ηλεκτρικό ρεύμα, στα δίδακτρα για το σχολείο κ.λπ. εμποδίζει την ένταξη και τη συμμετοχή τους στους αγώνες, για τους οποίους έχουν άμεσο και αντικειμενικό συμφέρον να είναι επιτυχείς. Υπάρχει ο κίνδυνος σε αυτή την κατάσταση τα δημοκρατικά ζητήματα να παραμείνουν αντικείμενο συζήτησης μεταξύ μικρών τμημάτων της κοινωνίας και ως εκ τούτου να θεωρηθούν ελιτίστικα. 

Σε αυτό το πλαίσιο, θα προσπαθήσω να δείξω την αναγκαιότητα σύνδεσης των δημοκρατικών και κοινωνικοοικονομικών ζητημάτων για την αύξηση της συμμετοχής από τα κάτω. Στην πρώτη ενότητα, θα επανέλθω εν συντομία στον νεοφιλελεύθερο οικονομικό προσανατολισμό της HTS που βρίσκεται στην εξουσία και στο πώς αυτός δεν αποτελεί ρήξη με τις οικονομικές πολιτικές του προηγούμενου καθεστώτος, αλλά μάλλον συνέχιση ή και επιτάχυνση. Στη συνέχεια θα παρουσιάσω το ιστορικό πολιτικό και οικονομικό σχέδιο του νεοφιλελευθερισμού στην περιοχή των χωρών της ΜΕΝΑ (Μέση Ανατολή Β. Αφρική) και θα αναλύσω διαφορετικές περιφερειακές εμπειρίες νεοφιλελεύθερων πολιτικών στη μεταπολεμική περίοδο, όπως ο Λίβανος και το Ιράκ, και τις συνέπειές τους στην οικονομία και τον πληθυσμό. Η τελευταία ενότητα θα ασχοληθεί με την ανάγκη αναζωογόνησης των συνδικάτων και των επαγγελματικών ενώσεων και το ρόλο τους στην προώθηση δημοκρατικών και κοινωνικοοικονομικών αιτημάτων, αλλά κυρίως με το τι είδους άμεσα αιτήματα θα μπορούσαν να προταθούν για να προσπαθήσουν να βελτιώσουν την οικονομία και τις συνθήκες διαβίωσης βραχυπρόθεσμα.

HTS, ή ο Ισλαμικός Νεοφιλελευθερισμός

Από την ανάληψη της εξουσίας από την HTS, η σημερινή κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε πολλές δηλώσεις και αποφάσεις προς την κατεύθυνση της ελεύθερης αγοράς και των μέτρων λιτότητας. Ο νέος υπουργός Οικονομίας που πρόσκειται στην HTS περιέγραψε σε πολλές περιπτώσεις τον νεοφιλελεύθερο οικονομικό προσανατολισμό της νέας κυβέρνησης, λέγοντας για παράδειγμα ότι «θα περάσουμε από μια σοσιαλιστική οικονομία... σε μια οικονομία της ελεύθερης αγοράς που σέβεται τους ισλαμικούς νόμους». Ανεξάρτητα από την πλήρη πλάνη του να περιγράφει το προηγούμενο καθεστώς ως σοσιαλιστικό, όπως θα δούμε στο κείμενο, ο ταξικός προσανατολισμός του υπουργού αντικατοπτρίζεται σαφώς στην έμφαση που έδωσε στο ότι «ο ιδιωτικός τομέας... θα είναι ένας αποτελεσματικός εταίρος και συντελεστής στην οικοδόμηση της συριακής οικονομίας».  Ο ηγέτης της HTS Αχμάντ αλ-Σαράα και ο υπουργός Οικονομίας του έχουν επίσης πραγματοποιήσει πολυάριθμες συναντήσεις με εκπροσώπους αυτών των οικονομικών επιμελητηρίων και επιχειρηματίες από διάφορες περιοχές για να εξηγήσουν τα οικονομικά τους οράματα και να ακούσουν τα αιτήματά τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τα συμφέροντά τους. Η μεγάλη πλειονότητα των εκπροσώπων των διαφόρων οικονομικών επιμελητηρίων του παλαιού καθεστώτος εξακολουθούν να κατέχουν τις θέσεις τους.

Αντίθετα, οι νέες αρχές δεν έχουν οργανώσει σχεδόν καμία συζήτηση ή συνάντηση με τους εργάτες, τους αγρότες, τους δημόσιους κρατικούς υπαλλήλους, τα συνδικάτα και τις επαγγελματικές ενώσεις σχετικά με το μέλλον της οικονομίας της χώρας.

Επιπλέον, υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις επιτάχυνσης της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεων και μέτρων λιτότητας στη χώρα. Πριν από την επίσκεψή του στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, το οποίο ως συνέδριο συμβολίζει τα κοινά συμφέροντα των δυτικών και παγκόσμιων ελίτ στη νεοφιλελεύθερη δυναμική του καπιταλισμού, ο υπουργός Εξωτερικών της Συρίας, Ασαάντ αλ Σαϊμπάνι, δήλωσε στους Financial Times ότι οι νέοι κυβερνήτες σχεδιάζουν να ιδιωτικοποιήσουν κρατικά λιμάνια και εργοστάσια, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, του βαμβακιού και των εργοστασίων επίπλων, να προσκαλέσουν ξένες επενδύσεις και να ενισχύσουν το διεθνές εμπόριο. Πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση «θα διερευνήσει συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για να ενθαρρύνει τις επενδύσεις σε αεροδρόμια, σιδηροδρόμους και δρόμους» [2].

Όσον αφορά τα μέτρα λιτότητας, έχουν ληφθεί διάφορα μέτρα, ξεκινώντας από την αύξηση της τιμής του επιδοτούμενου ψωμιού από 400 Λίρες Συρίας (για βάρος 1100 γραμμάρια) σε 4000 Λίρες Συρίας (για βάρος 1500 γραμμάρια) [3] μαζί με την ανακοίνωση του τέλους της επιδότησης του ψωμιού εντός ενός έως δύο μηνών για να εναρμονιστεί με την απελευθέρωση της αγοράς και τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων σε διάφορα υπουργεία μέσω της διενέργειας προγραμμάτων απολύσεων. Ο υπουργός ανακοίνωσε μάλιστα την απόλυση του ενός τετάρτου του κρατικού προσωπικού, που αντιστοιχεί σε υπαλλήλους οι οποίοι, σύμφωνα με τις νέες αρχές, έπαιρναν μισθό αλλά δεν εργάζονταν.  Έκτοτε, δεν υπάρχουν εκτιμήσεις για τον συνολικό αριθμό των υπαλλήλων που απολύθηκαν, ενώ κάποιοι βρίσκονται σήμερα σε άδεια με αποδοχές για τρεις μήνες προκειμένου να ξεκαθαρίσει η κατάστασή τους, είτε εργάζονταν είτε όχι. Μετά την απόφαση αυτή, διαμαρτυρίες εργαζομένων που απολύθηκαν ή τέθηκαν σε προσωρινή διαθεσιμότητα ξέσπασαν σε όλη τη χώρα και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

Επιπλέον, ενώ έχουν γίνει ανακοινώσεις για την αύξηση των μισθών των εργαζομένων κατά 400% για τον Φεβρουάριο του 2025, καθιστώντας τον κατώτατο μισθό 1.123.560 λίρες Συρίας (που ισοδυναμεί με 86 δολάρια), κάτι που αποτελεί ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, εξακολουθεί να είναι ανεπαρκές για να καλύψουν οι άνθρωποι τις ανάγκες τους κατά τη διάρκεια της συνεχιζόμενης κρίσης του κόστους ζωής. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της εφημερίδας Kassioun, το ελάχιστο κόστος διαβίωσης για μια πενταμελή συριακή οικογένεια που ζει στη Δαμασκό έφτασε τις 9 εκατ. συριακές λίρες (που ισοδυναμούν με 692 δολάρια) [4].

Μαζί με άλλα μέτρα και αποφάσεις για τον έλεγχο των κρατικών θεσμών, ιδίως του στρατού και των υπηρεσιών ασφαλείας, οι οικονομικές πολιτικές της HTS αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για την εδραίωση της εξουσίας της. Στο πλαίσιο αυτό, η HTS προσπαθεί επίσης να καθησυχάσει τους φόβους των ξένων, να δημιουργήσει επαφές με περιφερειακές και διεθνείς δυνάμεις και να αναγνωριστεί ως νόμιμη δύναμη με την οποία είναι δυνατόν να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις. Η αλλαγή συμπεριφοράς των περιφερειακών και διεθνών πρωτευουσών έναντι της HTS είναι ήδη ορατή, κυρίως μέσω της άρσης ή της προσωρινής αναστολής των κυρώσεων από τα δυτικά κράτη. Είναι σαφές ότι η Άγκυρα είναι ο κύριος πολιτικός και στρατιωτικός παράγοντας της νέας Συρίας. Παρέχοντας υποστήριξη στην HTS, η Άγκυρα εδραιώνει τη δική της εξουσία επί της Συρίας. Παράλληλα με άλλους πολιτικούς στόχους, όπως η πραγματοποίηση αναγκαστικών επιστροφών Σύριων προσφύγων και η άρνηση των κουρδικών προσδοκιών για αυτονομία, και πιο συγκεκριμένα η υπονόμευση της DAANES (Rojava), η Τουρκία θέλει να επωφεληθεί από τις μελλοντικές οικονομικές ευκαιρίες κατά τη φάση της ανοικοδόμησης στη Συρία και μετά, και να αναδείξει τη Συρία σε κύρια εξαγωγική αγορά για τα τουρκικά προϊόντα.

Αντιπροσωπείες Τούρκων επιχειρηματιών έχουν επίσης ήδη πραγματοποιήσει επισκέψεις σε διάφορα εμπορικά και βιομηχανικά επιμελητήρια της Συρίας για να δουν πιθανές επενδυτικές ευκαιρίες.  Αφού η συριακή κυβέρνηση αύξησε τους τελωνειακούς δασμούς στις τουρκικές εισαγωγές έως και 300%, με στόχο την ενοποίηση των δασμών σε όλα τα σύνορά της, στα τέλη Ιανουαρίου 2025 η Δαμασκός μείωσε τους δασμούς σε περισσότερα από 260 τουρκικά προϊόντα. Γενικότερα, το εμπόριο μεταξύ της Τουρκίας και της Συρίας απέκτησε σημαντική δυναμική στις αρχές του 2025, με τις τουρκικές εξαγωγές προς τη Συρία να αυξάνονται κατά 35,5% σε ετήσια βάση και να φτάνουν τα 219 εκατομμύρια δολάρια στις 25 Ιανουαρίου, σύμφωνα με τον Τούρκο υπουργό Εμπορίου Ομέρ Μπολάτ [5]. Επιπλέον, Σύριοι και Τούρκοι αξιωματούχοι συμφώνησαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για την αναβίωση της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου Τουρκίας-Συρίας που υπεγράφη το 2005, η οποία ανεστάλη το 2011, με μια ευρύτερη αντίληψη οικονομικής εταιρικής σχέσης. Αυτό θα επηρεάσει τη συριακή εθνική παραγωγή, τόσο τη μεταποίηση όσο και τη γεωργία, που δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τα τουρκικά προϊόντα. Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών Τουρκίας-Συρίας το 2005 και η συνακόλουθη μαζική εισαγωγή τουρκικών προϊόντων έπαιξε αρνητικό ρόλο στην αποδιάρθρωση των παραγωγικών πόρων και στο κλείσιμο πολλών τοπικών μεταποιητικών μονάδων, ιδίως εκείνων που βρίσκονται στα προάστια των μεγάλων πόλεων.

Αντίστοιχα, το Κατάρ θα διαδραματίσει πιθανότατα σημαντικό ρόλο ως οικονομικός πυλώνας. Στα τέλη Ιανουαρίου 2025, ο εμίρης του Κατάρ Ταμίμ μπιν Χαμάντ Αλ Θάνι ήταν ο πρώτος αρχηγός κράτους που επισκέφθηκε τη Συρία μετά την πτώση του Άσαντ. Ο πρωθυπουργός του Κατάρ Μοχάμεντ μπιν Αμπντουλραχμάν Αλ Θάνι, ο οποίος επισκέφθηκε τη Δαμασκό στα μέσα Ιανουαρίου, ανακοίνωσε ότι η χώρα του θα παράσχει στη Συρία 200 μεγαβάτ ηλεκτρικής ενέργειας και θα αυξήσει σταδιακά την παραγωγή. Ωστόσο, αυτό μένει να φανεί. Επιπλέον, υπήρχαν φήμες ότι η Ντόχα θα μπορούσε επίσης να χρηματοδοτήσει την αύξηση των μισθών του δημόσιου τομέα που αποφάσισε η νέα συριακή διοίκηση.

Και οι δύο παράγοντες, η Τουρκία και το Κατάρ, προσπαθούν ήδη να παράσχουν διάφορες μορφές βοήθειας (πολιτική, στρατιωτική, οικονομική) στη νέα κυβέρνηση της Δαμασκού.

Ταυτόχρονα, ο Αλ Σαράα προσπαθεί να οικοδομήσει σχέσεις με άλλα αραβικά κράτη. Για παράδειγμα, η HTS εξήρε τα φιλόδοξα αναπτυξιακά σχέδια του βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας, αναφερόμενη στο σχέδιό της Vision 2030, και εξέφρασε την αισιοδοξία της για τη μελλοντική συνεργασία μεταξύ Δαμασκού και Ριάντ. Επιπλέον, μια πρόσφατη σύμβαση συνήφθη από την Al Jouf Cement Company με έδρα τη Σαουδική Αραβία και την Mohammed Shahi Al Ruwaili Contracting για την εξαγωγή προϊόντων τσιμέντου και clinker στη Συρία αξίας περίπου 10,1 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ [6].

Ενώ οι αξιωματούχοι της HTS έχουν προωθήσει αυτές τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τα μέτρα λιτότητας ως ρήξη με τη «σοσιαλιστική εποχή» του καθεστώτος Άσαντ, στην πραγματικότητα αυτό αποτελεί συνέχεια των οικονομικών πολιτικών του προηγούμενου καθεστώτος και επιταχύνει ορισμένες από τις διαδικασίες του.

Όπως εξηγήθηκε σε προηγούμενα άρθρα [7], ενώ ο Χαφέζ αλ Άσαντ έθεσε τέρμα στις ριζοσπαστικές κοινωνικές πολιτικές του Baath στα τέλη της δεκαετίας του 1960, υπό την εξουσία του Μπασάρ αλ Άσαντ η Συρία γνώρισε την επιτάχυνση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Το ξέσπασμα της επανάστασης που μετατράπηκε σε πόλεμο απλώς ενέτεινε τις προπολεμικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τον προσανατολισμό του συριακού καθεστώτος, παράλληλα με την εμβάθυνση των μέτρων λιτότητας, ενώ ενίσχυσε τις αυταρχικές και πελατειακές πτυχές του καθεστώτος. Οι πολιτικές αυτές συνέβαλαν στην επέκταση τη δυναμικής και των πρακτικών διαφθοράς στη χώρα.

Αυτός ο προσανατολισμός και η προτεραιότητα στον ιδιωτικό τομέα συμβολίστηκε τον Φεβρουάριο του 2016 με την ανακοίνωση από τη συριακή κυβέρνηση της «Εθνικής Εταιρικής Σχέσης» [8], της νέας στρατηγικής πολιτικής οικονομίας που αντικατέστησε την προηγούμενη «κοινωνική οικονομία της αγοράς» που καθιερώθηκε το 2005. Μια κεντρική πτυχή της νέας στρατηγικής είναι ο νόμος για τις «Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ)» που τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2016, έξι χρόνια μετά τη σύνταξή του, ο οποίος επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να διαχειρίζεται και να εκμεταλλεύεται τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία σε όλους τους τομείς της οικονομίας ως κύριος μέτοχος/ιδιοκτήτης, εκτός από την εξόρυξη πετρελαίου. Ο πρώην υπουργός Οικονομίας και Εξωτερικού Εμπορίου Χουμάμ αλ-Τζαζά'ερι δήλωσε [9] ότι ο νόμος δημιούργησε ένα «νομικό πλαίσιο για τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και ανταποκρίνεται στις αυξανόμενες οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες στη Συρία, ιδίως στον τομέα της ανοικοδόμησης», ενώ παράλληλα παρέχει στον ιδιωτικό τομέα την ευκαιρία να «συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη ως κύριος και ενεργός εταίρος και να συμβάλει επίσης στην ανάπτυξη του δημόσιου τομέα μέσω των χρονικά περιορισμένων συμβατικών σχέσεων με τον ιδιωτικό τομέα».

Ως εκ τούτου, οι διαδοχικές συριακές κυβερνήσεις ακολούθησαν πολιτικές φιλελευθεροποίησης και ιδιωτικοποιήσεων, συμπεριλαμβανομένων των κερδοφόρων κρατικών εταιρειών, όπως η ιδιωτικοποίηση της καπνοβιομηχανίας που ανακοινώθηκε τον Μάιο του 2024 ή η σύναψη σύμβασης με ιδιωτική εταιρεία για τη διαχείριση των Συριακών Αερογραμμών της Syrian Airlines τον Ιούλιο του 2024. Επιπλέον, τον Οκτώβριο του 2024, η Δαμασκός ανακοίνωσε μια συμφωνία για την ιδιωτικοποίηση της παραγωγής πινακίδων αυτοκινήτων λίγο πριν από την έναρξη μιας εκστρατείας που υποχρέωνε τους ιδιοκτήτες οχημάτων να ανανεώσουν τις πινακίδες τους με νέες πινακίδες [10]. Έχουν συναφθεί και άλλα έργα σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ειδικότερα στον τομέα του τσιμέντου, της κατασκευής τρακτέρ και μπαταριών και της ιατρικής.

Αυτή η διαδικασία ιδιωτικοποίησης εδραιώνει την επιρροή των επιχειρηματιών που συνδέονται με το καθεστώς και τον έλεγχό τους επί των δημόσιων αγαθών, εις βάρος των κρατικών και δημόσιων συμφερόντων. Έτσι, αυτές οι οικονομικές πολιτικές αναζωογονούν τις στρατηγικές συσσώρευσης ιδιωτικού κεφαλαίου που χρονολογούνται πριν από το 2011, ενώ ταυτόχρονα ανανεώνουν και εδραιώνουν τον αυταρχισμό και τις πελατειακές σχέσεις του καθεστώτος.

Τον Νοέμβριο του 2024, ο υπουργός Βιομηχανίας του προηγούμενου καθεστώτος, Μοχάμεντ Σαμέρ αλ-Χαλίλ, δήλωσε ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες ζημιές σε μεγάλο αριθμό εταιρειών, ιδρυμάτων και εργοστασίων που συνδέονται με το υπουργείο, γεγονός που επιβαρύνει το κρατικό ταμείο. Προκειμένου να βρεθεί λύση σε αυτό το πρόβλημα, τάχθηκε υπέρ της πώλησης αυτών των εταιρειών στον ιδιωτικό τομέα. Ο πρωθυπουργός Μοχάμεντ Γκαζί αλ Τζαλάλι ενθάρρυνε στην πραγματικότητα μια συνεχιζόμενη διαδικασία πολιτικής ιδιωτικοποίησης των κρατικών περιουσιακών στοιχείων [11].

Η προθυμία του προηγούμενου καθεστώτος να ιδιωτικοποιήσει ακόμη περισσότερο την οικονομία συμπεριέλαβε και βασικούς κοινωνικούς τομείς, όπως το σύστημα υγείας και εκπαίδευσης, καθώς και τον τομέα της ενέργειας, για τον οποίο έχουν ήδη ληφθεί ανάλογα μέτρα για την περαιτέρω ιδιωτικοποίησή του.

Σε αυτό το πλαίσιο και για την εδραίωση αυτής της δυναμικής, η κυβέρνηση επέκτεινε επίσης τα μέτρα λιτότητας και την περικοπή των πολιτικών επιδοτήσεων, αυξάνοντας συνεχώς τα τελευταία χρόνια την τιμή του πετρελαίου, του ντίζελ, του ηλεκτρικού ρεύματος και του ψωμιού, μειώνοντας παράλληλα την επιδοτούμενη ποσότητα που παρέχεται. Επιπλέον, η Δαμασκός απέκλεισε επίσης περίπου 600.000 οικογένειες από το πρόγραμμα επιδοτήσεων τον Φεβρουάριο του 2022.

Επομένως, το συριακό καθεστώς απείχε πολύ από το να είναι σοσιαλιστικό, αλλά στην πραγματικότητα ακολούθησε με επιτυχία το νεοφιλελεύθερο μονοπάτι με καταστροφικές συνέπειες για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Τελικά, η HTS συμμερίζεται αυτή την ανάλυση και είναι πρόθυμη να ακολουθήσει το νεοφιλελεύθερο μονοπάτι δημιουργώντας βαθύτερες κοινωνικοοικονομικές ανισότητες, συνεχή εξαθλίωση και έλλειψη παραγωγικής ανάπτυξης, που ήταν μερικοί από τους κύριους λόγους για την εξέγερση του 2011. Σε αυτό το πλαίσιο, η HTS δεν αντιπροσωπεύει μια ρήξη με το προηγούμενο καθεστώς αλλά μια συνέχεια.

Ο νεοφιλελευθερισμός στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής (MENA)

Μεταξύ των περιοχών που αποκαλούνται «Παγκόσμιος Νότος», η περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής (ΜΕΝΑ) είναι αυτή που βιώνει την πιο οξεία αναπτυξιακή κρίση. Μετά τη δεκαετία του 1960, κατά τη διάρκεια της οποίας οι περισσότερες οικονομίες της περιοχής κυριαρχούνταν από τον δημόσιο τομέα σε μια κρατική αναπτυξιακή προοπτική, τη δεκαετία του 1970 εγκαινιάστηκαν και επεκτάθηκαν σταδιακά οι λεγόμενες πολιτικές infitah (άνοιγμα). Ορισμένες χώρες της περιοχής, ιδίως η Αίγυπτος, αποτέλεσαν έτσι προάγγελο των «προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής» που θα επιβάλλονταν παγκοσμίως από τη δεκαετία του 1980 και μετά στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης. Από τη δεκαετία του 1980, η μεγάλη πλειονότητα των κρατών της MENA υιοθέτησε ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο που επικεντρώθηκε στις κερδοσκοπικές επενδύσεις σε αναζήτηση βραχυπρόθεσμων κερδών στους μη παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, ιδίως στους τομείς των ακινήτων, των χρηματοοικονομικών και του εμπορίου.

Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ιδιαίτερη οργάνωση του καπιταλισμού για την εξασφάλιση των συνθηκών καπιταλιστικής αναπαραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα και ως μέρος της επίθεσης της άρχουσας τάξης, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των υφέσεων των δεκαετιών 1970 και 1980 και οδήγησε στην αναδιάρθρωση και τη δημιουργία νέων και διευρυμένων μορφών καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Αυτά τα χαρακτηριστικά σταδιακά έγιναν περιφερειακά μετά την κρίση των αραβικών εθνικιστικών καθεστώτων από τη δεκαετία του 1970, η οποία τα ώθησε να εγκαταλείψουν τις προηγούμενες κοινωνικές πολιτικές τους (όπως ο εγχώριος έλεγχος της βιομηχανίας, η στήριξη της εκπαίδευσης, οι επιδοτήσεις για βασικά αγαθά και ο κρατικός έλεγχος της γης και άλλων πόρων) και να αλλάξουν όλο και περισσότερο την εξωτερική τους πολιτική για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, υπέστησαν ήττα από το Ισραήλ. Δεύτερον, οι κρατικοκαπιταλιστικές μέθοδοι ανάπτυξής τους άρχισαν να λιμνάζουν. Ως αποτέλεσμα, επέλεξαν την προσέγγιση με τις δυτικές χώρες και τους συμμάχους τους στον Κόλπο και υιοθέτησαν τον νεοφιλελευθερισμό, ανατρέποντας πολλές από τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που τους είχαν εξασφαλίσει την αποδοχή των εργατών και των αγροτών.

Με διαφορετικές διαδρομές, η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών ξεκίνησε στην περιοχή MENA με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των αρχών της δεκαετίας του 1990 - κυρίως στους τομείς της βιομηχανίας, των ακινήτων και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Τα Διεθνή Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (ΔΧΙ) άρχισαν επίσης να προωθούν τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) στα κράτη της περιοχής, με τον ίδιο τρόπο που έκαναν σε όλο τον κόσμο ως ένα νέο εργαλείο για την ιδιωτικοποίηση και τη διαχείριση των δημόσιων αγαθών από ιδιωτικούς φορείς. Αρκετές χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν πράγματι υιοθετήσει νομοθεσία για τις ΣΔΙΤ, προκειμένου να διπλασιάσουν την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και των κρατικών υποδομών. Στη Σαουδική Αραβία, τα ΣΔΙΤ έχουν καταστεί θεμελιώδες στοιχείο της οικονομικής και πολιτικής στρατηγικής του Οράματος 2030 που προωθεί ο πρίγκιπας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν. Το Εθνικό Πρόγραμμα Μετασχηματισμού 2020, που παρουσιάστηκε μετά το 2030 Vision [12], περιγράφει λεπτομερώς τις οικονομικές πολιτικές της νέας ηγετικής ομάδας της Σαουδικής Αραβίας και τοποθετεί το ιδιωτικό κεφάλαιο στο επίκεντρο της μελλοντικής σαουδαραβικής οικονομίας. Η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας έχει δηλώσει τα σχέδιά της να οργανώσει ΣΔΙΤ για πολλές κρατικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων τομέων όπως η εκπαίδευση, η στέγαση και η υγεία. Οι Financial Times χαρακτήρισαν τα σχέδια ως «σαουδαραβικό θατσερισμό» [13]. Ένα οικονομικό σχέδιο που χαιρετίστηκε από αξιωματούχους της HTS, συμπεριλαμβανομένου του Αχμάντ αλ-Σαράα.

Τα κράτη έχουν επίσης ανοίξει τις οικονομίες τους στις άμεσες ξένες επενδύσεις, αναπτύσσοντας τον τομέα των εξαγωγών και των υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, τα κράτη διατήρησαν χαμηλούς φόρους τόσο για τις ξένες όσο και για τις εγχώριες εταιρείες και τους εξασφάλισαν φθηνό εργατικό δυναμικό. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί των καθεστώτων λειτούργησαν ως «πράκτορες ασφαλείας» που προστάτευαν τα συμφέροντα αυτών των εταιρειών και καταδίωκαν τους εργάτες, τους αγρότες και τους φτωχούς. Τα κράτη έχουν περικόψει τις δημόσιες υπηρεσίες, έχουν καταργήσει τις επιδοτήσεις για βασικά είδη πρώτης ανάγκης, όπως τα τρόφιμα, και έχουν ιδιωτικοποιήσει την κρατική βιομηχανία πουλώντας την συχνά σε επιχειρηματίες που συνδέονται με τα κέντρα της πολιτικής εξουσίας. Ως αποτέλεσμα, όλες οι χώρες της περιοχής χαρακτηρίζονται από ακραία ταξική ανισότητα, υψηλά ποσοστά φτώχειας, υψηλή μαύρη εργασία (η οποία αφαιρεί τα δικαιώματα προστασίας που παρέχει η εργασιακή νομοθεσία, έστω και περιορισμένα) και υψηλή ανεργία, ιδίως μεταξύ των νέων. Όσοι διαθέτουν μόρφωση και αξιόλογες δεξιότητες εγκαταλείπουν τις χώρες τους για ευκαιρίες αλλού. Και, στην περίπτωση των μοναρχιών του Κόλπου, οι οικονομίες τους βασίζονται σε προσωρινούς μετανάστες εργάτες που αποτελούν την πλειονότητα του εργατικού πληθυσμού και στερούνται πολιτικών, εργασιακών και πολιτικών δικαιωμάτων. Το ποσοστό των μεταναστών εργαζομένων στις μοναρχίες του Κόλπου είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο με μέσο όρο 70,4%, που κυμαίνεται από 56 έως 93% ανάλογα με τα κράτη.

Η διαδικασία των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που συνοδεύεται από ιδιωτικοποιήσεις και μέτρα λιτότητας δεν σήμαινε την υποχώρηση του κράτους, αλλά μάλλον την αναδιάταξή του με τρόπους που προσαρμόζουν την αυταρχική διακυβέρνηση. Αυτές οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές οδήγησαν στην πραγματικότητα σε μια νέα φάση «αναβαθμισμένου αυταρχισμού».

Το ξέσπασμα των λαϊκών εξεγέρσεων στην περιοχή ΜΕΝΑ το 2011 δεν ήταν επομένως μόνο αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008. Σίγουρα, η Μεγάλη Ύφεση συνέβαλε στην πυροδότησή τους, αλλά η περιοχή έχει βαθύτερα διαρθρωτικά προβλήματα σε σύγκριση με το υπόλοιπο παγκόσμιο σύστημα. Αυτός ο τρόπος καπιταλιστικής παραγωγής επικεντρώνεται στην εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου, στην υπανάπτυξη των παραγωγικών τομέων, στην υπερανάπτυξη των υπηρεσιών και στην τροφοδότηση διαφόρων μορφών κερδοσκοπικών επενδύσεων, ιδίως στα ακίνητα.

Η περιοχή MENA είναι σήμερα η πιο άνιση περιοχή στον κόσμο. Μελέτη που μέτρησε την έκταση και την εξέλιξη της συγκέντρωσης του εισοδήματος στην περιοχή μεταξύ 1990 και 2016 διαπίστωσε ότι το 64% του συνολικού εισοδήματος πηγαίνει στο ανώτερο 10% των εισοδηματιών, σε σύγκριση με το 37% στη Δυτική Ευρώπη, το 47% στις Ηνωμένες Πολιτείες και το 55% στη Βραζιλία. Εν τω μεταξύ, το κατώτερο 50% του πληθυσμού της περιοχής λάμβανε μόνο το 9% του συνολικού εισοδήματος, σε σύγκριση με το 18% στην Ευρώπη.

Επιπλέον, ας δούμε πώς οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε διάφορες περιφερειακές χώρες μετά τις συγκρούσεις έχουν επηρεάσει τις οικονομίες και τους τοπικούς πληθυσμούς τους και εντείνουν πολύ συχνά τις προπολεμικές δυναμικές, όπως ακριβώς στη Συρία.

Οι ρίζες της οικονομικής κρίσης του 2019 στον Λίβανο βρίσκονται, για παράδειγμα, στην πολιτική οικονομία της χώρας και στον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου του Λιβάνου. Έχει δοθεί σταθερή έμφαση στη βαθύτερη ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία και, αντίστοιχα, στην ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Αυτές οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχουν ενισχύσει ορισμένα ιστορικά χαρακτηριστικά της λιβανέζικης οικονομίας: ένα αναπτυξιακό μοντέλο που επικεντρώνεται στη χρηματοπιστωτική οικονομία, την ακίνητη περιουσία και τις υπηρεσίες, στο οποίο οι κοινωνικές ανισότητες και οι περιφερειακές ανισότητες έχουν γίνει έντονες. Οι πολιτικές αυτές έχουν εντείνει τις γεωγραφικές και κοινωνικές ανισότητες στον Λίβανο και συνδέονται στενά με τον έντονα χρηματιστικοποιημένο χαρακτήρα της πολιτικής οικονομίας της χώρας και την περιθωριοποίηση σημαντικών τομέων όπως η γεωργία και η βιομηχανία. Οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ των θρησκευτικών κοινοτήτων επωφελήθηκαν περισσότερο από αυτές τις πολιτικές μέσω των διαφόρων σχεδίων ιδιωτικοποίησης και μέσω, επίσης, της πελατειακής κατανομής των κρατικών συμβάσεων.

Στο Ιράκ, μετά την κατάληψη της χώρας από τις αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις, ο συνασπισμός αυτός ιδιωτικοποίησε το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας της χώρας και το παρέδωσε σε ξένες εταιρείες στο όνομα της ανοικοδόμησης. Ο Πολ Μπρέμερ, ο πολιτικός διαχειριστής της Προσωρινής Αρχής του Συνασπισμού που ορίστηκε από την κυβέρνηση Μπους, κατά τη διάρκεια των 13 μηνών της θητείας του εξέδωσε περίπου 100 Διατάγματα της Αρχής του Συνασπισμού, μεταξύ των οποίων και το Διάταγμα 394, το οποίο αφορούσε τις ξένες επενδύσεις. Το διάταγμα αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αναγκαστική πορεία του Ιράκ προς μια νεοφιλελεύθερη οικονομία. Επέτρεψε στους ξένους επενδυτές να απολαμβάνουν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με τους Ιρακινούς στην ανάπτυξη της εθνικής αγοράς, ενώ ιδιωτικοποίησε ολόκληρο τον ιρακινό δημόσιο τομέα. Έτσι, επλήγησαν περίπου 200 εθνικές επιχειρήσεις: σιδηρόδρομοι, ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση και αποχέτευση (υποδομές που καταστράφηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους από τον συνασπισμό Ηνωμένου Βασιλείου-ΗΠΑ), τηλεόραση και ραδιόφωνο, νοσοκομεία (που προηγουμένως ήταν δωρεάν), τηλεφωνικές υπηρεσίες, αεροδρόμια κ.λπ. Επιτρέπει την ξένη ιδιοκτησία έως και 100% των ιρακινών εταιρειών, με εξαίρεση τη βιομηχανία πετρελαίου, τη χρηματοδότηση της εξορυκτικής βιομηχανίας και τις ασφαλιστικές εταιρείες. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές περιελάμβαναν τη διατήρηση του εταιρικού φόρου σε χαμηλό συντελεστή 15%, την ιδιωτικοποίηση των ιρακινών κρατικών εγκαταστάσεων και τη χορήγηση ασυλίας στους ξένους εργολάβους από την ιρακινή νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας. Οι πολιτικές αυτές συνεχίστηκαν από την ιρακινή άρχουσα τάξη και στη συνέχεια.  Η γεωργία του Ιράκ ήταν επίσης ένας από τους τομείς που επηρεάστηκε μαζικά από τις μεταρρυθμίσεις μετά την εισβολή. Πριν από το 2003, το Ιράκ ήταν αγροτικά αυτάρκες. Μέχρι το 2002 παρέμενε αυτάρκες σε φρούτα και λαχανικά. Οι αγρότες στο Ιράκ είχαν αναπτύξει μια κεντρικά ελεγχόμενη, αυτόνομη βιομηχανία σπόρων με την ανταλλαγή σπόρων μέσω των παραγωγών. Μετά την εισβολή του 2003, το γεωργικό σύστημα καταστράφηκε και η Εθνική Τράπεζα Σπόρων δεν υπήρχε πια. Μέχρι το 2005 μόνο το 4% της γεωργίας του Ιράκ καλλιεργούνταν από δικούς του σπόρους. Στη συνέχεια, οι διαδοχικές ιρακινές κυβερνήσεις συνέχισαν το σχέδιο του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού της χώρας. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, συνοδευόμενες από έντονη διαφθορά, πελατειακές σχέσεις και νεποτισμό, είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στην ιρακινή κοινωνία.

Γενικότερα, όπως ακριβώς και η Συρία, πολλές χώρες που βγήκαν από πολέμους και σοβαρές κρίσεις βρήκαν την ευκαιρία να επιδιώξουν και/ή να εμβαθύνουν την οικονομική φιλελευθεροποίηση, συχνά με τη βοήθεια των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Οι πολιτικές αυτές δεν πρέπει να θεωρούνται απλώς «τεχνοκρατικές». Αντίθετα, αποτελούν προσπάθειες αναδιάρθρωσης και προώθησης αλλαγών με τρόπους που προηγουμένως ήταν αποκλεισμένοι και επέκτειναν σημαντικά την εμβέλεια της αγοράς σε μια σειρά οικονομικών τομέων που μέχρι σήμερα κυριαρχούνταν σε μεγάλο βαθμό από το κράτος.

Πολλοί οικονομολόγοι με νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό, πολιτικοί, ΜΚΟ και αναλύσεις έχουν παραμελήσει τις επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης οικονομικής δυναμικής στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή της MENA και έχουν επικεντρωθεί στη συνεχώς αυξανόμενη επιρροή των φιλικών προς τα καθεστώτα καπιταλιστών και στα υψηλά επίπεδα διαφθοράς για να εξηγήσουν τις οικονομικές ελλείψεις ή/και την κρίση και την άνιση κατανομή του πλούτου. Ταυτόχρονα, πρέπει να αμφισβητηθεί η έννοια του «εκδημοκρατισμού» που υποστηρίζεται από τα Διεθνή Νομισματικά Ιδρύματα στο πλαίσιο των «μεταρρυθμίσεων» και των «πολιτικών χρηστής διακυβέρνησης» για την προώθηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Όπως θα δούμε, αυτές οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις έχουν αντίθετα ενισχύσει τον αυταρχισμό και τον πελατειακό χαρακτήρα των κρατών της περιοχής.

Αν και η μεγαλύτερη λογοδοσία και οικονομική διαφάνεια είναι αναγκαία, η αποτυχία των οικονομικών δομών και πολιτικών των περιφερειακών καθεστώτων να δημιουργήσουν βιώσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, συνοδευόμενη από χαμηλά επίπεδα δημόσιων επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, είναι η βασική αιτία της οικονομικής κατάστασης της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Συρίας, μαζί με άλλα στοιχεία όπως οι κυρώσεις και οι επιπτώσεις του πολέμου. Με άλλα λόγια, η περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη εμποδίστηκε, και εξακολουθεί να εμποδίζεται με πολλούς τρόπους, από τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής: έναν κερδοσκοπικό και εμπορικό καπιταλισμό που χαρακτηρίζεται από τη βραχυπρόθεσμη επιδίωξη κέρδους.

Μέρος ΙΙ:Κινητοποίηση από τα κάτω και άμεσα οικονομικά αιτήματα

Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ επέφερε αλλαγές στο επίπεδο των πολιτικών ηγετικών ελίτ και των βασικών στρατιωτικών θεσμών (στρατός και μυστικές υπηρεσίες), αλλά δεν τροποποίησε, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, το νεοφιλελεύθερο σύστημα συσσώρευσης κεφαλαίου και τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής. Αν και το τέλος της δυναστείας Άσαντ είναι μια μεγάλη νίκη, τα προβλήματα στη Συρία δεν περιορίστηκαν ποτέ στο αυταρχικό πολιτικό σύστημα, αλλά στην ιδιαίτερη μορφή του καπιταλισμού του, με αποτέλεσμα τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες, την εξαθλίωση, την απουσία παραγωγικής ανάπτυξης.

Σε αυτό το πλαίσιο, το κοινωνικοοικονομικό ζήτημα αποτελεί κλειδί για το δημοκρατικό μέλλον της Συρίας. Ωστόσο, ο οικονομικός προσανατολισμός της HTS αναπαράγει τη νεοφιλελεύθερη οικονομική δυναμική, ενώ αναπαράγει ήδη μορφές αυταρχισμού και καταστολής, αν και σε χαμηλότερο επίπεδο, καθώς ακόμη εδραιώνει την κυριαρχία της στην κοινωνία. Πώς μπορεί να αμφισβητηθεί αυτό βραχυπρόθεσμα;

Πρώτα πρέπει να δούμε τα εργαλεία που πρέπει να χρησιμοποιηθούν και στη συνέχεια ποια άμεσα αιτήματα πρέπει να προωθηθούν, με βάση το σημερινό επίπεδο κινητοποιήσεων.

Ο ρόλος των συνδικάτων και των επαγγελματικών ενώσεων στην οικοδόμηση μιας δύναμης που αντιπαρατίθεται στις κυρίαρχες ελίτ.

Προκειμένου να προωθηθεί η δημοκρατική συμμετοχή από τα κάτω και να προωθηθούν τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα στο προσκήνιο των συζητήσεων σε εθνικό επίπεδο σε σχέση με τις συνθήκες των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων της χώρας, η επαναδραστηριοποίηση του ρόλου των συνδικάτων και των επαγγελματικών ενώσεων είναι ένα κρίσιμο εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η πάγια καταστολή από το συριακό καθεστώς των μαχητικών συνδικαλιστών και των αριστερών πολιτικών φορέων που προωθούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, σε συνδυασμό με τις πολιτικές ελέγχου και εργαλειοποίησης της Γενικής Ομοσπονδίας Συνδικάτων (GFTU) και των επαγγελματικών ενώσεων, έχουν παρεμποδίσει σοβαρά κάθε πιθανή εργατική κινητοποίηση και συλλογική δράση, ιδίως μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης τον Μάρτιο του 2011. Η GFTU λειτούργησε ως εργαλείο ελέγχου και καταστολής στα χέρια του καθεστώτος και υπερασπίστηκε τις πολιτικές του εις βάρος των συμφερόντων των μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης.

Η οικοδόμηση αυτόνομων , δημοκρατικών και μαζικών εργατικών οργανώσεων μελλοντικά στη Συρία είναι απαραίτητη για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας του πληθυσμού και γενικότερα για τον αγώνα υπέρ των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Οι απεργίες και η συλλογική δράση των εργαζομένων και των ανέργων ήταν σημαντικοί παράγοντες για την ανατροπή των αρχηγών κρατών στην Τυνησία και την Αίγυπτο το 2011 και αντίστοιχα στο Σουδάν το 2019. Τα παραδείγματα των κινημάτων διαμαρτυρίας υπό την ηγεσία της Γενικής Εργατικής Ένωσης της Τυνησίας (γνωστή με το ακρωνύμιο UGTT) και των επαγγελματικών ενώσεων στις εξεγέρσεις στην Τυνησία και το Σουδάν έδειξαν τη σημασία της μαζικής συνδικαλιστικής οργάνωσης για την ενίσχυση του αποτελεσματικού λαϊκού αγώνα.

Ένα πρώτο βήμα για την αναζωογόνηση των συνδικάτων και των επαγγελματικών ενώσεων στη Συρία είναι η απαίτηση ελεύθερων και δημοκρατικών εκλογών σε αυτά. Οι Σύριοι δικηγόροι, για παράδειγμα, ξεκίνησαν συλλογή υπογραφών που ζητούσαν ελεύθερες συνδικαλιστικές εκλογές αφού οι νέες αρχές διόρισαν ένα μη εκλεγμένο συνδικαλιστικό συμβούλιο. Τέτοιες πρωτοβουλίες θα πρέπει να αναληφθούν σε όλα τα συνδικάτα, τις επαγγελματικές ενώσεις και εντός των ομοσπονδιών.

Επίσης, η προπαγάνδα και οι δραστηριότητες που ενθαρρύνουν και προωθούν την αυτοοργάνωση των εργαζομένων στους χώρους εργασίας τους είναι ζωτικής σημασίας. Από αυτή την άποψη, το δικαίωμα συνδικαλισμού και συλλογικής οργάνωσης για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα αποτελούν βασικά ζητήματα για τον έλεγχο και τη δημοκρατική οργάνωση των χώρων εργασίας τους και την επέκταση των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων τους, όπως υψηλότεροι μισθοί, συντάξεις, ασφάλιση υγείας ή καλύτερες συνθήκες εργασίας. Η επέκταση του λαϊκού ελέγχου και των δημοκρατικών δικαιωμάτων επιτρέπει στους εργαζόμενους και τις λαϊκές τάξεις να αρνηθούν τις κυβερνητικές πολιτικές που αντιτίθενται στα συμφέροντά τους. Οι εργαζόμενοι στις διοικήσεις και τους θεσμούς τους, είτε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει επίσης να μπορούν να ελέγχουν ότι οι άνθρωποι επιλέγονται με βάση επαγγελματικά κριτήρια εξειδίκευσης και εμπειρίας και με γνώμονα τα συμφέροντά τους και όχι με βάση τις πελατειακές σχέσεις, την ευνοιοκρατία και τη διαφθορά από τα πάνω. Για παράδειγμα, αρκετές διαδηλώσεις οργανώθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες σε διάφορες συριακές επαρχίες, όπως η Ταρτούς, η Δαμασκός, η Νταράα και η Σουγουέιντα, γύρω από θέματα όπως η αντίθεση σε ορισμένους διορισμούς που έγιναν από τις νέες αρχές σε συγκεκριμένες διοικήσεις, για την απόλυση και την προσωρινή διαθεσιμότητα κρατικών υπαλλήλων ή την καθυστέρηση στην καταβολή των μισθών.

Το δικαίωμα της ελεύθερης συλλογικής οργάνωσης αποτελεί πράγματι εγγύηση για την παροχή εργαλείων για τη διατήρηση μιας δημοκρατικής ατμόσφαιρας και ενός δημοκρατικού πλαισίου. Η μάχη για τη δημοκρατία μπορεί στην πραγματικότητα συχνά να διεξαχθεί πολύ πιο αποτελεσματικά στους χώρους εργασίας, στις κοινότητες, στα σχολεία, στους δρόμους... Οι δημοκρατικές πρωτοβουλίες που επιδιώκουν την ανάπτυξη της συμμετοχής από τα κάτω είναι πάντα ευπρόσδεκτες. Για παράδειγμα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει βεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική Εθνική Διάσκεψη που διοργανώνει η HTS, το κάλεσμα της Συγκέντρωσης Πολιτών στην Τζαραμάνα [14] για τη διεξαγωγή μιας διάσκεψης εθνικού διαλόγου σε επίπεδο πόλης της Τζαραμάνα με τη συμμετοχή τοπικών φορέων και ομάδων και για την ανάληψη μιας τέτοιας πρωτοβουλίας σε ολόκληρη τη χώρα αποτελεί μια εμπνευσμένη πρωτοβουλία για την προώθηση των συζητήσεων και της δημοκρατίας από τα κάτω.

Τι είδους οικονομικές άμεσες διεκδικήσεις;

Η επαναδραστηριοποίηση των συνδικάτων και των επαγγελματικών ενώσεων στην κοινωνία είναι ένα εργαλείο για την κινητοποίηση των εργαζομένων και την ενθάρρυνση της αυτοοργάνωσής τους. Επιπλέον, μπορούν να προταθούν ορισμένα άμεσα αιτήματα για την ανάδειξη των συμφερόντων μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού προκειμένου να κινητοποιηθούν. Με βάση το σημερινό χαμηλό επίπεδο οργάνωσης των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, τα αιτήματα θα πρέπει να στοχεύουν σε κάθε μέτρο που οδηγεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων και υπονομεύει ακόμη περισσότερο το ρόλο του κράτους και των υπηρεσιών του, καθώς και σε διαδικασίες που συνδέονται με κυκλώματα διαφθοράς και ξεπλύματος επιχειρηματιών που συνδέονταν παλαιότερα με το Προεδρικό Μέγαρο.

Πρέπει να γίνει έλεγχος των δημόσιων κρατικών δαπανών και της λειτουργίας τους για την αξιολόγηση του αριθμού των υπαλλήλων, της οργάνωσης των υπουργείων και των κρατικών εταιρειών και των συνολικών κοινωνικοοικονομικών τους επιπτώσεων στην κοινωνία, την αξιολόγηση του κόστους των επιδοτήσεων και των κοινωνικοοικονομικών τους πλεονεκτημάτων και ελλείψεων κ.λπ. Αυτό αποτελεί αναγκαιότητα σε διάφορα βασικά επίπεδα:

  • Προκειμένου να υπερασπιστούν τις δημόσιες υπηρεσίες του κράτους, οι εργαζόμενοι δικαιούνται και παγώνουν κάθε διαδικασία απολύσεων και προσωρινής διαθεσιμότητας των εργαζομένων. Πράγματι, ο σημερινός υπηρεσιακός υπουργός Οικονομικών Μοχάμαντ Αμπαζίντ δεν εξήγησε τη μεθοδολογία ή τις αιτιάσεις του για τον εντοπισμό εκατοντάδων χιλιάδων τέτοιων υπαλλήλων-φαντασμάτων. Την ίδια στιγμή, ορισμένα υπουργεία, όπως η παιδεία και η υγεία, στερούνται προσωπικού και χρειάζονται επενδύσεις.
  • Επίσης, μέχρι να ολοκληρωθεί ο δημόσιος έλεγχος, θα πρέπει να σταματήσουν όλα τα μέτρα λιτότητας και οι διαδικασίες για τον τερματισμό των επιδοτήσεων. Ο τερματισμός των επιδοτήσεων δεν μπορεί για παράδειγμα να αφορά μόνο την εξοικονόμηση κρατικών δημοσιονομικών πόρων, ιδιαίτερα καθώς καμία κοινωνική αποζημίωση δεν λαμβάνει υπόψη τις διαρθρωτικές συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία. Όπως έχουμε δει στο παρελθόν, τα μέτρα που αυξάνουν συμβολικά τους μισθούς ή χορηγούν μπόνους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν αντισταθμίζουν την αύξηση του κόστους ζωής και την απώλεια αγοραστικής δύναμης.
  • Καμία ιδιωτικοποίηση κρατικών εταιρειών και περιουσιακών στοιχείων δεν πρέπει να γίνει μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία του ελέγχου και να εκλεγεί μια δημοκρατική κυβέρνηση. Οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν μόνο οικονομικές συνέπειες, αλλά επηρεάζουν και την κυριαρχία του κράτους, ιδίως όσον αφορά τα λιμάνια, τα αεροδρόμια και τις βασικές υποδομές, καθώς και κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις με την αύξηση του κόστους ζωής μέσω της ιδιωτικοποίησης αναγκαίων κοινωνικών υπηρεσιών. Επιπλέον, η ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων επηρεάζει και τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων. Σε γενικές γραμμές, η εργατική νομοθεσία που ρυθμίζει την κρατική δημόσια απασχόληση (εργατικός νόμος αριθ. 50 του 2004) είναι ευνοϊκότερη από την εργατική νομοθεσία που ρυθμίζει τον ιδιωτικό τομέα όσον αφορά τους μισθούς και τα κίνητρα, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων γευμάτων, των δωρεάν μεταφορών, της υγειονομικής και κοινωνικής ασφάλισης, των συντάξεων και των μέσων ατομικής προστασίας.

Θα πρέπει επίσης να γίνει έλεγχος του εθνικού χρέους, τόσο του εγχώριου όσο και του εξωτερικού. Ο υπουργός Εξωτερικών της Συρίας, Ασαάντ αλ Σαϊμπάνι, δήλωσε ότι το κράτος έχει χρέος 30 δισ. δολαρίων προς τους πρώην συμμάχους του Άσαντ, το Ιράν και τη Ρωσία. Η αλλαγή του καθεστώτος στη Συρία δεν αναιρεί τη νομική ευθύνη του συριακού κράτους όσον αφορά το χρέος του προς το Ιράν. Ούτε ο αυταρχικός και δεσποτικός χαρακτήρας του πρώην καθεστώτος ακυρώνει την ευθύνη του απέναντι στο ιρανικό χρέος. Ωστόσο, κάθε πιθανή ιρανική απαίτηση προς τη Δαμασκό για την καταβολή του χρέους θα πρέπει να ανασταλεί έως ότου συσταθεί μια επιτροπή που θα αναλάβει να προβεί σε πλήρη έλεγχο του δημόσιου χρέους της, το οποίο περιλαμβάνει και το εξωτερικό χρέος της προς το Ιράν. Ένα μεγάλο μέρος του χρέους που συσσώρευσε το πρώην συριακό καθεστώς προς το Ιράν συνδεόταν πράγματι με τη διατήρησή του στην εξουσία, μέσω της ενίσχυσης των στρατιωτικών και οικονομικών δυνατοτήτων του. Εάν ο έλεγχος επιβεβαιώσει ή παράσχει αποδείξεις για τις εν λόγω διαπιστώσεις, ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους της χώρας θα ήταν επομένως παράνομο ή παράτυπο. Από αυτή την άποψη, το χρέος, ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος του, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απεχθές ή παράνομο, και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να επιστραφεί. Πράγματι, σύμφωνα με το δόγμα του απεχθούς χρέους, θα πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις:

1) Πρέπει να έχει συναφθεί κατά των συμφερόντων του Έθνους, ή κατά των συμφερόντων του Λαού, ή κατά των συμφερόντων του Κράτους.

2) Οι πιστωτές δεν μπορούν να αποδείξουν ότι δεν γνώριζαν πώς θα χρησιμοποιούνταν τα χρήματα που δάνεισαν.

Ένα μεγάλο μέρος του χρέους που συσσωρεύτηκε προς το Ιράν έγινε σαφώς ενάντια στα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού, καθώς συντηρούσε τις στρατιωτικές και οικονομικές δυνατότητες του καθεστώτος για να συνεχίσει την καταστολή και την καταστροφή των υποδομών στις περιοχές που ελέγχονται από την αντιπολίτευση. Ταυτόχρονα, ο πιστωτής, το Ιράν, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι γνώριζε τον σκοπό των δανεισμένων χρημάτων, καθώς συμμετείχαν στις επιχειρήσεις του καθεστώτος κατά μεγάλων τμημάτων του συριακού πληθυσμού. 

Επιπλέον, τα δάνεια αυτά δεν είχαν την έγκριση του κοινοβουλίου, όπως απαιτεί το σύνταγμα, ούτε την επίσημη έγκριση της κυβέρνησης.

Πάγωμα των διαδικασιών ιδιωτικοποίησης κρατικών περιουσιακών στοιχείων και εταιρειών και έλεγχος όλων των προηγούμενων σχεδίων ιδιωτικοποιήσεων. Εάν διαπιστωθούν παρατυπίες, αυτό θα πρέπει να οδηγήσει στην κρατικοποίηση των εταιρειών αυτών. Πολλές διαδικασίες ιδιωτικοποίησης κρατικών περιουσιακών στοιχείων και εταιρειών ωφέλησαν πράγματι επιχειρηματίες που πρόσκεινται στο πρώην Προεδρικό Μέγαρο, όπως για παράδειγμα αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω, ενώ στέρησαν σημαντικά εισοδήματα για το κράτος. Για παράδειγμα, σημαντικές εταιρείες που προηγουμένως ελέγχονταν από σημαντικούς επιχειρηματίες που πρόσκεινται στο Προεδρικό Μέγαρο, όπως οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών Syria Tel και MTN, θα πρέπει να εθνικοποιηθούν και τα έσοδά τους να ωφελήσουν το κράτος.   

Επίσης, να εναντιωθούμε σε ενδεχόμενους διακανονισμούς από τις νέες κυβερνητικές αρχές και επιχειρηματίες που εμπλέκονται σε εγκλήματα πολέμου και συνδέονται άμεσα με το πρώην Προεδρικό Μέγαρο. Αντ' αυτού, θα πρέπει να δικαστούν και αν κριθούν ένοχοι, οι εταιρείες και τα περιουσιακά τους στοιχεία θα πρέπει να μεταφερθούν στο κράτος. Για παράδειγμα, οι φήμες για πιθανό διακανονισμό μεταξύ του επιχειρηματία Μοχάμεντ Χάμσο και των νέων αρχών θα πρέπει να καταδικαστούν και τα περιουσιακά στοιχεία και οι εταιρείες του να μεταφερθούν στο κράτος.  

Θα μπορούσαν να προωθηθούν άλλα είδη αιτημάτων που εξυπηρετούν τα δημόσια συμφέροντα, όπως η ανάπτυξη δικτύων δημόσιων μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των λεωφορείων και των σιδηροδρόμων, εντός των πόλεων και μεταξύ των πόλεων, καθώς και μεταξύ της περιφέρειας και των αστικών κέντρων, που θα μείωναν τα τέλη μεταφοράς, τα οποία πλήττουν ιδιαίτερα συνεχώς τους φοιτητές και τους εργαζόμενους. Γενικότερα, οι πρωτοβουλίες, τα αιτήματα και οι λύσεις θα πρέπει να προσπαθούν να βοηθήσουν τα συμφέροντα του 99% της χώρας και θα μπορούσαν να εξελίσσονται ανάλογα με τις λαϊκές κινητοποιήσεις και να είναι πιο «επιθετικές». Τα περισσότερα από τα αιτήματα που διατυπώθηκαν παραπάνω είναι πράγματι «αμυντικά» και εξυπηρετούν άμεσες ανάγκες.

Συμπεράσματα

Συμπερασματικά, η οικοδόμηση μιας δημοκρατικής κοινωνίας πρέπει να βασίζεται στις ανάγκες και τα συμφέροντα των εργατικών και λαϊκών τάξεων, που αντιπροσωπεύουν το 99% του πληθυσμού. Για να επιτευχθεί αυτό, η προώθηση της δημοκρατικής και κοινωνικής ενδυνάμωσης των εργατικών και λαϊκών τάξεων ώστε να διαχειρίζονται οι ίδιες τις κοινωνίες τους αποτελεί κρίσιμο στόχο. Δημοκρατία είναι όταν ολόκληρος ο πληθυσμός συμμετέχει ελεύθερα, ισότιμα και άμεσα στην επεξεργασία των αποφάσεων που αφορούν συλλογικές υποθέσεις και πολιτικές, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικοοικονομικής σφαίρας.

Η ιστορία δείχνει ότι η δημοκρατία είναι μια μετεξελισσόμενη έννοια χωρίς καθορισμένη μορφή, η οποία ήταν πάντοτε το διακύβευμα των αγώνων. Οποιαδήποτε διεύρυνση της δημοκρατίας ώστε να συμπεριλάβει κοινωνικά, οικονομικά, πολιτιστικά και εθνικά δικαιώματα ήταν το αποτέλεσμα επιτυχημένων αγώνων από τα κάτω, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, της ψήφου, της συνδικαλιστικής οργάνωσης, των πολιτικών δικαιωμάτων, της ισότητας των φύλων κ.λπ. Οι προοδευτικοί και οι δημοκράτες πρέπει να συμμετάσχουν στην οικοδόμηση ενιαίων μετώπων ενάντια στην απολυταρχία, την εκμετάλλευση και την καταπίεση και ταυτόχρονα να οικοδομήσουν μια πολιτική εναλλακτική λύση μεταξύ των λαϊκών τάξεων.

Στα πλαίσια αυτού του εγχειρήματος της δημοκρατικής και κοινωνικής αλλαγής από τα κάτω, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι εργατικοί αγώνες από μόνοι τους δεν αρκούν για να ενώσουν τους εργαζόμενους και τις λαϊκές μάζες. Πρέπει να υπερασπιστούμε την απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων, προβάλλοντας αιτήματα για τα δικαιώματα των γυναικών, των θρησκευτικών μειονοτήτων και των καταπιεσμένων εθνοτικών ομάδων. Για παράδειγμα, σήμερα, είναι σημαντικό να αντιταχθούμε στις βίαιες και αυταρχικές εκστρατείες ασφαλείας της HTS που στοχεύουν αμάχους, στην άνοδο των σεχταριστικών και ρατσιστικών λόγων και πρακτικών, να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα των γυναικών και να απαιτήσουμε δικαιοσύνη κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Αν δεν το πράξουμε αυτό, θα εμποδίσουμε την ενοποίηση της εργατικής και λαϊκής τάξης για τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Σύμφωνα με τις απόψεις του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ένγκελς, ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία συνδέονταν μεταξύ τους από τους πρώτους κιόλας αγώνες στους οποίους συμμετείχαν στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Το 1848, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο έγραψαν: «το πρώτο βήμα της επανάστασης από την εργατική τάξη, είναι να ανυψώσει το προλεταριάτο στη θέση της άρχουσας τάξης, να κερδίσει τη μάχη για τη δημοκρατία».

 https://syriauntold.com/2025/02/11/how-to-connect-democratic-and-socio-economic-issues-in-syria-to-serve-the-99/

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]   Ο Joseph Daher ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στις Αναπτυξιακές Σπουδές στο SOAS του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (2015) και το διδακτορικό του στις Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης (2018) στην Ελβετία. Σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης και είναι συνεργαζόμενος καθηγητής μερικής απασχόλησης στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας (Ιταλία), στο οποίο συμμετείχε στο πρόγραμμα «Wartime and Post-Conflict in Syria project» (WPCS) και συντονίζει τώρα το πρόγραμμα «Syrian Trajectories: Προκλήσεις και ευκαιρίες για την οικοδόμηση της ειρήνης». Είναι συγγραφέας του βιβλίου Hezbollah: Political Economy of the Party of God (Pluto Press, 2016) και Syria After the Uprisings: The Political Economy of State Resilience (Pluto Press, 2019). Δημιούργησε την ιστοσελίδα Syria Freedom Forever.

[2]  https://www.ft.com/content/43746784-4e14-4c70-a6be-1aa849cd66ee

[3]  https://kassioun.org/economic/item/81924-9-2025

[4]  https://kassioun.org/economic/item/81924-9-2025

[5]  https://thegulfobserver.com/trade-between-turkiye-and-syria-sees-notable-increase-in-early-2025/

[6]  https://enterprise.news/logistics/en/news/story/7247965a-796a-4858-aca7-8132fe0f416a/ksa%25e2%2580%2599s-al-jouf-cement-company-inks-sar-38-mn-contract-to-export-to-syria

[7]  https://syriauntold.com/2025/01/04/understanding-the-threats-ahead-of-a-democratic-and-progressive-syria/

[8]  https://sana.sy/en/?p=66150

[9]  https://sana.sy/en/?p=66150

[10]  https://syria-report.com/car-plates-deal-highlights-new-capture-of-state-assets-by-cronies/#top

[11]  http://fedaa.alwehda.gov.sy/?p=87287

[12]  https://www.vision2030.gov.sa

[13]  https://www.ft.com/content/cbb86ed2-2e38-11e6-a18d-a96ab29e3c95

[14]  https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=pfbid0RpzvFUJ9dJPty3UPhDYNpGPFFF42CEEMVn1nKEY3SYxcG4XndukdQJnZLSoZCeUSl&id=61570457372562

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 16 Φεβρουαρίου 2025 14:33

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.