Πέμπτη, 13 Απριλίου 2023 20:03

Ανέκδοτο χειρόγραφο για την Ηθική τους και την ηθική μας

 

 

Victor Serge

 

Ανέκδοτο χειρόγραφο για την Ηθική τους και την ηθική μας

 

 

[1940]

 

 

Η ανάγκη αυτής της κριτικής μου ήρθε πρόσφατα στο μυαλό μεταφράζοντας το αξιοσημείωτο δοκίμιο του Λέον Τρότσκι, Η ηθική τους και η ηθική μας. Σίγουρα δεν υπάρχουν άλλα σύγχρονα κείμενα που να εκφράζουν καλύτερα την ψυχή του μπολσεβικισμού, με αυτό εννοώ, φυσικά, τον μπολσεβικισμό των μεγάλων του χρόνων, αλλά και, όπως θα δούμε, τον μπολσεβικισμό της παρακμής του, ο οποίος, ενώ αντιτίθεται θαρραλέα στον σταλινισμό, το δόγμα του Θερμιδόρ της Ρωσικής Επανάστασης, φέρει ωστόσο το στίγμα του. Και δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι κανείς δεν θα γράψει ποτέ κάτι συγκρίσιμο πάνω σε αυτό το θέμα, γιατί οι μεγάλοι Ρώσοι των τριών επαναστάσεων του 1905, του 1917 και του 1927 είναι νεκροί, και ξέρουμε πολύ καλά τι είδους θάνατος ήταν αυτός. Ο Τρότσκι παραμένει ο τελευταίος εκπρόσωπος ενός μεγάλου ιστορικού γεγονότος και του τύπου που ήταν ταυτόχρονα το προϊόν και το υψηλότερο επίτευγμά του. Ο σύγχρονος κόσμος χρωστάει πολλά σε αυτούς τους ανθρώπους∙ το μέλλον θα τους χρωστάει ακόμη περισσότερα. Αυτό είναι ένας ακόμη λόγος για να μην τους μιμηθούμε τυφλά και να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε σε ποιο ακριβώς βαθμό ο σοσιαλισμός που βρίσκεται σε εξέλιξη τους οφείλει την αναγνώρισή του.

Αμέσως εντυπωσιάζεται κανείς από τον τόνο του βιβλίου του Τρότσκι, αν και όχι από αυτό που του είναι ιδιαίτερο, δηλαδή το αιχμηρό και σαφές ύφος του, αλλά μάλλον από τον κυριαρχικό τόνο του μπολσεβίκικου λόγου των μεγάλων χρόνων, μαζί με τον απόηχο του επιτακτικού και ασυμβίβαστου ύφους του πολεμικού Καρλ Μαρξ. Και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, γιατί αυτός ο τόνος είναι ουσιαστικά ένας τόνος μισαλλοδοξίας. Με κάθε γραμμή, με κάθε λέξη υπονοεί τη διεκδίκηση του μονοπωλίου της αλήθειας, ή για να μιλήσουμε ακριβέστερα, το συναίσθημα της κατοχής της αλήθειας. Το ότι αυτό το συναίσθημα γεννιέται από μια βεβαιότητα που είναι συχνά χρήσιμη στη μάχη είναι αναμφισβήτητο. Όμως το ότι αυτή η βεβαιότητα είναι κατά βάθος αδικαιολόγητη είναι επίσης αναμφισβήτητο. Η αλήθεια δεν είναι ποτέ σταθερή, βρίσκεται διαρκώς σε διαδικασία γίγνεσθαι και κανένα απόλυτο όριο δεν την ξεχωρίζει από το λάθος, και η βεβαιότητα εκείνων των μαρξιστών που δεν το βλέπουν αυτό μετατρέπεται γρήγορα σε αυταρέσκεια. Η αίσθηση ότι κατέχει την αλήθεια συμβαδίζει με μια κάποια περιφρόνηση προς τον άνθρωπο, προς τον άλλο άνθρωπο, εν πάση περιπτώσει, αυτόν που σφάλλει και δεν ξέρει να σκέφτεται, αφού αγνοεί την αλήθεια και μάλιστα επιτρέπει στον εαυτό του να της αντιστέκεται. Αυτό το συναίσθημα συνεπάγεται άρνηση της ελευθερίας, της ελευθερίας που είναι, στο διανοητικό επίπεδο, το δικαίωμα των άλλων να σκέφτονται διαφορετικά, το δικαίωμα να κάνουν λάθος. Το μικρόβιο μιας πλήρους ολοκληρωτικής νοοτροπίας μπορεί να βρεθεί σε αυτή τη μισαλλοδοξία.

Ο Τρότσκι μπερδεύει κάτω από την ίδια ετικέτα και με την ίδια περιφρόνηση τους δημοκράτες, τους φιλελεύθερους, τους ιδεαλιστές, τους αναρχικούς, τους σοσιαλιστές, τους αριστερούς σοσιαλιστές (τους «κεντριστές»), τους δεξιούς κομμουνιστές, ακόμη και τους αριστερούς κομμουνιστές («τροτσκιστές») που προβάλλουν αντιρρήσεις σε αυτό που σκέφτεται. Με καθαρά μηχανιστικό συλλογισμό θεωρεί ότι αποτελούν ένα ενιαίο μέτωπο «ενάντια στην Τέταρτη Διεθνή». Η ύπαρξη της τελευταίας είναι, ωστόσο, ακόμα μόνο ένα ζήτημα, αλλά ακόμα και αν ήταν ήδη μια πραγματικότητα, αυτός ο τρόπος θεώρησης θα ήταν ακόμα εκπληκτικός λόγω της περιφρόνησης που δείχνει για τα γεγονότα. Ο αναρχικός Μπερνέρι (και αρκετοί από τους πολιτικούς του φίλους), ο μενσεβίκος Ράιν-Αμπράμοβιτς, οι αγωνιστές του POUM Αντρές Νιν, Κουρτ Λαντάου, Αρενίγιας, Μένα και τόσοι άλλοι) είναι νεκροί, μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες Ισπανούς φτωχούς μπάσταρδους που συνθλίβονται κάτω από το βάρος της διεθνούς αντίδρασης. Μαζί με τον Ρίκοφ και τον Μπουχάριν, οι δεξιοί κομμουνιστές στη Ρωσία [το υπόλοιπο της πρότασης δεν είναι ευανάγνωστο]. Το να λέμε μετά από όλα αυτά ότι μόνο η Τέταρτη Διεθνής «υποφέρει από την πίεση της διεθνούς αντίδρασης» είναι πραγματικά λίγο κομπορρημοσύνη. Αλλά μπορούμε να δούμε πώς αυτή η κομπορρημοσύνη έγινε δυνατή: όσο αδύναμη και αν είναι ακόμα –και αυτό σημαίνει όσο μακριά και αν βρίσκεται από την πραγματική πολιτική ύπαρξη– η Τέταρτη Διεθνής είναι μόνη της ο φορέας της επαναστατικής αλήθειας. Και έτσι... κ.λπ. κ.λπ.

Άλλη μια άρνηση των γεγονότων: η ύπαρξη της ψυχολογίας. Η κριτική στον Μπολσεβικισμό, είτε προέρχεται από τον αστικό φιλελευθερισμό, είτε από τον ιδεαλισμό των προοδευτικών διανοουμένων, είτε από τον αναρχισμό, είτε από τον σοσιαλισμό, είτε από τον αντιπολιτευόμενο κομμουνισμό, διαφέρει ουσιαστικά ως προς τα κίνητρα και τις επιδιώξεις της. Το να μην το βλέπουμε αυτό σημαίνει ότι παραμελούμε σκόπιμα ένα γεγονός πρωταρχικής σημασίας. Σημαίνει να κλείνει κανείς τα μάτια στον άνθρωπο όπως πραγματικά είναι, ο οποίος δεν μπορεί να αναχθεί ατιμώρητα σε έναν πολιτικό κοινό παρονομαστή[1]. Η σκέψη δεν διαφέρει στην ουσία της από την πράξη. Ο Τρότσκι σωστά μας υπενθυμίζει ότι τα μέσα της δράσης είναι αδιάφορα από μόνα τους, η δικαίωσή τους βρίσκεται στον επιδιωκόμενο σκοπό. «Ένας πυροβολισμός από τουφέκι είναι αδιάφορος από μόνος του: το να πυροβολείς εναντίον ενός λυσσασμένου σκύλου που απειλεί ένα παιδί είναι μια καλή πράξη∙ το να πυροβολείς για να σκοτώσεις ή να προκαλέσεις κακό είναι έγκλημα». Όλοι συμφωνούν σε αυτό. Γιατί όμως να βλέπουμε διαφορετικά την κριτική των ιδεών ή των ιστορικών γεγονότων; Ένας αντιδραστικός ιστορικός, αν επικαλείται το δράμα της Κρονστάνδης του 1921 για να απαξιώσει την ιδέα της επανάστασης, διαπράττει μια εντελώς διαφορετική πράξη ψυχολογικά και κοινωνικά από εκείνη του αναρχικού αγωνιστή που επικαλείται το ίδιο δράμα για να υπερασπιστεί την ιδέα της επανάστασής του. Αλλά βλέπω τη χειρότερη σοφιστεία της μπολσεβίκικης μισαλλοδοξίας (η οποία προηγείται κατά πολύ του σταλινισμού) να δείχνει εδώ το κεφάλι της: εκείνη του αντικειμενικού σε αντιπαράθεση με το υποκειμενικό. Υποκειμενικά, δηλαδή στις πεποιθήσεις τους, αυτοί οι δύο άνθρωποι είναι διαφορετικοί∙ αντικειμενικά, δηλαδή στην πραγματικότητα των γεγονότων, και οι δύο κάνουν το ίδιο πράγμα. Όλοι ξέρουμε το τροπάρι: υποκειμενικά, αγαπητοί σύντροφοι της Αντιπολίτευσης, μας είπαν οι Ιεροεξεταστές το 1928, είστε σίγουρα πεπεισμένοι επαναστάτες. Αλλά αντικειμενικά, απαξιώνοντας τον ηγέτη του κόμματος, παίζετε το παιχνίδι του ταξικού εχθρού, του φασισμού, της επέμβασης... Χρόνια αργότερα με λύπη μου είδα τον Λέον Τρότσκι, που γνώριζε καλύτερα από τον καθένα την απόλυτη αφοσίωση του Αντρέ Νιν στην εργατική τάξη, να τον καταγγέλλει ως προδότη (αντικειμενικά, αλίμονο) μόνο και μόνο για να αναγνωρίσει μετά θάνατον την επαναστατική του εντιμότητα (υποκειμενικά, χωρίς αμφιβολία). Το λάθος αυτού του τρόπου συλλογισμού είναι προφανές. Αρχικά, υπάρχει έλλειψη διάκρισης. Περιφρόνηση του ψυχολογικού γεγονότος, περιφρόνηση του ηθικού γεγονότος που είναι επίσης μια αντικειμενική πραγματικότητα πρωταρχικής σημασίας. Περιφρόνηση για τις διαφορετικές πεποιθήσεις. Περιφρόνηση του ανθρώπου που σκέφτεται διαφορετικά.

Αυτή η συστηματική και απαξιωτική περιφρόνηση των πεποιθήσεων των άλλων είναι η πηγή των υπερβολικών κρίσεων, άδικων και ως εκ τούτου τόσο αδέξιων πολιτικά όσο και αντίθετων προς την επαναστατική ηθική.

Οι δίκες της Μόσχας κατέστησαν τρομακτικά σαφή τη φοβερή διανοητική και ηθική φτώχεια πολλών προοδευτικών διανοουμένων και πολλών μεγάλων επαγγελματικών συνειδήσεων. Όταν οι άνθρωποι της Ρωσικής Επανάστασης εξυβρίστηκαν πριν παραδοθούν στον δήμιο, μπορέσαμε να ακούσουμε τα βάθη της αναισθησίας, της δειλίας, της βλακείας και της διαφθοράς. Όσοι το έζησαν αυτό δεν θα το ξεχάσουν ποτέ. Και εκείνοι οι σπουδαίοι Δυτικοί και Αμερικανοί διανοούμενοι που ξόδεψαν χρόνια ευλογώντας –όχι χωρίς κέρδος– τη σφαγή των κομμουνιστών από τους Θερμιδοριανούς δεν θα καταφέρουν σύντομα να ξεπλύνουν τα χέρια τους. (Θυμάμαι τη ναυτία που νιώσαμε σε μια μικρή πόλη στα Ουράλια όταν διαβάσαμε στις σοβιετικές εφημερίδες ότι οι μεσιέ Μαλρώ, Ζαν Ρισάρ Μπλοκ, Ζαν Γκεεννό, Φρανσίς Ζουρντέν και Ρομέν Ρολάν ενέκριναν δημοσίως την εκτέλεση των δολοφόνων του Κίροφ. Περίπου εκατόν τριάντα αθώοι είχαν μόλις εκτελεστεί. Οι εκτελέσεις και η επιδοκιμασία μόλις είχαν αρχίσει). Με αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να θέσουμε ένα απόλυτο κριτήριο για τη στάση κάποιου απέναντι στις δίκες της Μόσχας; Οι Άγγλοι σοσιαλιστές του ILP, για παράδειγμα, αποπροσανατολίστηκαν στην αρχή, και πολλοί καλόπιστοι διανοούμενοι αποπροσανατολίστηκαν μαζί τους. Κατ’ αρχάς, για τους Δυτικούς τα γεγονότα από μόνα τους ήταν αδιανόητα. Οι διαφορές στη νοοτροπία και τις κοινωνικές συνθήκες ήταν πολύ μεγάλες και δεν επέτρεπαν σε έναν Γάλλο, έναν Άγγλο ή έναν Αμερικανό να διεισδύσει σε αυτό που ονομάστηκε «το μυστήριο των ομολογιών κατ’ εντολήν». Η προσκόλληση στους μύθους της Ρωσικής Επανάστασης θόλωσε την κρίση τους και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει κατανοητό. Αυτό δεν διαστρέβλωσε την κρίση μας για πάρα πολλά χρόνια; Καταγγείλαμε τη θερμιδοριανή απειλή στη Ρωσία, ενώ υποχωρούσαμε βήμα προς βήμα μπροστά στη γραφειοκρατία του «κόμματός μας», η οποία μας καταδίωκε χωρίς ακόμη να τολμά να μας δολοφονήσει. Οι πρώτες ψεύτικες δίκες που βασίστηκαν σε ψευδείς ομολογίες ήταν αυτές του 1930-31 εναντίον των τεχνικών της «Υπόθεση του Βιομηχανικού Κόμματος» και των παλαιών σοσιαλιστών (η λεγόμενη υπόθεση του «Μενσεβίκικου Κέντρου») την εποχή της εκτέλεσης χωρίς δίκη σαράντα οκτώ σαμποτέρ που εμπλέκονταν στην προμήθεια κρέατος. Οι περισσότεροι κομμουνιστές της Αντιπολίτευσης, και μαζί με αυτούς το Δελτίο της Αντιπολίτευσης, που εξέδιδε στο εξωτερικό ο Τρότσκι, έπεσαν σε αυτή την αιματηρή παγίδα και, την εποχή της εξόντωσης των συντρόφων του Λένιν, θαύμασαν τις θέσεις της κυβέρνησης για τους ίδιους λόγους που αρχικά τύφλωσαν πολλούς δυτικούς διανοούμενους και σοσιαλιστές.

Δεν είναι πρόθεσή μου να υπερασπιστώ τον ρεφορμισμό εδώ: είχε τις μεγάλες εποχές του. Δεν κατάφερε να μειώσει την εργάσιμη ημέρα από δέκα ή έντεκα ώρες σε οκτώ; Δεν έδωσε στην εργατική τάξη μια νέα αυτογνωσία, αν και συχνά, είναι αλήθεια, στιγματισμένη από ένα αστικό πνεύμα; Από την άλλη πλευρά, μετά τον πόλεμο τα λάθη του ήταν τρομακτικά. Στη Γερμανία, στην Αυστρία και στην Ιταλία, όταν έφτασε η στιγμή για τη σοσιαλιστική επανάσταση, έχασε σκόπιμα όλες τις ευκαιρίες που του πρόσφερε η ιστορία. Θα περάσουν είκοσι χρόνια ή και περισσότερα προτού μπορέσουμε να μάθουμε όλες τις τρομερές συνέπειες αυτής της αποτυχίας για την ανθρωπότητα. Αν ο φασισμός κυριαρχεί σήμερα στη μισή Ευρώπη, αν ο σταλινισμός έχει καταφέρει να σκοτώσει τη Ρωσική Επανάσταση, αν η Δύση πλησιάζει κάθε μέρα στον πιο φρικτό πόλεμο που μπορεί να φανταστεί κανείς, είναι επειδή το 1918 η γερμανική σοσιαλδημοκρατία σκεφτόταν μόνο να σώσει τη χρεοκοπημένη καπιταλιστική τάξη∙ επειδή το 1919 υπήρξε ένας Νοσκέ σε αυτό το κόμμα να σκοτώσει τον Καρλ και τη Ρόζα και μαζί τους περίπου 15.000 επαναστάτες προλετάριους∙ επειδή το 1919-20 οι Ιταλοί σοσιαλιστές απαρνήθηκαν την κατάληψη της εξουσίας από τον φόβο ενός αποκλεισμού... Οι Αυστριακοί σοσιαλιστές ήταν πολύ λιγότερο υπεύθυνοι, γιατί βρέθηκαν σε μια εξαιρετικά δυσμενή ιστορική και γεωγραφική κατάσταση και πολέμησαν όταν ήταν πολύ αργά, όταν το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να σώσουν την τιμή τους, εννοώ την αξιοπρέπειά τους ως ηττημένοι (που μετράει). Τα λάθη της σημερινής πολιτικής τους είναι αρκετά ξεκάθαρα, ειδικά στην Ισπανία, όπου οι ρεφορμιστές, αντί να βοηθήσουν την εργατική τάξη να εκμεταλλευτεί όλες τις ευκαιρίες της –και αυτές ήταν τεράστιες– επέτρεψαν στους εαυτούς τους να οδηγηθούν στην ήττα από τους συντηρητικούς και τους σταλινικούς. Όμως, για να δικαιολογήσουμε τους Ισπανούς σοσιαλιστές, πρέπει να πούμε ότι το αποφασιστικό στοιχείο σε όλα αυτά ήταν η σταλινική παρέμβαση. Ήξεραν να πάρουν τα όπλα στην Αστούριας το 1934, δείχνοντας ότι είχαν πάρει το μάθημα της Γερμανίας. Ο Λάργκο Καμπαγιέρο σκέφτηκε να σχηματίσει μια εργατική-συνδικαλιστική κυβέρνηση και η πίεση του Σοβιετικού πρέσβη Ρόζενμπεργκ –που πιθανότατα εκτελέστηκε στη Μόσχα μετά από αυτό– τον απέτρεψε. Με βάση όλα αυτά, ο εργατικός ρεφορμισμός μου φαίνεται ότι είναι πολύ μεγάλο πράγμα για να υπόκειται σε συνοπτικές κρίσεις και ακόμη λιγότερο σε σφοδρές καταδίκες με τη μορφή προσβολών. Η Κομιντέρν, όταν ήταν ακόμα μια επαναστατική δύναμη, έκανε κατά τρόπο μοναδικό κατάχρηση αυτής της μεθόδου, η οποία δεν απέδωσε κανένα καρπό. Αντίθετα, πρέπει να αναγνωριστεί ότι μετά την κάθετη πτώση του σταλινισμού στο ψέμα και στο αίμα, ο παλιός ρεφορμιστικός σοσιαλισμός έχει επιδείξει μια ηθική σταθερότητα πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των κομμουνιστικών κομμάτων και ότι το σοσιαλιστικό πνεύμα των μαζών έχει βρει εκεί καταφύγιο. Διατηρεί παντού τις παραδόσεις και τα επιτεύγματά του. Στη Γερμανία είδαμε περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανέργους να ψηφίζουν εναλλάξ κομμουνιστές και ναζιστές· στο Σάρρ και στην Αυστρία κομμουνιστές στελέχη πέρασαν στο ναζισμό. Ταυτόχρονα, οι σοσιαλδημοκράτες παρέμειναν πιστοί στον εαυτό τους. Σε όλα τα σκαμπανεβάσματα των τελευταίων είκοσι ετών η νοοτροπία των σοσιαλιστών εργατών παρέμεινε εξαιρετικά σταθερή: οι κομμουνιστικές επικρίσεις δεν την έχουν επηρεάσει καθόλου, και οι ήττες και οι καταστροφές ελάχιστα την έχουν κλονίσει. Ως αποτέλεσμα, πρέπει να πούμε ότι ανταποκρίνεται στη φύση σημαντικών στρωμάτων της εργατικής τάξης. Από την πλευρά μου, από τότε που επέστρεψα στη Δύση, έχω πεισθεί ότι ο παλιός κομμουνιστικός τρόπος δράσης που συνίστατο στον ισχυρισμό ότι πρέπει να σωθούν «οι μάζες» από τη βλαβερή επιρροή «των διεφθαρμένων ρεφορμιστών ηγετών», «πρακτόρων της αστικής τάξης», στηριζόταν σε λανθασμένες προϋποθέσεις. Οι ρεφορμιστικές μάζες παραμένουν αξιοσημείωτα πιστές στους ηγέτες τους, παρά τις εκστρατείες που οργανώνονται εναντίον των τελευταίων, ιδίως όταν πρόκειται για εκστρατείες προσβολών, επειδή αυτοί οι ηγέτες τις εκπροσωπούν απόλυτα και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ειλικρινείς άνθρωποι με πεποιθήσεις.

Τι μπορεί να γίνει υπό αυτές τις συνθήκες για να δημιουργηθεί μια πιο οξυμένη και πιο μαχητική, μια λιγότερο αστικοποιημένη σοσιαλιστική συνείδηση; Πρώτον, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την πραγματικότητα, την ψυχολογική πραγματικότητα καθώς και τις άλλες. Πρέπει να απαρνηθούμε τις μισητές μεθόδους πολεμικής και να προσπαθήσουμε να πείσουμε, και για να το κάνουμε αυτό, να γίνουμε κατανοητοί. Στη Σοσιαλιστική Ιδέα [Socialist Idea] του ο Ανρί ντε Μαν [Henri de Man] έχει απόλυτο δίκιο όταν γράφει ότι: «Στην Ευρώπη κανένα πέρασμα από το ρεφορμισμό στη σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι δυνατό, αν η αφετηρία του δεν είναι το ρεφορμιστικό εργατικό κίνημα, όπως είναι ιστορικά και στην πραγματικότητα, και αν δεν συνδέεται με τον εσωτερικό μετασχηματισμό των κινήτρων που εμπεριέχει αυτό το κίνημα. Σε κάθε περίπτωση, μόνο υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί αυτό το πέρασμα να συμπαρασύρει όλους τους εργάτες»[2]. Γράφοντας ότι οι ρεφορμιστές σοσιαλιστές «διακρίνονται από τη GPU μόνο από το γεγονός ότι προς το παρόν δεν χύνουν αίμα» ο Τρότσκι πέφτει σε μια τόσο ψεύτικη υπερβολή που δεν χρειάζεται να την αντικρούσουμε (να διευκρινίσω ότι πρόκειται για τους Βέλγους σοσιαλιστές, δηλαδή τους σοσιαλιστές μιας μικρής χώρας όπου ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή δεν διακυβεύτηκε ούτε από τον πόλεμο;) και μιλάει ακριβώς τη γλώσσα που χρειάζεται για να χάσει εντελώς το ακροατήριο των σοσιαλιστών εργατών.

Αντιμετωπίζει με την ίδια σεχταριστική σφοδρότητα τη διεθνή σοσιαλιστική αριστερά (το ILP, το POUM, το PSOP, Το Γραφείο του Λονδίνου, τον Φένερ Μπρόκγουεϊ, τον Μαρσώ Πιβέρ, τον [Χουλιάν] Γκορκίν) και τους συντρόφους του χθες, τους αγωνιζόμενους συντρόφους των πιο σκοτεινών ωρών της ζωής του: τον [Χενκ] Σνέεβλιετ (του ολλανδικού PSR) και τον Βέλγο [Ζορζ] Βερεκέν. «Κεντριστές, κεντριστές!» «Αν οι κεντριστές δεν ανεβαίνουν γενικά στο επίπεδο των εντυπωσιακών εγκλημάτων είναι μόνο επειδή παραμένουν για πάντα στο πολιτικό παρασκήνιο. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, οι πορτοφολάδες της ιστορίας». Να ένα τέλειο παράδειγμα μιας προσβλητικής σοφιστείας που βασίζεται στη μισαλλοδοξία! Επειδή οι αριστεροί σοσιαλιστές, οι μόνοι στο σοσιαλιστικό κίνημα που εξεγείρονται ενάντια στις ρεφορμιστικές παραδόσεις, δεν έχουν διαπράξει ποτέ, σε καμία στιγμή της ιστορίας του εργατικού κινήματος, κάποιο έγκλημα, υποστηρίζεται ότι όντας ικανοί για οτιδήποτε, είναι ευτύχημα που είναι αρκετά γενναίοι μόνο για να κλέβουν πορτοφόλια! Και αυτό το επιχείρημα βρίσκεται σε ένα βιβλίο για την ηθική! Δεν θα έπρεπε να υπάρχει κάποια ηθική σε μια πολεμική μεταξύ σοσιαλιστών; Η τρομερή –και συχνά ατυχής– μπολσεβίκικη πολεμική του ορμή σε αυτή την περίπτωση οδηγεί τον Τρότσκι πέρα από τις δικές του ιδέες. Γιατί λίγο αφότου έγραψε αυτές τις γραμμές έκανε φιλικές πολιτικές προσεγγίσεις προς έναν από τους πιο σημαντικούς ηγέτες της επαναστατικής αριστεράς. Δεν θα ήταν σοφότερο και πιο σύμφωνο με τον μαρξισμό, που πάνω απ’ όλα είναι η συνειδητοποίηση της κοινωνικής πραγματικότητας, να παραδεχτούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι και αυτά τα κόμματα έχουν μια αποστολή να εκπληρώσουν στο εργατικό κίνημα και να τους χαρίσουμε την εκτίμηση που αναμφισβήτητα αξίζουν, όντας επικεφαλής μιας μάχης που γίνεται καθημερινά όλο και πιο δύσκολη; Η συζήτηση θα γινόταν σημαντικά ευκολότερη, και η συζήτηση παραμένει μια από τις μεθόδους με τις οποίες η σκέψη προχωράει.

Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση του POUM, η αυταρχική αδιαλλαξία του Τρότσκι συνέβαλε περισσότερο στην αναίρεση της επιρροής του. Οι περισσότεροι από τους ιδρυτές του Εργατικού Κόμματος για τη Μαρξιστική Ενοποίηση της Ισπανίας ήταν από καιρό εξοικειωμένοι με τη σκέψη του Τρότσκι, καθώς οι Μαουρίν και Νιν ανήκαν στην Κομμουνιστική Διεθνή από το 1920-21. Αρκετοί από αυτούς συμμερίζονταν τις γενικές απόψεις του. Ο Αντρές Νιν τον είχε υποστηρίξει στη Ρωσία κατά τη διάρκεια του αποφασιστικού αγώνα της Αντιπολίτευσης. Αλλά στην Ισπανία αρνήθηκε να ακολουθήσει κάποιες από τις συμβουλές του Τρότσκι (για την είσοδο των αριστερών κομμουνιστών στο σοσιαλιστικό κόμμα και για τη μη προσχώρηση στο Λαϊκό Μέτωπο). Ακολούθησε ρήξη. Ήταν απαραίτητο να ακολουθήσει μια ηθική ρήξη την πολιτική; Ο Τρότσκι κατήγγειλε τη συμπεριφορά του Νιν ως «προδοσία» (με την αντικειμενική σημασία της λέξης, όπως είδαμε παραπάνω). Τα λόγια του είχαν μεγάλη διάρκεια ζωής. Οι σταλινικοί θα τα υιοθετούσαν αφού είχαν δολοφονήσει τον Νιν, τον οποίο κατηγορούσαν κι αυτοί για προδοσία, αλλά λόγω της φιλίας του προς τον Τρότσκι. Πικρές και τραγικά σφοδρές επικρίσεις έπεσαν βροχή στο POUM, το οποίο η Τέταρτη Διεθνής κατηγόρησε για «σαμποτάζ της Ισπανικής Επανάστασης». Όλα αυτά απαιτούν μια προκαταρκτική παρατήρηση: πώς μπορεί κανείς να έχει την αξίωση να ηγείται από μακριά, από τη Νορβηγία ή το Μεξικό (σε άλλη εποχή θα λέγαμε τη Μόσχα), ενός εργατικού κόμματος που εμπλέκεται σε μια επαναστατική καταιγίδα, όπου κανένα ζήτημα δεν είναι θεωρητικό, γιατί πρέπει κάθε στιγμή να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα των ανθρώπων και των γεγονότων; Μια σοβαρή διεθνής οργάνωση, δηλαδή μια οργάνωση που διαθέτει έναν ορισμένο αριθμό σκεπτόμενων αγωνιστών και μια ορισμένη επιρροή, και στην οποία θα ανήκε το ίδιο αυτό το κόμμα, θα είχε σίγουρα το δικαίωμα και το καθήκον να συμβουλεύσει, υπό τον όρο ότι θα βοηθούσε. Αλλά οι μικροσκοπικές ομαδοποιήσεις της Τέταρτης Διεθνούς δεν μπορούσαν να κάνουν σχεδόν τίποτα για το POUM, με το οποίο δεν είχε ούτε οργανωτικούς δεσμούς ούτε κοινή γλώσσα. Το μοναδικό αποτέλεσμα της αδιαλλαξίας του Τρότσκι ήταν, την παραμονή της επανάστασης, να επιφέρει τη ρήξη ανάμεσα στον ίδιο και το μόνο κόμμα στην Ισπανία που ήταν ικανό να εμπνευστεί με οποιονδήποτε τρόπο από τις ιδέες του.

Δεν θα εξετάσω εδώ τις πολιτικές του POUM. Παραδέχομαι πρόθυμα ότι οι σύντροφοι του POUM κατά καιρούς έκαναν λάθη, αν και σε γενικές γραμμές μου φαίνεται ότι επέδειξαν θαυμάσια διορατικότητα και μεγάλο θάρρος. Αλλά και οι ίδιοι γνώριζαν ότι δεν ήταν αλάνθαστοι. Οι αγωνιστές της Τέταρτης Διεθνούς που δεν παύουν να τους ασκούν πικρόχολη κριτική δεν διέπραξαν κανένα σοβαρό λάθος κατά τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης, επειδή εκεί ήταν ανύπαρκτοι. Θυμάμαι να συναντώ τον φτωχό Ρούντολφ Κλέμεντ σε έναν δρόμο των Βρυξελλών, ο οποίος ανακοίνωσε, χαμογελώντας συγκρατημένα, ότι «θα ιδρύσουμε το δικό μας κόμμα στην Ισπανία». Το εγχείρημα δεν προχώρησε πολύ μακριά, καταφέρνοντας μόνο να προκαλέσει μερικούς θανάτους. Αν χρειαστεί, είμαι πρόθυμος να παραδεχτώ ότι το POUM δεν διέθετε την επαναστατική εμπειρία του Τρότσκι και τις τεράστιες θεωρητικές του γνώσεις. Το δυστύχημα είναι ότι η εμπειρία συχνά δεν είναι σε θέση να μεταδοθεί και ότι η θεωρητική γνώση, όταν πρόκειται για την εκπαίδευση των μαζών σε κίνηση, είναι συχνά μη αφομοιώσιμη. Είναι πιθανόν ο Τρότσκι να είχε δίκιο σε όλα τα σημεία που αφορούσαν τη στρατηγική και την τακτική που έπρεπε να ακολουθηθεί κατά τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης, αλλά το γεγονός είναι ότι οι Ισπανοί εργάτες, ακόμα και οι εργάτες που είχαν σκληραγωγηθεί στη μάχη των πολιτικών αγώνων, δεν κατάλαβαν τίποτα από την άλγεβρα του και δεν ενδιαφέρθηκαν να καταλάβουν τίποτα από αυτά μόλις πλήγωσε το δίκαιο αίσθημα της επαναστατικής τους αξιοπρέπειας. Ο Λένιν, κατά την άφιξή του στη Ρωσία το 1917, δεν σκέφτηκε καν να ηγηθεί της επανάστασης (και ήταν en situ) και περιορίστηκε να δώσει αυτό το σύνθημα: «Προπαγάνδα! Προπαγάνδα!» Όπως βλέπουμε, η ρίζα όλων των κακών είναι πάντα η ίδια: η περιφρόνηση για όποιον σκέφτεται διαφορετικά, η αίσθηση ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια που καθιστά κάποιον άκαμπτο, που οδηγεί σε μια απελπισμένη προσπάθεια να εξαναγκάσει τις πεποιθήσεις και την πραγματικότητα και καταλήγει να χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Μια υπερβολή του βολονταρισμού. Σεχταρισμός.

Στην περίπτωση του POUM, εξάλλου, ήταν απαραίτητο να ληφθούν υπόψη διάφορα σημαντικά γεγονότα που δικαιολογούσαν μια χρήσιμη κριτική ανασκόπηση του παρελθόντος. Το POUM, αποτελούμενο από πρώην κομμουνιστές, δεν μπορούσε πλέον να δεχτεί ούτε τις πολεμικές ούτε τις οργανωτικές μεθόδους (κυρίως τον εισοδισμό) που είχαν επηρεαστεί από την παρακμή του μπολσεβικισμού, ενάντια στην οποία είχαν αντιταχθεί οι ιδρυτές του ως Αντιπολιτευόμενοι μέσα στην Κομιντέρν. Τέλος, η δράση του και η ίδια η ύπαρξή του εξαρτιόνταν από την ύπαρξη μεγάλων αναρχικών οργανώσεων προικισμένων με μια ισχυρή επαναστατική δυναμική και βαθιά εχθρικών προς τον μαρξισμό. Αν κάποιος ήθελε να εξετάσει τη δυνατότητα μιας ισπανικής επανάστασης έπρεπε να λάβει υπόψη του τους Ισπανούς εργάτες όπως πραγματικά ήταν, και η πραγματικότητα ήταν ότι η τεράστια πλειοψηφία των Ισπανών εργατών παρέμενε προσκολλημένη στην αναρχική παράδοση, μια παράδοση συγκεχυμένη και φτωχή σε ιδέες, αλλά φλογερή και πλούσια σε συναισθήματα και μνήμες, αφού χρονολογείται από την περίοδο του Μπακούνιν. Ήταν επίσης γεγονός ότι τα λάθη της Κομμουνιστικής Διεθνούς στις απαρχές της –τα λάθη του Λένιν και του Τρότσκι– είχαν σκάψει μια άβυσσο μεταξύ των Ισπανών αναρχικών και των μαρξιστών που ήταν αδύνατο να καλυφθεί. Το 1920 η CNT είχε στείλει τον [Άγχελ] Πεστάνια στη Ρωσία και συνδέθηκε με την Τρίτη Διεθνή. Αλλά ο Πεστάνια βρήκε σχεδόν όλους τους Ρώσους αναρχικούς στη φυλακή. Η Κεντρική Επιτροπή από εκείνο το σημείο και μετά αρνήθηκε υποκριτικά στους αναρχικούς το δικαίωμα ύπαρξης, απαντώντας ότι φυλάκιζε μόνο όσους επιχειρούσαν να πολεμήσουν το σοβιετικό καθεστώς με το όπλο στο χέρι –κάτι που θα ήταν απαραίτητο– και ότι δεν απαγόρευε την προπαγάνδα. Στην πραγματικότητα όμως φυλάκισε τους πάντες.

Η δίωξη των αναρχικών στη Ρωσική Επανάσταση, η οποία ξεκίνησε αρκετά νωρίς, στα τέλη του 1918 ή στις αρχές του 1919, και δεν καθορίστηκε από την ανάγκη εσωτερικής άμυνας –όπως συνέβη στις 12 Απριλίου 1918 με τον αφοπλισμό της αναρχικής Μαύρης Φρουράς στη Μόσχα– αλλά μάλλον ως μέρος μιας όλο και πιο συστηματικής πολιτικής μισαλλοδοξίας, θα εμπόδιζε τη δημιουργία στην άλλη άκρη της Ευρώπης ενός επαναστατικού κόμματος που θα αγκάλιαζε τους αναρχικούς της ελευθεριακής παράδοσης, και είκοσι χρόνια αργότερα θα εμπόδιζε ακόμη και την ειλικρινή συνεργασία μεταξύ των επαναστατών του POUM και εκείνων της CNT. Η μαρξιστική σκέψη ήταν, και συχνά εξακολουθεί να είναι, μισητή στα μάτια πολλών Ισπανών εργατών, οι οποίοι είναι ανίκανοι να διακρίνουν μεταξύ σταλινισμού και μπολσεβικισμού λόγω της έλλειψης ιστορικής κατανόησης και μεθοδολογίας. Ορισμένα λάθη έχουν μακροχρόνιες ιστορικές επιπτώσεις. Δίνοντας ένα παράδειγμα αδιάλλακτης μετριοπάθειας στην πολεμική, πίστης στις οργανωτικές μεθόδους και απόλυτης αφοσίωσης στη μάχη, το POUM έκανε πολλά για να διορθώσει απέναντι στους αναρχικούς τα λάθη που διέπραξε η Μπολσεβίκικη Κεντρική Επιτροπή του 1919-1923.

Όταν καταγγέλλει την υποκρισία της συμβατικής ηθικής, το (αστικό) ταξικό πνεύμα της εκκλησιαστικής και πανεπιστημιακής ηθικής και της ηθικής των πνευματικών κύκλων∙ όταν κυνηγάει στην κρυψώνα της τη μετριότητα του φιλελεύθερου ιδεαλισμού∙ όταν υποστηρίζει ότι η ταξική πάλη βαραίνει περισσότερο –πολύ περισσότερο– από το ανθρώπινο συναίσθημα∙ όταν νομιμοποιεί την αυστηρότητα του εμφυλίου πολέμου, ο Τρότσκι έχει δίκιο και μάλιστα εντυπωσιακά, και είναι παρήγορο να ακούμε ξανά τη φωνή των ατρόμητων αγωνιστών της Ρωσικής Επανάστασης. Αλλά αυτά τα ζητήματα, που δεν είναι μόνο ηθικά, αλλά αγκαλιάζουν όλη τη δράση και τη σκέψη, έχουν πτυχές πέρα από εκείνη της ταξικής πάλης: τίθενται στο εσωτερικό της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της. Τίθενται σε σχέση με τον σοσιαλισμό, τόσο ως στόχο όσο και ως δράση. Και ο Τρότσκι φαίνεται να αγνοεί αυτό το γεγονός.

Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τη μάταιη συζήτηση για το αν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Όποιος επιδιώκει έναν σκοπό, επιλέγει τα κατάλληλα μέσα, αφού είναι κατανοητό ότι κάθε σκοπός απαιτεί τα κατάλληλα μέσα. Είναι προφανές ότι για να οικοδομήσει κανείς μια τεράστια ολοκληρωτική φυλακή πρέπει να χρησιμοποιήσει άλλα μέσα από εκείνα που απαιτούνται για την οικοδόμηση μιας εργατικής δημοκρατίας. Κανείς δεν σκέφτεται να γράψει με ένα περίστροφο ή να πυροβολήσει με ένα στυλό. Αλλά είναι δυνατόν να σκεφτεί κανείς να ιδρύσει μια δημοκρατία ελεύθερων εργατών με την ίδρυση της Τσεκά, εννοώ μια έκτακτη επιτροπή που θα κρίνει μυστικά με βάση φακέλους υποθέσεων, έξω από κάθε έλεγχο εκτός από αυτόν της κυβέρνησης, κατηγορούμενους που δεν βλέπει, που δεν έχουν δικαίωμα υπεράσπισης και που μπορούν να εκτελεστούν στο σκοτάδι; Όπως τα εργαλεία εργασίας, έτσι και οι θεσμοί δεν πρέπει να προσαρμόζονται στους επιδιωκόμενους σκοπούς;

Δεν κάνεις, δεν θα κάνεις σοσιαλιστική επανάσταση μαζεύοντας τις παλιές μεθόδους της αντίδρασης από τη λάσπη, όπου βρίσκονταν σε περιόδους κοινωνικής αποσύνθεσης. Κατά τη διάρκεια εμφυλίων πολέμων, ενώ βρίσκονται στην εξουσία, κατά τη διάρκεια συζητήσεων, στην οργάνωση, οι επαναστάτες και οι σοσιαλιστές πρέπει να απαγορεύουν αυστηρά στον εαυτό τους ορισμένες συμπεριφορές που από ορισμένες απόψεις είναι αποτελεσματικές και μερικές φορές ακόμη και εύκολες, υπό την απειλή να πάψουν να είναι σοσιαλιστές και επαναστάτες. Όλες οι παλιές μέθοδοι του κοινωνικού αγώνα δεν είναι καλές, αφού όλες δεν οδηγούν στο στόχο μας. Είμαστε οι ισχυρότεροι μόνο αν πετύχουμε έναν υψηλότερο βαθμό συνείδησης από τους αντιπάλους μας, αν είμαστε οι πιο σταθεροί, οι πιο διορατικοί, οι πιο δραστήριοι και οι πιο ανθρώπινοι. Στην πραγματικότητα αυτοί οι τέσσερις όροι είναι αδιαχώριστοι: αποτελούν ένα σύνολο.

Από τότε που ο Στάλιν κατάφερε να εγκαθιδρύσει χωρίς βίαιη αντεπανάσταση ένα ολοκληρωτικό καθεστώς απείρως ασφυκτικό και βάναυσο, ο κόσμος της εργατικής τάξης αναρωτιέται για το πώς και το γιατί της υπόθεσης: επιβάλλεται η ανάγκη να επανεξεταστεί η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης από μια κριτική σκοπιά. Μια τέτοια μελέτη είναι μια από τις πρωταρχικές προϋποθέσεις για οποιαδήποτε πρόοδο στη σοσιαλιστική συνείδηση. Το εντυπωσιακό δεν είναι ότι μετά από δέκα χρόνια η αντεπανάσταση επικράτησε μέσα στην προλεταριακή επανάσταση και ότι μετά από είκοσι χρόνια θα έφτανε στα τερατώδη αποτελέσματα που βλέπουμε. Είναι ότι για να θριαμβεύσει, από το 1923 –την ημερομηνία της πρώτης ήττας που υπέστη η τροτσκιστική Αντιπολίτευση– μέχρι το 1928 –την ημερομηνία της οριστικής ήττας αυτής της Αντιπολίτευσης– και στη συνέχεια μέχρι το 1936 –την ημερομηνία της έναρξης των σφαγών των Παλαιών Μπολσεβίκων– ο Στάλιν και η γραφειοκρατική ηγεσία μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τα γρανάζια της εξουσίας που είχαν σφυρηλατηθεί πριν από την άφιξή τους στην εξουσία, να χρησιμοποιήσουν τον όχι [δυσανάγνωστο] σε λειτουργία, αλλά παραποιώντας σταδιακά μέσω νομιμοποιημένων ιδεών τον μηχανισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου για να τον παραμερίσουν τελικά και να εγκαθιδρύσουν μια αιματηρή δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο. Δεδομένων όλων αυτών, πώς μπορούμε να μην αναρωτηθούμε αν το μπολσεβίκικο καθεστώς δεν είχε αρκετές αδυναμίες, αρκετά θεμελιώδη ή ενεργά ελαττώματα που διευκόλυναν τον γραφειοκρατικό σφετερισμό; Το ερώτημα δεν μπορεί να μην τεθεί.

Ο Τρότσκι δεν θέλει να το θέσει. Προχωράει από την ιδέα ενός ιδανικού Μπολσεβίκου, χωρίς ελαττώματα και σφάλματα και του οποίου η ιστορία μέχρι το 1923, δηλαδή μέχρι τη στιγμή που ο ίδιος ο Τρότσκι, μαζί με τον Πρεομπραζένσκι και σαράντα έξι παλιούς αγωνιστές, συνειδητοποίησαν ότι το καθεστώς που στην πραγματικότητα έπασχε από μια εξαιρετικά σοβαρή ασθένεια, παρέμενε ατόφιο και ακλόνητο. Αυτή σίγουρα δεν είναι μια επιστημονική (μαρξιστική) ή όποια άλλη άποψη μπορεί να διατηρηθεί σήμερα. Και όμως, ο Τρότσκι απορρίπτει με τόσο πάθος κάθε προσπάθεια κριτικής εξέτασης των πιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων, ώστε να είναι σε θέση να γράψει ακόμη και ότι «Οι φαρισαίοι όλων των τάξεων επιστρέφουν τόσο πεισματικά στο θέμα της Κρονστάνδης και του Μάχνο» μόνο και μόνο επειδή η αντίδραση αναδεικνύεται νικήτρια σε όλο τον κόσμο! Η προσβολή δεν μπορεί να αντικαταστήσει τα επιχειρήματα, ειδικά όταν συνοδεύεται από μια τέτοια διαστρέβλωση των γεγονότων, γιατί ο Τρότσκι δεν μπορεί να αγνοεί το γεγονός ότι το δράμα της Κρονστάνδης έχει διαταράξει τη συνείδηση ενός μεγάλου τμήματος του κινήματος της εργατικής τάξης από το 1921! Ούτε μπορεί να αγνοεί το γεγονός ότι πολλές φωνές ξεσηκώθηκαν μέσα στο Μπολσεβίκικο Κόμμα στη μέση της επανάστασης για να καταγγείλουν καταχρήσεις, να θέσουν αγωνιώδη ερωτήματα και να υποστηρίξουν νέες λύσεις. Πρέπει να του θυμίσω τις συζητήσεις που προέκυψαν στο κόμμα το 1918 σχετικά με τη λειτουργία, ακόμα και την ίδια την αρχή της Τσεκά; Πρέπει να του θυμίσω τις γενναίες παρεμβάσεις του Ριαζάνοφ κατά της θανατικής ποινής στην Πανρωσική Εκτελεστική; Την κριτική της γραφειοκρατικοποίησης του κόμματος και του κράτους από την Εργατική Αντιπολίτευση το 1919; Τις συζητήσεις για τον πολεμικό κομμουνισμό και τη ΝΕΠ; Η Κεντρική Επιτροπή γενικά δεν χρειάστηκε να καταπνίξει αυτές τις φωνές, γιατί ήταν φωνές επαναστατών που ανησυχούσαν πολύ για την ασφάλεια της επανάστασης και δεν μπορούσαν να μην κάνουν στην άκρη και να σιωπήσουν όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Σε περιόδους επανάστασης ο αγωνιστής πρέπει πάντα να θυσιάζει το δευτερεύον στο ουσιώδες, την κριτική υπερ της ενότητας.

Η παραμέληση της ουσιαστικής έννοιας του διπλού καθήκοντος σε σχέση με το εργατικό κίνημα, το σοσιαλισμό και την επανάσταση σημαίνει την πτώση σε έναν πραγματικά σχηματικό και κοινότοπο παραλογισμό. Η πραγματικότητα του εργατικού κινήματος, του σοσιαλισμού, της επανάστασης είναι σύνθετη και αντιφατική, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα κτίριο από ένα μόνο οικοδομικό τετράγωνο. Μάλλον μας φέρνει στο μυαλό ένα ποτάμι του οποίου το νερό σε μερικά σημεία είναι καθαρό, σε άλλα μολυσμένο, και το οποίο παρασύρει τα πάντα στην βιαστική του πορεία: πλωτά και φερτά υλικά, δηλητήρια και πολύτιμους σπόρους. Πριν από έξι χρόνια, στη Ρωσία, είχα γράψει: «Μια επανάσταση δεν είναι μια ομοιογενής, μοναδική διαδικασία συγκρίσιμη με έναν καταρράκτη. Είναι μάλλον το άθροισμα ενός πλήθους ποικίλων κινήσεων, ανάμεσα στις οποίες υπάρχουν εκείνες που είναι καλές και εκείνες που είναι βλαβερές∙ είναι επαναστατικές με την πραγματική σημασία της λέξης και αντιδραστικές∙ είναι υγιείς και ανθυγιεινές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο επαναστατικός κομφορμισμός είναι αδύνατος, και από αυτό απορρέει διπλό καθήκον. Δεν εννοώ με αυτό ότι ένας ψευδοεπαναστατικός κομφορμισμός δεν μπορεί να προσπαθήσει να επιβληθεί, αλλά ότι θα ήταν σε αντίθεση με τη βαθιά φύση της εργατικής επανάστασης και θα κατάφερνε να επιβληθεί μόνο σε βάρος της συλλογικότητας. Πρέπει πάντα και ταυτόχρονα να υπερασπίζεται κανείς τα πιο μεγαλόπνοα, τα πιο υψηλά συμφέροντα του κινήματος, να στέκεται σταθερός απέναντι στον κύριο εχθρό και να υπερασπίζεται το κίνημα από μέσα ενάντια στις δικές του ασθένειες, ενάντια στη μόλυνση των οργανώσεων, ενάντια στην αποβλάκωση, ενάντια στα μικροσυμφέροντα, τα δικά μας λάθη και τις δικές μας αδυναμίες... Ακριβώς επειδή είχε μέσα του τεράστια ενέργεια, επειδή αξιοποίησε και καθοδήγησε έξυπνα την ενέργεια των μαζών που βάδιζαν, ο μπολσεβικισμός, παρά την ενότητα της σκέψης και της πειθαρχίας του, ήταν πάντα έρμαιο αντιφατικών τάσεων. Ενώ κάποιες από αυτές άνοιγαν το δρόμο προς τα πιο όμορφα μέλλοντα της ιστορίας, άλλες τον οδηγούσαν ξεκάθαρα στην καταστροφή του... Πρέπει να πούμε: οι σπόροι του θανάτου που έφερε μέσα του ήταν πάντα ορατοί».

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

 

Victor Serge, “Unpublished Manuscript on Their Morals and Ours”, Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/serge/1940/trotsky-morals.htm.

 

 

Σημειώσεις

 [1] Οι επικρίσεις του Τρότσκι απευθύνονται στους αναρχικούς tout court. Ένα απλό ενδιαφέρον για την πραγματικότητα θα έπρεπε να τον είχε οδηγήσει να κάνει διάκριση εντός της ισπανικής επανάστασης μεταξύ αναρχικών και αναρχικών. Οι Μπερνέρι και Μπαρμπέρι δεν πρέπει να συγχέονται με τους υπουργούς της CNT-FAI. Δεν είναι προφανές αυτό;

[2] Ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Ζινόβιεφ και ο Μπουχάριν δεν ανακοίνωσαν αρκετά συχνά την αποσύνθεση της Δεύτερης Διεθνούς, αυτού του «πολιτικού πτώματος»! Αλλά η Κομμουνιστική Διεθνής υπέκυψε σε μια εξαιρετικά ταχείας δράσης γάγγραινα.

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 16 Απριλίου 2023 21:27

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.