Το Κλειδί της Διεθνούς Κατάστασης
Είναι στη Γερμανία
[Η κατάσταση στη Γερμανία· από γράμμα του Λ. Τρότσκι 6 Νοέμβρη 1931 (μετάφραση Θ. Θωμαδάκη)1]
[…] 9. Στο μόλις ειρηνικό αυτό παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό ξεχωρίζει με έντονα χρώματα η κατάσταση στη Γερμανία. Οι οικονομικές και πολιτικές αντιφάσεις έχουν φθάσει εδώ σε πρωτοφανή οξύτητα. Η λύση πλησιάζει. Η στιγμή όπου η προεπαναστατική κατάσταση θα πρέπει να μετατραπεί σε επαναστατική – ή αντεπαναστατική – είναι παρούσα. Από την κατεύθυνση προς την οποία θα αναπτυχθεί η λύση της γερμανικής κρίσης, θα εξαρτηθεί η τύχη όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και η τύχη της Ευρώπης, η τύχη ολόκληρου του κόσμου για πάρα πολλά χρόνια μπροστά.
Η σοσιαλιστική οικοδόμηση της ΕΣΣΔ, η πορεία της Ισπανικής Επανάστασης, η ανάπτυξη της προεπαναστατικής κατάστασης στη Βρετανία, το μέλλον του γαλλικού ιμπεριαλισμού, η τύχη του επαναστατικού κινήματος στην Κίνα και την Ινδία – όλα αυτά εξαρτώνται κατευθείαν και άμεσα από το ποιος θα είναι ο νικητής στη Γερμανία στην πορεία των επόμενων λίγων μηνών: ο Κομμουνισμός ή ο Φασισμός;
10. Μετά τις εκλογές του περυσινού Σεπτέμβρη για το Ράιχσταγκ, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας δήλωσε ότι ο φασισμός είχε φτάσει στο ανώτερο του σημείο, ότι στο μέλλον θα αποσυντίθετο γρήγορα και ο δρόμος θα καθάριζε για την προλεταριακή επανάσταση. Η Κομμουνιστική Αριστερή Αντιπολίτευση (οι Μπολσεβίκοι – Λενινιστές) χλεύασε τότε την επιπόλαιη αυτή αισιοδοξία. Ο φασισμός είναι προϊόν δύο όρων: μιας οξύτατης κοινωνικής κρίσης, από τη μια μεριά, και της επαναστατικής αδυναμίας του γερμανικού προλεταριάτου, από την άλλη. Η αδυναμία του προλεταριάτου καθεαυτή αποτελείται από δύο στοιχεία: από τον ιδιαίτερο ιστορικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας, τον ακόμα ισχυρό αυτόν πράκτορα του καπιταλισμού στις γραμμές του προλεταριάτου, και την ανικανότητα της κεντριστικής ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος να ενώσει τους εργάτες κάτω από τη σημαία της επανάστασης. [...]
Για μας, το Κομμουνιστικό Κόμμα αντιπροσωπεύει τον υποκειμενικό παράγοντα, η σοσιαλδημοκρατία είναι ένα αντικειμενικό εμπόδιο που θα πρέπει να σαρωθεί. Στην πραγματικότητα, ο φασισμός θα γινόταν κομμάτια αν το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν ικανό να ενώσει την εργατική τάξη και, μ’ αυτό και μόνο, να την μετατρέψει σ’ ένα ισχυρό επαναστατικό μαγνήτη για όλες τις καταπιεσμένες μάζες του λαού. Αλλά η πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος, από τις εκλογές του Σεπτέμβρη και μετά, έχει προχωρήσει σε ακόμα πιο μεγάλη ασυνέπεια: η άδεια λέξη «σοσιαλφασισμός», οι ερωτοτροπίες με το σοβινισμό, η απομίμηση του πραγματικού φασισμού με στόχο τα μικροπαζαρέματα μαζί του, ο εγκληματικός τυχοδιωκτισμός του «Κόκκινου Δημοψηφίσματος»2 - όλα αυτά εμποδίζουν το Κομμουνιστικό Κόμμα από το να γίνει η ηγεσία του προλεταριάτου και του λαού. Στη διάρκεια των λίγων τελευταίων μηνών έχουν έρθει κάτω από τη σημαία του μόνο εκείνα τα νέα στοιχεία που η μεγάλη κρίση τα έχει σπρώξει στις γραμμές του σχεδόν με το ζόρι. Παρά τις καταστροφικές πολιτικές συνθήκες που υπάρχουν γι αυτήν, η σοσιαλδημοκρατία, χάρη στη βοήθεια που της έχει προσφέρει το Κομμουνιστικό Κόμμα, στάθηκε ικανή να κρατήσει τον κύριο όγκο των οπαδών της και κατάφερε μέχρι τώρα να γλιτώσει με σημαντικές, αυτό είναι βέβαιο, αλλά παρ’ όλα αυτά δευτερεύουσες απώλειες. Όσον αφορά τους φασίστες, αυτοί, παρά τους μικροφανφαρονοσμούς των Τέλμαν, Ρέμελε και άλλων, και σε πλήρη συμφωνία με την πρόγνωση των Μπολσεβίκων – Λενινιστών, έχουν κάνει νέα σημαντικά βήματα μετά τον περασμένο Σεπτέμβρη. Η ηγεσία της Κομμουνιστικής Διεθνούς είναι ανίκανη είτε να προβλέψει είτε να προλάβει κάτι. Μπορεί απλά να καταγράφει τις ήττες. Οι αποφάσεις και τα άλλα ντοκουμέντα της δεν είναι, δυστυχώς, παρά στιγμιότυπα από την πίσω πλευρά του ιστορικού προτσές.
Ανοιχτή Επιστολή σ΄ έναν Κομμουνιστή Εργάτη,
Μέλος του Κ. Κ. Γερμανίας
[Λ. Τρότσκι. Αποσπάσματα. Μετάφραση Θ. Θωμαδάκης]3
Για μια ακόμα φορά: η ρωσική εμπειρία
Για να διατυπώσω τη σκέψη μου όσο το δυνατόν πιο καθαρά και πιο συγκεκριμένα, θα γυρίσω για μια ακόμα φορά πίσω, στην εμπειρία της ανταρσίας του Κορνίλοφ. Στις 26 του Αυγούστου 1917 (με το παλιό ημερολόγιο), ο στρατηγός Κορνίλοφ οδήγησε το σώμα των Κοζάκων του και μια μεραρχία ατάκτων εναντίον της Πετρούπολης. Επικεφαλής της κυβέρνησης ήταν ο Κερένσκι, ο λακές αυτός της μπουρζουαζίας και κατά τα τρία τέταρτα σύμμαχος του Κορνίλοφ. Ο Λένιν κρυβόταν ακόμα λόγω της κατηγορίας ότι ήταν πράκτορας των Χοεντσόλερν. Με την ίδια κατηγορία ήμουν κι εγώ, κείνη την περίοδο, κλεισμένος στην απομόνωση στις φυλακές του Κρέστι. Πώς αντιμετώπισαν οι Μπολσεβίκοι αυτό το ζήτημα; Είχαν κι αυτοί το δικαίωμα να πουν: «Για να νικήσουμε τον κορνιλοβισμό θα πρέπει πρώτα να νικήσουμε τον κερενκισμό». Κι αυτό το είπαν περισσότερο από μια φορά, γιατί ήταν σωστό και αναγκαίο για όλη τη μεταγενέστερη προπαγάνδα. Όμως αυτό ήταν τελείως ανεπαρκές για να αντισταθούν στον Κορνίλοφ στις 26 Αυγούστου, και τις μέρες που ακολούθησαν, και για να τον εμποδίσουν να σφάξει το προλεταριάτο της Πετρούπολης. Να, γιατί οι μπολσεβίκοι δεν έμειναν ικανοποιημένοι με μια γενική έκκληση προς τους εργάτες και τους στρατιώτες να σπάσουν από τους συμβιβαστές και να υποστηρίξουν το κόκκινο ενιαίο μέτωπο των Μπολσεβίκων. Όχι, οι Μπολσεβίκοι πρότειναν ένα ενιαίο μέτωπο πάλης στους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες και σχημάτισαν μαζί τους τις ενωμένες οργανώσεις πάλης. Ήταν αυτό σωστό ή λαθεμένο; Ας αφήσουμε τον Τέλμαν να απαντήσει. Για να δείξω πιο ζωντανά πως μπαίνει το ζήτημα με το ενιαίο μέτωπο, θα παραθέσω το παρακάτω περιστατικό: αμέσως μετά την απελευθέρωση μου, αφού τα συνδικάτα κατέβαλαν την αναγκαία χρηματική εγγύηση για μένα, πήγα κατευθείαν στη Επιτροπή για την Εθνική Άμυνα, όπου συζήτησα και αποδέχτηκα αποφάσεις που αφορούσαν την πάλη ενάντια στον Κορνίλοφ, με τον μενσεβίκο Νταν και τον σοσιαλεπαναστάτη Γκοτζ, συμμάχους του Κερένσκι που με είχε φυλακίσει. Αυτό ήταν σωστό ή λάθος; Ας απαντήσει σ’ αυτό ο Ρέμελε.
[...]
Δεν πρόκειται για τους εργάτες που ήδη εγκατέλειψαν τη σοσιαλδημοκρατία,
αλλά για κείνους που μένουν ακόμα μαζί της
Χιλιάδες και χιλιάδες Νόσκε, Βελς και Χίλφερντιγκ προτιμούν, σε τελευταία ανάλυση, το φασισμό από τον κομμουνισμό. Και, γι αυτό πρέπει να αποκοπούν μια για πάντα από τους εργάτες. Εντούτοις, σήμερα δεν είναι αυτό το ζήτημα. Σήμερα, η σοσιαλδημοκρατία σαν όλο, μ’ όλους τους εσωτερικούς της ανταγωνισμούς, αναγκάζεται να 'ρθεί σε οξεία σύγκρουση με τους φασίστες. Το καθήκον μας είναι να επωφεληθούμε από αυτήν τη σύγκρουση κι όχι να ενώσουμε τους ανταγωνιστές εναντίον μας.
Το μέτωπο τώρα πρέπει να κατευθύνεται ενάντια στο φασισμό. Κι αυτό το κοινό μέτωπο της άμεσης πάλης ενάντια στο φασισμό, που αγκαλιάζει ολόκληρο το προλεταριάτο, πρέπει να χρησιμοποιηθεί στην πάλη ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία, κατευθυνόμενο σαν ένα πλάγιο χτύπημα, και όχι λιγότερο αποτελεσματικό από οποιοδήποτε άλλο, εναντίον της.
Είναι αναγκαίο να δείξουμε στη πράξη την πλήρη ετοιμότητά μας να φτιάχνουμε ένα συνασπισμό με τους σοσιαλδημοκράτες ενάντια στους φασίστες σ’ όλες τις περιπτώσεις που θα αποδεχτούν ένα τέτοιο συνασπισμό. Το να λέμε στους σοσιαλδημοκράτες εργάτες: «Πετάξτε στην άκρη τους ηγέτες σας και ενωθείτε στο «μη κομματικό» ενιαίο μέτωπο μας», σημαίνει ακριβώς να προσθέσουμε μια ακόμα κούφια φράση σε χιλιάδες άλλες. Θα πρέπει να καταλαβαίνουμε πραγματικά πώς να ξεκολλήσουμε τους εργάτες από τους ηγέτες τους. Αλλά η πραγματικότητα σήμερα είναι η πάλη ενάντια στο φασισμό.
Υπάρχουν και αναμφίβολα θα υπάρξουν σοσιαλδημοκράτες εργάτες που είναι έτοιμοι να παλέψουν χέρι χέρι με τους κομμουνιστές εργάτες ενάντια στους φασίστες, ανεξάρτητα από τις επιθυμίες των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων. Με τέτοια προοδευτικά στοιχεία είναι ολοφάνερα αναγκαίο να εγκαθιδρύσουμε την πιο στενή επαφή. Για την ώρα, ωστόσο, δεν είναι αριθμητικά πολλοί. Ο γερμανός εργάτης ανατράφηκε στο πνεύμα της οργάνωσης και της πειθαρχίας. Αυτή είναι η αδύνατη καθώς και η δυνατή του πλευρά. Η συντριπτική πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών εργατών θα παλέψουν ενάντια στους φασίστες, αλλά – για την ώρα τουλάχιστον - μόνο μαζί με τις οργανώσεις τους. Δεν μπορεί να πηδήξεις πάνω από αυτό το στάδιο. Πρέπει στη δράση να βοηθήσουμε τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες – στη νέα έκτακτη αυτή κατάσταση – να δοκιμάσουν την αξία των οργανώσεων και των ηγετών τους αυτήν την περίοδο, πράγμα που είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για την εργατική τάξη.
[...]
Πρέπει να αναγκάσουμε τη σοσιαλδημοκρατία σε
ένα συνασπισμό ενάντια στους φασίστες
Η δυσκολία είναι ότι υπάρχουν πολλοί φοβητσιάρηδες οπορτουνιστές στην Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Έχουν ακούσει ότι ο οπορτουνισμός είναι η αγάπη προς τους συνασπισμούς και γι’ αυτό είναι ενάντια στους συνασπισμούς. Δεν κατανοούν τη διαφορά, ας πούμε, ανάμεσα σε μια κοινοβουλευτική συμφωνία και σε μια εντελώς απλή συμφωνία πάλης σε μια απεργία ή για την υπεράσπιση του εργατικού τύπου ενάντια στις φασιστικές συμμορίες.
Οι εκλογικές συμφωνίες, οι κοινοβουλευτικοί συμβιβασμοί που γίνονται ανάμεσα στο επαναστατικό κόμμα και τη σοσιαλδημοκρατία, οι πρακτικές συμφωνίες για μαζική δράση, για τους σκοπούς της πάλης, είναι πάντοτε χρήσιμοι για το επαναστατικό κόμμα. Η Άγγλο – Ρωσική Επιτροπή ήταν ένας ανεπίτρεπτος τύπος συνασπισμού δυο ηγεσιών πάνω σε μια κοινή πλατφόρμα, ασαφή, απατηλή, που δεν υποχρέωνε κανέναν σε οποιαδήποτε δράση. Η διατήρηση ενός τέτοιου συνασπισμού στη διάρκεια της Γενικής Απεργίας, όταν το Γενικό Συμβούλιο αναλάμβανε το ρόλο του απεργοσπάστη, σήμαινε, από μέρους των σταλινικών, μια πολιτική προδοσίας.
Όχι κοινή πλατφόρμα με τη σοσιαλδημοκρατία ή με τους ηγέτες των γερμανικών συνδικάτων, όχι κοινές εκδόσεις, λάβαρα ή πλακάτ! Προχωρήστε χωριστά, αλλά χτυπάτε μαζί! Συμφωνία μόνο στο πώς να χτυπήσετε, ποιόν να χτυπήσετε και πότε να χτυπήσετε! Μια τέτοια συμφωνία μπορεί να γίνει και με τον ίδιο το διάβολο, με τη γιαγιά του κι ακόμα με τους Νόσκε και τους Γκρζεζίνσκι4. Με έναν μόνο όρο, να μη δεθούν τα χέρια κανενός.
Είναι ανάγκη, χωρίς καμιά αναβολή να επεξεργαστούμε τελικά ένα πρακτικό σύστημα μέτρων – όχι απλά με τον σκοπό να «εκθέσουμε» τη σοσιαλδημοκρατία (μπροστά στους κομμουνιστές), αλλά με στόχο την πραγματική πάλη ενάντια στο φασισμό.[…]
[…] Το πρόγραμμα δράσης πρέπει να είναι αυστηρά πρακτικό, αυστηρά αντικειμενικό, συγκεκριμένο χωρίς τα τεχνητά εκείνα «αιτήματα», χωρίς καμιά υστεροβουλία, έτσι που ο κάθε μέσος σοσιαλδημοκράτης εργάτης να μπορεί να πει στον εαυτό του: αυτό που προτείνουν οι κομμουνιστές είναι εντελώς απαραίτητο για την πάλη ενάντια στο φασισμό. Σ’ αυτή τη βάση, και με το παράδειγμα μας, πρέπει να τραβήξουμε τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες κοντά μας, και να κριτικάρουμε τους ηγέτες τους που αναπόφευκτα θα αντιτίθεται και θα φρενάρουν. Μόνο σ’ αυτόν το δρόμο είναι δυνατή η νίκη.
[...]
Ένα καλό απόσπασμα από τον Λένιν
Οι σημερινοί επίγονοι, δηλαδή οι πολύ κακοί μαθητές του Λένιν, αγαπούν, σε κάθε ευκαιρία που τους προσφέρεται, να καλύπτουν τις ελλείψεις τους με αποσπάσματα – συχνά πέρα και άσχετα. Για τους μαρξιστές δεν είναι το απόσπασμα, αλλά η σωστή μέθοδος που αποφασίζει για το ζήτημα. Αν καθοδηγείται κανείς από τη σωστή μέθοδο, δεν είναι δύσκολο να βρει και τα κατάλληλα αποσπάσματα. Αφού είχα σκιαγραφήσει την παραπάνω αναλογία με την ανταρσία του Κορνίλοφ, είπα στον εαυτό μου: μπορούμε ίσως να βρούμε στον Λένιν μια θεωρητική διασάφηση για τον συνασπισμό μας με τους συμβιβαστές στην πάλη ενάντια στον Κορνίλοφ. Και δω πραγματικά είναι που βρήκα στο δεύτερο μέρος του τόμου 34 των «Απάντων» της ρώσικης έκδοσης, ένα γράμμα του Λένιν προς την Κεντρική Επιτροπή, γραμμένο στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1917:
«Ακόμη και αυτή τη στιγμή, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υποστηρίξουμε την κυβέρνηση Κερένσκι. Αυτό θα ήταν δίχως αρχές. Τίθεται το ερώτημα: δεν πρέπει λοιπόν, να παλέψουμε ενάντια στον Κορνίλοφ; Και βέβαια πρέπει. Αλλά αυτό δεν είναι ένα και το ίδιο πράγμα. Υπάρχει ένα όριο σ’ αυτό, που πολλοί μπολσεβίκοι το ξεπερνούν και πέφτουν στο «συμφιλιωτισμό» επιτρέποντας στον εαυτό τους να σύρεται από την πορεία των γεγονότων.
Εμείς θα παλέψουμε, εμείς παλεύουμε ενάντια στον Κορνίλοφ, αλλά δεν υποστηρίζουμε τον Κερένσκι, ξεσκεπάζουμε τις αδυναμίες του. Η διάκριση είναι πολύ λεπτή, αλλά πολύ σημαντική, και δεν πρέπει να παραποιηθεί.
Σε τι συνίσταται η αλλαγή της τακτικής μας μετά την ανταρσία του Κορνίλοφ;
Στο ότι αλλάζουμε τις μορφές πάλης μας ενάντια στον Κερένσκι. Χωρίς να μειώσουμε την εχθρότητά μας γι αυτόν έστω και κατά ένα γιώτα, χωρίς να πάρουμε πίσω έστω και μια λέξη από αυτές που ξεστομίζαμε εναντίον του, δίχως να εγκαταλείψουμε το καθήκον της ανατροπής του Κερένσκι, λέμε: πρέπει να υπολογίσουμε τη στιγμή, δεν θα ανατρέψουμε αυτή τη στιγμή τον Κερένσκι. Προσεγγίζουμε το ζήτημα της πάλης εναντίον του διαφορετικά: με το να εξηγούμε τις αδυναμίες και τίς ταλαντεύσεις του Κερένσκι στο λαό ( που παλεύει ενάντια στον Κορνίλοφ)».5
Δεν προτείνουμε τίποτα διαφορετικό. Πλήρη ανεξαρτησία της κομμουνιστικής οργάνωσης και του τύπου, πλήρη ελευθερία της κομμουνιστικής κριτικής, το ίδιο για τη σοσιαλδημοκρατία και τα συνδικάτα. Μόνο αξιοκαταφρόνητοι οπορτουνιστές μπορούν να δεχτούν τον περιορισμό της ελευθερίας του Κομμουνιστικού Κόμματος (για παράδειγμα, η προσχώρηση στο Κουόμινταγκ). Εμείς δεν ανήκουμε σ’ αυτούς.
Δεν αναιρούμε την κριτική μας προς τη σοσιαλδημοκρατία. Δεν ξεχνάμε όλα αυτά που έχουν κάνει. Όλοι οι ιστορικοί λογαριασμοί περιλαμβανομένων και των λογαριασμών για τον Καρλ Λίμπκνεχτ και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, θα παρουσιαστούν την κατάλληλη στιγμή, ‘όπως ακριβώς οι ρώσοι Μπολσεβίκοι παρουσίασαν τελικά ένα γενικό λογαριασμό σους Μενσεβίκους και τους Σοσιελεπαναστάτες για τα βάσανα, τις συκοφαντίες, τις φυλακίσεις και τις δολοφονίες εργατών, στρατιωτών και χωρικών.
Αλλά τους παρουσιάσαμε τον γενικό λογαριασμό μας δυο μήνες αφού είχε αξιοποιηθεί ο μερικός λογαριασμός ανάμεσα στον Κερένσκι και τον Κορνίλοφ. Ανάμεσα στους «δημοκράτες» και τους φασίστες για να απωθήσουμε τους φασίστες με όλο και μεγαλύτερη σιγουριά. Μόνο χάρη σ’ αυτό το περιστατικό νικήσαμε.
[...]
Όταν η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας υιοθετήσει τη θέση που εκφράστηκε στο απόσπασμα του Λένιν, που παραθέσαμε πιο πάνω, θα αλλάξει αμέσως όλη η μορφή προσέγγισης στις σοσιαλδημοκρατικές μάζες και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις: αντί για τα άρθρα και τους λόγους που πείθουν μόνο εκείνους που ήδη έχουν πειστεί και δίχως αυτούς, οι αγκιτάτορες θα βρουν μια κοινή γλώσσα με νέες εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια εργάτες. Η διαφοροποίηση μέσα στη σοσιαλδημοκρατία θα προχωρήσει μ’ ένα όλο και αυξανόμενο ρυθμό.
[…]
Εργάτες- κομμουνιστές, εσείς οι εκατοντάδες χιλιάδες, τα εκατομμύρια, εσείς δεν μπορείτε να πάτε πουθενά, δεν υπάρχουν αρκετά διαβατήρια για σας. Αν ο φασισμός έρθει στην εξουσία, θα περάσει πάνω από το κρανίο και τη σπονδυλική σας στήλη σαν ένα φοβερό τανκ. Η σωτηρία σας είναι δεμένη με μια ανελέητη πάλη. Και μόνο αν παλέψετε ενωμένοι με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες μπορείτε να φέρετε τη νίκη. Βιαστείτε, εργάτες – κομμουνιστές, δεν σας μένει παρά ελάχιστος χρόνος!
8 του Δεκέμβρη 1931

Και Τώρα;
[Λ. Τρότσκι, Και Τώρα; Επιλογή κεφαλαίων και αποσπασμάτων για το Ενιαίο Μέτωπο (μετάφραση Θ. Θωμαδάκη)]6
ΙΙΙ
Ο Γραφειοκρατικός Τελεσιγραφισμός
[….] Η τάξη, παρμένη καθεαυτήν δεν είναι παρά υλικό για εκμετάλλευση. Το προλεταριάτο αποκτά έναν ανεξάρτητο ρόλο μόνο τη στιγμή που, από μια κοινωνική τάξη κ α θ ε α υ τ ή ν γίνεται μια πολιτική τάξη δ ι ε α υ τ ή ν – για τον εαυτό της. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μέσα από ένα κόμμα. Το κόμμα είναι το ιστορικό αυτό όργανο διαμέσου του οποίου η τάξη γίνεται τάξη συνειδητή. Το να λέμε ότι «η τάξη στέκεται πιο ψηλά από το κόμμα», είναι σαν να βεβαιώνουμε ότι η τάξη στην πρωτόγονη της κατάσταση στέκεται πιο ψηλά από την τάξη που βρίσκεται στο δρόμο της ταξικής της συνείδησης. Αυτό δεν είναι μόνο λαθεμένο, αλλά και αντιδραστικό. Για να δικαιολογήσουμε την αναγκαιότητα του ενιαίου μετώπου, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να καταφύγουμε στη χοντροκομμένη αυτή θεωρία.
Η πρόοδος μιας τάξης προς την ταξική συνείδηση της, η οικοδόμηση δηλαδή ενός επαναστατικού κόμματος που ηγείται του προλεταριάτου, είναι ένα σύνθετο και αντιφατικό προτσές. Η ίδια η τάξη δεν είναι ομοιογενής. Τα διάφορα τμήματα της φτάνουν στην ταξική συνείδηση από διαφορετικούς δρόμους και σε διαφορετικούς χρόνους. Η μπουρζουαζία συμμετέχει ενεργητικά σ’ αυτό το προτσές. Δημιουργεί τους δικούς της θεσμούς μέσα στην εργατική τάξη ή χρησιμοποιεί τους θεσμούς που ήδη υπάρχουν, αντιτάσσοντας ορισμένα στρώματα εργατών σε άλλα. Μέσα στο προλεταριάτο δρουν ταυτόχρονα διάφορα κόμματα. Γι αυτό παραμένει πολιτικά διασπασμένο κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ιστορικής του πορείας. Το πρόβλημα του ενιαίου μετώπου – που γεννιέται σε ορισμένες περίοδες μεγάλης οξύτητας— έχει εδώ την πηγή του.
Τα ιστορικά συμφέροντα του προλεταριάτου βρίσκουν την έκφραση τους στο κομμουνιστικό κόμμα – όταν η πολιτική του είναι σωστή. Το καθήκον του κομμουνιστικού κόμματος είναι να κερδίσει την πλειοψηφία του προλεταριάτου: και μόνο έτσι γίνεται δυνατή η σοσιαλιστική επανάσταση. Το κομμουνιστικό κόμμα δεν μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή του αν δεν διαφυλάξει, πλήρως και χωρίς όρους, την πολιτική και οργανωτική του ανεξαρτησία απέναντι σε όλα τα άλλα κόμματα και τις οργανώσεις που υπάρχουν μέσα και έξω από την εργατική τάξη. Η παραβίαση της βασικής αυτής αρχής της μαρξιστικής πολιτικής είναι το πιο φρικτό έγκλημα ενάντια στα συμφέροντα του προλεταριάτου σαν τάξης. Η Κινέζικη Επανάσταση του 1925 – 1927 συντρίφτηκε ακριβώς γιατί η Κομμουνιστική Διεθνής, κάτω από την ηγεσία των Στάλιν και Μπουχάριν, ανάγκασε το Κινέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα να μπει στο Κουομιντάγκ, το κόμμα αυτό της κινέζικης μπουρζουαζίας, και να υποταχθεί στην πειθαρχία του. [….]
Αλλά το προλεταριάτο κινείται προς την επαναστατική του συνείδηση περνώντας όχι από τις τάξεις του σχολείου αλλά μέσα από την πάλη των τάξεων, που δεν επιδέχεται διακοπές. Για να παλέψει, το προλεταριάτο έχει ανάγκη από την ενότητα των γραμμών του. Και αυτό ισχύει τόσο για τις επί μέρους οικονομικές συγκρούσεις, μέσα στα τέσσερα ντουβάρια ενός εργοστασίου, όσο και για τους « εθνικούς» πολιτικούς αγώνες, όπως η απόκρουση του φασισμού. Κατά συνέπεια, η τακτική του ενιαίου μετώπου δεν είναι κάτι το συμπτωματικό, δεν είναι κάτι το τεχνητό – μια δόλια μανούβρα – καθόλου, βγαίνει ολοκληρωτικά και ολόκληρη από τις αντικειμενικές συνθήκες που διέπουν την ανάπτυξη του προλεταριάτου. Τα λόγια του Κομμουνιστικού Μανιφέστου που βεβαιώνουν ότι οι κομμουνιστές δεν αντιτίθενται στο προλεταριάτο, ότι δεν έχουν άλλα, ξέχωρα συμφέροντα από τα συμφέροντα του προλεταριάτου σαν όλο, σημαίνουν ότι η πάλη του κόμματος να κερδίσει την πλειοψηφία της τάξης σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ‘ρθει σε αντίθεση με την ανάγκη των εργατών να διατηρήσουν την ενότητα των γραμμών τους μέσα στη μάχη.
Η «Ρότε Φάνε»7 είναι πέρα για πέρα δικαιολογημένη όταν καταδικάζει όλες τις συζητήσεις για «τα συμφέροντα της τάξης που μπαίνουν πάνω από τα κομματικά συμφέροντα». Στην πραγματικότητα, τα συμφέροντα της τάξης κατανοημένα σωστά, ταυτίζονται με τους σωστά διατυπωμένους στόχους του κόμματος. Όσο η συζήτηση περιορίζεται στην ιστορικό – φιλοσοφική αυτή διαβεβαίωση, η θέση της «Ρότε Φανέ» είναι ακαταμάχητη. Τα πολιτικά, όμως συμπεράσματα που βγάζει από αυτήν δεν είναι παρά μια γελοιοποίηση του μαρξισμού.
Η καταρχήν ταυτότητα των συμφερόντων του προλεταριάτου και των στόχων του κομμουνιστικού κόμματος δεν σημαίνει ούτε ότι το προλεταριάτο, στο σύνολο του, έχει, από σήμερα κιόλας, συνείδηση των ταξικών του συμφερόντων ούτε ότι το κόμμα, κάτω απ’ όλες τις συνθήκες, τα εκφράζει με σωστό τρόπο. Η ίδια η ανάγκη του κόμματος απορρέει ακριβώς από το γεγονός ότι το προλεταριάτο δεν γεννιέται με έμφυτη την κατανόηση των ιστορικών του συμφερόντων. Το καθήκον του κόμματος συνίσταται στο να μαθαίνει, από την εμπειρία που βγάζει από την πάλη του, πώς να αποδείχνει στο προλεταριάτο το δικαίωμα του να είναι ηγεσία. Ενώ η σταλινική γραφειοκρατία έχει, αντίθετα, την άποψη ότι μπορεί να απαιτεί την εν λευκώ υποταγή του προλεταριάτου απλά στη δύναμη του κομματικού διαβατηρίου, που είναι σφραγισμένο με τη βούλα της Κομμουνιστικής Διεθνούς
Κάθε ενιαίο μέτωπο που δεν είναι από τα πριν τοποθετημένο κάτω από την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, επαναλαμβάνει η «Ροτέ Φανέ», στρέφεται ενάντια στα συμφέροντα του προλεταριάτου. Όποιος δεν αναγνωρίζει την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν είναι παρά ένας «αντεπαναστάτης». Ο εργάτης είναι υποχρεωμένος να εμπιστεύεται προκαταβολικά την κομμουνιστική οργάνωση, στο λόγο της τιμής του. Από την καταρχήν ταυτότητα των στόχων του κόμματος και της τάξης, ο υπάλληλος συμπεραίνει το δικαίωμά του να διατάζει την τάξη. Το πραγματικό ιστορικό πρόβλημα που το κομμουνιστικό κόμμα έχει ακόμα να λύσει – να ενοποιήσει κάτω από τη σημαία του τη συντριπτική πλειοψηφία των εργατών – η γραφειοκρατία το μεταβάλλει σε τελεσίγραφο, σ’ ένα ρεβόλβερ ακουμπισμένο στον κρόταφο της εργατικής τάξης. Η φορμαλιστική, διοικητική και γραφειοκρατική σκέψη έχει αντικαταστήσει τη διαλεκτική σκέψη.
Το ιστορικό πρόβλημα που πρέπει να λυθεί παίρνεται σαν ήδη λυμένο. Η εμπιστοσύνη που μένει να κατακτηθεί θεωρείται κιόλας κατακτημένη. Δεν χρειάζεται να πούμε, ότι αυτός είναι ο εύκολος δρόμος. Αλλά, έτσι τα πράγματα δεν πάνε και πολύ μακριά. Στην πολιτική πρέπει να ξεκινάει κανείς από τα πράγματα όπως αυτά είναι, και όχι απ’ αυτά που ήθελε να είναι ή που θα γίνουν ίσως κάποτε. Η θέση της σταλινικής γραφειοκρατίας, τραβηγμένη μέχρι την τελευταία συνέπειά της, είναι, στην πραγματικότητα, η άρνηση του Κόμματος: ποιο είναι το αποτέλεσμα όλου του ιστορικού έργου του, αν το προλεταριάτο πρέπει να δεχτεί προκαταβολικά την ηγεσία των Τέλμαν και Ρέμελε;
Από τον εργάτη που θέλει να μπει στις γραμμές του κομμουνισμού, το Κόμμα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει: πρέπει να δεχτείς το πρόγραμμα μας, να τηρείς τις καταστατικές μας αρχές και να υπακούει στην καθοδήγηση των εκλεγμένων οργάνων μας. Αλλά είναι παράλογο και εγκληματικό να θέτουμε απο τα πριν τις ίδιες αυτές απαιτήσεις ή και ακόμα ένα μέρος τους στις μάζες των εργατικών οργανώσεων όταν τίθεται το ζήτημα της ενιαίας δράσης για καθορισμένους στόχους πάλης. Έτσι υποσκάπτονται τα πραγματικά θεμέλια του κόμματος. Το Κόμμα μπορεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά του μόνο αν διατηρεί σωστές σχέσεις με την τάξη. Αντί να στέλνει τέτοιου είδους μονόπλευρα τελεσίγραφα, που ερεθίζουν και προσβάλουν τους εργάτες, το Κόμμα πρέπει να προτείνει ένα καθορισμένο πρόγραμμα για ενιαία δράση: αυτός είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για την κατάκτηση της πραγματικής ηγεσίας.
Ο τελεσιγραφισμός είναι μια απόπειρα να εκβιάσουν την εργατική τάξη, όταν αποτυχαίνουν να την πείσουν: εργάτες, αν δεν δεχτείτε την ηγεσία των Τέλμαν – Ρέμελε – Νόιμαν, δεν θα σας επιτρέψουμε να δημιουργήσετε το ενιαίο μέτωπο. Ο χειρότερος εχθρός της δεν μπορούσε να επινοήσει δυσκολότερη κατάσταση από αυτήν που δημιουργεί για τον εαυτό της η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτός είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για την καταστροφή.
Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας σπρώχνει τον τελεσιγραφισμό της στην πιο απαίσια του μορφή, με τις σοφιστικές περιφράσεις στις διακηρύξεις της: «δεν σας ζητάμε να παραδεχτείτε από τα πριν τις κομμουνιστικές μας αντιλήψεις». Αυτό ακούγεται σαν μια δικαιολογία για μια πολιτική που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Όταν το Κόμμα διακηρύσσει την άρνησή του να αρχίσει οποιουδήποτε είδους διαπραγματεύσεις με άλλες οργανώσεις, αλλά καλεί τους σοσιαλδημοκράτες εκείνους εργάτες, που θέλουν να σπάσουν τις σχέσεις τους με την οργάνωση τους, να μπουν κάτω από την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να αποκαλούν τον εαυτό τους κομμουνιστή, τότε το Κόμμα χρησιμοποιεί τη γλώσσα του πιο καθαρού τελεσιγραφισμού. Η επιφύλαξη που αφορά τις «κομμουνιστικές μας αντιλήψεις» είναι πέρα για πέρα γελοία. Ο εργάτης που είναι αυτή ακριβώς τη στιγμή έτοιμος να σπάσει τους δεσμούς του με το κόμμα του και να συμμετάσχει, κάτω από την κομμουνιστική ηγεσία, στον αγώνα, δεν θα εμποδιστεί από το γεγονός ότι πρέπει να αποκαλεί τον εαυτό του κομμουνιστή. Οι ταχυδακτυλουργίες με τις ετικέτες και οι διπλωματικές υπεκφυγές είναι ξένες προς τον εργάτη. Βλέπει την πολιτική και την οργάνωση όπως ακριβώς είναι. Παραμένει στη Σοσιαλδημοκρατία όσο δεν έχει εμπιστοσύνη στην κομμουνιστική ηγεσία. Μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών εργατών μένουν στο Κόμμα τους όχι γιατί έχουν εμπιστοσύνη στη ρεφορμιστική ηγεσία, αλλά γιατί δεν έχουν ακόμα εμπιστοσύνη στην κομμουνιστική ηγεσία. Θέλουν, όμως, από τώρα να παλέψουν εναντίον του φασισμού. Δείχνοντάς τους το πρώτο βήμα που πρέπει να γίνει σ’ ένα κοινό αγώνα, θα απαιτήσουν από την οργάνωσή τους να κάνει αυτό το βήμα. Αν η οργάνωση τους το αρνηθεί, τότε μπορεί να φτάσουν μέχρι τη ρήξη μαζί της.
Αντί να βοηθήσει τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες να βρουν, μέσα από την πείρα, το δρόμο τους, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος βοηθάει τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες εναντίον των εργατών. Οι Βελς και οι Χίλφερντιγκ είναι ικανοί να καλύψουν με επιτυχία τη δική τους απροθυμία και το φόβο τους για τον αγώνα, την ανικανότητά τους να παλέψουν, παραθέτοντας την απέχθεια του Κομμουνιστικού Κόμματος να συμμετάσχει σ’ ένα κοινό αγώνα. Η επίμονη, ηλίθια και ανόητη απόρριψη από μέρους του Κομμουνιστικού Κόμματος της πολιτικής του ενιαίου μετώπου προσφέρει, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, μια σημαντική πολιτική βοήθεια στη Σοσιαλδημοκρατία – με τον εγγενή παρασιτισμό που την χαρακτηρίζει – γαντζώνεται από την κριτική μας στην τελεσιγραφική πολιτική των Στάλιν και Τέλμαν.
Οι επίσημοι ηγέτες της Κομμουνιστικής Διεθνούς φλυαρούν τώρα με πολύ σοβαρό ύφος για την ανάγκη εξύψωσης του θεωρητικού επιπέδου του Κόμματος και για τη μελέτη της «ιστορίας του Μπολσεβικισμού». Στην πραγματικότητα το «επίπεδο» πέφτει συνεχώς, τα μαθήματα του Μπολσεβικισμού έχουν ξεχαστεί, έχουν παραμορφωθεί, έχουν τσαλαπατηθεί. Στο μεταξύ, δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς στην ιστορία του ρώσικου Κόμματος τον πρόδρομο της σημερινής πολιτικής της Κεντρικής Επιτροπής του Κομουνιστικού Κόμματος Γερμανίας: είναι ο μακαρίτης ο Μπογκτάνοφ, ο ιδρυτής του τελεσιγραφισμού (ή του οτσοβισμού). Από το 1905 κιόλας, θεωρούσε αδύνατη τη συμμετοχή των μπολσεβίκων στο Σοβιέτ της Πετρούπολης, αν το Σοβιέτ δεν αναγνώριζε από τα πριν τη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία. Κάτω από την επίδραση του Μπογκτάνοφ, το γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων στην Πετρούπολη υιοθέτησε τον Οκτώβρη του 1905 την εξής απόφαση: να προβάλλει στο Σοβιέτ της Πετρούπολης το αίτημα να αναγνωρίσει την ηγεσία του Κόμματος. Και σε περίπτωση άρνησης να αποσυρθούν από το Σοβιέτ. Ο Κρασίκοφ, ένας νεαρός δικηγόρος, μέλος της μπολσεβίκικης Κεντρικής Επιτροπής εκείνης της εποχής, διάβασε το τελεσίγραφο στην ολομέλεια του Σοβιέτ. Οι εργάτες αντιπρόσωποι, ανάμεσα τους και οι μπολσεβίκοι, αλληλοκοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι και πέρασαν στις εργασίες της ημερήσιας διάταξης. Κανείς δεν εγκατέλειψε το Σοβιέτ. Σε λίγο έφτασε ο Λένιν από το εξωτερικό και συγύρισε για τα καλά τους τελεσιγραφιστές: «Δεν μπορείτε, τους δίδαξε, ούτε εσείς ούτε οποιοσδήποτε άλλος με τη βοήθεια τελεσιγράφων να υποχρεώσετε τις μάζες να πηδήξουν πάνω από τις αναγκαίες φάσεις της ίδιας της πολιτικής τους ανάπτυξης».
[…] Η πάλη του Λένιν ενάντια στον τελεσιγραφισμό ήταν μια πάλη για τις σωστές σχέσεις ανάμεσα στο Κόμμα και την τάξη. […] Η δύναμη του Μπολσεβικισμού βρισκόταν στις προσεγμένες και ευαίσθητες σχέσεις του με την τάξη. Ο Λένιν συνέχισε την πάλη του ενάντια στον τελεσιγραφισμό ακόμα και όταν βρισκόταν στην εξουσία, ιδιαίτερα στη συμπεριφορά απέναντι στα συνδικάτα. «Ακόμα και τώρα στη Ρωσία, έγραφε, αν, ύστερα από δυόμισι χρόνια πρωτοφανέρωτες νίκες ενάντια στην αστική τάξη της Ρωσίας και της Αντάντ, βάζαμε τον όρο εγγραφής στα συνδικάτα την « αναγνώριση της δικτατορίας», θα κάναμε ανοησία, θα καταστρέφαμε την επιρροή μας στις μάζες, θα βοηθούσαμε του μενσεβίκους. Γιατί όλο το καθήκον των κομμουνιστών είναι ακριβώς να ξέρουν να πείθουν τους καθυστερημένους, να ξέρουν να δουλεύουν ανάμεσα τους και όχι να απομονώνονται απ’ αυτούς με επινοημένα, παιδιάστικα «αριστερά συνθήματα».8 Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης, που δεν αντιπροσωπεύουν παρά μια μειοψηφία της εργατικής τάξης.
[…] Ο σταλινικός μηχανισμός δεν κάνει άλλο από το να διατάζει. Η γλώσσα της διαταγής είναι η γλώσσα του τελεσιγραφισμού. Κάθε εργάτης πρέπει αναγκαστικά να δεχτεί σαν αλάνθαστες όλες τις αποφάσεις, παλιές, τωρινές και μελλοντικές, της Κεντρικής Επιτροπής. Όσο πιο λαθεμένη γίνεται η πολιτική της, τόσο πιο μεγάλες είναι οι αξιώσεις της για το αλάθητο των πράξεών της.
[…] Ας μεταφέρουμε για μια στιγμή το πρόβλημα στη Βρετανία, όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα (ύστερα από τα ολέθρια σφάλματα της σταλινικής γραφειοκρατίας) εξακολουθεί να είναι ένα ασήμαντο τμήμα του προλεταριάτου. Αν δεχτεί κανείς τη θεωρία ότι κάθε τύπος ενιαίου μετώπου, πέρα από το κομμουνιστικό, είναι «αντεπαναστατικός», είναι τότε ολοφάνερο ότι το βρετανικό προλεταριάτο πρέπει να αναβάλλει την επαναστατική του πάλη μέχρι τη στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα θα είναι ικανό να μπει επικεφαλής του. Αλλά το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν μπορεί να μπει επικεφαλής παρά μονάχα στη βάση της δικιάς του επαναστατικής εμπειρίας. Η πείρα του, όμως, μπορεί να πάρει επαναστατικό χαρακτήρα μόνο με ένα τρόπο: με το τράβηγμα στην πάλη εκατομμυρίων. Και δεν μπορούμε να τραβήξουμε στην πάλη τις μη κομμουνιστικές μάζες, και προπαντός τις οργανωμένες μάζες, παρά μονάχα πάνω στη βάση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου. Θα πέσουμε σ’ έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο δεν υπάρχει διέξοδος, αν ακολουθήσουμε το δρόμο του τελεσιγραφισμού. […]
Στη Βρετανία, η ακαταλληλότητα του τελεσιγραφισμού βγάζει μάτι λόγω της εξαιρετικής αδυναμίας του Κόμματος. Στη Γερμανία τα ολέθρια αποτελέσματα του τελεσιγραφισμού καλύπτονται κάπως από τη σημαντική αριθμητική δύναμη του Κόμματος και από την ανάπτυξη του. Αλλά το γερμανικό Κόμμα αναπτύσσεται χάρη στην πίεση των γεγονότων και όχι χάρη στην πολιτική της ηγεσίας του: όχι εξ αιτίας, αλλά παρά τον τελεσιγραφισμό. Επιπλέον, η αριθμητική ανάπτυξη του Κόμματος δεν θα παίξει τον αποφασιστικό ρόλο. Αυτό που αποφασίζει είναι ο πολιτικός συσχετισμός ανάμεσα στο κόμμα και την τάξη. Πάνω σ’ αυτή τη γραμμή, που είναι θεμελιακή, η κατάσταση δεν βελτιώνεται, γιατί το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας έχει τοποθετήσει ανάμεσα στον εαυτό του και την τάξη το αγκαθωτό συρματόπλεγμα του τελεσιγραφισμού.
IV
Τα Ζικ Ζακ των Σταλινικών
στο Ζήτημα του Ενιαίου Μετώπου
Η πρώην σοσιαλδημοκράτισσα Τόρσορς (από το Ντίσελντορφ) που πέρασε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, μίλησε εκ μέρους του Κόμματος στα μέσα του Γενάρη, στη Φρανκφούρτη. Στην επίσημη έκθεση της είπε:» Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες έχουν αποκαλυφθεί αρκετά, και είναι χαμένος κόπος να συνεχίζουμε τις προσπάθειες μας προς αυτήν την κατεύθυνση για την ενότητα από τα πάνω». Παραθέτουμε από την κομμουνιστική εφημερίδα της Φρανκφούρτης που επαινεί πολύ αυτή την έκθεση. « Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες έχουν αποκαλυφθεί αρκετά». «Αρκετά» για την ίδια την ομιλήτρια, που πέρασε από τη Σοσιαλδημοκρατία στο Κομμουνισμό (πράγμα, βέβαια, που είναι προς τιμήν της), αλλά καθόλου «αρκετά» για τα εκατομμύρια εκείνα των εργατών που ψηφίζουν τη Σοσιαλδημοκρατία και στηρίζουν τη ρεφορμιστική ηγεσία των συνδικάτων.
Δεν είναι, ωστόσο, ανάγκη να αναφερθούμε σε μια απομονωμένη έκθεση. Στη διακήρυξη της τελευταίας «Ρότε Φάνε» που πήρα (28 του Γενάρη 1932), γράφουν γι’ άλλη μια φορά ότι το ενιαίο μέτωπο δεν μπορεί να γίνει παρά ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, και χωρίς αυτούς. Η απόδειξη; «Κανείς από αυτούς που έζησαν και έχουν την πείρα από την δουλειά αυτών των ηγετών τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια δεν θα τους πιστέψει». Και τι θα γίνει, ρωτάμε εμείς, με κείνους που συμμετέχουν στην πολιτική λιγότερα από δεκαοχτώ χρόνια ή και ακόμα λιγότερους από δεκαοχτώ μήνες; Από το τέλος του πολέμου μεγάλωσαν πολλές πολιτικές γενιές που πρέπει να αποκτήσουν την πείρα της παλιάς γενιάς, έστω και σε μια πολύ περιορισμένη κλίμακα. «Το ζήτημα είναι, δίδασκε ο Λένιν τους υπεραριστερούς, να μην παίρνουμε αυτό που έχει παλιώσει για μας σαν να έχει παλιώσει και για την τάξη για τις μάζες».
Επιπλέον, ακόμα και η παλιά γενιά, εκείνη που έζησε την πείρα των δεκαοχτώ χρόνων, δεν έχει καθόλου σπάσει τις σχέσεις της με τους ηγέτες. Αντίθετα, είναι ακριβώς η Σοσιαλδημοκρατία που κρατάει ακόμα πολλούς «παλαίμαχους», δεμένους με το Κόμμα αυτό με μακρόχρονες παραδόσεις. Είναι λυπηρό, φυσικά, που οι μάζες μαθαίνουν τόσο αργά. Αλλά σε ένα μεγάλο βαθμό την ευθύνη γι αυτό την έχουν οι κομμουνιστές «παιδαγωγοί» που στάθηκαν ανίκανοι να ξεσκεπάσουν καθαρά και ξάστερα την εγκληματική φύση του ρεφορμισμού. Το ελάχιστο που πρέπει να κάνουμε τώρα είναι να χρησιμοποιήσουμε τη νέα κατάσταση, και, ταυτόχρονα, όταν η προσοχή των μαζών είναι εξαιρετικά τεταμένη από τον θανάσιμο κίνδυνο, να υποβάλουμε τους ρεφορμιστές σε μια καινούργια και, ίσως, αυτή τη φορά, αληθινά αποφασιστική δοκιμασία.
Χωρίς να κρύψουμε τίποτε ή να μαλακώσουμε τη γνώμη μας για τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, μπορούμε και πρέπει να πούμε στους σοσιαλδημοκράτες εργάτες: Αφού, από τη μια μεριά, θέλετε να παλέψετε μαζί μας, και, από την άλλη, δεν θέλετε να σπάσετε τους δεσμούς σας με τους ηγέτες σας, να τι σας προτείνουμε: υποχρεώστε τους ηγέτες σας να ενωθούν μαζί μας σ’ ένα κοινό αγώνα γι αυτόν και για τον άλλο πρακτικό σκοπό, μ’ αυτόν ή με κείνον τον τρόπο. Όσο για μας, εμείς, οι κομμουνιστές, είμαστε ήδη έτοιμοι. Τι πιο απλό, πιο καθαρό, πιο πειστικό μπορεί να ειπωθεί;
[…] Το ίδιο το επίσημο κόμμα παραβιάζει, σε κάθε βήμα, τη θνησιγενή πολιτική του. Στις εκκλήσεις του για το «Κόκκινο Ενιαίο Μέτωπο» (με τον εαυτό του) προβάλλει ανελλιπώς τη διεκδίκηση για την «χωρίς όρους ελευθερία του προλεταριακού Τύπου και το δικαίωμα της διαδήλωσης, της συγκέντρωσης και της οργάνωσης». Το σύνθημα αυτό είναι πέρα για πέρα σωστό. Αλλά στο μέτρο που το Κομμουνιστικό Κόμμα μιλάει για εφημερίδες, συγκεντρώσεις κλπ., προλεταριακές και όχι μονάχα κομμουνιστικές, προβάλλει στην πραγματικότητα το σύνθημα του ενιαίου μετώπου με την ίδια τη Σοσιαλδημοκρατία που εκδίδει εργατικές εφημερίδες, οργανώνει συγκεντρώσεις κλπ. Το να προωθείς πολιτικά συνθήματα, που κλείνουν μέσα τους την ιδέα του ενιαίου μετώπου με τη Σοσιαλδημοκρατία και να απορρίπτεις πρακτικές συμφωνίες μαζί της για να παλέψεις γι’ αυτά τα συνθήματα – αυτό είναι το άκρον άωτον του παραλογισμού.
[…] Δεν είναι φανερό […] ότι από τη δική μας πλευρά θα ‘πρεπε να έχουμε υποβάλλει ένα συγκεκριμένο και καλομελετημένο λεπτομερειακό πρακτικό πρόγραμμα για μια ενωμένη πάλη ενάντια στο φασισμό και να ‘χουμε ζητήσει μια κοινή σύνοδο των Εκτελεστικών Επιτροπών των δύο Κομμάτων με τη συμμετοχή της Εκτελεστικής Επιτροπής των ανεξάρτητων συνδικάτων; Ταυτόχρονα θα ’πρεπε να έχουμε ενεργήσει δραστήρια για να διεισδύσει το ίδιο το αυτό πρόγραμμα στη βάση, σ’ όλα τα στρώματα των δύο κομμάτων και στις μάζες. Οι διαπραγματεύσεις θα έπρεπε να γίνονται ανοικτά, μπροστά στα μάτια όλου του έθνους: Τα καθημερινά πρακτικά αυτών των διαπραγματεύσεως, θα ‘πρεπε να δημοσιεύονται στον τύπο χωρίς διαστρεβλώσεις και παράλογα κατασκευάσματα. Μια τέτοια αγκιτάτσια, με την οξύτητα και την ευθύτητα της θα μιλούσε στους εργάτες πολύ πιο αποτελεσματικά από τους ασταμάτητους θορύβους για τον «σοσιαλφασισμό».
Καθένας θα πρέπει να διαβάσει την μπροσούρα του Λένιν: Ο «Αριστερισμός», η Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού. Σήμερα είναι το πιο επίκαιρο βιβλίο. Αναφερόμενος σε καταστάσεις όμοιες με αυτήν της σημερινής Γερμανίας, ο Λένιν – παραθέτω κατά λέξη – γράφει: «Η απόλυτη ανάγκη για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, για το συνειδητό του κομμάτι, για το Κομουνιστικό του Κόμμα, να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλεταρίων, με τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυρέων. Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρεις να εφαρμόζεις αυτή την τακτική έτσι που να ανεβάζεις και όχι να χαμηλώνεις το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη». ( οπ. π σελ. 59)
V
Ιστορική Υπόμνηση
Πάνω στο Ενιαίο Μέτωπο
Οι λόγοι που επιβάλουν την πολιτική του ενιαίου μετώπου απορρέουν από τόσο θεμελιακές και αδυσώπητες ανάγκες της πάλης τάξη ενάντια σε τάξη […] τι θα γίνει με τις αποφάσεις των τεσσάρων πρώτων Συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς; Η σταλινική γραφειοκρατία τις δέχεται; Ναι ή όχι;
[…] Έτσι, πριν από δέκα χρόνια, η Κομμουνιστική Διεθνής εξηγούσε ότι η ουσία της πολιτικής του ενιαίου μετώπου βρίσκεται στο εξής: το Κομμουνιστικό κόμμα αποδείχνει στις μάζες και τις οργανώσεις τους ότι είναι έτοιμο να αγωνιστεί μαζί τους, ακόμα και για πιο τα μέτρια αιτήματα, αν τα αιτήματα αυτά βρίσκονται στο δρόμο της ιστορικής εξέλιξης του προλεταριάτου. Σ’ αυτή την πάλη το Κομμουνιστικό Κόμμα υπολογίζει την πραγματική κατάσταση της εργατικής τάξης σε κάθε δοσμένη στιγμή. Δεν απευθύνεται μονάχα στις μάζες, αλλά και στις οργανώσεις που η ηγεσία τους είναι αναγνωρισμένη από τις μάζες. Μπροστά στα μάτια των μαζών, φέρνει σε αντιπαράθεση τις ρεφορμιστικές οργανώσεις με τα πραγματικά προβλήματα της ταξικής πάλης. Αποκαλύπτοντας καθαρά ότι δεν είναι ο σεκταρισμός του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά το συνειδητό σαμποτάζ των ηγετών της Σοσιαλδημοκρατίας που υποσκάπτει την κοινή πάλη, η πολιτική του ενιαίου μετώπου επιταχύνει την επαναστατική ανάπτυξη της τάξης. Είναι απόλυτα καθαρό ότι αυτές δεν μπορούν με κανένα τρόπο να παλιώσουν.
Πώς να εξηγήσουμε τότε την απόρριψη της πολιτικής του ενιαίου μετώπου από την Κομμουνιστική Διεθνή; Με τα τερατουργήματα και τις αποτυχίες αυτής της πολιτικής στο παρελθόν. Αν αυτές οι αποτυχίες, που οι αιτίες τους δεν βρίσκονται στην ίδια την πολιτική, αλλά στους πολιτικούς, είχαν επισημανθεί, αναλυθεί και μελετηθεί έγκαιρα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας θα είχε θαυμάσια εξοπλιστεί, από την άποψη της στρατηγικής και της τακτικής για τη σημερινή κατάσταση. Αλλά η σταλινική γραφειοκρατία ενεργεί σαν τη μυωπική μαϊμού του μύθου που έβαλε στην ουρά της τα γυαλάκια της και αφού τα έγλειψε χωρίς αποτέλεσμα, αποφάνθηκε πως δεν αξίζουν τίποτε και τα ‘σπασε. Πείτε ότι θέλετε, αλλά το λάθος δεν είναι στα γυαλιά.
Τα λάθη που έγιναν στην πολιτική του ενιαίου μετώπου ανήκουν σε δύο κατηγορίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα καθοδηγητικά όργανα του Κομμουνιστικού Κόμματος απευθύνθηκαν στους ρεφορμιστές με την πρόταση να παλέψουν μαζί για ριζοσπαστικά συνθήματα που δεν απέρρεαν από την κατάσταση και δεν έβρισκαν ανταπόκριση στις μάζες. Οι προτάσεις αυτές έμοιαζαν με πυροβολισμούς στον αέρα. Οι μάζες παρέμειναν απαθείς. Οι ρεφορμιστές ηγέτες εξηγούσαν τις προτάσεις αυτές των κομμουνιστών σαν ραδιουργίες που είχαν για στόχο την καταστροφή της Σοσιαλδημοκρατίας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, επρόκειτο για μια καθαρά τυπική, διακοσμητική εφαρμογή της πολιτικής του ενιαίου μετώπου, τη στιγμή που από την ίδια της την ουσία, η πολιτική του ενιαίου μετώπου δεν μπορεί να είναι γόνιμη παρά μόνο στη βάση μιας ρεαλιστικής εκτίμησης της κατάστασης και των διαθέσεων των μαζών. Με τη συχνή και ταυτόχρονα κακή χρήση του το όπλο των «ανοικτών επιστολών» αχρηστεύτηκε και αναγκάστηκα να το εγκαταλείψουν.
Ο δεύτερος τύπος διαστρέβλωσης είχε ένα πολύ πιο μοιραίο χαρακτήρα. Στα χέρια της σταλινικής γραφειοκρατίας, η πολιτική του ενιαίου μετώπου κατάντησε μια κούρσα για το κέρδισμα συμμάχων, σε βάρος της ανεξαρτησίας του Κομμουνιστικού Κόμματος. Έχοντας την υποστήριξη της Μόσχας και θεωρώντας τον εαυτό τους παντοδύναμο, οι υπάλληλοι της Κομμουνιστικής Διεθνούς νόμισαν στα σοβαρά ότι μπορούν να διατάζουν τις τάξεις, να τους υποδείχνουν δρομολόγια, να συγκρατούν τα απεργιακά και αγροτικά κινήματα στην Κίνα και να εξαγοράζουν τη συμμαχία με τον Τσαγκ Κάι – Σεκ με τίμημα την εγκατάλειψη της ανεξάρτητης πολιτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος, να επανεκπαιδεύσουν τη γραφειοκρατία των Τρέιντ – Γιούνιονς, το κύριο αυτό στήριγμα του βρετανικού ιμπεριαλισμού, με εκπαιδευτικά μαθήματα σε συμπόσια στο Λονδίνο ή σε κάποια λουτρόπολη του Καυκάσου, να μεταμορφώνουν τους κροάτες αστούς, τύπου Ράντιτς, σε κομμουνιστές, κτλ, κτλ. Όλα αυτά, βέβαια επιχειρούνταν με τις καλύτερες προθέσεις: για να επιταχύνουν τις εξελίξεις, εκπληρώνοντας για τις μάζες αυτό που οι ίδιες οι μάζες δεν ήταν ακόμα ώριμες να κάνουν. Δεν είναι ανώφελο να υπενθυμίσουμε ότι, σε μια σειρά χώρες, ιδιαίτερα στην Αυστρία, οι υπάλληλοι της Κομμουνιστικής Διεθνούς δοκίμασαν ταχυδακτυλουργικά στην περίοδο που πέρασε, να δημιουργήσουν τεχνητά και «από τα πάνω» μια «αριστερή» Σοσιαλδημοκρατία – που θα χρησίμευε σαν γέφυρα προς τον κομουνισμό. Και απ’ αυτήν επίσης τη μασκαράτα δεν βγήκαν παρά αποτυχίες. Τα αποτελέσματα αυτών των πειραμάτων και αυτών των τυχοδιωκτισμών αποδείχτηκαν αμετάβλητα καταστροφικά. Το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα ρίχτηκε πίσω πολλά χρόνια.
Τότε ο Μανουίλσκι αποφάσισε να σπάσει τα γυαλιά του, και ο Κούουσινεν – αυτός, για να αποφύγει παραπέρα λάθη, ανακήρυξε όλον τον κόσμο, εκτός από τον εαυτό του και τους φίλους του, φασίστες. Τώρα όλα έγιναν απλά και καθαρά, δεν είναι πια δυνατόν να γίνουν τέτοια λάθη. Τι ενιαίο μέτωπο μπορεί να γίνει με τους «σοσιαλφασίστες» ενάντια στους εθνικοφασίστες, ή με τους «αριστερούς σοσιαλφασίστες» ενάντια στους δεξιούς «σοσιαλφασίστες»; Έτσι, αφού έκανε πάνω από τα κεφάλια μας μια στροφή 180 μοιρών, η σταλινική γραφειοκρατία βρέθηκε αναγκασμένη να απορρίψει τις αποφάσεις των τεσσάρων πρώτων Συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς σαν αντεπαναστατικές.
VI
Τα Μαθήματα της Ρώσικης Εμπειρίας
Σ’ ένα από τα προηγούμενα κεφάλαια μας αναφερθήκαμε στη μπολσεβίκικη εμπειρία της πάλης ενάντια στο Κορνίλοφ. Οι επίσημοι ηγέτες μας απάντησαν με μουγκανητά αποδοκιμασίας. Ας επαναλάβουμε γι’ άλλη μια φορά τα κύρια γεγονότα με περισσότερες λεπτομέρειες το πώς η σταλινική σχολή αντλεί μαθήματα από το παρελθόν
Από τον Ιούλη ως τον Αύγουστο του 1917, ο Κερένσκι, επικεφαλής τότε της κυβέρνησης, εφάρμοσε στην πραγματικότητα το πρόγραμμα του αρχιστράτηγου Κορνίλοφ: επανέφερε στο μέτωπο τα στρατοδικεία και την ποινή του θανάτου, απαγόρευσε ρητά κάθε επιρροή των εκλεγμένων Σοβιέτ πάνω στις κυβερνητικές υποθέσεις, καταπίεσε τους χωρικούς, διπλασίασε την τιμή του ψωμιού (έχοντας στα χέρια του το κρατικό μονοπώλιο του εμπορίου στο στάρι), προετοίμασε την εκκένωση της επαναστατικής Πετρούπολης, συγκέντρωσε, σε συμφωνία με τον Κορνίλοφ, όλα τα αντεπαναστατικά στρατεύματα γύρω από την πρωτεύουσα, υποσχέθηκε στους συμμάχους να εγκαινιάσει μια καινούργια επίθεση στο μέτωπο κτλ. Αυτό ήταν το γενικό πολιτικό τοπίο.
Στις 26 του Αυγούστου, ο Κορνίλοφ ήρθε σε σύγκρουση με τον Κερένσκι, λόγω των ταλαντεύσεων του τελευταίου, και έριξε το στρατό του ενάντια στην Πετρούπολη. Το Κόμμα των Μπολσεβίκων βρισκόταν σε μια μισοπαράνομη κατάσταση. Οι ηγέτες του, αρχίζοντας από τον Λένιν, βρίσκονταν στην παρανομία ή ήταν στη φυλακή, κατηγορούμενοι για επαφές με το Γενικό Επιτελείο των Χοεντσόλερν. Οι μπολσεβίκικες εφημερίδες είχαν κατασχεθεί. Και όλες αυτές οι διώξεις προέρχονταν από την κυβέρνηση Κερένσκι, που υποστηριζόταν από τα αριστερά από το συνασπισμό των σοσιελπαναστατών και των μενσεβίκων βουλευτών.
Ποια ήταν η στάση του Μπολσεβίκικου Κόμματος; Δεν δίστασε ούτε στιγμή να συνάψει μια πρακτική συμμαχία πάλης ενάντια στον Κορνίλοφ με τους δεσμοφύλακές του –τους Κερένσκι, Τσερετέλι, Νταν κτλ. Παντού οργανώθηκαν επιτροπές επαναστατικής άμυνας, μέσα στις οποίες οι μπολσεβίκοι μπήκαν σαν μειοψηφία. Αυτό δεν εμπόδισε τους μπολσεβίκους να αναλάβουν ηγετικό ρόλο: στις συμφωνίες που γίνονται για μαζικές επαναστατικές δραστηριότητες κερδίζει πάντα το πιο συνεπές και το πιο τολμηρό επαναστατικό κόμμα. Οι μπολσεβίκοι βρέθηκαν στις πρώτες γραμμές, έσπασαν τα φράγματα που τους χώριζαν από τους μενσεβίκους εργάτες και προπαντός από τους σοσιαλεπαναστάτες στρατιώτες και τους τράβηξαν πίσω τους.
Μήπως οι μπολσεβίκοι ακολούθησαν αυτή την πορεία δράσης απλά γιατί βρέθηκαν απροετοίμαστοι; Όχι. Τους προηγούμενους μήνες, οι μπολσεβίκοι είχαν προτείνει δεκάδες και εκατοντάδες φορές στους μενσεβίκους να ενωθούν σ’ ένα κοινό αγώνα ενάντια στην αντεπανάσταση που είχε κινητοποιήσει τις δυνάμεις της. Ακόμα και στις 27 του Μάη, όταν ο Τσερετέλι ξεφώνιζε, ζητώντας καταπιεστικά μέτρα ενάντια στους μπολσεβίκους ναύτες, ο Τρότσκι διακήρυξε σε μια συνεδρίαση του Σοβιέτ της Πετρούπολης: «Όταν έρθει η ώρα και ο αντεπαναστάτης στρατηγός θα δοκιμάσει να ρίξει τη θηλιά στο λαιμό της επανάστασης, οι Καντέτοι θα περάσουν το σαπούνι στο σκοινί, αλλά οι ναύτες της Κρονστάνδης θα ‘ρθουν να παλέψουν και να πεθάνουν πλάι πλάι με μας». Τα λόγια αυτά επιβεβαιώθηκαν κατά γράμμα. Στα μέσα της εκστρατείας του Κορνίλοφ, ο Κερένσκι κάλεσε τους ναύτες του καταδρομικού «Αβρόρα», παρακαλώντας τους να αναλάβουν την υπεράσπιση των Χειμερινών Ανακτόρων. Οι ναύτες αυτοί ήταν όλοι, χωρίς εξαίρεση, μπολσεβίκοι. Μισούσαν τον Κερένσκι. Αυτό, όμως, δεν τους εμπόδισε από το να φρουρήσουν άγρυπνα τα Χειμερινά Ανάκτορα. Οι αντιπρόσωποι τους ήρθαν στις φυλακές του « Κρέστι» να συζητήσουν με τον Τρότσκι που ήταν κλεισμένος εκεί. Τον ρώτησαν: « Γιατί δεν συλλαμβάνουμε τον Κερένσκι;». Αλλά η ερώτηση αυτή είχε ένα χαρακτήρα μισοαστείο: οι ναύτες καταλάβαιναν ότι ήταν πρώτα αναγκαίο να συντρίψουν τον Κορνίλοφ και ύστερα να κανονίσουν τους λογαριασμούς τους με τον Κερένσκι. Χάρη σε μια σωστή πολιτική ηγεσία, οι ναύτες του «Αβρόρα» καταλάβαιναν περισσότερα από την Κεντρική Επιτροπή του Τέλμαν.
[…] Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, Ο Κορνίλοφ είχε συντριβεί, στην πραγματικότητα, όχι από τη δύναμη των όπλων, αλλά απλά από την ομοφωνία των μαζών. Αμέσως μετά, στις 3 του Σεπτέμβρη, ο Λένιν πρότεινε διαμέσου του Τύπου ένα συμβιβασμό στους Σοσιαλεπαναστάτες και τους Μενσεβίκους. Αποτελείται την πλειοψηφία μέσα στα Σοβιέτ, τους έλεγε. Πάρτε την εξουσία και μείς θα σας στηρίξουμε ενάντια στη μπουρζουαζία. Εγγυηθείτε μας την πλήρη ελευθερία αγκιτάτσιας και θα σας εξασφαλίσουμε μια ειρηνική πάλη για την πλειοψηφία μέσα στα Σοβιέτ. Να τι οπορτουνιστής υπήρξε ο Λένιν! Οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαεπαναστάτες απέρριψαν αυτό το συμβιβασμό, δηλαδή τη νέα πρόταση ενιαίου μετώπου ενάντια στην μπουρζουαζία. Αυτή η άρνηση έγινε το πιο ισχυρό όπλο στα χέρια των μπολσεβίκων για την προετοιμασία της ένοπλης εξέγερσης, που επτά βδομάδες αργότερα σάρωσε τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες.
Μέχρι τώρα δεν έγινε παρά μια μονάχα νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση στον κόσμο. Δεν ισχυρίζομαι καθόλου πως δεν κάναμε κανένα λάθος στο δρόμο μας προς τη νίκη. Πιστεύω , ωστόσο, ότι η πείρα μας έχει κάποια αξία για το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Παρέθεσα την πιο κοντινή και την πιο ενδεδειγμένη ιστορική αναλογία. Πώς απάντησαν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας; Με βρισιές.
[…] Όλη η μπουρζουαζία υποστήριζε τον Κορνίλοφ. Η συμμαχία των Μπολσεβίκων με τους Σοσιαλεπαναστάτες και τους Μενσεβίκους έγινε δυνατή μόνο γιατί οι συμφιλιωτές σπάσανε για μια στιγμή με την μπουρζουαζία: και αναγκάστηκαν να το κάνουν αυτό κάτω από την απειλή του Κορνίλοφ. Οι εκπρόσωποι των κομμάτων ήξεραν ότι με τη νίκη του Κορνίλοφ η μπουρζουαζία δεν θα τους είχε πια ανάγκη, και θα επέτρεπε στον Κορνίλοφ να τους στραγγαλίσει. Μέσα σ’ αυτά τα όρια υπάρχει, ‘όπως βλέπουμε, μια πλήρη αναλογία με το συσχετισμό ανάμεσα στη Σοσιαλδημοκρατία και το φασισμό.
[…] Ο Λένιν έγραφε για τους υπεραριστερούς: «Λένε πολλά κολακευτικά πράγματα για μας, τους μπολσεβίκους. Μερικές φορές, αισθάνεται κανείς την επιθυμία να τους πει: παινεύετε μας λιγότερο, και δοκιμάστε να ερευνήσετε κάπως καλύτερα την τακτική των μπολσεβίκων, μελετήστε την περισσότερο!»
VIII
Με το Ενιαίο Μέτωπο προς τα Σοβιέτ
σαν Ανώτατα Όργανα του Ενιαίου Μετώπου
Οι λεκτικές υποκλίσεις στα Σοβιέτ είναι τόσο διαδεδομένες μέσα στους κύκλους της «Αριστεράς» όσο είναι και η έλλειψη κατανόησης του ιστορικού τους ρόλου. Τις περισσότερες φορές, τα Σοβιέτ προσδιορίζονται σαν όργανα πάλης για την εξουσία, σαν όργανα εξέγερσης και, τέλος, σαν όργανα της δικτατορίας. Τυπικά οι ορισμοί αυτοί είναι σωστοί, αλλά δεν εξαντλούν καθόλου τον ιστορικό ρόλο των Σοβιέτ. Πρώτα απ’ όλα, δεν εξηγούν γιατί, στην πάλη ακριβώς για την εξουσία, τα Σοβιέτ είναι αναγκαία. Η απάντηση σ’ αυτό το ζήτημα είναι η ακόλουθη: όπως το συνδικάτο είναι η στοιχειώδης μορφή του ενιαίου μετώπου στην οικονομική πάλη, έτσι ακριβώς και το Σοβιέτ είναι η ανώτερη μορφή του ενιαίου μετώπου, μέσα στις συνθήκες όπου το προλεταριάτο μπαίνει στην εποχή της πάλης για την εξουσία.
Το Σοβιέτ από μόνο του δεν κατέχει καμιά θαυματουργή δύναμη. Είναι η ταξική εκπροσώπηση του προλεταριάτου, με όλα τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του. Αλλά είναι ακριβώς αυτό, και μόνο αυτό που κάνει το Σοβιέτ ικανό να παρέχει στους εργάτες των διαφόρων πολιτικών τάσεων μια οργανωτική ευκαιρία να ενώσουν τις προσπάθειές τους στην επαναστατική πάλη για την εξουσία. Στο σημερινό προεπαναστατικό περιβάλλον, είναι καθήκον των πιο προχωρημένων εργατών της Γερμανίας να κατανοήσουν πιο καθαρά τον ιστορικό ρόλο των Σοβιέτ σαν όργανα του ενιαίου μετώπου.
Αν, στη διάρκεια της προπαρασκευαστικής εποχής, το Κομμουνιστικό Κόμμα πετύχαινε, σπρώχνοντας όλα τα άλλα κόμματα έξω από τις γραμμές των εργατών, να ενώσει κάτω από τη σημαία του τη συντριπτική πλειοψηφία των εργατών, τότε δεν θα υπήρχε καμιά ανάγκη για Σοβιέτ. Αλλά η ιστορική πείρα μαρτυράει ότι δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος για να πιστεύουμε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί να πετύχει, έστω και σε μια μόνο χώρα – στις χώρες με τον παλιό καπιταλιστικό πολιτισμό ακόμα λιγότερο απ’ ότι στις καθυστερημένες χώρες – να κατακτήσει μια τέτοια αναμφισβήτητη και απόλυτα κυρίαρχη θέση μέσα στις γραμμές των εργατών πριν το προλεταριάτο κατακτήσει την εξουσία.
Σήμερα ακριβώς η Γερμανία μας δείχνει ότι το προλεταριάτο είναι αντιμέτωπο με το καθήκον της απευθείας και άμεσης πάλης για την εξουσία πολύ πριν ενωθεί ολοκληρωτικά κάτω από τη σημαία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η ίδια η επαναστατική κατάσταση – αν την προσεγγίσουμε στο πολιτικό επίπεδο – αναδύεται από το γεγονός ότι όλες οι ομάδες και όλα τα στρώματα του προλεταριάτου, η τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψηφία τους, κατέχονται από μια παρόρμηση να ενώσουν τις προσπάθειές τους για να αλλάξουν το υπάρχον καθεστώς. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο ότι όλοι καταλαβαίνουν με πιο τρόπο θα γίνει αυτό, και, ακόμη λιγότερο, ότι είναι όλοι έτοιμοι, απ’ αυτήν κιόλας τη στιγμή, να σπάσουν από τα κόμματά τους και να περάσουν στις γραμμές των κομμουνιστών. Η πολιτική συνείδηση της τάξης δεν ωριμάζει τόσο μεθοδικά και τόσο ομοιόμορφα. Βαθιές εσωτερικές διαφορές παραμένουν ακόμα και στην επαναστατική εποχή, όπου όλα τα προτσές αναπτύσσονται με άλματα και τραντάγματα. Αλλά, την ίδια στιγμή, η ανάγκη για μια οργάνωση πάνω από κόμματα, που θα αγκαλιάζει ολόκληρη την τάξη, γίνεται κατεπείγουσα ανάγκη. Η αποκρυστάλλωση και η μορφοποίηση αυτής της ανάγκης – να ποιος είναι ο ιστορικός προορισμός των Σοβιέτ. Αυτός είναι ο μεγάλος τους ρόλος. Μέσα στις συνθήκες μιας επαναστατικής κατάστασης, τα Σοβιέτ αναδύονται σαν η πιο υψηλή οργανωτική έκφραση της προλεταριακής ενότητας. Όποιος δεν το ‘χει καταλάβει αυτό, δεν έχει καταλάβει τίποτα σ’ ότι αφορά το πρόβλημα των Σοβιέτ. Οι Τέλμαν, οι Νόιμαν, οι Ρέμελε μπορούν να συνεχίζουν να γράφουν άρθρα και να βγάζουν λόγους χωρίς τέλος για το μέλλον της «Σοβιετικής Γερμανίας», αλλά με τη σημερινή τους πολιτική σαμποτάρουν τη δημιουργία των Σοβιέτ στη Γερμανία.
Μακριά από την πραγματική σφαίρα της δράσης, χωρίς να ‘χω τη δυνατότητα να συγκεντρώσω άμεσες εντυπώσεις από τις μάζες και χωρίς να κρατάω καθημερινά το σφυγμό της εργατικής τάξης, μου είναι πολύ δύσκολο να προβλέψω τις μεταβατικές μορφές που θα οδηγήσουν στη Γερμανία στη δημιουργία των Σοβιέτ. Από μια άλλη άποψη, έκανα την υπόθεση, ότι τα Σοβιέτ στη Γερμανία μπορεί να πάρουν τη μορφή των διευρυμένων εργοστασιακών επιτροπών: σ’ αυτό στηρίχτηκα κυρίως στην πείρα του 1923. Αλλά αυτός, φυσικά, δεν είναι ο μόνος δρόμος. Κάτω από την πίεση της ανεργίας και της εξαθλίωσης, από τη μια μεριά, και μπροστά στην έφοδο των φασιστών, από την άλλη, η ανάγκη της επαναστατικής ενότητας μπορεί να αναδυθεί ξαφνικά στην επιφάνεια, με τη μορφή των Σοβιέτ, ξεπερνώντας τις εργοστασιακές επιτροπές. Αλλά απ ‘ όποιον δρόμο και αν φθάσουμε στα Σοβιέτ, αυτά δεν θα είναι παρά η οργανωτική έκφραση των δυνατών και των αδύνατων πλευρών του προλεταριάτου, των εσωτερικών αντιφάσεων του και της γενικής έφεσης του να ξεπεράσει αυτές τις αντιφάσεις. Μ ε δύο λόγια, θα είναι τα όργανα του ενιαίου μετώπου.
Στη Γερμανία, η Σοσιαλδημοκρατία και το Κομμουνιστικό Κόμμα μοιράζονται μεταξύ τους την επιρροή πάνω στην εργατική τάξη. Η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία κάνει ότι μπορεί για να απομακρύνει από κοντά της τους εργάτες. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος κινητοποιεί όλες της τις δυνάμεις για να εμποδίσει την πλημμυρίδα των εργατών. Σαν αποτέλεσμα έχουμε το σχηματισμό ενός τρίτου κόμματος, και συγκριτικά μια αργή αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων προς όφελος των κομμουνιστών. Αλλά ακόμα και αν η πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν σωστή, η ανάγκη των εργατών για μια επαναστατική ενότητα της τάξης τους θα μεγάλωνε ασύγκριτα πιο γρήγορα από την υπεροχή του Κομμουνιστικού Κόμματος μέσα στην τάξη. Έτσι η ανάγκη για τη δημιουργία των Σοβιέτ θα διατηρούσε όλη της την σπουδή.
Η δημιουργία των Σοβιέτ προϋποθέτει τα διάφορα κόμματα και οι οργανώσεις μέσα στην εργατική τάξη, αρχίζοντας από το επίπεδο των εργοστασίων, να κάνουν μια συμφωνία που θα αφορά τόσο την ίδια την αναγκαιότητα των Σοβιέτ, όσο και το χρόνο και τις μέθοδες του σχηματισμού τους. Πράγμα που σημαίνει: μια και τα Σοβιέτ, αυτά καθαυτά, αντιπροσωπεύουν την πιο υψηλή μορφή του ενιαίου μετώπου στην επαναστατική εποχή, πρέπει να προηγηθεί της δημιουργίας τους, στη διάρκεια της προπαρασκευαστικής περιόδου, μια πολιτική ενιαίου μετώπου.
Είναι μήπως ανάγκη να υπενθυμίσουμε γι’ άλλη μια φορά ότι στην πορεία των έξι μηνών το 1917, τα Σοβιέτ στη Ρωσία είχαν μια συμφιλιωτική πλειοψηφία Σοσιαλεπαναστατών και Μενσεβίκων; Το Μπολσεβίκικο Κόμμα, χωρίς να απαρνηθεί ούτε για μια στιγμή την επαναστατική του ανεξαρτησία σαν Κόμμα, τηρούσε, μέσα στα πλαίσια της δραστηριότητας των Σοβιέτ, την πειθαρχία σε σχέση με την πλειοψηφία. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι στη Γερμανία, το Κομμουνιστικό Κόμμα, από την πρώτη κιόλας μέρα που θα σχηματιστεί το πρώτο Σοβιέτ, θα καταλάβει μέσα σ’ αυτό μια θέση πιο σημαντική από εκείνη που είχαν οι μπολσεβίκοι μέσα στα Σοβιέτ το Μάρτη του 1917. Ούτε αποκλείεται η πιθανότητα οι κομμουνιστές να κατακτήσουν πολύ γρήγορα την πλειοψηφία στα Σοβιέτ. Αυτό, με κανέναν τρόπο, δεν θα αποστερήσει από τα Σοβιέτ τη σημασία που έχουν σαν ο μηχανισμός του ενιαίου μετώπου, γιατί η μειοψηφία, --οι σοσιαλδημοκράτες, οι ακομμάτιστοι, οι καθολικοί εργάτες κτλ. – θα αριθμεί από την αρχή ακόμα εκατομμύρια, και κάθε προσπάθεια να πηδήξει κανείς πάνω από μια τέτοια μειοψηφία, είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να σπάσει το σβέρκο του μέσα στην πιο επαναστατική κατάσταση που μπορεί να πετύχει. Αλλά όλα αυτά είναι η μουσική του μέλλοντος. Σήμερα, το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι μειοψηφία. Και αυτό πρέπει να χρησιμεύσει σαν αφετηρία του.
Αυτό που είπαμε πιο πάνω δεν σημαίνει, βέβαια ότι ο μόνος δρόμος για τη δημιουργία των Σοβιέτ βρίσκεται σε μια προκαταρκτική συμφωνία με τους Βελς, Χίλφερντιγκ, Μπράιτσαϊντ κτλ.[…] Πρέπει να αρχίσουμε να δημιουργούμε Σοβιέτ σε μια στιγμή όπου η γενική κατάσταση του προλεταριάτου επιτρέπει τη συγκρότησή τους, ακόμα και ενάντια στη θέληση των ηγετών της Σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά για να γίνει αυτό, είναι αναγκαίο να αποσπάσουμε τις σοσιαλδημοκρατικές μάζες από την ηγετική κλίκα, και ο δρόμος για να γίνει αυτό δεν είναι με το να ισχυριζόμαστε ότι έχει κιόλας γίνει. Για να χωρίσουμε τα εκατομμύρια των σοσιαλδημοκρατών εργατών από τους αντιδραστικούς ηγέτες τους, πρέπει να αρχίσουμε να δείχνουμε σ’ αυτούς τους εργάτες πως είμαστε έτοιμοι να μπούμε στα Σοβιέτ ακόμα και με αυτούς τους «ηγέτες».
Δεν πρέπει, ωστόσο, να αποκλείει κανείς εντελώς και εκ των προτέρων την πιθανότητα το ανώτερο στρώμα της Σοσιαλδημοκρατίας να αναγκαστεί γι’ άλλη μια φορά να αποτολμήσει να μπει στην πυρακτωμένη ατμόσφαιρα των Σοβιέτ για να προσπαθήσει να επαναλάβει τη μανούβρα των Έμπερτ, Σάιντεμαν, Χάαζε κτλ., στα 1918 -19: εδώ τα πάντα θα εξαρτηθούν όχι τόσο από την κακοπιστία αυτών των κυρίων όσο από το βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο η ιστορία θα τους αρπάξει στα σαγόνια της.
Η συγκρότηση του πρώτου σημαντικού τοπικού Σοβιέτ στο οποίο οι κομμουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες θα αντιπροσωπευτούν όχι σαν άτομα, αλλά σαν οργανώσεις, θα έχει μια τεράστια επίδραση σ’ ολόκληρη τη γερμανική εργατική τάξη. Όχι μονάχα οι σοσιαλδημοκράτες και οι ακομμάτιστοι εργάτες, αλλά και οι καθολικοί και οι φιλελεύθεροι εργάτες δεν θα μπορέσουν να αντισταθούν στην έλξη της κεντρομόλους αυτής δύναμης. Όλα τα τμήματα του γερμανικού προλεταριάτου, που είναι τόσο συνηθισμένα και ικανά για οργάνωση, θα τραβηχτούν προς τα Σοβιέτ όπως τα ρινίσματα του σιδήρου στον πόλο ενός μαγνήτη. Μέσα στα Σοβιέτ το Κομμουνιστικό Κόμμα θα βρει έναν νέο και εξαιρετικά ευνοϊκό στίβο στην πάλη του για τον ηγετικό ρόλο στην προλεταριακή επανάσταση. Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία μπορεί κανείς να βεβαιώσει ότι ακόμα και σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών εργατών, και ακόμα ένα σοβαρό τμήμα του σοσιαλδημοκρατικού μηχανισμού, θα ήταν μέσα στα σοβιέτ, αν η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν είχε βοηθήσει με τόσο ζήλο τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες να παραλύσουν την πίεση των μαζών.
Αν το Κομμουνιστικό Κόμμα θεωρεί απαράδεκτη κάθε συμφωνία πάνω σ’ ένα πρόγραμμα συγκεκριμένων πρακτικών καθηκόντων με τις σοσιαλδημοκρατικές, τις συνδικαλιστικές και τις άλλες οργανώσεις αυτό δεν σημαίνει παρά ότι θεωρεί απαράδεκτη τη δημιουργία Σοβιέτ μαζί με τη Σοσιαλδημοκρατία. Και καθώς δεν μπορούν να υπάρξουν καθαρά κομμουνιστικά Σοβιέτ γιατί, πραγματικά, σ’ αυτήν περίπτωση δεν θα χρησίμευαν σε τίποτα, η άρνηση του Κομμουνιστικού Κόμματος να κάνει συμφωνίες και να αναλάβει κοινές δράστηριότητες με τα άλλα κόμματα μέσα στην εργατική τάξη δεν σημαίνει τίποτε λιγότερο από την άρνηση του να δημιουργήσει Σοβιέτ.
Για να φωτίσουμε το ζήτημα των Σοβιέτ σαν όργανα του ενιαίου μετώπου, θα είναι εξαιρετικά διδακτικό να παραθέσουμε τις απόψεις που διατυπώνει πάνω σ’ αυτό το θέμα μια επαρχιακή κομμουνιστική εφημερίδα, η «Κλάσενκαμπφ» («Ταξική πάλη») της περιοχής Χάλε- Μερσενμπουργκ. «Όλες οι εργατικές οργανώσεις – λέει με ειρωνεία η εφημερίδα -- την τωρινή μορφή τους, με όλα τους τα λάθη και όλες τους τις αδυναμίες, πρέπει να συνενωθούν σε μεγάλες ενώσεις αντιφασιστικής άμυνας. Τι σημαίνει αυτό; Μπορούμε να αποφύγουμε τις εκτεταμένες θεωρητικές αναλύσεις, η ίδια η ιστορία αποδείχτηκε, σε αυτό το ζήτημα, η σκληρή δασκάλα της γερμανικής εργατικής τάξης: το άμορφο συνονθύλευμα του ενιαίου μετώπου όλων των εργατικών οργανώσεων πληρώθηκε από τη γερμανική εργατική τάξη με το τίμημα της ήττας της επανάστασης στα 1918 -19». Να, μα την αλήθεια, ένα θαυμάσιο δείγμα επιπόλαιας φλυαρίας!
Το ενιαίο μέτωπο στα 1918-19 πραγματοποιήθηκε κυρίως διαμέσου των Σοβιέτ. Οι Σπαρτακιστές θα ‘πρεπε ή δεν θα ‘πρεπε να μπουν στα Σοβιέτ; Σύμφωνα με το ακριβές πνεύμα του αποσπάσματος που παραθέσαμε πιο πάνω, θα ‘πρεπε να παραμείνουν έξω από τα Σοβιέτ. Και καθώς οι Σπαρτακιστές αντιπροσώπευαν μια μικρή μόνο μειοψηφία της εργατικής τάξης, και δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να υποκαταστήσουν τα σοσιαλδημοκρατικά Σοβιέτ με τα δικά τους Σοβιέτ, η απομόνωση από τα Σοβιέτ θα σήμαινε απλούστατα την απομόνωση τους από την επανάσταση. Αν το ενιαίο μέτωπο ήταν «άμορφο και ένα συνονθύλευμα», το λάθος δεν ήταν στα Σοβιέτ σαν όργανα του ενιαίου μετώπου, αλλά στην πολιτική κατάσταση της ίδιας της εργατικής τάξης: στην αδυναμία του Σπάρτακου και στη δύναμη της Σοσιαλδημοκρατίας. Το ενιαίο μέτωπο, γενικά, δεν μπορεί να υποκαταστήσει ένα ισχυρό επαναστατικό κόμμα, μπορεί μόνο να το βοηθήσει να δυναμώσει. Αυτό ισχύει πέρα για πέρα για τα Σοβιέτ. Η αδύνατη Ένωση του Σπάρτακου, ο φόβος της μην αφήσει να περάσει μια εξαιρετική ευκαιρία, την έσπρωξε σε μια υπεραριστερή πορεία και σε πρόωρες ενέργειες. Αν οι Σπαρτακιστές τοποθετούνταν έξω από το ενιαί0ο μέτωπο, δηλαδή έξω από τα Σοβιέτ, τα αρνητικά αυτά χαρακτηριστικά θα εκδηλώνονταν αναμφίβολα με ακόμα πιο οξύ τρόπο.
Είναι δυνατόν οι άνθρωποι αυτοί να μην έχουν μάθει απολύτως τίποτα από την εμπειρία της Γερμανικής Επανάστασης του 1918-19; Διάβασαν τουλάχιστον την Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού; Είναι φοβερό, το σταλινικό καθεστώς πραγματικά κατέστρεψε τα κεφάλια αυτών των ανθρώπων! Αφού γραφειοκρατικοποίησαν τα Σοβιέτ στην ΕΣΣΔ, οι επίγονοι τα χρησιμοποιούν τώρα σαν τεχνικά όργανα —όπλα στα χέρια του κομματικού μηχανισμού. Ξέχασαν ότι τα Σοβιέτ ιδρύθηκαν σαν εργατικά κοινοβούλια και ότι τραβούσαν τις μάζες γιατί πρόσφεραν τη δυνατότητα να ενώσουν όλα μαζί τα τμήματα του προλεταριάτου ανεξάρτητα από κομματικές διαφορές. Ξέχασαν ότι σε αυτό ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη εκπαιδευτική και επαναστατική δύναμη των Σοβιέτ. Όλα ξεχάστηκαν, όλα μπερδεύτηκαν, όλα παραμορφώθηκαν. Ω, καταραμένη εποχή των επιγόνων!
Το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στο Κόμμα και τα Σοβιέτ έχει αποφασιστική σημασία για την επαναστατική πολιτική. […]
[…] Κανείς δεν θα αρνηθεί ότι οι εργάτες θα εκλέξουν «οι ίδιοι» τα Σοβιέτ. Το όλο ζήτημα, όμως, είναι ποιους θα εκλέξουν. Πρέπει να μπούμε στα Σοβιέτ μαζί με όλες τις άλλες οργανώσεις, όποιες και αν είναι, «με όλα τους τα λάθη και με όλες τους τις αδυναμίες». Αλλά να ομολογούμε ότι τα Σοβιέτ «από μόνα τους» είναι ικανά να ηγηθούν στην πάλη του προλεταριάτου για εξουσία είναι σαν να σπέρνουμε τον πιο χυδαίο φετιχισμό για τα Σοβιέτ. Όλα εξαρτώνται από το κόμμα που ηγείται στα Σοβιέτ. [...], οι Μπολσεβίκοι – Λενινιστές δεν αρνούνται καθόλου στο Κομμουνιστικό Κόμμα το δικαίωμα να ηγηθεί στα Σοβιέτ. Αντίθετα λένε: «Μόνο στη βάση του ενιαίου μετώπου, μόνο μέσα από τις μαζικές οργανώσεις , μπορεί το Κομμουνιστικό Κόμμα να κατακτήσει την ηγετική θέση μέσα στα μελλοντικά Σοβιέτ και να οδηγήσει το προλεταριάτο στην κατάκτηση της εξουσίας».
Γαλλία 1934 -1936
Εισαγωγή επιμελητή
Θεωρώ σκόπιμο σαν εισαγωγή να παραθέσουμε τις θεωρίες για το ενιαίο μέτωπο της ηγεσίας του ΓΚΚ, μέχρι και τις παραμονές της υπογραφής της συμφωνίας για ενιαίο μέτωπο με το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Και στη συνέχειανα δούμε τις θέσεις του Τρότσκι για τις δυνατότητες και τα βασικά διδάγματα.
Στις 6 του Φλεβάρη του 1934 η φασίζουσα ακροδεξιά επιχείρησε να ανατρέψει τη κυβέρνηση του αστοφιλελεύθερου Εντουαρντ Ντελαντιέ. Παρόλο που το πραξικόπημα απέτυχε, τελικά κατάφερε να ρίξει την κυβέρνηση του Ριζοσπαστικού Κόμματος και με τις ευλογίες της ακροδεξιάς σχηματίστηκε κυβέρνηση με επικεφαλής το δεξιό Ντουμέρζ με την υποστήριξη και των ριζοσπαστών του Ντελαντιέ.
Οι γάλλοι εργάτες θεώρησαν τις εξελίξεις αυτές θανάσιμη απειλή για τις ελευθερίες και τα συμφέροντα τους. Στη διπλανή Γερμανία ο φασισμός είχε πλέον δείξει το αποκρουστικό πρόσωπο του. Η ανάγκη της ενότητας και του αγώνα για να αντιμετωπίσουν την θανάσιμη απειλή γεννήθηκε δυνατά στις γραμμές τους. Οι ηγέτες του ΓΚΚ και του Σοσιαλιστικού αναγκάστηκαν να ξεπεράσουν τις συγκρούσεις τους και στις 27 του Ιούλη υπόγραψαν ένα κοινό σύμφωνο – βάση για τη συγκρότηση του ενιαίου μετώπου. Και μετά δυο μέρες είχαμε επίσημα πλέον κοινή διαδήλωση των δύο κομμάτων για να τιμήσουν την επέτειο του Ζαν Ζωρές.
Στο πρόλογο της γαλλικής έκδοσης του 1936 «Που βαδίζει η Γαλλία (1934 – 1936)»9, ο Τρότσκι γράφει: «Το απρόοπτο για αυτούς [κομουνιστές- σοσιαλιστές σ.επ.] πλήγμα της 6ης του Φλεβάρη 1934 τους ανάγκασε, σε αντίθεση με τα συνθήματα και τις θεωρίες που ως εκείνη τη στιγμή υποστήριζαν, να ζητήσουν τη σωτηρία τους στη μεταξύ τους συμμαχία».
Από το έργο του Τ. Κλίφ, Τρότσκι (4ος τόμος), παραθέτουμε στοιχεία για την αντίληψη της ηγεσίας του ΓΚΚ: «Μέχρι τότε, [το αποτυχημένο ακροδεξιό πραξικόπημα σ.επ.] και για κάμποσο καιρό μετά, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF) συνέχιζε τη σεκταριστική του στάση απέναντι στο Σοσιαλιστικό Κόμμα (SFIO). Ο Μορίς Τορέζ, γενικός γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του κόμματος, είχε εξηγήσει τα βασικά σημεία αυτής της τακτικής σε μια συνεδρίαση του οργάνου το Φλεβάρη του 1933:
‘‘Η δική μας ενιαιομετωπική τακτική προϋποθέτει: α) δράση β) προλεταριακή δημοκρατία στη πάλη γ) την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος δ) επίθεση στη σοσιαλδημοκρατία (κλπ). Αυτό σημαίνει: κανένα μοίρασμα της ηγεσίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Εν συντομία η τακτική μας λέει: καμιά συμφωνία από τα πάνω’’.
Η απόφαση της ολομέλειας της κεντρικής επιτροπής το Γενάρη του 1934 επαναλάμβανε αυτό το σημείο:
‘‘Η κεντρική επιτροπή απορρίπτει αποφασιστικά κάθε τάση που προτείνει, σε αυτό το σημείο, ενιαίο μέτωπο με την ηγεσία του SFIO’’.
Στις 24 Γενάρη ο Μορίς Τορέζ είπε στη κεντρική επιτροπή του PCF: ‘‘Δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να επιδιώξουμε μια συμφωνία με την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος το οποίο αντιμετωπίζουμε… ως εχθρό… Θέλουμε να οργανώσουμε την κοινή πάλη με τους σοσιαλιστές εργάτες παρά και ενάντια στη σοσιαλιστική ηγεσία’’»10
Τελικά: «Το PCF συνέχιζε στη γραμμή του ‘‘σοσιαλφασισμού’’ και του ‘‘ενιαίου μετώπου από τα κάτω’’, ακόμα και μετά την απεργία και τις διαδηλώσεις της 12ης Φλεβάρη. Για παράδειγμα, το κύριο άρθρο της L’ Humanite στις 19 Απρίλη, που το είχε γράψει ο Μορίς Τορέζ, είχε για τίτλο Ενάντια στο Μπλόκ με το Σοσιαλφασισμό.
Παρόλα αυτά, το PCF δεν μπορούσε να επιμείνει σε αυτή τη στάση. Όπως επισημαίνουν οι Ζακ Ντανό και Μαρσέλ Ζιμπελέν, ιστορικοί των μεγάλων απεργιών του Ιούνη το 1936 στη Γαλλία: ‘‘Η πίεση από την εργατική τάξη θα αποδεικνυόταν ακατανίκητη. Θα παραμέριζε κάθε δισταγμό, και θα ανάγκαζε τις δύο ηγεσίες να αποδεχτούν την ενότητα στη δράση…’’»11

Το Ενιαίο Μέτωπο
και ο αγώνας για την εξουσία
[Λ. Τρότσκι, «Πού βαδίζει η Γαλλία;», στο: Λέον Τρότσκι, Πού βαδίζει η Γαλλία;, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1977, σελ. 49 κ.ε.]
Το έχουμε κιόλας πει: Το ενιαίο μέτωπο του Σοσιαλιστικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος κλείνει μέσα του λαμπρές δυνατότητες. Φτάνει μόνο να το θέλει στα σοβαρά, και μπορεί αύριο να γίνει ο κύριος της Γαλλίας. Πρέπει όμως να το θέλει.
Το ότι ο Ζουώ12 και, γενικά, η γραφειοκρατία της Γενικής Συνομοσπονδίας της Εργασίας παραμένουν έξω από το ενιαίο μέτωπο, διατηρώντας την «ανεξαρτησία» τους, φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση μ’ αυτά που προτείνουμε. Μόνο όμως στην πρώτη ματιά παρουσιάζεται έτσι το πράγμα. Σε εποχή μεγάλων καθηκόντων και μεγάλων κινδύνων, που σηκώνουν στο πόδι τις μάζες, τα διαφράγματα ανάμεσα σε πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις του προλεταριάτου παύουν να υπάρχουν. Οι εργάτες θέλουν να μάθουν πως θα σωθούν από την ανεργία και το φασισμό, πως θα αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους από το κεφάλαιο, και δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την «ανεξαρτησία» του Ζουώ απέναντι στην προλεταριακή πολιτική (από την αστική πολιτική είναι – αλλοίμονο! – πολύ εξαρτημένος). Αν η προλεταριακή πρωτοπορία, στο πρόσωπο του ενιαίου μετώπου, χαράξει σωστά το δρόμο του αγώνα, όλοι οι φραγμοί που βάζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία θα ανατραπούν από τον ζωντανό χείμαρρο του προλεταριάτου. Το κλειδί της κατάστασης βρίσκεται τώρα στο ενιαίο μέτωπο. Αν δεν το χρησιμοποιήσει αυτό το κλειδί, θα παίξει τον αξιοθρήνητο ρόλο που θα έπαιζε αναπόφευκτα το ενιαίο μέτωπο των μενσεβίκων και των «σοσιαλεπαναστατών» το 1917 στη Ρωσία, αν… αν οι μπολσεβίκοι δεν τους είχαν εμποδίσει να τον παίξουν.
Δεν μιλάμε ξεχωριστά για το καθένα από τα δύο κόμματα, το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό, γιατί και τα δύο τους παραιτήθηκαν από την ανεξαρτησία τους για χάρη του ενιαίου μετώπου. Από τότε που τα δύο εργατικά κόμματα, που στο παρελθόν συναγωνίζονταν έντονα μεταξύ τους, έπαψαν να κάνουν κριτική το ένα στο άλλο και να κατακτάει το ένα τους οπαδούς του άλλου, έπαψαν εξαιτίας της τέτοιας τους στάσης να υπάρχουν σαν ξεχωριστά κόμματα. Με το να επικαλούμαστε τις «διαφορές αρχών» που παραμένουν, η υπόθεση δεν αλλάζει καθόλου. Από τη στιγμή που οι διαφορές αρχών δεν εκδηλώνονται ανοιχτά και ενεργά, σε μια στιγμή τόσο γεμάτη ευθύνες όπως η σημερινή, παύουν ακριβώς γι’ αυτό το λόγο να υπάρχουν πολιτικά, μοιάζουν με τους θησαυρούς που κοιμούνται στα βάθη του ωκεανού. Η σύμπραξη θα καταλήξει ή όχι σε συγχώνευση; Δεν θέλουμε να κάνουμε καμιά πρόβλεψη. Αλλά για τη σημερινή περίοδο, που έχει αποφασιστική σημασία για τις τύχες της Γαλλίας, το ενιαίο μέτωπο ενεργεί σαν κόμμα ανολοκλήρωτο, συγκροτημένο σε ομοσπονδιακή βάση.
Τι θέλει το ενιαίο μέτωπο; Ως τώρα δεν το είπε στις μάζες. Την πάλη εναντίον του φασισμού; Ως τώρα όμως το ενιαίο μέτωπο δεν εξήγησε καν πως σκέφτεται να αγωνιστεί εναντίον του φασισμού. Εξάλλου ο αμυντικός συνασπισμός εναντίον του φασισμού δεν μπορεί να είναι αρκετός παρά μόνο αν, για όλα τα υπόλοιπα, τα δύο κόμματα κρατούσαν τέλεια ανεξαρτησία. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Έχουμε ένα ενιαίο μέτωπο που σχεδόν αγκαλιάζει όλη τη δημόσια δράση των δύο κομμάτων και αποκλείει την αμοιβαία πάλη τους να καταχτήσουν την πλειοψηφία του προλεταριάτου. Απ’ αυτή τη κατάσταση πρέπει να βγάλουμε όλα τα αναγκαία συμπεράσματα. Το πρώτο και το πιο σημαντικό είναι: ο αγώνας για την εξουσία. Ο σκοπός του ενιαίου μετώπου δεν μπορεί παρά να είναι μια κυβέρνηση ενιαίου μετώπου, δηλαδή μια κυβέρνηση σοσιαλιστών – κομμουνιστών, ένα υπουργείο Μπλούμ – Κάσεν. Πρέπει να το πούμε ανοιχτά. Αν το ενιαίο μέτωπο παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά – και μόνο έτσι θα το πάρουν στα σοβαρά και οι λαϊκές μάζες – δεν μπορεί να αποφύγει το σύνθημα της κατάληψης της εξουσίας. Με ποια μέσα; Με όλα τα μέσα που οδηγούν στο σκοπό. Το ενιαίο μέτωπο δεν αρνείται τον κοινοβουλευτικό αγώνα. Χρησιμοποιεί όμως το κοινοβούλιο πρώτα απ’ όλα για να ξεσκεπάσει την αδυναμία του κοινοβουλίου και να εξηγήσει στο λαό ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει εξωκοινοβουλευτική βάση και ότι δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο από ένα ισχυρό κίνημα μαζών. Αγώνας για την εξουσία σημαίνει χρησιμοποίηση όλων των δυνατοτήτων που ανοίγει το μισοκοινοβουλευτικό βοναπαρτιστικό καθεστώς για την ίδια την ανατροπή του με μια επαναστατική επίθεση των μαζών, και την αντικατάσταση του αστικού Κράτους από ένα Κράτος εργατικό.
Οι τελευταίες δημοτικές εκλογές έδωσαν αύξηση των σοσιαλιστικών ψήφων και ιδιαίτερα των κομμουνιστικών. Μόνο του αυτό το αποτέλεσμα δεν προσφέρει τίποτα. Το γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, τις παραμονές της κατάρρευσης του, παρουσίασε μια ασύγκριτα πιο ορμητική πλημμύρα ψήφων. Νέα πλατιά καταπιεζόμενα στρώματα τράβηξαν προς τα αριστερά κάτω από την πίεση της κατάστασης, ανεξάρτητα μάλιστα από την πολιτική των κομμάτων των άκρων. Τα γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα κέρδισε περισσότερους ψήφους, γιατί από παράδοση, παρόλη τη συντηρητική σημερινή πολιτική του, παραμένει η «άκρα αριστερά». Οι μάζες εκδήλωσαν έτσι τη τάση τους να δώσουν μια ώθηση προς τα αριστερά στα εργατικά κόμματα, γιατί οι μάζες είναι ασύγκριτα πιο αριστερά από τα κόμματά τους. Απόδειξη γι αυτό αποτελεί επίσης το επαναστατικό πνεύμα που κυριαρχεί στη Σοσιαλιστική Νεολαία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η νεολαία είναι το ευαίσθητο βαρόμετρο όλης της τάξης και της πρωτοπορίας της! Αν το ενιαίο μέτωπο δεν βγει από την παθητικότητα ή κάτι που είναι ακόμη χειρότερο, αν αρχίσει κανένα άθλιο ρομάντζο με τους ριζοσπάστες, τότε στα «αριστερά» του ενιαίου μετώπου θα αρχίσουν να δυναμώνουν οι αναρχικοί, οι αναρχοσυνδικαλιστές και οι άλλοι όμοιοι σχηματισμοί της πολιτικής αποσύνθεσης. Σύγχρονα θα ενισχυθεί η αδιαφορία, πρόδρομος της καταστροφής. Αντίθετα, αν το ενιαίο μέτωπο, ασφαλίζοντας τα νώτα του και τα πλευρά του από τις φασιστικές συμμορίες προχωρήσει σε μια γερή πολιτική επίθεση με σύνθημα την κατάληψη της εξουσίας, η ενέργεια του αυτή θα έχει τόσο μεγάλη απήχηση που θα ξεπεράσει και τις πιο αισιόδοξες προσδοκίες. Αυτό μόνο οι κούφιοι φλύαροι δεν θα μπορέσουν να το καταλάβουν. Γι’ αυτούς τα μεγάλα κινήματα των μαζών είναι και θα παραμείνουν πάντοτε βιβλίο εφτασφράγιστο.
Όχι πρόγραμμα παθητικότητας,
αλλά πρόγραμμα επανάστασης
[….]. Η καμπάνια του ενιαίου μετώπου πρέπει να στηρίζεται σ’ ένα καλά επεξεργασμένο μεταβατικό πρόγραμμα, δηλαδή σ’ ένα σύστημα μέτρων, που – με μια εργατοαγροτική κυβέρνηση- θα εξασφαλίζουν το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Χρειάζεται λοιπόν ένα πρόγραμμα όχι για να καθησυχάσουμε τη συνείδησή μας, αλλά για να κάνουμε επαναστατική δράση. Τι αξίζει το πρόγραμμα αν μείνει νεκρό γράμμα; Το Βέλγικο Εργατικό Κόμμα υιοθέτησε, πχ, το πομπώδες σχέδιο Ντε Μάν, με όλες τις «εθνικοποιήσεις». Τι σημασία όμως μπορεί να έχει αυτό το σχέδιο όταν κανείς δεν θέλει να κουνήσει ούτε το μικρό του δακτυλάκι για να το πραγματοποιήσει; Τα προγράμματα του φασισμού είναι φανταστικά, ψεύτικα και δημαγωγικά. Ο σοσιαλισμός μπορεί να παρουσιάσει το πιο σοφό πρόγραμμα αλλά η αξία του θα είναι ίση με το μηδέν αν η πρωτοπορία του προλεταριάτου δεν αναλάβει ένα αγώνα για να πάρει τη κρατική εξουσία. Η κοινωνική κρίση στην πολιτική της έκφραση είναι κρίση εξουσίας. Ο παλιός κύρος της εξουσίας έχει χρεοκοπήσει. Χρειάζεται τώρα ένας καινούργιος. Αν το επαναστατικό προλεταριάτο δεν πάρει την εξουσία, θα την πάρει αναπόφευκτα ο φασισμός!
Ένα πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων για τις «μεσαίες τάξεις» μπορεί, φυσικά να αποκτήσει μεγάλη σημασία, αν ανταποκρίνεται, από τη μια μεριά, στις πραγματικές ανάγκες των μεσαίων τάξεων και από την άλλη, στις απαιτήσεις της εξέλιξης προς το σοσιαλισμό. Πρέπει, ωστόσο, να πούμε ακόμα μια φορά: το κέντρο βάρους δεν βρίσκεται σήμερα σ’ ένα ειδικό πρόγραμμα. Οι «μεσαίες τάξεις» έχουνε δει πολλά προγράμματα. Αυτό που τους χρειάζεται είναι να έχουν εμπιστοσύνη ότι το πρόγραμμα θα πραγματοποιηθεί. Από τη στιγμή που ο αγρότης θα πει: «Τούτη τη φορά φαίνεται πραγματικά ότι το εργατικό κόμμα δεν θα υποχωρήσει», η υπόθεση του σοσιαλισμού έχει εξασφαλίσει τη νίκη. Αλλά, γι’ αυτό πρέπει να δείξουμε πραγματικά ότι είμαστε αδίστακτοι έτοιμοι να τσακίσουμε όλα τα εμπόδια που θα βρεθούν στο δρόμο μας.
Δεν είναι ανάγκη να επινοήσουμε μέσα πάλης, μας τα έχει δώσει όλη η ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος: Μια συγκεντρωμένη καμπάνια του εργατικού τύπου που να χτυπάει το ίδιο καρφί, λόγοι πραγματικά σοσιαλιστικοί από το κοινοβουλευτικό βήμα που τους βγάζουν όχι ήμεροι αντιπρόσωποι, αλλά ηγέτες του λαού, συγκεντρώσεις απανωτές όπου οι μάζες πηγαίνουν όχι απλώς για να ακούσουν τους ρήτορες, αλλά για να πάρουν τα συνθήματα και τις οδηγίες δράσης για τη συγκεκριμένη στιγμή συγκρότηση και ενίσχυση της εργατικής πολιτοφυλακής, διαδηλώσεις καλά οργανωμένες που θα σαρώνουν από το δρόμο τις αντιδραστικές συμμορίες, απεργίες διαμαρτυρίας, ανοιχτή καμπάνια για την ενοποίηση και επέκταση των γραμμών των συνδικάτων με έμβλημα την αποφασιστική πάλη των τάξεων, επίμονες και καλά υπολογισμένες ενέργειες για την κατάκτηση του στρατού στην υπόθεση του λαού, γενική απεργία των εργαζομένων στην πόλη και την ύπαιθρο, γενική επίθεση εναντίον της βοναπαρτιστικής κυβέρνησης για την εξουσία των εργατών και των αγροτών.
Για να προετοιμάσουμε τη νίκη, υπάρχει ακόμα καιρός. Ο φασισμός δεν έχει γίνει ακόμα κίνημα μαζών. Η αναπόφευκτη αποσύνθεση του ριζοσπαστισμού, ωστόσο, θα περιορίσει τη βάση του βοναπαρτισμού, θα αναπτύξει τα στρατόπεδα των άκρων και την προσέγγιση της λύσης. Δεν πρόκειται για χρόνια, αλλά για μήνες. Η προθεσμία αυτή βέβαια δεν είναι γραμμένη πουθενά. Εξαρτάται από την πάλη των ζωντανών δυνάμεων και πρώτα απ’ όλα από την πολιτική του προλεταριάτου και του Ενιαίου Μετώπου του. Οι σκεπτικιστές που πιστεύουν πως όλα είναι χαμένα πρέπει να διωχτούν αλύπητα από τις εργατικές γραμμές. Κάθε τολμηρή λέξη, κάθε σύνθημα πραγματικά επαναστατικό βρίσκει ζωηρή απήχηση. Οι πλατιές μάζες θέλουν να αγωνιστούν.
Ο μόνος προοδευτικός παράγοντας της ιστορίας είναι σήμερα όχι το πνεύμα των κοινοβουλευτικών και των δημοσιογραφικών συνδυασμών, αλλά το δίκαιο και το δημιουργικό μίσος των καταπιεζομένων ενάντια στους καταπιεστές τους.
Πρέπει λοιπόν να στραφούμε προς τις μάζες, προς τα πιο βαθειά στρωματά τους. Πρέπει να απευθυν θούμε στο πάθος τους και στο λογικό τους. Πρέπει να απορρίψουμε αυτή την ψεύτικη «φρονιμάδα» που είναι το ψευδώνυμο της δειλίας και που στις μεγάλες καμπές της ιστορίας ισοδυναμεί με προδοσία. Το Ενιαίο Μέτωπο πρέπει να πάρει για έμβλημα του τα λόγια του Νταντόν : «Τόλμη, πάντοτε τόλμη, ακόμα περισσότερη τόλμη».
Να καταλάβουμε καλά την κατάσταση και να βγάλουμε όλα τα πραχτικά συμπεράσματα – τολμηρά χωρίς φόβο, ως το τέλος – σημαίνει να εξασφαλίσουμε τη νίκη του σοσιαλισμού.
9 Νοέμβρη 1934
Οι άμεσες διεκδικήσεις και ο αγώνας για την εξουσία
[Λ. Τρότσκι, «Ακόμα μια φορά πού βαδίζει η Γαλλία;», στο Λέον Τρότσκι, Πού βαδίζει η Γαλλία, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σσ. 69 - 71]
Η αδράνεια του Ενιαίου Μετώπου
Η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος αποκρούει τον αγώνα για την εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής σαν διεκδίκηση ασυμβίβαστη με το αστικό Κράτος. Αποκρούει όμως επίσης και τον αγώνα για την εξουσία που αποβλέπει στη δημιουργία του εργατικού Κράτους. Σ’ αυτά τα καθήκοντα αντιτάσσει ένα πρόγραμμα «άμεσων διεκδικήσεων».
Το ενιαίο μέτωπο σήμερα στερείται από οποιοδήποτε πρόγραμμα. Σύγχρονα η ίδια η πείρα του Κομμουνιστικού Κόμματος στον τομέα της πάλης για τις «άμεσες διεκδικήσεις» έχει χαρακτήρα εξαιρετικά αξιοθρήνητο. Όλοι οι λόγοι, τα άρθρα και οι αποφάσεις για την ανάγκη να δοθεί μια άμεση απάντηση στο κεφάλαιο με απεργία, δεν κατέληξαν ως τα σήμερα σε τίποτα, ή σχεδόν σε τίποτα. Παρά την ολοένα και περισσότερο τεταμένη κατάσταση που υπάρχει στη χώρα, μέσα στην εργατική τάξη κυριαρχεί επικίνδυνη αδράνεια.
Η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος κατηγορεί γι’ αυτή την αδράνεια όλο τον κόσμο, εξόν από τον εαυτό της. Δεν έχουμε την πρόθεση να δικαιολογήσουμε κανένα. Οι απόψεις μας είναι σ’ όλους γνωστές. Πιστεύουμε όμως, ότι το κύριο εμπόδιο στην ανάπτυξη της επαναστατικής πάλης είναι σήμερα το μονόπλευρο πρόγραμμα, που έρχεται σε αντίθεση με όλη την κατάσταση, αυτό το σχεδόν μανιακό πρόγραμμα των «άμεσων διεκδικήσεων». Θέλουμε εδώ να ξεκαθαρίσουμε τις απόψεις και τα επιχειρήματα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος με όλη την απαιτούμενη ευρύτητα. Όχι γιατί τα επιχειρήματα είναι σοβαρά και έχουν βάθος: αντίθετα, είναι άθλια. Πρόκειται όμως για ένα ζήτημα από το οποίο εξαρτάται η τύχη του γαλλικού προλεταριάτου.
Η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.
για τις «άμεσες διεκδικήσεις»
Το πιο έγκυρο ντοκουμέντο στο ζήτημα των ‘άμεσων διεκδικήσεων» είναι η προγραμματική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ. (Βλέπε την «Ουμανιτέ» της 24ης Φλεβάρη). Θα σταματήσουμε σ’ αυτό το στοιχείο.
Η διατύπωση των άμεσων διεκδικήσεων έχει γίνει πολύ γενικά: υπεράσπιση των μισθών, βελτίωση των κοινωνικών ασφαλίσεων, συλλογικές συμβάσεις, «όχι ακριβή ζωή» κτλ. Δεν λένε ούτε μια λέξη για το χαρακτήρα που μπορεί και πρέπει να πάρει μέσα στις συνθήκες της σημερινής κοινωνικής κρίσης ο αγώνας γι αυτές τις διεκδικήσεις. Ωστόσο ο κάθε εργάτης καταλαβαίνει ότι με δύο εκατομμύρια ανέργους σε πλήρη ή μερική ανεργία, ο συνηθισμένος αγώνας για συλλογικές συμβάσεις αποτελεί ουτοπία. Για να εξαναγκάσεις στις σημερινές συνθήκες τους καπιταλιστές να κάνουν σοβαρές παραχωρήσεις, πρέπει να τσακίσεις τη θέλησή τους, κι αυτό δεν μπορείς να το πετύχεις παρά μόνο με μια επαναστατική επίθεση. Μια όμως επαναστατική επίθεση, που φέρνει τη μία τάξη αντιμέτωπη στην άλλη, δεν μπορεί να αναπτυχθεί μόνο κάτω από συνθήματα οικονομικής φύσης μερικού χαρακτήρα. Πέφτουμε σ’ ένα φαύλο κύκλο. Εδώ βρίσκεται η κύρια αιτία της στασιμότητας και της αδράνειας του ενιαίου μετώπου.
Η γενική μαρξιστική θέση: οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι παρά τα υποπροϊόντα της επαναστατικής πάλης, παίρνει στην εποχή της καπιταλιστικής παρακμής την πιο άμεση και πιο φλέγουσα σημασία. Οι καπιταλιστές δεν μπορούν να παραχωρήσουν στους εργάτες κάτι τι παρά μόνο όταν απειλούνται από τον κίνδυνο να χάσουν τα πάντα.
Αλλά ακόμα και οι μεγαλύτερες «παραχωρήσεις», που είναι σε θέση να κάνει ο σύγχρονος καπιταλισμός, που έχει πέσει σε αδιέξοδο, θα παραμείνουν εντελώς ασήμαντες σε σύγκριση με την εξαθλίωση των μαζών και το βάθος της κοινωνικής κρίσης. Να γιατί η πιο άμεση απ’ όλες τις διεκδικήσεις πρέπει να είναι η απαλλοτρίωση των καπιταλιστών και η εθνικοποίηση (κοινωνικοποίηση) των παραγωγικών μέσων. Αυτή η διεκδίκηση είναι απραγματοποίητη κάτω από την κυριαρχία της μπουρζουαζίας; Ασφαλώς. Γι αυτό πρέπει να καταχτήσουμε την εξουσία.
Η οργανική ενότητα
[Λ. Τρότσκι, «Ακόμα μια φορά πού βαδίζει η Γαλλία;», στο: Λέον Τρότσκι, Πού βαδίζει η Γαλλία, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σσ. 123- 25]
Ας παραδεχτούμε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα αναπτύσσεται ακόμα και τώρα. Όχι χάρη στην πολιτική του, αλλά παρά την πολιτική του. Τα γεγονότα σπρώχνουν τους εργάτες προς τα αριστερά, και το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά την οπορτουνιστική του στροφή, παραμένει για τις μάζες η «άκρα αριστερά». Η αριθμητική αυτή ανάπτυξη του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν κλείνει μέσα της ωστόσο ούτε την παραμικρότερη εγγύηση για το μέλλον: το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, όπως έχουμε πει, αναπτυσσόταν ως τη στιγμή ακόμα της συνθηκολόγησης του, και πολύ πιο γρήγορα μάλιστα.
Πάντως το γεγονός της ύπαρξης δύο εργατικών κομμάτων, που κάνει αναγκαία, μπροστά στον κίνδυνο, μια πολιτική ενιαίου μετώπου, αρκεί για να μας εξηγήσει τους πόθους των εργατών για οργανική ενότητα. Αν υπήρχε στη Γαλλία ένα συνεπές επαναστατικό κόμμα, θα είμαστε αποφασιστικοί αντίπαλοι της ένωσης με το οπορτουνιστικό κόμμα. Στις συνθήκες της όξυνσης της κοινωνικής κρίσης το επαναστατικό κόμμα, που αγωνίζεται κατά του ρεφορμισμού, θα συγκέντρωνε ασφαλώς κάτω από τη σημαία του τη συντριπτική πλειονότητα των εργατών. Το ιστορικό πρόβλημα δεν είναι να ενώσουμε μηχανικά όλες της οργανώσεις, που εξακολουθούν να υπάρχουν από τους διάφορους σταθμούς που πέρασε η πάλη των τάξεων, αλλά να συγκεντρώσουμε το προλεταριάτο μέσα στη πάλη και για την πάλη. Πρόκειται για δύο προβλήματα απολύτως διαφορετικά και μερικές φορές μάλιστα αντιφατικά.
Το γεγονός όμως είναι ότι στη Γαλλία δεν υπάρχει επαναστατικό κόμμα. Η ελαφρότητα με την οποία το Κομμουνιστικό Κόμμα - χωρίς την παραμικρότερη συζήτηση – πέρασε από τη θεωρία και την πράξη του «σοσιαλισμού» στο μπλοκ με τους ριζοσπάστες και στην άρνηση των επαναστατικών καθηκόντων στο όνομα των «άμεσων διεκδικήσεων», μαρτυρεί ότι ο μηχανισμός του κόμματος είναι ολοκληρωτικά διαβρωμένος από τον κυνισμό και η βάση αποπροσανατολισμένη και ξεσυνηθισμένη να σκέφτεται. Πρόκειται για ένα κόμμα άρρωστο.
Κριτικάραμε αρκετά καθαρά τη θέση του Σοσιαλιστικού Κόμματος για να μην επαναλάβουμε αυτά που έχουμε πει περισσότερο από μία φορά. Είναι όμως αναμφισβήτητο ότι η αριστερή πτέρυγα, η επαναστατική, του Σοσιαλιστικού κόμματος γίνεται σιγά – σιγά το εργαστήριο όπου διαμορφώνονται τα συνθήματα και οι μέθοδοι της προλεταριακής πάλης. Αν αυτή η πτέρυγα δυναμώνει και δραστηριοποιηθεί, μπορεί να γίνει ο αποφασιστικός παράγοντας για να επενεργήσει πάνω στους κομμουνιστές εργάτες. Μόνο σ’ αυτό το δρόμο είναι δυνατή η σωτηρία. Αντίθετα, η κατάσταση θα αποδειχνόταν οριστικά χαμένη, αν η επαναστατική πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος έπεφτε μέσα στο σύστημα των εμπλοκών που ονομάζεται μηχανισμός της Κομμουνιστικής Διεθνούς και που χρησιμεύει για να λιανίζει τις σπονδυλικές στήλες και τους χαρακτήρες, να ξεσυνηθίζει τον κόσμο να σκέφτεται και να τον μαθαίνει υποτάσσεται τυφλά, αυτό το σύστημα είναι πραγματικά ολέθριο για τη διαμόρφωση των επαναστατών.
- Είσαστε κατά της οργανικής ένωσης; Θα μας ρωτήσουν, όχι χωρίς αγανάχτηση, μερικοί σύντροφοι.
Όχι, δεν είμαστε κατά της ένωσης. Είμαστε όμως εναντίον του φετιχισμού, της πρόληψης και της τύφλωσης. Η ενότητα αυτή καθαυτή δεν λύνει ακόμα τίποτα. Η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία συγκέντρωσε σχεδόν όλο το προλεταριάτο, αλλά μόνο για να το οδηγήσει στο χαμό. Το Βέλγικο Εργατικό Κόμμα έχει το δικαίωμα να ισχυριστεί πως είναι το μόνο κόμμα του προλεταριάτου, αυτό όμως δεν το εμπόδισε να βαδίζει από συνθηκολόγηση σε συνθηκολόγηση. Μονάχα οι άνθρωποι που είναι αθεράπευτα απλοϊκοί μπορούν να ελπίζουν ότι το Εργατικό Κόμμα που κυριαρχεί ολοκληρωτικά πάνω στο βρετανικό προλεταριάτο είναι ικανό να εξασφαλίσει τη νίκη. Αυτό που αποφασίζει, δεν είναι η ένωση αυτή καθαυτή, αλλά το πραγματικό της πολιτικό περιεχόμενο.
Αν το Σοσιαλιστικό Κόμμα ενωνόταν και σήμερα μάλιστα με το Κομμουνιστικό, αυτό δεν θα εξασφάλιζε περισσότερο τη νίκη που το Ενιαίο Μέτωπο δεν εξασφαλίζει: μόνο μια σωστή επαναστατική πολιτική μπορεί να δώσει τη νίκη. Είμαστε όμως έτοιμοι να αναγνωρίσουμε ότι η ενοποίηση θα διευκόλυνε, στις σημερινές συνθήκες, την ανασυγκρότηση και τη συσσωμάτωση των πραγματικά επαναστατικών στοιχείων, που είναι διασκορπισμένα μέσα στα δύο κόμματα. Μ’ αυτή την έννοια – και μόνο μ’ αυτή – η ενότητα μπορεί να αποτελέσει ένα βήμα προς τα μπρός.

Επίμετρο: Ρώσικη Επανάσταση και Παρισινή Κομμούνα
Το Λαϊκό Μέτωπο στη Ρωσία,
από τον Φλεβάρη μέχρι τον Οκτώβρη του 1917
[Τρότσκι Λ., Πάνω στο Ενιαίο και το Λαϊκό Μέτωπο, Ιούλιος 1977. Αποσπάσματα από επιστολή του Τρότσκι προς την ΚΕ του Επαναστατικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, Δανέζικου τμήματος του Τεταρτοδιεθνιστικού κινήματος, στις 16 Ιουλίου 1936, σχετικά με την ισπανική επανάσταση.]13
[...]
Το ζήτημα των ζητημάτων προς το παρόν είναι το Λαϊκό Μέτωπο. Οι αριστεροί κεντριστές προσπαθούν να παρουσιάσουν αυτό το ζήτημα ως τακτικό ή ακόμη και ως τεχνικό ελιγμό, έτσι ώστε να είναι σε θέση να πλασάρουν πραμάτεια τους στη σκιά του Λαϊκού Μετώπου. Στην πραγματικότητα, το Λαϊκό Μέτωπο είναι το κύριο θέμα της προλεταριακής ταξικής στρατηγικής γι' αυτή την εποχή. Προσφέρει επίσης το καλύτερο κριτήριο της διαφοράς ανάμεσα στον Μπολσεβικισμό και τον Μενσεβικισμό. Γιατί συχνά ξεχνάμε ότι το μεγαλύτερο ιστορικό παράδειγμα του Λαϊκού Μετώπου είναι η επανάσταση του Φλεβάρη του 1917. Από το Φεβρουάριο μέχρι τον Οκτώβριο, οι μενσεβίκοι και σοσιαλεπαναστάτες, οι οποίοι αποτελούν ένα πολύ καλό αντίστοιχο των «Κομμουνιστών» και των Σοσιαλδημοκρατών, είχαν συνάψει μια στενή συμμαχία και βρίσκονταν σ' ένα διαρκή συνασπισμό με το αστικό κόμμα των Καντέτων, μαζί με τους οποίους σχημάτισαν μια σειρά κυβερνήσεων συνασπισμού. Κάτω από το έμβλημα αυτού του Λαϊκού Μετώπου στάθηκε ολόκληρη η μάζα του λαού, συμπεριλαμβανομένων και των συμβουλίων των εργατών, των αγροτών, και των στρατιωτών. Να είστε σίγουροι, οι μπολσεβίκοι συμμετείχαν στα συμβούλια. Αλλά δεν έκαναν την παραμικρή παραχώρηση στο Λαϊκό Μέτωπο. Το αίτημά τους ήταν να σπάσει αυτό το Λαϊκό Μέτωπο, για να καταστραφεί η συμμαχία με τους Καντέτους, και να δημιουργηθεί μια γνήσια εργατο-αγροτική κυβέρνηση.
Όλα τα Λαϊκά Μέτωπα στην Ευρώπη είναι μόνο ένα αχνό αντίγραφο και συχνά μια καρικατούρα του ρωσικού Λαϊκού Μετώπου του 1917, το οποίο θα μπορούσε άλλωστε να διεκδικήσει μια πολύ μεγαλύτερη δικαιολογία για την ύπαρξή του, επειδή ακόμα ήταν ένα ζήτημα της πάλης ενάντια στον τσαρισμό και τα απομεινάρια της φεουδαρχίας.
[...]
Όλος ο κόσμος ξέρει τον τεράστιο ρόλο που έπαιξε στη Ρωσία κατά τη συμμαχία των συμφιλιωτικών σοσιαλιστών και των φιλελευθέρων, το μπολσεβίκικο σύνθημα: «Κάτω οι 10 Κεφαλαιοκράτες Υπουργοί!». Οι μάζες είχαν ακόμα εμπιστοσύνη στους συμφιλιωτικούς σοσιαλιστές, όμως ακόμα και οι πιο εμπιστευόμενες μάζες έχουν πάντα μια ενστικτώδη καχυποψία απέναντι στους αστούς, τους εκμεταλλευτές, τους κεφαλαιοκράτες. Πάνω εκεί στηριζόταν η τακτική των Μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης περιόδου. Δε λέγαμε: «Κάτω οι σοσιαλιστές υπουργοί!». Δεν είχαμε καν ξεστομίσει το σύνθημα: «Κάτω η Προσωρινή Κυβέρνηση!», σαν επίκαιρο σύνθημα. Αντίθετα χτυπούσαμε στο ίδιο καρφί: «Κάτω οι 10 Κεφαλαιοκράτες Υπουργοί!». Αυτό το σύνθημα έπαιξε κεφαλαιώδη ρόλο, γιατί επέτρεψε στις μάζες να πεισθούν πως οι συμφιλιωτικοί σοσιαλιστές υπολόγιζαν περισσότερο τους κεφαλαιοκράτες υπουργούς παρά τις εργατικές μάζες... Μετά τον ερχομό του Λένιν, το Μπολσεβίκικο Κόμμα δε στάθηκε ούτε στιγμή αλληλέγγυο με τον Κερένσκι και τους συμφιλιωτές. Αλλά βοηθούσε τις μάζες να βάζουν σε δοκιμασία, πάνω στην πράξη, την κυβέρνησή τους. Ήταν ένα θεμελιώδες βήμα στην ανοδικό δρόμο των Μπολσεβίκων προς την εξουσία.
15 – 16 Ιουλίου 1936
Η Παρισινή Κομμούνα ήταν μια Εργατική Κυβέρνηση
[Τρότσκι Λ., Πάνω στο Ενιαίο και το Λαϊκό Μέτωπο, Ιούλιος 1977. Από εισήγηση του Τρότσκι στην Κομουνιστική Διεθνή, σχετικά με το Γαλλικό Κομουνιστικό Κόμμα, το 1922]
[...]
Η πιο ένδοξη στιγμή στην ιστορία του γαλλικού προλεταριάτου -η Παρισινή Κομμούνα- δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα μπλοκ όλων των οργανώσεων και των αποχρώσεων της εργατικής Γαλλικής τάξης, ενωμένων ενάντια στην μπουρζουαζία. Αν, παρά την εγκαθίδρυση του ενιαίου μετώπου, η Κομμούνα συντρίφτηκε τόσο γρήγορα, η εξήγηση γι’ αυτό πρέπει πάνω απ’ όλα να αναζητηθεί στο γεγονός ότι το ενιαίο μέτωπο δεν είχε στην αριστερή πτέρυγά του μια γνήσια επαναστατική, πειθαρχική και αποφασιστική οργάνωση που να είναι ικανή να κερδίσει μέσα στη φωτιά των γεγονότων γρήγορα την ηγεσία.
Με αυτή ακριβώς την έννοια, η Κομμούνα ήταν μια εργατική κυβέρνηση -ένα μπλοκ των κομμάτων και των ομάδων της εργατικής τάξης, που αντιπαρατίθονταν στη μπουρζουαζία. Σαν μια εργατική κυβέρνηση, η Κομμούνα δεν αντιπροσώπευε τίποτε άλλο παρά ένα στάδιο προς την εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής τάξης. Το ταξικά συνειδητοποιημένο γαλλικό προλεταριάτο χρειάζεται μόνο να προβληματιστεί σοβαρά πάνω στην πείρα της Κομμούνας για να ανακαλύψει στο ηρωικό του παρελθόν όλα τα αναγκαία επιχειρήματα υπέρ της γνήσιας επαναστατικής τακτικής του ενιαίου μετώπου, μαζί με το αίτημα για μια εργατική κυβέρνηση που απορρέει απ’ αυτή την τακτική.
Επιλογή και επιμέλεια κειμένων, Θ. Μαράκης
Δείτε και Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο: Βασικές Θέσεις του Μαρξισμού (Μέρος Πρώτο)
Σημειώσεις
1 βλ. και: Λέον Τρότσκι, Η πάλη ενάντια στο φασισμό στη Γερμανία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2000, σελ. 69 κ.ε.
2 Το Κόκκινο Δημοψήφισμα. Ο Χίτλερ οργάνωσε ένα δημοψήφισμα το 1931 για να ανατρέψει τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση στην Πρωσία, το μεγαλύτερο και το πιο σημαντικό κράτος της Γερμανίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, κάτω από τις άμεσες οδηγίες του Στάλιν και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, υποστήριξε αυτό το δημοψήφισμα, που το μετονόμασαν σε «Κόκκινο Δημοψήφισμα» και που, αν πετύχαινε, θα είχε φέρει τον Χίτλερ στην εξουσία από το 1931. Με την εγκληματική αυτή πολιτική της συμμετοχής στην εκλογική καμπάνια με τους Ναζί το χάσμα ανάμεσα στους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές εργάτες μεγάλωσε ακόμα περισσότερο στα επόμενα χρόνια.(Θ.Θ.)
3 βλ. και Λεόν Τρότσκι, Γερμανία, φασισμός και εργατικό κίνημα, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σελ. 64 κ.ε.
4 Ο Γκρζεζίνσκι ήταν σοσιαλδημοκράτης αρχηγός της αστυνομίας του Βερολίνου για πολλά χρόνια (Θ.Θ)
5 Άπαντα, τ. 34 σελ 119-- 120 εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»
6 βλ. και Λέον Τρότσκι, Η πάλη ενάντια στο φασισμό στη Γερμανία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2000, σελ. 79 κ.ε.· και Λεόν Τρότσκι, Και τώρα;, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1978.
7 «Ρότε Φάνε», Κόκκινη Σημαία καθημερινή εφημερίδα του Κ.Κ.Γ
8 Λένιν, Άπαντα, τ. 41, «Ο ''Αριστερισμός'', η Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού», σελ 37 - 38
Το ερώτημα είναι επίκαιρο και απευθύνεται και στο ΚΚΕ! Η απάντηση τότε και τώρα είναι: όχι Στη συνέχεια του κειμένου υπάρχει αναφορά στις θέσεις που έχει επεξεργαστεί ο Τρότσκι ανάμεσα στο 3ο και το 4ο Συνέδριο της Κ.Δ. για το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας οι οποίες ήδη έχουν γραφεί στην εν λόγω μπροσούρα.
9 Λεόν Τρότκσι, Πού βαδίζει η Γαλλία;, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1977, σελ. 7.
10 Τόνυ Κλιφ, Τρότσκι. 1927-1940. Όσο πιο σκοτεινή η νύχτα τόσο πιο φωτεινό το αστέρι, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2010, σσ 258, 259.
11 Ο.π. σσ.259, 260
12 Ζουώ Λεόν: Γεν. Γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGT)
Για το περιεχόμενο του προγράμματος αυτού δεν περιοριζόμαστε σ’ αυτά και παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο «Πρόγραμμα Δράσης» που κυκλοφόρησε η Κομμουνιστική Λίγκα το 1934 και που αντιπροσωπεύει το σχέδιο ενός τέτοιου μεταβατικού προγράμματος [Λέον Τρότσκι, «Πρόγραμμα Δράσης για τη Γαλλία», e la libertà, 29 Οκτβρίου 2015].
13 Πολυγραφημένο και φωτοτυπημένο φυλλάδιο. Η πρώτη παράγραφος στα αγγλικά υπάρχει και στη συλλογή: «Popular Front: Not a Tactic But a Crime. “The Main Question of Proletarian Class Strategy”», bolshevik.org/1917 .
