Daniel Guérin
Ο Υπερβολικός συγκεντρωτισμός
Η δύναμη της δικτατορίας στηρίζεται πρώτα απ’ όλα στον υπερβολικό συγκεντρωτισμό της. Ένα τέτοιο καθεστώς δεν μπορεί «από την ίδια τη φύση του να ανεχτεί το παραμικρό ίχνος φεντεραλισμού και αυτονομίας. Όπως η Συμβατική, όπως ο Ναπολέων, θα πρέπει να επιδιώξει τον πλήρη συγκεντρωτισμό, τη λογική συνέπεια του συστήματός του και τα αναγκαία μέσα για να εξασφαλίσει τη διαιώνισή του». Ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ ενίσχυσαν στο έπακρο την εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης και κατέστειλαν ακόμα και το παραμικρό ίχνος ατομικισμού. Στην Ιταλία, οι εξουσίες των επαρχιακών κυβερνητών έχουν αυξηθεί σημαντικά.
«Πρέπει να είναι σαφές», πληροφορεί μια ανακοίνωση του Ντούτσε, «αυτή η αρχή δεν μπορεί να διαιρεθεί... Η αρχή είναι ενιαία και αδιαίρετη. Εάν δεν ήταν, θα καταλήγαμε σε ένα αποδιοργανωμένο κράτος».
Στη Γερμανία, τα δεκαεπτά «κράτη», των οποίων τα δικαιώματα για τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλιά τους διασώθηκαν από το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, έχουν σταδιακά καταργηθεί και μετατραπεί σε απλές επαρχίες του Ράιχ, που τις διοικούν άμεσα οι εκπρόσωποι της κεντρικής κυβέρνησης, οι Statthalter1. Εκθειάζοντας το συγκεντρωτικό του έργο, ο Χίτλερ μπορεί να υπερηφανεύεται ότι έχει «δώσει στο λαό το Σύνταγμα που θα τον κάνει ισχυρό».
Ο Μαρξ στην εποχή του μπορούσε να χαίρεται επειδή η εκτελεστική εξουσία, ενώ γινόταν όλο και πιο συγκεντρωτική, ταυτόχρονα συγκέντρωνε εναντίον της όλες τις δυνάμεις της καταστροφής της. Και ορισμένοι από τους συγχρόνους μας, με μια απλοϊκή αντίληψη της διαλεκτικής, φαντάζονται ότι με το συγκεντρωτισμό στο μέγιστο βαθμό, ο φασισμός εργάζεται αυτομάτως για την Επανάσταση. Αυτό θα ήταν σωστό αν ο φασισμός, ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή που συγκεντροποιεί, δεν κατέστρεφε με τον πιο ριζικό τρόπο τις «δυνάμεις της καταστροφής»2 του.
Ο φασισμός, στην πραγματικότητα, έχει επιφέρει τον υψηλότερο βαθμό τελειότητας στις μεθόδους καταστολής της αστυνομίας που χρησιμοποιούνται στα σύγχρονα κράτη. Η πολιτική αστυνομία έχει γίνει μια πραγματικά επιστημονική οργάνωση. Η ιταλική Ovra, η γερμανική Gestapo - πραγματικά «κράτη εν κράτει», με δίκτυα σε όλες τις τάξεις της κοινωνίας, ακόμη και σε κάθε σπίτι, με τεράστια οικονομικά και υλικά μέσα, και με απεριόριστες δυνάμεις - είναι σε θέση να εξολεθρεύουν, κυριολεκτικά εν τη γενέσει της, κάθε προσπάθεια αντιπολίτευσης, όπου εκδηλώνεται. Μπορούν να συλλαμβάνουν ανά πάσα στιγμή, να «εκτοπίζουν» σε ένα απομακρυσμένο νησί ή σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, ακόμη και να εκτελούν χωρίς επίφαση δίκης, όποιον επιθυμούν. Κατά συνέπεια, μπορούμε να πούμε ότι ένα τέτοιο καθεστώς είναι ένας λείος γρανίτης, στον οποίο δεν μπορείς από πουθενά να πιαστείς. Ο Γκεντιζόν3 δεν απέχει πολύ από την αλήθεια δυστυχώς, όταν λέει για την Ιταλία: «Η αντιπολίτευση έχει εντελώς εξαφανιστεί... Με το σύστημα του ολοκληρωτικού κράτους, είναι αδύνατη κάθε εχθρική προπαγάνδα».
Καθώς και ο Γκαίμπελς όταν ισχυρίζεται: «Οι εχθροί του καθεστώτος έχουν εξαλειφθεί εντελώς. Δεν υπάρχει πλέον σε όλη τη χώρα καμιά αντιπολίτευση αντάξια του ονόματός της».
Η Διάσπαση της Εργατικής Τάξης
Δίπλα σε αυτές τις μεθόδους αστυνομικής καταστολής προστίθεται και η κατάσταση της «εξαναγκαστικής διαίρεσης, διάσπασης και απελπισίας» στην οποία ο φασισμός κρατά την εργατική τάξη. Σίγουρα ούτε στην Ιταλία ούτε στη Γερμανία μπορεί το καθεστώς να καυχηθεί ότι έχει ολόκληρο το προλεταριάτο με το μέρος του. Ακριβώς το αντίθετο. Ο ίδιος ο Μουσολίνι ομολογεί: «Δεν μπορώ να πω ότι έχω [μαζί μου] όλους τους εργάτες... Είναι αιωνίως δυσαρεστημένοι.»
Στη Γερμανία, οι εκλογές για τα εργοστασιακά «εμπιστευτικά συμβούλια» έχουν δύο φορές (τον Απρίλιο του 1934, και τον Απρίλιο του 1935) αποτελέσει μια τσουχτερή ήττα για το καθεστώς. Σύμφωνα με μια μεταγενέστερη παραδοχή του ίδιου του δρ. Λέυ4, μόλις και μετά βίας το 40 τοις εκατό των ψηφοφόρων ψήφισαν το 1934. Το 1935 τουλάχιστον το 30 τοις εκατό των ψηφοφόρων απείχαν ή ψήφισαν κατά. Το 1936, το 1937, και το 1938 οι εκλογές «αναβλήθηκαν» ως προληπτικό μέτρο, και τον Ιούνιο του 1938, αποφασίστηκε ότι οι «άνδρες εμπιστοσύνης» δεν θα είναι πλέον «εκλεγμένοι», αλλά θα διορίζονται από τον επικεφαλής της εταιρείας.
Αυτή η λανθάνουσα δυσαρέσκεια, ωστόσο, θεωρείται ότι είναι σχεδόν αδύνατο να εκφραστεί ή να οργανωθεί. Η εργατική τάξη έχει εξατομικευτεί και αποσυντεθεί. Είναι αλήθεια ότι κινήσεις διαμαρτυρίας έχουν εμφανιστεί εδώ και εκεί, αλλά έχουν καταπνιγεί αμέσως. Περιορίστηκαν σε μεμονωμένες μονάδες και έγιναν γνωστές σε λίγους εργάτες έξω από τις μονάδες όπου εκδηλώθηκαν. Σε κάθε εργοστάσιο οι εργαζόμενοι πιστεύουν ότι είναι μόνοι στην αντίστασή τους. Όχι μόνο έχουν σπάσει οι δεσμοί μεταξύ των εργατών σε διαφορετικά εργοστάσια, αλλά ακόμα και μέσα σε μεγάλες επιχειρήσεις οι επαφές δεν υπάρχουν πλέον μεταξύ των υπαλλήλων των διαφόρων υπηρεσιών, και είναι πολύ δύσκολο να αποκατασταθούν. Ακόμα και όταν σχηματίζονται έμβρυα παράνομων σωματείων με ηρωικές προσπάθειες, σχεδόν πάντα συνθλίβονται πριν γεννηθούν.
Χωρίς αμφιβολία υπάρχουν αγωνιστές σοσιαλιστές και κομμουνιστές, οι οποίοι διανέμουν παράνομα φυλλάδια με κίνδυνο της ζωής τους, αλλά είναι μόνο μια ηρωική και συνεχώς αποδεκατισμένη φάλαγγα. Οι εργάτες βγαίνουν από την παθητικότητά τους μόνο όταν ένα γεγονός στο εξωτερικό τους αποκαλύπτει ότι δεν είναι μόνοι, ότι πέρα από τα σύνορα άλλοι εργάτες αγωνίζονται. Έτσι, οι μεγάλες απεργίες του Ιουνίου του 1936 στη Γαλλία, παρά τη φροντίδα του φασιστικού τύπου να ελαχιστοποιήσει τη σημασία τους, είχαν μια βαθιά απήχηση μεταξύ των εργατών της Ιταλίας και της Γερμανίας*.
Η Φασιστική Εκπαίδευση
Και ενώ ο φασισμός ρίχνει τους ενήλικες αντιπάλους του σε μια κατάσταση όπου δεν μπορούν να του κάνουν καμία ζημιά, επιβάλλει τη σφραγίδα του στους νέους και τους διαμορφώνει στο δικό του καλούπι. «Η γενιά των ασυμβίβαστων θα εξαλειφθεί με τους φυσικούς νόμους», θριαμβολογεί ο Μουσολίνι. «Σύντομα η νέα γενιά θα έρθει!» Ο Βόλπε5 μιλάει με λαχτάρα γι’ αυτό το «παρθένο υλικό το οποίο δεν έχει ακόμη επηρεαστεί από τις παλιές ιδεολογίες.»
«Το μέλλον μας εκπροσωπείται από τη γερμανική νεολαία,» δηλώνει ο Χίτλερ. «Εμείς θα καλλιεργήσουμε το δικό μας πνεύμα. Εάν η παλαιότερη γενιά δεν μπορεί να συνηθίσει σε αυτό, θα της πάρουμε τα παιδιά της...»
«Θέλουμε να ενσταλάξουμε τις αρχές μας στα παιδιά από την πιο τρυφερή τους ηλικία.»
Και Γκαίμπελς ισχυρίζεται ότι όσο η νεολαία βρίσκεται πίσω από τον Χίτλερ, το καθεστώς θα είναι άφθαρτο. Στην ηλικία των τεσσάρων στη Γερμανία και των έξι στην Ιταλία, παίρνουν το παιδί από την οικογένειά του, για να συμμετάσχει στους στρατιωτικοποιημένους σχηματισμούς του φασισμού, και να υποβληθεί σε μια εντατική προπαγάνδα. Το δικτατορικό κράτος βάζει στα χέρια του παιδιού μία μόνο εφημερίδα, ένα μόνο βιβλίο, και το εκπαιδεύει σε μια ατμόσφαιρα απίστευτης έξαρσης φανατισμού.
Η εκπαίδευση αυτή επιτυγχάνει το στόχο της. Παρά το γεγονός ότι το καθεστώς στη Γερμανία δεν κυριαρχεί αρκετό καιρό για να μας δώσει τη δυνατότητα να διατυπώσουμε έγκυρα συμπεράσματα, στην Ιταλία τα αποτελέσματα είναι απτά: «Η νεολαία δεν μπορεί πλέον να αντιληφθεί τις σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές ιδέες,» γράφει ο Γκεντιζόν. Ένας αγωνιστής εργάτης, ο Φερότσι, το επιβεβαιώνει: «Μια νεολαία που δεν έχει διαβάσει ποτέ μια εργατική εφημερίδα, ποτέ δεν συμμετείχε σε εργατικές συναντήσεις και δεν γνωρίζει τίποτα για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό... αποτελεί... την πραγματική δύναμη του καθεστώτος του Μουσολίνι.»
Αναμφίβολα υπάρχει κάτι που η φασιστική εκπαίδευση δεν μπορεί να καταπνίξει, και το οποίο δεν πρέπει να διδάσκεται - το ταξικό ένστικτο. Το μέγεθος της προπαγάνδας δεν θα αποτρέψει ποτέ τον νεαρό εργάτη από την αίσθηση ότι αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ο Πιέτρο Νένι6, χωρίς να υπαινίσσεται ότι η νεολαία των Μελανοχιτώνων έχει ήδη καταφέρει να απελευθερωθεί από τη φασιστική επιρροή, αναφέρει ότι στην Ιταλία «πολλοί νέοι άνθρωποι είναι σοσιαλιστές χωρίς να το γνωρίζουν και χωρίς να θέλουν να είναι.» Η Il Maglio, η εβδομαδιαία εφημερίδα των φασιστών συνδικαλιστών του Τορίνο, καταγγέλλει ότι μεταξύ των νέων υπάρχει έλλειψη κατανόησης του φασιστικού «συνδικαλισμού»:
«Είναι φυσικό ότι θα πρέπει να υπάρχουν λίγοι νέοι άνθρωποι οι οποίοι, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι η κατάργηση όλων των μορφών της ταξικής πάλης είναι μια απόλυτη αναγκαιότητα... εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τα υλικά συμφέροντα της εργασίας μπορεί να διασφαλιστούν καλύτερα από τις απεργίες και τις μεθόδους πάλης που χρησιμοποιούνταν μέχρι χθες στις εργασιακές συγκρούσεις...»
Στη Γερμανία, καθώς, πολλοί νέοι οι οποίοι πίστευαν κυριολεκτικά ότι το Τρίτο Ράιχ θα είναι το κράτος τους, και τους οποίους το Τρίτο Ράιχ έχει καταδικάσει σε καταναγκαστική εργασία, είναι πικρά απογοητευμένοι. Αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο για τη νεολαία σε κάθε χώρα, εξαιτίας της διανοητικής της εκπαίδευσης, να απαλλαγεί από τις ψεύτικες ιδέες με τις οποίες έχει κατηχηθεί, να αποσαφηνίσει τη στάση της, και χωρίς καθοδήγηση να κάνει για τον εαυτό της το έργο ενός αιώνα σοσιαλιστικής σκέψης και δράσης. Η συγκεχυμένη αφύπνιση της ταξικής συνείδησης οδηγεί κάποιους από αυτούς στην «αριστερή πτέρυγα» του φασισμού ή του εθνικοσοσιαλισμού. Δεν τους κάνει αγωνιστές επαναστάτες.
2.
Πρέπει επίσης να διαλυθεί μια άλλη ψευδαίσθηση σχετικά με τη διάρκεια του φασισμού. Ορισμένοι συμπεραίνουν από τις οικονομικές και πολιτικές αντιφάσεις που έχουν αναπτυχθεί στο φασιστικό καθεστώς ότι είναι μετρημένες οι ημέρες της δικτατορίας. Αυτές οι αντιφάσεις υπάρχουν και τις έχουμε αναλύσει. Είναι αρκετά πιθανόν ενδεχομένως, να επιφέρουν ριζικές αλλαγές στη δομή του καθεστώτος. Ωστόσο, τέτοιες αλλαγές μπορεί να συμβούν χωρίς η δικτατορία η ίδια να καταρρεύσει.
Η δυσαρέσκεια των Μεγάλων Επιχειρηματιών
Λίγες συμπληρωματικές εξηγήσεις είναι απαραίτητες εδώ. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός, ότι οι βιομήχανοι που χρηματοδότησαν την άνοδο του φασισμού στην εξουσία δεν είναι απόλυτα ικανοποιημένοι με το δικό τους δημιούργημα. Κατ’ αρχάς, το καθεστώς είναι τρομερά ακριβό. Η διατήρηση της υπερβολικής γραφειοκρατίας του κράτους, του κόμματος και των πολυάριθμων ημι-κυβερνητικών φορέων κοστίζει πρωτοφανή ποσά και αυξάνει τις οικονομικές δυσκολίες της κυβέρνησης. Σε υπόμνημά τους τον Ιούνιο του 1937 προς τον Χίτλερ, οι βιομήχανοι έγραφαν:
«Κάποτε είχε εκτιμηθεί ότι υπήρχε ένας λειτουργός για κάθε δώδεκα άτομα σε παραγωγικές ασχολίες. Σήμερα, αν συνυπολογιστούν οι επίσημες κομματικές οργανώσεις και οι ημι-επίσημες και συντεχνιακές υπηρεσίες με τους αξιωματούχους και τους υπαλλήλους τους, εκτιμάται ότι υπάρχει ένα άτομο για το κρατικό μισθολόγιο για κάθε οκτώ άτομα σε παραγωγικά επαγγέλματα.»
Εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια να «υπολογιστεί το ποσό των προσωπικών και υλικών εξόδων που απαιτούνται από τη διοικητική μηχανή», οι συντάκτες του μνημονίου κατήγγειλαν τις «ανυπολόγιστες απώλειες που προκύπτουν από την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των παλαιών και των νέων αρχών, καθώς και την επικάλυψη των λειτουργιών μεταξύ των παλαιών και των νέων κρατικών υπηρεσιών και του κόμματος»*. Κάποια ημέρα «θα είναι δυνατή, σύμφωνα με μια καθορισμένη αρχή, η τελική οργάνωση του εσωτερικού πολιτικού μηχανισμού του κράτους...»
Ενώ το κράτος πρέπει να καλύπτει τεράστια έκτακτα έξοδα, οι ίδιοι οι μεγάλοι καπιταλιστές πρέπει να πληρώσουν έναν ορισμένο ποσό: «εθελοντικές εισφορές» που αποσπά το κόμμα για την «ευημερία» των επιχειρήσεων του· διάφορες συνδρομές· «δωροδοκίες» και θέσεις στα διοικητικά συμβούλια των διευθυντών των μεγάλων επιχειρήσεων για την «αφρόκρεμα» των φασιστών ηγετών, κλπ. Αλλά αυτά τα έκτακτα έξοδα, η σημασία των οποίων δεν πρέπει να μεγαλοποιείται, είναι λιγότερο ενοχλητικά για τις μεγάλες επιχειρήσεις από τη δημαγωγική διέγερση στην οποία επιδίδονται οι φασίστες πληβείοι - διέγερση η οποία, παρά τις εκκαθαρίσεις και την καταστολή, επανεμφανίζεται περιοδικά, αν και μέσα σε συνεχώς στενότερα όρια.
Και πάλι, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις εγκρίνουν μια επιθετική πολιτική που φέρνει νέες παραγγελίες εξοπλισμών, φοβούνται μήπως οι φασίστες ηγέτες, αναζητώντας να διοχετεύσουν κάπου την αθλιότητα των ανθρώπων, προκαλέσουν ένα πρόωρο πόλεμο που θα έχει ως αποτέλεσμα την απομόνωση της χώρας και την ήττα της. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι το φθινόπωρο του 1935 ήταν οι φασίστες ηγέτες, Φαρινάτσι, Ροσόνι7 και άλλοι, που κάλεσαν τον Μουσολίνι σε σύγκρουση με την Αγγλία, ενώ η μεγάλη αστική τάξη, το Γενικό Επιτελείο, και το Στέμμα, από την άλλη πλευρά, συνιστούσαν μετριοπάθεια και σύνεση. Επίσης στη Γερμανία, όταν ο Χίτλερ αποφάσισε τον Μάρτιο του 1936 την επανστρατικοποίηση της Ρηνανίας8, ήταν η κορυφή της ναζιστικής γραφειοκρατίας - ο Γκέρινγκ, ο Γκέμπελς και άλλοι - οι οποίοι τον παρότρυναν στην περιπέτεια, ενώ οι μεγάλοι καπιταλιστές και οι εκπρόσωποί τους, ο δρ. Σαχτ9, καθώς και οι στρατηγοί της Reichswehr, ήταν επιφυλακτικοί, όχι ως προς την ίδια την πράξη, αλλά ως προς την παράτολμη μορφή που πήρε. Στο τέλος του Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο στρατηγός φον Φριτς10 τόνισε ότι ούτε το Ράιχ ούτε ο γερμανικός στρατός θα μπορούσαν να προβούν σε ενέργειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πόλεμο σε σύντομο χρονικό διάστημα, και έφτασε μέχρι το σημείο να απειλήσει να παραιτηθεί από τη διοίκηση εάν οι συμβουλές των εμπειρογνωμόνων του δεν λαμβάνονταν υπόψη.
Η λατρεία του Ηγέτη
Καμιά μεγάλη επιχείρηση δεν βλέπει χωρίς κάποια ανησυχία τα συμπτώματα της «ψευδαισθήσεις μεγαλείου» του δικτάτορα, που γίνονται όλο και πιο εμφανή. Η εξέλιξη αυτή είναι πραγματικά αναπόφευκτη, σε αναλογία με τον αποκλεισμό των πληβείων και την υποβάθμιση του κόμματος σε δεύτερη θέση, είναι απαραίτητο να διογκωθεί ακόμη περισσότερο ο «Άνθρωπος του Πεπρωμένου»11 για να καλυφθεί πίσω από το πρόσωπό του η πραγματική φύση του φασιστικού κράτους: μια δικτατορία του στρατού και της αστυνομίας στην υπηρεσία των μεγάλων επιχειρήσεων. Είναι απαραίτητο να ακολουθήσουμε τις παρατηρήσεις του Σπένγκλερ12: «Τίποτα δεν έχει νόημα εκτός από την καθαρή προσωπική δύναμη που ασκείται από τον Καίσαρα [στον οποίο] η παντοδυναμία του χρήματος εξαφανίζεται.»
Έτσι, στην Ιταλία, η δικτατορία του φασιστικού κόμματος έχει δώσει σταδιακά τη θέση της στην προσωπική δικτατορία του Ντούτσε. Στη Γερμανία, κατά τη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής εκστρατείας, «το ερώτημα δεν αφορούσε βασικά τον εθνικοσοσιαλισμό αλλά - αποκλείοντας σχεδόν οτιδήποτε άλλο - τον Herr Χίτλερ», όμως ο ίδιος ο δικτάτορας έπεσε σ’ αυτή την «παγίδα». Η ίδια ατυχία που έπληξε και τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη:
«Και όταν πάρει ο ίδιος στα σοβαρά τον αυτοκρατορικό του ρόλο... τότε γίνεται ο ίδιος θύμα της δικής του κοσμοθεωρίας, γίνεται ένας σοβαρός φασουλής, που δεν παίρνει πλέον την παγκόσμια ιστορία για κωμωδία, αλλά τη δική του κωμωδία για παγκόσμια ιστορία.»13
Ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ καταλήγουν σε μία κυριολεκτικά παρόμοια μεγαλομανία. Και οι μεγάλοι καπιταλιστές πρέπει να παίρνουν υπόψη τους όλο και περισσότερο την απέραντη υπερηφάνεια, την αλλαγή του χιούμορ και τις ιδιοτροπίες του Ντούτσε ή του Φύρερ. Αυτό σημαίνει απώλεια χρόνου και έχει ορισμένα μειονεκτήματα.
Και τέλος, η οικονομική πολιτική του φασισμού, όσο ευνοϊκή μπορεί να είναι για τον ίδιο, δεν είναι απολύτως ικανοποιητική για τους μεγάλους καπιταλιστές. Αν και πρόθυμα βάζουν στις τσέπες τους τα μυθικά κέρδη από τις παραγγελίες εξοπλισμών, έχουν τρομοκρατηθεί με τις πιθανές συνέπειες αυτής της πολιτικής. Τους στοιχειώνει η σκέψη μιας οικονομικής καταστροφής. Επίσης διαμαρτύρονται, όπως είδαμε, ότι το καθεστώς «πολεμικής οικονομίας» τούς επιβάλλει συνεχώς όλο και πιο επαχθείς κρατικές ρυθμίσεις, που υποσκάπτουν πάντοτε την ιερή «ιδιωτική πρωτοβουλία».
Συνεπώς, οι βιομήχανοι δεν είναι εντελώς ικανοποιημένοι, και στο μυαλό μερικών από αυτούς αρχίζει να φυτρώνει η ιδέα να ξεφορτωθούν ταυτόχρονα τους φασίστες πληβείους και τον ίδιο τον ηγέτη τους, και να ολοκληρώσουν τον ήδη πολύ προχωρημένο μετασχηματισμό του φασιστικού ολοκληρωτικού καθεστώτος σε μια καθαρά στρατιωτική δικτατορία.
Αλλά διστάζουν. Δεν τολμούν να στερηθούν εντελώς το ασύγκριτο και αναντικατάστατο μέσο διείσδυσης σε όλα τα κύτταρα της κοινωνίας που αποτελούν οι φασιστικές μαζικές οργανώσεις. Πάνω απ’ όλα, διστάζουν να στερηθούν τις υπηρεσίες του «Ανθρώπου του Πεπρωμένου», την μυστικιστική πίστη στον Ντούτσε ή στον Φύρερ, η οποία αν και μειώνεται, δεν έχει ακόμη εκλείψει.
«Η υπάρχουσα κατάσταση στη Γερμανία», αναφέρουν οι Temps, «υπάρχει και συνεχίζεται μόνο χάρη στην αύξηση της δημοτικότητας του καγκελαρίου και την πίστη των γερμανικών μαζών στις ενέργειες του Herr Χίτλερ...»
«Ο Φύρερ είναι αναμφισβήτητα πιο δημοφιλής από το καθεστώς».
Ο «Άνδρας του Πεπρωμένου» όμως, όσο ενοχλητικός και να είναι, εξακολουθεί να είναι αναγκαίος. Ακόμα και η τρέλα του είναι χρήσιμη. Είναι ο μόνος που μπορεί ακόμα να πραγματοποιήσει το ψυχολογικό θαύμα της μεταστροφής της δυσαρέσκειας και της εξαθλίωσης μεγάλων στρωμάτων του λαού σε ενθουσιασμό και πίστη.
Αλλά πάνω απ’ όλα, οι βιομήχανοι ανησυχούν ότι μια ριζική αλλαγή στο καθεστώς, όπως αυτοί την επιθυμούν, μπορεί να κοστίσει πολύ αιματοχυσία. Φοβούνται έναν εμφύλιο πόλεμο, ακόμη και ένα σύντομο, στον οποίο οι «εθνικές» δυνάμεις θα αντιταχθούν η μία στην άλλη. Δεν φοβούνται τίποτα όσο αυτό που στη Γερμανία ονομάζουν, μια «νέα 30 Ιούνη»14. Γι’ αυτό και διστάζουν.
Δεν έχει αποκλειστεί τελείως η υπόθεση ότι κάποια μέρα θα φτάσουν να αισθάνονται ότι τα πλεονεκτήματα από μια καθαρά στρατιωτική δικτατορία αντισταθμίζουν τις ελλείψεις της. Όμως, μια αλλαγή αυτού του είδους δεν είναι αναγκαστικό ότι θα ανοίξει το δρόμο σε μια επανάσταση. Είναι αλήθεια ότι για τις μεσαίες τάξεις, που ξαφνικά θα στερηθούν την καθημερινή μυθολογία τους, το ξύπνημα θα είναι σκληρό, και ότι θα είναι πιο δύσκολο, μόνο με τη βοήθεια του μηχανισμού του στρατού και της αστυνομίας να κρατήσουν το προλεταριάτο υποδουλωμένο. Ωστόσο, το αυταρχικό κράτος, που υποστηρίζεται σθεναρά από ξιφολόγχες, μπορεί να εξακολουθεί να υπάρχει για ένα χρονικό διάστημα σε αυτή τη νέα μορφή. Μπορεί να βρει ένα νέο «μυστικισμό» (τον εθνικιστικό μυστικισμό, τον δυναστικό μυστικισμό, κλπ.) για να κρατήσει μεγάλα στρώματα του πληθυσμού κάτω από την επιρροή του. Με δυο λόγια, ακόμη και χωρίς τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, το «ισχυρό κράτος» θα μπορούσε να επιζήσει.
3.
Αν ο φασισμός δεν είναι προοδευτικός από πολιτική άποψη, δεν είναι ούτε και από οικονομική – αντίθετα απ’ ο,τι πιστεύουν ορισμένοι άνθρωποι. Απογυμνωμένος από όλα τα προσωπεία του, από όλες τις αντιφάσεις που θολώνουν το αληθινό του πρόσωπο, όλες τις δευτερεύουσες πτυχές που κρύβουν τόσα πολλά ουσιώδη χαρακτηριστικά του, καθώς και από το σύνολο των συνθηκών που προσιδιάζουν σε κάθε χώρα, ο φασισμός συρρικνώνεται σε αυτό: ένα ισχυρό κράτος που προορίζεται να παρατείνει τεχνητά ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στο κέρδος και την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Για να χρησιμοποιήσουμε την περιγραφική εικόνα του Ράντεκ, η φασιστική δικτατορία είναι το σιδερένιο στεφάνι με το οποίο η αστική τάξη προσπαθεί να επιδιορθώσει το σπασμένο βαρέλι του καπιταλισμού. Εδώ κάποια διευκρίνιση όμως είναι απαραίτητη: το «βαρέλι», σε αντίθεση με ο,τι πιστεύουν πολλοί, δεν ήταν σπασμένο από την επαναστατική δράση της εργατικής τάξης. Ο φασισμός δεν είναι η «απάντηση αστικής τάξης σε μια επίθεση του προλεταριάτου» της, αλλά μάλλον «μια έκφραση της παρακμής της καπιταλιστικής οικονομίας». Το βαρέλι διαλύθηκε από μόνο της.
Ο φασισμός είναι, οπωσδήποτε, μια αμυντική αντίδραση της αστικής τάξης, αλλά κυρίως μια άμυνα απέναντι στην αποσύνθεση του δικού της συστήματος, παρά απέναντι σε οποιαδήποτε προλεταριακή επίθεση - δυστυχώς ανύπαρκτη. Η κρίση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος είναι αυτό που συγκλόνισε τον καπιταλισμό από τα θεμέλια του καθώς στέρευσαν οι πηγές του κέρδους. Η εργατική τάξη, από την άλλη πλευρά, παρέλυσε από τις οργανώσεις της και τους ηγέτες της, την ώρα της αποσύνθεσης της καπιταλιστικής οικονομίας, δεν ήξερε πώς να πάρει την εξουσία και να αντικαταστήσει τον καπιταλισμό που πεθαίνει με το σοσιαλισμό.
Ο καπιταλισμός σε αποσύνθεση
Όσον αφορά τη φύση αυτής της κρίσης, ο φασισμός ο ίδιος δεν έχει αυταπάτες.
«Η κρίση», παραδέχεται ο Μουσολίνι, «έχει διεισδύσει στο σύστημα τόσο βαθιά ώστε να γίνει μια συστημική κρίση. Δεν είναι πλέον μια πληγή, αλλά μία χρόνια νόσος...»
Παρά το γεγονός ότι ο φασισμός υπόσχεται δημαγωγικά ότι η ανεργία θα απορροφηθεί και οι επιχειρήσεις θα ξανανοίξουν, γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν θα θέσει σε επανεκκίνηση την οικονομική μηχανή. Δεν επιδιώκει σοβαρά ούτε να φέρει πίσω στη ζωή τον εξαφανισμένο καταναλωτή, ούτε να παρακινήσει να επενδυθούν στην παραγωγή οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις που έχουν σταματήσει από καιρό να επενδύονται. Οποιοσδήποτε είναι ελεύθερος να πιστεύει σε Ουτοπίες, εφόσον το επιθυμεί, αλλά ο φασισμός ξέρει τι θέλει και τι μπορεί να κάνει. Προσπαθεί απλώς να ελέγξει, με τεχνητά μέσα, την πτώση στα κέρδη του ιδιωτικού καπιταλισμού που έχει γίνει παρασιτικός. Παρά τη λεπτομερή δημαγωγία του, δεν έχει μεγάλα σχέδια. Ζει από εβδομάδα σε εβδομάδα. Δεν φιλοδοξεί τίποτα περισσότερο από το να κρατήσει ζωντανά - μέσω των περικοπών των μισθών, των κρατικών παραγγελιών και των επιδοτήσεων, της κατάσχεσης των μικρών αποταμιεύσεων και του αυταρχισμού - μια χούφτα μονοπώλια και μεγάλους γαιοκτήμονες. Και προκειμένου να παραταθεί η βασιλεία των τελευταίων (αν και περιορίζοντας την ελευθερία τους, χωρίς να τους έχει εξασφαλίσει τα προ της ύφεσης εισοδήματά τους), δεν έχει κανένα δισταγμό να επισπεύσει την καταστροφή όλων των άλλων στρωμάτων του πληθυσμού - τους μισθωτούς, τους καταναλωτές, τους αποταμιευτές, τους εργαζομένους αγρότες, τους τεχνίτες, ακόμα και τους βιομήχανους παραγωγής καταναλωτικών αγαθών.
Οι αφελείς άνθρωποι έξω από την Ιταλία και τη Γερμανία, οι οποίοι πέφτουν στην παγίδα των ψεμάτων της φασιστικής δημαγωγίας και τριγυρίζουν λέγοντας ότι ο φασισμός είναι μια «επανάσταση», και ότι ο φασισμός έχει «ξεπεράσει» τον καπιταλισμό, καλούνται να μελετήσουν την ακόλουθη επιστολή ενός εργάτη που δημοσιεύθηκε στην ναζιστική καθημερινή εφημερίδα Völkische Beobachter15 (7 Ιουνίου, 1936):
«Κανείς απ’ όσους ασχολούνται με οικονομικά ζητήματα δεν πιστεύει ότι το καπιταλιστικό σύστημα έχει εξαφανιστεί. Αν και είναι αλήθεια ότι οι μέθοδοι της δημόσιας χρηματοδότησης έχουν πάρει ένα διαφορετικό χαρακτήρα - ένα χαρακτήρα εξαναγκασμού - το κεφάλαιο, ή τουλάχιστον ο,τι είναι γενικά κατανοητό με αυτή τη λέξη, δεν ήταν ποτέ τόσο ισχυρό και προνομιούχο όσο σήμερα... Η οικονομία συσσωρεύει τεράστια κέρδη και αποθεματικά. Οι εργάτες καλούμαστε να περιμένουμε, και να παρηγορηθούμε ενώ περιμένουμε υποβαλλόμενοι σε μια ολόκληρη σειρά από προκαταρκτικές προϋποθέσεις. Οι μεγάλες επιχειρήσεις να έχουν κέρδη, και ο μικρές να λαμβάνουν σχέδια για το μέλλον. Αν αυτό δεν είναι καπιταλισμός με τη συγκεκριμένη έννοια του όρου, θα ήθελα να ξέρω τι σημαίνει καπιταλισμός... Μία ομάδα πραγματοποιεί τρομερά κέρδη σε βάρος του υπόλοιπου πληθυσμού. Αυτό είναι ο,τι συνηθίζεται να ονομάζεται καπιταλιστική εκμετάλλευση...»
«Αυτό δεν είναι εθνικοσοσιαλισμός. Αυτό είναι απλά καπιταλισμός», έγραψε ένας άλλος ανταποκριτής στην Völkische Beobachter στις 13 Ιουνίου. Και το επίσημο όργανο του ναζιστικού κόμματος απάντησε με κυνισμό ότι, εάν η κυβέρνηση ήθελε να κατανείμει μεταξύ των εργατών δύο ή περισσότερα δισεκατομμύρια του αυξημένου κέρδους των μεγάλων επιχειρήσεων, θα είχε έρθει η ίδια «σε κατάφωρη αντίθεση με την Οικονομία, και η ενέργεια της θα την είχε παραλύσει εντελώς σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τη θέση της.»
4.
Επιπλέον, σε διεθνές επίπεδο, ο φασισμός απλώς επιδεινώνει την τάση του συνόλου του καπιταλιστικού συστήματος προς την εθνική απομόνωση και τον αυταρχισμό. Με την αποσύνδεση της οικονομίας από το διεθνή καταμερισμό εργασίας, με την προσαρμογή των «παραγωγικών δυνάμεων στην προκρούστεια κλίνη του εθνικού κράτους», ο φασισμός φέρνει «χάος στις παγκόσμιες σχέσεις». Για το μελλοντικό έργο του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, δημιουργεί «πρόσθετες κολοσσιαίες δυσκολίες».
Την ίδια ώρα ο φασισμός επιδεινώνει και φέρνει στο υψηλότερο επίπεδο τους την ένταση των αντιθέσεων που προκύπτουν από την άνιση ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος, και έτσι επιταχύνει την ώρα μιας νέας διαίρεσης του κόσμου με τη δύναμη των όπλων - η ώρα της «υποτροπής στη βαρβαρότητα» που προέβλεπε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, σε περίπτωση που το προλεταριάτο καθυστερήσει να εκπληρώσει το ταξικό του καθήκον της επίτευξης του σοσιαλισμού.
Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι σωστό να πούμε ότι ο φασισμός σημαίνει πόλεμο. Ο Μπέλα Κουν πριν από λίγο καιρό επιτέθηκε σ’ αυτό το ιδιοτελές ψέμα:
«Το σύνθημα ότι ο φασισμός, ο οποίος είναι μια από τις πολιτικές μορφές της αστικής κυριαρχίας... σημαίνει πόλεμο, αποσκοπεί... μόνο να απαλλάξει δια παντός από κάθε ευθύνη μια από τις ομάδες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που συγκαλύπτουν τις πολεμικές προετοιμασίες τους κάτω από δημοκρατικές μορφές και ειρηνιστικές φράσεις... Το παλιό σύνθημα του μαρξιστικού αντιμιλιταρισμού - του επαναστατικού αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο - μπορεί να εκφραστεί διαφορετικά: καπιταλισμός σημαίνει πόλεμος».
Ο πόλεμος είναι το προϊόν του καπιταλιστικού συστήματος στο σύνολό του. Στον πόλεμο του αύριο δεν θα βρεθούν οι δημοκρατίες απέναντι στις δικτατορίες. Πίσω από ιδεολογικά προσχήματα, κρύβεται η ιμπεριαλιστική πραγματικότητα. Στον πόλεμο του αύριο τα ικανοποιημένα έθνη, τα οποία εδώ και πολύ καιρό πήραν «θέσεις στον ήλιο» και διαίρεσαν τον πλανήτη μεταξύ τους με αίμα και σίδερο, θα βρεθούν να αντιτίθεται στα «προλεταριακή» έθνη - τα οποία ήρθαν καθυστερημένα να απαιτήσουν το μερίδιό τους στη γιορτή, αν χρειαστεί με αίμα και σίδερο. Η μία ομάδα είναι έτοιμη να κάνει πόλεμο για να προκαλέσει μια νέα διαίρεση του κόσμου. Η άλλη είναι έτοιμη να κάνει πόλεμο για να αποτρέψει αυτή τη διαίρεση. Αυτή είναι μια βασική αλήθεια που δεν επαναλαμβάνεται πολύ συχνά σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, όταν, για πολλούς ανθρώπους, αντιφασισμός έχει γίνει συνώνυμο με το σοβινισμό. Ο φασισμός πρέπει να καταπολεμηθεί όχι εξωτερικά από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αλλά από μέσα από την προλεταριακή ταξική πάλη. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να τεθεί ένα τέλος στον Μουσολίνι και τον Χίτλερ: αυτός είναι να βοηθηθούν οι Ιταλοί και Γερμανοί εργάτες να τους πολεμήσουν στη χώρα τους. Και πώς μπορούν να βοηθηθούν; Με το παράδειγμα! Πολεμώντας στις χώρες μας!
(Οκτώβριος 1938)
Πηγή: Σπάρτακος, τεύχος 112, Ιούνιος 2013. Τεύχος - αφιέρωμα, «Η μαρξιστική κριτική του φασισμού».
Δημοσιεύτηκε στο New International, τ. 4, Νο. 10, Οκτώβριος 1938, σελ. 297-300. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο, Guérin Daniel, Sur le fascisme: I - La peste brune; II - Fascisme et grand capital, Paris, Maspero, 1965 (το απόσπασμα προέρχεται από το δεύτερο βιβλίο. Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί και εκδοθεί μόνο το πρώτο βιβλίο: Γκερέν Ντανιέλ, Πάνω στο Φασισμό, Ι - Η φαιά πανούκλα, «Κείμενα», 1971).
Το απόσπασμα που μεταφράζεται στα ελληνικά, έχει δημοσιευτεί σε αγγλική μετάφραση στην ιστοσελίδα, Marxists Internet Archive. .
Σημειώσεις
1. [Σ.τ.Μ.] Γερμανικός όρος για τους κυβερνήτες-διοικητές των επαρχιών και των δουκάτων που διορίζονταν από τους βασιλιάδες και τους αυτοκράτορες των γερμανόφωνων περιοχών κατά το 19ο αιώνα.
2. [Σ.τ.Μ.] Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σύγχρονη εποχή, σελ. 142.
3. [Σ.τ.Μ.] Paul Gentizon (1885-1955), Σουηδός φασίστας δημοσιογράφος και συγγραφέας.
4. [Σ.τ.Μ.] Ο Robert Ley (1890-1945) ήταν ο επικεφαλής του ναζιστικού κόμματος του Μονάχου, μετά την εκδίωξη του Gregor Strasser το 1931 και από το 1933 επικεφαλής του Deutsche Arbeitsfront [DAF - Γερμνικό Μέτωπο Εργασίας], της συνδικαλιστικής πτέρυγας του Ναζιστικού Κόμματος, μετά την κατάκτηση της εξουσίας έγινε υπουργός εργασίας.
* [Σ.τ.Σ.] Στις 18 του Απρίλη 1937 ο Rudolf Hess έκανε μια βίαια αντικομουνιστική ομιλία στην Καρλσρούη, την οποία ο ανταποκριτής του Information στο Βερολίνου σχολίασε ως εξής: «Η ομιλία αυτή τείνει να θέσει τέρμα μέσα στη Γερμανία στις συζητήσεις που έχουν ανακύψει μεταξύ των λαϊκών μαζών του Ράιχ, παρά τη λογοκρισία, ως αποτέλεσμα της δημοσίευσης του νόμου για το σαρανταοχτάωρο και των νέων κοινωνικών νόμων από το υπουργικό συμβούλιο του Blum.»
5. [Σ.τ.Μ.] Gioacchino Volpe (1876-1971), Ιταλός φασίστας ακαδημαϊκός, ο οποίος το 1925 συνυπέγραψε μαζί με άλλους του Μανιφέστο των φασιστών διανοουμένων.
6. [Σ.τ.Μ.] Pietro Sandro Nenni (1891-1980). Μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας και από το 1923 μέχρι το 1925, οπότε και συνελήφθη, συντάκτης του Avanti! Μετά το 1926 κατέφυγε στη Γαλλία και έγινε γραμματέας του ΣΚΙ.
* [Σ.τ.Σ.] «Όλα τα κύρια διοικητικά όργανα του κράτους,» σχολιάζει ο ανταποκριτής των Temps στο Βερολίνο, «αναπαράγονται, να το πω έτσι, από τα όργανα του Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ... Το κόμμα διεισδύει στα Υπουργεία, αλλά διατηρεί επίσης, στις παρυφές των παραδοσιακών διοικητικών οργάνων, τις οργανώσεις του...»
7. [Σ.τ.Μ.] Roberto Farinacci (1892-1945). Ένας από τους βασικότερους και σκληρότερους ηγέτες του ιταλικού φασιστικού κόμματος. Από το 1935 μέλος του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου. Edmondo Rossoni (1884-1965). Αρχικά σοσιαλιστής, υποστήριξε τη συμμετοχή της Ιταλία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εξελίχθηκε σε βασικό στέλεχος του ιταλικού φασισμού. Από το 1922 έγινε επικεφαλής της Confederazione nazionale delle Corporazioni sindacali fasciste [Εθνική Συνομοσπονδία Συνδικαλιστικών Επιχειρήσεων]. Από το 1930 ήταν μέλος κι αυτός του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου.
8. [Σ.τ.Μ.] Σύμφωνα με τη συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) ο γερμανικός στρατός δεν είχε το δικαίωμα εισόδου στην περιοχή της Ρηνανίας (αριστερή όχθη του Ρήνου). Η Γερμανία αποδέχτηκε αυτόν τον όρο με τη συνθήκη του Λοκάρνο (1925). Οι ναζί αποφάσισαν να ακυρώσουν μονομερώς αυτή τη συμφωνία και τον Μάρτιο του 1936 τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στη Ρηνανία.
9. [Σ.τ.Μ.] Dr. Hjalmar Horace Greeley Schacht (1877-1970) Οικονομολόγος και τραπεζίτης, ιδρυτής του Γερμανικού Δημοκρατικού Κόμματος και υποστηρικτής των ναζί. Ο Χίτλερ τον διόρισε πρόεδρο της Reichsbank και Υπουργό Οικονομικών μέχρι το 1937, οπότε και διαφώνησε με την εξοπλιστική πολιτική και απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση.
10. [Σ.τ.Μ.] Στρατηγός Werner von Fritsch (1880-1939). Μέλος της ανώτατης γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης και υποστηρικτής των ναζί, έγινε στρατάρχης του Ράιχ το 1936 αλλά το 1938 αναγκάστηκε να παραιτηθεί, επειδή πίστευε ότι ο στρατός δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένος για πόλεμο.
11. [Σ.τ.Μ.[ The Man of Destiny. Θεατρικό έργο του George Bernard Shaw, του 1897. Ο όρος αναφέρεται στον Ναπολέοντα.
12. [Σ.τ.Μ.] Oswald Manuel Arnold Gottfried Spengler (1880-1936). Γερμανός ιστορικός και φιλόσοφος, συγγραφέας του έργου Der Untergang des Abendlandes (Η παρακμή της Δύσης) (1918-1922). Το έργο του συνέβαλε στη δημιουργία μιας πνευματικής ατμόσφαιρας στη Γερμανία, από την οποία ο φασισμός άντλησε πολλά στοιχεία, εντούτοις ο ίδιος ο Spengler κράτησε αποστάσεις από τον ναζισμό (Spegler Oswald, Η παρακμή της Δύσης. Περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας: Μορφή και πραγματικότητα, Τυπωθήτω, Αθήνα 2003).
13. [Σ.τ.Μ.] Μαρξ, ό.π., σελ. 86 [93].
14. [Σ.τ.Μ.] Η «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών». Στις 30 Ιουνίου 1934 ο Χίτλερ δολοφόνησε εκατοντάδες μέλη των S.A., μαζί με τον αρχηγό τους Ernst Röhm, καταστέλοντας έτσι την πτέρυγα του ναζιστικού κινήματος που ήθελε να προχωρήσει σε μία “δεύτερη επανάσταση” και κερδίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο την αποδοχή του στρατού. Σε αυτές τις αιματηρές εκκαθαρίσεις, ο Χίτλερ βρήκε την ευκαιρία να ξεμπερδεύει και με άλλους πολιτικούς του αντιπάλους.
15. [Σ,τ.Μ.] Λαϊκός Παρατηρητής. Το βασικό έντυπο του ναζιστικού κόμματος από το 1920 (εβδομαδιαία και από το 1923 καθημερινή εφημερίδα) ως το 1945.