Τετάρτη, 07 Σεπτεμβρίου 2016 13:05

Πώς ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία

Χανς Γιούργκεν Σουλτζ

Δεν ήταν τυχαίο ότι η εξουσία παραδόθηκε στον Αδόλφο Χίτλερ στις 30.1.1933. Αλλά δεν ήταν και αναπόφευκτο. Όποιος θέλει να καταλάβει πώς έγινε αυτό και πώς μπορούσε να αποτραπεί, πρέπει να γνωρίζει τις συνθήκες και να εξάγει τα συμπεράσματα. Απλοϊκές αναλογίες του τότε και του σήμερα δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν σε σφάλματα.

Στη δεκαετία του ’30 δεν υπήρχε σχεδόν καμιά ευρωπαϊκή χώρα χωρίς μαζικό φασιστικό κίνημα. Στο τέλος της δεκαετίας μόνο στη Δυτική Ευρώπη και στη Σκανδιναβία δεν είχε πέσει η δημοκρατία. Είναι φανερό πως ο φασισμός ρίζωνε στην κοινωνία και όχι στο γερμανικό εθνικό χαρακτήρα, αλλά και πως επίσης ο φασισμός μπορεί να καταπολεμηθεί επιτυχημένα. Έχει ενδιαφέρον, με ποιο τρόπο οι εξελίξεις οδήγησαν στην 30.1.1933.

Ο κόλπος ήταν γόνιμος

Η γερμανική κοινωνία ήταν κλονισμένη ως τα θεμέλιά της λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Έξι εκατομμύρια άνθρωποι ήταν άνεργοι και πολλοί πεινούσαν. Αναρίθμητα αγροκτήματα έβγαιναν στο σφυρί, χιλιάδες μικρές εταιρίες χρεοκοπούσαν. Μια βαθιά απογοήτευση εξαπλωνόταν. Και τα καρτέλ και οι μεγάλες εταιρίες άρχισαν να κλονίζονται, μερικά κατέρρεαν. Πουθενά δεν έβγαζαν κέρδη, συχνά η χρεοκοπία αποτρεπόταν μόνο με σημαντικές κρατικές επιχορηγήσεις. Οι κυρίαρχοι κύκλοι του κεφαλαίου ήταν της γνώμης ότι το οικονομικό σύστημα μπορούσε να σωθεί μόνο με ένα «αυταρχικό κράτος». Γι’ αυτό το εργατικό κίνημα έπρεπε να υποταχθεί και η αγορά να προστατευθεί από τον εξωτερικό ανταγωνισμό ή με στρατιωτικό εξοπλισμό ή με κατακτήσεις ή και με τα δύο. Ήταν όμως ασαφές ποιος μπορούσε να αναλάβει αυτό το έργο.

Η γερμανική κοινωνία ήταν σημαδεμένη από την αντίδραση που θριάμβευε μετά την επανάσταση του 1918. Το μεγάλο κεφάλαιο εξακολουθούσε να σκέφτεται ιμπεριαλιστικά. Ανέβαλε απλά τα σχέδιά του για μερικά χρόνια. Υπήρχαν αντιδραστικές μαζικές οργανώσεις πρώην στρατιωτών σαν τους χαλυβδόκρανους (Stahlhelm). Οι ομοσπονδίες των αγροτών, των καταστηματαρχών, κ.λπ., ήταν τουλάχιστον πολύ συντηρητικές. Στις εκκλησίες επικρατούσε ένα είδος εθνικισμού των παπάδων, οι συνελεύσεις των εκκλησιών ήταν πατριωτικές εκδηλώσεις και κάθε άλλο παρά φιλικές προς τη δημοκρατία. Αυτά αντανακλούσαν στα προγράμματα όλων των αστικών κομμάτων. Το αντιδραστικό Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα (DNVP) στρεφόταν κατά «της κυριαρχίας των Εβραίων στην κυβέρνηση και στη δημόσια ζωή. Η εισροή αλλοδαπών μη γερμανικής καταγωγής πρέπει να σταματήσει». Το Νεογερμανικό Τάγμα σαν μέρος του κατά τα άλλα αριστερο-φιλελεύθερου Κόμματος του Γερμανικού Κράτους (DStP), ήταν ανοικτά αντισημιτικό. Ο υπουργός Εξωτερικών και βραβευμένος με το Νόμπελ Ειρήνης Stresemann έγραφε κρυφά γράμματα στο γιο του τέως αυτοκράτορα, όπου διατύπωνε τους στόχους της πολιτικής του. Σ’ αυτούς ανήκαν η ενσωμάτωση όχι μόνο της Αυστρίας, αλλά και του Ντάντσιχ (Γντανσκ, τότε ανεξάρτητη πόλη), της Δυτικής Πρωσίας και Άνω Σιλεσίας, που ήταν μέρη της Πολωνίας.

Η Αποικιακή Ομοσπονδία περιλάβανε εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου και όλων των συλλόγων και κομμάτων, συμπεριλαμβανόμενων των σοσιαλδημοκρατών, και αποφάσισε το 1930 «προπαγάνδα για τις αποικίες, ιδιαίτερα στους εργαζόμενους». Η νοσταλγία για ένα ισχυρό αυταρχικό κράτος και για εθνική δόξα ήταν ριζωμένες σε ευρύτατα στρώματα. Επρόκειτο για βαθύτατη κοινωνική κρίση, που όμως δεν ήταν επαναστατική. Βέβαια, υπήρχε ισχυρό συνειδητό εργατικό κίνημα. Το ΚΚ Γερμανίας (KPD) το 1933 είχε 350.000 μέλη και δεκάδες χιλιάδες ανήκαν σε άλλες μαζικές οργανώσεις.

Αριθμητικά ακόμα πιο δυνατό ήταν το σοσιαλδημοκρατικό στρατόπεδο, που ανερχόταν σε σχεδόν 1 εκατ. μέλη. Εκατοντάδες χιλιάδες ήταν ενταγμένοι στο «Σιδερένιο μέτωπο»1 και 4 εκατ. στη Γενική Ομοσπονδία των Γερμανικών Συνδικάτων (ADGB). Αλλά ακόμα ο κρατικός μηχανισμός δεν είχε κλονιστεί και οι μάζες δεν κινούνταν σε επαναστατική κατεύθυνση. Αντίθετα, μια αντεπαναστατική νοοτροπία κέρδιζε έδαφος. Το πιο σημαντικό εμπόδιο για μια στροφή στην επανάσταση αποτελούσε το μαζικό φασιστικό κίνημα.

2 Eiserne Front 1932

Άνοδος του ναζισμού

Το ’22 κιόλας ο φασισμός ανέβηκε στην εξουσία στην Ιταλία. Τότε ο Ράντεκ τον είχε χαρακτηρίσει σαν ένα κίνημα νέου τύπου στο 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Κατά τον Ράντεκ, ο φασισμός βασιζόταν σε αντιδραστικό αστικό πρόγραμμα, δημιουργούσε με δημαγωγική πολιτική ένα ιεραρχικό οργανωμένο μαζικό κίνημα, ρίζωνε στη μικροαστική τάξη και οικοδομούσε μαχητικές παραστρατιωτικές ομάδες. Συνέτριβε την αστική δημοκρατία και προπαντός το εργατικό κίνημα, για να υπερασπιστεί τον καπιταλισμό.

Έτσι τουλάχιστον είχαν αναλυθεί κάποια ουσιώδη στοιχεία, γρήγορα όμως ξεχάστηκαν. Από τότε τα αφελή πνεύματα αποκαλούσαν κάθε τι, που ήταν αντιδραστικό φασιστικό. Ο Στάλιν έγραφε από το ’24 κιόλας ότι: «Ο φασισμός είναι η μαχητική οργάνωση της αστικής τάξης, που στηρίζεται στην ενεργητική βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας, ή αλλιώς η σοσιαλδημοκρατία είναι η… μετριοπαθής πτέρυγα του φασισμού».

Δεν παραπλανήθηκε μόνο αυτός. Σχεδόν όλοι προτιμούσαν να θεωρούν το φασισμό μια αντεπαναστατική εθνική δύναμη ανάμεσα στις άλλες – με εξαίρεση τον Τρότσκι και μερικούς άλλους ανεξάρτητους κομμουνιστές. Για τον Τρότσκι ο φασισμός σήμαινε εμφύλιο πόλεμο. Αντίθετα με τα παραδοσιακά κόμματα «σεβαστών κυρίων» επρόκειτο για ένα καλά οργανωμένο μαχητικό μαζικό κίνημα, «μια αντεπανάσταση από τα κάτω». Στηριζόταν στην απειλούμενη από την κρίση αγριεμένη μικροαστική τάξη και καταπολεμούσε με τις παραστρατιωτικές ομάδες του το εργατικό κίνημα, που βρισκόταν όλο και περισσότερο σε θέση άμυνας. Ιδεολογικά ο φασισμός αναφερόταν στις υπαρκτές αντιδραστικές ιδέες. Η δημαγωγία του δεν είχε τίποτα να κάνει με το σοσιαλισμό, αλλά αποτελούσε μικροαστικό αντικαπιταλισμό.

Το μεγάλο κεφάλαιο μπορούσε να διατηρήσει την εξουσία του στηριζόμενο στη μικροαστική τάξη, σε καλές περιόδους επίσης στη σοσιαλδημοκρατία και τα συνδικάτα. Σε εποχές κρίσης όμως αυτή η συμμαχία γινόταν πολύ ακριβή. Επομένως έψαχναν για άλλες λύσεις.

Ο φασισμός στην εξουσία ανατρέπει πολιτικά και την αστική τάξη. Αντίθετα με ένα αστυνομικό κράτος ή μια στρατιωτική δικτατορία μπορεί να ελέγξει την κοινωνία δια μέσου των πολυάριθμων οπαδών του. Το εργατικό κίνημα συντριβόταν και ατομικοποιούνταν. Ασκώντας την εξουσία ο φασισμός αναλάμβανε τον κρατικό μηχανισμό. Αντιπροσώπευε τα ιστορικά συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ναι μεν έπρεπε να απογοητεύσει τους οπαδούς του επειδή η δεύτερη, η κοινωνική, επανάσταση δεν θα γινόταν. Αλλά οι τρομοκρατικές συμμορίες θα βολεύονταν σαν μέλη της αστυνομίας, άλλοι θα έκαναν καριέρα στον κρατικό μηχανισμό. Θα ’ταν αυταπάτη να περιμένει κανείς την άμεση κατάρρευση του φασισμού.

Για πολλά χρόνια ο φασισμός υπήρχε σαν σχετικά αδύναμος παράγοντας. Από οργανωτική άποψη στη Γερμανία ήταν δημιούργημα της Reichswehr, δηλαδή του στρατού, που τον χρηματοδοτούσε και τον προμήθευε με όπλα, όπως και τα SA, δηλαδή τις χιτλερικές παραστρατιωτικές ομάδες. Τα χρήματα περίσσευαν πάντα. Το 1920 κιόλας, όταν δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα, ο Χίτλερ είχε μια πολυτελή Ντάιμλερ με σοφέρ. Αυτή τη συνήθεια δεν την εγκατέλειψε μέχρι το τέλος. Λίγο αργότερα μερικοί μεγαλοκαπιταλιστές ανέλαβαν τη χρηματοδότηση – ο Kirdorf που διοικούσε τα πολιτικά χρήματα της βιομηχανίας του Ρουρ (Ruhrindustrie). Ο Fritz Thyssen, που χρηματοδοτούσε μεταξύ άλλων τον «Καφέ Οίκο» [καφέ ήταν το χρώμα των γερμανών ναζί], δηλαδή το κέντρο του κόμματος στο Μόναχο, η Ομοσπονδία της Βαυαρικής Βιομηχανίας, ο Ernst von Borsig (Πρόεδρος του Συνδέσμου των Γερμανών Εργοδοτών) και ο παραγωγός πιάνων Bechstein. Αυτοί ήταν οι πρώτοι, αρχικά μόνο μια μειοψηφία μεγαλοκαπιταλιστών, αλλά χωρίς αυτούς το κόμμα με τον πανάκριβο μηχανισμό του δεν θα μπορούσε να επιβιώσει.

Στην κρίση το ναζιστικό κόμμα (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, NSDAP) μεγάλωσε γρήγορα. Το 1928 είχε πάρει 800.000 ψήφους, δυο χρόνια αργότερα 6,5 εκατ. Ο ηγέτης του ΚΚ Γερμανίας, Ερνστ Τέλμαν (Thälmann) έλεγε: «Αυτή η μέρα ήταν η καλύτερη του Χίτλερ, που θα την ακολουθήσουν χειρότερες». Στο αποκορύφωμα, το καλοκαίρι του 1932, πήρε το 37% των ψήφων, λίγο περισσότερο από το ΚΚ Γερμανίας και τους σοσιαλδημοκράτες μαζί. Στο τέλος του ’32 οι εθνικοσοσιαλιστές, δηλαδή το κόμμα του Χίτλερ, είχαν σχεδόν 1 εκατ. μέλη, η SA διέθετε 470.000 άνδρες, η οργάνωση των ναζί εργαζομένων ανήλθε στους 260.000. Έτσι ο φασισμός αποτελούσε μια τεράστια, όχι όμως καθοριστική δύναμη. Εξάλλου ήταν σε μεγάλο βαθμό περισσότερο «ανθρώπινη σκόνη» (Τρότσκι) παρά οργάνωση στελεχών, αν και οι «10 εντολές για τον εθνικοσοσιαλιστή» διέτασσαν μεταξύ άλλων: «Η απόφαση του Χίτλερ είναι τελειωτική… Το πρόγραμμα πρέπει να είναι για σένα απαραβίαστο δόγμα… Δίκιο είναι ό,τι συμφέρει το κίνημα και τη Γερμανία και έτσι το λαό σου».

Ο Τρότσκι επιχειρηματολογούσε πως η άνοδος του φασισμού στην εξουσία μπορούσε να αποτραπεί μόνο με το ενιαίο μέτωπο όλων των εργατικών οργανώσεων. Η αντιπαράθεση μεταξύ τους έπρεπε να σταματήσει και να διοργανωθεί η άμυνα. Απαιτούσε την οικοδόμηση οπλισμένων επιτροπών ιδιαίτερα στα εργοστάσια. «Κάθε εργοστάσιο πρέπει να γίνει αντιφασιστικό προπύργιο». Αλλά το αντίθετο συνέβη. Ο Τέλμαν απάντησε οξύθυμα ενάντια σε αυτές τις προτάσεις: «Αυτή είναι η θεωρία ενός εντελώς χρεοκοπημένου φασίστα και αντεπαναστάτη». Και ο Μίντσενμπεργκ (Münzenberg), υπεύθυνος για την προπαγάνδα του ΚΚ Γερμανίας, έγραφε: «Ο Τρότσκι προτείνει ένα μπλοκ ανάμεσα στο κομμουνιστικό και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Τίποτα άλλο δεν θα προωθούσε περισσότερο το φασισμό». Έτσι ο ρόλος του Τρότσκι είναι «ανοιχτά φασιστικός». Η ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών δεν αντέδρασε διόλου.

Το ΚΚ Γερμανίας και οι σοσιαλδημοκράτες εκτιμούσαν την κατάσταση εντελώς λαθεμένα. Και τα δυο κόμματα νόμιζαν ότι οι ναζί θα κατέρρεαν γρήγορα εντός μερικών μηνών από τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και τις εσωτερικές τους αντιφάσεις. «Μετά το Χίτλερ εμείς», έλεγαν. Η συνέπεια ήταν μια πολιτική που οδήγησε στην αυτοκτονία.

3 Antifaschistische Aktion Demonatration 1932

Σοσιαλφασισμός

Το ΚΚ Γερμανίας περίμενε την επανάσταση κάτω από τη δική του καθοδήγηση. Από όλες τις χώρες η Γερμανία «πλησίαζε περισσότερο την προλεταριακή επανάσταση», ήταν η άποψη της ηγεσίας της Κομμουνιστικής Διεθνούς το Σεπτέμβρη του ’32. Η αστική τάξη εμπόδιζε δήθεν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία επειδή έτσι θα «δημιουργούνταν μια επαναστατική κρίση με γρηγορότερους ρυθμούς» αφού θα εξαφανίζονταν οι τελευταίες αυταπάτες στη δημοκρατία και τη σοσιαλδημοκρατία.

Δεν θεωρούσαν το φασισμό σοβαρό αντίπαλο. Ο Τέλμαν έλεγε: «Μια κομμουνιστική ψήφος ζυγίζει περισσότερο από 10-20 εθνικοσοσιαλιστικές ψήφους». Νόμιζαν ότι με εθνικιστική δημαγωγία μπορούσαν να σταματήσουν το ναζισμό. Στην «Προγραμματική δήλωση για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση του γερμανικού λαού» (24.8.1930) το ΚΚ Γερμανίας παρουσιάστηκε σαν αληθινή εθνική δύναμη. Έλεγε π.χ.: «Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας… είναι… εθελοντές πράκτορες του γαλλικού και πολωνικού ιμπεριαλισμού». Υποστήριζε πως οι ναζί παρέδιδαν το Νότιο Τιρόλο στους ιταλούς φασίστες και πουλούσαν «με αυτή την αισχρή πράξη τα εθνικά συμφέροντα των εργαζόμενων της Γερμανίας». Έτσι μόνο το ΚΚ Γερμανίας αντιπροσώπευε τα εθνικά συμφέροντα: Μόνο το σφυρί της προλεταριακής δικτατορίας μπορεί να συντρίψει τις αλυσίδες… της εθνικής καταπίεσης».

Εντωμεταξύ η κοινοβουλευτική πλειοψηφία διαλύθηκε ήδη το 1930 και έτσι τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης την κυβερνούσαν με νόμους που αναφέρονταν σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Το ΚΚ Γερμανίας αποκαλούσε τον Χίτλερ απλά ένα άλλο είδος αυτού του καθεστώτος. Ο πραγματικός εχθρός για το ΚΚ Γερμανίας ήταν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) γιατί ρίζωνε ακόμα στην εργατική τάξη. Από το Φεβρουάριο του ’28 η Κομμουνιστική Διεθνής το όριζε «σοσιαλφασιστικό». Ήταν «εκμεταλλευτικό απόβρασμα» και «κόμμα μιας πτέρυγας του φασιστικού συστήματος» στη γλώσσα του τότε στελέχους του ΚΚ Γερμανίας Herbert Wehner, ο οποίος μετά τον πόλεμο έγινε στρατηγικός νους των σοσιαλδημοκρατών.

Πρώτα έπρεπε να νικηθεί η σοσιαλδημοκρατία για να κερδίσει το ΚΚ Γερμανίας τους εργαζόμενους. Η τακτική ήταν το ενιαίο μέτωπο από τα κάτω: προσέφεραν συνεργασία στη βάση των σοσιαλδημοκρατών για να την απομακρύνουν από το κόμμα της. Έκαναν και δημαγωγικές προσφορές στη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία, αλλά μόνο για να την εκθέσουν. Στην πραγματικότητα το ΚΚ Γερμανίας καταπολεμούσε τα ενιαία μέτωπα όπου υπήρχαν. Τα απαγόρευσε με ανεξάρτητες δυνάμεις σαν τους τροτσκιστές, το Κομμουνιστικό Κόμμα – Αντιπολίτευση (ΚΡΟ2) και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SAP3) και τα εμπόδιζε στην πράξη με τη σοσιαλδημοκρατία. Λίγες μέρες πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία αποκάλεσε το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας μη επίθεσης με την ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών σαν «ρεζίλεμα του κόκκινου Βερολίνου».

4 Reichsbanners

Συνεπής αντιφασισμός της σοσιαλδημοκρατίας;

Για ένα πραγματικό ενιαίο μέτωπο σίγουρα θα μπορούσε να κινητοποιηθεί ένα μεγάλο μέρος των σοσιαλδημοκρατών εργαζομένων. Έπρεπε όμως να αναγκάσει την ηγεσία τους που από το 1918 αγωνιζόταν κατά της επικείμενης επανάστασης. Μια κυβέρνηση κάτω από σοσιαλδημοκρατική ηγεσία κατέστειλε την επανάσταση το 1919 και ήταν υπεύθυνη για τη δολοφονία της Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ. Την 1η Μαΐου 1929 η αστυνομία της σοσιαλδημοκρατικής πρωσικής κυβέρνησης σκότωσε 33 διαδηλωτές εργάτες στο Βερολίνο. Στην Πρωσία που περιλάμβανε τη μισή Γερμανία, η αστυνομία χρησιμοποιούνταν συνέχεια ενάντια σε κομμουνιστές. Η απαγόρευση των διαδηλώσεων του Οκτωβρίου 1931 επιβαλλόταν συχνά βάναυσα.

Όταν η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας ανατράπηκε στις 20.7.1932, με ένα τρόπο που έμοιαζε με πραξικόπημα, το ΚΚ Γερμανίας πρότεινε γενική απεργία. Η σοσιαλδημοκρατία απέρριψε την πρόταση αυτή. «Το ΚΚ Γερμανίας υποβαθμίστηκε σε βοηθητική ομάδα των φασιστών», έλεγε. Όποιος συμμετείχε σε ενιαίο μέτωπο διαγραφόταν. Ο πρόεδρος της αστυνομίας του Βερολίνου δήλωσε στις 12.12.1930: «Δεν θεωρώ τους εθνικοσοσιαλιστές μεγάλο κίνδυνο… Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι οι κομμουνιστές, που πρέπει να τους φάει το γρηγορότερο δυνατό το Reichsbanner4». Αυτή ήταν η άποψη της ηγεσίας.

Για τη σοσιαλδημοκρατία οι ναζί ήταν απλά ένα αντιδραστικό κόμμα ανάμεσα στα άλλα. «Αν ο Χίτλερ γίνει καγκελάριος, τότε θα είναι καγκελάριος της βουλής… Πρέπει να παραιτηθεί μόλις χάσει την εμπιστοσύνη της βουλής και δεν θα διαθέτει καμιά εξουσία να αλλάξει το σύνταγμα… Εκείνος που σχεδίαζε να διαλύσει το κοινοβουλευτικό σύστημα, θα είναι ο φορέας και ο αιχμάλωτός του». Έτσι έλεγε ο Ερνστ Χάιλμαν (Heilmann), ο πρόεδρος της σοσιαλδημοκρατικής κοινοβουλευτικής ομάδας στην Πρωσία στις 27.11.1932. Σίγουρα δεν θα είχε πει κάτι παρόμοιο για έναν καγκελάριο Τέλμαν. Η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας φοβόταν την επανάσταση περισσότερο από τη φασιστική αντεπανάσταση.

Δεν αρνήθηκε καθόλου αποφασιστικά μια τυχόν φασιστική κυβέρνηση. Ο πρώσος σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Μπράουν δήλωσε τον Απρίλιο του 1932 πως το πείραμα μιας κοινοβουλευτικής κυβέρνησης με τους εθνικοσοσιαλιστές πρέπει να διεξαχθεί. Μερικά μέλη του προεδρείου των συνδικάτων που ήταν ταυτόχρονα ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας συναντιόνταν επανειλημμένα με ηγέτες των ναζί – ποτέ όμως με κομμουνιστές. Ας μην ξεχαστεί ότι ο αδιόρθωτος αντιδραστικός και πρώην στρατηγός του πολέμου φον Χίντεμπουργκ (von Hindenburg) εκλέχθηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας προπαντός με τις ψήφους της σοσιαλδημοκρατίας. Ήταν αυτός που αργότερα διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο.

5 Rote Frontkämpferbund RFB 1927

Ο εχθρός είναι αριστερός

Την ίδια στάση, αλλά βέβαια ακόμα πιο οξεία υιοθέτησαν τα αστικά κόμματα. Τα αντιδραστικά κόμματα θεωρούσαν τον Χίτλερ σύμμαχο με τον οποίο σχημάτισαν στα 1931 το κοινό μέτωπο των SA και των Χαλυβδόκρανων (Harzburger Front). Ούτε τα δημοκρατικά κόμματα δεν ήταν πολύ πιο επιφυλακτικά. Μετά την πρώτη εκλογική επιτυχία των ναζί το Σεπτέμβριο του 1930 επιχειρούσαν πολλές φορές να εντάξουν τους ναζί στην κυβέρνηση. Ο καγκελάριος Μπρίνινγκ του Κέντρου5 υποδέχτηκε τον Οκτώβρη του 1930 για πρώτη φορά τον Χίτλερ και άλλους ηγέτες των ναζί. Προειδοποίησε δημόσια «οι εθνικοσοσιαλιστές να μη θεωρηθούν το ίδιο επικίνδυνοι με τους κομμουνιστές» (Οκτώβριος 1931). Συχνά τους πρότειναν κυβερνητικούς συνασπισμούς και στα κρατίδια. Οι προσφορές απέτυχαν επειδή ο Χίτλερ –αν και ηγέτης ενός κόμματος μειοψηφίας– απαιτούσε να κυβερνήσει μόνος του.

Στο αποκορύφωμα της κρίσης στα 1932 έσπασαν τα τελευταία προπύργια της δημοκρατίας. Αφού οι εθνικοσοσιαλιστές βγήκαν πρώτο κόμμα στις εκλογές του Ιουλίου, όλα τα αστικά κόμματα έκαναν τον Γκέρινγκ πρόεδρο της Βουλής, μόνο το ΚΚ Γερμανίας και οι σοσιαλδημοκράτες αντιτάχθηκαν. Όλο και περισσότεροι απαιτούσαν να ανατεθεί η εξουσία στον Χίτλερ, π.χ., ο Φριτς Σέφερ (Fritz Schäffer), πρόεδρος του Βαυαρικού Λαϊκού Κόμματος (BVP) το Νοέμβρη του 1932. Μετά τον πόλεμο έκανε καριέρα: επί πολλά χρόνια ήταν υπουργός οικονομικών στην ΟΔΓ.

Οι δημοκράτες της Βαϊμάρης στ’ αλήθεια δεν ήταν προπύργιο ενάντια στο φασισμό. Μπορεί η κρίση της ιστορίας να τους αναγνωρίσει ελαφρυντικά περιστατικά επειδή ήταν μόνο κομπάρσοι ενώ οι πραγματικές αποφάσεις πάρθηκαν αλλού.

6 Hamburg1932

Ποιοι άνοιξαν το δρόμο;

Η υποστήριξη της γερμανικής βαριάς βιομηχανίας και ανώτερων χρηματιστών κατέστησε δυνατή την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού στην εξουσία. Έτσι έκρινε η επιτροπή της αμερικάνικης Γερουσίας όταν οι αναμνήσεις ήταν ακόμα φρέσκες. Ο Άλφρεντ Κρουπ (Alfred Krupp), αφεντικό της πασίγνωστης εταιρίας ατσαλιού, το επιβεβαίωσε μετά το 1945. «Είχαμε την εντύπωση πως ο Χίτλερ θα μας έφερνε υγιή εξέλιξη. Πραγματικά το έκανε… Χρειαστήκαμε μια σκληρή και δυνατή ηγεσία, ο Χίτλερ μας έδωσε και τα δυο». Π.χ. διαλύθηκαν ο κομμουνισμός και τα συνδικάτα. Όταν ο Κρουπ ρωτήθηκε για τις καταδιώξεις των Εβραίων, είπε: «Όταν αγοράζεις καλό άλογο, πρέπει να αποδεχθείς μερικά ελαττώματα».

Δεν μπορεί να αποδειχθεί λεπτομερώς, σε πόσο βαθμό οι ναζί εξαρτιόνταν από το μεγάλο κεφάλαιο. Τα σχετικά ντοκουμέντα κάηκαν τον Απρίλη του 1945, ο ταμίας του NSDAP δεν ανακρίθηκε ούτε καν μετά τον πόλεμο και τα αρχεία των μεγάλων εταιριών φαίνεται να είναι κλειστά για πάντα. Αλλά είναι σίγουρο ότι ο μηχανισμός του κόμματος και ειδικά τα SA, που ζούσαν συχνά σε στρατώνες, μπορούσαν να υπάρξουν μόνο με την τεράστια χρηματοδότηση των βιομηχάνων που διατηρούσαν τους φασίστες σαν εφεδρεία για την περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Τον Απρίλιο του 1927, όταν οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν ακόμη μικρό κόμμα, ο Χίτλερ μπόρεσε να κάνει μια ομιλία μπροστά σε 400 καλεσμένους στην αίθουσα «Κρουπ» στην πόλη Έσεν (Essen).

Όταν η κρίση οξύνθηκε και μετά την επιτυχία του 1930, το κόμμα έπαιρνε όχι μόνο μεγάλα ποσά διάφορων δωρητών, αλλά και ένα μέρος των χρημάτων που διένεμαν οι οικονομικοί σύνδεσμοι στις πολιτικές δυνάμεις. Το 1931 ανερχόταν στο 20%, δηλαδή 20 εκατ. Μάρκα.

Κι όμως ο Χίτλερ δεν ήταν η πρώτη επιλογή του κεφαλαίου. Λαμβανόταν υπόψη ότι δεν μπορούσε να ελεγχθεί όπως οι Εθνικοί Γερμανοί (DNVP)6 του Χούγκενμπεργκ ή ο στρατός. Πραγματικά, οι άγριοι οπαδοί του των SA ενοχλούσαν τους κυρίους. Ο στόχος τους ήταν να ενσωματώσουν τον Χίτλερ σε μια «εθνική κυβέρνηση». Έτσι οι τραπεζίτες και βιομήχανοι των ανώτατων κύκλων απαιτούσαν τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση. Ο Χίτλερ όμως ήθελε μόνος του την εξουσία.

Γι’ αυτό όλες οι άλλες δυνατότητες εξαντλήθηκαν. Μετά το 1930 κυβερνούσαν επί δυο χρόνια με νόμους της «κατάστασης ανάγκης», δηλαδή χωρίς τον έλεγχο της Βουλής. Ύστερα εγκαθιδρύθηκαν οι κυβερνήσεις του φον Πάπεν (von Papen) και του στρατηγού φον Σλάιχερ (von Schleicher), οι οποίες δεν ήταν κάτι παραπάνω παρά «ένα είδος πολιτικής επιτροπής της Reichswehr7» (Τρότσκι). Αλλά με μια μισή στρατιωτική δικτατορία δεν μπορούσε πια να ελεγχθεί η κρίση. Σε μια στρατηγική δοκιμή, οι στρατιωτικοί έβγαλαν το συμπέρασμα ότι οι 101.000 άντρες τους δεν θα έφταναν για τη συντριβή του εργατικού κινήματος (Νοέμβριος 1932).

Μια μειοψηφία του μεγάλου κεφαλαίου προτιμούσε τον Χίτλερ από καιρό. Ο Keppler είχε ιδρύσει μια λέσχη όπου συναντιόνταν. Ο κύκλος βρήκε σύντομα καινούριους υποστηρικτές από τις γραμμές της βαριάς βιομηχανίας, των τραπεζιτών, της χημικής βιομηχανίας και των εφοπλιστών και πρόσφερε στον Χίτλερ τη δυνατότητα να πλησιάσει τους άλλους που ακόμα δίσταζαν. Το Γενάρη του 1932 μπόρεσε να μιλήσει στη Λέσχη της Βιομηχανίας του Ντίσελντορφ και εντυπωσίασε τους κυρίους αρκετά.

Επειδή δεν υπάρχει «κεντρική επιτροπή του κεφαλαίου», όπου να παίρνονται αποφάσεις με βάση ψηφοφορίες, η διαμόρφωση των απόψεων ακολούθησε πολλές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις. Είναι όμως φανερό ότι η μεγάλη πλειοψηφία του γερμανικού κεφαλαίου θεωρούσε τον Χίτλερ ως τη μόνη εναλλακτική λύση τουλάχιστον το φθινόπωρο του 1932. Διαφορετικές απόψεις πάντως δεν έγιναν γνωστές.

Αυτό ήταν καθοριστικό επειδή δεν υπήρχε οργανωμένη αντίσταση του εργατικού κινήματος και καθόλου των δημοκρατών. Στην πραγματικότητα όμως το NSDAP περνούσε βαθιά κρίση. Έχασε δυο εκατομμύρια ψήφους στις εκλογές του 1932 και ήταν πλέον μικρότερο από τα δυο εργατικά κόμματα μαζί (33,1% έναντι 37,3%). Απαισιοδοξία εξαπλωνόταν ιδιαίτερα στις γραμμές της SA. Έγιναν διασπάσεις. Εξάλλου, το κόμμα ήταν υπερχρεωμένο με τουλάχιστον 12 εκατομμύρια μάρκα.

Πρώτα οι βιομήχανοι πλήρωσαν τα χρέη. Τον Ιούλιο ο Κουρτ φον Σρέντερ (Curt von Schröder), ένας ανώτατος τραπεζίτης, είχε καλέσει τον πρόεδρο του κράτους, τον Χίντεμπουργκ, να κάνει τον Χίτλερ καγκελάριο. Στις 19 Νοέμβρη μια σειρά καπιταλιστών διεκδίκησαν «την ανάθεση της υπεύθυνης ηγεσίας… στον ηγέτη!» Βιάστηκαν εκείνη την περίοδο επειδή φοβούνταν τη διάλυση του NSDAP. Αλλά ακόμα δίσταζε ο Χίντεμπουργκ. Κι όμως έπρεπε να αποφασιστεί ο τρόπος αλλαγής.

Μέσω του φον Σρέντερ συναντήθηκαν ο Χίτλερ και ο φον Πάπεν στις 4.1.1933 και πέτυχαν μια συμφωνία. Ο Χίντεμπουργκ, που βρισκόταν κάτω από την πίεση των προαναφερόμενων κύκλων, διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο στις 30 Ιανουαρίου.

Εξαφάνιση χωρίς μάχη

Το ΚΚ Γερμανίας δεν απαγορεύτηκε, αλλά η καταδίωξη άρχισε από την πρώτη μέρα. Περίπου 100.000 μέλη του πιάστηκαν το 1933, συχνά με τη βοήθεια των φακέλων της αστυνομίας, που λίγο νωρίτερα θεωρούνταν σοσιαλδημοκρατική. Πολλοί ξυλοκοπήθηκαν βάναυσα και βασανίστηκαν, ενώ περίπου 10.000 σκοτώθηκαν. Αυτά διαδραματίστηκαν μπροστά στα μάτια όλου του λαού. Ανάμεσα στα θύματα υπήρχαν επίσης σοσιαλδημοκράτες. Η έκκληση του ΚΚ Γερμανίας για γενική απεργία δεν ακολουθήθηκε. Ήταν η τελευταία ευκαιρία για να επιτευχθεί το ενιαίο μέτωπο, αλλά οι προτάσεις του ΚΚ Γερμανίας δεν πάρθηκαν σοβαρά, αφού η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας νόμιζε ότι μπορούσε να σωθεί προσαρμοζόμενη στην καινούρια κατάσταση. Κανείς δεν κατάλαβε τι πραγματικά γινόταν. Οι εκλογές του Μάρτη 1933, που διεξάχθηκαν κάτω από την τρομοκρατία των ναζί, έφεραν μια λιγοστή πλειοψηφία στο NSDAP (43,9%) και στους συμμάχους του (8%). Τα δυο εργατικά κόμματα πήραν μαζί το 30,6%, το ΚΚ Γερμανίας 12,3%. Η Πράβντα σχολίασε τα αποτελέσματα σαν «τεράστια νίκη του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος» (7.3.1933).

Λίγο νωρίτερα, στις 4.3., βγήκε με τον τίτλο «Οι τρελοί στην κυβέρνηση» εννοώντας το συνασπισμό του Χίτλερ. Αγνοώντας τα γεγονότα η ηγεσία της Κομμουνιστικής Διεθνούς δήλωσε στην 1η Απριλίου πως «η πολιτική γραμμή… ήταν εντελώς σωστή… Οι κομμουνιστές είχαν δίκιο όταν αποκαλούσαν τους σοσιαλδημοκράτες σοσιαλφασίστες». Αντί να συγκεντρωθεί στον αγώνα άμυνας ισχυρίστηκε ότι «η επαναστατική άνοδος… θα συνεχιστεί αναπόφευκτα… Η εγκαθίδρυση της ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας θα οδηγήσει στην επιτάχυνση της ανάπτυξης της προλεταριακής επανάστασης στη Γερμανία». Με τον τρόπο αυτό η ήττα έγινε ακόμη πιο καταστροφική. Τα κομματικά μέλη έπρεπε να κάνουν ανοικτή προπαγάνδα και συνελήφθησαν.

Ακόμα διαγράφτηκαν όσοι απαίτησαν ενιαία δράση με τους σοσιαλδημοκράτες. Με τεράστια καθυστέρηση, τον Ιούλιο του ’34, άλλαξε η γραμμή. Στο 7ο Συνέδριο της Διεθνούς ξαφνικά όλοι αυτοί αποκλήθηκαν σεχταριστές, που δεν ήθελαν να υπερασπίσουν την αστική δημοκρατία και είχαν μιλήσει για σοσιαλφασισμό. Το νέο σύνθημα έγινε το «Λαϊκό Μέτωπο».

Στη σοσιαλδημοκρατία επικρατούσε ο πανικός, που δεν μπορούσε να καλυφθεί από τη λεκτική αποφασιστικότητα. «Ας δώσουμε τη μάχη με βάση το σύνταγμα», δήλωσε στις 31 Ιανουαρίου η κοινοβουλευτική ομάδα. Ήθελε να αντισταθεί τη στιγμή που θα παραβιαζόταν το σύνταγμα. «Γι’ αυτό τον αποφασιστικό αγώνα πρέπει να ετοιμαστούν όλες οι δυνάμεις». Αφού ο Χίτλερ ορκίστηκε στο σύνταγμα, «κυβερνούσε σύμφωνα με το σύνταγμα», έλεγε ο Breitscheid, σοσιαλδημοκράτης ηγέτης. Η Vorwärts (Εμπρός), η εφημερίδα των σοσιαλδημοκρατών, ήταν καθησυχαστική: «Ο Χίτλερ δεν είναι ο Μουσολίνι… Το Βερολίνο παραμένει κόκκινο!»

Στην πραγματικότητα, το σύνταγμα ακυρώθηκε από την πρώτη μέρα. Η σοσιαλδημοκρατία ούτε καν διαμαρτυρήθηκε. Αντιμετώπιζε την τρομοκρατία ενάντια στους κομμουνιστές με σιωπή. Δεν πήρε θέση ούτε στη σύλληψη των κομμουνιστών βουλευτών. «Πρέπει να ξανασυνηθίσουν τη γόνιμη δουλειά. Θα τους δώσουμε την ευκαιρία αυτή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης», δήλωνε ο πρίγκιπας φον Πρόιμπεν (von Preuben), ένας ηγέτης των SA. Κανένας βουλευτής του ΚΚ Γερμανίας δεν μπόρεσε να αναλάβει την εντολή του.

Ναι μεν η σοσιαλδημοκρατία δεν ενέκρινε το «νόμο της εξουσιοδότησης», ο οποίος ανέθετε όλη την εξουσία στην κυβέρνηση του Χίτλερ και αποτέλεσε την τελική αυτοκατάργηση της βουλής με την υποστήριξη όλων των άλλων κομμάτων. Η ομιλία του προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας Βελς (Wels) όμως δεν ήταν και πολύ θαρραλέα. Πρόσφερε στον Χίτλερ ακόμα την έντιμη συνεργασία. Μετά την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας, ο Ολενχάουερ (Ollenhauer), αργότερα πρόεδρος του κόμματος (1951-63) αποκάλεσε την προετοιμασία της παράνομης αντίστασης «παιδαριώδη». Όποιος πήρε μέρος σε αυτή διαγράφτηκε, τουλάχιστον στο Βερολίνο. Τα μέλη του κόμματος αποχωρούσαν μαζικά. Ιδιαίτερα στις δημόσιες υπηρεσίες ενθαρρύνθηκαν να το κάνουν για να κρατήσουν κάποιες θέσεις. Συνέστησαν στους άνδρες των παραστρατιωτικών ομάδων της σοσιαλδημοκρατίας να προσχωρήσουν στους μιλιταριστικούς χαλυβδόκρανους, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στα τέλη Ιουνίου από τα SA. «Συνθηκολογήσαμε χωρίς να το ομολογήσουμε», έγραφε ο Βίλχελμ Χέγκνερ (Wilhelm Högner), μετά τον πόλεμο πρωθυπουργός στη Βαυαρία, «όλα διαλύθηκαν».

Όταν η Σοσιαλιστική Διεθνής έβγαλε μια έκκληση, «Αγώνας ενάντια στο φασισμό», ο Βελς αποχώρησε. Στις 17 Μαΐου ο Χίτλερ έκανε μια ομιλία «ειρήνης» στη Βουλή. Από τους 120 εκλεγμένους σοσιαλδημοκράτες βουλευτές μόνο 65 ήταν ακόμα ελεύθεροι και βρίσκονταν στη χώρα. Αποφάσισαν, αντίθετα με τη θέληση της ηγεσίας στην εξορία, τη συμμετοχή τους στη συνεδρίαση. Ακόμα και ο Χίτλερ τους χειροκρότησε. Όλοι τραγούδησαν ενθουσιασμένοι το «Deutschland über alles der Welt» (η Γερμανία πάνω απ’ όλα στον κόσμο). «Πολλοί δάκρυσαν», όπως θυμάται ο Χέγκνερ.

«Δεν πρέπει να απαγορεύσεις σε ένα πτώμα να βρωμάει», χλεύασε ο Γιόζεφ Γκέμπελς. Μόνο η βουλευτίνα Τόνι Πφουλφ (Toni Pfulf) απέφυγε το θέαμα αυτό και αυτοκτόνησε. Ακόμα μετά την απαγόρευση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στάλθηκαν βουλευτές του στο εξωτερικό προκειμένου να κάνουν προπαγάνδα για τη νέα Γερμανία.

Η ηγεσία των συνδικάτων ξεπέρασε το κόμμα στην προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Στον τύπο της δήλωνε την προθυμία να συνεργάζεται στο καινούριο κράτος με το σύνθημα: «Μέσω του σοσιαλισμού στο έθνος». Ύστερα ο πρόεδρός τους πρότεινε να σταματήσει η σύνδεση των συνδικάτων με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και αποδέχτηκε κρατική επιχορήγηση. Λίγο αργότερα η ηγεσία ενέκρινε δημόσια τους στόχους της ναζιστικής κυβέρνησης.

Σύμφωνα με μια νέα διάταξη, μπορούσαν να απολυθούν εργαζόμενοι με απόψεις εχθρικές στο κράτος και την οικονομία. Η Εφημερίδα των Συνδικάτων έγραψε στην 1η Απριλίου ότι η διάταξη δεν μπορούσε να αφορά μέλη των συνδικάτων. Ακόμα νόμιζαν πως ο στόχος ήταν μόνο οι κομμουνιστές. Παρ’ όλο που πληροφορήθηκε ότι μελλοντικά δεν θα διεξάγονταν ούτε εκλογές ούτε διαπραγματεύσεις μισθών, η ομοσπονδία των συνδικάτων κάλεσε τα μέλη της να συμμετάσχουν στη γιορτή της Πρωτομαγιάς, που διοργανώθηκε από τους ναζί. Στις 2 Μάη τα γραφεία των συνδικάτων καταλήφθηκαν από τα SA.

7 Hamburg um 1933

Πανηγυρισμοί της αστικής τάξης

Ο Χίτλερ εξασφάλισε πρώτ’ απ’ όλα την υποστήριξη των πραγματικά δυνατών. Στις 3 Φεβρουαρίου περιέγραψε ανοιχτόκαρδα τους στόχους του στους αρχηγούς του στρατού: «Κατάκτηση καινούριου ζωτικού χώρου στην Ανατολή και πάσει θυσία γερμανοποίησή της». Προϋπόθεση ήταν η «πειθαρχικότατη αυταρχική διακυβέρνηση του κράτους, εκμηδένιση του καρκινώματος που αποτελούσε η δημοκρατία… εξόντωση του μαρξισμού από τη ρίζα». Τους υποσχέθηκε πως μόνο ο στρατός επρόκειτο να διαθέτει όπλα.

Οι στρατηγοί ήταν πολύ ευχαριστημένοι. Ο στρατηγός φον Μπλόμπεργκ (Blomberg) διαβεβαίωσε για όλους: «Πέρασε ο χρόνος της μη πολιτικής κατάστασης και παραμένει μόνο ένα πράγμα: να υπηρετούμε το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα με πλήρη αφοσίωση». Όμως όλοι οι αξιωματικοί είχαν ορκιστεί νωρίτερα: «Ορκίζομαι πίστη στο σύνταγμα του κράτους και υπόσχομαι πως θέλω να προστατεύω πάντα τους νόμιμους θεσμούς». Οι ίδιοι επίορκοι ισχυρίστηκαν αργότερα, μετά τον πόλεμο, ότι η συνείδηση τους απαγόρευε να ξεσηκωθούν ενάντια στον εγκληματία Χίτλερ, αφού του είχαν ορκιστεί πίστη!

Στους κύριους της βιομηχανίας διευκρίνισε ο Χίτλερ τους στόχους του στις 20 Φλεβάρη. Και αυτοί ήταν αρκετά ικανοποιημένοι και ο Κρουπ σαν πρόεδρος της Ομοσπονδίας της Γερμανικής Βιομηχανίας ευχαρίστησε στο όνομα όλων. Αυθόρμητα έριξαν τις επιταγές σε ένα καπέλο – ήταν 3 εκατομμύρια μάρκα. Οι Εβραίοι, που ήταν στην ηγεσία των ομοσπονδιών του κεφαλαίου, κλήθηκαν εχέμυθα να παραιτηθούν. Από δω ξεκίνησε η «αριοποίηση» της Γερμανίας.

Φυσικά δεν έλειψαν οι ιερείς, που επιβίωσαν και μετά έκαναν τους αντιστασιακούς. Τότε όμως υιοθέτησαν μια ξεκάθαρη θέση υπέρ των ναζί: «Αν πρόκειται η διχόνοια να φύγει για την ενότητα και την ομοψυχία, τότε οι καθολικοί… θα γίνουμε βοηθοί γεμάτοι κατανόηση και πρόθυμοι για θυσίες. Νομίζουμε όμως πως η ενότητα του λαού μπορεί να πραγματοποιηθεί όχι μόνο με την ισότητα του αίματος αλλά και με την ισότητα της σκέψης… Δεν πρέπει να δηλητηριάσουν πια την πνευματική υγεία του γερμανικού λαού η απιστία και η από αυτήν προκαλούμενη ανηθικότητα, ή να απειλήσει και να καταστρέψει τη γερμανική Λαϊκή ψυχή ο δολοφονικός μπολσεβικισμός με το σατανικό του μίσος στο Θεό… Σε καμιά περίπτωση δεν θέλουμε να αφαιρέσουμε τις δυνάμεις της Εκκλησίας από το κράτος». Αυτά κήρυξαν οι καθολικοί επίσκοποι στους πιστούς στις 8.6.1933. Στις 20 Ιούλη συνάφθηκε το κονκορδάτο. Από τότε οι επίσκοποι ορκίζονταν πίστη στον «ηγέτη» σύμφωνα με το άρθρο 16 της συνθήκης.

Εγκαινιάστηκε η νέα Βουλή σε μια εκκλησία του Πότσνταμ με τον ύμνο «Τώρα ευχαριστείστε όλοι το Θεό» (του Μπαχ) στις 21 Μάρτη. Μίλησε ο επίσκοπος Ντιμπέλιους (Dibelius), που μετά τον πόλεμο κράτησε ηγετική θέση στην ευαγγελική εκκλησία: «Μια καινούρια αρχή της κρατικής ιστορίας συνδέεται κάπως με τη βία… Μάθαμε από τον Λούθηρο (Luther) πως η Εκκλησία δεν πρέπει να εμποδίσει την κρατική εξουσία, ούτε όταν εκείνη συμπεριφέρεται σκληρά και ανεπιεικώς. Ξέρουμε τα τρομερά λόγια, με τα οποία ο Λούθηρος κάλεσε τις αρχές στον Πόλεμο των Χωρικών να επιτεθούν αλύπητα για να αποκατασταθεί η τάξη στη Γερμανία… Όταν το κράτος χρησιμοποιεί την εξουσία του κατά εκείνων, που υπονομεύουν την τάξη… τότε δρα στο όνομα του Θεού».

Έτσι ηθικά εμπνευσμένοι όλοι οι βουλευτές των αστικών κομμάτων ψήφισαν υπέρ του νόμου της εξουσιοδότησης. Μεταξύ τους ήταν μερικοί, που έπαιξαν εξέχοντα ρόλο στη μεταπολεμική Γερμανία, π.χ. ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τέοντορ Χέους (Theodor Heuss). Τα μέλη των κομμάτων αυτών αποχώρησαν μαζικά και προσανατολίστηκαν στους ναζί. Τα αστικά κόμματα δεν διαλύθηκαν από πίεση, αλλά αφού τους έλειπαν τα μέλη.

Έτσι κατέρρευσε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Χρειάστηκε η σκληρή και επίμονη «δουλειά» γνωστών ιστορικών και ιδεολόγων για να κατορθωθεί να τα ξεχάσει όλα αυτά ο κόσμος. Τελικά κυριάρχησε ο ωραίος δημοκρατικός μύθος για τη μοιραία εμπλοκή με το ναζισμό αλλά και για την αντίσταση των δημοκρατών, αξιωματικών και εκκλησιών.

 

Πηγή: Σπάρτακος, τεύχος 32, Άνοιξη του 1993. Μετάφραση Ανδρέας Κλόκε. Επαναδημοσίευση: Σπάρτακος, τεύχος, 112, Ιούνιος 2013. Τεύχος - αφιέρωμα, «Η μαρξιστική κριτική του φασισμού».

Ο Hans Jürgen Schulz (1933-98) ήταν στέλεχος της GIM (Gruppe Internationale Marxisten), τμήματος της 4ης Διεθνούς στη Γερμανία, και αργότερα του RSB (Revolutionär-Sozialistischer Bund - Επαναστατικός Σοσιαλιστικός Σύνδεσμος). Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Avanti το Φεβρουάριο του 1993.

 

Φωτογραφίες

Αρχική Φωτογραφία: Εκλογές για το Ράιχσταγκ Ιούλης 1932. Τα μέλη των κομμάτων που κάνουν προεκλογική δουλειά έξω απ’ τα εκλογικά κέντρα βγάζουν μια αναμνηστική φωτογραφία. Μετρώντας από την αρχή προς το τέλος, οι δύο πρώτοι είναι μέλη του NSDAP, ο τέταρτος είναι μέλος του SPD και ο πέμπτος μέλος του KPD. Σε λίγους μήνες οι δύο τελευταίοι θα έχουν πιθανόν εξοντωθεί ή θα σαπίζουν σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η φωτογραφία πάντως είναι ενδεικτική της πεποίθησης των δύο κομμάτων της αριστεράς ότι θα μπορούσαν να συνεχίζουν να κάνουν πολιτική, δίπλα στους φασίστες, όπως σ’ αυτή τη φωτογραφία.

Το SPD και το KPD είχαν συγκροτήσει μαζικές αντιφασιστικές οργανώσεις αυτοάμυνας, οι οποίες όμως ποτέ δεν συνεργάστηκαν για να εμποδίσουν τους ναζί να καταλάβουν την εξουσία. Στη φωτογραφία, συγκέντρωση του Eiserne Front (του SPD) το 1932. Στην φωτογραφία συγκέντρωση του Antifaschistische Aktion (του KPD) το 1932. Στην φωτογραφία, άντρες της σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης Reichsbanner. Στην φτογραφία, μέλη του Rote Frontkämpferbund (RFB, του KPD) το 1927 στο Αμβούργο. Στην φωτογραφία, γειτονιά του Αμβούργου την οποία ελέγχει το KPD (πιθανόν το 1932). Στην 7η φωτογραφία -και πάλι στο Αμβούργο, το 1933- μέλη των SA (τα φασιστικά τάγματα εφόδου) επιδεικνύουν στον φακό της φωτογραφικής μηχανής το λάβαρό τους, μια σημαία του RFB, τα μέλη του οποίου θα έχουν συλληθφεί ή και δολοφονηθεί.

 

Σημειώσεις

1. Η παραστρατιωτική οργάνωση της σοσιαλδημοκρατίας δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ενάντια στο φασισμό.

2. Κομμουνιστική αντιπολιτευτική οργάνωση, της οποίας ηγούνταν οι Μπράντλερ (ηγέτης του Γερμανικού ΚΚ ως τα 1923, από το οποίο διαγράφηκε το 1928) και Ταλχάιμερ.

3. Αριστερή οργάνωση, που είχε αποσπαστεί από τη σοσιαλδημοκρατία και θεωρούνταν από το ΚΚΓ ως η πιο επικίνδυνη πτέρυγα του «σοσιαλφασισμού».

4. Οι παραστρατιωτικές ομάδες της σοσιαλδημοκρατίας.

5. Zentrum, το καθολικό Κέντρο, ένα κόμμα ανάλογο με τους τωρινούς χριστιανοδημοκράτες του Κολ και της Μέρκελ.

6. Ο γερμανικός στρατός.

7. Το DNVP ήταν επίσης μοναρχικό και αντισημιτικό, αλλά λιγότερο ακραίο από τους ναζί. Ο Χούγκενμπεργκ, επιχειρηματίας και πολιτικός, χρημάτισε υπουργός οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση του Χίτλερ.

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 07 Σεπτεμβρίου 2016 14:31

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.