Κώστας Κούσιαντας
Το κίνημα της Ανακωχής των Χριστουγέννων το 1914, μέσα από περιγραφές στρατιωτών
Ο πόλεμος και ο πατριωτικός ενθουσιασμός
Τα Χριστούγεννα του 1914 στο μέτωπο της Φλάνδρας στο Βέλγιο είχαν αντιπαραταχθεί εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες: Βρετανοί, Γάλλοι και Βέλγοι απ’ τη μια πλευρά, Γερμανοί απ’ την άλλη. Η ζωή τους μοιραζόταν ανάμεσα σε πολύνεκρες μάχες, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και ακρωτηριασμένους και στις εξίσου φρικτές συνθήκες που τους εξαντλούσαν και τους εξόντωναν μέσα στα χαρακώματα: κρυοπαγήματα και αρρώστιες (τα χαρακώματα είχαν μετατραπεί σε βάλτους μετά τις φθινοπωρινές βροχές), επιθέσεις με θανατηφόρα αέρια, βολές του πυροβολικού, εξοντωτική εργασία κατασκευής και συντήρησης των χαρακωμάτων...
Αυτοί οι νέοι, πολλοί απ’ τους οποίους είχαν τρέξει να καταταγούν με χαρά στον στρατό όταν ξέσπασε ο πόλεμος, βρέθηκαν τον πέμπτο μήνα του πολέμου σε συνθήκες που δεν είχαν ποτέ τους φανταστεί (οι κυβερνήσεις τους διαβεβαίωναν στην αρχή ότι ο πόλεμος θα κρατούσε μόνο μερικές μέρες), μάρτυρες, θύματα και συμμετέχοντες σε μια σφαγή η οποία ήταν η μεγαλύτερη μέχρι τότε και με την απελπισία, που συνεχώς μεγάλωνε, ότι ο πόλεμος αυτός δεν θα τελειώσει γρήγορα.
Η πλειοψηφία των νέων που πολέμησαν στον Μεγάλο Πόλεμο καθώς και των συγγενών τους, ήταν σίγουρα κάτι περισσότερο από επηρεασμένη από τον εθνικισμό, ο οποίος ολοκληρώθηκε ως μαζική και από τα πάνω κατευθυνόμενη ιδεολογία, με το ξέσπασμα του Α΄ Π.Π. Η πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων πήγε να πολεμήσει θεωρώντας ότι ο πόλεμος ήταν κάτι που δεν το επέλεξε η «δικιά τους» πλευρά, το «δικό τους» έθνος, αλλά τους επιβλήθηκε από ένα άλλο έθνος, το έθνος του εχθρού. Σκέψεις απόλυτα κατανοητές αν αναλογιστούμε ότι για τους απλούς ανθρώπους ο πόλεμος είναι πάντοτε κάτι το παράλογο και το αδικαιολόγητο. Μέσα στη δικιά τους ζωή και στη δικιά τους καθημερινότητα δεν υπάρχει καμιά εχθρική/πολεμική διάθεση για ένα άλλο έθνος. Και καθώς η πλειοψηφία των απλών ανθρώπων τείνει να ταυτίζει τη ζωή της με το έθνος, ο πόλεμος δεν μπορεί να γίνει άμεσα αντιληπτός ως μια επιλογή που γίνεται και από το «δικό τους» έθνος, τις ηγέτιδες τάξεις δηλαδή, τα συμφέροντα των οποίων συνυφαίνονται με τον πόλεμο. Για την πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων, ο πόλεμος είναι πάντα μια επιθετική και άδικη ενέργεια που γίνεται από ένα άλλο έθνος, το οποίο κι αυτό γίνεται αντιληπτό ως ένα ενιαίο σύνολο με ενιαία επιθετική διάθεση. Έτσι, οι στρατιώτες της κάθε πλευρά στον Μεγάλο Πόλεμο, πίστευαν ακράδαντα ότι το δίκιο ήταν με το μέρος τους και γι’ αυτό πολεμούσαν.
Παρ’ όλ’ αυτά, θα ήταν υπερβολή να γενικεύσουμε αυτές τις παρατηρήσεις. Η πλειοψηφία των ανθρώπων πίστευε κάτι τέτοιο, αλλά δεν το πίστευε «αυθόρμητα» και επίσης δεν το πίστευε και απόλυτα, ή τουλάχιστον χωρίς αμφιβολίες. Αμφιβολίες οι οποίες γεννιούνταν συνεχώς μέσα στις συνθήκες της φρίκης, αλλά και αμφιβολίες οι οποίες προϋπήρχαν του πολέμου, ως αποτέλεσμα της διάδοσης σοσιαλιστικών, εργατικών και αντιπολεμικών απόψεων μέσα στις λαϊκές τάξεις της Ευρώπης πριν τον πόλεμο. Η υποστήριξη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στον «δικό της» μιλιταρισμό, συνέβαλε οπωσδήποτε στην δημιουργία μιας καταθλιπτικής πατριωτικής ατμόσφαιρας και στον αποπροσανατολισμό των εργατικών μαζών κατά την έναρξη του πολέμου, οι άνθρωποι όμως οι οποίοι είχαν έρθει σε μια, έστω και απομακρυσμένη, επαφή με κάποιες απ’ αυτές τις ιδέες πριν τον πόλεμο δεν τις είχαν ξεχάσει εντελώς.
Η πιο συνηθισμένη μορφή ενεργούς αμφισβήτησης του εθνικισμού και του πολέμου ήταν οι συνεδελφώσεις των στρατιωτών στα χαρακώματα. Ξεκίνησαν σποραδικά το φθινόπωρο του ‘14, κυρίως στο Δυτικό Μέτωπο και έπαιρναν διάφορες μορφές: από την παθητική αδράνεια, όπου και οι δύο πλευρές απέφευγαν επιθετικές συμπεριφορές, μέχρι τις επισκέψεις ατόμων ή και ομάδων της μιας πλευράς, στα χαρακώματα της άλλης, καθώς και της ανταλλαγής αναμνηστικών, εφημερίδων, τσιγάρων, τροφίμων και ποτών. Ή ακόμα και άτυπες εκεχειρίες προκειμένου και οι δυο πλευρές να ασχοληθούν με τα πλημμυρισμένα από τη βροχή χαρακώματα και σε κάποιες περιπτώσεις, να θάψουν τους νεκρούς τους. Αρχικά, αυτές οι συναδελφώσεις γινόταν κυρίως μεταξύ Βρετανών και Γερμανών, αλλά πολύ γρήγορα ακολούθησαν και οι Γάλλοι στρατιώτες. Μάλιστα το φαινόμενο αυτό είχε πάρει στα τέλη του Νοέμβρη τέτοιες διαστάσεις που να ανησυχεί το γαλλικό επιτελείο. Ο Σαρλ Ντεγκόλ μάλιστα, είχε χαρακτηρίσει «αξιοθρήνητη» την επιθυμία των Γάλλων στρατιωτών να κάνουν ειρήνη με τον εχθρό.
Υπήρχε ένας αντικειμενικός, χωρικός παράγοντας, που διευκόλυνε αυτές τις πρωτοβουλίες: η εγγύτητα των χαρακωμάτων, τα οποία συχνά ήταν το ένα απέναντι στο άλλο, σε απόσταση τέτοια, που οι φαντάροι να μπορούν να συνομιλούν μεταξύ τους. Έτσι μπορούσαν να συζητάνε, καθώς καθώς και στις δυο πλευρές υπήρχαν πολλοί που μιλούσαν τη γλώσσα των απέναντι (μετανάστες εργάτες σε πολλές περιπτώσεις, στη χώρα του «εχθρού» πριν τον πόλεμο).
Αυθόρμητη αντιμιλιταριστική ανταρσία / ένα θαυμάσιο γεγονός
Η πρώτη μαζική αμφισβήτηση του πατριωτισμού και του πολέμου συνέβη τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1914 ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης όλων αυτών των εμπειριών, αλλά και της συσσωρευμένης απελπισίας και απόγνωσης καθώς όλοι πια καταλάβαιναν ότι ο πόλεμος θα συνεχιζόταν για πολύ. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια μαζική στρατιωτική ανταρσία. Οι φαντάροι κι απ’ τις δυο πλευρές των χαρακωμάτων, σταμάτησαν να πολεμάνε (με πρωτοβουλία μάλλον των Γερμανών), διέσχισαν τα χαρακώματα, τα συρματοπλέγματα και την Νεκρή Ζώνη (τον κενό χώρο μεταξύ των χαρακωμάτων, όπου επί μήνες σάπιζαν οι νεκροί και των δυο πλευρών), συναντήθηκαν, αντάλλαξαν χειραψίες και δώρα, έπαιξαν ποδόσφαιρο, συνομίλησαν και αποφάσισαν να μην πυροβολούν ο ένας τον άλλο.
«Τα όπλα σίγησαν και οι στρατιώτες άρχισαν να βγαίνουν από τα χαρακώματα τους.» Έγραψε ο Βρετανός στρατιώτης Μπέρτι Φέλσταντ. «Αφήσαμε και εμείς τα όπλα και συναντήσαμε τον εχθρό. Απ’ όσο θυμάμαι, οι Γερμανοί βγήκαν πρώτοι και άρχισαν να έρχονται προς το μέρος μας. Τους αντιγράψαμε αυθόρμητα. Χαιρετηθήκαμε και αρκετοί από εμάς άρχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο. Μην φαντάζεστε τίποτα οργανωμένο. Μια αυτοσχέδια μπάλα βρέθηκε από το πουθενά και περίπου 50 άτομα αλλάζαμε πάσες»1.
Η πράξη αυτή ήταν τελείως αυθόρμητη και συνέβη ταυτόχρονα σχεδόν σε όλο το μήκος του Δυτικού Μετώπου.
«Αυτή η εξαιρετική ανακωχή ήταν αρκετά αυθόρμητη - δεν υπήρχε προηγούμενη συμφωνία και, φυσικά, δεν είχε αποφασιστεί ότι θα υπήρχε οποιαδήποτε παύση των εχθροπραξιών»
έγραψε στην επιστολή προς την μητέρα του ο υπολοχαγός Άλφρεντ Ντάγκαν Τσέιτερ2.
Στην αρχή υπήρξαν κάποιες ατομικές κινήσεις, οι οποίες ήταν κάτι μεταξύ τεσταρίσματος των διαθέσεων των απέναντι και παιγνιδιού: κάποιος στρατιώτης έκανε επίδειξη θάρρους περπατώντας πάνω στο χαράκωμα ή ακόμα και στη Νεκρή Ζώνη κάτω από τις επευφημίες των συντρόφων του. Η απέναντι πλευρά όμως δεν πυροβολούσε και το παιγνίδι μπορεί να κατέληγε στη βράβευση του παράτολμου φαντάρου από τον «εχθρό» με πούρα, τσιγάρα και άλλα μικροδωράκια. Στη συνέχεια το παράδειγμά του το ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι.
Άλλες φορές οι πρώτες εκκλήσεις συναδέλφωσης γίνονταν στο σκοτάδι και από μακριά. Ένας Βρετανός λοχαγός στο Ρι Ντε Μπουά (Γαλλία) άκουσε τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων μια φωνή απ’ την απέναντι πλευρά του χαρακώματος να τους απευθύνεται με ξενική προφορά:
«‘‘Μην πυροβολείτε μετά τις 12 η ώρα και δεν θα πυροβολήσουμε ούτε μεις’’ κι ύστερα: ‘‘Έγγλέζε, αν βγεις να μας μιλήσεις, δεν θα πυροβολήσουμε’’»3
Φαίνεται ότι η μουσική και το ποδόσφαιρο ήταν τα πιο δελεαστικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούσε η μια πλευρά στην αρχή. Ο Βρετανός επιλοχίας Τζορτζ Μπεκ έγραψε στο ημερολόγιό του:
«Οι Γερμανοί φωνάζουν προς εμάς και μας ζητούν να παίξουμε ποδόσφαιρο, αλλά και να μην πυροβολήσουμε και θα κάνουν το ίδιο. Στις 2 π.μ. (της 25ης) μια γερμανική μπάντα βγήκε μπροστά στα χαρακώματά τους παίζοντας το ‘‘Home Sweet Home’’ και το ‘‘God Save The King’’ που ακούγονταν επιβλητικά και έκαναν όλους να σκεφτούμε το σπίτι.»4
Για τους στρατιώτες του χαρακώματος του Μπεκ θα πρέπει να ήταν κάτι το συγκλονιστικό να ακούνε τον εθνικό τους ύμνο αλλά και το νοσταλγικό «Home Sweet Home» να παίζονται γι’ αυτούς από τον «εχθρό».
Το ποδόσφαιρο ήταν απ’ ο,τι φαίνεται από τις επιστολές και τις μετέπειτα αφηγήσεις, μια από τις σταθερές «τελετουργίες» με τις οποίες επισφραγίζονταν η συναδέλφωση. Σε όλο το μήκος του Μετώπου όπου έγιναν συναδελφώσεις, οι στρατιώτες έφτιαξαν μπάλες από κουρέλια και έπαιξαν για λίγο. Το πιθανότερο είναι ότι αυτοί οι ποδοσφαιρικοί αγώνες διεξάγονταν στη Νεκρή Ζώνη, η οποία έπρεπε πρώτα να καθαριστεί από τα άταφα πτώματα. Η διαδικασία λοιπόν της περισυλλογής και ταφής των νεκρών αποτέλεσε μια άλλη, μάλλον αρκετά επαναλαμβανόμενη, «τελετουργία», η οποία σε αρκετές περιπτώσεις έγινε από κοινού. Στην επιστολή προς την μητέρα του ο υπολοχαγός Τσέιτερ γράφει:
«Έχουμε επίσης κοινά μέρη ταφής με μια υπηρεσία για κάθε νεκρό - κάποιοι Γερμανοί και κάποιοι δικοί μας - που κείτονταν μεταξύ των γραμμών. Μερικά από τα στελέχη μας έπαιρναν ομάδες από Άγγλους και Γερμανούς στρατιώτες.5»
Κάτι ανάλογο αναφέρει και ο Χένρι Γουίλιαμσον στην επιστολή προς τη μητέρα του και στην μετέπειτα περιγραφή της ανακωχής (παρατίθενται στο τέλος).
Η ανταλλαγή δώρων φυσικά αποτέλεσε την πιο διαδεδομένη πρακτική που επίσης επισφράγιζε τις συναδελφώσεις, αλλά -φυσικά σε πολύ πιο περιορισμένο βαθμό- και η φωτογράφηση στρατιωτών της μιας πλευράς από στρατιώτες της άλλης. Ο προηγούμενος υπολοχαγός έγραφε:
«Ανταλλάξαμε τσιγάρα και αυτόγραφα και μερικοί έβγαλαν φωτογραφίες.»
Μάλιστα σημείωνε (πιθανόν στα σοβαρά) ότι:
«Θα έχουμε πάντως άλλη μια εκεχειρία για την Πρωτοχρονιά, καθώς οι Γερμανοί θέλουν να δουν πώς βγήκαν οι φωτογραφίες!»6
Η Ανακωχή των Χριστουγέννων (Weihnachtsfrieden στα γερμανικά, Trêve de Noël στα γαλλικά, Christmas truce στα αγγλικά) εξαπλώθηκε πολλά χιλιόμετρα κατά μήκος των χαρακωμάτων, συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες αλλά διήρκεσε μερικές μόνο μέρες. Πολύ γρήγορα οι αξιωματικοί κατάφεραν να περιορίσουν αυτό το κίνημα, απειλώντας τους φαντάρους με τουφεκισμό, ενώ η λογοκρισία του στρατού και τα ΜΜΕ της εποχής φρόντισαν να μην περάσει η είδηση στην κοινή γνώμη των εμπόλεμων χωρών.
Διαφορετική στάση φαίνεται ότι κράτησαν πολλοί από τους κατώτερους, κατά βάση, αξιωματικούς, από εκείνους οι οποίοι ζούσαν και σκοτώνονταν μαζί με τους απλούς φαντάρους. Ο Γάλλος στρατιώτης Σερβέ Μοριγιόν (σκοτώθηκε το 1915) όταν συναδελφώθηκε με τους Boches, όπως ονόμαζαν οι Γάλλοι τους Γερμανούς φαντάρους, εντυπωσιάστηκε από το πόσο βρώμικοι ήταν, αναφέρει όμως και ότι επικεφαλής της ομάδας που επιδίωξε τη συναδέλφωση ήταν κάποιος αξιωματικός. Έγραψε στους γονείς του:
«Οι Μπος κυμάτιζαν μια λευκή σημαία και φώναζαν ‘‘Kamarades, Kamarades, Rendez-vous’’. Όταν δεν κινηθήκαμε ήρθαν προς το μέρος μας άοπλοι, με επικεφαλής τον αξιωματικό. Αν και δεν είμαστε καθαροί αυτοί είναι αηδιαστικά βρώμικοι. Σας το λέω αυτό, αλλά δεν μιλάμε γι’ αυτό σε κανέναν. Δεν πρέπει να το αναφέρουμε, ακόμη και στους άλλους στρατιώτες.7»
Ένας άλλος αξιωματικός, ο Ιρλανδός συνταγματάρχης Τζορζ Λοριέ, ενημερώθηκε από τους ανωτέρους του ότι ήταν πιθανό να σχεδιάζεται γερμανική επίθεση το βράδυ των Χριστουγέννων. Παρ’ όλ’ αυτά ο Λοριέ:
«έδωσε διαταγές να μην πυροβολήσουν τους εχθρούς την επόμενη ημέρα, αν δεν πυροβολήσουν πρώτοι αυτοί. Στις 8.30 μ.μ. την παραμονή των Χριστουγέννων, έστειλε σήμα στο αρχηγείο: ‘‘Οι Γερμανοί έχουν φωτίσει τα χαρακώματα τους, τραγουδάνε και μας εύχονται Ευτυχισμένα Χριστούγεννα. Ανταλλάσσονται ευχές, ωστόσο, έχω λάβει όλες τις στρατιωτικές προφυλάξεις.’’ Από τις 20:00, δεν είχε πέσει πυροβολισμός.»
Έτσι, οι στρατιώτες και των δυο πλευρών συναντήθηκαν στη Νεκρή Ζώνη. Από το αρχηγείο στάλθηκε η απάντηση στον Λοριέ τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων:
«Καμιά επικοινωνία οποιουδήποτε είδους να μην πραγματοποιηθεί με τον εχθρό, ούτε να επιτραπεί σ’ αυτόν να πλησιάσει τα χαρακώματα μας, με την απειλή πυροβολισμού.»
Ωστόσο, ύστερα από μια κρύα νύχτα κατά την οποία οι στρατιώτες συνέχισαν να ανταλλάσσουν ευχές από τα χαρακώματά τους, το πρωί στάλθηκε νέα εντολή από το αρχηγείο:
«Εφ’ όσον οι Γερμανοί δεν πυροβολήσουν, δεν πρέπει να υπάρξουν πυροβολισμοί από τις δικές μας γραμμές ούτε και σήμερα, αλλά πρέπει να διατηρηθεί η μεγαλύτερη επαγρύπνηση, καθώς οι Γερμανοί δεν είναι αξιόπιστοι. Τα όπλα μας δεν θα βάλουν σήμερα, εκτός εάν ζητηθεί από το πεζικό ή εάν βάλουν τα γερμανικά όπλα.»8
Οι ανώτεροι αξιωματικοί και των δύο πλευρών είχαν βρεθεί απροετοίμαστοι για μια τέτοια μαζική ανυπακοή των φαντάρων. Αρχικά υποπτεύτηκαν (και οι δύο πλευρές) ότι πρόκειται για παγίδα του αντιπάλου, αλλά στη συνέχεια, όταν συνειδητοποίησαν την έκταση και τη σημασία του φαινομένου, καθώς και τη συμμετοχή αξιωματικών των χαρακωμάτων, αποφάσισαν να κρατήσουν μια πιο διακριτική στάση, χωρίς να έρθουν (τις δύο πρώτες μέρες τουλάχιστον) σε άμεση σύγκρουση με τους στρατιώτες που συναδελφώνονταν. Στα χαρακώματα του Λοριέ τελικά, οι στρατιώτες και των δυο πλευρών συναντήθηκαν και πάλι την ημέρα των Χριστουγέννων.
Και ο ίδιος ο συνταγματάρχης Λοριέ είχε εντυπωσιαστεί από τα γεγονότα. Οι Γερμανοί του φάνηκαν:
«πολλοί ωραίοι άνθρωποι και καλοντυμένοι. Μας έδωσαν ένα κάλυμμα και μια κορυφή κράνους κι ένα κουτί πούρα. Ένας από αυτούς δήλωσε ότι ο πόλεμος θα τελείωνε σε τρεις εβδομάδες, καθώς είχαν νικήσει τη Ρωσία!»9
Ο ίδιος γράφοντας αργότερα, θυμόταν:
«Δεν έχεις ιδέα το πόσο ωραίο φαίνεται το κάθε τι χωρίς να πέφτει τριγύρω ούτε μια σφαίρα από όπλο ή οβίδες.»10
Κυρίως για όσους έζησαν αυτή την εμπειρία, αλλά και για τους υπόλοιπους στρατιώτες που την πληροφορήθηκαν, επρόκειτο για κάτι το συγκλονιστικό. Στα γράμματα που έστελναν στους δικούς τους (πολλά από αυτά κρατήθηκαν από τις υπηρεσίες λογοκρισίας και δημοσιεύτηκαν πολλά χρόνια αργότερα) και στις μετέπειτα αφηγήσεις, κυριαρχεί συνήθως η έκπληξη και ο ενθουσιασμός ή ακόμα και ένα μυστικιστικό δέος.
Ο Σκωτσέζος Άλφρεντ Άντερσον έγραψε χρόνια αργότερα:
«Θυμάμαι τη σιωπή, τον απόκοσμο ήχο της σιωπής. Μόνο οι φρουροί παρέμειναν στο καθήκον τους. Όλοι βγήκαν απ’ τα κτίσματα και απλά στάθηκαν ν’ ακούσουν. Και, φυσικά, η σκέψη των ανθρώπων γυρνούσε στην πατρίδα. Όλα όσα είχα ακούσει για δύο μήνες στα χαρακώματα ήταν το σφύριγμα, το σπάσιμο και το κλαψούρισμα από σφαίρες που έπεφταν, τα πυρά των πολυβόλων και μακρινές γερμανικές φωνές. Αλλά υπήρχε μια νεκρική σιωπή εκείνο το πρωί, απέναντι ακριβώς από την περιοχή όσο μπορούσες να δεις. Εμείς φωνάξαμε ‘‘Καλά Χριστούγεννα’’, ακόμα κι αν κανείς δεν αισθανόταν εύθυμος. Η σιωπή τελείωσε νωρίς το απόγευμα και ο σκοτωμός άρχισε και πάλι. Ήταν μια σύντομη ειρήνη σε έναν φοβερό πόλεμο.»11
«Αγαπητοί μου γονείς,» έγραφε ο Άντριου Χόλμς, ένας Βρετανός στρατιώτης, «τις άγιες αυτές ημέρες των Χριστουγέννων, η σκέψη μου βρίσκεται μαζί σας. Είμαι καλά στην υγεία μου και το ίδιο επιθυμώ και για εσάς. Χθες συνέβη κάτι απίστευτο. Αυτό που είδαν τα μάτια μου είναι ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα πράγματα που μπορεί να δει άνθρωπος. Γύρω στις 10 το πρωί είδα να κατεβαίνουν προς το μέρος μας Γερμανοί στρατιώτες και να κουνούν τα χέρια τους. Ήμασταν έτοιμοι να ανοίξουμε πυρ, όταν καταλάβαμε πως ήταν άοπλοι. Τότε τους πλησιάσαμε κι εμείς. Σε λίγο η ουδέτερη ζώνη είχε γεμίσει από άνδρες που ο ένας χαιρετούσε τον άλλον και αντάλλασσαν ευχές για τα Χριστούγεννα. Το ίδιο έκανα κι εγώ...12»
Ο στρατιώτης Άντριου Χόλμς ήταν ένα από τα πρώτα θύματα του πολέμου αμέσως μόλις οι αξιωματικοί κατάφεραν να σπάσουν την ανακωχή. Σκοτώθηκε τη στιγμή που έγραφε τις παραπάνω γραμμές από επίθεση με αέριο μουστάρδας. Πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ακόμα στρατιωτών επρόκειτο να σκοτωθούν τις επόμενες μέρες, μήνες και χρόνια. Πάρα πολλοί από αυτούς, συμμετείχαν στο κίνημα της Ανακωχής των Χριστουγέννων.
Αυτές τις λίγες μέρες της ανακωχής όμως, οι στρατιώτες έκαναν κάποιες διαπιστώσεις, οι οποίες άφηναν κι αυτούς τους ίδιους έκπληκτους: αν οι εχθροί είναι σαν εμάς και πιστεύουν κι αυτοί ότι πολεμάνε για ένα δίκαιο σκοπό, αυτό σημαίνει ότι ο πόλεμος είναι άδικος και για τους δύο. Εμείς καταφέραμε να τερματίσουμε τον πόλεμο μόνοι μας, άρα ο πόλεμος μπορεί να σταματήσει και θα πρέπει εμείς να αναλάβουμε να πείσουμε τους ανθρώπους «στην πατρίδα» ότι αυτό είναι το σωστό. Αυτές περίπου τις σκέψεις εκφράζει και ο Βρετανός στρατιώτης Χένρι Γουίλιαμσον στο γράμμα του προς την μητέρα του καθώς και στην περιγραφή αυτών των γεγονότων, την οποία κάνει χρόνια αργότερα. (Αποσπάσματά τους παρατίθενται στο τέλος του άρθρου). Οι στρατιώτες έβλεπαν και μάθαιναν επίσης ότι αυτές οι ιδέες αναπτύσσονταν και στα μυαλά των στρατιωτών στο απέναντι χαράκωμα:
«Είναι φανερό ότι έχουν βαρεθεί τον πόλεμο... Μάλιστα ένας απ’ αυτούς ήθελε να μάθει τι στο διάολο κάνουμε εδώ πέρα πολεμώντας μαζί τους»13,
έγραφε ένας Γερμανός φαντάρος.
Φυσικά, η πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων και στις δύο πλευρές του χαρακώματος δεν είχε μια συγκεκριμένη και συνεκτική ιδεολογία που να υποκινεί στις πράξεις συναδέλφωσης. Όπως γράφει ένα άλλος Γάλλος στρατιώτης, ο Γκιστάβ Μπερτιέ (ο οποίος σκοτώθηκε το 1917):
«Την ημέρα των Χριστουγέννων οι Μπος έκαναν ένα σινιάλο που έδειχνε ότι ήθελαν να μας μιλήσουν. Είπαν ότι δεν θέλουν να πυροβολούν... Είχαν κουραστεί να κάνουν πόλεμο, ήταν παντρεμένοι, όπως εγώ, δεν έχουν καμία διαφορά με τους Γάλλους, αλλά με την Άγγλους.»14
Οι Γερμανοί οι οποίοι πήραν την πρωτοβουλία για συνεδέλφωση με τους άντρες του χαρακώματος του Μπερτιέ, δηλαδή μ’ αυτούς με τους οποίους βρίσκονταν σε άμεση και συνεχή πολεμική εμπλοκή, προσπαθούσαν να δικαιολογηθούν για ο,τι έκαναν (μάλλον στους ίδιους τους τούς εαυτούς), προβάλλοντας το επιχείρημα, ότι δεν ήταν οι Γάλλοι που είχαν απέναντί τους οι πραγματικοί τους εχθροί, αλλά οι Βρετανοί. Υποψιαζόμαστε, ότι η επιχειρηματολογία θα αντιστρεφόταν εάν απέναντί τους είχαν τους Βρετανούς.
Για όλες τις πλευρές όμως, ανεξάρτητα από την ιδεολογική δικαιολόγηση της πράξης του, ο κάθε στρατιώτης που συμμετείχε σ’ αυτό το κίνημα εντυπωσιάστηκε από το γεγονός ότι οι συναδελφωμένοι φαντάροι μπορούσαν να σταματήσουν τον πόλεμο, μπορούσαν να κάνουν οι ίδιοι ειρήνη. Ένας Γερμανός στρατιώτης, ο Ρίχαρντ Σίρμαν έγραψε, συνεπαρμένος κι αυτός από το γεγονός:
«Όταν οι καμπάνες των Χριστουγέννων ήχησαν στα χωριά του Βοσγκ πίσω από τις γραμμές... συνέβη κάτι εκπληκτικά αντιστρατιωτικό. Τα γερμανικά και τα γαλλικά στρατεύματα έκαναν αυθόρμητα ειρήνη και παύση των εχθροπραξιών. Επισκέφτηκαν ο ένας τον άλλον μέσα από εγκαταλελειμμένες σήραγγες των χαρακωμάτων και αντάλλαξαν κρασί, κονιάκ και τσιγάρα με μαύρο ψωμί Βεστφαλίας, μπισκότα και ζαμπόν. Ταίριαξαν τόσο καλά που παρέμειναν καλοί φίλοι, ακόμη και αρκετά αφότου πέρασαν τα Χριστούγεννα.»15
Ακόμα και οι Βέλγοι στρατιώτες συμμετείχαν σ’ αυτές τις συναδελφώσεις (να υπενθυμίσουμε ότι οι συναδελφώσεις γινόταν κυρίως στο κατεχόμενο από γερμανικά στρατεύματα Βέλγιο). Σε μία μάλιστα περίπτωση στα χαρακώματα κοντά στο Ντικσμουίντ, οι Γερμανοί αξιωματικοί επέστρεψαν στον στρατιωτικό ιερέα των Βέλγων ένα δισκοπότηρο κοινωνίας που είχαν βρει όταν κατέλαβαν την πόλη16.
Ανάλογα φαινόμενα υπήρξαν (πιο σποραδικά όμως) και στο Ανατολικό Μέτωπο. Κάποιοι από τους Ρώσους στρατιώτες που πολιορκούσαν το Πρζέμισλ στη Γαλικία, τοποθέτησαν χριστουγεννιάτικα δώρα στη Νεκρή Ζώνη με ευχές:
«Ευχόμαστε σε σας, τους ήρωες του Πρζέμισλ, καλά Χριστούγεννα και ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μια ειρηνική συμφωνία το ταχύτερο δυνατό.17»
Οι Ρώσοι και οι Αυστροούγγροι στρατιώτες συναντήθηκαν και αντάλλαξαν δώρα. Τις επόμενες μέρες η ίδια κίνηση επαναλήφθηκε από τους Αυστροούγγρους προς τους Ρώσους.
Βέβαια, σε αρκετές περιπτώσεις στο Δυτικό Μέτωπο, οι αξιωματικοί κατάφεραν να εμποδίσουν τις συναδελφώσεις. Αλλά ακόμα και σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασαν οι απλοί φαντάροι στις εκκλήσεις της άλλης πλευρά για συναδέλφωση. Ο δεκανέας Κλίφορντ Λέιν θυμόταν αργότερα:
«Υπήρξε μια μεγάλη αναστάτωση κατά μήκος της γερμανικής πρώτης γραμμής, 150 γιάρδες [λιγότερο από 150 μέτρα] μακριά. Μετά από μερικές στιγμές φάνηκαν αναμμένα αντικείμενα να υψώνεται πάνω από το γερμανικό στηθαίο, τα οποία για μας έμοιαζαν με κινέζικα φανάρια. Οι Γερμανοί φώναζαν προς τα χαρακώματά μας. Μας δόθηκε εντολή να βάλουμε κατά ριπάς και το κάναμε. Οι Γερμανοί δεν απάντησαν στα πυρά μας και ασχολούνταν με τις γιορτές τους. Μας αγνόησαν και ήταν πράγματι μια πολύ ωραία στιγμή [...] Αυτοί έκαναν προσεγγίσεις, αλλά η Φρουρά της Ταξιαρχίας είχε την υψηλότερη πειθαρχία στο στρατό και δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς να συναδελφωθούν και γι’ αυτό τους δόθηκε εντολή να ανοίξουν πυρ. Απ’ ότι φαίνεται τα τακτικά στρατεύματα απάντησαν με προσεγγίσεις και ενεπλάκησαν σ’ αυτή την εκεχειρία. Πολύ αργότερα μετάνιωσα, γιατί θα ήταν μια καλή εμπειρία.»18
Απ’ την Ανακωχή στην Επανάσταση
Το κίνημα της «Ανακωχής των Χριστουγέννων» του 1914 έχει μια κομβική σημασία στη διαμόρφωση των συνειδήσεων των λαϊκών μαζών - των στρατιωτών πρώτα και κύρια. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες και μ’ αυτές τις συναδελφώσεις διαμορφώθηκαν οι αντιλήψεις που οδήγησαν αυτούς τους ανθρώπους να κινητοποιηθούν τελικά, όχι μόνο για την ανακωχή, αλλά και για την ανατροπή των κοινωνικών συστημάτων που δημιούργησαν τον πόλεμο. Η ανατροπή της τσαρικής αυτοκρατορίας και η ρωσική επανάσταση, η ανατροπή της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ανατροπή της δυναστείας των Χοεντσόλερν και η γερμανική επανάσταση, το επαναστατικό κίνημα στην Ιταλία..., είναι οι πιο εμβληματικές και οι πιο σημαντικές ιστορικές συνέπειες αυτών των γεγονότων που ξεκίνησαν με το κύμα των συναδελφώσεων των φαντάρων στα χαρακώματα του σφαγείου του Μεγάλου Πολέμου.
Η Ανακωχή των Χριστουγέννων υπήρξε μια μαζική αμφισβήτηση της στρατιωτικής εξουσίας, σε περίοδο μάλιστα πολέμου και ταυτόχρονα η πρώτη μαζική και αυθόρμητη προσπάθεια των λαϊκών μαζών να αναλάβουν οι ίδιες να κάνουν... διπλωματία, απευθείας μάλιστα με τις λαϊκές μάζες των άλλων χωρών.
Όλοι οι επαναστάτες μαρξιστές αυτή την εποχή, είδαν από πολύ νωρίς τη σημασία αυτού του κινήματος. Η φόρμουλα των καθηκόντων των επαναστατών απέναντι στον πόλεμο που διατυπώθηκε με την μεγαλύτερη σαφήνεια από τον Λένιν, η μετατροπή δηλαδή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε επανάσταση, γεννήθηκε πρώτα μέσα σ’ αυτές τις αντιμιλιταριστικές εμπειρίες των εκατοντάδων χιλιάδων απλών φαντάρων, πριν γίνει συνειδητή σκέψη του Λένιν και όλων των άλλων μαρξιστριών και μαρξιστών που συγκρούστηκαν με την «σοσιαλπατριωτική» σοσιαλδημοκρατία.
Αυτό το αυθόρμητο αντιμιλιταριστικό κίνημα εξακολουθεί να παραμένει ένα πολύ σημαντικό ιστορικό παράδειγμα της υπέρβασης των στερεοτύπων του εθνικισμού (ακόμα και στην υποτιθέμενα αθώα μορφή, του πατριωτισμού), όταν οι απλοί άνθρωποι αρχίζουν να αμφισβητούν ιεραρχίες και πειθαρχικούς κανόνες και αποφασίζουν να δώσουν οι ίδιοι λύσεις στο πρόβλημα του πολέμου. Η αμφισβήτηση της λογικής της επίθεσης και της άμυνας (η κάθε πλευρά εμφανιζόταν ως αμυνόμενη), η αμφισβήτηση της λογικής του εθνικού δίκιου και κυρίως η σκέψη που άρχισε να διαμορφώνεται μέσα στα χαρακώματα, ότι τελικά πάνω απ’ τα εθνικά δίκαια και ενάντια σ’ αυτά υπάρχει το κοινό δίκιο των φαντάρων και των δυο πλευρών, εξακολουθεί να παραμένει η πιο ριζοσπαστική παρακαταθήκη της «Ανακωχής των Χριστουγέννων», για κάθε σύγχρονη πολιτική των καταπιεσμένων για την απελευθέρωσή τους.
Ένας φαντάρος περιγράφει
Παραθέτουμε στη συνέχεια κάποια πιο εκτεταμένα αποσπάσματα από περιγραφές αυτής της συναδέλφωσης των Χριστουγέννων του ’14, που συνεπήρε τα μυαλά των φαντάρων και τρομοκράτησε τους στρατηγούς. Πρόκειται για δύο διαφορετικές αφηγήσεις του ίδιου ατόμου, του Χένρι Γουίλιαμσον19. Η πρώτη περιγραφή υπάρχει στο γράμμα που έστειλε στη μητέρα του την επόμενη των Χριστουγέννων. Η δεύτερη περιγραφή βρίσκεται σε ένα άρθρο που έγραψε το 1937 για το ίδιο θέμα (Daily Express, 24 Δεκεμβρίου 1937).
«26 Δεκεμβρίου 1914
Χαρακώματα
Αγαπητή μητέρα,
σας γράφω από τα χαρακώματα. Είναι έντεκα το πρωί. Δίπλα μου υπάρχει μια φωτιά από κωκ, απέναντι μου ένα ‘‘αμπρί’’ (βρεγμένο) με άχυρο μέσα. Το έδαφος είναι λασπώδες μέσα στο πραγματικό χαράκωμα, αλλά αλλού έχει παγώσει. Στο στόμα μου έχω μια πίπα, δώρο από την πριγκίπισσα Μαίρη20. Στην πίπα υπάρχει ο καπνός, θα πείτε φυσικά. Αλλά μη βιάζεστε. Στην πίπα υπάρχει γερμανικός καπνός. Χα χα, θα πείτε, από κανέναν αιχμάλωτο ή βρέθηκε σε κάποιο χαράκωμα που καταλάβαμε. Ω Θεέ μου, όχι! Είναι από έναν Γερμανό στρατιώτη. Ναι ένα ζωντανό Γερμανό στρατιώτη από το δικό του χαράκωμα. Χθες οι Βρετανοί κι οι Γερμανοί συναντήθηκαν και έδωσαν τα χέρια στο έδαφος μεταξύ των χαρακωμάτων, και αντάλλαξαν αναμνηστικά, και έδωσαν τα χέρια [sic]. Ναι, όλη την ημέρα των Χριστουγέννων, και τώρα που γράφω. Θαυμάσιο, έτσι δεν είναι; Ναι.
Αυτό έγινε μόνο για ένα περίπου μίλι ή δύο στην κάθε πλευρά (μέχρι στιγμής όπως ξέρουμε).
Την παραμονή των Χριστουγέννων οι δύο στρατοί τραγουδούσαν τα κάλαντα και έλεγαν ευχές κι υπήρχαν πολύ λίγοι πυροβολισμοί. Οι Γερμανοί (σε κάποια σημεία 80 γιάρδες μακριά) φώναξαν τους άνδρες μας να πάνε και να πάρουν ένα πούρο και οι άνδρες μας τους είπαν να έρθουν αυτοί σε μας. Αυτό συνεχίστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά κανένας δεν εμπιστευόταν εντελώς τον άλλο, μέχρι που, μετά από πολλές υποσχέσεις ότι θα ‘‘παίξουν με τους κανόνες’’, ένας τολμηρός Τόμυ σύρθηκε έξω και στάθηκε ανάμεσα στα χαρακώματα, και αμέσως ένας Σάξονας ήρθε να τον συναντήσει. Έδωσαν τα χέρια και γέλασαν και μετά βγήκαν 16 Γερμανοί.
Έτσι ο πάγος έσπασε. Οι άντρες μας τώρα τους μιλάνε.
Είναι Landsturmers και Landwehr νομίζω21, και Σάξονες και Βαυαροί (όχι Πρώσοι). Πολλοί είναι άντρες με ευγενική εμφάνιση, με μούσι και γυαλιά και μερικοί έχουν πολύ αλαζονική εμφάνιση. Έχω κάποια τσιγάρα που θα τα κρατήσω και ένα πούρο που το κάπνισα.
Κάναμε μια νεκρώσιμη ακολουθία το απόγευμα, πάνω από τους νεκρούς Γερμανούς που έχασαν τη ζωή τους στην ‘‘τελευταία επίθεση που αποκρούσθηκε’’ εναντίον μας. Οι Γερμανοί έγραψαν πάνω στον σταυρό ‘‘Για την Πατρίδα και την Ελευθερία’’.
Προφανώς πιστεύουν ότι ο σκοπός τους είναι κάτι το δίκαιο.
Εάν μπορείτε να πάρετε μια Daily Mail της 23ης του Δεκέμβρη και γυρίστε στη σελίδα των επιστολών θα δείτε ένα άρθρο με τίτλο ‘‘Στιγμιότυπα από το Μέτωπο’’ και στο δεύτερο στιγμιότυπο υπάρχει μια περιγραφή, από αυτά που εμείς, μαζί με άλλους, έχουμε κάνει [...] Αν βρείτε κάποια φράση ή λέξη «μαυρισμένη» και που δεν έχει διαγραφεί από μένα, αυτό είναι έργο του λογοκριτή.
Πολλοί από τους Γερμανούς εδώ είναι, ή ήταν, σερβιτόροι» [στην Αγγλία πριν από τον πόλεμο].
«Είδαν το ίδιο αστέρι ν’ ανατέλλει...
[...]
Είναι Χριστούγεννα και πάλι και έχω ένα ραντεβού κάτω απ’ το αρχαίο φως του φεγγαριού, με σένα και με σένα και με σένα, άγνωστοι σύντροφοι εκείνων των πρώτων Χριστουγέννων... όταν για μένα και τους φίλους μου ένα θαύμα έσπασε την απελπισία της νεανικής ζωής μας.
[...] εξακολουθούμε να ελπίζουμε - όσοι ήμασταν εκεί - ζωντανοί και νεκροί - ότι το όραμα της ειρήνης που ζήσαμε - κατά τη διάρκεια αυτών των λίγων ωρών μπορεί να γίνει πραγματικό και αιώνιο.
[...]
Οι κραυγές των άγριων χηνών φέρνουν απότομα μπροστά μου ένα γυμνό και παγωμένο δάσος της Φλάνδρας, μαγκάλια με κάρβουνο, γενειοφόρους άνδρες με μάλλινους σκούφους, στοιβαγμένα τουφέκια, αστροφεγγιά και καπνό από ξύλο.
Για εβδομάδες είχαμε ζήσει σε πλημμυρισμένα χαρακώματα. Οι Γερμανοί ήταν ογδόντα γιάρδες μακριά. Η τάφρος μας δέχτηκε επίθεση απ’ το πλάι. Χάσαμε πολλούς άνδρες που χτυπήθηκαν από ελεύθερους σκοπευτές.
Για πολλές νύχτες αφού σταμάτησε η μάχη της Υπρ22 δουλέψαμε κοπιαστικά για τα στηθαία, συμπληρώνοντας σακιά με αργιλώδη λάσπη. Προχωρώντας μέσα από τις λασπώδεις λιμνοθάλασσες του δάσους, μεταφέραμε μερίδες τρόφιμα, ράμπες, αντλίες, πυρομαχικά.
Ήμασταν εθελοντές, που τρέξανε να βοηθήσουν το Εκστρατευτικό Σώμα του Γάλλου στρατηγού. Λίγες εβδομάδες πριν ήμασταν σχολιαρόπαιδα, τραπεζικοί υπάλληλοι, φοιτητές, σπουδαστές ιατρικής.
Τώρα είχαν ρημάξει τις ζωές μας. Μερικοί από εμάς (οι νέοι που σκέφτονταν τις μητέρες τους) βρισκόταν κοντά στην απόγνωση. Ήμασταν χωρίς ελπίδα, χωρίς ορίζοντα.
Στην αρχή η ζωή στα χαρακώματα ήταν ενδιαφέρουσα, ακόμη και ευχάριστη.
Ήταν διασκεδαστικό να μαγειρεύουμε το μπέικον και το τσάι στα ξύλα, ενώ οι οβίδες έσκαγαν στον αέρα· ήταν ωραίο σπορ το κυνήγι των αγριόχηνων στα έλη· ευχάριστο να αισθάνεσαι τις μαλακές τρίχες στο αξύριστο πηγούνι. Οι τακτικοί ήταν αξιοπρεπή παιδιά, ήρωες της Μονς23.
Αλλά ήρθαν οι βροχές και τα χαρακώματα πλημμύρισαν σχεδόν μέχρι τη μέση. Μετά από λίγες μέρες μετά βίας μπορούσαμε να κουνήσουμε τα πόδια μας· ούτε είχαμε ανάγκη από φαΐ.
Τη νύχτα συρθήκαμε έξω από τα χαρακώματα, και κινηθήκαμε περιμετρικά, αδιαφορώντας για τις σφαίρες που στόχευαν τυχαία στο σκοτάδι.
Όλη τη νύχτα δουλεύαμε: μεταφέραμε κομμάτια για την κατασκευή του στηθαίου. Την αυγή γλιστρήσαμε και πάλι στο νερό, και υπομέναμε το γκρίζο φως της μέρας.
Ακόμη και τώρα, τόσο καιρό μετά, όταν ακούω τη βροχή στα κεραμίδια από πάνω μου, το φάντασμα της εποχής εκείνης με κάνει να τραβάω τις κουβέρτες πιο κοντά γύρω από το λαιμό μου.
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1914 ήμασταν στην γραμμή στήριξης, περίπου 200 χιλιόμετρα μέσα στο δάσος του Πλόγκστεερτ.
Ήταν παγωμένο. Οι χλαίνες μας ήταν άκαμπτες σα σανίδες, οι μπότες μας ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βγουν, αλλά χαιρόμασταν. Η λάσπη ήταν κι αυτή σκληρή!
Επίσης, χαιρόμασταν με τη σκέψη, ότι θα μπορέσουμε να κοιμηθούμε εκείνο το βράδυ - μέσα σε ένα νέο φυλάκιο από κλαδιά βελανιδιάς και σακιά που το ονομάσαμε Piccadilly Hotel. Χωρίς κρεβάτι, στην κρύα γη, ακόμα και χωρίς κουβέρτες ακόμα. Αλλά ύπνος. Υπνος!
Στη συνέχεια ήρθε ένα μήνυμα από την έδρα της ταξιαρχίας, που το έφερε, νομίζω, ο ανθυπολοχαγός Μπρους Μπέρνσφαδερ, απ’ το Γουόρικ. Καλωδίωση των τμημάτων που χρειάζεται στη Νεκρή Ζώνη, όλη τη νύχτα. Και θα υπάρχει φεγγάρι.
Θα έπρεπε να δουλέψουμε μόνο πενήντα γιάρδες από τα γερμανικά πολυβολεία, απέναντι από το ανατολικό άκρο του δάσους.
Δύο ώρες αργότερα βγαίναμε από τα σκοτεινά δέντρα, μέσα στον γυμνό, φεγγαρόλουστο τρόμο της Νεκρής Ζώνης, κρατώντας τα φτυάρια δίπλα στα πρόσωπά μας, με την ελπίδα της προστασίας από την αναμενόμενη θανατηφόρα ριπή.
Το φεγγάρι βρισκόταν ψηλά, λευκό ανάμεσα στα παγωμένα μικρά σύννεφα. Ήμασταν ορατοί. Κάποιος γλίστρησε, με ένα ήχο από το φτυάρι ή το τουφέκι.
Πέσαμε με το πρόσωπο. Περιμέναμε. Το πεδίο της μάχης ήταν τόσο σιωπηλό σαν το φεγγάρι.
Για μια ώρα δουλέψαμε στη σιωπή, σε μια πιο μυστηριώδη ησυχία. Τι είχε γίνει;
Αρχίσαμε να μιλάμε κανονικά καθώς μπήγαμε τους πασσάλους, και ξετυλίγαμε τον ρολό των έτοιμων καλωδίων.
Δεν υπήρχαν πυροβολισμοί ούτε από τη μια, ούτε από την άλλη ευθεία της γραμμής, από τον δρόμο προς τα βόρεια πέρα από την Υπρ και προς τα νότια πέρα την Αρμετιέρ και τον γαλλικό στρατό.
Τα μεσάνυχτα ακούσαμε γέλια καθώς δουλεύαμε. Ακούσαμε ένα τραγούδι από τις γερμανικές γραμμές - τα κάλαντα, τη μελωδία των οποίων γνωρίζαμε.
Παρατήρησα ένα πολύ δυνατό φως σε ένα ψηλό κοντάρι, που υψώθηκε στις γραμμές τους. Κάτω απέναντι από το χαράκωμα του Ανατολικού Λανκς, μπροστά από το μοναστήρι, ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, με αναμμένα κεριά, τοποθετήθηκε στο στηθαίο τους.
Το εξωπραγματικό φως του φεγγαριού εξακολουθούσε να υπάρχει, ευτυχώς. Φωνές ‘‘Έλα, Τόμυ! Δε θα σε πυροβολήσουμε!’’
Μια σκοτεινή φιγούρα με πλησίασε, διστακτικά. Ήταν παγίδα; Περπάτησα προς την κατεύθυνση αυτή με την καρδιά μου να χτυπά. ‘‘Καλά Χριστούγεννα, Εγγλέζε φίλε!’’ Σφίξαμε τα χέρια, με νευρικότητα.
Τότε είδα ότι το φως στο κοντάρι ήταν ο αυγερινός, το Αστέρι στην Ανατολή. Ήταν το πρωί των Χριστουγέννων.
Όλες οι γκρι και χακί μορφές των Χριστουγέννων ανακατεύτηκαν και συνομίλησαν στη Νεκρή Ζώνη. Αξίνες και φτυάρια αντήχησαν στο σκληρό έδαφος.
Ήταν παράξενο να παρατηρούμε τους νεκρούς που είχαμε δει στα γρήγορα μόνο, από τα χαρακώματα.
Οι ρηχοί τάφοι σκάφτηκαν, σκεπάστηκαν, και βάλαμε σταυρούς που φτιάξαμε μαζί, από τα μακρυά ξύλα των κιβωτίων τροφίμων, γράφοντας πάνω τους με ανεξίτηλο μολύβι. ‘‘For King and Country’’. ‘‘Für Vaterland und Freiheit’’.
Την Πατρίδα και την Ελευθερία! Ελευθερία; Πώς γίνεται αυτό; Εμείς ήμασταν αυτοί που πολεμούσαμε για την ελευθερία, ο σκοπός μας μας ήταν δίκαιος, να υπερασπιστούμε το Βέλγιο, τον πολιτισμό... Αυτοί οι τύποι με τα γκρι ήταν ωραίοι τύποι, - παραδόξως - ήταν σωστοί άνδρες σαν κι εμάς.
‘‘Πώς μπορούμε να χάσουμε τον πόλεμο, Εγγλέζε σύντροφε; Ο σκοπός μας είναι δίκαιος, περικυκλωθήκαμε από τους εχθρούς, ο πόλεμος έπεσε πάνω μας, εμείς υπερασπιζόμαστε τους γονείς μας, τα σπίτια μας, το γερμανικό έδαφος μας.’’
Μια πιο συνταρακτική, συγκλονιστική σκέψη: ότι και οι δύο πλευρές θεωρούν ότι αγωνίζονται για τον ίδιο σκοπό! Ο πόλεμος ήταν ένα τρομερό λάθος! Οι άνθρωποι στην πατρίδα δεν το ξέρουν αυτό!
Στη συνέχεια ήρθε στον νέο και άπειρο στρατιώτη η ιδέα ότι αν μόνον αυτός θα μπορούσε να πει στην πατρίδα όλα αυτά που συμβαίνουν πραγματικά, και αν οι Γερμανοί στρατιώτες έλεγαν στους ανθρώπους τους την αλήθεια για μας, ο πόλεμος θα τελείωνε. Αλλά δύσκολα τολμούσα να το σκεφτώ αυτό, ακόμα και για τον εαυτό του.
Η επόμενη μέρα ήταν ήσυχη, και η επόμενη. Κάνοντας κινήσεις με τα χέρια από τα χαρακώματα την ημέρα· τραγουδώντας και αντικατοπτρίζοντας τις φλόγες από τις φωτιές στα χαρακώματα τη νύχτα. Ήταν μια υπέροχη στιγμή.
Την τρίτη το απόγευμα ήρθε ένα μήνυμα από τους Γερμανούς. ‘‘Τα μεσάνυχτα μας επισκέπτονται οι αξιωματικοί του επιτελείου και θα πρέπει να ανοίξουμε πυρ με το αυτόματο pistolen μας, αλλά εμείς θα πυροβολούμε ψηλά, παρ’ όλα αυτά παρακαλούμε να κρατηθεί μυστικό.’’
Στις 11 μ.μ. - στο Βερολίνο μεσάνυχτα - είδαμε τις λάμψεις να φεύγουν μακριά στον αέρα.
Δύο ημέρες αργότερα, ήρθε μια στρατιωτική διαταγή από το Γενικό Στρατηγείο, σύμφωνα με την οποία οι άνδρες που βρέθηκαν να συναδελφώνεται με τον εχθρό θα πάνε στρατοδικείο και, αν κριθούν ένοχοι, θα υποστούν τη θανατική ποινή.
Και ξανά σε αυτό το μέρος εκτοξεύονταν οι φωτοβολίδες πάνω απ’ τη Νεκρή Ζώνη τη νύχτα, και οι σφαίρες έριχναν μια βροχή από θραύσματα δέντρων, και κάποιες φορές από ανθρώπινη σάρκα και οστά.
Έτσι η Ελπίδα θάφτηκε ξανά στη λάσπη, αλλά δεν πέθανε...»
Σημειώσεις
1 Ευαγγελία Ασημακοπούλου, «Η ‘‘ανταρσία της ανακωχής’’ τα Χριστούγεννα του 1914», tvxs, 24 Δεκεμβρίου 2016.
2 Jason M. Kelly, «The Christmas Truce of 1914 and the Remembrance of War», Jason M. Kelly, 24 Δεκεμβρίου 2014.
3 George Dvorsky, «The Real Story Behind the 1914 Christmas Truce in World War I», io9, 24, Δεκεμβρίου 2014.
4 Ό.π.
5 J. M. Kelly, ό.π.
6 Ό.π.
7 Max Hastings, Catastrophe 1914: Europe Goes To War, William Collins, Λονδίνο 2013, σελ. 558.
8 Peter Murtagh, «1914 Christmas truce: all quiet on the western front as guns were silenced», The Irish Times, 23 Δεκεμβρίου 2014.
9 Ό.π.
10 G. Dvorsky, ό.π.
12 «Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος: Η ανακωχή των Χριστουγέννων στο Δυτικό Μέτωπο», Το Ποντίκι, 22 δεκεμβρίου 2016.
14 M. Hastings, ό.π.
16 M. Hastings, ό.π., σσ. 556, 557
17 Ό.π., σελ. 557
18 G. Dvorsky, ό.π.
19 Τα δύο κείμενα του Χένρι Γουίλιαμσον υπάρχουν στο «Henry Williamson and the Christmas truce, 1914», The Henry Williamson Society. Για την ιστορία, θα πρέπει να ειπωθεί ότι ο Χένρι Γουίλιαμσον κατέληξε φιλοναζιστής και θαυμαστής του Χίτλερ. Στην πραγματικότητα, κι αυτό ήταν ένα από τα φαινόμενα της εποχής: οι «Παλιοί Πολεμιστές» σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες διεκδικήθηκαν και από την επαναστατική αριστερά και από την ακροδεξιά.
20 Η πριγκίπισσα Μαίρη, κόρη του Βασιλιά Γεωργίου V και της βασίλισσας Μαίρης, είχε διακριθεί για το «φιλανθρωπικό» της έργο κατά τη διάρκεια του Α΄ ΠΠ. Το 1914 οργάνωσε το Ταμείο για το Χριστουγεννιάτικο Δώρο που αγόρασε μικροδωράκια για τους Βρετανούς στρατιώτες, τους οποίους η οικογένειά της είχε στείλει στο σφαγείο του μεγάλου Πολέμου. Απ’ ότι φαίνεται, οι πίπες ήταν προϊόντα της πριγκιπικής φιλανθρωπίας, αλλά συνήθως οι στρατιώτες δεν είχαν με να τις γεμίσουν.
21 Landsturmers, οι μεγαλύτερες σειρές που κλήθηκαν στον πόλεμο· Landwehr, επιστρατευμένοι.
22 Στην ευρύτερη περιοχή γύρω από τη βελγική πόλη Υπρ διεξήχθησαν πέντε μάχες: Η πρώτη μάχη της Υπρ (πριν από τα Χριστούγεννα του 1914) ξεκίνησε στις 19 Οκτωβρίου και σταμάτησε στις 22 Νοεμβρίου του 1914. Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν 100 χιλιάδες θύματα. Στη δεύτερη μάχη της Υπρ (22 Απριλίου – 15 Μαΐου 1915) τα θύματα ήταν και πάλι 100 χιλιάδες περίπου, στην τρίτη μάχη στην ίδια περιοχή (31 Ιουλίου – 10 Νοεμβρίου 1917) οι ανθρώπινες απώλειες κυμαίνονται μεταξύ 400 χιλιάδων και 800 χιλιάδων και στην τέταρτη μάχη της Υπρ υπήρχαν 200 χιλιάδες θύματα.
23 Αναφέρεται στους Βρετανούς που πολέμησαν στη μάχη της Μονς (στο Βέλγιο) τον Αύγουστο του 1914.