80 χρόνια από τη δολοφονία του Τρότσκι: Διαρκής επανάσταση στη θεωρία και στην πράξη
Λέανδρος Μπόλαρης
Στις 20 Αυγούστου του 1940 ο Λέον Τρότσκι τραυματιζόταν θανάσιμα από το χτύπημα ενός πράκτορα της μυστικής αστυνομίας του Στάλιν στο «μπλε σπίτι» στην συνοικία Κογιοακάν της Πόλης του Μεξικό. Ξεψύχησε την επόμενη μέρα. Την κηδεία του παρακολούθησαν, σύμφωνα με τις μεξικάνικες εφημερίδες της εποχής, περισσότεροι από 200 χιλιάδες άνθρωποι. Δηλαδή ένα πλήθος πέρα από κάθε αναλογία με την επιρροή της μικρής τροτσκιστικής οργάνωσης του Μεξικού. Το σιωπηλό πλήθος συγκεντρώθηκε για να τιμήσει τον ηγέτη μιας επανάστασης που δεν συμβιβάστηκε και το πλήρωσε με τη ζωή του.
Στα προηγούμενα χρόνια είχε δει την οικογένειά του, τους φίλους και συντρόφους του να χάνονται από τα δολοφονικά χτυπήματα ενώ οι συκοφαντίες του σταλινισμού έπεφταν βροχή. Ο ένας του γιος που δεν είχε σχέση με την πολιτική συνελήφθη και πέθανε στην εξορία. Ο Λέον Σεντόφ, ο πρωτότοκος γιος του, τον είχε ακολουθήσει στο εξωτερικό μετά την απέλασή του το 1929. Δολοφονήθηκε στο Παρίσι το 1938. Οι γραμματείς του Τρότσκι στα χρόνια της επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου επίσης συνελήφθησαν, εκτελέστηκαν ή «αυτοκτόνησαν». Χιλιάδες επαναστάτες/τριες που είχαν ενταχθεί κατά καιρούς στην Αριστερή Αντιπολίτευση μέσα στην Ρωσία, εξορίστηκαν και εκτελέστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Σιβηρία.
Ο Τρότσκι είχε βρεθεί στο Μεξικό στις αρχές του 1937. Ο πρόεδρος της χώρας, ο στρατηγός Λάζαρο Καρδένας, ήταν ο μόνος ηγέτης κράτους που δέχτηκε να δώσει βίζα και άδεια παραμονής στο Τρότσκι. Ο Στάλιν (με την στήριξη του Μπουχάριν) τον είχε εξορίσει το 1928 στην Αλμα-Ατα του τότε Τουρκεστάν και τον Φλεβάρη του 1929 το πολιτικό γραφείο του ρώσικου κομμουνιστικού κόμματος αποφάσισε να τον απελάσει στην Τουρκία.
Τα επόμενα χρόνια ο Τρότσκι ήταν ένας άνθρωπος «σε έναν πλανήτη δίχως βίζα» όπως έγραψε ο πρώτος βιογράφος του, ο Ισαάκ Ντόιτσερ. Δυο χρόνια στην Πρίγκηπο της Προποντίδας και μετά μια περιπλάνηση σε Γαλλία και Νορβηγία. Παντού, οι κυβερνήσεις της «πολιτισμένης», «δημοκρατικής» δύσης, του έδειχναν την πόρτα. Για τις φασιστικές χώρες δεν υπήρχε βέβαια λόγος.
Είναι πειρασμός να θυμόμαστε τον Τρότσκι μόνο σαν τον «απόκληρο προφήτη» (ο τίτλος του τρίτου μέρους της βιογραφίας του από τον Ισαάκ Ντόιτσερ). Και είναι συνηθισμένο, ακόμα και στην ριζοσπαστική αριστερά, οι ιδέες του και οι μάχες του ιδιαίτερα ενάντια στον σταλινισμό να θεωρούνται αποσκευές που ανήκουν λίγο πολύ στο χρονοντούλαπο τη ιστορίας. Είναι μια εντελώς λάθος αντιμετώπιση. Ο Λ. Τρότσκι είναι η γέφυρα ανάμεσα στην επαναστατική κληρονομιά των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα και στο σήμερα. Όπως έλεγε ο Τόνι Κλιφ αναφερόμενος στον Τρότσκι «βλέπουμε πιο μακριά όταν είμαστε στους ώμους γιγάντων».
Ζούμε σε μια περίοδο που τα κινήματα, οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις είναι ξανά στην ημερήσια διάταξη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, από τη Χιλή μέχρι τη Λευκορωσία και από τις ΗΠΑ μέχρι την Ινδονησία. Ο Τρότσκι έγινε μαρξιστής στην αυγή μιας παρόμοιας εποχής, στις αρχές του 20ου αιώνα. Η «αναγγελία» της έγινε στην Ρωσία με την Επανάσταση που ξεκίνησε το 1905.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση και οι δυο πτέρυγες του ρωσικού μαρξισμού, οι Μπολσεβίκοι και οι Μενσεβίκοι, εκτιμούσαν ότι ο χαρακτήρας της –δηλαδή οι στόχοι που είχε να υλοποιήσει– ήταν αστικός. Όμως, είχαν μια διαφορά κεφαλαιώδους σημασίας.
Οι Μενσεβίκοι παρέμειναν προσκολλημένοι στο παλιό μηχανιστικό σχήμα -η επανάσταση που είχε ανάγκη η Ρωσία ήταν αστική και δημοκρατική, άρα την ηγεσία έπρεπε να την είχαν οι αστοί. Το εργατικό κίνημα θα ήταν η «αριστερή πτέρυγα» ενός ευρύτερου δημοκρατικού μετώπου.
Οι Μπολσεβίκοι είχαν μια εντελώς διαφορετική στρατηγική. Είχαν πειστεί ότι η αστική τάξη της Ρωσίας δεν είχε την παραμικρή όρεξη να συγκρουστεί με το καθεστώς. Οι αστοί προτιμούσαν να μείνουν συμβιβασμένοι και να κάνουν δουλειές με τον τσαρισμό, παρά να ρισκάρουν ένα γενικευμένο ξεσηκωμό. Η εργατική τάξη σε συμμαχία με τους αγρότες ήταν αυτή που θα έμπαινε μπροστά και θα έφερνε τη Δημοκρατία στη Ρωσία, αλλά μέχρι εκεί – η εργατική εξουσία και ο σοσιαλισμός παρέμεναν ζητήματα του μέλλοντος.
Ο Τρότσκι έβγαλε διαφορετικά συμπεράσματα από την εμπειρία της πρώτης Ρώσικης Επανάστασης. Υποστήριξε ότι η εργατική τάξη θα πάρει την εξουσία επικεφαλής των αγροτών, αλλά από την πρώτη μέρα θα αναγκαστεί να επιβάλλει τις δικές της ταξικές λύσεις. Για να δείξει παραστατικά τι εννοούσε έβαζε ένα «απλό» ερώτημα. Την επόμενη μέρα της ανατροπής του τσαρισμού, τι θα γινόταν με το πρόβλημα της ανεργίας; Τι θα έκαναν οι καπιταλιστές αν η νέα εξουσία έπαιρνε μέτρα στήριξης των ανέργων βάζοντας χέρι στα κέρδη τους; «Θα βάλουν μεγάλα λουκέτα στις πόρτες των εργοστασίων τους και θα πούνε: ‘Δεν υπάρχει απειλή για την ιδιοκτησία μας γιατί η εργατική τάξη βρίσκεται στο στάδιο της δημοκρατικής και όχι της σοσιαλιστικής δικτατορίας’;» Και τι θα απαντήσει η εργατική τάξη που θα έχει ανατρέψει τον τσαρισμό με το όπλο στο χέρι; Δεν θα επιβάλλει το άνοιγμα των εργοστασίων με την κρατικοποίησή τους; «Όμως, αυτό δεν ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό; Φυσικά και τον ανοίγει. Τι άλλο προτείνετε;»
Ήταν μια εντελώς αιρετική άποψη για την Αριστερά της εποχής, διεθνώς. Εργατική εξουσία στην πιο καθυστερημένη χώρα της Ευρώπης; Αδιανόητο. Κι ήταν αιρετική όχι μόνο για τα συμπεράσματα αλλά και για τη μέθοδο που κατέληγε σ’ αυτά. Αργότερα θα περιέγραφε αυτή τη μέθοδο με τη φράση «ο νόμος της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης». Ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα που καθορίζει την εξέλιξη των επί μέρους «εθνικών» μονάδων του.
Ο καπιταλισμός στην Ρωσία δεν πέρασε από τα «στάδια» της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Βρετανία. Στην πραγματικότητα πουθενά ο καπιταλισμός δεν αναπτύχθηκε με ένα προκαθορισμένο μοτίβο. Στην Ρωσία το απολυταρχικό, φεουδαρχικό κράτος χρειαζόταν τον καπιταλισμό για να παραμείνει μια μεγάλη δύναμη. Κι έτσι δίπλα στα ξύλινα αλέτρια ξεφύτρωσαν τα μεγαλύτερα εργοστάσια της Ευρώπης.
Και μέσα σ’ αυτά δούλευε μια νέα εργατική τάξη που έκανε άλματα στις ιδέες της και τη δράση της. Μόλις δέκα χρόνια χώριζαν τις πρώτες απεργίες στην Πετρούπολη το 1896 από την Επανάσταση το 1905. Κι η επανάσταση ήρθε με τη μορφή κυμάτων μαζικών απεργιών και με πολιτικά αιτήματα, με εργατικά συμβούλια (σοβιέτ).
Η Επανάσταση του 1917 δικαίωσε την ανάλυση του Τρότσκι. Η εργατική τάξη ανέτρεψε τον τσαρισμό αλλά δεν έμεινε εκεί. Πήρε την εξουσία για λογαριασμό της. Το 1906 ο Τρότσκι πρόβλεπε ότι η εργατική εξουσία στην Ρωσία θα είναι το «άνοιγμα» για τις επαναστάσεις στην Δύση. Πράγματι έτσι έγινε. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε με ένα κύμα επαναστάσεων με την Γερμανία στο κέντρο τους.
Κόκκινος Οκτώβρης
Η νίκη της εργατικής τάξης τον Οκτώβρη του 1917 δεν θα ήταν δυνατή χωρίς ένα επαναστατικό κόμμα στην ηγεσία του κινήματος. Τα σοβιέτ, είχαν μια τεράστια δύναμη από τον Φλεβάρη κιόλας. Αλλά χρειαζόταν μια οργανωμένη δύναμη να δώσει τη μάχη στο εσωτερικό τους για να γίνει πράξη το σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Κι αυτή η δύναμη ήταν το κόμμα των μπολσεβίκων.
Ο Τρότσκι είχε μείνει «ανένταχτος» από το 1904 και είχε δεχτεί συχνά τα πυρά του Λένιν όλα αυτά τα χρόνια. Αλλά το 1917, όπως γράφει ο Τόνι Κλιφ:
“Ο Τρότσκι δεν είχε άλλη εναλλακτική διέξοδο από το να προσχωρήσει στον μπολσεβικισμό. Ο Τρότσκι ήταν ένας λαμπρός στρατηγός που όμως διοικούσε ένα μικροσκοπικό απόσπασμα στρατιωτών, ενώ ο Λένιν ήταν ο αναγνωρισμένος ηγέτης ενός μεγάλου κόμματος. Για να νικήσει η επανάσταση χρειαζόταν ένα κόμμα με μέλη σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε μονάδα του στρατού, ικανό να κερδίζει το νου και τις καρδιές των εργατών και των στρατιωτών. Ως άτομο, ο Τρότσκι μπορούσε να κάνει τη φωνή του να ακουστεί. Όμως, μόνο ένα μαζικό, καλά πειθαρχημένο κόμμα μπορούσε να μετατρέψει τα λόγια σε πράξεις”.
O Τρότσκι αναδείχτηκε στην κεντρική ηγεσία αυτού του κόμματος. Τον Σεπτέμβρη του 1917 το σοβιέτ της Πετρούπολης τον έκλεξε πρόεδρό του. Είχε αυτή τη θέση το 1905. Αλλά τώρα ήταν ο πρόεδρος ενός σοβιέτ με μπολσεβίκικη πλειοψηφία. Και σαν επικεφαλής της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής του, ανέλαβε να οργανώσει την ανατροπή της αστικής προσωρινής κυβέρνησης τον Οκτώβρη.
Η νεαρή εργατική εξουσία βρέθηκε σύντομα πολιορκημένη από την ένοπλη αντεπανάσταση και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Το εργατικό κράτος χρειάστηκε να συγκροτήσει το δικό του στρατό, τον «Κόκκινο Στρατό των Εργατών και των Αγροτών» κυριολεκτικά από το μηδέν. Ο Κόκκινος Στρατός νίκησε και ο αρχιτέκτονας αυτής της νίκης ήταν ο Τρότσκι που έγινε «κομισάριος πολέμου» και πρόεδρος του «Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου» τον Μάρτη του 1918, και κράτησε αυτή τη θέση μέχρι το 1923.
Το πνεύμα, το «ηθικό θεμέλιο» του Κόκκινου Στρατού διαπερνιόταν από έναν ασυμβίβαστο διεθνισμό. Στην πρώτη του ομιλία ως Επίτροπος Πολέμου, ο Τρότσκι δήλωσε ανοιχτά: «Εμείς, που η ιστορία μας έδωσε πρώτους τη νίκη…πρέπει να είμαστε σε θέση να σπεύσουμε σε ένοπλη βοήθεια των εξεγερμένων αδελφών μας στην πρώτη βροντή της παγκόσμιας επανάστασης».
O Μαξ Μπάουερ, ένας Γερμανός στρατηγός της εποχής που μόνο για συμπάθεια στους μπολσεβίκους δεν μπορεί να κατηγορηθεί, έγραψε για τον Τρότσκι: «Ένας γεννημένος στρατιωτικός οργανωτής και ηγέτης… συγκρότησε ένα νέο στρατό απ’ το τίποτα, και μετά τον οργάνωσε και τον εκπαίδευσε μέσα στη φωτιά της μάχης, αυτό είναι ένα κατόρθωμα αντάξιο του Ναπολέοντα».
Συνέχεια
Η δεκαετία του ’30 ξεκίνησε με την μεγαλύτερη κρίση που είχε γνωρίσει ο καπιταλισμός στην ιστορία του. Μια δεκαετία που γέννησε την αντεπαναστατική απελπισία με τη μορφή του φασισμού και την επαναστατική ελπίδα με τους αγώνες της εργατικής τάξης και τη στροφή της στ’ αριστερά. Ο Τρότσκι προσπάθησε να χτίσει ένα επαναστατικό ρεύμα κόντρα στις προδοσίες και τα τραγικά λάθη του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας.
Ήταν ο πρώτος που έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την φασιστική απειλή στην Γερμανία και διατύπωσε μια από τις πιο οξυδερκείς αναλύσεις για τη φύση του φασισμού σαν αντιδραστικού κινήματος. Και δεν έμεινε σ’ αυτό. Με όπλο την στρατηγική του ενιαίου μετώπου –που είχε διατυπώσει η Κομιντέρν στα επαναστατικά της χρόνια με την αποφασιστική συμβολή του – ο Τρότσκι εξήγησε πως η εργατική τάξη μπορεί να αποκρούσει την φασιστική απειλή και να ανοίξει το δρόμο για τη δική της λύση στην κρίση του καπιταλισμού –την επανάσταση.
Τρία χρόνια μετά, το 1936, οι καταλήψεις των εργοστασίων στην Γαλλία και η Ισπανική Επανάσταση έδειξαν ποια ήταν η εναλλακτική λύση απέναντι στο φασισμό και τον πόλεμο. Η κριτική του Τρότσκι για την πολιτική των «λαϊκών μετώπων» που οδήγησαν στις ήττες αυτά τα κινήματα είναι σήμερα απαραίτητη για την Αριστερά που δεν θέλει να μοιραστεί τα αδιέξοδα και τους συμβιβασμούς του κοινοβουλευτικού δρόμου.
Εκείνη την περίοδο η σταλινική Ρωσία έμπαινε στη φάση του «μεγάλου τρόμου» των σταλινικών εκκαθαρίσεων. Και ο Τρότσκι δίνει την τιτάνια μάχη να υπερασπίσει την κληρονομιά της ρωσικής επανάστασης και να αποδείξει ότι «ποτάμια αίματος χωρίζουν τον σταλινισμό και τον μπολσεβικισμό». Το βιβλίο η Προδομένη Επανάσταση ήταν προϊόν αυτής της προσπάθειας και η πρώτη σοβαρή μαρξιστική ανάλυση της σταλινικής γραφειοκρατίας, των υλικών βάσεων που αναδείχτηκε και επικράτησε στις συνθήκες της απομόνωσης της σοβιετικής Ρωσίας.
Έγραφε:
«Ο Λένιν, ακολουθώντας τον Μαρξ και τον Ένγκελς, έβλεπε το πρώτο διακριτικό γνώρισμα της προλεταριακής επανάστασης στο γεγονός ότι, απαλλοτριώνοντας τους εκμεταλλευτές, θα καταργούσε την αναγκαιότητα ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού, υψωμένου πάνω από την κοινωνία –και πάνω απ’ όλα, της αστυνομίας και του μόνιμου στρατού…
Όπως και να ερμηνεύετε τη φύση του σημερινού σοβιετικού κράτους, ένα πράγμα είναι αδιαμφισβήτητο: στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της ύπαρξής του, όχι μόνο δεν έχει σβήσει, αλλά ούτε καν έχει αρχίσει να «σβήνει». Ακόμα χειρότερα, έχει μεγαλώσει κι έχει γίνει ένας ανήκουστος μέχρι τώρα μηχανισμός καταπίεσης.
Η γραφειοκρατία όχι μόνο δεν έχει εξαφανιστεί, δίνοντας τη θέση της στις μάζες, αλλά και έχει μετατραπεί σε μια ανεξέλεγκτη δύναμη που κυριαρχεί πάνω στις μάζες. Ο στρατός όχι μόνο δεν έχει αντικατασταθεί από τον ένοπλο λαό, αλλά και έχει γεννήσει μια προνομιούχα κάστα αξιωματικών, με επικεφαλής στρατάρχες, ενώ στο λαό, “στον ένοπλο φορέα της δικτατορίας”, απαγορεύεται στη Σοβιετική Ένωση να φέρει ακόμα και ένα μη πυροβόλο όπλο. Ακόμα και η πιο αχαλίνωτη φαντασία, θα δυσκολευόταν να συλλάβει ένα κοντράστ πιο χτυπητό από αυτό που υπάρχει ανάμεσα στο σχήμα του εργατικού κράτους που έχει δοθεί από τον Μαρξ, τον Ένγκελς και τον Λένιν, και το πραγματικό κράτος στο οποίο ηγείται σήμερα ο Στάλιν».
Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Τρότσκι ωστόσο υποστήριζε ότι η Ρωσία του Στάλιν εξακολουθούσε να είναι ένα εργατικό κράτος, έστω εκφυλισμένο. Πίστευε ότι η γραφειοκρατία ήταν ένα «καρκίνωμα» που δεν θα άντεχε στους κλονισμούς του επερχόμενου πολέμου. Είχε λάθος σε αυτή την ανάλυση, όπως αποδείχτηκε. Η γραφειοκρατία με τον Στάλιν έχτιζαν ένα κρατικό καπιταλισμό που στη δεκαετία του ’40 και του ’50 θα γινόταν «υπερδύναμη».
Όμως, αυτό δεν μπορεί να σβήσει την τεράστια συμβολή της ανάλυσης του Τρότσκι. Διέσωσε για τις επόμενες γενιές των αγωνιστών/τριών την ουσία της έννοιας σοσιαλισμός: μια κοινωνία που θα κυβερνάνε οι εργάτες και οι εργάτριες, το κριτήριο της παραγωγής θα είναι οι κοινωνικές ανάγκες και όχι το ανταγωνιστικό κυνήγι του κέρδους και που στην ανεπτυγμένη της μορφή μαζί με την εκμετάλλευση και την καταπίεση το ίδιο το κράτος θα έχει μπει στο «μουσείο της ιστορίας».
Αυτή η κληρονομιά του «σοσιαλισμού από τα κάτω», δίνει νικηφόρα προοπτική στους αγώνες του σήμερα. Κι ο Τρότσκι είναι αναντικατάστατο κομμάτι της.
80 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΙΟ ΔΙΑΒΟΗΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΤΑΛΙΝΙΚΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ,ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΟΤΣΚΙ
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
«Παρακολουθούσα τις δραστηριότητές του (εννοεί: του Τρότσκι) για ένα διάστημα.
Είναι η διαβολική διάνοια της Ρωσίας και είναι πολύ καλό το γεγονός ότι ο Στάλιν τον έχει βάλει στη θέση του».
(Ο Τσώρτσιλ το 1936, απευθυνόμενος στον σοβιετικό πρεσβευτή Ιβάν Μάϊσκι στο Λονδίνο, ενώ είχαν μόλις ξεκινήσει οι περίφημες Δίκες της Μόσχας)
Ήταν ο άνθρωπος που συγκέντρωσε στο πρόσωπό του το αβυσσαλέο μίσος των αρχουσών τάξεων όλου του πλανήτη και ταυτόχρονα τη δολοφονική μανία της σταλινικής γραφειοκρατίας στη Ρωσία. Ο Λέων Τρότσκι, αφοσιωμένος επαναστάτης σε όλη του τη ζωή, είχε προλάβει να δράσει ως ηγέτης σε δύο επαναστάσεις στη Ρωσία. Το 1905 και το 1917. Υπήρξε και στις δυο πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Στη δεύτερη ήταν ο συναρχηγός, μαζί με τον Λένιν, του κόμματος των μπολσεβίκων που ανέτρεψε το καπιταλιστικό καθεστώς και έβγαλε τη Ρωσία από το σφαγείο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Τρότσκι υπήρξε ο ιδρυτής του Κόκκινου Στρατού της νεαρής σοβιετικής δημοκρατίας. Ο νεαρός Εβραίος διανοούμενος, που δεν είχε πιάσει στη ζωή του όπλο, κατάφερε να γίνει ο στρατηλάτης που συνέτριψε τους λευκοφρουρούς αντεπαναστάτες και τους 14 στρατούς ξένων χωρών – η Ελλάδα ήταν μία από αυτές – που εισέβαλλαν στη Ρωσία για να ανατρέψουν την επανάσταση.
Κυνηγημένος σε όλον τον πλανήτη
Ο κομμουνιστής που βρέθηκε επικεφαλής της «εφόδου στον ουρανό», όταν η επανάσταση μεσουρανούσε, ήταν φυσικό και επόμενο να μη χωρά στη Ρωσία του εκφυλισμού και της ανόδου της γραφειοκρατίας στην εξουσία. Ο Τρότσκι ηγήθηκε της αριστερής αντιπολίτευσης που στηλίτευε τα προνόμια και τον αυταρχισμό της γραφειοκρατίας και ζητούσε επιστροφή στις αρχές της οκτωβριανής επανάστασης. Ακολούθησε, μαζί με τη σύντροφο της ζωής του Ναταλία και τον γιο του Σεντώφ, τη μοίρα των αντιπολιτευόμενων κομμουνιστών, στην εξορία στην Άλμα Άτα του Καζακστάν. Απελάθηκε από τη Σοβιετική Ένωση το 1929 και του αφαιρέθηκε η σοβιετική υπηκοότητα.
Μέχρι το 1940 ο Τρότσκι θα παραμείνει ο άνθρωπος χωρίς διαβατήριο. Ο επαναστάτης, που καμία χώρα δεν του χορηγούσε νομιμοποιητικά έγγραφα και μόνιμο άσυλο. Ζώντας προσωρινά στην Τουρκία, στη Νορβηγία και τη Γαλλία σε συνθήκες αστυνομικών περιορισμών και απομόνωσης, ο Τρότσκι πέτυχε να βρει διαμονή στο Μεξικό, όπου πέρασε τα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πριν δολοφονηθεί.
Οι δυσκολίες και οι περιορισμοί της εξορίας, η έλλειψη πόρων και η πλήρης αβεβαιότητα όπου ζούσε ο ίδιος και η οικογένειά του, δεν εμπόδισαν τον Τρότσκι από το έργο της ζωής του.
Από τη μια, ο Τρότσκι έγραψε, ακριβώς τα χρόνια της εξορίας, τα καλύτερα και πιο δυνατά από τα πολιτικά και ιστορικά έργα του. Η «Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης», η ανάλυσή του στην «Προδομένη Επανάσταση» για τον χαρακτήρα του σταλινικού καθεστώτος, καθώς και τα κείμενά του για τη Γερμανία, τη Γαλλία και την ανάγκη να αντιταχθεί μέτωπο όλων των εργατικών κομμάτων και της Αριστεράς κατά του φασισμού, όπως και πολλά άλλα κείμενα, είναι μνημειώδη έργα με επικό ύφος και βαθύ περιεχόμενο που κάθε άλλο παρά έχουν χάσει την αξία τους ως σήμερα.
Από την άλλη, παρά τις συνθήκες απομόνωσης και την παγκόσμια εκστρατεία συκοφαντιών της ρωσικής γραφειοκρατίας και των σταλινικών κομμάτων σε κάθε χώρα, ο Τρότσκι μπόρεσε να πιάσει επαφή με συντρόφους και συντρόφισσες σε μια σειρά χώρες σε όλον τον κόσμο, επιχειρώντας να δέσει το νήμα της Τετάρτης Διεθνούς, της παγκόσμιας επαναστατικής οργάνωσης που θα συνέχιζε την παράδοση των μπολσεβίκων.
Η αλληλογραφία του Τρότσκι με δεκάδες πολιτικές ομάδες ανά τον πλανήτη και εκατοντάδες συντρόφους και φίλους στα χρόνια της εξορίας του, απαιτούσαν μια συνεχή μελέτη της πολιτικής κατάστασης σε κάθε χώρα. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα αυτές οι επιστολές, ποτισμένες πολύ συχνά με καυστικό ύφος, αλλά πάντοτε πλούσιες σε διεισδυτικές και ευφυείς παρατηρήσεις, είναι θησαυρός που αξίζει ατόφιο χρυσάφι και παίρνουν επάξια θέση δίπλα στα άλλα κείμενα του συγγραφέα.
Όμως το πιο εκπληκτικό είναι πως όλα αυτά τα έργα με το απαράμιλλο ύφος γράφτηκαν ενώ η σταλινική γραφειοκρατία εξόντωνε τον έναν μετά τον άλλο εκατοντάδες χιλιάδες συντρόφους και συντρόφισσες στη Ρωσία και στον κόσμο. Ανάμεσά τους και όλους σχεδόν τους κοντινούς και μακρινούς συγγενείς του Τρότσκι. Η πρώην σύζυγός του Αλεξάνδρα Σοκολόφσκαγια και τα τέσσερα παιδιά του (δύο που απέκτησε με την Αλεξάνδρα και δύο με τη Ναταλία) ήταν μεταξύ των θυμάτων. Από όλη την οικογένεια του Τρότσκι επιβίωσε μόνο η συντρόφισσά του Ναταλία και ο εγγονός του Εστέμπαν από την πλευρά της Αλεξάνδρας.
Όπως έγραψε ο Τρότσκι: «Η ζωή δεν είναι μια εύκολη υπόθεση… Δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα χωρίς να υποταχτείς. Εκτός αν έχεις μπροστά σου μια μεγάλη ιδέα που να σε υψώνει πάνω από την προσωπική αθλιότητα, πάνω από την αδυναμία, πάνω από κάθε είδος προδοσίας και ποταπότητας».
«Νομίζω ότι αυτήν τη φορά τα κατάφεραν» (Τρότσκι, λίγα λεπτά πριν σβήσει, την 21 Αυγούστου 1940)
Ο Στάλιν μπόρεσε τελικά να τον «βάλει στη θέση του» τον ιστορικό ηγέτη του Κόκκινου Στρατού μια για πάντα στις 20 Αυγούστου 1940. Ένας πράκτορας των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, που κατάφερε να προσεγγίσει το περιβάλλον του Τρότσκι, επιτέθηκε στον εξόριστο επαναστάτη με ορειβατική αξίνα. Μέσα στο σπίτι του, στο Κογιοακάν του Μεξικού. Ήταν η δεύτερη δολοφονική απόπειρα μέσα σε τρεις μόλις μήνες. Την επόμενη μέρα, ο Τρότσκι κατέληξε εξαιτίας των τραυμάτων του.
Όμως «η ανταπόδοση της Ιστορίας είναι πιο σκληρή από την εκδίκηση και του πιο ισχυρού Γενικού Γραμματέα», είχε προλάβει να γράψει ο Τρότσκι. Το δημιούργημα της γραφειοκρατίας, το θηριώδες σταλινικό ρωσικό κράτος κατέρρευσε με πάταγο, μαζί τους δορυφόρους του, πενήντα χρόνια μετά από τη δολοφονία του Τρότσκι. Τα σταλινικά κόμματα ανά τον κόσμο περνούν αθεράπευτη κρίση και βρίσκονται στις περισσότερες περιπτώσεις σε πολιτική και ιδεολογική διάλυση.
Οι ομαδοποιήσεις που αναφέρονται στην παράδοση του Τροτσκισμού διαθέτουν σήμερα σαφώς ένα πολύ μεγαλύτερο ανθρώπινο δυναμικό από τις ελάχιστες χιλιάδες μέλη της Τετάρτης Διεθνούς στα χρόνια του Τρότσκι. Αλλά είναι ξεκάθαρο πως σε καμιά περίπτωση δεν μιλάμε για μαζικές επαναστατικές οργανώσεις, συγκρίσιμες με τους μπολσεβίκους, έστω και στην πιο αδύνατη στιγμή τους.
Η κληρονομιά του τροτσκισμού
Όμως η σημασία του τροτσκιστικού ρεύματος στην Ιστορία της Αριστεράς ξεπερνά κατά πολύ το μέγεθός του. Ο τροτσκισμός δεν είναι μονάχα άλλη μια από τις πολλές και διάφορες εκδοχές της κομμουνιστικής Αριστεράς, που απλώς έχει εκείνες ή τις άλλες εμφάσεις και καταβολές.
Ο τροτσκισμός είναι ο μαρξισμός που όρθωσε το ανάστημά του απέναντι στη σταλινική γραφειοκρατία. Αυτό δεν ήταν απλά μια διαμάχη σε αμφιθέατρα και σε κομματικά συνέδρια. Οι τροτσκιστές αντιμετώπισαν τις Δίκες της Μόσχας, τα γκουλάκ στη Σιβηρία και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Και πλήρωσαν τεράστιο φόρο αίματος, μέσα και έξω από τη Ρωσία του Στάλιν.
Ο Τρότσκι διέσωσε τη μαρξιστική θεωρία από τον απόλυτο διασυρμό. Χωρίς αυτόν ο μαρξισμός θα είχε καταντήσει ιησουίτικη απολογητική της σταλινικής αντεπανάστασης. Θα ήταν το ευαγγέλιο, αλλά και η στολή παραλλαγής μιας τάξης παρασιτικής και άξεστης. Της τάξης που συνέτριψε την επανάσταση του Οκτώβρη του 1917 και έπνιξε στο αίμα την επαναστατική πρωτοπορία και όλη την εργατική τάξη στις Δίκες της Μόσχας.
Σήμερα, μετά την πανωλεθρία και την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων, δεν μπορείς να μιλήσεις για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό χωρίς να στηριχτείς στις ιδέες και στα γραπτά του Τρότσκι. Ο Ισαάκ Ντώυτσερ, βιογράφος του Τρότσκι, τον περιγράφει ως τον «νόμιμο διάδοχο του κλασικού μαρξισμού». Δεν υπάρχει η παραμικρή υπερβολή σε αυτή τη διατύπωση.
«Ποτέ δεν λες η μοίρα πως σε αδίκησε, μα μόνο η Ιστορία αλλιώς σου μίλησε»
Όταν δολοφονήθηκε ο Τρότσκι, η ολιγάριθμη οργάνωση της 4ης Διεθνούς έμεινε με τις γραπτές παρακαταθήκες του εμπνευστή της. Όμως δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπίσει μόνο με αυτές τη σκληρή πραγματικότητα που είχε προκύψει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μεταπολεμικός κόσμος δεν είχε καμία σχέση με τις προβλέψεις του Τρότσκι.
Η Ρωσία του Στάλιν δεν είχε καταρρεύσει ούτε από τα δεξιά, εξαιτίας της κοινωνικής αντεπανάστασης, ούτε από τα αριστερά, εξαιτίας της πολιτικής επανάστασης της εργατικής τάξης, σύμφωνα με την κλασική τροτσκιστική διατύπωση. Αντίθετα, ο σταλινισμός επεκτάθηκε και σε μια σειρά άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Σε λίγο θα ακολουθήσει η κινεζική επανάσταση, η βιετναμέζικη και η κουβανική. Παντού θα τεθούν επικεφαλής σταλινικά κόμματα, που θα φτάσουν στην εξουσία με την εργατική τάξη απαθή και στο περιθώριο των γεγονότων. Ακολουθώντας την τροτσκιστική ορθοδοξία, αυτά τα καθεστώτα θα έπρεπε να είναι κάποιου είδους «εκφυλισμένα» ή «παραμορφωμένα εκ γενετής» εργατικά κράτη.
Αλλά μπορούσαν να υπάρξουν κάποιας μορφής εργατικά κράτη, έστω και «παραμορφωμένα», χωρίς τη δράση της εργατικής τάξης; Και, αν ο σταλινισμός μπορούσε να καθοδηγήσει επαναστάσεις, έστω με γραφειοκρατικό και κακό τρόπο, τότε τι χρειαζόταν η ανεξάρτητη δράση της εργατικής τάξης και η ξεχωριστή οργάνωση της 4ης Διεθνούς; Και αν η Ιστορία χρησιμοποιεί ως υποζύγιο και όχι ως καταλύτη τις εργατικές μάζες, τότε δεν είναι λάθος από τη βάση της όλη η θεωρία του μαρξισμού που ισχυρίζεται πως «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας»;
Έτσι, οι επίγονοι του Τρότσκι βρέθηκαν μπροστά σε ερωτήματα και διλήμματα, που απαιτούσαν γενναία επανεξέταση των συμπερασμάτων του εμπνευστή τους και γενικότερα μια σοβαρή στάση απέναντι στη μαρξιστική θεωρία.
Οι περισσότερες από τις ομαδοποιήσεις που προέκυψαν μέσα από τους κόλπους της 4ης Διεθνούς διέσωσαν, άλλη λιγότερα κι άλλη περισσότερα, στοιχεία της τροτσκιστικής παράδοσης, αλλά σπάνια κατάφεραν να κρατήσουν «την καρδιά και το μυαλό» του Τρότσκι. Ο ίδιος, όσο ζούσε, συχνά επανεξέταζε τις θεωρίες του και δεν δίσταζε να πετάξει στην άκρη συμπεράσματα και εικασίες που δεν είχαν δικαιωθεί από την πραγματικότητα.
Και το ζήτημα πάνω στο οποίο κάθε λίγα μόλις χρόνια ο Τρότσκι άλλαζε ριζικά άποψη, ήταν αυτό της φύσης της σταλινικής γραφειοκρατίας. Επρόκειτο για καινούργιο κοινωνικό φαινόμενο, που πρώτος ο Τρότσκι επιχείρησε την ανατομή του με τα εργαλεία του μαρξισμού. Και ενώ στην αρχή της κόντρας του με τον σταλινισμό επιχειρηματολογούσε πως το γραφειοκρατικό καθεστώς μπορούσε να μεταρρυθμιστεί ειρηνικά και το κομμουνιστικό κόμμα να κερδηθεί ξανά από τα μέλη του, ο Τρότσκι κατέληξε στα τελευταία χρόνια της ζωής του να επιμένει πως ο σταλινισμός θα ανατραπεί από την εργατική τάξη μόνο με τη βία και με ανεξάρτητη -και παράνομη- επαναστατική καθοδήγηση.
Ο ίδιος ο Τρότσκι πίστευε πως ο απόλυτος και τελικός κριτής της φύσης του σταλινικού καθεστώτος θα είναι ο επερχόμενος πόλεμος. Ο πόλεμος ήρθε και ανέτρεψε ολοκληρωτικά τις προβλέψεις του ιδρυτή της 4ης Διεθνούς. Μπορούσε το καθήκον της εξαγωγής συμπερασμάτων από τη συγκλονιστική αυτή δοκιμασία να περιμένει;
Η ίδια η κεντρική θέση του Τρότσκι για τη φύση του σταλινικού καθεστώτος θα έπρεπε να επανεξεταστεί εκ θεμελίων. Αυτό θα έκανε και ο ίδιος, αν ζούσε. Όσο και αν η ισχυρογνωμοσύνη είναι συχνά χαρακτηριστικό των αρχηγών, ο Τρότσκι δεν καταδεχόταν ποτέ να μπει στο δίλημμα «ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε». Σαν καλός καπετάνιος προτιμούσε να επανεξετάζει ξανά και ξανά την πορεία του, παρά να ρίξει το πλοίο στα βράχια.
Εδώ ακριβώς είναι που μια σειρά αγωνίστ(ρι)ες του τροτσκιστικού ρεύματος επιχείρησαν να διασώσουν τον τροτσκισμό εξετάζοντας κριτικά τη θεωρία του Τρότσκι για το εκφυλισμένο εργατικό κράτος στη Ρωσία. Και κάποιοι/ες κατέληξαν νωρίς στην εκτίμηση πως η σταλινική Ρωσία και τα κράτη-δορυφόροι της Ανατολικής Ευρώπης είναι ξεκάθαρα κράτη κρατικοκαπιταλιστικά. Και άρα, αυτό που θα πρέπει να γίνει είναι εργατική κοινωνική επανάσταση σε Ανατολή και Δύση.
Αξίζει να δούμε πως η πρώτη συντρόφισσα που κατέληξε σε αυτά τα συμπεράσματα ήταν η Ναταλία Σέντοβα, η σύντροφος της ζωής του Τρότσκι. Η Ναταλία αποχώρησε από την 4η Διεθνή με ένα συγκλονιστικό κείμενο, το οποίο έχουμε ήδη δημοσιεύσει στην ιστοσελίδα μας. Λίγο μετά την αποχώρησή της, θα διατυπώσει την άποψη πως η Ρωσία του Στάλιν είναι κρατικός καπιταλισμός.
Αλλά εδώ θα πρέπει να ξεκινήσει μια άλλη συζήτηση. Επειδή ο μόνος τρόπος για να τιμήσουμε στην πράξη τους νεκρούς ηγέτες μας, είναι, όπως το διατύπωσε ο ίδιος ο Λένιν, «να τους υμνούμε λιγότερο και να τους μελετούμε περισσότερο».
Εστέμπαν Βολκώφ: Η δολοφονία του Τρότσκι όπως την έζησα
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από την εισήγηση του εγγονού του Τρότσκι, Εστέμπαν Βολκώφ, στο «Συμπόσιο ’90» (Β’ Σύνοδος), που είχε γίνει στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1991. Δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του θεωρητικού περιοδικού «Μαρξιστική Φωνή» (αρ. 69) που είναι αφιερωμένο στα 80 χρόνια από τη δολοφονία του Τρότσκι.
Εστέμπαν Βολκώφ-Μπρονστάιν
Ο Τζάκσον, δηλαδή ο Ραμόν Μερκαντέρ, λοιπόν, άρχισε να ενδιαφέρεται για το ζήτημα αυτό (Μ.Φ: το ζήτημα της υπεράσπισης της ΕΣΣΔ) και μάλιστα έκανε γνωστό ότι είχε γράψει ένα άρθρο που στήριζε τη θέση της πλειοψηφίας. Ζήτησε, αν ήταν δυνατόν, να το διαβάσει ο Τρότσκι και να κάνει κάποιες υποδείξεις ή διορθώσεις στο κείμενο. Ο Τρότσκι έπεσε στην παγίδα που είχε μηχανευτεί η «Γκε Πε Ου». Φαινόταν ένα πρόσωπο φιλικό, γενναιόδωρο και, ποιος ξέρει, ίσως μελλοντικό μέλος του κόμματος, άξιζε τον κόπο να του αφιερώσει λίγο χρόνο.
Έτσι ο Τζάκσον, μπόρεσε και μπήκε στο γραφείο του Λέον Τρότσκι. Ο Τρότσκι συνάντησε τον Τζάκσον δύο φορές. Την πρώτη φορά στις 17 Αυγούστου το απόγευμα, όταν εμφανίστηκε και μπήκε στο γραφείο με το άρθρο του. Ο Τρότσκι το μελέτησε, του έκανε ορισμένες υποδείξεις, του έδωσε ορισμένες συμβουλές και ο Τζάκσον θα επέστρεφε σε λίγες μέρες. Για τον Τζάκσον αυτή η πρώτη επίσκεψη ήταν αναγνωριστική του τόπου του εγκλήματος.
Ο Τρότσκι έμεινε κατάπληκτος με την συμπεριφορά του Τζάκσον: δεν έβγαλε το καπέλο του, κάθισε πάνω στο γραφείο, ήταν λίγο περίεργος, δεν έμοιαζε με Βέλγο. Το συζήτησε αυτό με τη Νατάσα και της είπε τέλος πάντων, εντάξει, θα δούμε. Ο Τρότσκι καταλάβαινε ότι κάτι δεν ταίριαζε, αλλά δεν είχε ακόμη αποκρυσταλλώσει άποψη γι’ αυτόν τον τύπο.
Στις 20 Αυγούστου, ο Τζάκσον ξαναεμφανίστηκε. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, φορούσε αδιάβροχο σφιχτοκουμπωμένο. Ήταν ωχρός. Η Νατάσα τον συνάντησε στον κήπο και τον ρώτησε αν ήταν καλά. Του είπε ότι μάλλον δουλεύει πολύ κι ότι πρέπει να προσέχει πιο πολύ την υγεία του. Κάτι μάσησε αυτός και της ζήτησε λίγο νερό. Επίσης τον ρώτησε γιατί φορούσε αδιάβροχο με τέτοιο ήλιο. Αυτός της απάντησε: «Δεν ξέρει κανείς, εδώ στο Μεξικό ο καιρός είναι τρελός».
Ο Τρότσκι εκείνη τη στιγμή τάιζε τις κότες και με δυσφορία σταμάτησε τη δουλειά που έκανε, έβγαλε τα γάντια του και μπήκε στο γραφείο του μαζί με τον Τζάκσον. Αυτή τη φορά δεν ήταν η «πρόβα τζενεράλε».
Σε λίγα λεπτά ακούστηκε μια φοβερή κραυγή που συγκλόνισε όλο το σπίτι και ο Λεβ Νταβίντοβιτς βγήκε στο σαλόνι βουτηγμένος στο αίμα. Η Νατάσα έτρεξε αμέσως κοντά του για να τον βοηθήσει. Όλοι οι φρουροί που βρίσκονταν εκεί έπεσαν πάνω στο δολοφόνο, παρ’ ότι κρατούσε ένα αυτόματο πιστόλι.
Φαίνεται ότι, μόλις ο Τρότσκι έσκυψε να διαβάσει το άρθρο, ο Τζάκσον τον χτύπησε με μια μικρή αξίνα. Ο Τρότσκι μπόρεσε και σηκώθηκε και πάλεψε μαζί του. Γι’ αυτό κατάφεραν και τον συνέλαβαν.
Η δολοφονία ήταν σχεδιασμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορέσει σιωπηλά να το σκάσει χωρίς να τον πάρουν είδηση. Είχε αφήσει το αμάξι έξω, έτοιμο και όπως μαθεύτηκε μετά, η μάνα του τον περίμενε εκεί με ένα υψηλό στέλεχος της «Γκε Πε Ου», τον στρατηγό Έιτιγκον.
Επρόκειτο να επιβιβαστούν αμέσως σ’ ένα καράβι στο Ακαπούλκο που θα τους πήγαινε στη Σοβιετική Ένωση. Αλλά η ζωτικότητα του Λεόν Τρότσκι, που έδωσε γερή μάχη με τον δολοφόνο, δεν επέτρεψε στον δολοφόνο να το σκάσει.
Τη στιγμή που μπήκαν ο Τζο Χάνσεν και ο Ρόμπινς, ο Τζάκσον κρατούσε πιστόλι. Χωρίς να υπολογίσουν τίποτα έπεσαν πάνω του με «φούρια». Ο Χάνσεν τον χτυπούσε μέχρι σημείου να σπάσει το χέρι του, ενώ ο Ρόμπινς τον είχε ακινητοποιήσει. Ο Τρότσκι ήταν ξαπλωμένος στο σαλόνι. Μπορούσε ακόμη και μιλούσε με δυσκολία και, βλέποντας τον τρόπο που τον χτυπούσαν, τους έλεγε να μην τον σκοτώσουν, γιατί έπρεπε να μιλήσει.
Έφτασα περίπου δέκα λεπτά μετά το χτύπημα. Ενώ περπατούσα στον δρόμο ένοιωσα μια αγωνία να πλακώνει το στήθος μου. Είδα αμέσως ένα αμάξι ανορθόδοξα σταθμευμένο και μερικούς αστυνομικούς απέναντι και είχα το προαίσθημα ότι αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ πιο σοβαρά.
Έτρεξα και μόλις μπήκα στον κήπο είδα τον φρουρό Χάρολντ Ρόμπινς και τον ρώτησα τι γίνεται. Μου απάντησε με έξαψη «ο Τζάκσον, ο Τζάκσον». Προχώρησα κι άλλο και συνάντησα ένα άτομο συνοδευόμενο από δυο αστυνομικούς. Ήταν σε άθλια κατάσταση, ούρλιαζε, έκλαιγε, ποτέ δεν είχα δει άτομο σε τέτοια κατάντια. Στην αρχή δεν τον αναγνώρισα. Είχα μια διαφορετική εικόνα για τον ίδιο. Ήταν πάντα άψογος.
Όταν μπήκα στο σπίτι, είδα πια τον παππού πεσμένο, είδα τα αίματα και κατάλαβα τι είχε γίνει. Μετά έμαθα ότι ο Τρότσκι είπε στους άλλους να με απομακρύνουν για να μη βλέπω αυτό το θέαμα. Λίγο αργότερα έφτασε και ο γιατρός, ένας Ισπανός πρόσφυγας και το ασθενοφόρο που τον μετέφερε στο νοσοκομείο, που σήμερα λέγεται Ρουβέν Λενιέ.
Ο Τρότσκι παρέμενε ήρεμος. Μετά εμπιστεύτηκε στον Τζο ότι μάλλον αυτή τη φορά τον πετύχανε, δείχνοντας την καρδιά του, ότι δεν ήταν εντάξει. Μαζί του ήταν και η Νατάσα, της είπε μάλιστα ένα αστείο, γιατί την είδε λίγο θλιμμένη. Καθώς του ξύριζαν το κεφάλι για την εγχείρηση της είπε «Νατάσα, ήρθε ο κουρέας». Ήταν μια αναφορά σε μια από τις μικρές τελετουργίες του σπιτιού, στον γέρο κουρέα που ερχόταν συνήθως στο Κογιοακάν και του κούρευε τα μαλλιά στον κήπο.
«Είμαι σίγουρος για τη νίκη»
Με δυσκολία έκανε ένα νόημα στον Τζο, τού είπε να προσέχουν την Νατάσα. «Είμαι σίγουρος για τη νίκη του αγώνα μας», του είπε. Τα τελευταία του λόγια ήταν βέβαια για την Νατάσα. Της είπε: «Νατάσα σ’ αγαπώ» και την φίλησε. Μπήκε αμέσως στο χειρουργείο, εγχειρίστηκε και πέθανε την άλλη μέρα. Δεν συνήλθε από την εγχείρηση. Αλλά ο Τρότσκι δέχτηκε το θάνατο σαν ένα ακόμα κεφάλαιο του επαναστατικού αγώνα. Τον δέχτηκε με απόλυτη ηρεμία.
Οι ιδέες του έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον σήμερα. Είναι πολύ επίκαιρες, όπως και τότε. Η συμβολή του στη μαρξιστική θεωρία είναι ουσιώδης. Ενώ αντίθετα, βλέπουμε ότι ο τότε πανίσχυρος και παντοδύναμος Στάλιν, κατέληξε, όπως ο ίδιος ο Τρότσκι πρόβλεψε, στο καλάθι των αχρήστων της Ιστορίας.
Σήμερα ο μαρξισμός δέχεται χτυπήματα απ’ όλες τις πλευρές. Όμως ο Τρότσκι μέχρι την τελευταία στιγμή είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στο σοσιαλιστικό μέλλον της ανθρωπότητας. Λίγο πριν δεχτεί το χτύπημα, ο Τρότσκι είχε γράψει μια μικρή διαθήκη, μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, όπου εντόπιζε το πώς έβλεπε ο ίδιος το σοσιαλισμό. Αυτή η διαθήκη λέει:
«Η εμπιστοσύνη μου στο σοσιαλιστικό μέλλον της ανθρωπότητας είναι μεγαλύτερη τώρα παρά στη νεανική μου ηλικία. Η Νατάσα πλησίασε στο παράθυρο από τη μεριά του κήπου, και το άνοιξε διάπλατα. Έτσι ο αέρας μπαίνει μέσα ελεύθερα. Μπορώ και βλέπω την πρασινάδα έξω στον κήπο και πάνω τον ουρανό με το ανοιχτό γαλανό του χρώμα και τον ήλιο να λάμπει. Η ζωή είναι όμορφη. Ας αφήσουμε τις επόμενες γενιές να την ελευθερώσουν από κάθε κακό, καταπίεση και βία για να την απολαύσουν σε όλο της το μεγαλείο».
Αυτές είναι πάνω-κάτω οι αναμνήσεις μου. Σίγουρα θα μπορούσαμε να πούμε κι άλλα πολλά, αλλά αυτή είναι η γενική ουσία όσων έχω στο νου μου, τόσο ζωντανά, σαν να έγιναν εχτές. Πράγματα που έζησα πολύ έντονα.
Εστέμπαν Βολκώφ
80 χρόνια από τη δολοφονία του Λέον Τρότσκι
Αναδημοσίευση άρθρου του Κωνσταντίνου Σηφάκη στην Εργατική Πάλη
Η ζωή του Λέων Νταβίντοβιτς Τρότσκι (1879 – 1940), του πιο συκοφαντημένου ίσως επαναστάτη του 20ου αιώνα δεν ήταν το νυχτοπερπάτημα της γάτας στην πιο ταραγμένη περίοδο της ανθρωπότητας, αλλά η περπατησιά ενός κόκκινου προμηθέα που έσπερνε την φλόγα της επανάστασης από το ένα άκρο της Γης έως το άλλο. Από την Κίνα, τη Ρωσία, τις μητροπόλεις του καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού, έως την αμερικάνικη ήπειρο η Ιστορία γεννοβολούσε φρίκες και θαύματα. Η πρώτη επιτυχημένη σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία το 1917, το κύμα των προλεταριακών επαναστάσεων στην Ευρώπη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αντεπανάσταση του φασισμού στην Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία στο μεσοπόλεμο, η επικράτηση του σταλινισμού στην χώρα των Σοβιέτ και τέλος ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Όλα τα παραπάνω σχημάτιζαν ένα καλειδοσκόπιο πρωτοφανέρωτων και κοσμοϊστορικών γεγονότων, η κατανόηση και η ερμηνεία των οποίων ζάλιζαν την πολιτική κρίση και των πιο επιφανών μαρξιστών της εποχής.
Στον Λ. Τρότσκι ανήκει η τιμή ότι βρέθηκε με τις θεωρητικές του αναλύσεις του αλλά και την πολιτική του δράση συγχρονισμένος με την κίνηση της Ιστορίας και τις ανάγκες της επαναστατικής τάξης του προλεταριάτου. Ανδρωμένος μέσα στη Ρώσικη Σοσιαλδημοκρατία και τις οξείες διαμάχες στο εσωτερικό της, αναδείχθηκε πρόεδρος του Σοβιέτ στην Αγία Πετρούπολη στην επανάσταση του 1905. Με βάση αυτή την εμπειρία συνέλαβε τη δυναμική των Σοβιέτ ως όργανα αυτοοργάνωσης της εργατικής εξουσίας και προέβλεψε την εξάπλωση τους στο σύνολο της Ρωσίας στο επόμενο επαναστατικό κύμα. Διατύπωσε επίσης για πρώτη φορά τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης, εκτιμώντας ότι οποιαδήποτε προοδευτική ιστορική εξέλιξη στη Ρωσία μπορούσε να προέλθει και να πραγματωθεί μόνο διαμέσου της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Το 1917 ως ηγέτης της στρατιωτικής επιτροπής του Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης οργάνωσε την εξέγερση του Οκτώβρη, που έδωσε την πλήρη εξουσία στα Σοβιέτ. Ο δεύτερος τη τάξει μετά τον Λένιν άνδρας στη Σοβιετική Ένωση οργάνωσε εκ του μηδενός και διεύθυνε τον Κόκκινο Στρατό των 5,5 εκατομμυρίων εργατών και αγροτών που έσωσε την νεογέννητη επανάσταση από το στρατό των Λευκών και των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους στον εμφύλιο (1917-1920). Αντιλήφθηκε ο εμφύλιος πόλεμος ήταν ένας ταξικός πόλεμος και ως τέτοιος έδινε την δυνατότητα στους επαναστάτες να απογυμνώσουν τον αστικό στρατό από τους εργάτες και αγρότες στρατιώτες του μέσω της επίκλησης των στοιχειωδών ταξικών συμφερόντων τους. Τα παραπάνω συμπεράσματα θα τον καταστήσουν τον πρώτο θεωρητικό του εμφύλιου πολέμου και θα φανούν προφητικά και στον Ισπανικό εμφύλιο (1936-1939). Από το τέλος του εμφυλίου αρχίζει η πιο σημαντική και πιο δύσκολη περίοδος στην ζωή του Τρότσκι.
Η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ρωσία μπορεί να ήταν η πρώτη δικαίωση των ιστορικών πόθων του εργατικού κινήματος, όμως ένα καρκίνωμα αναπτυσσόταν ήδη στο πρώτο εργατικό κράτος. Ο σταλινισμός ήταν μια εξέλιξη που έπιασε στον ύπνο την πλειοψηφία των ηγετών του Μπολσεβίκικου κόμματος καθώς δεν ήταν προετοιμασμένοι θεωρητικά και πολιτικά για ένα τέτοιο φαινόμενο. Το ιστορικό επίτευγμα του Τρότσκι ήταν ότι σχεδόν εν τη γενέσει του ερμήνευσε το σύνθετο φαινόμενο της γραφειοκρατικοποίησης και ηγήθηκε διαμέσου της Αριστερής Αντιπολίτευσης του αγώνα εναντίον της. Η ήττα της Αριστερής Αντιπολίτευσης και η επικράτηση του σταλινισμού σήμανε και την εξορία του Τρότσκι από τη χώρα των Σοβιέτ. Κυνηγημένος από τους σταλινικούς πράκτορες και ανεπιθύμητος από τις αστικές κυβερνήσεις, περιπλανήθηκε σε αρκετές χώρες, εξορίστηκε σε απομονωμένα νησιά και του επιβλήθηκαν πολλάκις περιορισμοί μετακίνησης και έκφρασης. Παρ’ όλες τις δυσκολίες η συμβολή του στην υπόθεση των εργαζομένων στάθηκε εξαιρετική πρώτον με τις έξοχες αναλύσεις του για το φασιστικό φαινόμενο και δεύτερον με την ίδρυση της 4ηςδιεθνούς το 1938.
Κατάφερε να διακρίνει την ιδιαιτερότητα του φασισμού και να τον διαχωρίσει από ένα οποιοδήποτε βοναπαρτιστικό καθεστώς, κατάφερε να αντιληφθεί τον φασισμό ως προϊόν της βαθιάς σήψης των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Κατέβαλε μια τεράστια προσπάθεια να διορθώσει την πολιτική του ΚΚ Γερμανίας, ώστε να αποφευχθεί η κοσμοϊστορική καταστροφή της ανόδου του φασισμού στην εξουσία. Η παράδοση αμαχητί του ΚΚ Γερμανίας αποτέλεσε ένα ορόσημο στην πολιτική σκέψη και πράξη του Τρότσκι.
Η 3η Διεθνής, 15 μόλις χρόνια από την ίδρυση της, παρέδωσε το γερμανικό προλεταριάτο στους Φασίστες. Δεν έπαιρνε πια διόρθωση, όπως προσπαθούσε τόσα χρόνια ο Τρότσκι μέσα από την Αριστερή Αντιπολίτευση. Χρειαζόταν μια νέα Διεθνής. Η 4η Διεθνής. Το τιτάνιο αυτό έργο συνέχισης των επαναστατικών παραδόσεων και της μαρξιστικής πολίτικης στο μεσονύκτιο του αιώνα ήταν και το «μεγαλύτερο έργο στη ζωή μου» όπως το χαρακτήρισε και ο ίδιος. Δολοφονημένος από σταλινικούς πράκτορες στο Καγιοάκαν του Μεξικού τον Αύγουστο του 1940 υψώθηκε για τους επαναστάτες μαρξιστές σε ένα πρότυπο ακλόνητης πίστης στην επαναστατική δυναμική των εργαζομένων, αδογμάτιστης σκέψης, εξέγερσης στην πανταχού παρούσα αδικία. Για μας η παράδοση του Τρότσκι αποτελεί σημείο αναφοράς «κι ας μας λιθοβολούν κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες».
Ο άνθρωπος που αγαπούσε την εργατική τάξη και την επανάσταση (και τα σκυλιά)
του Μάριου Αυγουστάτου
Με αφορμή τη συμπλήρωση φέτος 80 χρόνων από τη δολοφονία του Λέων Τρότσκι (στις 20 Αυγούστου 1940, τραυματίστηκε θανάσιμα από τον πράκτορα του NKVD Ραμόν Μερκαντέρ στο Κογιοακάν του Μεξικού όπου και κατέληξε την επόμενη μέρα) παρουσιάζουμε το μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά», του Λεονάρδο Παδούρα, Εκδόσεις Καστανιώτη.
Ή δολοφονία του Λέων Τρότσκι, οι ήττες και οι νίκες του διεθνούς εργατικού κινήματος τον 20ο αιώνα μέσα από ένα συναρπαστικό και ευανάγνωστο ιστορικό και πολιτικό μυθιστόρημα.
Βασισμένος στα πραγματικά ιστορικά γεγονότα, ο Λεονάρδο Παδούρα χτίζει ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα στο οποίο συνυπάρχουν τρεις ιστορίες παράλληλα που κορυφώνονται σε ένα γεγονός: Στη δολοφονία του Τρότσκι, στις 20 Αυγούστου 1940, από τον Ραμόν Μερκαντέρ.
Να σημειώσουμε ότι ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει ότι δεν είχε ποτέ σχέση με τις εκφάνσεις του τροτσκισμού και όλη η ιδέα για το βιβλίο του γεννήθηκε μετά από μια επίσκεψη στο Κογιοκάν, στο τελευταίο καταφύγιο του Τρότσκι στο Μεξικό. Τότε ξεκίνησε την έρευνα γύρω από το θέμα και μετά από εμβριθή ιστορική μελέτη έγραψε το μυθιστόρημα.
Οι τρεις κύριοι πρωταγωνιστές είναι: ο Τρότσκι, από τη στιγμή που εξορίζεται μέχρι που δολοφονείται στο Κογιοακάν του Μεξικού, ο Ραμόν Μερκαντέρ, που εκπαιδεύτηκε από τη ΝΚVD για να τον δολοφονήσει και ο Κουβανός Ιβάν, που θα γίνει θεματοφύλακας αυτής της μυστικής (τουλάχιστον τότε) και «επικίνδυνης» ιστορίας.
Ο συγγραφέας μας ξεκινάει το ταξίδι πολλές δεκαετίες πίσω, ακολουθώντας με ιστορική ακρίβεια σχεδόν όλες τις δύσκολες μάχες που έδωσε ο Λέων Τρότσκι, απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ’20 και σε όλη την δεκαετία του ’30, απέναντι στο σταλινισμό και τους μηχανισμούς που είχε στήσει εντός και εκτός Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και απέναντι στην άνοδο του τέρατος του φασισμού.
Παρακολουθούμε όλες τις μάχες του Τρότσκι για την επιβίωση, τόσο την δική του όσο της οικογενείας και των συγγενών και συντρόφων/ισσών του και όλο το παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό φόντο της εποχής.
Εξορία
Η προσωπική και πολιτική εξόντωσή του Τρότσκι αρχίζει το 1928 όταν εξορίζεται στην Αλμα Άτα. Ο τελικός διωγμός του από την Σοβ. Ένωση θα έρθει ένα χρόνο μετά… Η διαφωνία και τελικά ή ρήξη του Τρότσκι με το Στάλιν και τους εκφραστές του σταλινισμού ήταν η αρχή μιας περιόδου.
Μετά την απέλαση από την ΕΣΣΔ – υπήρξε ο δημιουργός και επικεφαλής θεωρητικός της Τέταρτης Διεθνούς (1938). Συγγραφέας έργων για την ιστορία του επαναστατικού κινήματος στη Ρωσία («Η Επανάστασή μας», «Προδομένη Επανάσταση»), δημιουργός κεφαλαιώδους σημασίας ιστορικών έργων για την επανάσταση του 1917 («Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης»), άρθρα κριτικής για την λογοτεχνία και την τέχνη («Λογοτεχνία και Επανάσταση») και την αυτοβιογραφία “Η ζωή μου” (1930).
Και όταν η απειλή του φασισμού στη Γερμανία γίνεται φανερή, από τις αρχές του 1930, ο Τρότσκι γράφει δυο βασικές μπροσούρες –”Και Τώρα;” και “Ο Μόνος Δρόμος”– καθώς και σειρά άρθρων, όπου αναλύει διεξοδικά την αναπτυσσόμενη σύγκρουση ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και το φασισμό. Και η τέλος η πολιτική του εξόντωση, όταν δικάστηκε ερήμην στις περίφημες Δίκες στης Μόσχας και κατέληξε στη φυσική του εξόντωση του, τον Αύγουστο του ’40 στο Μεξικό.
Η δεύτερη από τις παράλληλες ιστορίες αφορά τη ζωή του δολοφόνου του Τρότσκι, Ραμόν Μερκαντέρ.
Η πορεία ενός νέου κομμουνιστή, παθιασμένου μαχητή του ισπανικού εμφύλιου, που στρατολογείται ως πράκτορας στις μυστικές υπηρεσίες της ΝΚVD και εκπαιδεύεται ώστε να δολοφονήσει τον «μεγάλο (κατά το Στάλιν) εχθρό», Τρότσκι. Αφότου εκτέλεσε την αποστολή του θα μείνει για 20 χρόνια φυλακισμένος στο Μεξικό, αρνούμενος πεισματικά να ομολογήσει ότιδήποτε είχε σχέση με τις εντολές της Μόσχας.
Το μυθιστόρημα δεν κάνει μια απλή ιστορική αναφορά, ούτε μένει στα τυποποιημένα ιστορικά γεγονότα. Αντιθέτως, ο Παδούρα κάνει μια βαθιά ψυχογραφική ανάλυση των πρωταγωνιστών: ο Ραμόν Μερκαντέρ π.χ, ο πιστός, τόσο στον κομμουνισμό (αλλά και οι διαψεύεις των προσδοκιών του) και στον Στάλιν. Αυτός που στρατολογήθηκε με ένα και μόνο σκοπό, να δολοφονήσει τον Τρότσκι. Για όλη αυτή την αθλιότητα, είχε πειστεί πως έπραττε το σωστό, «για τον κομμουνισμό και τους εργάτες όπου γης». Η σταλινική γραμμή και στη Σοβιετική Ένωση και σε όσα «κομμουνιστικά κόμματα» επηρέαζε παγκοσμίως, ήταν ότι ο Τρότσκι ήταν o προδότης του σοσιαλισμού, όπως και όλοι όσοι απανταχού ασκούσαν -έστω και την παραμικρή- κριτική στο Στάλιν. Ούτε λίγο ούτε πολύ, του καταλόγιζαν ανοιχτά το ρόλο του «πουλημένου στους φασίστες που έπρεπε να εξοντωθεί».
Τι σχέση έχει η Κούβα με τον Λέων Τρότσκι και τον Ραμόν Μερκαντέρ;
Σε τρίτο αφηγηματικό επίπεδο παρακολουθούμε μια ιστορία με κεντρικό ήρωα τον Ιβάν, έναν κουβανό συγγραφέα που προσπαθεί να επιβιώσει στην Κούβα του εμπάργκο (κι είναι ο ήρωας με τον οποίο ταυτίζεται ο συγγραφέας) και γίνεται ο αφηγητής της ιστορίας, σε πρώτο πρόσωπο. Το Μάρτιο του 1977, εποχή κρίσης για την κουβανική οικονομία, ο Ιβάν θα γνωρίσει σε μια παραλία έξω από την Αβάνα έναν παράξενο τύπο με δυο σκυλιά Μπορζόι που θα του συστηθεί ως Λόπεζ και αρχίζει να του διηγείται την ιστορία.
Τι σχέση έχει η Κούβα με τον Τρότσκι; Την απάντηση δίνει ανάγλυφα και γλαφυρά το βιβλίο.
Μετά τη φυλάκιση του για τη δολοφονία, ήρθε για τον Ραμόν ή ώρα αποφυλάκισης. Επόμενος σταθμός η Μόσχα στην οποία του απονεμήθηκε το μετάλλιο του «ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης». Λίγο καιρό ο Ραμόν Μερκάντερ πήγε να ζήσει στην Κούβα, τόπο καταγωγής της μητέρας του. Το κλίμα ήταν φιλικό γι’ αυτόν και η κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο του παρείχε όλα τα μέσα για να ζήσει με όλες τις ανέσεις. Πέθανε τελικά στην Αβάνα το 1978, άγνωστος μεταξύ αγνώστων.
Συμπεράσματα
Ο «άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» είναι ένα βιβλίο στο οποίο ξετυλίγονται όλα τα κομβικά ιστορικά και πολιτικά σημεία που του εργατικού κινήματος τον 20ό αιώνα, μετά τη Ρωσική Επανάσταση. Όλη η υπόθεση εκτυλίσσεται με ιστορικό φόντο την ισπανική επανάσταση, τις δίκες της Μόσχας, την άνοδο των Ναζί, το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, τον Τσε, την Κούβα του Κάστρο, την επανάσταση στην Ουγγαρία, το Γαλλικό Μάη, την άνοιξη της Πράγας.
Η πένα του Παδούρα μαγεύει με τη μαστοριά της, καθηλώνοντάς μας σε μια εντυπωσιακή ροή λόγου και γεγονότων που γεννούν προσμονή για το “λυτρωτικό” τέλος, δημιουργούν ένα πραγματικά έξοχο βιβλίο.
Δεν είναι ένα συνηθισμένο, ιστορικό ή αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν είναι καν μια πολιτική μυθοπλασία.
Είναι μια ωδή σε ένα χαμένο πολιτικό και κοινωνικό όραμα που γέμισε ελπίδες σε εκατομμύρια εξαθλιωμένους και καταπιεσμένους για έναν κόσμο καλύτερο.
Γέννησε και γιγάντωσε εργατικά και κομμουνιστικά κόμματα, συνδικάτα, ενέπνευσε μικρότερες και μεγαλύτερες κινητοποιήσεις, πυροδότησε εξεγέρσεις.
Όμως η επικράτηση στο χώρο με αριθμητικούς όρους του Σταλινικού ρεύματος, με τα τεράστια λάθη και παλινωδίες του απογοήτεψε, εκ των αποτελεσμάτων. Ήττα από τους Ναζί στη Γερμανία (με όσα επακόλουθα είχε), Λαϊκά μέτωπα, εθνικές πολιτικές και όχι ταξικές, Βάρκιζες, περιχαρακώσεις και αγκυλώσεις και εν τέλει πτώση των καθεστώτων του “υπαρκτού” σοσιαλισμού (που εμείς χαρακτηρίζουμε ως κρατικό καπιταλισμό) και γέμισε ηττοπάθεια και οπισθοδρόμηση τα κινήματα και την αριστερά παγκοσμίως και τον καπιταλισμό να ισχυρίζεται ότι “δεν υπάρχει εναλλακτική” (TINA: There Is No Alternative).
Το να εμμένουμε στα λάθη, που βεβαίως και έγιναν, τηρώντας μια ηττοπαθή στάση δεν έχει κανένα νόημα. Όμως η ιστορία είναι παρακαταθήκη για όλους τους σημερινούς αγωνιστές και μας δείχνει το δρόμο για να μάθουμε απ’ τα λάθη και τις ήττες του παρελθόντος, συνυπολογίζοντας βεβαίως όλα τα θετικά σημεία, θεωρητικά, οργανωτικά και πολιτικά, παλεύοντας καθημερινά με ορίζοντα το Σοσιαλισμό, το να φτιάξουμε μια πιο δίκαιη κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Κι εν τέλει να αλλάξουμε επιτέλους απ’ τα θεμέλια αυτό τον κόσμο!