Πριν την αναχώρηση για το πολωνικό μέτωπο. Το πανό γράφει: «Πάμε να τσακίσουμε την πολωνική μπουρζουαζία».
Paul Kellogg
Υποκατάσταση εναντίον αυτοχειραφέτησης: Η θεωρία της επίθεσης, ο ρωσο-πολωνικός πόλεμος του 1920 και η γερμανική δράση του Μάρτη του 1921
Η παρούσα εργασία θα διερευνήσει τις δύο έννοιες της υποκατάστασης και της αυτοχειραφέτησης μέσα από την εξέταση δύο κομβικών στιγμών της ευρωπαϊκής αριστεράς στα χρόνια μετά τη Ρωσική Επανάσταση – της δράση του Μάρτη το 1921 στη Γερμανία και την εισβολή στην Πολωνία το 1920.
Η πρώτη είναι γνωστή ως στρατηγικό λάθος – ένα λάθος τόσο του γερμανικού KPD όσο και της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν. Η «θεωρία της επίθεσης» που συνδέεται με τη Δράση του Μάρτη είναι μια ακραία εκδοχή της υποκατάστασης – η προσπάθεια να υποκαταστήσει η δράση μαχητικών μειοψηφιών τη μαζική δράση της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων.
Αυτή η θεωρία, ωστόσο, είχε αποκαλυφθεί νωρίτερα στην εισβολή στην Πολωνία το 1920, ένα στρατηγικό λάθος που αποτέλεσε τον πρόδρομο της Δράσης του Μάρτη και από πολλές απόψεις πιο επιζήμιο για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής αριστεράς. Αυτή η προσπάθεια «εξαγωγής» της επανάστασης μέσω στρατιωτικής εισβολής είναι ο αντίποδας της έννοιας της αυτοχειραφέτησης που διέπει κάθε ουσιαστικό μαρξισμό, μια αυτοχειραφέτηση που ήταν η ουσία της σοβιετικής εμπειρίας στον πυρήνα της Ρωσικής Επανάστασης. Η λανθασμένη προσέγγιση υιοθετήθηκε και κωδικοποιήθηκε από τον Τουχατσέφσκι σε μια θεωρία του «επαναστατικού επιθετικού πολέμου», ένας ξεκάθαρος ισχυρισμός ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να προωθηθεί με τη δύναμη των όπλων. Ο Τρότσκι πολέμησε λυσσαλέα αυτή τη βαθιά υποκαταστατική αντίληψη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, και το θέμα αυτό, σύμφωνα με τον Ισαάκ Ντόιτσερ, διατρέχει «σαν κόκκινη κλωστή τα γραπτά και τις ομιλίες του αυτής της περιόδου».
Η εργασία, αφού περιγράψει συνοπτικά την αμφιλεγόμενη δράση του Μάρτη, θα διερευνήσει σε βάθος την λιγότερο γνωστή εισβολή στην Πολωνία το 1920. Θα προτείνει ότι η πρόσφατη πρόσβαση στα απομαγνητοφωνημένα κείμενα των έντονων συζητήσεων του Τέταρτου και των προηγούμενων συνεδρίων, σε συνδυασμό με την εκτίμηση γεγονότων όπως η Δράση του Μάρτη και η εισβολή στην Πολωνία, μπορεί να βοηθήσει μια νέα γενιά να κατανοήσει καλύτερα τη συμβολή των πρώτων συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Σε αυτή τη βάση, θα προτείνει την επανεξέταση της προσέγγισης της έρευνας της Κομιντέρν που ακολουθήθηκε σε μια προηγούμενη εποχή – μια προσέγγιση που έτεινε να υποβαθμίζει τα λάθη των Ρώσων μπολσεβίκων και να ελαχιστοποιεί τη συμβολή της ευρωπαϊκής αριστεράς, ιδιαίτερα του τμήματος που επηρεάστηκε από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Τελικά, σχεδόν έναν αιώνα μετά το γεγονός, τα πρακτικά του Τέταρτου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς του 1922 είναι διαθέσιμα στα αγγλικά, χάρη στην επιμελή μετάφραση και την προσεκτική μελέτη του John Riddell, Toward the United Front: Proceedings of the Fourth Congress of the Communist International, 1922 [Προς το Ενιαίο Μέτωπο: Πρακτικά του Τέταρτου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 1922] – το τελευταίο μέρος μιας πολύτομης συλλογής εγγράφων από τα χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, διατέθηκε σε περιορισμένο κοινό στην σκληρόδετη έκδοση του 2011, και από τον Νοέμβριο του 2012 σε μια πολύ πιο προσιτή έκδοση σε χαρτόδετο βιβλίο που εκδόθηκε από το Haymarket Books (2011a; 2012a).
Αν και κυκλοφορεί μόλις εδώ και λίγους μήνες (όταν γράφονται αυτές οι γραμμές), το βιβλίο Προς το Ενιαίο Μέτωπο έχει ήδη χρησιμεύσει για να αναζωογονήσει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με τη μεγάλη εμπειρία που ήταν η Ρωσική Επανάσταση του 1917. Τον Νοέμβριο του 2011, το όγδοο ετήσιο συνέδριο Historical Materialism στο Λονδίνο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, εγκαινίασε την έκδοση του βιβλίου με μια σειρά από συζητήσεις που περιελάμβαναν τριάντα οκτώ διαφορετικές παρουσιάσεις, οι οποίες «αντανακλούσαν την έντονη δραστηριότητα σε αυτό το πεδίο, ενώ παράλληλα υποδείκνυαν ορισμένες ερευνητικές προκλήσεις για τους ιστορικούς του εργατικού κινήματος» (Riddell 2011b). Στο συνέδριο Historical Materialism στο Τορόντο του Καναδά τον Μάιο του 2012, το βιβλίο βρέθηκε και πάλι στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων, αποτελώντας το θέμα για 11 παρουσιάσεις σε τρεις διαφορετικές συζητήσεις (Riddell 2012b).
Ο Ian Birchall, ένας διανοούμενος που συνδέεται εδώ και καιρό με το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SWP) στη Βρετανία, έχει γράψει μια από τις πρώτες εκτενείς κριτικές για το βιβλίο Προς το Ενιαίο Μέτωπο. Ο Birchall γράφει: «το κεντρικό θέμα του συνεδρίου, το οποίο επαναλήφθηκε υπό διάφορους τίτλους, ήταν το ενιαίο μέτωπο. [...] Αυτό σήμαινε ενότητα στη δράση με τις ρεφορμιστικές οργανώσεις που διατηρούσαν ακόμα την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των εργατών στις περισσότερες χώρες» (2012, 199). Το «Grappling with the United Front» είναι ένα πολύ ευπρόσδεκτο, προσεγμένο και χρήσιμο άρθρο, ένα άρθρο που χρησιμεύει ως ένα καλό εισαγωγικό βήμα στον ογκώδη τόμο.
Ένα ζήτημα που θίγεται από την αρχή από τον Birchall χρήζει περαιτέρω εξέτασης και θα αποτελέσει το πλαίσιο για το παρόν άρθρο. Ο Birchall γράφει: «Πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν νέος, ήταν σύνηθες να συναντάμε ορθόδοξους τροτσκιστές που ισχυρίζονταν ότι βασίζουν την πολιτική τους στα “τέσσερα πρώτα συνέδρια της Κομιντέρν”. (Πιθανώς μπορείτε ακόμα να βρείτε τέτοιους ανθρώπους στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της τροτσκιστικής μπλογκόσφαιρας). Μια θέση που είχε κάποιο νόημα τη δεκαετία του 1930, όταν οι τροτσκιστές επέμεναν ότι υπήρχε μια σαφής ρήξη μεταξύ Λένιν και Στάλιν, γινόταν όλο και λιγότερο σημαντική καθώς τόσο ο καπιταλισμός όσο και η εργατική τάξη περνούσαν από τεράστιες αλλαγές» (2012, 195). Ο Birchall κάνει μια επισήμανση, την οποία υπογράμμισε η Abigail Bakan σε ένα συνέδριο στο Τορόντο το 2012 για το Τέταρτο Συνέδριο, ότι οι εργασίες αυτού (και των άλλων συνεδρίων) πρέπει να προσεγγιστούν όχι ως διδακτικά εγχειρίδια αλλά μάλλον ως βιβλία ιστορίας (Riddell 2012b). Μια υπερβολικά άκριτη εξάρτηση από τα Τέσσερα Πρώτα Συνέδρια, συνοδεύεται αναπόφευκτα από μια «υπερβολικά στενή» κατανόηση της αντίθεσης μεταξύ της «έμπειρης ρωσικής» ηγεσίας της Κομιντέρν και της «άπειρης, επιρρεπούς σε λάθη» ηγεσίας των μη Ρώσων.
Η αποφυγή μιας υπερβολικά άκριτης προσέγγισης αυτής της πολύπλοκης ιστορίας έγινε πολύ πιο εύκολη με τη δημοσίευση του βιβλίου Προς το Ενιαίο Μέτωπο και των συνοδευτικών τόμων του. Παρέχουν τεκμηρίωση σημαντικών συζητήσεων και πολιτικών θέσεων που εξακολουθούν να είναι επίκαιρες, πολλές δεκαετίες αργότερα. Αποκαλύπτουν επίσης καίριες στιγμές όπου η ηγεσία της Κομιντέρν, συμπεριλαμβανομένου του ρωσικού πυρήνα της, έκανε μεγάλα λάθη, μερικές φορές καταστροφικά. Είναι, για παράδειγμα, γενικά παραδεκτό ότι η ηγεσία της Κομιντέρν έκανε ένα σοβαρό λάθος στη Δράση του Μάρτη του 1921, και αυτό θα εξεταστεί εν συντομία εδώ. Λιγότερο γνωστή είναι η ρωσική εισβολή, το προηγούμενο έτος, στο καταπιεσμένο έθνος της Πολωνίας, η οποία –επειδή είναι λιγότερο γνωστή– θα εξεταστεί εδώ πιο λεπτομερώς. Αυτά τα δύο γεγονότα μαζί απεικονίζουν παραστατικά (και τραγικά) την άποψη του Birchall. Ωστόσο, έχοντας κατά νου αυτή την ιστορία, θα γίνει σαφές, ότι πρόκειται για ένα σημαντικό ζήτημα για περισσότερους από μια χούφτα στην «τροτσκιστική μπλογκόσφαιρα», όπως υποστηρίζει ο ίδιος. Κάποιοι βετεράνοι μαρξιστές συγγραφείς που βοήθησαν να πλαισιωθεί αυτή η συζήτηση στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, βετεράνοι μαρξιστές που συνδέονταν επί μακρόν με τον Birchall, πρέπει να ξαναδιαβαστούν κριτικά έχοντας αυτή την προσέγγιση στο μυαλό.
Πρώτον, ας κάνουμε μια γρήγορη επισκόπηση της γερμανικής πανωλεθρίας του 1921. Αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως «Δράση του Μάρτη» του 1921 ήταν μια προσπάθεια του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD), να «εξαναγκάσει» τους Γερμανούς εργάτες να κάνουν επανάσταση, παρόλο που το κόμμα αντιπροσώπευε μόνο μια μικρή μειοψηφία της εργατικής τάξης. «Η ουσία της “Δράσης του Μάρτη” ... ήταν ότι “το κόμμα μπήκε στη μάχη χωρίς να προβληματιστεί για το ποιος θα το ακολουθούσε” ... Αντί να διακόψει την σκηνοθετημένη επιχείρηση, η ηγεσία αύξησε την πίεση στα μέλη και χρησιμοποίησε όλα τα μέσα που μπορούσε να σκεφτεί, συμπεριλαμβανομένων σαμποτάζ και ψεύτικων βομβιστικών επιθέσεων σε ιδιοκτησίες του Κομμουνιστικού Κόμματος, για να βγάλει άλλους εργάτες σε απεργία» (Morgan 1975, 398-399).
Το κόμμα πλήρωσε τεράστιο τίμημα για αυτόν τον τυχοδιωκτισμό. Αναμφισβήτητα, υπέστη ανεπανόρθωτη ζημιά. Χιλιάδες μέλη του κόμματος συνελήφθησαν, «400 καταδικάστηκαν σε περίπου 1.500 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας και 500 σε 800 χρόνια φυλάκισης, οκτώ σε ισόβια κάθειρξη και τέσσερις σε θάνατο» (Broué 2006, 506). Δεκάδες χιλιάδες εγκατέλειψαν το κόμμα, πολλοί εγκατέλειψαν την πολιτική συνολικά, με τα μέλη του κόμματος να πέφτουν από 450.000 σε 180.443 (Angress 1963, 217n). Η μελέτη του Pierre Broué του 1971, διαθέσιμη στα αγγλικά από το 2006, καταγράφει τις πολύ ακριβείς αναλύσεις των λουξεμπουργκιστών στελεχών Κλάρα Τσέτκιν και Πάουλ Λέβι, οι οποίοι τον Μάρτιο του 1921 –πριν από το γεγονός– ήταν απολύτως σαφείς ότι η γερμανική αριστερά δεν ήταν σε θέση να διεκδικήσει την κρατική εξουσία και οι οποίοι ήταν οι πρώτοι, ο Λέβι κυρίως, που αντιτάχθηκαν ανοιχτά στην υπεραριστερή πολιτική που οδήγησε σε μια τέτοια καταστροφή (2006, 507-515). Αντίθετα, οι ηγέτες της Κομιντέρν –τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΕΕΚΔ)– πίεσαν ασφυκτικά για τη Δράση του Μάρτη, και αποδείχτηκε ότι έκαναν απόλυτο λάθος. Ο Λένιν και ο Τρότσκι –εκ των υστέρων– διατύπωσαν εξαιρετικά σαφείς κριτικές για τις αποτυχίες της Δράσης του Μάρτη. Αλλά η εκ των υστέρων γνώση είναι πάντα εκ του ασφαλούς, και κατά τις κρίσιμες εβδομάδες του Μαρτίου, οι βασικοί εκπρόσωποι της ΕΕΚΔ στην Ευρώπη ήταν αποφασιστικοί υποστηρικτές αυτής της αποτυχίας που στοίχισε πολύ ακριβά. Τα διδάγματα από αυτή την καταστροφή είναι κωδικοποιημένα στην πολιτική του ενιαίου μετώπου. Υπάρχει ένας απλός λόγος που ο όρος αυτός προσδιορίζει τον τίτλο των εργασιών του Τέταρτου Συνεδρίου. Η έννοια του ενιαίου μετώπου, όπως αναφέρει ο Birchall, ήταν το κεντρικό θέμα του Τέταρτου Συνεδρίου (και του Τρίτου Συνεδρίου) της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Γνωρίζουμε λίγα πράγματα για τη δράση του Μάρτη. Είναι ένα κλασικό παράδειγμα του προβλήματος της υποκατάστασης, της παράκαμψης της μαζικής αυτοχειραφέτησης της εργατικής τάξης και της προσπάθειας υποκατάστασής της από τις δράσεις ενός μειοψηφικού «ριζοσπαστικού» τμήματος της τάξης. Γνωρίζουμε αρκετά λιγότερα για ένα ακόμη πιο σοβαρό γεγονός, τη ρωσική εισβολή στην Πολωνία το 1920. Εδώ υπήρξε μια πολύ πιο ακραία περίπτωση υποκατάστασης – η προσπάθεια να υποκατασταθεί η επαναστατική τάξη με τις ξιφολόγχες του Κόκκινου Στρατού.
Την άνοιξη του 1920, ο πολωνικός στρατός είχε καταλάβει το Κίεβο, τη σημαντικότερη πόλη της Ουκρανίας. Η ρωσική αντεπίθεση πέτυχε γρήγορα να απωθήσει τον πολωνικό στρατό πίσω στα «εθνογραφικά» σύνορα της Πολωνίας. Δυστυχώς, ο ρωσικός στρατός δεν σταμάτησε εκεί, αλλά αντίθετα εξαπέλυσε μαζική εισβολή στο πολωνικό έδαφος.
Ο Λέων Τρότσκι αντιτάχθηκε σε αυτή την εισβολή. «Ο Τρότσκι ήταν πεπεισμένος ... ότι η είσοδος ενός ρωσικού στρατού στο πολωνικό έδαφος, ακόμη και με κόκκινη σημαία, θα γινόταν αισθητή ως εισβολή κατά τα πρότυπα του Τσαρισμού και θα προκαλούσε μια αλματώδη άνοδο του πολωνικού εθνικισμού». Ο Τρότσκι δεν πίστευε «στην εξαγωγή της επανάστασης με την αιχμή της ξιφολόγχης» (Broué 1988, 269, μετάφραση του συγγραφέα). Στη ρωσική πλευρά, ο εθνικισμός εμφανίστηκε επίσης στο προσκήνιο – αλλά δεν ήταν ο εθνικισμός ενός καταπιεσμένου έθνους, αλλά ο χυδαίος πατριωτισμός του μεγαλορωσικού σοβινισμού. «Πολλοί Ρώσοι, συμπεριλαμβανομένων των πρώην Λευκών που είχαν πολεμήσει εναντίον των Μπολσεβίκων στον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο, αντιτάχθηκαν στην αποκατάσταση της πολωνικής ανεξαρτησίας και θεωρούσαν τον πόλεμο ως μια παραδοσιακή σύγκρουση μεταξύ δύο αντιμαχόμενων κρατών. Κατά συνέπεια, πολυάριθμοι πρώην τσαρικοί αξιωματικοί εντάχθηκαν στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού, συμπεριλαμβανομένου του πιο διάσημου, του Α. Α. Μπρουσίλοφ, ο οποίος έγραψε την 1η Μαΐου 1920, ότι το, “... πρώτο μέτρο [του σοβιετικού καθεστώτος] πρέπει να είναι η διέγερση του εθνικού πατριωτισμού, χωρίς τον οποίο ένας στρατός δεν μπορεί να είναι ισχυρός και αξιόμαχος”». (Croll 2009, 19-20).
Στη Ρωσία, οι Μπολσεβίκοι έπαιζαν με μια πολύ επικίνδυνη φωτιά, τη φωτιά του μεγαλορωσικού σοβινισμού. Ο Τρότσκι το έβλεπε αυτό και επιχειρηματολόγησε ενάντια στην εισβολή, αλλά δυστυχώς βρέθηκε σχεδόν μόνος του ενάντια στη συντριπτική πλειοψηφία της ρωσικής ηγεσίας, συμπεριλαμβανομένου και του Λένιν (Trotsky 1970, 457 [ελλ. Τρότσκι: 1981,95 κ.ε.]). Η αγνόηση των συμβουλών του Τρότσκι σήμαινε αγνόηση των συμβουλών του ανθρώπου που ήταν, χωρίς αμφιβολία, ο πιο έμπειρος σε αυτά τα θέματα. Το 1917, ήταν επικεφαλής της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής του Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης, της επιτροπής που οργάνωσε την Οκτωβριανή Επανάσταση. Από το 1919 έως το 1925 υπηρέτησε ως Λαϊκός Κομισάριος για τις στρατιωτικές και ναυτικές υποθέσεις και ήταν ο κατεξοχήν πολιτικός και οργανωτικός ηγέτης του Κόκκινου Στρατού, ο οποίος αναδείχθηκε νικητής και έσωσε την επανάσταση αυτή από την ήττα απέναντι στην ξένη εισβολή και τον εσωτερικό εμφύλιο πόλεμο. Όμως αυτή η εμπειρία αγνοήθηκε, και παρά τις συμβουλές του Τρότσκι, η εισβολή στην Πολωνία προχώρησε, και μάλιστα με ελάχιστη αίσθηση αυτοσυγκράτησης ή προσοχής. Το πολωνικό έθνος –μόλις λίγους μήνες μετά την ανάκτηση της ανεξαρτησίας του, αφού είχε θαφτεί για δεκαετίες κάτω από την καταπίεση των Ρώσων Τσάρων, των Γερμανών Κάιζερ και των Αυστροούγγρων αυτοκρατόρων– δικαιολογημένα συσπειρώθηκε για να αντιταχθεί σε αυτή την εισβολή και να υπερασπιστεί τη νεοαποκτηθείσα ανεξαρτησία του.
Το Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς του 1920 συνεδρίαζε ενώ η εισβολή βρισκόταν σε εξέλιξη (τα πρακτικά του οποίου είναι διαθέσιμα στο Riddell 1991a, Riddell 1991b). «Οι αντιπρόσωποι της Κομμουνιστικής Διεθνούς που συνεδρίαζαν στη Μόσχα βρίσκονταν σε παροξυσμό ενθουσιασμού καθώς παρακολουθούσαν τις σημαίες που έδειχναν τις θέσεις των κόκκινων στρατών να προχωρούν κάθε μέρα στον τεράστιο χάρτη που κρεμόταν στον τοίχο. Η παγκόσμια επανάσταση φαινόταν προσιτή» (Zamoyski 2008, κεφ. 4). Αυτό αντανακλούσε την άποψη, την οποία είχαν σχεδόν όλοι οι ανώτεροι ηγέτες της Κομιντέρν, ότι μια στρατιωτική νίκη στην Πολωνία θα μπορούσε να αποτελέσει τη σπίθα για επανάσταση στη Γερμανία. Στην πλήρη έξαρση αυτών των ψευδαισθήσεων, ο Λένιν συγκέντρωσε τους αντιπροσώπους της Κομιντέρν από τη Γερμανία γύρω από έναν χάρτη, ρωτώντας τους σε ποιο σημείο στην Ανατολική Πρωσία ήταν πιθανό να υπάρξει εξέγερση για να υποδεχτεί τον νικηφόρο Κόκκινο Στρατό, αφού θα είχε σαρώσει την Πολωνία και θα είχε φτάσει στα σύνορα με τη Γερμανία. «Οι τρεις Γερμανοί», ένας από τους οποίους ήταν ο Πάουλ Λέβι, «τον κοίταζαν έκπληκτοι. Η Ανατολική Πρωσία ήταν γνωστή ως μία από τις πιο συντηρητικές γερμανικές περιοχές». Η προσδοκία μιας εξέγερσης εκεί, η οποία θα υποδεχόταν τα επελαύνοντα ρωσικά στρατεύματα έμοιαζε στους αντιπροσώπους αυτούς παράλογη – και δικαίως (Angress 1963, 67).
Αν ήταν παράλογο να περιμένει κανείς ότι οι συντηρητικοί Γερμανοί αγρότες θα ξεσηκώνονταν στη θέα των ξιφολόγων του Κόκκινου Στρατού, ήταν ακόμη πιο παράλογο να περιμένει κανείς ότι οι Πολωνοί αγρότες –επί χρόνια θύματα του μεγαλορωσικού σοβινισμού– θα υποδέχονταν αυτόν τον στρατό ως απελευθερωτή τους. Ο Ρώσος στρατηγός που ηγήθηκε της εισβολής, ο Μιχαήλ Νικολάεβιτς Τουχατσέφσκι, είχε σημειώσει εξαιρετική επιτυχία στον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσία. Αλλά αυτή η επιτυχία δεν βασίστηκε τόσο στη στρατιωτική του «ιδιοφυΐα», όσο στη σαφή κατανόηση, που διαμορφώθηκε κυρίως από τον Τρότσκι, της ταξικής πολιτικής πίσω από τον Εμφύλιο Πόλεμο. Στη Ρωσία, οι στρατιωτικές εκστρατείες συνέπεσαν με την ταξική πάλη των αγροτών ενάντια στους γαιοκτήμονες. Αυτό σήμαινε ότι ο Τουχατσέφσκι μπορούσε να προελάσει με τους τεράστιους στρατούς του μέσα από τη γη όπου οι αγρότες «θα τους προμήθευαν με εφόδια και θα αναπλήρωναν τις απώλειες του σε άνδρες» (Zamoyski 2008, κεφ. 4). Για τους Ρώσους αγρότες, η νίκη του Κόκκινου Στρατού επί του Λευκού Στρατού σήμαινε τη νίκη των Ρώσων αγροτών επί των γαιοκτημόνων που τους κρατούσαν φτωχούς και καταπιεσμένους για πολλές γενιές. Αυτό καθιστούσε τις νίκες του Κόκκινου Στρατού στον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσία, μέρος της επαναστατικής νίκης των καταπιεσμένων τάξεων στη Ρωσία.
Αλλά η Πολωνία δεν ήταν η Ρωσία. Είναι αλήθεια ότι οι Πολωνοί αγρότες καταπιέζονταν από μια πλούσια και διεφθαρμένη τάξη γαιοκτημόνων, όπως ακριβώς και οι Ρώσοι αγρότες. Αλλά καταπιέζονταν επίσης από τη Ρωσία, μέσα από μια μακρά ιστορία εισβολών και κατακτήσεων. Η σχέση της Πολωνίας με τη Ρωσία ήταν ανάλογη με εκείνη της Ιρλανδίας με τη Μεγάλη Βρετανία, του Κεμπέκ με τον αγγλικό Καναδά, των Haudenosaunee (Ιροκουά/Ιροκέζων) με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πολωνικός λαός ήταν ένα καταπιεσμένο έθνος μέσα στη φυλακή των εθνών που ήταν η τσαρική Ρωσία. Ένας στρατός Ρώσων αγροτών δεν θα χαιρετιόταν ως απελευθερωτικός στρατός, όπως κι ένας βρετανικός στρατός στην Ιρλανδία, ένας αγγλοκαναδικός στρατός στο Κεμπέκ ή ένας αμερικανικός στρατός του 18ου αιώνα στην περιοχή των Ιροκέζων στην σημερινή πολιτεία της Νέας Υόρκης.
Υπάρχει μια άλλη πτυχή της εισβολής –μια απεχθής πτυχή– που πρέπει να εξεταστεί. Τα εδάφη μέσα από τα οποία βάδιζε ο ρωσικός στρατός δεν ήταν μόνο τα εδάφη ενός καταπιεσμένου πολωνικού έθνους· ήταν εδάφη με πολύ μεγάλο εβραϊκό πληθυσμό. Το μέσο με το οποίο επρόκειτο να πραγματοποιηθεί η «απελευθέρωση» της Πολωνίας –ο Κόκκινος Στρατός– ήταν, το λιγότερο, ακατάλληλο για το επιπρόσθετο έργο της απελευθέρωσης των Εβραίων της Πολωνίας. Ο Τουχατσέφσκι θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας λαμπρός στρατηγός. Είχε επίσης το ιστορικό, ως νεαρός, ότι ήταν αντισημίτης. Το 1917, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν αιχμάλωτος πολέμου στη Βαυαρία και εκεί γνώρισε τον Γάλλο δημοσιογράφο Remy Roure, «έναν από τους πιο επιφανείς δημοσιογράφους και εκδότες εφημερίδων στη Γαλλία της εποχής του, ιδρυτή της Le Monde και πολιτικό συντάκτη της από το 1945 έως το 1952» (Furr III 1986, 297 fn 11). Το 1928 ο Roure δημοσίευσε, στο Παρίσι, μια βιογραφία του διάσημου πια τότε πρώην συγκρατούμενού του. Καταγράφει μια συνομιλία που αποκαλύπτει τον πιο χυδαίο αντισημιτισμό. «Οι Εβραίοι ... είναι μια κατώτερη φυλή. Δεν μιλάω καν για τους κινδύνους που δημιουργούν στη χώρα μου» (Zamoyski 2008, κεφ. 3). Όσοι επιθυμούν να διαβάσουν ολόκληρο το απόσπασμα μπορούν να ακολουθήσουν την υποσημείωση. Αυτό το μικρό τμήμα του πλήρους αποσπάσματος αποκαλύπτει πολύ καθαρά τον αντισημιτισμό του Τουχατσέφσκι. Η χρονιά αυτής της συνέντευξης στη φυλακή ήταν η ίδια χρονιά, λίγους μήνες αργότερα, όταν επέστρεψε στη Ρωσία, που επρόκειτο να ενταχθεί στο Μπολσεβίκικο Κόμμα.
Ο αντισημιτισμός ήταν ένα πρόβλημα όχι μόνο για πρώην αριστοκράτες όπως ο Τουχατσέφσκι, αλλά και για την πολύ φτωχή τάξη των αγροτών που αποτελούσε τον πυρήνα του Κόκκινου Στρατού. Αυτός ο στρατός των εκατομμυρίων επιστρατευμένων ήταν ένα λαμπρό επίτευγμα, που δημιουργήθηκε κυρίως από τον Τρότσκι, αλλά δεν ήταν κατάλληλος για την απελευθέρωση ενός καταπιεσμένου έθνους, πόσο μάλλον ενός με μεγάλο εβραϊκό πληθυσμό. Τα τρία τέταρτα των στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού ήταν αγρότες και, σύμφωνα με τον Orlando Figes «... οι στρατιώτες του [της βάσης] εμπλέκονταν συχνά σε βίαιες λεηλασίες, ιδίως όταν περνούσαν από μη ρωσικές (κυρίως εβραϊκές) περιοχές».
«Ο Κόκκινος Στρατός, είναι σημαντικό να το έχουμε κατά νου, ήταν κατά κύριο λόγο ρωσικός ως προς την εθνική του σύνθεση. Ακόμη και οι μονάδες που επιστρατεύτηκαν στην Ουκρανία και σε άλλες μη ρωσικές περιοχές (για παράδειγμα στη Δημοκρατία των Τατάρων) αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από Ρώσους. Ο αντισημιτισμός ήταν μια ισχυρή και αυξανόμενη δύναμη στον Κόκκινο Στρατό κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, παρά το γεγονός ότι ένας Εβραίος, ο Λεβ Νταβίντοβιτς Τρότσκι (Μπρονστάιν), βρισκόταν στην πολιτική του ηγεσία. Ο Τρότσκι έλαβε εκατοντάδες αναφορές για τη βία και τις λεηλασίες των δικών του στρατιωτών σε εβραιοουκρανικούς οικισμούς, κάποιους από τους οποίους πρέπει να γνώριζε από τα νιάτα του (1990, 195-196).»
Αυτό το χρόνιο πρόβλημα οξύνθηκε όταν ο Κόκκινος Στρατός ηττήθηκε και υποχώρησε διαλυμένος στη Ρωσία. «Οι άνδρες είχαν αρχίσει να λιποτακτούν σε μεγάλους αριθμούς, ενώ όσοι παρέμειναν ξεσπούσαν την απογοήτευσή τους στους κατοίκους των χωριών και των πόλεων από τις οποίες περνούσαν, ιδίως στους Εβραίους» (Zamoyski 2008, κεφ. 5). Οι πολιτικοί κομισάριοι, που ήταν τοποθετημένοι σε αυτόν τον στρατό, τρομοκρατήθηκαν. Όταν η υποχώρηση έφερε τον στρατό, που είχε πλέον μετατραπεί σε όχλο, στην κατά κύριο λόγο εβραϊκή πόλη Ζιτομίρ στην Ουκρανία, στάλθηκε ένα τηλεγράφημα στον Λένιν, που έδειχνε την εξαιρετική σοβαρότητα της κατάστασης. «Τις τελευταίες μέρες το Ζιτομίρ έχει βρεθεί αντιμέτωπο με μια νέα δοκιμασία. Ένα νέο κύμα πογκρόμ έχει σαρώσει την περιοχή. Ο ακριβής αριθμός των δολοφονηθέντων δεν μπορεί να προσδιοριστεί και οι λεπτομέρειες δεν μπορούν να εξακριβωθούν (λόγω της έλλειψης επικοινωνίας), αλλά ορισμένα γεγονότα μπορούν να προσδιοριστούν με βεβαιότητα. Μονάδες της Πρώτης Στρατιάς Ιππικού (Τέταρτη και Έκτη Μεραρχία) που υποχωρούν, καταστρέφουν τον εβραϊκό πληθυσμό στο πέρασμά τους, λεηλατούν και δολοφονούν... Η επείγουσα βοήθεια είναι ζωτικής σημασίας. Πρέπει να σταλούν μεγάλα χρηματικά ποσά και τρόφιμα» (Λένιν 1996α, 117). Αυτές οι ρωσικές ξιφολόγχες δεν επρόκειτο να οδηγήσουν στην απελευθέρωση της Πολωνίας.
Η εισβολή –η προσπάθεια να πυροδοτηθεί μια εξέγερση του καταπιεσμένου λαού της Πολωνίας μέσω της χρήσης των ξιφολογχών ενός ρωσικού στρατού– ήταν μια απόλυτη καταστροφή. Ο Τρότσκι την αποκάλεσε «η καταστροφή μπροστά στη Βαρσοβία». Εξαιτίας της εισβολής, υποστήριξε, «η ανάπτυξη της πολωνικής επανάστασης δέχτηκε ένα συντριπτικό πλήγμα» (1970, 458-459). «Έχουμε υποστεί μια τεράστια ήττα» είπε ο Λένιν, «ένας κολοσσιαίος στρατός εκατό χιλιάδων είναι είτε αιχμάλωτος πολέμου είτε [εγκλωβισμένος] στη Γερμανία. Με μια λέξη, μια γιγαντιαία, ανήκουστη ήττα» (1996b, 106). Όμως σε αυτή την ομιλία, ο Λένιν αντιλαμβάνεται μόνο εν μέρει την κλίμακα και τη σημασία αυτής της ήττας. Δεν ασχολείται, για παράδειγμα, με το γεγονός ότι ήταν μια ήττα της οποίας προηγήθηκε μια εντελώς λανθασμένη αντίληψη για την πιθανή αντίδραση του πολωνικού έθνους, και μια ήττα που προέκυψε από μια στρατιωτική επιχείρηση που διεξήχθη ενάντια στις συμβουλές του Τρότσκι. Επιπλέον, ο Λένιν ήταν σχεδόν βέβαιο ότι υποτιμούσε την κλίμακα της ήττας. Μια σύγχρονη στρατιωτική ιστορία ανεβάζει τις ρωσικές απώλειες σε πάνω από 200.000. Ο Τουχατσέφσκι «όπως ο ήρωάς του ο Ναπολέων το 1812 ... είχε χάσει έναν ολόκληρο στρατό». Τις ημέρες πριν από την τελική υπογραφή συνθήκης ειρήνης, με όρους χειρότερουςς από αυτούς που είχαν προσφερθεί πριν από τη ρωσική εισβολή, «ο δρόμος προς το Σμολένσκ και τη Μόσχα ήταν ανοιχτός» (Zamoyski 2008, κεφ. 5). Η ήττα στην Πολωνία, λοιπόν, δεν κατέστρεψε μόνο τις προοπτικές για επανάσταση στην Πολωνία. Έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της Σοβιετικής Ρωσίας.
Έχοντας αυτά τα δύο περιστατικά κατά νου, διαβάστε μια επιτομή της ιστορίας της Κομιντέρν του 1985 που έγραψε ο αείμνηστος Ντάνκαν Χάλας [Duncan Hallas], ιδρυτής και για πολλά χρόνια κεντρικός ηγέτης του SWP στη Βρετανία. «Στα κύρια ζητήματα, στην κεντρική αιχμή της πολιτικής της γραμμής, η ηγεσία της Κομιντέρν είχε δίκιο και όλοι οι αντίπαλοί της, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, είχαν άδικο. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, η κληρονομιά των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων, όσον αφορά τις αρχές, την στρατηγική και την τακτική, είναι τόσο απαραίτητη στους επαναστάτες σοσιαλιστές σήμερα» (1985, 164) [ελλ. Χάλας: 1989, 175].
Αυτή η προοπτική διαμορφώνει ολόκληρη την προσέγγιση του Χάλας. Στην εισαγωγή του βιβλίου του, παραθέτει τα λόγια του Τρότσκι, ο οποίος έγραψε: «Η Διεθνής Αριστερή Αντιπολίτευση πατάει στο έδαφος των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων της Κομιντέρν». Στη συνέχεια, ο Χάλας υποστηρίζει ότι «το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα [στη Βρετανία] πατάει επίσης σε αυτό το έδαφος –και γι’ αυτό και η έμφαση του βιβλίου πέφτει στην επαναστατική περίοδο της Κομιντέρν, την περίοδο των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων της και το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα» (1985, 8-9 [ελληνικά: 1989, 10]). Δύο χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου του, ο Χάλας ξεκίνησε μια περιοδεία ομιλιών στη Βόρεια Αμερική με αφορμή την 70ή επέτειο της Ρωσικής Επανάστασης του 1917. Σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε εκείνη την εποχή, υποστήριξε: «Παίρνουμε από τον Τρότσκι ... την παράδοση που συνέβαλε στη δημιουργία, του Μπολσεβικισμού και της Κομμουνιστικής Διεθνούς στα πρώτα χρόνια της μετά τη Ρωσική Επανάσταση. [...] Όλο το σύμπλεγμα τόσο των ιδεών όσο και των εμπειριών που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της σοσιαλιστικής ιστορίας είναι αυτό που μας καθοδηγεί» (1987, 5).
Το βιβλίο του Χάλας αποτελεί μια εξαιρετική εισαγωγή στην Κομιντέρν. Είναι σε μεγάλο βαθμό μια κριτική ιστορία. Επισημαίνει τα μεγάλα επιτεύγματα της Κομιντέρν, συμπεριλαμβανομένης της εστίασης στη μέθοδο του ενιαίου μετώπου. Καταγράφει με σαφήνεια τον εκφυλισμό μετά τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, όταν η Κομιντέρν έγινε κάτι περισσότερο από μια προέκταση της εξωτερικής πολιτικής τής τότε κρατικοκαπιταλιστικής Σοβιετικής Ένωσης. Και ασκεί κριτική σε πτυχές του έργου της κατά την προηγούμενη περίοδο. «Η προοπτική της Κόκκινης Διεθνούς των Εργατικών Συνδικάτων ήταν λαθεμένη και από το 1921 αυτό θα έπρεπε να είχε αναγνωριστεί και να βγουν τα αναγκαία συμπεράσματα» (1985, 164 [ελλ. Χάλας: 1989, 175]). Αλλά η συνολική του έμφαση δίνεται στον καθοριστικό ρόλο των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων, και σε αυτά τα συνέδρια στην υπεροχή της ρωσικής εμπειρίας, της ρωσικής πολιτικής μεθόδου και της ρωσικής ηγεσίας, σε αντιδιαστολή με την απειρία και την πολιτική σύγχυση που υπήρχε εκτός Ρωσίας. Η ιστορία της Δράσης του Μάρτη επιβαρύνει, βέβαια, σημαντικά αυτόν τον προσανατολισμό. Ο Χάλας αναγνωρίζει τον απαράδεκτο ρόλο της ηγεσίας της Κομιντέρν. Αλλά τον αμβλύνει, μετατοπίζοντας το πρόβλημα προς το γερμανικό KPD, τονίζοντας ότι ο ενθουσιασμός της ΕΕΚΔ για αυτή την περιπέτεια βρήκε τεράστια απήχηση στα ηγετικά μέλη του γερμανικού κόμματος. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά είναι εκτός θέματος. Δεν υπάρχει κανένας λόγος, με τα στοιχεία που παρουσίασε, να μην μπορεί να ειπωθεί μια ιστορία για ένα αρκετά διορατικό γερμανικό στέλεχος, που εκπαιδεύτηκε από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, το οποίο είχε μια αρκετά καλή αίσθηση για το τι έπρεπε να κάνει στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1920, αλλά το οποίο απομακρύνθηκε από ένα στέλεχος της Κομιντέρν το οποίο είχε αρκετή χρηματοδότηση και αρκετό προσωπικό και το οποίο δεν είχε καμία αντίληψη για το τι έπρεπε να κάνει στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε σχηματικά την «καλή κρίση» της έμπειρης, καλά εκπαιδευμένης ΕΕΚΔ από την «κακή κρίση» της άπειρης, κακώς εκπαιδευμένης γερμανικής ηγεσίας. Πρόκειται για ένα σχήμα που απλώς δεν θα λειτουργήσει.
Ο Χάλας αιτιολογεί τη στενή ταύτισή του με τη ρωσική ηγεσία και τις πολιτικές αποφάσεις της κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων. «Θα ήταν λάθος να εφαρμόζει κανείς το γράμμα των αποφάσεων της Κομιντέρν μ’ ένα μηχανιστικό τρόπο, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες συνθήκες» (1987, 164 [ελλ. Χάλας: 1989, 175.]). Όμως, ένα υπερβολικό πορτρέτο των αρετών της Κομιντέρν και της ηγεσίας του ρωσικού κόμματος δυσκολεύει τον εντοπισμό και την ανάλυση των ενίοτε σοβαρών λαθών που έκαναν. Η ηγεσία της Κομιντέρν, κατά την περίοδο των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων, δεν είχε πάντα δίκιο στα κύρια ζητήματα. Η εισβολή στην Πολωνία και η δράση του Μάρτη στη Γερμανία δεν ήταν μικρές, τακτικές γκάφες, αλλά λάθη που είχαν ιστορικές και τραγικές συνέπειες. Ο Birchall έχει δίκιο: μια στενή προοπτική που χρησιμοποιεί το σχήμα, «στα κύρια ζητήματα ... η ηγεσία της Κομιντέρν είχε δίκιο και όλοι οι αντίπαλοί της ... είχαν άδικο», ανοίγει την πόρτα σε δυσκολίες. Αλλά το απόσπασμα και το πλαίσιο είναι από τον Χάλας, έναν κεντρικό θεωρητικό του κόμματος του Birchall, όχι κάποιον από την «τροτσκιστική μπλογκόσφαιρα».
Ο Birchall έχει επίγνωση των περιορισμών του βιβλίου του Χάλας. Σε μια άλλη πρόσφατη δημοσίευσή του, ο Birchall υποστηρίζει ότι αυτό και ορισμένες άλλες τροτσκιστικές ιστορίες «είναι πολύτιμες στο ότι υπερασπίζονται ό,τι καλύτερο υπήρχε στα πρώτα χρόνια της Κομιντέρν ... ενώ αντιπαραβάλλουν έντονα αυτή την πρώιμη περίοδο με τη μετέπειτα σταλινική φρίκη. Ωστόσο, παραμένουν ουσιαστικά αμυντικές». Το αντιπαραβάλλει με τη μέθοδο του συν-στοχαστή του Χάλας, του Τόνι Κλιφ [Tony Cliff], ο οποίος «βασίστηκε σε μια διαφορετική παράδοση, στο έργο του Αλφρέντ Ροσμέρ [Alfred Rosmer] και του Βικτόρ Σερζ [Victor Serge], που συνδύαζε την απόλυτη προσήλωση στους βασικούς στόχους και τα ιδανικά της Κομιντέρν με την αναγνώριση των περιορισμών της στην πράξη» (2011, 400-401).
Και στην πραγματικότητα ο Κλιφ ασκεί μερικές φορές πολύ σκληρή κριτική στις ενέργειες της ηγεσίας της Κομιντέρν. Σχετικά με τη δράση του Μάρτη, λέει ότι «σε αντίθεση με άλλες ήττες» αυτή «δεν ήταν αποτέλεσμα των λαθών της τοπικής ηγεσίας της χώρας, αλλά της τυχοδιωκτικής πολιτικής που είχε επιβληθεί στο γερμανικό κόμμα από την ηγεσία της Κομιντέρν». Ακόμη χειρότερα, αυτό το λάθος θα αντιμετωπιστεί μόνο εν μέρει. Οι ηγέτες της Κομιντέρν που ήταν υπεύθυνοι για την καταστροφή –Ζινόβιεφ, Μπουχάριν, Ράντεκ και Κουν– μόλις και μετά βίας θα επιπλήττονταν. Ο Πάουλ Λέβι –σύμφωνα με τα λόγια του Κλιφ, «ο ταλαντούχος πρώην ηγέτης του KPD που είχε αδικηθεί από την κεντρική ηγεσία της Κομιντέρν»– θα κατέληγε να διαγραφεί και να βρεθεί εκτός κόμματος. Εύλογα, λοιπόν, ο Κλιφ ονομάζει αυτό το κεφάλαιο της βιογραφίας του για τον Λένιν «Η μεγάλη συγκάλυψη» (1979, 110-111 [ελλ. Κλιφ: 2000, 341.]).
Αλλά πρέπει να θυμάστε, ότι ο Κλιφ το αντιμετωπίζει αυτό ως μια μεμονωμένη εξαίρεση σε έναν γενικό κανόνα. Η Δράση του Μάρτη ήταν «διαφορετική από άλλες ήττες». Στην τετράτομη βιογραφία του για τον Λένιν, η εισβολή στην Πολωνία το 1920 –πολύ πιο σοβαρή από τη Δράση του Μάρτη, σίγουρα όσον αφορά τις χαμένες ζωές, πιθανώς και όσον αφορά τον αντίκτυπό της στο ρωσικό κράτος– δεν αναφέρεται καν. Ασχολείται όμως με αυτήν στη βιογραφία του για τον Τρότσκι, συμφωνώντας ότι: «αποδείχτηκε ότι η πολιτική του Λένιν ήταν λάθος που κόστισε ακριβά» (1990, 132 [ελλ. Κλιφ: 2020, 175.]). Αλλά αυτό υποτιμά σοβαρά την κλίμακα της καταστροφής. Η συντριπτική έμφαση του μεγαλύτερου μέρους των περισσότερων έργων του Κλιφ για τη Ρωσική Επανάσταση, δίνεται στην ανωτερότητα της ρωσικής ηγεσίας –ιδιαίτερα στην ανωτερότητα του Λένιν– σε σύγκριση με τους ηγέτες της αριστεράς εκτός Ρωσίας. Ο Κλιφ, πολύ κοντά στο πνεύμα του Χάλας, σε γενικές γραμμές ζωγραφίζει μια εικόνα μιας έμπειρης, σοφής ρωσικής ηγεσίας, που αλληλεπιδρά με μια άπειρη, μερικές φορές ανόητη μη ρωσική αριστερά, μια μη ρωσική αριστερά επιρρεπή σε λάθη και σφάλματα που έπρεπε να διορθωθούν μέσω μιας βαθιάς μελέτης της ρωσικής, μπολσεβίκικης ιστορίας. Ο Κλιφ επισημαίνει αυτό το σημείο πολύ έντονα στη βιογραφία του για τον Τρότσκι. «Τα συνέδρια της Κομιντέρν ήταν σχολεία στρατηγικής και τακτικής, στα οποία ο Λένιν και ο Τρότσκι έπαιζαν το ρόλο των δασκάλων, ενώ οι ηγέτες των νεαρών Κομμουνιστικών Κομμάτων ήταν οι μαθητές» (1990, 217 [ελλ. Κλιφ: 2010, 285.]).
Αυτή η προσέγγιση δεν είναι χρήσιμη. Το σφάλμα στη δράση του Μάρτη δεν ήταν μια μοναδική στιγμή σε ένα κατά τα άλλα αψεγάδιαστο ιστορικό. Η πανωλεθρία του 1920 στην Πολωνία ήταν εξίσου καταστροφική για την επαναστατική διαδικασία, και εξίσου το αποτέλεσμα ενός τεράστιου λάθους των «δασκάλων» – στην περίπτωση αυτή του Λένιν. Αυτό το λάθος δεν ήταν ένα ασήμαντο, τυχαίο λάθος, αλλά ένα λάθος που αποκάλυψε κρίσιμα ελαττώματα στην ίδια την αντίληψη του Λένιν και των Μπολσεβίκων για την επανάσταση. Σε μια αδημοσίευτη ομιλία το 1920, ο Λένιν περιέγραψε το πιο σοβαρό από αυτά τα ελαττώματα, όταν εξήγησε στο ακροατήριο ότι, ενώ δεν είχε τεθεί σε ψήφισμα ή στα πρακτικά της Κεντρικής Επιτροπής, «είπαμε μεταξύ μας ότι πρέπει να διερευνήσουμε με ξιφολόγχες αν η κοινωνική επανάσταση του προλεταριάτου στην Πολωνία είχε ωριμάσει» (Lenin 1996b, 98). Αυτή είναι μια συγκλονιστική δήλωση. Η προσπάθεια «εξαγωγής» της επανάστασης μέσω στρατιωτικής εισβολής είναι το αντίθετο της έννοιας της αυτοχειραφέτησης που διέπει κάθε ουσιαστικό μαρξισμό, μια αυτοχειραφέτηση που ήταν η ουσία της σοβιετικής εμπειρίας στον πυρήνα της Ρωσικής Επανάστασης. Δεν επρόκειτο απλώς για ένα επεισοδιακό λάθος. Στις 23 Ιουλίου 1920, «ο Λένιν έγραψε στον Στάλιν προβάλλοντας την πιθανότητα μιας προέλασης μέσω της Ρουμανίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Ουγγαρίας με στόχο την πραγματοποίηση μιας επανάστασης στην Ιταλία. Στην απάντησή του, ο Στάλιν συμφώνησε ότι “θα ήταν αμαρτία” να μην επιχειρηθεί» (Zamoyski 2008, κεφ. 4). Αυτή η προσέγγιση υιοθετήθηκε και κωδικοποιήθηκε από τον Τουχατσέφσκι (1969) σε μια θεωρία του «επαναστατικού επιθετικού πολέμου», ένα ξεκάθαρο ισχυρισμό ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να προωθηθεί με τη δύναμη των όπλων. Ο Τρότσκι πολέμησε λυσσαλέα αυτές τις βαθιά υποκαταστατικές αντιλήψεις του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, το θέμα αυτό, σύμφωνα με τον Ισαάκ Ντόιτσερ, διατρέχει «σαν κόκκινη κλωστή τα γραπτά και τις ομιλίες του αυτής της περιόδου» (1954, 473). Σε μια κριτική του Τουχατσέφσκι, ο Τρότσκι συνδέει ανοιχτά τα δύο επεισόδια – τη ρωσική εισβολή στην Πολωνία το 1920 με τη γερμανική απόπειρα επανάστασης στη Γερμανία το 1921. «Εφόσον ο πόλεμος είναι μια συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, πρέπει η πολιτική μας να είναι επιθετική; [...] Αυτή ήταν μια πολύ μεγάλη και εγκληματική αίρεση, η οποία κόστισε στο γερμανικό προλεταριάτο άσκοπη αιματοχυσία και η οποία δεν έφερε τη νίκη, και αν αυτή η τακτική ακολουθηθεί στο μέλλον θα επιφέρει την καταστροφή του επαναστατικού κινήματος στη Γερμανία» (1981, 5:306).
Το δυαδικό σύστημα «δάσκαλος-μαθητής» δεν λειτουργεί ως σχήμα κατά τη διάρκεια δύο κρίσιμων στιγμών, του πολέμου του 1920 με την Πολωνία και της δράσης του Μάρτη του 1921 στη Γερμανία. Στην πραγματικότητα, αυτό το σχήμα είναι παραπλανητικό ως τρόπος κατανόησης του ίδιου του πυρήνα του Τέταρτου Συνεδρίου και του βασικού όρου στον τίτλο των εργασιών του Τέταρτου Συνεδρίου, του «ενιαίου μετώπου». Όπως επισημαίνει ο Birchall, «το ενιαίο μέτωπο δεν ξεπήδησε από τα κεφάλια των ηγετών της Κομιντέρν. Γεννήθηκε από την εμπειρία των εργατών στη Γερμανία» (Birchall 2012, 199). Ο Riddell, στην εισαγωγή του –στηριζόμενος στην κλασική ιστορία του Broué– το σκιαγραφεί αυτό με μεγάλη σαφήνεια.
«Η διαρκής ανάγκη για [...] ένα ενιαίο μέτωπο τέθηκε από μια συνέλευση των εργατών μετάλλου της Στουτγάρδης τον Δεκέμβριο του 1920, η οποία πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία τοπικών αγωνιστών του KPD που είχαν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την Τσέτκιν. Οι εργάτες μετάλλου υιοθέτησαν ψήφισμα που καλούσε την ηγεσία του συνδικάτου τους, και όλων των συνδικάτων, να ξεκινήσουν έναν κοινό αγώνα για απτές βελτιώσεις στις εργασιακές συνθήκες. [...] Αν και οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες απέρριψαν αυτή την έκκληση, η κομμουνιστική εκστρατεία υπέρ της κέρδισε πλατιά υποστήριξη από τα συνδικαλιστικά συμβούλια. [..]. Ένα μήνα αργότερα, τον Ιανουάριο του 1921, το KPD στο σύνολό του απηύθυνε μια πιο ολοκληρωμένη έκκληση για κοινή δράση προς όλες τις εργατικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων των Σοσιαλδημοκρατών. Αυτή η “Ανοιχτή Επιστολή” αντανακλούσε τις απόψεις του συμπροέδρου του κόμματος Πάουλ Λέβι, ο οποίος δρούσε σε συνεργασία με τον Ράντεκ» (Riddell 2011a, 6).
Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ήταν οι εργάτες στη Στουτγάρδη της Γερμανίας που έφτασαν πρώτοι στην τακτική του ενιαίου μετώπου. Όπως αναφέρει ο Riddell, είναι η Στουτγάρδη όπου η Κλάρα Τσέτκιν είχε τη βάση της και όπου είχε επιρροή. Αυτή η βάση είχε οικοδομηθεί επί χρόνια. Το 1916 και το 1917, οι Σπαρτακιστές της Ρόζα Λούξεμπουργκ (πρόδρομος του KPD) είχαν «αξιοποιήσει το πλεονέκτημά τους ως οι πρώτοι ειλικρινείς εχθροί του πολέμου, χτίζοντας οι ίδιοι ισχυρές θέσεις στις κομματικές οργανώσεις της Στουτγάρδης, του Μπραουνσβάιγκ και τμημάτων του Βερολίνου» (Morgan 1975, 45). Η τακτική του ενιαίου μετώπου προέκυψε από την εμπειρία των ίδιων των Γερμανών εργατών – από τη δουλειά, ειδικότερα, των προχωρημένων εργατών που επηρεάστηκαν από την Τσέτκιν και τα μέλη του KPD που είχαν επηρεαστεί από τη Λούξεμπουργκ. Η προσέγγιση του ενιαίου μετώπου γενικεύτηκε προσωρινά στο γερμανικό κίνημα μέσω της πρωτοβουλίας της «Ανοιχτής Επιστολής» ενός άλλου Γερμανού ηγέτη, του Πάουλ Λέβι, αλλά συνάντησε σχεδόν καθολική αντίθεση από τους εκπροσώπους της Κομιντέρν που εργάζονταν στη Γερμανία. Η εφαρμογή της τακτικής του ενιαίου μετώπου ανατράπηκε με τραγικό τρόπο με την καταστροφή της Δράσης του Μαρτίου, που περιγράφηκε παραπάνω. Μόνο μετά από αυτή την καταστροφή η τακτική του ενιαίου μετώπου γενικεύτηκε ως μέθοδος, στο σύνολο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Είναι αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια τόσο του Τρίτου όσο και του Τέταρτου Συνεδρίου, ο Τρότσκι, ιδιαίτερα, περιέγραψε με σαφήνεια τις βασικές αρχές του ενιαίου μετώπου, και με αυτή την έννοια ήταν ο δάσκαλος, που δίδασκε στους μαθητές σε ένα σχολείο στρατηγικής και τακτικής. Είναι αλήθεια ότι διατύπωσε μια σαφή αντίθεση προς τον Λένιν κατά την προετοιμασία της πολωνικής εισβολής και έκανε ό,τι μπορούσε για να «διδάξει» στους Μπολσεβίκους το λάθος τους κατά τους μήνες που ακολούθησαν. Αλλά δεν βοηθάει να αντικαταστήσουμε τον Λένιν με τον Τρότσκι και να διατηρήσουμε το σχήμα «δάσκαλος-μαθητής» για να κατανοήσουμε τη δυναμική της Κομιντέρν. Για να παραφράσουμε τον νεαρό Καρλ Μαρξ, οι συνθήκες αλλάζουν από τα ανθρώπινα όντα και ο εκπαιδευτικός πρέπει να εκπαιδευτεί ο ίδιος (1976, 4 [ελλην. Μαρξ:1989, 46]). Η ανάδυση στη συνείδηση της ανάγκης για τον κρίσιμο προσανατολισμό του ενιαίου μετώπου προήλθε από την εμπειρία των Γερμανών εργατών και αρχικά προβλήθηκε δημοσίως από βασικούς Γερμανούς σοσιαλιστές, όπως η Τσέτκιν και ο Λέβι. Είναι η ενεργή, οργανωτική εμπειρία επί τόπου, οι σοβαροί σοσιαλιστές που αλληλεπιδρούν με τους προχωρημένους εργάτες, εκεί όπου οι παιδαγωγοί εκπαιδεύτηκαν.
Η σκιαγράφηση που παρουσιάζεται εδώ αυτού του ελάχιστα μελετημένου επεισοδίου της Ρωσικής Επανάστασης θέτει πολλά ζητήματα τα οποία εδώ μπορούν μόνο να θιγούν, και τα οποία θα πρέπει να διερευνηθούν λεπτομερέστερα με άλλη ευκαιρία. Αυτό που θέλω να προτείνω είναι ότι οι διαφορετικές προοπτικές σχετικά με την εισβολή στην Πολωνία –που αποκρυσταλλώνονται καλύτερα στην αντίθεση μεταξύ της σφοδρής αντίθεσης στην εισβολή που διατυπώθηκε από τον Τρότσκι και της εκ των υστέρων αφελούς και εντελώς λανθασμένης υποστήριξης της εισβολής από τον Τουχατσέφσκι και τον Λένιν– αντανακλούν εντάσεις στην καρδιά της κατανόησης της φύσης της επανάστασης από τους Μπολσεβίκους.
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Τρότσκι και ο Λένιν βρέθηκαν στις αντίθετες πλευρές μιας διαφωνίας. Ο Ian Thatcher έχει χαρακτηρίσει τη σχέση μεταξύ του Τρότσκι και του Λένιν κατά τα χρόνια του πολέμου, που προηγήθηκαν αμέσως πριν από τις επαναστάσεις του 1917, ως «μια ιστορία σχεδόν συνεχούς αντιπαράθεσης» (1994, 114). Αυτή η αντίθεση δεν εκφραζόταν με διπλωματικό τρόπο. «Ο Τρότσκι», έγραφε ο Λένιν το 1914, «ποτέ δεν είχε και δεν έχει καμία “φυσιογνωμία”. Το μόνο που έχει είναι μεταπηδήσεις και αποσκιρτήσεις από τους φιλελεύθερους στους μαρξιστές και αντίστροφα, κομμάτια από λέξεις και ηχηρές φράσεις, σταχυολογημένες από δω κι από κει.» (1964, 160 [ελλ. Λένιν:, τ. 25, 3). Τον προηγούμενο χρόνο, ο Τρότσκι έγραφε για τον Λένιν, λέγοντας ότι «ολόκληρο το οικοδόμημα του λενινισμού σήμερα είναι χτισμένο πάνω σε ψέματα και παραποιήσεις και κουβαλάει μέσα του τη δηλητηριώδη ιδέα της ίδιας του της διάλυσης» (όπως αναφέρεται στον Service 2009, 129). Μπορούμε να απορρίψουμε την απλουστευτική εξήγηση για αυτή την ιστορία ανταγωνισμού που προσφέρουν οι σταλινικοί ιστορικοί, μια εξήγηση που έχει ως στόχο να παρουσιάσει μια αδιάσπαστη σειρά τροτσκιστικών «εγκλημάτων» προκειμένου να απαξιώσουν την πολιτική του κληρονομιά. Αυτό που αντιπροσωπεύει αυτός ο ανταγωνισμός, θα έλεγα, είναι κάποιες αρκετά διαφορετικές έμμεσες θέσεις σχετικά με τις βασικές πτυχές της ταξικής πάλης στη Ρωσία και την Ευρώπη, πάνω στις οποίες ο Τρότσκι και ο Λένιν έχτισαν τις προοπτικές τους.
Ο Τρότσκι, όπως και η Λούξεμπουργκ και ο Γκράμσι, κατανόησε τον βαθιά δημοκρατικό, αυτοχειραφετητικό πυρήνα του εργατικού κινήματος, των ευρωπαϊκών πόλεων. Δεν ήταν τυχαίο ότι τόσο το 1905 όσο και το 1917 εξελέγη πρόεδρος του σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης. Σε αρκετές περιπτώσεις πριν από το 1917, ο Τρότσκι εξέφρασε την άποψη ότι ο Λένιν δεν αντιλαμβανόταν πάντα με σαφήνεια αυτόν τον δημοκρατικό, προλεταριακό πυρήνα της επερχόμενης ευρωπαϊκής επανάστασης που ήταν ένα φαινόμενο των πόλεων. Ο Τρότσκι το 1915 «χαρακτήρισε τον Λένιν στοχαστή στον οποίο “ο επαναστατικός δημοκρατισμός και το σοσιαλιστικό δόγμα ζουν δίπλα-δίπλα χωρίς να έχουν συγχωνευτεί σε ένα ζωντανό μαρξιστικό σύνολο”» (Thatcher 1994, 105). Αυτό εκφράζει τον νεαρό Τρότσκι, ο οποίος στον απόηχο της περίφημης διάσπασης της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας το 1903, υποστήριξε ότι ο Λένιν ήταν υπερβολικά Γιακωβίνος και όχι αρκετά σοσιαλδημοκράτης (μια φράση που εκείνη την εποχή σήμαινε «επαναστάτης σοσιαλιστής») (1979). Ο Γιακωβινισμός ήταν η επαναστατική μορφή που ήταν κατάλληλη για επαναστάσεις εναντίον της φεουδαρχίας, όπως η Γαλλική Επανάσταση. Το ηγετικό τμήμα αυτών των επαναστάσεων ήταν ένα σχετικά μικρό τμήμα της μικροαστικής τάξης των πόλεων, το οποίο, στις πόλεις βασιζόταν στις περιοδικές παρεμβάσεις των μαζών των πόλεων και στην ύπαιθρο βασιζόταν στις περιοδικές μαζικές δράσεις της αγροτιάς της υπαίθρου. Εξαιτίας αυτού, αναπτύχθηκε γενικά ένας εξαιρετικά συγκεντρωτικός πυρήνας στις πόλεις, με μεγάλη έμφαση στη στρατιωτικοποίηση, ο οποίος λειτουργούσε με μια ορισμένη καχυποψία απέναντι στις μάζες της πόλης και της υπαίθρου. Η μαζική δράση στις πόλεις, ειδικότερα, θα μπορούσε να αποτελέσει πρόβλημα, καθώς η δράση αυτή έτεινε να ξεπεράσει τα όρια της αντιφεουδαρχικής επανάστασης και να δοκιμαστεί το έδαφος μιας αντικαπιταλιστικής επανάστασης, κάτι που οι Γιακωβίνοι δεν ήταν διατεθειμένοι να επιτρέψουν.
Οι ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και του 1917 περιλάμβαναν ένα συνδυασμό αυτού του είδους της γιακωβινικής αντιφεουδαρχικής επανάστασης: μια δημοκρατική επανάσταση ενάντια σε ημιφεουδαρχικές, τσαρικές συνθήκες· και κάτι εντελώς νέο που απαιτούσε πολύ διαφορετικές στρατηγικές και τακτικές: μια εργατική επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό. Καμία από τις δύο επαναστάσεις δεν θα μπορούσε να νικήσει χωρίς τη νίκη της άλλης. Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι αντιμετώπισαν το δύσκολο εγχείρημα του συνδυασμού και των δύο επαναστάσεων και ο Λένιν αποδέχτηκε ανοιχτά την ενσωμάτωση του γιακωβινισμού στο εργατικό κίνημα. «Γιακωβίνος συνδεδεμένος αδιάρηχτα με την οργάνωση του προλεταριάτου, ενός προλεταριάτου που έχει αποχτήσει συνείδηση των ταξικών του συμφερόντων, αυτό είναι ακριβώς ο επαναστάτης σοσιαλδημοκράτης» (Lenin 1961, 381). Αυτή η ενσωμάτωση, ωστόσο, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι τακτικές που ήταν κατάλληλες για την αντιφεουδαρχική επανάσταση δεν εισάγονται εύκολα στην αντικαπιταλιστική επανάσταση. Στο πλαίσιο της τελευταίας –στον πυρήνα της, εργατική και δημοκρατική και με βάση την πόλη– η πρόοδος προς τα εμπρός είναι δυνατή μόνο μέσω της μαζικής αυτενέργειας. Υπάρχει ένας υψηλός βαθμός δημοκρατίας ενσωματωμένος σε αυτή την εμπειρία, που παίρνει την υψηλότερη μορφή του σε θεσμούς όπως τα σοβιέτ. Οι εξεγέρσεις ενάντια στη φεουδαρχία είναι διαφορετικές. Όλες οι εξεγέρσεις κατά της φεουδαρχίας περιλαμβάνουν, φυσικά, οργισμένη μαζική δράση από την αγροτιά. Αλλά επίσης απαιτούν πάντα έναν άκρως συγκεντρωτικό, στρατιωτικοποιημένο αγώνα – οι Στρογγυλοκέφαλοι [Roundheads] της εποχής του Κρόμγουελ ή οι Γιακωβίνοι της Γαλλικής Επανάστασης. Η επιμονή στην εισβολή στην Πολωνία αντιπροσώπευε μια υπερβολική έμφαση στη στρατιωτική πτυχή του αγώνα. Η πίεση για εξέγερση κατά τη διάρκεια της δράσης του Μάρτη, παρόλο που το KPD αντιπροσώπευε μια μικρή μειοψηφία της εργατικής τάξης, αντιπροσώπευε μια προσπάθεια να παρακαμφθεί η αυτενέργεια της εργατικής τάξης των πόλεων. Και τα δύο αντανακλούσαν το βαθμό στον οποίο, σε όλο το μπολσεβίκικο στελεχιακό δυναμικό, υπήρχε μια παρανόηση του επιπέδου στο οποίο η ευρωπαϊκή ταξική πάλη είχε εξελιχθεί μακριά από τις τακτικές μιας παλαιότερης εποχής και προς τις τακτικές της μαζικής, δημοκρατικής, αυτοχειραφέτησης που ταιριάζουν στην ταξική πάλη στο σύγχρονο καπιταλισμό.
Αυτός ο περιορισμός της εμπειρίας των Μπολσεβίκων δεν αναιρεί μια γενικότερη άποψη. «Σε πολλά ζητήματα που αποδείχθηκαν κεντρικά για τους παγκόσμιους κοινωνικούς αγώνες, όπως ο ρατσισμός, η αποικιοκρατία, η χειραφέτηση των γυναικών και οι αγώνες των μικροκαλλιεργητών, το [Τέταρτο] Συνέδριο χάραξε το δρόμο που ακολούθησε το εργατικό κίνημα κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα» (Riddell 2011a, 54). Η δημοσίευση του βιβλίου Προς το Ενιαίο Μέτωπο διευκολύνει μια σφαιρική αποτίμηση του έργου αυτών των συνεδρίων και ολόκληρης της εποχής της Ρωσικής Επανάστασης, μια αποτίμηση που περιλαμβάνει τόσο τις επιτυχίες όσο και τις αποτυχίες - τις χρήσιμες και εποικοδομητικές θέσεις που ελήφθησαν, καθώς και τις καταστροφικές και ολέθριες. Πρόκειται, όπως αναφέρει ο Birchall, «για ένα ανεκτίμητο έργο αναφοράς» (2012, 196). Μία από τις πραγματικά εντυπωσιακές πτυχές που αναδύονται από αυτό το έργο αναφοράς, είναι το φως που ρίχνει στη βαθιά ανθρωπιά των εμπλεκομένων. Οι πολιτικές «γραμμές» που αναπτύχθηκαν σε αυτά τα Συνέδρια δεν προέρχονταν από διατάγματα ή συνταγές, αλλά ήταν μάλλον το αποτέλεσμα ενίοτε σκληρών συζητήσεων μεταξύ σοβαρών αγωνιστών από διαφορετικές χώρες, οι περισσότεροι από τους οποίους ασχολήθηκαν έντονα με τα κοινωνικά κινήματα της εποχής. «Οι σύνεδροι αυτοί ήταν σκληρές γυναίκες και άνδρες που είχαν ζήσει μια εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία» (Birchall 2012, 197). Η ανάγνωση των πρακτικών αυτού και των άλλων πρώιμων συνεδρίων, θα ενισχύσει τη φήμη ορισμένων από αυτούς τους αγωνιστές (για παράδειγμα της Κλάρα Τσέτκιν και του Πάουλ Λέβι) και θα μειώσει τη φήμη άλλων (του Γκριγκόρι Ζινόβιεφ και του Μπέλα Κουν, για να αναφέρουμε δύο). Αυτό είναι καλό. Για να αξιολογήσουμε σωστά τα διδάγματα του παρελθόντος, χρειαζόμαστε όλες τις πληροφορίες από αυτό το παρελθόν, και με βάση αυτές τις πληροφορίες, θα βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα για το πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε καλύτερα αυτή την ιστορία στο δικό μας έργο τον 21ο αιώνα.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Paul Kellogg, “Substitutionism versus Self-emancipation: The Theory of the Offensive, the Russo-Polish War of 1920 and the German March Action of 1921”, Ανακοίνωση για το Historical Materialism New York, 2013 Confronting Capital. Απρίλιος, New York University, Νέα Υόρκη. 20 Απριλίου 2013. Δημοσιευμένο σε: Academia, https://www.academia.edu/3449186/Substitutionism_versus_Self_emancipation_The_Theory_of_the_Offensive_the_Russo_Polish_War_of_1920_and_the_German.
Αυτό το άρθρο έχει αναθεωρηθεί ως, “Grappling with our history The March Action, the Russo-Polish War and the United Front” και δημοσιεύεται στο Socialist Studies / Études socialistes 9 (1), Άνοιξη: https://socialiststudies.com/index.php/sss. Η δημοσιευμένη έκδοση, διαθέσιμη εδώ: https://www.academia.edu/3448405/Grappling_with_our_history_The_March_Action_the_Russo-Polish_War_and_the_United_Front.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Angress, Werner T. 1963. Stillborn Revolution: The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923. Πρίνστον, N.J.: Princeton University Press.
Birchall, Ian. 2011. Tony Cliff: A Marxist for His Time. Λονδίνο: Bookmarks.
Birchall, Ian. 2012. “Grappling with the United Front.” International Socialism, II, 135 (Καλοκαίρι) (12 Ιουνίου): 195–205.
Broué, Pierre. 1988. Trotsky. Παρίσι: Fayard.
Broué, Pierre. 2006. The German Revolution, 1917-1923. Σικάγο: Haymarket Books.
Cliff, Tony. 1979. Lenin: The Bolsheviks and World Communism. Λονδίνο: Pluto Press. [Κλιφ Τόνι, Λένιν 1917-1923. Πολιορκημένη επανάσταση, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2000.]
Cliff, Tony. 1990. Trotsky: The Sword of Revolution, 1917-1923. Bookmarks. [Κλιφ Τόνυ, Τρότσκι, 2. 1917-1923. Το ξίφος της επανάστασης, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2010.]
Croll, Kirsteen Davina. 2009. “Soviet-Polish Relations, 1919-1921”. Διδακτορική διατριβή, Γλασκώβη: Department of Central and East European Studies, University of Glasgow. https://theses.gla.ac.uk/663/.
Deutscher, Isaac. 1954. The Prophet Armed: Trotsky, 1879-1921. Λονδίνο: Oxford University Press.
Figes, O. 1990. “The Red Army and Mass Mobilization During the Russian Civil War 1918-1920.” Past & Present (129): 168–211.
Furr III, Grover C. 1986. “New Light on Old Stories About Marshall Tukhachevskii.” Russian History/Histoire Russe 13 (2-3): 293–308.
Hallas, Duncan. 1985. The Comintern. Λονδίνο: Bookmarks. [Χάλας Ντάνκαν, Κομιντέρν. Η Τρίτη Διεθνής, Εργατική Δημοκρατία, Αθήνα 1989, μετάφραση, Χρήστος Πετράκος.]
Hallas, Duncan. 1987. “On Building a Socialist Alternative, Part II.” Socialist Worker (Τορόντο), Δεκέμβριος, 132 έκδοση.
Lenin, V.I. 1961. “One Step Forward, Two Steps Back (The Crisis in Our Party) [1904].” σε Collected Works of V.I. Lenin: January 1902 - August 1903, Μετάφραση της τέταρτης, εμπλουτισμένης ρωσικής έκδοσης, 7:201–423. Μόσχα: Progress Publishers. [Β. Ι. Λένιν, «Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω (η κρίση μέσα στο κόμμα μας)», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 8, σελ. 380.]
Lenin, V.I. 1964. “The Break-up of the ‘August’ Bloc [1914].” σε Collected Works of V.I. Lenin: December 1913 - August 1914, επιμέλεια Julius Katzer, Μετάφραση της τέταρτης, εμπλουτισμένης ρωσικής έκδοσης, 20:158–161. Μόσχα: Progress Publishers. [Β. Ι. Λένιν, «Η διάλυση του Συνασπισμού του “Αυγούστου”», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 25.]
Lenin, V.I. 1996a. “Report on Red Army Pogroms, with Lenin’s Reaction, 17-18 October 1920.” σε The Unknown Lenin: From the Secret Archive, του Richard Pipes, 116–118. Νιου Χέιβεν: Yale University Press.
Lenin, V.I. 1996b. “Political Report of the Central Committee RKP(b) to the Ninth All-Russian Conference of the Communist Party, 20 September 1920.” σε The Unknown Lenin: From the Secret Archive, του Richard Pipes, 95–115. Νιου Χέιβεν: Yale University Press.
Marx, Karl. 1976. “[Theses on Feurbach].” σε Collected Works of Marx and Engels: 1845-1847, 5:3–8. Νέα Υόρκη: International Publishers. [Μαρξ Καρλ, «Θέσεις για τον Φώϋερμπαχ», στο Μαρξ Καρλ Ένγκελς Φρίντριχ, Η Γερμανική ιδεολογία, τόμος πρώτος, Gutenberg, Αθήνα 1989, σσ. 45-48.]
Morgan, David W. 1975. The Socialist Left and the German Revolution: a History of the German Independent Social Democratic Party, 1917-1922. Ίθακα, N.Y.: Cornell University Press.
Riddell, John, (επιμ.). 1991a. Workers of the World and Oppressed Peoples, Unite!: Proceedings and Documents of the Second Congress, 1920. τόμος 1. 2 τόμοι. Νέα Υόρκη: Pathfinder.
Riddell, John (επιμ.). 1991b. Workers of the World and Oppressed Peoples, Unite!: Proceedings and Documents of the Second Congress, 1920. τόμος 2. 2 τόμοι. Νέα Υόρκη: Pathfinder.
Riddell, John. 2011a. Toward the United Front: Proceedings of the Fourth Congress of the Communist International, 1922. Βοστώνη: Brill Academic Publishers.
Riddell, John. 2011b. “Communist History Debated at ‘Historical Materialism’ London Conference.” John Riddell: Marxist Essays and Commentary. 25 Νοεμβρίου. https://johnriddell.com/2011/11/25/communist-history-debated-at-historical-materialism-london-conference/.
Riddell, John. 2012a. Toward the United Front: Proceedings of the Fourth Congress of the Communist International, 1922. Σικάγο: Haymarket Books.
Riddell, John. 2012b. “New Voices and New Views on Revolutionary History.” John Riddell: Marxist Essays and Commentary. 28 Μαΐου. https://johnriddell.com/2012/05/28/new-voices-and-new-views-on-revolutionary-history/.
Service, Robert. 2009. Trotsky: A Biography. Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη: Harvard University Press.
Thatcher, Ian D. 1994. “Trotskii, Lenin and the Bolsheviks, August 1914-February 1917.” The Slavonic and East European Review 72 (1): 72–114.
Trotsky, Leon. 1970. My Life: An Attempt at an Autobiography. Pathfinder Press. [Τρότσκι Λέων Η ζωή μου, Αλήθεια, Αθήνα 1981.]
Trotsky, Leon. 1979. Our Political Tasks [1904]. New Park Publications.
Trotsky, Leon. 1981. How the Revolution Armed: the Military Writings and Speeches on Leon Trotsky: Materials and Documents on the History of the Red Army. τόμος 5. 5 τόμοι. Λονδίνο: New Park Publications.
Tukhachevsky, Mikhail. 1969. “Revolution from Without.” New Left Review I 55 (Μάιος-Ιούνιος): 91–97.
Zamoyski, Adam. 2008. Warsaw 1920: Lenin’s Failed Conquest of Europe. Κιντλ. HarperPress.