Τετάρτη, 19 Απριλίου 2023 22:31

Μια απολύτως δικαιολογημένη αντίσταση (για την εξέγερση στο γκέτο της Βαρσοβίας)

 

 

Brian Anglo

 

Μια απολύτως δικαιολογημένη αντίσταση (για την εξέγερση στο γκέτο της Βαρσοβίας)

 

 

Με αφορμή την 80ή επέτειο της εξέγερσης του γκέτο της Βαρσοβίας στις 19 Απριλίου, το άρθρο αυτό, του Brian Anglo, εξετάζει όχι μόνο το ιστορικό πλαίσιο και τα γεγονότα της εξέγερσης, αλλά εμβαθύνει και στο πώς αξιοποιήθηκε από τον σιωνισμό και πώς τα ζητήματα που έθεσε εξακολουθούν να είναι επίκαιρα για την κατάσταση των Παλαιστινίων σήμερα.

 

 

Ογδόντα χρόνια μετά την εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας στις 19 Απριλίου 1943, όταν κανένας από αυτούς που συμμετείχαν σε αυτήν δεν είναι πλέον στη ζωή, πολλοί άνθρωποι συνεχίζουν να διατυπώνουν το ίδιο ερώτημα: πώς έγινε και οι Ευρωπαίοι Εβραίοι δεν προέβαλαν ευρύτερη αντίσταση και δεν αντέδρασαν νωρίτερα μπροστά στη συστηματική εξόντωσή τους από τους Ναζί;

Στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς το ερώτημα έθεσαν τότε στον εαυτό τους αρκετοί Εβραίοι. Τον Οκτώβριο του 1942, αφού σχεδόν τριακόσιες χιλιάδες Εβραίοι είχαν μεταφερθεί από τη Βαρσοβία στον θάνατο με αρκετά ομαλό τρόπο – και με ελάχιστα προβλήματα, λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα της επιχείρησης – ο Εμμανουέλ Ρίνγκελμπαουμ, επιφορτισμένος με την καταγραφή της ζωής (και του θανάτου) στο γκέτο, βασανιζόταν με το εξής αμάλγαμα αμφιβολιών και λύπης: «Έπρεπε να είχαμε βγει στους δρόμους, να είχαμε βάλει φωτιά σε ό,τι βρισκόταν μπροστά μας, να είχαμε γκρεμίσει τους τοίχους και να είχαμε δραπετεύσει στην άλλη πλευρά. Οι Γερμανοί θα είχαν πάρει την εκδίκησή τους. Θα είχε κοστίσει δεκάδες χιλιάδες ζωές, αλλά όχι 300.000. [...] Γιατί δεν αντισταθήκαμε όταν άρχισαν να μετεγκαθιστούν 300.000 Εβραίους από τη Βαρσοβία; Γιατί επιτρέψαμε να μας οδηγήσουν σαν κοιμισμένους στη σφαγή;»[1].

Αυτή η φράση από τον Ψαλμό 44, «σαν πρόβατα στη σφαγή», αντηχούσε σαν κεντρικό μοτίβο στους αγωνιώδεις συλλογισμούς πολλών Εβραίων τόσο τότε όσο και αργότερα.

Πριν εμβαθύνουμε περισσότερο σε αυτό το ζήτημα, ωστόσο, πρέπει να γίνει μια μικρή τροποποίηση, καθώς η παραδοχή στην οποία βασίζεται δεν είναι απολύτως σωστή. Τόσο πριν όσο και μετά από αυτή την εξέγερση, σίγουρα τη σημαντικότερη, σημειώθηκαν διάφορες πράξεις συλλογικής –συμπεριλαμβανομένης και της ένοπλης– αντίστασης στα γκέτο, ακόμη και σε ορισμένα από τα στρατόπεδα εξόντωσης.

Πρέπει επίσης να αναφερθούν οι ομάδες που εντάχθηκαν στους αντάρτες που πολεμούσαν στα κατεχόμενα από τους Γερμανούς εδάφη, καθώς και άλλες μορφές πιο παθητικής ή ατομικής εξέγερσης, όπως η φυγή από τα γκέτο, η απόδραση από τα τρένα καθ’ οδόν προς τους θαλάμους αερίων, και οι προσπάθειες να περάσουν ως Άριοι ή να κρυφτούν στην κοινωνία έξω από τα γκέτο.

Επιπλέον, πηγαίνοντας λίγο πιο πίσω στο χρόνο, μπορούμε να δούμε ότι από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά πολλοί Εβραίοι συμμετείχαν ενεργά στον αγώνα κατά της ανόδου του αντισημιτισμού, του φασισμού και του ναζισμού στις χώρες όπου ζούσαν. Αποτελούσαν επίσης περίπου το 10% των Διεθνών Ταξιαρχιών στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, που θεωρήθηκε ως η τελευταία ευκαιρία να σταματήσει ο φασισμός, αν και οι περισσότεροι από αυτούς δεν συμμετείχαν ως Εβραίοι, αλλά ως μέλη κοσμικών οργανώσεων που υποστήριζαν οικουμενικές αξίες όπως η δημοκρατία ή ο σοσιαλισμός.

Ανεξάρτητα από όλες αυτές τις επιφυλάξεις, αν επικεντρωθούμε στην Πολωνία, όπου οι Ναζί εκκαθάρισαν σχεδόν το σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού των τριών εκατομμυρίων, το να θέσουμε το ερώτημα έχει νόημα ακόμη και σήμερα.

 

Γιατί τόσο μικρή αντίσταση;

Φυσικά, δεν υπάρχει απλή απάντηση. Μια από τις συνηθέστερες εξηγήσεις υποστηρίζει έναν συνδυασμό εξαπάτησης και αυτοεξαπάτησης. Οι Ναζί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποκρύψουν τις προθέσεις τους, σπέρνοντας ψεύτικες ελπίδες, εισάγοντας διαχωρισμούς στον πληθυσμό (όσοι είναι παραγωγικοί θα σωθούν), υποσχόμενοι μετεγκατάσταση με νέες ευκαιρίες και φτάνοντας στο σημείο να οργανώσουν την αποστολή καρτ ποστάλ και επιστολών από Εβραίους που εξυμνούσαν τα προτερήματα των νέων προορισμών τους. Δεδομένων όλων αυτών, ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς το μέγεθος των ιστοριών που εμφανίζονταν στον παράνομο Τύπο του γκέτο και βασίζονταν σε μαρτυρίες δραπετών του στρατοπέδου ή σε πληροφορίες που παρείχε η πολωνική αντίσταση. «Αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί εδώ».

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν η απομόνωση, όχι μόνο ο σχετικός διαχωρισμός των Εβραίων από την υπόλοιπη κοινωνία πριν από την κατοχή, που ακολουθήθηκε από τον πλήρη φυσικό διαχωρισμό με τον εγκλωβισμό σε γκέτο κατά τη διάρκεια της κατοχής, αλλά και η έλλειψη οποιασδήποτε εξωτερικής αναφοράς ή υποστήριξης, όπως μια εξόριστη κυβέρνηση.

Στο εσωτερικό του γκέτο η εβραϊκή αστυνομία ασκούσε αυστηρό έλεγχο και εκτελούσε τις εντολές των Γερμανών, οι οποίες μεταφέρονταν μέσω του Judenrat, ή του Εβραϊκού Συμβουλίου, παρακινούμενη από προσφορές ασυλίας ή υπό την απειλή αυστηρής τιμωρίας σε περίπτωση που δεν συμμορφώνονταν. Επίσης, οι Γερμανοί δεν δίσταζαν να χρησιμοποιούν τρομακτικές απειλές ή τα πιο βάναυσα τιμωρητικά μέτρα, μερικές φορές επιλεκτικά, άλλες φορές εντελώς αυθαίρετα.

Ορισμένες εξηγήσεις αναζητούν βαθύτερα αίτια και αναφέρονται σε μια παράδοση προσαρμογής, αποφυγής των «προκλήσεων», περιορισμού της ζημίας. Στο γκέτο η στάση αυτή ενσαρκωνόταν από το Judenrat, το οποίο αποτελούνταν ακριβώς από εκείνα τα στοιχεία της κοινότητας που είχαν ποντάρει τα πάντα στην πλήρη συνεργασία με τη γερμανική διοίκηση.

 

Αλλαγή προοπτικής

Ήταν κυρίως οι νέοι που έσπασαν αυτή την «παράδοση». «Για τους σύγχρονους εκκοσμικευμένους η εβραϊκή παράδοση του μαρτυρίου, του kiddush ha-shem [αγιασμός του ονόματος], ήταν η επιτομή της μοίρας της Διασποράς εναντίον της οποίας επαναστάτησαν»[2].

Αρχικά, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού του γκέτο τους θεωρούσε ανεύθυνους και τους αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό ή φόβο. Παρ’ όλα αυτά, καθώς η Εβραϊκή Οργάνωση Μάχης (ŻOB / Żydowska Organizacja Bojowa), η οποία περιλάμβανε διάφορες αριστερές πολιτικές ομάδες, σιωνιστικές και αντισιωνιστικές, εξόντωνε σταδιακά μερικούς από τους πιο μισητούς Εβραίους αστυνομικούς και συνεργάτες, το κύρος και η υποστήριξή της αυξήθηκαν, ενώ του Judenrat μειώθηκε σε σημείο που ο πρόεδρος του τελευταίου δήλωσε στους Γερμανούς: «Δεν έχω καμία εξουσία στο γκέτο. Εδώ κυβερνά μια άλλη αρχή»[3].

Ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτή η στροφή που επέτρεψε στην ŻOB να προετοιμαστεί για την τελική αναμέτρηση. Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να αποκτήσει μερικά όπλα και επίσης έπεισε χιλιάδες ανθρώπους να κατασκευάσουν υπόγεια καταφύγια που θα τους έδιναν κάποια προστασία. Αξίζει να σημειωθεί παρεμπιπτόντως ότι μια τέτοια ακραία κατάσταση είχε μόλις και μετά βίας θολώσει τις ταξικές διαφορές: «οι εύποροι Εβραίοι απολάμβαναν σημαντικά πιο πολυτελή καταφύγια από τους φτωχούς»[4].

Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι μέχρι τότε το 85% των Εβραίων που είχαν στοιβαχτεί στο γκέτο ήταν νεκροί –περίπου 265.000 δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης, οι υπόλοιποι πέθαναν στο γκέτο από πείνα, από μεταδοτικές ασθένειες ή πυροβολήθηκαν– και ότι από τις εβδομήντα ή ογδόντα χιλιάδες που είχαν απομείνει, οι μισοί είχαν καταγραφεί στις αρχές, ενώ οι άλλοι μισοί είχαν κρυφτεί.

 

Η τελευταία αντίσταση

Όταν οι Ναζί μπήκαν στο γκέτο στις 19 Απριλίου 1943, παραμονή του εβραϊκού Πάσχα, για να αρχίσουν την απέλαση του εναπομείναντος 15%, έπεσαν πάνω στις ένοπλες ομάδες που τους περίμεναν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Φυσικά, παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό τους, δεν άργησαν να επιστρέψουν και προχώρησαν στη δουλειά της εκκαθάρισης όσων είχαν απομείνει ακόμα χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό. Έκοψαν την παροχή νερού, φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος, έβαλαν φωτιά σε όλα τα κτίρια και γέμισαν με καπνό το υπόγειο δίκτυο καταφυγίων και υπονόμων.

Όταν η επιχείρηση ολοκληρώθηκε στις 16 Μαΐου με την ανατίναξη της Μεγάλης Συναγωγής («ένας αξέχαστος φόρος τιμής στον θρίαμβό μας επί των Εβραίων»)[5], περίπου 57 χιλιάδες Εβραίοι είχαν συλληφθεί ή σκοτωθεί –πυροβολήθηκαν, κάηκαν στις πυρκαγιές ή θάφτηκαν κάτω από τα συντρίμμια των κτιρίων που κατέρρευσαν– και περίπου πέντε ή έξι χιλιάδες είχαν διαφύγει (αν και οι περισσότεροι από αυτούς συνελήφθησαν αργότερα). Μερικές δεκάδες μέλη της ŻOB, μεταξύ των οποίων η Ζίβια Λουμπέτκιν, μία από τις ιδρύτριές της, και ο Μάρεκ Έντελμαν, ένας άλλος από τους ηγέτες της (στον οποίο θα επανέλθουμε αργότερα), επέζησαν και κατάφεραν να βγουν από το γκέτο μέσω των υπονόμων. Το καλοκαίρι του 1944, ορισμένοι από αυτούς κατάφεραν να συμμετάσχουν ακόμη και στην εξέγερση της Βαρσοβίας υπό την ηγεσία του Πολωνικού Στρατού του Εσωτερικού, ο οποίος τον προηγούμενο χρόνο τους είχε δώσει κάποια όπλα για να τα χρησιμοποιήσουν στην εξέγερσή τους.

Αντίθετα, σύμφωνα με την έκθεση του Γιούργκεν Στρουπ, ο οποίος είχε επιφορτιστεί ειδικά με τη διεξαγωγή του τελικού σταδίου της επιχείρησης, οι Γερμανοί (και τα στρατεύματα άλλων εθνικοτήτων που τους βοηθούσαν) είχαν μόλις 17 νεκρούς και 93 τραυματίες, αν και άλλες πηγές δίνουν σημαντικά υψηλότερους αριθμούς.

Ποια είναι λοιπόν η εκτίμηση που μπορεί να γίνει για αυτή την καθυστερημένη, αν και αποφασισμένη, τελευταία αντίσταση;

 

Το νόημα της εξέγερσης: ένα κατόρθωμα καθαρά εθνικιστικού ηρωισμού...;

Κατά τη γνώμη του Ραούλ Χίλμπεργκ, του εξέχοντος ιστορικού του Ολοκαυτώματος, αυτή η σύγκρουση δεν είχε καμία συνέπεια όσον αφορά την μετέπειτα εξέλιξη της διαδικασίας καταστροφής. Στην εβραϊκή ιστορία, ωστόσο, αντιπροσώπευε μια επανάσταση, αφού μετά από δύο χιλιάδες χρόνια πολιτικής υποταγής ο τροχός γύρισε και οι Εβραίοι χρησιμοποίησαν και πάλι τη βία.

Πράγματι, οι Εβραίοι –λίγες εκατοντάδες νέοι άνδρες και γυναίκες, τουλάχιστον– χρησιμοποίησαν βία, όπλα, βία... και το έκαναν με απόλυτη νομιμοποίηση. Από εκείνη την εποχή, σχεδόν κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει ότι ήταν απόλυτα δικαιολογημένοι. Παρ’ όλα αυτά, είναι ανάγκη να αναρωτηθούμε αν αυτή η νομιμοποίηση είναι «μεταβιβάσιμη», όπως προτείνει, για παράδειγμα, ο Γισραέλ Γκούτμαν, επιζών του γκέτο και πρώην επικεφαλής ιστορικός του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας του Ολοκαυτώματος στο Γιαντ Βασέμ, το ισραηλινό κέντρο που ιδρύθηκε για να «διαφυλάξει τη μνήμη του παρελθόντος και να μεταδώσει το νόημά του στις μελλοντικές γενιές»[6]. Σύμφωνα με τον ίδιο, «[η] εξέγερση στο γκέτο της Βαρσοβίας, και οι εξεγέρσεις στα γκέτο γενικότερα, έγιναν σύμβολο για όσους αγωνίστηκαν για την ανεξαρτησία του Ισραήλ»[7]] ή, σύμφωνα με τα λόγια της Ντίνα Ποράτ, σημερινής επικεφαλής ιστορικού στο Γιαντ Βασέμ, «πηγή υπερηφάνειας για τους επιζώντες και ολόκληρο το εβραϊκό έθνος»[8].

Ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Αμπά Εμπάν ήταν άλλος ένας από εκείνους που προσπάθησαν να οικειοποιηθούν αυτό το ηρωικό επεισόδιο προς όφελος του σιωνιστικού σχεδίου. Γι’ αυτόν, «η πιο θετική δύναμη που αναδύθηκε από τις στάχτες του Ολοκαυτώματος ήταν ο “νέος Εβραίος” – ο Εβραίος που δεν θα δεχόταν πλέον παθητικά τη μοίρα του, που θα αγωνιζόταν για να επιβιώσει [...] Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νέας εβραϊκής συμπεριφοράς ήταν το γκέτο της Βαρσοβίας»[9].

Από τη σημερινή οπτική γωνία, είναι δύσκολο να μην ενοχληθεί κανείς από τη σύγχρονη διορατικότητα ενός μέλους της HaShomer HaTzair («Νεανική Φρουρά»), ο οποίος εντόπισε σε ορισμένους από τους κατοίκους του γκέτο τη διεστραμμένη επίδραση που μπορεί να έχει η κακοποίηση στα θύματά της: «Βαθιά μέσα στις καρδιές τους καίει ένα όνειρο: να είναι όπως αυτοί [οι Γερμανοί] – όμορφοι, δυνατοί και με αυτοπεποίθηση. Να μπορούν να κλωτσούν, να χτυπούν και να προσβάλλουν, ατιμώρητοι. Να περιφρονούν τους άλλους, όπως οι Γερμανοί περιφρονούν σήμερα τους Εβραίους.»[10] Το να μιμηθεί κανείς τους θύτες «εκδικούμενος» έναν αθώο αποδιοπομπαίο τράγο δεν είναι μια αναπόφευκτη κατάληξη, αλλά γίνεται πιο πιθανό αν τα υποτιθέμενα συμφέροντα του δικού του έθνους τίθενται πάνω από εκείνα οποιουδήποτε άλλου.

 

... ή ένα διεθνιστικό και οικουμενικό;

Όπως λέει η Ίντιθ Ζέρταλ, «[η] εθνοποίηση των εξεγέρσεων των γκέτο ήταν ένας τρόπος να εθνοποιηθεί η αφήγηση και να αφαιρεθούν όλα τα αντιφατικά, μη σιωνιστικά στοιχεία [...] Το γεγονός ότι οι οργανώσεις-ομπρέλες που συμμετείχαν στην εξέγερση περιλάμβαναν όλα τα πολιτικά κόμματα ελαχιστοποιήθηκε ή αποκρύφτηκε»[11].

Η Εγκυκλοπαίδεια του Ολοκαυτώματος, που επιμελήθηκε ο Γκούτμαν, δεν αναφέρει σχεδόν καθόλου τον Μάρεκ Έντελμαν, παρά τον ηγετικό ρόλο του τελευταίου στην εξέγερση. Οι μάχες του γκέτο[12] η αφήγηση του Έντελμαν για την εξέγερση, η μόνη που γράφτηκε από κάποιον που συμμετείχε άμεσα, εκδόθηκε στην Πολωνία το 1945, ωστόσο δεν κυκλοφόρησε στο Ισραήλ μέχρι το 2001. Δεν είναι παράλογο να υποθέσει κανείς ότι αυτό είχε να κάνει με τη συμμετοχή του στην Μπουντ, ένα κοσμικό εβραϊκό σοσιαλιστικό κόμμα που αντιτάχθηκε σθεναρά στη μετανάστευση στην Παλαιστίνη, την οποία υποστήριζαν οι Σιωνιστές, και την οποία αυτός θεωρούσε ότι έμοιαζε σε δυσάρεστο βαθμό με τη μαζική μετανάστευση (προς οπουδήποτε) που πρόβαλε το προπολεμικό πολωνικό καθεστώς ως λύση στο «εβραϊκό πρόβλημα».

Είναι αλήθεια ότι οι περισσότερες οργανώσεις της ŻOB ήταν σιωνιστικές και ότι ο διοικητής της, ο 24χρονος Μορντεκάι Ανιέλεβιτς, ανήκε στη HaShomer HaTzair, ένα σοσιαλιστικό-σιωνιστικό κόμμα. Ωστόσο, η ŻOB έβλεπε τον αγώνα της ως μέρος ενός ευρύτερου αγώνα κατά του ναζισμού μαζί με άλλους, ενώ η Εβραϊκή Στρατιωτική Ένωση (ŻZW / Żydowski Związek Wojskowy), η οποία αποτελούνταν ουσιαστικά από δεξιούς σιωνιστές με αυστηρά εθνικιστική προσέγγιση, επέλεξε να κρατηθεί σε απόσταση.

Έτσι, η περίφημη προκήρυξη που εξέδωσε η ŻOB στις 23 Απριλίου 1943, απευθυνόμενη πέρα από το γκέτο σε «Πολωνούς, πολίτες, μαχητές της ελευθερίας», αντικρούει εμφατικά τον ξεχωριστό χαρακτήρα του αγώνα της: «Διεξάγεται μια μάχη για την ελευθερία σας καθώς και για τη δική μας. Για τη δική σας και τη δική μας ανθρώπινη, πολιτική και εθνική τιμή και ακεραιότητα»[13].

 

Σημασία για έναν άλλο αντιστασιακό αγώνα

Αλλά αν η εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας ενάντια στο συστηματικό πρόγραμμα εξόντωσης των Ναζί δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογήσει ή να δικαιολογήσει την αμείωτη καταπίεση και καταλήστευση του Παλαιστινιακού λαού από το κράτος του Ισραήλ, μπορεί να αποτελέσει μια έγκυρη σύγκριση που θα δικαιώσει την αντίσταση των Παλαιστινίων σε αυτή την αδυσώπητη μεταχείριση.

Είναι αυτονόητο ότι δεν πρόκειται για εξίσωση μεταξύ του Ολοκαυτώματος και της Νάκμπα. Η μεθοδευμένη εξόντωση έξι εκατομμυρίων ανθρώπων (όχι μόνο Εβραίων) λόγω της ταξινόμησής τους ως κατώτερης φυλής –μια παραδειγματική περίπτωση γενοκτονίας– είναι μια τάξη μεγέθους και κτηνωδίας που ελάχιστες συγκρίσεις αντέχει. Ακόμα κι έτσι, οι εξίσου μεθοδευμένες εθνοκαθάρσεις, οι συλλογικές τιμωρίες, η κατοχή και η αρπαγή εδαφών, οι διακρίσεις και οι διώξεις που εφαρμόζει το κράτος του Ισραήλ (και το πρωτο-κράτος που προηγήθηκε) είναι γεγονότα τα οποία, αν εφαρμόζαμε τα ίδια κριτήρια σε αυτά, θα νομιμοποιούσαν επαρκώς την παλαιστινιακή αντίσταση, όχι εναντίον «των Εβραίων», αλλά εναντίον του κράτους που ψευδώς ισχυρίζεται ότι μιλάει και δρα στο όνομά τους.

Και έτσι το είδε ο Μάρεκ Έντελμαν. Το 2002, συστήνοντας τον εαυτό του ως «πρώην υποδιοικητή της Εβραϊκής Οργάνωσης Αγώνα [...] έναν από τους ηγέτες της εξέγερσης του γκέτο της Βαρσοβίας», απηύθυνε μια επιστολή «σε όλους τους διοικητές των παλαιστινιακών στρατιωτικών, παραστρατιωτικών και ανταρτικών οργανώσεων∙ σε όλους τους στρατιώτες των παλαιστινιακών μαχητικών οργανώσεων.»[14] Με άλλα λόγια, αντιμετωπίζοντάς τους με αυτόν τον τρόπο ως ισότιμους, αναγνώρισε σιωπηρά τη νομιμότητα του αγώνα τους. Το γεγονός ότι στην επιστολή αυτή «επέτρεψε στον εαυτό του την ελευθερία» να επικρίνει, με πολύ σεβασμό, ορισμένες από τις ενέργειές τους (ιδίως τις επιθέσεις αυτοκτονίας κατά αμάχων), ενισχύει αυτή την αναγνώριση.

Επιπλέον, έχοντας γίνει καρδιολόγος, ήρθε σε επαφή με τον Μουσταφά Μπαργούτι, πρόεδρο της Ένωσης των Παλαιστινιακών Ιατρικών Επιτροπών Αρωγής, και υποστήριξε τον Μαρουάν Μπαργούτι, έναν από τους ηγέτες της πρώτης και της δεύτερης ιντιφάντα, ο οποίος καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια αθροιστικά μετά από μια αμφιλεγόμενη δίκη.

Σε αντίθεση με ορισμένους άλλους επιζώντες του ŻOB, οι οποίοι δημιούργησαν ένα κιμπούτς με την ονομασία Lohamei HaGeta’ot, οι Μαχητές του Γκέτο, ο Έντελμαν έζησε όλη του τη ζωή στην Πολωνία, διατηρώντας πάντα μια κριτική και ανεξάρτητη στάση. Με αφορμή την 45η επέτειο της εξέγερσης, αρνήθηκε να παραστεί στις επίσημες εκδηλώσεις μνήμης με τις σταλινικές αρχές της Πολωνίας και σιωνιστές αξιωματούχους από το Ισραήλ, προτιμώντας αντ’ αυτού μια εναλλακτική τελετή προς τιμήν δύο ηγετών των Μπουντιστών που δολοφονήθηκαν με εντολή του Στάλιν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όπως το έθεσε ο ίδιος: «Το να είσαι Εβραίος σημαίνει να είσαι πάντα με τους καταπιεσμένους, ποτέ με τους καταπιεστές».

Σήμερα, φαίνεται ότι οι περισσότεροι από τους ανθρώπους στο Ισραήλ και στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη που αυτοπροσδιορίζονται ως Εβραίοι δεν αισθάνονται ότι αυτή η φράση (ή αυτή που χρησιμοποίησε, αν και δεν επινόησε, ο Μαρξ, σύμφωνα με την οποία ένα έθνος που καταπιέζει ένα άλλο δεν μπορεί ποτέ να είναι ελεύθερο) ισχύει γι’ αυτούς. Σε άλλα μέρη, ωστόσο, ο αριθμός των Εβραίων που αμφισβητούν όχι μόνο τις πολιτικές της εκάστοτε ισραηλινής κυβέρνησης, αλλά και τον ίδιο τον σιωνισμό ως αποικιοκρατικό σχέδιο εποίκων, με επακόλουθο την «υφέρπουσα γενοκτονία», συνεχίζει να αυξάνεται, όπως και η αλληλεγγύη προς τους Παλαιστίνιους.

Η παλαιστινιακή αυτοδιάθεση δεν μπορεί να επιτευχθεί απ’ έξω, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η αριστερά πρέπει να αφήσει τους Παλαιστίνιους να παλέψουν μόνοι τους, όπως συνέβη με τους μαχητές του γκέτο στην απελπισμένη μάχη τους ενάντια σε έναν ασύγκριτα πιο ισχυρό αντίπαλο. Εν όψει της εντατικοποιημένης καταστολής, οι κινητοποιήσεις γύρω από την Ημέρα της Νάκμπα, στις 15 Μαΐου, πρέπει να πραγματοποιηθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή ενεργητικότητα και σοβαρότητα.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Brian Anglo, “Fully warranted resistance”, Anti-capitalist Resistance, 19 Απριλίου 2023, https://anticapitalistresistance.org/fully-warranted-resistance/.

Η φωτογραφία είναι από την εξέγερση της Βαρσοβίας, το 1944.

 

 

Σημειώσεις

 [1] Raul Hilberg, The Destruction of the European Jews, Holmes & Meier, Νέα Υόρκη, 1985.

[2] Lucy S. Dawidowicz, The War against the Jews 1933-45, Penguin Books, Λονδίνο, 1990.

[3] Βλέπε Yitzhak Zuckerman, “The Creation and Development of ŻOB”, στο Lucy S. Dawidowicz, A Holocaust Reader, Behrman House Inc., Δυτικό Όραντζ, Ν.Τζ., 1976.

[4] Hilberg, ό.π.

[5] Jürgen Stroop, όπως αναφέρεται στο Kazimierz Moczarski, Conversations with an Executioner, 1981, σε “Kazimierz Moczarski”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Kazimierz_Moczarski. Επίσης: “Jürgen Stroop”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/J%C3%BCrgen_Stroop.

[6] “American Society for Yad Vashem, Inc.”, Adam and Gila Milstein Family Foundation, https://www.milsteinff.org/supported-organizations/american-society-for-yad-vashem-inc/.

[7] Yisrael Guttman, “Warsaw Ghetto Uprising. Some groups of Jews organized to fight the Nazis” [1982], My Jewish Learning, https://www.myjewishlearning.com/article/warsaw-ghetto-uprising/.

[8] Dina Porat, “Defiance and Rebellion during the Holocaust. 70 Years Since the Warsaw Ghetto Uprising”, Yad Vashem, 2013, https://www.yadvashem.org/remembrance/archive/central-theme/defiance-and-rebellion-during-the-holocaust.html.

[9] Abba Eban, αναφέρεται από τον John Rose στην εισαγωγή του στο Marek Edelman, The Ghetto Fights, Bookmarks, Λονδίνο, Σικάγο, Μελβούρνη, 1990.

[10] Shmuel Braslaw, αναφέρεται από τον Marcus Barnett, “Remembering the Warsaw Ghetto Uprising”, Jacobin, 19 Απριλίου 2017, https://jacobin.com/2017/04/warsaw-ghetto-uprising-anniversary-socialists-radicals.

[11] Idith Zertal, Israel’s Holocaust and the Politics of Nationhood, Cambridge University Press, 2005.

[12] Marek Edelman, The Ghetto Fights, Bookmarks, 1990

[13] Στο Lucy S. Dawidowicz, A Holocaust Reader, Behrman House Inc., Δυτικό Όραντζ, Ν.Τζ., 1976.

[14] Marek Edelman, “To all leaders of Palestinian military, paramilitary and guerrilla organizations; to all soldiers of Palestinian militant groups”, https://otwarta.org/en/wp-content/uploads/2014/08/To-all-leaders-of-Palestinian-military-organizations.pdf.

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 20 Απριλίου 2023 23:04

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.