Πέμπτη, 27 Απριλίου 2023 15:42

Η εξέγερση των Άγγλων χωρικών το 1381 και η επαναστατική της παράδοση

Απεικόνιση της εξέγερσης των αγροτών με επικεφαλής τον Γουάτ Τάιλερ το 1381. Εικονίζεται η συνάντηση μεταξύ του Γουάτ Τάιλερ και του επαναστάτη ιερέα Τζον Μπολ. Λεπτομέρεια, μικρογραφία του δέκατου πέμπτου αιώνα σε αντίγραφο του Χρονικού του Jean Froissart. (Prisma / UIG / Getty Images).

 

 

Dominic Alexander

 

Η εξέγερση των Άγγλων χωρικών το 1381 και η επαναστατική της παράδοση

 

 

Το 1381, οι Άγγλοι αγρότες και οι φτωχοί των πόλεων εξεγέρθηκαν κατά της φεουδαρχικής κυριαρχίας και κατέλαβαν για λίγο τον έλεγχο του Λονδίνου. Η εξέγερσή τους κατά της καθεστηκυίας τάξης καταπνίγηκε με ωμή βία, αλλά άφησε πίσω της την ιδέα ενός κόσμου χωρίς αφέντες.

 

 

Στην Αγγλική Εξέγερση του 1381 οι αγρότες και οι κάτοικοι των πόλεων επαναστάτησαν ενάντια στον κεφαλικό φόρο που επιβλήθηκε για να πληρωθούν οι πόλεμοι του βασιλιά στη Γαλλία. Οι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν γρήγορα στο Λονδίνο, κυρίως από το Έσσεξ και το Κεντ, και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα μπόρεσαν να επιβληθούν στην κυβέρνηση του βασιλείου.

Τα αιτήματά τους δεν περιορίζονταν στην κατάργηση του φόρου. Ήθελαν το τέλος της δουλοπαροικίας και ουσιαστικά ολόκληρης της κοσμικής και θρησκευτικής αριστοκρατίας, εξαιρουμένου του ίδιου του βασιλιά. Αν είχαν νικήσει, αυτό θα μετέτρεπε την Αγγλία σε ένα είδος αγροτικής συνομοσπονδίας, με τη μοναρχία να έχει απογυμνωθεί από τη φεουδαρχική της εξουσία και να περιορίζεται στο ρόλο του διαιτητή μεταξύ αυτόνομων τοπικών κοινοτήτων.

Δεν θα υπήρχε «κανένας νόμος εντός του βασιλείου εκτός από τον νόμο του Γουίντσεστερ», διακήρυξαν οι επαναστάτες, εννοώντας προφανώς την κατάργηση όλων των αρχών εκτός από την τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτό ήταν ένα φιλόδοξο, για να μην πούμε επαναστατικό, πρόγραμμα, το οποίο φαίνεται να μην έχει προηγούμενο σε λαϊκά αιτήματα πριν από αυτό το σημείο.

Ακόμα κι έτσι, οι αντάρτες και οι στόχοι τους δεν προέκυψαν από το πουθενά. Το κίνημα του 1381 είχε τις ρίζες του στην εξέλιξη των λαϊκών διαμαρτυριών και στην εμπλοκή τους με τις συγκρούσεις των ελίτ, που χρονολογούνται εδώ και πάνω από διακόσια χρόνια.

 

Ο νόμος της ελευθερίας

Οι αγώνες των κατοίκων των πόλεων, ιδίως των Λονδρέζων, είναι σχετικά ορατοί, λόγω της διασύνδεσης μεταξύ της πολιτικής των ελίτ και των προσπαθειών των Λονδρέζων τον 12ο αιώνα να κερδίσουν αυτοδιοίκηση, καθώς και της εντυπωσιακής κοινωνικής εξέγερσης των φτωχότερων Λονδρέζων υπό τον Ουίλιαμ Λόνγκμπερντ[1]. Οι δυσαρέσκειες των ανθρώπων της υπαίθρου εμφανίζονται πολύ λιγότερο καθαρά στην ιστορική καταγραφή.

Ενώ οι εξεγέρσεις των αγροτών στην κλίμακα του 1381 είναι σε μεγάλο βαθμό ένα φαινόμενο του ύστερου μεσαίωνα στην Ευρώπη, οι σποραδικές αναταραχές πρέπει να ήταν ένα σταθερό χαρακτηριστικό της φεουδαρχικής κοινωνίας. Μόνο κατά τον δέκατο τρίτο αιώνα, με την αυξανόμενη διατήρηση των δικαστικών αρχείων, μπορούμε να πάρουμε μια γεύση από πολλές από αυτές τις περιπτώσεις αναταραχής. Από τη στιγμή που εξετάζουμε αυτά τα αρχεία, οι αγρότες διαψεύδουν την αδικαιολόγητη φήμη τους ότι συμμετείχαν σε εξεγέρσεις που ήταν απλώς αυθόρμητες και αντιδραστικές, ή «στοιχειακές» σύμφωνα με τα λόγια ορισμένων ιστορικών.

Σε μια περίπτωση, ορισμένοι χωρικοί συνασπίστηκαν για να κινηθούν νομικά, κάτι που θα κόστιζε πολύ ακριβά, και εναλλάσσουν αυτή την τακτική με τη χρήση συνδυασμένης βίας εναντίον του άρχοντά τους. Πρώτον, το 1242, οι αγρότες του Μπράμπτον στο Χάντινγκτονσαϊρ απέκτησαν μια γραπτή άδεια [Letters patent[2]] για να εμποδίσουν τον άρχοντά τους να αυξήσει τα φεουδαρχικά τέλη. Στη συνέχεια, όταν φάνηκε ότι επρόκειτο να την αγνοήσει, οπλίστηκαν με τσεκούρια και ραβδιά και κυνήγησαν τους δικαστικούς επιμελητές του μέχρι το Χάντινγκτον. Στη συνέχεια, ανέλαβαν και πάλι νομική δράση για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Για αυτούς τους ανθρώπους, δεν υπήρχε τεχνητός διαχωρισμός μεταξύ της νόμιμης διαδικασίας και της μαχητικής δράσης.

Υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη εσφαλμένη αντίληψη για τον Μεσαίωνα ως μια περίοδο άνομης εξουσίας. Ωστόσο, ενώ η μοναρχία δεν είχε το μονοπώλιο της βίας, ο νόμος και τα έθιμα αποτελούσαν πραγματικούς περιορισμούς στις πράξεις ακόμη και των πιο ισχυρών.

Ο νόμος είναι πάντα αντιφατικός, διότι ενώ ο πρωταρχικός του σκοπός είναι να στηρίζει και να νομιμοποιεί την κυριαρχία της τάξης των εκμεταλλευτών, η αναγκαία τάση του προς την καθολικότητα ανοίγει στρατηγικές για τους εκμεταλλευόμενους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Όταν οι βαρόνοι κατάφεραν να επιβάλουν τη Μάγκνα Χάρτα στον βασιλιά Ιωάννη το 1215, προκειμένου να περιορίσουν την αυθαίρετη εξουσία της μοναρχίας επί της δικής τους τάξης, αυτό έδωσε επίσης στους αγρότες και τους κατοίκους των πόλεων μια δυνατότητα να αγωνιστούν για περισσότερα δικά τους δικαιώματα.

Για το λόγο αυτό, οι Λονδρέζοι ήταν πρωτοπόροι στην υποστήριξη της βαρονιακής παράταξης, εξασφαλίζοντας έτσι μεγαλύτερη αναγνώριση των επιχειρηματικών δικαιωμάτων του Λονδίνου, καθώς και εκείνων των άλλων πόλεων, στην πρώτη έκδοση της Μάγκνα Χάρτα. Οι βαρόνοι σκόπευαν με τη χάρτα αυτή να προστατεύσουν μόνο τη δική τους θέση έναντι της εξουσίας της μοναρχίας, αλλά έπρεπε να δικαιολογήσουν τις ενέργειές τους και να απευθύνουν έκκληση για ευρύτερη υποστήριξη. Κατά συνέπεια, άρχισαν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα της «κοινότητας του βασιλείου», σαν να εκπροσωπούσαν ευρύτερα συμφέροντα από τα δικά τους.

Η βασιλική παράταξη ανταποκρίθηκε με τον ίδιο τρόπο, με αποτέλεσμα οι διαδοχικές επαναλήψεις της Μάγκνα Χάρτα να επεκτείνουν σταδιακά τα δικαιώματα που είχε κατοχυρώσει πέραν των ευγενών. Το 1225, η νέα έκδοση της Χάρτας από τον Ερρίκο Γ΄ επέκτεινε ορισμένα σημαντικά δικαιώματα στους ανελεύθερους αγρότες. Οι φεουδάρχες διαπίστωσαν ότι, περιορίζοντας τη δυνατότητα του βασιλιά να ενεργεί αυθαίρετα, είχαν υπονομεύσει και τις δικές τους δικαιοδοσίες, επειδή οι αρχές και οι πρακτικές που ίσχυαν στα βασιλικά δικαστήρια έτειναν να θεωρούνται ότι ίσχυαν και σε όλα τα κατώτερα δικαστήρια.

Η Μάγκνα Χάρτα είχε επίσης καθιερώσει μια συνέλευση που θα αποτελούσε «τον κοινό σύμβουλο του βασιλείου» για να δώσει τη συγκατάθεσή του στη φορολογία∙ αυτή ήταν η απαρχή του αγγλικού κοινοβουλίου. Θα αποτελούνταν μόνο από αρχιεπισκόπους, επισκόπους, ηγουμένους και τους μεγαλύτερους βαρόνους, οι οποίοι κατείχαν τα εδάφη τους απευθείας από τον βασιλιά.

Ακόμα και το Λονδίνο αποκλείστηκε: αν οι βαρόνοι εμπόδιζαν τον βασιλιά να φορολογεί ελεύθερα τις πόλεις που βρίσκονταν υπό την εξουσία του, τότε οι ίδιοι οι λόρδοι θα μπορούσαν να εμποδιστούν με τον ίδιο τρόπο να συγκεντρώσουν έσοδα από τους δήμους που βρίσκονταν υπό τη δική τους δικαιοδοσία. Ωστόσο, οι Λονδρέζοι υποστήριξαν και πάλι την παράταξη των βαρόνων στην εξέγερση του 1263, και μέχρι το 1265 οι πόλεις συμπεριλήφθηκαν στις συνελεύσεις του βασιλείου, καθώς άρχισε να διαμορφώνεται ένα κοινοβούλιο των κοινών ανθρώπων και των λόρδων.

 

Προετοιμασία της εξέγερσης

Οι συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ βασιλιά και βαρόνων άνοιγαν χώρους μέσω των οποίων οι απλοί πολίτες μπορούσαν να διεκδικήσουν τη θέση τους και να διεκδικήσουν το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή. Η δυνατότητα νομικών οδών για να αγωνιστούν ενάντια στους άρχοντές τους συνέχισε να εμπνέει τους αγρότες και τους κατοίκους των πόλεων μέχρι τον δέκατο τέταρτο αιώνα.

Το 1326-27, οι κάτοικοι του Σεντ Άλμπανς διεκδίκησαν δικαιώματα απέναντι στο αβαείο που βρισκόταν εκεί. Αυτό βασίστηκε όχι μόνο σε έναν τίτλο από τη διοίκηση του Ερρίκου Α΄ (1100-1135), αλλά και σε μια δημιουργική τοπική παράδοση ότι οι ελευθερίες είχαν παραχωρηθεί από τον βασιλιά Όφφα της Μέρσια του όγδοου αιώνα[3].

Το 1377, τουλάχιστον σαράντα χωριά από το Σάσεξ έως το Ντόρσετ σχημάτισαν κάποιου είδους συνομοσπονδία και με νομική βοήθεια εξασφάλισαν «παραδείγματα» από το Domesday Book[4] του 11ου αιώνα ως απόδειξη της ελευθερίας τους από τη δουλοπαροικία και της απαλλαγής τους από τα φεουδαρχικά τέλη. Το κίνημα αυτό προκάλεσε αρκετή ανησυχία ώστε να σταλεί πανικόβλητη αναφορά στο Κοινοβούλιο σχετικά με το διαφαινόμενο ενδεχόμενο μιας καταστροφικής εξέγερσης των αγροτών κατά τα πρότυπα της Ζακερί του 1358 στη Γαλλία[5].

Τόσο οι αγρότες όσο και οι κάτοικοι των πόλεων ανέπτυσσαν συγκεκριμένες ιδέες σχετικά με τα δικαιώματα που θα έπρεπε να έχουν, καθώς και στρατηγικές για την κατάκτησή τους. Οι κοινωνικά διαφωνούσες θρησκευτικές απόψεις είχαν επίσης διαδοθεί ευρύτατα κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα, γεγονός που απεικονίζεται καλύτερα στο μεγάλο αφηγηματικό ποίημα του Γουίλιαμ Λάνγκλαντ, Πιρς Πλόουμαν[6]. Το όνομα, Πιρς Πλόουμαν, χρησιμοποιήθηκε ακόμη και ως προσωνύμιο από τους ίδιους τους επαναστάτες του 1381.

Ο Τζον Μπολ, ένας φτωχός ιερέας και ριζοσπάστης ιεροκήρυκας, απελευθερώθηκε από τη φυλάκιση στο Καντέρμπουρι από τον επαναστατικό στρατό στις αρχές της εξέγερσης. Εκφώνησε ένα κοινωνικό-επαναστατικό κήρυγμα στο στρατόπεδο των επαναστατών στο Μπλάκχιθ, έξω από το Λονδίνο, με την περίφημη φράση «Όταν ο Αδάμ έσκαβε και η Εύα έγνεθε, ποιος ήταν τότε ο τζέντλεμαν;»

 

Μια οργανωμένη εξέγερση

Η εξέγερση του 1381 σηματοδότησε ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός στον ριζοσπαστισμό των λαϊκών αιτημάτων. Υπήρχε επίσης πολύ μεγαλύτερος βαθμός συντονισμού σε σημαντικές περιοχές της χώρας μεταξύ των αγροτών, των τεχνιτών και των κατοίκων της πόλης.

Παρόλο που η εξέγερση ξεκίνησε ταυτόχρονα στο Κεντ και το Έσσεξ, οι επαναστατικές στρατιές συγκεντρώθηκαν γρήγορα στο Λονδίνο. Οι εμφύλιοι πόλεμοι του δέκατου τρίτου αιώνα και η εξέλιξη του Κοινοβουλίου είχαν καταστήσει την πόλη το ξεκάθαρο πολιτικό κέντρο του βασιλείου. Οι επαναστάτες της υπαίθρου κατανοούσαν σαφώς ότι για να επιφέρουν σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, ήταν απαραίτητο όχι μόνο να συλλάβουν τον βασιλιά, αλλά και αυτό το κέντρο.

Υπάρχουν πολλές ενδείξεις, τις οποίες οι ιστορικοί σπάνια αναγνωρίζουν, ότι η εξέγερση σε όλες τουλάχιστον τις δύο κομητείες του Κεντ και του Έσσεξ είχε σχεδιαστεί εκ των προτέρων. Η κύρια ακολουθία των εξεγέρσεων άρχισε την ίδια ακριβώς ημέρα, στις 2 Ιουνίου, σε δύο απομακρυσμένα μεταξύ τους σημεία, και οι κινήσεις των επαναστατικών ομάδων, πρώτα προς τις επαρχιακές πόλεις και στη συνέχεια προς το Λονδίνο, ήταν συγχρονισμένες και εξαιρετικά αποτελεσματικές για να εξουδετερώσουν την ικανότητα των αρχών και των γαιοκτημόνων να αντιδράσουν.

Αν δεχτούμε τα στοιχεία για εκ των προτέρων σχεδιασμό, θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς οι αντάρτες πέτυχαν αυτή την κλίμακα οργάνωσης. Φαίνεται πιθανό ότι το Λονδίνο δεν ήταν απλώς ο στόχος των ανταρτών, αλλά είχε επίσης χρησιμεύσει ως σημείο συντονισμού των οργανωτών. Αυτό θα ήταν φυσικό, καθώς η σχετικά εμπορευματοποιημένη οικονομία των νοτιοανατολικών περιοχών είχε ήδη επικεντρωθεί στην πόλη.

Στα δικαστικά πρακτικά μετά την εξέγερση, υπήρχαν κατηγορίες ότι ορισμένοι από τους δημοτικούς συμβούλους του Λονδίνου είχαν συμμετάσχει σε αυτήν. Αν και οι κατηγορίες αυτές ήταν πιθανότατα απλώς το αποτέλεσμα φατριαστικών διαμαχών στο εσωτερικό της ελίτ, τα πρακτικά αναδεικνύουν μια ουσιαστική παραδοχή ότι η εξέγερση είχε οργανωθεί με τη συμμετοχή Λονδρέζων.

Για παράδειγμα, μια κατηγορία ισχυριζόταν ότι κάποιος Άνταμ άτε Γουέλε, ένας μάστορας χασάπης,

«ταξίδεψε στο Έσσεξ δεκατέσσερις ημέρες πριν από την άφιξη των επαναστατών από την περιοχή αυτή στην πόλη του Λονδίνου∙ εκεί ο Άνταμ υποκίνησε και ενθάρρυνε τους επαναστάτες του Έσσεξ να έρθουν στο Λονδίνο… ...και στη συνέχεια... ο Άνταμ έφερε τους άνδρες του Έσσεξ στο Λονδίνο.»

Και αυτή η κατηγορία θα μπορούσε να είναι ψευδής, αλλά αποκαλύπτει τι θεωρήθηκε εύλογο μετά την εξέγερση.

Ένας από τους χρονογράφους, ο Ζαν Φρουασάρ[7], είναι περισσότερο πρόθυμος να εντοπίσει τα μακροπρόθεσμα αίτια της εξέγερσης στις συγκρούσεις μεταξύ δουλοπάροικων και αρχόντων. Προβάλλει επίσης τον οργανωτικό ρόλο των Λονδρέζων που είχαν κοινό στόχο με τους κατοίκους της υπαίθρου με ταξικούς όρους:

«Για τα λόγια και τις πράξεις του [Τζον Μπολ] πληροφορήθηκε πολύς κόσμος στο Λονδίνο, όσοι είχαν μεγάλο φθόνο για τους πλούσιους και τους ευγενείς∙ και τότε άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους και να λένε πώς το βασίλειο της Αγγλίας κυβερνάται με κακό τρόπο και πώς τους παίρνουν χρυσό και ασήμι αυτοί που ονομάζονται ευγενείς: έτσι λοιπόν αυτοί οι δυσαρεστημένοι άνθρωποι του Λονδίνου άρχισαν να επαναστατούν και συγκεντρώθηκαν και έστειλαν μήνυμα στις προαναφερθείσες επαρχίες να έρθουν στο Λονδίνο και να φέρουν μαζί τους τους ανθρώπους τους, δίνοντάς τους την υπόσχεση πως θα βρουν το Λονδίνο ανοιχτό να τους δεχτεί και οι κοινοί άνθρωποι της πόλης να είναι σύμφωνοι, λέγοντας πως θα κάνουν τόσα πολλά στον βασιλιά ώστε να μην υπάρχει ούτε ένας δουλοπάροικος σε όλη την Αγγλία.»

Ο Φρουασάρ μάλλον υπερεκτιμά το βαθμό στον οποίο οι κάτοικοι της πόλης ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από την εξέγερση, αλλά είναι ο μόνος χρονογράφος που δίνει ένα εύλογο πλαίσιο για το τι συνέβη όταν οι επαναστάτες έφτασαν στο Λονδίνο.

 

Η έφοδος στις πύλες

Είτε ερχόντουσαν από το Έσσεξ είτε από το Κεντ, οι επαναστάτες έπρεπε να μπορέσουν να αποκτήσουν πρόσβαση μέσω των πυλών της πόλης, καθώς μια πολιορκία θα ήταν αδύνατη. Το όλο εγχείρημα εξαρτιόταν από την ικανότητά τους να ανοίξουν αυτές τις πύλες.

Ο Φρουασάρ μας λέει ότι ο δήμαρχος Γουίλιαμ Γουόλγουορθ, «και διάφοροι άλλοι πλούσιοι αστοί της πόλης», προσπάθησαν να κλείσουν τις πύλες του Λονδίνου. Ωστόσο, υπήρχε μεγάλος αριθμός Λονδρέζων που συμμεριζόταν τις «απόψεις δυσαρέσκειας» των επαναστατών – περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες, σύμφωνα με τον Φρουασάρ.

Το Anonimalle Chronicle,[8] του οποίου ο συγγραφέας μπορεί να ήταν αυτόπτης μάρτυρας, αποκαλύπτει τη συνεργασία μεταξύ των ανδρών του Κεντ και των φτωχών του προαστίου του νότιου Λονδίνου, του Σάουθγουορκ. Αρχικά, οι επαναστάτες εισέβαλαν στη φυλακή Μάρσαλσι και απελευθέρωσαν τους κρατούμενους, πολλοί από τους οποίους βρίσκονταν εκεί για εγκλήματα που σχετίζονταν με τη μη καταβολή φεουδαρχικών τελών. Στη συνέχεια προχώρησαν στην καταστροφή «όλων των σπιτιών των ενόρκων και των επαγγελματιών πληροφοριοδοτών που ανήκαν στο Μάρσαλσι».

Ενέργειες αυτού του είδους θα εξαρτιόνταν από τη γνώση του τόπου, αλλά πραγματοποιήθηκαν με μεγάλη ταχύτητα, γεγονός που δείχνει ότι οι τοπικοί σύμμαχοι ήταν έτοιμοι και περίμεναν να δώσουν οδηγίες στους επαναστάτες. Αυτό σίγουρα θα απαιτούσε προηγούμενο σχεδιασμό και συντονισμό.

Το ίδιο χρονικό αφηγείται την κατάληψη της Γέφυρας του Λονδίνου. Οι λεπτομέρειες υποδηλώνουν και πάλι ότι θα έπρεπε να υπάρχει οργάνωση εκ των προτέρων για να εξασφαλιστεί ότι η γέφυρα θα μπορούσε να καταληφθεί με τέτοια ταχύτητα ώστε οι ευγενείς και η ελίτ της πόλης να μην είναι σε θέση να αντιδράσουν αποτελεσματικά:

«Ο δήμαρχος ήταν έτοιμος πριν από αυτούς και είχε τραβήξει την αλυσίδα και είχε σηκώσει τη γέφυρα για να εμποδίσει τη διέλευσή τους. Και οι κοινοί άνθρωποι του Σάουθγουορκ σηκώθηκαν μαζί με τους άλλους και φώναξαν στους φύλακες της εν λόγω γέφυρας να την κατεβάσουν και να τους αφήσουν να περάσουν, αλλιώς θα γινόταν κακό. Και φοβούμενοι για τη ζωή τους, οι φύλακες τους άφησαν να μπουν, σε μεγάλο βαθμό παρά τη θέλησή τους.»

Η κατάληψη των πυλών θα ήταν αδύνατη χωρίς αυτού του είδους την υποστήριξη, οπότε οι επαναστάτες του Κεντ και του Έσσεξ πρέπει να είχαν ισχυρές διαβεβαιώσεις ότι οι σύμμαχοι περίμεναν στο Λονδίνο και θα τους βοηθούσαν να εξασφαλίσουν την επιτυχία της πολύ επικίνδυνης προσπάθειάς τους.

 

Η κληρονομιά του 1381

Η κατάληψη του Λονδίνου ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία της εξέγερσης, αλλά οι επαναστάτες στη συνέχεια ήταν λιγότερο αποτελεσματικοί στη διατήρηση της συνοχής τους ή στην αιχμαλωσία και τον έλεγχο του βασιλιά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η εξέγερση ηττήθηκε και οι ηγέτες της σκοτώθηκαν ή εκτελέστηκαν.

Ενώ οι επαναστάτες απέτυχαν να πραγματοποιήσουν τους επαναστατικούς τους στόχους, δηλαδή να καταργήσουν τη δουλοπαροικία, την εκκλησιαστική ιεραρχία και την αριστοκρατία, η ίδια η δουλοπαροικία άρχισε να παρακμάζει ραγδαία στη συνέχεια. Σε αυτό συνέβαλαν διάφοροι παράγοντες. Όμως το σοκ της εξέγερσης για την άρχουσα τάξη και οι ανησυχίες της ότι ένα τέτοιο γεγονός θα μπορούσε να συμβεί ξανά, σίγουρα θα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην προθυμία των αρχόντων να αφήσουν τις φεουδαρχικές εισφορές και υπηρεσίες να πέσουν στο κενό.

Εκτός από αυτόν τον κοινωνικό αντίκτυπο, υπήρξε επίσης κληρονομιά όσον αφορά τις πολιτικές ιδέες. Η έννοια της κοινότητας του βασιλείου ή της κοινοπολιτείας, που οι βαρόνοι είχαν εισαγάγει στη σύγκρουσή τους με τη μοναρχία, μπορούσε πλέον να γίνει αντιληπτή ως μια κοινότητα χωρίς τη φεουδαρχική εξουσία είτε των λόρδων είτε του βασιλιά – δηλαδή, χωρίς μια άρχουσα τάξη συνολικά. Οι επαναστατικές φιλοδοξίες της Εξέγερσης δεν ξεχάστηκαν έκτοτε.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Dominic Alexander, “The English Peasants’ Revolt Gave Birth to a Revolutionary Tradition”, Jacobin, 20 Απριλίου 2023, https://jacobin.com/2023/04/english-rising-1381-peasants-townspeople-london-class.

 

Ο Dominic Alexander είναι ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου Saints and Animals in the Middle Ages (2008).

 

 

Σημειώσεις

 [1] Dominic Alexander, “William Longbeard Was Englands First Revolutionary Leader”, Jacobin, 10 Ιανουαρίου 2023, https://jacobin.com/2023/01/william-longbeard-england-first-revolutionary-leader-class-conflict-revolt [Dominic Alexander, «Ο Γουίλιαμ Λόνγκμπαρντ ήταν ο πρώτος επαναστάτης ηγέτης της Αγγλίας», e la libertà, 27 Απριλίου 2023, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/8878-%CE%B3%CE%BF%CF%85%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CE%BC-%CE%BB%CF%8C%CE%BD%CE%B3%CE%BA%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%BD%CF%84,-%CE%BF-%CF%80%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B7%CE%B3%CE%AD%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82].

[2] [Σ.τ.Μ.:] «Τα Letters patent (λατινικά: litterae patentes) (πάντα στον πληθυντικό) είναι ένα είδος νομικής πράξης με τη μορφή μιας δημοσιευμένης γραπτής διαταγής που εκδίδεται από έναν μονάρχη, πρόεδρο ή άλλο αρχηγό κράτους, η οποία γενικά παραχωρεί ένα αξίωμα, δικαίωμα, μονοπώλιο, τίτλο ή καθεστώς σε ένα πρόσωπο ή μια εταιρεία.», “Letters patent”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Letters_patent.

[3] [Σ.τ.Μ.:] «Ο Όφφα (πέθανε στις 29 Ιουλίου 796 μ.Χ.) ήταν βασιλιάς της Μέρσια, ενός βασιλείου της αγγλοσαξονικής Αγγλίας, από το 757 μέχρι το θάνατό του. Γιος του Θίνγκφριθ και απόγονος του Αϊόβα, ο Όφα ανέβηκε στο θρόνο μετά από μια περίοδο εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε τη δολοφονία του Όθελμπαλντ.» “Offa of Mercia”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Offa_of_Mercia.

[4] [Σ.τ.Μ.:] «Το Domesday Book είναι μια χειρόγραφη καταγραφή της “Μεγάλης Καταγραφής” μεγάλου μέρους της Αγγλίας και τμημάτων της Ουαλίας που ολοκληρώθηκε το 1086 με εντολή του βασιλιά Γουλιέλμου Α΄, γνωστού ως Γουλιέλμος ο Κατακτητής... Το Αγγλοσαξονικό Χρονικό αναφέρει ότι το 1085 ο βασιλιάς έστειλε τους υπαλλήλους του να ερευνήσουν κάθε κομητεία της Αγγλίας, για να καταγράψουν τις ιδιοκτησίες του και τους φόρους που του όφειλαν.» “Domesday Book”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Domesday_Book.

[5] «Η Jacquerie ήταν μια λαϊκή εξέγερση αγροτών που έγινε στη βόρεια Γαλλία στις αρχές του καλοκαιριού του 1358 κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου. Η εξέγερση επικεντρώθηκε στην κοιλάδα του Ουάζ βόρεια του Παρισιού και καταπνίγηκε μετά από δύο μήνες βίας. Η εξέγερση αυτή έγινε γνωστή ως "η Jacquerie” επειδή οι ευγενείς χλεύαζαν τους χωρικούς ως “Jacques” ή “Jacques Bonhomme” για το ένδυμά τους, που ονομαζόταν “jacque”. Ο αριστοκρατικός χρονογράφος Ζαν Φρουασάρ και η πηγή του, το χρονικό του Ζαν λε Μπελ, αναφέρονται στον αρχηγό της εξέγερσης ως Ζακ Μπονόμ (“Ζακ Καλός Άνθρωπος”), αν και στην πραγματικότητα ο “μεγάλος αρχηγός” της Ζακερί ονομαζόταν Γκιγιόμ Καλέ (Guillaume Cale). Η λέξη ζακερί έγινε συνώνυμο των αγροτικών εξεγέρσεων γενικά τόσο στα αγγλικά όσο και στα γαλλικά.» “Jacquerie”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Jacquerie.

[6] [Σ.τ.Μ.:] «Το Piers Plowman (γραμμένο γύρω στα 1370-86, πιθανώς γύρω στα 1377) ή Visio Willelmi de Petro Ploughman (Το όραμα του Ουίλιαμ για τον Πίερς Πλάουμαν) είναι ένα μεσοαγγλικό αλληγορικό αφηγηματικό ποίημα του Ουίλιαμ Λάνγκλαντ. Είναι γραμμένο σε μη ομοιοκατάληκτους, παρηχιτικούς στίχους που χωρίζονται σε ενότητες που ονομάζονται passus (λατινικά για το “βήμα”). Όπως και το Σερ Γκαγουέιν και ο Πράσινος Ιππότης του Μαργαριταρένιου Ποιητή, το Πιρς Πλόουμαν θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα της αγγλικής λογοτεχνίας του Μεσαίωνα, ακόμη και πριν από τους Θρύλους του Καντέρμπουρι του Τσώσερ και επηρεάζοντας τους. Το Πιρς Πλόουμαν περιέχει την πρώτη γνωστή αναφορά στη λογοτεχνική παράδοση των ιστοριών του Ρομπέν των Δασών.» “Piers Plowman”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Piers_Plowman.

[7] [Σ.τ.Μ.:] «Ο Ζαν Φρουασάρ ήταν γαλλόφωνος μεσαιωνικός συγγραφέας και ιστορικός της αυλής από τις Κάτω Χώρες, ο οποίος έγραψε πολλά έργα, μεταξύ των οποίων τα Χρονικά και το Μελιαντόρ, ένα μεγάλο μυθιστόρημα για τον Αρθούρο, καθώς και πολλά ποιήματα, τόσο σε σύντομες λυρικές μορφές όσο και σε μεγαλύτερα αφηγηματικά ποιήματα. Εδώ και αιώνες, τα Χρονικά του Φρουασάρ αναγνωρίζονται ως η κύρια έκφραση της ιπποτικής αναβίωσης των βασιλείων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Σκωτίας του 14ου αιώνα. Η ιστορία του αποτελεί επίσης σημαντική πηγή για το πρώτο μισό του Εκατονταετούς Πολέμου.» “Jean Froissart”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Jean_Froissart.

[8] [Σ.τ.Μ.] «Το Anonimalle Chronicle, το οποίο σώζεται σε πολλά χειρόγραφα, ήταν ένα παλαιό γαλλικό ή αγγλονορμανδικό πεζογράφημα που ξεκινούσε με μια Brut ή θρυλική ιστορία της ίδρυσης της Βρετανίας και συνεχιζόταν μέχρι τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Συμπληρώθηκε σταδιακά κατά τη διάρκεια πολλών ετών, με αποτέλεσμα να προκύψουν δύο διαφορετικές εκδόσεις του τμήματος που καλύπτει τον δέκατο τέταρτο αιώνα: η σύντομη και η μακροσκελής συνέχεια.» “Anonimalle Chronicle”, Online Medieval Sources Bibliography, http://medievalsourcesbibliography.org/sources.php?id=2146114564.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 27 Απριλίου 2023 15:49

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.