Αριστερά: Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ (1198-1216 μ.Χ.) κηρύσσει την Αλβιγηνική Σταυροφορία. Δεξιά: Η σφαγή των Καθαρών (Αλβιγηνών). Chroniques de Saint-Denis, 14ος αιώνας, Λονδίνο, Βρετανική Βιβλιοθήκη.
Elaine Graham-Leigh
Η Μεσαιωνική Σταυροφορία κατά των Καθαρών [Αλβιγηνών] αποτέλεσε πρότυπο για τη σύγχρονη καταπίεση
Τον 13ο αιώνα, η γαλλική μοναρχία διεξήγαγε έναν ανελέητο πόλεμο εναντίον ορισμένων υπηκόων της, τους οποίους η Καθολική Εκκλησία είχε χαρακτηρίσει «αιρετικούς». Όσοι δεν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μεσαιωνική ιστορία, το πιθανότερο είναι να έχουν ακούσει για τους Καθαρούς και την Αλβιγηνική σταυροφορία από επισκέψεις στη νότια Γαλλία, όπου τα κάστρα των «Καθαρών» αποτελούν σημαντικό μέρος της τουριστικής βιομηχανίας.
Οι ταξιδιωτικοί οδηγοί τείνουν να αφηγούνται μια απλή ιστορία της ανεκτικής, πολιτισμένης κοινωνίας της περιοχής Λανγκεντόκ –η οποία βρισκόταν αόριστα μόνο υπό τον έλεγχο του γαλλικού στέμματος εκείνη την εποχή και για την οποία η «Γαλλία» ήταν μια ξένη χώρα– που εξαλείφθηκε από αδαείς βόρειους, με τους εναλλακτικούς θρησκευτικούς πιστούς να διώκονται από τον ορθόδοξο φανατισμό.
Μια πιο προσεκτική ματιά στην ιστορία της σταυροφορίας αποκαλύπτει ότι αποτέλεσε ορόσημο στην ανάπτυξη μιας καταπιεστικής κοινωνικής τάξης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι ιδεολογίες που διαμορφώθηκαν για να νομιμοποιήσουν τη μεσαιωνική καταπίεση παρείχαν αργότερα ένα πρότυπο για νέα συστήματα ταξικής κυριαρχίας στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο.
Η Αλβιγηνική Σταυροφορία
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ κήρυξε την Αλβιγηνική σταυροφορία το 1208. Οι σταυροφορίες ήταν ιεροί πόλεμοι που υποκινούνταν από τον παπισμό και διεξάγονταν από κοσμικούς στρατιώτες[1]. Αρχικά στρέφονταν ειδικά κατά των μουσουλμάνων στην Παλαιστίνη και την Ισπανία, αλλά έγιναν ένας τρόπος με τον οποίο οι πάπες μπορούσαν να προσπαθήσουν να κινητοποιήσουν κοσμικά στρατεύματα εναντίον μιας σειράς εχθρών του παπισμού.
Στην περίπτωση της Αλβιγηνικής σταυροφορίας, ο πρώτος στόχος της ήταν ένας άνθρωπος, ο Ραϊμόνδος ΣΤ΄, κόμης της Τουλούζης, οι άνδρες του οποίου είχαν μόλις στήσει ενέδρα και δολοφονήσει έναν παπικό λεγάτο. Οι σταυροφόροι, κυρίως ιππότες από τη βόρεια Γαλλία, συγκεντρώθηκαν στη Λυών τον Ιούνιο του 1209, όπου ο Ραϊμόνδος της Τουλούζης μάλλον έξυπνα παραπλάνησε την εναντίον του σταυροφορία με την προσχώρησή του σε αυτήν. Όχι άδικα ο Ιννοκέντιος τον αποκάλεσε «ευμετάβλητο και πανούργο, πονηρό και ασταθή».
Οι σταυροφόροι διέσχισαν το Λανγκεντόκ, στοχεύοντας αρχικά τα εδάφη του υποκόμη του Μπεζιέ και της Καρκασόν, και στη συνέχεια, γενικότερα, πολεμώντας όποιον έμπαινε στο δρόμο τους. Στοχοποιούσαν διακηρυγμένα τους «αιρετικούς», αλλά δεδομένου ότι μέρος του ορισμού τους για τον αιρετικό ήταν όποιος εναντιωνόταν στη σταυροφορία, αυτή η λογική ήταν μάλλον αυτοεκπληρούμενη.
Σίγουρα δεν λείπουν τα παραδείγματα κτηνωδίας στην ιστορία της Αλβιγηνικής σταυροφορίας. Το πιο γνωστό είναι η λεηλασία της πόλης Μπεζιέ τον Ιούλιο του 1209, κατά την οποία σκοτώθηκε μεγάλος αριθμός πολιτών της, αλλά δεν επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό.
Η λεηλασία του Μπεζιέ έδωσε αφορμή για ένα διαβόητο ανέκδοτο σχετικά με τον άνθρωπο που ηγείτο τότε της σταυροφορίας, τον Αρνό Αμορί, ηγούμενο του Σιτώ. Ένας από τους ιππότες λέγεται ότι ρώτησε τον Αμορί πώς θα μπορούσαν να διακρίνουν τους ορθόδοξους πολίτες του Μπεζιέ από τους αιρετικούς, και εκείνος απάντησε: «Σκοτώστε τους όλους – ο Θεός θα αναγνωρίσει τους δικούς του».
Αν και η ιστορία αυτή δεν εμφανίζεται σε σύγχρονες αφηγήσεις, χαρακτηρίζει μια στάση απέναντι στους κατοίκους του Λανγκεντόκ, την οποία επέδειξαν ευρύτερα οι σταυροφόροι. Ακόμη και μετά τη σταυροφορία, οι εκκλησιαστικές ελίτ συνέχισαν να ενθαρρύνουν αυτή τη στάση. Τα στοιχεία μας για το σχόλιο του Αρνώ, για παράδειγμα, προέρχονται από έναν οδηγό που γράφτηκε σε μεταγενέστερο στάδιο για νεαρούς νεοσύλλεκτους στο δικό του Τάγμα των Κιστερσιανών.
Ένας ανώνυμος χρονογράφος από το Λανγκεντόκ μας άφησε ένα άγριο πορτρέτο του Σιμόν ντε Μονφόρ, του ευγενούς που ηγήθηκε της σταυροφορίας μέχρι τον θάνατό του κατά την πολιορκία της Τουλούζης το 1218:
«Αν σκοτώνοντας ανθρώπους και χύνοντας αίμα, καταδικάζοντας ψυχές και προκαλώντας θανάτους, εμπιστευόμενος κακές συμβουλές, βάζοντας φωτιές, καταστρέφοντας ανθρώπους, ατιμάζοντας το paratge [αποκτηθείσα ευγένεια, τιμή][2], αρπάζοντας εδάφη και ενθαρρύνοντας την υπερηφάνεια, πυροδοτώντας το κακό και σβήνοντας το καλό, σκοτώνοντας γυναίκες και σφάζοντας παιδιά, ένας άνθρωπος μπορεί σε αυτόν τον κόσμο να κερδίσει τον Ιησού Χριστό, σίγουρα ο κόμης Σιμόν φοράει στέμμα και λάμπει στον ουρανό.»
Η σταυροφορία ολοκληρώθηκε το 1229 με την εγκαθίδρυση αποτελεσματικού γαλλικού βασιλικού ελέγχου στη Λανγκεντόκ. Την επόμενη δεκαετία ιδρύθηκε η Ιερά Εξέταση για να εντοπίσει τους αιρετικούς και να τους αναγκάσει να ανακαλέσουν – ή να τους κάψει αν δεν το έκαναν.
Η συνδυασμένη επίδραση της βασιλικής και θρησκευτικής κυριαρχίας στη Λανγκεντόκ ήταν σημαντική. Οι άνθρωποι στη Λανγκεντόκ εξακολουθούσαν να θεωρούν ότι βρίσκονται υπό ξένη κατοχή μέχρι και τον δέκατο τέταρτο αιώνα, όταν ένας από τους εκπροσώπους τους είπε στον βασιλιά Φίλιππο Δ΄ της Γαλλίας ότι είναι θαύμα που ολόκληρη η περιοχή δεν του είπε «φύγε, ξένε».
Ορισμός της αίρεσης
Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται σαν η Αλβιγηνική σταυροφορία να ήταν απλώς μια τυπική περίπτωση μεσαιωνικής αγριότητας, χωρίς να έχει πολλά να μας πει σήμερα. Μια μαρξιστική ερμηνεία της αίρεσης και της σταυροφορίας, ωστόσο, μπορεί να δείξει ότι είχε σημαντική σημασία για την ανάπτυξη της φεουδαρχίας και της καταπίεσης ως τακτικής της άρχουσας τάξης για την ενίσχυση του φεουδαρχικού ελέγχου. Μπορούμε έτσι να δούμε σωστά την Αλβιγηνική σταυροφορία ως μέρος της ιστορίας της ταξικής πάλης.
Όσον αφορά την πολιτική ιστορία, η Αλβιγηνική σταυροφορία σηματοδοτεί το σημείο κατά το οποίο η νότια Γαλλία έγινε οριστικά μέρος της Γαλλίας και όχι ένα υπερπυρηναϊκό βασίλειο αποτελούμενο από την Αραγονία, την Καταλονία και τη Λανγκεντόκ. Για να κατανοήσουμε, ωστόσο, την ευρύτερη σημασία της, πρέπει να κατανοήσουμε τη φύση της αίρεσης.
Η έννοια της αίρεσης σημαίνει βασικά ανυπακοή στις εκκλησιαστικές αρχές. Ενώ αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται την τήρηση μη εγκεκριμένων θρησκευτικών δογμάτων, η κατηγορία της αίρεσης δεν απαιτούσε καθόλου μεγάλες δογματικές διαφορές. Ήταν δυνατόν να έχει κανείς ορθόδοξες πεποιθήσεις αλλά να χαρακτηρίζεται αιρετικός επειδή δεν υπάκουε στην Εκκλησία με άλλους τρόπους.
Στις μεσαιωνικές κοινωνικές συγκρούσεις, η θρησκεία ήταν πολύ συχνά ο τόπος και η γλώσσα της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Αυτό αποτελούσε έκφραση όχι μόνο της κοσμικής δύναμης και του πλούτου της Εκκλησίας, αλλά και του κεντρικού της ρόλου από τον 11ο αιώνα και μετά στην επέκταση και την εντατικοποίηση του φεουδαρχικού ελέγχου.
Για τις κοσμικές εξουσίες που ήταν διατεθειμένες να συνεργαστούν μαζί της, η Εκκλησία προσέφερε σε αντάλλαγμα μια ιδεολογική δομή που παρουσίαζε την εκμετάλλευση ως θεϊκά διαταγμένη, καθώς και την προοπτική αυξανόμενου ελέγχου της καθημερινής ζωής των εκμεταλλευόμενων για να αποσπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερη εργασία από αυτούς. Η τοπική εκκλησία ουσιαστικά κάρφωνε τα πόδια των αγροτών στο έδαφος, και στη συνέχεια προχωρούσε σε εντολές για το πότε θα εργάζονταν, πότε θα ξεκουράζονταν και πότε θα εκκλησιάζονταν, ενώ παράλληλα παρείχε μια θρησκευτική δικαιολογία για τη δομή της κοινωνίας.
Αυτό δεν σήμαινε μόνο ότι οι αριστοκράτες άρχοντες μπορούσαν να παρουσιάσουν την αντίσταση στον φεουδαρχικό έλεγχο ως μια μορφή αίρεσης. Η κριτική της Εκκλησίας για θρησκευτικούς λόγους –για παράδειγμα, επειδή έγινε πλούσια και διεφθαρμένη και εγκατέλειψε την αποστολική φτώχεια της πρώιμης Εκκλησίας– αποτελούσε επίσης αμφισβήτηση των δομών εξουσίας της κοινωνίας. Μπορούμε να παρατηρήσουμε την πραγματικότητα της αίρεσης ως κοινωνικής διαμαρτυρίας στη σταδιοδρομία «αιρετικών» του 12ου αιώνα, όπως ο Άρνολντ της Μπρέσια στη Ρώμη[3] και ο Γουίλιαμ Λόνγκμπαρντ στο Λονδίνο[4], δύο ιερωμένοι που ηγήθηκαν εξεγέρσεων με βάση την τάξη, και ο Εόν ντε λ’ Ετουάλ, ένας επαναστάτης χωρικός από τη Βρετάνη που πίστευε ότι είχε θεϊκή έμπνευση για να κάνει επιδρομές σε εκκλησίες και μοναστήρια[5].
Εκτός από αυτά τα προφανώς επαναστατικά παραδείγματα, οι θρησκευτικές και κοσμικές αρχές μπορούσαν να θεωρήσουν τα άτομα που ακολουθούσαν θρησκευτική ζωή ως πρόβλημα, εκτός αν ένα από τα θρησκευτικά τάγματα ρύθμιζε τη δραστηριότητά τους, ακόμη και αν απλώς ακολουθούσαν το παράδειγμα των αποστόλων της Βίβλου. Ο λαϊκός ενθουσιασμός για την αποστολική φτώχεια, και για όσους την εφάρμοζαν, αποτελούσε μια πιθανή αμφισβήτηση της καθιερωμένης τάξης καθ’ όλη τη διάρκεια της μεσαιωνικής περιόδου.
Ένα ζήτημα εξουσίας
Η παραδοσιακή ιστοριογραφική άποψη του ζητήματος της αίρεσης στη Λανγκεντόκ το αντιλαμβάνεται ως προσπάθεια διαμόρφωσης μιας εναλλακτικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, ο Καθαρισμός εισήχθη στη Δυτική Ευρώπη από τη Βουλγαρία, όπου υπήρχε ένα αιρετικό χριστιανικό ρεύμα γνωστό ως Βογομιλισμός. Με τη δυϊστική της πίστη σε δύο Θεούς, τον καλό Θεό του Ουρανού και τον κακό Θεό αυτού του κόσμου, διέφερε τόσο θεμελιωδώς από τον ορθόδοξο Χριστιανισμό, ώστε ουσιαστικά αποτελούσε μια διαφορετική θρησκεία.
Αυτή η σχολή σκέψης υποστηρίζει επίσης ότι οι Καθαροί προσπάθησαν να δημιουργήσουν τη δική τους εκκλησιαστική ιεραρχία, με Καθαρούς επισκόπους κ.λπ. Αυτό αποτελούσε υπαρξιακή απειλή για το θρησκευτικό μονοπώλιο της Εκκλησίας. Το επιχείρημα καταλήγει ουσιαστικά στο συμπέρασμα ότι, ενώ μπορεί να αποδοκιμάζουμε τις μεθόδους της Εκκλησίας, θα πρέπει να εκτιμήσουμε το γεγονός ότι έπρεπε να απαντήσει με κάποιον τρόπο στην πρόκληση των Καθαρών.
Ωστόσο, υπάρχει και μια εναλλακτική άποψη που επισημαίνει ότι υπάρχουν ελάχιστα αδιάσειστα στοιχεία για την ύπαρξη οργανωμένου δυϊσμού στη νότια Γαλλία. Παρά το γεγονός ότι η περιοχή ήταν κέντρο του Καθαρισμού, ο όρος «Καθαρός» δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ στην πραγματικότητα στη Λανγκεντόκ, όπου οι αιρετικοί αναφέρονταν πιο συχνά ως «καλοί άνδρες» και «καλές γυναίκες» ή (από την Ιερά Εξέταση) ως «οπαδοί της αιρετικής διαφθοράς».
Οι καλοί άνδρες και οι καλές γυναίκες –περιπλανώμενοι ευσεβείς άνθρωποι– θεωρούνταν ευρύτατα όχι ως οπαδοί της αντιχριστιανικής διδασκαλίας, αλλά απλώς ως οι καλύτεροι χριστιανοί, με τον απλό, ασκητικό τρόπο ζωής τους. Ένας άντρας που συνελήφθη από την Ιερά Εξέταση της Τουλούζης το 1234 έκανε σαρκαστικά αυτή την επισήμανση, λέγοντας ότι αφού έλεγε ψέματα, ορκιζόταν, έτρωγε κρέας και έκανε σεξ με τη γυναίκα του, δεν ήταν δυνατόν να είναι αιρετικός.
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι γιατί μορφές όπως οι καλοί άνδρες και οι καλές γυναίκες έγιναν μια τέτοια αιρετική απειλή για την Εκκλησία στη Λανγκεντόκ. Αντίστοιχες μορφές αλλού –στην Αγγλία, για παράδειγμα– μπορεί να αποτελούσαν μια δική τους πρόκληση για την εξουσία, αλλά δεν χρειάστηκε η Ιερά Εξέταση για να τις αντιμετωπίσει. Η απάντηση είναι το ζήτημα της εξουσίας.
Η Λανγκεντόκ τον 12ο αιώνα ήταν μια περιοχή στην οποία ο φεουδαρχικός έλεγχος είχε εξασθενήσει. Αν και αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν εντελώς εκτός του φεουδαρχικού συστήματος, οι ευγενείς της περιοχής συχνά ασκούσαν πραγματική εκμεταλλευτική εξουσία σε ένα εκπληκτικά μικρό ποσοστό των εδαφών που τυπικά έλεγχαν. Υπήρχαν πολλαπλά παραδείγματα πόλεων και χωριών που συμπεριφέρονταν σαν να ήταν ουσιαστικά ανεξάρτητες, από την κοινότητα της Τουλούζης που έδιωχνε τον κόμη της από την πόλη και διεξήγαγε τους δικούς της πολέμους, μέχρι τη μικρή πόλη Λιμού που μετακινούνταν αθόρυβα κατά βούληση.
Αυτή η έλλειψη ελέγχου σήμαινε ότι οι αρχές έβλεπαν ως ξεκάθαρη αίρεση συμπεριφορές που σε άλλες περιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι απλώς ένας ενοχλητικός, ανεξέλεγκτος θρησκευτικός ασκητισμός. Η Αλβιγηνική σταυροφορία και ο σχηματισμός της Ιεράς Εξέτασης δεν ήταν μια μεμονωμένη αντίδραση σε αυτό που γινόταν αντιληπτό ως απειλή, αλλά μέρος μιας πανευρωπαϊκής στρατηγικής για την αύξηση του ελέγχου των ελίτ μέσω της πρακτικής της «κοινωνίας των διώξεων».
Η κοινωνία των διώξεων
Ο ιστορικός Ρ. Ι. Μουρ ανέπτυξε την έννοια της κοινωνίας των διώξεων[6], σημειώνοντας ότι στα τέλη του 11ου και 12ου αιώνα άρχισε να ασκείται σκόπιμη βία μέσω κρατικών και θρησκευτικών θεσμών εναντίον ανθρώπων που ανήκαν σε «εξωτερικές ομάδες»: Εβραίοι, λεπροί, αιρετικοί κ.ο.κ. Αυτό δεν συνέβη επειδή οι ομάδες αυτές έγιναν αντικειμενικά μεγαλύτερες, ούτε αντανακλούσε την αύξηση του ατομικού φανατισμού: αντίθετα, ήταν το αποτέλεσμα μιας στρατηγικής της άρχουσας τάξης που αποσκοπούσε στην αύξηση της δύναμης και της εξουσίας της ελίτ.
Το ζητούμενο δεν ήταν απλώς η καταστολή ορισμένων ομάδων, αλλά η έναρξη της διαδικασίας επαναπροσδιορισμού και στη συνέχεια της δίωξης αυτών των ομάδων, επειδή αυτή η ίδια η διαδικασία θα βελτίωνε τη θέση της άρχουσας τάξης. Η καταπιεστική δραστηριότητα είχε μεγαλύτερη σημασία από το προβλεπόμενο τελικό αποτέλεσμα.
Προσδιορίζοντας την ανάπτυξη της κοινωνίας των διώξεων, ο Μουρ τόνισε ότι καμία εξέταση των πολιτιστικών επιτευγμάτων του μέσου Μεσαίωνα δεν θα μπορούσε να είναι πλήρης χωρίς να συμπεριλάβει αυτή τη σκοτεινή πλευρά. Δεν πήρε σαφή θέση σχετικά με το αν η αναγέννηση της Ευρώπης του 12ου αιώνα συνδέεται με την κοινωνία των διώξεων, σχολιάζοντας ότι αυτό είναι ένα ερώτημα που οι ιστορικοί δεν καλούνται να απαντήσουν.
Ωστόσο, μια υλιστική ανάλυση της περιόδου θα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι η εποχή των μεγάλων μεσαιωνικών καθεδρικών ναών και άλλων πολιτιστικών «επιτευγμάτων» της εποχής απαιτούσε την εξαγωγή πλεονάζουσας εργασίας με μεγαλύτερη εντατικότητα απ’ ό,τι σε προηγούμενες περιόδους. Η πρακτική της κοινωνίας των διώξεων βοήθησε στη διευκόλυνση αυτής της εντατικοποίησης.
Μπορούμε να δούμε την κατασκευή από την άρχουσα τάξη του Μεσαίωνα διαφόρων «άλλων» ως την ιστορική προέλευση της καταπίεσης που υπάρχει στο σύγχρονο καπιταλισμό. Οι ευρωπαϊκές ελίτ ανέπτυξαν τον σύγχρονο ρατσισμό, συχνά συνειδητά, από την πρώιμη νεωτερική περίοδο και μετά για να δικαιολογήσουν το δουλεμπόριο. Ωστόσο, δεν επινόησαν μια νέα προκατάληψη από το μηδέν, αλλά περισσότερο χρησιμοποίησαν μοντέλα που κληρονόμησαν από τη μεσαιωνική περίοδο, όπως η αντι-ιρλανδική προκατάληψη που συνόδευσε την αγγλο-νορμανδική κατάκτηση της Ιρλανδίας τον 12ο αιώνα, ή ο μεσαιωνικός αντισημιτισμός.
Οι ιστορικές καταβολές συγκεκριμένων καταπιέσεων, όπως ο ρατσισμός, υπογραμμίζουν επίσης, φυσικά, το γεγονός ότι αποτελούν μέρος της γενικής εφαρμογής της καταπίεσης ως παράγοντα εκμετάλλευσης, η οποία χρονολογείται επίσης από τη μεσαιωνική περίοδο. Οι λειτουργίες που επιτελούσε η κοινωνία των διώξεων –να διχάζει τους ανθρώπους, να σπάει τους δεσμούς αλληλεγγύης και να παρέχει σε ορισμένα μέλη της εκμεταλλευόμενης τάξης πενιχρά οφέλη από την υποστήριξή τους στο σύστημα αντί για την εναντίωσή τους– είναι γνωστές από μια πρόχειρη ματιά στη σύγχρονη καταπίεση. Ο καπιταλισμός συνέχισε να χρησιμοποιεί και να επεκτείνει τη στρατηγική που αναπτύχθηκε για πρώτη φορά για να επιτρέψει την εντατικοποίηση της φεουδαρχικής εκμετάλλευσης στον μέσο Μεσαίωνα.
Καταπίεση και αντίσταση
Πριν από την Αλβιγηνική σταυροφορία, διάφοροι ευγενείς στη Λανγκεντόκ είχαν δείξει ένα πρόσκαιρο ενδιαφέρον να υιοθετήσουν την πρακτική της κοινωνίας των διώξεων για να αυξήσουν τον έλεγχό τους, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα του Ραϊμόνδου ΣΤ΄, του προκάτοχου του ως κόμη της Τουλούζης. Ωστόσο, η σταυροφορία ήταν το σημείο στο οποίο διοχετεύτηκαν σοβαροί πόροι της άρχουσας τάξης για τον μετασχηματισμό της εξουσίας στη Λανγκεντόκ με βάση τη λογική των διώξεων.
Ο τοπικός πληθυσμός αντιστάθηκε σθεναρά στην επιβολή του βασιλικού και εκκλησιαστικού ελέγχου. Για να κατανοήσουμε τη σταυροφορία ως μορφή ταξικής πάλης, θα πρέπει να τη δούμε όχι ως ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά ως την απαρχή ενός και πλέον αιώνα καταπίεσης και αντίστασης.
Αυτή η αντίσταση περιελάμβανε, στα πρώτα της στάδια, αντιπάλους της σταυροφορίας που προέρχονταν από την αριστοκρατία. Μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα, ωστόσο, η αντίσταση είχε διασπαστεί πολύ περισσότερο βάσει ταξικών γραμμών, με αποκορύφωμα την εξέγερση των φτωχότερων πολιτών της Καρκασόν και του Λιμού το 1303-05.
Οι αρχές αποκαλούσαν συστηματικά όσους αντιστέκονταν αιρετικούς, αλλά οι ίδιοι συνήθως δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τέτοιους, ούτε ήταν απαραίτητα και ιδιαίτεροι οπαδοί των καλών ανδρών και των καλών γυναικών. Απλώς αντιδρούσαν στην εκμετάλλευση και την καταπίεση. Η Αλβιγηνική σταυροφορία είναι μια από τις πιο γνωστές μεμονωμένες περιπτώσεις της κοινωνίας των διώξεων, αλλά δεν θα ήταν η τελευταία.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Elaine Graham-Leigh, “The Medieval Crusade Against the Cathars Supplied a Template for Modern Oppression”, Jacobin, 7 Ιανουαρίου 2023, https://jacobin.com/2023/01/albigensian-crusade-marxist-history-feudal-power-catholic-church-capitalism-oppression.
Η Elaine Graham-Leigh είναι συγγραφέας των βιβλίων The Southern French Nobility and the Albigensian Crusade (2005) και A Diet of Austerity: Class, Food, and Climate Change (2015).
Σημειώσεις
[1] Conor Kostick, “Marxism Can Help Us Make Sense of the Medieval Crusades”, Jacobin, 17 Οκτωβρίου 2022, https://jacobin.com/2022/10/marxism-crusades-classes-history-peasants-knights.
[2] « Paratge », Wikipédia, https://fr.wikipedia.org/wiki/Paratge.
[3] “Arnold of Brescia”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Arnold_of_Brescia.
[4] Dominic Alexander, «Γουίλιαμ Λόνγκμπερντ, ο πρώτος επαναστάτης ηγέτης της Αγγλίας», e la libertà, 27 Απριλίου 2023, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/8878-%CE%B3%CE%BF%CF%85%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CE%BC-%CE%BB%CF%8C%CE%BD%CE%B3%CE%BA%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%BD%CF%84,-%CE%BF-%CF%80%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B7%CE%B3%CE%AD%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82.
[5] « Éon de l’Étoile », Wikipédia, https://fr.wikipedia.org/wiki/%C3%89on_de_l%27%C3%89toile.
[6] Robert I. Moore, The Formation of a Persecuting Society: Authority and Deviance in Western Europe 950-1250, Blackwell, Οξφόρδη, Νέα Υόρκη, 1987 (2η έκδοση 2007).