Κυριακή, 24 Νοεμβρίου 2024 12:42

“Δεν μοιάζεις για  Αλβανίδα. ” - της Liliana Saliaj 

Αλβανίδες γυναίκες στο Ρέθυμνο σε συζήτηση για την 8 Μάρτη (2005)

“Δεν είσαι Ελληνίδα;” “Όχι, είμαι Αλβανίδα.” “Δεν μοιάζεις για  Αλβανίδα! ” 

της Liliana Saliaj 

Ήταν στις αρχές του 2000 όταν είχα ξεκινήσει να δουλεύω, γνωρίζοντας Αγγλικά –που ήταν προϋπόθεση–και βεβαίως ελληνικά, σε ένα εστιατόριο στον Πλατανιά του Ρεθύμνου, σε ένα δύσκολο χώρο όπως είναι ο χώρος του σέρβις. Ήταν αναγκαίο για μια μετανάστρια μητέρα μονογονεϊκής οικογένειας, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσω αφενός τα προς το ζην και αφετέρου τα ένσημα για την ανανέωση, κάθε χρόνο, της άδειας παραμονής, δικής μου και της κόρης μου.

Ο συγκεκριμένος εργοδότης ήταν από τους λίγους καλύτερους  και έντιμους που έχω γνωρίσει στη διάρκεια των 30+ χρόνων εργασίας μου στην Ελλάδα, και σκεπτόμενος άνθρωπος, μου έλεγε ότι κατανοεί το ρατσισμό που είχαμε υποστεί.

Μια μέρα στο εστιατόριο είχε έρθει μια μεγάλη παρέα ντόπιων ή με καταγωγή από την Κρήτη, ως συνήθως πολύ αργά κατά τις 11:00 το βράδυ.

Ήταν Αύγουστος και παρά την εξουθένωση της κορύφωσης της σεζόν, γνωρίζοντας ότι η συγκεκριμένη παρέα μπορούσε να τραβήξει έως τις 3:00 το πρωί, είχαμε προετοιμαστεί να κάνουμε το καλύτερο. Ο εργοδότης μάς είχε ενημερώσει και ζητήσει να τους προσέξουμε ιδιαίτερα, γιατί ο γιατρός αυτός είναι παράξενος.

Πήρα την παραγγελία, τους σερβίραμε με προθυμία και ευγένεια προσέχοντας παράλληλα όλες τις παρέες τουριστών που υπήρχαν ακόμα οι οποίοι πάντα φεύγανε πριν τις 11:00 το βράδυ.

Ο γιατρός μαζί με την παρέα του, περίπου 10 με 12 άτομα, είχε φέρει μαζί του και ένα μεγαλόσωμο σκύλο, μια που το επέτρεπε ο εξωτερικός χώρος.Εγώ τα αγαπάω πολύ τα σκυλιά και φρόντιζα και αυτόν(με νερό και φαγητό), που έδειχνε να είναι ήσυχος και να με συμπαθεί πολύ.

Είχε περάσει η ώρα και εμείς όλοι στο πόδι όταν ξαφνικά είδα τα παιδιά που δουλεύαμε μαζί (οι οποίοι είμασταν Αλβανοί και Ρουμάνοι) πάρα πολύ εκνευρισμένουςνα διαμαρτύρονται στον εργοδότη για τα ακραία ρατσιστικά σχόλια του «μεγάλου γιατρού»(και στην ηλικία), του τύπου ότι «τους Αλβανούς και άλλους ξένους μόνο με όπλο τους καθαρίζεις επί τόπου», και αρνούνταν να τους εξυπηρετήσουν άλλο.

Ο φουκαράς βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση και για να μην γίνει ακόμα χειρότερη κατάσταση τους άφησε να φύγουν, άλλωστε θα έπρεπε να έχουν σχολάσει από ώρα.Με παρακάλεσε πολύ αγχωμένος να διαχειριστώ εγώ την κατάσταση.

Πάω στην παρέα και όταν πλησίασα ξαφνικά ο σκύλος μου γαύγισε. Φαίνεται ότι ο «μεγαλογιατρός» το είχε εκπαιδεύσει να γαυγίζει ακούγοντας τη λέξη «Αλβανός».

Επειδή δεν φοβάμαι προσπάθησα να το ηρεμήσω, και τότε αυτός μου απευθύνθηκε:

«Είσαι και εσύ αλβανέζα;»(όχι Αλβανίδα)

«Ναι, είμαι και εγώ αλβανέζα!» του απαντάω.

«Αχ για αυτό σε γαύγισε ο σκύλος! Γιατί ο σκύλος μου μόνο σε αλβανέζους γαβγίζει.Μπορείς να μου το εξηγήσεις αυτό;»

Δεν μπορούσα να μην απαντήσω και του λέω:

«Κοιτάξτε κύριε, το πρόβλημα δεν είναι ότι είμαι εγώ αλβανεζα! Το πρόβλημα είναι ότι ο σκύλος σας είναι μεγάλος ρατσιστής παρόλο που έκανα το καλύτερο για αυτόν.»

Κάποιοι από την παρέα γέλασαν με την «ατάκα» μου και ο ίδιος είχε κοκκινίσει σαν παπαρούνα, προφανώς αντιλαμβανόμενος ότι το σχόλιο πήγαινε σε αυτόν.

Απευθυνόμενη σε όλη την παρέα συνέχισα:

«Είναι πολύ λυπηρό να ακούσεις αυτά τα ακραία σχόλια, πόσο μάλλον ότι παρά ότι η ώρα είναι 2:30 μετά τα μεσάνυχτα, είστε οι μόνοι που μας κρατάτε πολλές ώρες για να σας εξυπηρετήσουμε, κάτι που κάναμε με τον καλύτερο τρόπο.»

Γύρισα και αρνήθηκα να τους χαιρετίσω όταν έφυγαν τελικά κατά τις 3:00.

Την επόμενη μέρα ο γιος του γιατρού, που ζούσαν οικογενειακώς στην Αθήνα, είχε βρει τα παιδιά που δουλεύαμε μαζί και τους είχε πει επί λέξει: «Συγνώμη παιδιά για την συμπεριφορά του πατέρα και ντρέπομαι για λογαριασμό του! Πείτε το και στην κοπέλα αυτό!»

Την επόμενη μέρα ήρθε στο εστιατόριο μαζί με μια γυναίκα που ήταν και εκείνη στην παρέα το προηγούμενο βράδυ και φαντάζομαι ότι ήταν μάλλον αριστερή, προβληματισμένη μάλλον από το παρατραβηγμένο συμβάν και τη δική μας αντίδραση, όταν από τη μεριά τους δεν υπήρξε καμμιά. Υπήρχε ομολογουμένως μια αμηχανία.

Όταν αυτό το εστιατόριο έκλεισε – γιατί η ιδιοκτήτρια του χώρου απαίτησε να το πάρει πίσω όταν είδε ότι η δουλειά του πήγαινε πολύ καλά – αυτός ο εργοδότης μού είπε «να προσέχεις εκεί που θα πας να δουλέψεις, γιατί οι χωριάτες και επαρχιώτες, παρόλο που απόκτησαν ξαφνικά πολύ μεγάλο πλούτο, δεν καταλαβαίνουν από ανθρωπιά». Θα ήμουν και όλα τα επόμενα χρόνια εάν δεν είχαν κλείσει την επιχείρηση.

Την επόμενη σεζόν έπιασα δουλειά σε ένα πολύ κυριλέ εστιατόριο που ήταν μόνο για τους ντόπιους ίσως με πολλά λεφτά.

Υπήρχε αυτή η έξαρση των νεόπλουτων και που διαπερνούσε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, ότι είμαστε οι καλύτεροι του κόσμου, που δεν είχε όρια.

Κάποια στιγμή είχε έρθει μια παρέα, φίλοι του εργοδότη, όλοι νεόπλουτοι επιχειρηματίες, από αυτούς που ένα τραπέζι τους – με αστακούς, ακριβά ψάρια και ακριβά κρασιά – κόστιζε όσο ο μηνιαίος μου μισθός και ας μην τα κατανάλωναν.

Νομίζω ότι γνώριζαν ότι είμαι από την Αλβανία γιατί το Αλβανικό Φόρουμ που είχαμε δημιουργήσει από το 2000 μετά την πρώτη νομιμοποίηση και εγώ είχαμε γίνει αρκετά «γνωστοί»στην τοπική κοινωνία. Πολλοί άνθρωποι στο Ρέθυμνο και την Κρήτη γενικότερα μπορεί να μην θυμόντουσαν το όνομα μου, αλλά ήξεραν ότι είμαι η Αλβανίδα του Αλβανικού Φόρουμ, ή η Αλβανίδα που σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Προς τιμήν τους τα ντόπια ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά, είχαν δημοσιεύσει όλες τις θέσεις της οργάνωσής μας για το μεταναστευτικό και το ρατσισμό, ιδιαίτερα ενάντια σε εμάς τους Αλβανούς, καθώς και πολλά δικά μου άρθρα.

Πήγα να πάρω παραγγελία και κάποιος της παρέας με ρωτάει:

«Δεν είσαι Ελληνίδα;»

«Όχι, είμαι Αλβανίδα.»

«Δε μοιάζεις για Αλβανίδα.»

«Γιατί, τι έχουν οι Αλβανίδες κατά την γνώμη σας;»

«Εγώ δεν το είπα για να με παρεξηγήσεις, αλλά κρίμα που δεν είσαι Ελληνίδα!»

«Το ίδιο θα έλεγα και εγώ για σας, κρίμα που δεν είστε Γάλλος!» μου βγήκε σχεδόν αυθόρμητα.

Τους άφησα να γελάει η υπόλοιπη παρέα με την απάντηση, αλλά φαίνεται στον ίδιον δεν άρεσε καθόλου.Την επόμενη μέρα απολύθηκα από τον εργοδότη για το «θράσος» μου στην απάντηση!

Το ότι «δεν μοιάζεις για Αλβανίδα» ήταν ένα συνηθισμένο σχόλιο για πολλούς Αλβανούς και Αλβανίδες. Όμως δεν είχες πάντα την πολυτέλεια στην ώρα εργασίας να απαντήσεις ή, ακόμα καλύτερα, να ανοίξεις μια κουβέντα για να μπορέσουν να κατανοήσουν γιατί δε μάς άρεσαν τέτοιου είδους «κομπλιμέντα», κάτι που τους παραξένευε κιόλας!

Αυτό το λέω, γιατί πάντα από θέση αρχής προσπαθώ να συζητήσω με έναν άνθρωπο χωρίς να του βάλω εξαρχής την ταμπέλα του «ρατσιστή ή του φασίστα», παρά το ότι για πολλούς φίλους είναι ριψοκίνδυνο να ανοίξεις κουβέντα. Πολλοί άνθρωποι έχουν κυριαρχηθεί από τις προκαταλήψεις και την  προπαγάνδα των ΜΜΕ και της ακροδεξιάς. Με πολλούς από αυτούς στη συζήτηση με είχαν εκπλήξει ευχάριστα, και κάθε μία από αυτές τις συζητήσεις είναι έστω και ένα μικρό λιθαράκι για την απόρριψη των προκαταλήψεών τους.

Θυμάμαι, για παράδειγμα, μία από τις πολλές τέτοιες στιγμές – πάντα στο Ρέθυμνο όπου ζούσα 17 χρόνια. Είχε έρθει μία παρέα εφήβων – παιδιά περίπου στην ηλικία του λυκείου. Ήταν ακριβώς μετά τα θλιβερά γεγονότα της βίας εναντίον των Αλβανών μεταναστών που ακολούθησε τον  ποδοσφαιρικό αγώνα Ελλάδας – Αλβανίας, και όπως παντού στην Ελλάδα είχαν συμβεί και στο Ρέθυμνο. Ταυτόχρονα υπήρχε η προπαγάνδα ότι δήθεν Αλβανοί προσπαθούσαν να κατεβάσουν την ελληνική σημαία από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη για να νομιμοποιήσουν τη φασιστική τους δράση. Έτυχε λοιπόν να ακούσω αυτή την παρέα να συζητά «πόσο επικίνδυνοι και κακοί είναι οι Αλβανοί» και ότι «τολμούσαν να κατεβάσουν τη σημαία» κ.τλ. Δεν ξέρω εάν ήξεραν ότι εγώ που τους σέρβιρα ήμουν από την Αλβανία. Τους πλησίασα και άνοιξα μία συζήτηση λέγοντάς τους ότι άκουσα τι συζητάνε και ότι είμαι από την Αλβανία, και ότι λυπόμουν πολύ να ακούω τέτοια σχόλια. Έγινε μία πολύ ωραία συζήτηση, για πολύ ώρα, και με τα παιδιά «γίναμε φιλαράκια». Φεύγοντας με χαιρετήσανε πολύ θερμά και για εμένα αυτό ήταν πολύ συγκινητικό, γιατί τα παιδιά αυτά άκουσαν μία άλλη εντελώς διαφορετική οπτική που δεν είχαν ακούσει ποτέ, πόσο μάλλον από μία Αλβανίδα.

Η θέση του ελληνικού κράτους, κάτω από την επιρροή της χωρίς όρια προπαγάνδας της ακροδεξιάς των ΜΜΕ, της έξαρσης του άκρατου εθνικισμού της δεκαετίας του1990, είχε χαρακτηριστικά σχεδόν κράτους απαρτχάιντ με κρατική καταστολή και βία, δολοφονίες στα σύνορα και στα κρατητήρια, με ακραίες εξάρσεις ρατσιστικής βίας και δολοφονίες που σπάνια ήρθαν στην επιφάνεια.

Αυτή η μελανή περίοδος της ελληνικής δημοκρατίας δεν έχει ερευνηθεί και μελετηθεί επαρκώς.Σε μια συνέντευξη στα πλαίσια της διπλωματικής μου μια γυναίκα της πρώτης γενιάς μου είχε εκφράσει ότι:

«..από τη στιγμή που η πρόσβαση στους θεσμούς σου έχει αποκοπεί, από την άλλη προσπαθείς να διαμορφώσεις μία στρατηγική που δε θα σε εκθέτει, θα σε προστατέψει, σαν τους Εβραίους […] εκεί υπάρχουν δύο διέξοδοι: ή αποκρύπτεις το ποιος είσαι, γίνεσαι ένας μη διαφορετικός όπως συνέβη με τους Αλβανούς ή κλείνεσαι στην κοινότητά σου, δημιουργείς μία συνείδηση, ένα γκέτο. Αυτό, στη δική μας περίπτωση, δεν υφίσταται η δεύτερη εκδοχή για δύο λόγους. Πρώτον γιατί από τη στιγμή που δεν έχεις δικαιώματα με το που κλείνεσαι στο γκέτο εξ ορισμού έχεις τελειώσει, δεύτερον τονώνεις ακριβώς αυτό που σε διακρίνει, που είσαι ο Αλβανός, ενώ όταν είσαι διάχυτος στο πλήθος μπορεί κάποιος να μη σε διακρίνει.»[1]

Αν και τα ίδια συμπτώματα συνέχισαν και τη δεκαετία του 2000 η πρώτη μετά από σχεδόν δεκαετία καθυστέρηση η νομιμοποίηση  σταδιακά άλλαξε τα δεδομένα.Όμως ποτέ όπως έπρεπε.

Τα τραύματα που δημιουργήθηκαν στην πρώτη και τη δεύτερη γενιά Αλβανών μεταναστών κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες, σε συνδυασμό με το θεσμικό ρατσισμό που συμβαίνει ακόμα και τώρα, έχουν αφήσει μεγάλες πληγές που θα φέρουν για χρόνια.

Είναι αναγκαίο και λυτρωτικό να συζητηθούν δημόσια με γενναιότητα, τρυφερότητα και ανθρωπιά από όλες τις μεριές πριν είναι πολύ αργά και χρησιμοποιηθούν από ακραία στοιχεία. Εμείς οι Αλβανοί το οφείλουμε στους εαυτούς μας και στα παιδιά μας, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην χώρα.

Το οφείλουμε στους αμέτρητους αγαπημένους φίλους μας ντόπιους σαν τον πρώην εργοδότη, τον γιο του γιατρού παρά το ρατσιστικό μένος του πατέρα του, στην παρέα αυτών των εφήβων, και σε πολλούς απλούς ανθρώπους που άνοιξαν την αγκαλιά τους και ας μην ήταν στρατευμένοι ιδεολογικά στο αντιρατσιστικό χώρο, και στους ανθρώπους που ήταν αλληλέγγυοί μας.

Διαβάστε το συγκινητικό post της  Pamela Zoe , παιδί 2ης γενιάς.

Pamela Zoe

-Είσαι Αλβανός;

-Ναι

-Δεν σου φαίνεται

-Γιατί δηλαδή; Πώς θα’ πρεπε να είμαι;

Χιλιοπαιγμένη στιχομυθία αλλά ο Κώστας Σόμμερ -κατά τις οδηγίες του Μανούσου Μανουσάκη- και για πρώτη φορά στα χρονικά της ελληνικής τιβι, θύμωσε στην εν λόγω σκηνή και έδειξε πως η ερώτηση και κατ’ επέκταση το υπονόημα της ήταν προσβλητικά.

Θυμάμαι σαν χθες να βλέπουμε τα πρώτα επεισόδια με μια σχετική ανυπομονησία. Όχι για την πλοκή αλλά για το πως απεικονίζονταν οι Αλβανοί.

Είχα έναν ενθουσιασμό τότε που για πρώτη φορά αποκτούσαμε ορατότητα «για καλό», ο κεντρικός ήρωας ήταν Αλβανός και μάλιστα όμορφος.

Είχα τόση ανάγκη να πιστέψω ότι αυτό θα ήταν αρκετό για να αλλάξει στο ελληνικό συνειδητό η στερεοτυπική αντίληψη περί Αλβανού στην Ελλάδα που με μεγάλη μαεστρία παρέβλεπα το ότι ο κεντρικός ρόλος του Αλβανού παιζόταν από Έλληνα ηθοποιό (γιατί που να βρεις όμορφο Αλβανό!) ενώ οι ρόλοι των Αλβανών εργατών παίζονταν από Αλβανούς ηθοποιούς. Ε όσο να πεις δύσκολο να παίξει Έλληνας τον Αλβανό-εργάτη.

Την επομένη του κάθε επεισοδίου τα αστειάκια από παιδιά που μιλούσαν με τη στερεοτυπική Αλβανική προφορά δίναν και παίρναν-ας έχει, τουλάχιστον οι συμμαθητές μας έμαθαν πως μιλούσαν οι Αλβανοί τα ελληνικά.

Ως τότε είχαμε φάει τόση γελοιοποίηση από τον κάθε Σεφερλή που θεωρούσαμε θετικό το να υπάρχει μια σειρά που ένας από τους κεντρικούς ρόλους ήταν Αλβανός και παρουσιαζόταν ως όμορφος, αξιοπρεπής και περήφανος- ιδιότητες που ουδέποτε είχαν συνδεθεί με την Αλβανικότητα ως τότε.

Θυμάμαι σαν χθες εκείνα τα σκιρτήματα ελπίδας πως ένας Σόμμερ θα έφερνε την άνοιξη…

Κύριε Μανουσάκη, καλή ανάπαυση ψυχής.

 ΣΗΜΕΙΩΣΗ: 

[1] Απόσπασμα από τη συνέντευξη στα πλαίσια της διπλωματικής εργασίας του ΠΜΣ «Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Σπουδές» στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2015, με θέμα «Πολιτική συμμετοχή των μεταναστών στη χώρα υποδοχής: Η περίπτωση των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα»

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 24 Νοεμβρίου 2024 12:53

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.