Ανομβρία και ξηρασία στο Μαρόκο [Photo by FADEL SENNA/AFP via Getty Images]
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα ελαφρώς επεξεργασμένο απόσπασμα από την εισαγωγή των συγγραφέων στον συλλογικό τόμο Dismantling Green Colonialism Energy and Climate Justice in the Arab Region [Κατάργηση της πράσινης αποικιοκρατίας Ενεργειακή και κλιματική δικαιοσύνη στις Αραβικές Χώρες], που μόλις κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Pluto Press.
Hamza Hamouchene
Katie Sandwell
Έχει έρθει η ώρα!
Η επείγουσα ανάγκη για μια δίκαιη μετάβαση στις Αραβικές Χώρες
Η πραγματικότητα της κλιματικής κατάρρευσης είναι ήδη ορατή στις Αραβικές Χώρες, υπονομεύοντας την οικολογική και κοινωνικοοικονομική βάση της ζωής. Χώρες όπως η Αλγερία, η Τυνησία, το Μαρόκο, η Σαουδική Αραβία, το Ιράκ, η Ιορδανία και η Αίγυπτος βιώνουν επαναλαμβανόμενα έντονα κύματα καύσωνα και παρατεταμένες ξηρασίες, με καταστροφικές επιπτώσεις στη γεωργία και τους μικροκαλλιεργητές. Το Ιράκ, που κατατάσσεται ως ένα από τα πέντε πιο ευάλωτα έθνη στον κόσμο στην κλιματική αλλαγή και την ερημοποίηση, επλήγη το 2022 από πολλές αμμοθύελλες που απέκλεισαν μεγάλο μέρος της χώρας, με χιλιάδες ανθρώπους να νοσηλεύονται σε νοσοκομεία λόγω αναπνευστικών προβλημάτων. Το υπουργείο Περιβάλλοντος της χώρας έχει προειδοποιήσει ότι τις επόμενες δύο δεκαετίες το Ιράκ θα μπορούσε να υποστεί κατά μέσο όρο 272 ημέρες αμμοθύελλας το χρόνο, οι οποίες θα αυξηθούν σε πάνω από 300 μέχρι το 2050. Το καλοκαίρι του 2021, η Αλγερία επλήγη από πρωτοφανείς και καταστροφικές πυρκαγιές∙ το Κουβέιτ βίωσε ένα ασφυκτικό κύμα καύσωνα, καταγράφοντας την υψηλότερη θερμοκρασία στη γη εκείνη τη χρονιά, πολύ πάνω από 50ºC∙ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), η Υεμένη, το Ομάν, η Συρία, το Ιράκ και η Αίγυπτος βίωσαν καταστροφικές πλημμύρες, ενώ το νότιο Μαρόκο αντιμετώπισε τρομερή ξηρασία για τρίτη συνεχή χρονιά. Τα επόμενα χρόνια, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) προβλέπει ότι στις περιοχές της Μεσογείου και του Κόλπου θα ενταθούν τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες, και θα αυξηθούν περαιτέρω η ξηρασία και η ανομβρία.
«Ή τώρα ή ποτέ, αν θέλουμε να περιορίσουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη στον 1,5ºC». Αυτή είναι η προειδοποίηση από την ομάδα εργασίας της IPCC που βρίσκεται πίσω από τη συνολική ανασκόπηση της κλιματικής επιστήμης του 2022. Η έκθεση ανασκόπησης προειδοποιεί ότι ο κόσμος πρόκειται να φτάσει τον 1,5ºC στην αύξηση της θερμοκρασίας μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες και αναφέρει ότι μόνο οι πιο δραστικές περικοπές στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ξεκινώντας από σήμερα, μπορούν να αποτρέψουν μια περιβαλλοντική και κλιματική καταστροφή. Δεδομένου ότι αυτές οι ανασκοπήσεις διεξάγονται κάθε έξι με επτά χρόνια, αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως η τελευταία προειδοποίηση της IPCC πριν ο κόσμος μπει αμετάκλητα σε μια πορεία κλιματικής κατάρρευσης, με τρομακτικές συνέπειες. Όπως δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες κατά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης: «Συγκεκριμένα, [αυτό το επίπεδο παγκόσμιας θέρμανσης] σημαίνει ότι μεγάλες πόλεις θα βρεθούν κάτω από το νερό, πρωτοφανή κύματα καύσωνα, τρομακτικές καταιγίδες, εκτεταμένη έλλειψη νερού και εξαφάνιση ενός εκατομμυρίου ειδών φυτών και ζώων».
Οι επιπτώσεις αυτών των αλλαγών γίνονται δυσανάλογα αισθητές σε περιθωριοποιημένα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των μικρών αγροτών, των αγροτο-κτηνοτρόφων, των εργατών γης και των αλιέων. Ήδη, οι άνθρωποι στον αραβικό κόσμο αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα εδάφη τους λόγω των ισχυρότερων και συχνότερων ξηρασιών και χειμερινών καταιγίδων, της επέκτασης των ερήμων και της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Οι καλλιέργειες δεν αποδίδουν και τα αποθέματα νερού λιγοστεύουν, επηρεάζοντας βαθιά την παραγωγή τροφίμων σε μια περιοχή που εξαρτάται χρόνια από τις εισαγωγές τροφίμων. Καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται όλο και πιο αισθητές, υπάρχει τεράστια πίεση στα ήδη περιορισμένα αποθέματα νερού λόγω των αλλαγών στις βροχοπτώσεις και της διείσδυσης του θαλασσινού νερού στα αποθέματα υπόγειων υδάτων, καθώς και της υπερβολικής χρήσης των υπόγειων υδάτων. Σύμφωνα με ένα άρθρο στο Lancet, αυτό θα οδηγήσει τις περισσότερες αραβικές χώρες κάτω από το απόλυτο όριο της υδατικής φτώχειας των 500 m³ ανά άτομο ετησίως έως το 2050.
Οι κλιματολόγοι προβλέπουν ότι το κλίμα σε μεγάλα τμήματα της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής (ΜΑΒΑ) θα μπορούσε να αλλάξει με τέτοιο τρόπο ώστε να τεθεί σε κίνδυνο η ίδια η επιβίωση των κατοίκων της. Στη Βόρεια Αφρική, για παράδειγμα, εκείνοι των οποίων οι ζωές θα αλλάξουν περισσότερο από την κλιματική αλλαγή είναι οι μικροκαλλιεργητές στο Δέλτα του Νείλου και στις αγροτικές περιοχές του Μαρόκου και της Τυνησίας, οι ψαράδες της Τζέρμπα και της Κερκέννα (Τυνησία), οι κάτοικοι του Ιν Σαλάχ στην Αλγερία, οι πρόσφυγες Σαχαράουι στους καταυλισμούς του Τιντούφ (Αλγερία) και τα εκατομμύρια που ζουν σε άτυπους οικισμούς στο Κάιρο, το Χαρτούμ, την Τύνιδα και την Καζαμπλάνκα. Αλλού στην αραβική περιοχή, οι μικροκαλλιεργητές και οι αλιείς στην κατεχόμενη Παλαιστίνη, οι εσωτερικά εκτοπισμένοι και οι πρόσφυγες στο Ιράκ, τη Συρία, το Λίβανο, την Υεμένη και την Ιορδανία, καθώς και οι υπερεκμεταλλευόμενοι μετανάστες εργάτες στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κατάρ θα αντιμετωπίσουν τη βία της κλιματικής κρίσης με ελάχιστη προστασία, καθώς συχνά στεγάζονται σε άθλιες συνθήκες, στερούνται της συνήθους ιατρικής περίθαλψης και αντιμετωπίζουν τον υποσιτισμό.
Η κλιματική κρίση δεν ήταν ένα αναπόφευκτο γεγονός: καθοδηγήθηκε και συνεχίζει να καθοδηγείται από την επιλογή να συνεχίσουμε να καίμε ορυκτά καύσιμα – μια επιλογή που έγινε κυρίως από τις εταιρείες και τις κυβερνήσεις του Βορρά, μαζί με τις εθνικές άρχουσες τάξεις, μεταξύ άλλων και στην αραβική περιοχή. Τα ενεργειακά και κλιματικά σχέδια σε αυτό το τμήμα του κόσμου διαμορφώνονται από αυταρχικά καθεστώτα και τους υποστηρικτές τους στο Ριάντ, τις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον. Οι πλούσιες τοπικές ελίτ συνεργάζονται με πολυεθνικές εταιρείες και διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης. Παρά τις υποσχέσεις τους, οι ενέργειες αυτών των θεσμών δείχνουν ότι είναι εχθροί της κλιματικής δικαιοσύνης και της ίδιας της επιβίωσης της ανθρωπότητας.
Κάθε χρόνο, οι πολιτικοί ηγέτες του κόσμου, οι σύμβουλοι, τα μέσα ενημέρωσης και οι λομπίστες των επιχειρήσεων συγκεντρώνονται για μια ακόμη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών (COP) για το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Όμως, παρά την απειλή που αντιμετωπίζει ο πλανήτης, οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να επιτρέπουν την αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και την κλιμάκωση της κρίσης. Μετά από τρεις δεκαετίες αυτού που η Σουηδή περιβαλλοντική ακτιβίστρια Γκρέτα Τούνμπεργκ έχει αποκαλέσει «μπλα μπλα μπλα μπλα», έχει γίνει φανερό ότι αυτές οι συνομιλίες για το κλίμα έχουν χρεοκοπήσει και έχουν αποτύχει. Έχουν καπελωθεί από την εξουσία των επιχειρήσεων και τα ιδιωτικά συμφέροντα που προωθούν κερδοσκοπικές ψευτολύσεις, όπως η εμπορία άνθρακα και οι λεγόμενες «καθαρές μηδενικές» και «λύσεις με βάση τη φύση», αντί να αναγκάσουν τα βιομηχανικά έθνη και τις πολυεθνικές να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και να αφήσουν τα ορυκτά καύσιμα στο έδαφος.
Με την COP28 που πραγματοποιείται στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων το 2023, η αραβική περιοχή θα έχει φιλοξενήσει τις συνομιλίες για το κλίμα πέντε φορές από την έναρξή τους το 1995: COP7 (2001) και COP22 (2016) στο Μαρακές του Μαρόκου, COP18 (2012) στη Ντόχα του Κατάρ και COP27 (2022) στο Σαρμ ελ Σέιχ της Αιγύπτου. Τα τελευταία χρόνια, και ιδίως αφότου η Συμφωνία του Παρισιού του 2015 υπαναχώρησε από τους (ήδη κατάφωρα ανεπαρκείς) δεσμευτικούς στόχους που θεσπίστηκαν με τη Συμφωνία του Κιότο για να επιτρέψει στις χώρες να καθορίσουν ανεξάρτητα τους δικούς τους στόχους μείωσης των εκπομπών, ο σκεπτικισμός σχετικά με την ικανότητα της Σύμβασης-Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC) να αντιμετωπίσει την πιο επείγουσα πρόκληση που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα έχει αυξηθεί. Οι COP προσελκύουν τεράστια προσοχή από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά τείνουν να μην επιτυγχάνουν σημαντικές προόδους. Η COP27, που πραγματοποιήθηκε στο Σαρμ ελ Σέιχ το 2022, πέτυχε μια συμφωνία για την πληρωμή των απωλειών και ζημιών, η οποία χαιρετίστηκε από ορισμένους ως ένα σημαντικό βήμα για να καταστούν οι πλουσιότερες χώρες υπεύθυνες για τις ζημίες που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή στον παγκόσμιο Νότο. Ωστόσο, καθώς η συμφωνία δεν διαθέτει σαφείς μηχανισμούς χρηματοδότησης και επιβολής, οι επικριτές ανησυχούν ότι θα έχει την ίδια τύχη με την αθετημένη υπόσχεση (που δόθηκε για πρώτη φορά στην COP15 στην Κοπεγχάγη το 2009) για την παροχή 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη χρηματοδότηση του κλίματος έως το 2020. Η υπόσχεση αυτή δεν υλοποιήθηκε ποτέ πλήρως, με τη βοήθεια να λαμβάνει συχνά τη μορφή τοκοφόρων δανείων. Όσον αφορά την COP28, ο διορισμός από τα ΗΑΕ του Σουλτάν αλ-Τζάμπερ, διευθύνοντος συμβούλου της Εθνικής Εταιρείας Πετρελαίου του Άμπου Ντάμπι, ως προέδρου των συνομιλιών φαίνεται σε πολλούς ακτιβιστές και παρατηρητές να συμβολίζει τη βαθιά προσήλωση στη συνέχιση της εξόρυξης πετρελαίου, ανεξαρτήτως κόστους, η οποία χαρακτηρίζει τις διαπραγματεύσεις μέχρι σήμερα.
Τα κράτη της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, με τις εθνικές τους εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, παράλληλα με τους μεγάλους πετρελαϊκούς ομίλους, κάνουν ό,τι μπορούν για να διατηρήσουν τις δραστηριότητές τους, ακόμη και να επεκταθούν και να επωφεληθούν από τα εναπομείναντα ορυκτά καύσιμα που διαθέτουν. Η Αίγυπτος του Σίσι φιλοδοξεί να γίνει ένας σημαντικός ενεργειακός κόμβος στην περιοχή, εξάγοντας την πλεονάζουσα ηλεκτρική της ενέργεια και αξιοποιώντας διάφορες ενεργειακές πηγές, όπως το υπεράκτιο φυσικό αέριο, το πετρέλαιο, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το υδρογόνο, για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Και αυτό είναι φυσικά άρρηκτα συνδεδεμένο με τις συνεχιζόμενες προσπάθειες εξομάλυνσης των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων με το αποικιοκρατικό κράτος του Ισραήλ. Το καθεστώς της Αλγερίας, από την πλευρά του, επωφελείται επίσης από τα κέρδη της έκρηξης της τιμής του πετρελαίου και εκμεταλλεύεται την αγωνία της ΕΕ για εναλλακτικές λύσεις έναντι του ρωσικού φυσικού αερίου, προκειμένου να επεκτείνει τις επιχειρήσεις και τα σχέδιά του στον τομέα των ορυκτών καυσίμων. Οι χώρες του Κόλπου, όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κατάρ, δεν διαφέρουν. Οι άρχουσες τάξεις σε ολόκληρη την περιοχή μιλούν για την εποχή «μετά το πετρέλαιο» εδώ και δεκαετίες και οι διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν επικροτήσει επί χρόνια τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας χωρίς να αναλάβουν συγκεκριμένη δράση, εκτός από ορισμένα μεγαλεπήβολα και μη ρεαλιστικά σχέδια και έργα, όπως η προτεινόμενη, και αμφιλεγόμενη, φουτουριστική μεγαλούπολη Νεόμ στη Σαουδική Αραβία. Για αυτές τις άρχουσες τάξεις, οι επαναλήψεις της διαδικασίας της COP αποτελούν μια χρυσή ευκαιρία για να προωθήσουν την ατζέντα τους για πράσινο ξέπλυμα, καθώς και τις προσπάθειές τους να προσελκύσουν και να αποσπάσουν κεφάλαια και χρηματοδοτήσεις για διάφορα ενεργειακά έργα και δήθεν «πράσινα» σχέδια.
Η φιλοξενία της COP 2022 από την Αίγυπτο ήταν αμφιλεγόμενη λόγω του ιστορικού καταστολής της κυβέρνησής της και των προσπαθειών της να εμποδίσει την πρόσβαση στη σύνοδο κορυφής περιβαλλοντικών ομάδων και ακτιβιστών για το κλίμα. Στην πραγματικότητα, η COP27 του Σαρμ ελ Σέιχ ήταν μία από τις πιο αποκλεισμένες διασκέψεις στην ιστορία, με σημαντικά μειωμένο χώρο για τον ακτιβισμό, τη διαφωνία, τις συζητήσεις, τις αντιπαραθέσεις, τις νέες διασυνδέσεις, τη δικτύωση, τις συλλογικές στρατηγικές, τις δράσεις και τις κινητοποιήσεις που απαιτούνται για να δημιουργηθεί πίεση στους παγκόσμιους ιθύνοντες να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους και να προωθήσουν πραγματικές λύσεις στην εξελισσόμενη κλιματική έκτακτη ανάγκη. Η επιλογή της Αιγύπτου ως οικοδεσπότη για το 2022 και των ΗΑΕ ως οικοδεσπότη για το 2023 δεν είναι αθώα και αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η διαδικασία της COP στο σύνολό της γίνεται όλο και πιο αντιδημοκρατική και με περισσότερους αποκλεισμούς. Επιπλέον, το πλαίσιο της όξυνσης των γεωπολιτικών ανταγωνισμών που πυροδότησε ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν προσφέρεται για συνεργασία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και παρέχει ένα ακόμη πρόσχημα για τη συνέχιση του παγκόσμιου εθισμού στα ορυκτά καύσιμα. Πράγματι, θα μπορούσε να είναι το τελευταίο καρφί στο φέρετρο των παγκόσμιων συνομιλιών για το κλίμα.
Η επιβίωση της ανθρωπότητας εξαρτάται τόσο από το να παραμείνουν τα ορυκτά καύσιμα στο έδαφος όσο και από την προσαρμογή στο ήδη μεταβαλλόμενο κλίμα, ενώ παράλληλα θα πρέπει να κινηθεί προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα βιώσιμα επίπεδα χρήσης ενέργειας και άλλους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Θα δαπανηθούν δισεκατομμύρια για την προσπάθεια προσαρμογής –εξεύρεση νέων πηγών νερού, αναδιάρθρωση της γεωργίας και αλλαγή των καλλιεργειών που αναπτύσσονται, κατασκευή θαλάσσιων τειχών για να κρατηθεί μακριά το αλμυρό νερό, αλλαγή του σχήματος και του στυλ των πόλεων– και για την προσπάθεια μετάβασης σε πράσινες πηγές ενέργειας με την κατασκευή των απαιτούμενων υποδομών και την επένδυση σε πράσινες θέσεις εργασίας και τεχνολογία. Ποιανού όμως συμφέροντα θα εξυπηρετήσει αυτή η προσαρμογή και η ενεργειακή μετάβαση; Και ποιος αναμένεται να επωμιστεί το βαρύτερο κόστος της κλιματικής κρίσης και των αντιμετωπίσεών της;
Οι ίδιες άπληστες και αυταρχικές δομές εξουσίας που συνέβαλαν στην κλιματική αλλαγή διαμορφώνουν τώρα την αντιμετώπισή της. Ο κύριος στόχος τους είναι να προστατεύσουν τα ιδιωτικά συμφέροντα και να αποκομίσουν ακόμη μεγαλύτερα κέρδη. Ενώ τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, και οι κυβερνήσεις του Βορρά και οι οργανισμοί τους, όπως η Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών (USAID), η ΕΕ και η Γερμανική Υπηρεσία Διεθνούς Συνεργασίας (GIZ), διατυπώνουν τώρα την ανάγκη για μια κλιματική μετάβαση, το όραμά τους είναι μια καπιταλιστική, και συχνά καθοδηγούμενη από τις επιχειρήσεις, μετάβαση και όχι μια μετάβαση καθοδηγούμενη από και για τον εργαζόμενο λαό. Ενώ οι φωνές των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και των κοινωνικών κινημάτων στην αραβική περιοχή δεν ακούγονται σε μεγάλο βαθμό όταν πρόκειται για τις επιπτώσεις αυτής της μετάβασης και την ανάγκη για δίκαιες και δημοκρατικές εναλλακτικές λύσεις, τα προαναφερθέντα θεσμικά όργανα και οι κυβερνήσεις μιλούν δυνατά, διοργανώνοντας εκδηλώσεις και δημοσιεύοντας εκθέσεις σε όλες τις χώρες της αραβικής περιοχής. Οι φορείς αυτοί δεν διστάζουν να τονίσουν τους κινδύνους ενός θερμότερου κόσμου και μάλιστα υποστηρίζουν ότι πρέπει να αναληφθεί επειγόντως δράση, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης περισσότερων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της ανάπτυξης σχεδίων προσαρμογής. Ωστόσο, η ανάλυσή τους σχετικά με την κλιματική αλλαγή και την αναγκαία μετάβαση παραμένει περιορισμένη – και μάλιστα επικίνδυνη, καθώς απειλεί να αναπαράγει τα μοτίβα καταλήστευσης και αρπαγής των πόρων που χαρακτηρίζουν το κυρίαρχο καθεστώς των ορυκτών καυσίμων.
Το όραμα του μέλλοντος που προωθούν αυτοί οι ισχυροί παράγοντες είναι ένα μέλλον όπου οι οικονομίες υποτάσσονται στο ιδιωτικό κέρδος, μεταξύ άλλων μέσω της περαιτέρω ιδιωτικοποίησης του νερού, της γης, των πόρων, της ενέργειας – ακόμη και της ατμόσφαιρας. Το τελευταίο στάδιο αυτής της εξέλιξης περιλαμβάνει τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) που εφαρμόζονται πλέον σε κάθε τομέα στην αραβική περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η τάση προς την ιδιωτικοποίηση της ενέργειας και τον έλεγχο της ενεργειακής μετάβασης από τις επιχειρήσεις είναι παγκόσμια και δεν είναι μοναδική στην περιοχή, αλλά η δυναμική αυτή είναι αρκετά ανεπτυγμένη εδώ και μέχρι στιγμής έχει συναντήσει μόνο περιορισμένη αντίσταση. Το Μαρόκο έχει ήδη προχωρήσει σε αυτή την πορεία, το ίδιο και η Τυνησία. Στην Τυνησία, βρίσκεται σε εξέλιξη μια σημαντική ώθηση για την επέκταση της ιδιωτικοποίησης του τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας της χώρας και την παροχή τεράστιων κινήτρων σε ξένους επενδυτές για την παραγωγή πράσινης ενέργειας στη χώρα, μεταξύ άλλων και για εξαγωγή. Ο τυνησιακός νόμος –που τροποποιήθηκε το 2019– επιτρέπει ακόμη και τη χρήση γεωργικών εκτάσεων για έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε μια χώρα που πάσχει από ακραία διατροφική εξάρτηση, μια εξάρτηση που αποκαλύφθηκε έντονα κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 και που είναι και πάλι εμφανής την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, καθώς μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Καθώς εξελίξεις όπως αυτή λαμβάνουν χώρα σε ολόκληρη την περιοχή, υπογραμμίζουν τη σημασία του να ρωτάμε: «Ενέργεια για τι και για ποιον;» «Ποιον προορίζεται να εξυπηρετήσει η ενεργειακή μετάβαση;» Η υποτιθέμενη «πράσινη οικονομία» και το ευρύτερο κυρίαρχο όραμα της λεγόμενης «βιώσιμης ανάπτυξης» παρουσιάζονται από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τις εταιρείες και τις κυβερνήσεις ως ένα νέο πρότυπο. Στην πραγματικότητα όμως αποτελούν απλώς μια επέκταση των υφιστάμενων λογικών της συσσώρευσης κεφαλαίου, της εμπορευματοποίησης και της χρηματιστικοποίησης, συμπεριλαμβανομένου του φυσικού κόσμου.
Η Βόρεια Αφρική και η Δυτική Ασία ως βασικός κόμβος του παγκόσμιου ορυκτού καπιταλισμού
Η Βόρεια Αφρική και η Δυτική Ασία/ η περιοχή ΜΑΒΑ πρέπει να γίνει κατανοητή στο πλαίσιο της ευρύτερης καπιταλιστικής παγκόσμιας αγοράς, η οποία χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη άνοδο νέων ζωνών συσσώρευσης και ανάπτυξης σε ορισμένα μέρη του κόσμου και τη σχετική παρακμή των καθιερωμένων κέντρων εξουσίας στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη. Η περιοχή σήμερα όχι μόνο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμεσολάβηση νέων παγκόσμιων δικτύων εμπορίου, εφοδιασμού, υποδομών και χρηματοδότησης, αλλά αποτελεί επίσης βασικό κομβικό σημείο στο παγκόσμιο καθεστώς των ορυκτών καυσίμων και παίζει αναπόσπαστο ρόλο στο να διατηρηθεί άθικτος ο ορυκτός καπιταλισμός μέσω του θεμελιώδους παράγοντα των προμηθειών της σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Πράγματι, η περιοχή παραμένει ο κεντρικός άξονας των παγκόσμιων αγορών υδρογονανθράκων, με συνολικό μερίδιο της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου να ανέρχεται σε περίπου 35% το 2021. Ιστορικά, τα κοιτάσματα αυτά τροφοδότησαν μια σημαντική αλλαγή στο παγκόσμιο ενεργειακό καθεστώς κατά τα μέσα του εικοστού αιώνα, με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να αντικαθιστούν τον άνθρακα ως το κύριο καύσιμο για τις παγκόσμιες μεταφορές, τη μεταποίηση και τη βιομηχανική παραγωγή. Πιο πρόσφατα, οι πόροι της Μέσης Ανατολής ήταν απαραίτητοι όσον αφορά την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης για πετρέλαιο και φυσικό αέριο που τροφοδοτήθηκε από την άνοδο της Κίνας, προαναγγέλλοντας μια βασική διαρθρωτική αλλαγή στην παγκόσμια πολιτική οικονομία κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες που βασίζεται σε στενότερους δεσμούς μεταξύ της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Ασίας. Όλα αυτά τοποθέτησαν τους πετρελαιοπαραγωγούς της Μέσης Ανατολής ως αδιαμφισβήτητους πρωταγωνιστές στις συζητήσεις για την κλιματική αλλαγή και σε κάθε μελλοντική μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα.
Οι ιστορικές, πολιτικές και γεωφυσικές πραγματικότητες της αραβικής περιοχής σημαίνουν ότι τόσο οι επιπτώσεις όσο και οι λύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης θα είναι διαφορετικές από εκείνες σε άλλα πλαίσια. Από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα έως το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, η περιοχή ενσωματώθηκε με τη βία στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία σε υποδεέστερη θέση: οι αποικιοκρατικές/ιμπεριαλιστικές δυνάμεις επηρέασαν ή ανάγκασαν τις χώρες της περιοχής να δομήσουν τις οικονομίες τους γύρω από την εξόρυξη και την εξαγωγή πόρων –που συνήθως παρέχονται φθηνά και σε ακατέργαστη μορφή– σε συνδυασμό με την εισαγωγή βιομηχανικών αγαθών υψηλής αξίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλης κλίμακας μεταφορά πλούτου στα αυτοκρατορικά κέντρα/πυρήνες, εις βάρος της τοπικής ανάπτυξης και των οικοσυστημάτων. Η διατήρηση μέχρι σήμερα τέτοιων άνισων και ασύμμετρων σχέσεων (που κάποιοι αποκαλούν ανισόμετρες οικονομικές/οικολογικές ανταλλαγές ή οικολογικό ιμπεριαλισμό) διατηρεί τον ρόλο των αραβικών χωρών ως εξαγωγέων φυσικών πόρων, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, και πρωτογενών προϊόντων που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το νερό και τη γη, όπως οι μονοκαλλιέργειες για το κέρδος. Αυτό παγιώνει μια εξωστρεφή εξορυκτική οικονομία, επιδεινώνοντας έτσι τη διατροφική εξάρτηση και την οικολογική κρίση, και διατηρεί επίσης σχέσεις ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και νεοαποικιακές ιεραρχίες. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αποφύγουμε την τάση να βλέπουμε την περιοχή ως ένα αδιαφοροποίητο σύνολο, αλλά να έχουμε επίγνωση της εγγενούς ανομοιομορφίας και των βαθιών ανισοτήτων της. Μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει τον θεμελιώδη ρόλο του Κόλπου σε αυτή τη διαμόρφωση, ως μια ημιπεριφερειακή –ή ακόμη και ως μια υπο-ιμπεριαλιστική– δύναμη. Ο Κόλπος δεν είναι μόνο σημαντικά πλουσιότερος από τους άλλους αραβικούς γείτονές του, αλλά συμμετέχει επίσης στην απόσπαση και τη μεταφορά της υπεραξίας σε περιφερειακό επίπεδο, αναπαράγοντας σχέσεις εξόρυξης, περιθωριοποίησης και συσσώρευσης μέσω της καταλήστευσης που μοιάζουν με τις σχέσεις πυρήνα-περιφέρειας. Από αυτή την άποψη, το έργο του Adam Hanieh (ενός από τους συντελεστές αυτού του βιβλίου) είναι διαφωτιστικό ως προς το πώς η οικονομική φιλελευθεροποίηση στη Μέση Ανατολή τις τελευταίες δεκαετίες (μέσω διαφόρων πακέτων διαρθρωτικής προσαρμογής στις δεκαετίες του 1990 και του 2000) έχει συνδεθεί στενά με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου του Κόλπου σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή. Οι καπιταλιστές του Κόλπου κυριαρχούν πλέον σε βασικούς οικονομικούς τομείς πολλών γειτονικών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων και της αστικής ανάπτυξης, της αγροτικής βιομηχανίας, των τηλεπικοινωνιών, του λιανικού εμπορίου, της εφοδιαστικής, των τραπεζών και των χρηματοοικονομικών.
Συνεπώς, πρέπει να τεθούν κρίσιμα ερωτήματα όταν μιλάμε για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην περιοχή: Πώς θα μπορούσε να μοιάζει εδώ μια δίκαιη αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής; Θα σήμαινε την ελευθερία μετακίνησης και το άνοιγμα των συνόρων εντός της περιοχής και το άνοιγμα των συνόρων με την Ευρώπη; Θα σήμαινε την πληρωμή του κλιματικού χρέους, την αποκατάσταση και την αναδιανομή – από τις δυτικές κυβερνήσεις, τις πολυεθνικές εταιρείες και τις πλούσιες τοπικές ελίτ σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο; Θα σήμαινε ριζική ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα; Τι θα έπρεπε να συμβεί με τους πόρους ορυκτών καυσίμων στην περιοχή που σήμερα εξορύσσονται από εθνικές και ξένες εταιρείες; Ποιος θα πρέπει να ελέγχει και να κατέχει τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας της περιοχής; Τι σημαίνει εδώ η προσαρμογή σε ένα μεταβαλλόμενο κλίμα και ποιος θα διαμορφώσει και θα επωφεληθεί από αυτές τις προσαρμογές; Και ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες και φορείς που θα αγωνιστούν για ουσιαστική αλλαγή και ριζικό μετασχηματισμό;
Ενώ οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο αρχίζουν να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους την κλιματική αλλαγή, συχνά τη βλέπουν μέσα από το πρίσμα της «κλιματικής ασφάλειας» – ενισχύοντας την άμυνα απέναντι στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας και τα ακραία καιρικά φαινόμενα και πολύ συχνά ενισχύοντας επίσης την άμυνά τους απέναντι στην «απειλή» των προσφύγων και των ακτιβιστών για το κλίμα και απέναντι στις επαναδιαπραγματεύσεις της παγκόσμιας ισχύος. Η ασφαλειοποίηση και η στρατιωτικοποίηση της κλιματικής αντιμετώπισης στη Μέση Ανατολή αποτελεί από μόνη της μια εν δυνάμει πρόκληση και απειλή για την ατζέντα της κλιματικής δικαιοσύνης, δεδομένου ότι η περιοχή διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην παγκόσμια ανάπτυξη τεχνολογιών, τεχνικών και δογμάτων επιβολής. Ο ρόλος αυτός επεκτείνεται πέρα από το καθεστώς της περιοχής ως της μεγαλύτερης εξαγωγικής αγοράς όπλων και στρατιωτικού υλικού στον κόσμο και περιλαμβάνει την κρίσιμη συμμετοχή της στη δοκιμή νέων τεχνολογιών ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων των αναδυόμενων μορφών επιτήρησης και ελέγχου του πληθυσμού. Αρκετοί συγγραφείς έχουν επιστήσει την προσοχή στα περίπλοκα διεθνή δίκτυα που υποστηρίζουν το εμπόριο όπλων και τη βιομηχανία επιτήρησης της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς λογικών για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, στρατιωτικών τεχνολογιών, προσωπικού, εκπαιδευτικών εγχειριδίων, διασυνοριακών επιχειρήσεων, αστυνομικών δυνάμεων και ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών και εταιρειών ασφαλείας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνδυάζονται για να καταστήσουν τη Μέση Ανατολή σημαντικό κόμβο στην παγκόσμια εξάπλωση των νέων κανόνων μιλιταρισμού και ασφαλειοποίησης. Επιπλέον, η δυναμική του πολέμου στην ίδια την περιοχή διαμορφώνεται επίσης σημαντικά από αυτούς τους παγκόσμιους δεσμούς, όπως και οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους οι στρατοί έχουν αφομοιωθεί στα πολιτικά και οικονομικά συστήματα τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό και επιτακτικό να αρχίσουμε να εξετάζουμε το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής μέσα από το πρίσμα της δικαιοσύνης και όχι της ασφάλειας. Η θεώρηση του μέλλοντος μέσα από το πλαίσιο της «ασφάλειας» υποτάσσει τους αγώνες μας σε ένα εννοιολογικό και φαντασιακό πλαίσιο που τελικά επανεξουσιοδοτεί την κατασταλτική δύναμη του κράτους και ασφαλειοποιεί και στρατιωτικοποιεί την αντιμετώπιση. Περισσότερα τανκς και όπλα, υψηλότερα τείχη και πιο στρατιωτικοποιημένα σύνορα δεν θα λύσουν την κλιματική κρίση. Στην καλύτερη περίπτωση, θα επιτρέψουν στους πλούσιους να επιβιώσουν με άνεση, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος θα πληρώνει το τίμημα της αδράνειας για το κλίμα. Πρέπει να έρθουμε σε ρήξη με το σύστημα καπιταλιστικής εκμετάλλευσης των ανθρώπων και του πλανήτη που έχει προκαλέσει την κλιματική κρίση, όχι να το οπλίσουμε και να το παγιώσουμε.
Το αποικιοκρατικό βλέμμα και ο περιβαλλοντικός οριενταλισμός
Ακριβώς όπως η οικονομική υποταγή και η ιμπεριαλιστική κυριαρχία υπονόμευσαν την πολιτική και οικονομική αυτονομία της αραβικής περιοχής, η παραγωγή γνώσης και οι αναπαραστάσεις των Αράβων και του περιβάλλοντός τους χρησιμοποιήθηκαν εξίσου από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις για να νομιμοποιήσουν το αποικιοκρατικό τους σχέδιο και τους αυτοκρατορικούς τους στόχους. Τέτοιες στρατηγικές κυριαρχίας συνεχίζονται και σήμερα, καθώς οι χώρες της περιοχής επαναπροσδιορίζονται (για άλλη μια φορά) ως αντικείμενα ανάπτυξης (βιώσιμης ή μη), επαναλαμβάνοντας την αποικιακή mission civilisatrice (εκπολιτιστική αποστολή).
Αντικρούοντας τις θέσεις των Γάλλων αποικιοκρατών ιστορικών σχετικά με την υποτιθέμενη «ιστορική καθυστέρηση» και την «κατάσταση παγωμένου χρόνου» των Βερβερών/Αμαζίγ, των Αράβων και των μουσουλμάνων, καθώς και των πολιτισμών τους, ο Μαροκινός ιστορικός και φιλόσοφος Abdallah Laroui υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα των αυτόχθονων πληθυσμών στο Μαγκρέμπ στις πολλαπλές πτυχές της (πολιτική, οικονομική, πολιτιστική, περιβαλλοντική κ.λπ.) και σε διάφορες ιστορικές περιόδους, έχει σκόπιμα παραποιηθεί προκειμένου να προωθηθεί μια ψευδής και ουσιοκρατική αφήγηση που εξυπηρετεί μια αποικιακή ατζέντα υποταγής, κυριαρχίας και επέκτασης. Η Αμερικανίδα γεωγράφος Diana K. Davis συμφωνεί και υποστηρίζει ότι οι αγγλοευρωπαϊκές περιβαλλοντικές φαντασιώσεις του 19ου αιώνα παρουσίαζαν το περιβάλλον στον αραβικό κόσμο τις περισσότερες φορές ως «ξένο, εξωτικό, φανταστικό ή αφύσικο και συχνά ως υποβαθμισμένο με κάποιο τρόπο». Χρησιμοποιεί εύστοχα την έννοια του οριενταλισμού του Edward Said ως πλαίσιο για να ερμηνεύσει τις πρώιμες δυτικές αναπαραστάσεις του περιβάλλοντος της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής ως εμφανίζουσες μια μορφή «περιβαλλοντικού οριενταλισμού». Το περιβάλλον αυτό περιγράφηκε από εκείνους που έγιναν οι αυτοκρατορικές δυνάμεις, κυρίως από τη Βρετανία και τη Γαλλία, ως «παράξενο και ελαττωματικό», σε σύγκριση με το «κανονικό και παραγωγικό» περιβάλλον της Ευρώπης. Αυτό συνεπαγόταν την ανάγκη κάποιας παρέμβασης «για τη βελτίωση, την αποκατάσταση, την κανονικοποίηση και την επιδιόρθωσή του».
Αυτή η παραπλανητική αναπαράσταση της υποτιθέμενης περιβαλλοντικής υποβάθμισης και της οικολογικής καταστροφής χρησιμοποιήθηκε από τις αποικιακές αρχές για να δικαιολογήσει κάθε είδους καταλήστευση, καθώς και πολιτικές που αποσκοπούσαν στον έλεγχο των πληθυσμών της περιοχής και του περιβάλλοντός τους. Στη Βόρεια Αφρική (και αργότερα στο Μασρίκ), οι Γάλλοι κατασκεύασαν μια περιβαλλοντική αφήγηση υποβάθμισης προκειμένου να εφαρμόσουν «δραματικές οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και περιβαλλοντικές αλλαγές». Σύμφωνα με αυτή την προοπτική, οι αυτόχθονες και το περιβάλλον τους δικαιολογούσαν τα «ευεργετήματα» της mission civilisatrice και απαιτούσαν την προσοχή του λευκού ανθρώπου.
Οι αφηγήσεις είναι πάντα προϊόν της ιστορικής τους στιγμής και δεν είναι ποτέ αθώες, και επομένως πρέπει πάντα να αναρωτιέται κανείς: προς όφελος ποιου λειτουργούν η παραγωγή γνώσης, οι αναπαραστάσεις και οι αφηγήσεις; Ένα κραυγαλέο σύγχρονο παράδειγμα είναι η σύγχρονη αναπαράσταση της βορειοαφρικανικής Σαχάρας, η οποία συνήθως περιγράφεται ως μια απέραντη, άδεια και νεκρή γη που είναι αραιοκατοικημένη, αποτελώντας έτσι μια χρυσή ευκαιρία για την παροχή φθηνής ενέργειας στους Ευρωπαίους, ώστε να μπορούν να συνεχίσουν τον εξωφρενικό καταναλωτικό τρόπο ζωής τους και την υπερβολική κατανάλωση ενέργειας. Αυτή η ψευδής αφήγηση αγνοεί ζητήματα ιδιοκτησίας και κυριαρχίας, ενώ συγκαλύπτει τις συνεχιζόμενες παγκόσμιες ηγεμονικές σχέσεις που διευκολύνουν την αφαίμαξη των πόρων, την ιδιωτικοποίηση των κοινών αγαθών και την καταλήστευση των κοινοτήτων. Όπως σε πολλά μέρη όπου οι ζωές και τα μέσα διαβίωσης των εργαζομένων είναι αόρατα ή «παράνομα» για τα αποικιοκρατικά κράτη, «δεν υπάρχει ελεύθερη γη» στη Βόρεια Αφρική. Ακόμη και όταν είναι αραιοκατοικημένα, τα παραδοσιακά τοπία και εδάφη είναι ενσωματωμένα σε πολιτισμούς και κοινότητες, και τα δικαιώματα και η κυριαρχία των ανθρώπων πρέπει να γίνονται σεβαστά σε κάθε κοινωνικο-οικολογικό μετασχηματισμό.
Είναι ζωτικής σημασίας να αναλύσουμε τους μηχανισμούς με τους οποίους ο άλλος αποανθρωποποιείται και πώς η δύναμη της αναπαράστασης και της κατασκευής φαντασιώσεων γι’ αυτόν (και το περιβάλλον του) χρησιμοποιείται για να εδραιώσει δομές εξουσίας, κυριαρχίας και στέρησης. Από αυτή την άποψη, η διαδικασία που περιγράφει ο Said στον Οριενταλισμό, δηλαδή η «αγνόηση, η ουσιοποίηση [και] η απογύμνωση της ανθρώπινης υπόστασης» μιας άλλης κουλτούρας, ενός άλλου λαού ή μιας άλλης γεωγραφικής περιοχής, συνεχίζει και σήμερα να χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τη βία απέναντι στον άλλο και στη φύση. Αυτή η βία παίρνει τη μορφή εκτοπισμού πληθυσμών, αρπαγής γης και πόρων, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να πληρώσουν το κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος των έργων εξόρυξης και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, βομβαρδίζοντας, σφαγιάζοντας, αφήνοντας ανθρώπους να πνιγούν στη Μεσόγειο και καταστρέφοντας τη γη στο όνομα της προόδου. Η Naomi Klein το έθεσε εύγλωττα αυτό στη διάλεξή της «Edward Said Lecture» το 2016, στην οποία περιέγραψε μια κουλτούρα λευκής υπεροχής/ρατσισμού που γίνεται όλο και πιο εμφανής σε μέρη της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών: «Μια κουλτούρα που δίνει τόσο λίγη αξία στις ζωές των μαύρων και των μελαμψών, που είναι πρόθυμη να αφήσει ανθρώπινα όντα να εξαφανιστούν κάτω από τα κύματα ή να αυτοπυρποληθούν σε κέντρα κράτησης, θα είναι επίσης πρόθυμη να αφήσει τις χώρες όπου ζουν οι μαύροι και οι μελαμψοί να εξαφανιστούν κάτω από τα κύματα ή να αποξηρανθούν στην ξηρασία». Μια τέτοια «κουλτούρα» δεν θα λυπηθεί όταν θα φορτώσει το καταστροφικό κοινωνικο-περιβαλλοντικό κόστος στους φτωχούς αυτών των χωρών.
Η αντίσταση και η αποδόμηση της οριενταλιστικής και (νεο)αποικιοκρατικής περιβαλλοντικής αφήγησης για την αραβική περιοχή θα επιτρέψει αλλά και θα απαιτήσει την οικοδόμηση οραμάτων συλλογικής δράσης για το κλίμα, κοινωνικής δικαιοσύνης και κοινωνικο-οικολογικού μετασχηματισμού που έχουν τις ρίζες τους στις εμπειρίες, τις αναλύσεις και τα χειραφετητικά οράματα της αφρικανικής και της αραβικής περιοχής και πέραν αυτής.
Τι είναι η «δίκαιη μετάβαση»;
Όπως περιγράφηκε παραπάνω, οι συζητήσεις για τη δράση για το κλίμα είναι συχνά περιορισμένες και τεχνοκρατικές, νεοφιλελεύθερες και βασισμένες στην αγορά, από πάνω προς τα κάτω και σιωπηρά επικεντρωμένες στη διατήρηση των δομών του ρατσιστικού, ιμπεριαλιστικού και πατριαρχικού καπιταλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο προτάσεων που, στην καλύτερη περίπτωση, αγνοούν σε μεγάλο βαθμό τα ζητήματα εξουσίας και δικαιοσύνης, η έννοια της «δίκαιης μετάβασης» έχει αναδειχθεί ως ένα πλαίσιο που θέτει τη δικαιοσύνη στο επίκεντρο της συζήτησης. Η προσέγγιση αυτή αναγνωρίζει ότι, σύμφωνα με τα λόγια του Eduardo Galeano, «τα δικαιώματα των ανθρώπων και τα δικαιώματα της φύσης είναι δύο ονομασίες για την ίδια αξιοπρέπεια». Από πού προήλθε η ιδέα της δίκαιης μετάβασης και τι μπορεί να έχει να προσφέρει στο εγχείρημα της ανάπτυξης θεμελιωμένων, εκ των κάτω προς τα πάνω και αντιιμπεριαλιστικών οραμάτων χειραφέτησης και δράσης για το κλίμα στο πλαίσιο της αραβικής περιοχής;
Η προέλευση της έννοιας της δίκαιης μετάβασης εντοπίζεται συνήθως στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970, όταν δημιουργήθηκαν πρωτοποριακές συμμαχίες μεταξύ εργατικών συνδικάτων και κινημάτων περιβαλλοντικής δικαιοσύνης και αυτοχθόνων για να αγωνιστούν για περιβαλλοντική δικαιοσύνη στο πλαίσιο των ρυπογόνων βιομηχανιών. Απέναντι στους περιβαλλοντικούς κανονισμούς που εφαρμόζονταν για πρώτη φορά ή αυστηροποιούνταν κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, οι εταιρείες ισχυρίζονταν ότι οι πολιτικές για την προστασία του περιβάλλοντος θα απαιτούσαν από αυτές να απολύσουν εργαζόμενους. Τα συνδικάτα και οι κοινότητες συσπειρώθηκαν ενάντια σε αυτή την προσπάθεια διαίρεσης και κυριαρχίας, υποστηρίζοντας ότι οι εργαζόμενοι και οι κοινότητες –ιδίως οι μαύρες, οι μελαμψές και οι αυτόχθονες κοινότητες, οι οποίες επηρεάζονταν (και εξακολουθούν να επηρεάζονται) περισσότερο από τις ρυπογόνες βιομηχανίες– είχαν κοινό συμφέρον για ένα βιώσιμο περιβάλλον και για αξιοπρεπή, ασφαλή και δίκαια αμειβόμενη εργασία.
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η έννοια της δίκαιης μετάβασης υιοθετήθηκε, διερευνήθηκε και αναπτύχθηκε από μια σειρά διαφορετικών κινημάτων, αρχικά στις ΗΠΑ και τον Καναδά, αλλά στη συνέχεια και σε όλο τον κόσμο, και ιδιαίτερα στη Νότια Αμερική και τη Νότια Αφρική. Τα κινήματα εργατικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, σε συνεργασία με τα αυτόχθονα έθνη, τα γυναικεία κινήματα, τη νεολαία, τους φοιτητές και άλλες ομάδες, δημιούργησαν συμμαχίες και μοιράστηκαν οράματα για το πώς θα έμοιαζε μια δίκαιη μετάβαση: μετασχηματιστικές λύσεις για την κλιματική κρίση που θα αντιμετωπίζουν τις βαθύτερες αιτίες της και θα θέτουν στο επίκεντρο τα ανθρώπινα δικαιώματα, την οικολογική ανάπλαση και τη λαϊκή κυριαρχία.
Καθώς το πλαίσιο έχει αποκτήσει μεγαλύτερη δημοτικότητα, οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις προσπαθούν όλο και περισσότερο να προωθήσουν τα δικά τους οράματα για δίκαιη μετάβαση, τα οποία στερούνται ταξικής ανάλυσης και αρνούνται την ανάγκη για ριζικό μετασχηματισμό. Με τη συμπερίληψη του όρου «δίκαιη μετάβαση» στο προοίμιο της συμφωνίας του Παρισιού –μια δύσκολη νίκη για τα παγκόσμια εργατικά κινήματα και τα κινήματα για την κλιματική δικαιοσύνη– αυτή η ιδιοποίηση του όρου έχει δημιουργήσει εντάσεις. Σήμερα, η δίκαιη μετάβαση δεν είναι μια ενιαία έννοια αλλά ένα πεδίο αμφισβήτησης, ένας χώρος όπου διεξάγονται αγώνες σχετικά με το ποιες απαντήσεις στην κλιματική κρίση είναι δυνατές και αναγκαίες. Ο όρος δεν συνεπάγεται αυτομάτως προοδευτικές ή χειραφετητικές πολιτικές, και πολλοί φορείς τον χρησιμοποιούν για να περιγράψουν και να υπερασπιστούν προτάσεις που είναι βασικά επιχειρηματικές ως συνήθως ή εντατικοποιημένος πράσινος εξορυκτισμός. Παρ’ όλα αυτά, πολύ περισσότερο από τη ρητορική για τη «βιώσιμη ανάπτυξη» ή την «πράσινη οικονομία», η ιδέα της δίκαιης μετάβασης εξακολουθεί να παρέχει ένα χώρο που τα κινήματα μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να επιμείνουν στην προτεραιότητα της δικαιοσύνης σε όλες τις λύσεις για το κλίμα. Παρά τις προσπάθειες συνυπολογισμού, η κεντρική θέση της «δικαιοσύνης» στον ίδιο τον όρο αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα της έννοιας της δίκαιης μετάβασης.
Οι προτάσεις δίκαιης μετάβασης που προωθούνται από προοδευτικά κοινωνικά κινήματα βασίζονται στην πεποίθηση ότι οι άνθρωποι που επωμίζονται το μεγαλύτερο κόστος του σημερινού συστήματος δεν θα πρέπει να είναι αυτοί που θα πληρώσουν το κόστος της μετάβασης σε μια βιώσιμη ή αναπλασμένη κοινωνία και, ταυτόχρονα, θα πρέπει να είναι οι πρωταγωνιστές στη διαμόρφωση μιας τέτοιας μετάβασης. Διαφορετικές κινηματικές δυναμικές έχουν διερευνήσει διαφορετικές διαστάσεις αυτού του ζητήματος, επιδιώκοντας να κατανοήσουν καλύτερα το κόστος του σημερινού συστήματος, τις δυνατότητες μετασχηματισμού και το πιθανό κόστος των προτεινόμενων εναλλακτικών λύσεων. Από φεμινιστικές και αυτόχθονες προοπτικές μέχρι περιφερειακά και εθνικά προγράμματα, τα κινήματα προωθούν τους δικούς τους ορισμούς τόσο της «δικαιοσύνης» όσο και της «μετάβασης» στα διαφορετικά τους πλαίσια.
Μια συνάντηση περιβαλλοντικής δικαιοσύνης και εργατικών κινημάτων από τρεις ηπείρους που πραγματοποιήθηκε στο Άμστερνταμ το 2019 (η οποία παρεμπιπτόντως έθεσε τα θεμέλια για το παρόν βιβλίο) προσπάθησε να προσδιορίσει τις βασικές αρχές της δίκαιης μετάβασης: (1) η δίκαιη μετάβαση φαίνεται διαφορετική σε διαφορετικά μέρη, (2) η δίκαιη μετάβαση είναι ταξικό ζήτημα, (3) η δίκαιη μετάβαση είναι ζήτημα φύλου, (4) η δίκαιη μετάβαση είναι ένα αντιρατσιστικό πλαίσιο, (5) η δίκαιη μετάβαση αφορά περισσότερα από το κλίμα και (6) η δίκαιη μετάβαση αφορά τη δημοκρατία.
Χωρίς να διεκδικεί έναν εξαντλητικό ορισμό ή ένα τελικό σύνολο μόνιμων αρχών, η ανάλυση αυτή θέτει τα περιγράμματα μιας θέσης που αναγνωρίζει ότι οι συζητήσεις για τη δίκαιη μετάβαση πρέπει να ανταποκριθούν στην πραγματικότητα της ανισόμετρης ανάπτυξης που προκλήθηκε από τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία∙ ότι η δίκαιη μετάβαση πρέπει να περιλαμβάνει ριζοσπαστικές αλλαγές που αυξάνουν τη δύναμη των εργαζομένων σε όλη τους την ποικιλομορφία (βλ. παρακάτω) και μειώνουν τη δύναμη του κεφαλαίου και των κυβερνητικών ελίτ∙ ότι τα περιβαλλοντικά ζητήματα δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς την αντιμετώπιση των ρατσιστικών, σεξιστικών και άλλων καταπιεστικών δομών της καπιταλιστικής οικονομίας∙ ότι η περιβαλλοντική κρίση είναι πολύ ευρύτερη από την κλιματική κρίση, περιλαμβάνοντας την απώλεια οικοτόπων και βιοποικιλότητας και μια θεμελιώδη κατάρρευση των ανθρώπινων σχέσεων με τον «φυσικό κόσμο»∙ και ότι μια δίκαιη μετάβαση δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς μετασχηματισμούς της πολιτικής, καθώς και της οικονομικής, εξουσίας προς την κατεύθυνση του μεγαλύτερου εκδημοκρατισμού.
Ένα δεύτερο σημαντικό πλεονέκτημα της δίκαιης μετάβασης είναι η ιστορία της ως εργαλείο ή πλαίσιο για την ενοποίηση διαφορετικών κινημάτων, ξεπερνώντας τις διαφορές και τις πιθανές διαιρέσεις. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο όρος προέκυψε αρχικά ως απάντηση στις τακτικές «διαίρει και βασίλευε» των επιχειρήσεων που αντιστέκονταν στις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις. Αυτές οι τακτικές συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται καθώς οι εταιρείες πιέζουν για πολιτικές που προστατεύουν τα κέρδη ανεξάρτητα από το κόστος για τις κοινότητες, τους εργαζόμενους και τον πλανήτη και που φέρνουν διαφορετικές περιοχές και διαφορετικά τμήματα εργαζομένων αντιμέτωπα μεταξύ τους. Τα διεθνή κινήματα για την κλιματική δικαιοσύνη, οι εθνικοί και περιφερειακοί συνασπισμοί και οι τοπικές συμμαχίες σε όλο τον κόσμο αναγνωρίζουν ότι σχεδόν όλοι μας κερδίζουμε από ένα βιώσιμο και ακμάζον περιβάλλον και υποφέρουμε όταν ο πλούτος και η εξουσία συγκεντρώνονται στα χέρια μιας μικρής ελίτ που υπολογίζει ότι μπορεί να προστατευτεί από τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Ωστόσο, η οικοδόμηση κοινών καμπανιών και κοινών οραμάτων, η καλλιέργεια εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης, καθώς και η ανάπτυξη και ο αγώνας για κοινές προτάσεις είναι αργή και πολιτικά απαιτητική δουλειά – αλλά απαραίτητη, καθώς κάθε παράκαμψη που προσπαθεί να παρακάμψει αυτή τη διαδικασία είναι πιθανό να θέσει σε κίνδυνο τη δικαιοσύνη που πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε δίκαιης μετάβασης. Η έννοια της δίκαιης μετάβασης, και η αυξανόμενη εμπειρία από την εργασία και την καμπάνια με αυτή σε όλο τον κόσμο, μπορεί να βοηθήσει να παρασχεθούν κάποιοι οδηγοί και οδοδείκτες σε αυτόν τον δύσκολο δρόμο.
Η έννοια της δίκαιης μετάβασης διαμορφώθηκε εν μέρει από τα εργατικά κινήματα, οπότε το ζήτημα της αξιοπρεπούς εργασίας παραμένει κεντρικό σε πολλές προτάσεις που διατυπώνονται για τη δίκαιη μετάβαση. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την περιοχή MABA, την οποία η Διεθνής Συνομοσπονδία Συνδικάτων έχει χαρακτηρίσει ως τη χειρότερη στον κόσμο όσον αφορά τα δικαιώματα των εργαζομένων, με συστηματικές παραβιάσεις σε ολόκληρη την περιοχή. Εκεί βρίσκονται επίσης εκατομμύρια μετανάστες εργαζόμενοι χωρίς υπηκοότητα (τόσο εντός όσο και εκτός της περιοχής). Στις αραβικές χώρες του Κόλπου, για παράδειγμα, πάνω από το μισό εργατικό δυναμικό αποτελείται από άτομα χωρίς υπηκοότητα, με περισσότερους μετανάστες να εργάζονται στον Κόλπο από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή του παγκόσμιου Νότου. Ταυτόχρονα, σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο, η ανεργία των νέων είναι σχεδόν διπλάσια από τον παγκόσμιο μέσο όρο και στη Βόρεια Αφρική περίπου τα δύο τρίτα των εργαζομένων απασχολούνται στον άτυπο τομέα.
Στο πλαίσιο αυτό, τι σημαίνει να μιλάμε για αξιοπρεπή εργασία και πώς πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον εργαζόμενο λαό; Εμπνευσμένος από τις πολιτικές κινητοποιήσεις του Γουϊανέζου ιστορικού και πολιτικού ακτιβιστή Walter Rodney για τον «εργαζόμενο λαό», ο Τανζανός μελετητής Issa Shivji έχει υποστηρίξει ότι «στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, η πρωταρχική συσσώρευση λαμβάνει νέες μορφές και γενικεύεται σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένου του λεγόμενου άτυπου τομέα. Ο παραγωγός αυτο-εκμεταλλεύεται τον εαυτό του μόνο και μόνο για να επιβιώσει, ενώ επιδοτεί το κεφάλαιο». Με βάση αυτό, υποστηρίζει ότι χρειαζόμαστε μια νέα αντίληψη για τον εργαζόμενο λαό που να αναγνωρίζει την κοινή εκμετάλλευση που αντιμετωπίζουν οι οργανωμένοι βιομηχανικοί εργάτες, οι άτυποι, επισφαλείς, προσωρινοί ή μετανάστες εργάτες, οι απλήρωτοι ή κακοπληρωμένοι εργάτες (συνήθως γυναίκες) που κάνουν οικιακές εργασίες, εργασίες φροντίδας και κοινωνικής αναπαραγωγής και οι ονομαστικά αυτοαπασχολούμενοι ή ανεξάρτητοι μικροί αγρότες, κτηνοτρόφοι και ψαράδες που εργάζονται άμεσα για την επιβίωσή τους.
Σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας, ανεξάρτητα από το είδος της εργασίας που κάνει, στερείται ένα μέρος της καθημερινής της κατανάλωσης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ή της δυνατότητας να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή, προκειμένου να συνεχίσει να στηρίζει τα υπερκέρδη των πολυεθνικών εταιρειών. Είτε αυτό συμβαίνει επειδή τα συστήματα διατροφής, υγείας, ενέργειας και περίθαλψης έχουν ιδιωτικοποιηθεί, ρίχνοντας όλο το βάρος της φροντίδας στην οικογενειακή μονάδα, είτε επειδή έχουν χάσει ή κινδυνεύουν να χάσουν την πρόσβαση στα παραδοσιακά τους εδάφη, τις περιοχές ή τους αλιευτικούς τόπους, είτε επειδή δεν μπορούν να βρουν δουλειά και πρέπει να παλέψουν για να τα βγάλουν πέρα σε μια ανεπίσημη οικονομία όπου δεν έχουν πολιτικά μέσα για να διεκδικήσουν ένα μισθό που να τους εξασφαλίζει τα προς το ζην, τα αποτελέσματα είναι τα ίδια. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η επισφαλής και εκμεταλλευόμενη πλειοψηφία είναι επίσης η ομάδα που κινδυνεύει περισσότερο από την κλιματική αλλαγή και έχει τις λιγότερες δυνατότητες να προστατευτεί από τις επιπτώσεις της.
Σε συνδυασμό με την έννοια της δίκαιης μετάβασης, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον ορισμό του «εργαζόμενου λαού» όταν αναπτύσσουμε το όραμά μας για το ποιος πρέπει να έχει τον έλεγχο της ενεργειακής μετάβασης και της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης γενικότερα. Μαζί, αυτές οι έννοιες παρέχουν μια βάση για να αναρωτηθούμε πώς θα μπορούσε να μοιάζει η δικαιοσύνη στη δράση για το κλίμα και ποια συγκεκριμένα βήματα πρέπει να κάνουμε για να την υλοποιήσουμε σε διάφορα πλαίσια. Σε αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει το παρόν βιβλίο. Αυτό επιτυγχάνεται με τη συγκέντρωση των διαφορετικών προοπτικών πολλών διαφορετικών τμημάτων εργαζομένων σε ολόκληρη την αραβική περιοχή και φωτίζοντας ορισμένες από τις δυνατότητες για τη δημιουργία συμμαχιών και συνασπισμών.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Hamza Hamouchene and Katie Sandwell, “Just in Time. The Urgent Need for a Just Transition in the Arab Region”, Spectre, 30 Ιανουαρίου 2024, https://spectrejournal.com/just-in-time/.
Ο Hamza Hamouchene είναι Αλγερινός ερευνητής και ακτιβιστής που ζει στο Λονδίνο. Είναι συντονιστής του προγράμματος για τη Βόρεια Αφρική στο Transnational Institute (TNI) και ιδρυτικό μέλος της Algeria Solidarity Campaign (ASC), της Environmental Justice North Africa (EJNA) και του North African Food Sovereignty Network (NAFSN). Έχει συγγράψει και επιμεληθεί διάφορα βιβλία, μεταξύ των οποίων και το The Arab Uprisings: A Decade of Struggles και The Struggle for Energy Democracy in the Maghreb. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Africa Is A Country, Guardian, Huffington Post, Middle East Eye, New Internationalist, Jadaliyya, openDemocracy, ROAR και αλλού.
Στο elaliberta.gr έχουν μεταφραστεί τα άρθρα του: «Η Αλγερία σε εξέγερση: “Ξυπνήσαμε και θα πληρώσετε!”» (6-6-2019) και «Καλώς ήρθατε στη νέα αλγερινή επανάσταση» (19-6-2019) και (μαζί με την Manal Shqair και την Hafawa Rabhi): «Η οικο-εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τις αραβικές χώρες καλύπτει τα εγκλήματά του» (19-6-2019)
Η Katie Sandwell είναι συντονίστρια προγραμμάτων στο Transnational Institute. Έχει δημοσιεύσει άρθρα για τα παγκόσμια κινήματα διατροφικής κυριαρχίας, τη δίκαιη μετάβαση και τους αγώνες για τη γη και είναι συν-συγγραφέας του βιβλίου From Crisis to Transformation: What is Just Transition?.