Τρία σημαντικά βιβλία, ένα κρίσιμο κενό
Για τα βιβλία των Ά. Χατζηστεφάνου, Π. Παπακωνσταντίνου, Δ. Καλτσώνη & Ε. Ντ. Λόπες
του Χρήστου Κεφαλή*
Τρία σημαντικά βιβλία κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Τόπος, τα δυο πολύ πρόσφατα, μέσα στο 2024 και το άλλο το 2022. Αν και δεν αποτελεί συνήθη πρακτική, αξίζει να τα εξετάσουμε από κοινού, για δυο κυρίως λόγους. Από τη μια μεριά, πραγματεύονται κοινά θέματα: η άνοδος της ακροδεξιάς, η γενικευμένη χειραγώγηση και η αποδυνάμωση της αστικής δημοκρατίας, με την επακόλουθη απειλή ενός νέου φασισμού. Και από την άλλη –και εδώ εντοπίζεται το κοινό κενό τους– περιορίζουν την εξέταση αυτών των τάσεων αποκλειστικά στις χώρες της Δύσης, κυρίως σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ακόμη και στη Λατινική Αμερική, αφήνοντας εντελώς έξω τη Ρωσία, ενώ παραλείπουν κάθε αναφορά στην αντανάκλασή τους σε συνιστώσες, σταλινικής κύρια απόχρωσης, του κομμουνιστικού κινήματος.
Συγκεκριμένα, λόγος γίνεται για τα:
Άρης Χατζηστεφάνου, Προπαγάνδα & Παραπληροφόρηση, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2022.
Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Το Γκρίζο Κύμα, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2024.
Δημήτρης Καλτσώνης και Ερνέστο Ντομίνγκες Λόπες, Το Μέλλον της Δημοκρατίας, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2024 (το τελευταίο περιλαμβάνει δυο δοκίμια: Δ. Καλτσώνης, «Το τέλος και η αναγέννηση της δημοκρατίας» και Ε. Ντ. Λόπες, «Εξουσία, καπιταλισμός και δημοκρατία στις ΗΠΑ»).
Και τα τρία βιβλία προέρχονται από διακεκριμένους λογίους και ακτιβιστές του κινήματος, προσφέροντας στον αναγνώστη έναν ευρύ φάσμα γνώσεων στα θέματα που πραγματεύονται. Ταυτόχρονα όμως φανερώνουν μια κρίσιμη αδυναμία της μαρξιστικής, κινηματικής διανόησης, η οποία εκδηλώθηκε έντονα στις πολιτικές και ιδεολογικές μάχες του 20ού και 21ου αιώνα: την ανεπάρκεια του ταξικού θεμελίου και της δέσμευσης. Αν με αυτό το τελευταίο δεν αναφερόμαστε μόνο στις διακηρύξεις και τη γενική θεώρηση αλλά πρώτα και κύρια στη μαρξική στενή σύνδεση της θεωρίας με την πράξη, τότε εδώ ακριβώς υστερούν οι τρεις μελέτες. Δίνουν έτσι αφορμές για στοχασμό πάνω στις αδυναμίες της διανόησης και τις συνέπειές τους στο παρόν στάδιο της αποσύνθεσης, αλλά και τους τρόπους υπέρβασης αυτών των συνεπειών.
Θα συζητήσουμε διαδοχικά τα προτερήματα και τις αδυναμίες των τριών βιβλίων, με τη σειρά που τα αναφέραμε.
Το βιβλίο του Χατζηστεφάνου
Το βιβλίο του Χατζηστεφάνου είναι γραμμένο από μια βασικά δημοσιογραφική οπτική, δεν εγείρει θεωρητικές αξιώσεις και θα μας απασχολήσει λιγότερο. Ο συγγραφέας εστιάζει στα μέσα και τις τεχνικές, με τα οποία τα συστημικά ΜΜΕ αλλοιώνουν την πραγματικότητα, χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Με πολυάριθμα παραδείγματα δείχνει πώς μια είδηση μπορεί να διαστρεβλώνεται· μια παραπλανητική τοποθέτηση ενός διλήμματος να γίνεται πειστική· μια δήθεν αμερόληπτη, ουδέτερη παρουσίαση να εξυπηρετεί ή να διαφημίζει επιχειρηματικά συμφέροντα, στοχεύοντας στη χειραγώγηση συνηθειών και συμπεριφορών ή στον εθισμό σε αντικοινωνικές στάσεις· ακόμη και πώς φαινομενικά αδιάψευστα στοιχεία, γραφήματα, κ.ά., μπορεί να λυγίζονται προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση για να υποβληθούν τα επιδιωκόμενα συμπεράσματα.
Ορισμένα κεφάλαια, όπως αυτά για το bothsiding, την ενοχοποίηση των θυμάτων, το whitewashing, το greenwashing, κ.λ.π. (σελ. 169 κ.ε., 175 κ.ε., 237 κ.ε.) παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στις δυο πρώτες περιπτώσεις, με το πρόσχημα της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας δίνεται ίσο βάρος σε απόψεις καταφανώς λαθεμένες ή παραπλανητικές (π.χ. συνωμοσιολογικές θεωρίες) ή ακόμη και αντιστρέφεται η αλήθεια, παριστάνοντας τα θύματα σαν θύτες (π.χ. πρόσφυγες και μετανάστες). Το whitewashing και το greenwashing εξωραΐζουν καταπιεστικά καθεστώτα ή επιβλαβείς πρακτικές δημιουργώντας μια εξιδανικευμένη εικόνα με παραπλανητικά παραδείγματα, που συχνά έχουν δημιουργηθεί σκόπιμα για να συγκαλύψουν τη βαθύτερη πραγματικότητα. Ως greenwashing χαρακτηρίζεται, π.χ., η πρακτική των επιχειρήσεων να προβάλλουν κάποιες υποτυπώδεις, σχεδόν ανέξοδες δράσεις τους για το περιβάλλον, δημιουργώντας έτσι μια ψευδή εικόνα «πράσινης» ευαισθησίας και αποκρύβοντας πολύ πιο επιβλαβείς δραστηριότητές τους.
Μερικά σημεία στο βιβλίο παρουσιάζουν θεωρητικό ενδιαφέρον, που όμως δεν αναπτύσσεται από τον συγγραφέα. Ο τίτλος σε ένα υποκεφάλαιο, «Οι φασίστες του μέλλοντος θα αυτοαποκαλούνται αντιφασίστες» (σελ. 227) θέτει ένα σοβαρό θέμα, μόνο που αυτό δεν μπορεί να χωρέσει στις λίγες σειρές που του αφιερώνονται. Σε ένα άλλο σημείο (σελ. 233 κ.ε.) γίνεται αναφορά σε δημοσιεύματα των New York Times, σύμφωνα με τα οποία, ενώ ο Τραμπ πλήρωσε το 2016 λιγότερα χρήματα για διαφήμιση από όλους τους άλλους υποψηφίους (10 εκατ. δολάρια από τα περίπου 200 εκατ. που δαπανήθηκαν συνολικά) απολάμβανε τον περισσότερο τηλεοπτικό χρόνο, τα δε «earned media» του (θετική προβολή σε ΜΜΕ και Διαδίκτυο) άγγιξαν τα 5,6 δις δολάρια, έναντι 746 της Κλίντον. Παρόμοια συμπεράσματα προέκυψαν αργότερα και από έρευνες για τη Λε Πεν στη Γαλλία.
Όλα αυτά παρέχουν μαρτυρία αυτού που ο Λούκατς και άλλοι μαρξιστές έχουν αποκαλέσει φασιστικοποίηση ή εκφασισμό, δηλαδή την προώθηση από την αστική τάξη σε περιόδους κρίσης των ακροδεξιών και φασιστών λακέδων της στο προσκήνιο, πριν από την ανοικτή κατάλυση της αστικής δημοκρατίας. Οι ηγετικές μερίδες του κεφαλαίου μπορεί να ενισχύουν τους mainstream εκπροσώπους τους με μεγαλύτερες δωρεές και προβολή, αλλά ταυτόχρονα στρέφονται αυξανόμενα στη φασιστική πτέρυγα, όπως είχε γίνει τυπικά με τον Χίτλερ. Από την άλλη μεριά, οι ακροδεξιοί εκμεταλλεύονται τη φραστική προτίμηση του κεφαλαίου στην παραδοσιακή φιλελεύθερη μερίδα για να ποζάρουν ως «αντισυστημικοί» (εκλαμβάνοντας μάλιστα τη μικρότερη προβολή τους ως μια μορφή «φασισμού»), ενώ απλά διεκδικούν την υποστήριξη του κεφαλαίου ως οι «καλύτεροι» εκφραστές του. Ο μικροαστικός περίγυρος εντυπώνει και προάγει αυτή την ψευδαίσθηση επαναστατικότητας, παρέχοντας την «κινηματική» βάση της, όπως είχε γίνει πάλι με τους ναζί.
Αν όμως ο Χατζηστεφάνου μελετούσε αυτή τη διαδικασία, θα έβλεπε ότι ενώ στα καπιταλιστικά κέντρα της Δύσης βρίσκεται περίπου στη μέση, έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο στο αυταρχικό καθεστώς του Πούτιν. Οπωσδήποτε το να διακρίνουμε τον εκφασισμό στο πρόσωπο του Γεωργιάδη και του Βορίδη ή διαφόρων επιτελαρχών του ΝΑΤΟ ή της CIA και να αποτυχαίνουμε να τον διακρίνουμε στο πρόσωπο των Ντούγκιν, Πριγκόζιν, Σουροβίκιν και όλου του εσμού γύρω από τον Πούτιν φανερώνει μια μονόπλευρη όραση. Να προσθέσουμε εδώ ότι στην Κίνα, ενώ έχει πλήρως καπιταλιστικοποιηθεί, ακριβώς επειδή ο καπιταλισμός της ήταν ως τώρα στην ανοδική του φάση δεν έχει επικρατήσει ακόμη αυτός ο εσμός, όπως δεν έχει επικρατήσει εν γένει στη Δυτική Ευρώπη, λόγω των ισχυρών παραδόσεων της αστικής δημοκρατίας μετά το 1945, ενώ στις ΗΠΑ έχει κάνει σαφώς περισσότερα βήματα και με τη δεύτερη τετραετία του Τραμπ θα επιχειρηθεί η εδραίωσή του.
Το βιβλίο του Παπακωνσταντίνου
Η αξία του βιβλίου του Πέτρου Παπακωνσταντίνου βρίσκεται στην περιεκτική παρουσίασή του της ανόδου της ακροδεξιάς παγκόσμια και δευτερευόντως σε ορισμένα θεωρητικά στοιχεία, αν και ανεπαρκή, της ανάλυσής του. Πετυχαίνει έτσι να δείξει την άνοδο της ακροδεξιάς ως μια διαδικασία, με καταβολές πίσω στην περίοδο μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μια αργή εκτύλιξη που επιταχύνθηκε μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και δραματικά μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2007. Σε διαδοχικά κεφάλαια συζητούνται στιγμές και τομές αυτής της διαδικασίας όπως η μεταπολεμική άνοδος της «Νέας Δεξιάς» στη Γαλλία ως τον Λε Πεν· η αφύπνιση των εθνικισμών στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, Βαλκάνια, Βαλτική, κ.ά.· ο ευρωσκεπτικισμός· η εξάπλωση του αντιισλαμισμού μετά την 11η Σεπτέμβρη· ο ρόλος της κρίσης του 2007 στην άνοδο της ακροδεξιάς στις ΗΠΑ, στον ευρωπαϊκό Βορρά και το Νότο· το ακροδεξιό πισωγύρισμα στη Λατινική Αμερική μετά την αριστερή άνοδο της δεκαετίας του 2000. Όλα αυτά υφαίνονται σε μια ενότητα με μια εύστοχη επιλογή υλικού, την παράθεση χαρακτηριστικών επεισοδίων και λεπτομερειών, κ.ά., που διατηρεί ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Πλάι στα παραπάνω, ωστόσο, παρουσιάζονται ευδιάκριτα τα κενά που αναφέραμε στην αρχή: μια πολύ ελλιπής αναφορά στον εθνικισμό του καθεστώτος Πούτιν και η αγνόηση της επίδρασης του εθνικισμού στο εσωτερικό της κομμουνιστογενούς αριστεράς, στη χώρα μας και διεθνώς.
Ο Παπακωνσταντίνου, αντί να αφιερώσει ένα χωριστό κεφάλαιο στη ρωσική ακροδεξιά, επιλέγει να την παρουσιάσει στο μέρος για την Ουκρανία. Υποβάλλει έτσι άθελά του στον αναγνώστη την παράλογη ιδέα ότι ο ρωσικός ακροδεξιός εθνικισμός προέκυψε ως αντίδραση στον ουκρανικό ομόλογό του, που εμφανίζεται ως πιο ακραίος και ισχυρός. Για να καταδείξει τον ουκρανικό ακροδεξιό εθνικισμό αναφέρεται στο νεοφασιστικό/ακροδεξιό Σβόμποντα, που πήρε 10,6% στις εκλογές του 2012 στην Ουκρανία και συμμετείχε το 2014 στην κυβέρνηση (σελ. 248). Σπεύδει όμως να ταυτίσει με αυτό το ρεύμα όλη τη λεγόμενη «Πορτοκαλί Επανάσταση», ενώ η τελευταία προσέλκυσε ευρύτερα στρώματα. Αναφορικά δε με τη Ρωσία, εκτιμά απλά ότι «η Ρωσία δεν ήταν καθόλου απαλλαγμένη από νοσηρά, ακροδεξιά φαινόμενα για τα οποία κατηγορούσε τους γείτονές της» (σελ. 249). Αυτό δεν υποτιμά μόνο το ρωσικό εθνικισμό αλλά αντιστρέφει ξεκάθαρα την πραγματική εικόνα. Μια ματιά στα αποτελέσματα των ουκρανικών εκλογών θα δείξει ότι σε όλη την περίοδο 1994-2012 το Σβόμποντα έπαιρνε ποσοστά της τάξης του 0,2-0,8%, ενώ από το 2014 περιορίστηκε εκ νέου σε κάτω από 5% (2,1% και μια έδρα στις 450 στο ουκρανικό κοινοβούλιο το 2019). Στον αντίποδα, στη Ρωσία, ακόμη και αγνοώντας τα ακροδεξιά στοιχεία στο κόμμα του Πούτιν, τα καθαρά ακροδεξιά κόμματα (το κόμμα του Ζιρινόφσκι, το Ρόντινα κ.ά.) έπαιρναν και παίρνουν μόνιμα ποσοστά της τάξης του 10-20%.
Ο Παπακωνσταντίνου δίνει όντως ορισμένα στοιχεία για τη Ρωσία, αλλά με τρόπο που υποβαθμίζει τη σημασία τους. Το κόμμα του Ζιρινόφσκι, αναφέρει, πήρε 23% το 1993, αλλά στη συνέχεια περιορίστηκε στο 10%, επειδή «θεωρείται μαριονέτα του Κρεμλίνου, ψηφίζοντας μαζί με το κυβερνόν κόμμα σε όλα τα επίμαχα νομοσχέδια» (σελ. 252). Η στάση του Ζιρινόφσκι θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι ο Πούτιν προωθεί μια ατζέντα συμβατή με τις βλέψεις της ρωσικής ακροδεξιάς –ιμπεριαλισμός, μεγαλορωσικός σοβινισμός, αναβίωση τσαρικών συμβόλων και ιδεολογημάτων– ο Παπακωνσταντίνου όμως προσπερνά αυτή την εξήγηση. Ο Ντούγκιν, συνεχίζει, παρουσιάζεται από τα δυτικά ΜΜΕ να έχει μεγάλη επιρροή στον Πούτιν, «αλλά η επιρροή του πάνω στον ισχυρό άνδρα του Κρεμλίνου έχει πιθανότατα υπερτιμηθεί… Εκεί όπου ο Ντούγκιν πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον Πούτιν ήταν στην προσπάθεια του τελευταίου να αποκτήσει προσβάσεις στην εθνικιστική ακροδεξιά της Ευρώπης» (σελ. 253). Αυτό είναι περίπου σαν να λέει κανείς ότι, αν εξαιρέσουμε το γάλα που μας φέρνει κάθε πρωί, ο γαλατάς δεν έχει καμιά σχέση με τη διανομή του γάλακτος, η επιρροή του στην οποία έχει υπερτιμηθεί.
Οι στενοί δεσμοί που καλλιέργησε συστηματικά με τη ρωσική ακροδεξιά ο Πούτιν δεν λένε κάτι για τη φύση του αυταρχικού καθεστώτος του; Και τι να πει κανείς για το ΚΚ της Ρωσικής Ομοσπονδίας που έχει σταθεί βασιλικότερο του βασιλέως στο σοβινισμό, καλώντας τον Πούτιν να κηρύξει τον πόλεμο στην Ουκρανία και προάγοντας ποικιλότροπα την ακροδεξιά ιδεολογία; Όλα αυτά αποσιωπούνται στο βιβλίο του Παπακωνσταντίνου.
Αλλά δεν χρειάζεται να πάμε τόσο μακριά.
Στη χώρα μας επίσης δυνάμεις από το κομμουνιστικό κίνημα έχουν ταυτιστεί με θέσεις και στοιχεία της ακροδεξιάς σε μια σειρά περιπτώσεων.
Το ΚΚΕ όχι μόνο προχώρησε σε μια μακροχρόνια συνεργασία με την εθνικίστρια Κανέλλη, αλλά πήρε ταυτόσημες θέσεις με την ακροδεξιά σε όχι λίγα ζητήματα: η στάση απέναντι στο καθεστώς του Μιλόσεβιτς, το θέμα των ταυτοτήτων, το βιβλίο της 6ης Δημοτικού, η συμφωνία των Πρεσπών, το θέμα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών κοκ.
Στη ΛΑΕ, από την άλλη, στην οποία ανήκε για μερικά χρόνια ο Παπακωνσταντίνου, ο επικεφαλής της Λαφαζάνης όχι μόνο κατέληξε σε απόψεις παραπλήσιες με της Ελληνικής Λύσης, αλλά μετέτρεψε και το σάιτ της, την Ίσκρα, σε μέσο προβολής των απόψεων των κάθε λογής ακροδεξιών εθνικιστών, φτάνοντας να συναντηθεί με τον Στίγκα και να γίνει φερέφωνο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής συνταυτιζόμενος με τους Ντούγκιν. Ενόσω συνέβαιναν αυτά και μετά την αποχώρηση του Λαφαζάνη, τα στελέχη της ΛΑΕ δεν άσκησαν καμιά σοβαρή κριτική στις θέσεις του, ούτε άλλαξαν ουσιαστικά πολιτικές κατευθύνσεις, η συνέπεια τελικά όντας να εκμηδενιστεί ένα κόμμα που ξεκίνησε με 20 βουλευτές.
Ήταν άραγε τυχαία όλα αυτά; Ή είναι τα αποτελέσματα της ταύτισης της ηγεσίας του ΚΚΕ με το σταλινισμό μετά το 1991 και της πεισματικής άρνησης των στελεχών που αποχώρησαν τότε από το ΚΚΕ να έρθουν σε μια ουσιαστική, μαρξιστικά θεμελιωμένη ρήξη με τις σταλινικές παραδόσεις; Ο Παπακωνσταντίνου παρακάμπτει πλήρως αυτά τα ενοχλητικά ερωτήματα και αυτό οπωσδήποτε μειώνει την αξία του βιβλίου του.
Το βιβλίο των Καλτσώνη και Λόπες
Το βιβλίο των Καλτσώνη και Λόπες επικεντρώνει στην υπονόμευση της αστικής δημοκρατίας, εξετάζοντας τα κοινωνικο-πολιτικά θεμέλια αυτής της διαδικασίας, το βαθμό στον οποίο έχει προχωρήσει και τους κινδύνους που ελοχεύουν. Ο Λόπες συζητά το ζήτημα μόνο σε σχέση με τις ΗΠΑ, ενώ ο Καλτσώνης επεκτείνεται σε όλο το δυτικό κόσμο.
Το δοκίμιο του Λόπες επιχειρεί να καταδείξει πώς η όξυνση των οικονομικών ανισοτήτων και οι δομικές αλλαγές του καπιταλισμού ενδυναμώνουν τη μετατόπιση της αμερικάνικης κοινωνίας προς τα δεξιά. Τα ζητήματα που θέτει έχουν συζητηθεί αρκετά και δεν εγείρουν γενικά αντιρρήσεις. Δεν μπορεί να μην επισημάνουμε όμως το γεγονός ότι αναφέρει τα κινήματα στις ΗΠΑ συλλήβδην ως «λαϊκιστικά». Κατατάσσει συγκεκριμένα το «Occupy Wall Street», το «Black Lives Matter» και το Antifa, στο «λαϊκισμό της αριστεράς», και τον τραμπισμό στο «λαϊκισμό της δεξιάς» (σελ. 163 κ.ε.). Αυτή είναι μια πολύ άστοχη ορολογία και υπονομεύει τη γενική ριζοσπαστική οπτική της ανάλυσής του. Αν ο Λόπες θέλει να πει ότι τα κινήματα τύπου Occupy δεν ήταν συνεπή επαναστατικά κινήματα, ότι διαπερνιόνταν από αντιφάσεις και συγχύσεις, κοκ, τότε ξεχνά ότι κανένα ριζοσπαστικό κίνημα δεν είναι εξαρχής συνεπές – γίνεται τέτοιο με την καταλυτική παρέμβαση της πρωτοπορίας.
Το δοκίμιο του Καλτσώνη θέτει ευρύτερα θέματα, λοξοδρομεί όμως και αυτό στην προβληματική του. Η αιτία θα βρεθεί σε πολύ παρόμοιες αδυναμίες με του Παπακωνσταντίνου, αν και όχι εκφρασμένες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Η θέση του Καλτσώνη μπορεί να συνοψιστεί στην αντίθεση που φέρνει μεταξύ τυπικής-αστικής και επαναστατικής δημοκρατίας. Η παραδοσιακή, φιλελεύθερη αστική δημοκρατία αποδεικνύεται αδύναμη μπροστά στην άνοδο της ακροδεξιάς, υπονομεύεται διαρκώς και τείνει να αντικατασταθεί από ένα αυταρχικό κράτος (ο Καλτσώνης το αποκαλεί κάπως αδόκιμα «σιδερόφρακτη δημοκρατία») που ενώ διατηρεί τυπικά τους δημοκρατικούς θεσμούς, περιορίζει τις δυνατότητες έκφρασης των πολιτών, προάγει τη νόθευση της θέλησής τους και ενισχύει διαρκώς τα ταξικά του γνωρίσματα ως εκφραστή των κατόχων του πλούτου. Απέναντί του ο Καλτσώνης αντιτάσσει ως εναλλακτική απάντηση του κινήματος την προοπτική της επαναστατικής δημοκρατίας, της μαζικής δημοκρατίας από τα κάτω.
Αυτή η προβληματική έχει ρίζες στον Λένιν, ιδιαίτερα στις επεξεργασίες του για τη ρωσική επανάσταση του 1905 και εν μέρει και σε εκείνες για το 1917. Το ερώτημα όμως είναι: τι μπορεί να εννοούμε με τον όρο επαναστατική δημοκρατία σε μια επαναστατική διαδικασία στην εποχή μας, υπό τις συνθήκες ενός γενικά ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Η απάντηση έχει ήδη δοθεί από τον Λένιν το 1917 και δεν μπορεί παρά να επαληθευτεί και στις μέρες μας: η επαναστατική δημοκρατία είναι ένας συνδυασμός του αστικού δημοκρατισμού με μια επαναστατική κατάσταση, ουσιαστικά η περίοδος της δυαδικής εξουσίας που εμφανίστηκε στη Ρωσία από το Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη. Από αυτό προκύπτει ότι η επαναστατική δημοκρατία, ακόμη και αν έχει στις σύγχρονες επαναστατικές διαδικασίες μια κάπως μεγαλύτερη διάρκεια, δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια μεταβατική, σχετικά σύντομη φάση, έναν προθάλαμο για τη λύση του ζητήματος της εξουσίας, το πέρασμα της εξουσίας στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Η αδυναμία του δοκιμίου του Καλτσώνη είναι ότι παρουσιάζει την επαναστατική δημοκρατία όχι ως μια μεταβατική στιγμή (οι κατακτήσεις της οποίας θα διατηρηθούν και στα επόμενα στάδια) αλλά ως τη στέρεη βάση, από την οποία θα αναπτυχθούν οι επαναστατικοί μετασχηματισμοί.
Σήμερα η κρίση του καπιταλισμού έχει οξυνθεί στο έπακρο, παρουσιάζοντας ένα ευρύ φάσμα αλληλένδετων όψεων: εκφασισμός, πόλεμοι, ακραία οικονομική ανισότητα, περιβαλλοντική καταστροφή, μεταναστευτικό, επισιτιστική κρίση. Καμιά από αυτές τις προκλήσεις δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αν δεν αρχίσει η απαλλοτρίωση του κεφαλαίου. Και αυτό απαιτεί πρώτα και κύρια ένα μεταβατικό πρόγραμμα εστιασμένο στον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή. Ο Καλτσώνης υποχωρεί από αυτή τη γραμμή, εστιάζοντας στην «αναδιανομή του πλούτου» (σελ. 103 κ.ε.) η οποία αποτελεί ευσεβή πόθο αν δεν θιγούν οι σχέσεις παραγωγής.
Το να δίνεις έμφαση στην επαναστατική δημοκρατία και όχι στο μεταβατικό πρόγραμμα μοιάζει με το να δίνεις έμφαση στο πλαίσιο στο οποίο μπορεί να λυθεί ένα πρόβλημα εξασθενώντας την ίδια τη λύση. Φυσικά, το μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι μια πανάκεια και δεν μπορεί να προβάλλεται ανεξαρτήτως συνθηκών. Έρχεται στην επικαιρότητα όταν υπάρχει όχι μόνο μια βαθιά κοινωνική κρίση αλλά και οι πρωταρχές μια επαναστατικής ανόδου στην οποία αποσκοπεί να δώσει ώθηση. Από αυτή την άποψη, θα ήταν λάθος να το θέσει κανείς, όπως κάνουν δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην πρώτη γραμμή σήμερα, γιατί βρισκόμαστε ακόμη σε μια αμυντική φάση του κινήματος. Αλλά η σαφής προγραμματική διατύπωσή του ως του αναγκαίου μίνιμουμ μετασχηματισμών για μια επαναστατική διέξοδο από την κρίση είναι αναγκαία ακόμη και σε μια τέτοια περίοδο.
Ο Λένιν στις αναφορές του στην επαναστατική δημοκρατία εντόπιζε ως ταξικά στηρίγματά της την εργατική τάξη και την αγροτιά, φροντίζοντας να διαχωρίζει την εργατική δημοκρατία από την επαναστατική δημοκρατία γενικά. Στον Καλτσώνη αυτές οι διακρίσεις θολώνουν, με αποτέλεσμα να συγχέει όχι μόνο τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην πρόοδο και την αντίδραση αλλά και εκείνες ανάμεσα στις διάφορες πτέρυγες της αντίδρασης. Αποκαλυπτική είναι εδώ η απουσία κάθε κριτικής αναφοράς στο αυταρχικό καθεστώς του Πούτιν. Με μαρξιστική ορολογία αυτό που ο Καλτσώνης αποκαλεί «σιδερόφρακτη δημοκρατία» θα μπορούσε να αποδοθεί με την έννοια του ιμπεριαλιστικού βοναπαρτισμού, του οποίου το καθεστώς Πούτιν παρέχει το κλασικό πρότυπο. Ο Καλτσώνης, ωστόσο, ανακαλύπτει τη «σιδερόφρακτη δημοκρατία» του παντού στον κόσμο –από χώρες της ΕΕ όπως οι Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Βαλτικές χώρες, Σλοβακία, κ.ά. (σελ. 51) ως τις «πορτοκαλί επαναστάσεις» σε Σερβία, Γεωργία και Ουκρανία (σελ. 67) και την Ταϊλάνδη (σελ. 70) και από τον Τραμπ και τον Μπολσονάρο ως τον Γουαϊδό (σελ. 67)– εκτός από τη Ρωσία του Πούτιν. Για την τελευταία το μόνο που βρίσκει να πει, μένοντας πολύ πίσω από τον Παπακωνσταντίνου, είναι ότι «οι δυτικές σιδερόφρακτες δημοκρατίες ωραιοποιούν τη δική τους εικόνα ενώ κατηγορούν για αυταρχισμό την Κίνα, τη Ρωσία και όποια άλλη χώρα θέτουν στο στόχαστρο» (σελ. 89).
Συνάγεται ότι αυτό που υπάρχει, ας πούμε, στην Ελλάδα είναι η «σιδερόφρακτη δημοκρατία», ενώ η Ρωσία και η Κίνα είναι απλώς «χώρες», που βρίσκονται μάλιστα στο στόχαστρο! Ο καθένας όμως θα δει ότι στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, παρά τη διαρκή υποβάθμισή τους, οι βασικές δημοκρατικές ελευθερίες διατηρούνται ακόμη, ενώ στη Ρωσία υπάρχει μόνο μια πρόσοψη δημοκρατίας, πίσω από την οποία οργιάζουν οι πολιτικές δολοφονίες, η εκτεταμένη νοθεία στις εκλογές, η βίαιη κατάπνιξη κάθε μαζικής διαμαρτυρίας, κοκ.
Η αντιστροφή της πραγματικής εικόνας στο σημείο αυτό από τον Καλτσώνη δεν είναι τυχαία. Στο παρελθόν είχε ο ίδιος ταυτιστεί με μερικά από τα καθεστώτα που εξωραΐζει ως αστικά μεν αλλά καλύτερα από τις δυτικές δημοκρατίες. Συμμετείχε π.χ. μετά το 2000, μαζί με τη Λιάνα Κανέλλη και άλλα στελέχη του ΚΚΕ, στην Επιτροπή Υπεράσπισης του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, στην οποία κυριαρχούσε ο ακροδεξιός εσμός του Πούτιν. Ακόμη υπεράσπισε το δικτάτορα Άσαντ για τον οποίο εκτιμούσε ότι διεξάγει έναν προοδευτικό αντιιμπεριαλιστικό αγώνα και συμμετείχε ως πρόσφατα στο Σύλλογο Γιάνης Κορδάτος, η πλειοψηφία του οποίου πήρε θέση υπέρ της Ρωσίας στον πόλεμο στην Ουκρανία, εκτιμώντας ότι δεν είναι ιμπεριαλιστική χώρα και κάνει δίκαιο, αμυντικό πόλεμο.
Μια κοινή αδυναμία των Καλτσώνη και Παπακωνσταντίνου αποτελεί, τέλος, η ασάφειά τους σχετικά με τη διάκριση ανάμεσα στην παραδοσιακή φιλελεύθερη (σήμερα νεοφιλελεύθερη) και την επιθετική δεξιά (σήμερα ακροδεξιά, λεπενική) μερίδα της αστικής τάξης. Αυτή η διάκριση είχε ήδη γίνει από τον Λένιν, ο οποίος αναγνώριζε τη διαφορά ανάμεσα στους Ρώσους φιλελεύθερους, τους Καντέτους, και την επιθετική αστική-τσαρική πτέρυγα του Στολίπιν. Ο Λένιν τόνιζε ότι η πολεμική ενάντια στους φιλελεύθερους είναι συχνά πιο διδακτική για το λαό, γιατί ξεσκεπάζει την απατηλότητα των δημοκρατικών τους διακηρύξεων. Υπογράμμιζε όμως ταυτόχρονα ότι οι κομμουνιστές δεν πρέπει να εξισώνουν τις δυο πτέρυγες και πρέπει κάποτε ακόμη και να συμμαχούν με τους φιλελεύθερους ενάντια στους δεξιούς (π.χ. σε επαναληπτικές εκλογές), γιατί οι τελευταίοι αντιπροσώπευαν έναν πολύ μεγαλύτερο ιστορικό κίνδυνο.
Από τις σχετικές επιχειρηματολογίες του Λένιν προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι μαρξιστές πρέπει να ασκούν σήμερα μια διαρκή πολεμική στη φιλελεύθερη πτέρυγα των Μακρόν-Μπάιντεν, η οποία όμως να εστιάζει ακριβώς στο γεγονός ότι στρώνει το δρόμο στη λεπενική πτέρυγα και να παραδέχονται ακόμη ότι ο Πούτιν ανήκει στη λεπενική πτέρυγα, στη χειρότερη μάλιστα εκδοχή της. Θεωρητικοί όπως ο Καλτσώνης και, σε μικρότερο βαθμό, ο Παπακωνσταντίνου θολώνουν τη διάκριση φιλευθερισμού-ακροδεξιάς ακριβώς για να αποφύγουν το τελευταίο συμπέρασμα. Σε αυτό το σημείο γίνεται έκδηλη η από μέρους τους νόθευση της ταξικής θεώρησης του μαρξισμού.
Συμπερασματικά
Τα προηγούμενα μας φέρνουν στο ερώτημα σχετικά με την αιτία της αποσιώπησης των δεσμών του καθεστώτος Πούτιν με την ακροδεξιά και της απήχησης των ακροδεξιών ιδεολογημάτων σε μια σειρά αριστερές, κυρίως σταλινογενείς, δυνάμεις και από τους τρεις συγγραφείς.
Φυσικά θα ήταν λάθος να αποδοθούν οι παραλείψεις τους στην άγνοια. Η αληθινή αιτία τους θα βρεθεί στο γεγονός ότι οι δημοσιολόγοι αυτοί έχουν εμπλακεί στο παρελθόν σε χώρους που ενέδωσαν σε αυτές τις λογικές. Από αυτή την εμπλοκή έχουν κρατήσει και μια οικεία απλοϊκή αντίληψη του παρελθόντος, τη σύγχυση του αντιιμπεριαλισμού με τον αντιαμερικανισμό. Μια τέτοια στάση μπορούσε ασφαλώς εν μέρει να δικαιολογηθεί στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, όταν υπήρχε η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ ήταν η αναμφισβήτητη ηγετική δύναμη του ιμπεριαλισμού, που καθοδηγούσε την αντισοσιαλιστική του σταυροφορία. Το να παραμένει, όμως, κανείς δέσμιος αυτής της αντίληψης στις μέρες μας, όταν ο ιμπεριαλισμός έχει χωριστεί σε ανταγωνιστικά μπλοκ, ενέχει τον κίνδυνο να γλιστρά στο όνομα της πολεμικής στο ένα μπλοκ στην απολογία υπέρ του άλλου.
Αλλά ακόμη και οι υπεκφυγές και η δογματική προσκόλληση στη φόρμουλα δεν είναι η ρίζα του προβλήματος. Πίσω από όλα αυτά, αν ανασκάψουμε λίγο, θα βρεθεί ακριβώς το κενό που επισημάναμε εξαρχής: οι ελλείψεις της αριστερής διανόησης στην ταξική προσέγγιση των ζητημάτων, η τάση φυγής της από τις πρακτικές απαιτήσεις και τις δυσχέρειες του αγώνα για το σοσιαλισμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα κενά στις μελέτες των Παπακωνσταντίνου, Καλτσώνη και Χατζηστεφάνου καθρεφτίζουν την τάση της αριστερής διανόησης να «ξεπερνά» τις δυσκολίες υποτιμώντας τις, επινοώντας θεωρητικά σχήματα για να τις εμφανίζει μικρότερες από ό,τι πραγματικά είναι, αντί να τις βλέπει στις πραγματικές τους διαστάσεις και να εξετάζει τους πραγματικούς όρους της πρακτικής υπερνίκησής τους. Αν όντως αληθεύει ότι όχι μόνο η μερίδα των Δυτικών α λα Τραμπ, Λε Πεν, Μελόνι κ.ά. αλλά και η μερίδα του Πούτιν ανήκουν στο ακροδεξιό φάσμα, η τελευταία όντας μάλιστα χειρότερη από την παραδοσιακή φιλελεύθερη μερίδα α λα Μακρόν και Μπάιντεν, τότε έπεται ξεκάθαρα ότι το κίνημα θα έχει απέναντί του και θα πρέπει να νικήσει στις μεγάλες μάχες που έρχονται όλους αυτούς τους αντιπάλους. Κάτι τέτοιο θα απαιτήσει μια τεράστια ιστορική προσπάθεια βασισμένη σε μια απολύτως ακριβή κατανόηση των ταξικών και ευρύτερων γεωπολιτικών σχέσεων και μια ισχυρή, συνειδητή πειθαρχία στις κατευθύνσεις που υπαγορεύει η μαρξιστική ανάλυση της κατάστασης. Το να εκπληρώσουμε όμως τις υποχρεώσεις που απορρέουν δεν είναι επίπονο; Δεν είναι πιο εύκολο να υποθέτουμε ότι, ακόμη και αν είναι αστοί, ο Πούτιν και ο Σι Τζινπίνγκ, χτυπώντας τους Δυτικούς βοηθούν αντικειμενικά τους σκοπούς του κινήματος; Αντί να δούμε την σκληρή πραγματικότητα, δεν είναι πιο βολικό να ξεγελιόμαστε ότι αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι σαν μια ανάβαση στο Έβερεστ αλλά στον Λυκαβηττό; Αντί να αναρωτιόμαστε γιατί πρώην αριστεροί όπως ο Λαφαζάνης κατρακύλησαν στον ακροδεξιό εθνικισμό και γιατί εμείς παρακολουθούσαμε σαν θεατές, δεν είναι παρήγορο να φανταζόμαστε ότι διατηρούμε αλώβητη την επαναστατική προοπτική μας και ότι εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε θέσει κανένα εμπόδιο στο δρόμο μας;
Σαν μια κατάδειξη αυτών των κινδύνων μπορεί και πρέπει να σταθούμε εδώ στα πολύ στρεβλά συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο Παπακωνσταντίνου:
«Ασφαλώς στον σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό η Ακροδεξιά της μιας ή της άλλης μορφής δεν είναι η λύση που προκρίνει το σύστημα. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν οι κυρίαρχες τάξεις βρεθούν ξανά αντιμέτωπες με σοβαρές απειλές ή αν η παγκοσμιοποίηση διαρραγεί για να δώσει τη θέση της σε αδυσώπητες συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων εθνικισμών. Μέχρι τότε η Ακροδεξιά θα αποτελεί εφεδρεία και συμπλήρωμα των συστημικών δυνάμεων, με κύρια αποστολή να εκτρέπει προς την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Στο μεταξύ η βασική απειλή για το μέλλον της δημοκρατίας προέρχεται από το ίδιο το σύστημα και τις βασικές δυνάμεις του Ακραίου Κέντρου που το διαχειρίζονται… Αυτή η νέα μορφή του Πολιτικού αντανακλά και μια νέα πραγματικότητα στο πεδίο των κοινωνικών κινημάτων, που παίρνουν κι αυτά άμορφο, υδραργυρικό χαρακτήρα, με απότομα, μαζικά ξεσπάσματα τύπου “Αγανακτισμένων” ή “Κίτρινων Γιλέκων”, αλλά χωρίς συνέχεια και προοπτική» (σελ. 279, 280-281).
Εδώ ο Παπακωνσταντίνου πλησιάζει επικίνδυνα στο να εγκαταλείψει τις βάσεις της μαρξιστικής ανάλυσης, τις οποίες θέλει ασφαλώς να ακολουθεί. Ενώ ο Καλτσώνης με τις «σιδερόφρακτες δημοκρατίες» του λοξοδρομεί προς την οικεία λογική του βοσκού που φώναζε συνεχώς «λύκος στα πρόβατα», ο Παπακωνσταντίνου πέφτει στην αντίθετη ακρότητα, διαπιστώνοντας ότι ο λύκος –η λεπενική ακροδεξιά και ο νεοφασισμός– δεν είναι τελικά τόσο κακός και επικίνδυνος όσο δείχνει, και ότι ο κύριος κίνδυνος προέρχεται από τις αλεπούδες, δηλαδή το Ακραίο Κέντρο του Μακρόν. Οι υποθέσεις στις οποίες βασίζει όμως το συμπέρασμά του είναι ξεκάθαρα αστήρικτες.
Ο Παπακωνσταντίνου υποστηρίζει ότι μόνο αν διαρραγεί η παγκοσμιοποίηση θα μπορεί η ακροδεξιά να γίνει η κύρια επιλογή των κυρίαρχων τάξεων και να καταστεί έτσι η κύρια απειλή. Μια πραγματικά εκπληκτική δήλωση! Μα δεν υπονομεύθηκε η παγκοσμιοποίηση εδώ και μια 15ετία από τη μεγάλη κρίση του 2007; Δεν έχει ήδη διαρραγεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία και δεν διαρρηγνύεται καθημερινά από το σχηματισμό των δυο αντιμαχόμενων ιμπεριαλιστικών μπλοκ, των Δυτικών και της Ρωσίας-Κίνας, τους εμπορικούς πολέμους τους, κοκ; Ο Παπακωνσταντίνου προσπερνά απλά τον ήδη υφιστάμενο οξύ ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, αποδίδοντας μια «μελλοντική» διάρρηξη σε «αντίπαλους εθνικισμούς», που όμως δεν είναι παρά το όχημα της αναπτυσσόμενης ιμπεριαλιστικής διαπάλης. Στο τέλος δε ρίχνει και μομφή στα κινήματα, ότι φταίει ο δικός τους «υδραργυρισμός» που τα καθιστά «άμορφα» και «χωρίς συνέχεια και προοπτική» – και όχι, ας πούμε, η δική μας απόσπαση από την πραγματικότητα, όταν παρανοούμε τις πραγματικές ταξικές σχέσεις και τους ιστορικούς κινδύνους.
Είναι πράγματι παράδοξο και βαθιά ανησυχητικό ένας σοβαρός δημοσιολόγος όπως ο Παπακωνσταντίνου να καταλήγει σε ένα τόσο άστοχο, εφησυχασμένο συμπέρασμα. Ο κίνδυνος δεν βρίσκεται στην ακροδεξιά μερίδα, που ανεβαίνει ορμητικά διεθνώς, μπαίνει στις κυβερνήσεις, επιβάλλει τα ιδεολογήματά της και κατακτά θέσεις σε όλα τα πεδία, αλλά στη μερίδα του Μακρόν, που παντού οπισθοχωρεί και παραμερίζεται! Αυτό μοιάζει με τα οικεία σταλινικά σχήματα του σοσιαλφασισμού, σύμφωνα με τα οποία ο κύριος κίνδυνος δεν ήταν ο φασισμός αλλά η σοσιαλδημοκρατία, ο Μπρίνινγκ και ο Χίτλερ ήταν το ίδιο πράγμα και «ο φασισμός ήταν ήδη εδώ». Είναι γνωστό πού οδήγησαν αυτά τα σχήματα και ο Τρότσκι στα κείμενά του για τη γερμανική κρίση είχε δείξει πειστικά τη βαθύτερη ηττοπάθεια και την εθελοτυφλία τους.
Ο Αντόνιο Γκράμσι, ο μεγάλος Ιταλός μαρξιστής, είχε εντοπίσει διεισδυτικά αυτές τις λογικές της ευκολίας και τον καθοριστικό ρόλο τους στις ήττες του κομμουνιστικού κινήματος στο Μεσοπόλεμο. Σε ένα πνευματώδες κείμενό του, «Η τάση να μειώνουμε τον αντίπαλο», έγραφε:
«Έχουμε πράγματι την τάση να μειώνουμε με μανία τον αντίπαλο για να μπορούμε να πιστεύουμε ότι θα είμαστε σίγουροι νικητές. Σε αυτή την τάση υπάρχει μια κρίση για την ανικανότητα και αδυναμία μας (που θέλουμε να την κάνουμε θάρρος) και θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει σε αυτή μια αρχή αυτοκριτικής μας (για την οποία ντρεπόμαστε, την οποία φοβόμαστε να εκδηλώσουμε ρητά και με συστηματική συνέπεια)… Ένα στοιχείο αυτής της τάσης είναι σαν το όπιο: είναι πραγματικά χαρακτηριστικό των αδυνάτων να εγκαταλείπονται στις φαντασιώσεις, να ονειρεύονται με τα μάτια ανοικτά ότι οι επιθυμίες τους είναι πραγματικότητα, ότι τα πάντα εξελίσσονται σύμφωνα με τις επιθυμίες τους… Δε σκεφτόμαστε ότι ο εχθρός μας κυριαρχεί κι εμείς τον μειώνουμε, αναγνωρίζουμε την υποδούλωσή μας από έναν που τον θεωρούμε κατώτερο. Αλλά τότε πώς θα πετύχει να μας κυριαρχήσει; Πώς λοιπόν μας νίκησε κι έγινε ανώτερός μας σ’ εκείνη την αποφασιστική στιγμή που έπρεπε να δώσουμε το μέτρο της ανωτερότητάς μας και της κατωτερότητάς του;» (Α. Γκράμσι, Παρελθόν και Παρόν, εκδ. Στοχαστής, σελ. 11-12).
Τα βιβλία που συζητήσαμε παρέχουν μερικά τυπικά δείγματα της τάσης να μειώνουμε τον αντίπαλο, που με απαράμιλλη διεισδυτικότητα ανέλυσε ο Γκράμσι. Και αντανακλούν ευρύτερα τις επώδυνες συνέπειες του διαχωρισμού του σοσιαλισμού (και της σοσιαλιστικής διανόησης ως φορέα του) από το εργατικό κίνημα σε περιόδους ήττας και αποσύνθεσης, τις οποίες ο Λένιν είχε αναδείξει από τις πρωταρχές της επαναστατικής δράσης του. Από αυτή την άποψη, και στα τρία βιβλία μπορούμε να δούμε τη βαθιά διαφορά της «καθαρής θεωρίας» από την αυθεντικά επαναστατική θεωρία που συνδέεται με την πράξη.
Μια παλιά ρόδα αυτοκινήτου που χάνει αέρα από μια μικρή τρύπα ή έχει ρωγμές από τη φθορά λόγω χρήσης μπορεί να φαίνεται εξίσου καλή με μια ολοκαίνουργια ρόδα όσο δεν χρησιμοποιείται. Όταν όμως μπει σε ένα αυτοκίνητο σε λίγα μέτρα θα σκάσει ή θα κλατάρει.
Ο αγώνας για το σοσιαλισμό είναι ένα βαρύ ιστορικό έργο. Μοιάζει με το να οδηγούμε ένα αυτοκίνητο μέσα από τους πιο κακοτράχαλους και γεμάτους παγίδες δρόμους· όχι με μια ρόδα που την τσουλά ο καθένας ατομικά στην αυλή του. Γι’ αυτό ακριβώς το κενό των εργασιών που συζητήσαμε, ενώ αφηρημένα μπορεί να φαντάζει μικρό, στην πράξη –παρά τον πλούτο των γνώσεων για τις οποίες αξίζει να διαβαστούν με προσοχή– τις κάνει να υστερούν από τις απαιτήσεις της ιστορικής διαδικασίας.
Η ιστορία θέτει σήμερα αντιμέτωπους τους ακτιβιστές του κινήματος –και ιδιαίτερα τους μαρξιστές που αξιώνουν ένα ρόλο στη θεωρητική του καθοδήγηση– με το επιτακτικό καθήκον να εκπληρώσουν άφοβα, ρητά και συστηματικά τη γενναία αυτοκριτική στην οποία καλούσε ο Γκράμσι. Ελπίζουμε ολόψυχα ότι οι διακεκριμένοι αριστεροί δημοσιολόγοι που μας απασχόλησαν στην παρούσα επισκόπηση θα προβούν σε αυτή την αναγκαία αυτοκριτική στο όχι μακρινό μέλλον.
*Συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης. Πρόσφατα κυκλοφόρησε η συλλογή του «Καρλ Μαρξ. Για τον Καπιταλισμό» από τις εκδόσεις Τόπ