Ο Λένιν (αριστερά) παίζει σκάκι με τον Αλεξάντερ Μπογκντάνοφ (δεξιά) στο σπίτι του Γκόρκι, στο Κάπρι της Ιταλίας τον Απρίλη του 1908. Πίσω από τον Λένιν καθιστός ο Ιβάν Λάντζνικοφ. Όρθιοι από αριστερά προς τα δεξιά: Βλαντιμίρ Μπαζάροφ, Μαξίμ Γκόρκι, Μ. Πεσκόφ, Ναταλία Μπογκντάνοβα.
Paul Le Blanc
Η γέννηση του μπολσεβίκικου κόμματος το 1912
Πόσο περίεργο θα ήταν, έναν αιώνα μετά το γεγονός, να ακούσουμε τα εξής από τα ραδιοκύματα: ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΙΔΗΣΗ! ΟΙ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΙ ΕΓΙΝΑΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΤΟ 1912! Στην πραγματικότητα, ήταν η αντίθετη «είδηση» που έσκασε σε μια μικρή γωνιά του ακροαριστερού άκρου του διαδικτύου. Ένας νεαρός ακτιβιστής στο σοσιαλιστικό κίνημα των ΗΠΑ, ο Φαμ Μπιν, κάνοντας θετική αναφορά στην εξαιρετική συμβολή του ιστορικού Λαρς Λιχ στην αμφισβήτηση των μύθων σχετικά με τις επαναστατικές οργανωτικές απόψεις του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, προώθησε τη δική του προκλητική επανερμηνεία της σκέψης και της πρακτικής του Λένιν, ισχυριζόμενος ότι κατέρριψε «τον μύθο ότι οι μενσεβίκοι και οι μπολσεβίκοι διαχωρίστηκαν σε δύο κόμματα το 1912»[1].
Ομολογουμένως, ο πρωταρχικός σκοπός του Φαμ δεν ήταν να ανοίξει νέους δρόμους στη μελέτη του Λένιν, αλλά να ενισχύσει τη θεωρητική-ιστορική νομιμοποίηση ενός προτεινόμενου δρόμου στους σημερινούς αγώνες: την ιδέα ότι οι σοσιαλιστές (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους «λενινιστές») θα πρέπει να συγχωνευθούν σε μια ενιαία οργάνωση παρά τις σημαντικές πολιτικές διαφορές, αφού –αντίθετα με διάφορους μύθους– αυτό είναι κάτι που ο ίδιος ο Λένιν σκεφτόταν, έλεγε και έκανε. Ασχολήθηκα κριτικά με τον Φαμ, για πρακτικούς πολιτικούς λόγους, αλλά και για να υπερασπιστώ την παραδοσιακή αντίληψη ότι οι μπολσεβίκοι όντως έγιναν ένα ξεχωριστό κόμμα το 1912[2]. Χωρίς απαραίτητα να συμμερίζεται την ακτιβιστική ατζέντα του, ο Λαρς Λιχ στη συνέχεια τοποθετήθηκε, αρκετά γενναιόδωρα (αν και με πολύ μεγαλύτερες αποχρώσεις) υπέρ της επανερμηνείας των γεγονότων του 1912 από τον Φαμ[3].
Το τι πρέπει να γίνει από τους ακτιβιστές τού σήμερα δεν εξαρτάται από το αν οι μπολσεβίκοι έγιναν πράγματι ανεξάρτητο κόμμα το 1912. Σκοπός της παρούσας συμβολής δεν είναι να αντλήσει στρατηγικές ή τακτικές, από τις παλιές μέρες, για τους επαναστάτες του 2012. Με ενδιαφέρει εδώ αποκλειστικά να προωθήσω τη συλλογική μας κατανόηση για το τι συνέβη και τι δεν συνέβη στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα πριν από εκατό χρόνια. Όσοι δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτό θα πρέπει να σταματήσουν να διαβάζουν. Όσοι βρίσκουν την ιστορία ενδιαφέρουσα, καλούνται να συνεχίσουν. Όσοι θα ήθελαν να αξιοποιήσουν την κατανόηση αυτής της ιστορίας για να αξιολογήσουν ορισμένους από τους πρακτικούς ισχυρισμούς του Φαμ Μπιν μπορεί επίσης να βρουν κάτι πολύτιμο εδώ.
Σε ό,τι ακολουθεί, θα παραθέσω πρώτα μια περιγραφή του υποτιθέμενου «μύθου» από δύο καταξιωμένους μελετητές με διαφορετικές πολιτικές απόψεις. Θα ακολουθήσει μια σκιαγράφηση του ιστορικού πλαισίου μέσα από το οποίο οργανώθηκε η συνδιάσκεψη του 1912 και, στη συνέχεια, μια εξέταση των απόψεων του ίδιου του Λένιν που αναπτύχθηκαν πριν από τη συνδιάσκεψη του 1912 και αντανακλώνται σε όσα πραγματικά συνέβησαν στη συνδιάσκεψη αυτή. Θα κλείσουμε με την επισκόπηση των εκτιμήσεων διαφόρων επαναστατών αγωνιστών που έζησαν εκείνη την περίοδο σχετικά με το νόημα των εξελίξεων του 1912.
Αυτό που θα υποστηριχθεί εδώ –ελπίζουμε με επαρκή τεκμηρίωση– είναι ότι, στην πράξη, ο λεγόμενος «μύθος» ήταν μια πραγματικότητα.
Δεδομένης μιας ορισμένης σύγχυσης, αμφισβήτησης και υπονοούμενων που έχουν παρεισφρήσει σε αυτή τη συζήτηση, πρέπει να ζητήσω εκ των προτέρων συγγνώμη από τους αναγνώστες για το γεγονός ότι, αντί να προσφέρω ευκρινείς περιλήψεις των όσων είχαν να πουν οι πολιτικοί μαχητές των αρχών του 20ού αιώνα, θα τους αφήσω να μιλήσουν μόνοι τους. Όσα ακολουθούν θα διανθίζονται, φοβάμαι, με σημαντικά αποσπάσματα από πρωτογενείς πηγές.
Ο «Μύθος»
Το έτος 1912 έχει συνήθως θεωρηθεί, από τους γνωρίζοντες, ως η εποχή κατά την οποία μια επαναστατική παράταξη του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (ΡΣΔΕΚ), οι μπολσεβίκοι με επικεφαλής τον Β.Ι. Λένιν, ίδρυσαν το δικό τους ανεξάρτητο κόμμα – ανεξάρτητο, δηλαδή, από άλλους στο ΡΣΔΕΚ που είχαν διαφορετική προσέγγιση από τους μπολσεβίκους-Λενινιστές. Ο όρος «μπολσεβίκοι» αναφέρεται σε αυτό που ήταν η πλειοψηφούσα παράταξη σε μια διαμάχη του 1903 στο Δεύτερο Συνέδριο του ΡΣΔΕΚ, και οι «μενσεβίκοι» ήταν η μειοψηφούσα παράταξη – αν και οι τύχες και τα μεγέθη του καθενός θα αυξομειώνονταν στα επόμενα χρόνια του επαναστατικού αγώνα, που σημαδεύτηκε από την έξαρση, την καταστολή, την ανανέωση των εξεγέρσεων απέναντι στην απολυταρχική μοναρχία και τους καπιταλιστές κατώτερους εταίρους της στη Ρωσική Αυτοκρατορία στα χρόνια που οδήγησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι «σοσιαλδημοκράτες» αυτής της περιόδου ήταν σοσιαλιστές που, ακολουθώντας τις προοπτικές του Καρλ Μαρξ, πίστευαν ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός δημιουργούσε ένα κοινωνικό πλεόνασμα και μια αυξανόμενη εργατική τάξη σε κάθε χώρα, η οποία θα μπορούσε, μέσω των αγώνων των ίδιων των εργατών, να επιφέρει την κυριαρχία της εργατικής τάξης στην πολιτική και οικονομική ζωή της κοινωνίας[4].
Η βάση για τη διάσπαση του ΡΣΔΕΚ είχε να κάνει με δύο βασικά ζητήματα, το ένα πολιτικό και το άλλο οργανωτικό. Στον αγώνα για την πραγματοποίηση μιας δημοκρατικής επανάστασης που θα ανέτρεπε την τσαρική απολυταρχία και θα άνοιγε το δρόμο για μια σοσιαλιστική επανάσταση, οι μπολσεβίκοι ευνοούσαν την πολιτική ανεξαρτησία και ηγεμονία (ηγεσία ή υπεροχή) της εργατικής τάξης και τη συμμαχία της με την τεράστια αγροτική πλειοψηφία για την πραγματοποίηση και εδραίωση της επαναστατικής ανατροπής. Οι μενσεβίκοι υποστήριζαν ότι η δημοκρατική επανάσταση θα έπρεπε να οδηγήσει σε μια πλήρη καπιταλιστική εκβιομηχάνιση και εκσυγχρονισμό της Ρωσίας, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για τη δυνατότητα του σοσιαλισμού (μια άποψη την οποία ο Λένιν δεν αμφισβήτησε ανοιχτά μέχρι το 1917). Αυτό σήμαινε, συμπέραναν, ότι έπρεπε να υπάρξει μια σταθερή συμμαχία της εργατικής τάξης με την καπιταλιστική τάξη, και ο Λένιν το κατήγγειλε αυτό ως ταξική συνεργασία – προδοσία του επαναστατικού μαρξιστικού προγράμματος. Οι οργανωτικές διαφορές ήταν λιγότερο ξεκάθαρες. Για παράδειγμα, και οι δύο ασπάστηκαν την έννοια του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, δηλαδή της ελευθερίας της συζήτησης και της ενότητας στη δράση, η οποία διατυπώθηκε για πρώτη φορά με σαφήνεια από τους μενσεβίκους. Όμως οι μενσεβίκοι είχαν τη φήμη ότι ήταν οργανωτικά «μαλακοί», με σεβασμό στις προσωπικότητες, ενώ οι μπολσεβίκοι είχαν κερδίσει τη φήμη ότι ήταν πιο «σκληροί», δίνοντας προτεραιότητα στην αποτελεσματική οργανωτική λειτουργία[5].
«Στις αρχές του 1912, το σχίσμα ολοκληρώθηκε», σύμφωνα με τον Ισαάκ Ντόιτσερ. «Σε ένα συνέδριο στην Πράγα ο Λένιν ανακήρυξε την μπολσεβίκικη παράταξη σε Κόμμα». Ο Ντόιτσερ, ένας διακεκριμένος ιστορικός με ομολογουμένως φιλολενινιστικές συμπάθειες, θεώρησε ότι αυτό επέτρεψε στους μπολσεβίκους του Λένιν να προχωρήσουν μπροστά ως η δύναμη που θα ηγηθεί της Ρωσικής Επανάστασης του Οκτωβρίου/Νοεμβρίου 1917. Αλλά επέμεινε ότι η διάσπαση δεν ήταν απλώς έργο του Λένιν και των μπολσεβίκων του. Κορυφαίοι μενσεβίκοι όπως ο Πάβελ Άξελροντ, ο Γιούλιους Μάρτοφ και ο Φιόντορ Νταν είχαν καταλήξει από το 1910 στο συμπέρασμα ότι οι μπολσεβίκοι και οι μενσεβίκοι δεν μπορούσαν να παραμείνουν στο ίδιο κόμμα –ένα συμπέρασμα που συμμεριζόταν ο Λένιν– και «δεν ήταν λιγότερο αποφασισμένοι από τον Λένιν να φτάσουν το σχίσμα μέχρι τέλους. Η κύρια διαφορά ήταν ότι ενώ ο Λένιν το φώναζε δυνατά, ο Μάρτοφ, ο Άξελροντ και ο Νταν κρατούσαν το σχέδιό τους για τον εαυτό τους και προσπαθούσαν να το υλοποιήσουν μέσα από ένα λεπτό παιχνίδι τακτικής». Ενώ ήταν πεπεισμένοι ότι «η διάσπαση ήταν και αναπόφευκτη και επιθυμητή», ωστόσο, ήλπιζαν να ρίξουν «την απέχθεια για το σχίσμα στον Λένιν»[6].
Ο Κάρτερ Έλγουντ, ένας πολύ αξιόλογος ιστορικός του ρωσικού μπολσεβικισμού (με ομολογουμένως αντιλενινιστικές τάσεις), του οποίου η σχολαστική έρευνα αναγνωρίζεται ακόμη και από εκείνους που διαφωνούν με τις ερμηνείες του, έχει περιγράψει μια παρόμοια ιστορία στο δοκίμιό του «Η τέχνη της σύγκλησης ενός κομματικού συνεδρίου (Πράγα 1912)», αν και είναι πιο σκληρός με τον Λένιν και πιο επιεικής με τους μενσεβίκους. Η διάσπαση του 1903 στο ΡΣΔΕΚ είχε οδηγήσει σε φραξιονισμό τόσο διασπαστικό, ώστε εντελώς ξεχωριστές οργανώσεις μπολσεβίκων και μενσεβίκων διατηρήθηκαν μέσα στο επίσημο πλαίσιο του ΡΣΔΕΚ. Υπήρχε σημαντική πίεση από τα μέλη του ΡΣΔΕΚ, «ιδιαίτερα από τα μέλη της βάσης και τα μέλη του παράνομου μηχανισμού», για τη διατήρηση της ενότητας του κόμματος και «ενθαρρύνονταν από τα αποτελέσματα του Συνεδρίου “Ενοποίησης” που πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη το 1906 και της Ολομέλειας “Ενοποίησης” της Κεντρικής Επιτροπής που συνήλθε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1910. Σε κάθε περίπτωση, οι εμιγκρέδες ηγέτες αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αρχή της ενότητας του κόμματος και να συμφωνήσουν να εργαστούν σε κοινά ηγετικά όργανα». Αλλά αυτό κατέρρευσε εντελώς το 1912:
«Οι δύο παρατάξεις συναντήθηκαν χωριστά εκείνο τον χρόνο –οι μπολσεβίκοι στην Πράγα τον Ιανουάριο, οι μενσεβίκοι στη Βιέννη τον Αύγουστο– και το αποτέλεσμα ήταν στην πραγματικότητα η δημιουργία δύο ξεχωριστών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, το καθένα με τα δικά του ηγετικά όργανα, πρόγραμμα και επαφές με τον παράνομο μηχανισμό. Ποτέ ξανά οι δύο παρατάξεις δεν θα συναντιόντουσαν μαζί. Από το 1912 έως το 1917, αντί να εργάζονται από κοινού για την ανατροπή της απολυταρχίας, βρίσκονταν σε ανταγωνισμό για να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των εργατών. Τελικός νικητής του ανταγωνισμού ήταν ο Β. Ι. Λένιν και το Μπολσεβίκικο Κόμμα του.»[7]
Αυτή είναι η κοινά αποδεκτή εκδοχή που έχει απορριφθεί ως μύθος. Δεν υπήρχε Μπολσεβίκικο Κόμμα το 1912, μας λένε – υπήρχε μόνο ένα Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα του οποίου οι μπολσεβίκοι ήταν μια πιστή φράξια. Αυτό είναι εν μέρει αλήθεια. Ποτέ δεν υπήρξε κάτι που να φέρει τον επίσημο τίτλο «Το Κόμμα των Μπολσεβίκων». Αυτό που ο Λένιν και οι σύντροφοί του είχαν σκοπό να κάνουν το 1912 ήταν απλώς να αναδιοργανώσουν το ΡΣΔΕΚ, και αυτό ήταν το όνομα της οργάνωσης που προέκυψε από τη διάσκεψη της Πράγας. Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει, μαζί με τους δικούς μας «καταστροφείς μύθων», ότι είναι μια σταλινική (και ψυχροπολεμική αντικομμουνιστική) μυθοπλασία ο ισχυρισμός ότι ο Λένιν σκόπευε να δημιουργήσει «ένα κόμμα νέου τύπου» (ξεφεύγοντας από το παλιό μοντέλο που σχετιζόταν με τη Δεύτερη Διεθνή πριν από το 1914), και ότι τελικά πραγματοποίησε αυτή την πρόθεση το 1912.
Αν και θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με ορισμένες λεπτομέρειες ή αποχρώσεις σε αυτά που ιστορικοί όπως οι Ντόιτσερ και Έλγουντ έχουν διατυπώσει, ωστόσο, θα δούμε ότι ο λεγόμενος «μύθος» δεν είναι καθόλου μύθος. Περιγράφει αυτό που προέκυψε: όχι το σταλινικό «κόμμα νέου τύπου» και όχι ένα κόμμα πολλαπλών τάσεων που ενώνει μπολσεβίκους και μενσεβίκους – αλλά, στην πράξη, ένα ανεξάρτητο μπολσεβίκικο κόμμα.
Κατακερματισμός και διάλυση
Στα χρόνια που ακολούθησαν την ήττα της επαναστατικής εξέγερσης του 1905, το ΡΣΔΕΚ επλήγη από έναν κατακερματισμό που ξεπέρασε τη διάσπαση των μπολσεβίκων/μενσεβίκων. Σύμφωνα με τον ιστορικό των μενσεβίκων Μπόρις Σαπίρ, «το κόμμα ως οργανωμένο σύνολο δεν υπήρχε εκείνη την εποχή... Υπήρχαν διάσπαρτες ομάδες γύρω από διαφορετικούς ηγέτες, που δεν ήταν επαρκώς συνδεδεμένες μεταξύ τους και αναζητούσαν το δρόμο τους μέσα στην απογοήτευση και την απάθεια που διαπερνούσε τη ρωσική κοινωνία» μετά την ήττα του 1905. Ενώ «ο λιγότερο συγκεντρωτικός μηχανισμός των μενσεβίκων ήταν ο πιο ανοργάνωτος», οι μπολσεβίκοι επίσης δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου ως συνεκτικό σύνολο[8].
Θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει τουλάχιστον επτά διακριτά ρεύματα του ΡΣΔΕΚ που υπήρχαν μέχρι το 1911, τρία που συνδέονταν με τους μενσεβίκους, άλλα τρία που συνδέονταν με τους μπολσεβίκους, και στη συνέχεια ένα ανεξάρτητο «αντι-φραξιονιστικό» ρεύμα που συνδεόταν με τον Λέοντα Τρότσκι[9].
Η πλειοψηφία των μενσεβίκων ήταν είτε (α) λικβινταριστές[10] μενσεβίκοι που συνδέονταν με τον Αλεξάντερ Ν. Πότρεσοφ είτε (β) μη λικβινταριστές μενσεβίκοι που συνδέονταν με τον Γιούλιους Μάρτοφ και τον Φιόντορ Νταν. Μια μικρότερη ομάδα αποτελούνταν από τους αποκαλούμενους «κομματικούς μενσεβίκους» που συνδέονταν με τον Γκεόργκι Πλεχάνοφ.
Μεταξύ των μπολσεβίκων υπήρχαν επίσης τρεις: αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «σκληρή» πλειοψηφία, η οποία ήταν συγκεντρωμένη γύρω από τον Λένιν, μια πιο συμφιλιωτική ομάδα που ευνοούσε την ενότητα μπολσεβίκων/μενσεβίκων του ΡΣΔΕΚ (περιλάμβανε τον Β.Π. Νόγκιν και τον Αλεξέι Ρίκοφ), και μια ακροαριστερή ομάδα που συνδεόταν με τους Αλεξάντερ Μπογκντάνοφ, Γκρεγκόρι Αλεξίνσκι και Ανατόλι Λουνατσάρσκι, γνωστοί ως «βπεριοντιστές» με βάση το όνομα της εφημερίδας τους, στα ρωσικά Βπεριόντ [Προς τα εμπρός]. Ένα από τα ερωτήματα που σχετίζονταν με την τελευταία αυτή φράξια ήταν αν το ΡΣΔΕΚ θα έπρεπε να αρνηθεί να συμμετάσχει στο κοινοβουλευτικό σώμα που είχε συσταθεί από τον τσάρο, τη Δούμα∙ μια μειοψηφία των υποστηρικτών της απάντησε με ένα ξεκάθαρο «ναι» στο μποϊκοτάζ και έγιναν γνωστοί ως οτζοβιστές ή «μποϊκοταριστές». Στο σύνολό τους, οι βπεριοντιστές-μπολσεβίκοι έτειναν πιο έντονα προς την παράνομη μυστική δουλειά και μακριά από τις νόμιμες μεταρρυθμιστικές δραστηριότητες, δίνοντας επίσης έμφαση σε έναν φιλοσοφικό και πολιτιστικό προσανατολισμό που απομακρυνόταν από τις παραδοσιακές μαρξιστικές προοπτικές. Οι λενινιστές μπολσεβίκοι επέμεναν στην ανάγκη συνδυασμού, με συνεκτικό και καλά οργανωμένο τρόπο, της παράνομης δραστηριότητας για την προώθηση του επαναστατικού σοσιαλισμού με τη σοβαρή νόμιμη δουλειά (δουλειά στα συνδικάτα, στο κίνημα των ανέργων, στους εκπαιδευτικούς-πολιτιστικούς συλλόγους, ακόμη και στους ασφαλιστικούς συλλόγους, καθώς και στον εκλογικό στίβο) για την οικοδόμηση ενός μαζικού σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος.
Αξίζει να σκεφτούμε τον πολύ ενδιαφέροντα προσανατολισμό του Τρότσκι, που περιγράφεται χρόνια αργότερα. «Το 1904 –δηλαδή, από τη στιγμή που προέκυψαν διαφορές απόψεων σχετικά με τη φύση της φιλελεύθερης αστικής τάξης– έσπασα με τη μειοψηφία [μενσεβίκους] του Δεύτερου Συνεδρίου», σημείωνε, «και κατά τη διάρκεια των δεκατριών ετών που ακολούθησαν δεν ανήκα σε καμία φράξια». Κατά την άποψή του, «η εσωκομματική σύγκρουση κατέληγε στο εξής: όσο οι επαναστάτες διανοούμενοι κυριαρχούσαν τόσο στους μπολσεβίκους όσο και στους μενσεβίκους και όσο και οι δύο παρατάξεις δεν τολμούσαν να ξεπεράσουν την αστικοδημοκρατική επανάσταση, δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για μια διάσπαση μεταξύ τους∙ στη νέα επανάσταση, κάτω από την πίεση των εργατικών μαζών, και οι δύο παρατάξεις θα αναγκάζονταν σε κάθε περίπτωση να υιοθετήσουν μια ταυτόσημη επαναστατική θέση, όπως έκαναν [στην επαναστατική εξέγερση του] το 1905». (Ο Τρότσκι αργότερα θα εγκατέλειπε αυτόν τον προσανατολισμό, ενσωματώνοντας τις οργανωτικές προοπτικές του Λένιν στις δικές του)[11].
Δεδομένης της κεντρικής θέσης των μενσεβίκων και των «καταστροφέων των μύθων» στην επανερμηνεία της συνδιάσκεψης της Πράγας του 1912, θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στην έννοια του λικβινταρισμού και στη σύνδεσή του με τις διάφορες συνιστώσες του μενσεβικισμού. Και για να γίνει αυτό, έχει νόημα να δώσουμε προσοχή στους δύο από τους «μεγάλους γέρους» του μενσεβικισμού – τον Γκεόργκι Πλεχάνοφ και τον Πάβελ Άξελροντ.
Σύμφωνα με τον ιστορικό των μενσεβίκων Μπόρις Σαπίρ, ο Πλεχάνοφ «δεν ήταν πρόγονος του μενσεβικισμού ούτε μενσεβίκος από ιδιοσυγκρασία. Ήταν ο πατέρας του ρωσικού μαρξισμού, που πήγαινε πότε με τους μενσεβίκους, πότε με τους μπολσεβίκους, για να αποξενωθεί και από τους δύο». Φαίνεται ότι μόνο σχετικά μικρές ομάδες στην αντίσταση (π.χ. στο Κίεβο) και μια χούφτα εμιγκρέδες συνδέονταν μαζί του. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Σαπίρ, «ο μενσεβικισμός με όλα τα καλά και τα κακά χαρακτηριστικά του ως πολιτικό σύστημα και την ιδιαίτερη ηθική του προσέγγιση στο ρωσικό εργατικό κίνημα, ήταν δημιούργημα» του Άξελροντ. Οι ηγετικές φυσιογνωμίες των μενσεβίκων «δεν έκαναν κανένα σημαντικό βήμα χωρίς την έγκρισή του», πράγμα που σήμαινε ότι «οι ηγέτες του μενσεβικισμού από το 1907 ή το 1908 έως το 1914, στο βαθμό που μπορεί κανείς να μιλήσει για κεντρική ηγεσία, ήταν οι Νταν, Μαρτόφ και Πότρεσοφ, με την υποστήριξη του Άξελροντ»[12].
Ο Άξελροντ επέμενε, συνεχώς, ότι «δεν μπορούμε, στην απολυταρχική Ρωσία, να αγνοήσουμε την αντικειμενική ιστορική απαίτηση για “πολιτική συνεργασία” μεταξύ του προλεταριάτου και της αστικής τάξης», και ότι η ανάγκη για «την ανάπτυξη του ρωσικού καπιταλισμού» σήμαινε ότι «η εργατική τάξη μπορούσε και έπρεπε να συνάπτει συμφωνίες με φιλελεύθερους δημοκρατικούς φορείς και να τους παρέχει υποστήριξη». Όπως εξήγησε αργότερα η παλαίμαχη μενσεβίκα Λιντία Νταν, η έκκληση του Άξελροντ μετά το 1905 για ένα εργατικό συνέδριο –το οποίο είχε σχεδιαστεί ως μέσο για τη δραστική διεύρυνση του κινήματος της εργατικής τάξης– κλόνισε «έναν ορισμένο κομματικό πατριωτισμό από τον οποίο ήμασταν όλοι λίγο-πολύ διαποτισμένοι», τόσο οι μπολσεβίκοι όσο και πολλοί μενσεβίκοι στο ΡΣΔΕΚ. «Έτσι, όπως ήταν φυσικό, δεν ήταν εύκολο να συμβιβαστείς με την ιδέα ότι η κυρίαρχη γραμμή δεν θα ήταν η ισχυροποίηση του ΡΣΔΕΚ, αλλά μια χαλαρή αδρανής οργάνωση που θα μπορούσε να προσελκύσει έναν πολύ μεγάλο αριθμό μη κομματικών και όχι εντελώς συνειδητοποιημένων μελών του προλεταριάτου με τάσεις μόνο προς τη δική μας κατεύθυνση». Οι μενσεβίκοι καθώς και οι μπολσεβίκοι αναρωτήθηκαν τι θα σήμαινε ένας τέτοιος προσανατολισμός για το ήδη υπάρχον ΡΣΔΕΚ. Κάποιοι θεώρησαν ότι σήμαινε «ότι όλα πρέπει να διαλυθούν», σημειώνει η Λιντία Νταν. «Ο Άξελροντ δεν το είπε αυτό, αλλά προσπέρασε σιωπηλά το ζήτημα του τι θα γίνει με ό,τι απέμεινε από το κόμμα – να διατηρήσει μια ανεξάρτητη ύπαρξη ή να συγχωνευτεί με τις ανοιχτές οργανώσεις ευρείας βάσης.»[13]
Ο Πότρεσοφ και άλλοι γύρω του συνέχισαν να προβάλλουν ακριβώς ένα τέτοιο λικβινταριστικό επιχείρημα, επιμένοντας ότι οι πραγματικότητες μετά το 1905 είχαν ήδη ξεκαθαρίσει το ζήτημα: «Μπορεί να υπάρξει στη νηφάλια πραγματικότητα, και όχι απλώς ως αποκύημα μιας άρρωστης φαντασίας, μια σχολή σκέψης που υποστηρίζει αυτό που έχει πάψει να είναι ένα οργανικό σύνολο;» Το ΡΣΔΕΚ είχε ήδη διαλυθεί μετά το 1905. Παρομοίασε τις ανησυχίες των επικριτών του με «παιχνίδια με στρατιωτάκια μπροστά στην τραγωδία» και προέβλεψε ότι ένα «νέο» και «πλατύτερο» εργατικό κίνημα «θα ξεπεράσει με τον καιρό» τα συντρίμμια του παλιού. Ωστόσο, η υποστήριξη ενός αποκλειστικά νόμιμου εργατικού κινήματος υπό τις συνθήκες του τσαρισμού ήταν σίγουρα προβληματική. «Οχυρωμένοι σε συνδικάτα, εκπαιδευτικές λέσχες και ασφαλιστικά ταμεία, συνέχισαν το έργο τους ως μορφωτικοί προπαγανδιστές, όχι ως επαναστάτες», είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Τρότσκι περιέγραψε τους λικβινταριστές των μενσεβίκων. «Για να διασφαλίσουν τις θέσεις τους στις νόμιμες οργανώσεις, τα στελέχη που προέρχονταν από τους εργάτες άρχισαν να καταφεύγουν σε μεταμφιέσεις ώστε να είναι προστατευμένοι. Απέφυγαν τον απεργιακό αγώνα, για να μην εκθέσουν τα ελάχιστα συνδικάτα που μόλις γίνονταν ανεκτά. Στην πράξη, η νομιμότητα με κάθε τίμημα σήμαινε την ολοκληρωτική αποκήρυξη των επαναστατικών μεθόδων». Ο λικβινταρισμός του Πότρεσοφ –που έδινε μεγαλύτερη έμφαση στην εργατική-καπιταλιστική συμμαχία απ’ ό,τι συνέβαινε με πολλούς άλλους μενσεβίκους– αμφισβητούσε επίσης ρητά την παραδοσιακή αντίληψη στο ΡΣΔΕΚ ότι οι εργάτες πρέπει να διαδραματίσουν τον κυρίαρχο (ηγεμονικό) ρόλο στη δημοκρατική επανάσταση. «Ο Πλεχάνοφ είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την [ιδέα] της ηγεμονίας», παραπονέθηκε. «Υπήρχε πάντα η διπλή εικόνα μιας υπερβολικής φιλικότητας προς τους πιθανούς φιλελεύθερους συμμάχους και στην πραγματικότητα αυτού που μπορεί να αποκληθεί μόνο δικτατορία της σοσιαλδημοκρατίας στη ρωσική επανάσταση»[14].
Ο Μάρτοφ και ο Νταν (που συνδέονταν με τη μενσεβίκικη εφημερίδα Γκόλος, ή «Φωνή») δεν συμφωνούσαν πλήρως με τον λικβινταριστικό προσανατολισμό του Πότρεσοφ – είτε οργανωτικά είτε θεωρητικά. Αμήχανοι με την πρόταση να εγκαταλειφθεί η έννοια της ηγεμονίας της εργατικής τάξης στον δημοκρατικό αγώνα, επέμεναν επίσης ότι θα ήταν απαραίτητο για τους επαναστάτες να συνδυάσουν τόσο τη νόμιμη όσο και την παράνομη δουλειά κάτω από τις καταπιεστικές πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην τσαρική Ρωσία. Ωστόσο, όπως υποδεικνύει ο Μπόρις Σαπίρ, η γραμμή ήταν θολή μεταξύ των μενσεβίκων λικβινταριστών και των μη λικβινταριστών:
«Η συντριπτική πλειοψηφία των μενσεβίκων στη Ρωσία ασχολήθηκε με ενθουσιασμό με την ίδρυση και την υποστήριξη εργατικών οργανώσεων. Προτιμούσαν να βάλουν στο ράφι τις παράνομες δραστηριότητες, ακόμη και αν αισθάνονταν ότι αυτό το “διορθωτικό” στο νόμιμο κίνημα θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αποδειχθεί απαραίτητο. Θεωρητικά πιθανώς συμφωνούσαν με τον Μάρτοφ ότι το Κόμμα στη Ρωσία θα έπρεπε να είναι “μια παράνομη οργάνωση σοσιαλδημοκρατικών στοιχείων που αγωνίζεται για ένα ανοιχτό εργατικό κίνημα, δηλαδή, μεταξύ άλλων, για την ίδια την ύπαρξή του”. Στην πράξη, ωστόσο, ελάχιστα έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση…»[15]
Ενώ ο Μάρτοφ και άλλοι ομοϊδεάτες του ήταν έτοιμοι να ψηφίσουν περισσότερες από μία φορές κατά των ιδεών του λικβινταριστικού κινήματος, επομένως, δεν ήταν έτοιμοι να έρθουν σε ρήξη με τους λικβινταριστές και να τους θέσουν εκτός του ΡΣΔΕΚ. Κάτι τέτοιο θα διέσπαγε τις κύριες δυνάμεις του μενσεβικισμού, συμπεριλαμβανομένων και των μη λοκβινταριστών μενσεβίκων, και πρακτικά θα έδινε την υπεροχή στο ΡΣΔΕΚ στους λενινιστές μπολσεβίκους. Αυτό ο Μάρτοφ και οι άλλοι ήταν απολύτως απρόθυμοι να το κάνουν.
Ο Πλεχάνοφ συμφώνησε με τη μενσεβίκικη προοπτική μιας εργατικής-καπιταλιστικής συμμαχίας (και είχε συμβάλει στην ανάπτυξή της). Με την αμφισβήτηση της αγαπημένης του αντίληψης περί «ηγεμονίας της εργατικής τάξης» και της αίσθησης του «κομματικού πατριωτισμού», ωστόσο, αγανακτισμένος αποκόπηκε από το κυρίαρχο ρεύμα των μενσεβίκων, και οι οργανωμένες ομάδες που συμμερίζονταν τον προσανατολισμό του έγιναν γνωστές ως κομματικοί μενσεβίκοι. Εντός της μενσεβίκικης πλειοψηφίας έγινε γνωστός, περιφρονητικά, ως «ο Βάρδος της παρανομίας», ενώ, σύμφωνα με τα λόγια ενός μπολσεβίκου ιστορικού (Ζινόβιεφ), «μας έδωσε ενεργητική βοήθεια ενάντια σε εκείνους που θα έθαβαν το κόμμα». Ο Κάρτερ Έλγουντ υπογραμμίζει: «Ίσως ακόμη πιο σημαντικό, οι οπαδοί του κόμματος των μενσεβίκων στη Ρωσία συνεργάζονταν όλο και περισσότερο με τους αντίστοιχους μπολσεβίκους σε τοπικό επίπεδο»[16].
Υπήρξαν περισσότερες από μία προσπάθειες για την επίτευξη ενότητας μεταξύ των μενσεβίκων και των μπολσεβίκων. Στην ολομέλεια της ευρύτερης κεντρικής επιτροπής του ΡΣΔΕΚ το 1910, πολλοί πίστευαν ότι επιτέλους είχε επιτευχθεί μια στοιχειώδης ενότητα, με την καταγγελία και των δύο άκρων του ΡΣΔΕΚ – του μποϊκοταρισμού (οτζοβισμού) στα αριστερά και του λικβινταρισμού στα δεξιά. Όπως αποδείχθηκε, ωστόσο, δεν φάνηκε να υπάρχουν πρακτικές συνέπειες που να απορρέουν από αυτές τις επίσημες θέσεις, ούτε αντιστράφηκε η πρακτική αποδιοργάνωση του ΡΣΔΕΚ. Μεταξύ των εμιγκρέδων του ΡΣΔΕΚ, η πολεμική συνεχίστηκε και οι ενεργοί αγωνιστές στη Ρωσία έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Όπως παρατηρούσε τότε ο μπολσεβίκος οργανωτής Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, «στις περιοχές [της Ρωσίας], όλοι οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες –μπολσεβίκοι καθώς και μενσεβίκοι, αλλά και εργάτες που συνδέονται με την ομάδα Βπεριόντ και την [εφημερίδα των εμιγκρέδων του Τρότσκι] Πράβντα– πραγματοποιούν αρμονικά εργασίες από κοινού και αγωνίζονται από κοινού ενάντια στους λικβινταριστές-λεγκαλιστές, οι οποίοι σχεδόν παντού διαχωρίζονται από τις κομματικές ομάδες και εργάζονται εντελώς ανεξάρτητα από το κόμμα μας»[17].
Επιδίωξη καθαρότητας: δύο κόμματα
«Το τέλος του 1910 σημαδεύτηκε από μια επαναστατική έξαρση», σημειώνει η Κρούπσκαγια. «Μεταξύ 1911 και 1914 κάθε μήνα, μέχρι και το ξέσπασμα του πολέμου τον Αύγουστο του 1914, υπήρχαν συμπτώματα του ανερχόμενου κινήματος της εργατικής τάξης... Το προλεταριάτο δεν ήταν όπως πριν. Είχε πίσω του [χάρη στα επαναστατικά γεγονότα του 1905] την εμπειρία των απεργιών, μιας σειράς ένοπλων εξεγέρσεων, ενός σαρωτικού μαζικού κινήματος και χρόνια ήττας. Αυτή ήταν η ουσία του θέματος. Αυτό φάνηκε με όλους τους τρόπους, και ο Ίλιτς ρίχτηκε στη ζωντανή δίνη με όλη του τη θέρμη...»[18].
Ο Λένιν είχε περισσότερο από ποτέ την αίσθηση του επείγοντος για την ανάπτυξη ενός επαναστατικού κόμματος που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα μεγάλα καθήκοντα του εγγύς μέλλοντος. «Ο Ίλιτς απλά δεν μπορούσε να αντέξει αυτόν τον διάχυτο, χωρίς αρχές συμβιβασμό, τον συμβιβασμό με οποιονδήποτε που ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη των θέσεών του στο αποκορύφωμα του αγώνα». Ένιωθε έντονα ότι «το ζητούμενο ήταν να υπάρξει ένα ενιαίο κομματικό κέντρο, γύρω από το οποίο θα μπορούσαν να συσπειρωθούν οι σοσιαλδημοκρατικές εργατικές μάζες. Ο αγώνας το 1910 διεξήχθη για την ίδια την ύπαρξη του Κόμματος, για την άσκηση επιρροής στους εργάτες μέσω του Κόμματος. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς δεν αμφέβαλε ποτέ ότι μέσα στο Κόμμα οι μπολσεβίκοι θα ήταν η πλειοψηφία, ότι στο τέλος το Κόμμα θα ακολουθούσε τον μπολσεβίκικο δρόμο, αλλά θα έπρεπε να είναι Κόμμα και όχι ομάδα»[19].
Με τον όρο «όχι μια ομάδα» η Κρούπσκαγια φαίνεται να εννοεί όχι απλώς ένα κομματικό τμήμα, αλλά μάλλον ολόκληρο το ΡΣΔΕΚ. Ο «μπολσεβίκικος δρόμος» περιελάμβανε την προσήλωση στην έννοια της ηγεμονίας της εργατικής τάξης στον αγώνα για μια δημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία, την οικοδόμηση μιας συμμαχίας εργατών και αγροτών για την πραγματοποίηση αυτής της επανάστασης, τον συνδυασμό τόσο της νόμιμης όσο και της παράνομης δουλειάς στο πλαίσιο ενός καλά οργανωμένου και συνεκτικού κόμματος.
Κατά συνέπεια, στην κομματική σχολή που οργάνωσαν οι λενινιστές μπολσεβίκοι κοντά στο Παρίσι, έγιναν δεκτοί τόσο οι μπολσεβίκοι-βπεριοντιστές όσο και οι κομματικοί μενσεβίκοι μαζί με τους λενινιστές μπολσεβίκους. «Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε και στη Συνδιάσκεψη του κόμματος στην Πράγα το 1912», σημείωσε αργότερα η Κρούπσκαγια. «Όχι μια ομάδα, αλλά ένα κόμμα που ακολουθούσε μια μπολσεβίκικη γραμμή. Φυσικά, σε ένα τέτοιο Κόμμα δεν υπήρχε χώρος για τους λικβινταριστές, εναντίον των οποίων συσπειρώνονταν δυνάμεις. Προφανώς, δεν μπορούσε να υπάρχει χώρος στο Κόμμα για ανθρώπους που είχαν αποφασίσει εκ των προτέρων ότι δεν θα συμμορφώνονταν με τις αποφάσεις του Κόμματος»[20].
Η Κρούπσκαγια πρόσθεσε: «Σε ορισμένους συντρόφους, ωστόσο, ο αγώνας για το Κόμμα πήρε τη μορφή του συμβιβασμού∙ έχασαν από τα μάτια τους το περιεχόμενο της ενότητας και μετατράπηκαν στο μέσο άνθρωπο που προσπαθεί να ενώσει όλους και όλα, ανεξάρτητα από το τι υποστήριζαν»[21].
Σε στενή συνεννόηση με τον Λένιν, ο Λεβ Κάμενεφ συνέγραψε ένα σημαντικό φυλλάδιο το καλοκαίρι του 1911 με τίτλο «Τα δύο κόμματα», σχεδιασμένο για να κερδίσει τους συντρόφους στην προοπτική ενός ΡΣΔΕΚ που θα ακολουθούσε τη γραμμή των μπολσεβίκων. Σύμφωνα με τον εξουσιοδοτημένο βιογράφο του Κάμενεφ στα μέσα της δεκαετίας του 1920, το φυλλάδιο «σηματοδότησε την οριστική ρήξη με τους μενσεβίκους.»[22] Σύμφωνα με την εγκωμιαστική εισαγωγή του Λένιν στο φυλλάδιο, «ο Κάμενεφ απέδειξε ολοκληρωτικά ότι η ομάδα των λικβινταριστών είναι στην πραγματικότητα ιδιαίτερο κόμμα, δεν είναι ΡΣΔΕΚ». Ενώ ο Λένιν προσδιόριζε τον Πότρεσοφ και τους γύρω του ως τους βασικούς λικβινταριστές, συνέχισε να θεωρεί και «τον κ. Μάρτοφ και τους γκολοσοφικούς του εξωτερικού» που ακολουθούν πίσω από τους λικβινταριστές – διευρύνοντας περαιτέρω το φάσμα όταν κατήγγειλε «τις ραδιουργίες των ομίλων του εξωτερικού (όπως είναι οι όμιλοι των βπεριοντοφικών, των γκολοσοφικών και των τροτσκιστών), που απέδειξαν πέρα για πέρα ότι τις αποφάσεις του κόμματος τις μουτζώνουν και δεν περιορίζουν καθόλου την “ελευθερία” τους όσον αφορά στην υποστήριξη των λικβινταριστών»[23].
Ανησυχώντας να μην αποξενώσει τους μη πεπεισμένους συντρόφους, τους οποίους ήλπιζε να κερδίσει, ο Λένιν πρόσθεσε: «Δυστυχώς όμως υπάρχουν ακόμη πολλοί άνθρωποι που είναι ειλικρινείς εχθροί του λικβινταρισμού και δεν καταλαβαίνουν τους όρους της πάλης εναντίον του». Τέτοιοι καλοπροαίρετοι «συμφιλιωτές» υποστήριζαν ότι τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πρέπει να είναι σε θέση να περιλαμβάνουν τόσο ρεφορμιστές όπως ο Έντουαρντ Μπερνστάιν όσο και επαναστάτες όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Κάουτσκι – μια αντίληψη που ο Λένιν δεν αμφισβητούσε. Αλλά οι Ρώσοι λικβινταριστές είχαν προχωρήσει πολύ πέρα από τους ρεφορμιστές – «επιπλέον αυτοί φτιάχνουν ιδιαίτερο κόμμα, αυτοί δήλωσαν για σύνθημά τους: το ΡΣΔΕΚ δεν υπάρχει και ότι δεν υπολογίζουν καθόλου τις αποφάσεις του ΡΣΔΕΚ». Συμπλήρωσε ότι στα περισσότερα κόμματα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς «έναν οπορτουνιστή που θα έκανε ενάντια στο κόμμα του, ενάντια στις αποφάσεις του το δέκατο από εκείνα που έκαναν και κάνουν οι κ.κ. Πότρεσοφ, Ιγκόρεφ, Μπερ, Μάρτοφ, Νταν και Σία, δεν θα τον ανέχονταν ούτε ένα μήνα στις γραμμές του κόμματος»[24].
Θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι ο Λένιν επέβαλε τέτοια αδιαλλαξία στο φυλλάδιο του καημένου «ήπιου» Κάμενεφ. Σε αλληλογραφία με τον σύντροφό του, πιέζοντας για αναθεωρήσεις, σχολίασε:
«(1) Δεν πρέπει να καλούμε σε διάσπαση με τους συμφιλιωτές. Αυτό είναι εντελώς περιττό και λαθεμένο. Πρέπει απέναντί τους να χρησιμοποιήσουμε ένα “διαφωτιστικό” τόνο και κάθε άλλο παρά να τους παραμερίζουμε. (2) Χρειάζεται να μιλούμε για τη διάσπαση με μεγαλύτερη λεπτότητα, να διαλέγουμε πάντα τέτοιες διατυπώσεις: ότι οι λικβινταριστές ξέκοψαν, δημιούργησαν και κήρυξαν “την κατηγορηματική ρήξη”, ενώ το Κόμμα μάταια τους ανέχεται (“και οι συμφιλιωτές μάταια μπερδεύουν”) κτλ.»[25]
Αυτή είναι σίγουρα η γραμμή που προτάθηκε στην τελική εκδοχή του βιβλίου «Τα δύο κόμματα». Τα καταληκτικά σχόλια του Λένιν δείχνουν στην πραγματικότητα την ουσία της συνδιάσκεψης που οργάνωσε ο ίδιος και άλλοι στην Πράγα πέντε μήνες αργότερα:
«Στη Ρωσία ... οι παράνομοι όμιλοι των εργατών ξέκοψαν και κάθε μέρα ξεκόβουν όλο και περισσότερο από τους λικβινταριστές, χτίζοντας αργά και δύσκολα το επαναστατικό ΡΣΔΕΚ. Να βοηθάμε αυτούς τους ομίλους, να εφαρμόζουμε στην πράξη τις αποφάσεις του ΡΣΔΕΚ, να παραιτηθούμε από το παιγνίδι της συμφιλίωσης με τα μηδενικά του εξωτερικού (οι γκολοσοφικοί είναι η πιο ισχυρή ομάδα του εξωτερικού, και ένα πραγματικό μηδενικό), αυτό είναι το καθήκον των οπαδών του Σοσιαδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος. Πάλη για το κόμμα σημαίνει κομματικότητα. Οι κουβέντες για “συμφιλίωση' με τους λικβινταριστές που οργανώνουν ένα μη σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είναι έγκλημα ενάντια στο χρέος της κομματικότητας.»[26]
Η επιθυμία του Λένιν να κερδίσει τους μπολσεβίκους συμφιλιωτές, και ιδιαίτερα τους αγωνιστές της εργατικής τάξης στο εσωτερικό της Ρωσίας που επηρεάζονταν από συμφιλιωτικές διαθέσεις, δεν σήμαινε ότι απέφευγε την αιχμηρή πολεμική κατά του συμφιλιωτισμού.
Σε μια πολεμική του φθινοπώρου του 1911 με τίτλο «Η καινούρια ομάδα των συμφιλιωτών ή των ενάρετων» ήταν αμείλικτος. Κατακεραύνωνε τους ισχυρισμούς των «συμφιλιωτών» ότι η διαμάχη των παρατάξεων στο ΡΣΔΕΚ γινόταν κυρίως για οργανωτικά ζητήματα: «Στην πραγματικότητα, στην πρώτη γραμμή σήμερα δεν βρίσκεται καθόλου το οργανωτικό ζήτημα, αλλά το ζήτημα του όλου προγράμματος, της όλης τακτικής, του όλου χαρακτήρα του κόμματος, και πιο σωστά το ζήτημα των δύο κομμμάτων, του Σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος και του στολιπινικού εργατικού κόμματος των κ.κ. Πότρεσοφ, Σμιρνόφ, Λάριν, Λεβίτσκι και των φίλων τους. (Ο Στόλιπιν ήταν ο τσαρικός υπουργός Εσωτερικών και μετέπειτα πρωθυπουργός – αυτό ήταν ένα χτύπημα στην απόρριψη της παράνομης εργασίας από τους λικβινταριστές). Η επιλογή ήταν μεταξύ ενός γνήσια σοσιαλιστικού κόμματος και «ενός φιλελεύθερου εργατικού κόμματος». Οι μενσεβίκοι γύρω από το Γκόλος του Μάρτοφ και του Νταν απορρίφθηκαν ως «υποταγμένοι στους λικβινταριστές». «Η ουσία της τωρινής κομματικής κρίσης συνοψίζεται, αναμφίβολα, στο ζήτημα: πλήρης διαχωρισμός του κόμματός μας, του ΡΣΔΕΚ, από τους λικβινταριστές (μαζί με τους Γκόλοσοφικούς) ή συνέχιση της πολιτικής του συμβιβασμού μ’ αυτούς»[27].
Ο Λένιν απέρριπτε τόσο τη μη φράξια του Τρότσκι (που εκείνη την εποχή ήταν οργανωμένη γύρω από την εφημερίδα Πράβντα) όσο και τους μπολσεβίκους-βπεριοντιστές ως μη αντιπροσωπευτικές σοβαρές «τάσεις» στο ΡΣΔΕΚ. Γι’ αυτόν τάση σήμαινε μια ομάδα με ένα σύνολο σαφώς καθορισμένων πολιτικών ιδεών που έχουν «διαδοθεί ευρέως σε ένα ευρύ στρώμα της εργατικής τάξης», η οποία επομένως αφορούσε μόνο τον μπολσεβικισμό και τον μενσεβικισμό, αποκλείοντας εκείνους γύρω από τον Τρότσκι και τους βπεριοντιστές. Και πρόσθεσε: «Η απομόνωση από τις μη σοσιαλδημοκρατικές και τις χωρίς αρχές ομαδούλες που βοηθούν τους λικβινταριστές είναι η πρώτη υποχρέωση των επαναστατών σοσιαλδημοκρατών. Να απευθυνόμαστε προς τους Ρώσους εργάτες, που συνδέονται με τη Βπεριόντ και την Πράβντα, αγνοώντας τις ομάδες αυτές, να ποια είναι η πολιτική που ακολουθούσε, ακολουθεί και θα ακολουθεί ο μπολσεβικισμός παρόλα τα εμπόδια.»[28].
Αντίστοιχα, ο συμφιλιωτισμός ήταν εμπόδιο σε αυτό που πρέπει να γίνει: «η πολιτική της ομαδούλας σας στηριζόταν μόνο στη φρασεολογία –συχνά πολύ καλοπροαίρετη και καλόπιστη– όμως κούφια. Η πραγματική όμως προσέγγιση της ενότητας δημιουργείται μόνο με την προσέγγιση ισχυρών ομάδων, ισχυρών εξαιτίας της ιδεολογικής τους πληρότητας και της επιρροής τους στις μάζες, επιρροής που επαληθεύτηκε από την πείρα της επανάστασης». Οι νομιμοποιημένες πολιτικές συνιστώσες του ΡΣΔΕΚ εκπροσωπούνταν από τους λενινιστές μπολσεβίκους και τους κομματικούς μενσεβίκους που συνδέονταν με τον Πλεχάνοφ:
«Μπολσεβίκοι, συσπειρωθείτε, εσείς είστε το μοναδικό στήριγμα της συνεπούς και αποφασιστικής πάλης ενάντια στον λικβινταρισμό και στον οτζοβισμό.
Ακολουθείστε την πολιτική της προσέγγισης με τον αντι-λικβινταριστικό μεσνεβικισμό, πολιτική που δοκιμάστηκε στην πράξη και επιβεβαιώθηκε από την πείρα, αυτό είναι το σύνθημά μας. Αυτή είναι η πολιτική που υπόσχεται τη γη της επαγγελίας, δεν υπόσχεται τη “γενική ειρήνη”, –απραγματοποίητη στην εποχή της διάλυσης και της αποσύνθεσης– όμως που στην πράξη προωθεί στην πορεία της δουλείας την προσέγγιση ρευμάτων που εκπροσωπούν ό,τι είναι ισχυρό, υγιές και βιώσιμο στο προλεταριακό κίνημα.»[29]
Δύο συνέδρια: Ιανουάριος και Αύγουστος 1912
Η οργανωμένη από τους μπολσεβίκους Πανρωσική Συνδιάσκεψη του ΡΣΔΕΚ πραγματοποιήθηκε στις 17-30 Ιανουαρίου 1912, σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο (ή σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο της τσαρικής Ρωσίας 5-17 Ιανουαρίου), στην πόλη της Πράγας. Στη μεταγενέστερη Ιστορία του Μπολσεβίκικου Κόμματος, ο Γκρέγκορι Ζινόβιεφ, ένας από τους διοργανωτές της διάσκεψης, εξηγεί:
«Μετά τη συνδιάσκεψη του 1908, και πιο συγκεκριμένα μετά την ολομέλεια του 1910, εμείς οι λενινιστές μπολσεβίκοι είπαμε στους εαυτούς μας ότι δεν θα συνεργαστούμε με τους μενσεβίκους λικβινταριστές και ότι περιμέναμε μόνο την κατάλληλη στιγμή για να αποκοπούμε οριστικά από αυτούς και να σχηματίσουμε τη δική μας ανεξάρτητη οργάνωση βασισμένη στο αναγεννημένο εργατικό κίνημα.
Η ομάδα μας αποφάσισε ότι μια τέτοια στιγμή είχε φτάσει στις αρχές του 1912, και συγκάλεσε ένα κομματικό συνέδριο στην Πράγα, το οποίο επρόκειτο να επανιδρύσει το κόμμα μας [δηλ. το ΡΣΔΕΚ] που είχε υποχωρήσει μετά το 1905.»[30]
Η προσέγγιση στη διοργάνωση της διάσκεψης αντανακλούσε τον γενικό προσανατολισμό που είχε περιγράψει ο Λένιν το 1911 – αυτό δεν θεωρήθηκε ούτε παρουσιάστηκε ως διάσπαση των μπολσεβίκων, αλλά μάλλον ως μια σοβαρή και αναγκαία συσπείρωση του ΡΣΔΕΚ. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο διατύπωσε η Κρούπσκαγια το θέμα στο βιβλίο της Αναμνήσεις από τον Λένιν:
«Η Συνδιάσκεψη της Πράγας ήταν η πρώτη συνδιάσκεψη με κομματικούς εργάτες από τη Ρωσία που καταφέραμε να συγκαλέσουμε μετά το 1908 και στην οποία μπορέσαμε με τρόπο επαγγελματικό να συζητήσουμε ζητήματα σχετικά με τη δουλειά στη Ρωσία και να χαράξουμε μια σαφή γραμμή για τη δουλειά αυτή. Υιοθετήθηκαν ψηφίσματα για τα ζητήματα της στιγμής και τα καθήκοντα του Κόμματος, για τις εκλογές στην τέταρτη Δούμα, για τη σοσιαλδημοκρατική ομάδα στη Δούμα, για το χαρακτήρα και τις οργανωτικές μορφές της κομματικής δουλειάς, για τα καθήκοντα των σοσιαλδημοκρατών στην καμπάνια κατά της πείνας, για τη στάση απέναντι στο νομοσχέδιο για την κρατική ασφάλιση των εργαζομένων που βρίσκεται στη Δούμα και για την εκστρατεία υπογραφών.
Τα αποτελέσματα της Διάσκεψης της Πράγας ήταν μια σαφώς καθορισμένη γραμμή του Κόμματος για τα ζητήματα εργασίας στη Ρωσία και μια πραγματική ηγεσία της πρακτικής δουλειάς.
Σε αυτό έγκειται η τεράστια σημασία της. Στη συνδιάσκεψη εκλέχθηκε Κεντρική Επιτροπή ... [και] ορίστηκαν υποψήφιοι για να αντικαταστήσουν τα μέλη που συνελήφθησαν ... Επιτεύχθηκε μια ενότητα στην Κ.Ε. χωρίς την οποία θα ήταν αδύνατο να συνεχιστεί η δουλειά σε μια τόσο δύσκολη εποχή. Αναμφίβολα το συνέδριο ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, καθώς έβαλε ένα τέλος στη διάλυση της δουλειάς στη Ρωσία.»[31]
Στη συνέχεια τέθηκαν ερωτήματα σχετικά με το ποιοι ακριβώς είχαν προσκληθεί στην υποτιθέμενη «Πανρωσική» συνάντηση του ΡΣΔΕΚ. Φυσικά, οι λενινιστές μπολσεβίκοι εκπροσωπήθηκαν πλήρως, αλλά όπως εξήγησε ο Λένιν σε αλληλογραφία με έναν σύντροφο, η ανακοίνωση για τη συνδιάσκεψη «ανοιχτά και συγκεκριμένα ότι είχαν προσκληθεί οι βπεριοντοφικοί + Τρότσκι + Πλεχάνοφ, ενώ οι αντιπρόσωποι των εθνικών οργανώσεων [οι πολωνικές και οι λετονικές οργανώσεις και η Εβραϊκή Ομοσπονδία] τρεις φορές». Εκμυστηρεύτηκε ότι προσωπικά είχε αντιταχθεί στην πρόσκληση στον Τρότσκι και στους Βπεριοντιστές, καθώς και στον Πλεχάνοφ (ο οποίος μέχρι τότε είχε δηλώσει τη διαφωνία του με τη συνδιάσκεψη). Αλλά όπως συνέβη περισσότερες από μία φορές πριν και μετά, είχαν υπερισχύσει οι σύντροφοί του. Από την άλλη πλευρά, οι μενσεβίκοι λικβινταριστές και οι εν μέρει επικριτικοί σύντροφοί τους γύρω από το Γκόλος δεν συμπεριλαμβάνονταν στους προσκεκλημένους (και θα ανακοινωνόνταν ότι είχαν διαγραφεί, στη Συνδιάσκεψη της Πράγας, από το ΡΣΔΕΚ).[32]
Προφανώς, κάποιοι από τους Βπεριοντιστές ήρθαν στη Συνδιάσκεψη της Πράγας, καθώς και τουλάχιστον δύο από τους κομματικούς μενσεβίκους (ο ένας εκπροσωπούσε μια «καλόπιστη» οργάνωση εργατών από το Κίεβο). Ο Λένιν προειδοποίησε αυτόν στον οποίο γράφει:
«Μην πιστεύετε τις φήμες. Ούτε οι πλεχανοφικοί, ούτε οι βπεριοντοφικοί, κανένας δεν έφυγε από τη συνδιάσκεψη. Υπήρχαν συνολικά δύο μενσεβίκοι-κομματικοί: ένας από το Κίεβο κράτησε πολύ καλή στάση και γενικά ήταν μαζί μας. Ο άλλος από το Αικατερινοσλάβ κράτησε στάση πολύ στρεψόδικη, όμως και αυτός δεν έφυγε από τη συνδιάσκεψη, υπέβαλε μόνο “διαμαρτυρίες” στο πνεύμα του Πλεχάνοφ.»[33]
Η Κρούπσκαγια θυμόταν επίσης «τη διαμάχη μεταξύ του Σάββα (Ζέβιν), του αντιπροσώπου του Αικατερινοσλάβ ... και του αντιπροσώπου του Κιέβου Νταβίντ (Σβάρτζμαν) και επίσης, πιστεύω, του Σέργκο. Θυμάμαι το ενθουσιώδες πρόσωπο του Σάββα». Διευκρίνισε:
«Ξεχνώ ακριβώς περί τίνος επρόκειτο η διαμάχη, αλλά ο Σάββα ήταν πλεχανοφικός. Ο Πλεχάνοφ δεν είχε έρθει στο συνέδριο. “Η σύνθεση της συνδιάσκεψής σας”, είχε γράψει απαντώντας στην πρόσκληση, “είναι τόσο ομοιόμορφη που θα ήταν καλύτερο, δηλαδή, περισσότερο προς το συμφέρον της ενότητας του κόμματος, αν δεν έπαιρνα μέρος σε αυτήν”. Προετοίμασε αναλόγως τον Σάββα, και ο τελευταίος προχώρησε στη συνδιάσκεψη σε διαμαρτυρία επί διαμαρτυρίας στο πνεύμα του Πλεχάνοφ. Αργότερα, όπως γνωρίζουμε, ο Σάββα έγινε μπολσεβίκος. Ο άλλος πλεχανοφικός, ο Νταβίντ, τάχθηκε με το μέρος των μπολσεβίκων.»[34]
Ο Ζινόβιεφ αναφέρθηκε επίσης στη συμμετοχή του κόμματος των μενσεβίκων: «Αυτή η διάσκεψη έχει μεγάλη ιστορική σημασία. Παρόντες στο συνέδριο, παρεμπιπτόντως, ήταν δύο ή τρεις αντιπρόσωποι που ήταν υποστηρικτές του Πλεχάνοφ και είχαν φτάσει κατευθείαν από την κομματική δραστηριότητα στη Ρωσία. Ο ίδιος ο Πλεχάνοφ ωστόσο αρνήθηκε να συμμετάσχει, υποστηρίζοντας (και πολύ σωστά) ότι ο στόχος της Συνδιάσκεψης της Πράγας ήταν η διάσπαση από τους μενσεβίκους. Χαρακτηριστικά ο Πλεχάνοφ απέκρουσε την τελευταία στιγμή τη διάσπαση από τους μενσεβίκους». Ο Ζινόβιεφ πρόσθεσε:
«Στη Συνδιάσκεψη της Πράγας οι μπολσεβίκοι επικράτησαν με συντριπτική πλειοψηφία. Εκεί εκπροσωπήθηκε ένα νέο στρώμα μπολσεβίκων που είχε μεγαλώσει και πολιτικοποιηθεί στη φάση της αντεπανάστασης που διήρκεσε περίπου από το 1907 έως το 1911...
Η συνδιάσκεψη στην Πράγα αποτελούνταν στην πραγματικότητα από μια χούφτα αντιπροσώπων (περίπου 20 με 25 τον αριθμό) με επικεφαλής τον σύντροφο Λένιν, και είχε το θράσος να ανακηρύξει τον εαυτό της ως το κόμμα και να αποκοπεί μια για πάντα από όλες τις άλλες ομάδες και υποομάδες. Αυτή η συνδιάσκεψη απομάκρυνε την παλιά Κεντρική Επιτροπή που είχε μισοσαπίσει και είπε στον εαυτό της: εμείς είμαστε το κόμμα, όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας, θα διεξάγουμε έναν οξύ αγώνα εναντίον όλων όσοι αρνούνται από την πλευρά τους να πολεμήσουν τον λικβινταρισμό.»[35]
Ο Πλεχάνοφ δεν ήταν ο μόνος που εντυπωσιάστηκε αρνητικά από τη συνάντηση. Ο Β.Σ. Βοϊτίνσκι, ένας μπολσεβίκος συμφιλιωτής που σύντομα πέρασε στον μενσεβικισμό, αναφέρει ότι τα μέλη του ΡΣΔΕΚ στα στρατόπεδα φυλακών της Σιβηρίας άκουσαν για το συνέδριο «με ανάμεικτα συναισθήματα. Λίγοι μπολσεβίκοι το δέχτηκαν ως την αναγέννηση του κόμματος, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία θεωρούσε την όλη υπόθεση μπλόφα και τη νέα Κεντρική Επιτροπή απάτη». Σύμφωνα με τον κορυφαίο μενσεβίκο Φιόντορ Νταν, «στην Πράγα η διάσκεψη των μπολσεβίκων ... διέσπασε οριστικά τη ρωσική σοσιαλδημοκρατία» και δημιούργησε «μια πικρία που δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ πριν»[36].
Με την ενεργητική βοήθεια του Τρότσκι, οργανώθηκε μια εναλλακτική Πανκομματική Συνδιάσκεψη του ΡΣΔΕΚ. Περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος των μενσεβίκων, της Μπουντ, μέλη της πολωνικής οργάνωσης, καθώς και μερικούς μπολσεβίκους-βπεριοντιστές και μπολσεβίκους συμφιλιωτές. Σύμφωνα με μια αγωνίστρια των μενσεβίκων, την Εύα Μπρόιντο, «τον Αύγουστο του 1912, σε ένα συνέδριο του κόμματος που πραγματοποιήθηκε στο εξωτερικό, η διάσπαση ανάμεσα σε εμάς και τους μπολσεβίκους έγινε οριστική∙ η ομάδα του Τρότσκι και η εβραϊκή “Μπουντ” συντάχθηκαν με τους μενσεβίκους. Οι σοσιαλδημοκράτες στη Δούμα συνέχισαν για κάποιο χρονικό διάστημα να παρουσιάζουν δημόσια ένα ενιαίο μέτωπο. Αλλά ένα “ενωμένο” σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είχε πάψει να υπάρχει, και το χάσμα μεταξύ των δύο απόψεων μεγάλωνε όλο και περισσότερο»[37].
Αυτή ήταν, αν μη τι άλλο, μια ρόδινη άποψη. Ο ίδιος ο Τρότσκι ήλπιζε (αναφέρει στα απομνημονεύματά του) ότι οι λενινιστές μπολσεβίκοι θα αισθάνονταν επίσης υποχρεωμένοι να παρευρεθούν και ότι η ενότητα του ΡΣΔΕΚ θα επιτυγχανόταν τελικά – αλλά δεν είχε τέτοια τύχη. «Η συνδιάσκεψη συνήλθε στη Βιέννη τον Αύγουστο του 1912, χωρίς τους μπολσεβίκους, και βρέθηκα τυπικά σε ένα “μπλοκ” με τους μενσεβίκους και μερικές ετερόκλητες ομάδες μπολσεβίκων διαφωνούντων. Αυτό το “μπλοκ” δεν είχε καμία κοινή πολιτική βάση, επειδή σε όλα τα σημαντικά ζητήματα διαφωνούσα με τους μενσεβίκους.»[38] Οι ανομοιογενείς δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί στη διάσκεψη του Αυγούστου γρήγορα διαλύθηκαν.
Μια έκθεση της τσαρικής μυστικής αστυνομίας, της Οχράνα, σχολίαζε: «Σύμφωνα με τις πληροφορίες των πρακτόρων, η μόνη καλά οργανωμένη και συνεκτική φράξια στο ΡΣΔΕΚ αυτή τη στιγμή είναι η μπολσεβικική-λενινιστική φράξια. Αυτοί συγκρότησαν την “πανρωσική” τους Συνδιάσκεψη, έχουν την Κεντρική τους Επιτροπή, τα παράνομα όργανά τους στο εξωτερικό και τα νόμιμα στη Ρωσία, έχουν τις επιτροπές τους»[39].
Ο βιογράφος του Μάρτοφ, ο Ισραέλ Γκέτζλερ, αντλώντας από μενσεβίκικες πηγές, περιγράφει τα αποτελέσματα της διάσπασης ως καταστροφικά για την οργάνωση του ήρωά του:
«Όταν επιτέλους το αυγουστιάτικο μπλοκ των μενσεβίκων, των μπουντιστών, της ομάδας Πράβντα του Τρότσκι και της αποσχιστικής αριστερής πτέρυγας του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ... σχηματίστηκε στη Βιέννη τον Αύγουστο του 1912 (που κατά ειρωνικό τρόπο προήλθε από την πρωτοβουλία του Λένιν και όχι του Μάρτοφ ή ακόμη και του Τρότσκι, ο οποίος το οργάνωσε), δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο από το να καταγράψει το γεγονός ότι οι μπολσεβίκοι είχαν καταλάβει και εκκαθαρίσει το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, έλεγχαν τα θεσμικά όργανα και τα κεφάλαιά του και προχωρούσαν στην κατάκτηση θέσεων στους ανοιχτούς τομείς δραστηριότητας που μέχρι τότε είχαν αποφύγει, όπως ο νόμιμος τύπος, τα συνδικάτα και η Δούμα. Οι μενσεβίκοι βρέθηκαν κατατρεγμένοι και ηττημένοι στους δικούς τους αγαπημένους τομείς δραστηριότητας.»
Ο Γκέτζλερ αναφέρει ότι τον Απρίλιο του 1912 οι μπολσεβίκοι εξέδιδαν μια καθημερινή εφημερίδα στην Πετρούπολη σε 29.000 αντίτυπα, ενώ οι μενσεβίκοι εξέδιδαν μόνο μια πιο περιορισμένη εβδομαδιαία εφημερίδα. Ενώ τον Μάιο οι μενσεβίκοι κατάφεραν να δημιουργήσουν τη δική τους ημερήσια εφημερίδα, η εφημερίδα των μπολσεβίκων συνέχισε να πουλάει διπλάσια αντίτυπα. Ο ίδιος προσθέτει: «Στα τέλη του 1912 στις εκλογές για τα εργατικά εκλεκτορικά σώματα της Δούμας εξελέγησαν έξι μπολσεβίκοι και ούτε ένας μενσεβίκος». Ο Λένιν ήταν σε θέση να αναφέρει όλα αυτά και πολλά άλλα, με άφθονα στατιστικά στοιχεία, σε κορυφαία όργανα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς που εξέταζαν τη ρωσική κατάσταση. Ήταν σε θέση να προσθέσει: «Ας παραδεχτούμε όμως για μια στιγμή ότι οι τόσο πολυάριθμοι (από την άποψη του εξωτερικού και των μικροομάδων των διανοουμένων) αντίπαλοί μας έχουν δίκιο. Ας παραδεχτούμε ότι είμαστε ένοχοι “σφαιτερισμού”. “διάσπασης” κτλ. Δεν είναι φυσικό να περιμένει κανείς ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι αντίπαλοί μας θα μας πολεμούσαν όχι με λόγια, αλλά με την πείρα της δουλειάς και της ενότητάς τους;»[40].
Η αλήθεια ήταν σκληρή για εκείνους που είχαν αντιταχθεί οργισμένα στη γραμμή που προωθούσαν ο Κάμενεφ και ο Λένιν στα «Δύο Κόμματα». Τίποτα δεν τους εμπόδιζε (εκτός από τη δική τους ανικανότητα να το κάνουν) να σφυρηλατήσουν ένα χωρίς αποκλεισμούς, ενιαίο κόμμα που θα ξεπερνούσε τους λενινιστές μπολσεβίκους που αναδιοργάνωσαν το ΡΣΔΕΚ. Όπως το συνόψισε ο Κάμενεφ δώδεκα χρόνια αργότερα:
«Το 1912 ήταν μια χρονιά αλλαγών. Τον Ιανουάριο οι μπολσεβίκοι διέκοψαν τα τελευταία απομεινάρια οργανωτικών δεσμών με τους μενσεβίκους και σχημάτισαν τη δική τους αμιγώς μπολσεβίκικη Κεντρική Επιτροπή στο δικό τους μπολσεβίκικο συνέδριο (στην Πράγα). Απέκλεισαν τους λικβινταριστές από το κόμμα και διακήρυξαν ένα πρόγραμμα επαναστατικής δράσης. Μετά το λουτρό αίματος στη Λένα [όπου απεργοί εργάτες πυροβολήθηκαν από τα τσαρικά στρατεύματα], προέκυψε ένα θυελλώδες κύμα προλεταριακού κινήματος, για πρώτη φορά μετά το 1905. Το κίνημα αυτό υιοθέτησε το πρόγραμμα και την τακτική των μπολσεβίκων στο σύνολό τους. Η “μπολσεβίκικη επιδημία” (για να χρησιμοποιήσουμε τον κακόβουλο όρο που επινόησαν τότε οι μενσεβίκοι) άρχισε να εξαπλώνεται και προς το παρόν κέρδισε την τελική νίκη. Το αφυπνιζόμενο εργατικό κίνημα απομάκρυνε συστηματικά τους λικβινταριστές από κάθε θέση που είχαν καταφέρει να κερδίσουν κατά τα προηγούμενα οδυνηρά χρόνια της αντεπανάστασης.»[41]
Έτσι ήταν τα πράγματα
Εντύπωση προκαλούν οι ισχυρισμοί του Κάρτερ Έλγουντ, στο κλασικό δοκίμιό του «Η τέχνη της σύγκλησης μιας κομματικής συνδιάσκεψης», ότι ο Λένιν επεδίωκε από την αρχή «ένα ομοιογενές κόμμα ενωμένο πίσω από το πρόγραμμά του και αποδεχόμενο την αδιαμφισβήτητη ηγεσία του», σχεδιάζοντας να δημιουργήσει «ένα αμιγώς μπολσεβίκικο “κόμμα νέου τύπου”». Αυτή η αντίληψη, μια αναδρομή σε ερμηνείες που μοιράζονται ο σταλινισμός από τη μια πλευρά και ο αντικομμουνισμός του Ψυχρού Πολέμου από την άλλη, έχει αμφισβητηθεί αποτελεσματικά από το έργο ιστορικών όπως ο Λαρς Λιχ[42]. Επιπλέον, τα στοιχεία που παρουσιάζονται εδώ δείχνουν ότι ο Λένιν δεν είχε πάντα «τον έλεγχο» (πώς θα μπορούσε να τον έχει;) και δεν περιβαλλόταν σε καμία περίπτωση από «yes men» – χωρίς αμφιβολία είχε κερδίσει μεγάλο κύρος, αλλά δεν υπήρχε «αδιαμφισβήτητη ηγεσία»[43].
Ενώ δεν υπήρχε καμία σκέψη για ένα «κόμμα νέου τύπου» το 1912, θα ήταν λάθος να πιστεύουμε ότι η συνδιάσκεψη της Πράγας απέδωσε ένα κόμμα «πολλαπλών τάσεων» στο οποίο οι μπολσεβίκοι και οι κομματικοί-μενσεβίκοι ενώθηκαν ως ισότιμοι εταίροι. Ο Πλεχάνοφ, ο θεωρητικός πυρήνας των κομματικών-μενσεβίκων, απέρριψε τη συνδιάσκεψη, και από τους δύο ή τρεις κομματικούς-μενσεβίκους που ήταν παρόντες, ο ένας λειτούργησε ως αναποτελεσματικός αντιφρονούντας και ο άλλος απορροφήθηκε λίγο-πολύ από την τεράστια πλειοψηφία των μπολσεβίκων. Τα σχόλια της Κρούπσκαγια και του Ζινόβιεφ υποδηλώνουν ότι τουλάχιστον κάποιοι από τους κομματικούς-μενσεβίκους εντάχθηκαν σε αυτή την κυριαρχούμενη από τους μπολσεβίκους διαμόρφωση του ΡΣΔΕΚ, αλλά δεν μου είναι σαφές σε ποιο βαθμό οι κομματικοί-μενσεβίκοι παρέμειναν ως διακριτή τάση μέσα σε αυτό το κόμμα. Άλλοι κομματικοί-μενσεβίκοι, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Πλεχάνοφ, παρέμειναν ανεξάρτητοι από αυτό, ενώθηκαν με ορισμένους μπολσεβίκους-συμφιλιωτές για να εκδώσουν τέσσερα τεύχη, το 1914, ενός περιοδικού που ονομαζόταν Γιεντίνστβο (Ενότητα), το οποίο αποτελούσε στόχο πολεμικής του ΡΣΔΕΚ του Λένιν[44].
Η πόρτα του αναδιοργανωμένου ΡΣΔΕΚ ήταν ανοιχτή, φυσικά, στον Πλεχάνοφ, στον Τρότσκι, ακόμη και στον Μάρτοφ, αν κάποιος από αυτούς ήταν πρόθυμος να την περάσει – αλλά αυτό θα σήμαινε απόλυτη και οριστική ρήξη με τους λικβινταριστές και όσους είχαν την τάση να ακολουθήσουν τους λικβινταριστές. Και επίσης, υπό αυτές τις συνθήκες, θα σήμαινε ότι θα ήταν μέρος ενός κόμματος που λίγο πολύ θα ακολουθούσε τη «γραμμή των μπολσεβίκων». Αυτό όμως δεν ήταν κάτι που ήταν διατεθειμένοι να κάνουν (αν και πέντε χρόνια αργότερα ο Τρότσκι και αρκετοί άλλοι επέλεξαν να κάνουν ακριβώς αυτό).
Στην πράξη, επομένως, το κόμμα που προέκυψε από την Πανρωσική Συνδιάσκεψη του ΡΣΔΕΚ στην Πράγα το 1912 ήταν ένα μπολσεβίκικο κόμμα. Αυτό δεν είναι μύθος. Τυχαίνει να είναι έτσι ακριβώς.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Paul Le Blanc, “The birth of the Bolshevik party in 1912”, Links. International Journal of Socialist Renewal, 17 Απριλίου 2012, https://links.org.au/paul-le-blanc-birth-bolshevik-party-1912.
Σημειώσεις
[1] Pham Binh, “Mangling the party: Tony Cliff’s Lenin”, Links International Journal of Socialist Renewal 2012, http://links.org.au/node/2710, και Pham Binh, “The United States: Another socialist left is possible”, Links International Journal of Socialist Renewal 2012, http://links.org.au/node/2735.
[2] Paul Le Blanc, “Revolutionary Methodology in the Study of Lenin”, Links International Journal of Socialist Renewal 2012, http://links.org.au/node/2716 και Paul Le Blanc, “Revolutionary organisation and the Occupy movement”, Links International Journal of Socialist Renewal 2012, http://links.org.au/node/2749.
[3] Lars Lih, “Falling out over a Cliff”, Links International Journal of Socialist Renewal 2012, http://links.org.au/node/2751 . Σχετικά με τις αρχικές μου απαντήσεις σε αυτά που έθεσε ο Lih, βλ. Paul Le Blanc, “Lenin wars: Falling over a Cliff with Lars Lih”, Links International Journal of Socialist Renewal 2012, http://links.org.au/node/2752 και Paul Le Blanc, “1912 and 2012”, Links International Journal of Socialist Renewal 2012, http://links.org.au/node/2812.
[4] Βλ. Paul Le Blanc, From Marx to Gramsci, A Reader in Revolutionary Marxist Politics (Άμερστ: Humanity Books, 1996), και Geoff Eley, Forging Democracy: The History of the Left in Europe, 1850-2000 (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 2002) για τα γενικά θεωρητικά και ιστορικά πλαίσια.
[5] Το ιστορικό με τεκμηρίωση για τα θέματα που συνοψίζονται εδώ μπορεί να βρεθεί στο Paul Le Blanc, Lenin and the Revolutionary Party (Άμερστ: Humanity Books, 1993), 68-77, 91-98, 127-141, 171.
[6] Isaac Deutscher, The Prophet Armed, Trotsky: 1879-1921 (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1963), 198, 201; Le Blanc, 173-181.
[7] Carter Elwood, “The Art of Calling a Party Conference (Prague 1912)”,στην πολύτιμη συλλογή του The Non-Geometric Lenin: Essays on the Development of the Bolshevik Party 1910-1914 (Λονδίνο: Anthem Press, 2011), 17.
[8] Boris Sapir, “Notes and Reflections on the History of Menshevism”, στο Leopold H. Haimson, επιμ., The Mensheviks, From the Revolution of 1917 to the Second World War (Σικάγο: University of Chicago Press, 1974), 354.
[9] Le Blanc, 143-187. Για πληροφορίες σχετικά με τους μπολσεβίκους συμφιλιωτές, βλέπε Robert V. Daniels, The Conscience of the Revolution: Communist Opposition in Soviet Russia (Νερά Υόρκη: Simon and Schuster, 1969), 15-16, 26-27· Elwood, 21, 25· N. K. Krupskaya, Reminiscences of Lenin (Νέα Υόρκη: International Publishers, 1979), 207.
[10] [Σ.τ.Μ.:] Ο λικβινταρισμός (λικβιντατόρστβο) σύμφωνα με τον ορισμό του Λένιν: «Ο λικβινταρισμός με τη στενή έννοια της λέξης, ο λικβινταρισμός των μενσεβίκων, συνίσταται ιδεολογικά στην άρνηση της ταξικής πάλης του σοσιαλιστικού προλεταριάτου γενικά και ειδικά στην άρνηση της ηγεμονίας του προλεταριάτου στην αστικοδημοκρατική επανάστασή μας. […] Οργανωτικά ο λικβινταρισμός σημαίνει άρνηση της ανάγκης του παράνομου Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και τη συνδεδεμένη μ’ αυτό απάρνηση του ΣΔΕΚΡ, αποχώρηση απ’ αυτό, …» (Β. Ι. Λένιν, «Η εξάλειψη του λικβινταρισμού» [1909], στο Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 19 σελ. 45).
[11] Leon Trotsky, Stalin, An Appraisal of the Man and His Influence (Νέα Υόρκη: Stain and Day, 1967), 112 Λέον Τρότσκι, Στάλιν, Τόμος Πρώτος, Δωδώνη, Αθήνα, χ.χ.έ. σσλ 153, 154, σε διαφορετική απόδοση· η περιγραφή και η αυτοκριτική του Τρότσκι για τον συμφιλιωτισμό του αντικατοπτρίζει πτυχές της οξείας κριτικής του Λένιν εναντίον του, στο V. I. Lenin, “The New Faction of Conciliators, Or the Virtuous”, στο V. I. Lenin, Collected Works, τόμος 17, (Μόσχα: Progress Publishers, 1974), 258 [Β. Ι. Λένιν, «Η καινούρια ομάδα των συμφιλιωτών ή των ενάρετων», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 20, Σύγχρονη Εποχή, χ.χ.έ., σελ. 347]. Ο Deutscher (200, 201) σχολιάζει «πόσο πολύ ο Τρότσκι είχε εκτιμήσει λανθασμένα την έκβαση μιας δεκαετούς διαμάχης», καθώς οι προσπάθειές του υπέρ της ενότητας βασίζονταν σε «ψευδαισθήσεις».
[12] Sapir, 355
[13] Abraham Ascher, επιμ., The Mensheviks in the Russian Revolution (Ίθακα: Cornell University Press, 1976), 60, 62, 65· Leopold H. Haimson, επιμ., The Making of Three Russian Revolutionaries: Voices From the Menshevik Past (Κέμπριτζ: Cambridge University Press, 1987), 206, 207.
[14] Le Blanc, 171· Ascher, 76, 77· Trotsky, Stalin, 110-111 [Λέον Τρότσκι, Στάλιν, ό.π., σελ. 152]· Sapir, 359-360.
[15] Sapir, 356-357.
[16] Gregory Zinoviev, History of the Bolshevik Party, From the Beginnings to February 1917, A Popular Outline (Λονδίνο: New Park Publications, 1973), 156-158· Elwood, 20.
[17] Le Blanc, 167-179· Zinoviev, History, 165-167· Zinoviev (Konferentsii RSDRP 1912, p. 126), όπως αναφέρεται στο Lars Lih, “Falling over a Cliff”, Links International Journal of Socialist Renewal 2012, http://links.org.au/node/2751.
[18] Krupskaya, 215.
[19] Ό.π., 211, 205-206.
[20] Ό.π., 206.
[21] Ό.π.
[22] Georges Haupt and Jean-Jacques Marie, επιμ., Makers of the Russian Revolution: Biographies of Bolshevik Leaders (Ίθακα: Cornell University Press, 1974), 45.
[23] V. I. Lenin, “Introduction to the Pamphlet Two Parties”, Collected Works, τόμος 17 [Β. Ι. Λένιν, «Πρόλογος στη μπροσούρα “Τα δύο κόμματα”», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 20 σσ. 305. 308].
[24] Ό.π., 227. [Β. Ι. Λένιν, «Πρόλογος στη μπροσούρα “Τα δύο κόμματα”», ό.π. σσ. 306, 307].
[25] V. I. Lenin, “To L. B. Kamenev”, Collected Works, τόμος 43, (Μόσχα: Progress Publishers, 1971), 279-280. [Β. Ι. Λένιν, «Προς τον Λ. Μπ. Κάμενεφ», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 48, σελ. 36].
[26] V. I. Lenin, “Introduction to the Pamphlet Two Parties”, Collected Works, τόμος 17, 228. [Β. Ι. Λένιν, «Πρόλογος στη μπροσούρα “Τα δύο κόμματα”», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 20 σελ. 308].
[27] Lenin, “The New Faction of Conciliators”, 260, 261. [Β. Ι. Λένιν, «Η καινούρια ομάδα των συμφιλιωτών ή των ενάρετων», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 20, σσ. 347, 349].
[28] Ό.π., 271, 273, 274 [Β. Ι. Λένιν, «Η καινούρια ομάδα ...», ό.π., σσ. 360, 361].
[29] Ό.π., 274, 275 [Β. Ι. Λένιν, «Η καινούρια ομάδα ...», ό.π., σσ. 362].
[30] Zinoviev, History, 170.
[31] Krupskaya, 229-230.
[32] V.I. Lenin, “To G.L. Shklovsky”, Collected Works, τόμος 35 (Μόσχα: Progress Publishers, 1973), 25-26 [Β. Ι. Λένιν, «Προς τον Γκ. Λ. Σκλόβσκι», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 48, σελ. 49].
[33] Ό.π. [Β Ι. Λένιν, «Προς τον Γκ. Λ. Σκλόβσκι», ό.π., σελ. 50].
[34] Krupskaya, 227-228.
[35] Zinoviev, History, 170-171.
[36] W. S. Woytinsky, Stormy Passage, A Personal History Through Two Russian Revolutions to Democracy and Freedom: 1905-1960 (Νέα Υόρκη: Vanguard Press, 1961), 203· Theodore Dan, The Origins of Bolshevism (Νέα Υόρκη: Schocken Books, 1970), 390.
[37] Eva Broido, Memoirs of a Revolutionary (London: Oxford University Press, 1967), 142.
[38] Leon Trotsky, My Life, An Attempt at an Autobiography (Νέα Υόρκη: Pathfinder Press, 1970), 225 [Λέον Τρότσκι, Η ζωή μου. Αλλαγή, Αθήνα 1986, σσ. 215 – σε διαφορετική απόδοση].
[39] Elwood, 35.
[40] Israel Getzler, A Political Biography of a Russian Social Democrat (Λονδίνο: Cambridge University Press, 1967), 134-135· Lenin, “Report to Brussels (1914)”, στο V. I. Lenin, Revolution, Democracy, Socialism, Selected Writings, επιμ. Paul Le Blanc (Λονδίνο: Pluto Press, 2008), 213 [Β. Ι. Λένιν, «Έκθεση της ΚΕ του ΣΔΕΚΡ και οδηγίες για την αντιπροσωπεία της ΚΕ στη σύσκεψη των Βρυξελλών», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 25, σελ. 384].
[41] G. Zinoviev, I. Stalin, L. Kamenev, Leninism or Trotskyism (Σικάγο: Daily Worker Publishing Co., 1925), 56.
[42] Elwood, 19, 34. Ο Lars Lih έχει γράψει μια ωραία κριτική επισκόπηση του σημαντικού τόμου δοκιμίων του Elwood, με τον προσωρινό τίτλο “The Non-Geometric Elwood”, η οποία περιλαμβάνει μια κριτική της αναφοράς του Elwood για το συνέδριο της Πράγας το 1912 – η επισκόπηση θα δημοσιευτεί σύντομα. Την κατάρριψη από τον Lih της «εγχειριδιακής» αντικομμουνιστικής ερμηνείας του Λένιν κατά τον Ψυχρό Πόλεμο μπορείτε να τη βρείτε στο Lenin Rediscovered (Σικάγο: Haymarket Books, 200). Πολύτιμο είναι επίσης το Lars T. Lih, Lenin (Λονδίνο: Reaktion, 2011). Μεταξύ άλλων, τα προηγούμενα χρόνια, που αμφισβήτησαν αποτελεσματικά αυτόν τον αντιλενινισμό «εγχειριδίου», περιλαμβάνονται πολιτικοί ακτιβιστές όπως οι James P. Cannon, C.L.R. James, Hal Draper και Ernest Mandel, καθώς και μελετητές όπως οι Moshe Lewin, E. H. Carr, Isaac Deutscher και Robert C. Tucker. Οι κατάλογοι αυτοί δεν είναι εξαντλητικοί. (Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ... Tony Cliff, Duncan Hallas, Chris Harman).
[43] Ο ίδιος ο Elwood, στο διαφωτιστικό άρθρο του “Lenin and Pravda, 1912-1914”, στο The Non-Geometric Lenin, 37-55, τεκμηριώνει το γεγονός ότι όσον αφορά την κεντρική εφημερίδα του ΡΣΔΕΚP, όπου κυριαρχούσαν οι μπολσεβίκοι, ο Λένιν –όσο σεβαστός και αν ήταν– απλά δεν είχε το πάνω χέρι: περισσότερες από μία φορές τον εμπόδιζαν σκληροπυρηνικοί σύντροφοι-συντάκτες, αγνοούσαν τις συμβουλές του, απέρριπταν τα άρθρα του κ.λπ.
[44] V.I. Lenin, “Plekhanov, Who Knows Not What He Wants”, Collected Works, τόμος 20 (Μόσχα: Progress Publishers, 1972), 309-312 [Β. Ι. Λένιν, «Ο Πλεχάνοφ που δεν ξέρει τι θέλει», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος, 25, σσ. 167-170], και επίσης 598 σημ. 153 για πληροφορίες σχετικά με το Yedinstvo.