Αντιπρόσωποι στο δεύτερο συνέδριο της Κομιντέρν στο παλάτι Ουρίτσκι της Πετρούπολης. Οι αναγνωρισμένοι είναι οι εξής: Λεβ Καραχάν (δεύτερος από αριστερά), Καρλ Ράντεκ (τρίτος, καπνίζει), Νικολάι Μπουχάριν (πέμπτος), Μιχαήλ Λασέβιτς (έβδομος με στολή), Μαξίμ Πεσκόφ (γιος του Μαξίμ Γκόρκι) (πίσω από τη στήλη), Μαξίμ Γκόρκι (ένατος ξυρισμένος), Βλαντιμίρ Λένιν (δέκατος, τα χέρια στις τσέπες), Σεργκέι Ζόριν (ενδέκατος, με καπέλο), Γκριγκόρι Ζινόβιεφ (δέκατος τρίτος, τα χέρια πίσω από την πλάτη), Τσαρλς Σίπμαν (Χεσούς Ραμίρεζ) (λευκό πουκάμισο και γραβάτα), Μ.Ν. Ρόι (παλτό και γραβάτα), Μαρία Ουλιάνοβα (δέκατη ένατη, λευκή μπλούζα), Νίκολα Μπομπάτσι (με μούσι), Τομ Κουέλτς (εικοστός πρώτος), Λάζαρ Σάτσκιν (εικοστός δεύτερος) και Άμπραμ Μπελένκι (με ανοιχτόχρωμο καπέλο). Wikimedia.
Joel Geier
Ο Ζηνοβιεφισμός και ο εκφυλισμός του παγκόσμιου κομμουνισμού
Ο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, ένας ηγέτης του ρωσικού μαρξιστικού κινήματος στις αρχές του εικοστού αιώνα, είναι σήμερα μια άγνωστη ιστορική προσωπικότητα, ο οποίος, όταν αναφέρεται, συνήθως απορρίπτεται ως μη σοβαρός, ασταθής, οπορτουνιστής και γελοιοποιείται ακόμη και ως φάρσα. Στην Αριστερά, ο όρος «Ζινοβιεφισμός», ασαφής και απροσδιόριστος, εμφανίζεται περιστασιακά στις σοσιαλιστικές διαμάχες ως κατηγορία κατά του γραφειοκρατισμού.
Τι τεράστια υποβάθμιση. Στη δεκαετία του 1920 ο Ζινόβιεφ, πρόεδρος της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) ήταν, μετά τον Λένιν και τον Τρότσκι, η πιο γνωστή, δημοφιλής επαναστατική προσωπικότητα στον κόσμο και οι περισσότεροι επαναστάτες δήλωναν οπαδοί και μαθητές του. Ο Ζινόβιεφ ήταν επίσης ο ηγέτης και εκπρόσωπος της περιφέρειας του Λένινγκραντ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) καθώς και του Σοβιέτ, στην πόλη του πιο μαχητικού, ταξικά συνειδητοποιημένου εργατικού κινήματος στον κόσμο. Μέσα σε λίγα χρόνια ήταν ανίσχυρος, διωγμένος από τον Στάλιν και τον Μπουχάριν, απομονωμένος, χωρίς σχεδόν κανέναν υποστηρικτή. Ωστόσο, η πιο διφορούμενη και επιβλαβής κληρονομιά του επέζησε αυτής της ήττας ως πολιτικές που είχαν ενσωματωθεί στην κομμουνιστική ορθοδοξία της δεκαετίας του 1920. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να κατανοήσουμε το περιεχόμενο της υποτιμημένης κληρονομιάς του Ζινόβιεφ. Θα υποστηρίξω ότι ο ζινοβιεφισμός ήταν ένα πολιτικό ρεύμα διακριτό τόσο από τον λενινισμό όσο και από τον σταλινισμό, παρά τις προσπάθειες να συγχωνευθούν αυτά τα τρία πολύ ανόμοια πολιτικά ρεύματα.
Τα μέσα της δεκαετίας του 1920 ήταν μεταβατικά χρόνια για τη Ρωσία, το μεταίχμιο μεταξύ του θανάτου του Λένιν και του θριάμβου του σταλινισμού. Ο εκφυλισμός της Ρωσικής Επανάστασης και, στη συνέχεια, του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ήταν μια μακρά, παρατεταμένη διαδικασία. Τα πρώτα χρόνια της επιδείνωσης σημαδεύτηκαν από μια σειρά δύσκολων επιλογών εκ μέρους των ηγετών της επανάστασης, από την αναζήτηση λύσεων –κάποιες αναγκαίες, καμία καλή– ενώ παράλληλα συγκλονίζονταν από αντίξοες συνθήκες. Η διαδικασία κορυφώθηκε, με την εδραίωση της εξουσίας του Στάλιν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, σε μια άγρια αντεπαναστατική επίθεση που κατέστρεψε κάθε ίχνος εργατικής εξουσίας και στοίχισε εκατομμύρια ζωές. Η διαδικασία εκφυλισμού διαστρέβλωσε και εξασθένησε τις απόψεις ακόμη και των καλύτερων μαχητών που υπερασπίστηκαν την εργατική εξουσία, προκαλώντας σύγχυση σε όσους συμμετείχαν, καθώς και στις μεταγενέστερες γενιές. Ακαδημαϊκοί ιστορικοί, σοσιαλδημοκράτες και αναρχικοί έχουν συμβάλει στην εννοιολογική σύγχυση που περιβάλλει αυτή την πολύπλοκη ιστορική διαδικασία με την παιδαριώδη εξίσωση του λενινισμού με τον σταλινισμό ή με τον ελαφρώς πιο εξελιγμένο ισχυρισμό τους ότι ο λενινισμός οδήγησε αναπόφευκτα στον σταλινισμό. Αυτή η σύγχυση της επανάστασης με την αντεπανάσταση μυστικοποιεί και διαστρεβλώνει την πραγματική ιστορία της πάλης, τη σύγκρουση των τάξεων, των αντιμαχόμενων κοινωνικών δυνάμεων και των ιστορικών παραγόντων που συνθέτουν αυτή την ιστορία.
Η επαναστατική μαρξιστική παράδοση πρέπει να αποδεσμευτεί πλήρως από τον εκφυλισμό της Ρωσικής Επανάστασης, διατηρώντας παράλληλα το απελευθερωτικό της περιεχόμενο. Αυτή η μελέτη του ζινοβιεφισμού ως μέρος του εκφυλισμού –του μεσοδιαστήματος μεταξύ λενινισμού και σταλινισμού, αλλά όχι ακόμα της αντεπανάστασης– θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε καλύτερα τις παρεκκλίσεις που εισήγαγε στο κίνημα και να αποτρέψουμε το ενδεχόμενο να διαστρεβλώσουν τη μελλοντική επαναστατική θεωρία και πρακτική.
1. Ο Ζινόβιεφ πριν από τον Zινοβιεφισμό
Στα κρίσιμα χρόνια του 1908-17, ο Ζινόβιεφ ήταν, μετά τον Λένιν, η δεύτερη αναγνωρισμένη προσωπικότητα του μπολσεβικισμού. Ήταν ο βοηθός του Λένιν και ο κύριος συνεργάτης του στην οικοδόμηση του Μπολσεβίκικου Κόμματος κατά τη διάρκεια αυτής της εξαιρετικά ασταθούς δεκαετίας μεταξύ των δύο επαναστάσεων. Ήταν μια περίοδος που απαιτούσε απότομες, τολμηρές εναλλαγές σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο – που χαρακτηριζόταν από την αλματώδη άνοδο της ρωσικής βιομηχανίας και την εξελισσόμενη παγκόσμια ιμπεριαλιστική σύγκρουση, με την απειλή του επερχόμενου πολέμου. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών τα κύρια σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διολίσθησαν προς τα δεξιά, πριν από την πλήρη συνθηκολόγησή τους με τον εθνικό πατριωτισμό κατά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Ζινόβιεφ ήταν αυτός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανοικοδόμηση του Μπολσεβίκικου Κόμματος μετά τη σχεδόν πλήρη οργανωτική κατάρρευση της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας μετά την ήττα της επανάστασης του 1905. Βοήθησε στην αποκατάσταση της επιρροής του κόμματος στην εργατική τάξη και στο μαζικό κίνημα και έδωσε το προβάδισμα στην εκπαίδευση ενός νέου στρώματος εργατικών-μπολσεβίκικων στελεχών. Εργάστηκε για την οργάνωση της νέας, μοναδικής μπολσεβίκικης οργανωτικής μορφής των πυρήνων με βάση τα εργοστάσια και τους χώρους εργασίας, αντί να βασίζεται στο σύστημα των γεωγραφικών περιφερειών που ήταν σύνηθες στα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Με την αναζωογόνηση της ρωσικής οικονομίας μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1907-08 ξέσπασε μια σημαντική περίοδος ταξικής πάλης. Οι Μπολσεβίκοι γνώρισαν τεράστια ανάπτυξη από ριζοσπαστικοποιημένους νέους εργάτες, κέρδισαν την εξουσία στα περισσότερα συνδικάτα και αναδείχθηκαν ως η ηγετική δύναμη της εργατικής τάξης μέχρι το 1912. Εκείνη τη χρονιά οι Μπολσεβίκοι αυτοανακηρύχθηκαν ανεξάρτητο επαναστατικό κόμμα, αποκλείοντας όλα τα μετριοπαθή τμήματα του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, μια απόφαση χωρίς την οποία η Ρωσική Επανάσταση ίσως να μην είχε πετύχει.
Το 1914 εκδηλώθηκε μια νέα επαναστατική ανάκαμψη, συμπεριλαμβανομένων των μαχών σε οδοφράγματα στην Πετρούπολη. Ωστόσο, διακόπηκε γρήγορα από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος αρχικά προκάλεσε ένα ξέσπασμα πατριωτικού ενθουσιασμού. Σε όλες αυτές τις ταραχώδεις διακυμάνσεις της πολιτικής, ο Λένιν βασίστηκε στον Ζινόβιεφ ως τον πιο έμπιστο συνεργάτη του. Καθώς ο μπολσεβικισμός περνούσε από προόδους και πισωγυρίσματα, ο Ζινόβιεφ ήταν σταθερός όταν οι άλλοι ταλαντεύονταν, ικανός να προσανατολιστεί στις γρήγορες, βαθιές πολιτικές αλλαγές που απαιτούνταν σε αυτά τα ασταθή χρόνια. Ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι, ο πρώτος Σοβιετικός Κομισάριος Παιδείας, περιέγραψε τον Ζινόβιεφ στη σχέση του με τον Λένιν εκείνα τα χρόνια «ως έναν άνθρωπο που είχε βαθιά κατανόηση των θεμελιωδών αρχών του μπολσεβικισμού και διέθετε πολιτική διάνοια ύψιστης ποιότητας. ...[Αυτός] ανήκει αναμφισβήτητα στους τέσσερις ή πέντε άνδρες που αποτελούν τον πολιτικό εγκέφαλο του κόμματος».[1] Ο Λέον Τρότσκι, ο οποίος περιφρονούσε αφάνταστα τον Ζινόβιεφ, γράφει ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που προηγήθηκε του 1917, η Κεντρική Επιτροπή στο εξωτερικό «ήταν το πνευματικό κέντρο του κόμματος. Ο Λένιν, με βοηθό τον Ζινόβιεφ, είχε διευθύνει όλο το έργο της ηγεσίας».[2] Ο Τρότσκι περιγράφει τον Ζινόβιεφ σε αυτή την περίοδο ως τον «πιο στενό μαθητή του Λένιν».[3] Ο Λουνατσάρσκι γράφει ότι ο Ζινόβιεφ λειτουργούσε πάντα ως το «πιστό πρωτοπαλίκαρο» του Λένιν, ο οποίος «ακολουθούσε τον Λένιν όπως η κλωστή τη βελόνα».[4]
2. Τα ταλέντα του Ζινόβιεφ
Ο Ζινόβιεφ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες του κόσμου. Ακόμη και ο Τρότσκι, ίσως ο μεγαλύτερος ρήτορας της Επανάστασης, γράφει για τον Ζινόβιεφ:
«Στην αγκιτάτσια κάτω από τα τείχη του Ανακτόρου της Ταυρίδας –όπως παντού στην δίνη αγκιτάτσιας εκείνης της περιόδου– μια σπουδαία θέση κατείχε ο Ζινόβιεφ, ένας ρήτορας εξαιρετικής δύναμης. Η υψηλή τενόρου φωνή του θα σας εξέπληττε στην αρχή, αλλά στη συνέχεια θα σας κέρδιζε με τη μοναδική μουσική της. Ο Ζινόβιεφ ήταν γεννημένος αγκιτάτορας. Ήξερε πώς να μολύνεται από τη διάθεση των μαζών, να διεγείρεται από τα συναισθήματά τους και να βρίσκει για τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους μια κάπως περίπλοκη, ίσως, αλλά πολύ συναρπαστική έκφραση. Οι εχθροί συνήθιζαν να αποκαλούν τον Ζινόβιεφ τον μεγαλύτερο δημαγωγό μεταξύ των Μπολσεβίκων. Αυτός ήταν ο συνήθης τρόπος τους για να αποτίσουν φόρο τιμής στο ισχυρότερο χαρακτηριστικό του – την ικανότητά του να διεισδύει στην καρδιά του δήμου και να παίζει με τις χορδές της.»[5]
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ζινόβιεφ απέκτησε διεθνή φήμη όταν στο Συνέδριο του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας στη Χάλλε τον Οκτώβριο του 1920, μετά από μια τετράωρη ομιλία του απέναντι στον Γιούλιους Μάρτοφ των Μενσεβίκων, τα δύο τρίτα των αντιπροσώπων πείστηκαν να προσχωρήσουν στο Κομμουνιστικό Κόμμα, κατοχυρώνοντας έτσι τον μαζικό προλεταριακό χαρακτήρα του.[6] Στη συνέχεια ονομάστηκε ο άνθρωπος της Χάλλε και έμελλε να έχει εξαιρετική εξουσία, μεγαλύτερη ακόμη και από εκείνη του Λένιν και του Τρότσκι, ανάμεσα στα μέλη και τους ηγέτες του γερμανικού κομμουνιστικού κινήματος.
Ο Ζινόβιεφ ήταν ένας μεγάλος εκλαϊκευτής των μπολσεβίκικων ιδεών. Ο Τρότσκι έγραψε, σε μια κατά τα άλλα οξεία καταδίκη του Ζινόβιεφ ως δημαγωγού: «Ήταν ο ιδανικός μηχανισμός μετάδοσης μεταξύ του Λένιν και των μαζών – μερικές φορές μεταξύ των μαζών και του Λένιν».[7] Αλλά για τον Τρότσκι και άλλους, ο Ζινόβιεφ ήταν μόνο ένας αγκιτάτορας, όχι ένας θεωρητικός. Αυτή η κρίση, που δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητη, δεν είναι απολύτως ακριβής. Ο Ζινόβιεφ ήταν ο θεωρητικός των Μπολσεβίκων που μελέτησε τον προπολεμικό γραφειοκρατικό εκφυλισμό του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), ο οποίος θα κορυφωνόταν με τη συνθηκολόγησή του με τον ιμπεριαλισμό.[8]
Ο Ζινόβιεφ συνεργάστηκε επίσης με τον Λένιν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο θεωρητικό έργο της επικαιροποίησης της πολεμικής πολιτικής για την ιμπεριαλιστική εποχή. Συνυπέγραψαν το Σοσιαλισμός και Πόλεμος, το σημαντικότερο μπολσεβίκικο κείμενο για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ο Λένιν ζήτησε από τον Ζινόβιεφ να κάνει μια μελέτη των πολέμων από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά και της στάσης των μαρξιστών απέναντί τους. Με τίτλο Gegen der Strom, αυτά τα σημαντικά θεωρητικά άρθρα για τον πόλεμο και τον μαρξισμό δημοσιεύτηκαν στη συνέχεια ως συλλογή δοκιμίων από τον Ζινόβιεφ και τον Λένιν το 1916. Είναι δύσκολο να αναφέρουμε άλλους που συνέγραψαν θεωρητικά έργα με τον Λένιν.
Η συνεργασία μεταξύ του Λένιν και του Ζινόβιεφ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου επεκτάθηκε πέρα από το θεωρητικό έργο. Ο Ζινόβιεφ ήταν ο υπεύθυνος των Μπολσεβίκων για το αντιπολεμικό έργο, ο εκπρόσωπός τους στο Τσίμερβαλντ, το σοσιαλιστικό αντιπολεμικό κίνημα, και ο οργανωτής της Αριστεράς του Τσίμερβαλντ. Αυτός ο ρόλος εδραίωσε τις σχέσεις του με τους διεθνείς αριστερούς που αργότερα έγιναν οι ιδρυτές της Τρίτης Διεθνούς. Ο ρόλος του στο Τσίμερβαλντ κατέστησε τον Ζινόβιεφ το ιδανικό πρόσωπο, και υποψήφιο του Λένιν, για να ηγηθεί της Κομμουνιστικής Διεθνούς.[9] Ήταν, όπως παρατηρεί ο Βικτόρ Σερζ, ο εκπρόσωπος του Λένιν στο εσωτερικό της Κομιντέρν.[10]
Ο Ζινόβιεφ ήταν ο διοργανωτής των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων της Κομιντέρν, που εξακολουθούν να αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή για τη σύγχρονη επαναστατική πρακτική. Ήταν ο συγγραφέας και εμπνευστής πολλών από τα ψηφίσματα, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων της στρατηγικής, της τακτικής και του προγράμματός της –που περιλάμβαναν θεμελιώδη έγγραφα για το κόμμα και την τάξη– αυτών των επαναστατικών χρόνων. Ήταν επίσης υπεύθυνος για τις καταστροφές της Κομιντέρν, η χειρότερη από τις οποίες ήταν η δράση του γερμανικού Μάρτη του 1921, μια προσπάθεια να εξαναγκαστούν οι εργάτες να ακολουθήσουν τους κομμουνιστές σε μια πραξικοπηματική περιπέτεια.[11]
Αυτή η εικόνα που παρουσιάζεται για τα επιτεύγματα του Ζινόβιεφ, τα οποία χάθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την ιστορία, δεν έχει σκοπό να δημιουργήσει το πορτρέτο ενός αψεγάδιαστου χαρακτήρα του οποίου οι αδυναμίες έγιναν εμφανείς μόνο μετά το θάνατο του Λένιν. Σοβαρή κριτική για τον Ζινόβιεφ υπήρχε στο αποκορύφωμα της πολιτικής του ζωής. Ο Γιάκομπ Σβερντλόφ, ο οργανωτής του Μπολσεβίκικου Κόμματος, τον αποκάλεσε «προσωποποιημένο πανικό» και ο Λένιν παρατήρησε: «αντιγράφει τα ελαττώματά μου».[12] Αλλά αυτή η ευρύτερη εικόνα των δυνατών σημείων του Ζινόβιεφ συμβάλλει στην εξήγηση της ικανότητάς του να μεταμορφώσει ριζικά τα κομμουνιστικά κόμματα σε όλον τον κόσμο το 1924-26, καθώς και της φιλοδοξίας του να γίνει ο διάδοχος του Λένιν στην ηγεσία του σοβιετικού κράτους.
Φυσικά, η πρώιμη Κομιντέρν δεν ήταν μόνο επίτευγμα του Ζινόβιεφ. Συνεργάστηκε με τον Λένιν, τον Τρότσκι, τον Ράντεκ, τον Μπουχάριν, τον Πολ Λέβι, την Κλάρα Τσέτκιν, τον Αλφρέντ Ροσμέρ και πολλούς άλλους κομμουνιστές ηγέτες. Ήταν όμως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της πρώιμης Κομιντέρν, το πρόσωπο που ταυτίστηκε περισσότερο με την έννοια της παγκόσμιας επανάστασης. Ήταν ο παιδαγωγός και εκπαιδευτής ολόκληρης της πρώτης γενιάς κομμουνιστών διεθνώς, οι οποίοι προσέβλεπαν σε αυτόν για πρακτική ηγεσία και θεωρητική καθοδήγηση. Το βιβλίο του John Riddell για το Τέταρτο Συνέδριο που εκδόθηκε πρόσφατα, Toward the United Front (Προς το Ενιαίο Μέτωπο), καταδεικνύει πόσο ισχυρός πολιτικά ήταν ο Ζινόβιεφ, τόσο απόλυτα όσο και σχετικά, σε σύγκριση με σχεδόν όλους τους άλλους συμμετέχοντες.[13]
Μέσα στην Κομιντέρν, το κύρος των Ρώσων Κομμουνιστών βασιζόταν κυρίως στο ότι ήταν το μόνο κόμμα που είχε ηγηθεί μιας επιτυχημένης επανάστασης. Στενά συνδεδεμένοι με αυτό, έφεραν μια θεωρητική σταθερότητα, καθώς και μια πλούσια, ποικίλη και ευέλικτη πολιτική εμπειρία στο διεθνές κίνημα. Η τεράστια επιρροή του Ζινόβιεφ στην Κομιντέρν βασιζόταν αρχικά στις γνώσεις, την εμπειρία και τη δραστηριότητά του, καθώς και στο κύρος που αντλούσε από τη στενή σχέση του με τον Λένιν. Ως πρόεδρος της Κομιντέρν κατά την ηρωική της περίοδο από το 1919-23, καθώς και κατά τον εκφυλισμό της κατά το 1924-26, ήταν υπεύθυνος και για τις δύο περιόδους - για τα επαναστατικά του επιτεύγματα, για το ρόλο που έπαιξε στη διευκόλυνση της ανόδου του σταλινισμού και, τέλος, για την πρωτοβουλία του μαζί με τον Τρότσκι της Ενωμένης Αριστερής Αντιπολίτευσης του 1926-27 κατά του σταλινισμού. Ο Βικτόρ Σερζ, ο οποίος αναγνώρισε τον ρόλο του Ζινόβιεφ ως γέφυρα μεταξύ του επαναστατικού μπολσεβικισμού και του γραφειοκρατικού σταλινισμού σε παγκόσμια κλίμακα, κατηγόρησε τον Ζινόβιεφ ότι ήταν «το μεγαλύτερο λάθος του Λένιν».[14] Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει τον ρόλο που έπαιζαν τα άτομα χωρίς να κατανοήσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίστηκε: τον εκφυλισμό της Ρωσικής Επανάστασης.
3. Η Ρωσική Επανάσταση σε απομόνωση
Η αντίληψη του Λένιν για το εργατικό κράτος, την εργατική εξουσία, ήταν ότι η αστυνομία, ο στρατός, τα δικαστήρια και η γραφειοκρατία, τα κατασταλτικά όργανα της ταξικής κοινωνίας, θα αντικατασταθούν από ένοπλους εργάτες που θα φτιάχνουν και θα επιβάλλουν όλους τους νόμους μέσω της άμεσης δημοκρατίας των εργατικών συμβουλίων, των εργοστασιακών επιτροπών, των συνδικάτων, των πολιτοφυλακών και των εργατικών κομμάτων. Όλοι οι αξιωματούχοι που θα εκλέγονται, θα είναι ανακλητοί και θα αμείβονται με τον μέσο μισθό των εργαζομένων θα εξαλειφθεί η προνομιούχα γραφειοκρατία.
Το ρωσικό εργατικό κράτος θα μπορούσε να επιβιώσει μόνο αν η επανάσταση εξαπλωνόταν στις προηγμένες χώρες, ιδιαίτερα στη Γερμανία, η βοήθεια και η συνεργασία των οποίων θα καθιστούσε δυνατή την ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής οικονομίας στη Ρωσία. Στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εκδηλώθηκαν επαναστάσεις στην Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Γερμανία, τη Φινλανδία και την Ιταλία. Τα εργατικά συμβούλια εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη. Σοβιετικές δημοκρατίες κατείχαν για λίγο την εξουσία στην Ουγγαρία και τη Βαυαρία. Αλλά οι επαναστάσεις καταπνίγηκαν από τη συμμαχία μεταξύ του κεφαλαίου και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, απομονώνοντας το σοσιαλισμό σε μια υπανάπτυκτη χώρα, καταδικάζοντας την επιβίωσή του.
Η διαδικασία εκφυλισμού της Ρωσικής Επανάστασης έχει τεκμηριωθεί επαρκώς: εμφύλιος πόλεμος, εισβολή των στρατών δεκατεσσάρων ιμπεριαλιστικών χωρών, κατάρρευση της βιομηχανίας κατά 80%, τα δύο τρίτα του βιομηχανικού προλεταριάτου εξαφανίστηκαν μέχρι το 1921, πείνα και λιμός, οι πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Πετρούπολης και της Μόσχας, ερήμωσαν, επιδημίες τύφου και φυματίωσης, αναγκαστικές συλλογές σιτηρών που οδήγησαν σε αγροτικές εξεγέρσεις, συμπεριλαμβανομένης της ανταρσίας της Κρονστάνδης. Το ένα πολιτικό κόμμα μετά το άλλο κηρύχθηκε παράνομο, καθώς υποστήριζε ή συνεργαζόταν με την αντεπανάσταση. Εν τω μεταξύ, το Μπολσεβίκικο Κόμμα, το οποίο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου διακήρυττε ότι τα μέλη του «δεν έχουν κανένα προνόμιο έναντι των άλλων εργατών, έχουν μόνο υψηλότερες υποχρεώσεις»[15], μετασχηματιζόταν εκ των έσω, καθώς τα εργοστασιακά του στελέχη ενσωματώνονταν σε θέσεις διοίκησης του στρατού και αφομοιώνονταν στην κρατική και οικονομική διοίκηση.
Αυτές οι συνθήκες δεν ήταν το ιδανικό σχολείο για την εργατική δημοκρατία, αλλά ήταν η πραγματικότητα που αντιμετώπισαν οι Μπολσεβίκοι όταν τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος. Στο δέκατο συνέδριο του κόμματος τον Μάρτιο του 1921, το κόμμα ήταν οργισμένα φραξιονιστικά διχασμένο, για τα αποτελέσματα του οικονομικού χάους του «πολεμικού κομμουνισμού» και την κατάρρευση της χώρας. Το διχασμένο κόμμα δεν θα ήταν σε θέση να διατηρήσει την εξουσία υπό αυτές τις συνθήκες. Η λύση που έγινε απρόθυμα αποδεκτή ήταν η υιοθέτηση της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ), η οποία αποκαθιστούσε πτυχές της καπιταλιστικής αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των προνομίων και της ανισότητας, κάτι που όλες οι φράξιες αποδέχονταν ότι ήταν απαραίτητο για την αποκατάσταση της παραγωγής σιτηρών και της βιομηχανίας. Όλες οι φράξιες ψήφισαν τελικά υπέρ της πρότασης του Λένιν στο Δέκατο Συνέδριο του κόμματος το 1921 να απαγορευτούν προσωρινά οι φράξιες, όπως ήταν απαραίτητο για την αποκατάσταση της ενότητας του κόμματος, αλλιώς η εργατική τάξη, με τους Μπολσεβίκους ως πολιτικούς εκπροσώπους της, θα έχανε την εξουσία.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι οι φράξιες απαγορεύτηκαν ως έκτακτο μέτρο. Όταν ο Νταβίντ Ριαζάνοφ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Μαρξ-Ένγκελς, πρότεινε να απαγορευτούν μόνιμα οι φράξιες, ο Λένιν υποστήριξε ότι «σε περίπτωση διαφωνίας σε θεμελιώδη ζητήματα», παρόμοια με τη διαμάχη για την ειρηνευτική συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, θα ήταν απαραίτητο να επιτραπεί η οργάνωση ανταγωνιστικών κομματικών πλατφορμών.[16] Ο Λένιν τόνισε ότι η απαγόρευση των φραξιών ήταν ένα προσωρινό μόνο μέτρο, το οποίο ήταν απαραίτητο λόγω της δεινής κατάστασης στη Ρωσία, η οποία θα μπορούσε να διασωθεί από τη γερμανική επανάσταση που αναμενόταν, όπως δήλωσε ο Λένιν, τους επόμενους μήνες. Επίσης, η απαγόρευση των φραξιών δεν αποτελούσε προσπάθεια να τερματιστεί η πολιτική συζήτηση ή η διαφωνία: Όλες οι μεγάλες φράξιες της αντιπολίτευσης –του Τρότσκι, του Μπουχάριν, της Εργατικής Αντιπολίτευσης, των Δημοκρατικών Συγκεντρωτιστών– εκλέχτηκαν και εκπροσωπήθηκαν στη νέα Κεντρική Επιτροπή.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι φράξιες δεν νομιμοποιήθηκαν ποτέ ξανά∙ η απαγόρευση έγινε μόνιμη και η ανερχόμενη γραφειοκρατία χρησιμοποίησε αυτό το άνοιγμα για να επιβάλει τον ασφυκτικό έλεγχό της στην κομματική δημοκρατία. Ο Τρότσκι, ο πιο οξυδερκής παρατηρητής, χρειάστηκε χρόνια για να αναγνωρίσει την καταστροφική καμπή που σηματοδότησε το Δέκατο Συνέδριο του κόμματος: «Είναι δυνατόν να θεωρήσουμε την απόφαση του Δέκατου Συνεδρίου ως μια σοβαρή αναγκαιότητα. Αλλά υπό το φως των μεταγενέστερων γεγονότων, ένα πράγμα είναι απολύτως σαφές: η απαγόρευση των φραξιών έφερε το τέλος της ηρωικής ιστορίας του μπολσεβικισμού και άνοιξε το δρόμο για τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό του.»[17]
Παρ’ όλα αυτά, ολόκληρη η ιστορία της Ρωσίας την δεκαετία του 1920 είναι μια ιστορία φραξιονιστικού αγώνα από διάφορες κοινωνικές τάξεις που διείσδυσαν στο Μπολσεβίκικο Κόμμα, το μόνο νόμιμο πολιτικό κόμμα. Καθώς όμως οι φράξιες δεν αναγνωρίζονταν ως νόμιμες, τα δημοκρατικά τους δικαιώματα περιορίζονταν σημαντικά κάθε φορά που αμφισβητούσαν την αυξανόμενη γραφειοκρατία.
Το 1917-18 δεν υπήρχε σχεδόν κανένας κομματικός «μηχανισμός». Ο Σβερντλόφ, ο οργανωτής του κόμματος, είχε ένα προσωπικό δεκαπέντε ατόμων. Το 1919, στο αποκορύφωμα του εμφυλίου πολέμου, το Μπολσεβίκικο Κόμμα είχε ογδόντα μόνιμους υπαλλήλους, οι οποίοι αυξήθηκαν σε 150 το 1920. Μέχρι το 1921, ο αριθμός αυτός είχε διογκωθεί σε εξακόσιους και το 1922 προέκυψε ο κομματικός μηχανισμός με 15.325 πλήρους απασχόλησης υπαλλήλους για τον έλεγχο των μελών του κόμματος και των κομματικών εκλογών.[18] Ο Ζινόβιεφ υπερασπίστηκε την ανάπτυξη του κομματικού μηχανισμού ως απαραίτητο εργαλείο για την πειθάρχηση του κρατικού μηχανισμού.[19] Τι ψευδαίσθηση! Ο Στάλιν, ο οποίος εξελέγη γενικός γραμματέας το 1922, προχώρησε γρήγορα στη συγκέντρωση του κομματικού μηχανισμού και στη συνέχεια χρησιμοποίησε τον κεντρικό κομματικό μηχανισμό για να κάνει διορισμούς στο κόμμα, το κράτος και την οικονομία, τα πρώτα βήματα για την ανάπτυξη της νομενκλατούρας, των σημαντικών θέσεων που ελέγχονταν από τη γραφειοκρατία ως τη νέα άρχουσα τάξη.[20]
Με την απαγόρευση των φραξιών, οι Μπολσεβίκοι επέκτειναν τις πρακτικές υποκατάστασης που προέκυψαν αρχικά ως αναγκαίες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Το πρώτο βήμα, η απαγόρευση των κομμάτων που υποστήριζαν ή συμβάδιζαν με την αντεπανάσταση, ήταν αναπόφευκτο λόγω των ενεργειών των μενσεβίκων και των σοσιαλεπαναστατών που στρέφονταν κατά της επανάστασης. Η απρόβλεπτη συνέπεια ενός μοναδικού νόμιμου κόμματος, που αρχικά εξυμνήθηκε ως αρετή, αποδείχθηκε καταστροφική. Η παρακμή της πολιτικής ζωής στα σοβιέτ σήμαινε ότι το μοναδικό νόμιμο κόμμα υποκαθιστούσε τα αντιπροσωπευτικά όργανα της εργατικής τάξης. Αυτή η διαδικασία επεκτάθηκε ακούσια με την απαγόρευση των φραξιών – βάζοντας την ηγεσία να υποκαταστήσει την εργατική τάξη στις γραμμές του κόμματος, και γρήγορα ακολούθησε η υποκατάσταση της ηγεσίας του κόμματος από τον κομματικό μηχανισμό. Και όπως θα δούμε, ο Ζινόβιεφ στη συνέχεια το επέκτεινε στην απαγόρευση των φραξιών στην Κομιντέρν, έτσι ώστε άλλα ΚΚ να μην μπορούν να παρέχουν υποστήριξη στον Τρότσκι και τη ρωσική αντιπολίτευση.
Οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν συνείδηση της διαδικασίας στην οποία συμμετείχαν. Θεωρούσαν ότι η αντεπανάσταση προερχόταν από καπιταλιστικές πηγές και όχι από μια εσωτερικά αναπτυσσόμενη γραφειοκρατική τάξη. Προσπαθούσαν να κρατηθούν στην εξουσία μέχρι η ευρωπαϊκή επανάσταση να τους σώσει από την καταστροφική κατάσταση που τους επιβλήθηκε. Αυτός ο δρόμος, δήλωσε ο Λένιν, αντιπροσώπευε μια υποχώρηση από τη δημοκρατία, μια υποχώρηση από το σοσιαλισμό – προσωρινή αν και αναγκαία. Αν οι Μπολσεβίκοι έχαναν την εξουσία, οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες, κόμματα της μικροαστικής τάξης, δεν θα μπορούσαν να κρατηθούν στην εξουσία. Η μόνη άλλη κοινωνική δύναμη ικανή να καταλάβει την εξουσία ήταν οι αντεπαναστατικές Λευκές Φρουρές, τις οποίες οι Μπολσεβίκοι μόλις είχαν νικήσει. Η ευθύνη των Μπολσεβίκων δεν μπορούσε να αγνοήσει τις συνέπειες από το άνοιγμα του δρόμου στην αντεπανάσταση για να έρθει στην εξουσία. Στην Ουγγαρία και τη Φινλανδία, η Λευκή Τρομοκρατία είχε πραγματοποιήσει μαζικές δολοφονίες αγωνιστών της εργατικής τάξης και των οικογενειών τους. Στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, για παράδειγμα, οι Λευκοί είχαν προβεί σε δολοφονίες 100.000 Εβραίων πριν από το Ολοκαύτωμα, σκοτώνοντας αδιακρίτως άνδρες, γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά[21].
Η ιδέα να κρατηθούν στην εξουσία υπό συνθήκες όχι και τόσο δημοκρατικές, με την ελπίδα ότι η Γερμανική Επανάσταση θα τους έβγαζε από τη δύσκολη θέση, φάνταζε πολύ καλύτερη επιλογή από το να εκθέσουν τον ρωσικό πληθυσμό στη λευκή τρομοκρατία και τις σφαγές. Παρ’ όλα αυτά, τα μέτρα που απαιτούνταν για τη διατήρηση της εξουσίας, με τις απρόβλεπτες συνέπειές τους, βοήθησαν στην ανάδειξη του γραφειοκρατικού μηχανισμού πάνω από το Μπολσεβίκικο Κόμμα. Αυτός ο μηχανισμός θα κατέστρεφε τελικά τόσο το Μπολσεβίκικο Κόμμα όσο και τις επαναστατικές δυνατότητες σε όλο τον κόσμο.
Ο ζινοβιεφισμός ως ξεχωριστή πολιτική τάση δημιουργήθηκε σε αυτό το πλαίσιο μεταξύ εκφυλισμού και γραφειοκρατικής αντεπανάστασης. Αντιπροσώπευε την εργατική γραφειοκρατία, με βάση το κόμμα του Λένινγκραντ, που συμμαχούσε με παρόμοιες κοινωνικές δυνάμεις, όπως η κομματική γραφειοκρατία της Μόσχας υπό τον έλεγχο του ηγέτη των μπολσεβίκων Κάμενεφ, και άλλες τοπικές και περιφερειακές κομματικές «βαρονίες». Ήταν η γραφειοκρατία ενός ήδη εκφυλισμένου εργατικού κόμματος και κράτους, το οποίο εξακολουθούσε να είναι χαλαρά συνδεδεμένο με την εργατική βάση, και με διαστρεβλωμένη, γραφειοκρατική μορφή, εξακολουθούσε να είναι προσηλωμένο σε πολλούς από τους στόχους της Ρωσικής Επανάστασης. Αυτά τα στοιχεία βοήθησαν στην άνοδο του σταλινισμού, αλλά δεν μπορούσαν να ενσωματωθούν στη σταλινική γραφειοκρατική αντεπανάσταση. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ο Ζινόβιεφ, όχι ο Στάλιν, που νίκησε τον Τρότσκι στα τέλη του 1923. Λίγα χρόνια αργότερα αυτός και οι σύμμαχοί του ενώθηκαν με τον Τρότσκι και τις υπόλοιπες άλλες αντιπολιτεύσεις για να σχηματίσουν την Ενωμένη Αριστερή Αντιπολίτευση του 1926-27, μόνο για να ηττηθούν από τη συγχωνευμένη γραφειοκρατία κόμματος-κράτους που είχε δημιουργήσει ο Στάλιν και βρισκόταν πλέον υπό τον έλεγχό του.
Είναι πέρα από το πλαίσιο αυτού του άρθρου να συζητηθεί ο ρόλος της πολιτικής πάλης στην Ρωσία της δεκαετίας του 1920 ή οι σημαντικές δράσεις της Κομιντέρν, όπως στη Βουλγαρία, στην Αγγλο-Ρωσική Συνδικαλιστική Επιτροπή ή στην Κινεζική Επανάσταση του 1925-27. Αυτό το άρθρο περιορίζεται στο να δείξει πώς ο γραφειοκρατικός εκφυλισμός της επανάστασης μετέτρεψε τα κόμματα της Κομιντέρν από επαναστατικά όργανα της εργατικής τάξης σε παθητικά εργαλεία της ρωσικής γραφειοκρατίας.
Ο ζινοβιεφισμός υπήρξε μόνο για λίγα χρόνια, από το 1924 ως το 1927, και ως ένα χαλαρό υπόγειο δίκτυο για μερικά ακόμη χρόνια. Τρεις δυνάμεις τον διαμόρφωσαν: ο γραφειοκρατικός μηχανισμός που προέκυψε από τον εκφυλισμό της Ρωσικής Επανάστασης, η ήττα της Γερμανικής Επανάστασης το 1923 (υπονομεύοντας τόσο τις προοπτικές της παγκόσμιας επανάστασης, όσο και τις υποκαταστατικές πολιτικές που δικαιολογούσαν) και ο θάνατος του Λένιν. Ο τελευταίος άνοιξε τον αγώνα διαδοχής της «Τρόικας» (τριανδρίας) των Ζινόβιεφ, Κάμενεφ και Στάλιν εναντίον του Τρότσκι – αντιπροσωπεύοντας την ταξική ορμή της γραφειοκρατίας εναντίον του εναπομείναντος ελέγχου της εργατικής τάξης στην ξωή και στους σοβιετικούς θεσμούς. Ο Ζινόβιεφ και ο Στάλιν συνεργάστηκαν στην επινόηση μιας επίσημης κρατικής «λατρείας του Λένιν», καθώς και του όρου «τροτσκισμός», και εισήγαγαν τη χρήση επιλεκτικών αποσπασμάτων που ανασύρονταν από το πλαίσιό τους για να δυσφημίσουν και να νικήσουν την αντιπολίτευση.
4. Το Πέμπτο Συνέδριο της Κομιντέρν
4.α. Η γέφυρα μεταξύ Λένιν και Στάλιν
Το Πέμπτο Συνέδριο της Κομιντέρν, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1924, αποτέλεσε τη γέφυρα μεταξύ των τεσσάρων επαναστατικών συνεδρίων του 1919-1922 και του Έκτου Συνεδρίου του 1928, το οποίο εδραίωσε την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του Στάλιν. Τα πρώτα συνέδρια της Κομιντέρν, ανεξάρτητα από τις αδυναμίες τους, ήταν ανοιχτά, δημοκρατικά και συχνά με αμφισβητήσεις συνέδρια που παραμένουν μια δεξαμενή διδαγμάτων για τους επαναστάτες. Μέχρι το έκτο συνέδριο όλα αυτά είχαν χαθεί.
Σε αυτό το συνέδριο, ο Ζινόβιεφ βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής του. Σύμφωνα με τα λόγια του E. H. Carr, αυτό ήταν το συνέδριο του Ζινόβιεφ. Στη συζήτηση για το «Παγκόσμιο Οικονομικό και Πολιτικό Σύστημα», στην οποία συμμετείχαν σαράντα εννέα ομιλητές σε δεκατρείς συνεδριάσεις επί οκτώ ημέρες, οι ομιλίες του Ζινόβιεφ αποτελούν εξήντα πέντε από τις 120 σελίδες των πρακτικών.[22] Αλλά αυτό δεν ήταν ένα σταλινικό συνέδριο. Υπήρξε αντιπολίτευση από τμήματα του γερμανικού, σουηδικού, ιταλικού και άλλων κομμάτων, καθώς και από σημαντικούς ηγέτες όπως ο Καρλ Ράντεκ, ο Χάινριχ Μπράντλερ, ο Αμαντέο Μπορντίγκα και η Κλάρα Τσέτκιν. Ο Άουγκουστ Ταλχάιμερ, παρά το γεγονός ότι θεωρήθηκε υπεύθυνος για την ήττα της Γερμανίας το 1923, συνέχισε ως συν-συγγραφέας του Προγράμματος και συμπρόεδρος, μαζί με τον Μπουχάριν, της Επιτροπής Προγράμματος. Ο Μπορντίγκα παρουσίασε μια αντιπρόταση στην έκθεση του Ζινόβιεφ που έλαβε την υποστήριξη οκτώ αντιπροσώπων[23], ενώ πέντε Ιταλοί αντιπρόσωποι αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την αποπομπή του Μπόρις Σουβαρίν (για «τροτσκισμό», όποια κι αν ήταν η ακριβής τυπική κατηγορία)[24].
Αλλά το επίπεδο της συζήτησης, το εύρος και η ανοχή των διαφορών είχαν μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το Τέταρτο Συνέδριο. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Συνεδρίου, ο Ζινόβιεφ ηγήθηκε της επίθεσης εναντίον του «δεξιού κινδύνου» και της «μικροαστικής τάξης», των κατηγοριών που διατυπώθηκαν εναντίον του Τρότσκι και των υποστηρικτών του, ακόμη και όταν αυτά οδήγησαν σε αδαή προσαρμογή στον καουτσκικό οπορτουνισμό. Ο Όιγκεν Βάργκα, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Διεθνούς, για παράδειγμα, υποστήριξε τη θέση ότι ο υπεριμπεριαλισμός θα μπορούσε να καταργήσει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο: «Είναι δυνατόν οι αντιθέσεις μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να τερματιστούν», σημείωσε. «Μια ενιαία ιμπεριαλιστική δύναμη ή ένας ενωμένος αγγλοαμερικανικός ιμπεριαλισμός μπορεί να κρατήσει τον υπόλοιπο κόσμο υπό την εξουσία του σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι μελλοντικοί πόλεμοι να είναι αδύνατοι». Αυτή η απόρριψη των ισχυρά τεκμηριωμένων απόψεων του Λένιν έμεινε χωρίς αντίλογο.[25]
4.β. Η μπολσεβικοποίηση και οι εκστρατείες κατά του Τρότσκι
Ο σκοπός του Συνεδρίου –που έμεινε στην ιστορία ως «Συνέδριο Μπολσεβικοποίησης»– ήταν να αλλάξει τις πολιτικές και τις εσωτερικές δομές των άλλων κομμάτων ώστε να υποταχθούν στο ρωσικό κόμμα. Η πρωταρχική ιδέα, ομόφωνα αποδεκτή, ήταν ότι το ρωσικό κόμμα ήταν το μόνο πραγματικά μπολσεβίκικο (δηλαδή επαναστατικό) κόμμα και επομένως όλα τα άλλα κόμματα έπρεπε να είναι πιστά και υποταγμένα σε αυτό. Το κύρος της Ρωσικής Επανάστασης, ιδιαίτερα μετά την αποτυχία άλλων επαναστάσεων, διευκόλυνε τους κορυφαίους κομμουνιστές να το αποδεχτούν αυτό. Μέχρι τότε, αν και οι Ρώσοι ηγέτες είχαν μεγάλη εξουσία, αυτή βασιζόταν στην πολιτική πειθώ και στην εμπιστοσύνη που ενέπνεαν οι δικές τους ιδέες και η εμπειρία τους στους άλλους. Τώρα το κύρος τους δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Στο μέλλον κάθε κόμμα αναμενόταν να εκτελεί τις οδηγίες του ρωσικού κόμματος, στην πραγματικότητα του Πολιτικού Γραφείου του.
Το ένα κόμμα μετά το άλλο κατέθεσε στο Συνέδριο ότι δεν ήταν πραγματικά κομμουνιστικό, αλλά εξακολουθούσε να φέρει υπολείμματα σοσιαλδημοκρατίας. Ο Μποχιμίρ Σμέραλ, επικεφαλής του Τσεχικού κόμματος, δήλωσε: «Το κόμμα μας δεν είναι πραγματικά μπολσεβίκικο κόμμα και αυτό ισχύει για όλα τα κόμματα της Διεθνούς με εξαίρεση το ρωσικό κόμμα».[26] Ο Ερνστ Τέλμαν του γερμανικού κόμματος δήλωσε: «Στα τέλη Οκτωβρίου συνειδητοποιήσαμε ότι το κόμμα μας δεν ήταν πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα».[27] Ένας άλλος Γερμανός αντιπρόσωπος ομολόγησε: «Από την άποψη της οργάνωσης, το κόμμα μας μοιάζει περισσότερο με σοσιαλδημοκρατική μηχανή παρά με μπολσεβίκικη οργάνωση».[28] Ο Σεν Καταγιάμα από την Ιαπωνία ανακοίνωσε: «Είμαι κατά της καθοδήγησης της παγκόσμιας επανάστασης από οποιοδήποτε άλλο κόμμα της Κομιντέρν εκτός από το ρωσικό κόμμα».[29] Και αυτό συνέβαινε σε όλο το συνέδριο.
Αυτή η υποταγή στο ρωσικό κόμμα επρόκειτο να διασφαλίσει ότι κανένα κόμμα του εξωτερικού δεν θα αντιτασσόταν στις πολιτικές της Τρόικας. Ο πρώτος στόχος της εκστρατείας μπολσεβικοποίησης ήταν να εξαλειφθεί η υποστήριξη προς τον Τρότσκι, αφού τα πολωνικά, γαλλικά και γερμανικά κόμματα είχαν διαμαρτυρηθεί για τις άγριες επιθέσεις εναντίον του Τρότσκι στα τέλη του 1923 ως αντίδραση στη δημοσίευση της «Νέας Πορείας», ενός φυλλαδίου που σηματοδοτούσε τη σαφή αντίθεσή του Τρότσκι στον γραφειοκρατικό εκφυλισμό της επανάστασης. Οι αντιπρόσωποι στο Πέμπτο Συνέδριο επιτέθηκαν στον Τρότσκι και τη Ρωσική Αντιπολίτευση ως δεξιούς, οπορτουνιστές και μικροαστούς. Ο Κάμενεφ και ο Ζινόβιεφ ομολόγησαν αργότερα στον Τρότσκι ότι είχαν εφεύρει τον τροτσκισμό για να ενισχύσουν τον αγώνα τους για τη διαδοχή, και ο Ζινόβιεφ πρόσθεσε ότι «το κόλπο ήταν να συνδέσουν παλιές διαφωνίες [με τον Λένιν] με νέα ζητήματα».[30]
Επίσης εφευρέθηκε και δέχθηκε επίθεση ο λουξεμπουργκισμός, με τον οποίο θα ασχοληθώ όταν εξετάσω το γερμανικό κόμμα. Οι «Θέσεις για την Μπολσεβικοποίηση» έβαζαν στο ίδιο τσουβάλι τον τροτσκισμό και τον λουξεμπουργκισμό και δήλωναν ότι «όσο πιο κοντά στέκονται αυτοί οι πολιτικοί ηγέτες στον λενινισμό, τόσο πιο επικίνδυνες είναι οι απόψεις τους στα σημεία εκείνα στα οποία δεν συμπίπτουν με τον λενινισμό.»[31]
Οι αντιπρόσωποι του γερμανικού, του γαλλικού, του βρετανικού και του αμερικανικού κόμματος εισήγαγαν ένα ψήφισμα, το οποίο έγινε δεκτό με γενική αποδοχή και το οποίο δήλωνε:
«Υποστηρίζουμε ολόψυχα την κεντρική επιτροπή του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι ενέργειες της Αντιπολίτευσης δεν στρέφονται μόνο κατά της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΚΚ αλλά αντικειμενικά κατά των συμφερόντων ολόκληρης της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Θέτοντας σε κίνδυνο τη δικτατορία του προλεταριάτου στην Ένωση Σοβιετικών Δημοκρατιών και αποδυναμώνοντας το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο είναι το μόνο ικανό να διατηρήσει αυτή τη δικτατορία, επιτέθηκε στην κληρονομιά του Λένιν. Η Κομιντέρν πρέπει να επιμείνει στην απερίφραστη απόρριψη από όλα τα μέλη της Διεθνούς και από όλα τα τμήματά της τέτοιων αντιλενινιστικών αντιλήψεων, οι οποίες είναι αντίθετες με την παγκόσμια επανάσταση και περιφρονούν την εξουσία της παλιάς φρουράς των Μπολσεβίκων, η οποία δεν είναι μόνο ο ηγέτης του σοβιετικού κράτους αλλά και ο ηγέτης της Κομιντέρν. Το 5ο Συνέδριο της Κομιντέρν πρέπει να υιοθετήσει την απόφαση του 13ου Συνεδρίου του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος και πρέπει να δηλώσει με έμφαση ότι οι απόψεις της Ρωσικής Αντιπολίτευσης είναι μικροαστικές, οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις.»[32]
Ο Ζινόβιεφ κατέληξε στο συμπέρασμα: «Η Κομιντέρν πρέπει να είναι μονολιθική... Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δεξιοί θα συνεχίσουν να δρουν όπως πριν και στην πραγματικότητα θα γίνουν μια φράξια. Η Κομμουνιστική Διεθνής δεν θα το επιτρέψει αυτό ... Μπολσεβικοποίηση σημαίνει το σχηματισμό μιας ισχυρά μπετοναρισμένης, μονολιθικής, συγκεντρωτικής οργάνωσης, η οποία με φιλικό και αδελφικό τρόπο, εξαλείφει όλες τις διαφορές στις γραμμές της». Δεν υπήρξε καμία απολύτως αντίθεση στον επαναπροσδιορισμό της Κομιντέρν από τον Ζινόβιεφ ως μονολιθικής Διεθνούς. Είναι μια ένδειξη του πόσο γρήγορος και βαθύς ήταν ο εκφυλισμός της Κομιντέρν από το Τέταρτο Συνέδριό της το 1922 μέχρι το Πέμπτο το 1924.
Μέσα σε λίγους μήνες το Ρωσικό ΚΚ και η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν επέκτειναν τις αποφάσεις του Συνεδρίου. Στο τέλος του 1924 υποστήριξαν ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός είχε σταθεροποιηθεί και ότι η παγκόσμια επανάσταση δεν ήταν πλέον στην άμεση ημερήσια διάταξη. Στη θέση της παγκόσμιας επανάστασης, υιοθέτησαν τη θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια χώρα», μια έννοια που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Στάλιν. Σε ένα επιχείρημα που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον διεθνισμό που βρισκόταν στην καρδιά του κινήματος, υποστήριζαν τώρα ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να αναπτυχθεί στην απομονωμένη, καθυστερημένη Ρωσία. Η συνύπαρξη με τον παγκόσμιο καπιταλισμό μπορούσε να επιτευχθεί με την αποφυγή απειλών απέναντι στον καπιταλισμό και τη σύναψη συμμαχιών με καπιταλιστικές χώρες, με την υποστήριξη κομμουνιστικών κομμάτων του εξωτερικού. Το επιχείρημα είχε μετατοπιστεί από εκείνο που έλεγε ότι η Ρωσική Επανάσταση άντεχε μέχρι την επιτυχία της επανάστασης αλλού, στο επιχείρημα ότι η Ρωσία δεν χρειαζόταν πλέον επανάσταση στην Ευρώπη για να οικοδομήσει το σοσιαλισμό. Ο ρόλος των ΚΚ δεν ήταν πλέον να οργανώσουν μια επανάσταση στις χώρες τους, αλλά να υπερασπιστούν τη Σοβιετική Ένωση, την εξωτερική της πολιτική και τη γραφειοκρατική της ηγεσία.
4.γ. Φασισμός και «σοσιαλφασισμός»
Η δεύτερη σημαντική συζήτηση του Συνεδρίου αφορούσε την ήττα της Γερμανικής Επανάστασης. Ο στόχος δεν ήταν να κατανοηθεί αυτή η καταστροφή, αλλά να προστατευτεί ο Ζινόβιεφ και η ηγεσία της Κομιντέρν, μεταθέτοντας την ευθύνη στους Γερμανούς ηγέτες Μπράντλερ και Ταλχάιμερ, αλλά και στον Ράντεκ, σύμμαχο του Τρότσκι, και, εμμέσως, στον ίδιο τον Τρότσκι. Ο Τρότσκι κατηγορήθηκε διπλά ως «η πηγή του δεξιού οπορτουνισμού στην Κομιντέρν» και για τη στάση του ότι οι Γερμανοί κομματικοί ηγέτες δεν έπρεπε να γίνουν αποδιοπομπαίοι τράγοι για την εφαρμογή πολιτικών που είχαν γίνει από την ηγεσία της Κομιντέρν.
Κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης, ο Ζινόβιεφ διατύπωσε μια ανάλυση του φασισμού και της σοσιαλδημοκρατίας που ήταν, στην ουσία, ο πρόδρομος της θεωρίας του «σοσιαλφασισμού» που αναπτύχθηκε αργότερα από τον Μπουχάριν και τον Στάλιν στο έκτο συνέδριο της Κομιντέρν. Η θεωρία, η οποία υποστήριζε ότι η σοσιαλδημοκρατία και ο φασισμός είναι «δίδυμοι», απέκλειε ένα ενιαίο μέτωπο μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών κατά του Χίτλερ με το σκεπτικό ότι οι πρώτοι δεν ήταν καλύτεροι από τον δεύτερο. Χωρίς να υπάρχει δυναμική αντιπολίτευση, ο Ζινόβιεφ υποστήριξε κάτι παρόμοιο το 1924: «Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχει μετατραπεί σε πτέρυγα του φασισμού.»[33]
Ο Αμαντέο Μπορντίγκα, ο οποίος έκανε την επίσημη έκθεση για το φασισμό, πρόσθεσε: «Ο φασισμός έχει απλώς υιοθετήσει με νέα μορφή την παλιά πλατφόρμα των αριστερών αστικών κομμάτων και των Σοσιαλδημοκρατών» και ότι «ο θρίαμβος του Μουσολίνι στην Ιταλία ήταν μια αλλαγή στην ηγεσία της αστικής τάξης, αλλά αυτή η αλλαγή δεν αντιπροσωπεύει μια αλλαγή στο πρόγραμμα της ιταλικής αστικής τάξης».[34] Αυτό θα επαναλαμβανόταν αργότερα από το γερμανικό ΚΚ, ότι το καθεστώς της Βαϊμάρης ήταν ήδη φασιστικό και ότι ο Χίτλερ δεν θα αντιπροσώπευε καμία αλλαγή.
4.δ. «Το ενιαίο μέτωπο από τα κάτω»
Ο νέος ορισμός της σοσιαλδημοκρατίας αναιρούσε την πολιτική για τα ενωμένα μέτωπα – που είχαν προωθήσει ο Λένιν και ο Τρότσκι στο Τρίτο και το Τέταρτο Συνέδριο για να ξεπεράσουν τον παιδαριώδη αριστερισμό των νεοσύστατων κομμουνιστικών κομμάτων. Ο Καρλ Ράντεκ και η Κλάρα Τσέτκιν, υποστηριζόμενοι από μερικούς άλλους αντιπροσώπους, υπερασπίστηκαν σθεναρά την πολιτική του ενιαίου μετώπου του κοινού αγώνα με τα ρεφορμιστικά εργατικά κόμματα, για να απαντήσει ο Ζινόβιεφ ως εξής «Αν αυτά τα εργατικά κόμματα ήταν πραγματικά εργατικά κόμματα, θα μπορούσαμε να σχηματίσουμε συνασπισμό μαζί τους και θα γινόμασταν ανίκητοι στην Ευρώπη. Αλλά αυτά τα κόμματα είναι εργατικά κόμματα μόνο κατ’ όνομα. Είναι λοιπόν ...αντεπαναστατική ουτοπία, είναι οπορτουνισμός να μιλάμε για συνασπισμό.»[35]
Στη συνέχεια, ο Ζινόβιεφ επαναπροσδιόρισε το ενιαίο μέτωπο όχι ως συμφωνία με άλλα κόμματα, αλλά ως την ενότητα όλων των δυνάμεων «από τα κάτω», υπό κομμουνιστική ηγεσία. Όπως υποστήριζε η υιοθετημένη θέση, «η τακτική του ενιαίου μετώπου από τα κάτω είναι η πιο σημαντική, δηλαδή ένα ενιαίο μέτωπο υπό την ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος... σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποβαθμιστεί στην τακτική του περιορισμού των ιδανικών μας στο επίπεδο κατανόησης που έχουν φτάσει αυτοί οι [σοσιαλδημοκράτες και οι μη κομματικοί] εργάτες»[36].
Η ιδέα αυτή αναπτύχθηκε από τη Ρουθ Φίσερ, τη νεοτοποθετημένη από τον Ζινόβιεφ ηγέτιδα του ΚΚ Γερμανίας, η οποία επιτέθηκε στην υπεράσπιση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου ως «προσπάθεια να παρουσιαστούν ο φασισμός και η Δημοκρατία του Νοέμβρη (η ρεπουπλικανική δημοκρατία της Βαϊμάρης) ως δύο αντίθετες δυνάμεις και όχι ως διαφορετικές μορφές της ίδιας δύναμης της καπιταλιστικής δικτατορίας».[37] Θεωρούσε ότι η θέση που υιοθετήθηκε από το Τρίτο και το Τέταρτο Συνέδριο ήταν η αιτία της ήττας της Γερμανικής Επανάστασης το 1923: «Η αποτυχία του γερμανικού Οκτώβρη οφειλόταν στον οπορτουνισμό που αναπτύσσεται από την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου με τους Σοσιαλδημοκράτες, από τον πολυετή οπορτουνισμό που αποδυνάμωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα με τη συμμαχία του με τη Σοσιαλδημοκρατία»[38].
Ο Ράντεκ σωστά δήλωσε ότι «η ομιλία του συντρόφου Ζινόβιεφ, κατά τη γνώμη μου αντιπροσωπεύει την ακύρωση της απόφασης του Τέταρτου Συνεδρίου, για το Ενιαίο Μέτωπο. Ορισμένοι σύντροφοι θεώρησαν ότι η ανοιχτή επιστολή [η πρώτη πρόταση για το ενιαίο μέτωπο[39]] ήταν οπορτουνιστική, αλλά ο Λένιν παρενέβη στο Τρίτο Συνέδριο για να την υπερασπιστεί».[40] Τόσο ο Ζινόβιεφ όσο και ο Μπουχάριν, οι οποίοι είχαν αντιταχθεί στην πολιτική του ενιαίου μετώπου του Τρίτου και του Τέταρτου Συνεδρίου, δήλωσαν στη συνέχεια ότι ο Λένιν είχε κάνει λάθος που ενέκρινε μια πολιτική που είχε αναπτύξει πρώτος ο Πάουλλ Λέβι, και ο Λένιν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχαν δίκιο στις αρχικές τους απόψεις εναντίον της, κάτι για το οποίο δεν δόθηκαν αποδείξεις.
Η συνοπτική ομιλία του Μπορντίγκα για το φασισμό έλεγε ότι η αντίδραση των διαφόρων δυνάμεων της αντιπολίτευσης στη δολοφονία του Ματεότι (σοσιαλιστή αντιπάλου του Μουσολίνι) σήμαινε ότι «Το κόμμα πρέπει να υιοθετήσει το σύνθημα της διάλυσης όλων των αντιφασιστικών αντιπολιτεύσεων και να τις αντικαταστήσει με μια ανοιχτή και άμεση δράση του κομμουνιστικού κινήματος.»[41] Αυτή η υπεραριστερή φαντασίωση, όχι να ενωθεί με όλες τις άλλες αντιφασιστικές δυνάμεις αλλά να αντιταχθεί σε αυτές ως ανεπαρκώς επαναστατικές, ήταν το προοίμιο της καταστροφικής τραγωδίας της αποτυχίας του γερμανικού ΚΚ να αντισταθεί στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Δεδομένης της υιοθέτησης πολιτικών από τη Ζινοβιεφική Κομιντέρν, οι οποίες αποτέλεσαν το προοίμιο εκείνων που υιοθετήθηκαν από την Κομιντέρν του Στάλιν λίγα χρόνια αργότερα, γιατί να θεωρηθεί ο Ζινοβιεφισμός μια ξεχωριστή πολιτική τάση, αλλά όχι ακόμη σταλινισμός; Το Πέμπτο Συνέδριο, σε αντίθεση με τον σταλινισμό, είχε ακόμα μια δημόσια αντιπολίτευση, η οποία αμφισβητούσε τη νέα γραμμή, υπερασπιζόταν το ενιαίο μέτωπο και επιχειρηματολογούσε ενάντια στην προσπάθεια των Ζινόβιεφ και Μπουχάριν να αναιρέσουν το έργο του Τρίτου και του Τέταρτου Συνεδρίου. Η αντιπολίτευση υπήρχε, αλλά περιορίστηκε σοβαρά από την αποθάρρυνση που προέκυψε από την ήττα της Γερμανικής Επανάστασης και την αποδοχή της ρωσικής γραφειοκρατικής πολιτικής ως απαραίτητης για τη νίκη. Ο συσχετισμός δυνάμεων έπεισε τους αμφισβητίες ότι ήταν μάταιο να εμπλακούν σε ανοιχτή αντιπολίτευση σε αυτό το σημείο. Ο Τρότσκι, ο οποίος συμμετείχε ως μέλος του προεδρείου του συνεδρίου και έγραψε το μανιφέστο του, αρνήθηκε να μιλήσει στο συνέδριο, παρά το γεγονός ότι του ζητήθηκε να εκθέσει τις απόψεις του για το ρωσικό ζήτημα. Ανέφερε ότι επρόκειτο για ένα εσωτερικό ζήτημα, φοβούμενος ότι θα οδηγούσε σε μέτρα εναντίον του στο ρωσικό κόμμα.
Το Πέμπτο Συνέδριο, αν και υποβαθμισμένο, διατήρησε τον κομμουνιστικό του χαρακτήρα, όπως φαίνεται από τρεις πολιτικές συζητήσεις και αποφάσεις που ήταν σύμφωνες με το πνεύμα των προηγούμενων συνεδρίων. Η πρώτη απόφαση ήταν το μοναδικό ελκυστικό χαρακτηριστικό του «μπολσεβικισμού», η υγιής πτυχή που χρησιμοποιήθηκε για να πουλήσει το υπόλοιπο περιεχόμενο τού κατά τα άλλα θανατηφόρου πακέτου. Αυτή ήταν η κίνηση για την αναδιοργάνωση των ΚΚ σε εργοστασιακούς πυρήνες – το μοντέλο του εργοστασιακού κλάδου. Ένα από τα λίγα πειστικά συμπεράσματα που εξήχθησαν από την ήττα της Γερμανικής Επανάστασης ήταν ότι το KPD έκανε μεγάλα λάθη επειδή οι αποφάσεις του δεν ήταν στενά ευθυγραμμισμένες με τη μεταβαλλόμενη συνείδηση στα εργοστασιακά συμβούλια, ικανά να κρίνουν σε καθημερινή βάση το επίπεδο συμφωνίας, ή διαφωνίας, με τις πολιτικές προτάσεις του. Η δομή των εργοστασιακών πυρήνων του Μπολσεβίκικου Κόμματος του είχε επιτρέψει να συγχωνεύει τις ιδέες του με τα συναισθήματα που προέκυπταν από τα κάτω, να αξιολογεί τη μαζική ανταπόκριση στις προτάσεις και τις τακτικές των Μπολσεβίκων και να αλλάζει ευέλικτα την προσέγγισή του στα ταχέως μεταβαλλόμενα γεγονότα του 1917. Το Πέμπτο Συνέδριο πρότεινε στους «Βασικούς όρους για τη συγκρότηση μαζικών κομμουνιστικών κομμάτων», να αναδιοργανωθούν τα ΚΚ χρησιμοποιώντας αυτό το επιτυχημένο μπολσεβίκικο μοντέλο, για να προετοιμαστούν για την επόμενη επαναστατική εξέγερση.[42]
Δεύτερον, το Συνέδριο προώθησε τον αντιιμπεριαλισμό του κομμουνιστικού κινήματος τονίζοντας ότι όλα τα ΚΚ, ιδιαίτερα εκείνα στις χώρες με αποικίες, έπρεπε να συμμετάσχουν σε πρακτική αντιιμπεριαλιστική δουλειά. Έπρεπε να υποστηρίξουν τις αποικιακές εξεγέρσεις που εξαπλώνονταν από τη δυναμική που απελευθερώθηκε με την κατάρρευση των αυτοκρατοριών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Ρωσική Επανάσταση. Οι Γάλλοι κομμουνιστές ξεκίνησαν για πρώτη φορά αντιιμπεριαλιστική δουλειά υποστηρίζοντας τις εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική και αντιμιλιταριστική δουλειά στο γαλλικό στρατό. Αντίστοιχα, οι Αμερικανοί ξεκίνησαν δουλειά γύρω από την κατοχή των Φιλιππίνων και στη συνέχεια για την υπεράσπιση του Αουγκούστο Σαντίνο και της επανάστασης της Νικαράγουας.
Τέλος, το Συνέδριο εγκαινίασε την κομμουνιστική δουλειά μέσα στην αγροτιά, δηλώνοντας ότι για να πετύχει η επανάσταση έπρεπε να κερδηθεί η αγροτιά.[43] Αυτό έχει απορριφθεί σε ορισμένες αριστερές ιστοριογραφίες ως μια δεξιά παρέκκλιση, που έφερε την αγροτική πολιτική της ΝΕΠ του Ρωσικού ΚΚ στην Κομιντέρν. Αν και το επιχείρημα αυτό έχει βάση, το κύριο ζήτημα ήταν ότι οι κομμουνιστές των ΚΚ ξεκινούσαν την αναγκαία δουλειά που η σοσιαλδημοκρατία, συμπεριλαμβανομένης της ριζοσπαστικής της πτέρυγας, είχε προηγουμένως απορρίψει. Η «ορθόδοξη μαρξιστική» άποψη της Δεύτερης Διεθνούς ήταν ότι οι αγρότες ήταν μικροκαπιταλιστές καταδικασμένοι σε εξαφάνιση και δεν έπρεπε να υποστηριχθούν, καθώς τα μεγάλα αγροκτήματα ήταν πιο αποτελεσματικά. Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι έσπασαν με αυτόν τον μοιρολατρικό ντετερμινισμό ως σεχταριστικό υποκατάστατο της πολιτικής. Υποστήριξαν τους αγρότες να καταλάβουν τα μεγάλα κτήματα και να μοιράσουν τη γη. Αυτή η πολιτική κέρδισε την αγροτιά στην επανάσταση και τον Κόκκινο Στρατό στον Εμφύλιο Πόλεμο. Η ήττα της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, υποστήριξε ο Ζινόβιεφ, ήταν η αποτυχία της να δώσει γη στους αγρότες.
Αυτές οι τρεις πρόοδοι στη θεωρία και την πράξη δεν δικαιολογούν την καταστροφή της πολιτικής της Κομιντέρν και των κανόνων της δημοκρατίας που εξαπλώθηκαν από τον Ζηνοβιεφισμό, αλλά αποτελούν ενδείξεις ότι παρά τον βαθύ εκφυλισμό του, το κομμουνιστικό κίνημα ήταν ακόμη ζωντανό με επαναστατικές δυνατότητες.
5. Ζινοβιεφική οργάνωση
Ο ζινοβιεφισμός ξεκίνησε τη διαδικασία υποταγής των ΚΚ των άλλων χωρών, των πολιτικών και των ηγεσιών τους, στα γραφειοκρατικά συμφέροντα της Μόσχας. Για να επιτευχθεί αυτό, οι εσωτερικές δομές και η πολιτική ζωή των Κομμουνιστικών κομμάτων του εξωτερικού έπρεπε να ανανεωθούν πλήρως, σε ορισμένες περιπτώσεις μέσω της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους των μελών τους.
5.α. Το μονολιθικό κόμμα
Μέχρι το 1924, στην Κομμουνιστική Διεθνή και στα κόμματα που ήταν συνδεδεμένα με αυτήν γίνονταν έντονες, δημοκρατικές συζητήσεις. Τα οργανωτικά συμπεράσματα της εκστρατείας μπολσεβικοποίησης του Ζινόβιεφ ήταν η αρχή για να τερματιστεί αυτή η ζωηρή ανεξαρτησία και να μετατραπούν τα κομμουνιστικά κόμματα από οχήματα της επανάστασης σε πιόνια του ρωσικού ΚΚ, από πρωτοπορίες της επανάστασης σε συνοριοφύλακες της Ρωσίας. Οι οργανωτικές μέθοδοι για την επίτευξη αυτού του στόχου, οι οποίες θα χρειάζονταν άλλα τρία με πέντε χρόνια για να ολοκληρωθούν τελικά, ήταν η αρχή της διαδικασίας της εξάλειψης της εργατικής δημοκρατίας στα διάφορα συνεργαζόμενα κόμματα. Τα ίδια τα μέτρα ήταν τα αντίθετα από τις νόρμες του λενινισμού που υπήρχαν μέχρι τότε.
Πριν από το 1924, η έννοια του μονολιθικού κόμματος, ενός κόμματος χωρίς διαφορές, δεν υπήρχε. «Η πρώτη εμφάνιση του επιθέτου “μονολιθικό” όπως εφαρμόζεται στο κόμμα ήταν στο ψήφισμα της δέκατης τρίτης συνδιάσκεψης του κόμματος τον Ιανουάριο του 1924, το οποίο καταδίκαζε τον Τρότσκι» και αντιπαρέθετε τις απόψεις του για το κόμμα στον μπολσεβικισμό ως «ένα μονολιθικό σύνολο».[44] Το γεγονός ότι αυτό τέθηκε και έγινε αποδεκτό ήταν μια αντανάκλαση του πόσο είχε προχωρήσει ο εκφυλισμός. Ήταν ένα άλμα προς τις ιδέες μιας μονολιθικής κοινωνίας, του μελλοντικού ολοκληρωτικού σταλινικού κράτους.
Μια ζωντανή επαναστατική οργάνωση που δεν έχει διαφωνίες είναι αδύνατη – η απόλυτη συμφωνία υπάρχει μόνο λόγω της καταστολής ή της απερίσκεπτης παθητικότητας. Ο μονολιθισμός είναι η πολιτική ζωή του νεκροταφείου. Κατέστρεψε τα κομμουνιστικά κόμματα, καθιστώντας τα ανίκανα να καθοδηγήσουν τις επαναστάσεις της εργατικής τάξης από τα κάτω. Η μπολσεβίκικη ιδεολογική συνοχή που βασιζόταν στην κοινή αποδοχή των αρχών και του προγράμματος του κόμματος αντικαταστάθηκε από την ιδεολογική ομοφωνία, με τη διαφωνία να ορίζεται ως αιρετική παρέκκλιση και προδοσία, απαγορεύοντας ουσιαστικά το δικαίωμα των μελών να σκέφτονται.
5.β. Οι φράξιες
Πριν από το 1924, υπήρχαν φράξιες σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα. Ολόκληρη η ιστορία του μπολσεβικισμού περιλάμβανε εσωτερικές διαμάχες μεταξύ διαφορετικών τάσεων, ρευμάτων, φραξιών και αποχρώσεων. Αυτό ίσχυε πριν από την επανάσταση, κατά τη διάρκειά της και μετά τη νίκη, αν και σε εξασθενημένη μορφή μετά το 1921. Οι εσωτερικοί αγώνες διεξάγονταν δημόσια, συμπεριλαμβανομένης της οργάνωσης των φραξιών[45]. Δεν ήταν ο λενινισμός, με τα ακτιβιστικά, μαχητικά μέλη του που διαγωνίζονταν για την ηγεσία, αλλά τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τα οποία καλλιεργούσαν παθητικά μέλη, αυτά που απαγόρευσαν τις φράξιες, κυρίως το SPD πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και οι Γερμανοί επαναστάτες εμποδίζονταν στην οργάνωση και τη δράση των φραξιών από την πειθαρχία του SPD, το οποίο θα τους απομόνωνε ή θα τους διέγραφε. Αυτή η αδυναμία της γερμανικής Αριστεράς να οργανωθεί πέρα από ένα χαλαρό δίκτυο είναι αυτό που καθυστέρησε την ανάπτυξη της γερμανικής επαναστατικής οργάνωσης πριν από τον πόλεμο.
Η απαγόρευση των φραξιών ήταν η λογική επέκταση του ρωσικού μοντέλου που εφαρμόστηκε τώρα στην Κομιντέρν. Όπως έγραψε ο Τρότσκι, «Οι επίγονοι επέκτειναν την απαγόρευση από το κυρίαρχο κόμμα της ΕΣΣΔ στα νεαρά τμήματα της Κομιντέρν, καταδικάζοντάς τα έτσι σε εκφυλισμό πριν προλάβουν να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν».[46] Ήταν μέρος της υποταγής στο ρωσικό κόμμα, καθώς η απόφαση της Κομιντέρν ανέφερε ότι για να υπάρξει ένα «ομοιογενές μπολσεβίκικο παγκόσμιο κόμμα», κάθε κόμμα-μέλος «πρέπει να είναι ένα συγκεντρωτικό κόμμα, που δεν επιτρέπει φράξιες, τάσεις ή ομάδες.»[47] Απαγορεύτηκε η οργάνωση φραξιών για τα μέλη, τα οποία το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να αποδέχονται και όχι να αντιτίθενται στις απόψεις και τις πολιτικές που παρουσίαζε η υπάρχουσα ηγεσία, στην οποία δεν απαγορεύτηκε ποτέ να οργανώνεται
για την άποψή της.
Πριν από αυτή την περίοδο, η ηγεσία θεωρούνταν ως η συγκέντρωση της υψηλότερης πολιτικής συνείδησης ενός κομμουνιστικού κόμματος, επιφορτισμένη με τον αγώνα για την ανύψωση της υπόλοιπης οργάνωσης σε αυτό το επίπεδο. Ο ρόλος της ήταν να δρομολογεί πολιτικές για την ενίσχυση της οργάνωσης και να μεταφέρει αυτές τις πολιτικές στον αγώνα στον έξω κόσμο. Η γραφειοκρατική ηγεσία που δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, αντικατέστησε την επαναστατική ηγεσία στο κομμουνιστικό κίνημα. Μια επαναστατική ηγεσία πρέπει να αποδείξει υπό δημοκρατικό έλεγχο από τα κάτω ότι οι πολιτικές, οι πρωτοβουλίες, οι δράσεις, η προπαγάνδα και η πρακτική της είναι οι καλύτερες εναλλακτικές λύσεις για την οργάνωση. Αυτό καθίσταται αδύνατο με τη δημιουργία ενός εύκαμπτου, πειθήνιου, παθητικού μέλους ανίκανου να αμφισβητήσει τις πολιτικές ή να αλλάξει την ηγεσία.
Το δικαίωμα σχηματισμού φραξιών ήταν και είναι ένα βασικό δημοκρατικό δικαίωμα σε κάθε σοσιαλιστική οργάνωση. Χωρίς αυτό, τα μέλη στερούνται του δικαιώματος να σκέφτονται, να διαφωνούν και να προτείνουν εναλλακτικές πολιτικές∙ αποκλείεται να παρουσιάσουν νέες ιδέες ή νέους ηγέτες∙ στερούνται της δυνατότητας να διορθώνουν λάθη∙ και δεν μπορούν να εισάγουν τη ζωντανή εμπειρία της βάσης και των μελών με τη σύνδεσή τους με τη μη κομματική εργατική τάξη και τα κοινωνικά κινήματα στη δημιουργία, την ανάπτυξη, την επέκταση και τη διόρθωση της πολιτικής του κόμματος. Αν οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να ελέγξουν το ίδιο τους το κόμμα, δεν μπορούν να γίνουν ικανοί να κυβερνήσουν, να διοικήσουν την κοινωνία. Σε ένα επαναστατικό κόμμα αναπτύσσεται η συνείδηση της εργατικής τάξης, ώστε οι εργάτες να μπορούν να ελέγχουν την κοινωνία. Χωρίς εργατική δημοκρατία δεν υπάρχει επαναστατικό εργατικό κόμμα, ανεξάρτητα από το πώς αυτοαποκαλείται.
Η υπεράσπιση του δικαιώματος σχηματισμού φραξιών δεν σήμαινε ότι ο Μπολσεβικισμός ενθάρρυνε τις φραξίες, τις μάχες των φραξιών ή την κουλτούρα των φραξιών – όπως και η υποστήριξη του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση δεν σήμαινε έκκληση για το διαχωρισμό και τη διάλυση των υφιστάμενων χωρών. Η αντίφαση μεταξύ του δικαιώματος σχηματισμού φραξιών και του φραξιονισμού ξεπεράστηκε, όπως και με το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, όχι με την απαγόρευση αυτών των βασικών δημοκρατικών δικαιωμάτων, αλλά με μια πολιτική που αποσκοπούσε στο να ξεπεράσει την ανάγκη για την άσκησή τους. Ο μπολσεβικισμός και το κομμουνιστικό κίνημα στην καλύτερή του εκδοχή απέφυγε την ανάπτυξη μιας φραξιονιστικής κουλτούρας και τις διχαστικές μάχες των φραξιών δημιουργώντας μια εσωτερική κουλτούρα που εκτιμούσε τον δημοκρατικό έλεγχο από τα κάτω, σεβόταν τις διαφορές και προστάτευε τα δικαιώματα των μειοψηφιών.
Στην υγιή λενινιστική πρακτική, οι φράξιες αναμενόταν να είναι προσωρινοί, ad hoc σχηματισμοί για τους σκοπούς της σαφούς συζήτησης συγκεκριμένων ζητημάτων. Συνήθως διαλύονταν όταν αποφασιζόταν το ζήτημα (αν και νέες πληροφορίες ή νέες συνθήκες θα μπορούσαν να επαναφέρουν το ζήτημα για περαιτέρω συζήτηση, συμπεριλαμβανομένης, αν ήταν απαραίτητο, της οργάνωσης φράξιας).
Οι μόνιμες φράξιες, «από μόνες τους ένα ανησυχητικό σύμπτωμα»[48], γράφει ο Τρότσκι, δεν μπορούν να επιλυθούν με την απλή απαγόρευσή τους χωρίς να παραβιαστούν τα δημοκρατικά δικαιώματα των μελών στη διαφωνία. Αλλά η μονιμότητα δείχνει ότι η αφοσίωση είναι στη φράξια και όχι στην οργάνωση. Δεν υπάρχει καμία λογική για τη διατήρηση μιας μόνιμης φράξιας εκτός από την έλλειψη εμπιστοσύνης στην οργάνωση, την πολιτική, τις αρχές, τη δημοκρατία ή την ηγεσία της∙ και την απροθυμία αποδοχής ευθύνης και πειθαρχίας για ολόκληρη την οργάνωση. Ο διχασμός των μόνιμων φραξιών οδηγεί σε μια πολιτική κουλτούρα που στερείται εμπιστοσύνης, αφοσίωσης και συντροφικών σχέσεων και σε πολιτική παράλυση που προκαλεί τη διαρκή απειλή πιθανών διασπάσεων.
Η απάντηση του Ζινόβιεφ στη δραστηριότητα των φραξιών ήταν οι διαγραφές και οι διασπάσεις. Οι διασπάσεις είναι μερικές φορές ο μόνος τρόπος με τον οποίο το κίνημα μπορεί να προχωρήσει ή να παραμείνει πιστό στις αρχές του. Υπό την «μπολσεβικοποίηση» οι διασπάσεις ήταν συχνές και καταστροφικές, σταθμοί πορείας προς τη σταλινική ευθυγράμμιση.
5.γ. Δημόσια συζήτηση και διάλογος
Στη δεκαετία του 1920, πριν από την «μπολσεβικοποίηση», οι συζητήσεις εντός των οργανώσεων –συμπεριλαμβανομένων των απόψεων της μειοψηφίας– συχνά παρουσιάζονταν στη δημοσιότητα. Φυσικά, τα Κομμουνιστικά Κόμματα έκαναν διάκριση μεταξύ των δημόσιων πολιτικών συζητήσεων και των ευαίσθητων, ιδιαίτερων συζητήσεων σχετικά με τα μέλη, τα εσωτερικά προβλήματα, την ασφάλεια και την οργάνωση για τον εξωτερικό αγώνα. Κατά καιρούς στο Ρωσικό ΚΚ, οι μειοψηφίες είχαν ακόμη και το δικαίωμα να έχουν τις δικές τους εφημερίδες.[49] Αυτού του είδους η ανοιχτή συζήτηση θα μπορούσε να γίνει μόνο σε ένα κόμμα που είχε ισχυρή πολιτική συνοχή βασισμένη στην αμοιβαία συμφωνία σε σταθερές αρχές και στην αποδοχή της εμπιστοσύνης και της αφοσιωμένης, πειθαρχημένης συνεργασίας. Στο ρωσικό κόμμα, αυτό έληξε όχι με την απαγόρευση των φραξιών το 1921, αλλά με την εκστρατεία κατά του Τρότσκι. Σύμφωνα με τον E. H. Carr, «Η κομματική κρίση του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1923 ήταν η τελευταία ευκαιρία κατά την οποία η Πράβντα παρείχε ένα φόρουμ για τις αμφιλεγόμενες διακηρύξεις αντικρουόμενων απόψεων στο εσωτερικό του κόμματος. Στη συνέχεια μιλούσε αποκλειστικά με την επίσημη φωνή της κεντρικής επιτροπής ή του Πολιτικού Γραφείου»[50].
Η πλειοψηφία είχε το δικαίωμα να θέτει προτεραιότητες και να οργανώνει τη δράση, συμπεριλαμβανομένου του πότε, πού και τι ήταν ανοικτό προς συζήτηση. Όταν ήταν δημοκρατική και ευαίσθητη στα δικαιώματα της μειοψηφίας, αυτά τα δικαιώματα της πλειοψηφίας δεν αμφισβητούνταν. Όμως το Πέμπτο Συνέδριο εισήγαγε μια νέα πολιτική που υιοθετήθηκε ομόφωνα: «Η επιτροπή οργάνωσης ... δηλώνει εμφατικά ... ότι οι αποφάσεις των κομματικών οργάνων πρέπει να εκτελούνται από όλα τα μέλη του κόμματος και ότι τα ζητήματα μπορούν να συζητηθούν μόνο πριν από τις αποφάσεις των σχετικών κομματικών οργάνων».[51]
Από τη στιγμή που λαμβανόταν μια απόφαση, δεν επιτρεπόταν καμία συζήτηση στη συνέχεια. Καθώς το δικαίωμα στη διαφωνία δέχθηκε επίθεση, το ίδιο φυσικά και το δικαίωμα στη δημόσια συζήτηση επί των διαφορών. Αυτά τα δικαιώματα ήταν τόσο βαθιά ριζωμένα στο κομμουνιστικό κίνημα που χρειάστηκαν χρόνια για να περιοριστούν. Αλλά αυτή η ζινοβιεφική πρακτική γίνεται σήμερα αποδεκτή ως λενινιστική πρακτική λειτουργίας από πολλές ειλικρινείς επαναστατικές ομάδες που αγνοούν την προέλευσή της από το 5ο Συνέδριο της Κομιντέρν.
5.δ. Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός
Η σύγχυση του Ζινόβιεφ με τον Λένιν άφησε μια παρατεταμένη δυσπιστία για τον λενινιστικό δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, ο οποίος είναι μια συγκεντρωτική, πειθαρχημένη δράση που αποφασίζεται δημοκρατικά παρά τις τακτικές ή πολιτικές διαφωνίες. Δεν υπάρχει ανάγκη για πειθαρχία αν δεν υπάρχουν διαφωνίες, ούτε για δημοκρατία αν περιορίζεται σε συζήτηση που δεν καταλήγει σε συμπεράσματα ή δεν εμπλέκεται σε συλλογική δράση. Ο λενινιστικός δημοκρατικός συγκεντρωτισμός οργανώθηκε για να δώσει τη μάχη για την επαναστατική πολιτική ενάντια σε άλλες πολιτικές τάσεις και για να αντιμετωπίσει τη συγκεντρωτική, πειθαρχημένη δύναμη του κράτους και των εργοδοτών με μια αποτελεσματικά ισχυρή, πειθαρχημένη αντίπαλη δύναμη ικανή να επιτύχει τη νίκη. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν είναι άκαμπτος, αλλά μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες: αυστηρή πειθαρχία, ακόμη και διοίκηση, στην ενιαία μάχη∙ εντελώς ελεύθερη συζήτηση όταν δεν υπάρχει άμεση δράση.
Στην καλύτερη περίπτωση, η πειθαρχία των λενινιστικών κομμάτων δίνει προτεραιότητα στη συνεργασία για την υπέρβαση των διαφορών, του προσωποκεντρισμού, του ηθικισμού και του ατομικισμού. Δίνεται έμφαση στην εκπαίδευση και την κατάρτιση για την ανύψωση του πολιτικού επιπέδου όλων των μελών και την ανάπτυξη των δυνατοτήτων τους να καθοδηγήσουν την εργατική τάξη. Το υψηλό επίπεδο της πειθαρχημένης λειτουργίας, της δημιουργίας στελεχών, μπορεί να υπάρξει μόνο με τη δέσμευση στις βασικές παραδόσεις, τη θεωρία και το πρόγραμμα του κινήματος και με την αφοσίωση στους συντρόφους και την οργάνωση.
Το σήμα κατατεθέν του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού του Ζηνοβιεφισμού ήταν η αντικατάσταση της βαθιά ανυπότακτης επαναστατικής κομμουνιστικής κουλτούρας μιας ακτιβιστικής, αντιελιτίστικης δημοκρατίας από τα κάτω, με ένα πειθήνιο μέλος έτοιμο να υπακούσει στις εντολές από τα πάνω χωρίς αμφισβήτηση. Ο λενινισμός δίνει τεράστια έμφαση στον υποκειμενικό παράγοντα. Κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, όταν οι αντικειμενικές συνθήκες για την επανάσταση είναι ώριμες και ανοίγεται μια προεπαναστατική κατάσταση, ο υποκειμενικός παράγοντας είναι καθοριστικός. Η ιστορία του επαναστατικού κινήματος είχε επιβεβαιώσει ότι το κλειδί της επιτυχίας είναι ένα πολιτικά έμπειρο επαναστατικό κόμμα με ώριμη ηγεσία και πειθαρχημένα, μορφωμένα στελέχη ικανά να γίνουν ηγεσία.
Ο Ζινόβιεφ δημιουργούσε και αντικαθιστούσε κομματικές ηγεσίες κατά βούληση, βασιζόμενος στις αποφάσεις του όχι στην ικανότητα, αλλά σε κριτήρια προσωπικής αφοσίωσης. Οι εκκαθαρίσεις και οι διαγραφές για διαφωνίες δημιούργησαν πειθήνια μέλη που εκπαιδεύτηκαν να αποδέχονται τις μεταβαλλόμενες ανατροπές της πολιτικής των ΚΚ, όσο παράξενες κι αν ήταν αυτές. Η αποτελεσματική επαναστατική ηγεσία απαιτεί μια συνεργατική συλλογικότητα με καταμερισμό εργασίας, που αντλεί από διαφορετικές ατομικές δυνάμεις και ταλέντα, αλλά αναλαμβάνει συλλογική ευθύνη για την οργάνωση και την ηγετική ομάδα. Μέχρι τη Δέκατη Τρίτη Συνδιάσκεψη του κόμματος τον Ιανουάριο του 1924, «η πρακτική ήταν να εκλέγονται αντιπρόσωποι ... αναλογικά με τις ψήφους που έπαιρναν». Αυτή η ζημιά της ρωσικής εκστρατείας κατά του Τρότσκι επρόκειτο να εξαπλωθεί αργά σε όλη την Κομιντέρν, καθώς οι μειοψηφίες αποκλείονταν από τις εκλεγμένες θέσεις και την ηγεσία.[52]
Καταπνίγοντας τη διαφωνία και αντικαθιστώντας τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό –τον ζωντανό συγκεντρωτισμό που βασιζόταν στην ελεύθερη συζήτηση και τον διάλογο και ήταν το σήμα κατατεθέν της πρακτικής της Κομιντέρν– με τον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό ή την εξουσία με διαταγή, η εκστρατεία μπολσεβικοποίησης του Ζινόβιεφ ήταν μια επιχείρηση καταστροφής του υποκειμενικού παράγοντα στα νέα, πολλά υποσχόμενα, αλλά καθόλου ώριμα κομμουνιστικά κόμματα της δεκαετίας του 1920. Τα λενινιστικά πρότυπα ηγεσίας και στελεχών χάθηκαν με την κατάρρευση της Κομιντέρν και διατηρήθηκαν μόνο σε μικρές ομάδες στο περιθώριο του ριζοσπαστικού κινήματος. Μια διαδικασία δεν πρέπει ποτέ να συγχέεται με ένα καταληκτικό αποτέλεσμα∙ οι εσωτερικές της αντιφάσεις δεν οδηγούν σε ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Ενώ ο Ζινόβιεφ ξεκίνησε το 1924 μια διαδικασία στραγγαλισμού της ακόμα επαναστατικής, δημοκρατικής κουλτούρας των κομμουνιστικών κομμάτων, η ολοκλήρωσή της χρειάστηκε την υπόλοιπη δεκαετία. Ο σταλινισμός θα μπορούσε να θριαμβεύσει μόνο με τη φυσική καταστροφή του Μπολσεβίκικου Κόμματος, την εξάλειψη και τελικά τη δολοφονία όλων εκείνων των κομμουνιστών, συμπεριλαμβανομένων των αρχικών μελών της φράξιας του Στάλιν, που είχαν λάβει μέρος στην εργατική επανάσταση, υπερασπίστηκαν ή με οποιονδήποτε τρόπο συνδέθηκαν με τα συμφέροντα και την εξουσία της εργατικής τάξης.
6. Ο Ζινοβιεφισμός στην πράξη: Η μεταμόρφωση των άλλων κομμουνιστικών κομμάτων
Αυτή η ενότητα θα εξετάσει τον αντίκτυπο της εκστρατείας μπολσεβικοποίησης του Ζινόβιεφ σε τρία κόμματα: το γαλλικό και το γερμανικό, τα σημαντικότερα από τα κομμουνιστικά κόμματα, και το αμερικανικό, τον πρόδρομο του δικού μας κινήματος.
6.α. Το γαλλικό κόμμα
Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΓ) ήταν το πρώτο που πραγματοποίησε την εκστρατεία κατά του Τρότσκι και μετασχηματίστηκε μέσω της «μπολσεβικοποίησης». Η υπάρχουσα γαλλική ηγεσία του Αλμπέρ Τραν, γενικού γραμματέα του ΚΚΓ, και της Σουζάν Ζιρώ, επικεφαλής της οργάνωσης του Παρισιού, είχε ένα ιστορικό ανικανότητας που οδήγησε σε μια ραγδαία πτώση της υποστήριξης του ΚΚ μέσα στη γαλλική εργατική τάξη. Αλλά όταν υποτάχθηκαν εντελώς στον Ζινόβιεφ, εξαρτώμενοι πλήρως από τη Μόσχα, στηρίχθηκαν από την Κομιντέρν. Ένας κορυφαίος ιστορικός του ΚΚΓ σημειώνει: «Ο βαθμός στον οποίο το ΚΚΓ είχε εξελιχθεί από τον Δεκέμβριο του 1922 (Τέταρτο Συνέδριο) μπορεί να μετρηθεί από το γεγονός ότι δεκαοκτώ μήνες αργότερα (Πέμπτο Συνέδριο), ο διορισμός της ηγεσίας από τη Μόσχα δεν φαινόταν πλέον μια παράξενη διαδικασία»[53].
Το 1923, ο Ζινόβιεφ αποκάλεσε το ΚΚΓ «το πιο σημαντικό τμήμα μας».[54] Η Γερμανία είχε κεντρική θέση στη διαμόρφωση της πολιτικής της Κομιντέρν, αλλά η Γαλλία ήταν ζωτικής σημασίας για τη φιλοδοξία του Ζινόβιεφ να παραγκωνίσει τον Τρότσκι στον αγώνα για τη διαδοχή του Λένιν. Το ΚΚΓ ήταν το κόμμα με το οποίο ο Τρότσκι ταυτιζόταν περισσότερο, όπου είχε το μεγαλύτερο προσωπικό κύρος και εξουσία. Αν η υποστήριξη προς τον Τρότσκι μπορούσε να εξαλειφθεί στο ΚΚΓ, αυτό θα μπορούσε να γίνει ένα μοντέλο που θα επαναλαμβανόταν σε όλη την Κομιντέρν.[55]
Ο Τρότσκι πρωτοστάτησε στην προσπάθεια της Τρίτης Διεθνούς να γεφυρώσει το ιστορικό χάσμα μεταξύ αριστερών σοσιαλιστών και συνδικαλιστών. Ξεπέρασε την πολιτική καχυποψία αυτών των ανταγωνιστικών παραδόσεων, οικοδομώντας ένα κοινό επαναστατικό πρόγραμμα και μια κοινή επαναστατική δραστηριότητα σε αντίθεση με τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο. Οι αξιόπιστοι Γάλλοι επαναστάτες συνδικαλιστές που επηρεάστηκαν από τον Τρότσκι –ο Αλφρέντ Ροσμέρ, ο Πιερ Μονάτ, ο Αλμπέρ Μπουρντερόν και ο Αλφόνς Μερρίμ– είχαν κεντρική θέση στη συγκέντρωση διεθνούς υποστήριξης από συνδικαλιστές και αναρχικούς για τη συγκρότηση της Τρίτης Διεθνούς.
Στο συνέδριο του ΚΚΓ τον Ιανουάριο του 1924 στη Λυών, όπου ο Τραν είχε υποβιβαστεί λόγω της ανικανότητάς του, δεν υπήρξε καμία συζήτηση για τη σύγκρουση στο ρωσικό κόμμα και καμία τροτσκιστική παράταξη. Τον επόμενο μήνα, ο Τραν έμαθε να χρησιμοποιεί τη ρωσική σύγκρουση για τη δική του καριέρα. Καταδίκασε τη ρωσική αντιπολίτευση ως μικροαστούς μενσεβίκους και ισχυρίστηκε ότι ο Τρότσκι και ο Ράντεκ ήταν μια «οπορτουνιστική δεξιά» που είχε σαμποτάρει τη γερμανική επανάσταση. Όλες αυτές οι ιδέες μιμούνταν την επίθεση του Ζινόβιεφ και του Στάλιν στην πρόσφατη Δέκατη Τρίτη Συνδιάσκεψη του ρωσικού κόμματος. Ο Τραν, που είχε πλέον αποκατασταθεί για τα καλά στην ηγεσία, «η θέση του οποίου εξαρτιόταν κυρίως από την υποστήριξη της Μόσχας, ήταν ο πρώτος και πιο ενθουσιώδης υποστηρικτής της μπολσεβικοποίησης σε οποιοδήποτε ξένο κόμμα».[56] Η πρώτη αναφορά της λέξης «μπολσεβικοποίηση» εμφανίστηκε σε ένα άρθρο του Τραν τον Μάρτιο του 1924.[57]
Όταν υιοθετήθηκε η θεωρία του σοσιαλφασισμού, ο Τραν ήταν υπερβολικά πρόθυμος να αποδείξει την αξία του στον Ζινόβιεφ. Μπέρδεψε τη θεωρία της Κομιντέρν προσθέτοντας τον αναρχισμό στο μείγμα, μιλώντας για τη «θεμελιώδη ταυτότητα» του φασισμού, της σοσιαλδημοκρατίας και του αναρχισμού. Ο Τραν επινόησε τον όρο «αναρχοφασισμός», τον οποίο ταξινόμησε ως πτέρυγα της αστικής αντεπανάστασης και εχθρό του ΚΚΓ. Όπως λέει ένας κορυφαίος ιστορικός του ΚΚΓ, «ο Τραν παρερμήνευσε τον σκοπό της αντι-Τρότσκι εκστρατείας. Σε αντίθεση με τον Ζινόβιεφ πίστευε τις δικές του ιδεολογικές επινοήσεις».[58] Εφόσον η αστική δημοκρατία και ο φασισμός ήταν θεμελιωδώς παρόμοιοι, ο Τραν δήλωσε: «Δεν κινούμαστε προς το φασισμό, είναι ήδη εδώ».[59]
Μέχρι το 1924, «το ίδιο το κόμμα ζούσε από τα δικά του έσοδα ... λόγω του σχετικά υψηλού αριθμού μελών του ΚΚΓ κατά τα δύο πρώτα χρόνια και της ενθουσιώδους ανταπόκρισης που συνάντησε από την εργατική τάξη, εν μέρει επειδή ο μηχανισμός κρατήθηκε μικρός».[60] Ο Λ.Ο. Φροσάρ, γενικός γραμματέας του κόμματος μέχρι τον Ιανουάριο του 1923, έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι «ούτε ένα ρούβλι δεν μπήκε στα ταμεία της οργάνωσης ή της εφημερίδας. . . Θεωρούσαμε ότι οι επιδοτήσεις από τη Μόσχα όχι μόνο θα μας στερούσαν την ανεξαρτησία μας, αλλά θα οδηγούσαν το κόμμα να ξεχάσει τη σημασία της ατομικής προσπάθειας των μελών του».[61] Όλα αυτά τα στοιχεία επρόκειτο να αλλάξουν με την μπολσεβικοποίηση. Τα μέλη και η υποστήριξη μειώθηκαν δραματικά, ενώ ο γραφειοκρατικός μηχανισμός επεκτάθηκε ραγδαία. «Όπως και σε τόσα άλλα ζητήματα, η μεγάλη αλλαγή στα οικονομικά του κόμματος έγινε μεταξύ Μαρτίου και Οκτωβρίου του 1924».[62] Ο μηχανισμός, που πλέον εξαρτιόταν για την επιβίωσή του από τον χρηματοδότη του στη Μόσχα, ήταν η δύναμη που κατέστρεφε τον έλεγχο από τη βάση.
Η μπολσεβικοποίηση του ΚΚΓ ήταν μια καταστροφή από κάθε άποψη. Η ιδρυτική ηγεσία του κόμματος, ο Σουβαρίν, ο Ροσμέρ, ο Μονάτ και άλλοι διαγράφηκαν επειδή υποστήριζαν την τροτσκιστική αντιπολίτευση στη Ρωσία, καθώς ο Τραν βροντοφώναζε «ομοιογενής ιδεολογία, ομοιογενής πολιτική, ομοιογενής δομή, ομοιογενής ηγεσία».[63] Στους δεκαοκτώ μήνες της αναδιοργάνωσης, σχεδόν τα τρία τέταρτα των μελών είχαν φύγει, για να αντικατασταθούν από νέους ανθρώπους που δεν είχαν περάσει από τους αγώνες ενάντια στον πόλεμο, τον αγώνα ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία και τον κεντρισμό μέσω των οποίων δημιουργήθηκε το κόμμα το 1920 και την ενοποίηση με τους επαναστάτες συνδικαλιστές. Η απώλεια της δημόσιας υποστήριξης καταγράφηκε στην κατακόρυφη πτώση των ποσοστών του κόμματος από τις βουλευτικές εκλογές του 1924 έως τις τοπικές εκλογές του 1925.[64] Ο Τραν διαγράφηκε αργότερα μαζί με τους άλλους Ζηνοβιεφικούς της Ενωμένης Αριστερής Αντιπολίτευσης το 1927. Αλλά μέχρι το συνέδριο του κόμματος τον Ιούνιο του 1926, «η μεγάλη πλειοψηφία των αντιπολιτευόμενων είχε ήδη είτε εκδιωχθεί από το κόμμα είτε οδηγηθεί στη σιωπή. Όταν έφυγαν ο Τραν και ο Ζιρώ, παρέδωσαν τις θέσεις τους ...στους Τορέζ, Ντοριό και Μαρτί. Ένα νέο Κομμουνιστικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα του Στάλιν, είχε γεννηθεί»[65].
Η χρήση του ΚΚΓ από τον Ζινόβιεφ ως μοντέλο για την «μπολσεβικοποίηση» ήταν μια επιτυχία, μια καταστροφή και μια τραγωδία. Είχε πετύχει να μετατρέψει το κόμμα στο μονόλιθο που επιθυμούσε ο Ζινόβιεφ, και μάλιστα πιο γρήγορα από οπουδήποτε αλλού. Ήταν μια καταστροφή στο βαθμό που έδιωξε τους μαχητικούς, ανεξάρτητα σκεπτόμενους, επαναστάτες εργάτες και μείωσε το ειδικό βάρος του κομμουνισμού στη γαλλική εργατική τάξη. Ήταν μια τραγωδία στο βαθμό που η επιτυχία του άνοιξε την πόρτα στη σταλινοποίηση και γύρισε τη γαλλική εργατική τάξη για γενιές πίσω.
6.β. Το γερμανικό κόμμα
Εκτός της Ρωσίας, το πιο σημαντικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν αυτό της Γερμανίας, της οποίας η εργατική τάξη ήταν η καλύτερα οργανωμένη, η πιο μαχητική και πειθαρχημένη, με την ισχυρότερη επαναστατική παράδοση και δυναμικότητα. Επιβεβαιώνοντας την προοπτική των Μπολσεβίκων, η επανάσταση ξέσπασε στη Γερμανία το Νοέμβριο του 1918, με εργατικά συμβούλια μεγαλύτερα, ισχυρότερα, ριζοσπαστικότερα και πιο διαδεδομένα από ό,τι στη Ρωσία του 1917. Αυτό που δεν είχαν προβλέψει οι Μπολσεβίκοι ήταν η δυσκολία της οικοδόμησης ενός επαναστατικού κόμματος και μιας επαναστατικής ηγεσίας εν μέσω της ίδιας της επανάστασης και ότι η σοσιαλδημοκρατία θα συμμαχούσε με την ανώτατη διοίκηση του στρατού για να γίνει ο κύριος οργανωτής της αντεπανάστασης. Αυτή η δράση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) το 1918-19, το οποίο ανέπτυξε τα Freikorps, ένοπλα αντεπαναστατικά αποσπάσματα, για να συντρίψει τους κομμουνιστές, διέσπασε την εργατική τάξη με μια γραμμή αίματος. Υπό την καθοδήγηση του ηγέτη του SPD και υπουργού Άμυνας Γκούσταβ Νόσκε, τα Freikorps σκότωσαν χιλιάδες εργάτες και δολοφόνησαν σημαντικούς κομμουνιστές ηγέτες, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ο Λέο Γιόγκισες, ο Όϊγκεν Λεβινέ και άλλοι.
Παρ’ όλα αυτά, στα χρόνια μέχρι το 1923, οι Γερμανοί εργάτες έδιναν τη μια γενναία μάχη μετά την άλλη σε μια συνεχή επαναστατική διαδικασία και έκαναν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) μαζικό κόμμα. Η πιο ολοκληρωμένη, αντικειμενικά επαναστατική κατάσταση αναπτύχθηκε το 1923 μέσα από τον άγριο πληθωρισμό που οδήγησε το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και της μικροαστικής τάξης στην εξαθλίωση και την πείνα. Σε αυτό το πλαίσιο η Γαλλία εισέβαλε και κατέλαβε την περιοχή του Ρουρ. Την άνοιξη και στις αρχές του καλοκαιριού του 1923 δημιουργήθηκε ένα πυκνό δίκτυο εργοστασιακών συμβουλίων, με επικεφαλής το KPD, το οποίο είχε πλέον πίσω του την πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Η ηγεσία του κόμματος, συμπεριλαμβανομένων των Μπράντλερ και Ταλχάιμερ, παρέλυσε από αυτές τις ραγδαίες εξελίξεις και ζήτησε από το ρωσικό κόμμα να στείλει τον Τρότσκι στη Γερμανία για να βοηθήσει να ηγηθεί της επανάστασης. Οι Ρώσοι απέρριψαν το αίτημα για φραξιονιστικούς λόγους. Αν ο Τρότσκι είχε πετύχει ως επικεφαλής της γερμανικής επανάστασης, θα είχε εδραιωθεί ως διάδοχος του Λένιν. Όμως η ρωσική ηγεσία, ήδη συντηρητική και γραφειοκρατική, κωλυσιεργούσε, χρονοτριβούσε και δεν μπορούσε να προσφέρει καμία δική της επαναστατική ηγεσία, αφήνοντας τη μεγαλύτερη ευκαιρία για επανάσταση και σωτηρία του ρωσικού εργατικού κράτους να περάσει ανεκμετάλλευτη.[66]
Η τελική ήττα της Γερμανικής Επανάστασης ήταν καταστροφική, τερματίζοντας την περίοδο της παγκόσμιας επαναστατικής αναταραχής που είχε ξεκινήσει το 1917. Η συντριβή της ευρωπαϊκής επανάστασης αποθάρρυνε τη διεθνή εργατική τάξη, καθιστώντας την ευάλωτη στο μεγάλο ψέμα του σοσιαλισμού του εικοστού αιώνα: ότι ο σταλινισμός ήταν η συνέχεια της Ρωσικής Επανάστασης και διατηρούσε κάποια ομοιότητα, έστω και παραμορφωμένη, του σοσιαλισμού. Στη Ρωσία, οι λογικές που δικαιολογούσαν τον υποκαταστατισμό, και το να αντέξουν μέχρι να τους σώσει η Γερμανική Επανάσταση, είχαν τελειώσει. Η Ρωσική Επανάσταση ήταν για το ορατό μέλλον απομονωμένη σε μια καθυστερημένη χώρα. Η γραφειοκρατία χρησιμοποίησε αυτό το άνοιγμα για να αποδυναμώσει περαιτέρω τον εναπομείναντα έλεγχο που είχαν οι εργάτες στη σοβιετική οικονομία, πολιτική και ζωή.
Το άμεσο μέλημα του Ζινόβιεφ, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ήταν να αποφύγει την ευθύνη για τη γερμανική καταστροφή, να μεταθέσει τις ευθύνες στους Ράντεκ, Μπράντλερ και Ταλχάιμερ και να κάνει τον Τρότσκι αποδιοπομπαίο τράγο. Ο Ράντεκ συνδεόταν με τον Τρότσκι, ενώ ο Μπράντλερ και ο Ταλχάιμερ υποστήριζαν την Τρόικα, αλλά δεδομένου ότι ο Τρότσκι είχε αντιταχθεί στην ενοχοποίηση των τοπικών ηγετών που απλώς εκτελούσαν την πολιτική της Κομιντέρν, η επιβάρυνση του Μπράντλερ με την ευθύνη της ήττας θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί για να συνδέσει τον Τρότσκι με την αποτυχία. Η εκστρατεία Μπολσεβικοποίησης του Ζινόβιεφ στη Γερμανία σχεδιάστηκε για να παρατάξει το KPD εναντίον του Τρότσκι και να αθωώσει τον Ζινόβιεφ, την εκτελεστική επιτροπή της Κομιντέρν και το ρωσικό πολιτικό γραφείο. Η τύχη του γερμανικού κόμματος και της επανάστασης ήταν πλέον υποταγμένη στις φραξιονιστικές ανάγκες της ρωσικής γραφειοκρατίας.
Η Κομιντέρν καθαίρεσε τον Μπράντλερ και τους στενότερους συνεργάτες του και εγκατέστησε μια ηγεσία προσκείμενη στον Ζινόβιεφ. Η νέα ηγεσία είχε τις δικές της εγχώριες, υπεραριστερές πολιτικές. Στο Τρίτο και στο Τέταρτο Συνέδριο είχαν εναντιωθεί τόσο στον Τρότσκι όσο και στον Λένιν ως δεξιούς οπορτουνιστές για την αντίθεσή τους στη Δράση του Μάρτη και την υποστήριξή τους σε κοινούς αγώνες με τους Σοσιαλδημοκράτες. Οι νέοι ηγέτες –Ρουθ Φίσερ, Αρκάντι Μάσλοφ, Άρθουρ Ρόζενμπεργκ, Βέρνερ Σόλεμ και Χούγκο Ούρμπανς– υποστήριζαν ότι η δραστηριότητα του ενιαίου μετώπου είχε διαστρεβλώσει την επαναστατική πολιτική του κόμματος, υπονομεύοντας τον μπολσεβικισμό του και προκαλώντας την ήττα του.[67] Η Κομιντέρν συμφώνησε, προσθέτοντας ότι οι Μπράντλερ, Ταλχάιμερ και Ράντεκ «έφεραν τη μεγαλύτερη ευθύνη για τις σοσιαλδημοκρατικές στρεβλώσεις της πολιτικής του KPD που ήταν τόσο επιζήμιες το 1923».[68] Για να γίνει το KPD «ένα πραγματικό μπολσεβίκικο κόμμα» έπρεπε να απορρίψει την πολιτική του ενιαίου μετώπου του Τρίτου και του Τέταρτου Συνεδρίου της Κομιντέρν, που αρχικά εισήχθη στην Κομιντέρν από το KPD.
«Αυτοί οι αριστεροί καταδίωξαν την παραμικρή συμπάθεια για τον “τροτσκισμό” στο κόμμα» σύμφωνα με τις ανάγκες του Ζινόβιεφ. Ήταν «η Ρουθ Φίσερ, η πιο ακραία από τη διεθνή ζινοβιεφική φράξια, η οποία προώθησε ένα ψήφισμα στην εργατική συνοικία του Βέντινγκ στο Βερολίνο που ζητούσε την αποπομπή του Τρότσκι».[69] Αλλά για τη νέα ηγεσία ένα μεγαλύτερο πρόβλημα από τους λίγους ντόπιους τροτσκιστές ήταν η κληρονομιά της Λούξεμπουργκ και του Συνδέσμου Σπάρτακος, ενός τμήματος που ήταν το πιο πολιτικά ανεξάρτητο, ανοιχτόμυαλο και γεμάτο αυτοπεποίθηση σε σχέση με οποιοδήποτε κομμουνιστικό κόμμα. Για να λύσουν το πρόβλημά τους έβαλαν την Κομιντέρν να εφεύρει τον «λουξεμπουργκισμό» ως αίρεση που έπρεπε να εξαλειφθεί. Οι Θέσεις της Κομιντέρν για την Μπολσεβικοποίηση ανέφεραν ότι: «Μεταξύ των σημαντικότερων λαθών των λουξεμπουργκιστών με πρακτική σημασία σήμερα είναι: η μη μπολσεβίκικη αντιμετώπιση των ζητημάτων του “αυθορμητισμού” και της “συνείδησης” της “οργάνωσης” και των “μαζών”. Οι λανθασμένες ιδέες τους πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ... τους εμπόδισαν να εκτιμήσουν σωστά το ρόλο του κόμματος στην επανάσταση»[70].
Αυτό χρεώθηκε στη Λούξεμπουργκ, την ιδρύτρια του KPD και, μαζί με τον Λένιν και τον Λίμπκνεχτ, μία από τους τρεις ιδρυτές της Κομιντέρν. Ο Λένιν τη σεβόταν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο σοσιαλιστή και την αποκαλούσε «αετό». Πολεμούσε μαζί της για τις διαφωνίες σχετικά με την αυτοδιάθεση, την αγροτική πολιτική, τη συσσώρευση του κεφαλαίου και τις οργανωτικές διαφορές στο ρωσικό κόμμα (στο οποίο ανήκε επίσης), αλλά ποτέ για το ρόλο του κόμματος, τον αυθορμητισμό και τη συνείδηση.
Ο Ζινόβιεφ το 1924 επινόησε τρεις μύθους: τη λατρεία του Λένιν, τον τροτσκισμό και τον λουξεμπουργκισμό. Πριν από αυτούς τους μύθους δεν υπάρχει καμία ένδειξη σε οτιδήποτε έχει γραφτεί από τον Λένιν ή την Κομιντέρν, για οποιαδήποτε κριτική της Λούξεμπουργκ ως «αυθορμήστρια» που δεν κατανοούσε τον ηγετικό ρόλο του κόμματος στην επανάσταση. Ο «αυθορμητισμός» της δεν ήταν η αντίθεση στην ηγεσία του κόμματος, αλλά η αναγνώριση της συντηρητικής, γραφειοκρατικής φύσης της ηγεσίας του SPD. Η οργανωτική της αδυναμία ήταν ότι το γερμανικό SPD απαγόρευε τις φράξιες, και αν οργάνωνε μία αντιμετώπιζε την διαγραφή της. Οι μύθοι για τη Λούξεμπουργκ, που δημιουργήθηκαν για την εκκαθάριση του KPD από τη δημοκρατική του κουλτούρα και τα στελέχη που εκπαιδεύτηκαν και καταρτίστηκαν από τη Λούξεμπουργκ και τους μαθητές της, επαναλαμβάνονται ακόμα από αντισταλινικούς παραπλανημένους από ιστορίες που δέχτηκαν αυτούς τους ζινοβιεφικούς μύθους ως λενινιστικό ευαγγέλιο.
Η εκστρατεία κατά της Λούξεμπουργκ στην Κομιντέρν ήταν τόσο καταστροφική για το πολιτικό της μέλλον όσο και η εκστρατεία κατά του Τρότσκι. Σύμφωνα με τον Χέρμαν Βέμπερ, ιστορικό του KPD, ο μετασχηματισμός επρόκειτο να μετατρέψει το «ριζοσπαστικό μαρξιστικό κόμμα που ίδρυσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ ... σε κόμμα του σταλινικού μηχανισμού». Ο σταλινισμός, σημειώνει ο Βέμπερ, «εισήχθη μέσω του διαύλου της Κομιντέρν, [και] κατέστρεψε εντελώς τον πολιτικό χαρακτήρα του κόμματος και την ικανότητά του για ιδεολογική καθοδήγηση».[71] Για να φτάσουμε σε αυτό το σταλινικό κόμμα που διευκόλυνε τον θρίαμβο του Χίτλερ, έπρεπε πρώτα να καταστραφεί το KPD. Η διαδικασία ξεκίνησε από τον Ζινόβιεφ και τους συμμάχους του, αλλά στο γερμανικό κόμμα χρειάστηκαν χρόνια για να ολοκληρωθεί. «Ακόμα και μετά την ήττα του Οκτωβρίου 1923», παρατηρεί ο Βέμπερ, «η δημοκρατία μέσα στο κόμμα αντικατοπτριζόταν στις διαφωνίες των φραξιών ... με τους δικούς τους ομιλητές και τις δικές τους πλατφόρμες σε όλες τις συνδιασκέψεις των αντιπροσώπων ... τα ενεργά μέλη του κόμματος είχαν τη δυνατότητα να εκφράζουν τις απόψεις τους. Μετά το 1924, η “Αριστερά” είχε ως στόχο την εκκαθάριση όλων των φραξιών μέσω της “μπολσεβικοποίησης”. Αλλά δεν τα κατάφερε»[72].
Το 1926, το 30% των ενεργών μελών υποστήριξε την Αριστερή Αντιπολίτευση. Το 1927, υπήρχαν ακόμη δέκα φράξιες στο κόμμα. Αλλά μέχρι τότε, παρέμεναν λιγότερα από 40.000 από τα 360.000 μέλη του 1920, και από αυτά, πολλά επρόκειτο να διαγραφούν μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Το KPD του 1923, παρά τις αδυναμίες του, ήταν το μεγαλύτερο επαναστατικό κόμμα μετά τους Μπολσεβίκους. Πέντε χρόνια αργότερα, ο μετασχηματισμός του το κατέστησε ανίκανο να σταματήσει αποτελεσματικά την άνοδο των Ναζί∙ αυτή η διπλή τραγωδία, του σταλινισμού και του ναζισμού, ήταν το μεγαλύτερο πλήγμα που υπέστη το διεθνές κίνημα και δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί. Οι ζινοβιεφικοί ηγέτες, ανεξάρτητα από το πόσο ειλικρινείς ήταν οι προθέσεις τους, έπαιξαν ιστορικά το ρόλο των χρήσιμων ηλιθίων για τις νίκες του Στάλιν και του Χίτλερ.
Το αμερικανικό κόμμα
Το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ (CPUSA) προέκυψε από την εκρηκτική βιομηχανική και πολιτική ανάπτυξη της αμερικανικής εργατικής τάξης κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αμερικής (SPA), που κατέβηκε στις εκλογές αντιπολιτευόμενο τον πόλεμο, έλαβε το 1917 το υψηλότερο ποσοστό ψήφων, κατά μέσο όρο 25% στις βορειοανατολικές πόλεις. Μετά τον πόλεμο, ένα μεγάλο απεργιακό κύμα σάρωσε τη χώρα∙ το αποκορύφωμα ήταν το 1919, που σημαδεύτηκε από τη Μεγάλη Απεργία στην Χαλυβουργία και τη Γενική Απεργία στο Σιάτλ, και ακολουθήθηκε από τη δημιουργία τοπικών εργατικών κομμάτων σε όλη τη χώρα. Το CPUSA προέκυψε από αυτή τη ζύμωση και την αναδιαμόρφωση του ριζοσπαστικού κινήματος που προέκυψε από τον πόλεμο και τη Ρωσική Επανάσταση. Ποικίλα ρεύματα σοσιαλιστών, επαναστατών συνδικαλιστών και αναρχικών ανασυντάχθηκαν στη διαδικασία σχηματισμού ενός επαναστατικού κόμματος. Όπως και με άλλα ΚΚ, είχε πολλές φράξιες τα πρώτα χρόνια, καθώς οι διάφορες τάσεις του πάλευαν για το ποιος θα ήταν ο χαρακτήρας του κόμματος.
Όμως το CPUSA είχε περισσότερες φράξιες από οποιοδήποτε άλλο κόμμα, επειδή προέκυψε επίσης από έναν μεγάλο αριθμό ξενόγλωσσων ομοσπονδιών. Λιγότερο από το 10 τοις εκατό των μελών ανήκε σε αγγλόφωνα παραρτήματα. Οι περισσότεροι ήταν γκετοποιημένοι σε εθνικούς θύλακες, μακριά από την αμερικανική ζωή, τον πολιτισμό, την πολιτική και το εργατικό κίνημα. Ως αποτέλεσμα, το κόμμα πέρασε από μια σειρά εξουθενωτικών διασπάσεων και δεν μπόρεσε να συγκροτηθεί ως ενιαία οργάνωση. Μόνο η πίεση της Κομιντέρν ανάγκασε το κόμμα να ενοποιηθεί, να λειτουργήσει ως νόμιμη οργάνωση, να είναι αγγλόφωνο, να υποστηρίζει μεταρρυθμιστικούς αγώνες και να δουλεύει στα συνδικάτα.
Από την αρχή, πολύ πριν από τον Ζηνοβιεφισμό, το αμερικανικό κόμμα ήταν το εξαρτημένο, προβληματικό παιδί της Κομιντέρν. Δεν ήταν ποτέ ικανό, πριν από τον σταλινισμό, να δημιουργήσει μια συνεκτική συνεργατική ηγεσία. Το κόμμα δέχτηκε την «κίνηση μπολσεβικοποίησης» χωρίς αντιρρήσεις λόγω της εξάρτησής του από την Κομιντέρν, αλλά και από την επιθυμία να ξεπεράσει τον δικό του εξουθενωτικό φραξιονισμό.
Σε αντίθεση με τα άλλα κόμματα που είχαν τη δική τους ανεξάρτητη ζωή πριν από τον «μπολσεβικισμό», το αμερικανικό κόμμα ήταν σχεδόν προστατευόμενο τμήμα της Κομιντέρν. Στα γαλλικά, γερμανικά και άλλα κόμματα, ο Ζινόβιεφ έπρεπε να παρέμβει για να εγκαταστήσει μια πιστή ηγεσία. Στο αμερικανικό κόμμα, όλοι οι ηγέτες ισχυρίζονταν πίστη σε αυτόν. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε μια αμερικανική εκστρατεία «μπολσεβικοποίησης» που διεξήχθη από έναν από τους ηγέτες του κόμματος που ήταν περισσότερο προσκολλημένος στην Κομιντέρν, τον Τζέιμς Π. Κάνον.
Ο Κάνον ονομάστηκε «Αρχηγός της Μπολσεβικοποίησης». Ήταν ο κύριος υποστηρικτής και μαχητής για την εφαρμογή των αποφάσεων του Πέμπτου Συνεδρίου. Δεν ήταν πράκτορας του Ζινόβιεφ με τον τρόπο που ήταν ο Τραν, η Φίσερ και ο Μάσλοφ. Ήταν, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, «πιστός στην Κομιντέρν και στις αποφάσεις της» και αποδέχθηκε τις αποφάσεις της χωρίς αμφισβήτηση. Το 1924, ο Κάνον έγραψε: «Ο λόγος της Κομμουνιστικής Διεθνούς είναι καθοριστικός σε όλα τα κομματικά ζητήματα».[73] Ο Κάνον τόνισε τη σημασία της απαγόρευσης των φραξιών:
«[Ένα μπολσεβίκικο κόμμα] πρέπει να είναι ένα συγκεντρωτικό κόμμα που θα απαγορεύει φράξιες, τάσεις και ομάδες. Πρέπει να είναι ένα μονολιθικό κόμμα ... το κόμμα μας μαστίζεται από φράξιες, τάσεις και ομάδες. Τουλάχιστον το ήμισυ της ενέργειας του κόμματος έχει δαπανηθεί σε φραξιονιστικούς αγώνες, του ενός μετά τον άλλο. Έχουμε μάλιστα συνηθίσει να αποδεχόμαστε αυτή την κατάσταση πραγμάτων ως φυσιολογική κατάσταση. Φτάσαμε στο σημείο να πριμοδοτούμε τον παραγοντισμό δίνοντας εκπροσώπηση των φραξιών στις σημαντικές επιτροπές του κόμματος.»[74]
Η εκστρατεία μπολσεβικοποίησης ξεκίνησε το 1924, και ενώ «ήταν το γενικό σύνθημα του δεύτερου μισού της δεκαετίας», «χρειάστηκαν έξι χρόνια για να περάσει το αμερικανικό ΚΚ από την μπολσεβικοποίηση στη θεωρία στην μπολσεβικοποίηση στην πράξη».[75] Οι φράξιες και οι μάχες των φραξιών, ενώ καταγγέλλονταν επίσημα, έγιναν πιο έντονες μετά το 1924, με βάση τις ηγετικές κλίκες, καθώς προσπαθούσαν να ευθυγραμμιστούν με διαφορετικές προσωπικότητες στην Κομιντέρν. Αυτό γρήγορα εκφυλίστηκε σε ένα είδος πολέμου συμμοριών που θα κυριαρχούσε στο αμερικανικό κομμουνιστικό κίνημα από το 1925-1928.
Το 1925 η Κομιντέρν απαίτησε την αποπομπή του Λούντβιχ Λόρε για τροτσκισμό. Ο Λόρε ήταν ένας από τους ιδρυτές του CPUSA και εκδότης του The Class Struggle, του θεωρητικού περιοδικού που οδήγησε στη δημιουργία του κόμματος. Ήταν εκδότης της Volkszeitung, της γερμανόφωνης καθημερινής εφημερίδας που ήταν το παλαιότερο και θεωρητικά πιο καταρτισμένο έντυπο του κόμματος. Οι ψήφοι της παράταξης του Λόρε ήταν καθοριστικές για την εκλογή της ηγεσίας του 1923 των Γουίλιαμ Ζ. Φόστερ και Τζέιμς Κάνον. Ο Λόρε χαρακτήρισε τη νίκη τους «νίκη του τροτσκισμού».[76] Όταν στα τέλη του 1924 δημοσίευσε στην Volkszeitung τμήματα του έργου του Τρότσκι Τα μαθήματα του Οκτώβρη, η Κομιντέρν απαίτησε να σταματήσει να δημοσιεύει τον Τρότσκι και να δημοσιεύσει μια επίθεση της Πράβντα στον Τρότσκι. Οι Κάνον και Μπράουντερ απαγόρευσαν αμέσως τη δημοσίευση των άρθρων του Τρότσκι στο Workers Monthly, το θεωρητικό περιοδικό του CPUSA.[77] Μετά την αποπομπή του το 1925, ο Λόρε ήταν ένα από τα πέντε άτομα, στις αρχές του 1928, που προσπάθησαν ανεπιτυχώς να σχηματίσουν έναν τροτσκιστικό πυρήνα.[78]
Η Κομιντέρν κατάφερε ένα τεράστιο πλήγμα στην εσωτερική δημοκρατία του αμερικανικού κόμματος στο Τέταρτο Συνέδριο του κόμματος τον Αύγουστο του 1925. Στη διαμάχη των φραξιών, η ομάδα Φόστερ-Κάνον ηγούνταν του κόμματος από το 1923. Το κόμμα ήταν εντελώς διχασμένο∙ ορισμένα από τα παραρτήματα είχαν χωριστεί ακόμη και στα δύο. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, με βάση την αναλογική εκπροσώπηση, η ομάδα Φόστερ-Κάνον κέρδισε σαράντα αντιπροσώπους στο συνέδριο έναντι είκοσι ενός της παράταξης που ηγούνταν ο Τζέι Λόβεστοουν και ο Τσαρλς Ρούθενμπεργκ. Οι αποφάσεις του συνεδρίου ανατράπηκαν όταν έλαβαν ένα τηλεγράφημα από τη Μόσχα που άρχιζε: «Η ομάδα Ρούθενμπεργκ είναι πιο πιστή στις αποφάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς». Αυτό οδήγησε σε ένα αστείο μεταξύ των κομμουνιστών της βάσης: Σε τι μοιάζει το κόμμα με τη γέφυρα του Μπρούκλιν; Η απάντηση: Και τα δύο κρέμονται από καλώδια!
Αυτό το τηλεγράφημα σηματοδοτούσε την επιθυμία της Κομιντέρν να πάρει την ηγεσία από την πλειοψηφία Φόστερ-Κάνον και να παραδώσει τον έλεγχο στην απόλυτα υποχωρητική μειοψηφία Λόβεστοουν-Ρούθενμπεργκ. Η Κομιντέρν υπολόγισε σωστά ότι η ομάδα Φόστερ-Κάνον θα μπορούσε να διασπαστεί, επειδή ο Κάνον θα την υποστήριζε. Όταν ήρθε το τηλεγράφημα, ο Φόστερ είπε ότι ήθελε να αντιταχθεί. Ο Κάνον διέσπασε τότε την ομάδα Φόστερ-Κάνον και σχημάτισε τη δική του ομάδα, προκειμένου να αποδεχτεί την απόφαση της Μόσχας. Η παράταξη του Κάνον συζήτησε τι εννοούσε το τηλεγράφημα με το «ο Ρούθενμπεργκ είναι πιο πιστός». Αποφάσισαν ότι η Κομιντέρν είχε δίκιο επειδή ο Φόστερ είχε μια ανεξάρτητη βάση υποστήριξης μέσα στα συνδικάτα. Ο Ρούθενμπεργκ δεν είχε καμία βάση υποστήριξης έξω από το κόμμα και επομένως αναγκαστικά έπρεπε να είναι πιο υποτακτικός ή «πιστός». Στη συνέχεια, ο Κάνον ηγήθηκε ενός αγώνα για να μην συζητηθεί η παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς από τα μέλη του κόμματος, διότι αυτό θα «δυσφημούσε την Κομμουνιστική Διεθνή ενώπιον των συντρόφων του κόμματος, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η πίστη στις αποφάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς»[79].
Ο Theodore Draper αποκάλεσε το Τέταρτο Συνέδριο του 1925 «την πολιτική και οργανωτική διαχωριστική γραμμή».[80] Το αποτέλεσμα της μπολσεβικοποίησης ήταν ότι το κόμμα μετακινήθηκε από την εξάρτηση από την Κομιντέρν για συμβουλές στο να μην είναι πλέον σε θέση να αποφασίζει δημοκρατικά για τις δικές του πολιτικές ή για την ηγεσία του. Όπως και στο KPD και το PCF, οι άνθρωποι στο CPUSA που τελικά θα περνούσαν στον τροτσκισμό ήταν προηγουμένως φορείς της εκστρατείας «Μπολσεβικοποίησης» που ξεκοίλιαζε το κομμουνιστικό κίνημα.
Επίλογος: Εκκαθάριση του ζινοβιεφισμού
Η ήττα της Γερμανικής Επανάστασης και ο εκφυλισμός της Ρωσικής Επανάστασης μεταφέρθηκαν στην Κομιντέρν με την εκστρατεία «μπολσεβικοποίησης» του Ζινόβιεφ το 1924. Έκανε τεράστια ζημιά στην κομμουνιστική θεωρία και πρακτική. Ο Ζινόβιεφ τελικά απομακρύνθηκε από το ίδιο του το δημιούργημα, καθώς η επικράτηση της εξουσίας του Στάλιν επί του μηχανισμού μπλόκαρε την καθοδήγηση της Τρόικας και της Κομιντέρν από τον Ζινόβιεφ. Ο Ζινόβιεφ ανταποκρίθηκε επίσης στην αυξανόμενη αναταραχή των εργατών του Λένινγκραντ για τη ΝΕΠ, την αυξανόμενη ανισότητα και τη συνεχιζόμενη απώλεια της εργατικής εξουσίας. Ο Ζινόβιεφ σχημάτισε την Αντιπολίτευση του 1925, που αναφερόταν επίσης ως Αντιπολίτευση του Λένινγκραντ.
Ο Τρότσκι είχε αρχικά αγνοήσει τη διάσπαση της Τρόικας ανάμεσα στον Στάλιν και τον Ζινόβιεφ με τον Κάμενεφ. Όμως η διάσπαση ήταν η πρώτη ευκαιρία για τον ίδιο να εμπλακεί σε πολιτική δραστηριότητα μετά τη συντριπτική ήττα του στα τέλη του 1923. Όταν ο Κάμενεφ, ο γαμπρός του Τρότσκι, πρότεινε ένα μπλοκ αντιπολιτευτικών δυνάμεων, πολλοί τροτσκιστές ήταν εχθρικοί, με βάση την εμπειρία τους από τους ζινοβιεφικούς ως τους κύριους καταπιεστές της κομματικής δημοκρατίας. Ο Ράντεκ πρότεινε να σχηματιστεί ένα μπλοκ με τον Στάλιν εναντίον του Ζινόβιεφ. Ο Τρότσκι κατέληξε τελικά στο συμπέρασμα ότι ένα μπλοκ με τον Ζινόβιεφ ήταν μια συμμαχία με τους εργάτες του Λένινγκραντ και τη συνεπαγόμενη πίεσή τους στη ζινοβιεβιστική γραφειοκρατία. Όλες οι εναπομείνασες αντιπολιτεύσεις, συμπεριλαμβανομένης της Εργατικής Αντιπολίτευσης και των Δημοκρατικών Συγκεντρωτιστών, συμφώνησαν τελικά να συμμαχήσουν στην Ενωμένη Αριστερή Αντιπολίτευση του 1926. Παρά τον ηρωικό αγώνα, συμπεριλαμβανομένης της έκκλησης σε εργάτες εκτός κόμματος για την ανασυγκρότηση μιας πολιτικής δύναμης της εργατικής τάξης, η αντιπολίτευση ηττήθηκε από τη συντριπτική δύναμη του συγχωνευμένου πλέον κόμματος και του κρατικού γραφειοκρατικού μηχανισμού.
Η Ενωμένη Αριστερή Αντιπολίτευση αποβλήθηκε από το ρωσικό κόμμα το 1927 και στη συνέχεια από όλη την Κομιντέρν. Ο Ζινόβιεφ και οι στενότεροι συνεργάτες του συνθηκολόγησαν αμέσως με τον Στάλιν, ανακάλεσαν τις απόψεις τους, ασπάστηκαν δημοσίως τη σταλινική γραμμή και έγιναν εκ νέου δεκτοί στο κόμμα. Ο Τρότσκι και οι υποστηρικτές του αρνήθηκαν να συνθηκολογήσουν, συνεχίζοντας τον αγώνα για την εργατική δημοκρατία και την παγκόσμια επανάσταση. Με την ήττα της αντιπολίτευσης, η γραφειοκρατία επιτάχυνε ποιοτικά τη διαδικασία με την οποία εδραιώθηκε ως ανεξάρτητη γραφειοκρατική άρχουσα τάξη. Με αυτόν τον τρόπο έπρεπε να καταστρέψει κάθε εναπομείνασα πτυχή του εργατικού ελέγχου και της δημοκρατίας, ιδιαίτερα το τελευταίο της προπύργιο, το Μπολσεβίκικο Κόμμα – όχι το Μπολσεβίκικο Κόμμα της επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου, αλλά το ήδη γραφειοκρατικοποιημένο κόμμα. Το καθεστώς του Στάλιν δολοφόνησε περισσότερους κομμουνιστές από κάθε άλλο σχηματισμό. Σκότωσε σχεδόν όλους (συμπεριλαμβανομένης της αρχικής σταλινικής παράταξης) που είχαν οποιουσδήποτε δεσμούς με την επανάσταση, προσπαθώντας να σβήσει από τη συλλογική μνήμη τι σήμαινε ο σοσιαλισμός –τι σήμαινε η εργατική εξουσία– σε ένα πραγματικά υπαρκτό εργατικό κράτος.
Τον αγώνα αυτό συνέχισαν ο Τρότσκι και οι οπαδοί του, τα σωζόμενα απομεινάρια του κομμουνισμού. Σε όλο τον κόσμο, τα μέλη της Αριστερής Αντιπολίτευσης που είχαν σχεδόν εξ ολοκλήρου προέλθει ως μέρος της αντιπολίτευσης του Ζινόβιεφ έπρεπε να αποφασίσουν αν θα συνέχιζαν ως αντιπολιτευόμενοι, τώρα υπό την ηγεσία του Τρότσκι. Εκείνοι που το έκαναν –η Φίσερ, ο Ούρμπανς, ο Σόλεμ, ο Τραν, ο Κάνον, ο Μπορντίγκα και μερικές χιλιάδες άλλοι– ήταν πρωτοπόροι κομμουνιστές που κράτησαν ζωντανή τη συνέχεια του επαναστατικού μαρξιστικού κινήματος.
Όποια λάθη κι αν είχαν κάνει, και πολλά από αυτά ήταν φρικτά, ήταν αποτέλεσμα της αρχικής τους συναίνεσης στη διαδικασία εκφυλισμού του ρωσικού εργατικού κράτους και στην ήττα της ευρωπαϊκής επανάστασης, χωρίς να κατανοούν τη μελλοντική έκβαση των κατάφωρων παραβιάσεων της εργατικής δημοκρατίας και του λενινισμού στις οποίες είχαν εμπλακεί. Αλλά προς αιώνια τιμή τους, αρνήθηκαν να αποδεχτούν τις πλήρεις συνέπειες αυτής της διαδικασίας και εντάχθηκαν στη σοσιαλιστική μάχη ενάντια στην περαιτέρω άνοδο του σταλινισμού. Όταν ο Ζινόβιεφ παραπέμφθηκε σε στημένη δίκη και εκτελέστηκε από τον Στάλιν το 1936, χιλιάδες τροτσκιστές και άλλοι αντιπολιτευόμενοι στα ρωσικά στρατόπεδα συγκέντρωσης πραγματοποίησαν απεργίες, διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες προς τιμήν του πεσόντος συντρόφου τους.[81] Παρ’ όλα αυτά, ο Σερζ είχε δίκιο όταν έλεγε ότι ο Ζινόβιεφ ήταν το «μεγαλύτερο λάθος» του Λένιν.
Οι πρώην ζινοβιεφικοί –ηγετικά στελέχη, και στελέχη των μαζικών εργατικών κομμάτων– αποδέχτηκαν, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα, να βρεθούν στην ερημιά, προκειμένου να ξεπεράσουν τα συντρίμμια και να ξεκινήσουν εκ νέου ως μικρές, συχνά απομονωμένες ομάδες. Κουβαλούσαν μέσα τους τη συλλογική μνήμη του επαναστατικού εργατικού κινήματος, χωρίς την οποία το κίνημα θα μπορούσε να είχε καταστραφεί∙ αλλά πολλοί έφεραν επίσης τις νοοτροπίες και τις πρακτικές των κομμουνιστικών κομμάτων του 1924-26. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα τους στιγματίσουμε για λάθη ή αμαρτίες του παρελθόντος, αλλά ούτε θα πρέπει να αποδεχτούμε άκριτα, λόγω του κύρους τους, τις απόψεις των προγόνων μας. Κάποιες άλλαξαν καθώς το τροτσκιστικό κίνημα ανέπτυσσε την κριτική και την κατανόηση της γραφειοκρατίας. Ο ίδιος ο Τρότσκι είχε ταχθεί υπέρ της απαγόρευσης των φραξιών και του μονοκομματικού κράτους. Στη συνέχεια απέρριψε την απαγόρευση των φραξιών στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αλλά χρειάστηκε να φτάσει μέχρι την Προδομένη Επανάσταση το 1936 για να αποκηρύξει το μονοκομματικό κράτος. Κάποιες από τις πρακτικές του ζινοβιεφισμού εγκαταλείφθηκαν, κάποιες τροποποιήθηκαν. Κάποιες δεν επανεξετάστηκαν ποτέ, αλλά συνεχίστηκαν, περνώντας στις ανυποψίαστες επόμενες γενιές ως γνήσιος λενινισμός. Είναι καιρός να επανεξεταστούν από την οπτική γωνία της εργατικής δημοκρατίας και να απορριφθούν όσες βρέθηκαν ανεπαρκείς.
Είμαστε υποστηρικτές της Ρωσικής Επανάστασης, της μεγαλύτερης πράξης αυτοχειραφέτησης της εργατικής τάξης και απελευθέρωσης του ανθρώπου στην ιστορία. Κατανοούμε και συμπάσχουμε με τις βαριές και τραγικές αποφάσεις που έπρεπε να πάρει το επαναστατικό κίνημα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, αποφάσεις που βασίστηκαν στη δέσμευση να διατηρηθεί ζωντανή η εργατική εξουσία περιμένοντας την ανακούφιση από την ευρωπαϊκή επανάσταση. Ο ζινοβιεφισμός ήταν ταυτόχρονα προϊόν και ιδεολογία του εκφυλισμού της Επανάστασης, πριν από την τελική της ήττα από τη σταλινική αντεπανάσταση. Δεν υπάρχει κανένας λόγος σήμερα να παρουσιάζονται προσωρινά μέτρα που προκλήθηκαν από δύσκολες συνθήκες ως διαχρονικές επαναστατικές μέθοδοι. Υποστηρίζουμε την πιο δημοκρατική επανάσταση που είναι δυνατόν, την επανάσταση «της τεράστιας πλειοψηφίας, προς το συμφέρον της τεράστιας πλειοψηφίας».[82] Θέλουμε να επαναβεβαιώσουμε τον λενινισμό ως οδηγό αυτής της επανάστασης και της οργανωτικής πρακτικής. Για να γίνει αυτό, το διεθνές επαναστατικό κίνημα θα πρέπει να εκκαθαρίσει τον ζινοβιεφισμό και τα όποια εναπομείναντα κατάλοιπα από την περίοδο της «μπολσεβικοποίησης» και να επιστρέψει στον γνήσιο λενινισμό.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Joel Geier, “Zinovievism and the degeneration of world Communism”, International Socialist Review, τεύχος 93, καλοκαίρι 2014, https://isreview.org/issue/93/zinovievism-and-degeneration-world-communism/index.html.
Σημειώσεις
[1] Anatoly Lunacharsky, Revolutionary Silhouettes (Λονδίνο: Allen Lane The Penguin, 1967), 77.
[2] Leon Trotsky, The History of the Russian Revolution, τόμος 1 (Αν Άρμπορ: University of Michigan, 1960), 292.
[3] Ό.π., 300.
[4] Lunacharsky, Revolutionary Silhouettes, 77.
[5] Trotsky, History, τόμος 2, 45–46.
[6] Ben Lewis, Lars T. Lih, Grigory Yevseyevich Zinoviev, and L. Martov, “World Revolution and the Third International (The Four-hour Speech),” Martov and Zinoviev: Head to Head in Halle (Λονδίνο: November Publications, 2011), 117–58.
[7] Trotsky, History, τόμος 2, 46.
[8] Gregory Zinoviev, “The Social Roots of Opportunism,” New International, τόμος 8, τεύχη 2–5 (1942): διαθέσιμο στο https://www.marxists.org/archive/zinoviev/works/1916/war/opp1.html.
[9] E. H. Carr, Socialism In One Country, τόμος 1 (Βαλτιμόρη: Penguin, 1970), 169.
[10] Victor Serge, Memoirs of a Revolutionary (Νέα Υόρκη: Writers and Readers, 1984), 141.
[11] Αντίθετα, αν και δεν επικεντρώνεται στην Κομιντέρν, ο Lars Lih δηλώνει ότι έχει βρει «μια εντυπωσιακή και αποδεδειγμένη συνέπεια στις πολιτικές εκτιμήσεις του Ζινόβιεφ κατά την περίοδο 1918-1925». Ben Lewis, Lars T. Lih, Grigory Yevseyevich Zinovyev, and L. Martov. “Zinoviev: Populist Leninist,” Martov and Zinoviev: Head to Head in Halle. 39-59.
[12] Boris Souvarine, Stalin, A Critical Survey of Bolshevism, (Νέα Υόρκη: Alliance Books, 1939), 249 & 505.
[13] John Riddell. Toward the United Front: Proceedings of the Fourth Congress of the Communist International, 1922. (Σικάγο: Haymarket, 2012).
[14] Serge, 177.
[15] E. H. Carr, Socialism in One Country, τόμος 2, 195.
[16] Λένιν στο Δέκατο Συνέδριο του Κόμματος μπορούν να βρεθούν στη διεύθυνση https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1921/10thcong/ch04.htm.
[17] Leon Trotsky, “Factions and the Fourth International,” Writings 1935–36 (Νέα Υόρκη: Pathfinder Press, 1977), 186.
[18] Pierre Broué, “Remarks on the History of the Bolshevik Party,” Revolutionary History, τόμος 9, τεύχος 4 (2008): 100; διαθέσιμο στο https://www.marxists.org/archive/broue/1962/xx/bolshparty.html.
[19] Lewis, Lih, Yevseyevich Zinovyev, and Martov, “Zinoviev: Populist Leninist,” Martov and Zinoviev: Head to Head in Halle, 50.
[20] Carr, Socialism in One Country, τόμος 2, 201–14.
[21] Oleg V. Budnitskii, Russian Jews Between the Reds and the Whites: 1917-1920 (Φιλαφέλφια: University of Pennsylvania, 2011), 274.
[22] Fifth Congress of the Communist International, Abridged Report of Meetings Held at Moscow June 17th to July 8th, 1924 (Λονδίνο: Communist Party of Great Britain, 1924), 10–130.
[23] Ό.π., 160.
[24] Ό.π., 286.
[25] Ό.π., 97.
[26] Ό.π., 50.
[27] Ό.π., 70.
[28] Ό.π., 48.
[29] Ό.π., 89.
[30] Leon Trotsky, The Stalin School of Falsification, (Νέα Υόρκη: Pioneer, 1937), 92. Βλ. την ενότητα “Some Documents Relating to the Question of the Origin of the Legend of ‘Trotskyism’” 89–99.
[31] Jane Degras, The Communist International, 1919–43: Documents, τόμος 2, 1923–43 (Λονδίνο: Frank Cass & Co, 1971), 191.
[32] Fifth Congress of the Communist International, 154.
[33] Ό.π., 22.
[34] Ό.π., 213.
[35] Ό.π.,30.
[36] Jane Degras, The Communist International, 1919-1943: Documents, τόμος 2, 1923–1928 (Λονδίνο: Frank Cass & Co., 1971), 152.
[37] Fifth Congress of the Communist International, 60.
[38] Ό.π., 59.
[39] [Σ.τ.Μ.:] «Η “Ανοιχτή Επιστολή” της Zentrale του Ενιαίου Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (8 Ιανουαρίου 1921)» (του Πάουλ Λέβι), Παράρτημα στο Daniel Gaido, «Ο Πάουλ Λέβι και οι ρίζες της πολιτικής του Ενιαίου Μετώπου στην Κομμουνιστική Διεθνή», e la libertà, 11 Οκτωβρίου 2021, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/7708-%CE%BF-%CF%80%CE%AC%CE%BF%CF%85%CE%BB-%CE%BB%CE%AD%CE%B2%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%8E%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE.
[40] Ό.π., 52.
[41] Ό.π., 214.
[42] Degras, 148.
[43] Ό.π.., 149, 200–205.
[44] Carr, Socialism in One Country, τόμος 2, 222.
[45] Trotsky, Writings of Leon Trotsky 1935–36 (Νέα Υόρκη: Pathfinder Press, 1977), 184–189.
[46] Ό.π., 186
[47] Degras, 154.
[48] Trotsky, Writings of Leon Trotsky 1935–36 (Νέα Υόρκη: Pathfinder Press, 1977), 187.
[49] Pierre Broué, “Remarks on the History of the Bolshevik Party,” 98.
[50] E. H. Carr, The Interregnum (Λονδίνο: Macmillan, 1954), 323.
[51] Fifth Congress of the Communist International, 266.
[52] Carr, Interregnum, 333.
[53] Robert Wohl, French Communism in the Making: 1914–1924 (Στάνφορντ: Stanford University Press, 1966), 393.
[54] Carr, Socialism in One Country, τόμος 3, 141.
[55] Η σχέση του Τρότσκι με τον γαλλικό κομμουνισμό ξεκινούσε από τους σοσιαλιστές και τους επαναστάτες συνδικαλιστές αντιπάλους του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τις δύο τάσεις των οποίων η ενότητα σχημάτισε το PCF. Ο Τρότσκι ήταν εξόριστος στο Παρίσι το 1914-16, εξέδιδε την καθημερινή εφημερίδα Νάσε Σλόβο, η οποία συνένωνε την επαναστατική αντιπολίτευση στον πόλεμο. Ο Τρότσκι δραστηριοποιήθηκε στην αντιμιλιταριστική ομάδα των επαναστατών συνδικαλιστών, όπου «επηρέασε την πολιτική τους και τους έφερε στο κίνημα του Τσίμερβαλντ. Έτσι λειτούργησε ως νονός του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος». Για λεπτομέρειες βλέπε, Isaac Deutscher, The Prophet Armed: Trotsky 1879-1921 (Λονδίνο: Oxford University Press, 1954), 227.
[56] Carr, Socialism in One Country, vol. 3, 151. Για περισσότερα σχετικά με το PCF του 1924-26, βλ. Wohl, French Communism in the Making, 351–432, Carr, The Bolshevik Revolution, τόμος 3, 140-60, 360–79 και Alfred Rosmer, Boris Souvarine, Emile Fabrol, and Antoine Clavez, Trotsky and the Origins of Trotskyism (Λονδίνο: Francis Boutle, 2001), 13–14.
[57] Carr, Socialism in One Country, τόμος 3, 94.
[58] Wohl, 386, 416.
[59] Carr, Socialism in One Country, τόμος 3, 156.
[60] Wohl, 404.
[61] Ό.π., 404.
[62] Ό.π., 405.
[63] Ό.π., 417.
[64] Carr, Socialism in One Country, τόμος 3, 363.
[65] Wohl, 426.
[66] Pierre Broué, The German Revolution, 1917–1923 (Σικάγο: Haymarket, 2006).
[67] Για τα χρόνια της μπολσεβικοποίησης στη Γερμανία, βλ. Carr, Socialism in One Country, τόμος 3, 96–118, 321–51.
[68] Degras, 207.
[69] Pierre Broué, “The German Left and the Russian Opposition (1926–28).” Revolutionary History, 1.1 (1989), διαθέσιμο στο https://www.marxists.org/archive/broue/1985/06/gerleft.html.
[70] Degras, 191.
[71] Hermann Weber “The Stalinization of the KPD: Old and New Views (Hermann Weber),” στο Norman Laporte, Kevin Morgan, and Matthew Worley, Bolshevism, Stalinism and the Comintern: Perspectives on Stalinization, 1917–23 (Μπεϊσινγκστόουκ: Palgrave Macmillan, 2008), 22.
[72] Ό.π., 37.
[73] James P. Cannon, James P. Cannon and the Early Years of American Communism: Selected Writings and Speeches, 1920–1928 (Νέα Υόρκη: Prometheus Research Library, 1992), 232.
[74] Ό.π., 237.
[75] Theodore Draper, American Communism and Soviet Russia (Νέα Υόρκη: Viking, 1960), 153–154.
[76] Ό.π., 106.
[77] Bryan Palmer, James P. Cannon and the Origins of the American Revolutionary Left: 1890–1928 (Σικάγο: University of Illinois Press, 2007), 232.
[78] Draper, American Communism and Soviet Russia, 368.
[79] Cannon, 353
[80] Draper, 153
[81] Isaac Deutscher, The Prophet Outcast: Trotsky, 1929–1940 (Λονδίνο: Oxford University Press, 1963), 416.
[82] Karl Marx and Frederick Engels, Manifesto of the Communist Party, κεφάλαιο 1, διαθέσιμο στο https://www.marxists.org/archive/marx/works/1848/communist-manifesto/ch01.htm.