Κυριακή, 04 Σεπτεμβρίου 2016 13:52

Το αριστερό πρόσωπο του καθεστώτος του Πούτιν

Μεταφράζουμε την πολιτική απόφαση του Έκτου Συνεδρίου του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Κινήματος [Rossiyskoye Sotsialisticheskoye Dvizheniye], το οποίο πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα στις 8 και 9 Μαΐου.

Το Ρωσικό Σοσιαλιστικό Κίνημα ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 2011 από δύο οργανώσεις, το Σοσιαλιστικό Κίνημα Vperiod («Εμπρός»), ρωσικό τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς, και τη Σοσιαλιστική Αντίσταση. Είναι μέρος του Αριστερού Μετώπου, μιας συμμαχίας που σχηματίστηκε κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων εναντίον της παραποίησης των εκλογικών αποτελεσμάτων το 2011 και το 2012.

Η απόφαση του ΡΣΚ δημοσιεύτηκε στις 12 Μαΐου στην ιστοσελίδα της οργάνωσης (РСД) με την ακόλουθη δήλωση:

Η ανάλυσή μας για τις παρούσες τάσεις στο εξελισσόμενο πολιτικό σύστημα του πουτινισμού (της «πατριωτικής συναίνεσης»), την κοινωνικο-οικονομική του πορεία, την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση του, τους φόβους του για την κοινωνική εξέγερση, καθώς και την κατάσταση των δυνάμεων που αντιτίθενται στο καθεστώς.

Ρωσικό Σοσιαλιστικό Κίνημα

Το αριστερό πρόσωπο του καθεστώτος του Πούτιν

Για περίπου ένα τέταρτο του αιώνα, η Ρωσία βρίκσεται σε ένα ιστορικό αδιέξοδο. Η αδυναμία μιας αρμονικής ανάπτυξης των προηγούμενων κοινωνικο-οικονομικών μορφών της κοινωνίας οδήγησε στην υπονόμευση της συνταγματικής τάξης το 1993. Οι προοπτικές που επιβλήθηκαν ως αποτέλεσμα τις επόμενες δεκαετίες συνίσταντο στην κοινωνική οπισθοδρόμηση και την καταστροφή των θεσμών που οργάνωσαν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, προκειμένου να διατηρήσει τη νέα αρχιτεκτονική της κοινωνίας και ταυτόχρονα να εμποδίσει την κοινωνική αναταραχή στη Ρωσία, το καθεστώς του Πούτιν επιβλήθηκε το ίδιο ως ένας συμβιβασμός μεταξύ της εμβάθυνσης των μετασχηματισμών υπό τη βασιλεία της αγοράς και της ενίσχυσης του ρόλου του κράτους.

1. Η νίκη του Βλαντιμίρ Πούτιν στις προεδρικές εκλογές τον Μάρτη του 2012 σηματοδότησε μια συντηρητική στροφή του καθεστώτος, επαναπροσδιορίζοντας το περιεχόμενο της συναίνεσης γύρω από την εικόνα του προέδρου. Η επιθετική αντίδραση εναντίον του Μαϊντάν στο Κίεβο, η προσάρτηση της Κριμαίας και οι «υβριδικές» παρεμβάσεις στην ανατολική Ουκρανία είχαν ως στόχο να μετασχηματίσουν τις σχέσεις μεταξύ του καθεστώτος και της κοινωνίας. Με αυτή την έννοια τα γεγονότα του 2014 έχουν επιβεβαιώσει το παλιό σύνθημα του Κλαούζεβιτς: «Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής [με άλλα μέσα].» Από τότε, η υποστήριξη για το υπάρχον καθεστώς δεν παρουσιάζεται πλέον ως μια ορθολογική επιλογή, αλλά ως καθήκον του πολίτη, παρόμοια με την πατριωτική αφοσίωση ενός ατόμου στη χώρα. Αυτό το νέο ιδεολογικό περιεχόμενο διατυπώθηκε επιγραμματικά από Βιασεσλάβ Βολόντιν: «Με τον Πούτιν η Ρωσία υπάρχει, χωρίς τον Πούτιν δεν υπάρχει η Ρωσία»1. Μια τέτοια προσωποποίηση ουσιαστικά σημαίνει ότι η μορφή του Πούτιν ως συμβολικού «πατέρα» υψώνεται καθημερινά πάνω από την πολιτική. Μπορεί να είναι κάποιος φιλελεύθερος ή εθνικιστής, υπέρ του κρατικού ελέγχου της οικονομίας ή υποστηρικτής της ελεύθερης αγοράς, να απαιτεί την παραίτηση της κυβέρνησης, ορισμένων υπουργών ή διοικητών, αλλά ο σύνδυασμός «Πούτιν-Κριμαίας-Ρωσίας» παραμένει πέρα από κάθε αμφισβήτηση ή συζήτηση. Όσοι δεν συμφωνούν με αυτόν από άποψη αρχής τίθενται απλώς εκτός των ορίων του ρωσικού πολιτικού φάσματος και καθίστανται «προδότες του έθνους».

Μ’ αυτή τη λογική, η ευθύνη για την απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου και των αρνητικών συνεπειών των νεοφιλελεύθερων μέτρων «εναντίον της κρίσης», μπορεί να βαραίνει τον οποιονδήποτε - εκτός από τον Πρόεδρο. Ακόμη και τώρα, ενώ η επίδραση της προπαγάνδας για την «επιστροφή της Κριμαίας» έχει εμφανώς αρχίσει να φθίνει, η προσωπική εκτίμηση για τον Πούτιν παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Η υποστήριξη προς το υπάρχον καθεστώς δεν είναι ένα θέμα προς συζήτηση και γίνεται ένα πολιτικό καθήκον. Και το ζήτημα του καθεστώτος της Κριμαίας αντικαθιστά πλήρως το ζήτημα, σε ποιον ανήκει πραγματικά η ίδια η χώρα μας.

2. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο των ιδεολογικών αλλαγών στη δομή του καθεστώτος ξεδιπλώνεται η προετοιμασία των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εποχής του Πούτιν, οι βουλευτικές και οι προεδρικές εκλογές ήταν μέρος του ίδιου πολιτικού κύκλου, που παίζεται σύμφωνα με ένα ενιαίο σενάριο: η θριαμβευτική επιτυχία του κόμματος «Ενωμένη Ρωσία» έπρεπε να προοιωνίσει και να εξασφαλίσει την ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Τον Δεκέμβριο του 2011, ο μηχανισμός αυτός απέτυχε: η μεγάλης κλίμακας νοθεία υπέρ της «Ενωμένης Ρωσίας» πυροδότησε μαζικές διαδηλώσεις, στις οποίες αυτοί που συμμετείχαν εξέφρασαν την δυσαρέσκειά τους για το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του.

Σήμερα, η νέα πολιτική λογική της «τρίτης θητείας» του Πούτιν έχει ως στόχο να σπάσει αυτόν τον κύκλο. Στο πλαίσιο της απότομης πτώσης της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, το Κρεμλίνο πήρε το καλοκαίρι του 2015 την απόφαση να μεταθέσει τις βουλευτικές εκλογές από τον Δεκέμβριο του 2016 στον Σεπτεμβρίου του 2016 και να αναβάλει τις προεδρικές εκλογές μέχρι το Μάρτιο του 2018 - παρατείνοντας έτσι τη θητεία του προέδρου έως τα έξι χρόνια. Η σημασία ενός τέτοιου ελιγμού είναι προφανής: από τώρα και στο εξής οι προεδρικές και οι βουλευτικές εκλογές δεν πρέπει πλέον να είναι οι δύο όψεις του ίδιου σεναρίου, αλλά δύο εντελώς διαφορετικές πολιτικές επιχειρήσεις. Στο πρώτο στάδιο, ο περιορισμένος αριθμός των κομμάτων που συνθέτουν τη Συμφωνία της «πατριωτικής συναίνεσης» θα επικρίνουν την κυβέρνηση και τους αντιπάλους τους, ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους για να κερδίσουν τη συμπάθεια του δυσαρεστημένου τμήματος του πληθυσμού. Σε ένα δεύτερο στάδιο, η υποστήριξη προς τον Πούτιν ως υποψήφιο για την προεδρία θα πρέπει να απορρέει από ένα οργανικό πατριωτικό ένστικτο.

Ήδη σήμερα, τα κόμματα της «επίσημης αντιπολίτευσης» - το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας (KPRF) και η «Δίκαιη Ρωσία» - εστιάζουν την εκστρατεία τους στην σκληρή κριτική της κυβέρνησης, και απαιτούν ακόμη και την παραίτηση της. Αυτά τα δύο κόμματα, που ελέγχονται από τη διοίκηση του Κρεμλίνου, χρησιμεύουν ως βαρόμετρο των επιτρεπτών ορίων της κριτικής. Ο Γκενάντι Ζιουγκάνοφ και ο Σεργκέι Μιρόνοφ έχουν υποστηρίξει όλες τις σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες του Κρεμλίνου, από τους νέους κατασταλτικούς νόμους2 εναντίον των «ξένων πρακτόρων», μέχρι τη στρατιωτική υποστήριξη στο καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ στη Συρία. Την ίδια στιγμή, τοποθετώντας τον εαυτό τους στην αριστερή πτέρυγα του πολιτικού φάσματος, ξεδιπλώνουν ένα ευρύ φάσμα απόψεων στο πλαίσιο της συναίνεσης στον Πούτιν, η οποία επιτρέπει την κριτική κάποιων αντιλαϊκών αποφάσεων. Σε συνθήκες αύξησης της κοινωνικής δυσαρέσκειας (ακόμη παθητικής ως επί το πλείστον) η «Ενωμένη Ρωσία», η οποία όχι μόνο ηγείται της κυβέρνησης, αλλά έχει την πλειοψηφία των περιφερειακών κυβερνητών, μπορεί να γίνει ο τελετουργικός «αποδιοπομπαίος τράγος».

Ωστόσο, αυτό το προβλέψιμο σενάριο, που αναπτύχθηκε στο Κρεμλίνο, θα μπορούσε να αντικατασταθεί από ένα άλλο, που συνδέεται με την ενίσχυση των στρατιωτικών και αστυνομικών δομών και τον όλο και πιο ενεργό διυπηρεσιακό ανταγωνισμό τους. Η διαδικασία αυτή, η οποία ξεκίνησε με τη δημιουργία της Εθνικής Φρουράς, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία: κάθε δομή εξουσίας ασχολείται με την αυτοπροβολή, όχι μόνο για να υπενθυμίσει στους ανθρώπους της την ύπαρξή της, αλλά και για να αποδείξει στα αντίπαλα υπουργεία την μαχητική της ικανότητα, μοναδική και αξεπέραστη, εναντίον πιθανής απειλής.

Για παράδειγμα, ο Αλεξάντερ Μπαστρίκιν, σε ένα πρόσφατο προγραμματικό άρθρο, προτείνει την ακύρωση των εκλογών, επειδή μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνες. Ζήτησε ωμά να σταματήσει «το παιχνίδι της φάρσας της δημοκρατίας»3 και να δοθεί στους εχθρούς μια «σοβαρή, επαρκής και συμμετρική απάντηση (...) στην προοπτική των επερχόμενων εκλογών.» Με τον διορισμό της Τατιάνα Μοσκάλκοβα, ακόμη και ένας διαμεσολαβητικός μηχανισμός για τα δικαιώματα του ανθρώπου, μέχρι τώρα ουδέτερος, φαίνεται να μετατρέπεται σε ένα νέο προπύργιο του αγώνα εναντίον των συνωμοσιών4.

Προφανώς, αυτή η κίνηση σχετίζεται με το γεγονός ότι η εμβάθυνση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης δεν έχει κάνει προς το παρόν ορατές τις πολιτικές της συνέπειες: δεν υπάρχουν αυθόρμητες μαζικές εξεγέρσεις, ούτε κλαδικές απεργίες (ενώ ο συνολικός αριθμός των μεμονωμένων εργατικών διενέξεων αυξάνεται5).

Η μείωση του ρόλου των αιρετών οργάνων των διοικητικών φορέων της Ομοσπονδίας, προς όφελος των διορισμένων υπαλλήλων που εκπροσωπούν τα συμφέροντα της εκτελεστικής εξουσίας, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της υποβάθμισης του συνόλου του πολιτικού συστήματος. Η μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης από το 2014, η οποία κατάργησε την άμεση εκλογή των δημάρχων σε ορισμένες μεγαλουπόλεις και στέρησε από τις δημοτικές συνελεύσεις την εξουσία τους να καθορίζουν πώς εκλέγονται οι επικεφαλής των πόλεων και των επαρχιών, είναι μέρος της λογικής που έχει ως στόχο να αφαιρέσει τις εξουσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης πάνω στον πληθυσμό και να εγκαταστήσει τοπικές πολιτικές ελίτ σε αρμονία με τον επιχειρηματικό κόσμο. Στο πλαίσιο της κατανομής των προϋπολογισμών από το ομοσπονδιακό κέντρο και της συγκέντρωσης της εξουσίας στα χέρια των μη εναλλάξιμων τοπικών ηγετών («πρίγκιπων»), οι οποίοι δεν είναι σε καμία περίπτωση υπόλογοι στο κοινό, το μοντέλο της κατασταλτικής κυβέρνησης Πούτιν εξαπλώνεται όλο και επρισσότερο.

1 2a31745518

3. Οι κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης επηρεάζουν πλέον την πλειονότητα του πληθυσμού. Η προπαγάνδα που δικαιολογεί αυτή την κατάσταση με τις μηχανορραφίες της Δύσης γίνεται όλο και λιγότερο πειστική. Η εισαγωγή των διεθνών κυρώσεων και η πτώση των τιμών του πετρελαίου, που ξεκίνησε το 2014, έχουν κάνει πιο έντονη τη μείωση της παραγωγής η οποία ξεκίνησε από το 2012. Επιπλέον, στα τέλη του 2014, όταν η κατάρρευση του ρουβλιού στην αγορά συναλλαγματικών ισοτιμιών βρισκόταν στο χειρότερο σημείο, ο πρωθυπουργός Μεντβέντεφ παραδέχθηκε ότι η Ρωσία «δεν βγήκε από την κρίση του 2008»6. Η παγκόσμια κρίση δεν αντανακλάται μόνο στην αδυναμία της ρωσικής οικονομίας, αλλά έχει προκαλέσει την αργή κατάρρευση όλου του συστήματος του μετα-σοβιετικού καπιταλισμού, οδηγώντας σε περαιτέρω ενίσχυση της στρατιωτικής δραστηριότητας και στην ενδυνάμωση του καθεστώτος στη χώρα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών, μια απότομη πτώση των εσόδων από το πετρέλαιο, σε συνδυασμό με την ανάσχεση της ικανότητας των ρωσικών τραπεζών να αναχρηματοδοτήσουν τον εαυτό τους στη Δύση, έχει μειώσει τα περιθώρια ελιγμών της κυβέρνησης. Η προηγούμενη στρατηγική -να φράζονται οι τρύπες της οικονομίας με τη βοήθεια του τεράστιου ταμείου αποθεματικού της κυβέρνηση- έχει τώρα σχεδόν εξαντληθεί. Παράλληλα, η έκταση της σημερινής κρίσης καθιστά πιο πραγματική την προοπτική μιας καταστροφής.

Έτσι, στο τέλος του 2015, η επιβράδυνση της ρωσικής οικονομίας σημαδεύτηκε από μια πτώση 3,7% του ΑΕΠ· ο πληθωρισμός ανήλθε στο 15,5% (με ανώτατο όριο το 16,9% τον Μάρτη του 2015). Κατά τη διάρκεια αυτής της σύντομης περιόδου, το ποσοστό της φτώχειας είναι εντυπωσιακό: ο αριθμός των ατόμων με εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας αυξήθηκε από 16.100.000 σε 19.200.000 (13,4% του πληθυσμού). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο τέλος του περασμένου έτους, το όριο της φτώχειας ορίστηκε επίσημα από την κυβέρνηση στα 9.452 ρούβλια (περίπου 123 ευρώ) το μήνα7. Και πόσοι άνθρωποι έχουν εισοδήματα μόνο ελαφρώς υψηλότερα από αυτό το ασήμαντο ποσό, που μόλις να υπερβαίνουν το επίσημο όριο της φτώχειας; Επιπλέον, σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, το 73% των Ρώσων δεν έχουν αποταμιεύσεις «για μια βροχερή μέρα» [για ώρα ανάγκης] και ξοδεύουν όλο τον μισθό τους για τις βασικές καθημερινές ανάγκες8.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα στοιχεία για την ανεργία με μια πρώτη ματιά δεν είναι τόσο άσχημα: οι επίσημες στατιστικές9 δείχνουν ένα ποσοστό 5,8% (4,4 εκατομμύρια άνθρωποι). Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει επίσης όσους αναζητούν ενεργά εργασία χωρίς να έχουν εγγραφεί στα γραφεία εύρεσης εργασίας. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών του 2016, ο αριθμός των ατόμων που δηλώθηκαν άνεργοι αυξήθηκε κατά 70.000, φτάνοντας στο 6% του ενεργού πληθυσμού, σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία Rosstat. Η διατήρηση σε σχετικά χαμηλά ποσοστά της αύξησης της ανεργίας σε μια κατάσταση πολύ γρήγορης πτώσης του βιοτικού επιπέδου εξηγείται από τα μέτρα της κυβέρνησης για τη διατήρηση της επίσημης απασχόλησης (με χαμηλότερους μισθούς και μείωση των ωρών εργασίας). Για παράδειγμα, η πρακτική της μη αμειβόμενης μακροχρόνιας άδειας είναι διαδεδομένη σε μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις. Η «διατήρηση της κοινωνικής σταθερότητας» είναι ένας σημαντικός λόγος, όχι για τις μεγάλες πόλεις, όπου σε περίπτωση απολύσεων, είναι δυνατό να βρεθεί μια άλλη κακοπληρωμένη δουλειά, αλλά για τις λεγόμενες «μονο-βιομηχανικές πόλεις» που χτίστηκαν κατά τη σοβιετική εποχή γύρω από βιομηχανίες που έπαιζαν κεντρικό ρόλο στην οικονομία. Αν υπήρχε μια δραστική μείωση των θέσεων εργασίας στις επιχειρήσεις αυτές, ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της πόλης θα βρισκόταν αυτόματα στην κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων, και οι πόλεις θα γινόταν ένα μέρος πιθανών κοινωνικών εκρήξεων.

Αυτή η εσωτερική αντίφαση (μεταξύ, από τη μια η επιθυμίας να διατηρηθεί η απασχόληση στα ίδια επίπεδα για να αποφευχθεί μια απότομη πτώση στο εισόδημα του πληθυσμού και από την άλλη η καταπολέμηση των επιπτώσεων της κρίσης με συνταγές λιτότητας) έχει αποτελέσει τη βάση για τη δημοσιονομική πολιτική της Ρωσίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών. Κατά τη διαδικασία της έγκρισης του προϋπολογισμού του 2016, ο πρωθυπουργός Μεντβέντεφ δήλωσε: «Δεν μπορούμε να επιτύχουμε τον στόχο μας χωρίς εξορθολογισμό των δαπανών, κι αυτό θα πρέπει να γίνει όχι μόνο με την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης για τις επιχειρήσεις, όπως έχουμε κάνει πολύ συχνά, αλλά και με τη μείωση της ανταποδοτικών δαπανών10 Σ’ αυτές τις δαπάνες ο Μεντβέντεφ εντάσσει για παράδειγμα, την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συντάξεων. Έτσι, έχει προταθεί η πλήρης κατάργηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής για τους συνταξιούχους που εργάζονται (14,9 εκατομμύρια άτομα) και ο περιορισμός του συνολικού δείκτη στο 4% (ενώ ο πληθωρισμός επίσημα αναμένεται να φτάσει τουλάχιστον στο 10%). Η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 παραμένει ένας από τους πιο σημαντικούς τρόπους που αναφέρονται για την καταπολέμηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού. Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή αυτού του μέτρου έχει αναβληθεί για προφανείς λόγους μετά τις βουλευτικές εκλογές, και ενδεχομένως και τις προεδρικές εκλογές (ο συνολικός αριθμός των συνταξιούχων στη Ρωσία ανέρχεται σήμερα στους 41.400.000, σχεδόν το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού).

Ο μηχανισμός τιμαριθμικής αναπροσαρμογής για τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα έχει ενσωματωθεί ανεπαρκώς στο εργατικό δίκαιο στη Ρωσία και στην πραγματικότητα έχει το χαρακτήρα μιας «συμβουλής» (θα πρέπει να καθορίζεται με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που υπάρχουν μόνο στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις). Για όλους τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα η τιμαριθμική αναπροσαρμογή δεν εφαρμόστηκε κατά τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι σημαντικό ότι η αύξηση των μισθών στον τομέα αυτό (η οποία δεν μπορεί καν να αντισταθμίσει την απώλεια που προκαλείται από τον πληθωρισμό) είναι προγραμματισμένη από την κυβέρνηση για το φθινόπωρο του 2016, και προφανώς θα χρησιμοποιηθεί για προπαγανδιστικούς σκοπούς στις παραμονές των βουλευτικών εκλογών.

Αν και ο προϋπολογισμός για το 2016 καταρτίστηκε σύμφωνα με το πνεύμα της «λιτότητας», με σημαντικές περικοπές των δαπανών για την παιδεία και την υγεία, αρκετούς μήνες μετά την έγκρισή του μειώθηκε ακόμα περισσότερο κατά 10%. Η ίδια η διάρθρωση των κρατικών εσόδων – για τα οποία τα κέρδη από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι απαραίτητα (μέχρι 70%) - σημαίνει ότι θα υπάρχουν συνεχείς περικοπές στο μέλλον.

4. Προφανώς η ελίτ του Πούτιν δεν έχει κανένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για τη διάσωση της εθνικής οικονομίας. Τα «μέτρα κατά της κρίσης» που λαμβάνονται αποσκοπούν μάλλον στη διατήρηση του κοινωνικού κατεστημένο έως ότου αρχίσουν για παράδειγμα να αυξάνονται οι τιμές του πετρελαίου με φυσικό τρόπο. Ο απεριόριστος κυνισμός της ρωσικής ελίτ συνοδεύεται με θεαματικό τρόπο από μια σχεδόν μυστικιστική πίστη στο «αόρατο χέρι της αγοράς», το οποίο λίγο πολύ θα τη σώσει, όπως στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η ραγδαία αύξηση των τιμών του πετρελαίου φάνηκε σαν να ήταν ένα πραγματικό δώρο της μοίρας. Ως εκ τούτου ο Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν αρκετά ειλικρινής όταν τον Δεκέμβριο του 2014 αμέσως μετά την «Μαύρη Τρίτη» (όταν το ρούβλι βυθίστηκε κατά 15 μονάδες), δήλωσε ότι «η ανάπτυξη είναι αναπόφευκτη, κυρίως επειδή το εξωτερικό οικονομικό περιβάλλον θα αλλάξει»11.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα διακριτικό γνώρισμα του πουτινισμού υπήρξε πάντα η λογική του «μεγκαπρότζεκτ» [των μεγάλων σχεδίων]: προγράμματα προτεραιότητας με προσωπική ευθύνη και με περιορισμένα χρονικά όρια, στα οποία συγκεντρώνονταν οι πόροι και οι προσπάθειες του γραφειοκρατικού μηχανισμού (για παράδειγμα, οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του Σότσι, η ενσωμάτωση της προσαρτημένης Κριμαίας, η κατασκευή του κοσμοδρόμιου Βοστότσνι [Ανατολή], κλπ). Τεράστια κατασκευαστικά έργα, που αναγγέλλονταν τακτικά από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και απαιτούσαν τεράστιες επενδύσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό, προβλήθηκαν ως ένας κοινωνικά προσανατολισμένος τρόπος για να δαπανηθούν τα απροσδόκητα κέρδη του πετρελαίου: κάθε τέτοιο έργο περιλαμβάνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας και επενδύσεις σε υποδομές, κάτι το οποίο σημαίνει ότι είναι ένα θετικό οικονομικό αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα, οφέλη από αυτά τα έργα μεγάλης κλίμακας αποκόμισαν οι μεγάλες εταιρείες, οι οποίες λαμβάνουν κρατικές παραγγελίες και τραπεζικές εγγυήσεις. Όσο για τις «θέσεις εργασίας» που δημιουργήθηκαν, αποδείχθηκαν γρήγορα μια παγίδα για τους εργαζόμενους, οι οποίοι, υπό την πίεση των εργοδοτών τους και του γραφειοκρατικού μηχανισμού του κράτους, δεν μπορούν να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους (κάτι που αποδείχτηκε με ιδιαίτερα κραυγαλέο τρόπο με τους εργαζόμενοι που έπεσαν θύματα απάτης κατά τη διάρκεια της κατασκευής των εγκαταστάσεων για τους Αγώνες στο Σότσι και στο κοσμοδρόμιο Βοστότσνι).

Με λίγα λόγια, η έννοια του μεγκαπρότζεκτ, που παρουσιάστηκε από το ρωσικό κράτος ως μέσο ανακατανομής των εσόδων από το πετρέλαιο προς όφελος του λαού, αποδεικνύεται ότι είναι στην πραγματικότητα ένας μηχανισμός για τον γρήγορο πλουτισμό μιας μικροσκοπικής ελίτ εις βάρος του πληθυσμού. Ωστόσο, οι προπαγανδιστές καταφέρουν ακόμη να εστιάζουν την προσοχή στην «επιτυχία» των έργων αυτών (χάρη στην εξουσία του κύριου χορηγού τους, του Πρόεδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας) και να αγνοούν την καταστροφική τους αθλιότητα. Έτσι, οι ενέργειες της κυβέρνησης «εναντίον της κρίσης» καθορίζεται κυρίως από την επιθυμία να διασφαλιστεί με κάθε κόστος η επανεκλογή του Βλαντιμίρ Πούτιν το 2018. Αλλά τι θα γίνει μετά; Προς το παρόν, λίγοι άνθρωποι ενδιαφέρονται.

Την ίδια στιγμή, μια άλλη λογική, νεοφιλελεύθερη, φαίνεται καθαρά πίσω από όλα αυτά: χρησιμοποιήστε την οικονομική ύφεση και την εξαθλίωση του πληθυσμού για την προώθηση των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» που μειώνουν δραστικά τα κοινωνικά στάνταρ και το κόστος εργασίας. Έτσι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων της κρατικής τράπεζας Βνιεσιεκονομπάνκ12, η πλήρης έλλειψη τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και η συνεχιζόμενη μείωση της δυναμικής των εισοδημάτων του πληθυσμού θα έχει ως αποτέλεσμα, ότι το 2017-2018, το μερίδιο των μικτών κερδών θα υπερβαίνει το συνολικό μερίδιο των μισθών και η χώρα θα γίνει και πάλι ελκυστική για τους επενδυτές.

Αυτό σχετίζεται με τις συζητήσεις για την πιθανή ιδιωτικοποίηση των μεγάλων κρατικών περιουσιακών στοιχείων, όπως οι σιδηρόδρομοι ή η Σμπέρμπανκ, η μεγαλύτερη τράπεζα της Ρωσίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, με τη συνέχιση των κυρώσεων, η συνδυασμένη αποστολή του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που συνήλθε στη Μόσχα το Μάρτιο του τρέχοντος έτους, επαίνεσε την πορεία της ρωσικής κυβέρνησης «κατά της κρίσης»13. Ο πρόσφατος διορισμός του Αλεξέι Κούντριν στο Οικονομικό Συμβούλιο του Προέδρου συνδέεται μ’ αυτή την τάση14.

2 5csdrcy2dfsy5frt

5. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η έρευνα για νέες πηγές κρατικών εσόδων στο πλαίσιο της εμβάθυνσης της κρίσης και της πτώσης των τιμών των υδρογονανθράκων θα οδηγήσει σε περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της οικονομίας και ως εκ τούτου, σε μια επιθετική εξωτερική πολιτική. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, οι επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στην παραγωγή όπλων ήταν μια από τις βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης, ενώ το 2016 ο στρατιωτικός προϋπολογισμός έχει φτάσει στο 4% του ΑΕΠ15 (0,8% περισσότερο από ό,τι το προηγούμενο έτος). Εκτός από τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής, η παρέμβαση στη Συρία εκπληρώνει σαφώς το έργο της προβολής των τελευταίων στρατιωτικών καινοτομιών. Έτσι, ένα από τα αποτελέσματά της ήταν η απόφαση για την προμήθεια ρωσικών βομβαρδιστικών και στρατιωτικών ελικοπτέρων συνολικής αξίας έως 7.000.000.000 δολαρίων από την Ινδία, την Αλγερία και άλλες χώρες.16

Τόσο η «υβριδική» επιθετικότητα στην Ουκρανία όσο και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία δεν σχετίζονται αποκλειστικά με τα γεωπολιτικά παιχνίδια και τον αγώνα για την διεκδίκηση μιας θέση της Ρωσίας εναντίον της Δύσης. Συνδέονται άμεσα με την επιδείνωση της κρίση ολόκληρου του πολιτικού και οικονομικού συστήματος του ρωσικού καπιταλισμού. Οι μιλιταριστικές επιλογές που γίνονται καθιστούν δυνατή την ενίσχυση της νομιμότητας της κυβέρνησης στο εσωτερικό της χώρας – μεταξύ του πληθυσμού, καθώς και μεταξύ των ελίτ.

6. Ένα από τα κύρια συστατικά της «πατριωτικής συναίνεσης», μέχρι πρόσφατα, ήταν η ποινικοποίηση της πολιτικής ή κοινωνικής δυσαρέσκειας. Η μαζική αντι-ουκρανική προπαγάνδα που κυριαρχούσε στα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης από τις αρχές του 2014, έχει επανειλημμένα τονίσει τη σχέση μεταξύ των μεγάλης κλίμακας διαμαρτυριών και του αναπόφευκτου χάους και της εξαθλίωσης. Χρησιμοποιήθηκε από την αρχή το κλασικό συντηρητικό επιχείρημα της «ματαιότητας»17, σύμφωνα με το οποίο οι μάζες που επιθυμούν να αλλάξουν κάτι προς το καλύτερο, τελικά οδηγούνται μνόνο σε επιδείνωση της κοινωνικής τους κατάστασης. Η άλλη πλευρά του ίδιου επιχειρήματος καταγγέλλει τον εξωτερικό χαρακτήρα όλων των κοινωνικών συγκρούσεων: πίσω απ’ όλ’ αυτά κρύβεται η φιλοδοξία των ξένων δυνάμεων να αποσταθεροποιήσουν την κατάσταση και να οδηγήσουν, τελικά, σε μια αλλαγή του καθεστώτος που θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την εθνική ανεξαρτησία της χώρας. Κάθε απεργία ή τοπικό κοινωνικό κίνημα χαρακτηρίζεται αμέσως, προσπάθεια να «οργανωθεί ένα νέο Μαϊντάν». Επιπλέον, η νέα «μετα-κριμαϊκή» ρητορική του Κρεμλίνου έχει εδραιώσει τη θέση των τοπικών αφεντικών των κρατικών επιχειρήσεων, που για να διατηρήσουν την εξουσία, το μόνο που χρειάζεται είναι να καταγγείλουν τον οποιονδήποτε πολιτικό ανταγωνιστή ως πράκτορα των ανατρεπτικών επαναστατικών δυνάμεων. Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι μόνο προς το τέλος του 2015 άρχισε να εξασθενεί αυτός ο τύπος προπαγάνδας.

Οι διαμαρτυρίες, που σχετίζονται με διαφορετικές πτυχές της κρίσης και την πορεία της κυβέρνησης «κατά της κρίσης», γίνονται όλο και πιο πολλές, αν και απέχουν ακόμα πολύ, όχι μόνο από τη διαμόρφωση του δικού τους εναλλακτικού προγράμματος, αλλά και από τον συντονισμό των δράσεων σε εθνικό επίπεδο.

Η πιο σημαντική ήταν η διαμαρτυρία των οδηγών φορτηγών που ξεκίνησε το Νοέμβριο του 201518. Από την αρχή, η κυβέρνηση πήρε σαφή θέση: καμία παραχώρηση δεν θα γίνει στο ζήτημα και με κανένα τρόπο δεν θα πρέπει να αναθεωρηθεί το ύψος της φορολογίας. Η ισχυρή πίεση της αστυνομίας, αλλά και η απουσία μιας ισχυρής οργάνωσης των οδηγών φορτηγών ικανής να συντονίσει τις διαδηλώσεις τους σε μια δύσκολη κατάσταση, οδήγησε στη σταδιακή εξαφάνιση του κινήματός τους.

Από το 2015, ο αριθμός των διαδηλώσεων των εργαζομένων έχει αυξηθεί - αυθόρμητες ενέργειες ή οργανωμένες από ανεξάρτητα συνδικάτα ενάντια στην κατάργηση των θέσεων εργασίας, στις περικοπές των μισθών ή στις καθυστερήσεις στην πληρωμή. Έτσι, πέρυσι ο αριθμός των διαδηλώσεων αυξήθηκε κατά 40% σε σύγκριση με το 201419. Ανάμεσα σε αυτούς που παίρνουν μέρος σε απεργίες (μονοήμερες απεργίες ή επιβράδυνση), υπάρχουν εργαζόμενοι σε μεγάλες επιχειρήσεις του παραγωγικού τομέα, εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα (νοσοκομεία, δημοτικοί υπάλληλοι), εκείνοι που εργάζονται στον τομέα των υπηρεσιών, ακόμη και στην αμυντική βιομηχανία.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης που ανήκουν στην «πατριωτική συναίνεση», το Κομμουνιστικό Κόμμα (KPRF) και η «Δίκαιη Ρωσία», παίζουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στον αποπροσανατολισμό αυτών που συμμετέχουν σε αυτές τις μέχρι τώρα διάσπαρτες δράσεις. Δεν υπάρχει καμία ισχυρή οργάνωση αποφασισμένη να συμμετάσχει στον αγώνα αυτών που παλεύουν. Κατά συνέπεια, αναζητούν πολιτικούς διαμεσολαβητές, εκείνους που διαθέτουν πόρους και ως εκ τούτου εμφανώς ενσωματωμένους στο σύστημα, που είναι σε θέση να εκφράσουν δημοσίως τα αιτήματά τους. Μπορούμε ήδη να δούμε ότι αυτή η λειτουργία των Ρώσων «κομμουνιστών» ως «βαλβίδας ασφαλείας», η οποία ήταν συνήθης από τη δεκαετία του 1990, γίνεται όλο και πιο περιζήτητη από το Κρεμλίνο και ενσωματώνεται οργανικά στη λογική της προεκλογικής εκστρατείας για την φαρσοκωμωδία του κοινοβουλίου.

Από την πλευρά της, η φιλελεύθερη αντιπολίτευση, η οποία ουσιαστικά βρίσκεται εκτός του θεσμικού πολιτικού συστήματος και η οποία τονίζει την ανάγκη για ριζικό εκδημοκρατισμό του, παραμένει απομονωμένη από την αυξανόμενη κοινωνική οργή. Αυτό απορρέει κυρίως από τις πολιτικές της παραδόσεις και την κοινωνική της φύση. Μετά τους «φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές» της εποχής του Γέλτσιν, ηγέτες όπως ο Μιχαήλ Κασιάνοφ και ο Αλεξέι Ναβάλνι θεωρούν ότι το κλειδί της αλλαγής βρίσκεται στην αυξανόμενη δυσαρέσκεια σε μια σειρά τμημάτων του μεσαίου και του μεγάλου κεφαλαίου. Επιπλέον, ο Κασιάνοφ, όπως και ο πολιτικός μετανάστης Χοντορκόφσκι20, αναγνωρίζουν τη δυνατότητα της συνεργασίας σε μια μελλοντική «ελεύθερη Ρωσία» με εκπροσώπους της «φιλελεύθερης πτέρυγας» του κατεστημένου του Πούτιν, όπως είναι ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλεξέι Κούντριν, η Ελβίρα Ναμπιουλίνα, η σημερινή επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας και ο Γκέρμαν Γκρεφ, ο διευθυντής της κρατικής τράπεζας Σμπέρμπανκ. Τα αιτήματα για κάθαρση από τους διεφθαρμένους υπαλλήλους και για εκδημοκρατισμό του συστήματος είναι στενά συνδεδεμένα, για τη ριζοσπαστική φιλελεύθερη αντιπολίτευση, με την αναγνώριση της ανάγκης για «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» και για «τερματισμό της αντιπαράθεσης με τη Δύση». Φαίνεται ότι γι’ αυτούς η διάλυση του προσωπικού καθεστώς [του Πούτιν] θα πρέπει μάλλον να πάρει τη μορφή ενός μετασχηματισμού στην κορυφή, σε συνεργασία με την υπάρχουσα ελίτ, ενώ θεωρούν την εξωκοινοβουλευτική κίνηση του δρόμου ως δευτερεύοντα παράγοντα πίεσης.

3 NET PLATON0d4a6

7. Η ριζοσπαστική αριστερά, η οποία δεν αποτελεί μέρος ούτε της αντιπολίτευσης της «πατριωτικής συναίνεσης», ούτε των φιλελεύθερων, πρέπει να βρει μια σύνδεση με αυτό το αυξανόμενο κίνημα της κοινωνικής διαμαρτυρίας, το οποίο δεν είναι ακόμη δομημένο οργανωτικά ή πολιτικά. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι αυτή η ριζοσπαστική αριστερά βρίσκεται η ίδια σήμερα σε μια κατάσταση παρακμής. Μερικοί από τους γνωστούς εκπροσώπους της, όπως ο Σεργκέι Ουντάλτσοφ και ο Αλεξέι Γκασκάροφ, βρίσκονται ακόμη στη φυλακή. Τα γεγονότα στην Ουκρανία έχουν επίσης οδηγήσει σε μια βαθιά διάσπαση στην αριστερά, μέρος της οποίας υποστήριξε στην πραγματικότητα τη ρωσική επέμβαση.

Σε αυτήν την περίπτωση, πρέπει να αρχίσουμε να δουλεύουμε για ένα πλατύ πρόγραμμα για την αλλαγή, με βάση το αίτημα για την αναθεώρηση των σχέσεων ιδιοκτησίας που έχουν καθιερωθεί ως αποτέλεσμα των ιδιωτικοποιήσεων του Γέλτσιν και του Πούτιν. Η φυσική συνέπεια αυτής της αναθεώρησης είναι το αίτημα της διάλυσης του συνόλου του πολιτικού συστήματος που έχει προκύψει από το υπερ-προεδρικό Σύνταγμα του 1993, το οποίο θα πρέπει να αντικατασταθεί από μια κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να εξασφαλίζει την αναγνώριση της αξίας της πολιτικής δημοκρατίας και όχι ως μέσο, αλλά ως θεμελιώδη αρχή της λαϊκής εξουσίας, που είναι απαραίτητη για τη συνεπή υλοποίηση της επιδίωξης της κοινωνικής ισότητας.

Η εμβάθυνση της κρίσης και η συνεχής αποδυνάμωση της μαγείας της «πατριωτικής συναίνεσης» προσφέρουν νέες ευκαιρίες για την προώθηση δημοκρατικών και σοσιαλιστικών πολιτικών. Οι τακτικές για τη δράση της αριστεράς στην εξέλιξη της παρούσας κατάστασης θα πρέπει να διαμορφωθούν στη βάση της ανάλυσης και του καθορισμού των στρατηγικών στόχων που παρουσιάζονται εδώ.

Μόσχα, 8 και 9 Μαΐου 2016

Μετάγραση: e la libertà

Πηγή: Российское Социалистическое Движение, «Политическая резолюция VI Съезда РСД», РСД, 12 Μαΐου 2016· μετάφραση στα αγγλικά: Russian Socialist Movement, «The left face of the Putin regime», International Viewpoint, 22 Αυγούστου 2016. 

Σημειώσεις

1 «Есть Путин - есть Россия, нет Путина - нет России», Известия, 22 Οκτωβρίου 2014. 

2 Ольга Кузьменкова, «Закон для списка Магнитского», Газета, 6 Ιουλίου 2012. 

3 «Пора поставить действенный заслон информационной войне», Коммерсант.ru, 18 Απριλίου 2016. 

4 Павел Чиков, «С должности омбудсмена сорвали вуаль», Росбалт, 22 Απριλίου 2016. 

5 «Март и 1-й квартал 2016 г. - Мониторинг ЦСТП Трудовые протесты в России», Центр социально-трудовых прав, 

6 «Медведев: Россия не выходила из кризиса 2008 года», Взгляд, 10 Δεκεμβρίου 2014. 

7 «Прожиточный минимум в Российской Федерации», Петербургский правовой портал

8 «Каждая восьмая российская семья полностью растратила свои сбережения», РБК, 31 Μαρτίου 2016. 

9 «Безработица в России увеличилась на семь процентов», Лента.Ru, 29 Μαρτίου 2016. 

10 Дмитрий Булин, «Бюджет-2016: Россия берет курс на жесткую экономию», BBC Русская служба, 7 Οκτωβρίου 2015. 

11 «Большая пресс-конференция Владимира Путина», Президент России, 18 Δεκεμεβρίου 2014. 

12 Ольга Кувшинова, «Сокращение расходов бюджета усилит спад в 2016 году на две трети», Ведомости, 9 Μαρτίου 2016. 

13 «МВФ и Всемирный банк положительно оценили действия России по преодолению кризиса», Газета, 31 Μαρτίου 2016. 

14 «Кудрина назначили замглавы экономического совета при президенте», РБК, 30 Απριλίου 2016. 

15 «Проект бюджета: расходы на оборону в РФ в 2016 году составят 4% ВВП», РИА Новости, 24 Οκτωβρίου 2015. 

16 «Россия получила многомиллиардные заказы на оружие после операции в Сирии», Meduza, 28 Μαρτίου 2016. 

17 [Ρ.Σ.Κ.:] Αυτό το επιχείρημα βασίζεται στην επιλεκτική παρατήρηση των επιπτώσεων της κοινωνικής αναταραχής: για παράδειγμα, επειδή μετά την επανάσταση στην Ουκρανία, την εξουσία πήρε και πάλι μια χούφτα μελών της αντιλαϊκής ελίτ, αυτό θα πρέπει να επαναληφθεί σε όλες μελλοντικές εξεγέρσεις. Με αυτόν τον τρόπο όλες οι προσπάθειες κοινωνικού μετασχηματισμού εμφανίζονται χωρίς νόημα ή ακόμη και ως επιβλαβείς. Για να αποδειχθεί η ματαιότητα της αλλαγής, τα παραδείγματα που αντλούνται από αυτές τις επαναστάσεις καταλήγουν πάντα στην παλινόρθωση. Τα θετικά αποτελέσματα της κοινωνικής αλλαγής έτσι δεν αναφέρονται ποτέ.

18 [Σημ. στην αγγλ. μετφρ.:] Αυτό ήταν ένα κίνημα εναντίον του φόρου στα διανυθέντα χιλιόμετρα (3,73 ρούβλια ανά χιλιόμετρο), που επιβάλλεται σε οχήματα άνω των 12 τόνων από τις 15 Νοεμβρίου του 2015. Γνωστός και ως «Πλάτον», μια σύντμηση της φράσης στα ρωσικά «Πλάτιτ ζα Τόνου» (καταβαλλόμενο ανά τόνο), αυτός ο φόρος εισπράττεται από την RT-Invest transportnye Systemy, που δημιουργήθηκε για το σκοπό αυτό από το Ιγκόρ Ρότενμπεργκ, τον γιο ενός φίλου του Πούτιν, και από την Ρωσικής εθνικής εταιρείας Rostec (η οποία απασχολεί 900.000 άτομα). Η RT-invest transportnye Systemy επένδυσε 29 δισεκατομμύρια ρούβλια, από τα οποία τα 27 δισεκατομμύρια είναι δάνειο που χορηγήθηκε από την δημόσια τράπεζα Γκάπρομπανκ, που διοικείται από ανθρώπους που βρίσκονται κοντά Πούτιν.

19 Владимир Дергачев, «“Красная” карта покроет протесты», Газета, 30 Μαρτίου 2016. 

20 Наталья Райбман, Людмила Климентьева, «Ходорковский назвал адекватных представителей российской элиты», Ведомости, 15 Δεκεμβρίου 2015. 

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2019 17:20

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.