Πέμπτη, 27 Νοεμβρίου 2025 21:43

«Ήμασταν ακριβώς όπως αυτοί». Η εμπειρία των Ιρλανδών μεταναστών -Pat Stack

«Ήμασταν ακριβώς όπως αυτοί». Η εμπειρία των Ιρλανδών μεταναστών -Pat Stack

ΠΗΓΗ: https://rebelnews.ie

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Μάνθος Ταβουλάρης

Ο Pat Stack μετανάστευσε από το Cork στο Λονδίνο πριν από περισσότερα από σαράντα χρόνια. Εδώ αναλογίζεται τη μακρά εμπειρία εχθρότητας προς τους Ιρλανδούς μετανάστες στη Βρετανία και τις ΗΠΑ και κατακρίνει τις ανοησίες που διαδίδει η ιρλανδική ακροδεξιά, η οποία έχει ξεχάσει αυτή την κρίσιμη ιστορική περίοδο.

Γράφτηκε από τον Pat Stack στις 17 Απριλίου 2025

«Οι πρόσφυγες που φτάνουν σήμερα είναι φτωχοί και μολυσμένοι από ασθένειες. Απειλούν να πάρουν τις δουλειές μας και να επιβαρύνουν τους προϋπολογισμούς κοινωνικής πρόνοιας. Ακολουθούν μια ξένη θρησκεία και ορκίζονται πίστη σε έναν ξένο ηγέτη. Φέρνουν μαζί τους το έγκλημα. Φέρνουν μαζί τους την απειλή του βιασμού».

Αυτό δεν είναι απόσπασμα από τον Conor Mc Gregor[1], το Ιρλανδικό Κόμμα Ελευθερίας (Irish Freedom Party)[2] ή κάποιο άλλο παρόμοιο κόμμα, αν και θα μπορούσε εύκολα να είναι. Στην πραγματικότητα, δεν αφορά καν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στην Ιρλανδία σήμερα, αλλά είναι οι παρατηρήσεις ενός Αμερικανού σχολιαστή στα μέσα του 19ου αιώνα σχετικά με τους Ιρλανδούς που έφταναν στις ακτές της Αμερικής. Αυτές οι απόψεις ήταν ευρέως διαδεδομένες και κοινά αποδεκτές.

Επίσης, η εχθρότητα προς τους Ιρλανδούς δεν περιοριζόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στον 19ο αιώνα.

Έχω μια πολύ παλιά παιδική ανάμνηση από τον πατέρα μουπου με έφερε από το Cork στην Αγγλία για μια επίσκεψη. Μείναμε με συγγενείς στο Ίλφορντ, στο ανατολικό Λονδίνο. Στο δρόμο προς το σπίτι τους περάσαμε από πολλούς ξενώνες, και πολλοί από αυτούς είχαν πινακίδες στα παράθυρα. Είχα μόλις μάθει να διαβάζω και είδα ότι οι πινακίδες έγραφαν: «Όχι κατοικίδια, όχι μαύροι, όχι Ιρλανδοί». Θυμάμαι ότι ρώτησα τον πατέρα μου γιατί δεν μας ήθελαν, και για πρώτη φορά στη νεαρή μου ζωή τον είδα να δυσκολεύεται να μου απαντήσει σε μια ερώτηση.

Αυτή η ανάμνηση δεν με άφησε ποτέ και αναζωπυρώθηκε όταν παρατήρησα την αύξηση των αντι-μεταναστευτικών δραστηριοτήτων και της επιρροής στην Ιρλανδία. Αυτό που με συγκλονίζει είναι ότι πολλοί από τους πιο φωνακλάδες του κινήματος ισχυρίζονται ότι είναι «μεγάλοι Ιρλανδοί πατριώτες», τι ειρωνεία, διαμαρτύρονται για τα διαπερατά σύνορα και παρελαύνουν μαζί με τους βόρειους loyalists (μοναρχικούς υπέρ της ένωσης με ΗΒ) και, με αυτόν τον τρόπο, προσπαθούν με κάθε τρόπο να αρνηθούν οποιαδήποτε ομοιότητα μεταξύ της ιστορικής μας εμπειρίας ως «έθνους μεταναστών» και των συνθηκών που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες που φτάνουν στις ακτές μας.

Παραδόξως, άκουσα για πρώτη φορά αυτό το επιχείρημα από μια από τις αδελφές μου (η οποία, όπως και εγώ, μετανάστευσε στην Αγγλία, όπου παρέμεινε για χρόνια πριν επιστρέψει). Μου εξήγησε ότι δεν ήμασταν σαν τους μετανάστες που φτάνουν σήμερα στην Ιρλανδία: δουλεύαμε σκληρά, προσαρμοζόμασταν στην κουλτούρα του τόπου όπου πηγαίναμε και, για αυτούς τους λόγους, μας σεβόταν και μας καλωσόριζαν.

Όπως φάνηκε, η αδελφή μου δεν ήταν η μόνη που είχε αυτή την αυταπάτη. Πρόκειται για ένα επιχείρημα που, σε διάφορες εκδοχές, εμφανίζεται στις σελίδες των κοινωνικών μέσων και στους ιστότοπους αυτών των νέων δεξιών «Ιρλανδών πατριωτών», οι οποίοι προσπαθούν να κερδίσουν επιρροή μέσω της αμείλικτης καταδίκης των μεταναστών ως αποδιοπομπαίων τράγων. Είναι ένα επιχείρημα τόσο κακώς τεκμηριωμένο και ανακριβές που σου κόβει την ανάσα.

Η μετανάστευση στην ιρλανδική ιστορία

Η μετανάστευση έχει διαδραματίσει τεράστιο ρόλο στην ιρλανδική ιστορία. Ωστόσο, όσοι επιτίθενται στους μετανάστες στην Ιρλανδία σήμερα προσπαθούν να το αρνηθούν, να το ελαχιστοποιήσουν ή να παρουσιάσουν μια ρόδινη εικόνα του εργατικού, ενσωματωμένου και συμπαθητικού Ιρλανδού μετανάστη. Αυτό είναι καθαρή φαντασία.

Ακόμη και πριν από το 1845 και την έναρξη της λιμοκτονίας (Ο Μεγάλος Λιμός / GreatFamine), η Ιρλανδία βρισκόταν σε κατάσταση ταχείας αύξησης της μετανάστευσης. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1820 και του 1830 υπήρχαν αναφορές για εισροές Ιρλανδών μεταναστών στη Βρετανία και, σε μικρότερο βαθμό, στην Αμερική. Αδυνατώντας να εξασφαλίσουν τα προς το ζην από τη γη, δεκάδες χιλιάδες άκληροι αγρότες επιβιβάστηκαν σε πλοία με προορισμό την Αγγλία και τη Σκωτία, όπου εργάστηκαν ως εποχιακοί αγροτικοί εργάτες: οι περισσότεροι επέστρεφαν στην πατρίδα τους την περίοδο εκτός εποχής· κάποιοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα και ξεκίνησαν μια νέα ζωή μακριά από την πατρίδα τους, καταλήγοντας σε πυκνοκατοικημένες παραγκουπόλεις κοντά σε βιομηχανικές πόλεις. Στην Αγγλία και τη Σκωτία καταγράφηκαν βίαιες επιθέσεις κατά των νεοαφιχθέντων Ιρλανδών. Τότε ήταν που ο Ένγκελς έγραψε τη διάσημη φράση: «Κάθε βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο στην Αγγλία διαθέτει πλέον μια εργατική τάξη χωρισμένη σε δύο εχθρικά στρατόπεδα, τους Άγγλους προλετάριους και τους Ιρλανδούς προλετάριους».

Ο Λιμός προκάλεσε φυσικά μια από τις μεγαλύτερες εξόδους στην ιστορία. Περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι έφυγαν από την Ιρλανδία, κυρίως με προορισμό την Αμερική. Έφυγαν με «πλοία-φέρετρα», εξίσου επικίνδυνα, αν όχι περισσότερο, με τα μικρά σκάφη που χρησιμοποιούνται σήμερα. Χιλιάδες πέθαναν σε υπερπλήρη, γεμάτα ασθένειες πλοία· πολλοί έφτασαν άρρωστοι, αδύναμοι και απελπιστικά πεινασμένοι. Μερικοί είχαν τα εισιτήριά τους πληρωμένα από τους γαιοκτήμονες, οι οποίοι ήταν ευτυχείς να τους δουν να φεύγουν από τη γη τους και δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την ασφάλεια του ταξιδιού που θα έκαναν οι νοικάρηδες τους.

«Δεν γίνονται δεκτές αιτήσεις από Ιρλανδούς»

Η άφιξή τους δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Η εχθρότητα προς τους Ιρλανδούς συνδυάστηκε με μια θρησκευτική αποστροφή προς τον καθολικισμό. Πολλά από όσα γράφτηκαν και ειπώθηκαν για τον καθολικισμό τους θα μπορούσαν εύκολα να συγχέονται με τις φωνές της ισλαμοφοβικής δεξιάς στην Ιρλανδία σήμερα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των μεταναστών από τη Γερμανία εκείνη την εποχή δεν διέφερε πολύ από τον αριθμό των Ιρλανδών και, αν και αναμφίβολα και αυτοί αντιμετώπιζαν μισαλλοδοξία, η ακραία αντι-καθολική προκατάληψη της αμερικανικής κοινωνίας που κυριαρχούνταν από τους WASP [WhiteAnglo-SaxonProtestant] σήμαινε ότι οι Ιρλανδοί θεωρούνταν πολύ μεγαλύτερη απειλή. Η θρησκεία τους, τα «παράξενα» έθιμά τους και οι πολυμελείς οικογένειές τους αντιμετωπίζονταν από τους αντιπάλους τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η ακροδεξιά αντιμετωπίζει σήμερα το Ισλάμ και τους μουσουλμάνους, με την επιπλέον διαφορά ότι οι Ιρλανδοί συχνά θεωρούνταν βίαιοι αλκοολικοί.

Αντιμετώπιζαν προκαταλήψεις σε όλους τους τομείς της ζωής και συχνά ήταν θύματα βίαιων επιθέσεων. Όσον αφορά την αναζήτηση εργασίας, οι πινακίδες «Δεν γίνονται δεκτές αιτήσεις από Ιρλανδούς» ήταν συνηθισμένες.

Το 1849, μια μυστική αδελφότητα γηγενών προτεσταντών ανδρών με την ονομασία «Τάγμα της Αστερόεσσας Σημαίας» (OrderoftheStarSpangledBanner) ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη. Μέσα σε λίγα χρόνια, αυτές οι αδελφότητες συνενώθηκαν γύρω από το αντικαθολικό και αντιμεταναστευτικό Αμερικανικό Κόμμα (AmericanParty), τα μέλη του οποίου ονομάζονταν «Know-Nothings» («Δεν ξέρω τίποτα»), επειδή ισχυρίζονταν ότι «δεν ξέρουν τίποτα» όταν ερωτιόνταν για τις πολιτικές τους απόψεις. Τα μέλη του κόμματος ορκίστηκαν να εκλέγουν μόνο γηγενείς πολίτες, αλλά μόνο αν δεν ήταν Ρωμαιοκαθολικοί. «Οι Know-Nothings πίστευαν ότι ο Προτεσταντισμός καθόριζε την αμερικανική κοινωνία. Από αυτό προέκυψε η θεμελιώδης πεποίθησή τους ότι ο Καθολικισμός ήταν ασυμβίβαστος με τις βασικές αμερικανικές αξίες», σημειώνει ο JayP. Dolan στο βιβλίο του Οι Ιρλανδοί Αμερικανοί: Μια Ιστορία (The Irish Americans: A History).

Τόσο στη Βρετανία όσο και στην Αμερική, οι Ιρλανδοί συχνά απεικονίζονταν ως γενετικά κατώτεροι, ως πλάσματα παρόμοια με πιθήκους, που βρίσκονταν κάπου χαμηλότερα στην εξελικτική αλυσίδα. Αυτή η απεικόνιση είχε γίνει ιδιαίτερα γνωστή στη Βρετανία μέσω των σελίδων του υποτιθέμενου σατιρικού περιοδικού Punch. Στις ΗΠΑ, αυτά τα στερεότυπα αντλούσαν από τις βαθιές πηγές του αντι-μαύρου ρατσισμού που είχε επινοηθεί για να δικαιολογήσει τη δουλεία.

Πράγματι, οι προκαταλήψεις και η βία που εκδηλώθηκαν στην Αμερική έμοιαζαν πολύ με τη μεταχείριση των μεταναστών στη Βρετανία εκείνη την εποχή. Στο Λίβερπουλ, όπου είχε καταφθάσει μεγάλος αριθμός Ιρλανδών, ο τοπικός βουλευτής των Τόρηδων (Συντηρητικό Κόμμα) παραπονέθηκε ότι «η εισροή Ιρλανδών στο Λίβερπουλ έφερε φτώχεια, ασθένειες, βρωμιά και δυστυχία, μεθύσια και εγκληματικότητα, εκτός από την αναστάτωση της αγοράς εργασίας, με τεράστιο κόστος για τους φορολογούμενους».

Η πόλη γέμισε με αντι-ιρλανδικές προκαταλήψεις. Όποιος είχε ιρλανδικό όνομα ή ιρλανδική προφορά μπορούσε να βρεθεί αποκλεισμένος από θέσεις εργασίας, ευκαιρίες απασχόλησης και ακόμη και από τις παμπ. Συχνά ήταν επίσης θύματα σωματικής βίας.

Αυτή η προκατάληψη δεν περιοριζόταν μόνο στα πολιτικά περιθώρια. Το 1836, ο μελλοντικός πρωθυπουργός της Βρετανίας Benjamin Disraeli έγραψε ότι: «Οι Ιρλανδοί μισούν την τάξη, τον πολιτισμό, την επιχειρηματική μας βιομηχανία, την αγνή θρησκεία μας. Αυτή η άγρια, απερίσκεπτη, οκνηρή, αβέβαιη και προληπτική φυλή δεν έχει καμία συμπάθεια για τον αγγλικό χαρακτήρα. Το ιδανικό τους για την ανθρώπινη ευτυχία είναι μια εναλλαγή μεταξύ φατριακών διαμαχών και χονδροειδούς ειδωλολατρίας. Η ιστορία τους περιγράφει έναν αδιάσπαστο κύκλο μισαλλοδοξίας και αίματος».

Μεταναστεύοντας από τη συντηρητική καθολική Ιρλανδία

Όλα αυτά κρύβονται κάτω από το χαλί ή αρνούνται κατηγορηματικά από εκείνους που ισχυρίζονται ότι «εμείς οι Ιρλανδοί ήμασταν διαφορετικοί» — ότι εκείνοι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ιρλανδία λόγω της φτώχειας και της καταπίεσης κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων αφομοιώθηκαν εύκολα στις φιλόξενες χώρες υποδοχής. Η ειρωνεία είναι ότι το σενάριο που επαναλαμβάνουν οι αυτοαποκαλούμενοι «πατριώτες» της σημερινής ιρλανδικής ακροδεξιάς έχει δανειστεί σχεδόν κατά λέξη από το ιστορικό των προκαταλήψεων και του ρατσισμού που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των δικών τους προγόνων.

Η εκδοχή τους για την ιστορία είναι εξίσου ψεύτικη με την περίεργη εκδοχή τους για το «MakeIrelandGreatAgain» (Κάντε την Ιρλανδία ξανά μεγάλη). Όπως και στην περίπτωση της Αμερικής, πρέπει να τεθεί το ερώτημα: σε ποια ακριβώς περίοδο αναφέρεται το «ξανά»; Ας υποθέσουμε ότι, παρά την επιθυμία τους για κλειστά σύνορα μεταξύ Βορρά και Νότου, η ακροδεξιά δεν διεκδικεί την περίοδο πριν από την ανεξαρτησία. Πράγματι, φαίνεται να θέλουν να τυλίξουν τον εαυτό τους με την τρίχρωμη σημαία και να διεκδικήσουν κάποια σύνδεση με τους ιδρυτές του ιρλανδικού κράτους.

Για ποια εποχή μιλάμε λοιπόν; Την εποχή που η Καθολική Εκκλησία κυριαρχούσε στην κοινωνία του Νότου και ο κλήρος της είχε το ελεύθερο να κακοποιεί σεξουαλικά και σωματικά τα παιδιά; Την εποχή που οι νέες ανύπαντρες μητέρες κλειδώνονταν σε ιδρύματα όπως τα MagdaleneLaundries[3] και τα παιδιά τους τους αφαιρούνταν με τη βία και τα έστελναν σε ορφανοτροφεία ή και χειρότερα; Την εποχή της μπούρδας του DeValera για τις «όμορφες παρθένες»;

Πρέπει να θυμόμαστε ότι, ενώ είναι αλήθεια ότι η μετανάστευση προς την Ιρλανδία, όπου κυριαρχούσε η Εκκλησία, ήταν ελάχιστη ή μηδενική, κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου υπήρχε μετανάστευση εξόδου σε κλίμακα που, αν την εξετάσουμε σήμερα, είναι συγκλονιστική. Ολόκληρες γενιές νέων ανθρώπων αναζητούσαν διαφυγή — από την απελπιστική φτώχεια, αλλά και από την ασφυκτική καταπίεση που επέβαλε ένα συντηρητικό κράτος, το οποίο συνεργαζόταν στενά με την Εκκλησία.

Εκτιμάται ότι μεταξύ των ετών 1931 και 1944, τέσσερα στα πέντε παιδιά που γεννήθηκαν στις 26 κομητείες [Ελεύθερο κρατίδιο και ύστερα Δημοκρατία της Ιρλανδίας, μετά το διαμελισμό] μετανάστευσαν. Στη δεκαετία του 1950, εκτιμάται ότι μισό εκατομμύριο άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα, αν και ο αριθμός αυτός είναι σχεδόν σίγουρα χαμηλότερος από τον πραγματικό: η τότε κυβέρνηση ήθελε να υποβαθμίσει το πρόβλημα. Στη δεκαετία του 1980 σημειώθηκε ένα άλλο μαζικό κύμα μετανάστευσης, και ακόμη και σήμερα — με την κυβέρνηση να καυχιέται για την ευημερία — δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι μεταναστεύουν στην Αυστραλία και αλλού, αδυνατώντας να τα βγάλουν πέρα σε μια εξαιρετικά άνιση Ιρλανδία του 21ου αιώνα, που έχει παραδοθεί σε άπληστους ιδιοκτήτες ακινήτων και πολυεθνικές εταιρείες.

Αυτές οι προηγούμενες γενιές έφυγαν — και οι απόγονοί τους συνεχίζουν να φεύγουν — επειδή δεν υπήρχε δουλειά, δεν υπήρχε μέλλον και η κρατική υποστήριξη ήταν ελάχιστη έως ανύπαρκτη. Η κυβέρνηση συχνά υπονοούσε ότι οι μετανάστες δεν ήταν ευπατρίδες επειδή έφευγαν, ενώ στην πραγματικότητα γνώριζε ότι δεν είχαν άλλη επιλογή. Πήγαν κυρίως στην Αγγλία, όπου, όπως είδα με τα μάτια μου, τους υποδέχτηκαν με πινακίδες που έγραφαν «Όχι μαύροι, όχι Ιρλανδοί, όχι κατοικίδια» και όπου αντιμετώπισαν πολλές από τις ίδιες προκαταλήψεις που είχαν αντιμετωπίσει οι πρόγονοί τους. Εκεί καταγγέλλονταν για τη γκετοποίηση περιοχών, για την αδυναμία τους να προσαρμοστούν και να ενταχθούν, για την υπερβολική αναπαραγωγή και, φυσικά, για την ηλιθιότητά τους. Η λαϊκή κουλτούρα ήταν γεμάτη με αστεία για τους «ηλίθιους Ιρλανδούς».

Όποιος ζει εδώ, ανήκει εδώ

Το έκαναν αυτό ενώ συχνά έπρεπε να αντιμετωπίσουν το πολιτισμικό σοκ του να έχουν αφήσει πίσω τους μικρές αγροτικές πόλεις από τις οποίες δεν είχαν απομακρυνθεί ποτέ περισσότερο από μερικά χιλιόμετρα, και τώρα να βρίσκονται σε τεράστιες, απρόσωπες και φαινομενικά αφιλόξενες πόλεις, μακριά από τους αγαπημένους τους. Πολλοί ονειρεύονταν να επιστρέψουν αργά ή γρήγορα: η συντριπτική πλειοψηφία δεν το έκανε ποτέ.

Ακόμη και αργότερα, όταν οι μακροχρόνιοι μετανάστες μπορούσαν να θεωρηθούν ως ένα πιο ενσωματωμένο μέρος της βρετανικής κοινωνίας, ξαφνικά βρέθηκαν να δέχονται επιθέσεις. Η άνοδος του ρεπουμπλικανικού κινήματος και οι βομβιστικές επιθέσεις του IRA ακολουθήθηκαν από επιθέσεις σε ιρλανδικές παμπ και κλαμπ: μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στο Μπέρμιγχαμ, υπήρξαν ακόμη και προσπάθειες να εκδιωχθούν οι Ιρλανδοί εργάτες από ορισμένα εργοστάσια.

Στη συνέχεια, υπήρξαν τεράστιες δικαστικές παραβάσεις: άτομα που ήταν εντελώς αθώα και δεν είχαν καμία σχέση με τις βομβιστικές επιθέσεις για τις οποίες κατηγορήθηκαν: οι 6 του Μπέρμιγχαμ[4], οι 4 του Γκίλφορντ, η οικογένεια Mc Guire[5]. Η τελευταία είχε «ενσωματωθεί» σε τέτοιο βαθμό που η κυρία Mc Guire είχε μια φωτογραφία της βασίλισσας στον τοίχο της, αλλά αυτό δεν είχε σημασία: ήταν Ιρλανδή και ως εκ τούτου θεωρήθηκε ένοχη.

Όλα αυτά είναι η πραγματικότητα: οι πρόγονοί μας και ακόμη και οι σύγχρονοί μας υπέφεραν από προκαταλήψεις και μισαλλοδοξία απλώς και μόνο επειδή, σε κάποια φάση, η πείνα — και αργότερα η φτώχεια, η απελπισία και η απόγνωση — τους ανάγκασε να αποχωριστούν όλα όσα γνώριζαν και τους ήταν οικεία, όλους όσους αγαπούσαν, και να αναζητήσουν καταφύγιο αλλού.

Το γεγονός ότι έχουμε μια ιστορία και μια μνήμη γι’ αυτό κάνει ακόμα πιο ντροπιαστικό το γεγονός ότι η ακροδεξιά μας προτρέπει να υποδεχτούμε όσους προέρχονται από αλλού και φεύγουν για παρόμοιους — και μερικές φορές ακόμα πιο απελπιστικούς — λόγους, με την ίδια μισαλλοδοξία που αντιμετώπισαν οι προηγούμενες γενιές Ιρλανδών σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Ο ρατσισμός τους συνοδεύεται συχνά από την ανοησία ότι «ήμασταν διαφορετικοί». Αυτός ο μύθος δεν πείθει. Ήμασταν ακριβώς όπως αυτοί. Αν η ακροδεξιά θέλει να γίνει συναισθηματική για την ιστορία, πρέπει να της υπενθυμίσουμε ότι οι καλύτεροι σύμμαχοί μας, οι ήρωές μας, αυτοί που πρέπει να θαυμάζουμε, ήταν εκείνοι στο Λίβερπουλ και το Λονδίνο, τη Βοστώνη, τη Νέα Υόρκη και τη Μελβούρνη που στάθηκαν σταθερά ενάντια στην ξενοφοβία και τον ρατσισμό κατά των μεταναστών και είπαν: «Είστε ευπρόσδεκτοι εδώ!». Οι εχθροί μας — τότε όπως και τώρα — είναι οι φανατικοί που επιδιώκουν να διαιρέσουν τους εργαζόμενους, που προσπαθούν να κάνουν αποδιοπομπαίους τράγους τους φίλους, τους γείτονες και τους συναδέλφους μας. Ας το πούμε ξεκάθαρα: όλοι όσοι ζουν εδώ ανήκουν εδώ.

https://rebelnews.ie/2025/04/17/we-were-just-like-them-the-irish-emigrant-experience-pat-stack/

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

[1]Ο Conor Anthony McGregor (γεννημένος στις 14 Ιουλίου 1988) είναι Ιρλανδός επαγγελματίας μαχητής μικτών πολεμικών τεχνών. Οι πολιτικές απόψεις του McGregor είναι ακροδεξιές και λαϊκιστικές. Η αντίθεση στη μετανάστευση είναι το πιο συχνό πολιτικό θέμα που θίγει.

[2]Το Ιρλανδικό Κόμμα Ελευθερίας (Irish Freedom Party) είναι ένα μικρό ακροδεξιό, σκληρά ευρωσκεπτικιστικό πολιτικό κόμμα στην Ιρλανδία.

[3] Τα Magdalene Laundries (πλυντήρια της Μαγδαληνής) ήταν ιδρύματα, που συχνά διοικούνταν από καθολικά τάγματα στην Ιρλανδία και αλλού, τα οποία φυλάκιζαν και εκμεταλλεύονταν γυναίκες από τον 18ο αιώνα μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα. Αυτές οι γυναίκες, που συχνά χαρακτηρίζονταν ως «ξεπεσμένες», αναγκάζονταν να εργάζονται χωρίς αμοιβή, συνήθως σε πλυντήρια, υπό σκληρές συνθήκες. Το τελευταίο πλυντήριο έκλεισε το 1996, και οι επιζώσες έχουν μιλήσει για κακοποίηση και μακροχρόνιο τραύμα από την παραμονή τους εκεί.

[4]Οι Birmingham Six ήταν έξι άνδρες από τη Βόρεια Ιρλανδία που καταδικάστηκαν άδικα για τις βομβιστικές επιθέσεις σε παμπ του Μπέρμιγχαμ το 1974, στις οποίες σκοτώθηκαν 21 άτομα. Οι καταδίκες τους ακυρώθηκαν το 1991, αφού αποκαλύφθηκε ότι οι ομολογίες τους είχαν εξαναγκαστεί και τα εγκληματολογικά στοιχεία ήταν αναξιόπιστα. Πέρασαν περισσότερα από 16 χρόνια στη φυλακή για ένα έγκλημα που δεν διέπραξαν.

[5]Οι Guildford Four και Maguire Seven ήταν δύο ομάδες ατόμων, κυρίως από τη Βόρεια Ιρλανδία, που καταδικάστηκαν άδικα από αγγλικά δικαστήρια το 1975 και το 1976 για τις βομβιστικές επιθέσεις σε παμπ στο Γκίλφορντ στις 5 Οκτωβρίου 1974 και στο Γούλγουιτς στις 7 Νοεμβρίου 1974. Όλες οι καταδίκες τελικά ανατράπηκαν το 1989 (για τους GuildfordFour) και το 1991 (για τους MaguireSeven) μετά από μακρές καμπάνιες για δικαιοσύνη.

Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 27 Νοεμβρίου 2025 22:07

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.