Φοιτητές του Πανεπιστημίου Johns Hopkins αγωνίζονται κατά του νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ, 1970
Diane Fieldes
Δεν μπορείς να είσαι «στη σωστή πλευρά της ιστορίας» σε ζητήματα που η ιστορία έχει ήδη αποφασίσει
Μόλις τον Ιούλιο του 2008, τέσσερα χρόνια αφότου ο Νέλσον Μαντέλα ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από τη δημόσια ζωή και δεκατέσσερα χρόνια αφότου εξελέγη πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους υπέγραψε νομοσχέδιο για τη διαγραφή της οργάνωσης του Μαντέλα, του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, από τον αμερικανικό κατάλογο παρακολούθησης της τρομοκρατίας.
Το γεγονός ότι ο Μαντέλα βρισκόταν εξαρχής σε αυτόν τον κατάλογο είναι μια υπενθύμιση ότι οι ΗΠΑ και πολλές άλλες κυβερνήσεις ήταν στο πλευρό του καθεστώτος του απαρτχάιντ για δεκαετίες. Ήταν έτοιμες να υπερασπιστούν οποιαδήποτε φρικαλεότητα όταν τους βόλευε.
Αξίζει να το θυμόμαστε αυτό καθώς οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο παρατάσσονται για να υπερασπιστούν το Ισραήλ χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της «ιστορικής μνήμης», των «οικουμενικών αξιών» και της «αξιοπρέπειας».
Κάθε κυβέρνηση που σήμερα υποστηρίζει το ισραηλινό απαρτχάιντ, είναι τώρα (και υποτίθεται ότι ήταν πάντα) κατά του νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ. Αλλά όταν τέθηκε τότε το ερώτημα, πολλοί ήταν, όπως και σήμερα, στη λάθος πλευρά της ιστορίας. Ωστόσο, δεν θα το καταλάβαινες ποτέ από αυτά που λένε αυτές τις μέρες.
Πράγματι, ο θάνατος του Νέλσον Μαντέλα το 2013 οδήγησε σε ένα ξέσπασμα αυτοϊκανοποιητικού αναθεωρητισμού.
Αναχωρώντας από την Αυστραλία για να παραστεί στην επιμνημόσυνη δέηση, ο πρωθυπουργός Τόνι Άμποτ υποστήριξε ότι και οι δύο πλευρές της αυστραλιανής πολιτικής είχαν κάνει εκστρατεία για το τέλος του απαρτχάιντ. Ένας τίτλος της Toronto Star υποστήριξε: «Ο Καναδάς πρωτοστάτησε στον διεθνή αγώνα κατά του Απαρτχάιντ». Αλλά οι κυβερνήσεις του Καναδά και της Αυστραλίας δεν είχαν κάνει τίποτα τέτοιο.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1980, τη δεκαετία κατά την οποία η διεθνής εκστρατεία για την απελευθέρωση του Μαντέλα και τον τερματισμό του απαρτχάιντ έφτασε στο αποκορύφωμά της και ο αγώνας της μαύρης εργατικής τάξης της Νότιας Αφρικής εντάθηκε, οι συντηρητικοί ηγέτες σε όλο τον κόσμο συσπειρώθηκαν για να υποστηρίξουν το νοτιοαφρικανικό καθεστώς – όπως ακριβώς έκαναν επί δεκαετίες.
Μετά τη σφαγή του Σαρπβίλ το 1960, οι αποαποικιοκρατούμενες αφρικανικές και ασιατικές χώρες κινήθηκαν για τον αποκλεισμό της Νότιας Αφρικής από την Κοινοπολιτεία. Ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Ρόμπερτ Μένζις, απέρριψε τις κινήσεις αυτές, αρνούμενος να καταδικάσει το απαρτχάιντ.
Η καταδίκη του Νέλσον Μαντέλα σε ισόβια κάθειρξη το 1964 άφησε τις δυτικές δυνάμεις εντελώς αδιάφορες. Στην πραγματικότητα, αφού συμφωνήθηκε ένα εθελοντικό εμπάργκο όπλων από τον ΟΗΕ το 1963 (και αγνοήθηκε ευρέως), η γαλλική κυβέρνηση αύξησε το εμπόριό της με τη Νότια Αφρική, συμπεριλαμβανομένου του ότι έγινε ο κύριος προμηθευτής όπλων στο καθεστώς. Μέσα σε μια δεκαετία, η Γαλλία ήταν ένας από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της Νότιας Αφρικής, δεύτερος μετά τη Βρετανία.
Η υποστήριξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στο απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής είχε τουλάχιστον εν μέρει ως κίνητρο την ευκαιρία να επωφεληθούν από την προσφορά υπερεκμεταλλευόμενης μαύρης εργασίας που εξασφάλιζε το απαρτχάιντ και να κερδίσουν χρήματα από το εμπόριο όπλων.
Σε αυτό προστέθηκαν οι απαιτήσεις του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού (την περίοδο αυτή, ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης), ο οποίος είναι πάντα βέβαιο ότι θα υπερισχύει των ανθρωπιστικών ανησυχιών. Το 1969, ο γενικός διοικητής της Νοτιοαφρικανικής Αμυντικής Δύναμης (SADF / South African Defence Force) συνόψισε επιγραμματικά αυτόν τον λόγο:
«Σε ολόκληρη την έκταση του ωκεανού από την Αυστραλία έως τη Νότια Αμερική, η Νότια Αφρική είναι το μόνο σταθερό σημείο που προσφέρει σύγχρονες ναυτικές βάσεις, λιμάνια και εγκαταστάσεις αεροδρομίων, μια σύγχρονη ανεπτυγμένη βιομηχανία και μια σταθερή κυβέρνηση».
Και αν η Δύση χρειαστεί στρατιωτική βοήθεια για να κρατήσει τη ρωσική επιρροή μακριά από την Αφρική, η SADF θα την παράσχει.
Η απαγόρευση των όπλων που ο ΟΗΕ κήρυξε υποχρεωτική το 1977, μετά την πλήρη αποτυχία του προαιρετικού εμπάργκο του 1963, σήμαινε απλώς ότι η Νότια Αφρική ανέπτυξε τη δική της τεχνολογία, κατασκεύασε τα δικά της όπλα και αναζήτησε νέες στρατιωτικές προμήθειες.
Η Νότια Αφρική του Απαρτχάιντ βρήκε επίσης έναν νέο στρατηγικό εταίρο. Το Ισραήλ ασκούσε ανοιχτή κριτική στο απαρτχάιντ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και του 1960, καθώς οικοδομούσε συμμαχίες με μετα-αποικιακές αφρικανικές κυβερνήσεις. Αλλά οι δεσμοί αυτοί διακόπηκαν μετά τους πολέμους του το 1967 και το 1973.
Το 1976, το Ισραήλ προσκάλεσε τον Νοτιοαφρικανό πρωθυπουργό Τζον Φόρστερ –έναν φίλο των Ναζί που είχε φυλακιστεί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου– για μια κρατική επίσκεψη. Το ταξίδι του Φόρστερ έθεσε τις βάσεις για μια συνεργασία που μετέτρεψε τον άξονα Ισραήλ-Νότιας Αφρικής σε δύναμη στο διεθνές εμπόριο όπλων.
Ο Αλόν Λιέλ, πρώην πρέσβης του Ισραήλ στη Νότια Αφρική, εξήγησε πώς λειτούργησε αυτό: «Στον ΟΗΕ λέγαμε συνεχώς: είμαστε κατά του απαρτχάιντ, ως Εβραίοι που υπέφεραν από το Ολοκαύτωμα αυτό είναι απαράδεκτο. Αλλά το σύστημα ασφαλείας μας συνέχισε να συνεργάζεται».
Μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και 23 άλλα κράτη ψήφισαν νόμους που επέβαλαν διάφορες εμπορικές κυρώσεις στη Νότια Αφρική. Όχι επειδή είχαν αποκτήσει μια ηθική επιφοίτηση. Η νίκη τους στον Ψυχρό Πόλεμο σήμαινε ότι η απελευθέρωση του Μαντέλα και μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων με τη συμμετοχή του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου ήταν πλέον η προτιμώμενη μέθοδος για τη δημιουργία σταθερότητας για μελλοντικές κερδοφόρες επενδύσεις στη Νότια Αφρική.
Τώρα που το θέμα έχει διευθετηθεί από την ιστορία –το απαρτχάιντ έχει συντριβεί από την ακατάβλητη οργάνωση και το μαζικό κίνημα των μαύρων Νοτιοαφρικανών– το δυτικό κατεστημένο προσκολλάται στην κληρονομιά του αντι-απαρτχάιντ ως έναν τρόπο να φανεί ιστορικά προοδευτικό.
Αυτό δεν είναι το μόνο παράδειγμα ιστορικής αντιστροφής για να διεκδικήσει σύγχρονα αντιρατσιστικά διαπιστευτήρια. Όπως έγραψε η Louise O’Shea σε ένα άρθρο της Marxist Left Review το 2017:
«Ο ενθουσιασμός για τον Μουσολίνι ή το Τρίτο Ράιχ θεωρείται δικαίως ντροπή σήμερα, αλλά ήταν κοινός τόπος στους αυστραλιανούς συντηρητικούς κύκλους της δεκαετίας του 1920 και του 1930. Η καταπίεση και ο εκφοβισμός του συνδικαλιστικού κινήματος και της αριστεράς, η πρόθεση να καταργηθεί η δημοκρατία υπέρ της δικτατορίας και του αχαλίνωτου αυταρχισμού -όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που η αυστραλιανή ακροδεξιά θαύμαζε στον ευρωπαϊκό φασισμό- θεωρούνταν ευρέως την εποχή εκείνη επιθυμητά και εφαρμόσιμα εδώ.»[1]
Η εφημερίδα Brisbane Courier έγραψε το 1923 για την άνοδο του Μουσολίνι: «κάθε εμπόδιο κατά του κομμουνισμού –και οι φασίστες αποδείχθηκαν ισχυροί– αποτελεί προπύργιο του πολιτισμού». Το 1923, ο πρωθυπουργός της Βικτώριας, Χάρι Λόουσον, είχε μια ιδιωτική ακρόαση με τον Μουσολίνι στην οποία εξέφρασε την «έντονη συμπάθειά του για το φασιστικό κίνημα».
Στη Βρετανία, ο Χίτλερ επαινέθηκε, όπως και ο Μουσολίνι, για την αποκατάσταση της τάξης και της εθνικής υπερηφάνειας, για την οικονομική αναζωογόνηση και, κυρίως, για την καταστολή της αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Μόλις άρχισε ο πόλεμος, αυτές οι δυσάρεστες στιγμές θάφτηκαν σαν να μην είχαν συμβεί ποτέ, καθώς ο «αγώνας για τη δημοκρατία» έγινε η δικαιολογία για μια ακόμη ενδοϊμπεριαλιστική σφαγή.
Κάθε αξιοσέβαστος πολιτικός και προσωπικότητα του κατεστημένου προβάλλει τώρα τα διαπιστευτήριά του για τον αντιναζισμό του και τον υποτιθέμενο θαυμασμό του για τον Μαντέλα. Αλλά δεν μπορείς να είσαι στη σωστή πλευρά της ιστορίας όταν τα ζητήματα έχουν ήδη κριθεί.
Σήμερα, το Ισραήλ είναι το κράτος-καταπιεστής. Πραγματοποιεί γενοκτονία και εφαρμόζει απαρτχάιντ[2]. Αυτή είναι η δοκιμασία της ιστορίας – όχι οι φρικαλεότητες του παρελθόντος για τις οποίες όλοι μπορούν τώρα να συμφωνήσουν άνετα.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Diane Fieldes, “You don’t get to be ‘on the right side of history’ on questions history has already decided”, Red Flag, 2 Νοεμβρίου 2023, https://redflag.org.au/article/you-dont-get-be-right-side-history-questions-history-has-already-decided.
Σημειώσεις
[1] Louise O’Shea, “When the Australian ruling class embraced fascism”, Marxist Left Review, (ηλεκτρονικά:) 12 Ιανουαρίου 2017 https://marxistleftreview.org/articles/when-the-australian-ruling-class-embraced-fascism/· και καλοκαίρι 2017, τεύχος 13.
[2] Mick Armstrong, “What is happening in Palestine is genocide”, Red Flag, 6 Αυγούστου 2014, https://redflag.org.au/article/what-happening-palestine-genocide. Amnesty International, “Israel's apartheid against Palestinians”, Amnesty International, 1 Φεβρουαρίου 2022, https://www.amnesty.org/en/latest/campaigns/2022/02/israels-system-of-apartheid/.
