«Ενάντια στη Γενοκτονία της Μνήμης:
Η αγροτική και αστική ζωή στην Παλαιστίνη, 1890-1948»
Σημείωμα του elaliberta.gr:
Δημοσιεύουμε ολόκληρη την έκθεση φωτογραφίας με τίτλο «Ενάντια στη Γενοκτονία της Μνήμης: Η αγροτική και αστική ζωή στην Παλαιστίνη, 1890-1948».
Ολόκληρο το φωτογραφικό αρχείο της έκθεσης είναι διαθέσιμο σε μορφή PDF. Λήψη αρχείου
Η έκθεση παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2024 από την Εργατική Λέσχη Καλλιθέας και την Παλαιστινιακή παροικία Ελλάδας στο πλαίσιο διημέρου Δράσεων αλληλεγγύης για την Παλαιστίνη, στις 4 και 5 Οκτωβρίου 2024 στο Δημοτικό Θέατρο Καλλιθέας. Παρουσιάστηκε επίσης στη Νέα Σμύρνη, στον Πολυχώρο του "Γαλαξία", στα πλάισια εβδομάδας Αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη που διοργάνωσε η ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΑΝΑΠΟΔΑ, στις 2-9 Φεβρουαρίου 2025.
Ακολουθεί το κείμενο της Έκθεσης και κάποιες από τις φωτογραφίες.
Ο λαός της Παλαιστίνης 1890-1948.
Όλοι οι αποικιοκράτες προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τις κατακτήσεις τους με το επιχείρημα ότι καταλάμβαναν εκτάσεις έρημες από ανθρώπους, χρήσιμες για την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών. Έτσι, με τη διαγραφή των αυτοχθόνων λαών που ζούσαν στις περιοχές αποικιοκρατικής επέκτασης, επιχειρούσαν να αποκρύψουν τις βαρβαρότητες που διέπραξαν οι υποτιθέμενοι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι: την εξόντωση ολόκληρων λαών, την καταλήστευση, την υποδούλωση και την άγρια εκμετάλλευσή τους. Το επιχείρημα αυτό αποτέλεσε –και συνεχίζει να αποτελεί– τον θεμελιώδη μύθο των σιωνιστών εποίκων αποικιοκρατών, για να δικαιολογήσουν την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και τα εγκλήματα που διέπραξαν: υποτίθεται ότι η Παλαιστίνη ήταν μια γη χωρίς λαό, προορισμένη για ένα λαό χωρίς γη. Η εθνοκάθαρση του 1948 εναντίον των Παλαιστινίων, οι συστηματικές καταστροφές της πολιτιστικής κληρονομιάς των Παλαιστινίων και η καταστροφή του περιβάλλοντος, το καθεστώς απαρτχάιντ, οι δολοφονίες, οι συνεχείς εκτοπισμοί των Παλαιστινίων και οι εβραϊκοί επικοισμοί, μέχρι την γενοκτονία που διαπράττεται επί ένα ολόκληρο χρόνο στη Γάζα..., όλες αυτές οι θηριωδίες δικαιολογήθηκαν συχνά με τον μύθο της γης χωρίς λαό.
Την εποχή που αναπτύσσονταν στην Ευρώπη οι ρατσιστικές και σοβινιστικές ιδεολογίες (πτυχή των οποίων ήταν ο σιωνισμός), η Παλαιστίνη ήταν μια περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έσφυζε από ζωή και ενεργητικότητα. Στα τέλη του 19ου αιώνα η παλαιστινιακή κοινωνία έκανε τα πρώτα αποφασιστικά της βήματα προς τη νεωτερικότητα, αρχίζοντας παράλληλα να διαμορφώνει μια συνείδηση του εαυτού της και ένα σύνολο οραμάτων για το μέλλον της.
Ήταν μια αγροτική κυρίως κοινωνία, στην οποία η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού της, οι αγρότες (φελλαχίν), είχαν αναπτύξει περίπλοκα συστήματα καλλιέργειας και ύδρευσης που τους επέτρεπαν να εκμεταλλεύονται μεγάλες εκτάσεις της άνυδρης γης, χωρίς να εξαντλούν τους πόρους της: η παλαιστινιακή ύπαιθρος έσφυζε από ελαιώνες, οπωρώνες (μπουστάν), πορτοκαλεώνες, αμπέλια, σιτηρά, καπνά, βαμβάκι και χωράφια με καρπούζια. Η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής της παλαιστινιακής υπαίθρου συνέβαλε στην αύξηση του πληθυσμού των χωριών, έδωσε πνοή στο εμπόριο και στην ανάπτυξη των αστικών κέντρων και συνέδεσε την Παλαιστίνη με τη διεθνή αγορά. Τα πορτοκάλια της Παλαιστίνης ήταν από τα πιο γνωστά εξαγωγικά αγροτικά της προϊόντα.
Την ίδια εποχή, οι παλαιστινιακές πόλεις είχαν αρχίσει τη μετάβαση προς τη νεωτερικότητα, με τα ιδιαίτερα, παλαιστινιακά χαρακτηριστικά. Άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες βιομηχανίες (πχ σαπωνοποιίας, επεξεργασίας καπνού κτλ.), η εκπαίδευση επεκτεινόταν και εκσυγχρονιζόταν σταδιακά, ενώ από τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται η παλαιστινιακή εργατική τάξη στα αστικά κέντρα.
Τη δεκαετία του 1920 εντοπίζονται και οι πρώτες προσπάθειες συγκρότησης ενός γυναικείου παλαιστινιακού κινήματος στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η πολιτική ζωή στην οθωμανική Παλαιστίνη καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τις ισχυρές οικογένειες και τους τοπικούς προύχοντες, που είχαν δεσμούς με τις ισχυρές οικογένειες της Αιγύπτου και της Συρίας. Όμως, μετά την κατάληψη της Παλαιστίνης από τα βρετανικά στρατεύματα το 1918 διαμορφώνονται συνθήκες για μια εκρηκτική ανάπτυξη της μαζικής πολιτικής δράσης, γύρω από δύο αλληλένδετα προβλήματα: το πρώτο είναι το πρόβλημα της ίδια της βρετανικής αποικιοκρατικής κατοχής και το δεύτερο το πρόβλημα τον σιωνιστών οι οποίοι θέτουν ως στόχο τους (με τη βοήθεια των Βρετανών) να εκδιώξουν τους Παλαιστίνιους και να ιδρύσουν ένα αμιγώς εβραϊκό κράτος.
Μέσα σε αυτές τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, που άρχισαν να αναπτύσσονται από τα τέλη του 19ου αιώνα, προκαλώντας ραγδαίες αλλαγές στις ζωές των ανθρώπων που ζούσαν στην Παλαιστίνη, άρχισε να διαμορφώνεται μια εθνική συνείδηση, που αναγνώριζε την Παλαιστίνη ως την πατρίδα των ανθρώπων που ζούσαν εκεί και διεκδικούσαν την ανεξαρτησία τους.
Η δεκαετία του 1920 είναι γεμάτη από εντάσεις, συγκρούσεις και μαζικές κινητοποιήσεις του παλαιστινιακού πληθυσμού ενάντια στη βρετανική κατοχή και στον σιωνιστικό εποικισμό. Η κορυφαία όμως στιγμή του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος ήταν η επανάσταση του 1936-1939.
Η Παλαιστίνη υπό Βρετανική Εντολή
Οι ταραχές του Ναμπί Μούσα
Βίαιες συγκρούσεις μεταξύ Παλαιστινίων και Εβραίων ξέσπασαν στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ μεταξύ της Κυριακής 4 Απριλίου και της Τετάρτης 7 Απριλίου 1920. Κατά το ετήσιο, εβδομαδιαίο πανηγύρι του Ναμπί Μούσα συγκεντρώθηκαν μουσουλμάνοι προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ την Παρασκευή για να μεταβούν στο μακάμ ή ιερό του Ναμπί Μούσα, κοντά στην Ιεριχώ. Ο εορτασμός αυτός έγινε συχνά αφορμή για διακοινοτικές συγκρούσεις ύστερα από τη βρετανική κατοχή της Παλαιστίνης το 1917 και την αύξηση της σιωνιστικής επέκτασης. Το πρωί της 4ης Απριλίου 1920, ένα μεγάλο πλήθος Παλαιστινίων συγκεντρώθηκε στο κέντρο της πόλης για να ξεκινήσει η γιορτή. Προσωπικότητες του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος εκφώνησαν ομιλίες στο ενθουσιώδες πλήθος, υπέρ του αραβικού εθνικισμού και κατήγγειλαν τον σιωνισμό. Εβραίοι παρευρισκόμενοι πέταξαν πέτρες στο πλήθος, προκαλώντας ταραχές που επεκτάθηκαν στις εβραϊκές γειτονιές της Παλιάς Πόλης. Καθώς η βία κλιμακώθηκε, οι αποικιακοί αξιωματούχοι της Βρετανικής Εντολής επέβαλαν απαγόρευση κυκλοφορίας τη Δευτέρα, αλλά δεν μπόρεσαν να αποκαταστήσουν την ειρήνη για δύο ακόμη ημέρες. Τελικά, 5 Εβραίοι και 4 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν, 216 Εβραίοι και 23 Παλαιστίνιοι τραυματίστηκαν και περίπου 300 Εβραίοι έφυγαν από την Παλιά Πόλη.
Η Εξέγερση του αλ-Μπουράκ
Στις 15 Αυγούστου 1929, μια ομάδα σιωνιστών με επικεφαλής μέλη της ακροδεξιάς, παραστρατιωτικής οργάνωσης Μπετάρ διαδήλωσαν στο Τείχος αλ-Μπουράκ (ή Δυτικό Τείχος), έναν τόπο ιερό για τους Εβραίους. Ύψωσαν τη σιωνιστική σημαία και τραγούδησαν τον σιωνιστικό ύμνο προκαλώντας τους Παλαιστίνιους της πόλης. Οι Παλαιστίνιοι αντέδρασαν με κινητοποιήσεις και η κατάσταση κλιμακώθηκε, με αποτέλεσμα μια εβδομάδα βίαιων συγκρούσεων κατά τις οποίες σκοτώθηκαν 113 Εβραίοι και 116 Άραβες και πάνω από 200 τραυματίστηκαν. Είναι σημαντικό ότι οι ταραχές έγιναν μετά από χρόνια επέκτασης του σιωνιστικού εποικισμού στην Παλαιστίνη, καθώς και μετά από απόφαση της βρετανικής εντολής να αυξηθεί ο αριθμός των Εβραίων πιστών που είχαν πρόσβαση στο Δυτικό Τείχος, το οποίο βρισκόταν υπό μουσουλμανική εποπτεία για αιώνες. Με την αυξανόμενη υποστήριξη του σιωνιστικού κινήματος από τις αρχές της Βρετανικής Εντολής, οι Παλαιστίνιοι φοβήθηκαν μια σιωνιστική κατάληψη των ιερών χώρων της πόλης. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες συγκρούσεις έγιναν μεταξύ Παλαιστινίων και βρετανικής αστυνομίας, και πιστεύεται ότι οι αρχές της εντολής υποεκτίμησαν τις απώλειες των Παλαιστινίων.
Οι Παλαιστίνιες και αντιαποικιακή αντίσταση στη δεκαετία του 1930
Οι γυναίκες διαδραμάτισαν βασικό οργανωτικό ρόλο κατά της βρετανικής κατοχής και του σιωνιστικού εποικισμού της ιστορικής Παλαιστίνης.
Οι γυναίκες βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του παλαιστινιακού αγώνα για πάνω από έναν αιώνα, τόσο κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής της περιοχής μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και μετά την ίδρυση του Ισραήλ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η άνοδος τόσο των αντιαποικιακών κινημάτων στην Παλαιστίνη όσο και η άνοδος των αντιαποικιακών φεμινιστικών εκστρατειών μπορούν να εντοπιστούν στην εξέγερση του Μπουράκ το 1929.
Ενώ η εμφανής αιτία των ταραχών ήταν οι εντάσεις μεταξύ μουσουλμάνων και νεοαφιχθέντων εβραίων εποίκων σχετικά με το Μπουράκ ή Δυτικό Τείχος, η βρετανική διοίκηση βρέθηκε επίσης στο επίκεντρο της οργής. Οι Παλαιστίνιοι ήταν πάντα εναντίον του βρετανικού αποικιακού σχεδίου∙ ωστόσο, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, υπήρχε επείγουσα ανάγκη να καταπολεμηθούν οι βρετανικές πολιτικές στην περιοχή.
Η Ματιέλ Μογκάνναμ, κορυφαία Παλαιστίνια φεμινίστρια της εποχής, περιγράφει τη βρετανική αντίδραση στην εξέγερση στο βιβλίο της H Αράβισσα και το Παλαιστινιακό Πρόβλημα, που εκδόθηκε το 1937, και σημειώνει: «Εκατοντάδες άνδρες οδηγήθηκαν στη φυλακή, εκατοντάδες σπίτια καταστράφηκαν ανελέητα, εκατοντάδες παιδιά έμειναν ορφανά...».
Η εξέγερση του Μπουράκ εγκαινίασε ένα νέο κύμα οργανωμένης αντίστασης κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας και, το σημαντικότερο, ανάγκασε τις γυναίκες όλων των στρωμάτων να συμμετάσχουν στον αγώνα για την ελευθερία. Στην παραπάνω φωτογραφία, η οποία τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στην Ιερουσαλήμ το 1929, μια σημαία γράφει «Ζήτω η Παλαιστίνη».
Η Μεγάλη Παλαιστινιακή Επανάσταση, 1936-1939 / الثورة العربية في فلسطين
Η Μεγάλη Παλαιστινιακή Επανάσταση, διήρκεσε τρία χρόνια και μπορεί γενικά να χωριστεί σε τρεις φάσεις.
Η πρώτη φάση διήρκεσε από την άνοιξη του 1936 έως τον Ιούλιο του 1937. Στη Ναμπλούς, σχηματίστηκε μια Αραβική Εθνική Επιτροπή και προκηρύχθηκε απεργία στις 19 Απριλίου. Εθνικές Επιτροπές σε άλλες πόλεις επανέλαβαν το κάλεσμα για απεργία, και στις 25 Απριλίου σχηματίστηκε η Αραβική Ανώτατη Επιτροπή, υπό την προεδρία, για να συντονίσει και να υποστηρίξει μια εθνική γενική απεργία, η οποία ξεκίνησε στις 8 Μαΐου. Η απεργία είχε ευρεία απήχηση και προκάλεσε τη διακοπή της εμπορικής και οικονομικής δραστηριότητας στον παλαιστινιακό τομέα. Εν τω μεταξύ, οι Παλαιστίνιοι σε όλη την ύπαιθρο ενώθηκαν σε ένοπλες ομάδες για να επιτεθούν –στην αρχή σποραδικά, αλλά με αυξανόμενη οργάνωση– σε βρετανικούς και σιωνιστικούς στόχους. Οι Βρετανοί εφάρμοσαν διάφορες τακτικές σε μια προσπάθεια να σπάσουν την απεργία και να καταπνίξουν την αγροτική εξέγερση. Οι τάξεις των Βρετανών και Εβραίων αστυνομικών διογκώθηκαν και οι Παλαιστίνιοι υποβλήθηκαν σε κατ’ οίκον έρευνες, νυχτερινές επιδρομές, ξυλοδαρμούς, φυλακίσεις, βασανιστήρια και απελάσεις. Μεγάλες περιοχές της Παλιάς Πόλης της Γιάφα κατεδαφίστηκαν και οι Βρετανοί κάλεσαν στρατιωτικές ενισχύσεις.
Στη δεύτερη φάση, που διήρκεσε από τον Ιούλιο του 1937 έως το φθινόπωρο του 1938, οι Παλαιστίνιοι αντάρτες σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες. Μεγάλες εκτάσεις της λοφώδους παλαιστινιακής ενδοχώρας, συμπεριλαμβανομένης για ένα διάστημα και της Παλιάς Πόλης της Ιερουσαλήμ , περιήλθαν πλήρως υπό τον έλεγχο των εξεγερμένων. Οι εξεγερμένοι δημιούργησαν θεσμούς, κυρίως δικαστήρια και ταχυδρομική υπηρεσία, για να αντικαταστήσουν τις δομές της Βρετανικής Εντολής που επεδίωκαν να διαλύσουν. Οι Βρετανοί, εν τω μεταξύ, επέβαλαν ακόμη πιο σκληρά μέτρα για να προσπαθήσουν να καταπνίξουν την εξέγερση. Η Αραβική Ανώτατη Επιτροπή και όλα τα παλαιστινιακά πολιτικά κόμματα τέθηκαν εκτός νόμου, πολιτικοί και κοινοτικοί ηγέτες συνελήφθησαν και ορισμένα δημόσια πρόσωπα υψηλού κύρους εξορίστηκαν. Οι στρατιωτικές πτυχές της αντεπανάστασης εντάθηκαν και βρετανικά τανκς, αεροπλάνα και βαρύ πυροβολικό αναπτύχθηκαν σε όλη την Παλαιστίνη. Οι Βρετανοί επέβαλαν επίσης συλλογική τιμωρία: χιλιάδες Παλαιστίνιοι παραπέμφθηκαν σε «στρατόπεδα κράτησης», κατοικίες καταστράφηκαν, σχολεία έκλεισαν, σε χωριά επιβλήθηκαν συλλογικά πρόστιμα και αναγκάστηκαν να φιλοξενήσουν βρετανικά στρατεύματα και αστυνομικούς. Τα σιωνιστικά στρατιωτικά όργανα εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για να ενισχύσουν τις δραστηριότητές τους με βρετανική υποστήριξη. Μέχρι τις αρχές του 1939, τα μέλη της Εβραϊκής Αστυνομίας των Οικισμών (περίπου 14.000) που χρηματοδοτούνταν και εξοπλίζονταν από τη βρετανική κυβέρνηση και οι λεγόμενες Ειδικές Νυχτερινές Ομάδες που αποτελούνταν από Εβραίους και Βρετανούς, εξαπέλυσαν «ειδικές επιχειρήσεις» εναντίον παλαιστινιακών χωριών.
Η τρίτη φάση της εξέγερσης διήρκεσε περίπου από το φθινόπωρο του 1938 έως το καλοκαίρι του 1939. Οι Βρετανοί εξαπέλυσαν ολομέτωπη επίθεση: το 1939 περισσότεροι Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν, περισσότεροι εκτελέστηκαν (με απαγχονισμό) και σχεδόν διπλάσιοι από το 1938 φυλακίστηκαν. Η βιαιότητα αυτή άσκησε τεράστια πίεση στους εξεγερμένους, επιδεινώνοντας τις ρήξεις μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας της Αραβικής Ανώτατης Επιτροπής που ήταν εξόριστη στη Δαμασκό και της τοπικής ηγεσίας στη χώρα, μεταξύ των επαναστατικών ομάδων και των πληθυσμών των χωριών που θα έπρεπε να τις υποστηρίξουν και να τις ανεφοδιάσουν, και τελικά μεταξύ των Παλαιστινίων που παρέμεναν προσηλωμένοι στην εξέγερση και εκείνων που ήταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν με τους Βρετανούς. Ο συνδυασμένος αντίκτυπος των στρατιωτικών και διπλωματικών προσπαθειών της Βρετανίας έθεσε τέρμα στην εξέγερση στα τέλη του καλοκαιριού του 1939. Στα τρία χρόνια της εξέγερσης, περίπου 5.000 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν και σχεδόν 15.000 τραυματίστηκαν. Οι Παλαιστίνιοι ηγέτες εξορίστηκαν, δολοφονήθηκαν, φυλακίστηκαν και αναγκάστηκαν να στραφούν ο ένας εναντίον του άλλου. Η συνδυασμένη βρετανο-σιωνιστική επίθεση στην πολιτική και κοινωνική ζωή των Παλαιστινίων κατά τη διάρκεια της εξέγερσης είχε μακροχρόνιες επιπτώσεις.
Η Νάκμπα النَّكْبَة (Καταστροφή), 1948
Τον Νοέμβριο του 1947, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, τα νεοσύστατα Ηνωμένα Έθνη ενέκριναν ένα σχέδιο διχοτόμησης της Παλαιστίνης σε εβραϊκό και αραβικό κράτος, ενάντια στη θέληση της πλειοψηφίας του παλαιστινιακού αραβικού πληθυσμού. Έδωσε το 56% της γης στο προτεινόμενο εβραϊκό κράτος, παρά το γεγονός ότι οι Εβραίοι κατείχαν μόνο το 7% περίπου της ιδιωτικής γης στην Παλαιστίνη και αποτελούσαν μόνο το 33% περίπου του πληθυσμού, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του οποίου ήταν πρόσφατοι μετανάστες από την Ευρώπη. Το παλαιστινιακό αραβικό κράτος επρόκειτο να δημιουργηθεί μόλις στο 42% της Παλαιστίνης, παρόλο που οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί Παλαιστίνιοι αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού και ήταν αυτόχθονες σε όλη τη χώρα. Η Ιερουσαλήμ επρόκειτο να διοικείται από μια ειδική διεθνή διοίκηση.
Η πρόταση αυτή δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Σχεδόν αμέσως μετά την ψήφιση του σχεδίου διχοτόμησης, άρχισε η εκδίωξη των Παλαιστινίων από σιωνιστικές πολιτοφυλακές, μήνες πριν εμπλακούν οι στρατοί των γειτονικών αραβικών κρατών.
Βασιζόμενες σε στρατιωτικά σχέδια που είχαν εκπονηθεί ήδη από το 1945, οι σιωνιστικές ένοπλες ομάδες άρχισαν να αυξάνουν συστηματικά τις επιθέσεις εναντίον των Παλαιστινίων από τον Δεκέμβριο του 1947 με στόχο την εκδίωξή τους.
Η στρατηγική των Σιωνιστών κορυφώθηκε με το Σχέδιο Ντάλετ, το σχέδιο για τη στρατιωτική τους δράση, το οποίο προέβλεπε την «καταστροφή των χωριών» με «πυρπόληση, ανατίναξη και τοποθέτηση ναρκών στα συντρίμμια».
Ανέφερε επίσης ότι «σε περίπτωση αντίστασης, η ένοπλη δύναμη πρέπει να καταστραφεί και ο πληθυσμός πρέπει να εκδιωχθεί εκτός των συνόρων του κράτους».
Οι σιωνιστικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν διάφορες τακτικές για να αναγκάσουν τους Παλαιστίνιους να φύγουν, συμπεριλαμβανομένων βομβαρδισμών, σφαγών και ψυχολογικού πολέμου, μεταξύ άλλων μέσων.
Άοπλοι πολίτες σκοτώθηκαν αδιακρίτως κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, ορισμένοι από τους οποίους θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους.
Μεταξύ Δεκεμβρίου 1947 και 14 Μαΐου 1948, περίπου 175.000 Παλαιστίνιοι εκδιώχθηκαν και 200 χωριά και αστικά κέντρα καταστράφηκαν και καταλήφθηκαν.
Στις 14 Μαΐου 1948, το κράτος του Ισραήλ ανακηρύχθηκε μονομερώς, μία ημέρα πριν από την επίσημη λήξη της Βρετανικής Εντολής.
Στη συνέχεια, αραβικοί στρατοί εισήλθαν στην Παλαιστίνη για να αποκρούσουν τις ισραηλινές στρατιωτικές προόδους.
Οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν επίσημα τον Ιούλιο του 1949 με την υπογραφή συμφωνιών ανακωχής μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών κρατών.
Το Ισραήλ κατέλαβε το 78% της ιστορικής Παλαιστίνης, ενώ το υπόλοιπο 22% βρισκόταν υπό αραβικό έλεγχο.
Μέχρι το τέλος του πολέμου, οι σιωνιστικές δυνάμεις είχαν σκοτώσει 13.000 Παλαιστίνιους, είχαν καταστρέψει και ερημώσει περίπου 530 χωριά και πόλεις, είχαν διαπράξει τουλάχιστον 30 σφαγές και είχαν εκδιώξει 750.000 ανθρώπους.
Περίπου 150.000 παρέμειναν εντός των ορίων του νεοσύστατου κράτους του Ισραήλ, πολλοί από αυτούς εκτοπισμένοι στο εσωτερικό.
Στη συνέχεια, το Ισραήλ ψήφισε νόμους με τους οποίους κατέσχεσε την παλαιστινιακή περιουσία και τα περιουσιακά στοιχεία που άφησαν πίσω τους οι εκδιωχθέντες, συμπεριλαμβανομένης της γης, των σπιτιών, των χρημάτων, των μετοχών, των επίπλων, των εταιρειών και άλλων κινητών περιουσιακών στοιχείων.
Επίσης, θέσπισε τον νόμο της επιστροφής, ο οποίος παρέχει την ισραηλινή υπηκοότητα στους Εβραίους που μετακομίζουν στο Ισραήλ, ενώ στερεί από τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες το δικαίωμα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Σήμερα, υπάρχουν 5,8 εκατομμύρια καταγεγραμμένοι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες που ζουν σε δεκάδες καταυλισμούς στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, τη Λωρίδα της Γάζας, την Ιορδανία, τη Συρία και το Λίβανο. Οι εσωτερικά εκτοπισμένοι Παλαιστίνιοι, στους οποίους δόθηκε η ισραηλινή υπηκοότητα (ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας), ανέρχονται σε περίπου δύο εκατομμύρια άτομα.