Jojef Daher
Η συριακή επανάσταση και η χειραφέτηση των Παλαιστινίων και των Κούρδων
Συνέντευξη του Jojef Daher στο e la libertà
e la libertà: Ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς επέλεξε να μην υποστηρίξει τη συριακή επανάσταση, ή ακόμα και να σταθεί στο πλευρό της δικτατορίας του Άσαντ. Το βασικό επιχείρημα είναι, ότι το συριακό καθεστώς αποτέλεσε για χρόνια έναν σύμμαχο του Παλαιστινιακού κινήματος. Η ανατροπή του θα ήταν μια πολύ σοβαρή ήττα για τους Παλαιστίνιους. Υπάρχει κάποια αλήθεια σ’ αυτούς τους ισχυρισμούς; Ποιες ήταν οι σχέσεις του συριακού μπααθικού καθεστώτος με το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα; Και επίσης, ποια ήταν η αντιμετώπιση των Παλαιστινίων προσφύγων στα στρατόπεδα της Συρίας όλα αυτά τα χρόνια; Πώς είδαν οι Παλαιστίνιοι της Συρίας τη συριακή επανάσταση; Υπήρξε συμμετοχή Παλαιστινίων στις αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις;
Jojef Daher: Η άποψη ότι το καθεστώς Άσαντ υποστηρίζει την απελευθέρωση των Παλαιστινίων είναι ένα από τα μεγαλύτερα ψέματά του. Στην πραγματικότητα, η τελική ρήξη το 1970 ανάμεσα στον Σαλάχ Τζαντίντ, de facto ηγέτη της Συρίας εκείνη την εποχή, και τον Χαφέζ αλ-Άσαντ, ο οποίος ήταν υπουργός Άμυνας και αρχηγός της Αεροπορίας, συνέβη μετά την άρνηση του Χαφέζ αλ-Άσαντ να στηρίξει την κυβέρνηση στην απόφαση να επιτρέψει στον Παλαιστινιακό Απελευθερωτικό Στρατό (υπό τη διοίκηση του Συριακού Αραβικού Στρατού (SAA)) να παρέμβει στην Ιορδανία κατά τη διάρκεια του πολέμου το 1970 μεταξύ της παλαιστινιακής αντίστασης και του στρατού του βασιλιά Χουσεΐν. Αυτό οδήγησε στον αιματηρό Μαύρο Σεπτέμβρη που σκοτώθηκαν χιλιάδες Παλαιστίνιοι. Το κόμμα Μπάαθ με επικεφαλής τον Τζαντίντ ξεκίνησε μια διαδικασία για να εκδιώξει τον Άσαντ από τις θέσεις εξουσίας του, προκειμένου να ελέγξει περισσότερο τον στρατό. Η απόφαση δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ο στρατός πήρε τον έλεγχο των αρχηγείων του κόμματος, με τις εντολές του Χαφέζ αλ-Άσαντ και του Μουσταφά Τλας. Αυτό το νέο αιματηρό πραξικόπημα οδήγησε στον πλήρη έλεγχο του κόμματος και του καθεστώτος από τον Άσαντ.
Οι δυνάμεις του καθεστώτος Άσαντ μπήκαν στον Λίβανο το 1976 με την υποστήριξη και την έγκριση των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ για να συντρίψουν τις παλαιστινιακές και λιβανέζικες αριστερές δυνάμεις.
Καθ’ όλη τη δεκαετία της δεκαετίας του 1980, είχαμε τον πόλεμο των στρατοπέδων μεταξύ κυρίως της Αμάλ και των παλαιστινιακών ομάδων και η Συρία υποστήριζε την Αμάλ εναντίον των παλαιστινιακών ομάδων και τις συνέτριψε.
Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό, είναι ότι μετά το 1982 και τη συντριβή των παλαιστινιακών ομάδων στο Λίβανο από το συριακό καθεστώς, το στρατόπεδο του Γιάρμουκ, το οποίο είναι μια συνοικία Παλαιστινίων στη Δαμασκό, έγινε μάρτυρας μιας σειράς εξεγέρσεων ή διαδηλώσεων σε μαζικό επίπεδο μέσα στη Δαμασκό. Υπήρξε μαζική καταστολή από τις συριακές μυστικές υπηρεσίες εναντίον τους, με περισσότερους από 1.000 πολιτικούς κρατούμενους στις φυλακές του Άσαντ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ογδόντα.
Από το 1974 έως το 2011, δεν υπήρξε ούτε ένας πυροβολισμός ούτε μία σφαίρα από τη Συρία για την απελευθέρωση του κατεχόμενου Γκολάν. Ο Άσαντ ήταν πάντα έτοιμος να συνάψει ειρηνευτική συμφωνία με το Ισραήλ αν το Ισραήλ έδινε πίσω τουλάχιστον ένα τμήμα του κατεχόμενου Γκολάν, αλλά το Ισραήλ ποτέ δεν το θέλησε αυτό. Δεν ήταν το αντίθετο και είναι πολύ σημαντικό να το καταλάβουμε. Μέχρι σήμερα βλέπει τον Άσαντ ως το μικρότερο κακό, ως την καλύτερη εγγύηση για τα δικά του σύνορα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι ικανοποιημένο με μια εξασθενημένη δικτατορία στη Συρία και όχι με την αλλαγή καθεστώτος. Το Ισραήλ φοβάται τις διάφορες εξεγέρσεις στην περιοχή, επειδή τα αυταρχικά καθεστώτα είχαν συμφέρον να συνεργαστούν άμεσα ή έμμεσα με το Ισραήλ και να συντρίψουν τον λαό τους μαζί και με τους Παλαιστίνιους.
Το καλύτερο παράδειγμα ήταν δήλωση του Άβιγκντορ Λίμπερμαν, του Υπουργού Εξωτερικών του Ισραήλ το 2011, ότι η μεγαλύτερη απειλή για το Ισραήλ είναι μια επιτυχημένη αιγυπτιακή επανάσταση, μια αιγυπτιακή δημοκρατία και όχι το Ιράν. Επειδή αυτή η επανάσταση θα μπορούσε να επεκταθεί στην περιοχή και οι λαοί που απελευθερώνονται θα στραφούν προς την παλαιστινιακή υπόθεση που αποτελεί κεντρική υπόθεση εδώ και δεκαετίες στην περιοχή. Έτσι λοιπόν, όχι, το καθεστώς Άσαντ απέχει σίγουρα πολύ από το να είναι σύμμαχος του παλαιστινιακού λαού ή οποιουδήποτε λαού που αγωνίζεται για ελευθερία και αξιοπρέπεια.
Από το 2011, σημειώθηκε μαζική καταστολή εναντίον των Παλαιστινίων προσφύγων στη Συρία. Το στρατόπεδο της Συρίας Γιαρμούκ υπέστη μια τρομερή πολιορκία με εκατοντάδες ανθρώπους που πεθαίνουν από πείνα κλπ. Την πρώτη εβδομάδα της εξέγερσης, η Μπουθάινα Σααμπάν, σύμβουλος του συριακού καθεστώτος, κατηγόρησε τους Παλαιστίνιους για υποκίνηση προσπαθειών θρησκευτικών συγκρούσεων στη Συρία, ειδικά στη Λατάκια κλπ. Αρκετά παλαιστινιακά στρατόπεδα προσφύγων έχουν βομβαρδιστεί.
Υπάρχουν περισσότεροι από 20.000 Παλαιστίνιοι καταζητούμενοι το καθεστώς Άσαντ.
Επί του παρόντος, οι συριακές στρατιωτικές επιχειρήσεις και οι αεροπορικές επιδρομές συνεχίζονται σε διάφορες περιοχές, μεταξύ των οποίων πριλαμβάνεται και ο καταυλισμός Γιαρμούκ που έχει καταληφθεί από το ισλαμικό κράτος, αλλά στον οποίο εξακολουθούν να υπάρχουν από 300 ως 1000 άμαχοι. Από τις 19 Απριλίου, 5.000 από τους εκτιμώμενους 6.000 πολίτες που αποχώρησαν από το Γιάρμουκ όταν ξεκίνησε η επίθεση εναντίον του IS, κατέφυγαν στο κοντινό χωριό Γιάλντα, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη. Ενώ δεν αντιμετωπίζουν πλέον πυρά, έχουν επίσης μεγάλες ανάγκες, όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος της UNRWA, Chris Gunness, και πολλοί από τους νεοαφιχθέντες στην Γιάλντα «ζητιανεύουν για φάρμακα και κοιμούνται στους δρόμους».
Πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι, όπως και σε άλλες εθνικές και θρησκευτικές ομάδες στη Συρία, δεν υπήρχε ενιαία πολιτική θέση μεταξύ των Παλαιστινίων στη Συρία. Κάποιοι αντιτάχθηκαν στο καθεστώς και είναι μοιρασμένοι σε ένα ποικίλο πολιτικό φάσμα (αριστεροί, φιλελεύθεροι και ισλαμιστές φονταμενταλιστές), συμπεριλαμβανομένων των νεολαίων Παλαιστινιο-Συρίων ακτιβιστών, οι οποίοι συμμετείχαν στην εξέγερση από την αρχή ως διαδηλωτές, οργανωτές εργασιών βοήθειας και περίθαλψης για τραυματίες και εσωτερικά εκτοπισμένους Σύριους ή ως δημοσιογράφοι, φωτογράφοι και ακτιβιστές των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ορισμένα άτομα εντάχθηκαν επίσης στις ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης, ακόμη και στις τζιχαντιστικές ομάδες όπως το IS και ο Χαϊ’άτ Ταχρίρ Σαμ, αν και όχι σε μαζικούς αριθμούς. Ωστόσο, άλλοι τμήματα των Παλαιστινίων υποστηρίζουν το καθεστώς και τις παλαιστινιακές παραστρατιωτικές πολιτοφυλακές όπως η Λίουα αλ-Κοθντς, η Κουουάτ ασ-Σα’ίκα (στρατιωτική πτέρυγα του Αραβικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Μπάαθ - Παλαιστίνη Οργάνωση) κλπ. Οι μαχητές του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης - Γενική Διοίκηση δούλευαν πράγματι χέρι-χέρι με τη mukhabarat και πραγματοποιούσαν περιπολίες ασφαλείας για το καθεστώς στο στρατόπεδο Γιαρμούκ καταστέλλοντας τους ακτιβιστές. Η πλειοψηφία των Παλαιστινίων στη Συρία, οι οποίοι πήραν τα όπλα στον πόλεμο, υποστήριξε πράγματι το συριακό καθεστώς.
Πιστεύω ότι η απελευθέρωση των λαϊκών τάξεων της περιοχής και της Παλαιστίνης συνδέεται. Η απελευθέρωση της Παλαιστίνης και των λαϊκών της τάξεων συνδέεται με την απελευθέρωση και τη χειραφέτηση των λαϊκών τάξεων στην περιοχή εναντίον των αρχουσών τους τάξεων και των διαφόρων ιμπεριαλιστών δυνάμεων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ και της Ρωσίας, και των περιφερειακών δυνάμεων όπως το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ. Με την ίδια λογική πρέπει να καταπολεμήσουμε όλες τις προσπάθειες των καθεστώτων και των ισλαμικών αντιδραστικών δυνάμεων να διασπάσουν τις λαϊκές τάξεις ανάλογα με το φύλο τους, τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τις εθνικότητες κ.λπ. σε μια προσπάθεια να τους ελέγξουν και επομένως να εμποδίσουν την απελευθέρωσή τους, καθώς επίσης και την απελευθέρωση των παλαιστινιακών λαϊκών τάξεων.
Ο πολλαπλασιασμός των επιθέσεων του Ισραήλ στη Συρία συνδέεται με την ιρανική παρουσία και επιρροή. Απρόθυμο να δει οποιαδήποτε ριζική αλλαγή στα σύνορά του, το Ισραήλ ευνόησε μια παρόμοια με τις ΗΠΑ εναλλακτική στρατηγικά στη Συρία. Οι βασικές προτεραιότητες του ισραηλινού κράτους ήταν, πρώτον, να αποφευχθεί η διάδοση του εμφυλίου πολέμου στη Συρία πέραν των συνόρων της και, δεύτερον, να αποτραπεί να πέσουν στα χέρια εξτρεμιστικών ισλαμικών ομάδων χημικά όπλα ή η μεταφορά σημαντικών οπλικών συστημάτων στην Χεζμπολάχ στο Λίβανο. Τον Σεπτέμβριο του 2017, ο πρώην αρχηγός των ισραηλινών δυνάμεων Αμίρ Έσελ δήλωσε ότι το Ισραήλ είχε πλήξει αυτοκινητοπομπές μεταφοράς όπλων του συριακού στρατού και της συμμάχου του της Χεζμπολάχ σχεδόν 100 φορές από τις αρχές του 2012. Το καθεστώς του Άσαντ, που δεν επιθυμεί να προκαλέσει το Ισραήλ, ποτέ δεν απάντησε σ’ αυτές επεμβάσεις, εκτός από τον Φεβρουάριο του 2018, όταν αντιπυραυλικά πυρά κατέστρεψαν ένα ισραηλινό πολεμικό αεροπλάνο που επέστρεφε από βομβιστική επίθεση σε ιρανικές θέσεις στη Συρία. Το Ισραήλ ξεκίνησε στη συνέχεια μια δεύτερη και πιο εντατική αεροπορική επιδρομή, χτυπώντας αυτό που δήλωσε ότι ήταν 12 ιρανικοί και συριακοί στόχοι στη Συρία, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων αεράμυνας της Συρίας. Μετά από αυτή την αντιπαράθεση, τόσο το Ισραήλ όσο και η Συρία σημείωσαν ότι δεν επιζητούν ευρύτερες συγκρούσεις, ενώ η Ρωσία και οι ΗΠΑ ανησυχούσαν για οποιαδήποτε πιο βίαιη κλιμάκωση.
Επίσης, οι ισραηλινές αρχές εξέφρασαν δημοσίως την αντίθεσή τους στην παρουσία στρατευμάτων του Ιράν ή της Χεζμπολάχ κοντά στα σύνορά τους και κάλεσαν τη Ρωσία να αποτρέψει κάτι τέτοιο. Στο πλαίσιο αυτό, το Ισραήλ πολλαπλασίασε τις επιθέσεις, ιδιαίτερα από το 2017, κατά της Χεζμπολάχ και των φιλο-ιρανικών στόχων στη Συρία.
Το βασικό ζήτημα σήμερα για το Ισραήλ είναι η παρουσία του Ιράν και της Χεζμπολά στη Συρία κοντά στα σύνορά του.
e la libertà: Οι σχέσεις του καθεστώτος των Άσαντ με τους Κούρδους είναι μάλλον πιο περίπλοκη. Το συριακό μπααθικό καθεστώς κράτησε διαφορετική στάση απέναντι στα κουρδικά κινήματα και στις κουρδικές πολιτικές οργανώσεις στις χώρες τις περιοχής (Τουρκία, Ιράν, Ιράκ). Στη Συρία για δεκαετίες οι Κούρδοι της Συρίας υπέστησαν μάλλον σκληρή καταπίεση. Θα θέλατε να μας εξηγήσετε αυτές τις αντιφατικές επιλογές;
Jojef Daher: Τα πρώτα συριακά κουρδικά κόμματα ιδρύθηκαν τη δεκαετία του 1950 ως αποτέλεσμα ενός όλο και πιο επιθετικού και σοβινιστικού αραβικού εθνικισμού και της αυξανόμενης απογοήτευσης των Κούρδων μελών του Συριακού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ενώ οι Κούρδοι είχαν σημαντική παρουσία στο κόμμα και ήταν πολύ κοντά σε αυτό, πολλοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το κόμμα με επικεφαλής τον Χαλίντ Μπακντάς δεν θα υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των Κούρδων και στην πραγματικότητα αντιτάχθηκε στην αναγνώριση των εθνικών δικαιωμάτων των Κούρδων στη Συρία.
Στη δεκαετία του 1950 και του 1960, οι Κούρδοι στη Συρία αποτελούσαν τα κυριότερα εξιλαστήρια θύματα του αυξανόμενου αραβικού εθνικισμού στη Συρία. Παρουσιάστηκαν ως πληρωμένοι πράκτορες που δούλευαν στην υπηρεσία ισχυρών ξένων εχθρών, ιδίως του αμερικανικού και του σιωνιστικού ιμπεριαλισμού. Τα πρώτα μέτρα του σχεδίου «Αραβική Ζώνη» ξεκίνησαν το 1962. Αυτή η πολιτική της «Αραβικής Ζώνης» ήταν ένα σχέδιο για μία υγειονομική ζώνη μεταξύ Σύριων και Κούρδων των γειτονικών περιοχών γύρω από το βόρειο και βορειοανατολικό άκρο της Τζαζίρα, κατά μήκος των συνόρων με την Τουρκία και το Ιράκ. Μια «έκτακτη απογραφή» του πληθυσμού της Τζαζίρα το 1962 είχε ως αποτέλεσμα να στερηθούν την ιθαγένεια περίπου 120.000 Κούρδοι και να δηλωθούν ως αλλοδαποί, αφήνοντάς αυτούς, και στη συνέχεια τα παιδιά τους, στερημένους από τα βασικά αστικά δικαιώματα και καταδικάσμένους στη φτώχεια και τις διακρίσεις.
Το καθεστώς Άσαντ συνέχισε τις πολιτικές διακρίσεων και διατήρησε το θεσμικό ρατσιστικό σύστημα εναντίον του κουρδικού πληθυσμού στη Συρία. Μεταξύ του 1972 και του 1977, εφαρμόστηκε μια πολιτική αποικισμού σε συγκεκριμένες περιοχές που κατοικούνταν πλειοψηφικά από τον κουρδικό πληθυσμό ως συνέχεια του σχεδίου «Αραβική ζώνη». Περίπου 25.000 «Άραβες» αγρότες, των οποίων τα εδάφη κατακλύστηκαν από την κατασκευή του φράγματος Τάμπκα, στάλθηκαν στην Άνω Τζαζίρα και εγκαταστάθηκαν σε «σύγχρονα χωριά» κοντά σε κουρδικά χωριά.
Εν τω μεταξύ, το καθεστώς ανέπτυξε μια πολιτική για την κάλυψη ορισμένων τμημάτων της κουρδικής κοινωνίας -ιδιαίτερα με την αυξανόμενη αντιπολίτευση στη χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980- και για την εξυπηρέτηση στόχων εξωτερικής πολιτικής. Ορισμένοι Κούρδοι συμμετείχαν στο σύστημα του καθεστώτος μέσω της ενσωμάτωσης ορισμένων κουρδικών ελίτ από τις θρησκευτικές αδελφότητες και τους επίσημους σεΐχηδες, όπως ο Άχμαντ Κουφτάρο, μουφτής της δημοκρατίας μεταξύ 1964 και 2004 και ο Μουχάμμαντ Σα’ίντ Ραμαντάν αλ Μπούτι1. Αρκετοί Κούρδοι κατείχαν θέσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση, ενώ άλλοι έφτασαν σε υψηλές θέσεις. Ωστόσο, αυτό γινόταν υπό την προϋπόθεση να μην επιδεικνύεται κάποια συγκεκριμένη κουρδική εθνοτική συνείδηση. Κάποιοι Κούρδοι συμπεριλήφθηκαν επίσης στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στη δεκαετία του 1980 σε τμήματα της ελίτ του στρατού ή συνδέθηκαν με συγκεκριμένες στρατιωτικές ομάδες που υπηρετούσαν το καθεστώς. Ένας άλλος τρόπος συνεργασίας ήταν η συνεργασία των τοπικών υπηρεσιών ασφαλείας με ορισμένες οικογένειες των Κούρδων που έκαναν λαθρεμπόριο στη Τζαζίρα στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας και Συρίας-Ιράκ.
Αυτή η πολιτική συνεργασίας περιλάμβανε και ορισμένα κουρδικά πολιτικά κόμματα. Το καθεστώς Άσαντ σύναψε μια μορφή συμμαχίας με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK)2 και ο Οτζαλάν έγινε επίσημος προσκεκλημένος του καθεστώτος στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στο πλαίσιο των συριακών και τουρκικών εντάσεων. Το ΡΚΚ είχε την έγκριση να στρατολογεί μέλη και μαχητές, που έφτασαν μεταξύ 5.000 και 10.000 άτομα στη δεκαετία του 1990 και να ξεκινήσει στρατιωτικές επιχειρήσεις από τη Συρία εναντίον του τουρκικού στρατού. Το PKK είχε γραφεία στη Δαμασκό και σε αρκετές βόρειες πόλεις3. Οι μαχητές του ΡΚΚ πήραν de facto τον έλεγχο σε μικρά τμήματα της συριακής επικράτειας, ιδιαίτερα στο Αφρίν. Άλλα κουρδικά πολιτικά κόμματα συνεργάστηκαν επίσης με το καθεστώς της Συρίας, όπως η Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (PUK)4 με επικεφαλής τον Τζαλάλ Ταλαμπανί, ο οποίος ήταν στη Συρία από το 1972 και αργότερα το 1979 το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα (KDP)5 που συνδέεται με τον Κούρδο ηγέτη Μασούντ Μπαρζανί.
Η sine qua non προϋπόθεση αυτής της στήριξης από το καθεστώς της Συρίας ήταν η αποχή των κουρδικών κινημάτων του Ιράκ και της Τουρκίας από κάθε προσπάθεια κινητοποίησης των Σύριων Κούρδων εναντίον του συριακού καθεστώτος. Η Δαμασκός ήταν σε θέση να εκμεταλλευτεί αυτές τις κουρδικές πολιτικές ομάδες για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα, χρησιμοποιώντας τες ως μέσο στην εξωτερική πολιτική για να επιτύχει κάποιους περιφερειακούς στόχους και σε εθνικό επίπεδο, για να εκτρέψει το κουρδικό ζήτημα μακριά από τη Συρία προς το Ιράκ και την Τουρκία.
Οι σχέσεις μεταξύ των κουρδικών πολιτικών κομμάτων και του συριακού καθεστώτος έγιναν όλο και πιο κακές στο τέλος της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η βελτίωση των σχέσεων της Τουρκίας και της Συρίας είχε σαν αποτέλεσμα οι δυνάμεις ασφαλείας της Συρίας να εξαπολύσουν διάφορα κύματα καταστολής εναντίον των στοιχείων του ΡΚΚ που είχαν απομείνει στη Συρία. Μετά την αποπομπή του Οτζαλάν το 1998 και τη φυλάκιση πολλών μελών του ΡΚΚ, οι ακτιβιστές του κόμματος προσπάθησαν να δημιουργήσουν νέα κόμματα με τον διπλό στόχο να αποφύγουν την κρατική καταστολή και να υποστηρίξουν τα χιλιάδες μέλη και τους συμπατριώτες τους. Το Δημοκρατικό Κόμμα PYD ιδρύθηκε το 2003 ως διάδοχος του ΡΚΚ στη Συρία.
Από το 2000 εξασθένισαν επίσης και οι σχέσεις με το KDP και το PUK, καθώς η Δαμασκός προσπαθούσε να εξομαλύνει τις σχέσεις με τη Βαγδάτη, πράγμα που σήμαινε τον τερματισμό της παρέμβασής της στις ιρακινές κουρδικές υποθέσεις.
Το 2004, η κουρδική εξέγερση, η οποία είχε ξεκινήσει από την πόλη Καμισλί και είχε εξαπλωθεί στις περιοχές με κουρδική πλειοψηφία σε όλη τη χώρα - την Τζαζίρα, το Αφρίν - αλλά και στο Χαλέπι και τη Δαμασκό, καταστάλθηκε άγρια από τις δυνάμεις ασφαλείας. Το καθεστώς απευθύνθηκε για συνεργασία σε ορισμένες αραβικές φυλές στα βορειοανατολικά που είχαν ιστορικούς δεσμούς με το καθεστώς. Περίπου 2.000 διαδηλωτές συνελήφθησαν και 36 σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η κουρδική Ιντιφάντα, καθώς και οι εξελίξεις στο ιρακινό Κουρδιστάν, με την αυξανόμενη αυτονομία και την προβολή κουρδικών εμβλημάτων, πρόσφεραν στον συριακό κουρδικό λαό αυξημένη αυτοπεποίθηση για να κινητοποιηθεί για τα δικαιώματά του και δυνάμωσε την εθνική συνείδηση της νεολαίας και τη θέλησή της για αλλαγή.
Οι Κούρδοι συνέχισαν να διεκδικούν διοργανώνοντας εκδηλώσεις με τις οποίες γιόρταζαν την κουρδική ταυτότητά τους και διαμαρτυρόμενοι για την αντι-κουρδική πολιτική της κυβέρνησης. Οι Κούρδοι φοιτητές διαφόρων πολιτικών ομάδων ήταν επίσης πολύ δραστήριοι καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των ετών στις πανεπιστημιουπόλεις, ιδιαίτερα στη Δαμασκό και το Χαλέπι. Η Συρία ακολούθησε σκληρές κατασταλτικές πολιτικές εναντίον των κουρδικών πολιτικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων και των εορτασμών.
e la libertà: Πώς είδαν οι Παλαιστίνιοι τη Συριακή επανάσταση στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα; Ποια ήταν η στάση των πολιτικών οργανώσεών τους (η Παλαιστινιακή Αρχή, η Χαμάς και η Παλαιστινιακή Αριστερά);
Jojef Daher: Υπάρχουν ποικίλες απόψεις μεταξύ των Παλαιστινίων στα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη. Στην αρχή της συριακής εξέγερσης υπήρξε ένα γενικό κλίμα υποστήριξης μετά την Αίγυπτο και την Τυνησία. Καθώς η εξέγερση μετατρεπόταν όλο και περισσότερο σε ένοπλο πόλεμο μετά το 2013, οι θέσεις έγιναν λιγότερο σαφείς, αν και υπάρχουν γενικές συμπάθειες προς τη συριακή εξέγερση μέχρι σήμερα.
Η ηγεσία της PLO με επικεφαλής τη Φατάχ, η οποία ήταν κατά το παρελθόν κατά κύριο λόγο ενάντια στο καθεστώς του Ασαντ, πλησίαζε όλο και περισσότερο προς το καθεστώς από την αρχή της εξέγερσης. Τον Ιανουάριο του 2016, εκπρόσωποι του κινήματος Φατάχ από τη Συρία και την κατεχόμενη Δυτική Όχθη εξύμνησαν το καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ και του αιγυπτιακού στρατού κατά τη διάρκεια της γιορτής για την 51η επέτειό της στη Δαμασκό. Συνεργάζονται σε διάφορα ζητήματα σχετικά με τους Παλαιστινίους στη Συρία.
Το PFLP επίσημα είναι ουδέτερο, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ηγεσίας του είναι πολύ κοντά στο καθεστώς Άσαντ, διότι εξαρτάται απ’ αυτή τη σχέση και ακόμη και σε κάποιο βαθμό, λένε κάποιοι, από την χρηματοδότηση. Έχουν επίσης πολύ στενή συνεργασία με τη Χεζμπολάχ. Μια μορφή του κινήματος η Λέιλα Χάλεντ έχει επανειλημμένα διακηρύξει την υποστήριξή της στο καθεστώς Άσαντ. Εντούτοις, μεταξύ των νέων και της βάσης του κόμματος τα συναισθήματα είναι πιο ανάμικτα, και κάποιοι υποστηρίζουν ακόμη και την εξέγερση.
Για περισσότερο από μια δεκαετία πριν την εξέγερση, το πολιτικό γραφείο της Χαμάς είχε τη βάση του στη Συρία. Η Χαμάς ενδιαφέρθηκε να διατηρήσει τη σχέση της με το συριακό καθεστώς, το οποίο υποστήριξε και καλωσώρισε την οργάνωση όταν τα περισσότερα άλλα αραβικά καθεστώτα της έκλεισαν τις πόρτες τους.
Ενώ ορισμένοι ανώτεροι αξιωματούχοι και στελέχη της Χαμάς εξέφρασαν ανοιχτά την υποστήριξή τους στη συριακή επανάσταση στην αρχή (μεταξύ αυτών και ο Ισμαΐλ Χανίεχ σε ομιλία του στο τζαμί Αλ-Αζχάρ του Καΐρου στις 24 Φεβρουαρίου 2012), η Χαμάς διατήρησε επίσημα ουδέτερη στάση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το κίνημα υποστήριξε τα δικαιώματα του συριακού λαού χωρίς να καταδικάζει ούτε να αντιτίθεται άμεσα στο συριακό καθεστώς. Η οργάνωση προσπάθησε μάλιστα να μεσολαβήσει στην κρίση επανειλημμένα και ενθάρρυνε τον Σύριο Πρόεδρο Μπασάρ αλ-Ασαντ να πραγματοποιήσει άμεσες μεταρρυθμίσεις. Ο Μαχμούντ Ζάχαρ, υπουργός Εξωτερικών της Χαμάς, δήλωσε ότι η θέση της Χαμάς σχετικά με τις επαναστάσεις στη Λιβύη, την Τυνησία και την Αίγυπτο ήταν ουδέτερη και ότι υιοθετούσε την ίδια πολιτική απέναντι στη Συρία.
Η συνεχιζόμενη σύγκρουση και οι αυξημένες εντάσεις με το καθεστώς της Συρίας ώθησαν τελικά την ηγεσία της Χαμάς στη Δαμασκό να εγκαταλείψει τη χώρα το Φεβρουάριο του 2012.
Οι σχέσεις της Χαμάς με το καθεστώς της Συρίας επιδεινώθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2012, ιδίως μετά από μια ομιλία του Χάλεντ Μισ’άλ στην Τουρκία στις 30 Σεπτεμβρίου 2012, κατά την οποία εξέφρασε την υποστήριξή του στη Συριακή επανάσταση. Τον Νοέμβριο του 2012, η εθνική τηλεόραση της Συρίας κατηγόρησε τον Μισ’άλ για εσχάτη προδοσία. Επιπλέον, οι στρατιωτικές ταξιαρχίες της Χαμάς, Ιζ α-Ντιν αλ-Κασάμ, συμμετείχαν στη Συρία σε στρατιωτικές συγκρούσεις μαζί με τις ένοπλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης εναντίον του συριακού καθεστώτος και μοιράστηκαν μερικές από τις γνώσεις τους με τις ταξιαρχίες του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, ιδίως για την κατασκευή σηράγγων στη μάχη του Κουσάιρ τον Μάιο του 2013.
Ωστόσο, η υποστήριξη της Χαμάς για τη συριακή επανάσταση έγινε λιγότερο δυναμική και λιγότερο ξεκάθαρη μετά το καλοκαίρι του 2013. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 2013, ο Μισ’άλ προέτρεψε τις «ομάδες που αγωνίζονται στη Συρία να κατευθύνουν τα όπλα προς την Παλαιστίνη», ανακοινώνοντας την «υποστήριξη μιας ειρηνικής λύσης στη Συρία που εγγυάται την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του λαού», προσθέτοντας ότι «οι λαοί έχουν το δικαίωμα να ξεσηκωθούν για τα δικαιώματά τους, αλλά αυτό πρέπει να γίνει με ειρηνικά μέσα», αναφερόμενος στις ένοπλες ομάδες της Συρίας. Επιπλέον, μετά την είσοδο της Τζάμπχατ αν-Νούσρα (του παραρτήματος της Αλ Κάιντα στη Συρία) και του Ισλαμικού Κράτους στο παλαιστινιακό στρατόπεδο προσφύγων του Αλ-Γαρμούκ στη Δαμασκό τον Απρίλιο του 2015, η οργάνωση του στρατοπέδου Άκναφ Μπάιτ αλ-Μακντίς που συνδέεται με τη Χαμάς, η οποία είχε πολεμήσει δραστήρια εναντίον του καθεστώτος από την έναρξη της συριακής επανάστασης, αναγκάστηκε να συνεργαστεί με το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης - Γενική Διοίκηση υπό την ηγεσία του Άχμεντ Τζιμπρίλ, πολύ γνωστού ότι είναι δραστήριος υποστηρικτής του συριακού καθεστώτος και ο τραυματίας ηγέτης της Άκναφ Μπάιτ αλ-Μακντίς, ο Άχμαντ Ζαγμούτ, νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο του καθεστώτος.
Η Χαμάς βρίσκεται εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο υπό την πίεση αρκετών αραβικών χωρών, μεταξύ των οποίων η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που τη βλέπουν ως παρακλάδι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, μια οργάνωση που θεωρείται τρομοκρατική από αυτά τα καθεστώτα. Αυτό οδήγησε τη Χαμάς να ενισχύσει τις σχέσεις της με το Ιράν και την Τουρκία. Οι αξιωματούχοι της Χαμάς εγκωμιάσαν τους αξιωματούχους και τις κυβερνήσεις αυτών των χωρών... ειδικά την τελευταία τουρκική στρατιωτική επιχείρηση και κατοχή του Αφρίν.
e la libertà: Τι στάση κράτησαν οι Κούρδοι της Συρίας και οι πολιτικές τους οργανώσεις όταν ξέσπασε η συριακή επανάσταση;
Jojef Daher: Οι διαδηλώσεις στις κύριες κουρδικές περιοχές ξεκίνησαν ήδη από τα τέλη Μαρτίου και τις αρχές Απριλίου του 2011. Οι πρώτες διαδηλώσεις οργανώθηκαν στην Αμούδα και στη συνέχεια έφθασαν στην πόλη Καμισλί την 1η Απριλίου, φωνάζοντας συνθήματα για ελευθερία, αδελφότητα μεταξύ Αράβων και Κούρδων και αλληλεγγύη στη Ντάρα’α. Στις διαδηλώσεις της Παρασκευής, οι διαδηλωτές συχνά φώναζαν για ελευθερία και αξιοπρέπεια στις διάφορες γλώσσες: των αραβικών, των κουρδικών και των ασσυριακών κοινοτήτων που υπάρχουν στη Τζαζίρα. Άλλες πόλεις με κουρδικό πληθυσμό ήταν επίσης δραστήριες σε διαδηλώσεις με τις κουρδικές σημαίες να ξεδιπλώνονται δίπλα στις συριακές.
Το κίνημα διαμαρτυρίας σε αυτές τις περιοχές εμφανίστηκε γύρω από τις προϋπάρχουσες ομάδες νέων ή τις νεοσυσταθείσες LCCs6, βλέποντας τους εαυτούς τους ως μέρος του πανεθνικού κινήματος ενάντια στο καθεστώς.
Παρά τον ακτιβισμό τους κατά την εξέγερση, οι κουρδικές LCC βρέθηκαν από την αρχή αντιμέτωπες με τον σκεπτικισμό και την εναντίωση των παραδοσιακών κουρδικών πολιτικών κομμάτων, τα οποία σχεδόν όλα δε θέλησαν να συμμετάσχουν σε διαδηλώσεις εναντίον του καθεστώτος ή ήταν πολύ επιφυλακτικά προτιμώντας τις μεταρρυθμίσεις. Μόνο το Κίνημα Κουρδικό Μέλλον στη Συρία υπό την ηγεσία του Μισάαλ Τάμο και το Yekiti υποστήριξαν δημόσια την εξέγερση από την αρχή, ενώ πολλά μέλη της νεολαίας του κόμματος Yekiti ήταν μεταξύ των διοργανωτών των διαδηλώσεων.
Στα τέλη Απριλίου του 2011, τα μέλη του Κουρδικού Πολιτικού Κογκρέσου7, το οποίο ιδρύθηκε το 2009, αυξήθηκαν σε αριθμό και ίδρυσαν το Εθνικό Κίνημα Κουρδικών Πολιτικών Κομμάτων με την ένταξη 3 νέων κομμάτων, μεταξύ των οποίων και το PYD. Μέχρι το Μάιο του 2011, το Εθνικό Κίνημα Κουρδικών Πολιτικών Κομμάτων ανακοίνωσε το πρόγραμμά του, το οποίο περιελάμβανε την κατάργηση της κυριαρχίας του ενός κόμματος στη Συρία, την καθιέρωση κράτους δικαίου, την ισότητα για όλους τους πολίτες και ένα κοσμικό κράτος. Τον Οκτώβριο του 2011 διοργανώθηκε ένα νέο συνέδριο συγκεντρώνοντας την πλειοψηφία των κουρδικών πολιτικών κομμάτων, ανεξάρτητους, κουρδικές οργανώσεις νεολαίας, κουρδικές γυναικείες οργανώσεις, ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επαγγελματίες με στόχο τη συνένωση της κουρδικής αντιπολίτευσης στη Συρία. Πολλοί Κούρδοι πολιτικοί παράγοντες ανησυχούσαν πραγματικά για το πολιτικό πρόγραμμα και την ατζέντα πολλών παραγόντων του SNC (Syrian National Council / Συριακό Εθνικό Συμβούλιο), ιδιαίτερα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και των στενών σχέσεών του με την τουρκική κυβέρνηση του ΑΚΡ.
Αυτό οδήγησε στη δημιουργία του KNC (Kurdish National Council / Κουρδικό Εθνικό Συμβούλιο), το οποίο ακολούθησε τη δημιουργία του SNC. Το KNC ιδρύθηκε στο Έρμπιλ του Ιράκ με την υποστήριξη του Μασούντ Μπαρζανί, του προέδρου της Περιφερειακής Κυβέρνησης του Κουρδιστάν (KRG) του Ιράκ και σημαντικού συμμάχου της Τουρκίας εκείνη την περίοδο. Ο Μπαρζανί είχε μεγάλη επιρροή μεταξύ πολλών ομάδων της αντιπολίτευσης των Κούρδων. Η αναφερόμενη αποστολή της KNC ήταν να βρεθεί μια «δημοκρατική λύση στο κουρδικό ζήτημα», υπογραμμίζοντας ότι ήταν τμήμα της επανάστασης.
Εξακολουθούσαν να υπάρχουν προβλήματα στο πλαίσιο της KNC, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διαδικασία της λήψης αποφάσεων, κατά την οποία η αντιπροσώπευση ανεξάρτητων ακτιβιστών και οργανώσεων νεολαίας ήταν μάλλον μικρή σε σύγκριση με εκείνη των πολιτικών κομμάτων.
Δύο κόμματα που συμμετείχαν στο ιδρυτικό συνέδριο δεν εντάχθηκαν στο KNC: το Κίνημα Κουρδικό Μέλλον και το PYD. Το Κίνημα Μέλλον ανέφερε τέσσερα σημεία διαφωνίας με το KNC: την αποτυχία του KNC να δεσμευτεί για την ανατροπή του καθεστώτος· την αποτυχία να γίνει αποδεκτή η δυνατότερη υποστήριξη της νεολαίας· τα αιτήματα για τους Κούρδους που πρέπει να είναι πιο συγκεκριμένα και να μην καθορίζονται και επηρεάζονται από εξωτερικά συμφέροντα· και ότι οι ανεξάρτητοι ακτιβιστές πρέπει να έχουν ισχυρότερη εκπροσώπηση στο συμβούλιο. Το PYD παρακολούθησε το ιδρυτικό συνέδριο του KNC μετά την έναρξή του τον Οκτώβριο πριν μποϊκοτάρει την οργάνωση και προσχωρήσει στο Σώμα Εθνικού Συντονισσμού για τη Δημοκρατική Αλλαγή (γνωστό ως NCBDC). Το PYD ήταν πολύ καχύποπτο για τον ρόλο και την επιρροή της Τουρκίας στην ίδρυση του SNC, αλλά και του KNC καθώς και του υποστηρικτή του του Κούρδου ηγέτη Μπαρζανί, ο οποίος ήταν στενός σύμμαχος της Άγκυρας. Ο τουρκικός στρατός και οι πεσμεργκά (μαχητές) του Μπαρζανί είχαν επιτεθεί και οι δύο σε διάφορες περιόδους εναντίον θέσεων του PKK στο Ιράκ και κατέστειλαν τους μαχητές του. Οι εντάσεις μεταξύ του KDP και του PKK ήταν ακόμα πολύ πρόσφατες εκείνη την περίοδο.
Το PYD ακολούθησε τη δική της πορεία δημιουργώντας τους δικούς του θεσμούς.
Λίγο μετά τη δημιουργία του KNC, το PYD άρχισε προοδευτικά να δημιουργεί σημεία ελέγχου στην κουρδική περιοχή Αφρίν και άρχισαν να δημοσιεύονται εκθέσεις που κατηγορούσαν το PYD ότι παρενοχλούσε πολιτικούς ακτιβιστές, επιβάλλοντας την εξουσία του πάνω στις κουρδικές περιοχές και για μάχες μεταξύ υποστηρικτών του PYD και του KNC.
Το ΡΚΚ συνέχισε να κάνει έντονη κριτική το κόμμα του Μπαρζανί, το KDP και στα κόμματα που συνδέονταν μ’ αυτό, για «φεουδαρχία» και διαφθορά στη συνεργασία μαζί του. Το KDP από την πλευρά του κατηγόρησε το PKK και την αδελφή του οργάνωση το PYD για τη βίαιη πολιτική τους και την απροθυμία τους να συνεργαστούν με άλλους αν δεν είναι ο ηγεμονικός εταίρος.
Το ξέσπασμα της λαϊκής εξέγερσης στη Συρία το Μάρτιο του 2011 επέτρεψε τη συγκρότηση του κουρδικού εθνικού ζητήματος με έναν τρόπο που είναι νέος στην ιστορία της χώρας από πολλές απόψεις. Η εξέγερση έδωσε επίσης στο PYD την ευκαιρία να γίνει ο κυρίαρχος κουρδικός πολιτικός παράγοντας στη Συρία. Ωστόσο, η αρχική συνεργασία μεταξύ αραβικών και κουρδικών ομάδων και ακτιβιστών στο κίνημα διαμαρτυρίας εναντίον του καθεστώτος Άσαντ συνέχισε να περιορίζεται.
e la libertà: Η εμπειρία της Ροζάβα φαίνεται να είναι η πιο πολιτικοποιημένη κοινωνική εμπειρία της Συριακής επανάστασης. Παρ’ όλα αυτά, βλέπουμε ότι δεν υπήρξε συντονισμένος αγώνας μεταξύ των Κούρδων και των Αράβων, κατά της δικτατορίας του Assad και κατά του ISIS. Ποιοι είναι οι λόγοι γι’ αυτό;
Jojef Daher: Η αυξανόμενη απομόνωση του κουρδικού λαϊκού κινήματος στο εσωτερικό του συριακού κινήματος διαμαρτυρίας ήταν αποτέλεσμα δύο παραγόντων:
Πρώτον, το PYD ακολουθούσε μια πολιτική ενίσχυσης της πολιτικής του επιρροής μέσω των δικών του ενόπλων δυνάμεων, προκειμένου να ελέγξει τις περιοχές με κουρδική πλειοψηφία, να επιβάλει μια μορφή κουρδικής αυτονομίας και να επιχειρήσει να συνδέσει γεωγραφικά τα καντόνια της Ροζάβα. Αυτό επιτεύχθηκε διατηρώντας μια στάση μη αντιπαράθεσης και τακτικής και επιλεκτικής συμφωνίας με το καθεστώς. Το καθεστώς ήταν απασχολημένο με μάχες σε άλλα μέτωπα και είδε την αυξανόμενη επιρροή του PYD / PKK ως εργαλείο για να πιέσει την Τουρκία. Η παρουσία του PYD στα σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Συρίας απέκοψε επίσης σε ορισμένες περιοχές τις Συριοαραβικές ένοπλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης (η πλειοψηφία των οποίων απορρίπτουν τα κουρδικά εθνικά αιτήματα) από τις βάσεις και τις γραμμές ανεφοδιασμού τους στην Τουρκία. Το PYD δεν δίστασε να καταπιέσει άλλους Κούρδους πολιτικούς ηγέτες και ακτιβιστές για να κυριαρχήσει στην κουρδική πολιτική σκηνή στη Συρία. Επίσης, διέπραξε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εναντίον άλλων πληθυσμών, συμπεριλαμβανομένων των Αράβων, κυρίως καταλαμβάνοντας με τη στρατιωτική βοήθεια που παρείχαν τα ρωσικά αεροπλάνα τον Φεβρουάριο του 2016 στην περιοχή του Αφρίν, ορισμένες πόλεις αραβικής πλειοψηφίας στο βόρειο Χαλέπι και εκτοπίζοντας μεγάλο μέρος τοπικών πληθυσμών.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε τα επιτεύγματα της εμπειρίας των περιοχών που διοικεί το PYD, οι οποίες επαινέθηκαν για την υψηλή ενσωμάτωση και τη συμμετοχή γυναικών σε όλους τους τομείς της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού αγώνα, της κοσμικότητας των νόμων και των θεσμών και σε κάποιο βαθμό την ένταξη και τη συμμετοχή διαφόρων εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.
Το δεύτερο στοιχείο που εξηγεί την αυξανόμενη απομόνωση του κουρδικού ζητήματος στη συριακή εξέγερση είναι πράγματι η εχθρική πολιτική στάση του σώματος της εξόριστης Συροαραβικής αντιπολίτευσης, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας. Η θέση αυτή εκπροσωπείται πρώτα από το SNC και, δεύτερον, από τον συνασπισμό που κυριαρχείται από τη συριακή Μουσουλμανική Αδελφότητα, συντηρητικούς και φιλελεύθερους, ο οποίος είναι σύμμαχος της τουρκικής κυβέρνησης του ΑΚΡ και στρέφεται εναντίον των πολιτικών αιτημάτων του κουρδικού λαού στη Συρία. Αυτές οι ομάδες στήριξαν επίσης τις ένοπλες επιθέσεις της Τουρκίας και των ενόπλων ομάδων της αντιπολίτευσης εναντίον του YPG και Κούρδων αμάχων. Πρόβαλλαν ένα αραβικό σοβινιστικό λόγο εναντίον των Κούρδων και απέρριπταν, για παράδειγμα, τα αιτήματα των κουρδικών πολιτικών κομμάτων για φεντεραλισμό. Δεν πρότειναν ένα πρόγραμμα χωρίς αποκλεισμούς που θα μπορούσε να είχε απευθύνει έκκληση στους Κούρδους και στην πραγματικότητα και σε άλλα τμήματα της κοινωνίας, ιδιαίτερα στις θρησκευτικές μειονότητες.
Από τα μέσα του 2016, τα καντόνια του PYD δέχθηκαν αυξανόμενη πίεση από τις πολιτικές αλλαγές στη διεθνή και περιφερειακή σκηνή. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το αποτυχημένο πραξικόπημα από μέρους του τουρκικού στρατού ενάντια στην κυβέρνηση του ΑΚΡ, το οποίο οδήγησε σε μια πιο αυταρχική πολιτική και σε δραστικά μέτρα στην Τουρκία, ειδικά εναντίον των Κούρδων. Αυτό θα επηρέαζε τις περιοχές που κατείχε η PYD και την επακόλουθη προσέγγιση μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας.
Τον τελευταίο καιρό, ο Συριακός Συνασπισμός, αποτελούμενος κυρίως από φιλελεύθερες, ισλαμικές και συντηρητικές προσωπικότητες και ομάδες, όχι μόνο υποστήριζε την τουρκική στρατιωτική επέμβαση και συνέχισε τις σοβινιστικές και ρατσιστικές του πολιτικές εναντίον των Κούρδων στη Συρία, αλλά και συμμετείχε σε αυτή τη δράση καλώντας τους Σύριους πρόσφυγες στην Τουρκία να ενταχθούν στις συριακές ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης που πολεμούν στο Αφρίν. Έχουν ζητήσει εδώ και πολύ καιρό την τουρκική στρατιωτική επέμβαση και έχουν ενθαρρύνει τον αραβικό σοβινισμό και τον ρατσισμό ενάντια στους Κούρδους, ενώ δικαιολογούν και υποστηρίζουν την παρουσία ισλαμικών φονταμενταλιστικών κινημάτων. Οι Σύριοι μαχητές από την Άγκυρα πολλαπλασίασαν τις ρατσιστικές ομιλίες και τη βίαιη συμπεριφορά (δολοφονίες, λεηλασίες κ.λπ.) εναντίον των Κούρδων από την αρχή της στρατιωτικής επιχείρησης και κατοχής του Αφρίν.
Αυτό οδήγησε επίσης σε αύξηση και εμβάθυνση των εθνοτικών εντάσεων μεταξύ των Αράβων και των Κούρδων. Αυτή η κατάσταση έσπρωξε όλο και περισσότερους νέους Κούρδους στην αγκαλιά του PYD.
Τα περισσότερα ισλαμικά φονταμενταλιστικά κινήματα, από τα σαλαφιτικά κινήματα και το Συριακό Ισλαμικό Συμβούλιο, μέχρι την Μουσουλμανική Αδελφότητα, υποστήριξαν ανοιχτά την τουρκική εισβολή και την επιδοκίμασαν.
Αρκετές αριστερές και δημοκρατικές ομάδες και ακτιβιστές που υποστηρίζουν την εξέγερση καταδίκασαν την τουρκική στρατιωτική εισβολή στο Αφρίν, αλλά παραμένουν δυστυχώς μειονότητα. Φυσικά, όλες οι κουρδικές πολιτικές ομάδες, παρά τις αντιπαραθέσεις τους, έχουν καταδικάσει τη στρατιωτική επίθεση στο Αφρίν.
Μετά την κατοχή του Αφρίν, ο Ερντογάν δήλωσε ότι οι τουρκικές δυνάμεις θα στρέψουν την επίθεσή τους εναντίον των Κουρδικών μαχητών του YPG κατά μήκος των συνόρων της Τουρκίας με τη Συρία και, αν χρειαστεί, στο βόρειο Ιράκ.
Η συνεχόμενες νίκες των φιλοκαθεστωτικών στρατευμάτων στις βόρειες περιοχές το 2016 και το 2017 περιπλέκει επίσης την κατάσταση για το PYD, ενώ οι απειλές εναντίον του αυξήθηκαν. Η εξέγερση ώθησε το καθεστώς να επιδιώξει κατ’ αρχάς επιλεκτικές και προσωρινές συμφωνίες με το PYD. Καθώς το καθεστώς Άσαντ ενίσχυσε τη θέση του κατακτώντας νέα εδάφη, η εξέγερση έπαψε να αποτελεί απειλή. Με αυτό τον τρόπο, το καθεστώς θα μπορούσε πάλι να στρέψει τις δυνάμεις του στις κουρδικές περιοχές και, με τη συμφωνία και την υποστήριξη των περιφερειακών και διεθνών παραγόντων, να αποτρέψει οποιαδήποτε μορφή αυτονομίας στις περιοχές με κουρδικό πληθυσμό.
Η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του Αφρίν και η πρόσφατη αποτυχία του κουρδικού δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία στο ιρακινό Κουρδιστάν έδειξαν ότι οι διεθνείς και οι περιφερειακές δυνάμεις δεν επιθυμούν να υποστηρίξουν τους κουρδικούς εθνικούς ή αυτόνομιστικούς στόχους.
Δεν υπάρχει λύση για το κουρδικό ζήτημα ή για μια Συρία χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς την αναγνώριση των Κούρδων ως «λαού» ή «έθνους» στη Συρία και χωρίς την άνευ όρων παροχή υποστήριξης στην αυτοδιάθεση του κουρδικού λαού στη Συρία και αλλού. Αυτό, ωστόσο, δεν δικαιολογεί την απουσία κριτικής για τις αρνητικές πολιτικές του PYD ή των επιχειρήσεων του YPG ή των SDF.
e la libertà: Θα μπορούσαμε να θέσουμε το παλαιστινιακό ζήτημα και το κουρδικό ζήτημα σε μια ενιαία προοπτική, όπως αυτή που φάνηκε να διαμορφώνεται από το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης; Ποια θα μπορούσε να είναι αυτή; Και μετά την ήττα των αραβικών εξεγέρσεων, ποια θα μπορούσε να είναι η προοπτική χειραφέτησης των δύο καταπιεσμένων λαών;
Jojef Daher: Ενώ αναγνωρίζω ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο υποθέσεων, εξακολουθώ να πιστεύω ότι μπορούμε ακόμα να έχουμε γενικές αρχές. Αυτές οι υποθέσεις συνδέονται κατά τη γνώμη μου.
Οι κουρδικές οργανώσεις χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν από τα αυταρχικά καθεστώτα και τους ιμπεριαλιστικούς παράγοντες για τα συμφέροντά τους πριν τις θυσιάσουν όταν άλλαξαν αυτά τα συμφέροντα. Αυτό συνέβη και πιθανότατα θα συμβεί ξανά. Ταυτόχρονα, παρόμοια πράγματα συνέβησαν με τις οργανώσεις των Παλαιστινίων που έχουν χρησιμοποιηθεί από διάφορα περιφερειακά αυταρχικά καθεστώτα. Καμία εμπιστοσύνη δεν μπορεί να υπάρχει στις περιφερειακές ή διεθνείς δυνάμεις για την προοπτική της απελευθέρωσης, αν και μπορεί να υπάρξει κάποια τακτική συνεργασία.
Πρέπει να είμαστε σαφείς καθώς όπως έχει αποδειχθεί οι περιφερειακές και διεθνείς άρχουσες τάξεις δεν έχουν καμία προθυμία να συμμετάσχουν στην απελευθέρωση των Κούρδων και των Παλαιστινίων.
Η τύχη των Κούρδων και των Παλαιστινίων στη Συρία και αλλού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δυναμική των λαϊκών κινημάτων της περιοχής και την αντίσταση από κάτω.
Αυτό που χρειάζεται απεγνωσμένα είναι η αλληλεγγύη μεταξύ όλων των επαναστατών (Αραβών, Κούρδων και όλων των άλλων εθνοτικών μειονοτήτων) που είναι ενάντια στο καθεστώς του Άσαντ και ενάντια σε όλες τις περιφερειακές και διεθνείς ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Το σύνθημά μας πρέπει να είναι «Τα πεπρωμένα μας συνδέονται.» Γενικότερα, πρέπει να συνδέσουμε κάποτε τις διαφορετικές εξεγέρσεις και την αντίσταση στην περιοχή. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να δούμε δεσμούς στους αγώνες μας και ότι κάθε ήττα του λαού σε αγώνες για περισσότερη δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη είναι μια ήττα για όλους. Τα τυραννικά και αυταρχικά καθεστώτα μαθαίνουν από τις εμπειρίες τους στην καταστολή και τις μοιράζονται με τους συμμάχους τους. Αυτή είναι η πραγματικότητα και γι’ αυτό χρειαζόμαστε περισσότερες συνεργασίες μεταξύ προοδευτικών δυνάμεων σε όλη την περιοχή.
Μετάφραση: e la libertà
Σημειώσεις
1 Paulo G. Pinto, «Sufism, ethnicity and religious nationalism in Northern Syria», στο: Siamend Hajo, Carsten Borck, Eva Savelsberg, and B. Kemmerich (επιμ.), Syrien und die Kurden Vom Osmanischen Reich bis in die Gegenwart, Unrast Verlag, Μίνστερ 2010, σελ. 265.
2 Το PKK σχηματίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 στην Τουρκία και η ιδεολογία του ήταν αρχικά μια συγχώνευση του μαρξισμού και του κουρδικού εθνικισμού που προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί ως βάση για ένα ανεξάρτητο μαρξιστικό-λενινιστικό κράτος γνωστό ως Κουρδιστάν.
3 David McDowall, A Modern History of the Kurds, I.B.Tauris & Co Ltd, Νέα Υόρκη 1996, σελ. 479.
4 Το PUK ήταν αρχικά ένα αριστερό ιρακινό-κουρδικό πολιτικό κόμμα που διασπάστηκε από το KDP στα μέσα του 1970.
5 Το KDP είναι το παλαιότερο κουρδικό πολιτικό κόμμα στο ιρακινό Κουρδιστάν. Ιδρύθηκε το 1946 στην κουρδική περιοχή του Ιράν, όπου κατέφευγαν οι Ιρακινοί Κούρδοι με επικεφαλής τον Μουσταφά Μπαρζανί.
6 [Σ.τ.Μ.:] Local Coordination Committees of Syria / Τοπικές Επιτροπές Συντονισμού.
7 Εννέα κουρδικά πολιτικά κόμματα ίδρυσαν το 2009 αυτό που έγινε γνωστό ως Κουρδικό Πολιτικό Κογκρέσο, το οποίο περιελάμβανε τα εξής κόμματα: το Συριακό Δημοκρατικό Κουρδικό Κόμμα με επικεφαλής τον Σέιχ Τζαμάλ· το Κόμμα Κουρδικής Αριστεράς υπό την ηγεσία του Μουχάμμαντ Μούσα· το Κουρδικού Δημοκρατικό Κόμμα στη Συρία με επικεφαλής τον Νασρουντιέν Ιμπραχίμ· το Κουρδικό Δημοκρατικό Μέτωπο· το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα στη Συρία με επικεφαλής τον Δρ. Αμπντούλ Χακίμ Βασάρ· το Κουρδικό Δημοκρατικό Εθνικό Κόμμα στη Συρία με επικεφαλής τον Ταχίρ Σφουκ· το Κουρδικό Κόμμα Δημοκρατικής Ισότητας στη Συρία με επικεφαλής τον Αζίζ Ντάβε· την Κουρδική Επιτροπή Συντονισμού· το κουρδικό κόμμα Yekiti στη Συρία με επικεφαλής τον Ισμαΐλ Χάμο· το Κουρδικό Κόμμα Αζάντι στη Συρία με επικεφαλής τον Μουσταφά Τζουμάα· το Κίνημα Κουρδικό Μέλλον υπό την ηγεσία του Μισάαλ Τάμο (Omar Hossino και Ilhan Tanir, The decisive minority: The role of Syria's Kurds in the Anti-Assad Rebolution, The Henry Jackson Society, Μάρτιος 2012, http://www.scpss.org/libs/spaw/uploads/files/Reports/03-2012_Henry_Jackson_Soc_Rpt_re_Role_of_Syr_Kurds.pdf ).