Παρασκευή, 14 Ιουνίου 2024 10:06

«Για τους απόκληρους και από τους απόκληρους»: η κατανόηση όλων των προειδοποιήσεων του Φανόν

 

 

Leo Zeilig

 

«Για τους απόκληρους και από τους απόκληρους»: η κατανόηση όλων των προειδοποιήσεων του Φανόν

 

 

Τους τελευταίους μήνες, ο Φραντς Φανόν έχει εμφανιστεί πολλές φορές, καθώς οι βομβαρδισμοί και οι δολοφονίες στη Γάζα έχουν ενταθεί. Για τον Φανόν έχουν γραφτεί διάφορα κείμενα για να υπερασπιστούν ποικίλες θέσεις. Πρώτον, περιγράφεται ως επαναστάτης που κατανόησε ότι πρέπει να υποστηρίξουμε τα απελευθερωτικά κινήματα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούν όσοι αγωνίζονται ενάντια στο ισραηλινό κράτος των εποίκων. Το Socialist Worker, για παράδειγμα, είχε δίκιο να δηλώσει: «Τα λόγια του Φανόν ήταν ένα κάλεσμα συσπείρωσης για τους καταπιεσμένους λαούς παντού να αντεπιτεθούν με κάθε δυνατό μέσο».[1] Ο Αλγερινός ακτιβιστής και συγγραφέας Hamza Hamouchene διατυπώνει ένα παρόμοιο επιχείρημα, βλέποντας στο έργο του Φανόν μια επιβεβαίωση του δικαιώματος να αντισταθούμε με κάθε δυνατό μέσο: «Η καταγγελία και η διάκριση της βίας των καταπιεσμένων και των αποικιοκρατούμενων δεν είναι απλώς ανήθικη, αλλά ρατσιστική». Και συνεχίζει: «Οι αποικιοκρατούμενοι έχουν το δικαίωμα να αντιστέκονται με κάθε δυνατό μέσο, ιδίως όταν όλες οι πολιτικές και ειρηνικές οδοί έχουν παρεμποδιστεί ή μπλοκαριστεί».[2]

Δεύτερον, ο Φανόν ανασύρεται επίσης για να κάνει τη διάκριση μεταξύ της παλαιστινιακής απελευθέρωσης και άλλων «κλασικών» αντιαποικιακών κινημάτων, λες και η χρήση του Φανόν ήταν ποτέ μια απλή άσκηση κοπτοραπτικής. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 2023, ο Mark LeVine έγραψε:

«Αν οι Παλαιστίνιοι πρόκειται να νικήσουν τη σιωνιστική αποικιοκρατία, πιθανότατα θα χρειαστεί ένα πολύ διαφορετικό είδος ανάλυσης της βίας και της δύναμής της από ό,τι ο Φανόν πρόσφερε πριν από τρία τέταρτα του αιώνα... Πιθανόν θα χρειαστεί μια αλλαγή παραδείγματος στις βασικές έννοιες του τι είναι έθνος, ελευθερία και ανεξαρτησία σε μια στιγμή που ολόκληρος ο κόσμος, όχι μόνο η Παλαιστίνη/Ισραήλ, οδεύει προς την ανάφλεξη»[3].

Ωστόσο, η κατανόηση του Φανόν από τον LeVine είναι εξαιρετικά περιορισμένη, βασισμένη σε μια χονδροειδή ανάγνωση των γραπτών του Φανόν και απογυμνωμένη από το ιστορικό πλαίσιο. Προφανώς, η Παλαιστίνη δεν είναι η Αλγερία, αλλά αντίστοιχα η «κλασική» αποικιοκρατία –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό– ήταν ένα εξαιρετικά ποικιλόμορφο φαινόμενο.

Κεντρικό στοιχείο της αμφισβήτησης του LeVine προς τον Φανόν είναι ακριβώς η δύναμη του Φανόν: «Κατά τραγικό τρόπο, ο Φανόν πέθανε το 1961, ένα χρόνο πριν η Αλγερία αποκτήσει την ανεξαρτησία της. Δεν έζησε για να δει τις πραγματικότητες της μετα-αποικιακής πολιτικής στην Αλγερία∙ ή σε ολόκληρη την Αφρική για την ακρίβεια».[4] Όπως θα δούμε, ο Φανόν κατανόησε με ακρίβεια την τραγωδία της εθνικής απελευθέρωσης. Αυτή ήταν η συμβολή του Φανόν, η οποία λείπει από όλες σχεδόν τις πρόσφατες ανταποκρίσεις. Έτσι, το καλύτερο έργο του Φανόν απευθυνόταν επίσης στις προδοσίες της τάξης των αστών εθνικιστών ηγετών του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος (μάλιστα, συχνά εφάρμοζε τον όρο «κάστα» σε αυτές τις μορφές για να εκφράσει την αδυναμία της νέας τάξης των εκμεταλλευτών που αναδύθηκε κατά την ανεξαρτησία). Το τελευταίο του βιβλίο, Της Γης οι Κολασμένοι, δεν ήταν μια ψυχρή ανάλυση της εθνικής απελευθέρωσης γραμμένη από έναν ακαδημαϊκό, χρόνια μετά την απελευθέρωση∙ αντίθετα, γράφτηκε στο κρεβάτι του θανάτου του, στο αποκορύφωμα του αγώνα για την ελευθερία της Αλγερίας και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων παγκοσμίως. Έγραψε το βιβλίο –διαβάζοντας τα προσχέδια των κεφαλαίων στους φίλους του– ως μια απελπισμένη προειδοποίηση για την κατάρα της ανεξαρτησίας και τις ψευδαισθήσεις της εθνικής απελευθέρωσης.

Ο Φανόν μας είπε ότι πρέπει να κάνουμε δύο πράγματα. Πρώτον, πρέπει να υποστηρίξουμε τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση, τις τακτικές και τις μεθόδους του, συμπεριλαμβανομένης της βίας των καταπιεσμένων. Δεύτερον, πρέπει επίσης να οργανώσουμε και να κατανοήσουμε την κατάρα της εθνικής απελευθέρωσης αν ο αγώνας δεν καταφέρει να σπάσει την εθνικιστική συνείδηση και τα εθνικά σύνορα. Αν αυτό δεν γίνει, η εθνική απελευθέρωση θα γίνει απλώς μια ακόμη ιστορία της κρατικά καθοδηγούμενης συσσώρευσης κεφαλαίου και ταξικής εκμετάλλευσης.

Ο Φανόν ξεσκέπασε την προδοσία της γαλλικής αριστεράς στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, αλλά κατάλαβε επίσης την ανάγκη να οικοδομηθεί μια ιδεολογική και πολιτική πρόκληση που θα μπορούσε τελικά να νικήσει τη νέα τάξη των εκμεταλλευτών που οδηγούσε την απελευθέρωση σε αποστειρωμένα καπιταλιστικά (και εθνικιστικά) κανάλια.

Στο άρθρο αυτό θα συζητηθούν εν συντομία οι ιδέες του Φανόν για την εθνική απελευθέρωση, την επανάσταση και τον κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό. Ο Φανόν, και ο πανίσχυρος αγώνας ενάντια στη γαλλική κατοχή της Αλγερίας στις δεκαετίες του 1950 και 1960, μας δίνει κάποιες σημαντικές ενδείξεις για το πώς μπορούμε να υποστηρίξουμε τους αγώνες για εθνική απελευθέρωση σήμερα, ενώ παράλληλα παρέχει κριτική ανάλυση των παγίδων αυτής της ίδιας της απελευθέρωσης.

 

Ο Φανόν και η Αλγερία

Ο πόλεμος της ανεξαρτησίας της Αλγερίας κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας ξεκίνησε τυπικά την 1η Νοεμβρίου 1954. Το πρώτο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1870. Το 1954, αναγγέλθηκε ένας νέος αγώνας∙ μετά από χρόνια συμβιβασμού με μετριοπαθή εθνικιστικά κόμματα και παραπλανητικές συμφωνίες με τους Γάλλους, ο αλγερινός εθνικισμός εισήλθε σε μια νέα περίοδο. Αν και η «εξέγερση» αναφέρθηκε ελάχιστα στον διεθνή Τύπο, ο αντίκτυπος εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την αλγερινή κοινωνία. Οι τηλεγραφικές γραμμές κόπηκαν και οι αστυνομικοί σταθμοί δέχτηκαν επιθέσεις, αλλά δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι αυτά τα σχετικά μέτρια γεγονότα θα οδηγούσαν σε εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους Αλγερινών και στην επιστράτευση περισσότερων από ένα εκατομμύριο Γάλλων στρατιωτών.

Από την αρχή, η ωμότητα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (FLN, Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης) δεν ήταν ποτέ συγκαλυμμένη.[5] Η συνδικαλιστική στρατηγική του, για παράδειγμα, είχε σχεδιαστεί για να περιθωριοποιήσει το Mouvement national algérien (MNA, Αλγερινό Εθνικό Κίνημα), μια εθνικιστική οργάνωση που ιδρύθηκε από τον ριζοσπάστη πρωτεργάτη της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, Μεσσαλί Χατζ, η οποία είχε μια πραγματική συνδικαλιστική βάση μεταξύ των Αλγερινών εργαζομένων στη μητροπολιτική Γαλλία. Η στρατηγική περιελάμβανε τη δολοφονία ορισμένων από τους πιο έμπειρους και αξιοσέβαστους Αλγερινούς συνδικαλιστές. Γιατί αυτός ο φρικτός, δολοφονικός σεχταρισμός; Επειδή το FLN διεκδικούσε το μονοπώλιο της ηγεσίας του κινήματος ανεξαρτησίας.

Αν και οι οργανώσεις που δημιουργήθηκαν για να υποστηρίξουν το FLN, όπως εκείνες του εργατικού και φοιτητικού κινήματος των πόλεων, μπορούσαν να αναλάβουν τις δικές τους πρωτοβουλίες, λειτουργούσαν υπό τους περιορισμούς που επέβαλε η επίθεση των ανταρτών και ο «λαϊκός πόλεμος» που διεξαγόταν στις αγροτικές περιοχές. Έτσι, αυτές οι αστικές ομάδες ήταν περιθωριακά στοιχεία σε μια πολιτική που είχε το διακριτό κέντρο βάρους της στην αγροτική σφαίρα και μεταξύ των εξόριστων. Το FLN ελεγχόταν από μεταβαλλόμενες συμμαχίες εντός της αλγερινής διανόησης, η οποία αποτελούνταν από σχετικά προνομιούχα μέλη της αλγερινής κοινωνίας που είχαν επωφεληθεί από την αποικιακή εκπαίδευση και τις υποτροφίες. Αυτό λειτουργούσε ενάντια στη δυνατότητα τα κινήματα που αναπτύσσονταν σε όλη την αλγερινή κοινωνία να συσπειρωθούν γύρω από τους αστικούς αγώνες.

Οι Γάλλοι έποικοι στην Αλγερία έβλεπαν το σχέδιό τους ως εκπολιτισμό μιας αφιλόξενης περιοχής, αλλά άρχισαν επίσης να βλέπουν τους εαυτούς τους ως μια νέα φυλή, όχι απλώς ως ομογενείς χωρίς ρίζες ή αποικιοκράτες.[6] Αν και οι λεγόμενοι pieds-noirs («μαυροπόδαροι»), αυτοπροσδιορίζονταν ως Γάλλοι, δεν ήταν οι Γάλλοι της μητροπολιτικής Γαλλίας, τους οποίους περιέγραφαν υποτιμητικά ως ψυχρούς, θηλυπρεπείς διανοούμενους. Αντίθετα, οι pieds-noirs εξυμνούνταν στη γαλλική και αλγερινή κοινωνία ως τραχείς, μεγαλόκαρδοι, αρρενωποί και γρήγοροι στην αντίδραση. Η σύνδεσή τους με τον ακραίο ρατσισμό και τη βίαιη αποικιοκρατία σήμαινε ότι, αφού εγκατέλειψαν την Αλγερία το 1962, αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του οργανωμένου γαλλικού φασισμού του Εθνικού Μετώπου (FN- Εθνικό Μέτωπο)[7].

Το 1954, η Γαλλία ήταν αποφασισμένη να μην υποστεί άλλη ταπείνωση∙ η εύκολη κατάκτηση της χώρας από τον Χίτλερ το 1940 ήταν νωπή ανάμνηση. Το ίδιο και η πτώση της τεράστιας γαλλικής βάσης στο Ντιεν Μπιεν Φου στη γαλλοκρατούμενη Ινδοκίνα από τους Βιετμίνχ του στρατηγού Βο Νγκουγέν Γκιάπ, έναν σχετικά μικρό αντάρτικο στρατό. Η Γαλλία αποδυναμώθηκε σοβαρά από την απώλεια που προέκυψε στην Ινδοκίνα, και οι στρατιωτικές και πολιτικές τάξεις της ένοιωσαν πληγωμένες από την ήττα∙ αρνήθηκαν να δεχτούν μια παρόμοια μοίρα στην Αλγερία.

Ο Φανόν είχε πρόσφατα μετακομίσει στην αποικία για να αναλάβει εργασία ως ψυχίατρος και είχε πλήρη επίγνωση της έναρξης του πολέμου την 1η Νοεμβρίου 1954. Σταδιακά, το FLN και ο πόλεμος για την εθνική απελευθέρωση του προσέφεραν την πρακτική και τη δράση που αποζητούσε. Ο Φανόν έφτασε στην Αλγερία ως εξεγερμένος, αλλά έφυγε ως επαναστάτης. Ο απελευθερωτικός πόλεμος της Αλγερίας τον τράβηξε πιο μακριά στο μονοπάτι που είχε ήδη διανύσει, αλλά έθεσε επίσης ερωτήματα και αμφιβολίες εκ νέου για την επανάσταση. Αν και υποστήριξε τον αγώνα άνευ όρων (όμως ποτέ, όπως θα δούμε, άκριτα), άρχισε να διαμορφώνει μια κατανόηση του εθνικισμού, της κουλτούρας και της πολιτικής βίας που συνέβαλε στη διαμόρφωση της αντίληψης μιας γενιάς για τα όρια της εθνικής απελευθέρωσης.

Δεν υπήρχε τίποτα προκαθορισμένο στον ακτιβισμό του Φανόν. Έγινε ένας πειθαρχημένος μαχητής σε μια χώρα που αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία της, παραμένοντας μέλος του FLN μέχρι το θάνατό του το 1961. Μετά το 1956, κάθε σημαντικό βιβλίο και άρθρο που έγραψε ήταν υπέρ της Αλγερινής Επανάστασης και κατά του εκφυλισμού της εθνικής απελευθέρωσης.

 

Το FLN, τα κομμουνιστικά κόμματα και η εθνική απελευθέρωση

Καθώς ο πόλεμος κλιμακωνόταν, τα βασανιστήρια αποτέλεσαν βασικό στοιχείο του οπλοστασίου της γαλλικής κυβέρνησης, τα οποία συχνά πραγματοποιούνταν από εθελοντές pieds-noirs που ήταν οργανωμένοι στις κινητές ομάδες προστασίας της υπαίθρου (Groupe mobile de protection rurale). Μια τεχνική περιελάμβανε τον εξαναγκασμό ενός κρατουμένου να καθίσει πάνω σε ένα μπουκάλι με σπασμένο λαιμό, με έναν στρατιώτη να πιέζει τους ώμους του θύματος. Άλλοι κρατούμενοι πυροβολούνταν κατά την προσπάθειά τους να αποδράσουν, ένας βολικός τρόπος αποφυγής «νομικών» ζητημάτων και ανεπιθύμητων ερευνών. Οι λιγότερο τυχεροί βασανίζονταν αργά μέχρι θανάτου. Ο Φανόν έγινε ειδικός στη θεραπεία των θυμάτων και των δραστών των βασανιστηρίων στον πόλεμο. Οι απόψεις του για τη βία δεν έμοιαζαν ποτέ με τα κλισέ των επικριτών του, αλλά αναπτύχθηκαν σε άμεση αντιπαράθεση με την καθημερινή και άγρια βία του πολέμου.

Στόχος του FLN ήταν πάντα να δημιουργήσει τη μέγιστη δυνατή ενότητα σε όλα τα στρώματα της αλγερινής κοινωνίας – γαιοκτήμονες και ανερχόμενη μικροαστική τάξη, καθώς και αγρότες και εργάτες. Συχνά, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα όπως το FLN μετατράπηκαν σε λαϊκά μέτωπα, ενσωματώνοντας ένα ευρύ φάσμα αντιφατικών δυνάμεων, σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Roger Southall, με «ένα σημαντικό ταξικό στοιχείο... το οποίο ήταν σαφώς υπέρ του καπιταλισμού». Η αλγερινή μεσαία τάξη, αν και αδύναμη και μικρή, είχε δυσανάλογα μεγάλη επιρροή σε αυτά τα εθνικοαπελευθερωτικά λαϊκά μέτωπα. Αυτό, σύμφωνα με τα λόγια του Southall, «τους προδιέθετε να γίνουν κρατικοί διαχειριστές, διότι μόνο η προνομιακή πρόσβαση στο κράτος θα μπορούσε να τους επιτρέψει να γίνουν μια “κανονική” αστική τάξη». Η επιρροή αυτών των μικροαστών εθνικιστών μέσα σε τέτοια κινήματα έκανε πιο πιθανή την προσαρμογή στο εθνικό και διεθνές κεφάλαιο. Η αποτυχία της εθνικής απελευθέρωσης, μόλις οι μοχλοί της κρατικής εξουσίας μεταφέρθηκαν σε μια ανεξάρτητη κυβέρνηση, απορρέει άμεσα από αυτό το κυρίαρχο «ταξικό στοιχείο».[8]

Ένας σημαντικός παράγοντας για την αποτυχία ανάπτυξης ανεξάρτητης πολιτικής της εργατικής τάξης ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF), το οποίο αρνήθηκε να ρίξει τους μαχητές του στον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση στην Αλγερία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της δράσης της εργατικής τάξης στην Αλγερία και, ίσως πιο σημαντικά, την αποδυνάμωση των πιθανοτήτων της εργατικής τάξης να δράσει ανεξάρτητα από το FLN και έτσι να επιβληθεί ως ξεχωριστή δύναμη με το δικό της σχέδιο κοινωνικής επανάστασης. Αντί γι’ αυτό, το FLN κινήθηκε περισσότερο ή λιγότερο ανενόχλητο προς μια άλλη κατεύθυνση.

Έτσι, μέχρι τη δεκαετία του 1950, διακρίνεται μια ρήξη μεταξύ του PCF και της αδελφής του οργάνωσης στην Αλγερία, του Parti communiste algérien (PCA, Κομμουνιστικό Κόμμα Αλγερίας). Αν και το PCA είχε διαχωριστεί επίσημα από το PCF το 1936, ακολουθούσε τις πολιτικές οδηγίες των κομμουνιστών στη Γαλλία στα περισσότερα θέματα. Το PCF, ακολουθώντας τη λογική των ηγετών της Σοβιετικής Ένωσης, έβλεπε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την κορυφαία ιμπεριαλιστική χώρα στην οποία έπρεπε να αντισταθεί, και η ανεξαρτησία θα μπορούσε να σημαίνει ότι το νέο αλγερινό κράτος θα μπορούσε να περιέλθει στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Προτεραιότητα έπρεπε, επομένως, να δοθεί στη γαλλική πολιτική και στην απροσδιόριστη γαλλική επανάσταση.[9] Σε πλήρη αντίθεση, το PCA επικεντρώθηκε στον παγκόσμιο αγώνα κατά του γαλλικού ιμπεριαλισμού στο Βιετνάμ και την Αφρική. Το κόμμα υποστήριζε ότι είχε 10.000 μέλη στις αρχές της δεκαετίας του 1950.[10]

Ωστόσο, όταν εκδηλώθηκε η «εξέγερση» τον Νοέμβριο του 1954, το PCA άργησε να υποστηρίξει τον ένοπλο αγώνα. Η επιφυλακτικότητα του PCA είχε βάση. Η προσφυγή σε μια στρατιωτική επιχείρηση κατά των Γάλλων θα εμπόδιζε την ανάπτυξη των αστικών οργανώσεων και του αγώνα, καθώς επίσης θα βάθαινε περαιτέρω το χάσμα μεταξύ υπαίθρου και πόλεων. Το κόμμα είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη ότι οργάνωνε απεργίες στις αποβάθρες κατά της εκφόρτωσης όπλων, καθώς και ότι ενθάρρυνε το μποϊκοτάζ του FLN στον καπνό και το αλκοόλ, προκειμένου να στοχεύσει τους Ευρωπαίους αγρότες.

Το 1956, όταν η Γαλλική Εθνοσυνέλευση ψήφισε το νομοσχέδιο για τις ειδικές εξουσίες, το οποίο χρηματοδοτούσε τον πόλεμο, το έκανε με μεγάλη πλειοψηφία, στην οποία περιλαμβανόταν και η ζωτικής σημασίας υποστήριξη του PCF. Το PCA συγκλονίστηκε, γνωρίζοντας ότι θα επηρεαζόταν. Δεν θα πρέπει να υποτιμήσει κανείς την τεράστια επιρροή του PCF σε αυτό το σημείο, με τα πέντε εκατομμύρια ψηφοφόρους του και τον πολιτικό έλεγχο μιας συνδικαλιστικής ομοσπονδίας ανάλογου μεγέθους. Ωστόσο, το κόμμα είχε προ πολλού έρθει σε ρήξη με την προσέγγιση της μπολσεβίκικης παράδοσης για την εθνική απελευθέρωση, σύμφωνα με την οποία η υποστήριξη της απελευθέρωσης των αποικιοκρατούμενων λαών αποτελούσε βασικό στοιχείο του διεθνισμού του κομμουνιστικού κινήματος. Όταν την άνοιξη του 1956 ψηφίστηκε το νομοσχέδιο που ενέκρινε τις ειδικές εξουσίες, μια ομιλία που εκφωνήθηκε υπέρ αυτών των εξουσιών από τον Ζακ Ντυκλό, μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας Γάλλων κομμουνιστών, εκδόθηκε ως φυλλάδιο και διανεμήθηκε στους Γάλλους εργάτες.[11]

Το PCA είχε αρχίσει να δημιουργεί τις δικές του ένοπλες μονάδες, τους Combattants de la libération («Μαχητές της Απελευθέρωσης»), το πρώτο εξάμηνο του 1955, ως μια προσπάθεια να επισημοποιήσει αυτό που ήδη συνέβαινε σε διάφορες περιοχές. Καθώς συνδικαλιστές και ακτιβιστές του PCA συλλαμβάνονταν και στοχοποιούνταν, στελέχη του μετακινούνταν στα βουνά με όπλα και προμήθειες. Το πολιτικό προεδρείο του PCA υιοθέτησε ένα νέο, μαχητικό σύνθημα: «Όλοι για τον ένοπλο αγώνα!»[12]. Αν και υπήρχε πίεση από μια μειοψηφία στο κόμμα να διαλυθεί και να ενταχθεί στο FLN, η πλειοψηφία θεωρούσε αναγκαία μια «προλεταριακή προοπτική».

Αρχικά, οι ακτιβιστές επιχειρηματολόγησαν υπέρ μιας οργάνωσης ενιαίου μετώπου που θα έδινε πολιτική αυτονομία τόσο στο PCA όσο και στο FLN, αλλά το FLN απέρριψε την πρόταση. Την 1η Ιουλίου 1956, το PCA συμφώνησε ότι οι μονάδες των Combattants θα έπρεπε να ενσωματωθούν στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό (ALN) –τη στρατιωτική πτέρυγα του FLN– αποδεχόμενοι την εξουσία του FLN και διακόπτοντας όλους τους δεσμούς με το PCA για όσο διαρκούσε ο πόλεμος.[13] Με αυτόν τον τρόπο, αρκετές εκατοντάδες κομμουνιστές μαχητές, κυρίως Αλγερινοί, ενσωματώθηκαν στον ALN.

Παρά τις προσπάθειες να παρουσιαστεί ως μια μονολιθική οργάνωση, το FLN ήταν διχασμένο λόγω σημαντικών πολιτικών διαφορών. Οι συζητήσεις μαίνονταν για τον χαρακτήρα και τα προβλήματα του αλγερινού αγώνα, καθώς και για την εξελισσόμενη στρατηγική του γαλλικού ιμπεριαλισμού, συμπεριλαμβανομένων, κυρίως, των αποτυχιών των μετριοπαθών οργανώσεων.

 

Ο Φανόν και η γαλλική αριστερά

Στα τέλη του 1956, η συμμετοχή του Φανόν στον απελευθερωτικό αγώνα τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Αλγερία. Μετακόμισε στην Τυνησία στις αρχές του 1957 και συνεργάστηκε με τα γραφεία του FLN στην Τύνιδα. Ο Φανόν εργάστηκε στην εφημερίδα του FLN, El Moudjahid («ο πολεμιστής»), και εστίασε την αιχμηρή, ευφυή γραφή του στην επίθεση και την αμφισβήτηση της γαλλικής αριστεράς. Ο Φανόν αισθανόταν απογοητευμένος από τη γαλλική αριστερά, για την οποία πίστευε ότι θα έπρεπε να είναι ένας φυσικός σύμμαχος του ένοπλου αγώνα και της αλγερινής επανάστασης, αλλά επανειλημμένα δεν κατάφερε να είναι. Ο Φανόν θύμωνε γιατί ήξερε πόσο σημαντική ήταν αυτή η αλληλεγγύη. Η αιχμηρή πολεμική του ήταν μια ένδειξη του πόσο πολύ κατανοούσε αυτή την ανάγκη για αλληλεγγύη.

Οι πολεμικές αναλύσεις του Φανόν για την Αριστερά στο El Moudjahid αξίζει να αναλυθούν. Στο πρώτο από τα τρία άρθρα, παρακολουθεί την εξέλιξη της γαλλικής αλληλεγγύης. Οι πρώτες εκδηλώσεις δυσαρέσκειας στις αποικίες πριν από τον ένοπλο αγώνα προκάλεσαν την υποστήριξη και την αλληλεγγύη των «δημοκρατών» στις αποικιοκρατικές χώρες. Η ευθύνη της αριστεράς ήταν σαφής: «Ένα από τα πρώτα καθήκοντα των διανοουμένων και των δημοκρατικών στοιχείων στις αποικιοκρατικές χώρες είναι να υποστηρίξουν ανεπιφύλακτα τις εθνικές φιλοδοξίες των αποικιοκρατούμενων λαών».[14] Ωστόσο, η απομόνωση (και ο σεχταρισμός) της αριστεράς εμπόδισε μια ευρύτερη εκστρατεία για την εξήγηση της κατάστασης, και αυτή η «ψευδο-αλληλεγγύη» «πολύ γρήγορα παρασύρεται από τα γεγονότα».[15] Καθώς ο αγώνας για ανεξαρτησία στην αποικία προχωρά και ριζοσπαστικοποιείται, η αλληλεγγύη αρχίζει να κατακερματίζεται.

Η σύγχυση αντικατέστησε τη φιλελεύθερη καταδίκη των αποικιακών υπερβολών. Τα διακυβεύματα είχαν πλέον αυξηθεί. Η αλληλεγγύη και η καταδίκη απαιτούσαν κάτι περισσότερο∙ η υποστήριξη των Γάλλων αριστερών στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα μπορούσε να προχωρήσει μόνο παράλληλα με την καταδίκη του δικού τους αποικιακού κράτους. Η αριστερή διανόηση στη Γαλλία, υποστήριξε ο Φανόν, απέτυχε σε αυτή την πρόκληση, υποκύπτοντας στις φιλελεύθερες καταγγελίες της «τρομοκρατίας» και των «βομβιστικών επιθέσεων». Με τις βομβιστικές επιθέσεις και τις επιθέσεις εναντίον αμάχων, «Ολόκληρη η γαλλική αριστερά, με ένα ομόφωνο ξέσπασμα, φώναξε: “Δεν μπορούμε πλέον να σας ακολουθήσουμε”»[16].

Σε ένα δεύτερο άρθρο ο Φανόν υποστήριζε ότι δεν υπήρχε ουδετερότητα στην κρίση και τον πόλεμο που βάθαινε και ότι δεν υπήρχε αθώος Γάλλος στην Αλγερία: «Κάθε Γάλλος στην Αλγερία αυτή τη στιγμή είναι ένας εχθρός στρατιώτης. Όσο η Αλγερία δεν είναι ανεξάρτητη, αυτή η λογική συνέπεια πρέπει να γίνει αποδεκτή».[17] Ο απελευθερωτικός πόλεμος, αντίθετα με τις επιθυμίες της αριστεράς και των δημοκρατών, δεν επιδιώκει «μεταρρυθμίσεις» αλλά «τη μεγαλειώδη προσπάθεια ενός λαού που έχει μουμιοποιηθεί» και τώρα προσπαθεί να «ανακαλύψει ξανά τη δική του ευφυΐα».[18] Ένας από τους λόγους για τους οποίους η γαλλική αριστερά, οι διανοούμενοι, τα κόμματα και οι προοδευτικές ομάδες απέτυχαν, γράφει ο Φανόν, είναι η ιδιαίτερη φύση της αποικιοκρατίας στην Αλγερία:

«Η γαλλική αποικιοκρατία στην υποσαχάρια Αφρική, βασίζεται στο δικαίωμα στην ιδιοκτησία, ενώ στην Αλγερία, από την αρχή, διακηρύχθηκαν οι σχέσεις ταυτότητας... Η Αφρική νότια της Σαχάρας μπορεί να κηρύχθηκε γαλλικό έδαφος, αλλά ποτέ δεν διακηρύχθηκε ότι η Αφρική νότια της Σαχάρας ήταν η Γαλλία.»[19]

Η Γαλλία ενσωμάτωσε επίσημα την Αλγερία στη Γαλλία το 1848, στην ίδια διοικητική δομή με την ηπειρωτική χώρα. Έτσι, ο Φανόν προβάλλει το επιχείρημα ότι οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές είχαν ισχυριστεί ότι η Αλγερία ήταν αναπόσπαστο τμήμα της Γαλλίας και όχι απλώς αποικία. Επομένως, υπήρχε διάκριση, υποστήριζε, μεταξύ της γαλλικής αποικιοκρατίας στην υποσαχάρια Αφρική και των «σχέσεων ταυτότητας» στην Αλγερία.

Ένα τρίτο άρθρο υποστηρίζει ότι η θέση της γαλλικής αριστεράς ήταν μια φυλακή τόσο για την αριστερά όσο και για τη χώρα: «Η Γαλλία βρίσκεται αιχμάλωτη της κατάκτησής της και ανίκανη να απεμπλακεί από αυτήν... να κάνει μια νέα αρχή».[20] Ο Φανόν ήταν δίκαιος, αλλά και σκληρός. Οι γενικεύσεις του πάνω σε αυτά τα ζητήματα ήταν συχνά άστοχες. Η γαλλική Αριστερά συνεισέφερε σημαντική και εκτεταμένη αλληλεγγύη, πολιτική υποστήριξη και ενεργό συμμετοχή στις ιδεολογικές συζητήσεις κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Αυτοί οι σημαντικοί, αν και περιθωριακοί, αγωνιστές προέρχονταν συχνά από την αντισταλινική αριστερά, από μικρές αριστερές και τροτσκιστικές ομάδες. Παρά το μέγεθός τους, η συμβολή τους ήταν σημαντική. Ο Φανόν ολοκλήρωσε το άρθρο του με μια αναγνώριση αυτής της υποστήριξης:

«Το FLN χαιρετίζει τους Γάλλους που είχαν το θάρρος να αρνηθούν να πάρουν τα όπλα εναντίον του αλγερινού λαού... Αυτά τα παραδείγματα πρέπει να πολλαπλασιαστούν για να γίνει σαφές σε όλους... ότι ο γαλλικός λαός αρνείται αυτόν τον πόλεμο.»[21]

Ο Φανόν έγραφε με μεγάλες αναφορές και ευρείες γενικεύσεις για τη γαλλική αριστερά και τη «δημοκρατική» διανόηση. Επιδίωξε να τους εκθέσει –και τις μεγάλες και ισχυρές οργανώσεις της αριστεράς– επειδή ήλπιζε ότι θα συνέλθουν. Κατά την άποψη του Φανόν, η υποστήριξη της Αλγερινής Επανάστασης ήταν τόσο ξεκάθαρα μια υποχρέωση για κάθε σοσιαλιστή που σέβεται τον εαυτό του.

Η ουδετερότητα ήταν μια απάτη, υποστήριζε ο Φανόν. Καταδίκαζε τόσο τους μη κομμουνιστές αριστερούς, οι οποίοι ανησυχούσαν ότι μια ελεύθερη Αλγερία θα έπεφτε στα χέρια των Σοβιετικών ή των «Αγγλοσαξόνων» (δηλαδή των ΗΠΑ), όσο και το PCF, το οποίο φοβόταν τη δυνατότητα που θα είχαν οι Αλγερινοί να εμποδίσουν τη σοβιετική επιρροή και τις προόδους μετά την ανεξαρτησία της χώρας. Οι Γάλλοι κομμουνιστές φαντάζονταν μια συμμαχία μεταξύ της Γαλλίας, με κυρίαρχο ρόλο να παίζει μια κυβέρνηση του PCF, και της Αλγερίας.

Ο Φανόν δεν διατύπωσε επιχειρήματα εναντίον της γαλλικής εργατικής τάξης, αλλά απηύθυνε έκκληση για αλληλεγγύη και απεργιακή δράση:

«Το FLN απευθύνεται στη γαλλική αριστερά... και της ζητάει να ενθαρρύνει κάθε απεργία που αναλαμβάνει ο γαλλικός λαός ενάντια στην αύξηση του κόστους ζωής, τους νέους φόρους και τους περιορισμούς των δημοκρατικών ελευθεριών στη Γαλλία, που όλα αυτά είναι άμεση συνέπεια του πολέμου στην Αλγερία.»[22]

Ο Φανόν απέρριπτε, ωστόσο, κάποια νωθρή τοποθέτηση ότι υπήρχε μια άμεση και προφανής σχέση μεταξύ της μητροπολιτικής εργατικής τάξης και της Αλγερινής Επανάστασης. Αυτή η θέση χρησιμοποιήθηκε συχνά από εκείνους που επιδίωκαν συμβιβασμό και λύση με διαπραγματεύσεις αντί για πλήρη ανεξαρτησία και επαναστατικό αγώνα. Για τον Φανόν, η σύνδεση ήταν πιο σύνθετη. Η αποικιοκρατία ήταν ένα ολοκληρωτικό σύστημα στρατιωτικής κατοχής και καταπίεσης από ένα ξένο κράτος, «η οργάνωση της κυριαρχίας πάνω σε ένα έθνος μετά από στρατιωτική κατάκτηση».[23] Οι Γάλλοι εργάτες έπρεπε να αναγνωρίσουν αυτή την πραγματικότητα. Πώς θα μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα απελευθερωθούν χωρίς να παραμερίσουν την αποικιοκρατική μάσκα και να καταπολεμήσουν την καταπίεση που ασκούνταν κατά των Αλγερινών στο όνομά τους; Οι δύο λαοί συνδέονταν, αλλά όχι με μια απλή συμμετρία. Οι Αλγερινοί θα μπορούσαν να επιτύχουν την εθνική απελευθέρωση χωρίς τη βοήθεια της γαλλικής εργατικής τάξης. Η τελευταία, όμως, δεν θα μπορούσε ποτέ να ελπίζει ότι θα αποτινάξει τη δική της καταπίεση χωρίς να καταδικάσει το ρατσιστικό της κράτος.

Για τον Φανόν, ο ρατσισμός και η αποικιοκρατία –και οι ιδέες της ανωτερότητας και της κατωτερότητας που τα διέπουν– παγίδευαν τους ρατσιστές, στερώντας και περιορίζοντας τη δική τους ανθρωπιά, όπως και εκείνη των αποικιοκρατούμενων και των θυμάτων του ρατσισμού. Το έργο του Φανόν εκείνη την εποχή ήταν μια προσπάθεια ευαισθητοποίησης, που απευθυνόταν στην ευρωπαϊκή αριστερά. Υπήρχαν σημάδια αντίστασης στον πόλεμο: η σταδιακά αυξανόμενη αντιδημοτικότητα του πολέμου στην ηπειρωτική Γαλλία και οι σημαντικές λιποταξίες από τις ένοπλες δυνάμεις. Η αντίσταση αυτή, πίστευε ο Φανόν, θα άρχιζε να ξετυλίγει το σύστημα της εκμετάλλευσης στον Παγκόσμιο Βορρά, αλλά μόνο όταν η ευρωπαϊκή εργατική τάξη σταματούσε να παίζει, όπως ο ίδιος το περιέγραφε, το «παιχνίδι της Ωραίας Κοιμωμένης».[24]

Ο Φανόν ήταν απογοητευμένος και εξοργισμένος επειδή αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο για τα κορυφαία γαλλικά αριστερά κόμματα –υποστήριξη της αλγερινής υπόθεσης και καταπολέμηση της αποικιοκρατίας– ήταν ασαφές και συγκεχυμένο, και συχνά μετατρεπόταν στο αντίθετό του. Το PCF, μια ιδιότυπη οργάνωση, είχε προσπαθήσει σοβαρά να στρατολογήσει Αλγερινούς συνδικαλιστές, προσελκύοντας πολλούς στα συνδικάτα και στη δραστηριότητα στα εργοστάσια. Για πέντε χρόνια, το κόμμα εξέδιδε ακόμη και μια μηνιαία εφημερίδα για αλγερινά ζητήματα, το L’Algérien en France («Ο Αλγερινός στη Γαλλία»). Ωστόσο, το κόμμα είχε απομακρυνθεί από τις μπολσεβίκικες ρίζες του, οι οποίες έδιναν έμφαση στην υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων ως προϋπόθεση για τα κομμουνιστικά κινήματα και την κομμουνιστική πολιτική.[25] Τώρα, υποστήριζε ότι μόνο η επίτευξη του σοσιαλισμού από το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη θα μπορούσε να προσφέρει την ελευθερία στους Αλγερινούς. Η Αλγερία θα μπορούσε να κερδίσει την ανεξαρτησία, αλλά η σοσιαλιστική καθοδήγηση θα προερχόταν από τη συνδικαλιστική, πολιτικά ώριμη γαλλική εργατική τάξη.

Όταν οι αριστεροί εκτός του PCF κατήγγειλαν τον πόλεμο, συχνά απηχούσαν τον φιλελεύθερο ρεπουμπλικανισμό του κόμματος, ζητώντας «ειρήνη» και επιμένοντας ότι η βία και στις δύο πλευρές πρέπει να τερματιστεί. Η άγνοια σχετικά με τις συνθήκες στην Αλγερία μεταξύ επιφανών αριστερών διανοουμένων, συμπεριλαμβανομένων προσωπικοτήτων όπως η φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος Σιμόν ντε Μποβουάρ, ήταν σοκαριστική. Ο Κλοντ Λανζμάν, Γάλλος δημοσιογράφος, κινηματογραφιστής και αριστερός ακτιβιστής, έγραψε με αφοπλιστική ειλικρίνεια για ένα ταξίδι στην Αλγερία που έκανε με την ντε Μποβουάρ το 1954, λίγους μήνες πριν από την εξέγερση του Νοεμβρίου: «Η αθωότητά μας, το πείσμα μας, η τουριστική μας εμμονή με την ομορφιά της ερήμου... τα ενδιαφέροντά μας ήταν ασυγχώρητα φολκλορικά... Μου πήρε χρόνια να αφήσω τα στερεότυπα, να συμφιλιωθώ με την πραγματικότητα, την πολυπλοκότητα του κόσμου»[26].

Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ντε Μποβουάρ υιοθέτησε επίσης ορισμένες εξαιρετικές θέσεις για τον πόλεμο. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν οι υπουργοί της κυβέρνησης Γκι Μολέ και Φρανσουά Μιτεράν.[27] Είχαν άγνοια για την αλγερινή κοινωνία και η άγνοιά τους κόστισε χιλιάδες ζωές. Ευτυχώς, υπήρχαν αριστεροί διανοούμενοι που γνώριζαν τι συνέβαινε, όπως για παράδειγμα ο Φρανσίς και η Κολέτ Ζανσόν, οι οποίοι προέβλεψαν τη διάρκεια του πολέμου, την επιστροφή του Σαρλ ντε Γκωλ στην εξουσία στη Γαλλία και τη νίκη των Αλγερινών. Οι Ευρωπαίοι «porteurs de valise» –οι «μεταφορείς βαλιτσών» που μετέφεραν όπλα και χρήματα για το FLN– και ορισμένοι διανοούμενοι στάθηκαν επίσης πλήρως στο πλευρό του FLN και άσκησαν σφοδρή κριτική στην προδοσία της αριστεράς.[28]

Ωστόσο, όταν οι διανοούμενοι και οι οργανώσεις που εδρεύουν στο Παρίσι καταδίκασαν τα «βασανιστήρια», ο Φανόν δεν συμφώνησε απλώς και μόνο. Τα βασανιστήρια ήταν, φυσικά, ένα απαραίτητο εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι αποικιοκράτες∙ προσέλκυαν και διέφθειραν τους Γάλλους στρατιώτες, τόσο τους επαγγελματίες στρατιωτικούς όσο και τους στρατιώτες. Ωστόσο, ο Φανόν εντόπισε και επιτέθηκε επίσης σε ορισμένες φιλελεύθερες ψευδαισθήσεις που έβλεπαν τα βασανιστήρια ως παρέκκλιση – ένα κακό που διαστρεβλώνει την ηθική των Γάλλων και τις παραδόσεις του ρεπουμπλικανισμού τους. Αυτή η αντίληψη, υποστήριζε ο Φανόν, εξακολουθούσε να μην μπορεί να σπάσει τις ψευδαισθήσεις της γαλλικής δικαιοσύνης και του γαλλικού πολιτισμού, τις οποίες απέρριπτε πλήρως, γράφοντας για «την εγωκεντρική, κοινωνιοκεντρική μορφή σκέψης που έχει γίνει το χαρακτηριστικό των Γάλλων.»[29]

Τι γίνεται με τα αλγερινά θύματα, ρωτούσε; Τις γυναίκες που βιάζονται; Τα χωριά που πυρπολήθηκαν και καταστράφηκαν βάναυσα; Αυτές οι «ανήσυχες» καταγγελίες για τη βία και τα βασανιστήρια διαιώνιζαν τις αποικιακές εικόνες των απρόσωπων Αλγερινών, που η υποκειμενικότητά τους είχε εξαλειφθεί από τους Γάλλους. Ο Φανόν υποστήριζε ότι τα βασανιστήρια αντιπροσώπευαν την κανονική λειτουργία της αποικιοκρατίας και όχι ένα ασυνήθιστο ή εξαιρετικό φαινόμενο. Υπήρχε επίσης μια τάση, επεσήμανε, να περιορίζεται η συλλογική επανάσταση σε αφηγήσεις προσωπικού θάρρους και ηρωισμού.

Ο Φανόν περίμενε περισσότερα από την Αριστερά. Ενώ βρισκόταν στη Γαλλία το 1957, ήλπιζε να δει ένα κίνημα αλληλεγγύης σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Αντ’ αυτού, είδε απάθεια και αδιαφορία ή ερασιτεχνισμό από τους αριστερούς διανοούμενους. Η Αριστερά έπρεπε να ξεφύγει από το στενό πλαίσιο της αποικιοκρατικής και δημοκρατικής σκέψης, να υποστηρίξει απερίφραστα την Αλγερινή Επανάσταση και να καταδικάσει ρητά τα βασανιστήρια ως φυσικό επακόλουθο της γαλλικής αποικιοκρατίας.[30]

Ο Φανόν ήξερε καλύτερα από την παρισινή διανόηση (και σχεδόν από οποιονδήποτε άλλον) τι σήμαιναν τα βασανιστήρια. Θεράπευε ως γιατρός τα θύματα βασανιστηρίων, καθώς και τους δράστες βασανιστηρίων∙ και οι δύο θα έμεναν τραυματισμένοι για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ο Φανόν οραματιζόταν επίσης μια πολύ ευρύτερη ανεξάρτητη Αλγερία, που ήταν και το όραμα χιλιάδων Αλγερινών αγωνιστών για την ανεξαρτησία. Ο Άνταμ Σατζ, γράφοντας τον Νοέμβριο του 2023, εξηγεί:

«Το όραμα του Φανόν για την αποαποικιοποίηση αγκάλιαζε όχι μόνο τους αποικιοκρατούμενους μουσουλμάνους, οι οποίοι απελευθερώνονταν από τον ζυγό της αποικιακής καταπίεσης, αλλά και τα μέλη της ευρωπαϊκής μειονότητας και τους Εβραίους (οι ίδιοι μια πρώην “αυτόχθονη” ομάδα στην Αλγερία), εφόσον συμμετείχαν στον αγώνα για την απελευθέρωση. Στο βιβλίο του Μια αποικιοκρατία που πεθαίνει, απέτισε εύγλωττο φόρο τιμής στους μη μουσουλμάνους της Αλγερίας, οι οποίοι, μαζί με τους μουσουλμάνους συντρόφους τους, φαντάστηκαν ένα μέλλον στο οποίο η ταυτότητα και η ιθαγένεια των Αλγερινών θα καθορίζονταν από κοινά ιδανικά και όχι από την εθνικότητα ή την πίστη.»[31]

Η φράση-κλειδί στην περιγραφή του Σατζ για τη βαθιά επιθυμία του Φανόν για μια μετα-αποικιακή Αλγερία που θα αγκαλιάζει μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους είναι «εφόσον συμμετείχαν» στον αγώνα για την ελευθερία της Αλγερίας. Αυτή η αλληλεγγύη ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη δική τους ελευθερία από τη μέγγενη του ρατσισμού και τις αποικιακές παθολογίες της ανωτερότητας και της κατωτερότητας. Αυτές δεν ήταν αφελείς προσδοκίες, αλλά μάλλον ήταν ευρέως διαδεδομένες από διαφορετικά στοιχεία του αντιαποικιακού αγώνα.

Για να σπάσει η αποικιακή παθολογία της ανωτερότητας και της κατωτερότητας, υποστήριξε ο Φανόν, η βία παίζει βασικό ρόλο. Δυστυχώς, μεγάλο μέρος των πρόσφατων σχολίων σχετικά με τις ιδέες του έχουν παρεξηγήσει άσχημα την προσεκτική και διαφοροποιημένη κατανόηση του ρόλου της βίας στα απελευθερωτικά κινήματα.

 

Για τη βία και τον αγώνα

Σε μερικά από τα χειρότερα σχόλια για τον Φανόν τους τελευταίους μήνες, τον χρησιμοποίησαν για να καταδικάσουν τη Χαμάς, η οποία υποτίθεται ότι είναι, σύμφωνα με τα λόγια του Αμερικανού δημοσιογράφου Έλι Λέικ, «η παλαιστινιακή εκδοχή της Κου Κλουξ Κλαν ή των Ναζί»:

«Τα [μέλη της] Χαμάς δεν είναι ανθρωπιστές. Είναι φασίστες. Γιατί, λοιπόν, τόσοι πολλοί από τους δήθεν πιο μορφωμένους πολίτες μας βρέθηκαν να εκλογικεύουν, να υπερασπίζονται και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και να εξυμνούν τη βαρβαρότητα της 7ης Οκτωβρίου;»

Ο Λέικ «υπερασπίζεται» τον Φανόν καταδικάζοντας τους «διανοούμενους» για την υποστήριξή τους στην επίθεση της Χαμάς: «Η εξύμνηση του πογκρόμ της 7ης Οκτωβρίου δεν είναι αλληλεγγύη προς τους κολασμένους της γης. Είναι μια παρανοϊκή δικαιολογία για τη μαζική δολοφονία των Εβραίων».[32]

Σε αντίθεση με πολλούς από τους σύγχρονους επικριτές του, ο Φανόν κατανοούσε τις τεράστιες πολυπλοκότητες της βίας και το πώς αυτή μπορεί να μετατραπεί σε βαθύ τραύμα που είναι δύσκολο να διορθωθεί. Από αυτή την άποψη, και μόνο από αυτή την άποψη, ο Βρετανός δημοσιογράφος Ραλφ Λέοναρντ είχε δίκιο όταν έγραφε στα μέσα Οκτωβρίου του 2023: «Η άποψη του Φανόν για τη βία είναι πιο εκλεπτυσμένη απ’ ό,τι του αναγνωρίζουν οι υποστηρικτές ή οι επικριτές του.»[33]

Στο τελευταίο μεγάλο έργο του Φανόν, Της Γης οι Κολασμένοι, που εκδόθηκε το 1961, ανέπτυξε τη σκέψη του για τη βία και την εθνική απελευθέρωση. Γραμμένο στο τέλος της ζωής του, όταν ήξερε ότι πέθαινε, τα επιχειρήματά του για τη βία είναι μια σειρά από σφυροκοπήματα που χτυπούν ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο – η βία είναι ο σκοπός της αποικιοκρατίας, επομένως η αντιαποικιακή βία είναι η αναγκαία απάντηση. Από τη στιγμή που οι αποικιοκρατούμενοι έχουν δεσμευτεί σε αυτή τη γραμμή δράσης, δεν μπορεί να υπάρξει υποχώρηση.

Ο Φανόν μας λέει ότι το Κόμμα Γης και Ελευθερίας της Κένυας (ευρέως γνωστό ως Μάου Μάου) απαιτούσε από κάθε μέλος του να δώσει ένα χτύπημα στο θύμα, εμπλέκοντας έτσι αμέσως τον καθένα στον θάνατο του άποικου. Με αυτόν τον τρόπο, η βία προσδένει τον «ιθαγενή» στον αγώνα. Η βία των αυτόχθονων είναι ανάλογη με τη βία του καθεστώτος των εποίκων, παρόλο που δεν υπάρχει πραγματική ισοδυναμία, διότι «τα πολυβόλα από αεροπλάνα και οι βομβαρδισμοί από αέρος» –και τα δύο συνηθισμένα στον πόλεμο της Αλγερίας– πάνε πολύ πιο μακριά από οτιδήποτε μπορεί να κάνει ο αυτόχθονας.

Ο Φανόν κατανοούσε τον σύνθετο χαρακτήρα του ζητήματος της βίας. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υπερτονίσουμε την πρωτοτυπία των επιχειρημάτων του. Για παράδειγμα, ο Καρλ Μαρξ (και ο Φρίντριχ Ένγκελς) υποστήριξαν, περισσότερα από εκατό χρόνια πριν από τον Φανόν, ότι η σοσιαλιστική επανάσταση ήταν απαραίτητη για την ανθρώπινη απελευθέρωση, επειδή ήταν ο μόνος τρόπος για να νικηθεί ο καπιταλισμός, αλλά και επειδή οι εργάτες απελευθερώνονται στη διαδικασία της επανάστασης. Σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, μόνο με τη συμμετοχή σε μια επανάσταση μπορεί η καταπιεσμένη μάζα να απαλλαγεί «από την προαιώνια “κόπρο του Αυγείου” και να γίνει ικανή να θεμελιώσει εξ αρχής την κοινωνία».[34] Είναι ενδιαφέρον ότι ο Φανόν βρήκε το δικό του δρόμο προς μια παρόμοια προοπτική, τονίζοντας τον ψυχολογικά κεντρικό ρόλο της επαναστατικής δράσης και της βίαιης αντίστασης.[35] Το βιβλίο του Φανόν του 1959, Μια αποικιοκρατία που πεθαίνει, είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στον επαναστατικό μετασχηματισμό της αλγερινής κοινωνίας από τα κάτω.

Ο Φανόν τόνισε τη διάκριση μεταξύ της βίας του καταπιεστή και της βίας των καταπιεσμένων. Επιπλέον, εμβάθυνε την κατανόησή μας για την αναμφισβήτητα μετασχηματιστική, ή «τροποποιητική για τις ιδέες», επίδραση της επαναστατικής βίας. Περιστασιακά, στην πολιτική του πρακτική, ο Φανόν όντως ανέδειξε την ένοπλη αντίσταση στο καθεστώς του μοναδικού «πραγματικού αγώνα» που θα «μεταλλάξει ριζικά» τους καταπιεσμένους. Παρ’ όλα αυτά, στο τελευταίο του βιβλίο, ο Φανόν αποδεικνύει ότι ήταν ένας επιδέξιος και πολύπλοκος στοχαστής σχετικά με το πώς η βία θα μπορούσε να αντιστρέψει μια βαθιά αίσθηση κατωτερότητας μεταξύ των φτωχών και των καταπιεσμένων. Ποτέ δεν υποστήριξε τη βία ως πρωταρχικό πολιτικό μέσο. Σε κάθε περίπτωση, είναι η κριτική του Φανόν στην εθνική απελευθέρωση και στην κάστα των κερδοσκόπων που την καθοδηγούν, από την οποία έχουμε ακόμα τόσα πολλά να μάθουμε.

 

Η κριτική του Φανόν στην εθνική απελευθέρωση

Στο έργο του, Της Γης οι Κολασμένοι, το τελευταίο, κορυφαίο βιβλίο του Φανόν, το οποίο γράφτηκε με μεγάλη βιασύνη, μιλάει για διάφορους εθνικιστικούς «δαίμονες» και δεν αρκείται ποτέ σε εύκολες απαντήσεις. Η ανεξαρτησία, όταν κερδηθεί, δίνει «περισσότερες αποζημιώσεις» στους αποικιοκρατούμενους, αλλά δεν τους έχει δώσει ακόμα το χρόνο να «επεξεργαστούν μια κοινωνία ή να οικοδομήσουν και να επιβεβαιώσουν αξίες». Το νέο έθνος βρίσκεται «σε μια μορφή “αναποφασιστικότητας”»[36]. Για να σπάσει η πιθανή «κατάρα της ανεξαρτησίας», ο Φανόν μιλάει για την ανάγκη να χρησιμοποιηθούν οι εξαιρετικές «παραγωγικές δυνάμεις» του κόσμου για να αντιμετωπιστεί η φτώχεια του υπανάπτυκτου κόσμου. Οι σπατάλες της κούρσας των πυρηνικών εξοπλισμών θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν «μέσα σε 15 χρόνια για να αυξήσουν το βιοτικό επίπεδο των υπανάπτυκτων χωρών κατά 60%»[37].

Ασχολείται επίσης ρητά με τις αδυναμίες της εθνικής ανεξαρτησίας και την ανάγκη ανύψωσης της συνείδησης. Αυτό το ζωτικό στοιχείο της ανάλυσης του Φανόν έχει λείψει από τις πρόσφατες αναφορές στο έργο του.[38] Μεγάλο μέρος του υλικού (παρατηρήσεις και εκτεταμένες αναγνώσεις) που τροφοδότησε την παθιασμένη οργή και την περιγραφική δύναμη του τελικού του βιβλίου, συγκεντρώθηκε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του για λογαριασμό της προσωρινής κυβέρνησης της Αλγερίας, καθώς και της άμεσης επαφής του με την εθνική αστική τάξη του FLN.[39]

Αν και ο Φανόν μπορεί να εξυμνούσε την αλγερινή επανάσταση, απευθύνοντας έκκληση για αλληλεγγύη και υποστήριξη από τη γαλλική και τη διεθνή αριστερά, δεν έγραφε ένα βιβλίο προπαγάνδας του FLN. Στην πραγματικότητα, φτάνει στο μέγιστο ύψος του ως αναλυτής της αποαποικιοποίησης όταν στρέφει την προσοχή του στους τραγικούς περιορισμούς της ίδιας της εθνικής απελευθέρωσης. Έτσι, ο Φανόν βλέπει την εθνότητα να μετατρέπεται σε κατάρα: «ένα άδειο κέλυφος∙ μια χονδροειδής και εύθραυστη παρωδία αυτού που θα μπορούσε να είναι.»[40]

Σύμφωνα με τον Φανόν, ο λόγος για τον οποίο τα νεοσύστατα έθνη οπισθοδρομούν γρήγορα μετά την ανεξαρτησία έγκειται στη μεσαία τάξη. Μπορεί να υπάρχουν και άλλοι λόγοι –συμπεριλαμβανομένου του «ακρωτηριασμού του αποικιοκρατούμενου λαού από το αποικιοκρατικό καθεστώς»– αλλά ο Φανόν εστιάζει κυρίως στην απόλυτη διανοητική και πνευματική εξαθλίωση της εθνικής μεσαίας τάξης που ηγήθηκε των κομμάτων εθνικής απελευθέρωσης. Αυτή η τάξη είναι υπανάπτυκτη και δεν έχει καμία από τις ιδιότητες της μητροπολιτικής αστικής τάξης. Η νοοτροπία της είναι αυτή του «επιχειρηματία» και όχι του «καπετάνιου της βιομηχανίας»· ο ρόλος της είναι αυτός του διαμεσολαβητή που θέλει «να παραμείνει στο παιχνίδι και να είναι μέρος της κομπίνας»[41]. Αυτή η ασήμαντη, εξαθλιωμένη εθνική αστική τάξη θα έπρεπε να είχε θέσει τις δεξιότητες που απέκτησε στα αποικιακά πανεπιστήμια στην υπηρεσία του νέου έθνους, αλλά αντ’ αυτού έδωσε την ψυχή της για τα δικά της συμφέροντα και τη φιλαργυρία της.

Τα εθνικιστικά κόμματα κινητοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με απλά συνθήματα ανεξαρτησίας. Ωστόσο, στα ζητήματα του οικονομικού μετασχηματισμού, δεν γνώριζαν τίποτα. Ο Φανόν περιέγραψε τις γνώσεις τους ως θλιβερές, με μόνο «μια κατά προσέγγιση, μέσα από τα βιβλία γνώση με τους πραγματικούς και δυνητικούς πόρους της χώρας τους».[42] Όταν η εθνική ανεξαρτησία επιτευχθεί, η «υπανάπτυκτη μεσαία τάξη», χωρίς κεφάλαιο και αρνούμενη μια λαϊκή ή επαναστατική εναλλακτική λύση, πέφτει σε «θλιβερή στασιμότητα». Στη θέση της μεγάλης βιομηχανίας και της οικονομικής ανάπτυξης, προωθεί τη λατρεία της «βιοτεχνικής τάξης» και των «ντόπιων» προϊόντων.

Σε μια ενοχλητική προφητεία της πραγματικότητας της μετα-αποικιακής οικονομίας, ο Φανόν γράφει πώς αυτή η τάξη προσκολλάται στις «παλιές καλλιέργειες»: την κόκα, τα φιστίκια και τις σοδειές ελιάς. Η αποικιακή οικονομία ανέπτυξε επίσης τομείς και περιοχές που ήταν πλούσιες σε χαλκό, διαμάντια και άλλους πόρους. Δεν δημιουργούνται νέες βιομηχανίες∙ οι αποικιακές καλλιέργειες που αποσκοπούν στην είσπραξη μετρητών απλώς εξάγονται όπως πάντα, ανεπεξέργαστες. Πόσο επίκαιρη έχει αυτή η πραγματικότητα για τις χώρες που συνεχίζουν να εξαρτώνται σήμερα από αυτές τις καλλιέργειες που αποσκοπούν στην είσπραξη μετρητών της αποικιοκρατικής εποχής!

Η εστίαση του Φανόν στο εννοιολογικό πλαίσιο του έθνους είναι αποφασιστική∙ γι’ αυτόν, η «εθνικιστική τάξη» αποτυγχάνει να εργαστεί για την ανάπτυξη του έθνους. Παρ’ όλα αυτά, οι νέοι ιδιοκτήτες της καλλιεργήσιμης γης εξακολουθούν να διπλασιάζουν το ποσοστό εκμετάλλευσης στο όνομα της «εθνικής» ανάπτυξης. Η νέα λεγόμενη γαιοκτημονική αστική τάξη αρνήθηκε να διοχετεύσει τα κέρδη της σε καινοτόμες γεωργικές τεχνικές, υιοθετώντας αντίθετα τα κληροδοτήματα των δυτικών συναδέλφων της: εξοχικά ακίνητα, αυτοκίνητα και επίδειξη του πλούτου.

Η εθνική μεσαία τάξη «σηκώνει ψηλά την ιδέα της εθνικοποίησης και της αφρικανοποίησης των κυρίαρχων τάξεων» προς το συμφέρον του έθνους. Σύντομα, υποστήριξε, αυτές οι πολιτικές διαχέονται στην εργατική τάξη, τους ανέργους και τους μικροβιοτέχνες. Πριν περάσει πολύς καιρός, ο εθνικισμός καταλήγει «στον υπερεθνικισμό, στον σοβινισμό και, τελικά, στον ρατσισμό».[43] Αυτή η κατάσταση πηγάζει από την αδυναμία της εθνικής αστικής τάξης να επεκτείνει ένα όραμα για τον κόσμο, αντί να «επιστρέφει» σε παλιές φυλετικές συμπεριφορές και φυλετικές προκαταλήψεις. Αυτός ο εθνικός σοβινισμός μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε τοπικισμό.

Η μεγαλοφυία του Φανόν ήταν ότι αφαίρεσε τη μάσκα της εθνικής απελευθέρωσης και της ανεξαρτησίας τη στιγμή που συντελούνταν η απελευθέρωση. Η ανεξαρτησία, εξηγεί, «θρυμματίζεται σε τοπικισμό μέσα στο κούφιο κέλυφος της ίδιας της εθνικότητας».[44] Η αποικιοκρατία, που κάποτε αμφισβητήθηκε από την κινητήρια δύναμη της εθνικής ενότητας, «ανακτά την ισορροπία της και προσπαθεί τώρα να σπάσει αυτή τη θέληση για ενότητα».[45] Οι θρησκευτικές αντιπαλότητες οξύνονται∙ σε περιοχές όπου κυριαρχεί ο χριστιανισμός, οι μουσουλμανικές μειονότητες επιδίδονται «με ασυνήθιστο πάθος στις λατρείες τους».[46]

Η Αφρική, η οποία είχε ενωθεί για μια στιγμή στον αγώνα για την αποαποικιοποίηση, διχάζεται και πάλι με απροκάλυπτο ρατσισμό μεταξύ της «μεσογειακής» (διάβαζε «ευρωπαϊκής») Βόρειας Αφρικής και της «Μαύρης Αφρικής... που αντιμετωπίζεται ως μια περιοχή νωθρή, κτηνώδης, απολίτιστη – με μια λέξη, άγρια».[47] Σε μια αποτρόπαια αντιστροφή, οι χλευασμοί για τον υποτιθέμενο σεξισμό των Αράβων, το πέπλο και την πολυγαμία, που κάποτε εκστομίζονταν από τους εποίκους, βρίσκουν τώρα νέα χείλη.[48] Αυτό δεν είναι τυχαίο, αλλά εκφράζει την προσαρμογή της εθνικής μεσαίας τάξης στις πιο διεφθαρμένες μορφές της αποικιοκρατικής σκέψης: «Με τη νωθρότητα και τον μιμιτισμό της, προωθεί την... ενίσχυση του ρατσισμού που ήταν χαρακτηριστική της αποικιοκρατικής εποχής».[49] Η ντόπια αστική τάξη έρχεται στην εξουσία με τη σημαία του «στενού εθνικισμού» και είναι ανίκανη να θέσει σε εφαρμογή έστω και ένα «μίνιμουμ ανθρωπιστικό» πρόγραμμα:

«Πριν από την ανεξαρτησία, ο ηγέτης ενσάρκωνε γενικά τις προσδοκίες του λαού για ανεξαρτησία, πολιτική ελευθερία και εθνική αξιοπρέπεια. Ωστόσο, μόλις κηρυχθεί η ανεξαρτησία... ο ηγέτης θα αποκαλύψει τον εσωτερικό του σκοπό: να γίνει ο γενικός πρόεδρος αυτής της εταιρείας κερδοσκόπων που ανυπομονεί για τις απολαβές της και που αποτελεί την εθνική αστική τάξη…

Οι οικονομικοί δίαυλοι του νέου κράτους οπισθοδρομούν αναπόφευκτα στις νεοαποικιοκρατικές γραμμές.»[50]

Γρήγορα, υποστηρίζει ο Φανόν, ο λαός θα δει τον «απύθμενο» εκφυλισμό της εθνικής ηγεσίας και της αστικής κάστας. Ο ηγέτης έχει τώρα μια κεντρική λειτουργία – με τις εμπειρίες του στην πολιτική δράση και το ιστορικό του πατριωτισμού, παίζει το ρόλο ενός «καλύμματος» ανάμεσα στο λαό και την αρπακτική αστική τάξη, «μια δύναμη που φρενάρει την αφυπνιζόμενη συνείδηση του λαού».[51] Ωστόσο, για τη μάζα του λαού τίποτα δεν έχει αλλάξει. Η εθνική σημαία δεν υποκαθιστά τις πραγματικές διαδικασίες ανάπτυξης. Αν η ανεξαρτησία είναι ένα κέλυφος, το ίδιο είναι και το εθνικό κόμμα.

Η λεηλασία του έθνους και οι απαιτήσεις ενός πεινασμένου πληθυσμού είναι μεγάλες. Όλο και περισσότερο, το κόμμα μετατρέπεται σε όργανο καταστολής και πατρωνίας, τυφλώνει τον λαό με μια ομίχλη νοσταλγίας και τον κυκλώνει με συρματοπλέγματα. Η αστυνομία και ο στρατός γίνονται βασικοί μοχλοί, με τη δύναμη και την εξουσία τους να αυξάνονται ευθέως ανάλογα με τη στασιμότητα του έθνους. Η διαφθορά μολύνει κάθε στρώμα του κρατικού μηχανισμού.

Ο Φανόν συγκρίνει τη νέα εθνική αστική τάξη με τα μέλη της συμμορίας «που, μετά από κάθε ληστεία, κρύβουν το μερίδιο της λείας τους από τους άλλους συνεργούς».[52] Τα αυξανόμενα επίπεδα εξαπάτησης και εκμετάλλευσης οδηγούν σε δυσαρέσκεια και επιδείνωση των δυσκολιών. Έτσι, το καθεστώς με τη σειρά του γίνεται πιο κατασταλτικό. Καθώς το κοινοβούλιο είτε απουσιάζει είτε είναι άνευ σημασίας, ο στρατός γίνεται ο κύριος διαιτητής. Για την ανάλυση αυτή, ο Φανόν άντλησε στοιχεία τόσο από τις δικές του παρατηρήσεις για την αφρικανική ανεξαρτησία όσο και από τις μελέτες του για τη Λατινική Αμερική. Καταγγέλλει την εθνική αστική τάξη ότι «δεν μαθαίνει τίποτα από τα βιβλία»: «Αν είχαν κοιτάξει πιο προσεκτικά τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, αναμφίβολα θα είχαν αναγνωρίσει τους κινδύνους που τις απειλούν.»[53]

Ο εθνικισμός πρέπει να μετατραπεί σε κοινωνική και πολιτική συνείδηση και να εξελιχθεί γρήγορα σε έναν οικουμενικό ανθρωπισμό. Μόνο όταν συμπεριληφθούν οι άνδρες και οι γυναίκες σε μαζική κλίμακα δίνεται «μορφή και σώμα» στη συνείδηση. Το έθνος παύει να είναι η σημαία, αντιθέτως φεύγει από τις πόλεις και τα χωριά υπέρ της χώρας και της αυτοδραστηριότητας των ανθρώπων. Η μόνη αληθινή κυβέρνηση ανεξαρτησίας είναι «για τους απόκληρους και από τους απόκληρους.»[54]

Ο απολογισμός του Φανόν για την εθνική αστική τάξη είναι καταδικαστικός και ευφυής. Ταξίδεψε στη Δυτική και τη Βόρεια Αφρική, γνώρισε επίσης την Καραϊβική και μελέτησε την ιστορία και την τραγωδία της ανεξαρτησίας της Νότιας Αμερικής. Στην Αφρική είδε μια ήπειρο που άρχιζε να στέκεται στα δικά της πόδια, αλλά ήδη υπέκυπτε στην κυριαρχία της εθνικιστικής διανόησης.

Ο Φανόν προειδοποιεί τον αναγνώστη για το ρόλο της «εταιρείας των κερδοσκόπων» και δίνει πολύ συγκεκριμένες οδηγίες για την καταπολέμηση με κάθε κόστος της μεγαλύτερης ανάπτυξης αυτής της «κάστας». Αν επιτραπεί σε αυτούς τους «κερδοσκόπους» να αναπτυχθούν και να μεγαλώσουν, η ανεξαρτησία δεν θα οδηγήσει πουθενά∙ αντίθετα, το έθνος θα μείνει στάσιμο και θα παρακμάσει. Ο Φανόν εδώ είναι ο γιατρός που εντοπίζει μια ασθένεια που δεν μπόρεσε, μέχρι στιγμής, να κυριαρχήσει στο σώμα του έθνους. Ωστόσο, τα συμπτώματά της, που διατηρούνται σε ύφεση από τον λαϊκό έλεγχο και την κινητοποίηση, θα ξεσπάσουν εκτενέστερα με την ανεξαρτησία και θα μολύνουν κάθε μέρος του σώματος, αν η ασθένεια (η «κάστα των κερδοσκόπων») δεν εξαλειφθεί από τους απόκληρους.

Ο Φανόν εισάγει την ταξική πάλη. Το πρωταρχικό, επείγον καθήκον του νέου κράτους είναι η πάλη ενάντια στους νέους εχθρούς στο εσωτερικό του. Η εθνική ενότητα είναι ένα προκάλυμμα που κρύβει νέες και απειλητικές πραγματικότητες. Το μετα-ανεξαρτησιακό έθνος πρέπει να κινηθεί γρήγορα για να υπονομεύσει την εθνική αστική τάξη. Ο Φανόν είναι ανένδοτος ότι το εθνικό στάδιο δεν μπορεί να παραλειφθεί. Για να ξεπεραστεί ο εθνικισμός και να «αποφευχθεί η οπισθοδρόμηση», ο Φανόν επιμένει ότι πρέπει να γίνει «ένα γρήγορο βήμα από την εθνική συνείδηση προς την πολιτική και κοινωνική συνείδηση».

Μόνο με την εξαφάνιση της «αποικιοκρατίας» και του «αποικιοκρατούμενου άνδρα» (και γυναίκας) μπορούμε να φτάσουμε σε ένα παγκόσμιο σχέδιο απελευθέρωσης. Οι επαναστάσεις για την εθνική απελευθέρωση έπρεπε να ενσωματώσουν στα προγράμματα μετασχηματισμού τους σοσιαλιστικές και αντικαπιταλιστικές πολιτικές (όπως υποστήριζε ο Φανόν). Η επανάσταση δεν μπορούσε να γίνει μετά την ήδη κερδισμένη «εθνική απελευθέρωση».

Το έργο του Φανόν μπορεί να διαβαστεί ως μια προσπάθεια να δώσει περαιτέρω ζωή και αυτονομία στη λαϊκή εξέγερση στην Αλγερία (και σε άλλες χώρες του αποικιοκρατούμενου κόσμου), να την ενισχύσει ώστε να είναι έτοιμη για την ανεξαρτησία και να την προειδοποιήσει και να χαράξει στρατηγική για τους κινδύνους που αντιμετώπιζε πριν να είναι πολύ αργά. Όσο λαμπρή και αν ήταν η συμβολή του, δεν μπόρεσε να υποκαταστήσει το έργο του FLN, το οποίο παρέμεινε ηγεμονικό μέχρι τέλους. Παρ’ όλα αυτά, ο Φανόν συνειδητοποίησε ότι τα κόμματα της εθνικής απελευθέρωσης και της ίδιας της αποαποικιοποίησης είχαν από τη φύση τους περιορισμούς.

 

Τάξη, απελευθέρωση και επανάσταση

Ποιες ήταν οι κοινωνικές δυνάμεις που θεωρούσε ο Φανόν ως τη σωτηρία της Αλγερινής Επανάστασης και της απελευθέρωσης γενικότερα; Κατά τραγικό τρόπο, οι πραγματικοί ήρωες του τελευταίου βιβλίου του Φανόν είναι οι αγρότες. Ωστόσο, η αγροτιά, οι «κολασμένοι της γης», απέτυχαν να παίξουν «ανεξάρτητο» ρόλο ή να ηγηθούν του αγώνα για εθνική απελευθέρωση οπουδήποτε στην αφρικανική ήπειρο, συμπεριλαμβανομένης της Αλγερίας. Όταν αυτή η τάξη ήταν ενεργή, βρισκόταν υπό τον έλεγχο μιας ριζοσπαστικής διανόησης ή, στην περίπτωση του FLN, της εξόριστης ηγεσίας στο Κάιρο. Αν και ένα τόσο μεγάλο μέρος του έργου του Φανόν είναι ένα ξεκάθαρο κάλεσμα για αυτενέργεια, και «ριζική μετάλλαξη» της συνείδησής μας στον αγώνα, αναγνωρίζει την αγροτιά ως την πεμπτουσία των επαναστατών του. Ο διάσημος Γάλλος κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ, ο οποίος για ένα διάστημα βρισκόταν στην Αλγερία κατά τη διάρκεια του πολέμου, ήταν δηκτικός σε αυτόν τον χαρακτηρισμό, γράφοντας ότι οι αγρότες ήταν «ανίκανοι να καθορίσουν τους δικούς τους στόχους παρά μόνο με συναισθηματικό και αρνητικό τρόπο... περιμένουν να τους αποκαλυφθεί το πεπρωμένο τους»[55].

Ο Φανόν δικαίως εξυμνούσε τον αντιαποικιακό αγώνα στο Βιετνάμ, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν ένα αγροτικό κίνημα. Στην πραγματικότητα, όμως, καθοδηγούνταν από μια επαναστατική διανόηση που υφάρπαξε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από τον λαό και ήλεγχε την εθνική απελευθέρωση με έναν αδίστακτο έλεγχο.[56] Η αγροτιά δεν ήταν η δύναμη που οραματιζόταν ο Φανόν. Όπως τόσοι πολλοί, επηρεάστηκε από τις μαοϊκές ερμηνείες του σοσιαλισμού, οι οποίες εστίαζαν στον κεντρικό ρόλο της αγροτιάς στον επαναστατικό αγώνα και έτρεφαν βαθιά δυσπιστία απέναντι στην εργατική τάξη. Κατά συνέπεια, ο Φανόν πίστευε το ευρέως διαδεδομένο επιχείρημα ότι οι οργανωμένοι εργάτες είχαν ουσιαστικά «εξαγοραστεί» με τα κέρδη της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης. Στο βιβλίο Της Γης οι Κολασμένοι παραχωρεί τον ρόλο που ο Μαρξ έδινε στην εργατική τάξη στην αγροτιά. Αυτό καταδεικνύει την αποτυχία να εκτιμήσει αυτό που ο Μαρξ σκόπευε να εντυπώσει στο κοινό του όταν τόνιζε τον κομβικό ρόλο της εργατικής τάξης και τη σχέση της με τους καταπιεσμένους.

Πέρα από αυτή την παρανόηση των εννοιών του Μαρξ για την τάξη και την αυτοχειραφέτηση της εργατικής τάξης, ο Φανόν συνέβαλε στην προώθηση του μύθου ότι οι εργάτες αποτελούσαν ένα προνομιούχο τμήμα της αφρικανικής κοινωνίας στις δεκαετίες του 1950 και 1960. Ακόμα και μια πρόχειρη περιήγηση στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία δείχνει ότι σε κάθε περιοχή της Αφρικής –και, για την ακρίβεια, της Μέσης Ανατολής– η εργατική τάξη δεν ήταν ποτέ μια προνομιούχα τάξη.[57] Επιπλέον, η πραγματική ιστορία του αγώνα της εργατικής τάξης στη Βόρεια Αφρική, και σε μεγάλο μέρος της Αφρικής, κατά τη διάρκεια της αποαποικιοποίησης έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την περιγραφή του Φανόν. Πράγματι, εκτός από την διάδοση αυτής της επικίνδυνης ιδέας για τα προνόμια της εργατικής τάξης, επεσήμανε επίσης τον υποτιθέμενο ηγετικό ρόλο της αγροτιάς και του λούμπεν προλεταριάτου στον Παγκόσμιο Νότο.[58] Η απολύτως σωστή εχθρότητά του προς το PCF και τον σταλινισμό τον εμπόδισε να αναπτύξει μια βαθύτερη κατανόηση του μαρξισμού.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Φανόν απέτυχε επίσης να δει τι συνέβαινε στην αλγερινή κοινωνία. Ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η αλγερινή εργατική τάξη ήταν αυτή που αντιλήφθηκε την έννοια της αλληλεγγύης και του διεθνισμού∙ από την αρχή του αγώνα στο Βιετνάμ, πριν από το 1954, οι Αλγερινοί λιμενεργάτες αρνήθηκαν να φορτώσουν πολεμικό υλικό ή ακόμη και εμπορεύματα για το εμπόριο από και προς το Βιετνάμ. Το 1953, οι λιμενεργάτες και οι οικοδόμοι στο Οράν, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αλγερίας, ηγήθηκαν μαζικών διαδηλώσεων ενάντια στην προσπάθεια ακύρωσης των τοπικών εκλογών. Εκείνη τη χρονιά πραγματοποιήθηκαν πάνω από 220 απεργίες, στις οποίες συμμετείχαν περισσότεροι από 270.000 εργαζόμενοι.[59]

Ωστόσο, αυτό εξακολουθεί να μας αφήνει με ένα σημαντικό ζήτημα προς επίλυση. Οι μαρξιστές δεν αναγνωρίζουν απλώς την εργατική τάξη ως μια δύναμη που μπορεί να κερδίσει την απελευθέρωση∙ κυρίως, βλέπουμε αυτή την τάξη ως την μοναδική ικανή να διαμορφώσει αυτή την απελευθέρωση σε έναν κόσμο που ανασυγκροτείται από την επαναστατική πρακτική. Ο Φανόν δεν έβλεπε τη δράση της εργατικής τάξης παρά τις απεργίες και τις κινητοποιήσεις που συνέβαιναν γύρω του (συμπεριλαμβανομένων, κυρίως, εκείνων στην Αλγερία το 1960).[60] Επανειλημμένα, αυτή η δύναμη εκτοπίστηκε, περιθωριοποιήθηκε και τελικά κατέρρευσε εξαιτίας των όλο και περισσότερο επαγγελματοποιημένων ένοπλων μαχητών στην εξορία, στα σύνορα της Αλγερίας και στις αγροτικές «ουιλαγιά» (γεωγραφικά διαμερίσματα).

Ωστόσο, αυτό που παραμένει συναρπαστικό στον Φανόν είναι ότι άρχισε να αντιμετωπίζει τις δυνατότητες της διεθνούς επαναστατικής αλλαγής. Στη σκέψη του ήταν ενσωματωμένη η ιδέα ότι η εθνική απελευθέρωση θα ήταν κατάρα αν δεν γινόταν ένας διαρκής, παγκόσμιος κοινωνικός και οικονομικός αγώνας που θα μπορούσε να κινηθεί πέρα από το έθνος-κράτος. Από τα ερείπια του σταλινοποιημένου μαρξισμού, ο Φανόν χάραξε το δικό του μονοπάτι προς την έννοια της διαρκούς, παγκόσμιας απελευθέρωσης. Η ανθρωπιά μας μπορεί να αναδυθεί μόνο στη βάση μιας τέτοιας συνολικής χειραφέτησης.[61]

 

Επίλογος

Ο Φανόν δεν είναι ένας διαχρονικός μάντης και δεν πρέπει να τον ανακαλέσουμε, να τον απογυμνώσουμε από το ιστορικό πλαίσιο και, όπως συμβαίνει συχνά, να τον καταγγείλουμε ότι υποστηρίζει τη βία σε κάθε περίπτωση. Παρ’ όλα αυτά, ο Φανόν μας παρέχει αρκετά σημαντικά διδάγματα και μπορεί να αποτελέσει ζωτικό οδηγό αν τον κατανοήσουμε υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες έγραψε. Ένα από αυτά είναι η απαραίτητη απαίτηση να υποστηρίξουμε τα απελευθερωτικά κινήματα. Ο Φανόν υποστήριξε το FLN, το οποίο έβαζε βόμβες σε ευρωπαϊκές καφετέριες, ενώ διατηρούσε την κορυφαία ηγεσία του ασφαλή στην Αίγυπτο. Η αποικιοκρατία είναι εξαιρετικά βίαιη, και η άρνηση της άρνησης είναι συχνά επίσης αρκετά βίαιη.[62]

Ο Φανόν κατανόησε το βαθύ παράδοξο της βίας της αντίστασης, το οποίο είναι ότι είναι ταυτόχρονα αναγκαία και, την ίδια στιγμή, κατάρα. Το να υποφέρεις από ακραία βία και να ασκείς αυτή τη βία άφησε και στα δύο μέρη, αν και όχι ηθικά ισοδύναμα, μόνιμα σημάδια. Για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του Φανόν, και οι δύο «μεταλλάχθηκαν». Καμία χειραφέτηση –μερική, ελαττωματική και άνιση όπως έγινε μετά την εθνική απελευθέρωση– δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την «εξισωτική» βία των καταπιεσμένων. Αυτή η βία διέρρηξε την αυτοεικόνα των εποίκων ως ανώτερων επιβεβαίωσε, και σε κάποιο βαθμό ανέτρεψε, το βαθύ αίσθημα κατωτερότητας του αποικιακού υποκειμένου. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Φανόν ήταν ξεκάθαρος ότι, μετά την ανεξαρτησία, εκείνα τα αποικιοκρατικά «τσακάλια» που είχαν ασκήσει τη χειρότερη βία του αποικιακού κράτους και εκείνοι που είχαν υποστεί αυτή τη βία θα λυτρωθούν μόνο από την ψυχιατρική.

Ο Άνταμ Σατς, ο τελευταίος βιογράφος του Φανόν, παρατήρησε πρόσφατα ότι «η κατανόηση του Φανόν για τις πιο δολοφονικές μορφές της αντιαποικιακής βίας ήταν αυτή ενός ψυχιάτρου, που διέγνωσε μια εκδικητική παθολογία η οποία διαμορφώθηκε κάτω από την αποικιακή καταπίεση, αντί να προσφέρει μια συνταγή».[63] Ο Φανόν προσέγγισε όλο το πολιτικό του έργο ως ψυχίατρος. Είδε τις συνέπειες των χειρότερων εγκλημάτων τόσο για τον καταπιεσμένο όσο και για τον αποικιοκράτη βασανιστή ως, τελικά, θεραπεύσιμες σε μια κλινική και μέσω της θεσμικής ψυχοθεραπείας. Αν ο Φανόν μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι, αυτό είναι η αφελής πίστη του στη θεραπευτική δύναμη της ψυχιατρικής.

Μια περαιτέρω διαπίστωση για σήμερα, που μου φαίνεται βασική, είναι ότι ο Φανόν μας προσφέρει κάτι περισσότερο από μια βαθιά κατανόηση της αποικιοκρατίας, της βίας και της σημασίας της αλληλεγγύης. Ο Φανόν ήταν, αν μη τι άλλο, ένας προφήτης που μας προειδοποιεί για τους κινδύνους, τις παγίδες, τα εμπόδια και την κατάρα της εθνικής απελευθέρωσης. Η υποστήριξή του –ως μαχητής του FLN– ήταν άνευ όρων, επηρεάζοντας ό,τι έγραψε και έκανε μετά το 1956. Ωστόσο, δεν ήταν ποτέ άκριτη.

Ο Φανόν έγραψε το 1959 το βιβλίο Η Αποικιοκρατία που Πεθαίνει για να εξυμνήσει την Αλγερινή Επανάσταση και τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους η λαϊκή συνείδηση «μεταλλάσσεται» κάτω από τα σφυροκοπήματα της μαζικής συμμετοχής και του ακτιβισμού. Η επέκταση αυτού του κινήματος για τη λαϊκή χειραφέτηση ήταν κεντρικό θέμα του τελευταίου του βιβλίου.[64] Πώς διατηρείται η λαϊκή ενέργεια του επαναστατικού μετασχηματισμού μετά την κατάκτηση της εθνικής απελευθέρωσης; Πώς διατηρείται και βαθαίνει η λαϊκή συμμετοχή μετά την κατάργηση των κύριων συμβόλων και των δομών εξουσίας της αποικιοκρατίας;

Σε αυτά τα ερωτήματα, ο Φανόν απάντησε ότι η εθνική απελευθέρωση ήταν μια κατάρα και το έθνος μια φυλακή στην όποια έπρεπε να αντισταθεί αμέσως μετά την επίτευξη της ανεξαρτησίας. Ίσως αυτό να ήταν ένα παράδοξο στα γραπτά του Φανόν, αλλά ο ίδιος δούλευε με τα παράδοξα και έγραψε ένα κείμενο γεμάτο αντιφάσεις και εμπειρικά λάθη. Αυτά τα λάθη δεν τον απασχολούσαν υπερβολικά –το κεντρικό σημείο ήταν η προειδοποίηση. Η εθνική επανάσταση έπρεπε να προχωρήσει αμέσως στην κοινωνική και πολιτική απελευθέρωση. Αυτό συνεπαγόταν έναν λαϊκό μετασχηματισμό πέρα από το έθνος. Χωρίς αυτό, η «κάστα των κερδοσκόπων» των εθνικιστών ηγετών θα αντικαθιστούσε την απελευθέρωση με ένα καρναβάλι της αντίδρασης.

Σήμερα, για να σκεφτούμε σοβαρά τον Φανόν, πρέπει να κατανοήσουμε τον ρόλο μας στην οικοδόμηση αλληλεγγύης για τα απελευθερωτικά κινήματα. Ωστόσο, θα παραμελήσουμε ένα βασικό καθήκον αν αυτό είναι το μόνο που κάνουμε. Ο Φανόν μας διδάσκει επίσης να προειδοποιούμε για τον κίνδυνο της ίδιας της εθνικής απελευθέρωσης και για την κατάρα που αναπόφευκτα φέρνει στη ζωή. Η διαμόρφωση αυτής της κριτικής υποστήριξης είναι μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις μας.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Leo Zeilig, “‘For the outcasts and by the outcasts’: understanding all of Fanon’s warnings”, International Socialism, τεύχος 182, άνοιξη 2024, https://isj.org.uk/fanons-warnings/.

*

 

Σημειώσεις

[1] Socialist Worker, 2023. Είμαι εξαιρετικά ευγνώμων για τα σημαντικά σχόλια σχετικά με ένα προηγούμενο προσχέδιο αυτού του άρθρου που δέχτηκα από αρκετούς συντρόφους. Ευχαριστώ τους Simon Basketter, Ian Birchall, Joseph Choonara, Judy Cox, Iain Ferguson, Jacqui Freeman, Sheila McGregor και Tony Phillips.

[2] Hamouchene, 2023. Υπήρξε επίσης μια ενδελεχής εξέταση της σύνθετης και διφορούμενης στάσης του Φανόν απέναντι στη βία από τον συντάκτη του London Review of Book και μελετητή του Φανόν, Adam Shatz-Shatz, 2023.

[3] LeVine, 2023.

[4] LeVine, 2023.

[5] Το FLN ξεκίνησε τον πόλεμο της ανεξαρτησίας της Αλγερίας λίγο μετά την ίδρυσή του το 1954. Το κόμμα παρέμεινε στην εξουσία μετά την ανεξαρτησία του 1962.

[6] Ωστόσο, όπως επισήμανε ο ίδιος ο Φανόν, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ίσχυε για όλους τους εποίκους. Πράγματι, μια μειοψηφία παρείχε πολύ συγκεκριμένη βοήθεια στο FLN – Fanon, 1989.

[7] Θα πρέπει, παρ' όλα αυτά, να είμαστε επιφυλακτικοί όσον αφορά τον ισχυρισμό της άμεσης συνέχειας μεταξύ της «Algérie française» (Γαλλική Αλγερία) και του FLN, καθώς η πραγματική άνοδος του τελευταίου ήρθε μόλις 20 χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Αλγερίας – Zeilig, 2021.

[8] Southall, 2013, σελ. 92, σελ. 332.

[9] Θα πρέπει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι ο κύριος στρατηγικός στόχος του PCF τη δεκαετία του 1950 ήταν η αναβίωση του Λαϊκού Μετώπου, που πρακτικά σήμαινε εκλογική συμμαχία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος για την υποστήριξή τους στις Ειδικές Δυνάμεις.

[10] Zeilig, 2021, σελ. 71.

[11] Βλ. Duclos, 1956.

[12] Zeilig, 2021, σελ. 72.

[13] Zeilig, 2021, σελ. 72.

[14] Fanon, 1970, σελ. 76.

[15] Fanon, 1970, σελ. 76.

[16] Fanon, 1970, σελ. 79.

[17] Fanon, 1970, σελ. 81.

[18] Fanon, 1970, σελ. 84.

[19] Fanon, 1970, σελ. 84.

[20] Fanon, 1970, σελ. 90.

[21] Fanon, 1970, σελ. 90.

[22] Fanon, 1970, σελ. 100.

[23] Fanon, 1970, σσ. 93-94.

[24] Fanon, 2001, σελ. 62 [Fanon, Της Γης…, σελ. 83].

[25] Αυτή δεν ήταν μόνο η θέση των Μπολσεβίκων. Πολύ νωρίτερα, ο Μαρξ είχε διατυπώσει ένα παρόμοιο επιχείρημα για την Ιρλανδία, βλ. Marx, 1975. Ευχαριστώ τον Joseph Choonara για αυτό το σημείο.

[26] Lanzmann, 2012, σσ. 331-332.

[27] Ο Γκι Μολέ ήταν πρωθυπουργός μιας αριστερής κυβέρνησης το 1956-7. Ο Φρανσουά Μιτεράν ήταν υπουργός Δικαιοσύνης το 1956-7. Η κυβέρνηση Μολλέ εξασφάλισε την επέκταση του στρατιωτικού νόμου στην Αλγερία.

[28] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Birchall, 2021.

[29] Fanon, 1957.

[30] Ίσως είμαι πολύ αυστηρός με τη γαλλική αριστερά. Υπήρχε μια μειοψηφία που είχε κάποια κατανόηση του τι συνέβαινε στην Αλγερία και ανέλαβε κάποια αποτελεσματική δράση – βλ. Birchall, 2012.

[31] Shatz, 2023.

[32] Lake, 2023.

[33] Leonard, 2023.

[34] Marx, 1932 [Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ενκελς, Η γερμανική ιδεολογία, τόμος πρώτος, Gutenberg, Αθήνα 1989, μετάφραση Κώστας Φιλίνης, σελ. 86].

[35] Ο ρόλος των βίαιων επαναστατικών αγώνων μπορεί να παρατηρηθεί σε όλη την πρόσφατη ιστορία, από τη βομβιστική επίθεση της Αλγερινής μαχήτριας της ελευθερίας Ζοχρά Ντριφ στο Milk Bar στο Αλγέρι το 1956 μέχρι την επίθεση Τετ στο Βιετνάμ το 1968 και την επίθεση της Χαμάς στη Νότια Διοίκηση των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων στις 7 Οκτωβρίου 2023-βλέπε Grey, 2017. Είμαι ευγνώμων στον Iain Ferguson για αυτές τις παρατηρήσεις.

[36] Fanon, 2001, σελ. 64 [Της Γης…, σελ. 56].

[37] Fanon, 2001, σελ. 68 [Της Γης…, σελ. 57].

[38] Σχεδόν όλα όσα έχουν γραφτεί για τον Φανόν μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023 έχουν αγνοήσει εντελώς αυτό το κεντρικό στοιχείο του έργου του.

[39] Αν και η διεισδυτική ανάλυση του Φανόν για την «αδυναμία της εθνικής ανεξαρτησίας» ήταν εξαιρετικά πρωτότυπη, δεν ήταν ο μόνος επικριτής. Μια από τις καλύτερες κριτικές της εθνικής δεινής θέσης της Αλγερίας εκείνη την εποχή διατυπώθηκε από τον φιλόσοφο Jean-François Lyotard – βλ. Lyotard, 1963.

[40] Fanon, 2001, σελ. 119 [Της Γης…, σελ. 124].

[41] Fanon, 2001, σελ. 120 [Της Γης…, σελ. 125].

[42] Fanon, 2001, σελ. 121 [Της Γης…, σελ. 126].

[43] Fanon, 2001, σελ. 128 [Της Γης…, σελ. 131].

[44] Fanon, 2001, σελ. 128 [Της Γης…, σελ. 135].

[45] Fanon, 2001, σελ. 131 [Της Γης…, σελ. 135].

[46] Fanon, 2001, σελ. 131 [Της Γης…, σελ. 136].

[47] Fanon, 2001, σελ. 131 [Της Γης…, σελ. 137].

[48] Οι αναγνώστες θα πρέπει να ρίξουν μια ματιά στο εξαιρετικό κεφάλαιο του Φανόν «Η Αλγερία αποκαλύπτεται», 1989.

[49] Fanon, 2001, σελ. 131 [Της Γης…, σελ. 137].

[50] Fanon, 2001, σελ. 139 [Της Γης…, σσ. 141, 142].

[51] Fanon, 2001, σελ. 139 [Της Γης…, σελ. 143].

[52] Fanon, 2001, σελ. 139.

[53] Fanon, 2001, σελ. 140 [Της Γης…, σελ. 149].

[54] Fanon, 2001, σελ. 165 [Της Γης…, σελ. 178].

[55] Bourdieu, 2013, σσ. 87-88.

[56] Πρόκειται για μια ακόμη περίπτωση κατά την οποία το FLN αντικατόπτριζε την εμπειρία του Βιετνάμ.

[57] Μια ομάδα σχετικά προνομιούχων συνδικαλιστικών στελεχών είναι ένα άλλο θέμα, και ο ρόλος αυτής της ομάδας στην εκπροσώπηση και την καταστολή της πολιτικής έκφρασης της εργατικής τάξης υπερβαίνει τους σκοπούς αυτού του άρθρου. Είμαι ευγνώμων στον Simon Basketter που τόνισε αυτό το σημείο σε μια προηγούμενη εκδοχή του άρθρου.

[58] Το λούμπεν προλεταριάτο αποτελείται από το πιο περιθωριοποιημένο και στερημένο μέρος της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των μεροκαματιάρηδων, των εγκληματιών και των ζητιάνων. Για την καλύτερη περιγραφή αυτής της περιόδου και των «φανονικών» μύθων για την εργατική τάξη, βλ. Seddon, 2009.

[59] Woddis, 1972, σελ. 139.

[60] Συγκεκριμένα, οι εκπληκτικές διαδηλώσεις της εργατικής τάξης στις πόλεις και τα χωριά της Αλγερίας τον Δεκέμβριο του 1960 ανάγκασαν τους Γάλλους να αποδεχτούν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα.

[61] Ο Φανόν αναζήτησε την «ανθρωποποίηση» της ανθρωπότητας, δηλαδή τη διαδικασία να γίνουμε άνθρωποι. Αυτό θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί μόνο στη βάση της αμοιβαίας αναγνώρισης της ανθρωπιάς του άλλου.

[62] Πρέπει να παραμείνουμε πιο επικριτικοί από τον Φανόν απέναντι στις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις, αλλά πρέπει επίσης να υποστηρίξουμε αυτές τις δυνάμεις άνευ όρων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα λόγω της σχετικής αδυναμίας των αραβικών εργατικών μαζών σε σύγκριση με τη δύναμή τους κατά τη διάρκεια του κύματος επαναστάσεων σε όλη τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική το 2011. Αυτή η αδυναμία έχει ενθαρρύνει έναν βαθμό άκριτου πανηγυρισμού της ένοπλης αντίστασης που ασκείται από τη Χαμάς, τη Χεζμπολλάχ, τους Χούθι και άλλες ομάδες στην περιοχή. Ευχαριστούμε τον Joseph Choonara και τη Sheila McGregor για τα σχόλιά τους επί του θέματος.

[63] Shatz, 2023.

[64] Για μια διερεύνηση της εντελώς λανθασμένης και ιστορικά ανακριβούς κατανόησης του Φανόν για την αντιπροσωπευτικότητα και την εργατική τάξη, βλ. Zeilig, 2012.

*

 

Βιβλιογραφία

Birchall, Ian, 2012, “European Revolutionaries and Algerian Independence, 1954-1962”, Revolutionary History, τόμος 10, τεύχος 4.

Birchall, Ian, 2021, “How Jean-Paul Sartre and Les Temps Modernes Supported Algeria’s Struggle for Freedom”, Jacobin (25 Μαρτίου), https://tinyurl.com/ycx5cczv

Bourdieu, Pierre, 2013, Algerian Sketches (Polity).

Duclos, Jacques, 1956, “Jacques Duclos Explains the Communist Vote in Favor of the Government”, Marxist Internet Archive (12 Μαρτίου), www.marxists.org/history/algeria/1956/duclos.htm

Fanon, Frantz, 1957, “L’Algérie face aux tortionnaires francais”, El Moudjahid (10 Σεπτεμβρίου).

Fanon, Frantz, 1970 [1964], Towards the African Revolution (Pelican Books).

Fanon, Frantz, 2001 [1959], L’an V de la révolution algérienne (La Decouverte).

Fanon, Frantz, 2001 [1961], The Wretched of the Earth (Penguin) [Fanon Frantz, Της Γης οι Κολασμένοι, Κάλβος, Αθήνα 1971, μετάφραση Αγγέλα Αρτέμη].

Grey, Sarah, 2017, “Inside the Battle of Algiers: An Evening with Zohra Drif”, Review of African Political Economy (26 Σεπτεμβρίου), https://roape.net/2017/09/26/inside-battle-algiers-evening-zohra-drif

Hamouchene, Hamza, 2023, “The False Equivalence of the Colonized and Colonizer”, Africa Is a Country (21 Νοεμβρίου), https://africasacountry.com/2023/11/the-false-equivalence-of-the-colonized-and-colonizer

Lake, Eli, 2023, “Frantz Fanon, Oracle of Decolonisation”, The Free Press (1 Νοεμβρίου), www.thefp.com/p/frantz-fanon-decolonization-israel-hamas

Lanzmann, Claude, 2012, The Patagonian Hare (Atlantic Books).

LeVine, Mark, 2023, “Fanon’s conception of violence does not work in Palestine”, Al Jazeera (10 Οκτωβρίου), https://tinyurl.com/5n7a2wex

Lyotard, Jean-François, 1963, “Algeria”, International Socialism 13 (καλοκαίρι), www.marxists.org/history/etol/newspape/isj/1963/no013/lyotard.htm

Marx, Karl, 1932 [1846], “The German Ideology”, in Marx-Engels Collected Works, τόμος 5, www.marxists.org/archive/marx/works/1845/german-ideology

Marx, Karl, 1975 [1870], “Marx to Sigfrid Meyer and August Vogt in New York”, στο Selected Correspondence, www.marxists.org/archive/marx/works/1870/letters/70_04_09.htm

Shatz, Adam, 2023, “Vengeful Pathologies”, London Review of Books, τόμοε 45, τεύχος 21, www.lrb.co.uk/the-paper/v45/n21/adam-shatz/vengeful-pathologies

Shatz, Adam, 2024, The Rebels Clinic: The Revolutionary Lives of Frantz Fanon (Bloomsbury).

Seddon, David, 2009, “Popular Protest and Class Struggle in Africa: An Historical Overview”, στο Leo Zeilig (επιμ.), Class Struggle and Resistance in Africa (Haymarket).

Socialist Worker, 2023, “Frantz Fanon, Racism and Revolution” (25 Νοεμβρίου), https://socialistworker.co.uk/features/frantz-fanon-racism-and-revolution

Southall, Roger, 2013, Liberation Movements in Power: Party and State in Southern Africa (James Currey, 2013).

Woddis, John, 1972, New Theories of Revolution: A Commentary on the Views of Frantz Fanon, Régis Debray and Herbert Marcuse (International Publishers).

Zeilig, Leo, 2012, “Pitfalls and Radical Mutations: Fanon’s Revolutionary Life”, International Socialism, τεύχος 134, άνοιξη 2012, http://isj.org.uk/pitfalls-and-radical-mutations-frantz-fanons-revolutionary-life

Zeilig, Leo, 2021, Frantz Fanon: A Political Biography (Bloomsbury, 2021).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14 Ιουνίου 2024 10:17

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.