Φωτογραφία του Τιμοφέι Σαπρόνοφ το 1926.
Timofei Sapronov
Η θανάσιμη αγωνία της μικροαστικής δικτατορίας
I.
Το επίσημο δόγμα έχει ως εξής: «Έχουμε περάσει στην περίοδο του σοσιαλισμού. Υπάρχουν δύο συστήματα στον κόσμο – το καπιταλιστικό και το σοσιαλιστικό. Εκεί υπάρχει κρίση, εμείς έχουμε ευημερία, εκεί η εξαθλίωση των μαζών, εδώ η αδιάκοπη αύξηση της ευημερίας τους κ.λπ.».
Η δήλωση ότι υπάρχουν δύο συστήματα είναι σωστή, καθώς πρόκειται για δύο διαφορετικές μορφές εκμετάλλευσης. Αλλά αυτό δεν είναι καινούργιο, ακόμα και στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες υπάρχουν κάποιες διαφορές, ιδιαιτερότητες των μορφών και των μέσων εκμετάλλευσης. Στην Αμερική, η δωροδοκία της εργατικής αριστοκρατίας, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και η οργάνωση ένοπλων συμμοριών απεργοσπαστών έχουν προχωρήσει περισσότερο από ό,τι στις ευρωπαϊκές χώρες. Στα μεταπολεμικά χρόνια, οι αμερικανικές μέθοδοι, πολλαπλασιασμένες από το φασισμό, άρχισαν να διεθνοποιούνται.
Οι υπάρχουσες μορφές εκμετάλλευσης στη χώρα μας είναι μοναδικές, επειδή προέκυψαν από την ήττα της προλεταριακής επανάστασης. Το υποκείμενο της εκμετάλλευσης (γραφειοκρατία) καλύπτει την πιο σκληρή εκμετάλλευση, μέχρι και τις φασιστικές μεθόδους, με κομμουνιστικό λεξιλόγιο και ψευτοδιεθνισμό και γι’ αυτό οι μέθοδοί του φαίνονται λιγότερο κυνικές.
Με αυτή την έννοια, υπάρχουν δύο οικονομικά συστήματα, ή μάλλον δύο συστήματα εκμετάλλευσης, αλλά το ίδιο το γεγονός της εκμετάλλευσης παραμένει. Ο βαθμός της εκμετάλλευσης στη βάση της φτώχειας και της κακοδιαχείρισης είναι εντονότερος στη χώρα μας. Η δήλωση για την περίοδο του σοσιαλισμού δεν καταργεί την εκμετάλλευση, αλλά τη συγκαλύπτει και την ενισχύει.
Ο σοσιαλισμός είναι μια μορφή οργάνωσης της εργασίας στην οποία δεν κυριαρχούν τα πράγματα πάνω στον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος πάνω στα πράγματα. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων εγκαθιδρύονται με τη συνειδητή βούλησή τους, χωρίς τη μεσολάβηση των πραγμάτων, και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο καταργείται. Τότε, αντί για τον καταμερισμό της εργασίας, «θα πρέπει να προκύψει μια οργάνωση της παραγωγής, όπου, αφενός, κανείς δεν θα μπορεί να φορτώσει στους άλλους το μερίδιο συμμετοχής του στην παραγωγική εργασία, αυτή τη φυσική συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης, και όπου, αφετέρου, η παραγωγική εργασία, αντί να αποτελεί μέσο υποδούλωσης των ανθρώπων, θα γίνει μέσο απελευθέρωσής τους, δίνοντας σε όλους την ευκαιρία να αναπτύξουν προς όλες τις κατευθύνσεις και να εκδηλώσουν αποτελεσματικά όλες τις ικανότητές τους, τόσο τις σωματικές όσο και τις πνευματικές, – όπου, κατά συνέπεια, η παραγωγική εργασία θα μετατραπεί από βαρύ φορτίο σε απόλαυση» (Ένγκελς, Αντι-Ντύρινγκ)[1].
Οι κυβερνητικοί «οικονομολόγοι» υποστηρίζουν ότι μια τέτοια κατάσταση μπορεί να υπάρξει μόνο στο πλαίσιο του κομμουνισμού. Ο Ένγκελς, στο Αντι-Ντύρινγκ, έγραψε ότι αυτό «προκύπτει από το ίδιο το γεγονός της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων»[2]. Και ξέρουμε από την εμπειρία ότι η εργασία στα κομμουνιστικά σουμπότνικ [Κόκκινα Σάββατα], μετά τον Οκτώβρη, ήταν μια ευχαρίστηση για τους κομμουνάρους. Ο γραφειοκρατικός «σοσιαλισμός», όπως και «ο καπιταλιστικός τρόπος χρήσης των μηχανών, είναι αναγκασμένος να συνεχίσει να διατηρεί τον παλιό καταμερισμό εργασίας με τις αποστεωμένες επιμέρους λειτουργίες του» (Ένγκελς). Η κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής δεν αλλάζει αυτή την κατάσταση. Ξεσκεπάζοντας τον Ντύρινγκ, ο Ένγκελς απέδειξε με παραδείγματα ότι η κάθε κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής δεν αποτελεί κοινωνικοποίησή τους.
Αν έχουμε εθνικοποιημένα μέσα παραγωγής και η κρατική εξουσία δεν βρίσκεται στα χέρια της εργατικής τάξης, τότε το ίδιο το γεγονός της απουσίας της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής δείχνει ότι έχει αλλάξει το υποκείμενο της εκμετάλλευσης (ο ιδιοκτήτης) και όχι το αντικείμενο (εργατική τάξη).
Όταν τα μέσα παραγωγής ανήκουν στην εργατική τάξη (στο σύνολο της κοινωνίας), δηλαδή όταν είναι πραγματικά κοινωνικοποιημένα, τότε η εργατική τάξη μετατρέπεται από αντικείμενο εκμετάλλευσης σε υποκείμενο – σε «συνειδητό δημιουργό μιας νέας κοινωνίας». «Μόλις η κοινωνία πάρει στην κατοχή της τα μέσα παραγωγής, η εμπορευματική παραγωγή εξαλείφεται και μαζί της η κυριαρχία του προϊόντος πάνω στους παραγωγούς. Η αναρχία μέσα στην κοινωνική παραγωγή αντικαθίσταται από μια σχεδιασμένη, συνειδητή οργάνωση. Ο αγώνας για τη χωριστή ύπαρξη παύει. Έτσι, ο άνθρωπος διαχωρίζεται πλέον –κατά μια ορισμένη έννοια, εντελώς– από το ζωικό βασίλειο και περνά από τις ζωικές συνθήκες ύπαρξης στις πραγματικά ανθρώπινες συνθήκες» (Ένγκελς).[3]
Η παραγωγή μιας τέτοιας κοινωνίας οργανώνεται, ελέγχεται και προστατεύεται τόσο ενάντια στην αστική τάξη όσο και στους ίδιους τους υπαλλήλους της από το «κράτος των ένοπλων εργατών» (Λένιν). Ας δούμε τι είδους παραγωγή και τι είδους σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων έχουν αναπτυχθεί μέχρι σήμερα στη χώρα μας.
II.
Χλευάζοντας την «κομμουνιστική» κοινωνία του Ντύρινγκ, ο Ένγκελς έγραψε: «Η κοινωνία ως σύνολο πρέπει να γίνει κύριος των μέσων παραγωγής μόνο έτσι ώστε κάθε μεμονωμένο μέλος της κοινωνίας να παραμείνει σκλάβος των μέσων παραγωγής του, έχοντας μόνο το δικαίωμα να επιλέξει ποια μέσα παραγωγής θα τον υποδουλώσουν». Κάθε μέλος της κοινωνίας μας είναι σκλάβος της παραγωγής, με τη μόνη διαφορά ότι δεν επιλέγει τα «μέσα υποδούλωσης», αλλά είναι αλυσοδεμένο σε αυτά «μέχρι το τέλος του πενταετούς σχεδίου»[4].
Η θέση της εργατικής τάξης στη χώρα μας είναι βασικά η ίδια με αυτή σε ολόκληρο τον κόσμο, δηλαδή η ύπαρξη της εργατικής της δύναμης ως εμπόρευμα. Οι μισθοί καθορίζονται από την αυθαιρεσία των κυβερνητικών αξιωματούχων. Οι εργάτες όχι μόνο δεν συμμετέχουν στον καθορισμό της τιμής του εμπορεύματός τους –της εργατικής δύναμης– αλλά στερούνται ακόμη και της δυνατότητας να επηρεάσουν αυτόν τον καθορισμό. Η εργατική δύναμη εδώ δεν είναι μόνο ένα εμπόρευμα, αλλά ένα εμπόρευμα που πωλείται σε χειρότερες συνθήκες από ό,τι σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Ο εργάτης στερείται το στοιχειώδες δικαίωμα να επιλέγει την εργασία του. Στερείται κάθε μέσο προστασίας από τη σκληρή εκμετάλλευση από τον επιχειρηματία –το κράτος.
Η εσωτερική ρουτίνα του εργοστασίου καθορίζεται επίσης από την αυθαιρεσία των κυβερνητικών αξιωματούχων. Οι επιθεωρητές εργασίας, τα λεγόμενα συνδικάτα όχι μόνο δεν είναι υπερασπιστές των συμφερόντων της εργατικής τάξης, αλλά δεν έχουν τα ελάχιστα δικαιώματα των επιθεωρητών εργοστασίων της καπιταλιστικής παραγωγής. Όλα τα κεκτημένα του Οκτώβρη και ακόμη και μερικά από τα κεκτημένα της επανάστασης του 1905 έχουν αφαιρεθεί από τους εργάτες. Όταν ένας εργάτης απολυόταν χωρίς λόγο μετά την επανάσταση του 1905, του δινόταν προκαταβολικά μισθός δύο εβδομάδων. Τώρα απολύονται χωρίς καμία αποζημίωση και συχνά με «εισιτήριο λύκου»[5].
Η ασφάλιση ανεργίας έχει καταργηθεί με κυβερνητικό νόμο και η ίδια η ανεργία έχει κηρυχθεί ανύπαρκτη. Οι άνεργοι στερούνται ακόμη και μερίδας ψωμιού.
Σε όλα αυτά προστίθεται ο καταναγκαστικός χαρακτήρας της εργασίας και οι δουλικοί όροι των λεγόμενων συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Οι εργάτες και οι υπάλληλοι τοποθετούνται με εξαναγκασμό σε επιχειρήσεις ή ιδρύματα ακόμη και όταν οι επιχειρήσεις είναι κλειστές για αρκετούς μήνες και οι εργαζόμενοι δεν λαμβάνουν μισθούς. Πεινάστε, αλλά μην τολμήσετε να φύγετε για άλλη δουλειά –αυτό είναι το σύνθημα του γραφειοκράτη. Το σύστημα ποτογκόναγια[6] που εφαρμόζεται στα εργοστάσιά μας έχει ξεπεράσει κατά πολύ το ίδιο σύστημα στις καπιταλιστικές χώρες.
Προκειμένου να αποσπάσει τις εργαζόμενες μάζες από τα καθήκοντα της ταξικής πάλης, η γραφειοκρατία χτίζει τεχνητούς διαχωρισμούς ανάμεσα σε αυτές τις μάζες, διαχωρίζοντας τους ειδικευμένους από τους ανειδίκευτους, ξεχωρίζοντας κάποιους ως εργάτες κρούσης[7], στιγματίζοντας άλλους ως «τεμπέληδες» και «εγωιστές». Η ταξική συνείδηση του εργάτη στα μάτια της γραφειοκρατίας είναι ένα ελάττωμα, ενώ η απεργοσπασία και οι καταγγελίες είναι αρετή. Το κομμουνιστικό σύνθημα της ισότητας αποκαλείται χλευαστικά αστικός εξισωτισμός, και η αστική δουλειά με το κομμάτι (μάλιστα προοδευτική!) είναι κομμουνιστικό σύνθημα.
Με αυτή τη στέρηση δικαιωμάτων, οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται συστηματικά, ενώ ο όγκος εργασίας αυξάνεται. Η γραφειοκρατία καλύπτει όλη αυτή τη σκληρή εκμετάλλευση με δήθεν εθελοντικές αποφάσεις των εργαζομένων. Τέτοιες εθελοντικές ρυθμίσεις θυμίζουν τις αναφορές των Άγγλων εργατών το 1848, που τους αποσπάστηκαν από τους εργοστασιάρχες μετά το νόμο για το 10ωρο στην αγροτική νηματουργία. Αυτές οι αναφορές έλεγαν: «Εμείς, οι αιτούντες γονείς, πιστεύουμε ότι μια επιπλέον ώρα αργίας δεν μπορεί να έχει κανένα άλλο αποτέλεσμα από την αποθράσυνση των παιδιών μας, γιατί η αργία είναι η μήτηρ πάσης κακίας» (Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Πρώτος Τόμος)[8].
Ο «σοσιαλισμός» –η «κολεκτιβοποίηση» που διατάσσεται στην ύπαιθρο– πραγματοποιείται με αστυνομικά μέτρα. Απαλλοτριώνουν από τους αγρότες τα εργαλεία τους, τα ζώα εργασίας και όλα τα άλλα ζώα, ακόμη και τα πουλερικά, τα στοιβάζουν όλα σε έναν άτακτο σωρό και το ονομάζουν σοσιαλισμό. Η γεωργία έχει μετατραπεί από ατομική, μικρή, αν και διασκορπισμένη, αλλά με τον τρόπο της, άναρχα οργανωμένη, σε «μεγάλη», κρατικοποιημένη, αλλά ανοργάνωτη και χωρίς παραγωγικό ερέθισμα. Αυτή η «μεγάλη» αγροτική οικονομία δεν έχει καμία οικονομική σκοπιμότητα και διατηρείται αποκλειστικά με κρατικό καταναγκασμό. Με την παραμικρή κίνηση εχθρικών δυνάμεων, αυτή η «μεγάλη» και «μεγαλύτερη» γεωργική εκμετάλλευση θα διαλυθεί σαν μπιζέλια σε μικρές και μικροσκοπικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο – ένας κατακερματισμός και μια εξαθλίωση της υπαίθρου χωρίς προηγούμενο στην ιστορία. Με τη διάλυση των «κολχόζ» [των «συλλογικών αγροκτημάτων»] όλες οι περίπλοκες μηχανές, τα ζώα εργασίας θα καταλήξουν στα χέρια ενός δυνατού, ισχυρού αγρότη. Για τους αδύναμους, αν πάρουν κάτι, θα περάσει και πάλι στα χέρια των νέων αστών μέσω της επαναγοράς.
Με την εθνικοποίηση της γεωργίας, ο αγρότης διαχωρίζεται από τα μέσα παραγωγής του και εργάζεται για τον επιχειρηματία-κράτος ως μισθωτός εργάτης. Η διαφορά μεταξύ ενός εργάτη εργοστασίου και ενός «συλλογικού αγρότη» είναι ότι ο τελευταίος δεν απαλλοτριώνεται πλήρως. Του μένει ένα σπίτι, ένας λαχανόκηπος και κάποια άλλα πράγματα. Ο μισθός του εξαρτάται από την ακαθάριστη παραγωγή των συλλογικών εκμεταλλεύσεων και κυμαίνεται από 1 ρούβλι και 50 καπίκια έως 21 καπίκια την ημέρα (βλ.: Πράβντα, 22 Δεκεμβρίου 1931). Υπάρχουν 150 εργάσιμες ημέρες το χρόνο. Όταν κατανέμεται σε 365 ημέρες, ο μισθός μειώνεται σε 70 και 10 καπίκια όλα αυτά μαζί κάνουν τον αγρότη από την κρατική οικονομία να κοιτάζει στο πυκνό δάσος των μικρότερων αγροκτημάτων του. Οι κραυγές για την εθελοντική φύση της κολεκτιβοποίησης επισκιάζονται μερικές φορές από τα δημοσιεύματα του κρατικού Τύπου για το πώς οι σατράπες παροτρείνουν τους αγρότες για τα συλλογικά αγροκτήματα: «Κολχόζ ή Σολόφκι»[9], «Κομμούνα ή Σαχαλίνη».
Στο κρατικό εμπόριο, στη χώρα μας δεν κυριαρχεί ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, αλλά ένα κρατικό-καπιταλιστικό μονοπώλιο με μονοπωλιακά κερδοσκοπικές τιμές (υπερκέρδη), με επιβεβλημένη ποικιλία προϊόντων.
Έξω από τα σύνορα του κράτους, τα προϊόντα μας υπόκεινται σε όλους τους νόμους του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Πωλούνται όχι μόνο κάτω από το κόστος, αλλά γενικά σε τιμές ευκαιρίας. Ως εκ τούτου, η εργατική τάξη της «Σοβιετικής Ένωσης» υφίσταται εκμετάλλευση όχι μόνο από την κυρίαρχη γραφειοκρατία στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και, μέσω της διαμεσολάβησής της, και από την παγκόσμια αστική τάξη.
Όλα τα μέσα παραγωγής, κυρίως τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο, είναι κρατικά, όλα τα προϊόντα αποτελούν ιδιοκτησία του κράτους. Το κράτος οργανώνει την παραγωγή, αλλά και το εμπόριο. Δημιουργήθηκε ένας στρατός αρκετών εκατομμυρίων υπαλλήλων για τη διεξαγωγή διαχειριστικών, παραγωγικών και εμπορικών λειτουργιών. Αυτός ο στρατός δεν παράγει, αλλά καταναλώνει το καλύτερο κομμάτι αυτού που παράγεται. Έχει εξελιχθεί σε ένα κοινωνικό στρώμα που ενδιαφέρεται για την εκμετάλλευση της πόλης και της υπαίθρου. Ένα μέρος αυτής της γραφειοκρατίας προήλθε από τις τάξεις του επαναστατικού προλεταριάτου, ενώ η πλειοψηφία δεν είχε καμία σχέση με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Στρατολογήθηκε εν μέρει από δυνάμεις ανοιχτά εχθρικές προς την εργατική τάξη, εν μέρει από την παρακμασμένη μικροαστική τάξη και το χειρότερο τμήμα του ημι-αγροτικού τμήματος της εργατικής τάξης. Αυτή η γραφειοκρατία ανατράφηκε όχι με την επανάσταση, αλλά με τον στραγγαλισμό της. Ως εκ τούτου, είναι εχθρική τόσο προς την επανάσταση όσο και προς την εργατική τάξη. Είναι ταυτόχρονα αντι-αστική, και επομένως μικροαστική. Είναι εχθρική προς την εργατική τάξη επειδή η κυριαρχία της αποκλείει την ύπαρξη μιας παρασιτικής γραφειοκρατίας. Η αστική τάξη, από την άλλη πλευρά, δεν χρειάζεται μια τέτοια ανίκανη γραφειοκρατία (και γενικά μια τόσο πολυάριθμη γραφειοκρατία είναι περιττή ακόμη και για την αστική τάξη). Η γραφειοκρατία το γνωρίζει πολύ καλά αυτό και γι’ αυτό μάχεται τόσο κατά της εργατικής τάξης όσο και κατά της αστικής τάξης. Πολεμά επίσης ενάντια στην ιδιωτική μικροαστική οικονομία, επειδή η ανάπτυξη της τελευταίας οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και, κατά συνέπεια, στην απώλεια της κυριαρχίας της γραφειοκρατίας. Αυτό έδειξε η πολιτική του 1923-27 και το αποτέλεσμά της το 1928.
Εξ ου και οι προσπάθειές της, που άρχισαν το 1929, χωρίς να στηριχτεί στη συνειδητή βούληση καμιάς από τις τάξεις, να οικοδομήσει μια ιδανική γραφειοκρατική, κρατική καπιταλιστική οικονομία. Αλλά αυτές οι προσπάθειες αποτυγχάνουν.
Η διαλεκτική αντίφαση της ύπαρξης μιας τέτοιας παρασιτικής γραφειοκρατίας έγκειται στο γεγονός ότι μπορεί να κυριαρχήσει μόνο αν αποταξικοποιηθούν όλες οι τάξεις. Αυτό το τελευταίο συμβαίνει [λόγω] της καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η καταστροφή οδηγεί αναπόφευκτα στο θάνατο ολόκληρου του γραφειοκρατικού συστήματος της οικονομίας και μαζί με αυτό θα χαθεί και η κυριαρχία της γραφειοκρατίας.
III.
Το αποτέλεσμα της γραφειοκρατικής διαχείρισης φαίνεται στο γεγονός ότι τα τελευταία δύο χρόνια τόσο η βιομηχανία όσο και η γεωργία παρήγαγαν αριθμούς και όχι προϊόντα.
Στη βιομηχανία, όλα τα ποσοτικά μας επιτεύγματα έρχονται εις βάρος της υποβάθμισης της ποιότητας και με υψηλότερο κόστος παραγωγής. Και αυτό δεν οδηγεί σε αύξηση του πλούτου της χώρας, αλλά σε μείωσή του, όπως αποδεικνύεται από την προοδευτικά αυξανόμενη από μήνα σε μήνα έλλειψη προϊόντων. Η αιτία γι’ αυτό:
α) σε έναν πεινασμένο εργάτη χωρίς τεχνικές βελτιώσεις και σε φθαρμένες μηχανές ανατίθενται τόσες πολλές εργασίες που δεν είναι σε θέση να τις εκτελέσει χωρίς να υποβαθμίσει την ποιότητα του προϊόντος∙ β) αυτό έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο την ανεπαρκή εξειδίκευση των νέων εργατών, αλλά και την αποειδίκευση των παλαιών εργατών, η οποία, με τη σειρά της, αντανακλάται όχι μόνο στην ποιότητα των προϊόντων, αλλά και στη βλάβη των εργαλειομηχανών και των μηχανημάτων και στη διακοπή λειτουργίας ολόκληρων μονάδων (Πουτίλοφ, Στάλινγκραντ και άλλα εργοστάσια – βλ. Πράβντα για το 1930-31). Η γραφειοκρατική κακοδιαχείριση και η οργανωτική αδυναμία οδηγούν σε λανθασμένη κατανομή των ήδη ανεπαρκών τεχνικών δυνάμεων και των εξειδικευμένων εργατών.
Το συνολικό αποτέλεσμα είναι η απότομη υποβάθμιση της ποιότητας των προϊόντων και η τεράστια αύξηση των ελαττωματικών. Η επιδείνωση δε της ποιότητας της παραγωγής και η αύξηση του κόστους παραγωγής σε όλους σχεδόν τους κλάδους της βιομηχανίας μας και ιδιαίτερα στους κορυφαίους κλάδους (τα εργοστάσια μετάλλου και άνθρακα –... τα χαλυβουργεία αύξησαν το κόστος παραγωγής κατά 11,6%, τα εργοστάσια Βόστοκοσταλ– κατά 10,6% – Πράβντα, 8 Σεπτεμβρίου1931) δείχνουν ότι όλοι οι ποσοτικοί μας δείκτες είναι αρνητικές τιμές.
Παραδείγματα: αν αντί για ένα ζευγάρι μπότες, παράγονται τώρα δύο ζευγάρια και η φθορά τους έχει επιταχυνθεί έξι φορές, τότε αποδεικνύεται ότι η παραγόμενη ποσότητα έχει διπλασιαστεί, το κόστος των πρώτων υλών και της ανθρώπινης εργασίας έχει γίνει διπλάσιο, αλλά οι ανθρώπινες ανάγκες ικανοποιούνται τρεις φορές λιγότερο. Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των ποσοτικών μας δεικτών είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, δηλαδή με την αύξηση της ποσότητας της παραγωγής αυξάνεται και η έλλειψη προϊόντων. Αυτό ισχύει για όλα τα θεμελιώδη προϊόντα. Έτσι εξηγείται η διαρκώς αυξανόμενη έλλειψη προϊόντων τόσο για προσωπική όσο και για βιομηχανική κατανάλωση, όπως: άνθρακας, πετρέλαιο, τύρφη, όλα τα είδη μετάλλων, χαρτί κ.λπ. κ.λπ. παρά τις θριαμβευτικές κραυγές για την εκπλήρωση του πενταετούς πλάνου σε ορισμένους τομείς σε τρία και ακόμη και δυόμισι χρόνια.
Η ίδια κατάσταση, αν όχι χειρότερη, έχει προκύψει με τις νέες βιομηχανικές εγκαταστάσεις και τις κατασκευές κατοικιών. Για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι παράγονται δύο ή τρεις φορές χειρότερα και ακριβότερα από τις παλιές κατασκευές, αλλά ακόμη και οι ποσοτικοί δείκτες αυτών των νέων κατασκευών δεν υπολογίζονται από την ποσοτική απόδοση των εργασιών, αλλά από το ποσό των εκατομμυρίων ρουβλίων που δαπανήθηκαν.
Στη γεωργία, η καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων συμβαίνει πιο ξεκάθαρα. Τα κρατικά αγροκτήματα και οι συλλογικές εκμεταλλεύσεις δεν είναι κερδοφόρες – υψηλό κόστος και χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας. Οι περισσότερες συλλογικές και κρατικές φάρμες ζουν από τις επιδοτήσεις του κράτους και την κατεστραμμένη ατομική αγροτική οικονομία.
Η μαζική θνησιμότητα και η εξόντωση των ζώων εργασίας και των βοοειδών αυξήθηκε και πάλι. Τα γεωργικά εργαλεία και τα αποθέματα σπόρων λεηλατούνται, τα γεωργικά εργαλεία και τα μηχανήματα κακοδιαχειρίζονται, για να μην αναφέρουμε τα κτίρια και άλλες κεφαλαιουχικές κατασκευές, τα οποία φθείρονται και καταστρέφονται χωρίς καμία λογοδοσία. Ως αποτέλεσμα, οι συλλογικές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες μετά βίας μπορούν να κρατηθούν όρθιες με τα ωραία λόγια, όχι μόνο δεν έχουν αντικαταστήσει τις εκμεταλλεύσεις των κουλάκων, αλλά οι ίδιες καταστρέφουν περισσότερες αξίες και ανθρώπινη εργασία από ό,τι δίνουν στη χώρα.
Η σπαρμένη έκταση αυξάνεται τυπικά, αλλά στην πραγματικότητα μειώνεται. Αν το 1930 σε σύγκριση με το 1927 η σπαρμένη έκταση αυξήθηκε κατά 7,10%, αυτό οφείλεται στην καθυστέρηση της σποράς, η οποία πάγωσε τουλάχιστον το 15% της συνολικής σποράς. Το φθινόπωρο του 1931 η σπαρμένη έκταση μειώθηκε και πάλι, παρά το γεγονός ότι η σπορά έγινε σε παγωμένο έδαφος. Αναμφίβολα, το 1931 θα υπάρξουν περισσότερες παγωμένες καλλιέργειες από ό,τι το 1930. Η ποιότητα της καλλιέργειας των αγρών επιδεινώνεται καταστροφικά. Ακόμα και ο Λαϊκός Επίτροπος για τη Διαχείριση της Γης Γιάκοβλεφ αναγκάζεται να παραδεχτεί το τελευταίο. Κατά τη διάρκεια της συλλογής των σιτηρών το 1930, χάθηκαν 1 έως 1 1/2 δισεκατομμύριο πουντς σιτηρών, το 1931 ακόμη περισσότερα. Στα κρατικά αγροκτήματα, με την υψηλή τεχνολογία, υπήρχαν αρκετές χιλιάδες εκτάρια μη θερισμένου σιταριού. Σύμφωνα με την Πράβντα, το 20-30% των θερισμένων σιτηρών έμεινε στο άχυρο κατά το αλώνισμα. Ακόμη και τα αλωνισμένα σιτηρά δεν μπορούν να συλλεχθούν. Και αυτά σαπίζουν στην ύπαιθρο. Στους αχυρώνες και στις αποθήκες, το νωπό σιτάρι ρίχνεται μέσα στο στεγνό σιτάρι, και σαπίζουν και τα δύο.
Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά σε ένα τεύχος της Πράβντα (τουλάχιστον από το 28 Νοεμβρίου) για να δούμε την κατάρρευση των κρατικών αγροκτημάτων. Παντού καταχρήσεις και υπεξαιρέσεις κρατικής περιουσίας, απόκρυψη σιτηρών κ.ο.κ. Οι διευθυντές των κρατικών αγροκτημάτων συντάσσουν πανηγυρικές εκθέσεις για τον «μπολσεβίκικο» ρυθμό συγκομιδής του σταριού, ενώ την ίδια στιγμή το στάρι σαπίζει στη ρίζα του. Στην περιοχή της Άπω Ανατολής στις σιτοκαλλιέργειες «την 1η Νοεμβρίου δεν είχαν θεριστεί 57 χιλιάδες εκτάρια, στις 20/XI, θερίστηκαν 26 χιλιάδες εκτάρια, με απώλειες 70%». Το ίδιο συμβαίνει στη Σιβηρία, στο Καζακστάν, στην Κεντρική Περιφέρεια στον Βόρειο Καύκασο, στην Ουκρανία κ.λπ. Η ίδια εικόνα υπάρχει και στις κρατικές εκμεταλλεύσεις βαμβακιού, λιναριού, κτηνοτροφίας, τεύτλων κ.λπ. Στο ίδιο τεύχος της Πράβντα (28 Νοεμβρίου) το κύριο άρθρο αναφέρει ότι κατά τη συγκομιδή των τεύτλων τα τεύτλα παρέμειναν στο έδαφος έως και 40%. Αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση, πράγμα που μπορεί να ελεγχθεί από την περίληψη «για τη συγκομιδή τεύτλων», που τοποθετείται κάτω από το ίδιο κύριο άρθρο. Αναφέρει ότι το 98,7% των αγρών τεύτλων έχει σκαφτεί, αλλά μόνο το 62% των τεύτλων έχει συλλεχθεί, πράγμα που σημαίνει ότι πάνω από το 30% του συνόλου των τεύτλων έχει παραμείνει στο έδαφος. Αλλά οι απώλειες δεν τελειώνουν εδώ. Από το 62% των τεύτλων που ξεθάφτηκε, μόνο το 67% έχει μεταφερθεί στα εργοστάσια. Το υπόλοιπο είναι παγωμένο στο χωράφι∙ τα τεύτλα που μεταφέρονται στο εργοστάσιο είναι μισοπαγωμένα.
Τα βαμβακοχώραφα της Κεντρικής Ασίας, της Υπερκαυκασίας και άλλων περιοχών παρουσιάζουν μια τρομερή εικόνα. Σε ξηρό καιρό, το βαμβάκι που δεν έχει μαζευτεί, το σκορπίζει ο άνεμος στα χωράφια, καλύπτοντάς τα με βαμβάκι σαν χιόνι. Με βροχερό καιρό το σκορπισμένο βαμβάκι πέφτει στο έδαφος και αναμιγνύεται με λάσπη (κοινωνική λίπανση των χωραφιών).
Η περίπτωση της συγκομιδής και της αποθήκευσης των λαχανικών δεν είναι καλύτερη. Η Πράβντα (29 Νοεμβρίου 1931) επισημαίνει ότι τα λαχανικά στη Μόσχα στοιβάζονται σε χώρους ακατάλληλους για αποθήκευση. Ορισμένοι από αυτούς βρίσκονται κάτω από αποχωρητήρια, από τα οποία τα λύματα καταλήγουν απευθείας στα λαχανικά. Σε παγετούς 15 βαθμών οι πατάτες στοιβάζονται σε ανοιχτές αυλές και γίνονται ακατάλληλες για κατανάλωση. Η Μόσχα δεν αποτελεί εξαίρεση.
«Βοροσίλοφ, Βοροσίλοφ, ο πόλεμος πλησιάζει, και το ιππικό του Μπουντένι πήγε για λουκάνικα» – αυτό το τραγούδι, που τραγουδιέται από την αγροτική νεολαία, συνοψίζει την πολιτική του «κολχόζ» και της δίνει μια εξαντλητική περιγραφή.
Οι μεταφορές, το κύριο νεύρο της χώρας, έχουν περιέλθει σε πλήρη αποδιοργάνωση τα τελευταία τρία χρόνια και δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στα καθήκοντά τους. Η οδοποιία είναι εκτός ελέγχου. Οι νεοκατασκευασμένοι δρόμοι είναι σε χειρότερη κατάσταση από τους παλιούς. Πριν από δύο χρόνια εισήγαγαν τη μη προσωπική ευθύνη ως σοσιαλιστικό μέτρο, το οποίο κατέστρεψε περαιτέρω τις μεταφορές, και το 1931 αναθεματίζουν αυτή τη μη προσωπική ευθύνη και εφαρμόζουν πρόθυμα, ως νέα αποκάλυψη του Πολιτικού Γραφείου, τη διπλή οδήγηση, η οποία υπήρχε επί τσάρου. Αλλάζουν έναν-έναν τους υπουργούς σιδηροδρόμων, αλλά τα βαγόνια πάνε προς το χειρότερο. Το ποσοστό των μηχανών με βλάβες αυξάνεται, η επισκευή του τροχαίου υλικού χειροτερεύει. Οι καθυστερήσεις των τρένων έγιναν κανόνας.
Με την έναρξη του χειμώνα, πολλοί σταθμοί δεν στέλνουν τρένα για μέρες λόγω έλλειψης καυσίμων. Στο βαθύ χειμώνα η έλλειψη καυσίμων αυξάνεται. Ο άνθρακας κείτεται στο Ντονμπάς λόγω έλλειψης βαγονιών, τα τρένα δεν εκτελούν δρομολόγια λόγω έλλειψης καυσίμων. Ένας φαύλος κύκλος του γραφειοκρατικού σοσιαλισμού.
Τα παινεμένα σχέδιά μας υπάρχουν στα χαρτιά, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχει αναρχία στην παραγωγή σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στην καπιταλιστική κοινωνία. Υπάρχει αναντιστοιχία όχι μόνο μεταξύ της βιομηχανίας, των μεταφορών και της γεωργίας, αλλά και μέσα στην ίδια τη βιομηχανία, όχι μόνο μεταξύ των επιμέρους κλάδων της, αλλά και μέσα σε αυτούς τους κλάδους, και παντού μέσα στις επιχειρήσεις μεταξύ των τμημάτων, ακόμα και μέσα στα ίδια τα τμήματα.
Οι μεταφορές δεν ικανοποιούν τα σχέδια μεταφορών για τη βιομηχανία και τη γεωργία, η βιομηχανία δεν ικανοποιεί ούτε τη γεωργία ούτε τις μεταφορές, και η γεωργία δεν παρέχει αρκετά τρόφιμα και πρώτες ύλες για τη βιομηχανία και τις μεταφορές κ.λπ. Ολόκληροι κλάδοι της βιομηχανίας χτίζονται χωρίς πρώτες ύλες (κλωστοϋφαντουργία – βλ. ομιλία του Κουϊμπίσεφ), μια σειρά από κτίρια μεγάλων εργοστασίων χτίζονται, αλλά δεν υπάρχουν μηχανήματα ή θα έρθουν μηχανήματα και δεν υπάρχει χώρος για να τοποθετηθούν (Ντονμπάς, Τσέλιαμπστρόι, Στάλινγκραντ, εργοστάσιο Πουτίλοφ κ.λπ.).
Καμία καπιταλιστική επιχείρηση δεν θα μπορούσε να επιβιώσει ούτε 2 μήνες ανταγωνισμού κάτω από μια τέτοια ληστρική παραγωγή. Μόνο με δωρεάν εργασία, με τον στραγγαλισμό της τάξης των δούλων, μπορεί να υπάρξει ένας τέτοιος τρόπος παραγωγής για τόσα χρόνια. Και αυτό ονομάζεται δικτατορία του προλεταριάτου!
Δεν είναι το προλεταριάτο και οι φτωχοί αγρότες που μπορούν να λεηλατούν την εργασία τους τόσο αδίστακτα, αλλά η ανεύθυνη, ανεξέλεγκτη, παρασιτική γραφειοκρατία.
IV.
Μια πρόχειρη ανάλυση της οικονομίας μας επιβάλλει αναπόφευκτα το συμπέρασμα ότι η οικονομία αυτή, από την άποψη του επιστημονικού σοσιαλισμού, δεν μπορεί να συνοψιστεί σε κανέναν άλλο ορισμό παρά μόνο σε αυτόν ενός ιδιότυπου, ειδεχθούς κρατικού καπιταλισμού.
Οι επίσημοι «οικονομολόγοι», προκειμένου να αποδείξουν ότι η οικονομία μας είναι δήθεν σοσιαλιστική, επικαλούνται το γεγονός της εθνικοποίησης των μέσων παραγωγής και της δήθεν σχεδιασμένης οικονομίας. Το τι είναι η σχεδιασμένη οικονομία μας, το είδαμε παραπάνω και δεν θα επανέλθουμε σε αυτό.
Στο Αντι-Ντύρινγκ, ο Ένγκελς έγραψε: «Στα τραστ, ο ελεύθερος συναγωνισμός μετατρέπεται σε μονοπώλιο και η χωρίς σχέδιο παραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας συνθηκολογεί με την σχεδιασμένη παραγωγή της επερχόμενης σοσιαλιστικής κοινωνίας». Στο τέλος, το κράτος «βρίσκεται αναγκασμένο να αναλάβει τη διαχείριση της παραγωγής». Μια τέτοια οικονομία είναι κρατικοκαπιταλιστική οικονομία. Στο πλαίσιο του κρατικού καπιταλισμού, παρόλο που η σχεδιασμένη οικονομία της σοσιαλιστικής κοινωνίας «εισβάλλει», δεν υπάρχει ακόμα σοσιαλισμός[10].
«Αλλά ούτε η μεταβίβαση στα χέρια των ανώνυμων εταιρειών ούτε η μετατροπή σε κρατική ιδιοκτησία καταστρέφει τον καπιταλιστικό χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων». Στον κρατικό καπιταλισμό, αντί για τους ιδιώτες, μεγάλους και μικρούς ιδιοκτήτες, το κράτος [ως] ο «ιδανικός συλλογικός καπιταλιστής» (Ένγκελς) παίρνει τη θέση των ιδιωτών, των μεγάλων και των μικρών ιδιοκτητών[11].
Αν δεν έχουμε αστική τάξη, η γραφειοκρατία είναι στην εξουσία, διαθέτει τα μέσα παραγωγής και ο εργάτης παραμένει μισθωτός σκλάβος, αυτό δεν καθιστά τη φύση της παραγωγής σοσιαλιστική.
Μόνο οι αποστάτες του κομμουνισμού μπορούν να ταυτίσουν την κρατικοκαπιταλιστική οικονομία με τη σοσιαλιστική οικονομία. Και αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. «Από τότε που ο Μπίσμαρκ ρίχτηκε στο δρόμο των κρατικοποιήσεων, έχει εμφανιστεί ένα ιδιαίτερο είδος ψευτοσοσιαλισμού, ο οποίος έχει εκφυλιστεί σε ορισμένα μέρη σε ένα ιδιότυπο είδος εθελοντικής μειοδοσίας, δηλώνοντας ότι κάθε κρατικοποίηση, ακόμη και του Μπίσμαρκ, είναι σοσιαλιστική χωρίς επιφυλάξεις. Αν το κρατικό μονοπώλιο του καπνού είναι σοσιαλισμός, ο Ναπολέων και ο Μέτερνιχ πρέπει σίγουρα να συγκαταλέγονται στους ιδρυτές του σοσιαλισμού. Όταν το βελγικό κράτος, εξαιτίας των πιο κοινών πολιτικών και οικονομικών σκοπιμοτήτων, ανέλαβε το ίδιο την κατασκευή των κύριων σιδηροδρόμων, όταν ο Μπίσμαρκ, χωρίς την παραμικρή οικονομική ανάγκη, μετέτρεψε τις κύριες πρωσικές σιδηροδρομικές γραμμές σε κρατική ιδιοκτησία απλώς και μόνο για λόγους ευκολίας προσαρμογής και χρησιμοποίησής τους σε περίπτωση πολέμου, για να εκπαιδεύσει τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους και να τους κάνει ένα υπάκουο κοπάδι που ψηφίζει υπέρ της κυβέρνησης, και κυρίως για να έχει μια νέα πηγή εσόδων ανεξάρτητη από το κοινοβούλιο – τότε όλα αυτά δεν ήταν σε καμία περίπτωση ένα βήμα προς το σοσιαλισμό, ούτε άμεσο ούτε έμμεσο, ούτε συνειδητό ούτε ασυνείδητο» (Ένγκελς)[12]. Ποιος αμφιβάλλει ότι ο στρατός μας των εκατομμυρίων υπαλλήλων είναι μια υπάκουη αγέλη στα χέρια της ολιγαρχικής ελίτ;
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν θεώρησαν προοδευτικό τον κρατικό καπιταλισμό. «Όταν η κρατικοποίησή τους [των μέσων παραγωγής] γίνει οικονομικά αναπόφευκτη, μόνο τότε –ακόμη κι αν η κρατικοποίηση γίνει από το σύγχρονο κράτος– θα πρόκειται για οικονομική πρόοδο». Αλλά αυτό δεν είναι ακόμα σοσιαλισμός, ούτε το ένα τέταρτο, ούτε καν το ένα εκατοστό του σοσιαλισμού, αλλά είναι μόνο «ένα νέο βήμα στο δρόμο προς την ανάληψη της ιδιοκτησίας όλων των μέσων παραγωγής από την ίδια την κοινωνία»[13]. Όλοι γνωρίζουν ότι η εθνικοποίηση της αγροτικής κτηνοτροφίας το 1929-31. ήταν ένα γιγάντιο βήμα προς την ... [δεν διαβάζεται] σφαγή των βοοειδών.
Από τη σκοπιά της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλισμού, ο κρατικός μας καπιταλισμός δεν είναι η υψηλότερη μορφή ανάπτυξης του καπιταλισμού, αλλά μάλλον η πρωταρχική του μορφή, η μορφή –κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες– της πρωταρχικής καπιταλιστικής συσσώρευσης∙ είναι μεταβατικός από την προλεταριακή επανάσταση στον ιδιωτικό καπιταλισμό. Όπως ακριβώς στην Αγγλία (τον 16ο και 17ο αιώνα) ο μικρός εμπορευματοπαραγωγός στερήθηκε τα μέσα παραγωγής μέσω των «περιφράξεων» (βλ. Κεφάλαιο, τόμος 1)[14], έτσι και στη χώρα μας η λεγόμενη «κολεκτιβοποίηση» χώρισε τον μικρό αγροτικό εμπορευματοπαραγωγό μας από τα μέσα παραγωγής του. Και αν στην Αγγλία «τα πρόβατα έφαγαν τους αγρότες», στη χώρα μας οι γραφειοκρατικές «κολεκτίβες» έφαγαν και τα πρόβατα και τους αγρότες.
Ο υφιστάμενος τρόπος παραγωγής δεν καλλιεργεί τον κολεκτιβισμό, αλλά τον ατομικισμό, την ψυχολογία του ιδιώτη ιδιοκτήτη, του άρπαγα και του κερδοσκόπου. Αυτό μπορεί κανείς να το δοκιμάσει ακόμα και στην κρέμα του «κομμουνισμού», στην ίδια τη γραφειοκρατία, στην ατομικιστική, εγωιστική, απομονωμένη μεταξύ τους ζωή. Είναι δύσκολο να βρει κανείς δύο γραφειοκράτες που να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον.
Η όλη πολιτική του γραφειοκρατικού καθεστώτος, η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής στην πόλη και την ύπαιθρο στα χέρια του και η ανικανότητά του να οργανώσει την παραγωγή, ενώ στραγγαλίζει την εργατική τάξη, οδηγεί αναπόφευκτα στη μεταφορά των μέσων παραγωγής στα χέρια της ντόπιας και της παγκόσμιας αστικής τάξης.
V.
Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνικής ανάπτυξης. Σε ένα ορισμένο στάδιο αυτής της ανάπτυξης, η κοινωνία διασπάστηκε σε τάξεις. Τα συμφέροντα αυτών των τάξεων αποδείχθηκαν ασυμβίβαστα. Όσο περισσότερο αναπτύσσονταν οι τάξεις, τόσο πιο εχθρικές γίνονταν μεταξύ τους. Για να μην κατασπαράξουν αυτές «οι τάξεις με τα αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα η μία την άλλη και την κοινωνία σε μια άκαρπη πάλη, η βία έγινε αναγκαία γι’ αυτό» (Ένγκελς)[15].
«Το κράτος είναι μια ιδιαίτερη οργάνωση δύναμης» (Λένιν)[16] της άρχουσας τάξης, ένα όργανο για την καταπίεση και την υποδούλωση μιας τάξης από μια άλλη.
Το κράτος είναι μια δύναμη που αποτελείται από ειδικά αποσπάσματα: στρατό, χωροφυλακή, αστυνομία, κάθε είδους φασιστικά αποσπάσματα κ.λπ. Περιλαμβάνει επίσης φασιστικά και άλλα απεργοσπαστικά συνδικάτα, κοινοβούλια κ.λπ. καθώς και δικαστήρια, φυλακές, στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξορίες. Το επιστέγασμα όλων είναι η κρατική εξουσία.
Εφόσον το κράτος προέκυψε από την πάλη των τάξεων, «τότε, κατά γενικό κανόνα, είναι το κράτος της ισχυρότερης, οικονομικά κυρίαρχης τάξης» (Ένγκελς)[17]. Επομένως, ολόκληρο το πολιτικό εποικοδόμημα –η κρατική μηχανή– ρίχνεται στην καταπίεση και την εκμετάλλευση των υποδουλωμένων τάξεων.
«Έτσι, το αρχαίο κράτος ήταν, πρώτα απ’ όλα, το κράτος των δουλοκτητών για την καταπίεση των δούλων, το φεουδαρχικό κράτος ήταν ένα όργανο των ευγενών για την καταπίεση των δουλοπάροικων και των εξαρτημένων αγροτών, και το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος είναι ένα όργανο για την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο. Κατ’ εξαίρεση, ωστόσο, υπάρχουν περίοδοι κατά τις οποίες οι αντιμαχόμενες τάξεις επιτυγχάνουν μια τέτοια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ τους, ώστε η κρατική εξουσία αποκτά προσωρινά μια ορισμένη ανεξαρτησία σε σχέση με τις δύο τάξεις, ως φαινομενικός μεσολαβητής μεταξύ τους» (Ένγκελς)[18]. Τέτοια είναι η απόλυτη μοναρχία του 17ου και 18ου αιώνα, ο βοναπαρτισμός της 1ης και 3ης αυτοκρατορίας στη Γαλλία και ο Μπίσμαρκ στη Γερμανία. Τέτοια, προσθέτει ο Λένιν, είναι η κυβέρνηση του Κερένσκι. Περισσότερο από αυτό, θα προσθέσουμε, έχει μεγαλύτερη «ανεξαρτησία» λόγω του γεγονότος ότι στα χέρια του βρίσκονται τα μέσα παραγωγής – η κυβέρνηση του Στάλιν. Μια άλλη διαφορά είναι ότι η «ισορροπία» των ταξικών δυνάμεων έχει επιτευχθεί στη χώρα μας χάρη στην αποταξικοποίηση και τον στραγγαλισμό των τάξεων, άρα και ευρύτερο πεδίο για «ελιγμούς».
Οι κυρίαρχες τάξεις χρειάζονται το κράτος ως εργαλείο για την εκμετάλλευση των υποταγμένων τάξεων. Το προλεταριάτο είναι ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, άρα είναι ενάντια στο κράτος ως τέτοιο. Επειδή όμως οι κυρίαρχες τάξεις δεν θα παραιτηθούν οικειοθελώς από την εκμετάλλευση, το προλεταριάτο πρέπει να ανατρέψει την αστική τάξη μέσω μιας κοινωνικής επανάστασης. Πρέπει να αντιτάξει στη δύναμη των εκμεταλλευτών τη δική του δύναμη, το «κράτος των ένοπλων εργατών».
«Το πρώτο βήμα στην εργατική επανάσταση είναι η ανύψωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη» (Μαρξ)[19] και η υλοποίηση της δημοκρατίας για την τάξη των παραγωγών.
Η δημοκρατία υπάρχει σε όλες τις μορφές κράτους: σε ένα δουλοκτητικό κράτος, για τους δουλοκτήτες∙ σε ένα φεουδαρχικό κράτος, για τον γαιοκτήμονα∙ σε ένα αστικό κράτος, για την αστική τάξη∙ δημοκρατία για μια χούφτα ληστών, παρέχοντας σε αυτούς [την ευκαιρία] να ληστεύουν ελεύθερα, να καταπιέζουν τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας – τον εργαζόμενο λαό[20]. Σε ένα προλεταριακό κράτος, η πλήρης, ανεπτυγμένη δημοκρατία για την εργατική τάξη, για τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, ενάντια σε μια ασήμαντη χούφτα ληστών.
Εφόσον το κράτος επιβάλλεται στο προλεταριάτο ως αναγκαίο κακό, αυτό «όπως ακριβώς και η Κομμούνα θα αναγκαστεί να περικόψει αμέσως τις χειρότερες πτυχές αυτού του κακού» (Ένγκελς)[21], προκειμένου να ακολουθήσει μια πολιτική προς την απονέκρωση του κράτους. «Το προλεταριάτο χρειάζεται ένα κράτος που «απονεκρώνεται», «αποκοιμιέται»[22], και «η Παρισινή Κομμούνα έπαψε να είναι κράτος, αφού έπρεπε να καθυποτάξει όχι την πλειοψηφία του πληθυσμού, αλλά μια μειοψηφία»[23] (Λένιν). Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την Κομμούνα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Τόσο η Παρισινή Κομμούνα όσο και το κράτος των Σοβιέτ των Εργατών, Στρατιωτών και Αγροτών Αντιπροσώπων ήταν ένα «κράτος ένοπλων εργατών» ενάντια σε μια ασήμαντη χούφτα εκμεταλλευτών.
Αναλύοντας τον χυδαίο σοσιαλισμό του Ντύρινγκ (παρόμοιο με τον σοσιαλισμό της γραφειοκρατίας μας), ο Ένγκελς έγραψε: «Η πρώτη πράξη στην οποία το κράτος ενεργεί πραγματικά ως εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας –παίρνοντας στην κατοχή του τα μέσα παραγωγής για λογαριασμό της κοινωνίας– είναι ταυτόχρονα η τελευταία ανεξάρτητη πράξη του ως κράτος»[24]. Ο Ένγκελς λέει «η τελευταία ανεξάρτητη πράξη» επειδή οι επόμενες πράξεις, η καταστολή της αστικής τάξης, δεν είναι ανεξάρτητες, αλλά υποδεέστερες, ή μάλλον, αποτελούν συνέχεια της πράξης της αρπαγής των μέσων παραγωγής από το κράτος, που δημιουργήθηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση και στη συνέχεια αναγεννήθηκε, οι επόμενες ανεξάρτητες πράξεις ήταν ένα πραξικόπημα εναντίον της εργατικής τάξης και ο στραγγαλισμός της τελευταίας.
Η πρώτη νίκη της εργατικής τάξης –η κατάληψη των μέσων παραγωγής– κάθε άλλο παρά εξασφαλίζει την τελική της νίκη. Θα απειλείται για μεγάλο χρονικό διάστημα όχι μόνο από την αστική τάξη, αλλά και από τους ίδιους τους υπαλλήλους της. Γι’ αυτό, ο Ένγκελς έγραψε: «Για να μη χάσει ξανά την κυριαρχία της που μόλις έχει αποκτήσει, η εργατική τάξη πρέπει, από τη μια πλευρά, να εξαλείψει όλους τους παλιούς μηχανισμούς καταπίεσης που χρησιμοποιούνταν μέχρι τώρα εναντίον της, και, από την άλλη πλευρά, πρέπει να εξασφαλίσει τον εαυτό της ενάντια στους δικούς της βουλευτές και υπαλλήλους, ορίζοντάς τους όλους, χωρίς καμία εξαίρεση, ανά πάσα στιγμή ανακλητούς» (Πρόλογος στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία[25]). Αυτό έκανε η Παρισινή Κομμούνα, αυτό έκανε το προλεταριάτο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Και τα δύο προλεταριακά κράτη χάθηκαν – το πρώτο στη μάχη με την αστική τάξη, το δεύτερο μετά τη νίκη επί της αστικής τάξης, από τους αποστάτες του κομμουνισμού, από τους ίδιους τους αξιωματούχους του.
Το κράτος που γεννήθηκε τον Οκτώβρη δεν ήταν μια αυτάρκης δύναμη, δεν ήταν ένα κράτος με τη συνηθισμένη έννοια του όρου. Αυτό το κράτος είναι η ουσία του προλεταριακού κόμματος, τα σοβιέτ, τα συνδικάτα, οι εργοστασιακές επιτροπές και η Κόκκινη Φρουρά. Με άλλα λόγια, το κράτος που γεννήθηκε τον Οκτώβρη είναι οι ίδιοι οι ένοπλοι εργάτες. Η κρατική εξουσία, από την άλλη πλευρά, είναι ένα απλό εργαλείο για την καταστολή του εχθρού.
Τι είναι η εξουσία στα χέρια της εργατικής τάξης; Το ίδιο με το τουφέκι, τα πολυβόλα, τα πυροβόλα, των οποίων οι κάννες και τα στόμια στρέφονται στα χέρια της εργατικής τάξης ενάντια στην αντεπανάσταση. Σε καιρό ειρήνης, η κρατική εξουσία είναι το ίδιο με τη μηχανή και το αμόνι στα χέρια των εργατών ή το άροτρο και το τρακτέρ στα χέρια των αγροτών. Η εργατική τάξη, με το όργανό της που λέγεται προλεταριακή εξουσία, ενεργεί σύμφωνα με την παροιμία: «Όπου θέλω, εκεί θα πάω», και σίγουρα όχι ενάντια στον εαυτό της. Τα άτομα αυτοκτονούν, οι τάξεις δεν αυτοκτονούν ποτέ.
Το κράτος και η εξουσία που έχουν αναπτυχθεί μέχρι σήμερα αποτελούν μια αυτάρκη δύναμη. Η κρατική εξουσία έχει προδώσει την εργατική τάξη, έχει σφετεριστεί τα δικαιώματά της, έχει πάρει τα μέσα παραγωγής της και τα έχει στρέψει αυτά και ολόκληρη την κρατική μηχανή ενάντια στο προλεταριάτο, για την εκμετάλλευση και την καταπίεσή του.
Η τάξη των εργατών ως δημιουργός νέας ζωής, ως συνειδητός οικοδόμος της σοσιαλιστικής κοινωνίας, δεν υπάρχει. Έχει μετατραπεί και πάλι σε μισθωτό σκλάβο στην παραγωγή και χωρίς πολιτικά δικαιώματα στη χώρα. Οι φυλακές, οι εξορίες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι γεμάτα με εργάτες και φτωχούς αγρότες.
Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι από υπηρέτες της εργατικής τάξης, από υπηρέτες της κοινωνίας, έχουν μετατραπεί σε αφέντες της, σε υποδουλωτές και εκμεταλλευτές της.
«Η δημόσια εξουσία ενισχύεται όσο οξύνονται οι ταξικές αντιθέσεις στο εσωτερικό του κράτους και όσο τα γειτονικά κράτη γίνονται μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα. Κοιτάξτε την Ευρώπη σήμερα, όπου η ταξική πάλη και ο ανταγωνισμός για κατακτήσεις έχουν διογκώσει τη δημόσια εξουσία σε τέτοιο μέγεθος που απειλεί να καταπιεί ολόκληρη την κοινωνία, ακόμα και το κράτος» (Ένγκελς)[26].
Κοιτάξτε την κρατική μας εξουσία, την οποία η γραφειοκρατία, στον αγώνα για κυριαρχία, μέσα στον ζωώδη φόβο της επικείμενης καταστροφής, έχει διογκώσει έτσι ώστε να καταπιεί ολόκληρο την προλεταριακή κοινότητα και το προλεταριακό κράτος.
Ενώ μετά τον Οκτώβρη το κράτος διαλύθηκε μέσα στην εργατική τάξη και η εξουσία υποδουλώθηκε, ... [δεν διαβάζεται] πνεύμα του προλεταριακού κόμματος, τώρα το κόμμα, τα συνδικάτα, οι εργοστασιακές επιτροπές έχουν κρατικοποιηθεί, και τα ίδια τα Σοβιέτ ως όργανα της δικτατορίας του προλεταριάτου έχουν πάψει προ πολλού να υπάρχουν, μόνο οι ταμπέλες έχουν απομείνει. Η προσδοκία του προλεταριάτου για δημοκρατία, για ισότητα, έχει υλοποιηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση: «μπροστά στον δεσπότη όλοι είναι ίσοι με το μηδέν».
Το κράτος μας όχι μόνο δεν απονεκρώνεται, αλλά οι αρνητικές του πλευρές αυξάνονται τερατωδώς. Ο Μαρξ και ο Λένιν μας δίδαξαν να εξετάζουμε τα πράγματα, τα κοινωνικά φαινόμενα, στο συγκεκριμένο περιεχόμενό τους. Δεν μπορούμε να ονομάζουμε δικτατορία του προλεταριάτου αυτό που είναι το άμεσο αντίθετό της, μια παρασιτική μικροαστική δικτατορία. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε δικτατορία της μικροαστικής τάξης, είναι δικτατορία της μικροαστικής ολιγαρχικής γραφειοκρατίας.
VI.
Ο κρατικοκαπιταλιστικός χαρακτήρας της παραγωγής μας και η μικροαστική παρασιτική δικτατορία προέκυψαν από την ήττα της Οκτωβριανής Επανάστασης, η οποία ήταν μια προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση. «Απαλλοτρίωσε τους απαλλοτριωτές», διέλυσε τον παλιό κρατικό μηχανισμό της αστικής τάξης και τον αντικατέστησε με εκλεγμένους και ανακλητούς υπαλλήλους της εργατικής τάξης. Από καταπιεσμένο το προλεταριάτο μετατράπηκε σε κυρίαρχη τάξη, από αντικείμενο εκμετάλλευσης σε υποκείμενο –σε συνειδητό οικοδόμο μιας νέας κοινωνίας. Με άλλα λόγια, η δικτατορία του προλεταριάτου όχι μόνο διακηρύχθηκε αλλά και υλοποιήθηκε.
Παίρνοντας τα μέσα παραγωγής από την αστική τάξη, το προλεταριάτο της στέρησε την οικονομική της κυριαρχία, αλλά καθώς αυτά τα μέσα παραγωγής ήταν ανενεργά –το προλεταριάτο ήταν απασχολημένο με τον εμφύλιο πόλεμο– το σοσιαλιστικό κράτος, το «κράτος των ένοπλων εργατών», δεν μπορούσε να θέσει μια σταθερή οικονομική βάση κάτω από την πολιτική του υπερδομή.
Σε έναν ανοιχτό στρατιωτικό αγώνα οι εργάτες νίκησαν την αστική τάξη. Ταυτόχρονα, άρχισαν να λαμβάνουν χώρα διεργασίες αναβίωσης στο εσωτερικό του εργατικού κράτους. Οι κύριες αιτίες αυτών ήταν: 1) η καθυστέρηση της παγκόσμιας επανάστασης και στη συνέχεια μια σειρά από ήττες της (στην Ιταλία το 1920, στη Γερμανία το 1921-23, στην Αγγλία το 1926 και τέλος η ήττα της κινεζικής επανάστασης), 2) η σημαντική υπεροχή της μικροαστικής αγροτικής πλειοψηφίας στη χώρα μας και στην ιμπεριαλιστική περικύκλωση[27], 3) η εξόντωση των καλύτερων στελεχών του προλεταριάτου στον εμφύλιο πόλεμο, 4) η παρακμή της οικονομικής ζωής της χώρας και, με βάση αυτό, η αποταξικοποίηση του προλεταριάτου, 5) η γραφειοκρατικοποίηση του κρατικού μηχανισμού και η επιρροή σε αυτόν εχθρικών προς το προλεταριάτο δυνάμεων. Εξαιτίας όλων αυτών, στο τέλος του εμφυλίου πολέμου το προλεταριάτο βρέθηκε αντιμέτωπο με μια ορμητική θάλασσα μικροαστικών στοιχείων και, όπως το έθεσε ο Λένιν, «απέχει πολύ από το να είναι ένα προλεταριακό κράτος».
Η αγροτιά μετατράπηκε από σύμμαχος του προλεταριάτου σε αντίπαλό του. Η αγροτιά ήταν αντίθετη με τη σοσιαλιστική πολιτική, υπέρ του ελεύθερου εμπορίου και υποστήριξε τα αιτήματά της με το Τάμποφ και την Κρονστάνδη. Το προλεταριάτο αναγκάστηκε να υποχωρήσει, επιτρέποντας συνειδητά τις καπιταλιστικές σχέσεις στην ύπαιθρο. Η γραφειοκρατία εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία του προλεταριάτου και σταδιακά διέλυσε τα κεκτημένα του. Ήδη από το 1923 το προλεταριάτο αισθάνθηκε την απώλεια της κυριαρχίας του και προσπάθησε να την αποκαταστήσει μέσω απεργιών, αλλά ηττήθηκε.
Η συζήτηση του 1923 ήταν άμεση συνέχεια των απεργιών του καλοκαιριού, αν και το γεγονός αυτό δεν έγινε αντιληπτό από όλη την αντιπολίτευση. Ο συσχετισμός δυνάμεων σε αυτή τη συζήτηση ήταν τέτοιος που η αντιπολίτευση είχε όλες τις πιθανότητες να κερδίσει. Ηττήθηκε λόγω της πολιτικής της αναποφασιστικότητας. Οι περισσότεροι από τους ηγέτες του κινήματος δεν αντιλήφθηκαν το βάθος της αναβίωσης, δεν συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε τώρα ή ποτέ να πάρουν την εξουσία. Η αδυναμία κατανόησης της στιγμής προήλθε από την αποστασιοποίηση αυτών των ηγετών από την εργατική τάξη.
Όχι μόνο οι ιδεολόγοι της μικροαστικής πολιτικής, αλλά και η πλειοψηφία των ηγετών της αντιπολίτευσης ήταν αποκομμένοι από την εργατική τάξη. Έβραζαν στο ζουμί της αποσύνθεσης της γραφειοκρατίας και υποβάλλονταν οι ίδιοι σε αυτή την αποσύνθεση. Η ορθότητα αυτής της εκτίμησης επιβεβαιώνεται από τις επακόλουθες αδιάκοπες ταλαντεύσεις της ηγεσίας της αντιπολίτευσης και στη συνέχεια από την αποστασία ενός μέρους των ηγετών της αντιπολίτευσης.
Τα κορυφαία στελέχη της αντιπολίτευσης ευθύνονται επίσης εν μέρει για την υπάρχουσα ανεξέλεγκτη παρακμή και εκπόρνευση των ηθών. Συχνά οδηγούσε τον στρατό της στη μάχη χωρίς καθοδήγηση, ή ακόμη και απλά τον εγκατέλειπε στη μάχη. Ο εγκαταλελειμμένος στρατός ψήφιζε «φτέρνα» (έφευγε τρέχοντας) στις συγκεντρώσεις. Ο στρατός της αντιπολίτευσης συντρίβονταν και οι ηγέτες του στέκονταν υπάκουα άπραγοι.
Η αντιπολίτευση απομονωνόταν από την εργατική τάξη με ένα κινέζικο τείχος, προσπαθώντας να λύσει όλα τα ζητήματα εσωκομματικά. Αλλά το κόμμα από το 1923 είχε ήδη παραλύσει.
Η εργατική τάξη, με τη σειρά της, αποχωρούσε από την αντιπολίτευση, ο ίδιος ο στρατός της αντιπολίτευσης, αποδιοργανωμένος από τους συνεχείς δισταγμούς και την αναποφασιστικότητα των ηγετών της, διαλυόταν.
Εκμεταλλευόμενη αυτή την κατάσταση, η γραφειοκρατία, συντρίβοντας το προλεταριακό τμήμα του κόμματος, ακολούθησε ανοιχτά μια μικροαστική, αγροτική πολιτική, ζωντανή έκφραση της οποίας ήταν τα συνθήματα «απέναντι στην ύπαιθρο», «βιομηχανία, μην προτρέχεις», «λιγότερα βήματα», κ.λπ. Ακολουθήθηκε μια πορεία για την εμπορική και την πιστωτική συνεργατικότητα σε αντίθεση με τις συλλογικές και τις κρατικές εκμεταλλεύσεις. Η μικροαστική πολιτική της ικανοποίησης των καταναλωτικών ενστίκτων της αγροτιάς, συμπεριλαμβανομένου του κουλάκου, και της μείωσης των τιμών χονδρικής πώλησης των βιομηχανικών προϊόντων οδήγησε στην καταλήστευση της βιομηχανίας. Η θεωρία της «ενσωμάτωσης των φωλιών των κουλάκων στο σοσιαλισμό», το σύνθημα «πλουτίστε» και, τέλος, «η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια χώρα» ήταν η ιδεολογική κορωνίδα της μικροαστικής πολιτικής.
Πέντε χρόνια μικροαστικής ουτοπικής πολιτικής (1923-1927) δεν μπορούσαν παρά να την οδηγήσουν σε κρίση. Οικονομικά εκφράστηκε με τη διατάραξη της οικονομικής ισορροπίας (δυσαναλογία) στη βιομηχανία (άνοδος των τιμών, έλλειψη εμπορευμάτων, ανεργία) και κοινωνικά –με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών στοιχείων στην πόλη και την ύπαιθρο· πολιτικά –στη συγχώνευση του οικονομικού και διοικητικού μηχανισμού με τους κουλάκους και τους νέπμαν (η ιστορία των αποστημάτων στο Σότσι, το Σμόλενσκ, το Αστραχάν και άλλες πόλεις), στην επιθυμία των κουλάκων για εξουσία, στην ανάπτυξη του σαμποτάζ και, τέλος, στη διάλυση του Κόμματος και των συνδικάτων ως προλεταριακών οργανώσεων.
Αυτή η κρίση θα μπορούσε να επιλυθεί με δύο τρόπους: είτε με μια απότομη στροφή προς τις θέσεις της προλεταριακής επανάστασης, είτε με τη μετάβαση στο δρόμο της ανάπτυξης του ιδιωτικού καπιταλισμού. Η γραφειοκρατία είναι οργανικά ανίκανη να βαδίσει στον πρώτο δρόμο, και το προλεταριάτο ήταν ήδη τόσο εξαντλημένο που δεν μπορούσε να την ανατρέψει∙ η γραφειοκρατία φοβόταν τον δεύτερο δρόμο, επειδή ήξερε ότι η αστική τάξη θα την έδιωχνε –γι’ αυτό η γραφειοκρατία παρέμεινε πιστή στον εαυτό της και αναζήτησε διέξοδο στα μονοπάτια των ουτοπιών της.
Στο 15ο συνέδριο, υπό την κάλυψη «αριστερών» συνθημάτων, πραγματοποιήθηκε ένα πραξικόπημα εναντίον του προλεταριάτου, το οποίο είχε προετοιμαστεί οικονομικά και οργανωτικά από την πολιτική του 1923-27. Η κρίση όχι μόνο δεν επιλύθηκε από αυτό, αλλά εξελίχθηκε σε άμεση απειλή για την κυριαρχία της γραφειοκρατίας. Η εργατική τάξη της γύρισε οριστικά την πλάτη, και ο κουλάκος που «έθρεψε» η ίδια άρχισε να προελαύνει.
Η φοβισμένη γραφειοκρατία αντικατέστησε την πολιτική των ελιγμών μεταξύ των τάξεων με ελιγμούς εντός των τάξεων, μεταξύ των ομάδων. Ως απάντηση στην απεργία των κουλάκων για το ψωμί, η γραφειοκρατία έδωσε το σύνθημα «πάρτε το ψωμί από τους κουλάκους με τη βία», προσπαθώντας να στηριχτεί στους φτωχούς. Αλλά μέχρι τότε ο σοβιετικός μηχανισμός στο χωριό ήταν στα χέρια των κουλάκων, οι σιταποθήκες είχαν αδειάσει τόσο από τον μεσαίο άνθρωπο όσο και από τον φτωχό. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου ολόκληρης της αγροτιάς ενάντια στην ίδια της την εξουσία. Το καλοκαίρι του 1928 μια νέα στροφή ήρθε «απέναντι» σε ολόκληρη την αγροτιά, συμπεριλαμβανομένων των κουλάκων: μια αύξηση της τιμής του σταριού και των πρώτων υλών. Η πολιτική του δισταγμού προκάλεσε ένα ευρύ αντεπαναστατικό κύμα στην πόλη και την ύπαιθρο.
Μέχρι τότε η φτώχεια του προλεταριάτου είχε αυξηθεί τρομερά: τα αποθέματα μειώνονταν, οι μισθοί έπεφταν και ο στρατός των ανέργων είχε αυξηθεί σε πάνω από 3 εκατομμύρια. Την άνοιξη του 1928 ξεκίνησε ένα κύμα απεργιών και εξεγέρσεων από τους ανέργους στα εργατικά κέντρα. Η βίαιη καταστολή τους ήταν η απάντηση της γραφειοκρατίας.
Ο ζωώδης φόβος της γραφειοκρατίας για την κυριαρχία της την έσπρωξε στο δρόμο της «εκβιομηχάνισης» και της «κολεκτιβοποίησης». Η γραφειοκρατία, αποκοιμίζοντας την επαγρύπνηση του προλεταριάτου, εκπόνησε μεγαλεπήβολα σχέδια και δημοσίευσε ιλιγγιώδεις αριθμούς, διακήρυξε την ισότητα και σχεδόν τον κομμουνισμό στα εργοστάσια, ενώ ταυτόχρονα εισήγαγε αυξημένα στάνταρ παραγωγής, χαμηλότερους μισθούς, επιδείνωση της κοινωνικής ασφάλισης και του εργασιακού κώδικα. Κάθε λόγος υπεράσπισης των συμφερόντων της εργατικής τάξης στιγματίστηκε ως εγωισμός, σαμποτάζ και ούτω καθεξής. Ολόκληρες εργατικές συλλογικότητες υπέστησαν διώξεις και οι ηγέτες τους οδηγήθηκαν στη φυλακή και στην εξορία.
Στα τέλη του 1929 η γραφειοκρατία, έχοντας ανακηρύξει ως συμμάχους της τους φτωχούς αγρότες και τους μεροκαματιάρηδες της υπαίθρου, άρχισε μια συνεχή «κολεκτιβοποίηση». Αυτή η «κολεκτιβοποίηση» οδήγησε στη μαζική σφαγή των ζώων, ακόμη και των πουλερικών. Στην αρχή της εκστρατείας, σε ορισμένα μέρη οι φτωχοί υποστήριξαν την «κολεκτιβοποίηση», αλλά όταν είδαν την καταστροφή του χωριού αντί για τον σοσιαλισμό, εξεγέρθηκαν. Το κύμα των αγροτικών εξεγέρσεων ήταν τόσο τρομερό που η γραφειοκρατία μετρούσε τις μέρες και τις ώρες της κυριαρχίας της. Ο φόβος για το αύριο την ανάγκασε να συντρίψει αυτές τις εξεγέρσεις «με αίμα και σίδερο». Όμως δεν καταπνίγηκαν μόνο με τα όπλα, αλλά κυρίως με την εξαπάτηση –με την υπόσχεση της ακύρωσης της απαλλοτρίωσης του μικροϊδιοκτήτη.
Οι εξεγέρσεις των αγροτών καταπνίγηκαν, αλλά η κρίση όχι μόνο δεν επιλύθηκε, αλλά επιδεινώθηκε. Τώρα ο «κολχόζνικ» [αγρότης των κολχόζ] –είτε είναι φτωχός, είτε μεσαίος, είτε κουλάκος– ανακηρύχθηκε πυλώνας της εξουσίας της γραφειοκρατίας στην ύπαιθρο, και ο ατομικός ιδιοκτήτης, ακόμη κι αν είναι δέκα φορές φτωχότερος, ανακηρύχθηκε εχθρός. Από το 1930, ωστόσο, οι κουλάκοι ορίζονται όχι με κοινωνικά κριτήρια, αλλά με ιδεολογικά –όποιος γίνει ενοχλητικός σε κάποιον αυταρχικό διαχειριστή, τότε είναι κουλάκος.[28]
Όλη αυτή η πολιτική οδήγησε τη μικροαστική δικτατορία στην αγωνία που βιώνει σήμερα και στην πρωτοφανή εξαθλίωση της εργατικής τάξης και όλων των εργαζόμενων μαζών.
Η γραφειοκρατία δεν αναζητά τη σωτηρία της στην ενότητα της εργατικής τάξης και στη συσπείρωση των δυνάμεών της, αλλά στη διαίρεσή της, στην αντιπαράθεση των επιμέρους μονάδων της μεταξύ τους.
Η παρασιτική δικτατορία αναζητά σωτηρία στην αποταξικοποίηση της τάξης των δούλων, στην αδυναμία της, στην αποταξικοποίηση των αγροτών με κόστος την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, στη δίωξη των φτωχών και των μεσαίων αγροτών. Αλλά μια τέτοια πολιτική δεν σώζει, αλλά μόνο αναβάλλει απλώς τον θάνατο αυτής της δικτατορίας.
Όσο περισσότερο διαρκούν τέτοιες αναβολές, τόσο πιο καταστροφική θα είναι η πτώση της.
VII.
Η πλειοψηφία της αντιπολίτευσης του 1923 συγκλίνει στην κριτική της οικονομίας και του υπάρχοντος καθεστώτος, αλλά πολλοί αντιπολιτευόμενοι καταλήγουν να βγάλουν από σωστές αναλύσεις ποιοτικά τα ίδια συμπεράσματα με τη γραφειοκρατία. Η γραφειοκρατία ισχυρίζεται ότι έχουμε εισέλθει στην περίοδο του σοσιαλισμού και ότι έχουμε μια πραγματική δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτοί οι αντιπολιτευόμενοι, από την άλλη πλευρά, λένε ότι η βιομηχανία μας [έχει] σοσιαλιστικό χαρακτήρα, αφού είναι κρατικοποιημένη, και ότι η δικτατορία, αν και αμαυρωμένη, εξακολουθεί να είναι προλεταριακή. Η διαφορά αυτών των συμπερασμάτων είναι μόνο ποσοτική. Προς υπεράσπιση του γεγονότος ότι υπάρχει η δικτατορία του προλεταριάτου, συχνά αναφέρεται το γελοίο συμπέρασμα ότι υπάρχουν τυπικά σοβιέτ. Σε αυτή την περίπτωση, ξεχνιέται η μαρξιστική αλήθεια: η μορφή χωρίς περιεχόμενο δεν είναι τίποτα.
Ξεχνιέται ότι «η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, φυσικά, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει μια μεγάλη αφθονία και ποικιλία πολιτικών μορφών, αλλά η ουσία θα είναι αναπόφευκτα η ίδια: η δικτατορία του προλεταριάτου» (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση)[29]. Η δικτατορία του προλεταριάτου σημαίνει «κρατική εξουσία των ένοπλων εργατών», είτε με τη μορφή σοβιέτ, είτε με τη μορφή εργοστασιακών επιτροπών κ.λπ. (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση)[30].
Ήδη από το 1917, όταν τα Σοβιέτ ήταν μενσεβίκικα-εσέρικα, οι Μπολσεβίκοι σκόπευαν να μετατρέψουν τις Φάμπζαβκομ [εργοστασιακές επιτροπές] σε όργανα εξέγερσης∙ μόνο η γρήγορη μπολσεβικοποίηση των Σοβιέτ απέτρεψε αυτό το σχέδιο.
Η ιστορία έδειξε ότι ακόμη και ο Μιλιούκοφ δεν είναι εναντίον των Σοβιέτ, αλλά χωρίς κομμουνιστές, πολύ περισσότερο που οι αποστάτες του κομμουνισμού το βρίσκουν συμφέρον, όταν καταστρέφουν το περιεχόμενο των Σοβιέτ, να καλύπτονται με τη μορφή τους.
Άλλοι σύντροφοι συμφωνούν ότι η εξουσία μας είναι μικροαστική, αλλά το κράτος είναι προλεταριακό. Και πάλι επικαλούνται το γεγονός της κρατικοποίησης ως επιχείρημα. Ας αφήσουμε στην άκρη το γεγονός ότι αν τα μέσα παραγωγής βρίσκονται στα χέρια της γραφειοκρατίας, αυτό δεν σημαίνει ότι βρίσκονται στα χέρια του προλεταριάτου, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι εδώ αναμειγνύονται δύο παράγοντες: η οικονομική βάση και το πολιτικό εποικοδόμημα. Υπήρξαν στιγμές στην ιστορία που η πολιτική υπερδομή –το κράτος και η εξουσία– δεν αντιστοιχούσε στην οικονομική βάση, αλλά ποτέ δεν συνέβη και δεν μπορεί να συμβαίνει να ανήκει το κράτος σε μια τάξη και η εξουσία σε μια άλλη. Από την αντίληψη ότι το κράτος και η εξουσία δεν είναι ένα και το αυτό, δεν μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι υπάρχουν χωριστά. Το να φανταστεί κανείς ένα κράτος χωρίς κρατική εξουσία είναι σαν να φαντάζεται έναν άνθρωπο χωρίς κεφάλι (συμβαίνει στα παραμύθια).
Εναντίον του χαρακτηρισμού της οικονομίας μας ως κρατικοκαπιταλιστικής υπάρχουν επίσης τέτοιου είδους «αντιρρήσεις» ότι δεν υπάρχει καπιταλισμός χωρίς καπιταλιστές. Ξεχνάει τον «συλλογικό καπιταλιστή» –το κράτος– και ξεχνάει ότι ακόμα και στο σοσιαλισμό θα υπάρχει για κάποιο διάστημα ένα «αστικό κράτος χωρίς την αστική τάξη» (Λένιν)[31]. Είτε το προλεταριάτο υφίσταται εκμετάλλευση από μια ομάδα καπιταλιστών είτε από ένα στρατό εκατομμυρίων γραφειοκρατών και, μέσω αυτών, από την παγκόσμια αστική τάξη, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο εργάτης παραμένει μισθωτός σκλάβος και ότι τα μέσα παραγωγής δεν χάνουν έτσι τον καπιταλιστικό τους χαρακτήρα.
Με βάση την άποψη ότι έχουμε δικτατορία του προλεταριάτου, προωθείται το σύνθημα της συνασπισμένης Κεντρικής Επιτροπής. Το να προσχωρήσουμε σε μια Κεντρική Επιτροπή με εκπροσώπους των κουλάκων, των νέπμαν και των γραφειοκρατών σημαίνει (είτε το θέλουν είτε όχι οι εμπνευστές του συνθήματος) να ενταχθούμε σε ένα κόμμα που θα επιδοθεί στην παλινόρθωση του καπιταλισμού, σημαίνει να ενταχθούμε σε ένα είδος Κουομιντάνγκ, ενώ αρνούμαστε να οργανώσουμε ένα κόμμα της εργατικής τάξης.
Μετά την κατάργηση των αντισοσιαλιστικών νόμων του Μπίσμαρκ, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε μια τακτική προσαρμογής, φοβούμενη έναν νέο νόμο κατά των σοσιαλιστών. Ο Ένγκελς επεσήμανε σε επιστολή του προς τον Μπέμπελ ότι μια τέτοια τακτική θα οδηγούσε το κόμμα σε λάθος δρόμο και ότι το κόμμα «θα ήταν αβοήθητο την αποφασιστική στιγμή». Και συνεχίζει: «Αυτή η παραμέληση των μεγάλων, θεμελιωδών εκτιμήσεων εξαιτίας των στιγμιαίων μικροσυμφερόντων, αυτή η επιδίωξη μικροεπιτυχιών και η μάχη γι’ αυτές χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι περαιτέρω συνέπειες, αυτή η απάρνηση του μελλοντικού κινήματος χάριν του παρόντος –μπορεί να οφείλεται σε “τίμιες” προθέσεις. Αλλά αυτό είναι οπορτουνισμός και παραμένει οπορτουνισμός, και ο “τίμιος” οπορτουνισμός είναι ίσως ο πιο επικίνδυνος από όλους τους άλλους»[32].
Οι σύντροφοί μας, βγάζοντας λάθος συμπεράσματα από τη σωστή κριτική, καθοδηγούνται αναμφίβολα από «τίμια» κίνητρα (αν και γνωστά μόνο σ’ αυτούς), «αλλά αυτό είναι οπορτουνισμός», ακόμα κι αν είναι «τίμιος», και ο «τίμιος» οπορτουνισμός είναι πάντα, στην εποχή μας ακόμα «ο πιο επικίνδυνος από όλους τους άλλους».
VIII.
Η ρωσική επανάσταση, ηττημένη από τον ιμπεριαλισμό, ήταν η αρχή της παγκόσμιας επανάστασης και θα μπορούσε να νικήσει μόνο ως παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Εξαιτίας της προδοσίας της Β΄ Διεθνούς, η επανάσταση στην Ευρώπη το 1918-20 υπέστη την πρώτη της ήττα. Στο 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Λένιν δήλωσε ότι αν το προλεταριάτο δεν ξεφορτωθεί την αστική τάξη σε αυτό το στάδιο, η τελευταία δεν θα αντιμετωπίσει μια απελπιστική κατάσταση.
Μετά το προαναφερθέν Συνέδριο, που ακολούθησε την Κεντρική Επιτροπή του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος των Μπολσεβίκων, άρχισαν οι μικροαστικές ταλαντεύσεις στην Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν. Αργότερα στην προδοσία της Δεύτερης Διεθνούς προστέθηκε η προδοσία κατά της εργατικής τάξης από την πλευρά της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τρίτης Διεθνούς (η συμπεριφορά της στη γερμανική επανάσταση του 1923, ο ρόλος της στη βρετανική γενική απεργία, η προδοσία της κινεζικής επανάστασης, η αντικατάσταση του αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού από τον πασιφισμό κ.λπ.) Όλα αυτά βοήθησαν την αστική τάξη να νικήσει το προλεταριάτο. Η ήττα της Οκτωβριανής Επανάστασης και οι κρατικοκαπιταλιστικές μορφές οικονομίας που δημιουργήθηκαν με τη δικτατορία της γραφειοκρατίας είναι ένα φαινόμενο της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων με τις ιδιαιτερότητες της ρωσικής πραγματικότητας.
Η αντίδραση πήρε διαφορετικές μορφές σε διάφορες χώρες. Στη Ρωσία πήρε τη μορφή του ασιατικού «σοσιαλισμού» και του ασιατικού δεσποτισμού· στην Ιταλία: του φασισμού· στην Πολωνία: του πιλσουντσκισμού· στην Αγγλία: του συντηρητισμού· στην Ουγγαρία και στα Βαλκάνια: επίσης ένα είδος φασισμού. Το καθεστώς κάθε χώρας έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αλλά η ουσία του είναι η ίδια –η αντίδραση ως συνέπεια της ήττας της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Το πρώτο στάδιο της περιόδου των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των σοσιαλιστικών επαναστάσεων κατέληξε στην ήττα του προλεταριάτου. Η διάλυση της Οκτωβριανής Επανάστασης κάτω από τη σημαία του κομμουνισμού και η ταύτιση της μικροαστικής δικτατορίας με τη δικτατορία του προλεταριάτου βοηθάει την αστική τάξη να αποπροσανατολίσει την εργατική τάξη από τη σοσιαλιστική επανάσταση και να προσελκύσει προσωρινά ένα μέρος της στο πλευρό της. Της λέει: αν θέλετε κομμουνισμό, θα πάρετε το χάος του Στάλιν και τη φτώχεια που δημιούργησε. Οι αγγλικές βουλευτικές εκλογές είναι ένας χαρακτηριστικός δείκτης αυτού του γεγονότος. Σύμφωνα με τον Μπέρναρντ Σο, και όπως αναγνωρίζεται από το όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Αγγλίας, οι Άγγλοι ψηφοφόροι φοβήθηκαν μέχρι θανάτου την αναρχία του μπολσεβικισμού, με την οποία εννοείται ο σταλινισμός. Το τέχνασμα πέτυχε∙ οι εργάτες ψήφισαν Συντηρητικούς.
Ο δεύτερος γύρος των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των σοσιαλιστικών επαναστάσεων έρχεται, το καθήκον των πραγματικών μπολσεβίκων κομμουνιστών είναι να πάρουν τα μαθήματα του παρελθόντος, του παρόντος και να οδηγήσουν το προλεταριάτο στο σωστό δρόμο, στην επερχόμενη μάχη.
Πρέπει να καταστήσουμε σαφές στην εργατική τάξη ότι οι κομμουνιστές δεν έχουν καμία σχέση με αυτή την πολιτική και τη μικροαστική δικτατορία∙ είναι η πολιτική των αποστατών του κομμουνισμού. Στα εργοστάσιά μας δεν υπάρχει σοσιαλισμός, αλλά καπιταλιστικές μορφές εκμετάλλευσης, δεν υπάρχει σοσιαλιστικός ανταγωνισμός, αλλά ένα ακραία αστικό σύστημα ποτογκόναγια. Στην ύπαιθρο δεν υπάρχουν συλλογικές εκμεταλλεύσεις, αλλά κρατικές επιχειρήσεις καταναγκαστικού χαρακτήρα, δεν υπάρχει κοινωνικοποίηση αλλά απαλλοτρίωση των μικροϊδιοκτητών, συμπεριλαμβανομένων των φτωχών αγροτών.
Το να ονομάζουμε την οικονομία μας σοσιαλιστική σημαίνει ότι προσβάλλουμε την τάξη των δούλων και απαξιώνουμε τις ιδέες του κομμουνισμού, βοηθώντας έτσι έμμεσα την αστική τάξη.
Ο στόχος μας παραμένει αμετάβλητος: ο κομμουνισμός· το μέσον: η κοινωνική επανάσταση και η δικτατορία του προλεταριάτου, άρα η πάλη όχι μόνο με την αστική τάξη, αλλά και με όλους εκείνους που αντικαθιστούν την ιδέα του κομμουνισμού με κάθε είδους μικροαστικές ανοησίες.
1932
Μετάφραση: elaliberta.gr
Timofei Sapronov, “Agony of the petty-bourgeois dictatorship”, libcom.org, 27 Νοεμβρίου 2022, https://libcom.org/article/agony-petty-bourgeois-dictatorship.
[Тимофе́й Влади́мирович Сапро́нов], «Агония мелкобуржуазной диктатуры», Леворадикал, 3 Μαΐου 2013, https://levoradikal.ru/archives/4946/.
Сапронов Т.В., «Агония м[елко]буржуазной диктатуры», Революционный архив, Р-37963, т. 2, лл. 1-11., https://revarchiv.narod.ru/sapronov/oeuvre/agonia.html.
Στο Революционный архив [Επαναστατικό αρχείο] υπάρχουν και δύο άλλο κείμενα του Σαπρόνοφ:
Сапронов Т.В., «Письмо из Челябинского политизолятора», Революционный архив, https://revarchiv.narod.ru/sapronov/oeuvre/pismo.html. Άρθρο στο Бюллетене оппозиции, τεύχος 11, Μάιος 1930.
Сапронов Т.В., «Письмо Сапронова Т.В. от 10 августа 1929г.», Революционный архив, https://revarchiv.narod.ru/sapronov/oeuvre/pismo29.html.
Σημειώσεις
Όλες οι σημειώσεις είναι της ελληνικής μετάφρασης, στις οποίες έχουν ενσωματωθεί και οι σημειώσεις του επιμελητή του ρωσικού κειμένου, «Α.Γ.». Δεν ακολουθούμε τις ελληνικές μεταφράσεις των έργων στα οποία αναφέρεται ο συγγραφέας και στα οποία παραπέμπουμε προς διευκόλυνση του αναγνώστη.
[1] Φρίντριχ Ένγκελς, Αντι-Ντίριγνκ. Η ανατροπή της επιστήμης από τον κύριο Ευγένιο Ντίρινγκ, Σύγχρονη Εποχής, Αθήνα 2006, σελ. 450. Σε αυτό και στα υπόλοιπα αποσπάσματα δεν ακολουθούμε τις ελληνικές μεταφράσεις στις οποίες παραπέμπουμε.
[2] Ό.π., σσ. 450, 451.
[3] Ό.π., σσ. 436, 437.
[4] Ό.π., σσ. 455.
[5] Το «εισιτήριο του λύκου» («Волчий билет») στην ΕΣΣΔ ήταν ατομικά αναγνωριστικά έγγραφα (ταυτότητα, πιστοποιητικό κ.λπ.) που παραχωρούσε το κράτος και στα οποία σημειώνονταν αρνητικά, επιβαρυντικά σχόλια για τον κάτοχό τους. Τα έγγραφα αυτά εμπόδιζαν τον κάτοχό τους να διαμένει σε ορισμένες πόλεις, να αποκτήσει στο μέλλον μια καλή δουλειά, θέση ή να σπουδάσει σε εκπαιδευτικά ιδρύματα. κ.λπ. Το «Εισιτήριο λύκου» υπήρχε και στην Τσαρική Αυτοκρατορία. «Волчий билет», Викисловарь, https://ru.wiktionary.org/wiki/%D0%B2%D0%BE%D0%BB%D1%87%D0%B8%D0%B9_%D0%B1%D0%B8%D0%BB%D0%B5%D1%82. “Wolf’s ticket”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Wolf%27s_ticket.
[6] «Потогонная система» (στα αγγλικά, «sweatshop»): εργασία σε χώρους όπου επικρατούν άθλιες και ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας, οι εργαζόμενοι δουλεύουν πολλές ώρες με πολύ μικρούς μισθούς (στην κυριολεξία: «χύνουν ιδρώτα», από το «потогонный»). «Потогонная система», Википедия, https://ru.wikipedia.org/wiki/%D0%9F%D0%BE%D1%82%D0%BE%D0%B3%D0%BE%D0%BD%D0%BD%D0%B0%D1%8F_%D1%81%D0%B8%D1%81%D1%82%D0%B5%D0%BC%D0%B0. “Sweatshop”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Sweatshop. «Потогонный», Викисловарь, https://ru.wiktionary.org/wiki/%D0%BF%D0%BE%D1%82%D0%BE%D0%B3%D0%BE%D0%BD%D0%BD%D1%8B%D0%B9.
[7] «Ουντάρνικ» (ρωσικά: «уда́рник)», είναι ο εργάτης υψηλής παραγωγικότητας. “Udarnik”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Udarnik.
[8] Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2002, σελ. 236, σημ. 82α.
[9] Τα νησιά Σολοβέτσκι (ρωσικά: Солове́цкие острова́), ή Σολόβκι (Соловки́), είναι ένα αρχιπέλαγος που βρίσκεται στον κόλπο Ονέγκα της Λευκής Θάλασσας, στη Ρωσία. Το μοναστήρι Σολοβέτσκι (που ιδρύθηκε το 1436), έγινε κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου πολέμου στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σολόφκι δημιουργήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1919 από τη λευκή κυβέρνηση των Μίλερ-Τσαϊκόφσκι, που υποστηριζόταν από τις δυτικές χώρες. Εκεί φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν, ή πέθαναν από τα βασανιστήρια και την πείνα, εκατοντάδες επαναστάτες (οι περισσότεροι δεν ήταν Μπολσεβίκοι) – έως και τα δύο τρίτα των φυλακισμένων. Το 1923 η GPU ίδρυσε εκεί το πρώτου στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, για πολιτικούς και ποινικούς κρατουμένους που είχαν καταδικαστεί από τα δικαστικά όργανα της GPU (και πιο πριν της Τσεκά). Μεταξύ αυτών υπήρχαν και 400 περίπου Αναρχικοί, Μενσεβίκοι, Σοσιαλιστές Επαναστάτες και σοσιαλιστές άλλων κομμάτων), οι οποίοι όμως ετέθησαν υπό ειδικό καθεστώς εκεί και δεν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται, όπως οι υπόλοιποι έγκλειστοι. Σταδιακά, προστέθηκαν και άνθρωποι του παλιού καθεστώτος (ιερείς, ευγενείς και αξιωματικοί του Λευκού Στρατού). Το 1923 ο αριθμός των εγκλείστων ήταν μικρότερος από 3.000, αλλά μέχρι το 1930 ξεπέρασε τις 70.000. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, πολλοί από τους κρατούμενους του στρατοπέδου εργάστηκαν στην κατασκευή της διώρυγας της Λευκής Θάλασσας – Βαλτικής. Από το 1936 το στρατόπεδο χρησίμευσε ως χώρος κράτησης κρατουμένων πους τη συνέχεια εκτελέστηκαν. Στις 27 Οκτωβρίου 1937 η NKVD μετέφερε 1.116 κρατούμενους μέσω της Λευκής Θάλασσας στο δάσος Σανταρμόχ όπου τους εκτέλεσε. Άλλοι 200 με 300 κρατούμενοι εκτελέστηκαν έξω από το στρατόπεδο. Στις 14 Φεβρουαρίου 1938, άλλοι 198 κρατούμενοι εκτελέστηκαν στο δάσος στο δρόμο προς τη Σεκίρναγια Γκόρα. Το στρατόπεδο έκλεισε το 1939 και μετατράπηκε σε ναυτική βάση. “Solovki prison camp”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Solovki_prison_camp. «Соловецкий лагерь особого назначения», Википедия, https://ru.wikipedia.org/wiki/%D0%A1%D0%BE%D0%BB%D0%BE%D0%B2%D0%B5%D1%86%D0%BA%D0%B8%D0%B9_%D0%BB%D0%B0%D0%B3%D0%B5%D1%80%D1%8C_%D0%BE%D1%81%D0%BE%D0%B1%D0%BE%D0%B3%D0%BE_%D0%BD%D0%B0%D0%B7%D0%BD%D0%B0%D1%87%D0%B5%D0%BD%D0%B8%D1%8F. Το νησί Σαχαλίνη βρίσκεται στη ΒΑ Ασία. Από 1855 το νησί ήταν υπό κοινή κυριαρχία Ρωσίας (βόρεια) και Ιαπωνίας (νότια) μέχρι το 1945 που η ΕΣΣΔ προσάρτησε και το νότιο τμήμα του νησιού. Το 1857 το τσαρικό καθεστώς ίδρυσε στο βόρειο τμήμα του νησιού ποινική αποικία (την οποία το 1890 επισκέφτηκε ο Τσέχοφ, γράφοντας ύστερα το βιβλίο του Νήσος Σαχαλίνη). Παρέμεινε τόπος εκτοπισμού/φυλάκισης και κατά τη σταλινική περίοδο.
[10] Το απόσπασμα του Ένγκελς που αναφέρει εδώ συγγραφέας δεν είναι από το Αντι-Ντίρινγκ, αλλά: Φρίντριχ Ένγκελς, Σοσιαλισμός, Ουτοπικός και Επιστημονικός, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2006, σσ. 129, 130.
[11] Ένγκελς, Σοσιαλισμός...,ό.π., 131.
[12] Ένγκελς, Αντι-Ντίριγνκ, ό.π., σελ. 430.
[13] Ένγκελς, Αντι-Ντίριγνκ...,ό.π., σελ. 430, υποσημείωση.
[14] Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος Πρώτος, ό.π., σσ. 741-757.
[15] Φρίντριχ Ένγκελς, Η Καταγωγή της Οικογένειας της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 210.
[16] Β. Ι. Λένιν, «Κράτος και Επανάσταση», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 33, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, χ.χ.έ., σελ. 24.
[17] Ένγκελς, Η Καταγωγή..., ό.π.
[18] Ένγκελς, ό.π.
[19] Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1998, σελ. 50.
[20] Λένιν, « “Δημοκρατία” και Δικτατορία...», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 37, σελ. 389.
[21] Φρίντριχ Ένγκελς, Πρόλογος στο Καρλ Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, Στοχαστής, Αθήνα 1976, σελ. 29.
[22] Λένιν, «Κράτος...», ό.π., σελ 17, από Ένγκελς, Αντι-Ντίρινγκ…, ό.π., σελ. 434.
[23] Λένιν, «Κράτος...», ό.π., σελ., 66.
[24] Ένγκελς, Αντι-Ντίριγνκ, σσ. 433.
[25] Ένγκελς, «Πρόλογος» στο Καρλ Μαρξ, Ο Εμφύλιος..., ό.π., σελ. 27.
[26] Ένγκελς, Η Καταγωγή..., ό.π. 211.
[27] Σύμφωνα με τον επιμελητή «Α.Γ.» της ρωσικής δημοσίευσης μάλλον θα πρέπει να διαβαστεί: «και η ιμπεριαλιστική περικύκλωση» («и в империалистическом окружении» ή «и империалистическое окружение»).
[28] Στα ρωσικά: «поперечил ндраву помпадура, значит и кулак». Ίσως η φράση να προέρχεται από το έργο Σκηνές της εμπορικής ζωής του Ιβάν Φεντόροβιτς Γκορμπούνοφ (Ивана Федоровича Горбунова, Сцен купеческого быта, 1871).
[29] Λένιν, «Κράτος...», ό.π., σελ., 35.
[30] Λένιν, «Κράτος...», ό.π., σελ., 49.
[31] Λένιν, «Κράτος...», ό.π., σελ., 99.
[32] Φρίντριχ Ένγκελς, «Κριτική του σοσιαλδημοκρατικού σχεδίου προγράμματος του 1891», στο Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, Κριτική των προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης, Κοροντζής, Αθήνα 1976, σελ. 81.