Errand Abrahamian
Τα αίτια της συνταγματικής επανάστασης στο Ιράν
«Ο τρόπος παραγωγής στην υλική ζωή καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική διαδικασία της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, αλλά, αντίθετα, το κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδησή τους. Σε ένα ορισμένο στάδιο της ανάπτυξης, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής –ή αυτό που δεν είναι παρά μια νομική έκφραση για το ίδιο πράγμα– με τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης.»
Καρλ Μαρξ
«Οι ιδέες ήταν πολύ σημαντικές για το άτομο που ωθούσαν στη δράση· αλλά ο ιστορικός πρέπει να αποδώσει την ίδια σημασία στις συνθήκες που έδωσαν στις ιδέες αυτές την ευκαιρία τους. Οι επαναστάσεις δεν γίνονται χωρίς ιδέες, αλλά δεν γίνονται και από τη διανόηση. Ο ατμός είναι απαραίτητος για την κίνηση μιας σιδηροδρομικής μηχανής- αλλά ούτε μια ατμομηχανή ούτε μια σταθερή πορεία μπορούν να κατασκευαστούν από τον ατμό.»
Κρίστοφερ Χιλ
«Οι συγγραφείς δεν παρείχαν μόνο τις ιδέες τους στους ανθρώπους που έκαναν τη (γαλλική) επανάσταση, αλλά και την εγκράτεια και τη διάθεσή τους. Ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης εκπαίδευσής τους, ελλείψει άλλων διδασκάλων, σε συνδυασμό με τη βαθιά άγνοια της πρακτικής, όλοι οι Γάλλοι από την ανάγνωση των βιβλίων τους απέκτησαν τελικά τα ένστικτα, τη στροφή του μυαλού, τα γούστα, ακόμη και τις εκκεντρικότητες που είναι φυσικές σε όσους γράφουν. Αυτό συνέβη σε τέτοιο βαθμό ώστε, όταν τελικά έπρεπε να δράσουν, μετέφεραν στην πολιτική όλες τις συνήθειες της γραμματείας.»
Ντε Τοκβίλ
Θεωρίες της Επανάστασης
Ο Μαρξ, ο προφήτης της επανάστασης, μπορεί να μην στοιχειώνει πλέον τους συντηρητικούς πολιτικούς, αλλά ο Μαρξ, ο θεωρητικός της επανάστασης, συνεχίζει να προσελκύει και να προκαλεί τους κοινωνικούς επιστήμονες. Σύμφωνα με τα λόγια ενός φοιτητή της πολιτικής, οι κοινωνικές επιστήμες, ιδίως η πολιτική κοινωνιολογία, μπορούν να περιγραφούν ως ένας «διάλογος ενός αιώνα με τον Καρλ Μαρξ».[1] Και όπως εύστοχα δήλωσε ένας διακεκριμένος ιστορικός των ιδεών, ο Μαρξ μπορεί δικαίως να χαρακτηριστεί ως η μαμή της κοινωνικής σκέψης του εικοστού αιώνα, «διότι κατά τη διαδικασία της απόρριψης όσων είχαν βρει μη έγκυρα στον μαρξισμό και της εξήγησης όσων πτυχών του είχαν αποδειχθεί χρήσιμες, οι καινοτόμοι του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα έκαναν τα πρώτα τους βήματα προς την οικοδόμηση μιας γενικότερης θεωρίας της κοινωνικής πραγματικότητας».[2] Για παράδειγμα, ο Εμίλ Ντιρκέμ ανέπτυξε το παράδειγμα της «μηχανικής και οργανικής αλληλεγγύης» για να αντιμετωπίσει τη θεωρία της ταξικής πάλης.[3] Ο Βίλφρεντ Παρέτο και ο Γκαετάνο Μόσκα τόνισαν τη διχοτόμηση μεταξύ των κυρίαρχων ελίτ και των κυριαρχούμενων μαζών για να αντικαταστήσουν την έννοια των κοινωνικοοικονομικών τάξεων.[4] Ο Ρόμπερτ Μίχελς διατύπωσε τον «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» για να προειδοποιήσει ότι οι λαϊκές οργανώσεις, όπως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, δεν θα έφερναν την εποχή του δημοκρατικού σοσιαλισμού αλλά την απολυταρχία των γραφειοκρατών σοσιαλιστών.[5] Και ο Μαξ Βέμπερ, βέβαια, αφιέρωσε μεγάλο μέρος της καριέρας του στο να δείξει ότι η δυναμική της ταξικής σύγκρουσης πρέπει να μελετάται ταυτόχρονα με τα βαρίδια των συντηρητικών ιδεολογιών, των παραδοσιακών θρησκειών, των εθνοτικών καστών και των γραφειοκρατικών θεσμών.[6]
Η πρόσφατη αναβίωση του ενδιαφέροντος για τις θεωρίες των επαναστάσεων αναζωπύρωσε τον παλιό διάλογο μεταξύ των μαρξιστών που δίνουν έμφαση στο ρόλο των τάξεων και των μη μαρξιστών που τονίζουν τη σημασία των ιδεών, των πολιτισμών, των θρησκειών και των ιδεολογιών.[7] Ο Μαρξ είχε υποστηρίξει ότι οι αλλαγές στην οικονομική βάση της κοινωνίας δημιουργούν νέες δυνάμεις, νέα συμφέροντα και νέες φιλοδοξίες στην ταξική δομή της ίδιας κοινωνίας. Αυτές οι κοινωνικές αλλαγές, με τη σειρά τους, υπονόμευαν την πολιτική, θεσμική και ιδεολογική υπερδομή που ελεγχόταν από την άρχουσα τάξη. Όπως ανέφερε εγκωμιαστικά ο Ένγκελς στην κηδεία του φίλου του, η κύρια συμβολή του Μαρξ ήταν να αποδείξει ότι η υπερδομή κάθε κοινωνίας –ιδιαίτερα οι κυρίαρχες αξίες, νόμοι και οργανώσεις– στηρίζονται στην ταξική δομή και όχι το αντίστροφο, όπως ισχυρίζονταν οι προηγούμενοι φιλόσοφοι, ιδίως ο Χέγκελ.[8] Έτσι, σύμφωνα με τον Μαρξ, οι επαναστάσεις δεν προκαλούνταν από διαταραχές στον τρόπο αντίληψης αλλά από καινοτομίες στα μέσα παραγωγής∙ όχι από ριζοσπαστικές ιδέες αλλά από επαναστατικές τάξεις∙ όχι από «εξωτερικούς ταραχοποιούς», «κενόμυαλους προπαγανδιστές» και » αναρχικούς που δρουν υπόγεια» –«τους μαγικούς αλχημιστές της εξέγερσης»– αλλά από βιώσιμες και ευρείες κοινωνικές τάξεις∙ και όχι από μικρές ομάδες διανοουμένων αλλά από μεγάλες τάξεις που αγωνίζονται για τα δικά τους συμφέροντα ενώ «εμπνέουν» τις μάζες με το όνειρο μιας «νέας κοινωνικής τάξης.»[9]
Αν και ο Μαρξ και ο Ένγκελς θεωρούσαν ότι οι ιδεολογίες αποτελούν μέρος της υπερδομής που εξαρτάται από τις κοινωνικές δομές, δεν αρνούνταν τη δυνατότητα ότι οι ριζοσπάστες ιδεολόγοι θα μπορούσαν, κατά καιρούς, να εξελιχθούν σε ανεξάρτητες δυνάμεις ικανές να συμβάλουν στην υπονόμευση της άρχουσας τάξης. Όπως διαμαρτυρόταν ο Ένγκελς στα γεράματά του, όταν νεαροί μαθητές του προσπαθούσαν να αναγάγουν όλα τα φαινόμενα σε οικονομικές εξηγήσεις, ο «οδηγός της ιστορίας» του Μαρξ σχεδιάστηκε για να αποδείξει ότι ο τρόπος παραγωγής ήταν η «τελική», αλλά όχι απαραίτητα η «μόνη», αποφασιστική δύναμη στην κοινωνική αλλαγή:
«Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, το τελικά καθοριστικό στοιχείο της ιστορίας είναι η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Κάτι περισσότερο από αυτό δεν υποστήριξε ούτε ο Μαρξ ούτε εγώ. Ως εκ τούτου, αν κάποιος το διαστρεβλώσει αυτό λέγοντας ότι το οικονομικό στοιχείο είναι το μόνο καθοριστικό, μετατρέπει την πρόταση αυτή σε μια ανούσια, αφηρημένη, παράλογη φράση. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος –οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης, τα συντάγματα, οι δικαστικές μορφές και τα αντανακλαστικά όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στους εγκεφάλους των συμμετεχόντων, όπως οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές απόψεις και τα συστήματα δογμάτων– όλα αυτά ασκούν την επιρροή τους στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις κυριαρχούν στον καθορισμό της μορφής τους. Υπάρχει μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων στην οποία η οικονομική κίνηση τελικά επιβάλλεται ως αναγκαία.»[10]
Η αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος και ιδεολογικών δυνάμεων έχει γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος μιας σχολής εμπειρικών μαρξιστών ιστορικών στη Βρετανία. Για παράδειγμα, ο Κρίστοφερ Χιλ έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος του έργου του στην πολύπλοκη σχέση μεταξύ του πουριτανισμού και της μεσαίας τάξης των ευγενών στην Αγγλική Επανάσταση.[11] Ο Έντουαρντ Τόμσον έχει αναλύσει λεπτομερώς τη συμβολή της ριζοσπαστικής κουλτούρας στη διαμόρφωση της συνείδησης της εργατικής τάξης στην πρώιμη βιομηχανική Αγγλία.[12] Ο Τζορτζ Ρουντ έχει διερευνήσει το ρόλο των λαϊκών αξιών στην πρώιμη νεότερη Ευρώπη σε δημόσιες αναταραχές όπως οι εξεγέρσεις για το ψωμί, οι αγροτικές αναταραχές και οι πολιτικές διαδηλώσεις.[13] Τέλος, ο Έρικ Χομπσμπάουμ έχει περιγράψει πώς η λαϊκή δυσαρέσκεια εκφράζεται με διαφορετικές μορφές στις αγροτικές, εκβιομηχανιζόμενες και πλήρως βιομηχανικές κοινωνίες.[14] Στο άρθρο του «Η συμβολή του Καρλ Μαρξ στην ιστοριογραφία», ο Χομπσμπάουμ έχει χαρακτηρίσει ως «χυδαίους ντετερμινιστές» τους συναδέλφους του μαρξιστές που δεν αναγνωρίζουν την πολύπλοκη σχέση μεταξύ κοινωνικής δομής και ιδεολογικής υπερδομής.[15]
Ενώ οι μαρξιστές εντοπίζουν την ιδεολογία στην κοινωνική πραγματικότητα και τις ριζοσπαστικές ιδέες στις δυσαρεστημένες τάξεις, οι μη μαρξιστές –τόσο οι συμπεριφοριστές όσο και οι δομολειτουργιστές– χρησιμοποιούν συνήθως το πλαίσιο που ανέπτυξε πρώτος ο ντε Τοκβίλ, ο οποίος συνέδεσε τις πολιτικές επαναστάσεις και τις κοινωνικές αναταραχές με τις πνευματικές καινοτομίες και τις πολιτισμικές διασπάσεις.[16] Για παράδειγμα, ο Τάλκοτ Πάρσονς, ο κορυφαίος δομολειτουργιστής, έχει υποστηρίξει ότι τα κοινωνικά συστήματα είναι συνήθως επαρκώς ολοκληρωμένα με τα συστήματα αξιών τους, αλλά περιστασιακά χάνουν την εσωτερική τους ισορροπία εξαιτίας «αποκλίνουσας», «διαταραγμένης», «δυσλειτουργικής» και «αλλοτριωμένης» αντικουλτούρας.[17] Παρομοίως, ο Τεντ Γκαρ, ο κύριος συμπεριφοριστής που εξέτασε τα αίτια της εξέγερσης, διατύπωσε το επιχείρημα ότι ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των προσδοκιών των ατόμων και αυτών που λαμβάνουν παράγει «σχετική στέρηση»∙ η «σχετική στέρηση» δημιουργεί «επιθετική απογοήτευση»∙ η «επιθετική απογοήτευση», με τη σειρά της, αναπτύσσει μια «επαναστατική νοοτροπία.»[18]
Σκοπός του παρόντος δοκιμίου είναι να εφαρμόσει τις μαρξιστικές και τις μη μαρξιστικές θεωρίες της επανάστασης στη συνταγματική επανάσταση του 1905-1907 στο Ιράν. Παρόλο που πολλοί ιστορικοί –τόσο εντός όσο και εκτός Ιράν– έχουν εξετάσει τα αίτια των αναταραχών του 1905-1907, λίγοι έχουν δοκιμάσει συστηματικά αυτά τα θεωρητικά μοντέλα. Αντιθέτως, σχεδόν όλοι έχουν χρησιμοποιήσει με μη συστηματικό τρόπο –και συχνά εν αγνοία τους– μια προσέγγιση που μοιάζει με εκείνη που ανέπτυξε πρώτος ο ντε Τοκβίλ. Οι κλασικοί Ιρανοί ιστορικοί του συνταγματικού κινήματος –οι Αχμάντ Κασραβί, Μεχντί Μαλεκζαντέχ, Γιαχιάι Νταουλαταμπαντί και Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί– έχουν όλοι υποστηρίξει ότι οι σύγχρονες ιδέες της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης, που διαδόθηκαν από εκδυτικισμένους διανοούμενους, «αφύπνισαν» το «κοιμισμένο κοινό» στα τέλη του 19ου αιώνα και, έτσι, οδήγησαν στην «εθνική αναγέννηση» των αρχών του 20ού αιώνα.[19] Οι κυριότεροι σύγχρονοι ιστορικοί στο Ιράν –όπως οι Φερεϊντούν Ανταμιγιάτ, ‘Άλι Σαμίμ, Ιμπραήμ Σαφα’ί και Χαφέζ Φαρμάν Φαρμαγιάν– έχουν επίσης τονίσει ότι τα ιδεολογικά θεμέλια του παραδοσιακού δεσποτισμού υπονομεύτηκαν από την εισαγωγή των σύγχρονων εννοιών του πατριωτισμού, της κοσμικότητας και του φιλελευθερισμού.[20] Αυτή η ουίγικη ερμηνεία χαρακτηρίζεται από μια πρόσφατη λαϊκή ιστορία του συνταγματικού κινήματος. Ξεκινώντας με την παραδοχή «το παρελθόν αποδεικνύει ότι καμία δύναμη δεν μπορεί να εμποδίσει τον θρίαμβο της ελευθερίας», ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η άφιξη των δυτικών εννοιών δημιούργησε μια πνευματική επανάσταση, η οποία, με τη σειρά της, παρήγαγε μια κοινωνικοπολιτική επανάσταση.[21]
Οι δυτικές αυθεντίες για το Ιράν χρησιμοποιούν πάντα την ίδια προσέγγιση.[22] Για παράδειγμα, ο Έντουαρντ Μπράουν ξεκίνησε την κλασική του μελέτη για την Περσική Επανάσταση του 1905-1909 με μια περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη επηρέασε τον Τζαμάλ αντ-Ντιν «αλ-Αφγανί», τον Μιρζά Μαλκούμ Χαν και άλλους εξέχοντες μεταρρυθμιστές του Ιράν στα τέλη του 19ου αιώνα.[23] Ο Σερ Πέρσι Σάικς, στο έργο του Ιστορία της Περσίας, εντόπισε τις ρίζες της πολιτικής «αφύπνισης» της χώρας στην ίδρυση τυπογραφείων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τηλεγραφικών γραμμών, ξένων τραπεζών και βρετανικών προξενείων.[24] Ο Ντόναλντ Ουίλμπερ, στο στο βιβλίο του Ιράν: Παρελθόν και παρόν, υποστήριξε ότι η «πολιτική αναταραχή» είχε «ρίζες» στην επαφή των νεότερων μορφωμένων διανοουμένων με τη «φιλελεύθερη σκέψη της Δύσης».[25] Ο Πίτερ Έιβερι, στο μεγάλο έργο του Σύγχρονο Ιράν, ενώ περιγράφει τη γενική παρακμή της χώρας στις αρχές του αιώνα, έχει τονίσει το ρόλο των νέων ιδεών στην πραγματική επανάσταση.[26] Τέλος, ο Λέοναρντ Μπίντερ, συγγραφέας μιας σπάνιας μελέτης που εφαρμόζει κοινωνιολογικά μοντέλα –ιδίως το δομολειτουργικό μοντέλο– στην ιστορική εξέλιξη του σύγχρονου Ιράν, έχει υποστηρίξει ότι η εισαγωγή των δυτικών εννοιών της νομιμότητας, ιδίως των αρχών του εθνικισμού, της κοσμικότητας και του συνταγματισμού, δημιούργησε την εποχή της επανάστασης στο σύγχρονο Ιράν.[27] Ο Μαρξ είχε σκοπό να θέσει τον Χέγκελ «στα πόδια του» δείχνοντας ότι η ανθρώπινη συνείδηση εδράζεται στην κοινωνική ύπαρξη. Ο Μπίντερ, ωστόσο, προσπάθησε να γυρίσει τον Μαρξ «από τη σωστή πλευρά» υποστηρίζοντας ότι οι ιδεολογικές επαναστάσεις –και όχι οι τάξεις, οι ομάδες συμφερόντων και άλλες κοινωνικές ομάδες– ωθούν τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές επαναστάσεις.
Η μελέτη αυτή υποβάλλει σε έλεγχο τις μαρξιστικές και τις μη μαρξιστικές θεωρίες της επανάστασης, αξιολογώντας τη σχετική σημασία της ιδεολογικής καινοτομίας και των κοινωνιολογικών δυνάμεων στην ιρανική επανάσταση. Συγκρίνει το ρόλο των ριζοσπαστικών ιδεών με εκείνον των δυσαρεστημένων τάξεων· τον ρόλο των σύγχρονων εννοιών, πεποιθήσεων και συστημάτων αξιών με εκείνον των σύγχρονων κοινωνικοοικονομικών ομάδων· τον ρόλο των διανοουμένων –των φορέων των νέων ιδεών– με εκείνον των μεγάλων κοινωνικών συμφερόντων· και τον ρόλο των καινοτομιών στον τρόπο πνευματικής αντίληψης με εκείνον των διαταραχών στον τρόπο οικονομικής παραγωγής και διανομής.
Ο όρος «επανάσταση» απαιτεί μια εισαγωγική επεξήγηση, δεδομένου ότι έχει γίνει μια λέξη-σφουγγάρι που απορροφά τόσο διαφορετικά φαινόμενα όπως αγροτικές εξεγέρσεις, ανταρσίες του στρατού, μεταρρυθμίσεις που υπαγορεύονται από την κυβέρνηση, επιστημονικές καινοτομίες, βιομηχανικούς μετασχηματισμούς, αλλαγές στο στυλ των μαλλιών και, φυσικά, ετήσιες αλλαγές στα σχέδια των αυτοκινήτων. Επιπλέον, η Αν Λάμπτον έχει υποστηρίξει ότι η συνταγματική επανάσταση στο Ιράν δεν μπορεί να περιγραφεί ως πραγματική επανάσταση επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτήν ήθελαν να μεταρρυθμίσουν την παραδοσιακή κοινωνία και όχι να εγκαθιδρύσουν ένα σύγχρονο σύστημα διακυβέρνησης[28]. Χρησιμοποιώ τον όρο «επανάσταση» για να δηλώσω μια απότομη, ξαφνική και συχνά βίαιη αλλαγή στην κοινωνική θέση της πολιτικής εξουσίας, η οποία εκφράζεται με τη ριζική μεταμόρφωση του καθεστώτος, της επίσημης βάσης νομιμότητας και της κρατικής αντίληψης για την κοινωνική τάξη[29]. Τα επίθετα «απότομη», «ξαφνική» και «βίαιη» χρησιμοποιούνται για να διαφοροποιήσουν τις επαναστάσεις τόσο από τους σταδιακούς μετασχηματισμούς που επιτυγχάνονται από δυνάμεις εκτός της κυβέρνησης όσο και από τις ειρηνικές μεταρρυθμίσεις που ξεκινούν από καινοτόμους μέσα στην κυβέρνηση. Αλλαγή στην κοινωνική θέση της πολιτικής εξουσίας σημαίνει ότι οι κυβερνητικές θέσεις στο κρατικό κέντρο αλλάζουν χέρια είτε από μια τάξη σε μια άλλη τάξη είτε από μια ομάδα σε μια σημαντικά διαφορετική κοινωνική ομάδα. Καθεστώς σημαίνει το κρατικό σύστημα διακυβέρνησης – δεσποτική μοναρχία, περιορισμένη μοναρχία, κοινοβουλευτική δημοκρατία, κοινοβουλευτική ολιγαρχία. Επίσημη θεμελίωση της νομιμότητας σημαίνει τη μέθοδο του καθεστώτος για τη διεκδίκηση της κυριαρχίας, την εγκαθίδρυση της νομιμότητας και τη μετατροπή της επαναστατικής εξουσίας σε αποδεκτή εξουσία. Κρατική αντίληψη της κοινωνικής τάξης σημαίνει την αντίληψη του καθεστώτος για το τι είναι μια υγιής κοινωνία, ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της κυβέρνησης σε μια τέτοια κοινωνία και ποια ήταν τα αίτια της παρακμής υπό το προηγούμενο καθεστώς.
Χρησιμοποιώντας αυτόν τον όρο, η συνταγματική επανάσταση του Ιράν ήταν όντως μια πραγματική επανάσταση. Ήταν απότομη, ξαφνική και βίαιη – ειδικά στις επαρχίες κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων ετών εμφυλίου πολέμου. Ο αιματηρός εμφύλιος πόλεμος δεν εξετάζεται στο παρόν έγγραφο λόγω έλλειψης χώρου. Το πιο σημαντικό είναι ότι η συνταγματική επανάσταση προκάλεσε μια άμεση μετατόπιση της κοινωνικής θέσης της εξουσίας από τη βασιλική αυλή που κυβερνούσαν οι Χαζάροι Σάχηδες σε ένα εθνικό κοινοβούλιο στο οποίο αρχικά κυριαρχούσαν οι αστικές μεσαίες τάξεις. Επιπλέον, οι Χαζάροι δεν κατόρθωσαν ποτέ να αποκαταστήσουν τον δεσποτισμό τους, παρόλο που το επαναστατικό κίνημα τα επόμενα χρόνια, ιδίως τη δεκαετία του 1910, αποδυναμώθηκε λόγω των εσωτερικών αντιφάσεων, των ξένων επεμβάσεων και των φυλετικών εξεγέρσεων. Επιπλέον, αυτό που προέκυψε τη δεκαετία του 1920 δεν ήταν η αποκατάσταση της παλιάς δεσποτείας, αλλά η εγκαθίδρυση μιας νέας απολυταρχίας οπλισμένης με σύγχρονους καταναγκαστικούς θεσμούς όπως ο μόνιμος στρατός και η κρατική γραφειοκρατία. Ο Σάχης Ρεζά Παχλεβί διέφερε από τους Χαζάρους όσο διέφερε ο Ναπολέων από τους Βουρβόνους και ο Κρόμγουελ από τους πρώτους Στιούαρτ. Η συνταγματική επανάσταση προκάλεσε επίσης ριζικούς μετασχηματισμούς στο σύστημα διακυβέρνησης – από μια δεσποτική μοναρχία σε κοινοβουλευτική μοναρχία∙ στα επίσημα θεμέλια της νομιμότητας – από τις αξιώσεις των σκιών του Θεού επί της γης και τα θεϊκά δικαιώματα των βασιλιάδων στην κυριαρχία του λαού (μιλλάτ) καθώς και στα αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου και της ατομικής ιδιοκτησίας, και στην επίσημη αντίληψη της κοινωνικής τάξης – από ένα ιεραρχικό και πατρογονικό σύστημα σε ένα θεωρητικά δημοκρατικό και εξισωτικό σύστημα όπου όλοι οι μουσουλμάνοι, ανεξαρτήτως γέννησης, απολάμβαναν θεωρητικά ανοικτή πρόσβαση σε θέσεις εξουσίας. Τέλος, η συνταγματική επανάσταση ήταν μια πραγματική επανάσταση στο βαθμό που εισήγαγε ένα νέο καθεστώς αντί να ανοικοδομήσει το παλιό καθεστώς. Βέβαια, πολλοί από τους συμμετέχοντες αρνήθηκαν ότι σκόπευαν να εισαγάγουν ένα νέο καθεστώς και πίστευαν ειλικρινά ότι αναζωογονούσαν και αναμόρφωναν το παλιό καθεστώς. Όμως, με τον ίδιο τρόπο που η Γαλλική Συνέλευση αυτοσυστήθηκε ως Ρωμαϊκή Δημοκρατία και οι Άγγλοι Πουριτανοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως ελεύθερους Αγγλοσάξονες που ανέτρεψαν τον Νορμανδικό ζυγό, έτσι και οι Ιρανοί επαναστάτες πίστευαν ότι επέστρεφαν στις αρχαίες παραδόσεις ενώ, στην πραγματικότητα, εισήγαγαν κάτι νέο και άγνωστο στην κοινωνία τους – ένα πανεθνικό πολιτικό κίνημα που απαιτούσε μια εκλεγμένη Εθνοσυνέλευση για να περιορίσει την εξουσία των παραδοσιακών Σαχ-αν-Σαχ. Συχνά αναφέρονταν στις διδασκαλίες των ιμάμηδων ’Άλι, Χουσσεΐν και Χασσάν∙ αλλά κανένας από αυτούς τους Σιίτες ιμάμηδες δεν είχε μιλήσει ποτέ για εκλεγμένες Εθνικές Συνελεύσεις. Σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ:
«Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν εφιάλτης στο μυαλό των ζωντανών. Και ακριβώς όταν οι άνθρωποι φαίνονται να ασχολούνται με την επανάσταση των ίδιων και των πραγμάτων, με τη δημιουργία κάτι που δεν έχει υπάρξει ποτέ, ακριβώς σε τέτοιες περιόδους επαναστατικής κρίσης επικαλούνται με αγωνία τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους και δανείζονται από αυτά ονόματα, κραυγές μάχης και ενδυμασίες για να παρουσιάσουν τη νέα σκηνή με αυτή την πατροπαράδοτη μεταμφίεση και αυτή τη δανεισμένη γλώσσα.»[30]
Το Ιράν στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα
Οι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «τάξη» με δύο τουλάχιστον διαφορετικούς τρόπους: πρώτον, ως κοινωνιολογική κατηγορία για την κατάταξη ατόμων με παρόμοιες πηγές εισοδήματος, παρόμοιο βαθμό επιρροής και παρόμοιο τρόπο ζωής∙ δεύτερον, ως κοινωνικοψυχολογικό όρο για την ταξινόμηση ατόμων που μοιράζονται όχι μόνο παράλληλες θέσεις στην κοινωνική ιεραρχία, αλλά και παρόμοιες οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές συμπεριφορές. Ο Μαρξ περιέγραψε την πρώτη ως μια τάξη «καθ’ εαυτήν» αλλά όχι ακόμη «για τον εαυτό της«· τη δεύτερη ως μια τάξη «για τον εαυτό της» καθώς και «καθ’ εαυτήν»[31]. Ομοίως, οι σύγχρονοι κοινωνιολόγοι έχουν αντιπαραβάλει τις κοινωνικοοικονομικές, λανθάνουσες και αντικειμενικές τάξεις με τις κοινωνικοπολιτικές, φανερές και υποκειμενικές τάξεις[32]. Οι τάξεις με την πρώτη έννοια της λέξης προφανώς υπάρχουν, σε διάφορους βαθμούς, σε όλες τις κοινωνίες· αλλά οι τάξεις με τη δεύτερη έννοια της λέξης δεν υπάρχουν απαραίτητα σε όλες τις κοινωνίες.
Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα στο Ιράν υπήρχαν τάξεις με την πρώτη, αλλά όχι με τη δεύτερη έννοια του όρου[33]. Ο πληθυσμός, ο οποίος δεν ξεπερνούσε τα πέντε εκατομμύρια τη δεκαετία του 1850, μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε τέσσερις μεγάλες τάξεις (ταμπακάτ). Η πρώτη, η ανώτερη τάξη των γαιοκτημόνων, αποτελούνταν από μια κεντρική ελίτ και πολλές τοπικές ελίτ. Η κεντρική ελίτ περιελάμβανε τη δυναστεία των Χαζάρων, τους βασιλικούς πρίγκιπες (σαχσζαντεγκάν), τους επιφανείς αυλικούς (νταρμπαρί), τους μεγάλους φεουδάρχες (τουγιουλντάρ), τους κληρονομικούς λογιστές (μουστουαουφί), τους βασιλικούς υπουργούς (βαζίρ), τους πριγκιπικούς κυβερνήτες (φαρμάνφαρμα), και τους τιτλούχους κρατικούς αξιωματούχους – τους αλ-Σαλτανέχ (στυλοβάτες του μονάρχη), αλ-Μουλκ (νικητές του βασιλείου), αλ-Νταουλέχ (βοηθοί του κράτους) και αλ-Μαμαλέχ (δυνάμεις της αυτοκρατορίας). Οι τοπικές ελίτ περιλάμβαναν τους περιφερειακούς αξιωματούχους (α’γιάν), τους επαρχιακούς ευγενείς (άσραφ), τους αρχηγούς των φυλών (χαν) και τους κληρονομικούς, τιτλούχους και πάντοτε ιδιόκτητους διαχειριστές (μιρζά). Στενά συνδεδεμένοι με την ανώτερη τάξη των γαιοκτημόνων ήταν οι λίγοι διορισμένοι από το κράτος θρησκευτικοί αξιωματούχοι: οι καζί που προήδρευαν των κρατικών δικαστηρίων, οι ιμάμ τζουμ’έχς που ήταν υπεύθυνοι για τα τζαμιά της Παρασκευής στις μεγάλες πόλεις και οι σαΐχ αλ-ισλάμ που ρύθμιζαν τα κύρια θρησκευτικά δικαστήρια. Οι κεντρικές και επαρχιακές ελίτ έγιναν αργότερα γνωστές ως αριστοκρατία (αριστουκρασί), μεγιστάνες (μποζοργκάν), κύκλοι εξουσίας (χαγιάτ-ι χακεμέχ) και «φεουδαρχική» τάξη των γαιοκτημόνων (ταμπακέχ-ι μαλούκ-ι αλ-ταβα’ίφ).
Η δεύτερη μεγάλη τάξη, η μεσαία τάξη των ιδιοκτητών, περιελάμβανε τους αστούς εμπόρους (τουτζτζιάρ), τους μικροϊδιοκτήτες γης (μαλέκ), καθώς και τους καταστηματάρχες των παζαριών και τους ιδιοκτήτες εργαστηρίων (πισεβαράν). Δεδομένου ότι οι επιχειρηματίες, οι έμποροι και οι τεχνίτες χρηματοδοτούσαν τα τζαμιά των παζαριών, τα σχολεία (μάκταμπ), τα εκπαιδευτήρια (μαντρεσέχ), τα θέατρα (τακίγια) και άλλα θρησκευτικά ιδρύματα (βακφ), η ιδιοκτήτρια μεσαία τάξη ήταν στενά συνδεδεμένη με τον κλήρο («ουλαμά») – με τους διάφορους ιεροκήρυκες (βά’εζ), τους δασκάλους του Κορανίου (αχούντ), τους σπουδαστές των ιερατικών σχολών (τουλλάμπ), τους χαμηλόβαθμους κληρικούς (μουλλά), ακόμη και τους υψηλόβαθμους θεολόγους (μουτζνταχέντ). Επιπλέον, ορισμένα μέλη του πληθυσμού του παζαριού ισχυρίζονταν ότι ήταν απόγονοι του προφήτη (σαγίντ).
Η τρίτη τάξη αποτελούνταν από μισθωτούς της πόλης, όπως μισθωτοί τεχνίτες, μαθητευόμενοι, τεχνίτες, οικιακοί βοηθοί, αχθοφόροι, εργάτες και οικοδόμοι. Τέλος, η τέταρτη μεγάλη τάξη αποτελούνταν από τη συντριπτική πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού (ρι’γιάτ) – τις φυλετικές μάζες (ιλιγιατί) καθώς και τους ακτήμονες και σχεδόν ακτήμονες αγρότες (ντεχκανάν).
Αυτές οι τέσσερις, ωστόσο, ήταν μόνο λανθάνουσες, αντικειμενικές και κοινωνιολογικές τάξεις. Απέτυχαν να εξελιχθούν σε φανερές, υποκειμενικές και κοινωνικοψυχολογικές τάξεις εξαιτίας της επικράτησης των τοπικών κοινοτικών δεσμών που βασίζονταν σε φυλετικές καταγωγές, θρησκευτικές αιρέσεις, γλωσσικά αισθήματα και πατερναλιστικές σχέσεις. Διαπερνώντας τις κοινωνικοοικονομικές γραμμές, οι κοινοτικοί δεσμοί κατακερμάτιζαν τα οριζόντια στρώματα, ενίσχυαν τους κάθετους δεσμούς και, ως εκ τούτου, εμπόδιζαν την ανάπτυξη αυτοσυνείδητων κοινωνικοπολιτικών τάξεων. Παραφράζοντας τον Μαρξ, εφόσον πολυάριθμα άτομα μοιράζονταν παρόμοιο τρόπο ζωής, παρόμοιες θέσεις στον τρόπο παραγωγής και παρόμοιες σχέσεις με τα μέσα διοίκησης, αποτελούσαν κοινωνικοοικονομικές τάξεις. Στο βαθμό όμως που τα άτομα αυτά δεσμεύονταν από τοπικούς δεσμούς, δεν κατάφερναν να ξεπεράσουν τα περιφερειακά εμπόδια και δεν διατύπωναν κρατικά συμφέροντα, δεν αποτελούσαν ανεξάρτητες κοινωνικοπολιτικές τάξεις.
Οι κοινοτικές διαιρέσεις βρήκαν την προέλευσή τους κυρίως στη γεωγραφία του Ιράν. Η αξιοσημείωτη έλλειψη βροχοπτώσεων, η γενική έλλειψη πλωτών ποταμών και λιμνών, ένα τεράστιο κεντρικό οροπέδιο και τέσσερις τρομερές οροσειρές συνδυάζονταν για να κάνουν τα ταξίδια επίπονα και τις επικοινωνίες δύσκολες. Έτσι, η γεωγραφία έτεινε να κατακερματίσει τον πληθυσμό σε μικρές τοπικές κοινότητες – σε απομονωμένα χωριά, μικρές πόλεις και νομαδικές φυλές. Οι αγρότες, που αποτελούσαν συνολικά πάνω από το 60% της χώρας, ζούσαν σε περίπου 10.000 μικρά χωριά. Ο αστικός πληθυσμός, που αποτελούσε λιγότερο από το 25 τοις εκατό της χώρας, κατοικούσε σε περίπου δέκα πόλεις και εβδομήντα κωμοπόλεις. Και οι νομάδες, που ανέρχονταν στο 15 τοις εκατό του συνόλου της χώρας, ήταν ομαδοποιημένοι σε δεκαέξι μεγάλες ομοσπονδίες, κάθε ομοσπονδία κατανεμημένη σε πολυάριθμες φυλές, υποφυλές και μεταναστευτικούς καταυλισμούς.
Οι κοινοτικές διαιρέσεις αντανακλούσαν και ενισχύονταν από τη σχετική οικονομική απομόνωση. Μέχρι την ανάπτυξη του εμπορίου στο δεύτερο μισό του αιώνα, πολλές περιοχές ήταν κυρίως αυτάρκεις, παράγοντας και καταναλώνοντας μεγάλο μέρος των γεωργικών και βιοτεχνικών τους αναγκών[34]. Το μέτριο εμπόριο που υπήρχε περιοριζόταν κυρίως σε είδη πολυτελείας είτε καθ’ οδόν προς τις ξένες αγορές είτε προς ένα από τα λίγα μεγάλα αστικά κέντρα. Επιπλέον, αυτό το μέτριο εμπόριο περιοριζόταν πάντοτε από αργούς και επισφαλείς δρόμους – από δύσβατα εδάφη, μεγάλες αποστάσεις, φυσικές καταστροφές, κυβερνητική αμέλεια και κοινωνικές διαταραχές όπως η αγροτική ληστεία και οι εξεγέρσεις φυλών. Για παράδειγμα, η εθνική οδός μεταξύ του νότιου λιμανιού του Χορραμσάχρ και της Τεχεράνης ήταν τόσο αργή που ήταν πιο γρήγορο να ταξιδέψει κανείς από τον Περσικό Κόλπο στη Μαύρη Θάλασσα με πλοίο, απ’ τη Μαύρη Θάλασσα στην Κασπία Θάλασσα από τη στεριά, από το Μπακού στο Ενζελί (Παχλεβί), αλλά πάλι με πλοίο, και τέλος από το Ενζελί στην Τεχεράνη πάλι από τη στεριά. Αυτή η γενική έλλειψη επικοινωνιών δημιουργούσε περιοδικές κρίσεις, κατά τις οποίες μια περιοχή μπορούσε να υποφέρει από τρομερή πείνα, ενώ μια άλλη απολάμβανε άφθονη συγκομιδή.
Τα γεωγραφικά εμπόδια επιδεινώνονταν συχνά από τις γλωσσικές διαφορές. Στο κεντρικό οροπέδιο ζούσαν Πέρσες, Μπαχτιγιαρί, Κασκαγί, Άραβες και Λούροι. Μικρές ομάδες Μπαλούχων, Αφσάρ και Αράβων ήταν διασκορπισμένοι στις νοτιότερες ερήμους. Κούρδοι, Λούροι, Άραβες, Αφσάρ και Μαμεσενί κατοικούσαν στα δυτικά βουνά. Αζέροι, Σαχσαβάν, Κούρδοι, μαζί με διάσπαρτους οικισμούς Αρμενίων και Ασσυρίων, ζούσαν στις βορειοανατολικές περιοχές. Οι Γκιλάκι, οι Ταλεσί και οι Μαζανταρανί κατοικούσαν στις επαρχίες της Κασπίας. Τέλος, στις βορειοανατολικές περιοχές κατοικούσαν Πέρσες, Τουρκομάνοι, Κούρδοι, Σαχσαβάν, Αφσάρ, Τιμούρ, Μπαλούχοι, Τατζίκοι και Τζαμσίδες. Το Ιράν, λοιπόν, ήταν μια χώρα γλωσσικής ποικιλομορφίας.
Τα κοινωνικά εμπόδια περιπλέκονταν από τις θρησκευτικές διαιρέσεις, οι οποίες σε ορισμένες περιοχές ενίσχυαν τις υπάρχουσες κοινοτικές διαφορές, ενώ σε άλλες προκαλούσαν νέες. Ο πληθυσμός της χώρας ήταν προφανώς διαιρεμένος σε μια σιιτική πλειονότητα, μια σουνιτική μειονότητα που αποτελούνταν από Κούρδους, Τουρκομάνους, Άραβες και Μπαλούχους, και έναν μη μουσουλμανικό πληθυσμό Αρμενίων, Ασσυρίων, Εβραίων και Ζωροαστριστών. Η σιιτική πλειονότητα, ωστόσο, ήταν η ίδια διαιρεμένη σε διάφορες αιρέσεις, τάγματα και θρησκευτικές σχολές. Ορισμένες περιοχές ήταν πολωμένες μεταξύ των φραξιών Νι’ματί και Χαϊνταρί∙ άλλες μεταξύ των ορθόδοξων δωδεκαθεϊστών Μουτζαχεντί και των ανορθόδοξων Ισμαϊλί, Καριμχανί και Σαϊχί. Αυτές οι θρησκευτικές κοινότητες διαχωρίστηκαν πάντοτε σε δικές τους περιφέρειες πόλεων (μαχαλλάτ). Για παράδειγμα, το Σιράζ αποτελούνταν από πέντε ανατολικά τμήματα Χαιντάρι, πέντε δυτικά τμήματα Νι’ματί και ένα προαστιακό εβραϊκό τμήμα[35]. Η Ταμπρίζ –η μεγαλύτερη πόλη το 1850 με πληθυσμό 100.000 κατοίκων– περιλάμβανε δεκατρείς ξεχωριστές μαχαλλάτ: μια αρμενική συνοικία, τρεις κεντρικές συνοικίες Χιαμπάν, Νουμπάρ και Αμίρ Χιζί, όπου κατοικούσαν Σαϊχί έμποροι, καταστηματάρχες και βιοτέχνες, και δύο βόρειες φτωχογειτονιές, το Νταβατσί και το Σαρχάμπ, γεμάτες με εργάτες Μουτασαρ’ί, αχθοφόρους, γυρολόγους, βαφείς και υφαντές χαλιών[36].
Αυτοί οι κοινοτικοί φραγμοί ενισχύονταν περαιτέρω από τις κοινωνικές οργανώσεις. Κάθε φυλή, κάθε χωριό, κάθε δημοτικό διαμέρισμα είχε τη δική του ξεχωριστή και ιεραρχική δομή. Στην κορυφή βρίσκονταν οι μεγαλογαιοκτήμονες – οι αρχηγοί των φυλών και οι μεγάλοι φεουδάρχες, καθώς και οι αξιωματούχοι των πόλεων. Στη βάση βρίσκονταν οι απλοί άνθρωποι – οι αγρότες, οι νομάδες και οι κάτοικοι των πόλεων. Στο ενδιάμεσο υπήρχαν στρώματα μεσαζόντων, οι σημαντικότεροι από τους οποίους, σε όλη τη χώρα, ήταν οι αρχηγοί των χωριών, των φυλών, των περιφερειών και των συντεχνιών, οι καντχουντά (επικεφαλής). Αυτοί οι καντχουντά, που προέρχονταν πάντοτε από οικογένειες μεσαίου εισοδήματος, συχνά εκλέγονταν στις θέσεις τους από τις τοπικές κοινότητες. Ως επικεφαλής, εκτελούσαν δύο σημαντικές λειτουργίες: διαμεσολαβούσαν στις διαφορές μεταξύ των μελών της κοινότητάς τους και εκπροσωπούσαν την κοινότητά τους στις σχέσεις της με τον έξω κόσμο – είτε με το κράτος, ιδίως στην είσπραξη των φόρων, είτε με τις γειτονικές κοινότητες, ιδίως στις περιοδικές διαμάχες για τα γειτονικά εδάφη, τα δικαιώματα στο νερό και τις φορολογικές επιβαρύνσεις. Λόγω αυτών των συχνών διαφορών, οι καντχουντά και οι ισχυροί γαιοκτήμονες ενεργούσαν ως προστάτες, υπερασπιζόμενοι τη δική τους κοινότητα έναντι άλλων κοινοτήτων. Η ουσία αυτού του πατριαρχικού συστήματος συνοψίζεται σε μια παλιά περσική παροιμία: «Ένας άνθρωπος χωρίς προστάτη είναι σαν σκύλος που ουρλιάζει στην ερημιά».
Αυτές οι κοινοτικές διαιρέσεις, κατακερματίζοντας τον πληθυσμό σε μικρές αυτοτελείς μονάδες, όχι μόνο εμπόδισαν την ανάπτυξη κοινωνικών τάξεων, αλλά επέτρεψαν επίσης στους Χαζάρους σάχηδες να κυριαρχήσουν στη χώρα με τον τρόπο των τυπικών «ανατολικών δεσποτών». Σύμφωνα με τα λόγια ενός παρατηρητικού Ευρωπαίου επισκέπτη, οι μονάρχες «εξασφάλιζαν τη δική τους ασφάλεια» «υποδαυλίζοντας» συνεχώς και «εξισορροπώντας με ωραίο τρόπο τις υπάρχουσες αμοιβαίες ζήλιες»[37]. Όπως εύστοχα δήλωσε η Ανν Λάμπτον, οι βασιλείς που κυβερνούσαν χειραγωγούσαν συστηματικά τη «καταστατική αδυναμία» των γαιοκτημόνων να συνενωθούν και υιοθέτησαν τη «διαιώνιση των φυλετικών φέουδων» ως «εργαλεία της κρατικής πολιτικής»[38]. Επιπλέον, εκμεταλλεύτηκαν συνειδητά τις θρησκευτικές συγκρούσεις στις πόλεις για να αποδυναμώσουν τις πιθανές προκλήσεις από τους αστικούς πληθυσμούς. Όπως παρατήρησε ένας Βρετανός περιηγητής, οι ιρανικές πόλεις, σε αντίθεση με τις μεσαιωνικές ευρωπαϊκές πόλεις, ήταν τόσο έντονα διασπασμένες σε αντίπαλες συνοικίες, ώστε ήταν ανίκανες να αντισταθούν στην κεντρική κυβέρνηση.[39] Για να παραφράσουμε τον Μαρξ, οι Χαζάροι «δεσπότες» χειραγωγούσαν τις μικρές κοινότητες –«το μικρό πρότυπο των κοινωνικών οργανισμών»– και, έτσι, «στάθηκαν πάνω» τους, «υψώθηκαν» απ’ αυτές και «συμβόλιζαν» την ενότητα όλων των μικρότερων κοινοτήτων:
«Ο δεσπότης εμφανίζεται εδώ ως πατέρας όλων των πολυάριθμων μικρότερων κοινοτήτων, καθιστώντας έτσι αντιληπτή την κοινή ενότητα όλων. Επομένως, προκύπτει ότι το πλεονάζον προϊόν ανήκει σε αυτή την υψηλότερη ενότητα. Ο ανατολικός δεσποτισμός φαίνεται επομένως να οδηγεί σε μια νόμιμη απουσία ιδιοκτησίας. Στην πραγματικότητα, όμως, το θεμέλιό του είναι η φυλετική ή κοινή ιδιοκτησία, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις δημιουργείται μέσω ενός συνδυασμού της βιοτεχνίας και της γεωργίας μέσα στη μικρή κοινότητα, η οποία γίνεται έτσι εντελώς αυτοσυντηρούμενη και περιέχει μέσα της όλες τις συνθήκες παραγωγής και το πλεόνασμα της παραγωγής.»[40]

Ο αντίκτυπος της Δύσης
Ο αντίκτυπος της Δύσης υπονόμευσε την εύθραυστη σχέση μεταξύ του κράτους των Χαζάρων και της ιρανικής κοινωνίας. Μια σειρά από στρατιωτικές ήττες που υπέστησαν σε δύο ρωσοϊρανικούς πολέμους και τρεις αγγλοϊρανικούς πολέμους κατέληξαν στις συνθήκες του Τουρκμαντσάι (1827) και του Παρισιού (1857). Οι συνθήκες αυτές απαιτούσαν, εκτός από εδαφικές παραχωρήσεις, σκληρούς όρους εμπορικής συνθηκολόγησης που μείωναν τους εισαγωγικούς δασμούς, επέτρεπαν στη Βρετανία και τη Ρωσία να ανοίξουν εμπορικά πρακτορεία οπουδήποτε στο Ιράν και απάλλασσαν τους εμπόρους τους από τους τοπικούς νόμους, τους δασμούς και τα διόδια. Οι συνθηκολογήσεις αυτές, καθώς συνέπεσαν με τη Βιομηχανική Επανάσταση στην Ευρώπη, άνοιξαν το δρόμο για τη δραματική εισροή προϊόντων μαζικής παραγωγής στο Ιράν. Κατά τη διάρκεια του αιώνα, ο όγκος του εξωτερικού εμπορίου αυξήθηκε σε πραγματικούς όρους έως και δέκα φορές[41]. Αυτή η αύξηση του εξωτερικού εμπορίου, με τη σειρά της, προκάλεσε, αφενός, την αποδιάρθρωση πολλών χειροτεχνικών βιομηχανιών, όπως η κλωστοϋφαντουργία, και, αφετέρου, την κατασκευή σύγχρονων επικοινωνιών, την εμπορευματοποίηση της γεωργίας, ιδίως στις επαρχίες της Κασπίας, και την επέκταση των βιομηχανιών με εξαγωγικό προσανατολισμό, ιδίως των χειροποίητων χαλιών. Εν ολίγοις, η ενσωμάτωση του Ιράν στο ευρωπαϊκό παγκόσμιο σύστημα μετέτρεψε την προκαπιταλιστική οικονομία, με την παραγωγή αξιών χρήσης, σε οικονομία της αγοράς, με την παραγωγή αξιών προς πώληση[42]. Όπως δήλωσε ο Μαρξ, η φθηνή τιμή των βιομηχανικών εμπορευμάτων ήταν το «βαρύ πυροβολικό» με το οποίο οι δυτικοί καπιταλιστές «γκρέμισαν» όλα τα «σινικά τείχη» στον μη δυτικό κόσμο[43].
Ο αντίκτυπος, εξάλλου, οδήγησε σε απότομη αύξηση των τιμών των βασικών εμπορευμάτων. Η ενσωμάτωση του Ιράν στη διεθνή αγορά, που συνέπεσε με την παγκόσμια πτώση της τιμής του αργύρου, προκάλεσε δραστική μείωση της αξίας του αργυρού νομίσματος της χώρας. Αυτό υπονόμευσε την εμπιστοσύνη του κόσμου στο νόμισμα και διόγκωσε το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων. Επιπλέον, η επιβολή συνοριακών ελέγχων κατά των επιδημιών, η κατασκευή δρόμων σε περιοχές που μαστίζονταν από την πείνα και η εισαγωγή της σύγχρονης ιατρικής στις πόλεις, συνέβαλαν στον διπλασιασμό του πληθυσμού από πέντε εκατομμύρια το 1850 σε σχεδόν δέκα εκατομμύρια το 1900. Αυτό ενίσχυσε τη ζήτηση για τρόφιμα και, ως εκ τούτου, τόνωσε την περαιτέρω αύξηση των τιμών των βασικών αγαθών[44].
Οι Χαζάροι, στην αρχή, ανταποκρίθηκαν στη δυτική πρόκληση ξεκινώντας φιλόδοξα προγράμματα στρατιωτικών, διοικητικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων[45]. Αλλά αποτυγχάνοντας να κινητοποιήσουν επαρκείς οικονομικούς πόρους και προκαλώντας την αντίθεση των επαρχιακών ελίτ που ένιωθαν να απειλούνται από τη δημιουργία ενός ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους, οι μετέπειτα Χαζάροι –ιδίως ο σάχης Νάσερ αντ-Ντιν (1848-1896)– περιορίστηκαν σε λιγότερο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις. Πολλές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις μάλλον συμπορεύτηκαν με τη Δύση παρά την αμφισβήτησαν∙ ενίσχυσαν το κράτος τους απέναντι στην κοινωνία παρά την κοινωνία τους απέναντι στα ξένα κράτη∙ και πραγματοποίησαν αποσπασματικό εκσυγχρονισμό βασισμένο στα δικαστήρια και όχι συνολικό κρατικό εκσυγχρονισμό. Κατά τη μακρά βασιλεία του Σάχη Νάσερ αντ-Ντιν ιδρύθηκε μια μικρή ταξιαρχία κοζάκων και μια δημοτική αστυνομία∙ έγινε αναδιοργάνωση της άτυπης αυλικής διοίκησης σε ένα ελαφρώς πιο επίσημο κυβερνητικό υπουργικό συμβούλιο με κρατικούς υπουργούς – αλλά όχι ακόμη με υπουργεία μεγάλης κλίμακας∙ δημιουργήθηκαν εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για τις κύριες πόλεις∙ άνοιξε ο πρώτος σιδηρόδρομος που συνέδεε την Τεχεράνη με το ιερό του Σάχη ‘Αμπντούλ ‘Αζίμ λίγα χιλιόμετρα μακριά∙ και ιδρύθηκε ένα κεντρικό νομισματοκοπείο που αντικατέστησε τα τριάντα ένα περιφερειακά νομισματοκοπεία. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ιδρύθηκε επίσης η πρώτη κρατική εφημερίδα, επιστημονικό περιοδικό, μεταφραστικό γραφείο, στρατιωτική ακαδημία και σύγχρονο λύκειο – το Νταρ αλ-Φουνούν (Οίκος της Γνώσης). Το Νταρ αλ-Φουνούν, το οποίο δεχόταν κάθε χρόνο περίπου 250 μαθητές, κυρίως τους γιους της ανώτερης τάξης, προσέφερε κοσμικά μαθήματα όπως ξένες γλώσσες, πολιτικές επιστήμες, μηχανική ορυκτολογία, στρατιωτικές επιστήμες, ιατρική και κτηνιατρική. Πάνω από σαράντα από τους πρώτους αποφοίτους στάλθηκαν στην Ευρώπη για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους.
Το Νταρ αλ-Φουνούν, μαζί με το μεταφραστικό γραφείο και έναν παλαιότερο εκδοτικό οίκο στην Ταμπρίζ, κατά τη διάρκεια του αιώνα τύπωσε πάνω από 160 βιβλία. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν 88 εγχειρίδια για στρατιωτικά θέματα, επιστημονικά θέματα, ιατρική και ευρωπαϊκές γλώσσες, 13 έργα για την περσική λογοτεχνία, 4 βιογραφίες διάσημων προσωπικοτήτων του Ισλάμ, 10 ταξιδιωτικές περιγραφές για τη Δύση, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης του ίδιου του Σάχη Νάσερ αντ-Ντιν για την ευρωπαϊκή του περιοδεία, 10 μεταφράσεις κλασικών έργων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, όπως ο Ροβινσώνας Κρούσος του Ντεφόε, οι Τρεις σωματοφύλακες του Δουμά και τα θεατρικά έργα του Μολιέρου, και 10 ιστορίες του Ιράν, συμπεριλαμβανομένης της περίφημης Ιστορίας της Περσίας του Τζον Μάλκολμ. Έτσι οι Ιρανοί άρχισαν να βλέπουν τη δική τους ιστορία μέσα από τα μάτια των Ευρωπαίων του δέκατου ένατου αιώνα. Τέλος, δημοσίευσαν πάνω από 20 μεταφράσεις ευρωπαϊκών έργων για τη δυτική ιστορία – μελέτες για τη Ρώμη, την Αθήνα, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία και τη Βρετανία, καθώς και βιογραφίες για τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Μεγάλο Πέτρο, τον Κάρολο τον Μεγάλο της Σουηδίας, τον Λουδοβίκο ΙΔ΄, τον Ναπολέοντα και τον Φρειδερίκο τον Μεγάλο της Πρωσίας.
Για να πληρώσει για τις περιορισμένες μεταρρυθμίσεις και να μετριάσει τις βαθιές περικοπές που είχε επιφέρει ο απότομος πληθωρισμός στα έσοδα της αυλής, ο Σάχης Νάσερ αντ-Ντιν κατέφυγε όλο και περισσότερο στην πώληση αξιωμάτων, τίτλων, κρατικών εκτάσεων, φορολογικών εκμεταλλεύσεων και, το σημαντικότερο όλων, οικονομικών προνομίων σε ξένες κυβερνήσεις και κυνηγούς παραχωρήσεων. Ο βαρόνος ντε Ρέιτερ, Βρετανός πολίτης, αγόρασε δικαιώματα για την κατασκευή σιδηροδρόμων και την αναζήτηση ορυκτών. Οι Αδελφοί Λιντς, μια βρετανική εταιρεία, απέκτησε τον έλεγχο της ναυτιλίας στον ποταμό Καρούν. Η Αυτοκρατορική Τράπεζα της Περσίας, επίσης βρετανικής ιδιοκτησίας, αγόρασε το μονοπώλιο της εκτύπωσης τραπεζογραμματίων και το προνόμιο να εισπράττει διόδια στους δρόμους του νότου. Εν τω μεταξύ, μια ρωσική εταιρεία, η Cie. de la Route, κέρδισε συμβόλαια για τη διάνοιξη εθνικών οδών στο βορρά και για την εκβάθυνση του λιμανιού του Ενζελί. Μια άλλη ρωσική εταιρεία απέκτησε μονοπώλιο στον τομέα της αλιείας στην Κασπία. Και μια άλλη, το μονοπώλιο της ασφάλισης των μεταφορών στους βόρειους δρόμους. Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι επιχειρηματίες επένδυσαν πιο περιορισμένα κεφάλαια σε μικρές επιχειρήσεις, όπως στη ναυτιλία στη λίμνη Ουρμί’εχ (Ρεζά’ιεχ), στην υφαντουργία χαλιών στο Σουλταναμπάντ (Αράκ), στην καλλιέργεια βαμβακιού στο Χουρασάν και στην καλλιέργεια οπίου στο Κερμάν. Έτσι, οι ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν στο τελευταίο διάστημα του αιώνα από σχεδόν μηδενικές σε πάνω από 12.000.000 λίρες. Το Ιράν είχε ανοίξει στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο καθώς και στο ευρωπαϊκό εμπόριο.
Η δυτική πρόκληση και η απάντηση των Χαζάρων δημιούργησαν δύο σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές στην ιρανική κοινωνία. Από τη μία πλευρά, η εισροή μαζικών προϊόντων, η εμπορευματοποίηση της γεωργίας, η εισαγωγή των σύγχρονων επικοινωνιών (ιδίως του τηλέγραφου) και η πώληση μονοπωλίων σε ξένους κυνηγούς παραχωρήσεων συνένωσαν τα πολλά περιφερειακά παζάρια σε μια διαπεριφερειακή μεσαία τάξη που είχε για πρώτη φορά συνείδηση των πανεθνικών της συμφερόντων και των ξένων ανταγωνιστών της. Η αστική τάξη γίνεται μια κοινωνικοψυχολογική τάξη καθώς και μια κοινωνικοοικονομική τάξη, μια τάξη «για τον εαυτό της» καθώς και «καθεαυτήν». Από την άλλη πλευρά, το άνοιγμα των κοσμικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η επέκταση της κεντρικής διοίκησης και η εκπαίδευση νέων δημοσίων υπαλλήλων, αξιωματικών του στρατού και τεχνικών επαγγελματιών, δημιούργησαν μια μικρή αλλά ζωτική μισθωτή μεσαία τάξη. Αυτή η τάξη έγινε αργότερα γνωστή ως η σύγχρονη διανόηση (μουναβέρ αλ-φεκρ).

Η αστική τάξη
Τα τοπικά παζάρια μετατράπηκαν σε εθνική μεσαία τάξη με διάφορους τρόπους. Πρώτον, η ενσωμάτωση των περιφερειακών αγορών σε μια εθνική αγορά και της εθνικής αγοράς στη διεθνή αγορά διέλυσε τις σχετικά αυτάρκεις μονάδες σε μια μεγάλη κρατική οικονομική μονάδα. Δεύτερον, η εισαγωγή των σύγχρονων επικοινωνιών γεφύρωσε τις γεωγραφικές αποστάσεις και, ως εκ τούτου, έφερε τα διάφορα αστικά κέντρα πιο κοντά. Τρίτον, οι απαρχές ενός σύγχρονου κράτους, ιδίως η ίδρυση ενός κεντρικού νομισματοκοπείου, κυβερνητικών εφημερίδων και ενός συστήματος υπουργικών συμβουλίων, εστίασαν την προσοχή των επαρχιακών πόλεων στην εθνική πρωτεύουσα. Τέταρτον, η εισροή προϊόντων μαζικής παραγωγής υπονόμευσε την παραδοσιακή χειροτεχνία και, κατά συνέπεια, παρουσίασε για τα διάφορα παζάρια έναν κοινό εχθρό, τον ξένο ανταγωνιστή. Όπως ανέφερε ένας φοροεισπράκτορας σε μια λεπτομερή μελέτη της εμπορικής κρίσης στο Ισφαχάν:
«Στο παρελθόν, τα καλής ποιότητας υφάσματα κατασκευάζονταν στο Ισφαχάν, καθώς όλοι –από τον ανώτερο έως τον κατώτερο– φορούσαν τοπικά προϊόντα. Αλλά τα τελευταία χρόνια, οι άνθρωποι έχουν δώσει το σώμα και την ψυχή τους για να αγοράσουν τα πολύχρωμα και χαμηλής ποιότητας, αλλά φτηνά, προϊόντα της Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτό, υπέστησαν μεγαλύτερες απώλειες από ό,τι φαντάζονταν: οι ντόπιοι υφαντουργοί, μιμούμενοι τα ξένα υφάσματα, μείωσαν την ποιότητά τους, οι Ρώσοι σταμάτησαν να αγοράζουν ιρανικά υφάσματα και πολλά επαγγέλματα υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Τουλάχιστον το ένα δέκατο των συντεχνιών σε αυτή την πόλη ήταν υφαντές· ούτε το ένα πέμπτο δεν έχει επιβιώσει. Περίπου το ένα εικοστό των άπορων χήρων ζούσαν με το να κλώθουν για τους υφαντουργούς. Τώρα έχουν χάσει τη μοναδική πηγή βιοπορισμού τους. Παρομοίως, άλλες σημαντικές συντεχνίες, όπως οι βαφείς, οι κλώστες και οι λευκαντές, έχουν υποφέρει.»[46]
Πέμπτον, η εισροή ξένων κεφαλαίων δημιούργησε μια μικρή αστική τάξη των κομπραδόρων, αλλά, ταυτόχρονα, έφερε σε αντίθεση την πλειοψηφία της εθνικής αστικής τάξης. Αν και η τελευταία θεωρούσε πάντοτε τους πρώτους ως ένα ξένο μη μουσουλμανικό στοιχείο, ένα λεπτομερές βρετανικό «Who’s Who» του Ιράν το 1897 δείχνει ότι από τους πενήντα τρεις πλούσιους επιχειρηματίες της χώρας μόνο έξι ήταν μη μουσουλμάνοι[47]. Τέλος, η απάντηση των Χαζάρων –ή μάλλον η έλλειψη αποτελεσματικής απάντησης στην ξένη απειλή– ενέτεινε την αντίθεση της εθνικής αστικής τάξης προς την κεντρική κυβέρνηση.
Πολλά από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η ιδιοκτησιακή μεσαία τάξη φαίνονται σε μια έκθεση που έστειλε στον Νάσερ αντ-Ντιν Σάχη το 1882 ένας κυβερνητικός αξιωματούχος από το λιμάνι του Μπουσίρ στον Περσικό Κόλπο[48]. Αφού περιέγραψε την πρόσφατη ανάπτυξη του Μπουσίρ, ο αξιωματούχος εξήγησε ότι η άνθηση δεν είχε ωφελήσει τους Ιρανούς εμπόρους, διότι, σε αντίθεση με τους Βρετανούς ανταγωνιστές τους, αυτοί είχαν μειονεκτήματα λόγω της κυβερνητικής αμέλειας, της έλλειψης αποθηκών και σύγχρονων ατμόπλοιων και των υψηλότερων φόρων, εισαγωγικών δασμών και τελών κυκλοφορίας. Η έκθεση προειδοποιούσε ότι οι ντόπιοι έμποροι είχαν την επιλογή είτε να χρεοκοπήσουν είτε να αγοράσουν τη βρετανική υπηκοότητα. Με αφορμή την έκθεση, ο Σάχης Νάσερ αντ-Ντιν επέκρινε τους εμπόρους για τον «εγωισμό» τους και επαίνεσε τον αξιωματούχο για την «ενδιαφέρουσα παρατήρησή» του, αλλά απέτυχε χαρακτηριστικά να προχωρήσει σε κυβερνητικές διορθωτικές κινήσεις.
Η αποτυχία των Χαζάρων διεύρυνε το ήδη μεγάλο χάσμα που υπήρχε μεταξύ της κυρίαρχης δυναστείας και του αστικού πληθυσμού, καθώς η πολιτική κουλτούρα του παραδοσιακού Ιράν αποτελούνταν από δύο αντιφατικά θέματα. Η αρχαία, προϊσλαμική, κουλτούρα δόξασε τους Σαχ-αν-Σαχ ως τις παντοδύναμες σκιές του Θεού επί της γης, προικισμένες με τη θεϊκή ευθύνη να προστατεύουν τους υπηκόους τους από εξωτερικούς κινδύνους και να απονέμουν τη «δικαιοσύνη» μεταξύ των κοινωνικών τάξεων[49]. Όπως τονιζόταν πάντοτε στα κείμενα «Καθρέφτης για τους πρίγκιπες», το κύριο καθήκον του μονάρχη ήταν να διατηρεί μια «δίκαιη» ισορροπία μεταξύ των «ανθρώπων της πένας», των «ανθρώπων του ξίφους», των «ανθρώπων του εμπορίου» και των «ανθρώπων της γεωργίας»[50]. Η κυρίαρχη σιιτική κουλτούρα, ωστόσο, θεωρούσε τον μονάρχη ως κοσμικό σφετεριστή μιας θρησκευτικής εξουσίας που είχε προσωρινά ανατεθεί από τον Κρυφό Ιμάμη, τον Μαχντί, στους κορυφαίους μουτζταχέντ. Όπως εύστοχα παρατήρησε ένας ιστορικός εκείνης της εποχής, «το σιιτικό κράτος είναι μια αντίφαση των όρων»[51]. Έτσι, αποτυγχάνοντας να προστατεύσουν τους υπηκόους τους και να εξισορροπήσουν τις κοινωνικές τάξεις, οι Χαζάροι αποδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο την αδύναμη ιδεολογική τους νομιμοποίηση στα μάτια της αστικής μεσαίας τάξης.

Η διανόηση
Οι Χαζάροι έφτιαξαν νέους θεσμούς για να ενισχύσουν τη θέση τους. Αλλά οι ίδιοι θεσμοί, δημιουργώντας μια σύγχρονη διανόηση με νέα συμφέροντα, αντιλήψεις και φιλοδοξίες, υπονόμευσαν τελικά τους Χαζάρους. Περιγράφοντας τους εαυτούς τους ως «φωτισμένους στοχαστές» (μουναβέρ αλ-φεκρ), η διανόηση αποκάλυψε πολλά για τον εαυτό της. Η έκθεση στις ιδέες της Δύσης, ιδίως στις ιδέες του γαλλικού Διαφωτισμού, την έπεισε ότι η ιστορία ήταν η πορεία της ανθρώπινης προόδου και όχι η αποκάλυψη της θέλησης του Θεού, όπως πίστευαν οι μουσουλμάνοι «ουλαμά», ούτε η κυκλική άνοδος και πτώση των βασιλικών δυναστειών, όπως διηγούνταν οι χρονογράφοι της αυλής. Η δυτική ιστορία τους έπεισε περαιτέρω ότι η Ανθρώπινη Πρόοδος ήταν όχι μόνο επιθυμητή αλλά και εφικτή, εφόσον η ανθρωπότητα έσπαγε τις τρεις αλυσίδες του βασιλικού δεσποτισμού, του κληρικού δογματισμού και του ξένου ιμπεριαλισμού. Έβλεπαν τον πρώτο ως τον πολιτικό εχθρό της ελευθερίας, της ισότητας και της επιδίωξης της κοινωνικής προόδου∙ τον δεύτερο ως τον ιδεολογικό αντίπαλο της ορθολογικής-επιστημονικής γνώσης (’ιλμ-ιτζαντίντ)∙ και τον τρίτο ως τον οικονομικό εκμεταλλευτή των αδύναμων κρατών, όπως το δικό τους.
Ως εκ τούτου, η διανόηση είδε τον συνταγματισμό, την εκκοσμίκευση και τον εθνικισμό ως τα τρία ζωτικά μέσα για την επίτευξη της εγκαθίδρυσης ενός σύγχρονου, ισχυρού και ανεπτυγμένου Ιράν. Αυτοί οι τρεις στόχοι, αν και αποσκοπούσαν στον ίδιο τελικό στόχο, συχνά προκαλούσαν αλλαγές στην άμεση τακτική. Η διανόηση βρέθηκε, άλλοτε, να συμμαχεί με τον Σάχη ενάντια στους «ουλαμά»· άλλοτε, με τους «ουλαμά» ενάντια στον Σάχη· άλλοτε, με τον Σάχη ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις· και άλλοτε, όπως στη συνταγματική επανάσταση, με τους «ουλαμά» ενάντια τόσο στον Σάχη όσο και στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτές οι τακτικές ανακολουθίες, καθώς και οι γενικές σταθερές, φαίνονται στη ζωή και το έργο του Μιρζά Μαλκούμ Χαν, μιας από τις ηγετικές μορφές της διανόησης της πρώτης γενιάς.
Ο Μαλκούμ Χαν γεννήθηκε από αρμενική οικογένεια το 1833 στη χριστιανική συνοικία της Νέας Τζούλφα έξω από το Ισφαχάν[52]. Ο πατέρας του, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Ινδία, δίδασκε γαλλικά και αγγλικά στη βασιλική αυλή. Ενθουσιώδης θαυμαστής της Δύσης, έστειλε τον Μαλκούμ Χαν με κρατική υποτροφία στη Γαλλία για να σπουδάσει μηχανικός. Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, ο Μαλκούμ Χαν ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για τον τεκτονισμό και την πολιτική φιλοσοφία, ιδίως για τη σχολή κοινωνικής μηχανικής του Σαιν Σιμόν και τη νέα θρησκεία της ανθρωπότητας του Ογκύστ Κοντ. Επιστρέφοντας στο Ιράν, εντάχθηκε στη σχολή του Νταρ αλ-Φουνούν, εντυπωσίασε τον Σάχη Νάσερ αντ-Ντιν με τα επιστημονικά του πειράματα, προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ (πιθανώς για να προωθήσει την καριέρα του στο δημόσιο τομέα) και δημιούργησε ένα μυστικό σύλλογο με την ονομασία Φαραμούσχανε (Οίκος της Λήθης), ο οποίος είχε ως πρότυπο τις ευρωπαϊκές μασονικές στοές, αλλά δεν συνδεόταν με αυτές.
Κερδίζοντας την προσοχή του Σάχη, ο Μαλκούμ Χαν συνέταξε για την αυλή ένα Νταφτάρ-ι Τανζιμάτ (Βιβλίο της Μεταρρύθμισης). Εμπνευσμένο προφανώς από το σύγχρονο κίνημα Τανζιμάτ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Νταφτάρ ήταν μια από τις πρώτες συστηματικές προτάσεις για μεταρρυθμίσεις που γράφτηκαν στο σύγχρονο Ιράν. Ξεκινούσε με μια γενική προειδοποίηση ότι η χώρα θα κατακλυζόταν σύντομα από τις ξένες δυνάμεις αν ο Σάχης δεν θέσπιζε αμέσως νέους νόμους για τη μεταρρύθμιση. Ο Μαλκούμ Χαν χρησιμοποίησε τον όρο κανούν για αυτούς τους νόμους, για να τους διαφοροποιήσει τόσο από τους θρησκευτικούς νόμους (σαρί’α) όσο και από τους υπάρχοντες κρατικούς νόμους (’ουρφ). Αυτοί οι νέοι νόμοι, τόνισε ο Μαλκούμ Χαν, πρέπει να βασίζονται σε δύο θεμελιώδεις αρχές: τη βελτίωση της δημόσιας ευημερίας και την ισότητα όλων των πολιτών. Το βιβλίο έκλεινε στη συνέχεια με έναν κατάλογο συγκεκριμένων συστάσεων: τον διαχωρισμό της κυβέρνησης σε ένα νομοθετικό συμβούλιο και ένα εκτελεστικό υπουργικό συμβούλιο, τα οποία θα διορίζονταν από τον Σάχη∙ την αναγνώριση της κοινής γνώμης∙ την κωδικοποίηση των προηγούμενων νόμων∙ τον σχηματισμό ενός επαγγελματικού στρατού∙ τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου φορολογικού τμήματος∙ την εισαγωγή ενός ολοκληρωμένου εκπαιδευτικού συστήματος∙ την κατασκευή νέων εθνικών δρόμων μεταξύ των κύριων πόλεων∙ και τη δημιουργία μιας κρατικής τράπεζας για τη χρηματοδότηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Ο Σάχης Νάσερ αντ-Ντιν αρχικά άκουσε τις προτάσεις και σκέφτηκε ακόμη και να δεχτεί τη θέση του μεγάλου διδασκάλου στο Φαραμούσχανε. Αλλά μόλις οι θρησκευτικές αρχές στην Τεχεράνη κατήγγειλαν την έννοια του κανούν ως «αιρετική καινοτομία» (μπί’ντα) και κατηγόρησαν το Φαραμούσχανε ότι είχε διασυνδέσεις με τους «αθεϊστικούς δημοκρατικούς» μασόνους στην Ευρώπη, ο Σάχης Νάσερ αντ-Ντιν απαγόρευσε τον σύλλογο, έβαλε στο ράφι το Νταφτάρ-ι Τανζιμάτ και εξόρισε τον Μαλκούμ Χαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία[53].
Κατά πάσα πιθανότητα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εξορίας ο Μαλκούμ Χαν έγραψε το σατιρικό έργο του για τους παραδοσιακούς λογοτέχνες με τίτλο, Το παραμύθι ενός ταξιδιώτη. Σε αυτό το έργο παρωδούσε, αφενός, τους διανοούμενους της αυλής, τους γραφείς και τους ποιητές για την ασαφή γλώσσα τους, την ανούσια φρασεολογία τους, την εμμονή τους με τις ασήμαντες λεπτομέρειες και την κολακεία των ισχυρών και, αφετέρου, τις θρησκευτικές αρχές για την επηρμένη συμπεριφορά τους, την άγνοια, τη μισαλλοδοξία, τη δυσπιστία τους απέναντι στη σύγχρονη επιστήμη, τη χρήση ακατανόητων αραβικών, την προσφυγή σε εσωτεριστικές ασυναρτησίες, την υποδαύλιση των σεχταριστικών παθών και την οικονομική εκμετάλλευση της πιστής κοινότητας. Εκτός του ότι είναι μία από τις πρώτες αντικληρικές σάτιρες που κυκλοφόρησαν στο Ιράν, το Το παραμύθι ενός ταξιδιώτη ήταν επίσης ένα από τα πρώτα λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν σε καθαρή περσική πρόζα χωρίς την παραδοσιακή διακοσμητική φρασεολογία.
Ενώ βρισκόταν εξόριστος στην Κωνσταντινούπολη, ο Μαλκούμ Χαν συνδέθηκε φιλικά με τον Μιρζά Χουσεΐν Χαν, τον φιλελεύθερων πεποιθήσεων πρεσβευτή του Ιράν, και απέκτησε, μέσω αυτού, τη θέση του γενικού προξένου στο Κάιρο. Τα χρόνια της εξορίας, ωστόσο, τελείωσαν το 1871, όταν ο Σάχης Νάσερ αντ-Ντιν, παίζοντας και πάλι με το ενδεχόμενο μεταρρυθμίσεων, διόρισε τον Χουσεΐν Χαν επικεφαλής υπουργό και όρισε τον Μαλκούμ Χαν ειδικό σύμβουλο με τον τίτλο του Νιζάμ αλ-Μουλκ (Διαχειριστή του βασιλείου). Αλλά μόλις η νέα κυβέρνηση μείωσε τον προϋπολογισμό της αυλής, χώρισε τη διοίκηση σε εκτελεστικό υπουργικό συμβούλιο και συμβουλευτικό νομοθετικό συμβούλιο και συγκέντρωσε κεφάλαια υπογράφωντας τη συμφωνία παραχωρήσεων προς τον τραπεζίτη Ρόιτερ, ήρθε αντιμέτωπη με την αντίδραση της αριστοκρατίας και του κλήρου. Ενώ ο Χουσεΐν Χαν απολύθηκε, ο Μαλκούμ Χαν στάλθηκε στο Λονδίνο ως ο νέος πρεσβευτής με δυτική μόρφωση.
Ως πρεσβευτής στο Λονδίνο, ο Μαλκούμ Χαν συνέχισε να ζητά μεταρρυθμίσεις από τον Σάχη, ήρθε σε επαφή με τον εξόριστο «αλ-Αφγανί» και ενθάρρυνε τους συναδέλφους του στην Τεχεράνη να επιδιώξουν περαιτέρω διοικητικές βελτιώσεις. Ο Μαλκούμ Χαν, ωστόσο, έγινε πιο ριζοσπάστης μετά το 1889, μόλις έχασε την πρεσβευτική του θέση ως αποτέλεσμα της πώλησης ενός ανύπαρκτου μονοπωλίου τυχερών παιχνιδιών σε μια ομάδα Βρετανών κυνηγών παραχωρήσεων και της άρνησής του να μοιραστεί τα λάφυρα με τους αυλικούς στην Τεχεράνη. Η απόλυσή του μετέτρεψε τον Μαλκούμ Χαν από κάποιον που ζητούσε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις σε κάποιον που υποστήριζε την επανάσταση∙ από έναν ήπιο φιλελεύθερο που ζητούσε την προστασία του Σάχη από τους «ουλαμά» σε έναν ειλικρινή ριζοσπάστη που συμμαχούσε με τους «ουλάμα» εναντίον του Σάχη∙ και από έναν βασιλικό διαχειριστή που συνέτασσε προτάσεις σε έναν ριζοσπάστη δημοσιογράφο που παρουσίαζε τις ιδέες της σύγχρονης Ευρώπης, ιδίως τον θετικισμό του Σαιν Σιμόν και τη Θρησκεία της Ανθρωπότητας του Ογκύστ Κοντ, σε μορφές αποδεκτές από το παραδοσιακό Ιράν. Σε μια δημόσια διάλεξη με τίτλο «Περσικός Πολιτισμός» που έδωσε στο Λονδίνο αμέσως μετά την απόλυσή του, ο Μαλκούμ Χαν παραδέχτηκε ότι η κύρια πρόθεσή του ήταν να κάνει αποδεκτή την πολιτική φιλοσοφία της Δύσης επενδύοντάς την με την ορολογία του Κορανίου, των Χαντίθ και των σιιτών ιμάμηδων[54]. Θέτοντας το ερώτημα γιατί το Ιράν ήταν καθυστερημένο, απέρριψε τις συμβατικές ευρωπαϊκές εξηγήσεις που βασίζονταν στη φυλή και τη θρησκεία. Απεναντίας, κατηγόρησε τον πολιτικό δεσποτισμό και την πολιτιστική απομόνωση. Για να ξεπεραστεί το πρώτο, υποστήριξε νόμους για την προστασία της ζωής, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας∙ διότι χωρίς αυτά τα τρία, δεν θα μπορούσε να υπάρξει ασφάλεια και χωρίς ασφάλεια, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πρόοδος. Για να ξεπεραστεί το δεύτερο, πρότεινε την εισαγωγή σύγχρονων εννοιών με όρους αποδεκτούς από το παραδοσιακό Ισλάμ:
«Διαπιστώσαμε ότι ιδέες που δεν ήταν καθόλου αποδεκτές όταν προέρχονταν από τους αντιπροσώπους σας στην Ευρώπη έγιναν αμέσως αποδεκτές με τη μεγαλύτερη χαρά όταν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν σε λανθάνουσα μορφή στο Ισλάμ. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η μικρή πρόοδος που βλέπετε στην Περσία και την Τουρκία, ειδικά στην Περσία, οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι πήραν τις ευρωπαϊκές σας αρχές και αντί να πουν ότι προέρχονται από την Αγγλία, τη Γαλλία ή τη Γερμανία, είπαν: “Δεν έχουμε καμία σχέση με τους Ευρωπαίους, αλλά αυτές είναι οι αληθινές αρχές της θρησκείας μας (και πράγματι, αυτό είναι απολύτως αληθές), τις οποίες πήραν οι Ευρωπαίοι!”. Αυτό είχε αμέσως ένα θαυμαστό αποτέλεσμα.»
Ο Μαλκούμ Χαν, εξάλλου, ίδρυσε τη διάσημη εφημερίδα Κανούν για να μεταφέρει τις απόψεις του από το Λονδίνο στο Ιράν. Παρόλο που η εφημερίδα ήταν μια περιστασιακή προσπάθεια ενός ατόμου, προκάλεσε σημαντικό ενδιαφέρον στην Τεχεράνη: τόσο πολύ που απαγορεύτηκε, η απλή κατοχή της έγινε κρατικό έγκλημα και αργότερα χαιρετίστηκε ως σημαντικός παράγοντας για το ξέσπασμα της συνταγματικής επανάστασης. Το πρώτο τεύχος, που εκδόθηκε το 1890, έδωσε τον τόνο για τα επόμενα σαράντα τεύχη που κυκλοφόρησαν στη διάρκεια των επόμενων οκτώ ετών. Με επικεφαλίδα το σύνθημα «Ενότητα, δικαιοσύνη και πρόοδος», ξεκινούσε με μια μουσουλμανική προσευχή στα αραβικά και συνέχιζε με ένα μακροσκελές κύριο άρθρο στα απλά περσικά που τόνιζε την ανάγκη για ορθολογικούς νόμους:
«Ο Θεός ευλόγησε το Ιράν. Δυστυχώς, η ευλογία Του έχει ακυρωθεί από την έλλειψη νόμων.
Κανείς στο Ιράν δεν αισθάνεται ασφαλής επειδή κανείς στο Ιράν δεν προστατεύεται από νόμους.
Ο διορισμός των κυβερνητών γίνεται χωρίς νόμους. Η απόλυση των αξιωματικών γίνεται χωρίς νόμους. Τα μονοπώλια πωλούνται χωρίς νόμους. Το κρατικό χρήμα σπαταλιέται χωρίς νόμους.
Τα στομάχια αθώων πολιτών κόβονται χωρίς νόμους. Ακόμη και οι υπηρέτες του Θεού απελαύνονται χωρίς νόμους.
Ο καθένας στην Ινδία, το Παρίσι, την Τιφλίδα, την Αίγυπτο, την Κωνσταντινούπολη, ακόμη και στις φυλές των Τουρκμάνων, γνωρίζει τα δικαιώματα και τα καθήκοντά του. Αλλά κανείς στο Ιράν δεν γνωρίζει τα δικαιώματα και τα καθήκοντά του.
Με ποιον νόμο απελάθηκε αυτός ο μουτζταχέντ;
Με ποιον νόμο αυτός ο αξιωματικός κόπηκε σε κομμάτια;
Με ποιον νόμο απολύθηκε αυτός ο υπουργός;
Με ποιον νόμο δόθηκε σε αυτόν τον ηλίθιο τιμητική στολή;
Οι υπηρέτες των ξένων διπλωματών έχουν μεγαλύτερη ασφάλεια από τους ευγενείς πρίγκιπες του Ιράν. Ακόμα και τα αδέλφια και οι γιοι του Σάχη δεν ξέρουν τι θα φέρει το αύριο – αν θα εξοριστούν στο Ιράκ ή αν θα φύγουν με κίνδυνο της ζωής τους στη Ρωσία...»[55]
Τα επόμενα τεύχη του Κανούν περιέγραφαν τον τύπο των νόμων που θα δημιουργούσαν ασφάλεια και, επομένως, θα ενθάρρυναν την κοινωνική πρόοδο: ελεύθερη συζήτηση όλων των θεμάτων που αφορούν τη δημόσια ευημερία, στενή συμμαχία με τους «ουλαμά», τερματισμός των σεχταριστικών συγκρούσεων, ιδίως μεταξύ των σουνιτών και των σιιτών, των σαϊχί και των μουτασαρ’ί, τερματισμός των παραχωρήσεων στους ξένους «εκμεταλλευτές», δημιουργία συλλόγων που θα προπαγάνδιζαν τις αρχές της «Ανθρωπότητας» (Ανταμιγιάτ) –τις αρχές της «Ενότητας, της Δικαιοσύνης και της Προόδου«– και καθιέρωση μιας εθνικής συμβουλευτικής συνέλευσης. Ήταν η πρώτη εμφάνιση στην Περσία του αιτήματος για κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Πολλά από αυτά τα ζητήματα συνοψίστηκαν σε μια σύντομη στήλη στο έκτο τεύχος του Κανούν:
«Ένας έμπορος από το Καζβίν γράφει: “Με ποιον νόμο οι κυβερνήσεις παραχωρούν τα εθνικά μας δικαιώματα σε ξένους απατεώνες; Τα δικαιώματα αυτά, σύμφωνα τόσο με τις αρχές του Ισλάμ όσο και με τους παραδοσιακούς νόμους του Ιράν, ανήκουν στο λαό της χώρας μας. Αυτά τα δικαιώματα είναι τα μέσα για τη διαβίωσή μας. Η κυβέρνηση, ωστόσο, εκχωρεί τη μουσουλμανική περιουσία στους άπιστους. Με ποιον νόμο; Έχει πεθάνει ο λαός του Ιράν που η κυβέρνηση βγάζει σε πλειστηριασμό την κληρονομιά του;”.
Αγαπητέ έμπορε, η κυβέρνηση έχει μπερδέψει την αδράνειά μας με τον θάνατό μας. Ήρθε η ώρα για τους μουτζταχέντ και άλλους μορφωμένους να σηκωθούν και να σώσουν τον λαό του Ιράν. Προτείνουμε δύο απλές θεραπείες για τη σωτηρία του Ιράν: νόμος και περισσότερος νόμος. Θα μπορούσατε να ρωτήσετε, “Από πού θα έρθει ο νόμος;”. Η απάντηση είναι και πάλι απλή: ο Σάχης θα πρέπει να καλέσει αμέσως εκατό μουτζταχέντ και άλλα μορφωμένα άτομα της χώρας σε μια εθνική συμβουλευτική συνέλευση (ματζλίς-ι σάουρα-γι μελλί)· και αυτή η συνέλευση θα πρέπει να έχει πλήρη εξουσία να διαμορφώνει νόμους που θα δρομολογήσουν την κοινωνική πρόοδο.»[56]
Παρόλο που ο Μαλκούμ Χαν ήταν ένας από τους πρώτους και σημαντικότερους υποστηρικτές της συνταγματικής διακυβέρνησης, οι ασθένειες λόγω γήρατος τον εμπόδισαν να συμμετάσχει ενεργά στην πραγματική συνταγματική επανάσταση. Έτσι, ενώ οι επαναστάτες στην Τεχεράνη τον χαιρετούσαν ως μέντορά τους, ανατύπωναν τα έργα του και ζητούσαν τις συμβουλές του, ο Μαλκούμ Χαν παρέμεινε στην εξορία και πέθανε στην Ευρώπη το 1908, λίγες ημέρες μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στο Ιράν.

Από τη διαμαρτυρία στην Επανάσταση, 1891-1905
Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια της μεσαίας τάξης των ιδιοκτητών και της μοντέρνας διανόησης βγήκε στην επιφάνεια με την κρίση του καπνού το 1891-1892. Η κρίση προκλήθηκε από την πώληση από τον Σάχη Νάσερ αντ-Ντιν μιας ακόμη παραχώρησης, αυτή τη φορά σε έναν Άγγλο, τον ταγματάρχη Τάλμποτ. Με αντάλλαγμα ένα προσωπικό δώρο 25.000 λιρών στον Σάχη, ένα ετήσιο ενοίκιο 15.000 λιρών στο κράτος και το 25% των ετήσιων κερδών στο Ιράν, ο Τάλμποτ απέκτησε μονοπώλιο πενήντα ετών στην παραγωγή, διανομή και εξαγωγή καπνού. Η Αχτάρ (Αστέρι), μια φιλελεύθερη εφημερίδα που εξέδιδαν εξόριστοι διανοούμενοι στην Κωνσταντινούπολη, εξέφραζε τη γενική ανησυχία της ιρανικής μεσαίας τάξης:
«Είναι αρκετά σαφές ότι ο παραχωρησιούχος θα ξεκινήσει το έργο με ένα μικρό κεφάλαιο και θα αγοράζει τον καπνό από τους καλλιεργητές και θα τον πουλάει στους εμπόρους και τους βιομηχάνους σε υψηλότερες τιμές, και όλα τα κέρδη θα παραμείνουν στο πορτοφόλι των Άγγλων. Καθώς οι Πέρσες έμποροι δεν έχουν το δικαίωμα να εξάγουν καπνό από την Περσία, όσοι ασχολούνταν προηγουμένως με το εμπόριο θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την επιχείρησή τους και να βρουν κάποια άλλη εργασία. Η παραχώρηση δεν λαμβάνει υπόψη πόσοι έμποροι που ασχολούνταν με αυτή την επιχείρηση θα μείνουν χωρίς δουλειά...»[57]
Η άφιξη των αντιπροσώπων της εταιρείας στο Σιράζ, την κύρια περιοχή καπνού, αντιμετωπίστηκε αμέσως με τοπική απεργία. Η τοπική απεργία εξαπλώθηκε γρήγορα, χάρη στο νέο τηλεγραφικό σύστημα, και εξελίχθηκε σε γενική απεργία στα κυριότερα παζάρια, ιδίως στην Τεχεράνη, το Ισφαχάν, την Ταμπρίζ, το Μασάντ, το Καζβίν, το Γιαζντ και το Κερμανσάχ. Η γενική απεργία, που ενθαρρύνθηκε από τους επικεφαλής μουτζταχέντ, εξαπλώθηκε ακόμη περισσότερο και εξελίχθηκε σε μποϊκοτάζ των καταναλωτών σε όλη την επικράτεια. Και το μποϊκοτάζ των καταναλωτών, πυροδοτώντας επικίνδυνες μαζικές διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, ανάγκασε τελικά τον Σάχη να ακυρώσει την παραχώρηση. Η αναταραχή αποκάλυψε τις θεμελιώδεις αλλαγές που είχαν συντελεστεί στο Ιράν του δέκατου ένατου αιώνα. Απέδειξε ότι οι τοπικές απεργίες μπορούσαν πλέον να μετατραπούν σε εθνικές εξεγέρσεις, ότι η διανόηση και η μεσαία τάξη των ιδιοκτητών ήταν σε θέση να συνεργαστούν και ότι ο Σάχης, παρά τους υπερφίαλους ισχυρισμούς του, δεν διέθετε εργαλεία εξαναγκασμού μεγάλης κλίμακας∙ απλά δέσποζε πάνω από την κοινωνία σαν ένας Τιτάνας με πήλινα πόδια. Η διαμαρτυρία για τον καπνό, στην πραγματικότητα, ήταν μια πρόβα τζενεράλε για την επερχόμενη συνταγματική επανάσταση.
Στα χρόνια μετά την κρίση του καπνού, ο Σάχης Νάσερ αντ-Ντιν στράφηκε προς περισσότερη πολιτική καταστολή και απομακρύνθηκε από επικίνδυνες καινοτομίες. Πούλησε λίγες παραχωρήσεις, διέκοψε την ανάπτυξη του Νταρ αλ-Φουνούν, απαγόρευσε το άνοιγμα νέων σχολείων, έκανε τα στραβά μάτια όταν ένας θρησκευτικός όχλος έκαψε ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απαγόρευσε την εισαγωγή φιλελεύθερων εφημερίδων, προσπάθησε να αναζωπυρώσει τις φυλετικές αντιπαλότητες και τους κοινοτικούς ανταγωνισμούς, τερμάτισε τις κρατικές υποτροφίες για σπουδές στο εξωτερικό και απαγόρευσε ακόμη και στους δικούς του συγγενείς να επισκέπτονται την Ευρώπη. Λέγεται ότι ο Σάχης προτιμούσε πλέον αυλικούς που δεν ήξεραν αν οι Βρυξέλλες ήταν τόπος ή λαχανικό. Ωστόσο, αυτή η περίοδος αντίδρασης έληξε απότομα το 1896, όταν ένας χρεοκοπημένος έμπορος, ο οποίος ήταν επίσης αφοσιωμένος μαθητής του Τζαμάλ αντ-Ντιν «αλ-Αφγανί» –του διάσημου πανισλαμιστή προπαγανδιστή– δολοφόνησε τον Σάχη Νάσερ αντ-Ντιν. Η σφαίρα που σκότωσε τον Σάχη σηματοδότησε και το τέλος του παλαιού καθεστώτος.
Ο νέος μονάρχης, Μουζαφφάρ αντ-Ντιν Σαχ, επιτάχυνε την κατάρρευση του παλαιού καθεστώτος αντιστρέφοντας τις πολιτικές του προκατόχου του. Ενώ διαπραγματευόταν νέα δάνεια από τη Βρετανία και τη Ρωσία, εν μέρει για τη χρηματοδότηση των «ιατρικών» επισκέψεών του στην Ευρώπη, και παρέδιδε τα τελωνεία σε Βέλγους αξιωματούχους ως οικονομική εγγύηση, ο Μουζαφφάρ αντ-Ντιν Σαχ εγκαινίασε μια φιλελεύθερη εποχή. Χαλάρωσε τη λογοκρισία, ήρε την απαγόρευση των ταξιδιών, διόρισε τον Μαλκούμ Χαν πρεσβευτή στη Ρώμη, άνοιξε τις Σχολές Γεωργίας και Πολιτικών Επιστημών και, το σημαντικότερο όλων, επέτρεψε τη δημιουργία εμπορικών, πολιτιστικών και εκπαιδευτικών συλλόγων. Μια ομάδα εμπόρων στο Ισφαχάν δημιούργησε την Σιρκάτ-ι Ισλαμί (Ισλαμική Εταιρεία), την πρώτη μεγάλη μετοχική εταιρεία της χώρας. Πρόθεσή τους ήταν να «διαφυλάξουν την εθνική ανεξαρτησία» προστατεύοντας την παραδοσιακή χειροτεχνία και προωθώντας τις σύγχρονες επιχειρήσεις, ιδίως την κλωστοϋφαντουργία[58]. Ένας κύκλος διανοουμένων στην Ταμπρίζ, που η γνώση της τουρκικής γλώσσας τους επέτρεπε να παρακολουθούν τις πολιτιστικές τάσεις στον Καύκασο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δημοσίευσε ένα σημαντικό περσικό περιοδικό με το όνομα Γκαντζέχ-ι Φουνούν (Θησαυρός της Γνώσης)[59]. Μια άλλη ομάδα διανοουμένων στην Τεχεράνη δημιούργησε τον Μορφωτικό Σύλλογο (Αντζουμάνι-ι Μα’αρέφ) και συγκέντρωσε βιβλία για να ιδρύσει την πρώτη Εθνική Βιβλιοθήκη της χώρας (Κιτάμπχανεχ-ι Μελλί). Με την ενθάρρυνση του κράτους, ο Μορφωτικός Σύλλογος βοήθησε τους ιδιώτες εκπαιδευτικούς να ανοίξουν πάνω από πενήντα πέντε σύγχρονα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στα εγκαίνια ενός από αυτά τα σχολεία, ο πρόεδρος του Συλλόγου συνόψισε τα αισθήματα των συναδέλφων του:
Η εκπαίδευση είναι αυτή που διαχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα, τους χρήσιμους πολίτες από τους άχρηστους αδαείς, τα πολιτισμένα όντα από τους άγριους βαρβάρους. Η εκπαίδευση δημιουργεί φως στο πολιτιστικό σκοτάδι. Η εκπαίδευση μας διδάσκει πώς να κατασκευάζουμε ατμομηχανές, εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, σιδηροδρόμους και βιομηχανίες. Η εκπαίδευση επέτρεψε στην Ιαπωνία να μεταμορφωθεί μέσα σε μια γενιά από μια καθυστερημένη αδύναμη κοινωνία σε ένα προηγμένο ισχυρό έθνος. Η εκπαίδευση, αντίστοιχα, θα επιτρέψει στο Ιράν όχι μόνο να ανακτήσει την αρχαία του δόξα, αλλά και να δημιουργήσει μια νέα γενιά που θα έχει συνείδηση της ατομικής ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της προσωπικής ελευθερίας και της εθνικής προόδου[60].
Ο Μουζαφφάρ αντ-Ντιν Σάχ ξεκίνησε τη φιλελεύθερη πολιτική του με την ελπίδα να ικανοποιήσει την αντιπολίτευση. Όμως η ίδια πολιτική, συμπίπτοντας με την εντεινόμενη δυτική διείσδυση, απλώς ενθάρρυνε την αντιπολίτευση να σχηματίσει ημιπαράνομες οργανώσεις. Από αυτές τις οργανώσεις, οι ακόλουθες πέντε έμελλε να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην επανάσταση: ο Μυστικός Σύλλογος (Αντζουμάν-ι Μαχφί), το Μυστικό Κέντρο (Μαρκάζ-ι Γαϊμπί), το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (Χιζμπ-ι Ιτζτιμα’γούν-ι ‘Αμιγιούν), η Εταιρεία της Ανθρωπότητας (Τζαμά’-ι Ανταμιγιάτ) και η Επαναστατική Επιτροπή (Κομιτέχ-ι Ενγκιλαμπί).
Ο Μυστικός Σύλλογος, η σημαντικότερη από τις οργανώσεις, σχηματίστηκε στην Τεχεράνη στις αρχές του 1905 από μέλη του «ουλαμά» και από εμπόρους με στενούς δεσμούς με τις εμπορικές και βιοτεχνικές συντεχνίες (ασνάφ). Ο Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, ιδρυτικό μέλος, έχει περιγράψει τον κώδικα συμπεριφοράς και το εθνικό πρόγραμμα της Εταιρείας σε ένα λεπτομερές ημερολόγιο που δημοσιεύθηκε με τον τίτλο Η ιστορία της ιρανικής αφύπνισης[61]. Ο κώδικας συμπεριφοράς, που λαμβανόταν ως όρκος στο Κοράνι, υποσχόταν μυστικότητα, αντίθεση στην «τυραννία», σεβασμό προς τους «ουλαμά», προσευχές στο τέλος κάθε συνάντησης και αποδοχή του Μαχντί ως του μοναδικού «αληθινού προστάτη» του Συλλόγου. Το εθνικό πρόγραμμα απαιτούσε Νομοθετικό Σώμα της Δικαίου (‘Ανταλάτχανεχ), μια έρευνα για την καταγραφή της γης, μια δίκαιη φορολογική δομή, στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, κατευθυντήριες γραμμές για το διορισμό και την αποπομπή των επαρχιακών διοικητών, ενθάρρυνση του εμπορίου, αναδιοργάνωση των τελωνείων και εφαρμογή της σαρί’α. Η Εταιρεία, επιπλέον, δημιούργησε επαφές με τους κορυφαίους «ουλαμά» στην Κάρμπαλα και τη Νατζάφ, καθώς και με τον Σαγίντ Αμπντουλάχ Μπεχμπεχανί και τον Σαγίντ Μουχάμμαντ Ταμπαταμπαΐ, δύο από τους τρεις σημαντικούς μουτζταχέντ που ζούσαν στην Τεχεράνη.
Ενώ ο Μυστικός Σύλλογος σχηματίστηκε κυρίως από τη μεσαία τάξη των ιδιοκτητών, οι άλλες τρεις οργανώσεις αντλούσαν τα λίγα μέλη τους κυρίως από τη μοντέρνα διανόηση. Το Μυστικό Κέντρο οργανώθηκε στην Ταμπρίζ από δώδεκα νεαρούς ριζοσπάστες που συνδέονταν με το περιοδικό Γκαντζέχ-ι Φουνούν[62]. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο ‘Άλι Καρμπαλαγί, ένας Σαϊχί έμπορος, ο οποίος είχε το παρατσούκλι «Μεσιέ» λόγω του ενδιαφέροντός του για τη γαλλική λογοτεχνία και τη γαλλική πολιτική σκέψη. Οι υπόλοιποι στην ομάδα περιλάμβαναν τρεις εμπόρους που ταξίδευαν συχνά για δουλειές στο Μπακού, έναν βιβλιοπώλη, έναν φαρμακοποιό, δύο βυρσοδέψες, έναν δημόσιο υπάλληλο και έναν νεαρό απόφοιτο της τοπικής γαλλικής ιεραποστολικής σχολής. Το Κέντρο επικέντρωσε τις δραστηριότητές του στο βιβλιοπωλείο Ταρμπιγιάτ, το οποίο ήταν ο κύριος τόπος συγκέντρωσης των λίγων ντόπιων διανοουμένων που ενδιαφέρονταν για τις ευρωπαϊκές γλώσσες και τις σύγχρονες επιστήμες.
Το Ιρανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ιδρύθηκε στο Μπακού στις αρχές του 1904 από έντεκα μετανάστες από το ιρανικό Αζερμπαϊτζάν, οι οποίοι είχαν δραστηριοποιηθεί για κάποιο χρονικό διάστημα στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα[63]. Παρόλο που το κόμμα είχε επικεφαλής διανοούμενους, προσπάθησε να ιδρύσει παραρτήματα μεταξύ των περίπου 80.000 μεταναστών εργατών από το ιρανικό Αζερμπαϊτζάν που απασχολούνταν στα πετρελαιοπηγές του Μπακού. Το πρόγραμμα του κόμματος, το οποίο ήταν κυρίως μετάφραση των οικονομικών αιτημάτων των Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών, ζητούσε το δικαίωμα των εργατών να οργανώνονται και να απεργούν, οκτάωρη εργασία, συντάξεις γήρατος, προοδευτικό φόρο εισοδήματος, διανομή της γης μεταξύ εκείνων που την καλλιεργούσαν, στέγαση για τους φτωχούς, δωρεάν σχολεία, μείωση των φόρων κατανάλωσης, ελευθερία του λόγου, του Τύπου και των συναθροίσεων, και ανοχή για όλες τις θρησκείες, τις «αποδεκτές από τη σαρί’α»[64]. Το Μυστικό Κέντρο στην Ταμπρίζ, το οποίο δημιούργησε στενούς δεσμούς με τους Σοσιαλδημοκράτες στο Μπακού, κυκλοφόρησε το πρόγραμμα του κόμματος στο Ιράν.
Ενώ οι δύο αυτές οργανώσεις επηρεάστηκαν από τον επαναστατικό σοσιαλισμό του ρωσικού μαρξισμού, η Εταιρεία της Ανθρωπότητας εμπνεύστηκε από τον φιλελεύθερο ανθρωπισμό του Ογκύστ Κοντ. Ο ιδρυτής της Εταιρείας, ο Μιρζά ’Αμπάς Κουλί Χαν Καζβινί, μετέπειτα επονομαζόμενος Ανταμιγιάτ (Ανθρωπότητα), ήταν μαθητής του Μαλκούμ Χαν και ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ο γιος του, Φερεϊντούν Ανταμιγιάτ, ο γνωστός ιστορικός του συνταγματικού κινήματος, γράφει ότι η Εταιρεία είχε τρεις κύριους στόχους: να χρησιμοποιήσει την κοινωνική μηχανική για την εθνική ανάπτυξη, να εξασφαλίσει την ατομική ελευθερία ώστε να μπορέσει να «ανθίσει» η ανθρώπινη λογική και να επιτύχει νομική ισότητα για όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως γέννησης και θρησκείας[65]. Η Εταιρεία αντλούσε τα μέλη της κυρίως από τη σχολή του Νταρ αλ-Φουνούν και από τις ανώτερες, αλλά όχι πριγκιπικές, βαθμίδες της κεντρικής διοίκησης. Διότι η κραυγή της νομικής ισότητας απευθυνόταν στην αντιπάθεια των εκπαιδευμένων επαγγελματιών για τα κληρονομικά προνόμια∙ η έννοια της κοινωνικής μηχανικής τους υποσχόταν ζωτικούς ρόλους στη διαδικασία της εθνικής ανάπτυξης∙ η ελπίδα της ελευθερίας ανταποκρινόταν στην επιθυμία τους για προσωπική ασφάλεια από την αυθαίρετη κυβέρνηση∙ και η τελετουργική μυστικότητα της Εταιρείας, η οποία είχε αντιγραφεί από τους Ευρωπαίους μασόνους μέσω του Φαραμούσχανε του Μαλκούμ Χαν, τους προστάτευε τόσο από τις συντηρητικές αρχές όσο και από τις θρησκευόμενες μάζες.
Ενώ η Εταιρεία της Ανθρωπότητας ήταν προσεκτική στους άμεσους στόχους της, η Επαναστατική Επιτροπή ήταν ριζοσπαστική τόσο στη στρατηγική όσο και στην τακτική της. Σύμφωνα με τον Μαλεκζαντέχ, του οποίου ο πατέρας, ο Μιρζά Μαλέκ αλ-Μοτακαλλαμίν, ήταν επικεφαλής της ομάδας, η Επιτροπή αποτελούνταν από πενήντα επτά «ριζοσπάστες διανοούμενους» που σύχναζαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη[66]. Οι πενήντα επτά συναντήθηκαν κρυφά στα προάστια της Τεχεράνης τον Μάιο του 1904 και κατάρτισαν ένα σχέδιο για την «ανατροπή του δεσποτισμού» και την «εγκαθίδρυση του κράτους του νόμου και της δικαιοσύνης». Το σχέδιο προέβλεπε την εκμετάλλευση των προσωπικών ζηλοφθονιών, καθώς και των πολιτικών διαφορών, μεταξύ των υπουργών, των αυλικών και των θρησκευτικών ηγετών, φροντίζοντας πάντα να υποστηρίζουν τους λιγότερο συντηρητικούς έναντι των πιο συντηρητικών∙ την εξασφάλιση επαφών με τους λαϊκούς και «φωτισμένους» θρησκευτικούς ηγέτες, την αποφυγή όλων των μη ισλαμικών δραστηριοτήτων για να διασκεδαστούν οι υποψίες των θρησκευτικών αρχών, παρόλο που η Επιτροπή συμφώνησε ότι η ανεξιθρησκεία ήταν μία από τις «θεμελιώδεις αρχές»∙ και τη χρήση ομιλιών, άρθρων, μεταφράσεων, διαλέξεων και εφημερίδων για την εκλαΐκευση των ιδεών της συνταγματικής δημοκρατίας στις ιρανικές μάζες. Ο Μαλεκζαντέχ σχολίασε χρόνια αργότερα ότι αυτοί οι κοσμικοί ριζοσπάστες ήταν υποχρεωμένοι να ζητήσουν τη βοήθεια των «ουλαμά» επειδή η «κατώτερη τάξη» βρισκόταν ακόμα υπό την κυριαρχία της «άρχουσας τάξης» των πριγκίπων, των φυλετικών αρχηγών και των γαιοκτημόνων πατρόνων[67].
Η Επαναστατική Επιτροπή αντανακλούσε την κοινωνιολογική σύνθεση της πρώτης γενιάς της διανόησης. Οι 57 περιλάμβαναν 15 δημόσιους υπαλλήλους, 8 εκπαιδευτικούς, 4 μεταφραστές, 1 γιατρό, 14 κληρικούς (όλοι τους είχαν σπουδάσει σύγχρονα θέματα), 1 αρχηγό φυλής, 3 εμπόρους και 4 τεχνίτες. Όλοι είχαν γνωρίσει τον δυτικό πολιτισμό είτε μέσω του Νταρ αλ-Φουνούν, είτε μέσω της μελέτης ευρωπαϊκών γλωσσών, είτε μέσω της ανάγνωσης πρόσφατων μεταφράσεων, είτε μέσω της επιρροής του Μαλκούμ Χαν. Πολλοί από τους 57 είχαν φτάσει στη μέση ηλικία. Τρεις είχαν γεννηθεί σε οικογένειες της αριστοκρατίας των Χαζάρων, 21 σε οικογένειες «ουλαμά», 7 σε οικογένειες δημοσίων υπαλλήλων και 8 σε οικογένειες του παζαριού. Δύο ήταν Ζωροαστριστές, ένας ήταν ηγέτης ενός τάγματος Νι’ματί, και τουλάχιστον 5 κατηγορήθηκαν από τον συντηρητικό κλήρο ότι ήταν κρυφοί «ελευθερόφρονες.»[68]
Έτσι, το Ιράν του 1905 προχωρούσε γρήγορα προς μια επανάσταση. Η μεσαία τάξη των ιδιοκτητών, η οποία ήταν παραδοσιακά καχύποπτη απέναντι στη μοναρχία, είχε πλέον αποξενωθεί τόσο οικονομικά όσο και ιδεολογικά από την κυρίαρχη δυναστεία. Η μοντέρνα διανόηση, εμπνευσμένη από τον συνταγματισμό, την εκκοσμίκευση και τον εθνικισμό, απέρριπτε το παρελθόν, αμφισβητούσε το παρόν και υποστήριζε ένα νέο όραμα για το μέλλον. Επιπλέον, τόσο η ιδιοκτήτρια μεσαία τάξη όσο και η διανόηση, παρά τις θεμελιώδεις διαφορές τους, έστρεφαν τις επιθέσεις τους στον ίδιο στόχο – την κεντρική κυβέρνηση. Και οι δύο σχημάτιζαν τις δικές τους μυστικές και μισο-μυστικές εταιρείες, ενώσεις και πολιτικά κόμματα. Επιπλέον, και οι δύο γνώριζαν ότι η δυναστεία των Χαζάρων δεν ήταν μόνο οικονομικά χρεοκοπημένη, αλλά και διοικητικά αδύναμη, ηθικά απαξιωμένη και, το πιο κρίσιμο απ’ όλα, στρατιωτικά αναποτελεσματική. Η χώρα περίμενε ένα τελευταίο σπρώξιμο για να προχωρήσει στη συνταγματική επανάσταση.

Η Επανάσταση, Ιούνιος 1905 – Αύγουστος 1906
Το τελευταίο σπρώξιμο ήρθε με την οικονομική κρίση των αρχών του 1905. Μια κακή συγκομιδή και μια ξαφνική διακοπή στο βόρειο εμπόριο που προκλήθηκε από μια επιδημία χολέρας, από τα βαριά χιόνια, από τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο και από την επανάσταση που ακολούθησε στη Ρωσία, οδήγησαν σε ραγδαίο πληθωρισμό σε όλο το Ιράν. Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών του 1905, η τιμή της ζάχαρης αυξήθηκε κατά 33% και του σιταριού κατά 90% σε πόλεις όπως η Τεχεράνη, η Ταμπρίζ, το Ραστ και το Μασάντ[69]. Η κυβέρνηση, διαπιστώνοντας ότι τα τελωνειακά της έσοδα μειώνονταν, το κόστος των τροφίμων αυξανόταν και οι εκκλήσεις της για νέα εξωτερικά δάνεια απορρίπτονταν, αύξησε αμέσως τους δασμούς για τους ντόπιους εμπόρους και ανέβαλε την αποπληρωμή των δόσεων προς τους ντόπιους πιστωτές[70]. Αυτό προκάλεσε τρεις δημόσιες διαμαρτυρίες, η καθεμία πιο έντονη από την προηγούμενη, με αποκορύφωμα την επανάσταση του Αυγούστου του 1906.
Η πρώτη διαμαρτυρία έλαβε τη μορφή ειρηνικής πορείας κατά τη διάρκεια του θρησκευτικού μήνα πένθους Μουχαρράμ από περίπου διακόσιους καταστηματάρχες και δανειστές στην Τεχεράνη. Ζητώντας την αποπληρωμή των κρατικών δανείων και την απόλυση του Μεσιέ Νω, του Βέλγου διευθυντή των τελωνείων, οι διαδηλωτές έκλεισαν τα καταστήματά τους, μοίρασαν μια φωτογραφία του Νω μεταμφιεσμένου σε μουλά σε χορό με φανταχτερά φορέματα και προχώρησαν, με επικεφαλής έναν πλούσιο έμπορο μαντήλων, προς το ιερό του Σαχ ’Αντούλ ’Αζίμ. Ένας εκπρόσωπος της ομάδας συνόψισε τα παράπονά τους στον ανταποκριτή της Χαμπλ αλ-Ματίν (Δυνατή Χορδή), μιας εφημερίδας που εκδίδεται από Ιρανούς διανοούμενους στην Καλκούτα: «Η κυβέρνηση πρέπει να αντιστρέψει την παρούσα καταστροφική πολιτική της, που βοηθά τους Ρώσους εμπόρους, πιστωτές και βιομηχάνους εις βάρος των Ιρανών επιχειρηματιών. Η κυβέρνηση πρέπει να προστατεύσει τους επιχειρηματίες μας, ακόμη και αν τα προϊόντα τους δεν είναι ακόμη τόσο καλά όσο αυτά των ξένων ανταγωνιστών. Αν συνεχιστεί η παρούσα πολιτική, ολόκληρη η οικονομία μας θα καταστραφεί.»[71] Μετά από δύο εβδομάδες διαπραγματεύσεων, ο Μουζαφφάρ αντ-Ντιν Σάχ, ο οποίος ανυπομονούσε να φύγει για άλλη μια ευρωπαϊκή περιοδεία, ικανοποίησε τους διαδηλωτές υποσχόμενος να ανταποκριθεί στα αιτήματά τους μόλις επέστρεφε από την Ευρώπη. Η υπόσχεσή του, ωστόσο, δεν υλοποιήθηκε ποτέ, διότι το ταμείο παρέμενε χρεοκοπημένο και οι Ρώσοι απείλησαν με «αναγκαία μέτρα» αν η τελωνειακή διοίκηση, έφευγε από «ασφαλή χέρια.»[72]
Η δεύτερη διαμαρτυρία ξέσπασε τον Δεκέμβριο, όταν ο κυβερνήτης της Τεχεράνης προσπάθησε να μειώσει τις τιμές της ζάχαρης, τιμώρησε με φάλαγγα δύο από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς ζάχαρης. Ένα από τα θύματα ήταν ένας πολύ σεβαστός 79χρονος έμπορος που είχε χρηματοδοτήσει την επισκευή του κεντρικού παζαριού και την ανοικοδόμηση τριών τζαμιών. Ισχυρίστηκε μάταια ότι οι υψηλές τιμές δεν οφείλονταν στην αποθησαύριση αλλά στις ταραχές στη Ρωσία. Σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα, η είδηση των ξυλοδαρμών «έσκασε σαν αστραπή» στα παζάρια[73]. Τα καταστήματα και τα εργαστήρια έκλεισαν∙ οι πρεσβύτεροι των συντεχνιών οργάνωσαν μαζική συγκέντρωση στο κεντρικό τζαμί∙ και δύο χιλιάδες έμποροι, ηγέτες συντεχνιών, φοιτητές θεολογίας και μέλη του «ουλαμά», με επικεφαλής τους δύο μουτζταχέντ, τον Ταμπαταμπαΐ και τον Μπεχμπεχανί, κατέφυγαν στο Σαχ ‘Αμπντούλ ‘Αζίμ. Από εκεί έστειλαν στην κυβέρνηση τέσσερα κύρια αιτήματα: αντικατάσταση του κυβερνήτη, απόλυση του Νω, επιβολή της σαρί’α και συγκρότηση Νομοθετικού Σώματος (‘Ανταλάτχανεχ). Αρχικά, το δικαστήριο απάντησε ότι ένας τέτοιος θεσμός θα κατέστρεφε όλες τις τάξεις «ακόμη και μεταξύ ευγενών πριγκίπων και κοινών μπακάληδων»[74]. Ένας υπουργός πρόσθεσε μάλιστα ότι αν οι πρωτεργάτες δεν ήταν ικανοποιημένοι με τις συνθήκες στο μουσουλμανικό Ιράν θα έπρεπε να μεταναστεύσουν σε μη μουσουλμανικές «δημοκρατικές» χώρες όπως η Γερμανία. Αλλά αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς να κάμψει την απεργία για έναν ολόκληρο μήνα, ο Σάχης συμφώνησε τελικά σε όλα τα αιτήματα. Κατά τη νικηφόρα επιστροφή τους στην Τεχεράνη, οι διαδηλωτές έγιναν δεκτοί από τεράστια πλήθη που φώναζαν «Ζήτω το Έθνος του Ιράν». Ο Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί σημείωσε στο ημερολόγιό του ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που η φράση «Έθνος του Ιράν» (Μιλλάτ-ι Ιράν) είχε ακουστεί στους δρόμους της Τεχεράνης[75].
Ο τρίτος κύκλος διαμαρτυριών ξέσπασε το καλοκαίρι του 1906 κατά τη διάρκεια του μήνα Μουχαρράμ. Προκλήθηκαν κυρίως από την αποτυχία του Σάχη να συγκαλέσει το Νομοθετικό Σώμα και εν μέρει από την απερίσκεπτη απόπειρα της αστυνομίας να συλλάβει ορισμένους εκδηλωμένους αντικυβερνητικούς ιεροκήρυκες. Καθώς οι συντεχνίες κάλεσαν σε νέα απεργία και οι μυστικές εταιρείες κυκλοφόρησαν οργισμένα φυλλάδια, ένα συγκινημένο πλήθος φοιτητών θεολογίας συγκεντρώθηκε στο αστυνομικό τμήμα της πόλης όπου κρατούνταν οι ιεροκήρυκες. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, η αστυνομία πυροβόλησε έναν από τους διαδηλωτές που έτυχε να είναι σαγίντ. Το επόμενο πρωί, χιλιάδες έμποροι, τεχνίτες και φοιτητές θεολογίας –πολλοί από αυτούς φορούσαν λευκά καλύμματα ως ένδειξη της προθυμίας τους να πεθάνουν σε μια θρησκευτική εκστρατεία– προχώρησαν με τη σορό του σαγίντ από το κεντρικό παζάρι σε μια δημόσια κηδεία στο κεντρικό τζαμί. Έξω από το τζαμί, ωστόσο, ανακόπηκαν από τους Κοζάκους. Η σύγκρουση ήταν σύντομη αλλά αιματηρή: είκοσι δύο έχασαν τη ζωή τους και πάνω από εκατό υπέστησαν σοβαρούς τραυματισμούς[76]. Καθώς ένα ποτάμι αίματος χώριζε πλέον την αυλή από τη «χώρα», ορισμένα μέλη της «ουλαμά» άρχισαν να συγκρίνουν ανοιχτά τους Χαζάρους με τον διαβόητο Γιαζίντ, τον σουνίτη ηγέτη που είχε δολοφονήσει με μαρτυρικό τρόπο τον σιίτη ιμάμη Χουσεΐν.
Η αντιπολίτευση αντέδρασε στη βία με τη διοργάνωση δύο μαζικών διαδηλώσεων. Ο Ταμπαταμπαΐ, ο Μπεχμπεχανί και άλλοι θρησκευτικοί ηγέτες, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του διορισμένου από το κράτος ιμάμ τζουμά’εχ [ιμάμης της Παρασκευής], μετέφεραν τις οικογένειές τους, τους ακόλουθούς τους και δύο χιλιάδες φοιτητές θεολογίας στον ιερό ναό της Κομ 90 μίλια νότια της Τεχεράνης. Από την Κομ, διακήρυξαν ότι η χώρα θα έμενε χωρίς πνευματική καθοδήγηση –κατά συνέπεια, χωρίς δικαστικές αποφάσεις και νομικές συναλλαγές– έως ότου ο Σάχης εκπληρώσει τις προηγούμενες υποσχέσεις του. Οι «ουλαμά» είχαν ξεκινήσει απεργία.
Εν τω μεταξύ, δύο επιφανείς έμποροι –ο ένας εκ των οποίων δραστηριοποιούνταν στη Μυστική Εταιρεία– ρώτησαν τους Βρετανούς πρέσβεις αν μπορούσαν αυτοί και οι φίλοι τους να λάβουν άσυλο (μπαστ) στη θερινή κατοικία της βρετανικής πρεσβείας στο χωριό Γκουλχάκ, λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Τεχεράνης. Η Βρετανική Πρεσβεία, σε υπόμνημα προς το Λονδίνο, περιέγραψε λεπτομερώς τα γεγονότα που ακολούθησαν:
«Μετά τους πυροβολισμούς, φάνηκε ότι η κυβέρνηση είχε βγει τελικά κερδισμένη. Η πόλη ήταν στα χέρια των στρατευμάτων. Οι λαϊκοί ηγέτες είχαν φύγει. Τα παζάρια είχαν καταληφθεί από τους στρατιώτες. Και δεν φαινόταν να υπάρχει κανένα καταφύγιο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το λαϊκό κόμμα κατέφυγε σε ένα μέσο που καθαγιάστηκε από ένα παλιό, και μάλιστα πανάρχαιο έθιμο – τον θεσμό του μπαστ. Αποφασίστηκε, ελλείψει όλων των άλλων καταφυγίων, να υιοθετηθεί αυτή η τακτική... Δύο άτομα επισκέφθηκαν την Πρεσβεία στο Γκουλάκ [sic] και ρώτησαν αν, σε περίπτωση που ο λαός έπαιρνε μπαστ στη βρετανική Πρεσβεία, ο πρέσβης θα επικαλούνταν τη βοήθεια του στρατού για να τους απομακρύνει. Ο κ. Γκραντ Νταφ εξέφρασε την ελπίδα του ότι δεν θα καταφύγουν σε μια τέτοια τακτική, αλλά είπε ότι δεν ήταν στη δικαιοδοσία του, ενόψει του αναγνωρισμένου εθίμου στην Περσία, να χρησιμοποιήσει βία αν έρχονταν... Το επόμενο βράδυ, πενήντα έμποροι και μουλάδες εμφανίστηκαν στην Πρεσβεία και έπιασαν το κατάλυμά τους για τη νύχτα. Ο αριθμός τους αυξήθηκε σταδιακά και σύντομα υπήρχαν 14.000 άτομα στον κήπο της Πρεσβείας.»[77]
Οι 14.000, προερχόμενοι κυρίως από το παζάρι, καθοδηγούνταν από μια επιτροπή μαστόρων των συντεχνιών. Η επιτροπή αυτή διέθετε χώρο για τις διάφορες συντεχνίες: ένας επισκέπτης ανέφερε ότι είδε περισσότερες από πεντακόσιες σκηνές, «γιατί όλες οι συντεχνίες, ακόμη και οι τσαγκάρηδες, οι πωλητές καρυδιών και οι γανωματήδες, είχαν από μία τουλάχιστον σκηνή.»[78] Η επιτροπή επέβαλε πειθαρχία για να προστατεύσει την περιουσία των οικοδεσποτών της: η Πρεσβεία ανέφερε αργότερα ότι σχεδόν τίποτα δεν είχε καταστραφεί, «αν και κάθε ίχνος παρτεριού είχε ποδοπατηθεί και τα δέντρα εξακολουθούν να φέρουν θρησκευτικές επιγραφές χαραγμένες στο φλοιό»[79]. Οργάνωσε διαδηλώσεις γυναικών έξω από το Βασιλικό Παλάτι και τη Βρετανική Πρεσβεία. Έλεγχε επίσης την είσοδο στην Πρεσβεία, κάνοντας δεκτούς μόνο φοιτητές και καθηγητές από το Νταρ αλ-Φουνούν, τη Γεωργική Σχολή και τη Σχολή και Πολιτικών Επιστημών. Αυτές οι νέες αφίξεις, σύμφωνα με τον Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, μετέτρεπαν την Πρεσβεία σε «ένα τεράστιο υπαίθριο σχολείο πολιτικών επιστημών, όπου γίνονταν διαλέξεις για τα συνταγματικά συστήματα στην Ευρώπη»[80]. Σύμφωνα με έναν άλλο αυτόπτη μάρτυρα, ορισμένοι από τους φοιτητές του Νταρ αλ-Φουνούν μιλούσαν ακόμη και για τα πλεονεκτήματα της δημοκρατικής μορφής διακυβέρνησης[81]. Η επιτροπή, εξάλλου, προνόησε να συγκεντρώσει χρήματα από πλούσιους εμπόρους για να βοηθήσει τους φτωχότερους μισθωτούς που δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά μια παρατεταμένη απεργία. Ένας από τους συμμετέχοντες έγραψε στα απομνημονεύματά του:
«Θυμάμαι καθαρά τη μέρα που ακούσαμε ότι οι αντιδραστικοί είχαν αρχίσει να σπέρνουν τη δυσαρέσκεια μεταξύ των κατώτερων ξυλουργών και πριονιστών. Οι πρώτοι, όντας θυμωμένοι που τους είχαν στερήσει το βιοπορισμό τους, ήθελαν να μάθουν τι είχαν να κερδίσουν από το όλο εγχείρημα. Οι δεύτεροι, όντας αναλφάβητοι και μη ορθολογιστές, ήταν απρόθυμοι να δεχτούν οποιαδήποτε λογικά επιχειρήματα. Αν αυτές οι δύο ανεύθυνες ομάδες είχαν αποχωρήσει, ολόκληρο το κίνημά μας θα είχε υποφέρει. Ευτυχώς, τους πείσαμε να παραμείνουν στο μπαστ.»[82]
Τέλος, η επιτροπή των πρεσβύτερων των συντεχνιών, κατόπιν συμβουλής των μοντέρνων μορφωμένων συναδέλφων της, απαίτησε από τον Σάχη όχι μόνο ένα Νομοθετικό Σώμα αλλά και μια Συντακτική Εθνοσυνέλευση για τη σύνταξη γραπτού συντάγματος.
Στην αρχή, η αυλή αποκήρυξε τους διαδηλωτές ως «ένα μάτσο προδότες που είχαν προσλάβει οι Βρετανοί»[83]. Αλλά αντιμέτωπη με μια γενική απεργία διαρκείας στην Τεχεράνη και έναν κατακλυσμό τηλεγραφημάτων από τις επαρχίες, πρότεινε μια «Ισλαμική Συνέλευση» που ακουγόταν λιγότερο δημοκρατικά[84]. Αλλά και πάλι αντιμέτωπη με το αδιαπραγμάτευτο αίτημα για μια εκλεγμένη «Εθνοσυνέλευση», με οργισμένα τηλεγραφήματα από την ιρανική κοινότητα του Μπακού που απειλούσαν να στείλουν «ένοπλους εθελοντές»[85] και με τη «μοιραία ανακοίνωση» ότι ακόμη και οι Κοζάκοι, των οποίων οι μισθοί καθυστερούσαν, ετοιμάζονταν να αποστατήσουν[86], η αυλή τελικά συνθηκολόγησε. Στις 5 Αυγούστου, σχεδόν έναν ολόκληρο μήνα αφότου οι πρώτοι διαδηλωτές βρήκαν καταφύγιο στην Πρεσβεία, ο Σάχης Μουζαφφάρ αντ-Ντιν υπέγραψε προκήρυξη για τη σύγκληση Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης. Χρόνια αργότερα, ένας Ιρανός μαρξιστής δημοσιογράφος, σχολιάζοντας την αναρχική θεωρία της επανάστασης, έγραψε ότι η επανάσταση του 1905-1906 ήταν μοναδική στα χρονικά των αστικών επαναστάσεων, διότι απέδειξε ότι, υπό ειδικές συνθήκες, οι ειρηνικές διαμαρτυρίες, οι μαζικές συγκεντρώσεις και οι γενικές απεργίες μπορούσαν να ρίξουν την παλιά τάξη πραγμάτων[87].

Ο αγώνας για το Σύνταγμα, Αύγουστος 1906 – Οκτώβριος 1907
Παρόλο που η επανάσταση φαινόταν να έχει τελειώσει τον Αύγουστο του 1906, η διαδικασία σύνταξης ενός συντάγματος εξελίχθηκε σε έναν παρατεταμένο αγώνα που διήρκεσε μέχρι τον Οκτώβριο του 1907. Η Συντακτική Συνέλευση συνήλθε στην Τεχεράνη τον Σεπτέμβριο του 1906 για να διαμορφώσει έναν εκλογικό νόμο για την επερχόμενη Εθνοσυνέλευση. Οι αντιπρόσωποι ήταν κυρίως έμποροι, μέλη των «ουλαμά» και πρεσβύτεροι των συντεχνιών των παζαριών[88]. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο εκλογικός νόμος αντανακλούσε το κοινωνικό τους υπόβαθρο[89]. Το εκλογικό σώμα χωριζόταν σε έξι «τάξεις» (ταμπακάτ): πρίγκιπες και Χαζάροι, «ουλαμά» και φοιτητές θεολογίας, επώνυμοι (α’γιάν) και αριστοκράτες (ασράφ), έμποροι με «ορισμένη έδρα», γαιοκτήμονες με περιουσία τουλάχιστον 1.000 τόμαν[90] και τεχνίτες-εμπόροι από «αναγνωρισμένες συντεχνίες» και με κατάστημα του οποίου το ενοίκιο ήταν τουλάχιστον ίσο με το «μέσο ενοίκιο της περιοχής». Οι εκλογές στις επαρχίες επρόκειτο να διεξαχθούν σε δύο στάδια: κάθε «τάξη» σε κάθε περιφέρεια έστελνε έναν αντιπρόσωπο στην πρωτεύουσα της επαρχίας∙ οι αντιπρόσωποι αυτοί, με τη σειρά τους, εξέλεγαν τους επαρχιακούς αντιπροσώπους τους στην Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές στην Τεχεράνη, ωστόσο, επρόκειτο να διεξαχθούν σε ένα στάδιο: οι Χαζάροι υποδείκνυαν 4 βουλευτές, οι γαιοκτήμονες 10, οι «ουλαμά» 4, οι έμποροι 10 και οι συντεχνίες 32 από τις συνολικά 156 κοινοβουλευτικές έδρες.
Οι εκλογές για την Εθνοσυνέλευση λειτούργησαν καταλυτικά για την ανάπτυξη πολιτικών οργανώσεων. Στις επαρχιακές πόλεις, οι συντεχνίες των παζαριών, με την παρότρυνση των εμπόρων και των «ουλαμά», έσπευσαν να σχηματίσουν περιφερειακές συνελεύσεις ανεξάρτητες από τους επαρχιακούς κυβερνήτες και πάντοτε αντίθετες με αυτούς. Στην πρωτεύουσα, πάνω από τριάντα σύλλογοι εμφανίστηκαν στην πολιτική σκηνή. Ορισμένοι, όπως ο Σύλλογος Συντεχνιών, ο Σύλλογος Γραφέων, ο Σύλλογος Φοιτητών Θεολογίας, ήταν επαγγελματικές ενώσεις. Άλλες, όπως για παράδειγμα ο Σύλλογος των Αζερμπαϊτζανών, ο Σύλλογος των Αρμενίων, ο Σύλλογος των Εβραίων, ο Σύλλογος των Νότιων Ιρανών, ήταν κοινοτικές ενώσεις. Όλες, ωστόσο, υποστήριζαν την επανάσταση και έκαναν εκστρατεία για την εκλογή των ευνοούμενων υποψηφίων τους στην Εθνοσυνέλευση. Ο Τύπος ήταν εξίσου δραστήριος. Ο αριθμός των εφημερίδων και περιοδικών που εκδίδονταν στο Ιράν εκτοξεύθηκε από έξι την παραμονή της επανάστασης σε πάνω από εκατό κατά τη διάρκεια των έξι μηνών μετά τη Συντακτική Συνέλευση. Πολλές έφεραν αισιόδοξους, εθνικιστικούς και ριζοσπαστικούς τίτλους, όπως Ταρακκί (Πρόοδος), Μπινταρί (Αφύπνιση), Βατάν (Πατρίδα), Ανταμιγιάτ (Ανθρωπότητα), Ιττιχάντ (Ενότητα), Ουμίντ (Ελπίδα) και ‘Άσρ-ι Νόου (Η Νέα Εποχή). Τα μέλη του Μυστικού Κέντρου στην Ταμπρίζ εξέδωσαν τις Αζάντ (Ελεύθερος) και Μουτζαχέντ (Μαχητής της Ελευθερίας). Ο Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, του Μυστικού Συλλόγου στην Τεχεράνη, κυκλοφόρησε την Νίντα-γι Βατάν (Φωνή της Πατρίδας). Τέσσερα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής εξέδωσαν τις δικές τους εφημερίδες με τα ονόματα Χουκούκ (Δικαιώματα), Μουσαβάτ (Ισότητα), Ρουχ-ι αλ-Κουντς (Άγιο Πνεύμα) και Σούρ-ι Ισραφίλ (Σάλπισμα του Ισραήλ). Φαινόταν ότι η αντιπολίτευση, μετά από χρόνια αναγκαστικής σιωπής, έσπευδε τώρα στα τυπογραφεία για να ξεδιπλώσει όλες τις νέες αλλά και τις παλιές πολιτικές ιδέες της.
Η Εθνοσυνέλευση ξεκίνησε τον Οκτώβριο. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο σημαντικός ρόλος της ιδιοκτήτριας μεσαίας τάξης αντικατοπτρίστηκε στην κοινωνική σύνθεση των βουλευτών: το 26% ήταν πρεσβύτεροι συντεχνιών, το 20% κληρικοί και το 15% έμποροι[91]. Η πολιτική χροιά της Συνέλευσης έγινε εμφανής, όπως ήταν επίσης αναμενόμενο, στη σταδιακή διαμόρφωση τριών χαλαρών αλλά διακριτών «τάσεων» (μάσλακ): οι Βασιλόφρονες (Μοσταμπέντ), οι Μετριοπαθείς (Μο’ταντέλ) και οι Φιλελεύθεροι (Αζαντίχαχ). Οι Βασιλόφρονες, που αποτελούνταν κυρίως από αριστοκράτες γαιοκτήμονες, απέφευγαν τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις λόγω του μικρού μεγέθους της ομάδας τους. Οι Μετριοπαθείς, που αποτελούνταν από βουλευτές της μεσαίας τάξης των ιδιοκτητών, αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία της Συνέλευσης. Επικεφαλής τους ήταν δύο πλούσιοι έμποροι: ο Μουχάμμαντ ‘Άλι Σαλφουρούς (έμπορος μαντηλιών), ο ηγέτης της ειρηνικής πομπής προς το Σαχ ‘Αμπντούλ ‘Αζίμ τον Ιούνιο του 1905· και ο Αμίν αλ-Ζαρμπ, πρώην διευθυντής του βασιλικού νομισματοκοπείου και ο κύριος χρηματοδότης του μπαστ στη βρετανική πρεσβεία, ο οποίος, παρά τις βαριές εισφορές του Σαχ Νάσερ αντ-Ντιν, εξακολουθούσε να είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος στο Ιράν. Οι μετριοπαθείς έλαβαν επίσης πολύτιμη υποστήριξη από τους Ταμπαταμπαΐ και Μπεχμπεχανί, οι οποίοι, αν και δεν ήταν πραγματικοί βουλευτές, συμμετείχαν συχνά στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις.
Ενώ οι Μετριοπαθείς αντλούσαν την υποστήριξή τους κυρίως από την εύπορη μεσαία τάξη, οι Φιλελεύθεροι εκπροσωπούσαν κυρίως τη διανόηση. Αν και σχεδίαζαν εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις, ακόμη και κοσμικές, οι Φιλελεύθεροι συγκράτησαν προς το παρόν τον ριζοσπαστισμό τους, προκειμένου να συνεργαστούν με τους μετριοπαθείς για την κατάρτιση ενός ικανοποιητικού συντάγματος. Της μικρής ομάδας των είκοσι ενός βουλευτών τους ηγείτο ο Σαγίντ Χασάν Τακιζαντέχ, ένας εύγλωττος εκπρόσωπος από την Ταμπρίζ, ο οποίος, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, είχε έρθει σε ρήξη με το συντηρητικό κληρικό παρελθόν του για να ακολουθήσει το «φλογερό ενδιαφέρον» του για τις δυτικές επιστήμες, ιδίως την ιατρική[92]. Οι περισσότεροι από τους είκοσι ένα ανήκαν είτε στην Επαναστατική Επιτροπή, είτε στην Εταιρεία της Ανθρωπότητας, είτε στην Γαντζέχ-ι Φουνούν. Κάποιοι εκλέχθηκαν από την κοινότητα των Σαϊχί στην Ταμπρίζ, κάποιοι από τις συντεχνίες στην Τεχεράνη και κάποιοι από την ίδια τη Συνέλευση για να καλύψουν κενές θέσεις που προέκυψαν από θανάτους και παραιτήσεις[93]. Αν και αυτοί οι κοσμικοί-ριζοσπάστες απομάκρυναν σταδιακά τους θρησκευτικούς-παραδοσιακούς συμμάχους τους και τελικά μετά το 1909 διέσπασαν το συνταγματικό κίνημα, το 1906-1907 αγωνιούσαν να συνεργαστούν με τους μετριοπαθείς για την κατάρτιση των συνταγματικών νόμων.
Οι αντιπρόσωποι άρχισαν να συντάσσουν το σύνταγμα διασφαλίζοντας πρώτα το ρόλο του κοινοβουλίου. Σε ένα έγγραφο που αργότερα έγινε γνωστό ως Θεμελιώδεις Νόμοι, διευκρινίστηκαν εκτενώς οι εξουσίες της Εθνοσυνέλευσης. Ως «εκπρόσωπος ολόκληρου του Λαού», η Εθνοσυνέλευση είχε το «δικαίωμα σε όλα τα ζητήματα να προτείνει οποιοδήποτε μέτρο θεωρεί ότι συμβάλλει στην ευημερία της κυβέρνησης και του Λαού». Είχε τον απόλυτο έλεγχο όλων των νόμων, των διαταγμάτων, των προϋπολογισμών, των συνθηκών, των δανείων, των μονοπωλίων και των παραχωρήσεων. Θα πραγματοποιούσε συνόδους διάρκειας δύο ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων τα μέλη της δεν θα μπορούσαν να συλληφθούν χωρίς την άδεια της Συνέλευσης. Ως παραχώρηση προς την αυλή, δόθηκε στον Σάχη η εξουσία να διορίζει τριάντα από τα εξήντα μέλη της Άνω Βουλής. Όμως η Εθνοσυνέλευση επιφυλάχθηκε να καθορίσει αργότερα τον ακριβή ρόλο αυτής της Γερουσίας. Αφού ενέκριναν ομόφωνα το έγγραφο, οι βουλευτές το προώθησαν εσπευσμένα στον άρρωστο Σάχη. Ο Σάχης, κατόπιν προτροπής των πνευματικών του συμβούλων που περιτριγύριζαν το νεκροκρέβατό του, επικύρωσε τους Θεμελιώδεις Νόμους στις 30 Δεκεμβρίου, μόλις πέντε ημέρες πριν πεθάνει.
Ο νέος μονάρχης, ο Σάχης Μουχάμμαντ ‘Άλι, ο οποίος είχε κυβερνήσει το Αζερμπαϊτζάν με σιδερένιο χέρι ως διάδοχος, ήταν αποφασισμένος να κυβερνήσει το Ιράν λιγότερο όπως ο πατέρας του, ο Σάχης Μουζαφφάρ αντ-Ντιν, και περισσότερο όπως ο παππούς του, ο Σάχης Νάσερ αντ-Ντιν. Αμέσως περιφρόνησε τους βουλευτές μη προσκαλώντας τους στη στέψη του. Προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να διατηρήσει τον Νω και να διαπραγματευτεί ένα νέο δάνειο από τη Βρετανία και τη Ρωσία. Ενθάρρυνε τους υπουργούς του να αγνοήσουν την Εθνοσυνέλευση και διέταξε τους κυβερνήτες του να αγνοήσουν τις επαρχιακές συνελεύσεις. Προσπάθησε να αποδυναμώσει την αντιπολίτευση αναζωπυρώνοντας τις κοινοτικές συγκρούσεις, ιδίως μεταξύ των Σαϊχί και των Μουτασαρ’ί στην Ταμπρίζ και μεταξύ Αζέρων, Αράβων και Περσόφωνων στην Τεχεράνη. Επιπλέον, όρισε ως πρωθυπουργό τον Αμίν αλ-Σουλτάν, έναν πρώην συντηρητικό πρωθυπουργό, ο οποίος τώρα, ως αποτέλεσμα μιας πρόσφατης επίσκεψης στην Ιαπωνία, υποστήριξε ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς μια ισχυρή και αποφασιστική κεντρική κυβέρνηση.
Όμως ο κύριος αγώνας μεταξύ του Σάχη και της Εθνοσυνέλευσης εξελίχθηκε γύρω από την ολοκλήρωση του συντάγματος. Οι βουλευτές, δουλεύοντας με μια μετάφραση του βελγικού συντάγματος, διαμόρφωσαν ένα κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Το τελικό τους έγγραφο, με τίτλο Συμπληρωματικοί Θεμελιώδεις Νόμοι, χωριζόταν σε δύο κύρια τμήματα. Το πρώτο ήταν ένα «νομοσχέδιο των δικαιωμάτων» που εγγυάται σε κάθε πολίτη την ισότητα ενώπιον του νόμου, την προστασία της «ζωής, της περιουσίας και της τιμής», την προστασία από αυθαίρετες συλλήψεις και την ελευθερία οργάνωσης ενώσεων καθώς και έκδοσης εφημερίδων. Το δεύτερο τμήμα, ενώ αποδέχεται την αρχή της «διάκρισης των εξουσιών», συγκεντρώνει τις εξουσίες στη νομοθετική εξουσία σε βάρος της εκτελεστικής. Εκτός από την εξουσία που της έδιναν οι Θεμελιώδεις Νόμοι, η Νομοθετική εξουσία αποκτούσε τώρα την εξουσία να διορίζει, να ερευνά και να παύει πρωθυπουργούς, υπουργούς και υπουργικά συμβούλια, να κρίνει υπουργούς για «παραπτώματα» και να εγκρίνει όλες τις ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες. Η εκτελεστική εξουσία, από την άλλη πλευρά, ανακηρύχθηκε ότι «ανήκει» στον Σάχη, αλλά εκτελείται από τους υπουργούς. Ο Σάχης θα έδινε τον όρκο του ενώπιον των βουλευτών. Ο προϋπολογισμός της αυλής του έπρεπε να εγκριθεί από την Εθνοσυνέλευση. Οι άμεσοι συγγενείς του αποκλείονταν από το υπουργικό συμβούλιο. Το «πρόσωπό» του ήταν «εξουσιοδοτημένο» μόνο με την κατ’ όνομα διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων. Η κυριαρχία του περιγραφόταν ότι προερχόταν από τον Λαό και όχι από τον Θεό: «Η κυριαρχία είναι μια εμπιστοσύνη που ανατίθεται (ως θεϊκό δώρο) από τον Λαό στο πρόσωπο του Βασιλιά». Οι υπουργοί του, όντας υπεύθυνοι μόνο στο κοινοβούλιο, δεν μπορούσαν «να απαλλαγούν από τις ευθύνες τους επικαλούμενοι εντολές του μονάρχη». Στην πραγματικότητα, ο Σάχης διατηρούσε μόνο μία σημαντική πηγή εξουσίας: το προνόμιο να διορίζει το ήμισυ της Γερουσίας. Αλλά δεδομένου ότι η Γερουσία δεν συγκαλείτο για 43 χρόνια, ακόμη και αυτό αποδείχθηκε κενό προνόμιο.
Η Εθνοσυνέλευση, υιοθετώντας το βελγικό σύνταγμα, έκανε δύο σημαντικές προσαρμογές για να ταιριάζει στην ιρανική κατάσταση. Αναγνώρισε την ύπαρξη επαρχιακών συμβουλίων και συνελεύσεων, προικίζοντάς τα με την εξουσία «να ασκούν ελεύθερη εποπτεία επί όλων των νόμων που συνδέονται με το δημόσιο συμφέρον, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν τους περιορισμούς που προβλέπει ο νόμος». Και αναγνώριζε, σε ορισμένες ρήτρες, τη σημασία της θρησκείας γενικά και των θρησκευτικών ηγετών ειδικότερα. Το δωδεκαθεϊστικό δόγμα του σιιτισμού ανακηρύχθηκε ως η κρατική θρησκεία του Ιράν. Στα εκκλησιαστικά δικαστήρια δόθηκε εκτεταμένη δικαιοδοσία σε σχέση με τη σαρία. Οι μη μουσουλμάνοι αποκλείστηκαν από το υπουργικό συμβούλιο. Η εκτελεστική εξουσία ανέλαβε την ευθύνη της απαγόρευσης «αιρετικών» οργανώσεων και δημοσιεύσεων. Επιπλέον, υποσχέθηκαν στους «ουλαμά» μια «ανώτατη επιτροπή» από πέντε μουτζταχέντ, οι οποίοι θα εξέταζαν τη θρησκευτική εγκυρότητα όλων των νομοθετημάτων που εισήχθησαν στο κοινοβούλιο μέχρι την «εμφάνιση του Μαχντί (Είθε ο Θεός να επισπεύσει την έλευσή του)». Ο παραδοσιακός σιιτισμός είχε ενσωματωθεί στον σύγχρονο συνταγματισμό. Για να παραφράσουμε τον Μοντεσκιέ, το «πνεύμα» της κοινωνίας είχε βοηθήσει στη διαμόρφωση των «νόμων» του κράτους.
Ο Σάχης, φοβούμενος την κατάργηση κάθε βασιλικής εξουσίας, αρνήθηκε να επικυρώσει τους Συμπληρωματικούς Θεμελιώδεις Νόμους. Αντιθέτως, κατήγγειλε τους ηγέτες της αντιπολίτευσης ως «αιρετικούς» και «ανατρεπτικούς δημοκρατικούς». Διακήρυξε ότι ως «καλός μουσουλμάνος» μπορούσε να δεχτεί τον ισλαμικό όρο μασρού’ (νόμιμος), αλλά όχι την ξένη έννοια μασρούτ (συνταγματικός)[94]. Την ίδια στιγμή ενθουσιαζόταν με το γερμανικό σύνταγμα, το οποίο επέτρεπε στον αρχηγό του κράτους να διορίζει όλους τους υπουργούς, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Πολέμου. Πρότεινε επίσης να απολαμβάνει ο Σάχης την πραγματική και όχι μόνο την κατ’ όνομα διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων και να διατηρεί τον προσωπικό έλεγχο μιας μελλοντικής φρουράς του παλατιού 10.000 ανδρών.
Αυτές οι αντιπροτάσεις προκάλεσαν μαζικές διαδηλώσεις σε όλες τις πόλεις, ιδίως στην Τεχεράνη, την Ταμπρίζ, το Ισφαχάν, το Σιράζ, το Μάσχαντ, το Ενζελί, το Ραστ, το Κερμάν και το Κερμανσάχ. Για παράδειγμα, στο Κερμανσάχ, ο Βρετανός πρόξενος ανέφερε: «Όλα τα επαγγέλματα του παζαριού, μέχρι και οι αχθοφόροι, προχώρησαν σε μπαστ στο τηλεγραφείο»[95]. Στην Ταμπρίζ, 20.000 διαδηλωτές, προερχόμενοι από τις πτέρυγες Μουτασαρ’ί και Σαϊχί, ορκίστηκαν να παραμείνουν σε απεργία «μέχρι να επικυρωθεί το σύνταγμα»[96]. Στην Τεχεράνη, οι πολλές ενώσεις σχημάτισαν έναν Κεντρικό Σύλλογο, οργάνωσαν γενική απεργία στο παζάρι και στην κυβερνητική γραφειοκρατία, πραγματοποίησαν μαζική συγκέντρωση 50.000 ατόμων στην κεντρική πλατεία και εξόπλισαν 3.000 άνδρες για την υπεράσπιση της Εθνοσυνέλευσης. Εν τω μεταξύ, ένας χρηματιστής από την Ταμπρίζ με πιθανές διασυνδέσεις με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα δολοφόνησε τον πρωθυπουργό και αυτοκτόνησε αμέσως[97]. Την επόμενη ημέρα, 100.000 πενθούντες συγκεντρώθηκαν για να αποτίσουν φόρο τιμής στον νεκρό δολοφόνο και να διαδηλώσουν την υποστήριξή τους στο Σύνταγμα.
Ο Σάχης, κλονισμένος από τη δολοφονία και τις μαζικές διαδηλώσεις, υποχώρησε. Όπως σχολίασε ένας Ευρωπαίος παρατηρητής: «Ο Σάχης με τους άοπλους, απλήρωτους, κουρελιασμένους, πεινασμένους στρατιώτες του, τι άλλο μπορεί να κάνει μπροστά στην απειλή μιας γενικής απεργίας και δημόσιων ταραχών;»[98] Διόρισε ως πρωθυπουργό τον Νάσερ αλ-Μουλκ, έναν ευγενή με φιλελεύθερες τάσεις και σπουδές στην Οξφόρδη. Ζήτησε την είσοδό του στην Εταιρεία της Ανθρωπότητας και υποσχέθηκε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα βασισμένο στη Θρησκεία της Ανθρωπότητας του Κοντ. Έστειλε τους πρίγκιπές του στο κοινοβούλιο για να δώσουν όρκο πίστης στο σύνταγμα. Και ο ίδιος ακολούθησε λίγες ημέρες αργότερα, εισερχόμενος σεμνά στην Εθνοσυνέλευση, υποσχόμενος να σεβαστεί το σύνταγμα και βάζοντας δημοσίως τη βασιλική σφραγίδα στους Συμπληρωματικούς Θεμελιώδεις Νόμους. Ο Σάχης που είχε σκοπό να διαιωνίσει τη μορφή δεσποτισμού των Χαζάρων είχε αναγκαστεί να αποδεχθεί το σύγχρονο σύστημα του κοινοβουλευτικού συνταγματισμού. Μολονότι ο Σάχης Μουχάμμαντ ‘Άλι προσπάθησε να ακυρώσει την επανάσταση με το πραξικόπημά του τον Ιούνιο του 1908, η νίκη των συνταγματικών στον σύντομο εμφύλιο πόλεμο του Ιουνίου 1908 – Ιουλίου 1909 εξασφάλισε και πάλι τα επιτεύγματα της επανάστασης. Θεωρητικά, οι Θεμελιώδεις Νόμοι και οι Συμπληρωματικοί Θεμελιώδεις Νόμοι παραμένουν μέχρι σήμερα οι δύο βασικοί πυλώνες του ιρανικού συντάγματος.

Επαναστατικές ιδέες έναντι επαναστατικών τάξεων
Οι πρωτογενείς πηγές τεκμηριώνουν την αποδεκτή ερμηνεία ότι οι ιδέες της Δύσης, ιδίως οι έννοιες του συνταγματισμού, του εθνικισμού και της εκκοσμίκευσης, συνέβαλαν στην υπονόμευση του πολιτικού συστήματος του Ιράν των Χαζάρων. Διότι ο συνταγματισμός εισήγαγε τη ριζοσπαστική αντίληψη ότι η εξουσία του μονάρχη θα έπρεπε να περιορίζεται όχι απλώς από χαλαρά καθορισμένες έννοιες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της μεσαιωνικής βασιλείας, αλλά από σαφώς καθορισμένους θεσμούς αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης. Ο εθνικισμός έφερε την πεποίθηση ότι το κράτος θα έπρεπε να είναι η οργανωμένη έκφραση του λαού και όχι η κληρονομιά της κυρίαρχης δυναστείας. Η εκκοσμίκευση, αφενός, υποκίνησε την επιθυμία να δανειστεί από τη Δύση, αφού η Δύση είχε αποδείξει την επιστημονική της υπεροχή έναντι της Ανατολής∙ και, αφετέρου, ενίσχυσε την υπάρχουσα πεποίθηση των κεντρικών διαχειριστών ότι οι υποθέσεις του κράτους θα πρέπει να είναι χωριστές από τα δόγματα της θρησκείας, τα συμφέροντα της πολιτικής χωριστά από τις αρχές της πίστης, οι ευθύνες της κυβέρνησης χωριστά από τις διδασκαλίες των «ουλαμά».
Η εισαγωγή των δυτικών ιδεών, σε συνδυασμό με τη σταδιακή επέκταση της κεντρικής διοίκησης, δημιούργησε μια νέα επαναστατική τάξη: τη μοντέρνα διανόηση. Εκπαιδευόμενη στα νέα κοσμικά σχολεία, η διανόηση αποκόπηκε τόσο από τους θρησκευτικούς λόγιους όσο και από τους συντηρητικούς λογοτέχνες της αυλής. Απασχολούμενη κυρίως στην κρατική γραφειοκρατία, απεχθανόταν την παραδοσιακή δομή που έθετε τη ζωή, την περιουσία και την τιμή των δημόσιων διοικητικών υπαλλήλων στο έλεος και τις διαθέσεις των Σαχ-αν-Σαχ. Προερχόμενη κυρίως από άτομα εκτός της αριστοκρατίας των Χαζάρων, τάχθηκε υπέρ του ανοίγματος της σταδιοδρομίας σε ταλέντα και αντιτάχθηκε στην πώληση αξιωμάτων σε όσους είχαν βασιλική καταγωγή. Εμπνευσμένη από τις δυτικές ιδέες, πίστευε ότι η χώρα θα μπορούσε να προοδεύσει γρήγορα αν η αυθαίρετη βούληση των βασιλιάδων αντικατασταθεί από την προβλέψιμη κυριαρχία των νόμων, η εξουσία των δυναστειών από την εξουσία των εκλεγμένων αντιπροσώπων, η παραδοσιακή τέχνη της κοινοτικής χειραγώγησης από τη σύγχρονη επιστήμη της κοινωνικής μηχανικής. Εν ολίγοις, η διανόηση ήθελε να αντικαταστήσει τον ανατολίτικο δεσποτισμό με τον δυτικό συνταγματισμό.
Το κεντρικό ερώτημα, ωστόσο, δεν είναι αν οι δυτικές ιδέες και οι εκφραστές τους, η διανόηση, έπαιξαν ρόλο στη συνταγματική επανάσταση, αλλά αν έπαιξαν τον κύριο καθοριστικό ρόλο. Συγκρίνοντας τη σημασία της διανόησης με τη σημασία της ιδιοκτήτριας μεσαίας τάξης, είναι σαφές ότι η δεύτερη επισκίασε κατά πολύ την πρώτη. Ενώ οι κοσμικοί διανοούμενοι αριθμούσαν το πολύ μερικές εκατοντάδες, ο πληθυσμός του παζαριού των εμπόρων, των επιχειρηματιών, των βιοτεχνών και των εμπόρων ανερχόταν τουλάχιστον σε εκατοντάδες χιλιάδες. Ενώ οι φιλελεύθερες εφημερίδες ήταν ανήμπορες λόγω του μαζικού αναλφαβητισμού, οι θρησκευτικές αρχές μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να προσελκύσουν μεγάλα πλήθη του ποιμνίου. Ενώ οι νέες πολιτικές ενώσεις του 1904-1905 δεν συγκέντρωναν περισσότερα από μερικές εκατοντάδες μέλη, οι παλιές συντεχνίες των παζαριών ήταν σε θέση να κινητοποιήσουν πάνω από 14.000 διαδηλωτές στη Βρετανική Πρεσβεία. Ενώ οι ριζοσπάστες με σύγχρονη μόρφωση μετέτρεψαν το αίτημα για ένα Νομοθετικό Σώμα σε αδιαπραγμάτευτο αίτημα για Συντακτική Συνέλευση, ήταν οι παραδοσιακά σκεπτόμενοι έμποροι, οι πρεσβύτεροι των συντεχνιών και οι ιεροκήρυκες των τζαμιών που οργάνωσαν με επιτυχία δημόσιες διαδηλώσεις, μαζικές συγκεντρώσεις, στάσεις στα παζάρια και εθνικές γενικές απεργίες. Ενώ οι φιλελεύθεροι βουλευτές μετέφρασαν το βελγικό σύνταγμα, οι μετριοπαθείς το προσάρμοσαν στις τοπικές συνθήκες και το θέσπισαν σε νόμο. Ενώ η ευρωπαϊκή ιστορία επηρέασε μια μικρή ελίτ, το ισλαμικό παρελθόν ήταν αυτό που ενέπνευσε τις ευρύτερες μάζες. Σε περιόδους κρίσης, το κοινό κινήθηκε προς τη δράση όχι με εικόνες του Κρόμγουελ, του Ροβεσπιέρου, του Βολταίρου, των Σφαιριστηρίων και των πολιορκημένων Βαστιλιών, αλλά με τις παραδοσιακές έννοιες της κοινωνικής δικαιοσύνης και τα συναισθηματικά σύμβολα που προέρχονταν από τη σιιτική κληρονομιά – ιδίως από το μαρτύριο του Χουσεΐν και της οικογένειάς του. Εν ολίγοις, οι μοντέρνοι διανοούμενοι ήταν σύμβουλοι των επαναστατών, αλλά τα παραδοσιακά μέλη των συντεχνιών των παζαριών ήταν οι πραγματικοί επαναστάτες.
Ο κυρίαρχος ρόλος της ιδιοκτήτριας μεσαίας τάξης έγινε ακόμη πιο εμφανής τα επόμενα χρόνια, ιδίως το 1910, όταν το συνταγματικό κίνημα, έχοντας κερδίσει τον εμφύλιο πόλεμο, διασπάστηκε σε δύο αντίθετα ρεύματα. Ενώ οι θρησκευτικοί-συντηρητικοί, με επικεφαλής τους Ταμπαταμπαΐ και Μπεχμπεχανί, κατεύθυναν τα παζάρια στο Μετριοπαθές Κόμμα (Φιρκέχ-ι Ι’τεντάλ), οι κοσμικοί-ριζοσπάστες, με επικεφαλής τον Τακιζαντέχ, οργάνωσαν τη διανόηση στο αντίπαλο Δημοκρατικό Κόμμα (Φιρκέχ-ι Ντεμοκράτ). Αλλά μέσα σε ένα χρόνο, το Δημοκρατικό Κόμμα είχε διαλυθεί∙ οι βουλευτές του υπερψηφίστηκαν στο κοινοβούλιο∙ οι ηγέτες του, που καταγγέλθηκαν ως «αιρετικοί» από τις θρησκευτικές αρχές, αναγκάστηκαν να φύγουν στην εξορία∙ και η οργάνωσή του είχε γίνει στόχος μαζικών διαμαρτυριών που οργανώθηκαν από τις συντεχνίες των παζαριών. Σε μια άμεση σύγκρουση μεταξύ της διανόησης και της ιδιοκτήτριας μεσαίας τάξης, η τελευταία κέρδισε με διαφορά. Ακόμη και οι συμβατικοί ιστορικοί, που είχαν υποστηρίξει ότι οι σύγχρονες ιδέες προκάλεσαν την επανάσταση, ισχυρίστηκαν αργότερα ότι οι «παραδοσιακές», «δεισιδαιμονικές», «καθυστερημένες» και «αγράμματες» μάζες καθόρισαν την τελική αποτυχία του συνταγματικού κινήματος. Για παράδειγμα, ο Κασραβί, ο οποίος ξεκίνησε τη μνημειώδη Ιστορία του Ιρανικού Συντάγματος με μια εισαγωγή για το πώς οι σύγχρονες ιδέες «αφύπνισαν» τη χώρα, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιγράφοντας γιατί το κοινό παρέμεινε «οπισθοδρομικό», «παραδοσιακό», «διεφθαρμένο», «αφωσιωμένο» και «αναίσθητο»[99]. Ένας άλλος συγγραφέας, ο Άχμαντ Ματζντ αλ-Ισλάμ Κερμανί, αρχίζει την Ιστορία της Συνταγματικής Επανάστασης στο Ιράν εγκωμιάζοντας τη σημασία των σύγχρονων ιδεών, αλλά κατέληξε σε έναν θρήνο για την επιμονή των παραδοσιακών συναισθημάτων στις μάζες και την περιορισμένη κυκλοφορία των ίδιων σύγχρονων ιδεών σε λιγότερα από «χίλια φωτισμένα άτομα.»[100]
Αν και η ιδεολογική επίδραση της Δύσης έχει υπερεκτιμηθεί κατάφωρα, η κοινωνικοοικονομική επίδραση της Δύσης μπορεί να χαρακτηριστεί ως η κύρια καθοριστική αιτία της συνταγματικής επανάστασης. Γιατί η οικονομική διείσδυση στο Ιράν ενσωμάτωσε τις πολλές περιφερειακές οικονομίες σε μια εθνική οικονομία∙ η διαμόρφωση της εθνικής οικονομίας άμβλυνε σταδιακά τις παραδοσιακές συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων των πόλεων, ιδίως μεταξύ των τεχνιτών Σαϊχί και Μουτασαρ’ί, μεταξύ των εμπόρων Χαϊνταρί και Νι’ματί και μεταξύ των εμπόρων Τεχρανί, Ταμπριζί, Ισφαχανί, Καζβινί και Σιραζί, η άμβλυνση των κοινοτικών συγκρούσεων, βοήθησε στη δημιουργία μιας μεσαίας τάξης ιδιοκτητών∙ η μεσαία τάξη ιδιοκτητών, που απειλούνταν από ξένους ανταγωνιστές και ντόπιους κομπραδόρους, έγινε μια δυσαρεστημένη εθνική αστική τάξη, που γνώριζε τόσο τις δικές της δυνάμεις όσο και τις αδυναμίες της κυρίαρχης δυναστείας∙ και η δυσαρεστημένη εθνική αστική τάξη, ενθαρρυμένη από τα παραδοσιακά αντικρατικά αισθήματα των σιιτών «ουλαμά», εξελίχθηκε σε επαναστατική τάξη. Οι οικονομικές αλλαγές είχαν προκαλέσει κοινωνικές αλλαγές∙ οι κοινωνικές αλλαγές, με τη σειρά τους, είχαν οδηγήσει σε πολιτικές αλλαγές. Για να παραφράσουμε τον Μαρξ, δεν ήταν η εισαγωγή της επαναστατικής συνείδησης που δημιούργησε τη νέα κοινωνική τάξη, αλλά, αντίθετα, ήταν η ύπαρξη της νέας κοινωνικής τάξης που επέτρεψε την προσαρμογή επιλεκτικών πτυχών από τη σύγχρονη επαναστατική συνείδηση.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Errand Abrahamian, “The Causes of the Constitutional Revolution in Iran”, International Journal of Middle East Studies, τόμος 10, τεύχος 3, Αύγουστος 1979, σσ. 381-414.
Οι φωτογραφίες απεικονίζουν διάφορα στιγμιότυπα της επανάστασης, από το 1906 μέχρι το 1909
Σημειώσεις
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ: Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Ali Banuazizi, James Bill, τον αείμνηστο T. Cuyler Young και Mangol Bayat Philipp για την ανάγνωση και τα εκτενή σχόλια σε αυτό το κείμενο. Φυσικά, δεν ευθύνονται για τυχόν λάθη ή απόψεις που εντοπίζονται στην εργασία.
[1] E. Nordlinger, (επιμ.), Politics and Society: Comparative Political Sociology (Ένγκλγουντ Κλιφς, N.J., 1970), σελ. 8.
[2] S. Hughes, Consciousness and Society (Νέα Υόρκη, 1958), σελ. 74.
[3] E. Durkheim, The Division of Labor (Νέα Υόρκη, 1964).
[4] V. Pareto, The Ming of Society (Λονδίνο, 1935); G. Mosca, The Ruling Class (Νέα Υόρκη, I939).
[5] R. Michels, Political Parties (Νέα Υόρκη, 1949) [Robert Michels, Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία. Έρευνες γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του ομαδικού βίου, Γνώση, Αθήνα 1997].
[6] H. Gerth and C. W. Mills (επιμ.), From Max Weber: Essays in Sociology (Νέα Υόρκη, 1969).
[7] Για πρόσφατες μελέτες σχετικά με τις θεωρίες της επανάστασης βλ: L. Stone, “Theories of Revolution”, World Politics, 18, 2 (Ιανουάριος 1966), 159-176· P. Zagorin, “Theories of Revolution in Contemporary Historiography”, Political Science Quarterly, 88, 1 (Μάρτιος 1973), 3-26· L. Kaplan, (επιμ.), Revolution: A Comparative Study (Νέα Υόρκη, 1973)· C. Welch and M. Taintor, (επιμ.), Revolution and Political Change (Λος Άντζελες, 1972)· C. Johnson, Revolution-ary Change (Μπέρκλεϊ, 1968)· ειδικό τεύχος “Revolution and Social Change”, Comparative Politics, 5, 3 (Απρίλιος 1973)· ειδικό τεύχος “Theories of Revolution”, Comparative Studies in Society and History, 18, 2 (Απρίλιος 1976).
[8] F. Engels, “Speech at the Graveside of Karl Marx”, Selected Works (Μόσχα, 1958), II, 167 [Φρίντριχ Ένγκελς «Ομιλία στον τάφο του Καρλ Μαρξ», στο Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος ΙΙ, σσ. 187].
[9] S. Padover, (επιμ.), Karl Marx on Revolution (Νέα Υόρκη, 1971), σσ. 55, 422-424, 456- 462.
[10] Engels to Bloch, Selected Works, II, 488 [Φρίντριχ Ένγκελς, «Ο Ένγκελς στον Μπλόχ», στο Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος ΙΙ, σσ. 572, 573. Παραπέμπουμε στις ελληνικές εκδόσεις, χωρίς να χρησιμοποιούμε τις μεταφράσεις].
[11] C. Hill: Puritanisma nd Revolution (Νέα Υόρκη, 1964)· Century of Revolution (Εδιμβούργο, 1961)· God’s Englishman (Λονδίνο, 1970).
[12] E. P. Thompson, The Making of the English Working Class (Λονδίνο, 1963).
[13] G. Rude: The Crowd in History (Νέα Υόρκη, 1964)· The Crowd in the French Revolution (Νέα Υόρκη, 1967)· μαζί με τον E. Hobsbawm, Captain Swing (Νέα Υόρκη, 1968).
[14] E. Hobsbawm: Labouring Men (Λονδίνο, 1964)· Primitive Rebels (Νέα Υόρκη, 1959)· Bandits (Νέα Υόρκη, 1971) [Eric John Hobsbawm, Ληστές, Θεμέλιο, Αθήνα 2010.]· Revolutionaries (Νέα Υόρκη, 1973) [Eric John Hobsbawm, Επαναστάτες, Θεμέλιο, Αθήνα 2008].
[15] E. Hobsbawm, “Karl Marx’s Contributiont o Historiography”, στο R. Blackburn, (επιμ.), Ideology in Social Sciences, (Λονδίνο, 1972), σσ. 265-288.
[16] M. Richter, “Tocqueville’s Contribution to the Theory of Revolutions”, στο C. Friedrich, (επιμ.), Revolutions (Νέα Υόρκη, 1969).
[17] T. Parsons, The Social System (Νέα Υόρκη, 1964), σσ. 521-523.
[18] T. Gurr, Why Men Rebel (Πρίνστον, 1971).
[19] Α. Κασραβί, Ταρίχ-ι Μασρουτέχ-ι Ιράν (Η ιστορία του ιρανικού Συντάγματος) (Τεχεράνη, 1961)· Μ. Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ-ι Ενκελάμπ-ι Μασρουτιγιάτ-ι Ιράν (Η ιστορία της συνταγματικής επανάστασης στο Ιράν), τόμος I (Τεχεράνη, 1949)· Γ. Νταβλαταμπαντί, Χαγιάτ-ι Γιαχιάι, (Η ζωή του Γιαχιάι), τόμος I (Τεχεράνη, 1957)· Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι Μπινταρί-γι Ιρανιάν (Η ιστορία της ιρανικής αφύπνισης), τόμος I (Τεχεράνη, 1967).
[20] Φ. Ανταμιγιάτ, Φεκρ-ι Αζαντί βα Μοκαντιμέ-γι Ναχζάτ-ι Μασρουτιγιάτ-ι Ιράν (Η έννοια της ελευθερίας και οι απαρχές του συνταγματικού κινήματος στο Ιράν) (Τεχεράνη, 1961)· Ανταμιγιάτ, Αντισέχ-χα-γι Μιρζά Ακά Χαν Κερμανί (Οι ιδέες του Μιρζά Ακά Χαν Κερμανί)· Ανταμιγιάτ, Φεκρ-ι Ντεμοκρασί-γι Ιτζτιμά’γι βα Ναχζάτ-ι Μασρουτιγιάτ-ι Ιράν (Η έννοια της σοσιαλδημοκρατίας και το συνταγματικό κίνημα στο Ιράν) (Τεχεράνη, 1975)· ’Α. Σαμίμ, Ιράν νταρ Ντβρέχ-ι Σαλτανάτ-ι Καζάρ (Ιράν κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Χατζάρων) (Τεχεράνη, 1963)· Ι. Σαφα’ί, Ραχμπαράν-ι Μασρουτέχ (Οι ηγέτες του Συντάγματος) (Τεχεράνη, 1963)· H. Farman Farmayan, “The Forces of Modernization in Nineteenth Century Iran”, στο W. Polk and R. Chambers, (επιμ.), Beginnings of Modernization in the Middle East (Σικάγο, 1966), σσ. 119-151.
[21] Μ. Ραζαβανί, Ενκελάμπ-ι Μασρουτιγιάτ-ι Ιράν (Η συνταγματική επανάσταση στο Ιράν) (Τεχεράνη, I965), σσ. 10-11.
[22] Για σπάνιες μελέτες που δίνουν έμφαση στα οικονομικά αίτια της επανάστασης βλ. N. Keddie: “Iranian Politics, 1900-1905: Background to Revolution”, Middle Eastern Studies, 5, I (Ιανουάριος 1969), 2-35· “The Originso f the Religious-Radical Alliancei n Iran”, Past and Present, 34 (Ιούλιος 1966), 70-80· J. Bill, The Politics of Iran; Groups, Classes, and Modernization (Κολόμπους, 1972)· Μ. Πάβλοβιτς και Τζ. Ιράνσκι, Ενκελάμπ-ι Μασρουτιγιάτ-ι Ιράν (Η συνταγματική επανάσταση του Ιράν), μεταφρασμένο από τα ρωσικά από τον Χουσιγιάρ (Τεχεράνη, 1961)· Μπ. Μομενί, Ιράν νταρ Αστανέ-γί Ενκελάμπ-ι Μασρουτιγιάτ (Το Ιράν την παραμονή της συνταγματικής επανάστασης) (Τεχεράνη, 1966).
[23] E. Browne, The Persian Revolution of 1905-1909 (Λονδίνο, 1910).
[24] P. Sykes, A History of Persia (Λονδίνο), 1963, II, 395-397.
[25] D. Wilber, Iran: Past and Present (Πρίνστον, 1955), σελ. 81.
[26] P. Avery, Modern Iran (Λονδίνο, 1965), σσ. 106-139.
[27] L. Binder, Iran: Political Developmentin a Changing Society (Μπέρκλεϊ, 1963).
[28] A. Lambton, “The Persian Constitutional Revolution of I905-6”, στο P. Vatikiotis, (επιμ.), Revolutions in the Middle East (Λονδίνο, I972), σσ. I73-I82.
[29] Για την ανάπτυξη αυτού του ορισμού βλ. E. Kamenka, “The Concept of Political Revolution”, στο Friedrich, (επιμ.), Revolutions, σσ. 122-135.
[30] K. Marx, “The Eighteenth Brumaire of Louis Bonaparte”, Selected Works (Μόσχα, 1958), I, 247 [Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981, σελ. 11].
[31] K. Marx, The Poverty of Philosophy (Σικάγο, 1920), σσ. 188-189 [Καρλ Μαρξ, Η αθλιότητα της φιλοσοφίας, Αναγνωστίδης, χ.χ.έ, σσ. 173].
[32] S. Ossowski, Class Structure in Social Consciousness (Λονδίνο, 1963), σσ. 69-87· R. Centers, The Psychology of Social Class (Πρίνστον, 1949), σσ. 21-27.
[33] Για μια περιγραφή της ταξικής δομής στο Ιράν του δέκατου ένατου αιώνα βλ. E. Abrahamian, “European Feudalism and Middle Eastern Despotisms”, Science and Society, 39, 2 (Καλοκαίρι 1975), 129-156.
[34] F. Khamsi, “The Development of Capitalism in Rural Iran”, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διατριβή, Columbia University, 1968.
[35] H. Busse, History of Persia under Qajar Rule (Νέα Υόρκη, 1972).
[36] E. Abrahamian, “The Crowd in the Persian Revolution”, Iranian Studies, 2, 4 (Φθινόπωρο 1969), 128-150.
[37] J. Kinneir, A Geographical Memoir of the Persian Empire (Λονδίνο, 1813), σελ. 45.
[38] A. Lambton, “Persian Society under the Qajars”, Journal of the Royal Central Asian Society, 48, 4 (Ιούλιος-Οκτώβριος 1961), 130.
[39] J. Malcolm, History of Persia (Λονδίνο, 1829), II, 429.
[40] K. Marx, Pre-Capitalist Economic Formations, επιμ. E. Hobsbawm (Λονδίνο, 1964), σελ. 70 [Karl Marx, Προκαπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί, Εισαγωγή του Eric Hobsbawm, Κάλβος, Αθήνα, Αθήνα, χ.χ.έ., σσ. 94, 95].
[41] C. Issawi, The Economic History of Iran, 1800-1904 (Σικάγο, 1971), σελ. 132.
[42] Ο όρος «ευρωπαϊκό παγκόσμιο σύστημα» προέρχεται από τον I. Wallerstein, The Modern World-System (Νέα Υόρκη, 1974).
[43] K. Marx, “The Communist Manifesto”, Selected Works, I, 38 [Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1998, σελ. 30].
[44] Πολλοί παρατηρητές του δέκατου ένατου αιώνα ισχυρίστηκαν ότι ο πληθωρισμός προκλήθηκε από τις υποτιμήσεις του ασημένιου νομίσματος από τους Χαζάρους. Αλλά οι υποτιμήσεις δεν αντιστοιχούσαν στον πληθωρισμό ούτε χρονικά ούτε σε βαθμό. Η υποτίμηση του νομίσματος κατά 50 τοις εκατό δύσκολα συμβαδίζει με τον πληθωρισμό των τιμών κατά σχεδόν 600 τοις εκατό. Και οι υποτιμήσεις συνέβησαν κυρίως στο πρώτο μισό του αιώνα, αν και οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν απότομα στο δεύτερο μισό του αιώνα. Για τα στατιστικά στοιχεία βλέπε Issawi, Economic History of Iran, σσ. 339-390.
[45] Για τις πρώτες προσπάθειες εκσυγχρονισμού βλέπε Φ. Ανταμογιάτ, Αμίρ Καμπίρ βα Ιράν (Ο Αμίρ Καμπίρ και το Ιράν) (Τεχεράνη, 1969)· J. Lorentz, “Modernization and Political Change in Nineteenth-Century Iran”, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Princeton University, 1974.
[46] Μιρζά Χουσεΐν Χαν Ταχβιλντάρ-ι Ισφαχάν, Τζουχραφίχα-γι Ισφαχάν (Η γεωγραφία του Ισφαχάν) (Τεχεράνη, I963), σσ. 100-101.
[47] Lieutenant-Colonel Picot, “Persia: Biographical Notices”, F.O. 881/Persia 1897/ 7028.
[48] Μιρζά Τακί Χαν Χακιμπασί, “Reports on Bushire”, Εσνάντ-ι Νοβαφτέχ (Προσφάτως ανακαλυφθέντα έγγραφα), (επιμ.) I. Σαφα’ί (Τεχεράνη, 1970), σσ. 104-115.
[49] R. Frye, “The Charisma of Kingship in Ancient Iran”, Iranica Antiqua, 4 (1964), 36- 54.
[50] A. Lambton, “Justice in the Medieval Persian Theory of Kingship”, Studia Islamica, 17 (1957), 91-119.
[51] H. Algar, Religion and State in Iran, 1785-1906 (Μπέρκλεϊ, 1969), σελ. 57.
[52] Για λεπτομερή βιογραφικά βλ. Ανταμιγιάτ, Φεκρ-ι Αζαντί, σσ. 100-120· H. Algar, Mirza Malkum Khan (Μπέρκλεϊ, 1973).
[53] Ι. Ρα’ίν, Φαραμούσχανεχ βα Φρεμασουνρί νταρ Ιράν (Ο Οίκος της Υποτέλειας και ο Ελευθεροτεκτονισμός στο Ιράν) (Τεχεράνη I968) I, 525. Οι θρησκευτικές αρχές διέδωσαν επίσης φήμες ότι το Φαραμούσχανεχ διοργάνωνε σεξουαλικά όργια για τους «αμούστακους νέους του Νταρ αλ-Φουνούν».
[54] Malcom Khan, “Persian Civilization”, Contemporary Review, 54 (Φεβρουάριος 1891), 238-244.
[55] Μαλκούμ Χαν, «Ο Θεός ευλόγησε το Ιράν», Κανούν, 1 ( Φεβρουάριος 1890).
[56] Μαλκούμ Χαν, «Επιστολή από το Καζβίν», Κανούν, 6 (Ιούλιος 1890).
[57] Αναφέρεται από τον N. Keddie, Religiona nd Rebellionin Iran: The Tobacco Protest of 1891-1892 (Λονδίνο, 1966), σελ. 49.
[58] Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ-ι Ενκελάμπ, I, 174-177.
[59] Μ. Μουτζταχεντί, Ταρίχ-ι Ζιντιγκανί-γι Τακιζαντέχ (Η ιστορία της ζωής του Τακιζαντέχ) (Τεχεράνη, 1942)· Χ. Τακιζαντάχ, «Η ζωή μου», Ραχενμά-γι Κετάμπ, 13, 7 (Μάιος-Ιούνιος 1970), 243-266.
[60] Αναφέρεται από τον Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ-ι Ενκελάμπ, I, 153-154.
[61] Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι Μπινταρί, τόμος I.
[62] Σ. Τζαβίντ, Φεντακαράν-ι Φαραμούσ-σουντέχ (Ξεχασμένοι ήρωες) (Τεχεράνη, I966)· ’Ά. Ικμπάλ, «Σαριφζαντέχ», Γιαντγκάρ, 3, 10 (Μάιος-Ιούνιος 1947), 58-73· Κ. Ταχερζαντέχ-Μπεχζάντ, Κιγιάμ-ι Αζερμπαϊτζάν νταρ Ενκελάμπ-ι Μασρουτιγιάτ-ι Ιράν (Η εξέγερση του Αζερμπαϊτζάν στη συνταγματική επανάσταση) (Τεχεράνη, 1953).
[63] Σ. Τζαβίντ, Ναχζάτ-ι Μασρουτιγιάτ-ι Ιράν (Το συνταγματικό κίνημα στο Ιράν) (Τεχεράνη, 1968), σσ. 60-70.
[64] Έγγραφο, «Σχετικά με το Ιρανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα», Ντονιά, 5, 2 (Καλοκαίρι 1966), 99-103· έγγραφο, «Το καταστατικό του Ιρανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος», Ντονιά, 3, 4 (Χειμώνας 1962), 76-80.
[65] Ανταμιγιάτ, Φεκρ-ι Αζαντί, σσ. 206-217.
[66] Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ- Ενκελάμπ, II, 5-I8.
[67] Μ. Μαλεκζαντέχ, Ζιντιγκανί-γι Μαλέκ αλ-Μοτακαλλεμίν (Η ζωή του Μαλέκ αλ-Μοτακαλλεμίν) (Τεχεράνη, I946), σελ. 148.
[68] Οι βιογραφικές πληροφορίες έχουν ληφθεί από συνεντεύξεις, διάφορες εφημερίδες και από το M. Μπαμντάντ, Ταρίχ-ι Ρατζάλ-ι Ιράν (Η ιστορία των Ιρανών πολιτικών ανδρών), τόμοι. I-IV (Τεχεράνη, 1968).
[69] Χαμπλ αλ-Ματίν, 2-23 Μαρτίου 1905.
[70] Ο Σάχης απέρριψε μια ρωσική προσφορά 350.000 λιρών, η οποία προέβλεπε ότι ένας Ρώσος αξιωματικός θα έπρεπε να τεθεί επικεφαλής όλων των στρατιωτικών τμημάτων εκτός από την ταξιαρχία των Κοζάκων. (British Minister to the Foreign Office, “Annual Report for 1905”, F.O. 371/Persia 1906/ 06).
[71] Χαμπλ αλ-Ματίν, 19 Ιουνίου 1905.
[72] British Minister to the Foreign Office, “Annual Report for 1905”, F.O. 37X/Persia 1906/106.
[73] Χ. Κουντσί, Κιτάμπ-ι Χατιράτ-ι Μαν για Ταρίχ-ι Σαντ Σάλεχ (Το βιβλίο της ζωής μου ή η ιστορία εκατό χρόνων) (Τεχεράνη, 1963), I, 99-100.
[74] Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ-ι Ενκελάμπ, II, 104.
[75] Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι Μπινταρί, I, 124.
[76] Χαμπλ αλ-Ματίν, 28 Σεπτεμβρίου 1906.
[77] Great Britain, Correspondence Respecting the Affairs of Persia (Λονδίνο, 1909), I, σσ. 3-4.
[78] Κασραβί, Ταρίχ-ι Μασρουτέχ, σελ. 110.
[79] Great Britain, Correspondence Respecting the Affairs of Persia, I, 4.
[80] Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι Μπινταρί, I, 274.
[81] Χατζτζί Άχμαντ Ταρρές Χουσεϊνί, Ρουζναμέχ-ι Αχμπάρ-ι Μασρουτιγιάτ (Ημερολόγιο του Συντάγματος) (Τεχεράνη, 1972), σελ. 40.
[82] Μ. Χεραβί-Χουρασανί, Ταρίχ-ι Παϊνταγίς-ι Μασρουτιγιάτ-ι Ιράν (Η ιστορία της γένεσης του ιρανικού Συντάγματος) (Τεχεράνη, 1953), σελ. 50.
[83] Αναφέρεται από τον Σαΐχ Γιούσεφ, Μουζακεράτ-ι Ματζλίς-ι Σαουρά-γι Μελλί (Τα Πρακτικά της Εθνοσυνέλευσης), Πρώτο Ματζλίς, σ. 351.
[84] Ορισμένα μέλη της αντιπολίτευσης φοβήθηκαν ότι η αυλή θα τους απέκλειε από μια τέτοια «ισλαμική συνέλευση» καταγγέλλοντάς τους ως «αιρετικούς» (Νιζάμ αλ-Ισλάμ, Ταρίχ-ι Μπινταρί, Ι. 329).
[85] Παρατίθεται στο ίδιο, σελ. 359.
[86] Great Britain, Correspondence Respecting the Affairs the Affairs of Persia, I, σελ. 4.
[87] Χ. Αρσαντζανί, «Ο αναρχισμός στο Ιράν», Νταριά, 17 Ιουλίου 1944.
[88] Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ-ι Ενκελάμπ, II, 180.
[89] Μεταφράσεις των συνταγματικών νόμων έχουν αναδημοσιευθεί στο Browne, The Persian Revolution, σσ. 354-400.
[90] Στα 1.000 τομάν περιλαμβάνονταν μεγάλο μέρος των μεσαίων εισοδημάτων των γαιοκτημόνων, αλλά όχι οι αυτοαπασχολούμενοι αγρότες.
[91] Ζ. Σατζί’ι, Νεμαγιαντεγκάν-ι Ματζλίς-ι Σαουρά-γι Μελλί νταρ Μπιστουγιέκ Νταουρέχ-ι Κανουνγκουζαρί (Τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης κατά τη διάρκεια είκοσι μίας νομοθετικών συνόδων) (Τεχεράνη, 1965), σελ. 176.
[92] Χ. Τακιζαντέχ, «Η ζωή μου», Ραχενμά-γι Κετάμπ, 13, 7 (Μάιος-Ιούνιος 1970), 243-266.
[93] Χ. Τακιζαντέχ, «Κατάλογος των μελών της πρώτης Μετζλίς», Καβέχ, 15 Ιουλίου 1918.
[94] Για μια συζήτηση αυτών των όρων βλέπε Χ. Τακιζαντέχ, «Η πρώτη εθνοσυνέλευση», Ιττιλά’ατ-ι Μαχανέχ, 5, 5 (Ιούλιος-Αύγουστος 1954), 3-6.
[95] Great Britain, Correspondence Respecting the Affairs of Persia, I, 27.
[96] Κασραβί, Ταρίχ-ι Μασρουτέχ, σελ. 519.
[97] Βλέπε N. Keddie, “The Assassination of Amin as-Sultan”, στο C. E. Bosworth, (επιμ.), Iran and Islam (Εδιμβούργο, 1971), σσ. 316-319.
[98] Αναφέρεται στο Browne, The Persian Revolution, σελ. 137.
[99] A. Kasravi, Ινκελαμπί Τσε ιστ; (Τι είναι επανάσταση;) (Τεχεράνη, 1945).
[100] A. Ματζντ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι Ενκελάμπ-ι Μασρουτιγιάτ-ι Ιράν (Η ιστορία της συνταγματικής επανάστασης στο Ιράν) (Ισφαχάν, 1972), III, 21.

