Διαδήλωση υποστηρικτών του Μοσαντέγ στην πλατεία του κοινοβουλίου, μετά την αποτυχία της πρώτης απόπειρας πραξικοπήματος στις 16 Αυγούστου 1953.
Εισαγωγικό σημείωμα του elaliberta.gr: Πριν από 71 χρόνια, στις 19 Αυγούστου το 1953 (28 Μορντάντ 1332, με το ιρανικό ημερολόγιο), ο Πρωθυπουργός του Ιράν, Μοχάμμεντ Μοσαντέγ [ή Μοσαντέκ] ανατράπηκε από ένα πραξικόπημα, οργανωμένο από τη CIA. Η αιτία που προκάλεσε την εχθρότητα της κυβέρνησης των ΗΠΑ για τον Ιρανό πρωθυπουργό, ήταν η απόφασή του να εθνικοποιήσει τη βιομηχανία πετρελαίου που ανήκε στην Αγγλο-Ιρανική Εταιρεία Πετρελαίου [Anglo-Iranian Oil Company] της Μεγάλης Βρετανίας. Το άρθρο αποτελεί κεφάλαιο ενός βιβλίου του συγγραφέα, με τίτλο: Ανατροπή: Ο αμερικανικός αιώνας αλλαγής καθεστώτων από τη Χαβάη μέχρι το Ιράκ, και ως εκ τούτου επικεντρώνεται στις αμερικανικές ενέργειες. Απουσιάζει έτσι από το άρθρο η πιο βασική διάσταση των γεγονότων που κατέληξαν στο πραξικόπημα του 1953: η πολιτική/ταξική σύγκρουση που πυροδοτήθηκε από την απόφαση του Μοσαντέγ, την οποία ενέκρινε και το Ματζλίς (κοινοβούλιο) να εθνικοποιήσει τη βιομηχανία πετρελαίου. Στην αρχή, η απόφαση αυτή υποστηρίχτηκε από την ιρανική αστική τάξη. Τα έσοδα από τα πετρέλαια ήταν απαραίτητα για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη του ιρανικού καπιταλισμού, ο οποίος είχε πια τη δυνατότητα να αναλάβει μόνος του την άντληση, την επεξεργασία και τη διάθεση του πετρελαίου στη διεθνή αγορά. Η απόφαση αυτή αρχικά είχε και την έγκριση του Σάχη, ο πατέρας του οποίου είχε έρθει σε σύγκρουση με την Μεγάλη Βρετανία το 1932 και είχε επαναδιαπραγματευτεί τους όρους της συμφωνίας με την Αγγλο-Ιρανική Εταιρεία Πετρελαίου. Ο σιιτικός κλήρος επίσης είχε υποστηρίξει στην αρχή την προσπάθεια του Μοσαντέγ. Το ίδιο έκανε και ο στρατός, αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί του οποίοι παρέμειναν μέχρι το τέλος υποστηρικτές του Μοσαντέγ. Αυτό που άλλαξε τη στάση της άρχουσας τάξης, του Σάχη, της ηγεσίας του κλήρου, της πλειοψηφίας του πολιτικού κατεστημένου και των ανώτερων αξιωματικών, ήταν το γεγονός ότι η σύγκρουση του Μοσαντέγ με την Μεγάλη Βρετανία διαμόρφωσαν ένα πολιτικό κλίμα που έδωσε τη δυνατότητα στις λαϊκές μάζες να κινητοποιηθούν για να υποστηρίξουν τον Μοσαντέγ, αλλά και για να αναδείξουν τα δικά τους αιτήματα. Η μοναρχία που είχε ιδρυθεί με την αντεπανάσταση του πατέρα του Σάχη, τον Σάχη Ρεζά, άρχισε να αισθάνεται ότι κινδυνεύει. Η αστική τάξη η οποία είχε διαμορφωθεί κάτω από την αυταρχική προστασία της μοναρχίας των Παχλεβί αισθανόταν ότι σε αυτή τη σύγκρουση του πρωθυπουργού με τη Μεγάλη Βρετανία που έβγαλε τις λαϊκές μάζες στο δρόμο, κινδύνευε να χάσει πολλά περισσότερα από τα έσοδα που θα της εξασφάλιζε ο έλεγχος των πετρελαίων της χώρας. Όταν οι ΗΠΑ πήραν τελικά το μέρος της Μεγάλης Βρετανίας σε αυτή τη σύγκρουση, η αστική τάξη του Ιράν (για την οποία οι ΗΠΑ από την εποχή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και την αγγλορωσική κατοχή του Ιράν ήταν ο βασικότερος σύμμαχος) αποφάσισε να στραφεί εναντίον του Μοσαντέγ. Έτσι, η σύγκρουση της κυβέρνησης του Ιράν με τη Μεγάλη Βρετανία μετατράπηκε σε μια εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και τους ισχυρούς μηχανισμούς της αστικής τάξης: τη μοναρχία, τον κλήρο και την ηγεσία του στρατού. Ο ίδιος ο Μοσαντέγ υπέρ του οποίου κινητοποιούνταν οι λαϊκές μάζες, έβλεπε με τρόμο αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση και την αριστερή μετατόπιση του κόσμου, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα (Τουντέχ, δηλ., Μάζες), αρνήθηκε να προχωρήσει πέρα από την υποστήριξη στην πολιτική του Μοσαντέγ και να προσπαθήσει να προσφέρει στις λαϊκές μάζες μια οργανωμένη προοπτική για να αντιμετωπίσουν την συνδυασμένη επίθεση της αστικής τάξης, της μοναρχίας και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Ο συγγραφέας του άρθρου αναφέρεται πολύ πιο διεξοδικά σε αυτά τα γεγονότα σε ένα άλλο βιβλίο του, το οποίο έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά (Stephen Kinzer, Ιράν: ώρα μηδέν. Το αμερικανικό πραξικόπημα και οι ρίζες της τρομοκρατίας στη Μέση Ανατολή, Θετίλη, χ.χ.έ.). το άρθρο που μεταφράζουμε, παρά τις ελλείψεις του αποτελεί μια πολύ κατατοπιστική περιγραφή του πραξικοπήματος της 19ης Αυγούστου του 1953, που καθόρισε ανεξίτηλα την ιρανική ιστορία.
Stephen Kinzer
Το πραξικόπημα στο Ιράν το 1953
Η Βρετανία αντιμετώπιζε εκείνη τη στιγμή μια σοβαρή πρόκληση. Η ικανότητά της να διαθέτει στρατιωτική ισχύ, να τροφοδοτεί τις βιομηχανίες της και να παρέχει στους πολίτες της υψηλό βιοτικό επίπεδο εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο που εξήγαγε από το Ιράν. Από το 1901 μια και μόνη εταιρεία, η Αγγλο-Ιρανική Εταιρεία Πετρελαίου, που ανήκε κυρίως στη βρετανική κυβέρνηση, κατείχε το μονοπώλιο στην εξόρυξη, τη διύλιση και την πώληση του ιρανικού πετρελαίου. Το κατάφωρα άδικο συμβόλαιο της Anglo-Iranian, το οποίο διαπραγματεύτηκε με έναν διεφθαρμένο μονάρχη, απαιτούσε να καταβάλει στο Ιράν μόλις το 16% των χρημάτων που κέρδιζε από την πώληση του πετρελαίου της χώρας. Πιθανότατα πλήρωνε ακόμη λιγότερα, αλλά η αλήθεια δεν έγινε ποτέ γνωστή, αφού κανένας τρίτος δεν επιτρεπόταν να ελέγξει τα βιβλία της. Η Anglo-Iranian έβγαλε περισσότερα κέρδη μόνο το 1950 από όσα είχε καταβάλει στο Ιράν σε δικαιώματα τον προηγούμενο μισό αιώνα.
Στα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ρεύματα του εθνικισμού και του αντιαποικιοκρατισμού εξαπλώθηκαν σε όλη την Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Ανέβασαν στην εξουσία, την άνοιξη του 1951, έναν Ιρανό ιδεαλιστή, τον Μοχάμμεντ Μοσαντέγ. Ο πρωθυπουργός Μοσαντέγ ενσάρκωσε τον σκοπό που είχε γίνει έμμονη ιδέα της χώρας του. Ήταν αποφασισμένος να εκδιώξει την Anglo-Iranian Oil Company, να εθνικοποιήσει τη βιομηχανία πετρελαίου και να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που θα προέκυπταν για την ανάπτυξη του Ιράν.
Ο Μοσαντέγ, ένας αριστοκράτης με ευρωπαϊκή μόρφωση, ο οποίος ήταν εξήντα εννέα ετών όταν ανέβηκε στην εξουσία, πίστευε με πάθος σε δύο πράγματα: τον εθνικισμό και τη δημοκρατία. Στο Ιράν, ο εθνικισμός σήμαινε την ανάληψη του ελέγχου των πετρελαϊκών πόρων της χώρας. Η δημοκρατία σήμαινε τη συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας στο εκλεγμένο κοινοβούλιο και τον πρωθυπουργό και όχι στον μονάρχη Μοχάμμεντ Ρεζά Σαχ. Με τον πρώτο στόχο, ο Μοσαντέγ μετέτρεψε τη Βρετανία σε εχθρό, ενώ με τον δεύτερο αποξένωσε τον Σάχη.
Την άνοιξη του 1951, και τα δύο σώματα του ιρανικού κοινοβουλίου ψήφισαν ομόφωνα την εθνικοποίηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας. Ήταν μια κοσμοϊστορική στιγμή και ολόκληρο το έθνος πανηγύρισε. «Όλη η δυστυχία, η αθλιότητα, η ανομία και η διαφθορά του Ιράν τα τελευταία πενήντα χρόνια προκλήθηκαν από το πετρέλαιο και τους εκβιασμούς της πετρελαϊκής εταιρείας», δήλωσε ένας ραδιοφωνικός σχολιαστής.
Βάσει του νόμου περί εθνικοποίησης, το Ιράν συμφώνησε να αποζημιώσει τη Βρετανία για τα χρήματα που είχε δαπανήσει για την κατασκευή των πηγών και του διυλιστηρίου, αν και οποιοσδήποτε αμερόληπτος διαιτητής θα κατέληγε πιθανότατα στο συμπέρασμα ότι, δεδομένου του ύψους των κερδών που είχαν αποκομίσει οι Βρετανοί στο Ιράν όλα αυτά τα χρόνια, το χρέος του Ιράν θα ήταν μικρότερο από μηδέν. Ο Μοσαντέγ αρέσκονταν να επισημαίνει ότι οι ίδιοι οι Βρετανοί είχαν πρόσφατα εθνικοποιήσει τις βιομηχανίες άνθρακα και χάλυβα. Επέμενε ότι προσπαθούσε απλώς να κάνει ό,τι είχαν κάνει και οι Βρετανοί: να στρέψει τον πλούτο του έθνους του προς όφελός του και να κάνει μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αποτρέψει τον λαό από το να καταφύγει στην επανάσταση. Οι Βρετανοί διπλωμάτες στη Μέση Ανατολή δεν συγκινήθηκαν, φυσικά, από αυτό το επιχείρημα.
«Εμείς οι Άγγλοι έχουμε εκατοντάδες χρόνια εμπειρίας στο πώς να συμπεριφερόμαστε στους ιθαγενείς», ειρωνεύτηκε ένας από αυτούς. «Ο σοσιαλισμός είναι εντάξει στην πατρίδα, αλλά εδώ έξω πρέπει να είσαι εσύ το αφεντικό».
Η άνοδος του Μοσαντέγ στην εξουσία και η ψηφοφορία του κοινοβουλίου για την εθνικοποίηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας ενθουσίασε τους Ιρανούς, αλλά εξόργισε τους Βρετανούς ηγέτες. Η ιδέα ότι μια καθυστερημένη χώρα όπως το Ιράν θα μπορούσε να ξεσηκωθεί και να τους επιφέρει ένα τέτοιο πλήγμα ήταν τόσο εντυπωσιακή που ήταν ακατανόητη. Απέρριψαν περιφρονητικά τις προτάσεις να προσφερθούν να μοιραστούν τα κέρδη τους με το Ιράν σε ποσοστό πενήντα-πενήντα, όπως έκαναν οι αμερικανικές εταιρείες σε γειτονικές χώρες. Αντιθέτως, ορκίστηκαν να αντιδράσουν.
«Το περσικό πετρέλαιο είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία μας», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Χέρμπερτ Μόρισον. «Θεωρούμε απαραίτητο να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να μην αφήσουμε τους Πέρσες να γλιτώσουν για την παραβίαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων».
Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, οι Βρετανοί έκαναν ακριβώς αυτό. Σε διάφορα στάδια σκέφτηκαν να δωροδοκήσουν τον Μοσαντέγ, να τον δολοφονήσουν και να εξαπολύσουν στρατιωτική εισβολή στο Ιράν, ένα σχέδιο που ίσως να είχαν πραγματοποιήσει αν ο πρόεδρος Τρούμαν και ο υπουργός Εξωτερικών Ντιν Άτσεσον δεν είχαν πάθει σχεδόν εγκεφαλικό όταν το έμαθαν. Οι Βρετανοί σαμποτάρισαν τις δικές τους εγκαταστάσεις στο Αμπαντάν, με την ελπίδα να πείσουν τον Μοσαντέγ ότι δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει την πετρελαϊκή βιομηχανία χωρίς αυτούς –απέκλεισαν τα ιρανικά λιμάνια ώστε να μην μπορούν να εισέλθουν ή να εξέλθουν δεξαμενόπλοια– και προσέφυγαν ανεπιτυχώς στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και στο Διεθνές Δικαστήριο. Τελικά, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόνο μία επιλογή είχε απομείνει. Αποφάσισαν να οργανώσουν πραξικόπημα.
Η Βρετανία είχε κυριαρχήσει στο Ιράν για πολλές γενιές και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είχε υποθάλψει ένα πλήθος στρατιωτικών αξιωματικών, δημοσιογράφων, θρησκευτικών ηγετών και άλλων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανατροπή μιας κυβέρνησης, αν παρουσιαζόταν ανάγκη. Οι αξιωματούχοι στο Λονδίνο διέταξαν τους πράκτορές τους στην Τεχεράνη να θέσουν σε κίνηση μια συνωμοσία. Ωστόσο, πριν οι Βρετανοί προλάβουν να καταφέρουν το χτύπημά τους, ο Μοσαντέγ ανακάλυψε τι σχεδίαζαν. Έκανε το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει για να προστατεύσει τον εαυτό του και την κυβέρνησή του. Στις 16 Οκτωβρίου 1952 διέταξε να κλείσει η βρετανική πρεσβεία και να φύγουν όλοι οι υπάλληλοί της από τη χώρα. Μεταξύ αυτών ήταν και οι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών που οργάνωναν το πραξικόπημα.
Αυτό άφησε τους Βρετανούς αφοπλισμένους. Οι μυστικοί πράκτορές τους είχαν εκδιωχθεί από το Ιράν, η αντίθεση του Τρούμαν καθιστούσε αδύνατη μια εισβολή και οι παγκόσμιοι οργανισμοί αρνούνταν να παρέμβουν. Η βρετανική κυβέρνηση αντιμετώπιζε την ανησυχητική προοπτική να χάσει το πολυτιμότερο εξωτερικό της περιουσιακό στοιχείο από μια καθυστερημένη χώρα υπό την ηγεσία ενός ανθρώπου που θεωρούσαν, σύμφωνα με διάφορα διπλωματικά τηλεγραφήματα, «άγριο», «φανατικό», «παράλογο», «γκάνγκστερ», «εντελώς αδίστακτο» και «σαφώς ανισόρροπο».
Το σύγχρονο Ιράν έχει αναδείξει λίγες προσωπικότητες του μεγέθους του Μοσαντέγ. Από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από περσική βασιλική οικογένεια. Ο πατέρας του προερχόταν από μια διακεκριμένη φατρία και ήταν υπουργός Οικονομικών του Ιράν για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Σπούδασε στη Γαλλία και την Ελβετία και έγινε ο πρώτος Ιρανός που απέκτησε διδακτορικό στη Νομική από ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο. Όταν εξελέγη πρωθυπουργός, είχε πίσω του μια ολόκληρη ζωή πολιτικής εμπειρίας.
Ο Μοσαντέγ ήταν επίσης ένας ιδιαίτερα συναισθηματικός άνθρωπος. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του όταν εκφωνούσε ομιλίες για τη φτώχεια και τη δυστυχία του Ιράν. Αρκετές φορές κατέρρεε ενώ μιλούσε στο κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα το Newsweek να τον αποκαλέσει «φανατικό λιποθυμικό». Υπέφερε από πολλές ασθένειες, άλλες σωματικές και άλλες άγνωστης αιτίας, και είχε την αφοπλιστική συνήθεια να δέχεται καλεσμένους ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Η σχολαστική του ειλικρίνεια και η υπερβολική οικονομία του –συνήθιζε να ξεφλουδίζει δίφυλλα χαρτομάντιλα πριν τα χρησιμοποιήσει– τον έκαναν εξαιρετικά ασυνήθιστο στην πολιτική της Μέσης Ανατολής και τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό στο λαό του. Τον Ιανουάριο του 1952, το Time τον ανακήρυξε άνθρωπο της χρονιάς, επιλέγοντάς τον ανάμεσα στον Ουίνστον Τσόρτσιλ, τον Ντάγκλας ΜακΆρθουρ, τον Χάρι Τρούμαν και τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Τον αποκάλεσε «πεισματάρη καιροσκόπο» αλλά και «Ιρανό Τζορτζ Ουάσινγκτον» και «τον πιο παγκοσμίου φήμης άνθρωπο που είχε αναδείξει η αρχαία φυλή του εδώ και αιώνες».
Μόλις δύο εβδομάδες μετά το κλείσιμο της βρετανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη από τον Μοσαντέγ, οι Αμερικανοί πήγαν στις κάλπες και εξέλεξαν τον Αϊζενχάουερ πρόεδρο. Λίγο αργότερα, ο Αϊζενχάουερ ανακοίνωσε ότι ο [Τζον Φόστερ] Ντάλλες θα γινόταν υπουργός Εξωτερικών. Ξαφνικά η κατήφεια που είχε τυλίξει τη βρετανική κυβέρνηση άρχισε να διαλύεται.
Εκείνη τη στιγμή ο επικεφαλής των επιχειρήσεων της CIA στη Μέση Ανατολή, ο Κέρμιτ Ρούσβελτ, έτυχε να περνάει από το Λονδίνο επιστρέφοντας από μια επίσκεψη στο Ιράν. Συναντήθηκε με αρκετούς από τους Βρετανούς ομολόγους του και του παρουσίασαν μια εξαιρετική πρόταση. Ήθελαν η CIA να πραγματοποιήσει το πραξικόπημα στο Ιράν που οι ίδιοι δεν μπορούσαν πλέον να εκτελέσουν, και είχαν ήδη καταρτίσει αυτό που ο Ρούσβελτ αποκάλεσε «σχέδιο μάχης».
«Αυτό που είχαν κατά νου δεν ήταν τίποτα λιγότερο από την ανατροπή του Μοσαντέγ. Επιπλέον, δεν έβλεπαν κανένα λόγο να χάσουν χρόνο με καθυστερήσεις. Ήθελαν να ξεκινήσουν αμέσως. Έπρεπε να τους εξηγήσω ότι το σχέδιο θα απαιτούσε ουσιαστική έγκριση από την κυβέρνησή μου και ότι δεν ήμουν απολύτως σίγουρος για τα αποτελέσματα. Όπως είπα στους Βρετανούς συναδέλφους μου, δεν είχαμε, ήμουν σίγουρος, καμία πιθανότητα να κερδίσουμε την έγκριση της απερχόμενης κυβέρνησης του Τρούμαν και του Άτσεσον. Οι νέοι Ρεπουμπλικάνοι, ωστόσο, θα μπορούσαν να είναι εντελώς διαφορετικοί.»
Οι Βρετανοί αξιωματούχοι ήταν τόσο ανυπόμονοι να θέσουν σε κίνηση το πραξικόπημα που αποφάσισαν να το προτείνουν αμέσως, χωρίς καν να περιμένουν την ορκωμοσία του Αϊζενχάουερ. Έστειλαν έναν από τους κορυφαίους πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών τους, τον Κρίστοφερ Μόνταγκιου Γουντχάουζ, στην Ουάσιγκτον για να παρουσιάσει την υπόθεσή τους στον Ντάλλες. Ο Γουντχάουζ και άλλοι Βρετανοί αξιωματούχοι συνειδητοποίησαν ότι το επιχείρημά τους –ο Μοσάντεγκ έπρεπε να ανατραπεί επειδή εθνικοποιούσε μια βρετανική πετρελαϊκή εταιρεία– δεν θα συγκινούσε τους Αμερικανούς για δράση. Έπρεπε να βρουν άλλο επιχείρημα. Δεν χρειάστηκε βαθιά σκέψη για να αποφασίσουν ποιο θα ήταν αυτό. Ο Γούντχαους είπε στους Αμερικανούς ότι ο Μοσαντέγ οδηγούσε το Ιράν προς τον κομμουνισμό.
Υπό κανονικές συνθήκες, η υπόθεση αυτή θα ήταν δύσκολη. Υπήρχε ένα κομμουνιστικό κόμμα στο Ιράν, γνωστό ως Τουντέχ, και όπως κάθε άλλο κόμμα στη χώρα, υποστήριζε το σχέδιο εθνικοποίησης του πετρελαίου. Ο Μοσαντέγ, ένας εκ πεποιθήσεως δημοκράτης, επέτρεψε στο Τουντέχ να λειτουργεί ελεύθερα, αλλά ποτέ δεν υιοθέτησε το πρόγραμμά του. Στην πραγματικότητα, απεχθανόταν την κομμουνιστική θεωρία και απέκλεισε αυστηρά τους κομμουνιστές από την κυβέρνησή του. Ο Αμερικανός διπλωμάτης στην Τεχεράνη που είχε αναλάβει να παρακολουθεί το Τουντέχ τα γνώριζε όλα αυτά και ανέφερε στην Ουάσιγκτον ότι το κόμμα ήταν «καλά οργανωμένο αλλά όχι πολύ ισχυρό». Χρόνια αργότερα, ένας Ιρανοαμερικανός μελετητής διεξήγαγε μια εξαντλητική μελέτη της θέσης του Τουντέχ το 1953 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «αυτή η συντονισμένη συνεργασία και αμοιβαία εμπιστοσύνη που φοβούνταν οι Αμερικανοί ότι υπήρχε μεταξύ του Μοσαντέγ και του Τουντέχ δεν θα μπορούσε να υπάρχει».
«Η υποτιθέμενη απειλή του Τουντέχ, όπως φοβούνταν οι δράστες του πραξικοπήματος, δεν ήταν πραγματική. Το κόμμα δεν είχε ούτε τα ποσοστά, ούτε τη δημοτικότητα, ούτε σχέδιο για να καταλάβει την κρατική εξουσία με ελπίδα να την κρατήσει... Αυτή η απόφαση [να οργανωθεί το πραξικόπημα] φαίνεται ότι είχε ελάχιστη σχέση με τις πραγματικές συνθήκες στη χώρα και πολύ περισσότερο με τις ιδεολογικές επιταγές της εποχής: τον Ψυχρό Πόλεμο.»
Ο Γουντχάουζ έδωσε στον Ντάλλες την ιδέα ότι θα μπορούσε να παρουσιάσει την ανατροπή του Μοσαντέγ ως «ανατροπή» του κομμουνισμού. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ωστόσο, δεν είχε τη δυνατότητα να ανατρέψει κυβερνήσεις. Για το σκοπό αυτό, ο Ντάλλες θα έπρεπε να επιστρατεύσει τη CIA. Ήταν ακόμη μια νέα υπηρεσία, που δημιουργήθηκε το 1947 για να αντικαταστήσει το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών [OSS / Office of Strategic Services] του πολέμου. Ο Τρούμαν είχε χρησιμοποιήσει τη CIA για τη συλλογή πληροφοριών και επίσης για τη διεξαγωγή μυστικών επιχειρήσεων, όπως η υποστήριξη αντικομμουνιστικών πολιτικών κομμάτων στην Ευρώπη. Ποτέ, όμως, ο ίδιος ή ο υπουργός Εξωτερικών Άτσεσον δεν είχαν διατάξει τη CIA –ή οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία– να ανατρέψει μια ξένη κυβέρνηση.
Ο Ντάλλες δεν είχε τέτοιες επιφυλάξεις. Δύο παράγοντες τον έκαναν ιδιαίτερα πρόθυμο να χρησιμοποιήσει τη CIA με αυτόν τον τρόπο. Ο πρώτος ήταν η έλλειψη εναλλακτικών λύσεων. Είχαν περάσει προ πολλού οι μέρες που ένας Αμερικανός πρόεδρος μπορούσε να στείλει στρατεύματα να εισβάλουν και να καταλάβουν μια μακρινή χώρα. Μια νέα παγκόσμια δύναμη, η Σοβιετική Ένωση, εξισορροπούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες και περιόριζε σημαντικά την ελευθερία τους να ανατρέπουν κυβερνήσεις. Μια αμερικανική εισβολή θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια αντιπαράθεση μεταξύ υπερδυνάμεων που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πυρηνικό ολοκαύτωμα. Ο Ντάλλες πίστευε ότι η CIA μπορεί να του έδινε το εργαλείο που χρειαζόταν, έναν τρόπο να αλλάξει την ισορροπία της παγκόσμιας ισχύος χωρίς να καταφύγει σε στρατιωτική βία.
Η προσφυγή στη CIA είχε άλλη μια μεγάλη αξία για τον Ντάλλες. Ήξερε ότι θα συνεργαζόταν σε απόλυτη αρμονία με τον διευθυντή της, επειδή ο διευθυντής ήταν ο μικρότερος αδελφός του, ο Άλλεν. Αυτή ήταν η πρώτη και μοναδική φορά στην αμερικανική ιστορία που αδέλφια διηύθυναν το φανερό και το κρυφό σκέλος της εξωτερικής πολιτικής. Συνεργάστηκαν άψογα, συνδυάζοντας τους διπλωματικούς πόρους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με την αυξανόμενη ικανότητα της CIA στις μυστικές επιχειρήσεις.
Πριν από την έναρξη του πραξικοπήματος, οι αδελφοί Ντάλλες χρειάζονταν την έγκριση του προέδρου Αϊζενχάουερ. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Σε μια συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας στις 4 Μαρτίου 1953, ο Αϊζενχάουερ αναρωτήθηκε φωναχτά γιατί δεν ήταν δυνατόν «να κάνουμε κάποιους από τους ανθρώπους σε αυτές τις καταπιεσμένες χώρες να μας συμπαθήσουν αντί να μας μισούν». Ο υπουργός Εξωτερικών Ντάλλες παραδέχτηκε ότι ο Μοσαντέγ δεν ήταν κομμουνιστής, αλλά επέμεινε ότι «αν δολοφονηθεί ή απομακρυνθεί από την εξουσία, θα μπορούσε να δημιουργηθεί πολιτικό κενό στο Ιράν και οι κομμουνιστές θα μπορούσαν εύκολα να πάρουν την εξουσία». Αν συνέβαινε αυτό, προειδοποίησε, «όχι μόνο ο ελεύθερος κόσμος θα στερούνταν τα τεράστια περιουσιακά στοιχεία που αντιπροσώπευε η ιρανική παραγωγή και τα αποθέματα πετρελαίου, αλλά... σε σύντομο χρονικό διάστημα οι άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής, με περίπου το εξήντα τοις εκατό των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου, θα έπεφταν στα χέρια των κομμουνιστών».
Ο Ντάλλες είχε δύο δια βίου εμμονές: την καταπολέμηση του κομμουνισμού και την προστασία των δικαιωμάτων των πολυεθνικών εταιρειών. Στο μυαλό του ήταν, όπως έχει γράψει ο ιστορικός James A. Bill, «αλληλένδετες και αλληλοενισχυόμενες».
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι σκοπιμότητες για το πετρέλαιο έπαιξαν ρόλο στην αμερικανική απόφαση να συνδράμει στην ανατροπή της κυβέρνησης Μοσαντέγ... Αν και πολλοί υποστήριξαν ότι η Αμερική δεν ενδιαφερόταν για το ιρανικό πετρέλαιο, δεδομένων των συνθηκών υπερπληθωρισμού που επικρατούσαν, η ιστορία της Μέσης Ανατολής αποδεικνύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πάντα επιδίωκαν μια τέτοια πρόσβαση, με υπερπληθωρισμό ή χωρίς υπερπληθωρισμό... Οι ανησυχίες για τον κομμουνισμό και η διαθεσιμότητα του πετρελαίου ήταν αλληλένδετες. Μαζί, οδήγησαν την Αμερική σε μια πολιτική άμεσης επέμβασης.»
Μετά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας τον Μάρτιο, ξεκίνησε σοβαρά ο σχεδιασμός για πραξικόπημα. Ο Άλλεν Ντάλλες, σε συνεννόηση με τους Βρετανούς ομολόγους του, επέλεξε έναν στρατηγό εν αποστρατεία ονόματι Φαζλολλάχ Ζαχεντί ως κατ’ όνομα ηγέτη του πραξικοπήματος. Στη συνέχεια έστειλε 1 εκατομμύριο δολάρια στον σταθμό της CIA στην Τεχεράνη για να χρησιμοποιηθούν «με οποιονδήποτε τρόπο που θα επέφερε την πτώση του Μοσαντέγ». Ο Τζον Φόστερ Ντάλλες έδωσε εντολή στον Αμερικανό πρεσβευτή στην Τεχεράνη, Λόι Χέντερσον, να έρθει σε επαφή με Ιρανούς που θα μπορούσαν να ενδιαφερθούν να βοηθήσουν στην πραγματοποίηση του πραξικοπήματος.
Δύο μυστικοί πράκτορες, ο Ντόναλντ Γουίλμπερ της CIA και ο Νόρμαν Ντάρμπισαϊρ της Βρετανικής Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, πέρασαν αρκετές εβδομάδες εκείνη την άνοιξη στην Κύπρο καταστρώνοντας ένα σχέδιο για το πραξικόπημα. Δεν είχε καμία σχέση με κανένα σχέδιο που είχαν κάνει οι δύο χώρες, ή οποιαδήποτε χώρα, στο παρελθόν. Με τον ψυχρό υπολογισμό χειρουργού, οι πράκτορες αυτοί σχεδίασαν να αποκόψουν τον Μοσαντέγ από τον λαό του.
Σύμφωνα με το σχέδιό τους, οι Αμερικανοί θα ξόδευαν 150.000 δολάρια για να δωροδοκήσουν δημοσιογράφους, εκδότες, ισλαμιστές ιεροκήρυκες και άλλους καθοδηγητές της κοινής γνώμης για να «δημιουργήσουν, να επεκτείνουν και να ενισχύσουν την εχθρότητα, τη δυσπιστία και το φόβο του λαού απέναντι στον Μοσαντέγ και την κυβέρνησή του». Στη συνέχεια θα προσλάμβαναν κακοποιούς για να πραγματοποιήσουν «σκηνοθετημένες επιθέσεις» εναντίον θρησκευτικών προσωπικοτήτων και άλλων σεβαστών Ιρανών, κάνοντας να φαίνεται ότι τις είχε διατάξει ο Μοσαντέγ. Εν τω μεταξύ, ο στρατηγός Ζαχεντί θα έπαιρνε ένα χρηματικό ποσό, που αργότερα καθορίστηκε σε 135.000 δολάρια, για να «κερδίσει επιπλέον φίλους» και να «επηρεάσει ανθρώπους-κλειδιά». Το σχέδιο προέβλεπε άλλα 11.000 δολάρια την εβδομάδα, ένα μεγάλο ποσό εκείνη την εποχή, για να δωροδοκηθούν μέλη του ιρανικού κοινοβουλίου. Την «ημέρα του πραξικοπήματος», χιλιάδες πληρωμένοι διαδηλωτές θα συνέκλιναν στο κοινοβούλιο για να απαιτήσουν την αποπομπή του Μοσαντέγ. Το κοινοβούλιο θα απαντούσε με μια «οιονεί νόμιμη» ψηφοφορία για να το πράξει. Εάν ο Μοσαντέγ αντιστεκόταν, στρατιωτικές μονάδες πιστές στον στρατηγό Ζαχεντί θα τον συλλάμβαναν.
«Ώστε έτσι ξεφορτωνόμαστε αυτόν τον τρελό Μοσαντέγ!» αναφώνησε χαρούμενος ο υπουργός Εξωτερικών Ντάλλες όταν του έδωσαν ένα αντίγραφο του σχεδίου.
Δεν υιοθέτησαν όλοι την ιδέα. Αρκετοί αξιωματικοί της CIA αντιτάχθηκαν σε αυτήν, και ένας από αυτούς, ο Ρότζερ Γκόιραν, επικεφαλής του σταθμού της CIA στην Τεχεράνη, έφτασε στο σημείο να παραιτηθεί. Κανένας από τους κύριους εμπειρογνώμονες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το Ιράν δεν είχε καν ενημερωθεί για το σχέδιο μέχρι που ήταν έτοιμο να υλοποιηθεί. Και αυτό ήταν πολύ καλό, αφού τα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν γεμάτα με αναφορές του Χένρι Γκρέιντι, ο οποίος ήταν πρεσβευτής του Τρούμαν στο Ιράν, που ανέφερε ότι ο Μοσαντέγ «έχει την υποστήριξη του 95 με 98% του λαού αυτής της χώρας», και από το αφεντικό του Γκρέιντι, τον υφυπουργό Εξωτερικών Τζορτζ ΜακΓκί, ο οποίος θεωρούσε τον Μοσαντέγ «συντηρητικό» και «πατριώτη Ιρανό εθνικιστή» που «δεν είχε κανένα λόγο να έλκεται από τον σοσιαλισμό ή τον κομμουνισμό».
Τίποτα από όλα αυτά δεν είχε τον παραμικρό αντίκτυπο στον Ντάλλες. Το βαθύτερο ένστικτό του, και όχι οποιαδήποτε ψύχραιμη εκτίμηση των γεγονότων, του έλεγε ότι η ανατροπή του Μοσαντέγ ήταν καλή ιδέα. Ποτέ δεν συμβουλεύτηκε κάποιον που πίστευε κάτι διαφορετικό.
Ο αμερικανικός Τύπος διαδραμάτισε σημαντικό υποστηρικτικό ρόλο στην Επιχείρηση Αίας [Operation Ajax], όπως ήταν η κωδική ονομασία του πραξικοπήματος στο Ιράν. Μερικές εφημερίδες και περιοδικά δημοσίευσαν ευνοϊκά άρθρα για τον Μοσαντέγ, αλλά ήταν οι εξαιρέσεις. Οι New York Times αναφέρονταν τακτικά σε αυτόν ως δικτάτορα. Άλλες εφημερίδες τον συνέκριναν με τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Το Newsweek ανέφερε ότι, με τη βοήθειά του, οι κομμουνιστές «καταλάμβαναν» το Ιράν. Το Time αποκάλεσε την εκλογή του «μια από τις χειρότερες συμφορές για τον αντικομμουνιστικό κόσμο μετά την κατάκτηση της Κίνας από τους Κόκκινους».
Για να κατευθύνει το πραξικόπημά της κατά του Μοσαντέγ, η CIA έπρεπε να στείλει έναν ανώτερο πράκτορα σε μια αναγκαστικά επικίνδυνη μυστική αποστολή στην Τεχεράνη. Ο Άλλεν Ντάλλες είχε ακριβώς τον κατάλληλο άνθρωπο για το σκοπό αυτό τον Κέρμιτ Ρούσβελτ, τον τριανταεπτάχρονο απόφοιτο του Χάρβαρντ που ήταν ο κορυφαίος ειδικός της υπηρεσίας στη Μέση Ανατολή. Από μια ιδιορρυθμία της ιστορίας, ήταν εγγονός του προέδρου Τίοντορ Ρούσβελτ, ο οποίος μισό αιώνα νωρίτερα είχε συμβάλει στο να εισέλθουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην εποχή της «αλλαγής καθεστώτων».
Ο Ρούσβελτ τρύπωσε στο Ιράν από μια απομακρυσμένη συνοριακή διάβαση στις 19 Ιουλίου 1953 και ξεκίνησε αμέσως το ανατρεπτικό του έργο. Του πήρε μόλις λίγες ημέρες για να βάλει φωτιά στο Ιράν. Χρησιμοποιώντας ένα δίκτυο Ιρανών πρακτόρων και ξοδεύοντας αφειδώς χρηματικά ποσά, δημιούργησε ένα εντελώς τεχνητό κύμα διαμαρτυρίας κατά του Μοσαντέγ. Τα μέλη του κοινοβουλίου απέσυραν την υποστήριξή τους από τον Μοσαντέγ και τον κατήγγειλαν με βαρύτατες κατηγορίες. Θρησκευτικοί ηγέτες έκαναν κηρύγματα αποκαλώντας τον άθεο, Εβραίο και άπιστο. Οι εφημερίδες γέμισαν με άρθρα και γελοιογραφίες που τον παρουσίαζαν ως ομοφυλόφιλο και ως πράκτορα του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Αυτός συνειδητοποίησε ότι κάποιο αόρατο χέρι κατεύθυνε αυτή την εκστρατεία, αλλά επειδή είχε μια τόσο βαθιά ριζωμένη και ίσως υπερβολική πίστη στη δημοκρατία, δεν έκανε τίποτα για να την καταστείλει.
«Η δεδηλωμένη δέσμευση του Μοσαντέγ να προωθεί και να σέβεται τα πολιτικά και αστικά δικαιώματα και ελευθερίες και να επιτρέπει στη σωστή διαδικασία του νόμου να ακολουθήσει την πορεία της, ωφέλησε σε μεγάλο βαθμό τους εχθρούς του», έγραψε χρόνια αργότερα ο ιστορικός Φαχρεντίν Αζιμί.
Στις αρχές Αυγούστου, ωστόσο, ο Μοσαντέχ έκανε ένα βήμα για να ανατρέψει το σχέδιο της CIA. Έμαθε ότι πράκτορες ξένων μυστικών υπηρεσιών δωροδοκούσαν μέλη του κοινοβουλίου για να υποστηρίξουν μια πρόταση δυσπιστίας εναντίον του και για να τους αποτρέψει, προκήρυξε εθνικό δημοψήφισμα για μια πρόταση που θα του επέτρεπε να διαλύσει το κοινοβούλιο και να προκηρύξει νέες εκλογές. Σε αυτή την περίπτωση θόλωσε τις δημοκρατικές του αρχές, χρησιμοποιώντας χωριστές κάλπες για τους ψηφοφόρους του «ναι» και του «όχι». Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικά θετικό. Οι εχθροί του τον κατήγγειλαν, αλλά είχε κερδίσει έναν γύρο. Τα δωροδοκημένα μέλη του κοινοβουλίου δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν το σχέδιο της CIA για την απομάκρυνσή του μέσω μιας «οιονεί νόμιμης» ψηφοφορίας, αφού δεν υπήρχε πλέον κοινοβούλιο.
Ο Ρούσβελτ σκέφτηκε γρήγορα ένα εναλλακτικό σχέδιο. Θα κανόνιζε ο Μοχάμμεντ Ρεζά Σαχ να υπογράψει βασιλικά διατάγματα, ή φιρμάνια, που θα απέλυαν τον Μοσαντέγ από το αξίωμα και θα διόριζαν τον στρατηγό Ζαχεντί ως νέο πρωθυπουργό. Αυτή η πορεία θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί ως «οιονεί νόμιμη», δεδομένου ότι σύμφωνα με την ιρανική νομοθεσία, μόνο το κοινοβούλιο είχε το δικαίωμα να εκλέγει και να παύει πρωθυπουργούς. Ο Ρούσβελτ αντιλήφθηκε ότι ο Μοσαντέχ, ο οποίος μεταξύ άλλων ήταν ο πιο μορφωμένος νομικός της χώρας, θα απέρριπτε το φιρμάνι και θα αρνιόταν να παραιτηθεί. Είχε ένα σχέδιο και γι’ αυτό. Μια διμοιρία βασιλικών στρατιωτών θα παρέδιδε το φιρμάνι και όταν ο Μοσαντέγ το απέρριπτε, οι στρατιώτες θα τον συλλάμβαναν.
Το μεγάλο εμπόδιο σε αυτό το σχέδιο αποδείχθηκε ότι ήταν ο Σάχης. Μισούσε τον Μοσαντέγ, ο οποίος τον μετέτρεπε σε ένα σχεδόν διακοσμητικό στοιχείο, αλλά φοβόταν να διακινδυνεύσει το θρόνο του συμμετέχοντας σε μια συνωμοσία. Σε μια σειρά συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν αργά τη νύχτα στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου που ήταν σταθμευμένο κοντά στο βασιλικό παλάτι, ο Ρούσβελτ προσπάθησε και απέτυχε να πείσει τον σάχη να συμμετάσχει στο πραξικόπημα. Σιγά σιγά αύξησε την πίεση. Πρώτα κανόνισε να φέρει αεροπορικώς την δυναμική δίδυμη αδελφή του Σάχη, την Άσραφ, από τη γαλλική Ριβιέρα για να τον παρακαλέσει· συμφώνησε να το κάνει αφού έλαβε ένα χρηματικό ποσό και, σύμφωνα με μια μαρτυρία, ένα παλτό μινκ. Όταν αυτή η προσέγγιση απέτυχε, ο Ρούσβελτ έστειλε δύο Ιρανούς πράκτορές του για να διαβεβαιώσουν τον σάχη ότι το σχέδιο ήταν καλό και βέβαιο ότι θα πετύχαινε. Ο σάχης εξακολουθούσε να αμφιταλαντεύεται. Τελικά, ο Ρούσβελτ κάλεσε τον στρατηγό Νόρμαν Σβάρτσκοπφ, μια τολμηρή προσωπικότητα που είχε περάσει χρόνια στο Ιράν διοικώντας μια επίλεκτη στρατιωτική μονάδα –και του οποίου ο γιος θα ηγείτο της εισβολής της Καταιγίδας της Ερήμου στο Ιράκ τέσσερις δεκαετίες αργότερα– για να κλείσει τη συμφωνία.
Ο Σάχης υποδέχτηκε τον Σβάρτσκοπφ σε μια αίθουσα χορού στο παλάτι, αλλά στην αρχή αρνήθηκε να μιλήσει. Με χειρονομίες, έδωσε στον καλεσμένο του να καταλάβει ότι φοβόταν ότι υπήρχαν κρυμμένα μικρόφωνα στους τοίχους ή στο ταβάνι. Τελικά οι δύο άνδρες τράβηξαν ένα τραπέζι στο κέντρο της αίθουσας και ανέβηκαν πάνω σε αυτό. Με ασυνήθιστα δυνατούς ψιθύρους, ο Σβάρτσκοπφ κατέστησε σαφές ότι η δύναμη τόσο της Βρετανίας όσο και των Ηνωμένων Πολιτειών βρισκόταν πίσω από αυτή τη συνωμοσία και ότι ο σάχης δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνεργαστεί. Σιγά σιγά ο Σάχης ενέδωσε. Την επόμενη μέρα είπε στον Ρούσβελτ ότι θα υπέγραφε τα φιρμάνια, αλλά μόνο υπό τον όρο ότι αμέσως μετά θα μπορούσε να φύγει αεροπορικώς για το καταφύγιό του στην Κασπία Θάλασσα.
«Αν κατά κακή τύχη, τα πράγματα πάνε στραβά, η αυτοκράτειρα και εγώ θα πάρουμε το αεροπλάνο μας κατευθείαν για τη Βαγδάτη», εξήγησε.
Αυτό δεν ήταν ακριβώς μια αποφασιστική δέσμευση για το πραξικόπημα, αλλά ήταν αρκετά καλό για τον Ρούσβελτ. Εξασφάλισε τα φιρμάνια και, το απόγευμα της 14ης Αυγούστου, έδωσε την αποπομπή του Μοσαντέγ σε έναν αξιωματικό που συμμετείχε στη συνωμοσία, τον συνταγματάρχη Νεματολλάχ Νασσιρί, διοικητή της Αυτοκρατορικής Φρουράς. Αργά το ίδιο βράδυ, ο Νασσιρί οδήγησε μια ομάδα ανδρών στο σπίτι του Μοσαντέγ. Εκεί είπε στον θυρωρό ότι έπρεπε να δει αμέσως τον πρωθυπουργό.
Τότε, προς μεγάλη έκπληξη του Νασσιρί, ένας λόχος νομιμόφρονων στρατιωτών εμφανίστηκε από τις σκιές, τον περικύκλωσε και τον συνέλαβε. Ο Μοσαντέγ είχε ανακαλύψει εγκαίρως τη συνωμοσία. Ο άνθρωπος που υποτίθεται ότι θα τον συλλάμβανε συνελήφθη ο ίδιος.
Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, το ραδιόφωνο της Τεχεράνης μετέδωσε τη θριαμβευτική είδηση ότι η κυβέρνηση είχε συντρίψει την απόπειρα πραξικοπήματος από τον Σάχη και «ξένα στοιχεία». Ο Σάχης άκουσε την είδηση αυτή στο καταφύγιό του στην Κασπία και αντέδρασε όπως ακριβώς είχε υποσχεθεί. Με την αυτοκράτειρα Σοράγια στο πλευρό του, μπήκε στο Beechcraft (αεροσκάφος) του και πέταξε για τη Βαγδάτη. Εκεί επιβιβάστηκε σε εμπορική πτήση για τη Ρώμη. Όταν ένας Αμερικανός δημοσιογράφος τον ρώτησε αν περίμενε να επιστρέψει στο Ιράν, απάντησε: «Πιθανόν, αλλά όχι στο άμεσο μέλλον».
Ο Ρούσβελτ, ωστόσο, δεν αποθαρρύνθηκε τόσο εύκολα. Είχε δημιουργήσει ένα εκτεταμένο δίκτυο Ιρανών πρακτόρων και τους είχε πληρώσει πολλά χρήματα. Πολλοί από αυτούς, ιδίως εκείνοι στην αστυνομία και τον στρατό, δεν είχαν ακόμη την ευκαιρία να δείξουν τι μπορούσαν να κάνουν. Καθισμένος στο καταφύγιό του κάτω από την αμερικανική πρεσβεία, εξέταζε τις επιλογές του. Η επιστροφή στην πατρίδα ήταν το προφανές. Έλαβε μάλιστα τηλεγράφημα από τους ανωτέρους του της CIA που τον προέτρεπαν να το κάνει. Αντί να υπακούσει, κάλεσε δύο από τους κορυφαίους Ιρανούς πράκτορές του και τους είπε ότι ήταν αποφασισμένος να ξαναχτυπήσει τον Μοσαντέγ.
Αυτοί οι δύο πράκτορες είχαν άριστες σχέσεις με τις συμμορίες του δρόμου της Τεχεράνης και ο Ρούσβελτ τους είπε ότι επιθυμούσε τώρα να χρησιμοποιήσει αυτές τις συμμορίες για να προκαλέσει ταραχές σε όλη την πόλη. Προς απογοήτευσή του, του απάντησαν ότι δεν μπορούσαν πλέον να τον βοηθήσουν επειδή ο κίνδυνος σύλληψης είχε γίνει πολύ μεγάλος. Αυτό θα ήταν ενδεχομένως ένα μοιραίο πλήγμα για το νέο σχέδιο του Ρούσβελτ. Εκείνος απάντησε σύμφωνα με την καλύτερη παράδοση των μυστικών πρακτόρων. Πρώτα προσέφερε στους δύο πράκτορες 50.000 δολάρια για να συνεχίσουν να εργάζονται μαζί του. Παρέμειναν αμετακίνητοι. Στη συνέχεια πρόσθεσε το δεύτερο μέρος της συμφωνίας του: αν οι άνδρες αρνούνταν, θα τους σκότωνε. Αυτό τους άλλαξε γνώμη. Έφυγαν από το συγκρότημα της πρεσβείας με έναν χαρτοφύλακα γεμάτο μετρητά και ανανεωμένη προθυμία να βοηθήσουν.
Εκείνη την εβδομάδα, μια μάστιγα βίας έπεσε πάνω στην Τεχεράνη. Συμμορίες κακοποιών έτρεχαν ξέφρενα στους δρόμους, σπάζοντας βιτρίνες καταστημάτων, πυροβολώντας μέσα σε τζαμιά, χτυπώντας περαστικούς και φωνάζοντας «Ζήτω ο Μοσαντέγ και ο κομμουνισμός!». Άλλοι κακοποιοί, δηλώνοντας υποταγή στον αυτοεξόριστο Σάχη, επιτέθηκαν στους πρώτους. Οι ηγέτες και των δύο παρατάξεων εργάζονταν στην πραγματικότητα για τον Ρούσβελτ. Ήθελε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η χώρα βυθιζόταν στο χάος, και το πέτυχε θαυμάσια.
Οι υποστηρικτές του Μοσαντέγ προσπάθησαν να οργανώσουν διαδηλώσεις για λογαριασμό του, αλλά για άλλη μια φορά το δημοκρατικό του ένστικτο τον οδήγησε να αντιδράσει αφελώς. Περιφρονούσε την πολιτική του δρόμου και διέταξε τους ηγέτες των πολιτικών κομμάτων που ήταν πιστοί σε αυτόν να μην συμμετάσχουν στις συγκρούσεις. Στη συνέχεια έστειλε αστυνομικές μονάδες για να αποκαταστήσουν την τάξη, χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι πολλοί από τους διοικητές τους ήταν κρυφά στη μισθοδοσία του Ρούσβελτ. Αρκετοί ενώθηκαν με τους ταραξίες που υποτίθεται ότι έπρεπε να καταστείλουν.
Οι ηγέτες του κόμματος Τουντέχ, οι οποίοι διέθεταν αρκετές εκατοντάδες μαχητές, έκαναν μια προσφορά της τελευταίας στιγμής στον Μοσαντέγ. Δεν είχαν όπλα, αλλά αν τους έδινε μερικά, θα επιτίθονταν στον όχλο που προσπαθούσε να καταστρέψει το καθεστώς του. Ο γέρος τρομοκρατήθηκε.
«Αν ποτέ συμφωνήσω να εξοπλίσω ένα πολιτικό κόμμα», είπε θυμωμένος σε έναν ηγέτη του Τουντέχ, «ας μου κόψει ο Θεός το δεξί μου χέρι!».
Ο Ρούσβελτ επέλεξε την Τετάρτη, 19 Αυγούστου, ως την κορυφαία ημέρα. Εκείνο το πρωί, χιλιάδες διαδηλωτές ξεχύθηκαν στους δρόμους, απαιτώντας την παραίτηση του Μοσαντέγ. Κατέλαβαν το ραδιόφωνο της Τεχεράνης και έβαλαν φωτιά στα γραφεία μιας φιλοκυβερνητικής εφημερίδας. Το μεσημέρι, στρατιωτικές και αστυνομικές μονάδες, των οποίων οι διοικητές είχαν δωροδοκηθεί από τον Ρούσβελτ, μπήκαν στη μάχη, εισβάλλοντας στο υπουργείο Εξωτερικών, στο κεντρικό αστυνομικό τμήμα και στο αρχηγείο του γενικού επιτελείου στρατού.
Καθώς η Τεχεράνη βυθιζόταν σε βίαιη αναρχία, ο Ρούσβελτ βγήκε ήρεμα από το συγκρότημα της πρεσβείας και οδήγησε σε ένα ασφαλές σπίτι όπου είχε κρύψει τον στρατηγό Ζαχεντί. Είχε έρθει η ώρα για τον στρατηγό να παίξει τον ρόλο του ως ο εντεταλμένος σωτήρας του Ιράν. Το έκανε με ενθουσιασμό, οδηγώντας με μια ομάδα θριαμβευτών υποστηρικτών του στο Ράδιο Τεχεράνη και διακηρύσσοντας στο έθνος ότι ήταν «ο νόμιμος πρωθυπουργός με εντολή του Σάχη». Από εκεί μετέβη στο προσωρινό του αρχηγείο στη Λέσχη Αξιωματικών, όπου τον περίμενε ένα πλήθος εκστασιασμένων θαυμαστών.
Η τελική μάχη της ημέρας δόθηκε για τον έλεγχο του σπιτιού του Μοσαντέγ. Οι επιτιθέμενοι προσπαθούσαν επί δύο ώρες να εισβάλουν σε αυτό, αλλά αντιμετωπίστηκαν με σφαίρες από πολυβόλα από το εσωτερικό του. Οι άνδρες έπεφταν κατά δεκάδες. Η κατάσταση άλλαξε τελικά όταν εμφανίστηκε μια φάλαγγα αρμάτων, που στάλθηκε από έναν διοικητή που συμμετείχε στη συνωμοσία. Τα τανκς έριχναν τη μια οβίδα μετά την άλλη στο σπίτι. Τελικά η αντίσταση από μέσα έπαψε να υφίσταται. Μια διμοιρία στρατιωτών μπήκε προσεκτικά μέσα. Οι υπερασπιστές είχαν φύγει από έναν πίσω τοίχο, παίρνοντας μαζί τους τον ανατραπέντα ηγέτη τους. Το πλήθος που βρισκόταν έξω εισέβαλε στο σπίτι του, το λεηλάτησε και στη συνέχεια το έβαλε φωτιά.
Κανείς δεν έμεινε περισσότερο έκπληκτος από αυτή την ξαφνική τροπή των γεγονότων από τον Σάχη. Δείπνησε στο ξενοδοχείο του στη Ρώμη όταν εισέβαλαν ανταποκριτές ειδήσεων για να του ανακοινώσουν τα νέα της ανατροπής του Μοσαντέγ. Για αρκετές στιγμές δεν μπορούσε να μιλήσει.
«Μπορεί να είναι αλήθεια;» ρώτησε τελικά.
Τις ημέρες που ακολούθησαν, ο Σάχης επέστρεψε στην πατρίδα του και διεκδίκησε τον θρόνο του Παγωνιού που τόσο βιαστικά είχε εγκαταλείψει. Ο Μοσαντέγ παραδόθηκε και τέθηκε υπό κράτηση. Ο στρατηγός Ζαχεντί έγινε ο νέος πρωθυπουργός του Ιράν.
Πριν αναχωρήσει από την Τεχεράνη, ο Ρούσβελτ έκανε αποχαιρετιστήριο τηλεφώνημα στον Σάχη. Αυτή τη φορά συναντήθηκαν μέσα στο παλάτι και όχι κρυφά σε ένα αυτοκίνητο έξω από αυτό. Ένας υπηρέτης έφερε βότκα και ο Σάχης έκανε μια πρόποση.
«Οφείλω τον θρόνο μου στον Θεό, στον λαό μου, στον στρατό μου – και σε εσάς», είπε.
Ο Ρούσβελτ και ο Σάχης μίλησαν για λίγα λεπτά, αλλά δεν είχαν πολλά να πουν. Στη συνέχεια έφτασε ο στρατηγός Ζαχεντί, ο νέος πρωθυπουργός, για να τους συναντήσει. Αυτοί οι τρεις άνδρες ήταν από τους λίγους που είχαν ιδέα για την πραγματική ιστορία πίσω από τα ταραχώδη γεγονότα εκείνης της εβδομάδας. Όλοι ήξεραν ότι είχαν αλλάξει την πορεία της ιρανικής ιστορίας.
«Ήμασταν όλοι χαμογελαστοί τώρα», έγραψε αργότερα ο Ρούσβελτ. «Η ζεστασιά και η φιλία γέμιζαν το δωμάτιο».
Μετάφραση: elaliberta.gr
Stephen Kinzer, “The Iranian coup, 1953”, libcom.org, 14 Δεκεμβρίου 2016, https://libcom.org/article/iranian-coup-1953.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Stephen Kinzer, Overthrow: America’s century of regime change from Hawaii to Iraq, Times Books, 2006.
 
  
  
  
  
  
  
 

 
  
  
  
  
  
  
  
  
  
 