Τετάρτη, 01 Ιανουαρίου 2025 14:49

«Η δικτατορία της δημοκρατίας»; Το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων ως κυβέρνηση συνασπισμού Μπολσεβίκων-Αριστερών Σοσιαλιστών Επαναστατών, Δεκέμβριος 1917-Μάρτιος 1918

Συνεδρίαση του Σόβναρκομ (Συμβούλιο Λαϊκών Επιτρόπων), περίπου Δεκέμβριος 1917-Ιανουάριος 1918, με τους (από αριστερά προς τα δεξιά): Ισαάκ Στάινμπεργκ, Ιβάν Σκβόρτσοφ-Στεπάνοφ, Μπόρις Κάμκοφ, Βλαντιμίρ Μποντς-Μπρούγιεβιτς, Βλαντιμίρ Τρουτόφσκι, Αλεξάντερ Σλιάπνικοφ, Προς Προσιάν, Βλαντιμίρ Λένιν, Ιωσήφ Στάλιν, Αλεξάνδρα Κολλοντάι, Πάβελ Ντιμπένκο, Ε. K. Κοσάροβα, Νικολάι Ποντβόισκι, Νικολάι Γκορμπούνοφ, Β. Ι. Νέφσκι, Αλεξάντερ Σότμαν και Γκεόργκι Τσιτσέριν.

 

 

Lara Douds

 

«Η δικτατορία της δημοκρατίας»; Το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων ως κυβέρνηση συνασπισμού Μπολσεβίκων-Αριστερών Σοσιαλιστών Επαναστατών, Δεκέμβριος 1917-Μάρτιος 1918

 

 

Το 1921 ο Ισαάκ Στάινμπεργκ, ο Αριστερός Σοσιαλεπαναστάτης πρώην κομισάριος της δικαιοσύνης στην κυβέρνηση συνασπισμού Μπολσεβίκων-Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών [στο εξής: Σ.Ε.=Σοσιαλεπαναστάτες], παραπονέθηκε ότι «Μέχρι τώρα, ολόκληρο το μεγάλο ιστορικό έπος της ρωσικής κοινωνικής επανάστασης έχει λανθασμένα ταυτιστεί μόνο με τον μπολσεβικισμό».[1] Τα λόγια αυτά ισχύουν σχεδόν με την ίδια ακρίβεια και σήμερα, έναν αιώνα μετά το γεγονός. Η εκατονταετηρίδα του 1917 προσφέρει μια ιδανική ευκαιρία για να αποκαλυφθεί η σκοπίμως επιβαλλόμενη αφάνεια της ιστορίας των μη μπολσεβίκικων πολιτικών ομάδων, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι πρόσφατα δημοσιευμένες συλλογές αρχειακών εγγράφων για το θέμα αυτό καθιστούν το σχετικό υλικό των πηγών πιο προσιτό από ποτέ.[2] Κατά τους πρώτους μήνες της η Σοβιετική Δημοκρατία κυβερνιόταν από το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων (Σόβναρκομ) ως ένα δικομματικό υπουργικό συμβούλιο συνασπισμού αποτελούμενο από Μπολσεβίκους και Αριστερούς Σ.Ε. Το παρόν άρθρο εξετάζει την περίοδο της συνεργασίας τους στην κεντρική κυβέρνηση, μια φάση που συχνά υποβαθμίζεται στις γενικές μελέτες της ρωσικής επανάστασης, και επιχειρεί μια πληρέστερη και θετικότερη επανεκτίμηση της δραστηριότητας του συνασπισμού. Η έμφαση δίνεται στην πρακτική λειτουργία της πολιτικής του συνασπισμού στο εσωτερικό του Σόβναρκομ από τον Δεκέμβριο του 1917 έως τον Μάρτιο του 1918, καθώς και στις επίσημες και ανεπίσημες μεθόδους μέσω των οποίων οι Aριστεροί Σ.Ε. ήταν σε θέση να ασκούν κάποιο βαθμό επιρροής στην κυβέρνηση. Το άρθρο προσπαθεί επίσης να καταδείξει τη μετριοπαθή επιρροή των Αριστερών Σ.Ε. μέσω δύο περιπτώσεων που αναδεικνύουν ζητήματα στα οποία διέφεραν ως προς τις αρχές ή την έμφαση από τους Μπολσεβίκους: δικαιοσύνη έναντι τρομοκρατίας στην αντιμετώπιση των αντιπάλων του καθεστώτος και η φύση της νόμιμης σοβιετικής εξουσίας και οι σχέσεις μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Αντί να διαβάζεται η ιστορία αντίστροφα από τη μετέπειτα δραματική διάσπασή του, ο συνασπισμός αξιολογείται με τους δικούς του όρους, αμφισβητώντας προηγούμενες ερμηνείες που υπερτιμούσαν την ανεπάρκεια και την ανικανότητα των Αριστερών Σ.Ε. στην κυβέρνηση.

Η ιστορία σπάνια είναι φιλική προς τους εταίρους της μειοψηφίας σε κυβερνήσεις συνασπισμού και η δραματική κατάρρευση της συνεργασίας Μπολσεβίκων-Αριστερών Σ.Ε., μετά τη δολοφονία του Γερμανού πρεσβευτή Βίλχελμ φον Μίρμπαχ από Αριστερούς Σ.Ε. τον Ιούλιο του 1918, έχει ρίξει μια μακρά σκιά στις εκτιμήσεις για την περίοδο της συνεργασίας. Η άποψη περί ενός ανεφάρμοστου σοβιετικού συνασπισμού που χαρακτηριζόταν από υπερβολική διαφωνία κυριάρχησε στις μεταγενέστερες αναφορές. Αναδρομικά, οι Αριστεροί Σ.Ε. καταδικάστηκαν από όλες τις πλευρές: οι σύγχρονοί τους μετριοπαθείς σοσιαλιστές τους κατήγγειλαν για το γεγονός ότι συνδέθηκαν πλήρως με τους Μπολσεβίκους και, μετά τη ρήξη στη σχέση τους, περιφρονήθηκαν και από τους Μπολσεβίκους. Σύγχρονοι και ιστορικοί όλου του πολιτικού φάσματος απαξίωσαν τον συνασπισμό ως «καταδικασμένο από την αρχή», «αντιμπολσεβίκικο», «προσωρινή, κυνική συμμαχία» και «αφύσικο φαινόμενο για το κομμουνιστικό σύστημα».[3] Οι Αριστεροί Σ.Ε. καυτηριάστηκαν ως «μπράβοι», «λακέδες» και «υπηρέτες» των Μπολσεβίκων και χαρακτηρίστηκαν ακόμη και ως οι πρώτοι «συνοδοιπόροι» της ιστορίας.[4] Οι Σοβιετικοί ιστορικοί απηχούσαν την περιφρόνηση των Μπολσεβίκων για τους πρώην εταίρους τους, χαρακτηρίζοντας τους Αριστερούς Σ.Ε. (όταν τους ανέφεραν καθόλου) ως μικροαστούς «αμφιταλαντευόμενους» και «φίλους των κουλάκων» που όχι μόνο παραιτήθηκαν από τη σοβιετική κυβέρνηση τον Μάρτιο του 1918, αλλά οργάνωσαν ένοπλη εξέγερση εναντίον της τον Ιούλιο.[5] Οι δυτικοί ιστορικοί, απηχώντας τη μενσεβίκικη άποψη, απέρριψαν τους Αριστερούς Σ.Ε. ως «Δον Κιχώτες της Επανάστασης»,[6] «νεαρούς εξτρεμιστές», «ανώριμους ζηλωτές», «αμφιταλαντευόμενους» και «αναποτελεσματικούς» στην πολιτική.[7] Ο Leonard Schapiro χαρακτήρισε τους Αριστερούς Σ.Ε. «ασυνεπείς, ρομαντικούς, μη ρεαλιστές και πολιτικά αφελείς σε σημείο παιδικότητας».[8] Όσον αφορά τη συμβολή τους στην πρώιμη σοβιετική κυβέρνηση, ο Adam Ulam υποστήριξε ότι ήταν «ενοχλητικοί σύμμαχοι» που προέβαλαν «συνεχή αντίδραση σε κάθε πολιτική των Μπολσεβίκων που αποσκοπούσε στην ενίσχυση του κράτους».[9] Ο T. H. Rigby αποκάλεσε τον συνασπισμό μια «προσωρινή» κυνική στρατηγική των Μπολσεβίκων για να εκμεταλλευτούν τους Αριστερούς Σ.Ε. και στη συνέχεια να τους ξεφορτωθούν μόλις εδραιωθούν στην εξουσία.[10] Ο ίδιος, επίσης, ζωγράφισε μια εικόνα εχθρότητας, παρατηρώντας ότι «το αρχικό πνεύμα συνεργασίας δεν έμεινε ανεπηρέαστο από την αμοιβαία επιφυλακτικότητα», η οποία σύντομα θα δημιουργούσε «τριβές και συγκρούσεις, θέτοντας τον συνασπισμό υπό σοβαρή πίεση πολύ πριν από την τελική ρήξη».[11] Μια αίσθηση αναπόφευκτης αποτυχίας χρωματίζει τις περισσότερες συζητήσεις για τον συνασπισμό, όπως φαίνεται στην τελεολογική άποψη του Iurii Felshtinskii ότι «αυτή η συμμαχία, η οποία ήταν αντίθετη με την ίδια τη φύση του Μπολσεβικισμού, δεν μπορούσε να υπάρξει για πολύ».[12]

Ωστόσο, μετά την κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ., οι Αριστεροί Σ.Ε. γνώρισαν κάποιο βαθμό αποκατάστασης. Στη μετασοβιετική Ρωσία, αρκετοί μελετητές έχουν κάνει εύστοχες και λεπτομερείς αναλύσεις του προγράμματος και της τακτικής των Αριστερών Σ.Ε. και έχουν αποδείξει πειστικά ότι η υπόθεση Μίρμπαχ τον Ιούλιο του 1918 δεν ήταν ούτε μια αντισοβιετική εξέγερση, ούτε, όπως υποστήριξε ο Felshtinskii, ένα τέχνασμα που οργανώθηκε από τους Μπολσεβίκους για να εξαλείψουν τους Αριστερούς Σ.Ε.[13]. Τη δεκαετία του ’90 δυτικοί μελετητές, όπως ο Ronald Kowalski, άρχισαν να δίνουν σοβαρή προσοχή στην ιδεολογία των Αριστερών Σ.Ε., αν και τα συμπεράσματα του Kowalski ήταν τελικά αρνητικά όσον αφορά την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του προγράμματός τους.[14] Ο Ettore Cinnella, αν και εξίσου επιφυλακτικός ως προς την εφαρμοσιμότητα των πολιτικών τους αρχών, απέδειξε ότι το κόμμα των Αριστερών Σ.Ε. ήταν μια υπολογίσιμη δύναμη και είχε σημαντική επιρροή στα σοβιέτ των βολόστ την άνοιξη του 1918.[15] Η μελέτη του Alistair Wright για την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας στην Καρελία ανέδειξε την πολιτική επιρροή των Αριστερών Σ.Ε. στην επαρχία αυτή.[16] Το πιο σημαντικό είναι ότι το έργο του Michael Melancon τις τελευταίες δύο δεκαετίες αποκάλυψε ότι «Οι επαναστατικές αναταραχές του Οκτωβρίου 1917 ήταν πολύ λιγότερο “μπολσεβίκικες” από ό,τι έχει φανταστεί κανείς» και ανέδειξε το ρόλο των Αριστερών Σ.Ε. στην Οκτωβριανή Επανάσταση.[17] Έχει επίσης ξεκινήσει την επανεκτίμηση της συμβολής των Αριστερών Σ.Ε. στην πρώιμη σοβιετική πολιτική, αποδεικνύοντας πειστικά ότι η κυβέρνηση του Λένιν υιοθέτησε τις απόψεις των κινητοποιημένων αγροτών (αν και με κάποια απροθυμία), λόγω του κρίσιμου ρόλου των Αριστερών Σ.Ε. στη διαμόρφωση του νόμου για τη γη προς την κατεύθυνση της κοινωνικοποίησης και της ισότιμης διανομής της γης.[18] Ο Alexander Rabinowitch έχει επίσης επιχειρήσει να αποκαταστήσει την κεντρική θέση των Αριστερών Σ.Ε. στην εδραίωση της σοβιετικής εξουσίας κατά τους μήνες μετά τον Οκτώβριο στην Πετρούπολη. Παραμένει, ωστόσο, απαισιόδοξος στην αξιολόγηση της επιρροής που μπόρεσαν να ασκήσουν ως μειοψηφικός εταίρος του συνασπισμού, σημειώνοντας ότι «Στο Σόβναρκομ, όπως και στα ηγετικά όργανα της ΒΤσεκά [της μυστικής αστυνομίας], κυριαρχούσε η πλειοψηφία. Κατά συνέπεια, σε ζητήματα όπως η καταστολή των αντιπάλων ... στα οποία οι Μπολσεβίκοι και οι Αριστεροί Σ.Ε. διέφεραν, οι Αριστεροί Σ.Ε. ήταν βέβαιο ότι θα έχαναν».[19]

Το άρθρο αυτό αποφεύγει να προσεγγίσει την πολιτική συνασπισμού με όρους μηδενικού αθροίσματος και, αντίθετα, διερευνά τους λεπτούς τρόπους με τους οποίους ακόμη και οι μικρότεροι εταίροι συνασπισμού μπορούν να επηρεάσουν τη διαμόρφωση και την εφαρμογή της πολιτικής. Η έρευνα σχετικά με τη λειτουργία του συνασπισμού του Σόβναρκομ κατά τους πρώτους μήνες της σοβιετικής εξουσίας υποδηλώνει ότι η λειτουργία της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της δικομματικής της φάσης αξίζει να μελετηθεί πιο προσεκτικά από ό,τι έχει γίνει μέχρι σήμερα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια της τετράμηνης ύπαρξής της η κυβέρνηση συνασπισμού Μπολσεβίκων-Αριστερών Σ.Ε. λειτούργησε με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι είχε αναγνωριστεί προηγουμένως. Δεν βρισκόταν σε μια συνεχή κατάσταση ανασταλτικής σύγκρουσης και αταξίας. Σίγουρα υπήρχαν διαφωνίες, ιδιαίτερα όταν οι Αριστεροί Σ.Ε. επιδίωκαν να παίξουν τον αυτόκλητο ρόλο τους να «περιορίσουν» την μπολσεβίκικη αυθαιρεσία, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι η κοινή δουλειά σταματούσε. Σε τομείς όπου τα προγράμματα και τα ιδανικά των δύο κομμάτων συνέπιπταν, η γόνιμη συνεργασία ενίσχυσε τη λειτουργία της σοβιετικής κυβέρνησης.

Οι Μπολσεβίκοι εκτιμούσαν τη νομιμοποίηση και την υποστήριξη που παρείχε ο συνασπισμός με τους Αριστερούς Σ.Ε., ιδιαίτερα την αφοσίωσή τους στη σοβιετική εξουσία (ιδιαίτερα σε δύσκολες στιγμές όπως η διάλυση της συντακτικής συνέλευσης), την επιρροή και τη λαϊκή υποστήριξή τους στα σοβιέτ σε όλη τη Ρωσία, τις οργανωτικές και συγγραφικές τους ικανότητες και τη συμβολή τους στη διοίκηση σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο. Οι Μπολσεβίκοι ήταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν για να διατηρήσουν τη συμμαχία. Για τους ηγέτες των Αριστερών Σ.Ε. που αποδέχονταν τη νομιμότητα της σοβιετικής εξουσίας και αισθάνονταν υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν τον «αυθορμητισμό των μαζών» (που πίστευαν ότι ήταν υπέρ της επανάστασης), η συμμετοχή στη σοβιετική κυβέρνηση τους προσέφερε την ευκαιρία να επιδιώξουν κοινούς επαναστατικούς στόχους και να συγκρατήσουν την πολιτική των Μπολσεβίκων. Ο ηγέτης των Αριστερών Σ.Ε. Σεργκέι Μστισλάβσκι εξήγησε τη θέση τους:

«Συμφωνούμε με τους Μπολσεβίκους στην ανάλυσή μας για την ουσία της σημερινής επανάστασης [...] και υποστηρίζουμε σταθερά τη σοβιετική εξουσία, αλλά διαφέρουμε έντονα από αυτούς στην άποψή μας για την πρακτική δουλειά που πρέπει να πραγματοποιηθεί και για την τακτική που ταιριάζει στην παρούσα στιγμή. Σε αυτούς τους κρίσιμους καιρούς δεν θεωρούμε ότι έχουμε το δικαίωμα να διαχωριστούμε από το μαζικό κίνημα [...] Αντιμέτωποι με το δεδομένο του μπολσεβικισμού [...] θα καταβάλουμε όλες μας τις προσπάθειες για να ελαχιστοποιήσουμε τη ζημιά που κάνει στην επαναστατική υπόθεση και να τον χρησιμοποιήσουμε στην υπηρεσία αυτής της υπόθεσης.»[20]

Το νεο-λαϊκιστικό Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα είχε ήδη διαιρεθεί σε αριστερή και δεξιά φράξια πριν από το 1914, αλλά ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε ένα διευρυνόμενο σχίσμα μεταξύ αμυντιστών και ντεφαιτιστών.[21] Στις αρχές του 1917 οι αριστεροί Σ.Ε. απομακρύνθηκαν από την κεντρική τους επιτροπή συμμαχώντας ανοιχτά με άλλους αριστερούς, ιδίως με τους Μπολσεβίκους. Κατά τη διάρκεια του επαναστατικού έτους, τα προγράμματα των Αριστερών Σ.Ε. και των Μπολσεβίκων είχαν πολλά κοινά σημεία. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1917, η δημόσια πολιτική πλατφόρμα του μπολσεβίκικου κόμματος υποστήριζε τη δημοκρατική «λαϊκή εξουσία» που θα ασκούνταν μέσω μιας αποκλειστικά σοσιαλιστικής, σοβιετικής, πολυκομματικής κυβέρνησης. Το κόμμα ζητούσε επίσης περισσότερη γη για τον κάθε αγρότη, ισχυρότερη εργατική επιρροή στα εργοστάσια, άμεση βελτίωση του επισιτισμού και τερματισμό του πολέμου. Το πρόγραμμα των Αριστερών Σ.Ε. συμμεριζόταν αυτούς τους στόχους, ζητώντας την άμεση, οργανωμένη μεταβίβαση της γης σε επιτροπές γης, την ειρήνη, το οκτάωρο και το δικαίωμα ίδρυσης συνδικάτων, καθώς και τον εργατικό έλεγχο. Το κρίσιμο είναι ότι και αυτοί υιοθέτησαν το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ».[22]

Στις 26 Οκτωβρίου 1917 οι Μπολσεβίκοι ανακοίνωσαν στους αντιπροσώπους που συμμετείχαν στο Δεύτερο Συνέδριο των Σοβιέτ ότι σχημάτιζαν σοβιετική κυβέρνηση και προσέγγισαν τους Αριστερούς Σ.Ε. για τη δημιουργία κοινής διοίκησης. Ενώ οι Αριστεροί Σ.Ε. αρνήθηκαν να αποχωρήσουν από το συνέδριο μαζί με τους μετριοπαθείς σοσιαλιστές σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την «μπολσεβίκικη περιπέτεια» της ανατροπής της Προσωρινής Κυβέρνησης, αρχικά αρνήθηκαν την πρόσκληση να συμμετάσχουν επίσημα στην κυβέρνηση. Αντ’ αυτού πρότειναν να δημιουργηθεί ένας ευρύς σοσιαλιστικός συνασπισμός που θα περιλάμβανε όλα τα κόμματα που εκπροσωπούνταν στο νεοεκλεγέν σοβιετικό εκτελεστικό όργανο. Παρ’ όλα αυτά, οι Αριστεροί Σ.Ε. αποδέχτηκαν την επανάσταση ως τετελεσμένο γεγονός και η αριστερή παράταξη διπλασιάστηκε σε μέγεθος, καθώς πολλοί αντιπρόσωποι των Σ.Ε. στράφηκαν προς τα αριστερά. Οι κορυφαίοι Αριστεροί Σ.Ε. Αντρέι Κολεγκάεφ, Μπόρις Κάμκοφ και Βλαντιμίρ Καρέλιν υποστήριξαν τα προγράμματα του συνεδρίου για τη μεταρρύθμιση της γης και για την ειρήνη. Ο Καρέλιν παρατήρησε σχετικά με τη διακήρυξη ειρήνης του Λένιν: «Θα την ψηφίσουμε γιατί είναι κοντά στις ιδέες μας», και ο Κολεγκάεφ χαιρέτισε το σχέδιο του Λένιν για τη μεταρρύθμιση της γης ως «εγκώμιο του προγράμματός μας». Και τα δύο διατάγματα εγκρίθηκαν με συντριπτική πλειοψηφία. Όμως, στο ζήτημα της σοβιετικής εξουσίας οι Αριστεροί Σ.Ε. απαίτησαν μια κυβέρνηση που θα «ενοποιούσε όλη τη δημοκρατία γύρω της» και απείλησαν με μποϊκοτάζ αν δεν συμμετείχαν οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές. Παρ’ όλα αυτά, το διάταγμα του Λένιν για την αποκλειστικά μπολσεβίκικη κυβέρνηση πέρασε χωρίς δυσκολία λόγω της πλειοψηφίας των μπολσεβίκων. Αφού εξέλεξε μια νέα Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή (Κ.Ε.Ε.) από εξήντα δύο Μπολσεβίκους, είκοσι εννέα Αριστερούς Σ.Ε., έξι Ενωμένους Σοσιαλδημοκράτες Διεθνιστές, τρεις Ουκρανούς Σοσιαλιστές και έναν Μαξιμαλιστή Σ.Ε., το συνέδριο συμφώνησε ότι το σώμα αυτό θα μπορούσε να διευρυνθεί με εκπροσώπους των αγροτικών σοβιέτ (κυρίως πιθανών Σ.Ε.), των οργανώσεων του στρατού και των ομάδων που είχαν αποχωρήσει την προηγούμενη μέρα.[23]

Ένα πολύμηνο φλερτ έφερε τους Αριστερούς Σ.Ε. επίσημα στην κυβέρνηση τον Δεκέμβριο του 1917, αφού η αδιαλλαξία των Μενσεβίκων, των Σ.Ε. και των Μπολσεβίκων εξάντλησε τις προσπάθειες για τη δημιουργία ενός ευρύτερου συνασπισμού. Βασικά, οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές απέρριπταν τον ταξικό χαρακτήρα του Συνεδρίου των Σοβιέτ και υποστήριζαν ότι η νόμιμη κυριαρχία θα μπορούσε να προέλθει μόνο από μια συντακτική συνέλευση εκλεγμένη από όλες τις τάξεις. Οι Αριστεροί Σ.Ε., όπως και οι Μπολσεβίκοι, αποδέχτηκαν την κυριαρχία του Συνεδρίου των Σοβιέτ ως τη βάση για μια νόμιμη επαναστατική κυβέρνηση, αν και θα προτιμούσαν να συμπεριλάβουν εκπροσώπους της αστικής τάξης για να αποτρέψουν την κοινωνική σύγκρουση που θα προκαλούσε αυτός ο αποκλεισμός. Αυτή η κοινή πλατφόρμα για τη νομιμότητα της σοβιετικής εξουσίας ως έκφραση της λαϊκής βούλησης αποτέλεσε τη βάση για τη συνεργασία των δύο κομμάτων από τον Δεκέμβριο του 1917 και για την από κοινού διάλυση της συντακτικής συνέλευσης τον Ιανουάριο του 1918. Ο κύριος όρος για την είσοδο των Αριστερών Σ.Ε. ήταν η αρχή της ισοτιμίας των αγροτών στην Κ.Ε.Ε. Αντί της μπολσεβίκικης «δικτατορίας του προλεταριάτου», υποστήριζαν τη «δικτατορία της δημοκρατίας», δηλαδή μια δικτατορία με ταξική βάση, αλλά ολόκληρου του σώματος των εργαζομένων – της αγροτιάς μαζί με τους εργάτες των πόλεων.[24] Στις 28 Νοεμβρίου οι αποφάσεις του Πρώτου Συνεδρίου του Κόμματος των Αριστερών Σ.Ε. επιβεβαίωσαν αυτή την αρχή της βάσης νομιμότητας του επαναστατικού καθεστώτος: «η δικτατορία της δημοκρατίας, που αναδύεται τώρα στη Ρωσική Δημοκρατία ως δικτατορία της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, δεν απέχει από τη χρήση της καταστολής ενάντια στις επιβουλές της από τους εχθρούς της επανάστασης, αλλά την ίδια στιγμή δεν είναι απαραίτητο να εισαχθεί ένα σύστημα τρομοκρατίας, καθώς αυτό αποδιοργανώνει τη δύναμη της επαναστατικής δημοκρατίας.»[25]

Το Έκτακτο Δεύτερο Συνέδριο των Σοβιέτ των Αγροτικών Αντιπροσώπων που συνήλθε στις 11 Νοεμβρίου 1917 στην Πετρούπολη ήταν η καθοριστική στιγμή που κατέστησε δυνατή την κυβέρνηση συνασπισμού. Αυτή η πανεθνική συνέλευση που είχε μια συμπαγή πλειοψηφία Αριστερών Σ.Ε., υποστήριξε το διάταγμα της επαναστατικής κυβέρνησης για τη γη και συμφώνησε σε μια συγχώνευση με την Κ.Ε.Ε. του Σοβιέτ των εργατών βουλευτών. Ο Λένιν έθεσε τις θεωρητικές βάσεις για ένα σοβιετικό σύστημα βασισμένο σε έναν συνασπισμό μεταξύ των Μπολσεβίκων και των Αριστερών Σ.Ε. σε αυτό το συνέδριο στις 18 Νοεμβρίου 1917. Οραματιζόταν τη σοβιετική εξουσία όχι ως τη δικτατορία ενός πρωτοπόρου κόμματος, αλλά ως «την εξουσία των εργατών και των αγροτών» που εκφράζεται μέσω των σοβιέτ και μεταφέρεται στην κορυφή της εξουσίας μέσω μιας συμμαχίας μεταξύ των Μπολσεβίκων, του κόμματος του προλεταριάτου, και των Αριστερών Σ.Ε., του κόμματος που εκπροσωπεί και υποστηρίζεται από την πλειοψηφία των εργαζομένων και των εκμεταλλευομένων αγροτών. Στην ομιλία του πρότεινε ότι η «συμμαχία των αγροτών και των εργατών αποτελούσε τη βάση για μια συμφωνία μεταξύ των αριστερών εσέρων με τους μπολσεβίκους. Αυτό είναι ένας τίμιος συνασπισμός ... μια στενή συμμαχία μεταξύ των εργατών και των εκμεταλλευομένων αγροτών, η σταθερή, συνεπής πάλη για την εξουσία των Σοβιέτ [που] μας οδηγεί στο σοσιαλισμό». Ο Λένιν στάθηκε στα σημεία που θα μπορούσαν να ενώσουν άμεσα τους Μπολσεβίκους και τους Αριστερούς Σ.Ε. και προέβλεψε συμβιβασμό· ενώ οι Μπολσεβίκοι ήταν κατά της κοινωνικοποίησης της γης (υπέρ της εθνικοποίησης), αυτό δεν σήμαινε ότι δεν μπορούσαν να έρθουν σε συμφωνία με τους Αριστερούς Σ.Ε. Ο Λένιν εξήγησε πώς θα λειτουργούσε αυτός ο συμβιβασμός στην πράξη: «Σήμερα ή αύριο οι αριστεροί εσέροι θα αναδείξουν δικό τους Υπουργό Γεωργίας και, αν αυτός υποβάλει ένα νόμο για την κοινωνικοποίηση, εμείς δεν θα τον καταψηφίσουμε. Θα απόσχουμε από την ψηφοφορία».[26] Σε μια ανοιχτή επιστολή στην Πράβντα ο Λένιν επανέλαβε ότι ένας «έντιμος συνασπισμός» ήταν βιώσιμος «γιατί δεν υπάρχει ριζική απόκλιση συμφερόντων μεταξύ των μισθωτών εργατών και των εργαζόμενων και εκμεταλλευόμενων αγροτών. Ο σοσιαλισμός είναι πλήρως ικανός να ικανοποιήσει τα συμφέροντα και των δύο». Οι Μπολσεβίκοι θα απείχαν από την ψηφοφορία σε ζητήματα που αφορούσαν αμιγώς σοσιαλιστικά-επαναστατικά σημεία του προγράμματος για τη γη που εγκρίθηκε από το Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ. Ο Λένιν αρνήθηκε ότι αυτό ισοδυναμούσε με προδοσία των αρχών των Μπολσεβίκων: «Με την αποχή από την ψηφοφορία για ένα τέτοιο θέμα οι Μπολσεβίκοι δεν θα άλλαζαν στο παραμικρό το πρόγραμμά τους. Διότι, δεδομένης της νίκης του σοσιαλισμού ... οι εργάτες θα ήταν υποχρεωμένοι να συμφωνήσουν με τα μεταβατικά μέτρα που πρότειναν οι μικροί εργαζόμενοι και οι εκμεταλλευόμενοι αγρότες, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν ήταν επιζήμια για την υπόθεση του σοσιαλισμού». Ο Λένιν οραματιζόταν ένα σύστημα διαπραγμάτευσης όπου

«Εμείς οι Μπολσεβίκοι θα ήμασταν υποχρεωμένοι στο Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων ή στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή να απόσχουμε από την ψηφοφορία κατά την ψήφιση μιας τέτοιας παραγράφου, γιατί αν οι αριστεροί εσέροι συμφωνούν (όπως και οι αγρότες που βρίσκονται στο πλευρό τους) για τον εργατικό έλεγχο, για την εθνικοποίηση των τραπεζών κτλ., η εξισωτική χρήση της γης θα ήταν ένα από τα μεταβατικά μέτρα προς τον πλήρη σοσιαλισμό. Τέτοια μεταβατικά μέτρα θα ήταν παράλογο να τα επιβάλει το προλεταριάτο. Το προλεταριάτο εφείλει προς το συμφέρον της νίκης του σοσιαλισμού να κάνει παραχωρήσεις στους εργαζόμενους και εκμεταλλευόμενους μικροαγρότες όσον αφορά την εκλογή αυτών των μεταβατικών μέτρων, μια και δεν θα έφερναν ζημιά στην υπόθεση του σοσιαλισμού.»[27]

Έτσι, ο Λένιν φάνηκε ανοιχτός σε παραχωρήσεις πείθοντας τους Αριστερούς Σ.Ε. να ενταχθούν στη σοβιετική κυβέρνηση και να προσφέρουν στο νέο καθεστώς την αγροτική αποδοχή ή «ιάρλιχ». Άκουσε την προειδοποίηση του Κάμκοφ ότι η αγροτιά, «το πεζικό της επανάστασης», δεν θα ακολουθούσε τους Μπολσεβίκους και προσπάθησε να διευρύνει την κοινωνική βάση της επαναστατικής κυβέρνησης.

Οι όροι της συγχώνευσης επικυρώθηκαν από το συνέδριο και έκαναν πλέον τη σοβιετική εξουσία αντιπροσωπευτική της πόλης και της υπαίθρου. 108 μέλη της υπάρχουσας Κ.Ε.Ε. του Σοβιέτ των εργατών ενώθηκαν με ισάριθμους αντιπροσώπους από το συνέδριο των αγροτών, ενώ σύντομα θα ακολουθούσαν 100 αντιπρόσωποι των επιτροπών στρατιωτών και ναυτών και πενήντα εκπρόσωποι των συνδικάτων. Τα νέα μέλη των αγροτών εντάχθηκαν επίσημα μέσα σε ένα πνεύμα εορτασμού και επισημότητας στις 15 Νοεμβρίου 1917.[28] Στις 9 Δεκεμβρίου, αφού έλαβαν την εντολή τους από το Συνέδριο των Αγροτικών Σοβιέτ και πραγματοποίησαν το Πρώτο Συνέδριό τους ως ανεξάρτητο κόμμα στα τέλη Νοεμβρίου, οι Αριστεροί Σ.Ε. αποδέχτηκαν επίσημα τους μπολσεβίκικους όρους για την είσοδο στο Σόβναρκομ ανάλογα με την εκπροσώπησή τους στο νεοσυγχωνευμένο Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών.

Το Σόβναρκομ είχε αρχικά σχηματιστεί ως υπουργικό συμβούλιο της σοβιετικής κυβέρνησης στις 26 Οκτωβρίου 1917. Αποτελούνταν από τον Λένιν ως πρόεδρο, δώδεκα λαϊκούς κομισάριους και μια τριμελή επιτροπή αρμόδια για τις στρατιωτικές και ναυτικές υποθέσεις. Στις 25 Νοεμβρίου 1917, ο Αριστερός Σ.Ε. Κολεγκάεφ διορίστηκε κομισάριος γεωργίας (είχε συμμετάσχει στις συνεδριάσεις του Σόβναρκομ ήδη από τις 19 Νοεμβρίου). Στις 9 Δεκεμβρίου, πέντε ακόμη Αριστεροί Σ.Ε. εισήλθαν επισήμως στο Σόβναρκομ: ο Στάινμπεργκ ως λαϊκός επίτροπος για τη δικαιοσύνη, ο Προς Προσιάν ως λαϊκός επίτροπος για τα ταχυδρομεία και τους τηλεγράφους, ο Βλαντιμίρ Τρουτόφσκι ως λαϊκός επίτροπος για την τοπική αυτοδιοίκηση, η Αλεξάνδρα Ιζμαήλοβιτς ως λαϊκός επίτροπος για την περιουσία της δημοκρατίας (αν και στην πράξη δεν ανέλαβε τη θέση, συνεχίζοντας το έργο της στο Κ.Ε.Ε. αντ’ αυτού), ο Καρέλιν ως λαϊκός συν-κομισάριος για στρατιωτικές και ναυτικές υποθέσεις (και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας επιπλέον τη θέση της Ιζμαΐλοβιτς), και ο Βλαντιμίρ Αλγκάσοφ ως λαϊκός κομισάριος με αποφασιστική ψήφο στο Σόβναρκομ, αλλά χωρίς χαρτοφυλάκιο (μπήκε στο σώμα του Κομισιριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων).[29] Λίγο αργότερα ο Α. Ν. Μπριλιάτοφ ανέλαβε την άλλη αποφασιστική ψήφο των Αριστερών της Σ.Ε. χωρίς χαρτοφυλάκιο και μπήκε στο σώμα, ή στο διευθυντικό συμβούλιο, του Κομισιριάτου Οικονομικών. Οι Αριστεροί Σ.Ε. διορίστηκαν στα σώµατα όλων των άλλων λαϊκών κοµισαριάτων και των κεντρικών κυβερνητικών θεσµών. Για παράδειγμα, οι N. N. Αλεξέγιεφ, Γκ. Ντ. Ζακς και A. A. Σράιντερ έγιναν αναπληρωτές λαϊκοί κομισάριοι στα Κομισαριάτα Γεωργίας, Διαφώτισης και Δικαιοσύνης αντίστοιχα. Στο συμβούλιο του Κομισαριάτου Γεωργίας κυριαρχούσαν ιδιαίτερα οι Αριστεροί Σ.Ε., με τους Λ. Λ. Κοστίν, Ι. Α. Μαγιόριβ, Α. Ε. Φεοφιλακτόφ και Ν. Ι. Φαλέεφ. Άλλοι Αριστεροί Σ.Ε.. μέλη των συμβουλίων ήταν ο Λ. E. Κρόνικ στην Επιτροπή Ταχυδρομείων και Τηλεγράφων και ο Π. E. Λαζιμίρ στο στρατό.[30] Οι Αριστεροί Σ.Ε., από τον Ιανουάριο του 1918, είχαν 122 αντιπροσώπους στην Κ.Ε.Ε. και η χαρισματική ηγέτης τους Μαρία Σπιριντόνοβα ήταν επικεφαλής του «αγροτικού τμήματος». Επιπλέον, οκτώ Αριστεροί Σ.Ε. εξελέγησαν στο προεδρείο της Κ.Ε.Ε. Ο Αριστερός Σ.Ε. Μπόρις Μάλκιν διορίστηκε συνεκδότης της κυβερνητικής εφημερίδας Ιζβέστια. Όταν σχηματίστηκε η στενή «εκτελεστική επιτροπή» του Σόβναρκομ, στις 20 Φεβρουαρίου 1918, αποτελούνταν από τους Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν και δύο Αριστερούς Σ.Ε., τον Προσιάν και τον Καρέλιν. Έτσι, οι Αριστεροί Σ.Ε. εκπροσωπούνταν ακόμη και στην εσωτερική «ομάδα των πέντε» του Λένιν. Είχαν επίσης έναν εκπρόσωπο, τον Τρουτόφσκι, ως έναν από τους τρεις που αποτελούσαν το «Μάλιι» ή Μικρό Σόβναρκομ, το οποίο δημιουργήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1918, μια επιτροπή που ασχολείτο με υποθέσεις δεύτερης τάξης, ειδικά με οικονομικά ζητήματα που απαιτούσαν επίλυση σε ανώτερο επίπεδο. Οι αποφάσεις της αποκτούσαν νομική ισχύ από τη στιγμή που υπογράφονταν από τον Λένιν ως πρόεδρο του Σόβναρκομ, εκτός αν αμφισβητούνταν από άλλο μέλος του υπουργικού συμβουλίου. Ο διορισμός αυτός εξασφάλιζε ότι οι Αριστεροί Σ.Ε. διατηρούσαν μια εποπτική παρουσία στα θέματα ρουτίνας των κυβερνητικών εργασιών. Οι Αριστεροί Σ.Ε. κατείχαν επίσης σημαντικές θέσεις σε περιφερειακά σοβιετικά κυβερνητικά όργανα, όπως τα Σόβναρκομ της Περιφέρειας Μόσχας, της Σιβηρίας και του Τουρκεστάν, το ανώτατο συλλογικό όργανο για τις ρουμανικές υποθέσεις και το Κομισιράτο για τις υποθέσεις των Κοζάκων, ενώ ο Αριστερός Σ.Ε. Ε. Π. Τερλέτσκι μπήκε στην κυβέρνηση της Σοβιετικής Ουκρανίας.[31]

Μπορούμε να δούμε, λοιπόν, ότι το βάθος και το εύρος της συμμετοχής των Αριστερών Σ.Ε. στα ανώτατα κεντρικά (καθώς και στα περιφερειακά και τοπικά) κυβερνητικά όργανα ήταν σημαντικό, και δεν υπάρχει καμία υπόνοια ότι ο στόχος τους, ή ο στόχος των Μπολσεβίκων, ήταν μια προσωρινή ή επιφανειακή συμμαχία. Σύμφωνα με τον Oliver Radkey, η επιρροή των Αριστερών Σ.Ε. στο Σόβναρκομ ήταν αμελητέα, επειδή «το καστ είχε ήδη σκληρύνει όταν οι αριστεροί Σ.Ε. μπήκαν στην κυβέρνηση και δεν μπόρεσαν να το αλλάξουν»,[32] αλλά η έρευνα δείχνει ότι το κόμμα συνέβαλε σημαντικά στο έργο του συμβουλίου των λαϊκών κομισάριων και ήταν σε θέση να επηρεάσει ποιοτικά τη μορφή, το εύρος και το ρυθμό της πολιτικής, αν και μερικές φορές έμμεσα και διακριτικά.

Το Σόβναρκομ συνεδρίασε πενήντα τρεις φορές μεταξύ Δεκεμβρίου 1917 και Μαρτίου 1918 ως δικομματικό υπουργικό συμβούλιο. Όλοι οι Αριστεροί Σ.Ε. που διορίστηκαν ως λαϊκοί κομισάριοι ήταν αφοσιωμένοι, τακτικοί συμμετέχοντες στο Σόβναρκομ. Συχνά και οι επτά κομισάριοι των Αριστερών Σ.Ε.. παρακολουθούσαν τις συνεδριάσεις του Σόβναρκομ, αλλά κατά μέσο όρο παρευρίσκονταν πέντε Αριστεροί Σ.Ε.[33] Στις 13 Δεκεμβρίου οι κομισάριοι των Αριστερών Σ.Ε.. συμμετείχαν στην πρώτη συνεδρίαση της κυβέρνησης συνασπισμού. Με τον Λένιν να προεδρεύει, οι Κολεγκάεφ, Αλγκάσοφ, Georgy Chicherin, Καρέλιν και Τρουτόφσκιι συμμετείχαν μαζί με δεκαεπτά μπολσεβίκους (όχι όλοι τους κανονικοί κομισάριοι με δικαίωμα ψήφου), μεταξύ των οποίων ο Τρότσκι, ο Στάλιν και ο Ιακόφ Σβερντλόφ. Ο συνασπισμός ξεκίνησε καλά. Η πρώτη συνεδρίαση κύλησε παραγωγικά, με τους Αριστερούς Σ.Ε.. να ασχολούνται και να ψηφίζουν για θέματα τόσο διαφορετικά όπως η κατανομή των κονδυλίων στα διάφορα κομισαριάτα, ο νόμος για την ασφάλιση των ανέργων, οι διορισμοί στην κεντρική και την τοπική αυτοδιοίκηση και το ποσοστό αμοιβής των κυβερνητικών υπαλλήλων. Ο Αριστερός Σ.Ε. Αλγκάσοφ υπέβαλε πρόταση για την κατάργηση του κρατικού συμβουλίου και της κρατικής καγκελαρίας, η οποία έγινε δεκτή και επικυρώθηκε από το Σόβναρκομ.[34]

Τα μέλη των Αριστερών Σ.Ε. όχι μόνο παρακολουθούσαν τις συνεδριάσεις, συζητούσαν και ψήφιζαν, αλλά συνέβαλαν στη διαμόρφωση της ημερήσιας διάταξης του υπουργικού συμβουλίου και της φύσης των θεμάτων που εξέταζε. Συχνά τα μέλη των Αριστερών Σ.Ε. έθεταν ζητήματα αρχής επί αμφιλεγόμενων θεμάτων, όπως η χρήση αυθαίρετης τρομοκρατίας, αλλά αυτό δεν τα εμπόδιζε να παρουσιάζουν επίσης την καθημερινή εργασία στα αντίστοιχα επιτελεία τους προς επικύρωση από το Σόβναρκομ. Στα πιο τετριμμένα θέματα της ημερήσιας διάταξης που έθεσαν οι Αριστεροί Σ.Ε. κατά τη διάρκεια του συνασπισμού περιλαμβάνονταν εκείνα που πρότεινε ο Προσιάν ως κομισάριος για τα ταχυδρομεία και τους τηλέγραφους: η αύξηση των τηλεφωνικών τελών σε τριάντα ρούβλια ετησίως και ο καθορισμός των τηλεγραφικών τιμολογίων.[35] Ο Στάινμπεργκ, κομισάριος για τη δικαιοσύνη, εξέφρασε παράπονα για τη χρήση της τρομοκρατίας, αλλά συνέχισε να εργάζεται παραγωγικά μέσω του Σόβναρκομ, επιβλέποντας έργα όπως ο νέος σοβιετικός κώδικας δικαίου, τα δικαιώματα των ανηλίκων στη νέα Σοβιετική Δημοκρατία, οι κανόνες της ρωσικής ιθαγένειας και η νομική αλλαγή των ονομάτων.[36]

Οι Αριστεροί Σ.Ε. συμμετείχαν επίσης σε πολλές υποεπιτροπές του Σόβναρκομ για συγκεκριμένα ζητήματα που απασχολούσαν την κυβέρνηση. Μία από τις πιο σημαντικές ήταν η επιτροπή για την πολιτική τροφίμων, που συγκροτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου, για να βοηθήσει στην καθοδήγηση του έργου του κομισιριάτου τροφίμων στη διαμόρφωση του Πανρωσικού Συμβουλίου Τροφίμων του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου, που δημιουργήθηκε για να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις που αντιμετώπιζε το καθεστώς. Η υποεπιτροπή αποτελούνταν από τρεις Μπολσεβίκους –τον Στάλιν, τον Βαλεριάν Ομπολένσκι και τον Π. Α. Κοζμίν– και δύο Αριστερούς Σ.Ε. –τον Καρέλιν και τον Λαζιμίρ.[37] Άλλα παραδείγματα κοινών επιτροπών του Σόβναρκομ περιλαμβάνουν εκείνη για την κυβερνητική εφημερίδα Izvestiia (Τρουτόφσκι, Μοϊσέι Ουρίτσκι και Γκριγκόρι Πετρόφσκι), την Επιτροπή Σοσιαλιστικού Πολέμου (Στάλιν, Ανατόλι Λουνατσάρσκι και Προσιάν) και την Επιτροπή Κρατικού Ελέγχου (Προσιάν, Στάινμπεργκ και Σβερντλόφ).[38] Μεταξύ των στελεχών του Σόβναρκομ, ο Καρέλιν θεωρούνταν από τους Αριστερούς Σ.Ε. ως το πιο διακριτικό μέλος τους: αν ήθελαν να θέσουν ένα δυνητικά αμφιλεγόμενο ζήτημα με συμβιβαστικό τρόπο, τότε ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά. Σύμφωνα με τον Στάινμπεργκ, «ήξερε πώς να παρουσιάζει ευαίσθητα ζητήματα με ήρεμο και πειστικό τρόπο».[39] Ο Προσιάν θεωρούνταν από τους Μπολσεβίκους ως ο πιο συμπαθής στις αρχές τους στο στρατόπεδο των Αριστερών Σ.Ε., καθώς συμμεριζόταν πολλές από τις απόψεις των Μπολσεβίκων και μερικές φορές πήγαινε κόντρα στα μέλη του κόμματός του κατά τη διάρκεια των συζητήσεων.[40]

Παρόλο που οι Αριστεροί Σ.Ε. ήταν ο μειοψηφικός εταίρος στον συνασπισμό και, όπως τόνισε ο Ραμπίνοβιτς, «η πλειοψηφία κυβερνούσε», ήταν εντούτοις σε θέση να επηρεάσουν διακριτικά την κυβέρνηση. Υπήρχαν τρεις τρόποι με τους οποίους οι Αριστεροί Σ.Ε. μπορούσαν να κάνουν αισθητή αυτή την επιρροή. Πρώτον, μπορούσαν να αποφύγουν εντελώς να περάσουν από το Σόβναρκομ και να επιδιώξουν στόχους μέσω των κομισάριων που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους. Δεύτερον, μπορούσαν να εγείρουν ζητήματα σε συνεδριάσεις όπου παρευρίσκονταν λιγότεροι Μπολσεβίκοι κομισάριοι: ενώ στην κυβέρνηση υπήρχαν έντεκα Μπολσεβίκοι έναντι μόλις επτά Αριστερών Σ.Ε., οι αποφάσεις λαμβάνονταν στο Σόβναρκομ από την πλειοψηφία των παρόντων κομισάριων που είχαν αποφασιστική (και όχι συμβουλευτική) ψήφο. Τρίτον, για να επιτύχουν μεγαλύτερη επιρροή από αυτή που υποδηλώνει ο αριθμός τους, οι Αριστεροί Σ.Ε. μπορούσαν να ασκήσουν πίεση απειλώντας να αποχωρήσουν από τον συνασπισμό. Οι Αριστεροί Σ.Ε. αντιπροσώπευαν τα αγροτικά σοβιέτ στην Κ.Ε.Ε., τα οποία είχαν πρόσφατα συγχωνευτεί με τα Σοβιέτ των Εργατών και των Στρατιωτών, και η αποχώρησή τους θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη διάσπαση αυτής της συμμαχίας, η οποία θεωρούνταν απαραίτητη τόσο για τη νομιμοποίηση όσο και για τη σταθερότητα της επαναστατικής κυβέρνησης. Οι Αριστεροί Σ.Ε. θα μπορούσαν να γίνουν πιο δυναμικοί, να εκβιάσουν τους Μπολσεβίκους απειλώντας να δημοσιοποιήσουν τις διαφωνίες του Σόβναρκομ και να εκθέσουν μια διάσπαση του συνασπισμού σε μια εποχή που η προβολή μιας εικόνας κυβερνητικής σταθερότητας ήταν ζωτικής σημασίας. Ένα παράδειγμα καθεμιάς από αυτές τις τρεις μεθόδους εξετάζεται παρακάτω.

Προκειμένου να αποφευχθεί ένα ακόμη περιστατικό τρομοκρατίας κατά των «ταξικών εχθρών», ο Στάινμπεργκ και οι συνάδελφοί του Αριστεροί ΣΕ πήραν τα πράγματα στα χέρια τους. Ως επίτροπος δικαιοσύνης, ο Στάινμπεργκ απελευθέρωσε μονομερώς ομάδες πολιτικών κρατουμένων με δική του ευθύνη. Ένα παράδειγμα είναι η περίπτωση τεσσάρων μελών του κόμματος των Καντέτων, που είχαν συμμετάσχει στην Προσωρινή Κυβέρνηση και τώρα κρατούνταν στη φυλακή: A. I. Κονοβάλοφ (υπουργός εμπορίου και βιομηχανίας), Σ. A. Σμιρνόφ (κρατικός ελεγκτής), Σ. Ν. Τρετιακόφ (επικεφαλής του οικονομικού συμβουλίου) και Α. Β. Καρτάσεφ (υπουργός θρησκεύματος). Ο Στάινμπεργκ σημείωσε πώς «αποφάσισα να εκμεταλλευτώ τη σύγχυση μεταξύ των μπολσεβίκων ... να παραιτηθώ από τις τυπικές πλευρές της κυβέρνησης συνασπισμού και ... να αφήσω αυτούς τους ανθρώπους ελεύθερους με δική μου πρωτοβουλία».[41] Όλοι τους επέζησαν για να μεταναστεύσουν ή να συμμετάσχουν στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο.

Η τακτική της προσεκτικής επιλογής της χρονικής στιγμής των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης ώστε να ακουστούν στο Σόβναρκομ όταν οι Μπολσεβίκοι ήταν απασχολημένοι και λιγότεροι παρόντες φαίνεται στην απελευθέρωση του Αντρέι Σινγκάρεφ και του Φεντόρ Κοκόσκιν τον Ιανουάριο του 1918. Οι Αριστεροί Σ.Ε. αντιτάχθηκαν σταθερά στη σύλληψη ανθρώπων απλώς και μόνο επειδή ανήκαν σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα, μια πρακτική που η Τσεκά του Φελίξ Ντζερζίνσκι ακολουθούσε από τον Δεκέμβριο του 1917. Στην περίπτωση αυτών των δύο πρώην υπουργών Καντέτων της Προσωρινής Κυβέρνησης, ο Στάινμπεργκ κατόρθωσε να πάρει επίσημη άδεια από το Σόβναρκομ για να τους απελευθερώσει από τη φυλακή του Φρουρίου Πέτρου και Παύλου και να τους μεταφέρει σε νοσοκομείο για θεραπεία. Το έκανε αυτό επιλέγοντας με τακτικισμό μια συνεδρίαση του Σόβναρκομ όπου ήξερε ότι οι Αριστεροί Σ.Ε. θα ήταν περισσότεροι από τους Μπολσεβίκους, οι οποίοι ήταν απασχολημένοι με άλλα καθήκοντα. Δεν απαιτούνταν συγκεκριμένη απαρτία των μελών για τη λήψη αποφάσεων στο Σόβναρκομ, και αυτό επέτρεψε στους Αριστερούς Σ.Ε. να εκμεταλλευτούν τον κανόνα ότι η πλειοψηφία των παρόντων με αποφασιστική ψήφο μπορούσε να λάβει αποφάσεις. Όπως εξήγησε ο Στάινμπεργκ «έπρεπε να περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να εξασφαλίσω μια ευνοϊκή ψήφο».[42] Παρά την επιτυχία του να κερδίσει την επίσημη εξουσιοδότηση από το Σόβναρκομ για την απελευθέρωση των ανδρών, ο Σινγκάρεφ και ο Κοκόσκιν δολοφονήθηκαν από ένα πλήθος εξαγριωμένων στρατιωτών μετά την απελευθέρωσή τους και τη μεταφορά τους στο νοσοκομείο. Υπό την επιρροή του Στάινμπεργκ, ο Λένιν έγραψε μια οδηγία υπέρ της διεξαγωγής πλήρους έρευνας και της τιμωρίας των δολοφόνων.

Η τρίτη τακτική, η απειλή των Αριστερών Σ.Ε. να γίνουν πιο δυναμικοί και να δημοσιοποιήσουν τις διαφωνίες που υπήρχαν στο εσωτερικό της σοβιετικής κυβέρνησης συνασπισμού, φαίνεται στην περίπτωση της κυβερνητικής απάντησης στις «κατασταλτικές» μεθόδους του Βλαντιμίρ Αντόνοφ-Οφσέενκο στην Ουκρανία στα τέλη Δεκεμβρίου 1917. Στις 21 Δεκεμβρίου 1917, ο Αντόνοφ-Οφσέενκο τέθηκε επικεφαλής του Κόκκινου Στρατού στην Ουκρανία και τη νότια Ρωσία, αρχικά με αναπληρωτή του τον Αριστερό Σ.Ε. Μιχαήλ Μουράβιεφ. Ο στρατός του κατέλαβε στη συνέχεια το Χάρκοβο, όπου ανακηρύχθηκε η σοβιετική εξουσία στην Ουκρανία. Πολύ γρήγορα ο Αντόνοφ-Οφσέενκο άρχισε να αναμειγνύεται στις υποθέσεις του τοπικού Σοβιέτ του Χάρκοβο στην αντιμετώπιση των «ταξικών εχθρών». Σε απάντηση στην καθιέρωση της οκτάωρης εργάσιμης ημέρας, οι καπιταλιστές του Χάρκοβο σταμάτησαν να πληρώνουν εγκαίρως τους μισθούς των εργατών. Οι εργάτες απευθύνθηκαν στον Αντόνοφ-Οφσέενκο για βοήθεια, και εκείνος έστειλε το θέμα στην τοπική επαναστατική επιτροπή. Όταν αυτή απέτυχε να αναλάβει δράση, κάλεσε δεκαπέντε από τους μεγαλύτερους καπιταλιστές στο βαγόνι του και τους διέταξε να βρουν ένα εκατομμύριο ρούβλια σε μετρητά για να πληρώσουν τους εργάτες. Μετά την άρνησή τους, συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση και απειλήθηκαν με ποινές καταναγκαστικής εργασίας αν δεν προσκόμιζαν τα απαραίτητα κεφάλαια. Ο Λένιν έστειλε ένα προσωπικό τηλεγράφημα στον Αντόνοφ-Οφσέενκο επαινώντας αυτές τις σκληρές μεθόδους εγκαθίδρυσης της σοβιετικής εξουσίας στην Ουκρανία, γράφοντας:

«Χαιρετίζω ολόψυχα τη δυναμική δράση σας και την αμείλικτη πάλη σας ενάντια στους οπαδούς του Καλέντιν. Επιδοκιμάζω ολοκληρωτικά τη μη υποχωρητικότητα απέναντι στους εκεί συμφιλιωτιστές, που αποπροσανατόλισαν, φαίνεται, ένα μέρος των μπολσεβίκων. Ιδιαίτερα επιδοκιμάζω τη σύλληψη των εκατομμυριούχων-σαμποταριστών... Συνιστώ να τους στείλετε για 6 μήνες σε καταναγκαστική δουλειά στα ορυχεία. Σας χαιρετίζω ακόμη μια φορά για την αποφασιστικότητά σας και κατακρίνω τους ταλαντευόμενους».[43]

Το τηλεγράφημα αυτό δημοσιεύθηκε στον επίσημο σοβιετικό Τύπο στις 30 Δεκεμβρίου.

Οι Αριστεροί Σ.Ε. αποδοκίμασαν αυτό το τηλεγράφημα για δύο λόγους. Πρώτον, για τη χρήση της τρομοκρατίας εναντίον «ταξικών εχθρών», όχι ατόμων που είχαν διαπράξει πραγματικό έγκλημα, χωρίς δίκη. Δεύτερον, επειδή θεωρούσαν ότι η επέμβαση των Αντόνοφ-Οφσέενκο καταπατούσε την αυτοδιάθεση της Ουκρανίας και τα δικαιώματα του τοπικού σοβιέτ του Χάρκοβο, μια αρχή που οι ίδιοι σέβονταν. Ήταν εξοργισμένοι που το τηλεγράφημα του Λένιν είχε δημοσιευτεί στον Τύπο σαν να επρόκειτο για κυβερνητική πολιτική. Δεν είχαν συμφωνήσει με αυτή την προσέγγιση και εξέφρασαν παράπονα στη συνεδρίαση του Σόβναρκομ το βράδυ της 30ής Δεκεμβρίου 1917, μέσω του πιο «διπλωματικού» συντρόφου τους, του Καρέλιν, ο οποίος ανέφερε πως «οι Αριστεροί Σ.Ε. εξεπλάγησαν με το τηλεγράφημα του Λένιν προς τον Αντόνοφ».[44] Ως πρόεδρος του Σοβιέτ του Χάρκοβο πριν από την επανάσταση, ο Καρέλιν επέστησε την προσοχή στη δυσαρέσκεια αυτού του σοβιέτ για τη στρατιωτική «θρασύτητα» του Αντόνοφ-Οβσένκο. Δήλωσε ότι

«δεν είναι επιτρεπτό να σφετερίζεται ένα άτομο την εξουσία να καταδικάζει ανθρώπους σε καταναγκαστική εργασία. Η κατάσταση οξύνεται ακόμη περισσότερο όταν ο πρόεδρος της κυβέρνησης, ο σύντροφος Λένιν, στέλνει στον Αντόνοφ ένα τηλεγράφημα έγκρισης και το δημοσιεύει στον επίσημο κυβερνητικό τύπο. Αυτό θα ερμηνευτεί ως έκφραση της κυβερνητικής πολιτικής, παρόλο που εμείς η κυβέρνηση δεν είχαμε καν ενημερωθεί γι’ αυτό. Μας φορτώνουν ευθύνη την οποία δεν έχουμε αποδεχτεί.»

Αρχικά ο Λένιν ισχυρίστηκε ότι «πρόκειται για την ιδιωτική μου αλληλογραφία –θα έπρεπε να μπορώ να εκφράζω τις προσωπικές μου απόψεις», αλλά ο Καρέλιν επανέλαβε το θέμα σχετικά με τη δημοσίευσή της. Ο Λένιν εγκατέλειψε το τυπικό επιχείρημά του και μπήκε στο κύριο θέμα: «Πώς μπορείς να καταδικάσεις τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ο Αντόνοφ εναντίον των μεγάλων καπιταλιστών που υποστηρίζουν τους Κοζάκους ... πρέπει να του στείλουμε ενθάρρυνση και ηθική υποστήριξη τη στιγμή που περιβάλλεται από αντεπαναστάτες και ανίσχυρους!»[45] Ο Προσιάν απάντησε: «Ας διεξάγουμε έναν εμφύλιο πόλεμο, αλλά ας μην τον αμαυρώσουμε με θηριωδίες στρατηγών και δημαγωγών στο όνομα του εργαζόμενου λαού». Οι Αριστεροί Σ.Ε. απαίτησαν να διερευνηθεί διεξοδικά η κατάσταση στην Ουκρανία και συνέστησαν την ενδεχόμενη ανάκληση του Αντόνοφ-Οβσένκο. Απαίτησαν επίσης να ανακληθεί με κάποιο τρόπο το τηλεγράφημα του Λένιν. Ο Κάρελιν πρότεινε το ψήφισμα: «Το Σόβναρκομ προτείνει στον Αντόνοφ να ενεργεί σε πλήρη επαφή με το Σοβιέτ του Χάρκοβο», αλλά απορρίφθηκε.[46] Αντ’ αυτού, το ψήφισμα του Λένιν που ανέφερε ότι το Σόβναρκομ υποστήριζε την τακτική του Αντόνοφ-Οβσένκο και θα του επέτρεπε να συνεχίσει την ίδια πορεία, έγινε δεκτό με πλειοψηφία δώδεκα ψήφων έναντι επτά.[47] Το ψήφισμα έγραφε: «Το Σόβναρκομ χαιρετίζει τα αποφασιστικά μέτρα του συντρόφου Αντόνοφ στον αγώνα ενάντια στους Καλεντινικούς και τους υποστηρικτές τους και αποφασίζει ότι ο Διοικητής έχει το δικαίωμα να εφαρμόσει καταστολή ενάντια στους καπιταλιστές-σαμποταριστές που απειλούν με ανεργία και πείνα, συμπεριλαμβανομένης της καταναγκαστικής εργασίας στα ορυχεία για τους ενόχους».[48]

Έτσι, στο Σόβναρκομ η «πλειοψηφία κυβερνούσε» στην επίσημη πρακτική. Αλλά αυτή η πλειοψηφία δεν ήταν το τέλος του ζητήματος. Ο Προσιάν σηκώθηκε αργά και είπε με ενοχλημένη φωνή: «Ζητώ να καταγραφούν στα πρακτικά οι λόγοι για τους οποίους αντιτάχθηκα στο ψήφισμα και να δημοσιευθούν τα πρακτικά στον Τύπο».[49] Οι υπόλοιποι παρόντες αριστεροί Σ.Ε. τον υποστήριξαν. Ο Λένιν συνοφρυώθηκε και έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή σε αυτή την ανοιχτή εξέγερση. Δεν ήθελε να γίνουν γνωστές οι συγκρούσεις του Σόβναρκομ, καθώς αποτελούσαν κίνδυνο για τη σταθερότητα του καθεστώτος, και πρότεινε να «επανεξετάσουν αυτό το θέμα και να ξαναψηφίσουν γι’ αυτό –αλλά όχι σήμερα. Εν τω μεταξύ, θα καταθέσουμε και τα δύο ψηφίσματα, το δικό σας και το δικό μας, και δεν θα προχωρήσουμε με κανένα από τα δύο». Στα πρακτικά περιγράφεται λεπτομερώς η απόφαση να αναβληθεί η δημοσίευση τόσο του ψηφίσματος του Λένιν όσο και της διαμαρτυρίας του Προσιάν, «εν όψει της επανεξέτασης αυτών των ζητημάτων στην επόμενη συνεδρίαση».[50] Το ζήτημα Αντόνοφ-Οφσέενκο φαίνεται ότι τότε είχε πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων όσον αφορά την επίσημη εξέτασή του και παραπέμφθηκε στην επιτροπή του επαναστατικού δικαστηρίου, αλλά τα αποτελέσματά της δεν έφτασαν στο Σόβναρκομ.[51]

Μετά τη συνεδρίαση, αντί για το ψήφισμα του Λένιν υπέρ της καταστολής, εστάλη στον Αντόνοφ-Οφσέενκο ένα πιο ήπιο τηλεγράφημα βασισμένο σε μια επεξεργασμένη εκδοχή της πρότασης του Καρέλιν, το οποίο του έδινε οδηγίες να αποφύγει να αναμειγνύεται στις αρμοδιότητες του τοπικού σοβιέτ: «Το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων είναι πεπεισμένο ότι ο σύντροφος Αντόνοφ θα συνεχίσει όπως και πριν να ενεργεί σε στενή επαφή με τις κεντρικές ουκρανικές σοβιετικές αρχές».[52] Λίγες ημέρες μετά τη συνεδρίαση αυτή, στις 4 Ιανουαρίου 1918, ο Λένιν έγραψε ξανά στον Αντόνοφ-Οφσέενκο, αυτή τη φορά μια πολύ διαφορετική επιστολή:«Για όνομα του Θεού, κάνε ό,τι μπορείς για να αποφύγεις τις διαμάχες με το σοβιέτ του Χάρκοβο: κάνε ειρήνη και αναγνώρισε την υπεροχή τους».[53] Έτσι, αν και τυπικά καταψηφίστηκαν στο Σόβναρκομ, οι Αριστεροί Σ.Ε. είχαν ουσιαστικά θέσει ένα άτυπο φρένο στην τρομοκρατία των Μπολσεβίκων και στο ότι ο Αντόνοφ-Οφσέενκο καταπατούσε τα δικαιώματα του σοβιέτ του Χάρκοβο, ή τουλάχιστον στην επίσημη έγκρισή του από το υπουργικό συμβούλιο.

Εφαρμόζοντας την τακτική που περιγράφηκε παραπάνω, οι Αριστεροί Σ.Ε. κατάφεραν να ασκήσουν κάποιο βαθμό άτυπης επιρροής στη δραστηριότητα της κυβέρνησης συνασπισμού, ακόμη και ως μειοψηφικός εταίρος. Σε καθημερινή βάση, οι Μπολσεβίκοι και οι Αριστεροί Σ.Ε. εργάζονταν δίπλα-δίπλα στα κομισαριάτα και στο Σόβναρκομ για να εξετάσουν, να δημιουργήσουν και να εφαρμόσουν πολιτική και νομοθεσία για ένα ευρύ φάσμα κυβερνητικών θεμάτων. Μιλώντας στο Δεύτερο Συνέδριο του κόμματός του τον Απρίλιο του 1918 σχετικά με το ρόλο που διαδραμάτισε το κόμμα των Αριστερών Σ.Ε. στη σοβιετική κυβέρνηση, ο Προσιάν κατέστησε σαφές ότι οι Μπολσεβίκοι και οι Αριστεροί Σ.Ε. είχαν «συνεργαστεί καλά». Παρατήρησε ότι ενώ στην αρχή της κοινής τους εργασίας μια «ψυχολογική άβυσσος» χώριζε τους εταίρους, αυτή σύντομα «εξαφανίστηκε» και οι Αριστεροί Σ.Ε. συνδέθηκαν με τους Μπολσεβίκους «με ισχυρούς, πρακτικούς δεσμούς», μέσω των οποίων «συγκολλήθηκαν μεταξύ τους».[54] Η καθημερινή συνεργασία, σύμφωνα με τον Προσιάν, σήμαινε ότι τα κόμματα λειτουργούσαν με επαγγελματισμό, παρά τα διαφορετικά προγράμματά τους, και το «τακτικό στοιχείο» της συνεργασίας τους υπερίσχυε, βοηθώντας τους «να κατανοούν ο ένας τον άλλον και συχνά να βρίσκουν την ίδια λύση στα τρέχοντα προβλήματα».[55] Παρά τη διαφωνία για το Μπρεστ-Λιτόφσκ (που εξετάζεται παρακάτω), ο Προσιάν έκανε θετική αποτίμηση της συμβολής του κόμματός του στο πρώιμο Σόβναρκομ. Υπήρξε, για παράδειγμα, ομοφωνία για την τύχη της συντακτικής συνέλευσης και αρχική συμφωνία για την πρόταση «ούτε ειρήνη, ούτε πόλεμος». Επιπλέον, υποστήριξε, οι Μπολσεβίκοι είχαν αναγκαστεί «να υποχωρήσουν από το πρόγραμμά τους» και να αποδεχτούν την ατζέντα των Αριστερών Σ.Ε. για την κοινωνικοποίηση της γης.[56]

Ο Μπολσεβίκος πρόεδρος της Κ.E.Ε. και γραμματέας του κόμματος, Σβερντλόφ, συμφώνησε ότι οι εταίροι του συνασπισμού είχαν συνεργαστεί καλά και είχαν λίγες σοβαρές διαφωνίες πριν από τα τέλη Μαρτίου του 1918∙ οι σχέσεις επιδεινώθηκαν μόνο μετά την αποχώρηση των αριστερών Σ.Ε. από το Σόβναρκομ.[57] Αυτή η αποχώρηση ήταν ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που δίχασε τους ηγέτες του κόμματος και υπήρξε μια ζωηρή συζήτηση για το αν θα έπρεπε να παραμείνουν ή να αποχωρήσουν. Τελικά, όμως, η απόφαση για την αποχώρηση (προσωρινά τουλάχιστον) εγκρίθηκε στο Δεύτερο Συνέδριο, τον Απρίλιο του 1918. Οι συζητήσεις στο συνέδριο προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο οι εταίροι του συνασπισμού της μειοψηφίας αξιολογούσαν την επιρροή τους στην κυβέρνηση. Ο Georgy Chicherin, ο κομισάριος που συγκρούστηκε συχνότερα με τους μπολσεβίκους συναδέλφους του στις προσπάθειές του να περιορίσει την τρομοκρατία, έδειξε την απογοήτευσή του (και ίσως υποτίμησε τη δική του πρακτική επιρροή) όταν δήλωσε: «Δεν είχαμε πραγματική εξουσία στο Σόβναρκομ. Είχαμε μόνο δύο κομισάριους που είχαν πραγματική εξουσία να εκπροσωπούν την ιδιαίτερη τάξη μας, τους εργαζόμενους αγρότες. Ήμασταν απασχολημένοι μέχρι το λαιμό με την κρατική δουλειά, αλλά και πάλι δεν φροντίζαμε γι’ αυτούς».[58] Επιχειρηματολόγησε κατά της άμεσης επανένταξης στο Σόβναρκομ: «Μπορούμε, στο μέλλον, να οικοδομήσουμε έναν “έντιμο συνασπισμό” με τα υγιή στοιχεία των Μπολσεβίκων, αλλά ο συνασπισμός πρέπει να έχει μια νέα ιδεολογική ηγεμονία».[59] Παρ’ όλα αυτά, πολλοί άλλοι κορυφαίοι Αριστεροί Σ.Ε. διαφώνησαν και τόνισαν τη σημασία της συμβολής τους στο έργο του Σόβναρκομ. Οι Προσιάν, Κολεγκάεφ, Σπριντόνοβα και Μαρκ Νάτανσον τόνισαν την αξία της συμμετοχής των Αριστερών Σ.Ε. στο Σόβναρκομ και παρότρυναν το κόμμα να επανεξετάσει την αποχώρηση. Ο Κολεγκάεφ, κομισάριος για τη γεωργία, δήλωσε ότι στον τομέα της αρμοδιότητάς του «στο θεμελιώδες για εμάς ζήτημα, την κοινωνικοποίηση της γης, αν και μειοψηφία, είχαμε πλήρη εξουσία». Υπογράμμισε πώς οι Αριστεροί Σ.Ε. είχαν αντισταθεί στις μπολσεβίκικες τροποποιήσεις του σχεδίου τους και είχαν «νικήσει».[60] Έθεσε ένα ενδιαφέρον σημείο σε σχέση με την πολιτική συνασπισμού σχετικά με το ζήτημα της «εξουσίας» (βλαστ) και το ζήτημα της «δύναμης» (σιλ).[61] Ενώ οι Αριστεροί Σ.Ε. δεν μπορούσαν να κυριαρχήσουν με την έννοια της «εξουσίας», εξακολουθούσαν να διαθέτουν «δύναμη» στη διαμόρφωση της πολιτικής. Ο Κολεγκάεφ προσπάθησε επίσης να παρουσιάσει μια πιο θετική εικόνα του έργου του Georgy Chicherin, σημειώνοντας: «Δεν μπορώ να καυχηθώ για λογαριασμό του κομισάριου της δικαιοσύνης ότι δημοσιεύσαμε ένα εκατομμύριο οδηγίες, αλλά δημοσιεύσαμε κάποιες. Νομίζω ότι σ’ αυτό έγκειται η αξία μας».[62] Κατέληξε με στοιχεία για την επιρροή που ασκούσαν οι Αριστεροί Σ.Ε. με την παραμονή τους στα ανώτατα κυβερνητικά όργανα: «Πριν δεν υπήρχε ούτε ένας μπολσεβίκος στο κεντρικό Λαϊκό Κομισαριάτο Γεωργίας», αλλά τις εβδομάδες μετά την αποχώρηση των Αριστερών Σ.Ε. οι μπολσεβίκοι κατεύθυναν το έργο του σε διαφορετική κατεύθυνση.[63] Η Σπριντόνοβα συμφώνησε ότι η αποχώρηση από τις «δομές εξουσίας» τη στιγμή που οι Αριστεροί Σ.Ε. υλοποιούσαν τον θεμελιώδη νόμο τους για την κοινωνικοποίηση της γης ήταν «ένα πολύ βαρύ έγκλημα».[64] Τελικά, η πρόταση που εγκρίθηκε από το συνέδριο αντανακλούσε την επικρατούσα διάθεση του κόμματος: ενέκρινε την αποχώρηση των αντιπροσώπων των Αριστερών Σ.Ε. από το Σόβναρκομ, αλλά δεν απέκλειε τη μελλοντική συμμετοχή, αν άλλαζε η πολιτική κατάσταση όσον αφορά την ειρήνη με τη Γερμανία∙ και επιβεβαίωσε ότι οι Αριστεροί Σ.Ε. θα παρέμεναν στις συλλογικότητες των κομισιριάτων και άλλων σοβιετικών θεσμών.

Κατά τη διάρκεια του τετράμηνου συνασπισμού, τρία μείζονα ζητήματα αποτέλεσαν αντικείμενο διαφορετικού βαθμού συμβιβασμού: το ζήτημα της γης, η τρομοκρατία και η σοβιετική εξουσία.

Το ζήτημα της γης είναι το πιο προφανές παράδειγμα συμβιβασμού των Μπολσεβίκων για να προσαρμοστούν στο πρόγραμμα των Αριστερών Σ.Ε. Από το Νοέμβριο του 1917 και μετά, οι Αριστεροί Σ.Ε. είχαν τον ηγετικό ρόλο στον καθορισμό της μορφής της κυβερνητικής πολιτικής για το ζήτημα αυτό, με αποκορύφωμα τον «Βασικό νόμο για την κοινωνικοποίηση της γης», που υιοθετήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1918 από την Κ.Ε.Ε. Η νομοθεσία ήταν κυρίως μια αναπαραγωγή του προγράμματος των Σ.Ε., όπως αναγνώρισε ο Λένιν: «Υιοθετήσαμε ένα αγροτικό πρόγραμμα που δεν ήταν δικό μας, αλλά των Σοσιαλιστών Επαναστατών».[65] Ο Melancon έχει ήδη καταδείξει πειστικά τη σημασία της επιρροής των Αριστερών Σ.Ε. σε αυτό το ζήτημα και τον κεντρικό ρόλο που έπαιξαν στη διαμόρφωση του νόμου για τη γη προς την κατεύθυνση της κοινωνικοποίησης και της ίσης κατανομής της γης μεταξύ των αγροτών.[66] Αυτό το άρθρο εξετάζει δύο ακόμη τομείς στους οποίους οι Μπολσεβίκοι και οι Αριστεροί Σ.Ε. διέφεραν ως προς την αρχή ή την έμφαση: τη δικαιοσύνη σε σχέση με την τρομοκρατία και τη φύση της σοβιετικής εξουσίας. Οι ακόλουθες μελέτες περίπτωσης για αυτά τα ζητήματα καταδεικνύουν την επίδραση της μετριοπάθειας των Αριστερών Σ.Ε. μέσα στον συνασπισμό.

Οι αριστεροί Σ.Ε. αντιτάχθηκαν στη συστηματική τρομοκρατία και τάχθηκαν υπέρ της μεγαλύτερης εφαρμογής διαδικασιών και ρυθμίσεων στη δικαιοσύνη. Αν και συχνά καταδικάστηκαν ως αφελείς και συναισθηματικοί στην απόρριψη του αυθαίρετου καταναγκασμού εναντίον της αντιπολίτευσης και των «ταξικών εχθρών», η στάση των Αριστερών Σ.Ε. αντανακλούσε την άποψη και το αίσθημα ασφάλειας ενός κόμματος που στήριζε την υπόθεσή του στη μάζα των εργαζομένων γενικά– αγρότες καθώς και εργάτες –σε σύγκριση με το μπολσεβίκικο κόμμα που εμπιστευόταν μόνο την προλεταριακή μειοψηφία. Ενώ η «δικτατορία της δημοκρατίας» έπρεπε να είναι σε θέση να καταστείλει τις απόπειρες αντίδρασης, οι Αριστεροί Σ.Ε. καταδίκαζαν κάθε χρήση της αυθαίρετης τρομοκρατίας. Τη θεωρούσαν όχι μόνο επιζήμια για τα ηθικά θεμέλια της νέας τάξης, αλλά και περιττή λόγω του θεμελιώδους συσχετισμού της πλειοψηφίας των κοινωνικών δυνάμεων που αποτελούσε τη βάση της νομιμότητας του σοβιετικού καθεστώτος. Σε μια συζήτηση στην Κ.Ε.Ε. στις 4 Νοεμβρίου, ο Μάλκιν, ο Αριστερός Σ.Ε. διευθυντής της Ιζβέστια, το κατέστησε αυτό σαφές:

«Απορρίπτουμε σθεναρά την ιδέα ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να εισαχθεί με ένοπλη βία... Η έλξη της επανάστασης έγκειται στο γεγονός ότι αγωνιζόμαστε όχι μόνο για να γεμίσουμε τις πεινασμένες κοιλιές μας, αλλά για μια ανώτερη αλήθεια, την απελευθέρωση του ατόμου. Θα νικήσουμε όχι κλείνοντας τις αστικές εφημερίδες, αλλά επειδή το πρόγραμμα και η τακτική μας εκφράζουν τα συμφέροντα των πλατιών εργαζόμενων μαζών, επειδή μπορούμε να δημιουργήσουμε μια σταθερή συμμαχία στρατιωτών, εργατών και αγροτών.»[67]

Οι Μπολσεβίκοι, από την άλλη πλευρά, ήταν σε αυτό το στάδιο πιο αμφιταλαντευμένοι και εσωτερικά διχασμένοι ως προς το ζήτημα. Ο James Ryan έχει καταδείξει ότι για τον Λένιν η επαναστατική βία «δεν ήταν επιθυμητή από μόνη της», αλλά ένα μέσο για να «τερματιστεί κάθε βία», επειδή η «προλεταριακή δικτατορία» είχε το δικαίωμα να αμυνθεί ενάντια σε μια αντεπανάσταση με κάθε μέσο.[68] Ο Λένιν έκανε αρκετές φορές μια προσπάθεια να πάρει λεκτικά αποστάσεις από τη θέση που προέβαλαν ορισμένα από τα πιο ριζοσπαστικά στελέχη της Τσεκά: ότι η «αστική τάξη» έπρεπε να εξοντωθεί με φυσικό τρόπο.[69] Από το καλοκαίρι του 1918, ωστόσο, προέκυψε ένα χάσμα ανάμεσα στην «πολιτική βία» της θεωρίας του Λένιν και την «κόκκινη τρομοκρατία» που εφάρμοζαν οι σύντροφοι του Λένιν, και σε πολλές περιπτώσεις ο Λένιν υποστήριζε βάναυσα μέτρα που υπερέβαιναν οτιδήποτε θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ως «αυτοάμυνα» ή ως απαραίτητο για τη «διάσωση της επανάστασης». Αυτή η ώθηση στη βία συνάντησε την έντονη αντίσταση των τοπικών σοβιέτ και των κομματικών επιτροπών που δεν θεωρούσαν απαραίτητη την υπερβολική τρομοκρατία.[70] Έτσι, η προσέγγιση των Μπολσεβίκων για τη βία δεν είχε ακόμη παγιωθεί, και η βία που εξερράγη το καλοκαίρι του 1918 μπορεί τουλάχιστον εν μέρει να κατανοηθεί ως το αποκορύφωμα μιας διαδικασίας κατά την οποία η διαμεσολαβητική επιρροή βασικών προσώπων, των μετριοπαθών Μπολσεβίκων, όπως ο Ουρίτσκι και ο Κρεστίνσκι, αλλά και των Αριστερών Σ.Ε., όπως ο Αλεξάντροβιτς, ο Ζακς και ο Προσιάν, μειώθηκε και αντικαταστάθηκε από την πίεση για συστηματική «Κόκκινη Τρομοκρατία» από τους σκληροπυρηνικούς και ακόμη και από τα κάτω.

Ήδη πριν από την επίσημη είσοδό τους στην κυβέρνηση, οι Αριστεροί Σ.Ε. προσπάθησαν να περιορίσουν την τρομοκρατία των Μπολσεβίκων. Στις 28 Νοεμβρίου χιλιάδες μετριοπαθείς σοσιαλιστές και Καντέτοι εισέβαλαν στο παλάτι της Ταυρίδας στο πλαίσιο μιας συγκέντρωσης υπέρ της συντακτικής συνέλευσης. Αυτό ερμηνεύτηκε από το Σόβναρκομ ως εξέγερση κατά της σοβιετικής εξουσίας και, το ίδιο βράδυ, ενέκρινε μια διακήρυξη που χαρακτήριζε τους Καντέτους «εχθρούς του λαού» επειδή οργάνωναν «αντεπαναστατική ανταρσία». Στη συνέχεια ενέκρινε διάταγμα που επέτρεπε την άμεση σύλληψη των ηγετών των Καντέτων και τη δίκη τους ενώπιον επαναστατικών δικαστηρίων.[71] Η φράξια των Αριστερών Σ.Ε. της Κ.Ε.Ε. κατέθεσε αμέσως επείγουσα διακοίνωση προς το Σόβναρκομ σχετικά με την παραβίαση της ασυλίας των αντιπροσώπων των Καντέτων από τη σύλληψη. Στην επόμενη συνεδρίαση της Κ.Ε.Ε., την 1η Δεκεμβρίου, ο Georgy Chicherin επιτέθηκε στο διάταγμα που έθετε εκτός νόμου τους Καντέτους, υποστηρίζοντας ότι τέτοια αυθαίρετα κατασταλτικά μέτρα ήταν απαράδεκτες μέθοδοι διεξαγωγής ταξικού πολέμου.[72] Ο Μστισλάβσκι εισηγήθηκε ψήφισμα για την κατάργηση του διατάγματος, αλλά η Κ.Ε.Ε. αντί αυτού υιοθέτησε αυτό που πρότειναν οι Μπολσεβίκοι, εγκρίνοντας την καθολική καταστολή των Καντέτων, με ψήφους 150 υπέρ, 98 κατά και τρεις αποχές.[73]

Μετά την επίσημη είσοδό τους στην κυβέρνηση τον Δεκέμβριο, οι Αριστεροί Σ.Ε. χρησιμοποίησαν τις βάσεις τους στο Κομισιράτο Δικαιοσύνης για να προσπαθήσουν να περιορίσουν αυτόν τον αυθαίρετο καταναγκασμό. Μια μέθοδος ήταν να εργαστούν για την απελευθέρωση των «πολιτικών» κρατουμένων. Στις 15 Δεκεμβρίου, λίγες μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του λαϊκού κομισάριου δικαιοσύνης, και χωρίς να συμβουλευτεί το Σόβναρκομ, ο Georgy Chicherin δημοσίευσε ένα διάταγμα που όριζε ότι όλοι οι κρατούμενοι που κρατούνταν στο Σμόλνι ή στους χώρους του επαναστατικού δικαστηρίου έπρεπε να μεταφερθούν αμέσως σε μία από τις πέντε κύριες φυλακές της Πετρούπολης. Εκεί, προσωρινές επιτροπές, που δημιουργήθηκαν σε συμφωνία με το Σοβιέτ της Πετρούπολης και τα περιφερειακά Σοβιέτ, θα εξέταζαν τις υποθέσεις τους και είτε θα τους παρέπεμπαν σε δίκη είτε θα τους απελευθέρωναν εντός είκοσι τεσσάρων ωρών. Οι επιτροπές αυτές θα διενεργούσαν επίσης επανεξέταση όλων των κρατουμένων σε άλλες φυλακές της Πετρούπολης. Σε μια συνέντευξη στον Τύπο, ο Georgy Chicherin ανακοίνωσε την πρόθεσή του να επισκεφθεί το Σμόλνι και το επαναστατικό δικαστήριο για να απελευθερώσει κρατούμενους που δεν ήταν ένοχοι για συγκεκριμένα εγκλήματα.[74]

Την επόμενη ημέρα ο Georgy Chicherin εξέδωσε ένα άλλο διάταγμα, το οποίο απαριθμούσε τις υπηρεσίες που είχαν δικαίωμα να επιτρέπουν και να διενεργούν έρευνες και συλλήψεις, και διέταξε να αναφέρονται οι ανάρμοστες ενέργειες οποιουδήποτε από αυτά τα ανακριτικά όργανα, συμπεριλαμβανομένης της Τσεκά, τόσο στον ίδιο όσο και στο θεσμικό όργανο στο οποίο υπάγονταν.[75] Η διάταξη ότι οι καταγγελίες έπρεπε να αναφέρονται απευθείας στον ίδιο, έδειχνε σαφώς την πρόθεση του Georgy Chicherin να εποπτεύει την Τσεκά σύμφωνα με τα κριτήρια που είχε θέσει το Κομισιράτο Δικαιοσύνης. Στη συνέχεια διέταξε να του αποστέλλονται όλα τα έγγραφα που είχε στην κατοχή της η Τσεκά για έλεγχο. Μετά την απόρριψη αυτού του αιτήματος, ο Georgy Chicherin υπέβαλε επίσημα αίτηση στη Σόβναρκομ για τη χορήγηση άδειας να διενεργήσει επιθεώρηση της Τσέκα.[76] Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε επίσης.

Ο Georgy Chicherin έθεσε στο Σόβναρκομ στις 18 Δεκεμβρίου το θέμα της παρενόχλησης από την Τσεκά των μετριοπαθών σοσιαλιστών και των Καντέτων που είχαν κινητοποιηθεί υπέρ της Συντακτικής Συνέλευσης. Τις δύο προηγούμενες ημέρες η Τσεκά του Ντζερζίνσκιι είχε συλλάβει δεκάδες από αυτούς τους υποτιθέμενους «αντιπολιτευόμενους», αν και οι συλληφθέντες είχαν αρνηθεί να δώσουν την ταυτότητά τους σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους κατονομαζόμενους στα εντάλματα σύλληψης. Το Σόβναρκομ αποφάσισε να απελευθερώσει όλους εκείνους τους πολιτικούς κρατούμενους που δεν κατονομάζονταν ρητά στον κατάλογο του Ντζερζίνσκιι ως ένοχοι πραγματικών αδικημάτων. Εκείνη τη νύχτα, οπλισμένοι με αυτή την εντολή του Σόβναρκομ, ο Georgy Chicherin και ο Κάρελιν έσπευσαν στο σημείο όπου η Τσεκά κρατούσε αυτούς τους «αντιπολιτευόμενους». Ο Georgy Chicherin προσπάθησε να προβεί σε συμβιβασμό ζητώντας από τον πρόεδρο της Ένωσης Υπεράσπισης της Συντακτικής Συνέλευσης να καταθέσει ότι κανένας από τους παρόντες δεν αναφερόταν στον κατάλογο των συλληφθέντων, αλλά ο πρόεδρος αρνήθηκε. Ο Georgy Chicherin και ο Κάρελιν έδωσαν τέλος στην αντιπαράθεση αναλαμβάνοντας προσωπικά την ευθύνη να βεβαιώσουν ότι αυτό συνέβη και να τους απελευθερώσουν όλους.

Στην επόμενη συνεδρίαση του Σόβναρκομ στις 19 Δεκεμβρίου συζητήθηκε «η απελευθέρωση στις 18 Δεκεμβρίου των μελών της Ένωσης Υπεράσπισης της Συντακτικής Συνέλευσης που συνελήφθησαν με εντολή του Ντζερζίνσκι από τον λαϊκό κομισάριο Georgy Chicherin».[77] Ο Ντζερζίνσκι ισχυρίστηκε ότι η ενέργεια του Georgy Chicherin το προηγούμενο βράδυ είχε ταπεινώσει και αποθαρρύνει την Τσεκά. Η συζήτηση έληξε με ένα ψήφισμα που επιβεβαίωνε ότι οι οδηγίες της Τσεκά μπορούσαν να αναθεωρηθούν μόνο με προσφυγή στο Σόβναρκομ και ο Georgy Chicherin δέχθηκε επίπληξη για τις «παράνομες» ενέργειές του, οι οποίες ήταν ευθέως αντίθετες με μια απόφαση του Σόβναρκομ.

Παρ’ όλα αυτά, ο Στάινμπεργκ δεν πτοήθηκε και συνέχισε, θεωρητικά και πρακτικά, να περιορίζει τις κατασταλτικές τάσεις της κυβέρνησης. Στα τέλη Δεκεμβρίου, κατάφερε να αποσπάσει παραχωρήσεις από το Σόβναρκομ, όταν αυτό αποδέχτηκε το ψήφισμά του (αν και με ορισμένες τροποποιήσεις) που έθετε την καταναγκαστική δραστηριότητα των ανακριτικών επιτροπών, συμπεριλαμβανομένης της Τσεκά, υπό την εποπτεία του Κομισιριάτου της Δικαιοσύνης. Αυτό παρείχε στο κομισαριάτο «το δικαίωμα να ελέγχει (προβέρκα) τις τυπικές πτυχές» του έργου των ανακριτικών επιτροπών και απαιτούσε επίσης ότι «τα εντάλματα σύλληψης και άλλες ανακριτικές δραστηριότητες ... που έχουν πολιτική σημασία πρέπει να υπογράφονται από τον λαϊκό κομισάριο δικαιοσύνης». Σε επείγουσες περιπτώσεις, η Τσεκά μπορούσε να ενεργεί ανεξάρτητα, αλλά στη συνέχεια έπρεπε «να υποβάλει αμέσως τη δραστηριότητά της προς έγκριση στον λαϊκό κομισάριο Δικαιοσύνης».[78] Ένα ακόμη ψήφισμα που περιόριζε τη δραστηριότητα της Τσεκά προτάθηκε από τον Στάινμπεργκ και έγινε δεκτό από το Σόβναρκομ, με ορισμένες τροποποιήσεις, στις 21 Δεκεμβρίου. Στόχευε στην επιβολή μιας πιο επίσημης διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης στις ανακριτικές επιτροπές. Η Τσεκά πρέπει «να διαβιβάζει τα αποτελέσματα των εργασιών της στην Επιτροπή του Επαναστατικού Δικαστηρίου ή αλλιώς να εγκαταλείπει την υπόθεση» και, πάλι, «όλες οι συλλήψεις πρέπει να συνεπάγονται υποχρεωτική παραπομπή σε δίκη ή αλλιώς να απελευθερώνονται». Οι οδηγίες για τις εργασίες της Τσεκά έπρεπε να «συντάσσονται από κοινού από την ίδια την Επιτροπή, μαζί με τα Κομισαριάτα Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων», και οι εργασίες της έπρεπε να «διεξάγονται υπό τη στενή εποπτεία (ναμπλιουντένιε) των Κομισιριάτων Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και του προεδρείου του Σοβιέτ της Πετρούπολης»[79].

Πρακτικά, ο Στάινμπεργκ συνέχισε να απελευθερώνει «πολιτικούς» κρατούμενους τόσο υπό την εξουσία του ως κομισάριος δικαιοσύνης όσο και με την υποβολή αιτήματος προς το Σόβναρκομ για εντολή. Εκτός από την απελευθέρωση των πρώην υπουργών της Προσωρινής Κυβέρνησης των Καντέτων Σινγκάρεφ, Κοκόσκιν, Κονοβάλοφ, Σμιρνόφ, Τρετγιάκοφ και Καρτάσεφ (που εξετάστηκαν παραπάνω), ο Στάινμπεργκ απελευθέρωσε και άλλους «αντιπάλους» του καθεστώτος, συχνά προς απογοήτευση των μπολσεβίκων συναδέλφων του. Τα πρακτικά του Σόβναρκομ περιγράφουν λεπτομερώς περιπτώσεις όπου ο Στάινμπεργκ συμμετείχε στην απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, όπως ο Αλεξάντερ Ζιλότι, ένας διαχειριστής του θεάτρου Μαρίνσκι που συνελήφθη στα τέλη Δεκεμβρίου 1917 επειδή αρνήθηκε να παραδώσει τα κλειδιά του βασιλικού θεωρείου στον Λουνατσάρσκι και την «παράνομη κυβέρνησή» του, αλλά στη συνέχεια απελευθερώθηκε γρήγορα χωρίς να το γνωρίζει ο Λουνατσάρσκι.[80] Τα πρακτικά αποκαλύπτουν επίσης ότι στις 24 Ιανουαρίου 1918, το υπουργικό συμβούλιο αποδέχθηκε την απόφαση του Κομισιριάτου Δικαιοσύνης να απελευθερώσει τον Β. Σ. Βοϊτίνσκι, τον μενσεβίκικο οικονομολόγο και πρώην μέλος της προσωρινής κυβέρνησης του Βορείου Μετώπου, ο οποίος τον Οκτώβριο του 1917 συμμετείχε στην εξέγερση Κερένσκι-Κρασνόφ κατά της σοβιετικής εξουσίας.[81] Στις 20 και 22 Φεβρουαρίου 1918, ο Στάινμπεργκ ζήτησε επίσης με επιτυχία από το Σόβναρκομ να απελευθερώσει και άλλα πρώην στελέχη της Προσωρινής Κυβέρνησης, μεταξύ των οποίων τον πρώην υπουργό Υγείας, τον Καντέτο Νικολάι Κίσκιν, τον υπουργό Οικονομικών, Μιχαήλ Μπερνάτσκι, και τον υπουργό Εξωτερικών, Μιχαήλ Τερεσένκο. Το Σόβναρκομ ενέκρινε την αίτηση και όλοι αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση που όρισε το Κομισαριάτο της Δικαιοσύνης μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου.[82]

Ο Στάινμπεργκ άσκησε έντονη πίεση κατά της αυθαίρετης καταστολής τόσο δημόσια όσο και εντός του κυβερνητικού μηχανισμού. Στις αρχές Φεβρουαρίου τηλεγράφησε στα σοβιέτ όλης της χώρας, δίνοντάς τους οδηγίες να «τερματίσουν τη συστηματική καταστολή» με το σκεπτικό ότι η σοβιετική εξουσία είχε σταθεροποιηθεί και ότι ήταν πλέον απαραίτητο να εντάξουν την αντεπανάσταση σε ένα νέο ριζοσπαστικό νομικό σύστημα. «Ας μην τολμήσει κανείς να πει ότι στη Σοβιετική Δημοκρατία δεν υπάρχει σοσιαλιστική δικαιοσύνη», διακήρυττε, «Η Επανάσταση είναι αυστηρή με τους εν ενεργεία εχθρούς της, αλλά μεγαλόψυχη με τους ηττημένους».[83]

Ο Στάινμπεργκ δεν αρκέστηκε στο να προσπαθεί να συγκρατήσει την Τσεκά από τη βάση του στο Κομισαριάτο της Δικαιοσύνης και απαίτησε να γίνει δεκτό το κόμμα του στην ηγεσία της οργάνωσης. Την παραμονή της εισόδου των Αριστερών Σ.Ε. στο Σόβναρκομ στις αρχές Δεκεμβρίου 1917, οι Μπολσεβίκοι είχαν διαλύσει τη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή και είχαν δημιουργήσει την Τσεκά για να χρησιμεύσει ως μια αξιόπιστη δύναμη ασφαλείας χωρίς παρεμβάσεις από τους Αριστερούς Σ.Ε.[84] Αλλά οι Μπολσεβίκοι δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από τον εναγκαλισμό των Αριστερών Σ.Ε.. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1918 ο Στάινμπεργκ, έχοντας εργαστεί για να καταστήσει την Τσεκά υπόλογη στο Κομισαριάτο της Δικαιοσύνης, προσπάθησε να μετριάσει τη συμπεριφορά της Τσεκά εκ των έσω, αναγκάζοντας τους Μπολσεβίκους να δεχτούν στην ηγεσία της Επιτροπής Αριστερούς Σ.Ε. Στις 4 Ιανουαρίου, αφού μεμονωμένοι Αριστεροί Σ.Ε. που προσπάθησαν να ενταχθούν στην Τσέκα απομακρύνθηκαν με τον ισχυρισμό ότι η ένταξη γινόταν μόνο με ψηφοφορία, ο Στάινμπεργκ έγραψε στον Ντζερζίνσκιι επιμένοντας σταθερά στο δικαίωμα των Αριστερών Σ.Ε. από το Σοβιέτ της Πετρούπολης και το Κ.Ε.Ε. να καταλάβουν θέσεις στην ηγεσία της Τσεκά χωρίς καθυστέρηση.[85] Το Σόβναρκομ εξέτασε το αίτημα του Στάινμπεργκ στις 7 Ιανουαρίου και τέσσερις Αριστεροί Σ.Ε. έγιναν δεκτοί την επόμενη μέρα ως μέλη του συλλογικού οργάνου της Τσεκά.[86] Ο Αριστερός Σ.Ε. Πετρ «Βιάτσεσλαβ» Αλεξάντροβιτς, ένας τριαντατριάχρονος αγρότης από το Ριαζάν, έγινε αναπληρωτής του Ντζερζίνσκι. Παρά την αρχική του απροθυμία να διοριστεί σε έναν τόσο «τρομακτικό» θεσμό, ο Αλεξάντροβιτς έγινε ηγετική φυσιογνωμία στη λειτουργία της Τσεκά κατά τους πρώτους μήνες της. Ήταν πολύ δραστήριος στο ρόλο του ως υπαρχηγός του Ντζερζίνσκιι, προεδρεύοντας συχνά στις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου της επιτροπής. Παρόλο που οι δύο άντρες δούλευαν σε αντιπαράθεση, ο Ντζερζίνσκιι άρχισε να συμπαθεί αυτόν τον ευθύ άνθρωπο της δράσης και οι δύο τους τα πήγαιναν καλά μέχρι τον Ιούλιο του 1918, όταν ο Αλεξάντροβιτς συμμετείχε στη δολοφονία του Μίρμπαχ συλλαμβάνοντας τους Μπολσεβίκους συναδέλφους του στην Τσεκά. Ως αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας εκτελέστηκε, όπως φαίνεται από τον Ντζερζίνσκιι προσωπικά, ο οποίος σημείωσε στη μαρτυρία του για την υπόθεση: «Εμπιστευόμουν απόλυτα τον Αλεξάντροβιτς».[87] Μαζί με τους συναδέλφους του Αριστερούς Σ.Ε. Ζακς, Μιχαήλ Εμελιάνοφ, Βλαντιμίρ Βόλκοφ και Πετρ Σιντόροφ, ο Αλεξάντροβιτς διατήρησε την κομματική του γραμμή και χρησιμοποίησε τη θέση του μέσα στην Τσεκά για να παρακολουθεί την καταστολή και να εκφράζει τις ανησυχίες του στους συναδέλφους του στο Σόβναρκομ και στο Κομισαριάτο της Δικαιοσύνης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι Αριστεροί Σ.Ε. μπόρεσαν να ασκήσουν μετριοπαθή επιρροή στην οργάνωση. Ένα παράδειγμα από τον Φεβρουάριο του 1918 αποδεικνύει ότι κατά περίπτωση, οι Αριστεροί Σ.Ε. ήταν σε θέση να «στρέψουν τη λεπίδα» της Τσεκά. Κατά τη διάρκεια μιας έρευνας στη φυλακή Κρέστι βρέθηκε ένα περίστροφο στην κατοχή ενός ύποπτου αντεπαναστάτη κρατούμενου, του Πολωνού αξιωματικού Ρουτκόφσκι. Οι παρόντες τσεκιστές διέταξαν την απομάκρυνσή του για εκτέλεση, αλλά ο Σμιρνόφ, ο Αριστερός Σ.Ε. επικεφαλής της επιτροπής των φυλακών Κρέστι, ειδοποίησε το συλλογικό όργανο της Τσεκά. Όταν ο Ντζερζίνσκι επέστρεψε στο γραφείο της Τσεκά για να ζητήσει την επίσημη επιβεβαίωση της εκτέλεσης, τα παρόντα μέλη των Αριστερού Σ.Ε. αρνήθηκαν να την ψηφίσουν και ο Ρουτκόφσκι επέζησε του περιστατικού.[88]

Ο φόβος της γερμανικής προέλασης τον Φεβρουάριο του 1918 οδήγησε σε αύξηση των αυθαίρετων εξουσιών της Τσεκά. Στις 22 Φεβρουαρίου, εν μέσω της έντονης διαμάχης για την υπογραφή της γερμανικής συνθήκης ειρήνης, ξέσπασε διαφωνία στη συνεδρίαση του Σόβναρκομ σχετικά με την άδεια για συνοπτικές εκτελέσεις που είχε δοθεί στην Τσεκά μέσω της διακήρυξης «Η σοσιαλιστική πατρίδα κινδυνεύει», η οποία επέτρεπε την εκτέλεση εγκληματιών και αντεπαναστατών στον τόπο του εγκλήματός τους. Οι Αριστεροί Σ.Ε. ζήτησαν να ακυρωθεί η διάταξη, αλλά μειοψήφησαν.[89] Ο Στάινμπεργκ θα επισημάνει αργότερα ότι η διάταξη αυτή –στο πρώτο επίσημο έγγραφο που ενέκρινε την αυθαίρετη εκτέλεση πολιτικών εχθρών– «άνοιξε το δρόμο για την τρομοκρατία της Τσεκά».[90] Έτσι, οι Αριστεροί Σ.Ε. δεν περιόρισαν πλήρως την τρομοκρατία των Μπολσεβίκων, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις ανέκοψαν την ορμή της. Η συνεχής αντίστασή τους δημιούργησε μια ατμόσφαιρα που ανάγκασε τους Μπολσεβίκους να εξετάσουν πιο προσεκτικά τη χρήση του καταναγκασμού. Όπως παρατήρησε ο Στάινμπεργκ, «μια ανθρώπινη φωνή» ακουγόταν στην Τσεκά όσο οι Αριστεροί Σ.Ε. ήταν παρόντες εκεί.[91] Τουλάχιστον, κατά τη διάρκεια της περιόδου συμμετοχής των Αριστερών Σ.Ε. στην Τσεκά, υπήρχαν φωνές που αντιδρούσαν στη θεσμοθέτηση της τρομοκρατίας: όσο οι Αριστεροί Σ.Ε. συμμετείχαν, πολλοί κρατούμενοι απελευθερώθηκαν και υπήρχε μια συνεχής επιτήρηση και κριτική της κατασταλτικής δραστηριότητας. Αυτή η αυστηρότητα καθυστέρησε την παγίωση της θεωρίας και της πρακτικής της αχαλίνωτης τρομοκρατίας στα όργανα καταναγκασμού του πρώιμου σοβιετικού κράτους. Ο Λάτσις, ένας από τους πρώτους ηγέτες της Τσεκά, αναγνώρισε αργότερα ότι οι Αριστεροί Σ.Ε. «εμπόδισαν σημαντικά τον αγώνα κατά της αντεπανάστασης» με την «οικουμενική» ηθική και τον ανθρωπισμό τους και την αντίστασή τους στην επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα των αντεπαναστατών να απολαμβάνουν την ελευθερία του λόγου και του Τύπου.[92]

Το επίδοξο «κοινοβούλιο» της Επαναστατικής Ρωσίας, η Κ.Ε.Ε., και το «υπουργικό συμβούλιο» του, το Σόβναρκομ, αποτέλεσαν κρίσιμους χώρους στους οποίους τέθηκε υπό αμφισβήτηση και διαπραγμάτευση το περιεχόμενο της σοβιετικής δημοκρατίας κατά τον πρώτο χρόνο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Κατά τους πρώτους οκτώ μήνες της λειτουργίας τους, οι Αριστεροί Σ.Ε. έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Βασικά, η παρουσία τους στην κυβέρνηση εδραίωσε τη σημασία της Κ.Ε.Ε. ως αντιπροσωπευτικού οργάνου που αποτελούσε τη βάση της νομιμοποίησης του καθεστώτος. Η αντίληψη ότι η σοβιετική κυβέρνηση έλαβε την εντολή της όχι από ένα μπολσεβίκικο πρωτοπόρο κόμμα, αλλά από την εκλογή εκπροσώπων των εργατών και των αγροτών μέσω των σοβιέτ στην Κ.Ε.Ε. καθιστά αυτή την πρώιμη περίοδο μια ειδική φάση της επανάστασης όπου οι ηγέτες πειραματίστηκαν κατά τρόπο ad hoc με ένα νέο είδος σοσιαλιστικής «δημοκρατίας». Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οι Αριστεροί Σ.Ε. υπερασπίστηκαν σθεναρά τα δικαιώματα της Κ.Ε.Ε. ενάντια στις καταχρήσεις από το Σόβναρκομ ή τα κομματικά όργανα των Μπολσεβίκων και, μαζί με πολλούς μετριοπαθείς Μπολσεβίκους, προστάτευσαν το καθεστώς της ως το ανώτατο νομοθετικό όργανο, στη θεωρία και την πράξη, μέχρι τον Ιούλιο του 1918.

Το διάταγμα για την ίδρυση του Σόβναρκομ ανέφερε ότι λογοδοτούσε στην Κ.Ε.Ε., στην οποία είχαν δικαίωμα συμμετοχής όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα, ομάδες και ιδρύματα – συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν αποσυρθεί από το Δεύτερο Συνέδριο των Σοβιέτ ή δεν εκπροσωπούνταν σε αυτό. Τα ψηφίσματα της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων που προτάθηκαν τόσο από λενινιστές όσο και από μετριοπαθείς επαναβεβαίωναν σταθερά την πρωτοκαθεδρία της Κ.Ε.Ε. έναντι του Σόβναρκομ. Τόσο οι μετριοπαθείς μπολσεβίκοι όσο και οι λενινιστές ερμήνευαν αυτό ως εξής: η Κ.Ε.Ε. θα ήταν το κύριο νομοθετικό όργανο και το Σόβναρκομ θα ήταν εκτελεστικό όργανο, το οποίο θα εφάρμοζε πρωτίστως τις πολιτικές. Καμία πολιτική δεν θα γινόταν νόμος μέχρι να επιβεβαιωθεί από την Κ.Ε.Ε. Ακόμη και ο Λένιν αναγνώριζε κατ’ αρχήν ότι το Σόβναρκομ ήταν υπόλογο στην Κ.Ε.Ε., αν και στην πράξη οι περιορισμοί στην ανεξάρτητη εξουσία του Σόβναρκομ παραβιάζονταν μερικές φορές. Αυτά τα πρώιμα διατάγματα προέβλεπαν έναν κεντρικό και ενεργό ρόλο για την Κ.Ε.Ε. και πολλοί κρατικοί ακτιβιστές, τόσο Αριστεροί Σ.Ε. όσο και μετριοπαθείς Μπολσεβίκοι, ανησυχούσαν από την υπεροχή του Σόβναρκομ, θεωρώντας ότι θα έπρεπε να υποταχθεί αποτελεσματικότερα στην Κ.Ε.Ε.

Το ζήτημα των σχέσεων Σόβναρκομ-Κ.Ε.Ε. προέκυψε από τις πρώτες ημέρες του επαναστατικού καθεστώτος. Στο Δεύτερο Συνέδριο των Σοβιέτ, ο Καρέλιν εξέφρασε σταθερά την πάγια αρχή των Αριστερών Σ.Ε. ότι οποιοδήποτε νέο εθνικό εκτελεστικό όργανο θα έπρεπε να είναι υποταγμένο και αυστηρά υπόλογο στην Κ.Ε.Ε. Το Σόβναρκομ κατηγορήθηκε ότι υπερέβαινε την εξουσία του εκδίδοντας σημαντικά διατάγματα χωρίς να τα υποβάλει πρώτα στην Κ.Ε.Ε. Ο μπολσεβίκος Ιούρι Λάριν εισήγαγε ψήφισμα που ανακάλεσε το διάταγμα του Λένιν για τον Τύπο και απαγόρευε κάθε κατασταλτική πράξη που δεν είχε εγκριθεί από ειδικό δικαστήριο της Κ.Ε.Ε.. Όμως, οι Αριστεροί Σ.Ε. προέτρεψαν να αντιμετωπιστεί το διάταγμα για τον Τύπο ως μέρος μιας ευρύτερης εξέτασης του σφετερισμού των νομοθετικών εξουσιών της Κ.Ε.Ε. από το Σόβναρκομ.[93] Σε απάντηση, ο Μπολσεβίκος γραμματέας της Κ.Ε.Ε., Βαρλαάμ Αφανέσοφ, υποστήριξε ότι το Σόβναρκομ χρειαζόταν ακόμα απεριόριστες εξουσίες, καθώς ο αγώνας για την υπεράσπιση της επανάστασης δεν είχε τελειώσει σε καμία περίπτωση. Εισήγαγε ένα ψήφισμα που απαγόρευε την αποκατάσταση των ελευθεριών του Τύπου και ενέκρινε όλα τα μέτρα του Σόβναρκομ μέχρι εκείνη τη στιγμή. Έτσι, η πρωτοβουλία του Λάριν εξελίχθηκε σε μια δομική σύγκρουση μεταξύ του Κ.Ε.Ε. και του Σόβναρκομ, καθώς και σε μια άμεση αντιπαράθεση μεταξύ των μετριοπαθών μπολσεβίκων και των Αριστερών Σ.Ε., από τη μια πλευρά, και των λενινιστών μπολσεβίκων, από την άλλη, για θεμελιώδη κυβερνητικά δικαιώματα. Το ψήφισμα του Αφανέσοφ πλειοψήφησε και, απογοητευμένοι από την ελπίδα τους να διευρύνουν το Σόβναρκομ ή να μετριάσουν τη συμπεριφορά του μέσω της Κ.Ε.Ε., οι Αριστεροί Σ.Ε. ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους από όλα τα κυβερνητικά όργανα εκτός από το Κ.Ε.Ε. Δηλώνοντας ότι δεν μπορούσαν να αναλάβουν την ευθύνη για αυτά τα κατασταλτικά μέτρα, οι μετριοπαθείς Μπολσεβίκοι και οι λαϊκοί κομισάριοι Αλεξέι Ρίκοφ, Βλαντιμίρ Μιλιούτιν, Ιβάν Τεοντόροβιτς και Βίκτορ Νόγκιν υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους.

Οι Αριστεροί Σ.Ε. επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν αυτό το χάος για να προσπαθήσουν για άλλη μια φορά να επιβάλουν την εξουσία της Κ.Ε.Ε. επί του Σόβναρκομ. Σε μια επίσημη γραπτή δήλωση προς τον Λένιν, οι Αριστεροί Σ.Ε. επεσήμαναν ότι το Συνέδριο των Σοβιέτ είχε ορίσει την Κ.Ε.Ε. ως την ανώτατη αρχή στην οποία το Σόβναρκομ λογοδοτούσε εξ ολοκλήρου. Απαίτησαν μια άμεση εξήγηση των λόγων για τους οποίους το Σόβναρκομ είχε εκδώσει διατάγματα που δεν είχαν εγκριθεί ούτε συζητηθεί από την Κ.Ε.Ε., και ζήτησαν να μάθουν αν το Σόβναρκομ σκόπευε να σταματήσει την πρακτική να κυβερνά με διατάγματα. Ο Λένιν απάντησε ότι το προνόμιο της απομάκρυνσης των κομισάριων ήταν απολύτως επαρκές για να μπορέσει η Κ.Ε.Ε. να διατηρήσει τον έλεγχο της πολιτικής του Σόβναρκομ και ότι όλα τα διατάγματα που εκδόθηκαν ήταν απαραίτητα για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών. Σε περίπτωση που αυτό δεν ήταν αρκετό, υποστήριξε, η Κ.Ε.Ε. είχε τη δυνατότητα να συγκαλέσει ένα άλλο εθνικό συνέδριο των Σοβιέτ όποτε ήθελε. Οι Αριστεροί Σ.Ε. δήλωσαν αμέσως ότι αυτή η απάντηση δεν ήταν ικανοποιητική. Ένα σχετικό ψήφισμα απορρίφθηκε με μικρή διαφορά: είκοσι πέντε έναντι είκοσι, με έξι Μπολσεβίκους και έξι Αριστερούς Σ.Ε. να απέχουν.[94] Αυτή η σύγκρουση κατέληξε σε μια ψήφο εμπιστοσύνης για την κυβέρνηση του Λένιν και ήταν τόσο οριακή η σχετική δύναμη σε αυτή τη συνεδρίαση των μετριοπαθών Μπολσεβίκων, των Μενσεβίκων-Διεθνιστών, των Ενωμένων Σοσιαλδημοκρατών Διεθνιστών και των Αριστερών Σ.Ε., από τη μια πλευρά, και των λενινιστών Μπολσεβίκων, από την άλλη, που για να εξασφαλίσει μια πλειοψηφία ο Λένιν επέμεινε να συμμετάσχουν οι λαϊκοί κομισάριοι που ήταν παρόντες σε μια ψήφο εμπιστοσύνης προς τον εαυτό τους. Η ψηφοφορία έληξε οριακά υπέρ του Λένιν: είκοσι εννέα έναντι είκοσι τριών με τρεις αποχές.

Σε μια συνεδρίαση της Κ.Ε.Ε. στις 17 Νοεμβρίου, η Σπιριντόνοβα σηματοδότησε δημόσια την επιθυμία των Αριστερών Σ.Ε. να εισέλθουν στο Σόβναρκομ, σε μια ομιλία όπου επέκρινε τους Μπολσεβίκους για τη διάλυση της Δούμας της Πετρούπολης χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Κ.Ε.Ε.. Ο Σβερντλόφ απάντησε με διαλλακτικό τρόπο στην επίθεση των Αριστερών Σ.Ε. εισάγοντας ένα σχέδιο συντάγματος που θα ρύθμιζε τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ της Κ.Ε.Ε. και του Σόβναρκομ, το οποίο συντάχθηκε κατόπιν επιμονής των Αριστερών Σ.Ε. ως προϋπόθεση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις σχετικά με ένα υπουργικό συμβούλιο συνασπισμού. Σύμφωνα με αυτό το σύνταγμα, το οποίο εγκρίθηκε με ελάχιστη συζήτηση, το Σόβναρκομ θα λογοδοτούσε εξ ολοκλήρου στην Κ.Ε.Ε. Πριν από τη θέσπισή τους «όλες οι νομοθετικές πράξεις, καθώς και τα διατάγματα πολιτικού χαρακτήρα, έπρεπε να υποβάλλονται [από το Σόβναρκομ] στην Κ.Ε.Ε. για έλεγχο και έγκριση». Κάθε λαϊκός κομισάριος έπρεπε να υποβάλλει εβδομαδιαίες αναφορές στην Κ.Ε.Ε. και στα διαβήματα της τελευταίας έπρεπε να δίνεται άμεση απάντηση.[95] Στις 22 Νοεμβρίου ο Κάμκοφ ανέφερε θριαμβευτικά στους συναδέλφους του στο πρώτο συνέδριο του κόμματος των Αριστερών Σ.Ε. ότι στο εξής «ούτε ένα διάταγμα δεν μπορεί να δημοσιευτεί αν δεν έχει προηγουμένως εγκριθεί από την Κ.Ε.Ε. Έτσι, η Κ.Ε.Ε. είναι η νομοθετική αρχή και το Σόβναρκομ η εκτελεστική εξουσία. Αυτό είναι μια τεράστια νίκη για τη θέση των Αριστερών Σ.Ε.».[96] Για κάποιο χρονικό διάστημα, οι λαϊκοί κομισάριοι έκαναν υπάκουα αναφορές για το έργο τους στην Κ.Ε.Ε. και πολλά σημαντικά διατάγματα, αν και όχι όλα, διαβιβάστηκαν στην Κ.Ε.Ε. για επιβεβαίωση μετά την έγκρισή τους από το Σόβναρκομ.

Το ζήτημα των σχέσεων Σόβναρκομ-Κ.Ε.Ε. επανήλθε στην επιφάνεια σε μια διαφωνία σχετικά με διαδικαστικά ζητήματα που σχετίζονταν με την αποστολή του μηνύματος στο Βερολίνο για την αποδοχή των τιμωρητικών όρων ειρήνης της Γερμανίας στις 19 Φεβρουαρίου 1918. Τόσο οι Μπολσεβίκοι όσο και οι Αριστεροί Σ.Ε. επικριτές της συνθήκης του Μπρεστ διαμαρτυρήθηκαν για το γεγονός ότι το Σόβναρκομ είχε λάβει μια κρίσιμη πολιτική απόφαση χωρίς απαρτία και με μία μόνο ψήφο, και χωρίς τη συμμετοχή της Κ.Ε.Ε. Η μεγάλη παράταξη των Αριστερών Σ.Ε. ήταν τόσο θυμωμένη που ανανέωσε τις προσπάθειές της για την ενίσχυση των εξουσιών της Κ.Ε.Ε. να ελέγχει το Σόβναρκομ. Μαζί με πολλούς Μπολσεβίκους, οι Αριστεροί Σ.Ε. ήλπιζαν ότι η υιοθέτηση του Συντάγματος, που βρισκόταν τότε υπό προετοιμασία, θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη νομιμότητα και θα περιόριζε την αυθαίρετη χρήση της κυβερνητικής εξουσίας. Η επιρροή των Αριστερών Σ.Ε. στο σύνταγμα του 1918, τόσο ως προς τη διαδικασία όσο και ως προς την τελική έκδοση, μπορεί να εντοπιστεί σαφώς. Στις 30 Μαρτίου 1918 η Κ.Ε.Ε. συγκρότησε τη Συνταγματική Επιτροπή αποτελούμενη από δεκαπέντε άτομα, μεταξύ των οποίων οι Σβερντλόφ, Στάλιν και Μ. Ν. Ποκρόφσκι από την μπολσεβίκικη παράταξη, οι Σρέιντερ και Δ. Α. Μαγερόφσκι από την παράταξη των Αριστερών Σ.Ε. και ο Α. Ι. Μπερντνίκοφ από την παράταξη των Μαξιμαλιστών Σ.Ε. (με συμβουλευτική ψήφο), καθώς και εκπρόσωποι των λαϊκών κομισιριάτων για τις εθνότητες, τη δικαιοσύνη, τα οικονομικά, τις στρατιωτικές υποθέσεις, τις εσωτερικές υποθέσεις και τη γεωργία. Κατά την πρώτη οργανωτική συνεδρίαση της επιτροπής, που πραγματοποιήθηκε στις 5 Απριλίου 1918, ο Σβερντλόφ εξελέγη πρόεδρος.

Το έργο της επιτροπής κυριαρχήθηκε από τις διαμάχες μεταξύ των παρατάξεων. Αυτές ξεκίνησαν με το ζήτημα της επίσημης καθιέρωσης της «προλεταριακής δικτατορίας» ως κύριας συνταγματικής αρχής. Οι Αριστεροί Σ.Ε., οι Αριστεροί Κομμουνιστές και οι Μαξιμαλιστές Σ.Ε. ήταν αντίθετοι με την ιδέα – μια άποψη που αντικατοπτριζόταν στο σχέδιο «Βάσης του Συντάγματος», το οποίο επεξεργάστηκε ο καθηγητής Μ. Α. Ράισνερ. Σε απάντηση, ο Σβερντλόφ και ο Στάλιν συνέταξαν τις «Θέσεις για τον τύπο της Ομοσπονδίας», τη βάση του «Σχεδίου Γενικών Διατάξεων του Συντάγματος της Ρ.Ο.Σ.Δ. [Ρωσικής Ομοσπονδιακής Σοβιετικής Δημοκρατίας]», το οποίο, αφού συζητήθηκε λεπτομερώς από την επιτροπή, συμπεριλήφθηκε ως αναπόσπαστο μέρος της τελικής διατύπωσης του πρώτου σοβιετικού συντάγματος. Ο Ράισνερ και τα μέλη των Αριστερών Σ.Ε. είχαν υποκινήσει τη συζήτηση σχετικά με το τι αποτελούσε το ανώτατο όργανο της κεντρικής σοβιετικής εξουσίας. Ο Μπέρντνικοφ υποστήριξε ότι το Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ κατείχε αυτή τη θέση: «Ας μην αναφέρουμε καν το Σ.Ν.Κ. [Σόβναρκομ] ή την ΤΣ.ΙΚ. [Κ.Ε.Ε.]». Ο Στάλιν θόλωσε τα νερά, δηλώνοντας ότι ήταν θέμα χρόνου: «Όταν το συνέδριο συνεδριάζει, είναι η μόνη εξουσία. Όταν δεν υπάρχει συνέδριο η Κ.Ε.Ε. είναι η μόνη ανώτατη εξουσία, αλλά η Κ.Ε.Ε. δεν συνεδριάζει κάθε μέρα, οπότε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, χωρίς όρους το Σόβναρκομ είναι επικεφαλής».[97] Τελικά, τα σχέδια ψηφίστηκαν σε συνεδρίαση της 19ης Απριλίου, με το σχέδιο των Μπολσεβίκων να υιοθετείται.[98]

Ωστόσο, οι ιδέες των Αριστερών Σ.Ε. είχαν διαμορφώσει αυτές τις συζητήσεις σχετικά με τη βάση νομιμότητας και τα όργανα της σοβιετικής εξουσίας, και το πρώτο σοβιετικό σύνταγμα, που εγκρίθηκε στο Πέμπτο Συνέδριο των Σοβιέτ στις 10 Ιουλίου 1918, έδειξε κάποια ίχνη αυτής της επιρροής. Το σύνταγμα επιβεβαίωσε την αρχή της κρατικής εξουσίας για την οποία οι Αριστεροί Σ.Ε. είχαν πιέσει από τον Οκτώβριο: ότι το εκλογικό Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ ήταν το ανώτατο όργανο της κρατικής εξουσίας και ότι μεταξύ των συγκλήσεών του το Σόβναρκομ ήταν υποταγμένο στην Κ.Ε.Ε., η οποία παρέμενε το ανώτατο νομοθετικό, διοικητικό και ελεγκτικό όργανο της κυβέρνησης. Το Σόβναρκομ ήταν «επιφορτισμένο με τη γενική διεύθυνση των υποθέσεων» του κράτους. Ως εκτελεστικό όργανο, ήταν εξουσιοδοτημένο να «εκδίδει διατάγματα, κανονισμούς και οδηγίες και να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή και ταχεία διεκπεραίωση των κρατικών υποθέσεων», αλλά όλα τα διατάγματα που είχαν «γενική πολιτική σημασία» έπρεπε να διαβιβάζονται προς επικύρωση στην Κ.Ε.Ε., το προσωρινό νομοθετικό όργανο όταν το Συνέδριο των Σοβιέτ δεν συνέρχονταν.[99] Το Σόβναρκομ όφειλε να υποβάλλει εκθέσεις σε αυτό το ανώτερο όργανο σε εβδομαδιαία βάση. Το όραμα των Αριστερών Σ.Ε. – μετριοπαθών Μπολσεβίκων είχε συμβάλει στη διαμόρφωση της συζήτησης για τη φύση της σοβιετικής κυβέρνησης και, τουλάχιστον εν μέρει, επισημοποιήθηκε στο σύνταγμα.

Τους επόμενους δεκαπέντε μήνες, ωστόσο, χωρίς τη φωνή των Αριστερών Σ.Ε. να υποστηρίζει τη μετριοπαθή άποψη των Μπολσεβίκων, το όραμα αυτό σταδιακά διαλύθηκε στην πράξη. Από τον Ιούλιο του 1918 μέχρι το επόμενο συνέδριο των Σοβιέτ τον Νοέμβριο του 1919, η Κ.Ε.Ε. συνεδρίασε μόνο οκτώ φορές, ενώ το Σόβναρκομ συνεδρίαζε σχεδόν καθημερινά, και με τους Μενσεβίκους, τους Σ.Ε. και τους Αριστερούς Σ.Ε. πλέον αποκλεισμένους, οι συνεδριάσεις της ήταν σε μεγάλο βαθμό εθιμοτυπικές. Οι σοβιετικές οργανώσεις απολάμβαναν σημαντική δύναμη σε εθνικό και τοπικό επίπεδο κατά την περίοδο του συνασπισμού, αλλά ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του κομμουνιστικού κόμματος έγινε όλο και πιο κυρίαρχος από το δεύτερο μισό του 1918.

Σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των δύο κομμάτων, πέρα από τις συνήθεις καθημερινές διαμάχες της πολιτικής του συνασπισμού, ξέσπασαν σχετικά με την υπογραφή χωριστής ειρήνης με τη Γερμανία. Η Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ, η οποία προκάλεσε τη ρήξη μεταξύ των Μπολσεβίκων και των Αριστερών Σ.Ε., δημιούργησε επίσης μια καταστροφική εσωτερική διάσπαση στο εσωτερικό του μπολσεβίκικου κόμματος. Από το 1915 τα γραπτά του Λένιν τόνιζαν την ευκαιρία να μετατραπεί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος σε επαναστατικό πόλεμο, αλλά το 1917 οι Μπολσεβίκοι κέρδισαν την υποστήριξη των Σοβιέτ κυρίως μέσω της υπόσχεσής τους για ειρήνη, στην πραγματικότητα, με οποιοδήποτε τίμημα. Έτσι, το κόμμα βρέθηκε σε αναστάτωση καθώς συζητούσε αν θα έπρεπε να αποδεχτεί τους σκληρούς, ιμπεριαλιστικούς όρους της Γερμανίας για προσαρτήσεις και αποζημιώσεις. Αρχικά, το «ούτε πόλεμος, ούτε ειρήνη» του Τρότσκι κέρδισε ευρεία αποδοχή μεταξύ των Μπολσεβίκων και των Αριστερών Σ.Ε. όταν ανακοινώθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1918. Όταν όμως έφτασε στο Σμόλνι τη νύχτα της 16ης Φεβρουαρίου η είδηση ότι η ανακωχή της Γερμανίας με τη Ρωσία θα έληγε και ότι η κατάσταση πολέμου θα επανέλθει το μεσημέρι της 18ης Φεβρουαρίου, η συζήτηση για το θέμα αυτό μαινόταν σχεδόν ασταμάτητα μέσα και έξω από τα δύο κόμματα για την επόμενη εβδομάδα. Όπως και οι Αριστεροί Κομμουνιστές μέσα στο κόμμα των Μπολσεβίκων, οι Αριστεροί Σ.Ε. δεν ήταν σε θέση να αποδεχτούν την επιλογή του Λένιν για μια ταπεινωτική ειρήνη με τους ιμπεριαλιστές αντί για έναν επαναστατικό πόλεμο. Οι Αριστεροί Σ.Ε. ως φράξια χρωστούσαν την προέλευσή τους στην απέχθεια για τη σφαγή αγροτών και εργατών προς το συμφέρον του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού.[100] Ωστόσο, η ειρήνη που είχαν στο μυαλό τους οι Αριστεροί Σ.Ε. ήταν μια ειρήνη «χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις», η οποία θα ήταν συμβατή με την επαναστατική συνείδηση. Όπως πολλοί Μπολσεβίκοι, οι Αριστεροί Σ.Ε. θεωρούσαν τους καταστροφικούς ιμπεριαλιστικούς γερμανικούς όρους στο Μπρεστ-Λιτόφσκ εντελώς απαράδεκτους. Μετά την τελική επικύρωση της συνθήκης από την Κ.Ε.Ε., οι λαϊκοί κομισάριοι των Αριστερών Σ.Ε. αποχώρησαν από το Σόβναρκομ στις 18 Μαρτίου. Διατήρησαν μια περιορισμένη συνεργασία με τους Μπολσεβίκους, κρατώντας τις θέσεις τους στα διοικητικά συμβούλια των κομισιριάτων καθώς και τη συμμετοχή τους στην Κ.Ε.Ε. και στα τοπικά σοβιέτ.

Είναι σαφές ότι υπήρχε μόνο ένας λόγος για την αποχώρηση του κόμματος των Αριστερών Σ.Ε. από το κεντρικό Σόβναρκομ: το Τέταρτο Συνέδριο των Σοβιέτ είχε υιοθετήσει ένα ψήφισμα, την επικύρωση της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ, για το οποίο οι Αριστεροί Σ.Ε. ήταν πεπεισμένοι ότι είχε υπονομεύσει την Οκτωβριανή Επανάσταση. Οι Αριστεροί Σ.Ε., αν επέτρεπαν στους εκπροσώπους τους να συμμετέχουν στο Σόβναρκομ, θα συνεργάζονταν σε πολιτικές για τις οποίες ήταν σίγουροι ότι θα οδηγούσαν στην καταστολή της επανάστασης. Αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν εντελώς τους Μπολσεβίκους: «στο βαθμό που το Σόβναρκομ θα ζωντανέψει το πρόγραμμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, το κόμμα υπόσχεται την υποστήριξη και τη βοήθειά του».[101] Η δήλωση παραίτησής τους διαβεβαίωνε ότι όταν το μπολσεβίκικο κόμμα επέστρεφε στον επαναστατικό δρόμο από τον οποίο είχε παρεκκλίνει, τα δύο κόμματα θα συνεργάζονταν και πάλι στην κυβέρνηση.

Οι Αριστεροί Σ.Ε. είχαν σωστά υποθέσει το Νοέμβριο του 1917 ότι θα μπορούσαν να αμβλύνουν αποτελεσματικά τις τάσεις καταναγκασμού, συγκεντρωτισμού και αντι-αγροτικής προκατάληψης του μπολσεβίκικου κόμματος μόνο από το εσωτερικό της ίδιας της κυβέρνησης. Οι προγραμματικές διαφορές με τους Μπολσεβίκους διευρύνθηκαν γρήγορα μετά την αποχώρηση των Αριστερών Σ.Ε. από το Σόβναρκομ και η όποια μετριοπαθής επιρροή τους γρήγορα εξανεμίστηκε. Για τους Λενινιστές Μπολσεβίκους η λύση στη συνεχιζόμενη αποσύνθεση της οικονομικής και πολιτικής ζωής και στις απειλές που προέκυπταν από εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς, βρισκόταν όλο και περισσότερο στη δικτατορία, στον θεσμικό συγκεντρωτισμό και στη χρησιμοποίηση αστών ειδικών. Για τους Αριστερούς Σ.Ε. και τους μετριοπαθείς Μπολσεβίκους, όπως οι Αριστεροί Κομμουνιστές, οι οποίοι ήταν προσηλωμένοι στο ιδανικό της ενίσχυσης της εξουσίας των εργατών και των αγροτών που ασκούνταν μέσω των δημοκρατικών σοβιέτ, αυτές οι πολιτικές ήταν πολύ δυσάρεστες, όπως κατέστησε σαφές ο Καρέλιν στην Κ.Ε.Ε. στις 29 Απριλίου, όταν αμφισβήτησε τις θεμελιώδεις παραδοχές και πολιτικές του Λένιν.[102]

Μετά την παραίτηση των Αριστερών Σ.Ε. από το Σόβναρκομ, η πολιτική τους απέναντι στην ύπαιθρο άρχισε επίσης να αλλάζει κατεύθυνση και η τάση προς τη χρήση βίας για την επίλυση της επείγουσας κρίσης πείνας στις πόλεις αυξήθηκε. Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κομμάτων σχετικά με την πολιτική απέναντι στην αγροτιά και την εξασφάλιση σιτηρών είχε αρνητικό αντίκτυπο στο αγροτικό τμήμα της Κ.Ε.Ε., ένα προπύργιο των Αριστερών Σ.Ε. με επικεφαλής τη Σπιριντόνοβα. Κατά τους πρώτους μήνες του 1918 το όργανο αυτό ήταν το κύριο συντονιστικό όργανο της Σοβιετικής Ρωσίας για την οργάνωση και την προετοιμασία των αγροτών για την αγροτική μεταρρύθμιση, την κινητοποίησή τους για την υποστήριξη της σοβιετικής εξουσίας, την ίδρυση σοβιέτ σε απομακρυσμένες περιοχές όπου δεν υπήρχαν ακόμη, και τον εντοπισμό, την άρθρωση και την υπεράσπιση των αγροτικών συμφερόντων. Ο πρόσθετος σκοπός του αγροτικού τμήματος, όπως εξήγησε η Σπιριντόνοβα, ήταν «να ενώσει τους αγρότες και τους εργάτες σε ένα ενιαίο σύνολο ... να ενώσει την πόλη και τη χώρα» κάτω από τη σοβιετική σημαία. Σε μια έκθεση για το αγροτικό τμήμα στις 17 Απριλίου 1918, η Σπιριντόνοβα τόνισε ότι η καλή θέληση (και η χρηματοδότηση) των Μπολσεβίκων προς το τμήμα είχε τερματιστεί στα μέσα Μαρτίου μετά την παραίτηση των Αριστερών Σ.Ε. από το Σόβναρκομ.[103] Με την εξαφάνιση της επιρροής των Αριστερών Σ.Ε., το πλέον εξ ολοκλήρου μπολσεβίκικο υπουργικό συμβούλιο άρχισε να κινείται προς μια πιο συγκρουσιακή θέση απέναντι στην ύπαιθρο στην πολιτική εξασφάλισης τροφίμων. Στις 9 Μαΐου 1918, οκτώ εβδομάδες μετά τις παραιτήσεις των Αριστερών Σ.Ε., η κυβέρνηση εξέδωσε το διάταγμα «Περί δικτατορίας τροφίμων», το οποίο περιελάμβανε το σχηματισμό αποσπασμάτων προμήθειας τροφίμων για την κατάσχεση των πλεοναζόντων σιτηρών από τους αγρότες με τη βία. Αυτή η αντιαγροτική κίνηση ακολουθήθηκε ένα μήνα αργότερα από το διάταγμα «Περί επιτροπών των φτωχών του χωριού (κομπέντι)», ενός νέου θεσμού που θα βοηθούσε στη συγκέντρωση τροφίμων, χωρίζοντας το χωριό σε πλούσιους και φτωχούς και στρέφοντας τους δεύτερους εναντίον των πρώτων για τον εντοπισμό και την κατάσχεση των πλεοναζόντων σιτηρών.[104] Και τα δύο διατάγματα αποτελούσαν ανάθεμα για τους Αριστερούς Σ.Ε. και φαίνεται να αντιπροσωπεύουν την επιστροφή των Μπολσεβίκων στη «δικτατορία του προλεταριάτου» τώρα που το κόμμα της αγροτιάς δεν ήταν παρόν για να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα των ψηφοφόρων του στο υπουργικό συμβούλιο.

Ο σταδιακός στραγγαλισμός του αγροτικού τμήματος από τους Μπολσεβίκους και η όλο και πιο επιθετική στάση τους απέναντι στην αγροτιά ώθησαν ορισμένους Αριστερούς Σ.Ε., μέλη της Κ.Ε.Ε., να ζητήσουν τη σύγκληση ενός ξεχωριστού Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ των Αγροτικών Αντιπροσώπων. Η απομάκρυνση των σοβιέτ των αγροτών από εκείνα των εργατών θα σήμαινε μια θεμελιώδη διάσπαση της βάσης νομιμότητας του καθεστώτος. Η Σπιριντόνοβα και οι συνάδελφοί της στην Κεντρική Επιτροπή των Αριστερών Σ.Ε. αντιστάθηκαν, προτιμώντας να πιέσουν για την έγκαιρη σύγκληση του Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ των Εργατών, Αγροτών και Στρατιωτών Αντιπροσώπων. Στόχος τους ήταν να επιβάλουν θεμελιώδεις αλλαγές πολιτικής, υποβάλλοντας την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης σε κριτική στο ευρύτερο δυνατό λαϊκό φόρουμ. Φυσικά οι Μπολσεβίκοι αντιτάχθηκαν σε ένα ξεχωριστό συνέδριο των σοβιέτ των αγροτών, το οποίο θα κατέστρεφε την de facto εδραίωση των εθνικών σοβιετικών θεσμών. Το Πέμπτο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ των Εργατών, των Αγροτών, των Στρατιωτών και των Κοζάκων συγκλήθηκε στις 28 Ιουνίου 1918. Η εσωκομματική σύγκρουση των Μπολσεβίκων ενθάρρυνε τους Αριστερούς Σ.Ε. να σκεφτούν ότι οι Αριστεροί Κομμουνιστές θα μπορούσαν να συνταχθούν μαζί τους στο εθνικό συνέδριο του Σοβιέτ και ότι θα μπορούσαν να κερδίσουν ακόμη και την πλειοψηφία. Οι Αριστεροί Σ.Ε. ήταν σίγουροι ότι θα είχαν τουλάχιστον το 40% των αντιπροσώπων στο επερχόμενο Πέμπτο Συνέδριο των Σοβιέτ, μια καλή πλατφόρμα για να προωθήσουν ένα ψήφισμα που θα τερμάτιζε τη μισητή ειρήνη και, έτσι, θα τους επέτρεπε να επανέλθουν στην κυβέρνηση. Καθώς πλησίαζε η έναρξη του συνεδρίου στις 4 Ιουλίου, η κλίμακα της μπολσεβίκικης χειραγώγησης έγινε ξεκάθαρη. Τα επίσημα στοιχεία έδιναν στους Μπολσεβίκους 678 αντιπροσώπους και στους Αριστερούς Σ.Ε. 269. Ο Ραμπίνοβιτς υπολόγισε προσεκτικά αυτά τα στοιχεία και πρότεινε ότι αν αφαιρεθούν οι 399 Μπολσεβίκοι που αμφισβητήθηκαν από τους Αριστερούς Σ.Ε. και συμπεριληφθούν οι 90 Αριστεροί Σ.Ε. που δεν έγιναν δεκτοί από τους Μπολσεβίκους, τότε η εικόνα ήταν 378 Μπολσεβίκοι, 379 Αριστεροί Σ.Ε. με 30 Μαξιμαλιστές Σ.Ε., οι οποίοι βρίσκονταν σε διαδικασία συγχώνευσης με τους Αριστερούς Σ.Ε., η ισορροπία της εξουσίας διατηρούνταν.[105] Αυτό ήταν σύμφωνο με τις σύγχρονες αναφορές στον Τύπο και τις προσδοκίες των Αριστερών Σ.Ε. Όπως έγραψε αργότερα η Ιζμαΐλοβιτς, μέλος της κεντρικής επιτροπής των Αριστερών Σ.Ε., «οι Αριστεροί Σ.Ε. απέτυχαν να αναλογιστούν την ικανότητα των Μπολσεβίκων να κάνουν θαύματα».[106] Απογοητευμένοι οι Αριστεροί Σ.Ε. στράφηκαν στην τρομοκρατία για να προσπαθήσουν να τερματίσουν την ειρήνη, να απομακρύνουν το κύριο ζήτημα που δίχαζε τον συνασπισμό και να αναζωογονήσουν τη συνεργασία τους.[107] Αυτή η τακτική απέτυχε παταγωδώς και οδήγησε στην οριστική ρήξη στις σχέσεις Μπολσεβίκων-Αριστερών Σ.Ε.

Οι Μπολσεβίκοι και οι Αριστεροί Σ.Ε. μπόρεσαν να συνεργαστούν με επιτυχία στη διαμόρφωση και εφαρμογή της πολιτικής στο υψηλότερο επίπεδο, καθώς η κοινή τους εργασία στα κομισαριάτα τροφοδότησε την επιτυχή λειτουργία του Σόβναρκομ. Η διακομματική συνεργασία ήταν δυνατή και μάλιστα γόνιμη στην πράξη. Ενώ η μπολσεβίκικη πλειοψηφία στην Κ.Ε.Ε. και, συνεπώς, στο Σόβναρκομ σήμαινε ότι συχνά στα αμφισβητούμενα ζητήματα πολιτικής είχαν το πάνω χέρι, η επιρροή των Αριστερών Σ.Ε. στην κυβέρνηση δεν ήταν αμελητέα. Σε τομείς όπως το αγροτικό ζήτημα κυριάρχησαν στην πολιτική και συνέβαλαν στη διαμόρφωση της θεωρίας και της πρακτικής της σοβιετικής κυβέρνησης και των σχέσεων Σοβναρκομ-Κ.Ε.Ε. Ασκούσαν επίσης επιρροή μέσω σταδιακών επιτυχιών στην τρομοκρατία, οι οποίες μετρίασαν σε κάποιο βαθμό τον κατασταλτικό χαρακτήρα της πρώιμης επαναστατικής κυβέρνησης. Ο Στάινμπεργκ κατάφερε να επιτύχει κάτι από τον σκοπό του κόμματός του να αλλάξει το εύρος και τον ρυθμό της δραστηριότητας της Τσεκά κατά τη διάρκεια της θητείας του. Όπως σε κάθε κυβέρνηση συνασπισμού, οι συγκρούσεις αποτελούσαν μέρος της κανονικής λειτουργίας, αλλά οι διαφωνίες δεν ήταν τόσο σοβαρές ώστε να καταστρέψουν τις σχέσεις εργασίας μέχρι το θεμελιώδες ζήτημα της ειρήνης να διασπάσει τους εταίρους.

Ο Λένιν, αναλογιζόμενος αυτή την περίοδο συνεργασίας, σημείωσε σε μια νεκρολογία για τον Προς Προσιάν τον Δεκέμβριο του 1918 ότι «έμαθα να εκτιμώ τη συνεργασία του κατά τη διάρκεια της κοινής μας εργασίας στο Συμβούλιο των Λαϊκών Κομισάριων, στα τέλη του περασμένου και στις αρχές του τρέχοντος έτους, όταν οι Αριστεροί Σοσιαλιστές Επαναστάτες ήταν σε συμμαχία μαζί μας». Ο Λένιν εγκωμίασε τον Προσιάν για τη «βαθιά αφοσίωσή του στην επανάσταση και το σοσιαλισμό». Πρόσθεσε, με θαυμασμό, ότι «θυμάμαι ιδιαίτερα μια συζήτηση με τον σύντροφο Προσιάν λίγο πριν από την ειρήνη του Μπρεστ. Τότε φάνηκε ότι δεν υπήρχαν πια ουσιαστικές διαφορές μεταξύ μας». Ο Λένιν δεν αρνήθηκε καθόλου «ότι είχαμε έρθει πιο κοντά στην πρακτική μας εργασία», αλλά «η ειρήνη του Μπρεστ επέφερε μια πλήρη διάσταση». «Παρ’ όλα αυτά, μέχρι τον Ιούλιο του 1918», συνέχισε ο Λένιν, «ο Προσιάν κατόρθωσε να κάνει περισσότερα για την ενίσχυση της σοβιετικής εξουσίας απ’ ό,τι μετά τον Ιούλιο του 1918 για την υπονόμευσή της».[108] Αυτό το συναίσθημα θα μπορούσε να επεκταθεί στη συμβολή όλων των συμμετεχόντων των Αριστερών Σ.Ε. στην πρώιμη σοβιετική κυβέρνηση.

Είναι σαφές ότι το σοβιετικό πολιτικό σύστημα εξελίχθηκε κατά τρόπο ad hoc κατά τους πρώτους μήνες της ύπαρξής του και δεν διαμορφώθηκε αμέσως ως αυταρχική, μονοκομματική δικτατορία. Η ύπαρξη ενός συνασπισμού που βασιζόταν στην αναλογική εκπροσώπηση των κομμάτων που συμμετείχαν στο Συνέδριο των Σοβιέτ σήμαινε ότι η νομιμότητα της επαναστατικής κυβέρνησης προερχόταν από τα σοβιέτ και όχι από το κόμμα της πρωτοπορίας, στην πρώτη φάση της διακυβέρνησης του Λένιν. Ωστόσο, η διάσπαση της συμμαχίας Μπολσεβίκων-Αριστερών Σ.Ε. είχε συνέπειες πέρα από το να σηματοδοτήσει τη στιγμή που το σοβιετικό πολιτικό σύστημα έγινε μονοκομματική δικτατορία. Μετά την αποχώρηση των Αριστερών Σ.Ε. από την κυβέρνηση, το μπολσεβίκικο κόμμα μπόρεσε να ξεκινήσει μια εκστρατεία διάσπασης και λεηλασίας της ρωσικής αγροτιάς, να εξαπολύσει την «Κόκκινη Τρομοκρατία» και να θέσει τα σοβιέτ σταδιακά υπό τον έλεγχο του κόμματος.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Lara Douds, “‘The dictatorship of the democracy’? The Council of People’s Commissars as Bolshevik-Left Socialist Revolutionary coalition government, December 1917–March 1918”, Historical Research, τόμος 90, τεύχος 247, ειδικό τεύχος: The Centenary of the Russian Revolution New Directions in Research. Ηλεκτρονική αναδημοσίευση: Wiley Online Library, https://onlinelibrary.wiley.com/doi/full/10.1111/1468-2281.12170.

 

Σημειώσεις

[1] I. Z. Shteinberg, ‘Partiia levykh sotsialistov-revoliutsionerov’, Znamia, ii (Βερολίνο, 1921), σελ. 47.

[2] Βλ. κυρίως Partiia levykh sotsialistov-revoliutsionerov: dokumenty i materialy: 1917–25 gg., επιμ. V. V. Shelokhaev and Ia. V. Leont’ev (3 τόμοι., Μόσχα, 2010), και Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov RSFSR: noiabr’ 1917–mart 1918 gg., επιμ. Iu. N. Amiantov (Μόσχα, 2006).

[3] I. G. Fel’shtinskii, Bol’sheviki i levye esery, oktiabr’ 1917– iiul’ 1918: Na puti k odnopartiinoi diktature (Παρίσι, 1985).

[4] A. B. Ulam, Lenin and the Bolsheviks: the Intellectual and Political History of the Triumph of Communism in Russia (Γλασκώβη, 1977), σελ. 517· Vladimir Bazarov αναφέρεται στο A. Rabinowitch, The Bolsheviks in Power: the First Year of Soviet Rule in Petrograd (Μπλούμινγκτον, Ind., 2008), σελ. 77· The Debate on Soviet Power: Minutes of the All-Russian Executive Committee of Soviets. Second Convocation, Oct. 1917–Jan. 1918, επιμ. J. L. H. Keep (Οξφόρδη, 1979), σσ. 28, 266.

[5] V. Vladimirova, ‘Levye esery v 1917–8 gg.’, Proletarskaia Revoliutsiia, iv (1927), 136–40· L. M. Spirin, Klassy i partii v grazhdanskoi voine v Rossii 1917–20 gg. (Μόσχα, 1968)· K. Gusev, Krakh partii levykh eserov (Μόσχα, 1963), σσ. 87–90· M. V. Spirina, Krakh melkoburzhuaznoi konseptsii sotsializma eserov (Μόσχα, 1987), σελ. 116.

[6] Intervention, Civil War and Communism in Russia, Apr.–Dec. 1918: Documents and Materials, επιμ. J. Bunyan (Βαλτιμόρη, 1936), σελ. 116.

[7] O. H. Radkey, The Agrarian Foes of Bolshevism: Promise and Default of the Russian Socialist Revolutionaries, Feb. to Oct. 1917 (Νέα Υόρκη, 1958), σσ. 192–3· O. H. Radkey, The Sickle under the Hammer: the Russian Socialist Revolutionaries in the Early Months of Soviet Rule (Νέα Υόρκη, 1963), σσ. 100, 142, 153–4.

[8] L. Schapiro, The Origin of the Communist Autocracy: Political Opposition in the Soviet State. First Phase, 1917–22 (2nd έκδοση, Κέμπριτζ, 1977), σελ. 129.

[9] Ulam, σελ. 517.

[10] T. H. Rigby, Lenin’s Government: Sovnarkom 1917–22 (Κέμπριτζ, 1979), σελ. 116.

[11] Rigby, σελ. 28.

[12] Fel’shtinskii, σελ. 5. Για μια παρόμοια αίσθηση, βλέπε επίσης την αναλογία του Radkey: «Η συμμαχία τους ήταν από την αρχή ένας γάμος ευκαιρίας, με πολύ λίγο ρομαντισμό την ημέρα του γάμου και διαζύγιο στο τέλος του δρόμου». (Radkey, The Sickle under the Hammer, σελ. 139).

[13] A. L. Litvin and L. M. Ovrutskii, Levye esery: programma i taktika (Nekotorye voprosy) (Καζάν, 1992).

[14] R. Kowalski, ‘“Fellow travellers” or revolutionary dreamers? The Left Socialist Revolutionaries after 1917’, Revolutionary Russia, xi (1998), 1–31.

[15] E. Cinella, ‘The tragedy of the Russian Revolution: promise and default of the Left Socialist Revolutionaries in 1918’, Cahiers du Monde russe, xxxviii (1997), 45–82.

[16] A. Wright, ‘The establishment of Bolshevik power on the Russia periphery: Soviet Karelia, 1918–9’ (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης, 2012), σελ. 1.

[17] M. Melancon, ‘The Left SRs and the Bolshevik uprising’, στο The Bolsheviks in Russian Society: the Revolution and Civil War, επιμ. V. N. Brovkin (Νιου Χέιβν, 1997).

[18] M. Melancon, ‘The hammer and the sickle: Lenin, the Left Socialist Revolutionaries, and Soviet Russia’s first land laws, Oct. 1917–Feb. 1918’, στο Russia’s Century of Revolution: Parties, Places, People: Studies Presented in Honor of Alexander Rabinowitch, επιμ. M. Melancon and D. Raleigh (Μπλούμινγκτον, 2012), σσ. 59–88.

[19] Rabinowitch, σελ. 103.

[20] Keep, σελ. 179.

[21] Kowalski, σελ. 4.

[22] Βλ. Melancon, ‘The Left SRs and the Bolshevik uprising’.

[23] M. N. Pokrovskii and Ia. N. Iakovleva, Vtoroi vserossiiskii s”ezda sovetov, R. i S. D. (Μόσχα-Λένινγκραντ, 1928), σσ. 90–2.

[24] Partiia levykh sotsialistov-revoliutsionerov: dokumenty i materialy, i, ‘Minutes of the First Congress of the Left S.R. party’ (εφεξής ‘Minutes of the First Congress of the Left S.R. party’), σσ. 141, 155, 163.

[25] ‘Minutes of the First Congress of the Left S.R. party’, σελ. 163.

[26] V. I. Lenin, “Concluding Speech on the agrarian question”, στο V. I. Lenin, Collected Works, τόμος 26, Μόσχα, 1971, 331–2 [Β. Ι. Λένιν, «Τελικός λόγος για το αγροτικό ζήτημα 18 του Νοέμβρη (1 του Δεκέμβρη)», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 35 , Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, χχέ., σελ. 100-101].

[27] V. I. Lenin, ‘Alliance between the workers and the working and exploited peasants. A Letter to Pravda’, στο Lenin, Collected Works, τόμος 26. 333–4 [Β. Ι. Λένιν, «Η συμμαχία των εργατών με τους εργαζόμενους και εκμεταλλευόμενους αγρότες», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 35, σσ. 103-104].

[28] Rabinowitch, σελ. 50.

[29] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σσ. 95–6.

[30] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σσ. 95–6· Μόσχα, Κρατικό Αρχείο της Ρωσικής Ομοσπονδίας (Gosudarstvennyi arkhiv Rossiiskoi Federatsii, hereafter G.A.R.F.), f. r-393, op. 1, d. 6, ll. 5, 15· Partiia levykh sotsialistov-revoliutsionerov: dokumenty i materialy, i. 14.

[31] Partiia levykh sotsialistov-revoliutsionerov: dokumenty i materialy, i. 15.

[32] Radkey, The Sickle under the Hammer, σελ. 206.

[33] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σσ. 99–416.

[34] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 99.

[35] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σσ. 251, 301.

[36] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov. σσ. 200, 362. Βλ. επίσης πώς ο Αριστερός Σ.Ε. Μπριγιάντοφ, από το Κομισιράτο Οικονομικών, επιδίωξε την εθνικοποίηση των τραπεζών και τη θέσπιση του καταστατικού της Κεντρικής Συνεταιριστικής Τράπεζας μέσω του υπουργικού συμβουλίου (Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 145).

[37] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σσ. 195, 203, 332.

[38] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σσ. 257, 153, 178.

[39] I. Z. Steinberg, In the Workshop of the Revolution (1955), σελ. 91 [Διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/steinberg/1953/workshop/index.htmProtokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σσ. 177–9.

[40] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σσ. 177–9.

[41] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 78.

[42] Steinberg, In the Workshop of the Revolution, σελ. 76.

[43] Γράφτηκε μεταξύ 21 και 28 Δεκεμβρίου 1917, δημοσιεύτηκε στην Pravda στις 30 Δεκεμβρίου 1917 (Lenin, Collected Works, τόμος 36. 466) [Β. Ι. Λένιν, «Τηλεγράφημα προς τον Β. Α. Αντόνοφ-Οβσέγενκο», στο Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 50, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα χ.χ.έ. σσ. 21, 22.].

[44] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 174, 30 Dec. 1917· Steinberg, In the Workshop of the Revolution, σελ. 91.

[45] Steinberg, In the Workshop of the Revolution, σελ. 92.

[46] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 174, 30 Δεκεμβρίου 1917.

[47] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 174, 30 Δεκεμβρίου 1917.

[48] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 174, 30 Δεκεμβρίου 1917.

[49] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 174, 30 Δεκεμβρίου 1917· Steinberg, In the Workshop of the Revolution, σελ. 94.

[50] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 172, 30 Δεκεμβρίου 1917.

[51] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σσ. 177, 457.

[52] Γράφτηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1917 (Lenin, Collected Works, τόμος 44, σελ. 52) [Β. Ι. Λένιν, «Τηλεγράφημα προς τον Β. Α. Αντόνοφ-Οφσέγενκο», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 50, σσ. 22, 23]).

[53] Shteinberg, In the Workshop of the Revolution, σελ. 94.

[54] Partiia levykh sotsialistov-revoliutsionerov: dokumenty i materialy, i, ‘Minutes of the Second Congress of the Left S.R. party’ (εφεξής ‘Minutes of the Second Congress of the Left S.R. party’), σελ. 224.

[55] ‘Minutes of the Second Congress of the Left S.R. party’, σελ. 224.

[56] ‘Minutes of the Second Congress of the Left S.R. party’, σελ. 225.

[57] Piati vserossiskii s”ezd sovetov rabochikh, krestianskikh, soldatskikh i kazach’ikh deputatov: stenograficheskii otchet (Μόσχα, 1918), σελ. 45.

[58] ‘Minutes of the Second Congress of the Left S.R. party’, σελ. 347.

[59] ‘Minutes of the Second Congress of the Left S.R. party’, σελ. 348.

[60] ‘Minutes of the Second Congress of the Left S.R. party’, σελ. 349.

[61] ‘Minutes of the Second Congress of the Left S.R. party’, σελ. 349.

[62] ‘Minutes of the Second Congress of the Left S.R. party’, σελ. 349.

[63] ‘Minutes of the Second Congress of the Left S.R. party’, σελ. 349.

[64] ‘Minutes of the Second Congress of the Left S.R. party’, σσ. 334–44.

[65] W. Lissner, ‘Land socialization in Soviet agriculture, 1917–49’, American Jour. Economics and Socialism, ix (1949), 145–59, στη σελ. 147.

[66] Melancon, ‘The hammer and the sickle’, σσ. 59–88.

[67] Keep, σσ. 75–6. Για μια παρόμοια έκφραση αυτής της άποψης, βλ. ‘Minutes of the First Congress of the Left S.R. party’, σελ. 104.

[68] J. Ryan, Lenin’s Terror: the Ideological Origins of Early Soviet State Violence (2012), σσ. 46, 60.

[69] Ryan, σελ. 116.

[70] M. Melancon, ‘Revolutionary culture in the early Soviet republic: communist executive committees versus the Cheka. Fall 1918’, Jahrbücher für Geschichte Osteuropas, lvii (2009), 1–22.

[71] Μόσχα, Ρωσικό Κρατικό Αρχείο Κοινωνικοπολιτικής Ιστορίας (Rossiiskii gosudarstvennyi arkhiv sotsial’no-politicheskoi istorii, hereafter R.G.A.S.P.I.), f. 19, op. 1, d. 13, l. 2· Dekrety Sovetskoi vlasti (18 τόμοι, Μόσχα, 1957–2009), i. 161–2.

[72] Protokoly zasedanii Ispolnitel’nogo Komiteta Sovetov R.S. Kr., i Kaz Deputatov II sozyva (Μόσχα, 1918), σσ.177–9.

[73] Protokoly zasedanii Ispolnitel’nogo Komiteta Sovetov R.S. Kr., i Kaz Deputatov II sozyva, σσ. 121–2.

[74] Znamia Truda, 16 Δεκεμβρίου 1917, σελ. 3.

[75] Znamia Truda, 19 Δεκεμβρίου 1917, σελ. 3.

[76] P. Latsis, Otchet vserossiskoi chrezvychainoi komitet za chetyre goda ee deiatel’nost (1917–20), 1: Organizatsionnaia chast’ (Μόσχα, 1922), σελ. 14.

[77] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 129.

[78] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 454.

[79] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 454.

[80] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 173.

[81] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 291.

[82] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σσ. 354, 396.

[83] Partiia levykh sotsialistov-revoliutsionerov: dokumenty i materialy, i. 179, τηλεγράφημα του Στάινμπεργκ προς το Σοβιέτ των Εργατών, Στρατιωτών και Αγροτών βουλευτών, 19 Φεβρουαρίου 1918.

[84] Partiia levykh sotsialistov-revoliutsionerov: dokumenty i materialy, i. 82.

[85] H αναφορά του Rabinowitch στη Μόσχα, Κεντρικό Αρχείο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (Tsentral’nyi arkhiv Federal’noi sluzhby bezopasnosti), f. 1, op. 10, d. 52, ll. 5–6 (Βλ. Rabinowitch, σελ. 88).

[86] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σσ. 192, 196.

[87] Αναφέρεται στο Y. Felshtinskii, Lenin and his Comrades: the Bolsheviks Take Over Russia 1917–24 (Νέα Υόρκη, 2010), σελ. 131.

[88] Steinberg, In the Workshop of the Revolution, σελ. 72.

[89] Protokoly zasedanii Soveta Narodnykh Kommissarov, σελ. 364.

[90] Steinberg, In the Workshop of the Revolution.

[91] Steinberg, In the Workshop of the Revolution, σελ. 73.

[92] Εσωτερική έκθεση του 1922 που αναφέρεται στο Rabinowitch, σελ. 8.

[93] Keep, σσ. 69–79.

[94] Keep, σσ. 81–6.

[95] Keep, σσ. 141–2.

[96] ‘Minutes of the First Congress of the Left S.R. party’, 19–28 Νοεμβρίου 1917, σσ. 100–7.

[97] G.A.R.F., f. r-6980, op. 1, d. 6, ll. 23–33.

[98] G.A.R.F., f. r-6980, op. 1, d. 6, l. 26, Komissiia po vyrabotke proekta konstitutsii Sovetskoi respubliki pri VTsIK, ΑπρίλιοςΙούνιος 1918.

[99] Σύνταγμα του 1918, άρθρα 37 και 38, στο A. L. Unger, Constitutional Development in the U.S.S.R.: a Guide to the Soviet Constitutions (Νέα Υόρκη, 1982), σελ. 31.

[100] Radkey, The Sickle under the Hammer, σελ. 141.

[101] Partiia levykh sotsialistov-revoliutsionerov: dokumenty i materialy, i. 182.

[102] Protokoly zasedanii vserossiiskogo tsentral’nogo ispolnitel’nogo Komiteta 4-go sozyva (Μόσχα, 1920), σσ. 206–19.

[103] Piatyi vserossiskii s”ezd sovetov rabochikh, krest’ianskikh, soldatskikh i kazach’ikh deputatov: stenograficheskii otchet (Μόσχα, 1918), σσ. 50–9.

[104] R.G.A.S.P.I., f. 19, op. 1, d. 13, 1. 2· Dekrety sovetskoi vlasti, ii. 18–21.

[105] Rabinowitch, σσ. 288, 442, σημ. 26.

[106] Αναφέρεται στο Rabinowitch, σελ. 288.

[107] Για πλήρη επεξήγηση αυτού του επιχειρήματος, βλέπε Rabinowitch, κεφ. 11.

[108] V. I. Lenin, ‘In memory of Comrade Proshyan’, Pravda, cclxxvii, 20 Δεκεμβρίου 1918 (Lenin, Collected Works, τόμος 36, 497–8) [Β. Ι. Λένιν, «Στη μνήμη του σ. Προσιάν», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 37, σελ. 385].

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 14 Ιουλίου 2025 23:35

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.