Παρασκευή, 22 Ιουνίου 2018 14:37

Αποικιοκρατία και ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας Κύριο

Αποικιοκρατία και ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας

Εισαγωγή του e la libertà

Το ζήτημα της καταπίεσης των ΛΟΑΤΚΙΑ+ ατόμων στις περισσότερες «μη δυτικές» χώρες αποτελεί ένα όλο και περισσότερο επαναλαμβανόμενο μοτίβο του κυρίαρχου πολιτικού λόγου των «δυτικών» χωρών, ή ίσως ακόμα περισσότερο, ένα κριτήριο με το οποίο ο «δυτικός» κόσμος αξιολογεί τον βαθμό του εκδημοκρατισμού τους και της προόδου τους – σύμφωνα πάντα με «δυτικά» στάνταρ, στα οποία πολύ σπάνια ανταποκρίνονται οι ίδιες οι χώρες της «δύσης». Αυτή η εργαλιοποίηση των ΛΟΑΤΚΙΑ+ δικαιωμάτων από τη «δύση», η οποία συνήθως αποτελεί μια ανθρωπιστική, ιδεολογική συγκάλυψη ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων στην εσωτερική πολιτική των «μη δυτικών» χωρών, βρίσκει την αντεστραμμένη της όψη στην ίδια την πολιτική πολλών «μη δυτικών» χωρών, οι οποίες με τη σειρά τους πραγματοποιούν μια αντίστροφη εργαλιοποίηση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙΑ+, μη αναγνωρίζοντάς τα και ποινικοποιώντας την ομοφυλοφιλία, ως «δυτική εκφυλιστική επιρροή». Αν και οι χώρες της μουσουλμανικής Ανατολής αποτελούν ίσως τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της προβληματικής συζήτησης για τα ΛΟΑΤΚΙΑ+ δικαιώματα, στην πραγματικότητα η ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας έχει ενσωματωθεί στο νομικό σύστημα και πολλών άλλων, μη μουσουλμανικών χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου - και όχι μόνο (ας θυμηθούμε τη Ρωσία και πιο συγκεκριμένα, την Τσετσενία με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις «εξαφανίσεις» ομοφυλόφιλων).

Αυτό όμως που παραβλέπουν και οι δυο πλευρές αυτής της αντιπαράθεσης, είναι ότι μόνο πριν από λίγες δεκαετίες, η πραγματικότητα σχετικά με την ανοχή της ομοφυλοφιλίας ήταν μάλλον η αντίστροφη. Την εποχή της αποικιοκρατίας, ένα συνηθισμένο επιχείρημα του ανώτερου δυτικού κόσμου, με το οποίο αποδείκνυε την ανωτερότητά του και το δικαίωμά του να καταπιέζει τους αποικιοκρατούμενους λαούς, ήταν ότι αυτοί ανέχονταν την ομοφυλοφιλία και επιδίδονταν σε ομοφυλοφιλικές πρακτικές. Αυτές τις πρακτικές και αυτή την ανοχή προσπάθησαν οι αποικιοκράτες να ξεριζώσουν επιβάλλοντας νόμους απαγόρευσης και τιμωρίας της ομοφυλοφιλίας. Τα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της αποικιοκρατίας διατήρησαν αυτούς τους νόμους, επειδή οι κυβερνώσες τάξεις τους τους θεώρησαν βήμα εκσυγχρονισμού, αλλά και μια δυνατότητα ελέγχου της ζωής των λαϊκών μαζών.

Τα δύο άρθρα που μεταφράζουμε αναδεικνύουν αυτά τα ιστορικά παράδοξα που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να τροφοδοτούν τον αυταρχισμό των πρώην αποικιοκρατούμενων χωρών καθώς και την ιμπεριαλιστική ρητορική της δύσης.

Ali Olomi

Οι ρίζες της ομοφοβίας και του αντι-ομοφυλοφιλικού αίσθηματος στον μουσουλμανικό κόσμο

Τον Μάρτιο του 2016 ο Παγιάμ Φεϊλί, ένας νέος Ιρανός ποιητής, κατέφυγε στο Ισραήλ καθώς αντιμετώπισε δίωξη στη χώρα του επειδή ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Η κατάσταση του Φεϊλί δεν είναι μοναδική για πολλά άτομα LGBTQ στη Μέση Ανατολή. Η ομοφυλοφιλία είναι ένα έγκλημα σε σχεδόν δύο δωδεκάδες μουσουλμανικές χώρες που επιφέρει αυστηρές ποινές σε δέκα από αυτές.

Ενώ είναι δελεαστικό να αποδίδεται αυτό στο Ισλάμ, το ιστορικό πλαίσιο είναι πιο λεπτό και περίπλοκο.

Το καθεστώς των δικαιωμάτων LGBTQ στον μουσουλμανικό κόσμο σήμερα δημιουργεί αμηχανία δεδομένου ότι η ισλαμική ιστορία χαρακτηρίζεται από σχετική ανεκτικότητα της σεξουαλικής πολυμορφίας και της επιθυμίας για το ίδιο φύλο.

Αν και η ομοφυλοφιλία ως ταυτότητα και κατηγορία είναι μια κυρίως σύγχρονη κατασκευή, τα άτομα ομοφυλοφιλοι, λεσβίες, τρανσέξουαλ και μεσοφυλικά ήταν πάντοτε παρόντα στην ιστορία.

Από την εποχή του Προφήτη Μοχάμμεντ, μεσοφυλικά άτομα γνωστά ως μουχαναθούν ζούσαν στην ισλαμική κοινωνία και καταλάμβαναν δημόσιους χώρους, ορατούς, αν και μερικές φορές περιθωριοποιημένους. Πολλά από αυτά τα άτομα, όπως ο Γαρίντ και ο Αλ Ντάλαλ, ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλοι και είχαν εραστές. Απολαμβάνουν θέσεις ως μουσικοί και μεσάζοντες μεταξύ ανδρών και γυναικών στο ρόλο των συνοδών. Στην ιστορία των Ομεϋαδών και των Αβασιδών, τα ομοφυλόφιλα άτομα ήταν όχι μόνο παρόντα, αλλά και αρκετά δημόσια. Την πρώτη φορά που αντιμετώπισαν κρατική βία, ήταν στα χέρια του Χαλίφη Σουλαϊμάν ιμπν Αμπντ-αλ Μαλίκ. Ο ιστορικός του 10ου αιώνα, Αμπού αλ-Φάρατζ αλ-Ισφαχάνι γράφει στο Κιτάμπ αλ-Αφγάνι ότι ο Σουλαϊμάν είχε ευνουχίσει όλους τους μουχαναθούν όχι λόγω των σεξουαλικών επιθυμιών τους, αλλά επειδή η μουσική τους είχε αποσπάσει την προσοχή μιας από τις ερωμένες του ενώ τον παρακολουθούσε.

Τα γραπτά του Αλ-Ισφαχάνι μαζί με το Τζαουάμι αλ-λάδδα [Εγκυκλοπαίδεια της απόλαυσης - جـوامـع الـلـذّة] του Άλι ιμπν Νασρ αλ Κάτιμπ παρέχουν άφθονες αποδείξεις για την ανοχή των σχέσεων μεταξύ του ίδιου φύλου τόσο ανδρών όσο και γυναικών. Για μεγάλο μέρος της ιστορίας του Ισλάμ, η αμαρτία του λίουατ, όρος που αναφέρεται στην πρωκτική διείσδυση, ορίζεται ως μη σεξουαλική απόκλιση που σχετίζεται με την επιθυμία του ίδιου φύλου, αλλά ως σεξουαλική παραβίαση - μια ομοιότητα κοινή με την πρώιμη ιστορία του σοδομισμού στη χριστιανική σκέψη. Το λίουατ διαιωνίστηκε από άτομα που σήμερα θα τα χαρακτηρίζαμε ως ετεροφυλόφιλα. Οι ερμηνείες του λίουατ ως ισοδύναμου της ομοφυλοφιλίας είναι ένα χαρακτηριστικά σύγχρονο φαινόμενο που προβάλλει προς τα πίσω έναν αναχρονιστικό ορισμό, δεδομένου ότι ο προνεωτερικός κόσμος δεν συνήθιζε να ταυτοποιεί τους ανθρώπους με βάση τη σεξουαλικότητα.

Ωστόσο, παρά την ιστορία αυτή, είναι αναμφισβήτητο ότι ο σημερινός μουσουλμανικός κόσμος έχει μια τεταμένη σχέση με την ομοφυλοφιλία. Το ζήτημα λοιπόν είναι πώς προέκυψε η σημερινή ατμόσφαιρα και πώς να κατανοήσουμε τις αποχρώσεις της αντί να υποθέσουμε ότι οι ισλαμικές διδασκαλίες είναι κατηγορηματικά εχθρικές προς την ομοφυλοφιλία.

Ο μελετητής του Ισλάμ του 13ου αιώνα, ο Ίμπν Ταϊμίγια, είναι ένας από τους πρώτους στοχαστές που υιοθέτησε μια σκληρή στάση εναντίον των ομοφυλόφιλων στον μουσουλμανικό κόσμο. Ο Ίμπν Ταϊμίγια συνέδεσε όλες τις ανδρικές επιθυμίες για το ίδιο φύλο με το λίουατ, μια ιδέα που ήταν σε ρήξη με τις διδασκαλίες των προηγούμενων μελετητών. Ο Ίμπν Ταϊμίγια φοβόταν την παρακμή και την ενδεχόμενη κατάρρευση του χαλιφάτου των Αβασιδών. Έβλεπε ότι ο ισλαμικός κόσμος απειλούνταν τόσο από την εισβολή των Μογγόλων όσο και από τις εσωτερικές διαμάχες. Λίγο πριν από τη γέννησή του, η Βαγδάτη και η Μπουχάρα, τα δύο πολιτιστικά και πνευματικά κέντρα του ισλαμικού κόσμου, ισοπεδώθηκαν από τους Μογγόλους οι πολίτες τους σφαγιάστηκαν και τα βιβλία κάηκαν. Η απώλεια και των δύο πόλεων προκάλεσε κύματα φόβου μέσα στον μουσουλμανικό κόσμο. Ως νεαρός ο Ίμπν Ταϊμίγια έπρεπε να φύγει από την πατρίδα του Χαρράν στην Ανατολία όταν εισέβαλαν οι Μογγόλοι.

Η απώλεια της Βαγδάτης και της Μπουχάρα άφησε μια διαρκή εντύπωση, διαμορφώνοντας μια παγκόσμια αντίληψη της μαχητικής άμυνας – αυτός ανακήρυξε το διάσημο τζιχάντ ενάντια στους εισβολείς Μογγόλους, όταν βάδιζαν προς την Δαμασκό.

Ο Ίμπν Ταϊμίγια ζούσε σε μια εποχή μεγάλης ανησυχίας σχετικά με την ισχύ της ισλαμικής κυριαρχίας, όπου ο σουφισμός, η φιλοσοφία, η τέχνη και η ανεκτικότητα για τις σχέσεις ομοφυλοφίλων θεωρούνταν ξένες προσαρμογές της ελληνικής και περσικής κουλτούρας που έπρεπε να ξεκαθαριστούν. Θεώρησε την παρουσία αυτών των αποκαλούμενων ξένων προσαρμογών ως πηγή εσωτερικών συγκρούσεων και αδυναμιών που κατέστησαν τον ισλαμικό κόσμο ευάλωτο στους Μογγόλους. Αυτή η ιδέα του αλλότριου και της ανησυχίας για την εξουσία είναι ένα διαρκές θέμα στην ιστορία του αντι-ομοφυλόφιλου αισθήματος στη Μέση Ανατολή.

Η πιο μαχητική και πουριτανική ερμηνεία του ισλαμικού νόμου του Ίμπν Ταϊμίγια αφορούσε όχι μόνο τους ομοφυλόφιλους, τους Σούφι και τους Σιίτες, αλλά επίσης ζητούσε τη θανατική ποινή για βλασφημία και αποστασία (αν και σίγουρα δεν ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε τη θανατική ποινή για τη βλασφημία και την αποστασία, έκανε δημοφιλή τη χρήση της μεταξύ των όχλων και του πλήθους). Πολλοί όμως από τους προστάτες του, τους Μαμελούκους κυβερνήτες, θα αγνοούσαν τις οδηγίες του προτιμώντας την επιείκεια. Στην Αίγυπτο και τη Δαμασκό, αντιμετώπισε αντιδράσεις από την πλειονότητα των μελετητών και των θεολόγων για τη ρήξη του με το νομικό προηγούμενο και την ακαδημαϊκή συναίνεση – πράγμα που οδήγησε τελικά στην σύλληψή του.

Αν και ο Ίμπν Ταϊμίγια ήταν δημοφιλής λόγιος, η άποψή του που εξίσωνε κάθε ομοερωτισμό με το λίουατ δεν έγινε άμεσα δεκτή. Ακόμη και μέχρι τον 18ο αιώνα, το λίουατ εξακολουθούσε να θεωρείται σεξουαλική βία. Ο Ιρακινός μελετητής Μαχμούντ αλ-Αλούσι αναφέρεται στους ληστές που χρησιμοποιούσαν σεξουαλική βία (λίουατ ή σοδομισμό) ως πράξη εκδίκησης, γνωστή ως άχνταν λι αλ-άθα’ρ. Αυτό γινόταν με ελάχιστη ή χωρίς καμιά σεξουαλική επιθυμία. Η πρόθεση ήταν να «μετατρέψει σε γυναίκες γενναίους άντρες» ή γιου’άννιθου αλ-μπουχμ αδ-δούκουρ.

Με άλλα λόγια, το λίουατ, θεωρούμενο ως σεξουαλική βία, αρχικά δεν είχε καμία σχέση με τη σεξουαλική επιθυμία ή τους ομοφυλόφιλους.

Οι τρεις κυρίαρχες ισλαμικές αυτοκρατορίες, η οθωμανική, η σαφαβιδική και η αυτοκρατορία των Μουγάλ είχαν όλες σχετικά ανεκτικές απόψεις και αποδέχονταν την επιθυμία του ίδιου φύλου. Το 1858, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποποινικοποίησε επισήμως την ομοφυλοφιλία ως μέρος του Τανζιμάτ (περισσότερο από έναν αιώνα πριν από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή το Ηνωμένο Βασίλειο), αναγνωρίζοντας νομικά την de facto πραγματικότητα. Κατά ειρωνικό τρόπο, την εποχή εκείνη, οι Ευρωπαίοι επισκέπτες είδαν την ανοχή στην επιθυμία του ίδιου φύλου ως απόδειξη της καθυστέρησης του Ισλάμ.

Ο Γάλλος ταξιδιώτης, ο Σαρλ Νικολά Σιζιμπέρ Σονινί, ο οποίος επισκέφθηκε την Οθωμανική Αίγυπτο παρατηρούσε: «Η αδιανόητη λατρεία που ατίμασε τους Έλληνες και τους Πέρσες της αρχαιότητας, συνιστά την ικανοποίηση ή, για να χρησιμοποιήσω έναν ακριβή όρο, το αίσχος των Αιγυπτίων. Δεν είναι οι γυναίκες αυτές για τις οποίες τραγουδάνε τα αισθήματά τους. Πολύ διαφορετικά αντικείμενα τους διεγείρουν.»

Οι Ευρωπαίοι αναγνώστες που ενδιαφέρονταν για ταξιδιωτικά περιοδικά και ιστορίες από την ανατολή (τη Μέση Ανατολή) την θεώρησαν ως τόπο σεξουαλικών απολαύσεων και ανθρώπων με εξωτικά γούστα που δεν διέθεταν τις σύγχρονες σεξουαλικές αξίες και τα πρότυπα των φύλων που αντανακλούσαν την ευρωπαϊκή πρόοδο.

Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναβίωσε παλιές ανησυχίες για τη δυναμική του ισλαμικού πολιτισμού. Καθώς η ευρωπαϊκή τεχνολογική πρόοδος ενίσχυσε την αυτοκρατορική της υπεροχή, κάποιοι στον μουσουλμανικό κόσμο στράφηκαν στην Ευρώπη για έμπνευση. Οι Μουσουλμάνοι μεταρρυθμιστές είδαν τις ευρωπαϊκές ετεροκανονιστικές πολιτιστικές αξίες ως μέρος της διαδικασίας εκσυγχρονισμού.

Δύο τύποι μεταρρυθμιστών προέκυψαν από τον φθίνοντα οθωμανικό κόσμο: οι μεταρρυθμιστές που επιδίωκαν να μιμηθούν την Ευρώπη και οι μεταρρυθμιστές που είδαν το Ισλάμ στην μαχητική άποψη του Ίμπν Ταϊμίγια ως το κλειδί για την αποκατάσταση του Ισλάμ.

Ο ιδεολογικός κληρονόμος του Ίμπν Ταϊμίγια ήταν ο Άραβας μεταρρυθμιστής του 18ου αιώνα Μουχάμμαντ Ιμπν Αμπντ αλ-Ουάχαμπ. Όπως και ο Ίμπν Ταϊμίγια, έζησε σε μια εποχή που η Ισλαμική δύναμη εξασθενούσε και όταν ο μουσουλμανικός κόσμος δεχόταν σιγά σιγά την εισβολή, αυτή τη φορά από τους Ευρωπαίους. Ηγήθηκε ενός μαχητικού μεταρρυθμιστικού κινήματος ενάντια σε αυτό που έβλεπε ως ξένη επιρροή και οθωμανική παρακμή. Εκκαθάρισε τη Μεδίνα από τους μουχαναθούν που είχαν φυλάξει αιώνες τον τάφο του Προφήτη Μουχάμμαντ. Εκδίωξε τους Σούφι και εξίσωσε την επιθυμία για το ίδιο φύλο με το λίουατ και τη μοιχεία. Εφαρμόζοντας και για τα δύο τιμωρίες μαστίγωσης ή θανατικής ποινής. Επιπλέον, υιοθέτησε τους αυστηρούς περιορισμούς του διαζυγίου του Ίμπν Ταϊμίγια, καθιστώντας δυσκολότερο για τα ζευγάρια να χωρίσουν.

Ο Ιμπν Αμπντ αλ-Ουάχαμπ αφιέρωσε πολύ χρόνο παρενοχλώντας τα καραβάνια των προσκυνητών από την οθωμανική ενδοχώρα, καθώς και για τις αντι-οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του. Η εκδοχή του για το Ισλάμ ως μαχητικό αραβικό φυλετισμό απηχούσε την εθνική φιλοδοξία του πολιτικού προστάτη του, του Οίκου των Σαούντ, θέτοντας τις βάσεις για τη γέννηση του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας - ένα βασίλειο που θα νομιμοποιούσε την άποψη του Ιμπν Αμπντ αλ-Ουάχαμπ για το Ισλάμ, μετατρέποντάς την από ένα περιθωριακό κίνημα σε μια ηγεμονική δύναμη. Ενισχυόμενες οικονομικά με τα χρήματα της Σαουδικής Αραβίας, οι ερμηνείες του Ισλάμ του Ιμπν Αμπντ αλ-Ουάχαμπ, συμπεριλαμβανομένης της στάσης του για την ομοφυλοφιλία, βρήκαν ρίζες στον μουσουλμανικό κόσμο. Για το αναδυόμενο βασίλειο, το Ουαχαμπιτικό Ισλάμ ήταν ένα εργαλείο για τον έλεγχο του πληθυσμού και την προβολή της εξουσίας του στο εξωτερικό. Μια συμμαχία μεταξύ των Ουαχαμπιτών κληρικών και της σαουδαραβικής βασιλικής οικογένειας υποδαύλισε την καχυποψία των διαφορετικών της κοινωνίας - συμπεριλαμβανομένων των ομοφυλοφίλων, των Σούφι και των Σιτών - ενώ οι δύο κυρίαρχες τάξεις απολάμβαναν το κύρος της εξουσίας.

Τα αντι-ομοφιλόφιλα αισθήματα τόσο του Ίμπν Ταϊμίγια όσο και του Ιμπν Αμπντ αλ-Ουάχαμπ ουσιαστικά διέγραψαν την ιστορία ανεκτικότητας του Ισλάμ. Και η μαχητική στάση τους για την ομοφυλοφιλία είναι παράλληλη με τη μαχητική ερμηνεία του τζιχάντ.

Οι ευρωπαϊκές σεξουαλικές αξίες επηρέασαν επίσης τόσο τη σκέψη των μουσουλμάνων μεταρρυθμιστών για την ομοφυλοφιλία όσο και τους νόμους που θεσπίστηκαν στις αποικίες της Ευρώπης. Ο Αιγύπτιος μεταρρυθμιστής και ο νεωτεριστής του 19ου αιώνα Ριφά’ατ ατ-Ταχτάουι γράφει: «Ανάμεσα στα αξιέπαινα γνωρίσματα του [ευρωπαϊκού] χαρακτήρα τους είναι ότι δεν τείνουν να αγαπούν την αρσενική νεολαία και να την εγκωμιάζουν στην ποίηση, γιατί γι’ αυτούς είναι κάτι το ακατοανόμαστο στη φύση τους και στην ηθική τους». Ο Ατ-Ταχτάουι αντικατοπτρίζει τις απόψεις του Σ. Σονινί, του Γάλλου ταξιδιώτη, για την ομοφυλοφιλία. Ο Ριφά’ατ ατ-Ταχτάουι ήταν ένας φημισμένος Μουσουλμάνος μεταρρυθμιστής στην Αίγυπτο που επιδίωκε να φέρει ευρωπαϊκά ιδεώδη και αξίες στον μουσουλμανικό κόσμο.

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις διαίρεσαν τα οθωμανικά εδάφη σε «περιοχές υπό εντολή» και συνέταξαν ποινικούς κώδικες που παραμένουν σε ισχύ μέχρι σήμερα. Η υιοθέτηση της ευρωπαϊκής σεξουαλικής συμπεριφοράς ήταν μια πράξη εκσυγχρονισμού που κωδικοποιήθηκε στο αποικιακό δίκαιο.

Μερικές αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις

Η Τυνησία είναι μια πλουραλιστική και προοδευτική δημοκρατία, όμως η ομοφυλοφιλία είναι παράνομη στη χώρα. Η ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας δεν έχει τις ρίζες της στη Σαρία αλλά στον γαλλικό αποικιοκρατικό ποινικό κώδικα του 1913 - γεγονός που αμφισβητεί την επικρατούσα γενίκευση ότι το αντιι-ομοφιλόφυλο αίσθημα στη Μέση Ανατολή και οι αντι-ομοφυλόφιλοι νόμοι βασίζονται στη θρησκεία ή είναι προϊόν του ισλαμικού νόμου. Στην πραγματικότητα, ενώ η κοσμική κυβέρνηση υποστηρίζει τον αντι-ομοφυλόφιλο ποινικό κώδικα, ο Ρασίντ Γανούσι, ιδρυτής της ισλαμιστικής Εννάχντα [Αναγέννηση] της Τυνησίας, αντιτάχθηκε πραγματικά στον αντι-ομοφυλόφιλο νόμο με το σκεπτικό ότι ο νόμος δεν «παρακολουθεί τους ανθρώπους στην ιδιωτική τους ζωή». Και συνέχισε, «Δεν την εγκρίνουμε [την ομοφυλοφιλία]. Αλλά το Ισλάμ δεν κατασκοπεύει τους ανθρώπους. Προστατεύει την ιδιωτική ζωή. Ο καθένας πρέπει να ζήσει τη ζωή του όπως το επιθυμεί. Και όλοι είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό μπροστά στον δημιουργό τους.»

Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνη. Ως πρώην οθωμανική επαρχία, η ομοφυλοφιλία αποποινικοποιήθηκε το 1858, αλλά ο Ποινικός Κώδικας της Βρετανικής Εντολής του 1936 απαγόρευσε την ομοφυλοφιλία στο άρθρο 152. Στο Αφγανιστάν, ήταν ο εκσυγχρονιστής βασιλιάς Αμανουλλάχ, ο οποίος όχι μόνο υιοθέτησε την ευρωπαϊκή ενδυμασία αλλά και τα σεξουαλικά ήθη και απαγόρευσε την ομοφυλοφιλία.

Παρόμοιοι αντι-ομοφυλόφιλοι νόμοι βρίσκονται σε πολλές μη μουσουλμανικές αφρικανικές χώρες όπως η Γκάνα, της οποίας ο ποινικός κώδικας έχει τις ρίζες του στο βρετανικό αποικιοκρατικό νόμο. Και η Λιβερία, η οποία προέκυψε από την American Colonization Society, και έχει νόμους εναντίον του σοδομισμού σύμφωνα με τους νόμους της Αμερικής εναντίον του σοδομισμού που καταργήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο το 2003. Το άρθρο 347 του Ποινικού Κώδικα του Καμερούν, το οποίο αναφέρει ότι «οι σεξουαλικές σχέσεις με ένα πρόσωπο του ίδιου φύλου τιμωρούνται με εξάμηνη φυλάκιση» είναι ένα κατάλοιπο του γαλλικού αποικιοκρατικού παρελθόντος.

Αντίθετα, η ομοφυλοφιλία είναι νόμιμη στο μουσουλμανικό Μάλι όπου καταργήθηκε ο γαλλικός αποικιοκρατικός νόμος υπέρ ενός νέου συντάγματος το 1991.

Η Ιορδανία, η οποία ήταν επίσης υπό βρετανική εντολή, είναι μια άλλη μουσουλμανική χώρα στην οποία η ομοφυλοφιλία είναι νόμιμη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ιορδανία κατάργησε τον αποικιακό ποινικό της κώδικα το 1952. Το δεύτερο κεφάλαιο του Συντάγματος της Ιορδανίας προστατεύει το συναινετικό μη χρηματικό σεξ μεταξύ συναινούντων ενηλίκων που περιλαμβάνει και ενήλικες του ίδιου φύλου.

Στο Ιράν, τη χώρα του Παγιάμ Φεϊλί, οι άνθρωποι γνωρίζουν πολύ καλά την ευρωπαϊκή άποψη για την ανεκτικότητα του Ιράν στην ομοερωτικότητα που περιγράφεται στα ταξιδιωτικά περιοδικά και σε μυθιστορήματα όπως Οι περιπέτειες του Χατζί Μπαμπά του Ισπαχάν. Καθ’ όλη την εκσυγχρονιστική περίοδο του 20ού αιώνα, η ομοφυλοφιλία θεωρήθηκε όλο και περισσότερο ταμπού στο Ιράν, αλλά επίσημα απαγορεύτηκε μόνο μετά την επανάσταση του 1979 που εγκαθιδρύθηκε η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Τα άρθρα 108 έως 134 προβλέπουν διάφορες τιμωρίες για την ομοφυλοφιλία από μαστίγωμα μέχρι τη θανατική ποινή. Αυτοί οι νόμοι χρησιμοποιούνται για την ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, αλλά εφαρμόζονται και για τους αντιφρονούντες είτε είναι «ένοχοι» είτε όχι. Το έγκλημα της ομοφυλοφιλίας προστίθεται συχνά στον κατάλογο άλλων εγκλημάτων, ανεξάρτητα από αυτό. Ωστόσο, η ίδια η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν πληρώνει για τις επεμβάσεις αλλαγής φύλλου. Το 1985, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί ως η ανώτατη αρχή του Ιράν, εξέδωσε μια φάτουα η οποία ενέκρινε τις επεμβάσεις αλλαγής φύλλου.

Συμπερασματικά

Η αυξανόμενη ευρωπαϊκή ηγεμονία ισοδυναμεί με τη νεωτερικότητα με την απόρριψη του ομοερωτισμού υπέρ μιας κοινωνίας που βασίζεται στην ετεροκανονιστική βικτοριανή οικογένεια. Οι εκσυγχρονιστές και οι μεταρρυθμιστές του μουσουλμανικού κόσμου υιοθετούν σταδιακά τα πρότυπα της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας που θεωρούν την ομοφυλοφιλία ως κοινωνική και ψυχολογική διαταραχή. Με μια αντιστροφή της ιστορικής ειρωνείας, η ανοχή που κάποτε θεωρήθηκε οπισθοδρόμηση είναι τώρα ένα σημάδι προόδου.

Ως απάντηση στην εξασθένιση της ισλαμικής εξουσίας και τις ανησυχίες σχετικά με τα πρότυπα των δύο φύλων, τόσο οι θρησκευτικοί όσο και οι νεωτεριστές μεταρρυθμιστές ερμήνευσαν διαφορετικά το λίουατ από την παραδοσιακή του κατανόηση, ως παραβίαση της σεξουαλικής ταυτότητας, δηλαδή ως ομοφυλοφιλία. Το πιο ξεχασμένο παρελθόν του Ισλάμ έχει επαναπροσδιοριστεί - με την ομοφυλοφιλία να θεωρείται είτε ξένη δυτική εισαγωγή είτε απόδειξη καθυστέρησης.

Ενώ είναι δελεαστικό να δούμε τη σημερινή αντιμετώπιση των LGBTQ ατόμων στον μουσουλμανικό κόσμο ως το φυσικό και λογικό αποτέλεσμα της μεσαιωνικής ισλαμικής θεολογίας, η ιστορία αποκαλύπτει μια πολύ πιο περίπλοκη πραγματικότητα στην οποία τα αντι-ομοφυλόφιλα αισθήματα γεννιούνται από μια μήτρα αποικιακών, μοντέρνων και πουριτανικών ανησυχιών σχετικά με το φύλο, την πρόοδο και την εξουσία που μεταμοσχεύονται στις θρησκευτικές αντιλήψεις του λίουατ.

Ίσως μια αναβίωση της παραδοσιακής ισλαμικής σεξουαλικής ηθικής να είναι η απάντηση προς την υπέρβαση αυτών των ανησυχιών.

Enze Han, Joseph O’Mahoney

Πώς η αποικιακή κληρονομιά της Βρετανίας εξακολουθεί να επηρεάζει τις LGBT πολιτικές σε όλο τον κόσμο

Κατά την πρόσφατη συνάντηση Αρχηγών Κυβερνήσεων της Κοινοπολιτείας στο Λονδίνο, η βρετανίδα πρωθυπουργός, η Τερέζα Μέι, προέτρεψε τα έθνη της Κοινοπολιτείας να μεταρρυθμίσουν την υπάρχουσα αντιομοφυλόφιλη νομοθεσία που διατηρήθηκε από τη βρετανική αποικιακή κυριαρχία.1

Και χωρίς να αποτελεί ακριβώς μια επίσημη συγγνώμη, χρησιμοποίησε την ομιλία της για να αναγνωρίσει ρητά την ευθύνη της Βρετανίας: «Ως πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, λυπούμαι βαθύτατα τόσο για το γεγονός ότι εισήχθησαν τέτοιου είδους νόμοι όσο και για την κληρονομιά των διακρίσεων, της βίας και του θανάτου που εξακολουθεί να υφίσταται.»

Η ομιλία της ήρθε μετά την πρόσφατη δικαστική απόφαση του Τρινιδάδ και Τομπάγκο για αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας. Στις 12 Απριλίου 2018, ο δικαστής Ντεβίντρα Ράμπερσαντ του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Τρινιδάδ και Τομπάγκο αποφάσισε ότι τα άρθρα 13 και 16 του νόμου περί σεξουαλικών αδικημάτων είναι «αντισυνταγματικά, παράνομα, άκυρα, κενά και χωρίς ισχύ στο βαθμό που οι νόμοι αυτοί ποινικοποιούν πράξεις που συνιστούν συναινετική σεξουαλική συμπεριφορά μεταξύ ενηλίκων»2.

Το δράμα ήρθε αργότερα κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης BBC Radio 4’s Today, όταν ο Αγγλικανός επίσκοπος του Τρινιδάδ Βίκτορ Τζιλ αποκάλεσε τα σχόλια που έγιναν από την Μέι μια μορφή «νεοαποικιοκρατίας» καταγγέλλοντας την απόφαση - χωρίς να αντιληφθεί την ειρωνεία ότι ήταν οι Βρετανοί αποικιοκρατικοί διαχειριστές που εισήγαγαν αρχικά τον αντι-ομοφυλοφιλικό νόμο3.

Όπως δείχνουμε στο πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο μας, British Colonialism and the Criminalisation of Homosexuality, πολλοί νόμοι που καθιστούν σήμερα την ομοφυλοφιλία έγκλημα επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας4.

Η Βρετανική καταστολή

Από το 1860 και μετά, η αυτοκρατορία διέδωσε ένα σύνολο νομικών κωδίκων και κοινών νόμων σε όλες τις αποικίες της, μεταξύ των οποίων νόμους που απαγόρευαν τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών. Η Βρετανική Αυτοκρατορία συνέταξε αυτούς τους ποινικούς κώδικες με μια ηθική, θρησκευτική αποστολή. Η πρόθεση ήταν να προστατευθούν οι ντόπιοι Χριστιανοί από τη «διαφθορά» και να διορθωθούν και να εκχριστιανιστούν τα «ιθαγενή» έθιμα. Δύο ιδιαίτερα αξιοσημείωτα παραδείγματα είναι οι αποικιακοί ποινικοί κώδικες της Ινδίας και του Κουίνσλαντ, που και οι δύο ποινικοποίησαν ιδιαίτερα τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών - μολονότι και οι δύο επέβαλαν ποινή μακρόχρονης φυλάκισης και όχι θανατική ποινή5.6

Σε αντίθεση με την βρετανική εμπειρία, οι άλλες μεγάλες αποικιακές δυνάμεις δεν άφησαν μια τέτοια θεσμική κληρονομιά στην ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι πρώην βρετανικές αποικίες είναι πολύ πιθανότερο να εξακολουθούν να έχουν αυτούς τους νόμους σε ισχύ παρά οι πρώην αποικίες άλλων ευρωπαϊκών κρατών ή άλλων κρατών γενικότερα. Από τις 72 χώρες που διατηρούν ακόμα τέτοιο νόμο το 2018, τουλάχιστον οι 38 από αυτές υποβλήθηκαν κάποτε σε κάποιο είδος βρετανικής αποικιοκρατίας.

Αν και αυτοί οι νόμοι είναι επιφανειακά παρόμοιοι, καταρτίστηκαν με πολύ διαφορετικό τρόπο και καθόρισαν κυρώσεις ποικίλης αυστηρότητας. Ας συγκρίνουμε, για παράδειγμα, την Γκάνα και άλλες αφρικανικές χώρες με βρετανική αποικιακή κληρονομιά. Ο ποινικός κώδικας της Γκάνα κατατάσσει μέχρι σήμερα την «αφύσικη σεξουαλική επαφή» ως ποινικό αδίκημα, με πιθανή ποινή φυλάκισης μέχρι τριών ετών7. Αντίθετα, η Κένυα, η Νιγηρία και η Γκάμπια αντιμετωπίζουν το ομοφυλοφιλικό σεξ ως κακούργημα, με ποινή φυλάκισης μέχρι 14 ετών8.9 10 Και στην Ουγκάντα και τη Ζάμπια, η μέγιστη ποινή είναι η θανατική11.12

Γιατί λοιπόν αυτή η διαφορά;

Η διάδοση της ποινικοποίησης κατά τη διάρκεια της βρετανικής αποικιακής περιόδου δεν ήταν κεντρικά συντονισμένη. Αντίθετα, αρκετές μεταβλητές - συμπεριλαμβανομένου σε πολλές περιπτώσεις του γεγονότος ότι ένας αποικιακός διαχειριστής συνέβαινε να έχει ασχοληθεί με την εισαγωγή ενός ποινικού κώδικα κατά την προηγούμενη αποστολή - φαίνεται να ήταν σχετικές με το γιατί ένας συγκεκριμένος ποινικός κώδικας εισήχθη σε μια περιοχή, ή γιατί κάποιος εισήχθη σε όλες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αποικιακή Γκάνα, που στη συνέχεια ονομάστηκε Χρυσή Ακτή, απέκτησε έναν εντελώς διαφορετικό ποινικό κώδικα αποικιοκρατικής εποχής από Βρετανούς διαχειριστές σε σχέση με τις άλλες αποικίες.

Ένα άνισο τοπίο

Υπάρχουν πολλά άλλα που πρέπει να αναιρέσουμε σε αυτή την περίεργη, περίπλοκη ιστορία. Για παράδειγμα, ερευνήσαμε επίσης εάν οι πρώην βρετανικές αποικίες είναι λιγότερο πιθανό ή καθυστερούν να αποποινικοποιήσουν κατά μέσο όρο από τις πρώην αποικίες άλλων ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστών.

Συγκρίναμε αρκετές πρώην βρετανικές αποικίες όπως η Σιγκαπούρη, η Ουγκάντα και η Ινδία, οι οποίες εξακολουθούν να ποινικοποιούν το ομοφυλόφιλο σεξ με μια άλλη ομάδα πρώην αποικιών που έχουν σημειώσει σημαντικά βήματα προς τη μεγαλύτερη κοινωνική ένταξη των σεξουαλικών μειονοτήτων τους - μεταξύ αυτών της Νότιας Αφρικής, του Μπελίζ και των Φίτζι. Για να ελέγξουμε την ακόμα ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι ο βρετανικός ιμπεριαλισμός «δηλητηρίασε» τις κοινωνίες ενάντια στην ομοφυλοφιλία, εξετάσαμε λεπτομερώς όχι μόνο την ιστορική προέλευση των νόμων κατά της ομοφυλοφιλίας των χωρών αυτών, αλλά και τις σύγχρονες πολιτικές διαδικασίες που μέχρι σήμερα εμπόδισαν μερικές από αυτές να καταργήσουν αυτούς τους νόμους.

Βάσει της έρευνάς μας, υποστηρίζουμε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του ισχυρισμού είναι ασαφή στην καλύτερη περίπτωση. Μεταξύ των πρώην αποικιών με νόμους όπως αυτοί, οι πρώην βρετανικές αποικίες δεν φαίνεται να έχουν αποποινικοποιήσει την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά αργότερα από τις αποικίες άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Αυτό υποδηλώνει ότι η «μεταδοτικότητα» των κατασταλτικών θεσμών είναι σχετικά συνεπής μεταξύ των διαφόρων χωρών και ιστοριών και όχι ειδικά για ένα συγκεκριμένο είδος αποικιοκρατίας.

Είναι σημαντικό να θυμάστε ότι, όπου αυτά τα είδη νόμων εξακολουθούν να ισχύουν, ο βαθμός στον οποίο επιβάλλονται ποικίλλει σημαντικά. Ενώ η Ουγκάντα εκδιώκει ενεργά και συχνά άτομα LGBT, για παράδειγμα, η Σιγκαπούρη τους τιμωρεί πολύ λιγότερο τακτικά. Αλλά αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι ότι αυτού του είδους οι νόμοι έχουν παρατείνει τον στιγματισμό των LGBT ατόμων σε όλο τον κόσμο και η κατανόηση του γιατί πολλοί από αυτούς εξακολουθούν να υφίστανται σήμερα είναι εξαιρετικά σημαντική.

Μετάφραση: e la libertà

Πηγές

Ali Olomi, «The Roots of Homophobia and Anti-Gay Sentiment in the Muslim World», ISLAMiCommentary, 2006.

Enze Han, Joseph O’Mahoney, «How Britain’s colonial legacy still affects LGBT politics around the world», The Conversation, 15 Μαΐου 2018 και International Viewpoint, 15 Ιουνίου 2018.

Ο Ali A. Olomi είναι ιστορικός, συγγραφέας και διδακτορικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Ιρβάιν, όπου μελετά την ιστορία της Μέσης Ανατολής και του Ισλάμ και ειδικεύεται σε θέματα θρησκείας, φύλου και σεξουαλικότητας, πολιτιστικής και πνευματικής ιστορίας και αποικιοκρατίας. Εκτός από το ακαδημαϊκό έργο του, γράφει άρθρα που θέτουν τη σύγχρονη πολιτική σε ιστορικό πλαίσιο. Τα Tweets του στο @aaolomi.

Το παραπάνω άρθρο αποτελεί συνέχεια ενός άρθρου που έγραψε ο Olomi για την ISLAMiCommentary: «Same-Sex Relationships & the Fluidity of Marriage in Islamic History», τον Ιούλιο του 2015 [μεταφρασμένο και δημοσιευμένο στα ελληνικά από το μπλογκ Lgbtq ΑΝΤΑΡΣΥΑ Ρεθύμνου: Ali A. Olomi, «Ομοφυλοφιλικός γάμος και η ρευστότητα του θεσμού του γάμου στην ιστορία του Ισλάμ», Lgbtq ΑΝΤΑΡΣΥΑ Ρεθύμνου, 11 Αυγούστου 2015 και αναδημοσιεύτηκε από το e la libertà στο: «Ο Έρωτας Ατόμων του Ίδιου Φύλου στη Χριστιανική και Ισλαμική Παράδοση», e la libertà, 9 Δεκεμβρίου 2015 ]

Ο Enze Han είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ.

Ο Joseph O’Mahoney είναι ερευνητής στο MIT και Λέκτορας Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ.

Σημειώσεις

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2019 18:13

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.