Σάββατο, 30 Δεκεμβρίου 2023 09:19

Αυτή η ξένη κληρονομιά. Η προέλευση των νόμων περί «σοδομισμού» στη βρετανική αποικιοκρατία

Εξωτερικό του ναού Κανταρίγια Μαχαντέβα που ανήκει στην ομάδα μνημείων Χατζουράχο στην περιοχή Τσαταρπούρ της πολιτείας Μάντια Πραντές. Τα μνημεία χτίστηκαν και φιλοτεχνήθηκαν μεταξύ του 885 και του 1000 μ.Χ. Τα έργα τέχνης των λαών που υποδουλώθηκαν από τους αποικιοκράτες αποδεικνύουν μια ερωτική ανεκτικότητα που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον δολοφονικό συντηρητισμό των Ευρωπαίων αποικιοκρατών.

 

 

Εισαγωγικό σημείωμα elaliberta.gr: Τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες, οι οποίες μέχρι πριν λίγες δεκαετίες βρισκόταν υπό αποικιοκρατική κατοχή, υπάρχει μια έξαρση της καταστολής και της ποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας. Οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών (αυταρχικές ή και δικτατορικές) δικαιολογούν πάντα αυτούς τους νόμους που επιβάλλουν με το επιχείρημα ότι η ομοφυλοφιλία ήταν άγνωστη στις χώρες τους πριν την αποικιοκρατία, η οποία την «έφερε» και τη «διέδωσε». Η καταστολή των ΛΟΑΤΚΙΑ ατόμων παρουσιάζεται έτσι, ως μια ολοκλήρωση της διαδικασίας αποαποικιοποίησης. Απέναντι σε αυτούς τους ισχυρισμούς και σε αυτές τις κατασταλτικές πολιτικές τοποθετούνται όλο και συχνότερα οι χώρες της «Δύσης» (ΗΠΑ και ΕΕ) και οι διεθνείς οργανισμοί τους οποίους ελέγχουν, μετατρέποντας την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙΑ ατόμων (καθώς και των γυναικών) σε προσχήματα με τα οποία καλύπτουν τους πραγματικούς πολιτικούς στόχους τους: να πιέσουν τις κυβερνήσεις αυτών των χωρών να ευθυγραμμιστούν με τις «δυτικές» ιμπεριαλιστικές στρατηγικές. Αυτά που παραβλέπονται και από τις δύο πλευρές αυτής της σύγκρουσης είναι ότι: α) σχεδόν σε όλες τις αποικιοκρατούμενες χώρες, πριν την κατάκτησή τους υπήρχε μια πολύ μεγάλη ανεκτικότητα στις ομοφυλόφιλες σεξουαλικές δραστηριότητες (που δεν υπήρχε ανάλογη μέχρι πολύ πρόσφατα στη «Δύση»)· και β) ήταν οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες που επέβαλαν αιματηρούς νόμους ποινικοποίησης αυτών των ερωτικών δραστηριοτήτων· και μάλιστα, οι σύγχρονες αυταρχικές κυβερνήσεις των πρώην αποικιοκρατούμενων χωρών απλώς χρησιμοποιούν αυτούς τους ευρωπαϊκούς αποικιοκρατικούς νόμους για να διεξάγουν μια ανανεωμένη επίθεση στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙΑ ατόμων. Η εκτενής μελέτη του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch) που μεταφράζουμε, ασχολείται κατά κύριο λόγο με την επίδραση του αγγλικού αποικιοκρατικού ποινικού κώδικα στο νομικό σύστημα των σύγχρονων κρατών-πρώην βρετανικές αποικίες στην Ασία και την Αφρική. Η μελέτη εκπονήθηκε το 2008. Έκτοτε, στις περισσότερες χώρες στις οποίες αναφέρεται, η κατάσταση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙΑ ατόμων έχει μάλλον επιδεινωθεί.

 

 

Human Rights Watch

 

 

Αυτή η ξένη κληρονομιά. Η προέλευση των νόμων περί «σοδομισμού» στη βρετανική αποικιοκρατία

 

 

Περιεχόμενα

I. Εισαγωγή

Τρεις δίκες

Αποικιακοί νόμοι και σύγχρονοι υπερασπιστές

II. «Σοδομισμός», αποικιοκρατία και κωδικοποίηση του δικαίου

III. Η αποικιακή εξουσία στο δημόσιο χώρο και πάνω στο σώμα

Από τον «περιπλανώμενο» στον «ευνούχο»

Ιατροδικαστικές μυθολογίες

IV. Ερμηνεία των νόμων περί σοδομισμού: Το πεδίο εφαρμογής διευρύνεται

Νομολογία: Από τα «εγκλήματα κατά της φύσης» στις κοινοτικές αξίες

Αγνοώντας τον βιασμό, επαυξάνοντας το στίγμα

«Βαριά προσβολή της δημοσίας αιδούς» και ποινικοποίηση των λεσβιών

V. Συμπέρασμα: Η χειραφετητική δυνατότητα της αποποινικοποίησης

Προτάσεις

Ευχαριστίες

 

 

 

I. Εισαγωγή

Τρεις δίκες

 

Το 2008, μια υπόθεση βρισκόταν σε εκκρεμότητα ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ινδίας, με αίτημα την κατάργηση του άρθρου 377 του Ινδικού Ποινικού Κώδικα. Η εν λόγω διάταξη, ηλικίας σχεδόν 150 ετών, τιμωρεί με φυλάκιση έως και ισόβια «τη σαρκική συνεύρεση ενάντια στην τάξη της φύσης με οποιονδήποτε άνδρα, γυναίκα ή ζώο»[1]. Ο νόμος αυτός, ο οποίος νοείται ως ποινικοποίηση της συναινετικής ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς, επιτρέπει στο κράτος να εισβάλλει στις ζωές και τις προσωπικές σχέσεις εκατομμυρίων ενήλικων Ινδών.

Πέντε χρόνια νωρίτερα, στην πολύκροτη υπόθεση, το Υπουργείο Εσωτερικών της Ινδίας είχε υποβάλει ένορκη βεβαίωση υπέρ του άρθρου 377. Έλεγε: «Ο νόμος δεν λειτουργεί χωριστά από την κοινωνία. Αντανακλά μόνο την αντίληψη της κοινωνίας. [...] Όταν το άρθρο 377 εισήχθη στο νόμο ως αξιόποινη πράξη, ανταποκρίθηκε στις αξίες και τα ήθη της εποχής στην ινδική κοινωνία». Το υπουργείο υποστήριξε ότι, σε σύγκριση με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, «Αντικειμενικά μιλώντας, δεν υπάρχει τέτοια ανοχή στην πρακτική [της] ομοφυλοφιλίας/του λεσβιασμού στην ινδική κοινωνία»[2].

Αυτό ήταν απόλυτη αμνησία. Το άρθρο 377, κατά την προέλευσή του, δεν ανταποκρινόταν καθόλου στην ινδική κοινωνία ή στις «αξίες ή τα ήθη» της. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες κυβερνήτες το επέβαλαν στην Ινδία αντιδημοκρατικά. Αντανακλούσε μόνο «τις βρετανικές ιουδαιοχριστιανικές αξίες της εποχής», όπως είπαν οι ενάγοντες της υπόθεσης στο δικαστήριο στην απάντησή τους[3]. Πράγματι, στις 16 Αυγούστου 2008 –την εξηκοστή πρώτη επέτειο της ελευθερίας της Ινδίας– οι πολέμιοι του νόμου διαδήλωσαν στη Βομβάη και απαίτησαν από τη βρετανική κυβέρνηση «να ζητήσει συγγνώμη για τα τεράστια δεινά που προέκυψαν από την επιβολή του άρθρου 377. Και καλούμε την ινδική κυβέρνηση να εγκαταλείψει αυτή την αποτρόπαια ξένη κληρονομιά [...] που θα έπρεπε να είχε φύγει από τις ακτές μας όταν έφυγαν κι οι Βρετανοί.»[4] Επέλεξαν την ημέρα αυτή επειδή ενώ «η Ινδία απέκτησε την ανεξαρτησία της από τους Βρετανούς αυτή την ημερομηνία το 1947, οι κουήρ Ινδοί εξακολουθούσαν να καταπιέζονται από έναν νόμο του Βρετανικού Ρατζ.»[5]

Σε μια δεύτερη υπόθεση τον ίδιο μήνα, στη Μαλαισία, το δικαστήριο απήγγειλε κατηγορίες στον Ανουάρ Ιμπραχίμ, πρώην αναπληρωτή πρωθυπουργό και νυν ηγέτη της αντιπολίτευσης. Κατηγορήθηκε για σεξουαλικές σχέσεις με έναν άνδρα πρώην βοηθό του, βάσει του άρθρου 377 του ποινικού κώδικα της Μαλαισίας, το οποίο επίσης ποινικοποιεί τη «σαρκική επαφή ενάντια στην τάξη της φύσης».

Ήταν η δεύτερη δίκη του Ανουάρ για αυτό που ο μαλαισιανός Τύπος αποκαλούσε γενικώς «σοδομισμό». Όπως και οι πρώτες κατηγορίες, εννέα χρόνια νωρίτερα, αυτές έδειχναν όλα τα σημάδια μιας πολιτικής σκευωρίας. Ο Ανουάρ ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην πολιτική ζωή σε επαναληπτικές βουλευτικές εκλογές όταν αποκαλύφθηκαν οι κατηγορίες. Αν η κυβέρνηση της Μαλαισίας πίστευε, όπως προφανώς και η κυβέρνηση της Ινδίας, ότι ο νόμος της αποικιοκρατικής εποχής αντανακλούσε βαθιές κοινωνικές προκαταλήψεις, τότε η υπόθεση ήταν ένα τέλειο εργαλείο για να τον δυσφημίσει.

Ωστόσο, σύμφωνα με μια δημοσκόπηση, τα δύο τρίτα των Μαλαισιανών πίστευαν ότι πίσω από τις κατηγορίες κρύβονταν πολιτικές σκοπιμότητες και μόνο το ένα τρίτο πίστευε ότι το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης θα μπορούσε να χειριστεί δίκαια την υπόθεση του Ανουάρ[6]. Ανεξάρτητα από το πώς αισθάνονταν οι Μαλαισιανοί για την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά, δεν εμπιστεύονταν την κυβέρνηση για την εφαρμογή του νόμου. Ο χειρισμός των αποδεικτικών στοιχείων από το κράτος τροφοδότησε τις υποψίες. Η αστυνομία είχε στείλει τον άνδρα που υπέβαλε την καταγγελία σε νοσοκομείο, για πρωκτικές εξετάσεις που αποσκοπούσαν στην απόδειξη των κατηγοριών: συνήθης διαδικασία σε πολλές χώρες. Ωστόσο, οι εξετάσεις –που διέρρευσαν αργότερα στο διαδίκτυο– προφανώς δεν βρήκαν καμία απόδειξη. Η κυβέρνηση αμφιταλαντεύτηκε, επίσης, μεταξύ της απαγγελίας κατηγοριών στον Ανουάρ για συναινετικό και μη συναινετικό «σοδομισμό». Η αβεβαιότητα προέκυψε εύκολα. Ο νόμος είχε μόλις σχετικά πρόσφατα κάνει διάκριση μεταξύ των δύο – και εξακολουθούσε να προβλέπει σχεδόν πανομοιότυπες ποινές, ανεξάρτητα από τη συναίνεση.

Μια τρίτη υπόθεση καταγράφηκε στην Ουγκάντα, όπου τρία μέλη μιας οργάνωσης υπεράσπισης των δικαιωμάτων των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και τρανσέξουαλ (ΛΟΑΤ) αντιμετώπισαν δίκη. Είχαν πραγματοποιήσει ειρηνική διαμαρτυρία σε συνέδριο για το AIDS στην Καμπάλα, εφιστώντας την προσοχή στην άρνηση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την πανδημία στις κοινότητες των λεσβιών, των ομοφυλόφιλων, των αμφιφυλόφιλων και των τρανσέξουαλ (ΛΟΑΤ) της χώρας. Η αστυνομία τους συνέλαβε αμέσως και τους απήγγειλε κατηγορίες για εγκληματική εισβολή.

Φαινομενικά η υπόθεση δεν είχε καμία σχέση με τον «σοδομισμό» ή το σεξ, αλλά πάνω της έπεφτε η σκιά του νόμου της Ουγκάντα που τιμωρεί τη «σαρκική επαφή ενάντια στην τάξη της φύσης». Αυτός ο νόμος, το άρθρο 140 του ποινικού κώδικα, ήταν επίσης βρετανική αποικιακή κληρονομιά, αν και το 1990 οι βουλευτές τον είχαν ενισχύσει, αυξάνοντας την ανώτατη ποινή σε ισόβια κάθειρξη. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τον αναθεωρημένο νόμο για να παρενοχλήσει τόσο άτομα όσο και ακτιβιστές που ήταν λεσβίες ή ομοφυλόφιλοι, λογοκρίνοντας τον λόγο τους, απειλώντας τους με φυλάκιση, εισβάλλοντας στα σπίτια τους. Οι αξιωματούχοι επικαλέστηκαν επίσης τον νόμο για να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν την αποτυχία τους να υποστηρίξουν τις προσπάθειες πρόληψης του HIV/AIDS μεταξύ των ΛΟΑΤ – η αδράνεια που προκάλεσε τη διαμαρτυρία. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ο υπουργός Πληροφοριών είχε απαιτήσει τόσο από τα Ηνωμένα Έθνη όσο και από τις εθνικές αρχές για το AIDS να αποκλείσουν όλα τα ΛΟΑΤ άτομα από τα προγράμματα και τον σχεδιασμό για το HIV/AIDS. Επικαλέστηκε το νόμο κατά της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς.[7] Ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής AIDS της Ουγκάντα, του κεντρικού εθνικού κέντρου εκκαθάρισης για την πρόληψη και τη θεραπεία, παραδέχθηκε το 2006: «Δεν υπάρχει καμία αναφορά για τους ομοφυλόφιλους και τις λεσβίες στο εθνικό στρατηγικό πλαίσιο, επειδή η άσκηση της ομοφυλοφιλίας είναι παράνομη»[8].

Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, λοιπόν, ότι οι κατηγορίες για «εισβολή» εναντίον των διαδηλωτών δεν αποσκοπούσαν απλώς στην καταστολή της διαφωνίας, αλλά στο να στείλουν το μήνυμα ότι κάποιοι άνθρωποι– «σοδομιστές», παραβάτες του νόμου περί «σαρκικής επαφής» –δεν θα έπρεπε καθόλου να εμφανίζονται ή να ακούγονται δημόσια. Ο πρόεδρος Γιοβέρι Μουσέβενι, ο οποίος είχε κάνει εκστρατεία κατά των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤ επί μια δεκαετία, ενίσχυσε αυτό το μήνυμα με κάθε ευκαιρία. Αποκάλεσε την ομοφυλοφιλία «μια παρακμιακή κουλτούρα [...] που περνάει από τα δυτικά έθνη», προειδοποιώντας: «Αποτελεί κίνδυνο όχι μόνο για τους [χριστιανούς] πιστούς, αλλά για ολόκληρη την Αφρική.»[9] Επαίνεσε τους Ουγκαντέζους που την «απέρριψαν» και ισχυρίστηκε ότι «το να υπάρχουν γεροντοκόρες και εργένηδες ήταν αρκετά ξένο προς τις παραδόσεις της Ουγκάντας.»[10]

Ο νόμος προετοιμάζει ολόκληρο τον πληθυσμό να βοηθήσει στην εξάλειψη του «κινδύνου». Για παράδειγμα, ένας πάστορας με μεγάλη επιρροή –διάσημος για τις εκστρατείες του κατά της χρήσης προφυλακτικού– τόνισε ότι «οι ομοφυλόφιλοι δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα HIV/AIDS της Ουγκάντα. Πρόκειται για έγκλημα, και όταν προσπαθείς να πατάξεις ένα έγκλημα δεν το συμπεριλαμβάνεις στα προγράμματά σου.»[11] Ο ίδιος υπουργός απαρίθμησε ονομαστικά τους ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤ της Ουγκάντα σε έναν ιστότοπο, δημοσιεύοντας φωτογραφίες και διευθύνσεις αυτών των «υποστηρικτών των ομοφυλοφίλων» – κάνοντάς τους στόχους για ωμή εκδίκηση. Στην ατμόσφαιρα κυριαρχούσε μια εκρηκτική απειλή. Εκατοντάδες διαδήλωσαν το 2007 για να απειλήσουν με τιμωρία τους ΛΟΑΤ, χαρακτηρίζοντάς τους «εγκληματίες» και «ενάντια στους νόμους της φύσης.»[12] Ωστόσο, οι υπουργοί της κυβέρνησης εξακολουθούσαν να προειδοποιούν ότι χρειάζονται αυστηρότερα μέτρα κατά των ομοφυλοφίλων. «Ο Σατανάς», είπε ένας από αυτούς, «έχει το πάνω χέρι στη χώρα μας»[13].

 

Αποικιακοί νόμοι και σύγχρονοι υπερασπιστές

 

Περισσότερες από 80 χώρες σε όλο τον κόσμο εξακολουθούν να ποινικοποιούν τη συναινετική ομοφυλοφιλική συμπεριφορά μεταξύ ενήλικων ανδρών και συχνά μεταξύ ενήλικων γυναικών[14].

Αυτοί οι νόμοι εισβάλλουν στην ιδιωτική ζωή και δημιουργούν ανισότητα. Υποβιβάζουν τους ανθρώπους σε κατώτερη θέση εξαιτίας της εμφάνισής τους ή του ποιον αγαπούν. Υποβαθμίζουν την αξιοπρέπεια των ανθρώπων κηρύσσοντας τα πιο οικεία συναισθήματά τους «αφύσικα» ή παράνομα. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δυσφημίσουν τους εχθρούς και να καταστρέψουν καριέρες και ζωές. Προωθούν τη βία και της παρέχουν ατιμωρησία. Παρέχουν στην αστυνομία και σε άλλους την εξουσία να συλλαμβάνουν, να εκβιάζουν και να κακοποιούν. Οδηγούν τους ανθρώπους στην παρανομία για να ζήσουν στην αορατότητα και το φόβο[15].

Το άρθρο 377 ήταν, και είναι, ένας νόμος-πρότυπο με περισσότερους από έναν τρόπους. Ήταν μια αποικιακή προσπάθεια να τεθούν πρότυπα συμπεριφοράς, τόσο για τη μεταρρύθμιση των αποικιοκρατούμενων όσο και για την προστασία των αποικιοκρατών από ηθικά παραπτώματα. Ήταν επίσης ο πρώτος αποικιακός «νόμος περί σοδομισμού» που ενσωματώθηκε σε ποινικό κώδικα – και έγινε πρότυπο νόμου κατά του σοδομισμού για χώρες πολύ πέρα από την Ινδία, τη Μαλαισία και την Ουγκάντα. Η επιρροή του εκτεινόταν σε ολόκληρη την Ασία, τα νησιά του Ειρηνικού και την Αφρική, σχεδόν παντού όπου κυμάτιζε η βρετανική αυτοκρατορική σημαία.

«Στην Ασία και τον Ειρηνικό, οι αποικίες και οι χώρες που κληρονόμησαν εκδοχές αυτού του βρετανικού νόμου ήταν: Αυστραλία, Μπαγκλαντές, Μπουτάν, Μπρουνέι, Φίτζι, Χονγκ Κονγκ, Ινδία, Κιριμπάτι, Μαλαισία, Μαλδίβες, Νήσοι Μάρσαλ, Μιανμάρ (Βιρμανία), Ναούρου, Νέα Ζηλανδία, Πακιστάν, Παπούα Νέα Γουινέα, Σιγκαπούρη, Νήσοι Σολομώντα, Σρι Λάνκα, Τόνγκα, Τουβαλού και Δυτική Σαμόα.

Στην Αφρική, οι χώρες που κληρονόμησαν εκδοχές του ήταν οι εξής: Μπότσουανα, Γκάμπια, Γκάνα[16], Κένυα, Λεσότο, Μαλάουι, Μαυρίκιος, Νιγηρία, Σεϋχέλλες, Σιέρα Λεόνε, Σομαλία, Σουαζιλάνδη, Σουδάν, Τανζανία, Ουγκάντα, Ζάμπια και Ζιμπάμπουε»[17].

Μεταξύ αυτών, μόνο η Νέα Ζηλανδία (το 1986), η Αυστραλία (από πολιτεία σε πολιτεία και από έδαφος σε έδαφος), το Χονγκ Κονγκ (το 1990, πριν η αποικία επιστραφεί στην Κίνα) και τα Φίτζι (με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του 2005) έχουν αφήσει πίσω τους την κληρονομιά και τον νόμο περί σοδομισμού.

Άλλες αποικιοκρατικές δυνάμεις είχαν πολύ μικρότερη επίδραση στη διάδοση των λεγόμενων νόμων περί σοδομισμού. Η Γαλλία αποποινικοποίησε τη συναινετική ομοφυλοφιλική συμπεριφορά το 1791[18] (Ωστόσο, επέβαλε νόμους περί σοδομισμού σε ορισμένες γαλλικές αποικίες ως μέσο κοινωνικού ελέγχου, και εκδοχές τους επιβιώνουν σε χώρες όπως το Μπενίν, το Καμερούν και η Σενεγάλη). Η περιβόητη παράγραφος 175 της Γερμανίας τιμωρούσε τις ομοφυλοφιλικές πράξεις μεταξύ ανδρών από την εποχή του Μπίσμαρκ μέχρι και μετά την περίοδο των Ναζί[19], ωστόσο οι γερμανικές αποικίες ήταν λίγες και τα νομικά ίχνη της παρουσίας της εξαφανίζονται[20].

Η παρούσα έκθεση δεν ισχυρίζεται ότι αποτελεί μια ολοκληρωμένη επισκόπηση του «σοδομισμού» και του ευρωπαϊκού αποικιακού δικαίου. Επικεντρώνεται στη βρετανική εμπειρία λόγω του εύρους και της διάρκειας των επιπτώσεών της. Επίσης, η έκθεση αυτή δεν προσπαθεί να εξετάσει την πορεία του «σοδομισμού» και του δικαίου σε όλες τις βρετανικές αποικίες. Για λόγους σαφήνειας, επικεντρώνεται στους κληρονόμους του άρθρου 377 της Ινδίας. (Οι κτήσεις της Βρετανίας στην Καραϊβική δέχθηκαν την ποινικοποίηση της «πορνείας» από το βρετανικό δίκαιο, αλλά με μια διαφορετική διαδικασία σχετικά ανεπηρέαστη από το ινδικό παράδειγμα. Δεν εξετάζονται εδώ[21]).

Καθώς η Μεγάλη Βρετανία πλησίαζε προς τις τελευταίες ημέρες της αυτοκρατορικής της δύναμης, μια επίσημη σύσταση μιας ομάδας νομικών εμπειρογνωμόνων –η περίφημη έκθεση Wolfenden του 1957– προέτρεπε ότι «η ομοφυλοφιλική συμπεριφορά μεταξύ ενηλίκων που συναινούν σε ιδιωτικό επίπεδο δεν θα πρέπει πλέον να αποτελεί ποινικό αδίκημα». Η έκθεση έλεγε:

«Η λειτουργία του νόμου είναι να διαφυλάττει τη δημόσια τάξη και ευπρέπεια, να προστατεύει τον πολίτη από ό,τι είναι προσβλητικό ή επιζήμιο και να παρέχει επαρκείς εγγυήσεις κατά της εκμετάλλευσης και της διαφθοράς των άλλων ... Δεν αποτελεί, κατά την άποψή μας, λειτουργία του νόμου να παρεμβαίνει στην ιδιωτική ζωή των πολιτών ή να επιδιώκει την επιβολή οποιουδήποτε συγκεκριμένου προτύπου συμπεριφοράς»[22].

Η Αγγλία και η Ουαλία αποποινικοποίησαν τις περισσότερες συναινετικές ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές το 1967.[23] Ωστόσο, αυτό ήρθε πολύ αργά για τις περισσότερες αποικίες της Βρετανίας. Όταν κέρδισαν την ανεξαρτησία τους τη δεκαετία του 1950 και του 1960, το έκαναν με τους νόμους περί σοδομισμού να εξακολουθούν να ισχύουν.

Λίγα από αυτά τα ανεξάρτητα κράτη έχουν προχωρήσει έκτοτε σε κατάργηση. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με ένα αυξανόμενο σώμα του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δεδικασμένων που απαιτούν να το πράξουν. Αγνοούν, επίσης, το παράδειγμα πρώην αποικιοκρατούμενων κρατών όπως ο Ισημερινός, τα Φίτζι και η Νότια Αφρική, τα οποία έχουν πράγματι κατοχυρώσει στα συντάγματά τους την προστασία της ισότητας με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό.

Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το πώς δικαστές, δημόσια πρόσωπα και πολιτικοί ηγέτες υπερασπίστηκαν, τις τελευταίες δεκαετίες, τους νόμους αυτούς ως ακροπόλεις της εθνικότητας και της πολιτιστικής αυθεντικότητας. Η ομοφυλοφιλία, ισχυρίζονται τώρα, προέρχεται από την αποικιοκρατική Δύση. Ξεχνούν ότι η Δύση έφερε τους πρώτους νόμους που επέτρεπαν στις κυβερνήσεις να την απαγορεύουν και να την καταστέλλουν.

Αντιμετωπίζοντας τον νόμο περί σοδομισμού το 1983, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας δήλωσε με υπερηφάνεια ότι «ούτε οι έννοιες της ανεκτικής κοινωνίας ούτε το γεγονός ότι σε ορισμένες χώρες η ομοφυλοφιλία έχει πάψει να αποτελεί αδίκημα επηρέασαν τη σκέψη μας.»[24] Τα δικαστήρια εκεί έχουν σκόπιμα απομακρυνθεί από συμπεράσματα όπως αυτά της έκθεσης Wolfenden, διαπιστώνοντας –το απόλυτο παράδοξο– ότι η Αγγλία ενσαρκώνει πλέον τη σεξουαλική παρακμή από την οποία πρέπει να προστατευτεί η Ινδία. «Ποικίλες θεμελιώδεις διαφορές στις δύο κοινωνίες [Αγγλία και Ινδία] πρέπει να γίνουν αντιληπτές από όλους τους ενδιαφερόμενους, ιδίως στον τομέα των σεξουαλικών αδικημάτων», έκρινε ένας δικαστής[25].

Οι αντίπαλοι της αλλαγής έχουν προβάλει το ίδιο επιχείρημα και αλλού. Ενώ το Χονγκ Κονγκ ήταν ακόμη βρετανική αποικία, οι αρχές του πολέμησαν τις μεταρρυθμίσεις του νόμου τύπου Wolfenden.[26] Επιτροπές που είχαν οριστεί για να διερευνήσουν το ζήτημα άκουσαν απόψεις όπως: «Η ομοφυλοφιλία μπορεί να είναι πολύ διαδεδομένη στη Βρετανία, αλλά σίγουρα δεν είναι διαδεδομένη στο Χονγκ Κονγκ. Ακόμα και αν είναι, εξακολουθεί να είναι λάθος να νομιμοποιούμε δραστηριότητες που παραβιάζουν ξεκάθαρα τα ήθη μας.»[27] Μόνο το 1990, μετά από μακρόχρονη υπεράσπιση από την κοινότητα ΛΟΑΤ, η αποικία αποποινικοποίησε το συναινετικό ομοφυλοφιλικό σεξ[28].

Μετά από έντονη συζήτηση, η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης αρνήθηκε να απαλλαγεί από τον αποικιακό νόμο κατά της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς το 2007. Οι υποστηρικτές αυτής της θέσης επικαλέστηκαν την «κοινοτική συνοχή» που υποτίθεται ότι υπερασπιζόταν ο βρετανικός νόμος.[29] Μια αναφορά προς τον πρωθυπουργό αποκάλεσε τον νόμο, που είχε επιβληθεί στην αποικία δεκαετίες πριν, «αντανάκλαση των συναισθημάτων της πλειοψηφίας της κοινωνίας. ... Η κατάργησή του [είναι] ένα όχημα για να επιβληθεί η ομοφυλοφιλία σε έναν συντηρητικό πληθυσμό που δεν είναι έτοιμος για την ομοφυλοφιλία.»[30] Τον Νοέμβριο του 2001, ο τότε πρωθυπουργός της γειτονικής Μαλαισίας, ο οποίος είχε ενθαρρύνει την πρώτη δίκη για «σοδομισμό» του Ανουάρ Ιμπραχίμ, κατηγόρησε για την ομοφυλοφιλία την πρώην αποικιακή δύναμη: «Ο βρετανικός λαός αποδέχεται τους ομοφυλόφιλους [κυβερνητικούς] υπουργούς», είπε. «Αλλά αν έρθουν ποτέ εδώ φέρνοντας μαζί τους και τον φίλο τους, θα τους πετάξουμε έξω. Δεν θα τους δεχτούμε»[31].

Ακραίες και εξαιρετικές, ωστόσο, ήταν οι άμυνες του νόμου από την υποσαχάρια Αφρική. Ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε της Ζιμπάμπουε ξεκίνησε τη μακρόχρονη θηριωδία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, διαπομπεύοντας τις λεσβίες και τους ομοφυλόφιλους ως «μη Αφρικανούς» και «χειρότερους από τα σκυλιά και τα γουρούνια». «Είμαστε εναντίον αυτής της ομοφυλοφιλίας και εμείς ως αρχηγοί στη Ζιμπάμπουε πρέπει να πολεμήσουμε ενάντια σε τέτοιες δυτικές πρακτικές και να σεβαστούμε τον πολιτισμό μας», επέπληξε τα πλήθη[32]. Ο πρόεδρος της Κένυας Ντάνιελ Αράπ Μόι κατήγγειλε την ομοφυλοφιλία ότι είναι «ενάντια στην αφρικανική παράδοση και τις βιβλικές διδασκαλίες. Δεν θα διστάσουμε να προειδοποιήσουμε τους Κενυάτες για τους κινδύνους που εγκυμονεί αυτή η μάστιγα.»[33] Στη Ζάμπια, ένας κυβερνητικός εκπρόσωπος διακήρυξε το 1998 ότι είναι «αντι-αφρικανική και βδελυρή για την κοινωνία κι ότι θα προκαλέσει ηθική παρακμή.» Ο αντιπρόεδρος προειδοποίησε ότι «αν κάποιος προωθήσει τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων μετά από αυτή τη δήλωση, ο νόμος θα πάρει το δρόμο του. Πρέπει να προστατεύσουμε τη δημόσια ηθική»[34].

Ακούστηκαν και κάποιες λογικές φωνές. Ο Νέλσον Μαντέλα, καθοδηγώντας μια χώρα περήφανη για τις μεταρρυθμίσεις της στα ανθρώπινα δικαιώματα, είπε σε μια συγκέντρωση ηγετών της Νότιας Αφρικής ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι «μη αφρικανική», αλλά «απλώς μια άλλη μορφή σεξουαλικότητας που έχει καταπιεστεί για χρόνια... Η ομοφυλοφιλία είναι κάτι με το οποίο ζούμε.»[35] Με την πάροδο των ετών, όμως, η απεγνωσμένη υπεράσπιση των δυτικών ηθών κάτω από τα ενδύματα των ιθαγενών γινόταν όλο και πιο οργισμένη και με μεγαλύτερη επιρροή. Ο πρόεδρος της Νιγηρίας Ολουσέγκουν Ομπασάντζο διακήρυξε στους Αφρικανούς επισκόπους το 2004 ότι η «ομοφυλοφιλική πρακτική» ήταν «σαφώς αντιβιβλική, αφύσικη και σίγουρα μη αφρικανική». Ένας Νιγηριανός αρθρογράφος τον επανέλαβε, ισχυριζόμενος ότι εκείνοι που «έρχονται με το ένδυμα των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» «εκλογικεύουν και εξυμνούν τη σεξουαλική διαστροφή, ή αλλιώς την ομοφυλοφιλία και τον λεσβιασμό ... Το επείγον καθήκον τώρα είναι να υψώσουμε τα οδοφράγματα ενάντια σε αυτόν τον εισβάλλοντα στρατό πολιτιστικών και ηθικών αποστατών πριν μας κατακλύσουν»[36].

Από τη Σιγκαπούρη μέχρι τη Νιγηρία, μεγάλο μέρος αυτής της σφοδρής αντίθεσης προήλθε από τις χριστιανικές εκκλησίες – οι οποίες, φυσικά, δεν είναι καθόλου ντόπιες στην προέλευσή τους. Ο αρχιεπίσκοπος Πίτερ Ακινόλα, επικεφαλής της Αγγλικανικής Εκκλησίας της Νιγηρίας, απείλησε να διασπάσει το παγκόσμιο δόγμα του εξαιτίας της αποδοχής των λεσβιών και των ομοφυλόφιλων από ορισμένες δυτικές εκκλησίες. Αναγνωρίζει ότι οι ιεραπόστολοι που προσηλύτισαν μεγάλο μέρος της Αφρικής κατά την αποικιοκρατία «δύσκολα έβλεπαν κάτι χρήσιμο στον πολιτισμό μας, στον τρόπο ζωής μας.»[37] Ωστόσο, ερμηνεύει επίσης τα πιο αυστηρά ηθικά αναθέματα της πίστης των ιεραποστόλων, μαζί με έναν εισαγόμενο νόμο κατά της ομοφυλοφιλίας, ως ουσιώδη προπύργια της αληθινής αφρικανικής ταυτότητας.

Όμως η υιοθέτηση μιας ξένης νομικής κληρονομιάς βασίζεται σε ψέματα. Αυτή η έκθεση τεκμηριώνει τον τρόπο με τον οποίο καταστρέφει ζωές και διαστρεβλώνει την αλήθεια. Οι νόμοι περί σοδομισμού σε ολόκληρη την Ασία και την υποσαχάρια Αφρική ήταν συστηματικά αποικιακές επιβολές. Κανένας «ιθαγενής» δεν συμμετείχε ποτέ στη δημιουργία τους. Οι αποικιοκράτες είδαν τους αυτόχθονες πολιτισμούς ως σεξουαλικά διεφθαρμένους. Η κλίση προς την ομοφυλοφιλία αποτελούσε υποτίθεται μέρος της διαφθοράς τους. Όπου οι προαποικιακοί λαοί ήταν ανεκτικοί, οι νόμοι περί σοδομισμού θα τους θεράπευαν – και θα υπερασπίζονταν τους νέους, λευκούς αφέντες τους από την ηθική μόλυνση.

Το κεφάλαιο ΙΙ της παρούσας έκθεσης παρακολουθεί την ιστορία του βρετανικού νόμου για τον «σοδομισμό» ή «buggery»[38], από τις μεσαιωνικές καταβολές του μέχρι την προσπάθεια του δέκατου ένατου αιώνα να εξορθολογιστεί το χάος του κοινού δικαίου. Το σχέδιο του Ινδικού Ποινικού Κώδικα, το πρώτο πείραμα για την παραγωγή ενός ποινικού κώδικα οπουδήποτε στην Αυτοκρατορία, αποτέλεσε μια δοκιμή για το πώς θα λειτουργούσε η συστηματοποίηση του δικαίου. Οι αποικιακοί αξιωματούχοι καθιέρωσαν τον σοδομισμό ως ποινικό αδίκημα –και βελτίωσαν την έννοιά του– κατά τη διαδικασία σύνταξης ολοκληρωμένων κωδίκων. Αυτό ξεκίνησε από την Ινδία και ταξίδεψε από τη Νιγηρία στον Ειρηνικό με τις αποσκευές των αυτοκρατορικών γραφειοκρατών.

Το Κεφάλαιο ΙΙΙ δείχνει πώς οι διατάξεις περί σοδομισμού συνδέονταν με άλλους νόμους και πρακτικές που ενίσχυαν την εξουσία του αποικιακού κράτους: νόμους που χαρακτήριζαν ολόκληρους πληθυσμούς ως «εγκληματίες» και ιατρικές πρακτικές που χαρακτήριζαν ορισμένα σώματα ως εγγενώς, από άποψη φυσιολογίας, διεστραμμένα. Και οι δύο υπέθεταν ότι οι νόμοι δεν έπρεπε απλώς να τιμωρούν συγκεκριμένες σεξουαλικές πράξεις, αλλά να συμβάλλουν στον έλεγχο ορισμένων τύπων επικίνδυνων ατόμων[39].

Το Κεφάλαιο IV παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο τα δικαστήρια, στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας και στα νέα ανεξάρτητα κράτη, ερμήνευσαν την ασαφή διατύπωση των αποικιακών κωδίκων. Αναδύονται τρία θέματα.

Πρώτον, οι δικαστές προσπαθούσαν να θέσουν ένα όλο και ευρύτερο φάσμα σεξουαλικών πράξεων στο πλαίσιο της ποινικής εμβέλειας των νόμων: κατά την προσπάθειά τους αυτή κατέληγαν σε σχεδόν κωμικές εμμονές με την οπή και το όργανο, την επιθυμία και τη λεπτομέρεια.

Δεύτερον, οι νόμοι περί σοδομισμού δεν έκαναν σχεδόν καθολικά καμία διάκριση με βάση τη συναίνεση ή την ηλικία των συντρόφων. Η φρίκη που ένιωθαν οι νομοθέτες και οι δικαστές για την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά απλώς εξαφάνιζε αυτά τα ζητήματα. Επομένως, ο «ομοφυλόφιλος» εμφανίστηκε ενώπιον του νόμου βαθιά αμαυρωμένος από τη συσχέτιση με την παιδοφιλία και τον βιασμό – ως ένα σεξουαλικό τέρας.

Τέλος, οι βρετανικές διατάξεις περί «κατάφωρης προσβολής της δημοσίας αιδούς» έδιναν στην αστυνομία τη δυνατότητα να συλλαμβάνει άτομα με βάση την υποψία ή την εμφάνιση. Και αποτέλεσαν ένα ξεκίνημα για τις κυβερνήσεις που ήθελαν να ποινικοποιήσουν και το σεξ μεταξύ γυναικών.

Το Κεφάλαιο V ολοκληρώνεται με την εξέταση των πραγματικών αποτελεσμάτων των νόμων περί σοδομισμού σε αυτές τις χώρες. Δεν αποσκοπούν μόνο στην τιμωρία των πράξεων. Εκπέμπουν ευρύτερες ηθικές διακηρύξεις ότι ορισμένα είδη ανθρώπων, τα οποία ξεχωρίζουν από τεκμήρια και προκαταλήψεις, είναι λιγότερο από πολίτες – ή λιγότερο από άνθρωποι.

Η κατάργηση αυτών των νόμων αποτελεί υποχρέωση όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σημαίνει την απελευθέρωση μέρους του πληθυσμού από τη βία και το φόβο. Σημαίνει, όμως, επίσης τη χειραφέτηση των ίδιων των μετα-αποικιακών νομικών συστημάτων από εισαγόμενες, αυταρχικά επιβαλλόμενες και τεχνητές ανισότητες.

 

II. «Σοδομισμός», αποικιοκρατία και κωδικοποίηση του δικαίου

 

Οι νόμοι που έφεραν οι Ευρωπαίοι έσερναν πίσω τους μια μακρά προϊστορία. Οι πρώτες καταγεγραμμένες αναφορές του «σοδομισμού» στο αγγλικό δίκαιο χρονολογούνται σε δύο μεσαιωνικές πραγματείες που ονομάζονται Fleta και Britton. Υποδηλώνουν πώς οι αυστηροί κανόνες για το σεξ συνδέονταν με άλλες έντονες ανησυχίες της χριστιανικής Ευρώπης[40].

Το Fleta απαιτούσε ότι «οι αποστάτες χριστιανοί, οι μάγοι και οι παρόμοιοι πρέπει να σύρονται και να καίγονται. Όσοι έχουν σχέσεις με Εβραίους και Εβραίες ή είναι ένοχοι κτηνοβασίας ή σοδομισμού να θάβονται ζωντανοί στο χώμα, εφόσον συλλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω και καταδικάζονται με νόμιμη και ανοιχτή μαρτυρία». Το Britton, εν τω μεταξύ, διέταζε την καταδίκη στην πυρά των «μάγων, μάγισσων, αποστατών, σοδομιστών και αιρετικών που καταδικάστηκαν δημοσίως»[41]. Τον ταξινόμησαν, όμως, μαζί με άλλα αδικήματα κατά της τελετουργικής και κοινωνικής καθαρότητας, που αφορούσαν τη μόλυνση από Εβραίους ή αποστάτες, τον φυλετικό ή θρησκευτικό Άλλο.

Η λίστα των εγκλημάτων ήταν αποκαλυπτική. Ταίριαζε με την αντιμετώπιση του «σοδομισμού» από το μεσαιωνικό δίκαιο σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Το αδίκημα δεν περιοριζόταν σε σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ανδρών, αλλά μπορούσε να περιλαμβάνει σχεδόν κάθε σεξουαλική πράξη που θεωρούνταν μολυσματική. Σε ορισμένα μέρη περιλάμβανε τη συνουσία με Τούρκους και «Σαρακηνούς» καθώς και με Εβραίους.[42]

Εν μέρει, αυτό οφειλόταν σε ένα παλιό ρεύμα της χριστιανικής θεολογίας που θεωρούσε την ίδια τη σεξουαλική απόλαυση μολυσματική, ανεκτή μόνο στο βαθμό που προωθούσε την αναπαραγωγή (συγκεκριμένα, των χριστιανών).[43] Πιο πειστικά, όμως, αντανακλούσε τους αυξανόμενους φόβους του προχωρημένου Μεσαίωνα σχετικά με τη ρύπανση και τη μόλυνση πέρα από τα κοινωνικά σύνορα. Ο ιστορικός R.I. Moore διαπιστώνει στον ενδέκατο και δωδέκατο αιώνα τη γέννηση μιας «κοινωνίας διώξεων» στην Ευρώπη, η οποία στόχευε διάφορους εσωτερικούς εχθρούς –εβραίους, λεπρούς, αιρετικούς, μάγισσες, πόρνες και ««σοδομιστές»– οι οποίοι απειλούσαν την καθαρότητα και μετέφεραν μόλυνση και έπρεπε να εκδιωχθούν και να ελεγχθούν.[44] Περιοδικές εκρήξεις καταστολής εναντίον αυτών και άλλων ομάδων χαρακτήριζαν το ευρωπαϊκό δίκαιο για τους επόμενους αιώνες. Ο «σοδομισμός» ήταν ρύπανση. Η τιμωρία του σηματοδοτούσε τη φυλετική και θρησκευτική ταυτότητα. Η επείγουσα ανάγκη που επέδειξαν αργότερα οι βρετανικές αρχές να μεταφυτεύσουν τους νόμους περί «σοδομισμού» σε αποικιακά πλαίσια –ακόμη και προτού κωδικοποιηθούν πλήρως στην πατρίδα τους– μπορεί να αντανακλά τις ρίζες της νομικής κατηγορίας. Ήταν ένας τρόπος διαχωρισμού του χριστιανικού, ευρωπαϊκού εαυτού από ξένες οντότητες που τον απειλούσαν με μολύνσεις.

Στην Αγγλία, η ρήξη του βασιλιά Ερρίκου Η΄ με την Καθολική Εκκλησία τον δέκατο έκτο αιώνα οδήγησε στην αναθεώρηση μεγάλου μέρους του κοινοτικού δικαίου της χώρας – απλώς και μόνο επειδή τα αδικήματα που προηγουμένως εκδικάζονταν σε εκκλησιαστικά δικαστήρια έπρεπε τώρα να εκδικάζονται σε κοσμικά δικαστήρια. Μεταξύ αυτών ήταν και πολλά σεξουαλικά αδικήματα. Ένας νόμος του 1533, λοιπόν, επανέλαβε την ποινικοποίηση του «σοδομισμού» ως κρατική και όχι εκκλησιαστική υπόθεση. Με την ονομασία «απεχθής και βδελυρή ηθική της ασέλγειας που διαπράττεται με άνθρωπο ή ζώο», τιμωρούνταν με θάνατο[45]. Με τη μία ή την άλλη μορφή, ο νόμος αυτός διατηρήθηκε μέχρι το 1861. Η τελευταία γνωστή εκτέλεση για «σοδομισμό» [«buggery»] στην Αγγλία έγινε το 1836.[46]

Η αίσθηση της μυστηριώδους, μολυσματικής δύναμης του «σοδομισμού» ή «buggery» περιέπλεξε το καθημερινό νομικό έργο της εξεύρεσης ορισμών. Η ακρίβεια ήταν επικίνδυνη επειδή φλέρταρε με τη μόλυνση. Ο νομικός Έντουαρντ Κόουκ, στη συλλογή του αγγλικού δικαίου του δέκατου έβδομου αιώνα, έγραψε ότι «Ο σοδομισμός [buggery] είναι μια απεχθής και βδελυρή αμαρτία, μεταξύ των χριστιανών που δεν πρέπει να κατονομάζεται». Τόνισε την ξένη προέλευση του όρου –«μια ιταλική λέξη»– καθώς και την ίδια την πράξη: «Καταγγέλθηκε στο Κοινοβούλιο, ότι οι Λομβαρδοί είχαν φέρει στο βασίλειο το επαίσχυντο αμάρτημα του σοδομισμού, που δεν πρέπει να κατονομάζεται». Παρ’ όλα αυτά το όρισε ως πράξεις «που διαπράττονται με σαρκική επαφή ενάντια στην εντολή του Δημιουργού και την τάξη της φύσης, από τους άνδρες με τους άνδρες, ή με τα κτηνώδη θηρία, ή από τις γυναίκες με τα κτηνώδη θηρία.»[47] Ο Κόουκ διευκρίνισε ότι ο όρος περιελάμβανε το πρωκτικό σεξ μεταξύ δύο ανδρών ή ενός άνδρα και μιας γυναίκας, μαζί με την κτηνοβασία.

Η ακριβής περιγραφή του «σοδομισμού» ήταν επικίνδυνη και έπρεπε να αποφεύγεται. Σε μια βρετανική δικαστική υπόθεση του 1842 που αφορούσε έναν άνδρα που κατηγορούνταν για τη διάπραξη «δυσάρεστων, κακών, βρώμικων, πρόστυχων, άσεμνων, θηριωδών, αφύσικων και σοδομιστικών πράξεων» στην περιοχή των Κήπων του Κένσινγκτον, η υπεράσπιση διαμαρτυρήθηκε ότι τα επίθετα δεν έδιναν καμία ένδειξη για το τι πραγματικά ήταν το έγκλημα.[48] Η ασάφεια έγινε περισσότερο θέμα καθώς, κατά τον 19ο αιώνα, οι μεταρρυθμιστές άρχισαν να κωδικοποιούν και να επιβάλλουν τάξη στο χάος του βρετανικού κοινού δικαίου και του κανονιστικού δικαίου. Ο Νόμος περί Αδικημάτων κατά του Προσώπου του 1861 ενοποίησε τον κύριο όγκο των νόμων για τα σωματικά αδικήματα και τις πράξεις βίας σε ένα «σύγχρονο», εξορθολογισμένο θεσμικό πλαίσιο – που εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση για το μεγαλύτερο μέρος του βρετανικού δικαίου της σωματικής επίθεσης. Περιελάμβανε το αδίκημα του (συναινετικού και μη βίαιου) «σοδομισμού» [«buggery»], καταργώντας τη θανατική ποινή και αντικαθιστώντας την με ποινή φυλάκισης από δέκα χρόνια έως ισόβια.

Λιγότερο γνωστό είναι ότι η κωδικοποίηση των σεξουαλικών αδικημάτων ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, το 1825, όταν δόθηκε στον πολιτικό και ιστορικό Τόμας Μπάμπινγκτον Μακόλεϊ η εντολή να σχεδιάσει νόμους για την ινδική αποικία. Ο Μακόλεϊ προήδρευσε της πρώτης Νομικής Επιτροπής της Ινδίας και ήταν ο κύριος συντάκτης του Ινδικού Ποινικού Κώδικα – του πρώτου ολοκληρωμένου κωδικοποιημένου ποινικού δικαίου που δημιουργήθηκε οπουδήποτε στη Βρετανική Αυτοκρατορία[49].

Το αποικιακό περιβάλλον ήταν το τέλειο πεδίο για πειράματα εξορθολογισμού και συστηματοποίησης του δικαίου. Οι αποικίες ήταν παθητικά εργαστήρια. Ένας ιστορικός του δέκατου ένατου αιώνα παρατήρησε ότι ο ινδικός ποινικός κώδικας ήταν επιτυχής επειδή εκεί, σε αντίθεση με την πατρίδα, η βρετανική κυβέρνηση μπορούσε να εκφράσει «μια ξεχωριστή συλλογική βούληση» και μπορούσε «να την υλοποιήσει χωρίς να παρεμποδίζεται από τη λαϊκή διαβούλευση.»[50] Αυτή η αυταρχική επιβολή ενός ενιαίου κώδικα εκμεταλλεύτηκε την «απουσία μιας ανεπτυγμένης και αμφιλεγόμενης ινδικής κοινής γνώμης γύρω από ζητήματα ποινικού δικαίου», επιτρέποντας στον Μακόλεϊ ένα «ελεύθερο πεδίο για πειραματισμούς»[51].

Ο φόβος της ηθικής μόλυνσης από το «ιθαγενές» περιβάλλον κατέστησε επείγουσα την εισαγωγή διατάξεων κατά του σοδομισμού στον αποικιακό κώδικα. Μια υποπαράδοση της βρετανικής ιμπεριαλιστικής γραφής προειδοποιούσε για την εκτεταμένη ομοφυλοφιλία στις χώρες που αποίκισε η Βρετανία. Ο εξερευνητής Ρίτσαρντ Μπάρτον, για παράδειγμα, διατύπωσε τη θέση μιας «Σωταδικής Ζώνης»[52] που εκτεινόταν γύρω από τη μέση του πλανήτη από τις 43 μοίρες βόρεια του ισημερινού έως τις 30 νότια, στην οποία «το βίτσιο είναι δημοφιλές και ενδημικό .... ενώ οι φυλές βόρεια και νότια των ορίων που ορίζονται εδώ το ασκούν μόνο σποραδικά εν μέσω της αποδοκιμασίας των συνανθρώπων τους».[53]

Οι Ευρωπαίοι νομοθέτες αισθάνθηκαν ασφαλώς την αποστολή της ηθικής μεταρρύθμισης – να διορθώσουν και να εκχριστιανίσουν τα «ντόπια» έθιμα. Ωστόσο, υπήρχε επίσης η ανάγκη να προστατευθούν οι χριστιανοί από τη διαφθορά. Οι ιστορικοί έχουν καταγράψει πόσο οι Βρετανοί αξιωματούχοι φοβόντουσαν ότι οι στρατιώτες και οι αποικιακοί διοικητές –ιδιαίτερα εκείνοι που δεν είχαν σύζυγους στη διάθεσή τους– θα στρέφονταν στον σοδομισμό σε αυτά τα παρακμιακά, θερμά περιβάλλοντα. Ο Λόρδος Έλγιν, αντιβασιλέας της Ινδίας, προειδοποίησε ότι τα βρετανικά στρατόπεδα θα μπορούσαν να γίνουν «αντίγραφα των Σοδόμων και των Γομόρρων», καθώς οι στρατιώτες αποκτούσαν τα «ειδικά ανατολίτικα ελαττώματα»[54].

Ο Μακόλεϊ ολοκλήρωσε ένα σχέδιο Ινδικού Ποινικού Κώδικα το 1837, αν και η ινδική αντίσταση και ο αγγλικός δισταγμός είχαν ως αποτέλεσμα μια εγκεκριμένη έκδοση να μην τεθεί σε ισχύ πριν από το 1860. Παρουσιάζοντας το κείμενο σε μια ομιλία του 1837, συζήτησε λεπτομερώς τις παραγράφους – εκτός από τη στιγμή που, φτάνοντας στην εκδοχή του για τη διάταξη κατά του σοδομισμού, έδειξε μια παραδοσιακή δυσφορία που οι συντάκτες έπρεπε να μιλήσουν για τέτοια δυσάρεστα θέματα:

«Οι παράγραφοι 361 και 362 αφορούν μια απεχθή κατηγορία αδικημάτων για τα οποία είναι επιθυμητό να ειπωθούν όσο το δυνατόν λιγότερα... [Δεν] είμαστε πρόθυμοι να εισάγουμε, είτε στο κείμενο είτε στις σημειώσεις, οτιδήποτε που θα μπορούσε να προκαλέσει δημόσια συζήτηση για αυτό το αποκρουστικό ζήτημα∙ καθώς είμαστε αποφασιστικά της γνώμης ότι η ζημία που θα προκαλούσε στα ήθη της κοινότητας μια τέτοια συζήτηση θα υπερκάλυπτε τα όποια οφέλη θα μπορούσαν να προκύψουν από νομοθετικά μέτρα που θα διαμορφώνονταν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια[55]

Παρόλα αυτά, όμως, ο Μακόλεϊ προσπάθησε στην πραγματικότητα να εκλογικεύσει το βρετανικό αδίκημα του «σοδομισμού» [«buggery»]. Όλη η παλιά ασάφεια γύρω από τον όρο απαιτούσε αποσαφήνιση, και οι αποικίες ήταν το κατάλληλο μέρος για να γίνει αυτό πράξη. Ο Μακόλεϊ κατέληξε σε έναν ευρύτερο ορισμό της παραβίασης της «τάξης της φύσης», που περιελάμβανε κάθε είδους προσβλητικό «άγγιγμα». Εισήγαγε όμως έναν νέο άξονα ταξινόμησης, ανάλογα με το αν η πράξη ήταν συναινετική ή όχι – κάτι που δεν είχε ποτέ σχέση με το παλιό έγκλημα του «σοδομισμού» [«buggery»]. Επέλεξε να επιβάλει νέα γλώσσα στην Ινδία. Δύο παράγραφοι αφορούσαν τα «Αφύσικα αδικήματα», τα οποία διακρίνονταν από το στοιχείο της συναίνεσης:

«Παράγαρφος 361. Όποιος, με σκοπό την ικανοποίηση αφύσικης λαγνείας, αγγίζει, για το σκοπό αυτό, οποιοδήποτε πρόσωπο ή οποιοδήποτε ζώο, ή με τη συγκατάθεσή του αγγίζεται από οποιοδήποτε πρόσωπο, με σκοπό την ικανοποίηση αφύσικης λαγνείας, τιμωρείται με φυλάκιση ... για περίοδο που μπορεί να φθάσει τα δεκατέσσερα έτη και δεν πρέπει να είναι μικρότερη από δύο έτη, και υπόκειται επίσης σε χρηματική ποινή.

Παράγαρφος 362. Όποιος, με σκοπό την ικανοποίηση αφύσικης λαγνείας, αγγίζει για το σκοπό αυτό οποιοδήποτε πρόσωπο χωρίς την ελεύθερη και νοήμονα συγκατάθεση του προσώπου αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση ... με ποινή που μπορεί να φτάσει μέχρι ισόβια και δεν πρέπει να είναι μικρότερη από επτά έτη, και υπόκειται επίσης σε χρηματική ποινή. [η έμφαση προστέθηκε].»

Ωστόσο, η «εντολή σιωπής»[56] που ο Κόουκ και άλλοι νομικοί είχαν προωθήσει γύρω από το λεξιλόγιο του «σοδομισμού» εξακολουθούσε να είναι ισχυρή. Όταν το 1860 τέθηκε σε ισχύ το τελικό σχέδιο του Ινδικού Ποινικού Κώδικα, το τμήμα «Αφύσικα αδικήματα» τροποποιήθηκε. Το τελικό, ιστορικό κείμενο –το οποίο, με τη μία ή την άλλη μορφή, επηρέασε ή μόλυνε μεγάλο μέρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας– έγραφε:

«Άρθρο 377: Αφύσικα αδικήματα – Όποιος έχει εκούσια σαρκική επαφή κατά παράβαση της τάξης της φύσης με οποιονδήποτε άνδρα, γυναίκα ή ζώο τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή με φυλάκιση ... για περίοδο που μπορεί να φθάσει τα 10 έτη και υπόκειται σε χρηματική ποινή.

Επεξήγηση – Η διείσδυση αρκεί για να συνιστά τη σαρκική επαφή που είναι απαραίτητη για το αδίκημα που περιγράφεται στο παρόν τμήμα.»

Οι λόγοι της αλλαγής παραμένουν ασαφείς, αλλά οι επιπτώσεις της είναι εμφανείς. Από τη μία πλευρά, η έκδοση αυτή επέστρεψε στα περιγράμματα του παλαιού προτύπου του «σοδομισμού» [«buggery»], αντικαθιστώντας την αναφορά στο «άγγιγμα» με το κριτήριο της «διείσδυσης». Εξακολουθούσαν να υπάρχουν πολλές ασάφειες (συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος του τι έπρεπε να διεισδύσει σε τι). Αυτές με τη σειρά τους επέτρεψαν στους μελλοντικούς αποικιοκρατικούς και μετα-αποικιοκρατικούς νομικούς να επαναπροσδιορίσουν τι πραγματικά τιμωρούσαν αυτές οι διατάξεις.

Από την άλλη πλευρά, η προσπάθεια οργάνωσης του αδικήματος γύρω από τον άξονα της συναίνεσης/μη συναίνεσης εγκαταλείφθηκε. Κατ’ αρχήν, η πρόβλεψη ότι η πράξη έπρεπε να είναι «εκούσια» σήμαινε ότι το θύμα της βίαιης «σαρκικής επαφής» δεν μπορούσε να τιμωρηθεί ποινικά. Αλλά ο άλλος δράστης λάμβανε την ίδια ποινή και ήταν ένοχος για το ίδιο αδίκημα, είτε η πράξη ήταν βίαιη είτε όχι. Παρά τις σύγχρονες αξιώσεις του κώδικα, η διάταξη δεν προσέφερε κανένα διαφορετικό πρότυπο βλάβης με βάση τη χρήση βίας.

Έτσι, η ξεχωριστή διάταξη του Ποινικού Κώδικα για τον βιασμό (άρθρο 375) παρέμεινε περιορισμένη στον βιασμό γυναίκας από άνδρα. Η σεξουαλική επίθεση ενός άνδρα εναντίον ενός άλλου άνδρα δεν συνεπάγεται κανένα ξεχωριστό ποινικό αδίκημα∙ απλώς συνδυάστηκε με τα αδικήματα συναίνεσης στο άρθρο 377. Το άρθρο 377 δεν διέθετε επίσης καμία ξεχωριστή διάταξη ή προστασία που να απαγορεύει σε ενήλικο άνδρα να έχει σεξουαλικές σχέσεις με αρσενικό παιδί. Αυτό το αδίκημα, επίσης, περιλαμβανόταν στο 377 χωρίς διάκριση[57].

Ως αποτέλεσμα, η Ινδία –μαζί με άλλες χώρες από τη Ζάμπια έως τα Φίτζι με νομικά συστήματα που επηρεάζονται από τον Ινδικό Ποινικό Κώδικα– έμεινε χωρίς νόμους που να καλύπτουν πλήρως τον βιασμό ή την προστασία των παιδιών. Για τους συντάκτες του νόμου, η ίδια η πράξη του «σοδομισμού» ήταν τόσο φρικτή που η βλάβη φαινόταν ομοιόμορφη: ανεξάρτητα από την ηλικία του άλλου μέρους και ανεξάρτητα από το αν συναινούσε ή όχι. Το άρθρο 377 εμφανίστηκε σε ένα τμήμα του Ποινικού Κώδικα για τα «αδικήματα που επηρεάζουν το ανθρώπινο σώμα». Το μύθευμα ότι η «σαρκική επαφή ενάντια στην τάξη της φύσης» παραβίαζε τη σωματική ακεραιότητα κάποιου, ακόμη και αν συναινούσε, φαίνεται ότι ήταν ισχυρή. (Όπως σημειώνεται στο επόμενο κεφάλαιο, βρήκε τροφή στους ιατρικούς μύθους που υπέθεταν ότι ο «συνήθης» σοδομιστής ήταν επιρρεπής σε κυριολεκτική σωματική παραμόρφωση).

Το άρθρο 377 εξήχθη και τροποποιήθηκε σε άλλες βρετανικές αποικίες και ερμηνεύτηκε εκ νέου από τα δικαστήριά τους. Αναδύονται δύο θέματα. Δείχνουν και πάλι πόσο το αποικιακό δίκαιο ήταν ένα πεδίο για τη διερεύνηση της σημασίας ενός παλιού βρετανικού προτύπου.

Με τον ορισμό της «σαρκικής επαφής» με όρους διείσδυσης, η γλώσσα του Ινδικού Ποινικού Κώδικα περιόριζε την πράξη και άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο να είναι ένοχος μόνο ο αυτός που διεισδύει. Καθώς ο νόμος εφαρμόστηκε στις βρετανικές αποικίες τα επόμενα χρόνια, μία επιδίωξη ήταν να επαναπροσδιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της «διείσδυσης» – και να διασφαλιστεί ότι η διάταξη θα ποινικοποιούσε όσο το δυνατόν ευρύτερο φάσμα πράξεων και συντρόφων «ενάντια στην τάξη της φύσης».

Η απουσία των παραγόντων της ηλικίας ή της συναίνεσης στο νόμο σήμαινε ότι η συναινετική ομοφυλοφιλική συμπεριφορά ήταν νομικά δυσδιάκριτη από το βιασμό ή την παιδοφιλία. Έτσι, η φιγούρα του «ομοφυλόφιλου» μπορούσε εύκολα να συνδεθεί και να εξομοιωθεί –στη λαϊκή σκέψη αλλά και ενώπιον του νόμου– με βίαιους σεξουαλικούς εγκληματίες.

Τέλος, ο «εκσυγχρονισμός» του βρετανικού δικαίου στον Ινδικό Ποινικό Κώδικα (ΙΠΚ) εξήχθη σχεδόν αμέσως στην ίδια τη Βρετανία. Ο Νόμος του 1861 περί Αδικημάτων κατά του Προσώπου απέσυρε τη θανατική ποινή για το «αποτρόπαιο έγκλημα του σοδομισμού [buggery]», επιβάλλοντας μια ποινή κατά το πρότυπο εκείνης του ΙΠΚ[58].

Η βρετανική νομοθεσία στην πατρίδα της υπέστη περαιτέρω βελτίωση το 1885, κατά τη διάρκεια της αναθεώρησης των νόμων για την «προστασία των γυναικών, των κοριτσιών [και] την καταστολή των οίκων ανοχής». Ο Χένρι Λαμπουσέρ, μέλος του Κοινοβουλίου, εισήγαγε μια τροπολογία τόσο άσχετη με τη συζήτηση, ώστε παραλίγο να κηρυχθεί εκτός ημερήσιας διάταξης. Όταν τελικά ψηφίστηκε, τιμωρούσε με δύο χρόνια καταναγκαστικής εργασίας «κάθε αρσενικό πρόσωπο που δημόσια ή ιδιωτικά διαπράττει ή συμμετέχει στη διάπραξη ή προωθεί ή επιχειρεί να προωθεί τη διάπραξη από οποιοδήποτε αρσενικό πρόσωπο οποιασδήποτε πράξης αηδιαστικής ασέλγειας με άλλο αρσενικό πρόσωπο». Η «αηδιαστική προσβολή της αιδούς» ήταν ένα ευρύ αδίκημα σχεδιασμένο να περιλαμβάνει σχεδόν όλα τα είδη σεξουαλικών πράξεων χωρίς διείσδυση μεταξύ δύο ανδρών. Σε αντίθεση με τον νόμο του 1861 περί «σοδομισμού» [«buggery»], η τροπολογία του Λαμπουσέρ επεκτεινόταν ρητά και στις ιδιωτικές πράξεις. Ο Τύπος την ονόμασε γρήγορα «χάρτα του εκβιαστή». Ο Όσκαρ Ουάιλντ καταδικάστηκε σύμφωνα με τους όρους της το 1895.[59]

Ο νόμος του Λαμπουσέρ αναγνώριζε ότι δύο άνδρες μπορούσαν να ασκήσουν πολλές άλλες σεξουαλικές πράξεις εκτός από τον «σοδομισμό». Μια κοινωνία που φιλοδοξούσε να εξαλείψει τέτοιες πράξεις χρειαζόταν μια ρητή αναγνώριση της εξουσίας της επί της ιδιωτικής ζωής και ένα ευρύτερο ποινικό πλαίσιο για την τιμωρία τους.

Η διάταξη του Λαμπουσέρ ήρθε πολύ αργά για να εισαχθεί στον ίδιο τον ινδικό ποινικό κώδικα. Ωστόσο, οι μεταγενέστεροι αποικιακοί κώδικες ενσωμάτωσαν εκδοχές της, συμπεριλαμβανομένων των κωδίκων που προέκυψαν από τον ΙΠΚ. Εμφανίστηκε στον Ποινικό Κώδικα του Σουδάν το 1899 και το ίδιο έτος στον ποινικό νόμο του Κουίνσλαντ ο οποίος άσκησε επιρροή. Η Μαλαισία και η Σιγκαπούρη έλαβαν από κοινού τη διάταξη περί αηδιαστικής ασέλγειας μέσω τροποποίησης το 1938.[60] Επιπλέον, όπως εξηγείται παρακάτω, η μεταγενέστερη νομολογία στην Ινδία (ιδίως η απόφαση Χάνου) διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής των «αφύσικων αδικημάτων» ώστε να συμπεριλάβει αυτό που διαφορετικά θα ήταν «αηδιαστική ασέλγεια» σύμφωνα με το βρετανικό δίκαιο. Περαιτέρω, αν και η καινοτομία του Λαμπουσέρ μιλούσε μόνο για το σεξ μεταξύ ανδρών, ορισμένες κυβερνήσεις έκαναν την «αηδιαστική ασέλγεια» να ισχύει και για το σεξ μεταξύ γυναικών – αφαιρώντας το «αρσενικό» πριν από το «πρόσωπο» (όπως αναλύεται παρακάτω στο κεφάλαιο IV).

Ο Ινδικός Ποινικός Κώδικας έγινε το πρότυπο για τα νομικά συστήματα των βρετανικών αποικιών στο μεγαλύτερο μέρος της Ασίας και της Αφρικής. Κάθε περιοχή αναλάμβανε τη νεότερη έκδοση, γράφει ένας νομικός ιστορικός, «βελτιώνοντας και επικαιροποιώντας την, και το προϊόν που προέκυπτε [χρησιμοποιούνταν] στη συνέχεια ως το πιο πρόσφατο μοντέλο για ένα νομοθέτημα αλλού.»[61] Ο νόμος περί διακανονισμού των Στενών του 1871, που κάλυπτε την περιοχή που σήμερα περιλαμβάνει τη Σιγκαπούρη, τη Μαλαισία και το Μπρουνέι, ουσιαστικά αντιγράφει τον ΙΠΚ.[62] Μεταξύ του 1897 και του 1902 οι διοικητές εφάρμοσαν τον Ινδικό Ποινικό Κώδικα στις αφρικανικές αποικίες της Βρετανίας, συμπεριλαμβανομένης της Κένυας και της Ουγκάντας.[63] Ορισμένοι Βρετανοί κάτοικοι παραπονέθηκαν για τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα των νόμων. Οι Βρετανοί Ανατολικοαφρικανοί, για παράδειγμα, διαμαρτυρήθηκαν για την πολιτική που έθετε «λευκούς άνδρες κάτω από νόμους που προορίζονταν για έναν έγχρωμο πληθυσμό που κυβερνιόταν δεσποτικά»[64].

Ο Σουδανικός Ποινικός Κώδικας του 1899 προσάρμοσε επίσης τον ΙΠΚ, αλλά παρουσιάζει μια διαφορετική τάση στην κωδικοποίηση των «αφύσικων αδικημάτων». Επανεισήγαγε, μοναδικά μεταξύ των βρετανικών αποικιών, τον άξονα της συναίνεσης και μια μορφή διαφοροποίησης ανάλογα με την ηλικία. Η εκδοχή του άρθρου 377 έχει ως εξής:

«Άρθρο 318. Όποιος έχει σαρκική επαφή ενάντια στην τάξη της φύσης με οποιοδήποτε πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεσή του, τιμωρείται με φυλάκιση που μπορεί να φθάσει τα δεκατέσσερα έτη και υπόκειται επίσης σε χρηματική ποινή∙ υπό τον όρο ότι η συγκατάθεση που δίδεται από πρόσωπο κάτω των δεκαέξι ετών σε μια τέτοια επαφή από τον δάσκαλο, τον κηδεμόνα του ή από οποιοδήποτε πρόσωπο επιφορτισμένο με τη φροντίδα ή την εκπαίδευσή του δεν θεωρείται συγκατάθεση κατά την έννοια του παρόντος άρθρου» [η έμφαση προστέθηκε][65].

Αντίστοιχα, ενώ ο σουδανικός κώδικας υιοθέτησε τη διάταξη περί «αηδιαστικής ασέλγειας», την τιμωρούσε μόνο όταν δεν ήταν συναινετική[66]. Ωστόσο, αυτές οι διακρίσεις χάθηκαν μετά την ανεξαρτησία, όταν το 1991 η κυβέρνηση του Σουδάν επέβαλε έναν ποινικό κώδικα εμπνευσμένο από τη Σαρία.[67]

Ο Ποινικός Κώδικας της αυστραλιανής αποικίας Κουίνσλαντ (ΚΠΚ) συντάχθηκε το 1899 από τον αρχιδικαστή της αποικίας, σερ Σάμιουελ Γκρίφιθ[68], τέθηκε σε ισχύ το 1901 και ήταν ο δεύτερος ποινικός κώδικας με τη μεγαλύτερη επιρροή μετά τον ΙΠΚ, ιδίως στη βρετανική Αφρική. Ο ΠΚΠ εισήγαγε στην εκδοχή του ΙΠΚ για τα «αφύσικα αδικήματα» την κατηγορία του «παθητικού» σεξουαλικού συντρόφου – αυτού που «επιτρέπει». Το άρθρο 208 είχε ως εξής:

«Κάθε άτομο που –

(α) έχει σαρκική επαφή με οποιοδήποτε πρόσωπο κατά παράβαση της τάξης της φύσης∙ ή

(β) έχει σαρκική επαφή με ζώο∙ ή

(γ) επιτρέπει σε άρρεν πρόσωπο να έχει σαρκική επαφή μαζί του παρά την τάξη της φύσης, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών» [η έμφαση προστέθηκε].

Με τον τρόπο αυτό εξαλείφθηκε μία από τις ασάφειες του ΙΠΚ, καθιστώντας σαφές ότι και οι δύο εταίροι στην πράξη ήταν εγκληματίες. Ο ΚΠΚ διεύρυνε επίσης το πεδίο εφαρμογής πέραν της «διείσδυσης», εισάγοντας μια ανεξάρτητη διάταξη για τις «απόπειρες διάπραξης αφύσικων αδικημάτων»[69]. Έτσι, κάθε σεξουαλική πράξη ή προσέγγιση που δεν οδηγεί σε διείσδυση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «απόπειρα».

Εκτός Αυστραλίας, ο ΚΠΚ ρίζωσε για πρώτη φορά στην Παπούα Νέα Γουινέα. Ο αρχιδικαστής της Βόρειας Νιγηρίας, Χ.Κ. Γκόλαν, αποφάσισε στη συνέχεια να τον υιοθετήσει ως πρότυπο για τον ποινικό κώδικα της αποικίας του, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 1904. Στη συνέχεια έγινε αντικείμενο γραφειοκρατικών συγκρούσεων μεταξύ των αποικιακών διοικητικών αρχών∙ οι αξιωματούχοι στη Νότια Νιγηρία ήταν διχασμένοι μεταξύ των υποστηρικτών του ΚΠΚ και των υποστηρικτών του Ινδικού Ποινικού Κώδικα[70]. Το 1916, δύο χρόνια μετά τη συνένωση της Νιγηρίας σε μια ενιαία αποικία, υιοθετήθηκε ένας κοινός ποινικός κώδικας βασισμένος στον ΚΠΚ.[71]

Αυτή η διαδικασία αποκαλύπτει ένα σημείο. Παρά τους ισχυρισμούς των σύγχρονων πολιτικών ηγετών ότι οι νόμοι κατά του σοδομισμού αντιπροσωπεύουν τις αξίες των ανεξάρτητων εθνών τους, ο ποινικός κώδικας του Κουίνσλαντ εξαπλώθηκε σε όλη την Αφρική αδιαφορώντας για τη βούληση των Αφρικανών.

Οι ιδιοτροπίες, οι προτιμήσεις και οι αγώνες εξουσίας των γραφειοκρατών τον προώθησαν. Αφού επιβλήθηκε ο Ποινικός Κώδικας της Νιγηρίας, οι αποικιοκράτες αξιωματούχοι στην Ανατολική Αφρική –τη σύγχρονη Κένυα, την Ουγκάντα και την Τανζανία– κινήθηκαν σταδιακά για να τον μιμηθούν. Ένας νομικός ιστορικός παρατηρεί ότι οι «προσωπικές απόψεις και προκαταλήψεις» των αποικιοκρατικών αξιωματούχων, και όχι οποιαδήποτε λογική ή σεβασμός στα έθιμα των ιθαγενών, οδήγησαν στην αντικατάσταση των κωδίκων που βασίζονταν στον ΙΠΚ με κώδικες που βασίζονταν στον ΚΠΚ σε μεγάλο μέρος της ηπείρου[72].

Οι εκδοχές των «αφύσικων αδικημάτων» που εξαπλώθηκαν με τον ΚΠΔ περιλάμβαναν πλέον μια ποικιλία πράξεων: τιμωρούσαν τον παθητικό σύντροφο στο σοδομισμό, τις απόπειρες σοδομισμού, αλλά και την «αηδιαστική ασέλγεια». Για παράδειγμα, ο ποινικός κώδικας της Ουγκάντα προέβλεπε ότι:

«Άρθρο 140. Κάθε άτομο το οποίο α) έχει σαρκική επαφή με οποιοδήποτε άτομο παρά την τάξη της φύσης∙ ή β) έχει σαρκική επαφή με ζώο∙ ή γ) επιτρέπει σε αρσενικό άτομο να έχει σαρκική επαφή μαζί του παρά την τάξη της φύσης, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών.

Άρθρο 141 Κάθε άτομο που επιχειρεί να διαπράξει οποιοδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στο τελευταίο προηγούμενο άρθρο είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά ετών.

Άρθρο 143 Κάθε άρρεν άτομο το οποίο, είτε δημόσια είτε ιδιωτικά, διαπράττει οποιαδήποτε πράξη αηδιαστικής ασέλγειας με άλλο άρρεν άτομο, ή προτρέπει άλλο άρρεν άτομο να διαπράξει οποιαδήποτε πράξη αηδιαστικής ασέλγειας μαζί του, ή επιχειρεί να προξενήσει την τέλεση οποιασδήποτε τέτοιας πράξης από οποιοδήποτε άρρεν άτομο με τον εαυτό του ή με άλλο άρρεν άτομο, είτε δημόσια είτε ιδιωτικά, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε ετών.»

Η Νιγηρία προσέφερε διαφοροποιήσεις από την τάση. Η εκδοχή της περιόρισε τη «σαρκική επαφή» ώστε να εξαιρείται το σεξ μεταξύ «συζύγων», καθιστώντας σαφέστερο τι εννοούσε με την «τάξη της φύσης»[73]. Ο νόμος επικεντρώθηκε προς την πρωταρχική του εστίαση στο σεξ μεταξύ ανδρών[74].

Τρεις γενικεύσεις προκύπτουν από τη συγκεχυμένη ιστορία της «σαρκικής επαφής» στους αποικιακούς ποινικούς κώδικες.

Οι διατάξεις κατά του σοδομισμού που οι σύγχρονοι πολιτικοί υπερασπίζονται ως μέρος των αυτόχθονων αξιών δεν βασίστηκαν ποτέ στο τοπικό εθιμικό δίκαιο, ούτε συντάχθηκαν μέσω μιας διαβουλευτικής διαδικασίας. Τις επινόησαν και τις επέβαλαν οι αποικιοκράτες αξιωματικοί. Θεωρούσαν τους σεξουαλικούς νόμους αναγκαίους ακριβώς επειδή θεωρούσαν τις τοπικές κουλτούρες χαλαρές, καταφύγιο για «αφύσικα αδικήματα».

Οι αποικιακές αρχές πάλευαν συνεχώς με όρους και ορισμούς, προσπαθώντας να καταλήξουν τόσο σε κατάλληλη γλώσσα όσο και σε κοινές αντιλήψεις γύρω από τα «αφύσικα αδικήματα». Αλλά το έκαναν αυτό υπό τη σκιά μιας ηθικής ανησυχίας για τα αποτελέσματα της συζήτησης, μιας εντολής για σιωπή που βοήθησε να δικαιολογηθεί η αυταρχική νομοθέτηση χωρίς συζήτηση μεταξύ των «υποτελών» λαών.

Ο επαναπροσδιορισμός έτεινε να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του νόμου – και να ποινικοποιήσει όχι μόνο τις σεξουαλικές πράξεις, αλλά και ένα είδος προσώπου.

 

III. Η αποικιακή εξουσία στο δρόμο και πάνω στο σώμα

 

Γιατί η ποινικοποίηση της συναινετικής ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς ήταν σημαντική για το αποικιακό και μετα-αποικιακό κράτος;

Καμία ενιαία εξήγηση δεν μπορεί να περιγράψει τι συνέβη –και τι εξακολουθεί να συμβαίνει– σε μέρη τόσο μακρινά και διαφορετικά όσο η Ζάμπια και η Σιγκαπούρη. Μια ένδειξη, ωστόσο, βρίσκεται στους άλλους νόμους και πρακτικές που εισήγαγαν οι αποικιοκράτες μαζί με τις διατάξεις κατά του σοδομισμού. Οι διατάξεις αυτές αποτελούσαν μέρος ενός πακέτου, ενός πακέτου που επέκτεινε την «εκπολιτιστική», μεταρρυθμιστική αποστολή –και τη δύναμη και τη γνώση– του ακόμη ανεπαρκούς αποικιακού μηχανισμού τόσο σε ευρύτερους όσο και σε πιο οικείους τομείς της ζωής. Το κράτος αστυνομοκρατούσε αυστηρά τη δημόσια σφαίρα και τα σώματα των ανθρώπων. Πολλοί από τους μηχανισμούς του εξακολουθούν να λειτουργούν.

 

Από τον «περιπλανώμενο» στον «ευνούχο»

 

Οι νόμοι περί αλητείας στοχεύουν σε άτομα που οι αρχές θεωρούν ότι περιπλανιούνται ή περιφέρονται χωρίς σκοπό. Πέρα από αυτό, όμως, βοηθούν να απαλλαγεί η δημόσια σφαίρα από ανθρώπους που δεν είναι επιθυμητοί εκεί: «να απαλύνουν μια κατάσταση που ορίζεται από τους νομοθέτες ως ανεπιθύμητη», όπως παρατηρεί ένας σχολιαστής[75]. Δεν προϋποθέτουν μια «απαγορευμένη πράξη ή αδράνεια», γράφει ένας άλλος, αλλά εξαρτώνται από μια «ορισμένη προσωπική κατάσταση ή από το να είσαι άτομο συγκεκριμένου χαρακτήρα»[76]. Και δεν μπορεί κάθε «περιπλανώμενος» να χαρακτηριστεί ως στόχος. Η επιβολή της νομοθεσίας συνήθως στοχεύει επιλεκτικά σε μισητές ομάδες όπως οι μετανάστες εργάτες, οι φτωχοί, οι άστεγοι, οι ζητιάνοι, οι ταξιδιώτες ή τα παιδιά του δρόμου[77].

Στην Ευρώπη, επί αιώνες, τα νομικά και διοικητικά μέτρα που έλεγχαν την «αλητεία» ποινικοποιούσαν τη φτώχεια, για να την κρατήσουν μακριά από τα μάτια του κόσμου και τις επιπτώσεις της οικονομικής αποστέρησης[78]. Οι σκληροί νόμοι στην Αγγλία αποτελούσαν πάγιο στοιχείο τουλάχιστον από την περίοδο των Τυδώρ, όταν οι περιφράξεις και η ιδιωτικοποίηση της κοινής γης προκάλεσαν τεράστια αύξηση του αριθμού των άστεγων, περιπλανώμενων φτωχών. Ένας νόμος του 1572 απαιτούσε οι «απατεώνες, οι αλήτες ή οι γεροί ζητιάνοι» να «μαστιγώνονται βαριά και να καίγονται με καυτό σίδερο μέσα από το τρίχωμα του δεξιού αυτιού.»[79] Ο νόμος Vagrancy Act του Ηνωμένου Βασιλείου του 1824 συστηματοποίησε τόσο την ταξινόμηση όσο και την τιμωρία των ανεπιθύμητων για μια αστική εποχή. Όποιος ζητιανεύει ή κοιμάται έξω, καθώς και όποιος φαινόταν να ασχολείται με την πορνεία ή με πράξεις που σχετίζονταν με έναν «κακόφημο τρόπο ζωής», μπορούσε να δικαστεί ως «τεμπέλης και άτακτος» και να καταδικαστεί σε δύο εβδομάδες καταναγκαστικής εργασίας. Πολλαπλές καταδίκες ή εμφανής φτώχεια οδηγούσαν στην κατάταξη ως «απατεώνας και αλήτης» ή, ακόμη χειρότερα, ως «αδιόρθωτος απατεώνας», σε μια φθίνουσα κλίμακα μόνιμου νομικού στιγματισμού[80]. (Στην Καλιφόρνια, για παράδειγμα, μια νομική αλλαγή της δεκαετίας του 1950 αναθεώρησε τον προηγούμενο ορισμό του κοινού δικαίου για τον περιπλανώμενο ως «περιπλανώμενο από τον τόπο όπου εργαζόταν», σε έναν ορισμό όπου κάθε «αργόσχολος ή άσεμνος ή ακόλαστος» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περιπλανώμενος[81]).

Ο νόμος του 1824 αποτέλεσε πρότυπο για την εξίσου ευρεία ποινικοποίηση της «αλητείας» σε όλες τις βρετανικές αποικίες. Ο νόμος περί αλητείας της Βεγγάλης και ο νόμος περί πρόληψης της επαιτείας της Βομβάης αποτελούν κλασικά παραδείγματα. Οι περισσότεροι τέτοιοι νόμοι της αποικιακής εποχής χρησιμοποιούσαν την ίδια τριμερή διάκριση μεταξύ «αργόσχολων και απείθαρχων ατόμων», υποτροπιαστών που είναι «απατεώνες και αλήτες» και «αδιόρθωτων απατεώνων»· πολλοί νόμοι αύξησαν τις ποινές σε σχέση με τους βρετανικούς προγόνους τους. Και οι περισσότεροι από αυτούς τους νόμους εξακολουθούν να ισχύουν. Ο Ποινικός Κώδικας της Ζάμπια, για παράδειγμα, επιβάλλει σε κάθε «τεμπέλη ή απείθαρχο άτομο» (συμπεριλαμβανομένου «κάθε ατόμου που, χωρίς νόμιμη δικαιολογία, προβαίνει δημόσια σε οποιαδήποτε άσεμνη πράξη») ποινή φυλάκισης ενός μήνα∙ μια επαναλαμβανόμενη καταδίκη μπορεί να οδηγήσει στο να «θεωρηθεί κάποιος απατεώνας και αλήτης» με πολύ αυστηρότερη ποινή. Οι κατηγορίες αυτές δίνουν στην κυβέρνηση ευρύ περιθώριο ελέγχου της δημόσιας έκφρασης (το άρθρο 27 του νόμου περί δημόσιας όχλησης του 1906 στη Σιγκαπούρη περιλαμβάνει στους «απατεώνες και αλήτες» άτομα που προβάλλουν «οποιοδήποτε άσεμνο έντυπο, εικόνα ή άλλη άσεμνη έκθεση»), καθώς και σχεδόν κάθε άλλη συμπεριφορά σε δημόσιο χώρο. (Στη Ζάμπια, οι «απατεώνες και αλήτες» περιλαμβάνουν «κάθε πρόσωπο που βρίσκεται να περιπλανιέται [...] σε οποιονδήποτε δημόσιο χώρο σε τέτοιο χρόνο και υπό τέτοιες συνθήκες που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρόσωπο αυτό βρίσκεται εκεί για παράνομο ή ανάρμοστο σκοπό»[82]).

Στις αποικίες, οι νόμοι αυτοί εξυπηρετούσαν την «εκπολιτιστική αποστολή» και έδιναν στην αστυνομία αρκετή εξουσία για να τιμωρεί σχεδόν οποιαδήποτε συμπεριφορά ή οποιοδήποτε άτομο ήθελε. Η σεξουαλική συμπεριφορά –ή οι σεξουαλικές ταυτότητες– ήταν μεταξύ αυτών που ξεχώριζαν. Ο Σουδανικός Ποινικός Κώδικας του 1899 είναι ένα διδακτικό παράδειγμα. Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, ο κώδικας αυτός, μοναδικός μεταξύ των βρετανικών αποικιακών νόμων, δεν τιμωρούσε τον συναινετικό σοδομισμό. Το αντιστάθμισε, ωστόσο, δημιουργώντας μια νέα ταυτότητα στο πλαίσιο του «συνήθους περιπλανώμενου»: τον «καταμίτη»[83]. (Ο κώδικας της Βόρειας Νιγηρίας ακολούθησε επίσης αυτό το παράδειγμα). Ο κώδικας απαρίθμησε επτά τύπους «αλητών», ένας από τους οποίους ήταν ο «καταμίτης», ο οποίος οριζόταν ως «κάθε αρσενικό πρόσωπο που 1) ντύνεται ή είναι ντυμένο με τον τρόπο μιας γυναίκας σε δημόσιο χώρο ή 2) εξασκεί τον σοδομισμό ως μέσο βιοπορισμού ή ως επάγγελμα»[84].

Η ενδυμασία ενός ατόμου έγινε όχι μόνο αξιόποινη από μόνη της, αλλά και δυνητικά το σημάδι ενός εγκληματικού σεξουαλικού ιστορικού. Ένας νομικός σχολιαστής διευκρίνισε ότι «καταμίτης» σήμαινε έναν «καθ’ έξιν» ασκούντα τον σοδομισμό, προσθέτοντας ότι «δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί πότε και πού συνέβη οποιαδήποτε μεμονωμένη πράξη αυτής της φύσης.»[85] Πέρα από την εμφάνιση του ατόμου, δεν χρειαζόταν κανένα αποδεικτικό στοιχείο για τη σύλληψη και τη φυλάκισή του (ή της).

Στην Ευρώπη, οι νόμοι για την αλητεία στόχευαν τους φτωχούς, αλλά σπάνια είχαν μια ρητά φυλετική πλευρά[86]. Στις αποικίες, τα πάντα ήταν φυλετικά. Οι νόμοι αυτοί ρύθμιζαν τις μετακινήσεις και έλεγχαν τη συμπεριφορά του μη λευκού πληθυσμού. Στη βρετανική Ινδία, εξάλλου, η νομοθεσία, ως γνωστόν, χαρακτήριζε ολόκληρες φυλετικές (και άλλες) ομάδες ως εγγενώς, αμετάβλητα εγκληματικές. Ο νόμος περί εγκληματικών φυλών του 1871 στην Ινδία, εμπνευσμένος από τους νόμους περί αλητείας, όριζε ορισμένες φυλετικές κοινότητες συλλογικά ως δολοφόνους, κλέφτες και ανεπιθύμητους. Οι διατάξεις αυτές αποτελούν σημείο αιχμής για τον ευρωπαϊκό νομικό ρατσισμό. «Οι νομαδικές φυλές είναι πάντοτε εθισμένες στο έγκλημα», έγραψε ένας διαχειριστής[87]. «Το να γεννηθεί κανείς σε μια κοινότητα που καταγραφόταν ως εγκληματική φυλή, έθετε κάποιον σε μόνιμη νομική μειονεξία. Όλα τα μέλη των εγκληματικών φυλών έπρεπε να εγγραφούν ατομικά από τις αρχές∙ η μη εγγραφή μπορούσε να οδηγήσει σε ποινική δίωξη. Μετά την εγγραφή, οι μετακινήσεις του μέλους της φυλής περιορίζονταν σε εγκεκριμένες περιοχές, και μπορούσε να συλληφθεί εάν βρισκόταν εκτός αυτών –ή ακόμη και εντός αυτών, εάν εντοπιζόταν υπό ύποπτες συνθήκες– με ποινή φυλάκισης έως και τρία χρόνια[88].

Οι βρετανικές αρχές συνέδεσαν τον νομαδισμό όχι μόνο με την εγκληματικότητα αλλά και με τη σεξουαλική ανηθικότητα. Οι εγκληματικές φυλές «υποδήλωναν την απόλυτη ακολασία» για τους αποικιοκράτες, σημειώνει ένας ιστορικός.[89] Η μελέτη ενός Βρετανού διοικητή του 1914 επαναλαμβάνει μονότονα τις κρίσεις του για τη μία εθνοτική ομάδα μετά την άλλη: «Οι γυναίκες της φυλής είναι διαβόητα ανήθικες«∙ «Σχεδόν όλα τα κορίτσια της φυλής προορίζονται για την πορνεία«∙ «Η ανηθικότητα είναι πολύ διαδεδομένη«∙ «Οι γυναίκες, από την περιπλανώμενη ζωή τους, φέρουν φυσικά έναν απαθή χαρακτήρα. ... Τα κορίτσια έχουν μεγάλη ελευθερία πριν από το γάμο, και τα παραπτώματα της αρετής εκ μέρους τους δεν αντιμετωπίζονται σοβαρά», «Οι γυναίκες τους είναι όλες πόρνες».[90]

Σε αυτή την ηθικοπλαστική κατεύθυνση, οι αρχές τροποποίησαν τον νόμο το 1897 ρητά για να συμπεριλάβουν τους «ευνούχους» ως κοινοποιούμενη ομάδα. Ο ευνούχος «θεωρήθηκε ότι περιλαμβάνει όλα τα μέλη του αρσενικού φύλου που παραδέχονται οι ίδιοι, ή κατά την ιατρική επιθεώρηση φαίνεται σαφώς ότι είναι ανίκανοι». Στην πράξη, αυτό σήμαινε τους χίτζρα της Ινδίας, που θεωρούνταν σεξουαλικά ανήθικοι και ένοχοι «σοδομισμού»[91].

Οι Χίτζρα –που πιθανώς προέρχονται από τη λέξη έζρα στα ουρντού που σημαίνει νομάδας ή περιπλανώμενος– αποτελούν μια μεγάλη κοινότητα ανθρώπων στην Ινδία, οι οποίοι, γεννημένοι άνδρες, ζουν τη ζωή τους ως γυναίκες ή τρίτου φύλου. Σε πολλούς παραδοσιακούς ινδικούς πολιτισμούς είχαν μια καθορισμένη και επιτρεπόμενη κοινωνική θέση.[92] Σύμφωνα με το νόμο, όμως, κάθε «ευνούχος» που εμφανιζόταν «ντυμένος ή στολισμένος σαν γυναίκα σε δημόσιο δρόμο ... ή που χορεύει ή παίζει μουσική ή συμμετέχει σε οποιαδήποτε δημόσια έκθεση, σε δημόσιο δρόμο» μπορούσε να συλληφθεί χωρίς ένταλμα και να φυλακιστεί για έως και δύο χρόνια. Ο νόμος στερούσε από τους ευνούχους τη νομική υπόσταση, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να συντάσσουν διαθήκη ή να υιοθετούν παιδιά. Οι τοπικές αρχές όφειλαν να τηρούν μητρώο όλων των ευνούχων που «είχαν βάσιμες υποψίες» ότι «διέπρατταν αδικήματα σύμφωνα με το άρθρο 377 του Ινδικού Ποινικού Κώδικα»[93].

Οι Βρετανοί θεωρούσαν τις κοινότητες των χίτζρα στην Ινδία «δυσάρεστη ενόχληση»[94]. Οι αποικιακές αρχές παρεμπόδιζαν τα παραδοσιακά τους δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων στη γη και τα χρήματα που κατείχαν, σε χωριά σε όλη την Ινδία[95]. Οι διατάξεις κατά της επαιτείας στους νόμους περί αλητείας, όπως αυτές στις Περιφέρειες της Βομβάης και της Βεγγάλης, ποινικοποιούσαν επίσης τη συνήθη κοινωνική θέση των χίτζρα ως επαίτες. Η τροποποίηση του 1897 –με υπότιτλο «Νόμος για την καταγραφή των εγκληματικών φυλών και των ευνούχων»– συνέδεσε την ταυτότητα του «ευνούχου» με το άρθρο 377. Έδειξε πώς οι διατάξεις περί αλητείας και σοδομισμού προέρχονταν από το ίδιο κίνητρο: να τεθούν όχι μόνο συμπεριφορές, αλλά και κατηγορίες ανθρώπων υπό επιτήρηση και έλεγχο. Οι αποικιακοί νόμοι περί αλητείας κατέστησαν τελικά την «προσωπική κατάσταση» του να είσαι χίτζρα ποινικό αδίκημα. Μια ινδική οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρατηρεί ότι:

«Η σεξουαλική μη συμμόρφωση του ευνούχου επέφερε έτσι αυστηρά μέτρα και ποινές από την αποικιακή διοίκηση. Το να είσαι ευνούχος ήταν από μόνο του μια εγκληματική δραστηριότητα, με την επιτήρηση να αποτελεί την καθημερινή πραγματικότητα... Ο ρόλος της αστυνομίας στην άσκηση βίας μέσω και εκτός νόμου ρύθμιζε τη ζωή τους όσο ρύθμιζε και τη ζωή των πρώην εγκληματικών φυλών. Ωστόσο... είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι λόγω του στιγματισμού της σεξουαλικότητάς τους, οι ευνούχοι δεν βρήκαν ποτέ φωνή στις εθνικιστικές ή υποτελείς ιστορίες[96]

Οι κατηγορίες του περιπλανώμενου καταμίτη και του εγκληματία ευνούχου επέτρεπαν στο κράτος να συλλαμβάνει ανθρώπους με το τεκμήριο του σοδομισμού, χωρίς απόδειξη της πραγματικής πράξης. Το να είσαι ή να μοιάζεις με ένα συγκεκριμένο είδος ανθρώπου έγινε η βάση για παρενόχληση, σύλληψη, κράτηση και κακοποίηση.

 

Ιατροδικαστικές μυθολογίες

 

«Infundibuliform» σημαίνει «σε σχήμα χωνιού» [χωνοειδές]. Μια ασυνήθιστη λέξη, που έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει δύο πράγματα συγκεκριμένα – το σχήμα ορισμένων λουλουδιών και τους πρωκτούς των «καθ’ έξιν σοδομιστών». Ο αποικιακός νόμος, όπως ήταν αναμενόμενο, ενδιαφερόταν περισσότερο για το τελευταίο.

Η ανησυχία του φαίνεται σε μία από τις πρώτες υποθέσεις που αναφέρθηκαν βάσει του άρθρου 377 του ινδικού ποινικού κώδικα και για τις οποίες ασκήθηκε έφεση. Στην υπόθεση Queen-Empress v. Khairati [Βασίλισσα Αυτοκράτειρα εναντίον Χαϊράτι][97] το 1884, ο δικαστής των δικαστικών συνεδριάσεων καταδίκασε τον ανώνυμο κατηγορούμενο χίτζρα (που ονομαζόταν μόνο Χαϊράτι ή ζητιάνος) βάσει του άρθρου 377, με την κατηγορία ότι «εντός τεσσάρων μηνών πριν από τις 15 Ιουνίου (1883), ο ακριβής χρόνος είναι αδύνατο να προσδιοριστεί, προέβη στην περιοχή Μορανταμπάντ στη διάπραξη του αδικήματος του σοδομισμού, επιτρέποντας σε κάποιο άγνωστο πρόσωπο να διαπράξει το αδίκημα του σοδομισμού στο άτομό του». Ο Χαϊράτι ονομάστηκε «ευνούχος», καθώς «βρέθηκε να τραγουδάει ντυμένος γυναίκα ανάμεσα στις γυναίκες μιας συγκεκριμένης οικογένειας».

Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι «αποδεικνύεται ότι έχει το χαρακτηριστικό σημάδι ενός συνηθισμένου καταμίτη – τη διαστρέβλωση του στομίου του πρωκτού σε σχήμα τρομπέτας ... το οποίο υποδηλώνει σαφώς αφύσικη συνουσία εντός των τελευταίων μηνών».[98] Έτσι, ο Χαϊράτι δεν δικάστηκε για κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό σοδομισμού: το μόνο στοιχείο ήταν η ενδυμασία – που επιβεβαιώθηκε από την μετέπειτα ιατρική εξέταση. Το κατώτερο δικαστήριο δήλωσε ότι «τα τρία γεγονότα που αποδείχθηκαν σε βάρος του κατηγορουμένου –η εμφάνισή του ως γυναίκα, η παραμόρφωση [του πρωκτού], η αφροδίσια νόσος– οδηγούν με ακαταμάχητο τρόπο στο συμπέρασμα ότι πρόσφατα υποβλήθηκε σε αφύσικη λαγνεία». Το εφετείο ακύρωσε την καταδίκη επειδή δεν υπήρχε καμία εξειδίκευση σχετικά με την πράξη: ο χρόνος, ο τόπος και η ταυτότητα του «συνεργού» ήταν άγνωστα. Ωστόσο, ο δικαστής χαρακτήρισε αξιέπαινες τις επίσημες προσπάθειες «ελέγχου αυτών των αηδιαστικών πρακτικών ...»[99].

Στην υπόθεση Χαϊράτι, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε τα ιατροδικαστικά στοιχεία ως απόδειξη ότι ο σοδομισμός είχε σίγουρα συμβεί σε προηγούμενο χρόνο. Παρά την απαίτηση του εφέτη δικαστή για εξειδίκευση, οι «αξιέπαινες» ιατρικές προσπάθειες των αρχών θα συνεχιστούν – και θα αποκτήσουν γενική αποδοχή ως αποδεικτικά στοιχεία.

Ο πλήρης αντίκτυπος των νόμων περί σοδομισμού δεν μπορεί να γίνει κατανοητός εξετάζοντας μόνο το νομικό αδίκημα. Οι αποδεικτικές απαιτήσεις για την απόδειξη του αδικήματος του σοδομισμού συνέβαλαν στην εδραίωση της εξουσίας του κράτους επί του ύποπτου σώματος, καθώς και στη δημιουργία της εγκληματικής ταυτότητας του ομοφυλόφιλου.

Όλα τα σεξουαλικά αδικήματα παρέχουν στο κράτος ασυνήθιστη εξουσία να επεμβαίνει απευθείας στο σώμα των ανθρώπων: να προσδιορίζει την τέλεση του αδικήματος, να διαχωρίζει την αλήθεια από την ψευδή κατηγορία και συχνά να καθορίζει την ακριβή έκταση της σεξουαλικής επαφής. Έτσι, για παράδειγμα, οι ιατροδικαστές πρέπει να εξετάσουν ένα θύμα βιασμού –ιδίως στις χώρες του εθιμικού δικαίου– για να αναζητήσουν σωματικά τραύματα ή άλλα σημάδια επίθεσης. Οι ιατροδικαστές συνέβαλαν επίσης στην καθιέρωση καθεστώτων για τον έλεγχο των εργαζομένων στο σεξ. Οι διάφοροι νόμοι περί μεταδοτικών ασθενειών του δέκατου ένατου αιώνα που θεσπίστηκαν στη Βρετανία και σε όλες τις αποικίες της δημιούργησαν την κατηγορία της «κοινής» ή καθ’ έξιν πόρνης. Βάσει αυτών των νόμων, τα σώματα των γυναικών υποβάλλονταν σε βάναυσες ιατρικές εξετάσεις. Η διάγνωση αφροδίσιας νόσου ισοδυναμούσε με ποινική καταδίκη και οδηγούσε σε φυλάκιση[100].

Η ιατροδικαστική στην βικτοριανή εποχή επινόησε επίσης περίπλοκα, φανταστικά σύνολα σημείων για να βρει τον «καθ’ έξιν σοδομιστή». Όπως έγραψε ο Μισέλ Φουκώ: «Ο ομοφυλόφιλος του δέκατου ένατου αιώνα γίνεται μια φυσιογνωμία: ένα παρελθόν, μια ιστορία και μια παιδική ηλικία ... με μια ανατομία ασυνήθιστη και ίσως με μια μυστηριώδη φυσιολογία»[101].

Ο Γάλλος ιατροδικαστής Ογκύστ Αμπρουάζ Ταρντιέ δημοσίευσε το 1857 τη μεγάλης επιρροής πραγματεία του για την αναγνώριση της πόρνης και του «παιδεραστή». Έξι αλάνθαστα σημάδια, πίστευε, χαρακτήριζαν τους τελευταίους: «η υπερβολική ανάπτυξη των γλουτών∙ η χωνοειδής παραμόρφωση του πρωκτού∙ η χαλάρωση του σφιγκτήρα∙ η εξάλειψη των πτυχώσεων, των εξογκωμάτων και των πτερυγίων στην περιφέρεια του πρωκτού∙ η ακραία διαστολή του πρωκτικού στομίου∙ και τα έλκη, οι αιμορροΐδες, τα συρίγγια.»[102] Στη Βρετανία, το βιβλίο του Γκλάστερ, Ιατρική Νομολογία και Τοξικολογία [Medical Jurisprudence and Toxicology] ακολούθησε τον Ταρντιέ: σε εκδόσεις που εκτείνονταν μέχρι τον εικοστό αιώνα διακήρυττε «ένα infundibuliform [χωνοειδές] σχήμα του πρωκτού» ως επιβεβαιωμένο σημάδι του παθητικού σοδομιστή[103].

Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει καταγράψει εξετάσεις για τον εντοπισμό τέτοιων φανταστικών παραμορφώσεων, σε χώρες από την Αίγυπτο έως τη Ζιμπάμπουε. Εισβάλλουν στην ιδιωτική ζωή του σώματος. Πραγματοποιούνται χωρίς συγκατάθεση σε συνθήκες φυλακής και αποτελούν βασανιστήρια. Οι θεωρίες που τις διέπουν είναι ιατρικά άχρηστες. Η Δρ Λόρνα Μάρτιν, καθηγήτρια ιατροδικαστικής παθολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν, στη Νότια Αφρική, δήλωσε στο Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι οι θεωρίες του Ταρντιέ είναι «αλλόκοτες και απαρχαιωμένες ... ανοησίες». Η ίδια πρόσθεσε: «Είναι αδύνατο να ανιχνευθεί η χρόνια πρωκτική διείσδυση∙ η μόνη στιγμή που η [ιατροδικαστική πρωκτική] εξέταση θα μπορούσε να είναι χρήσιμη είναι για την οξεία μη συναινετική πρωκτική διείσδυση, όταν μπορεί να φανούν ορισμένες κακώσεις.»[104] Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι εξακολουθούν να πραγματοποιούνται υποδηλώνει ότι είναι σημαντικές όχι μόνο για την ιατρική μυθολογία που κρύβεται πίσω τους, αλλά επειδή τα συστατικά τους στοιχεία –η ταπείνωση του υποκειμένου και η επιβεβαίωση της εξουσίας της κυβέρνησης επί του σώματός του– ενισχύουν, με δραστικό και βασανιστικό τρόπο, την αστυνόμευση της σεξουαλικότητας από το κράτος.

Διάφοροι Ινδοί ιατροδικαστές ακολούθησαν τα γραπτά των Ταρντιέ και Γκλάστερ, προσθέτοντας νέες παραμέτρους με βάση τη δική τους κατανόηση της «διαφοράς» στα σώματα των σοδομιστών. Ισχυρίστηκαν ότι ο «καταμίτης» ή «σοδομίτης» είναι ένας επιστημονικά ξεχωριστός τύπος προσώπου, σωματικά διακριτός. Ο Ετζάζ Αχμέντ, για παράδειγμα, επισημαίνει την «χαίνουσα κατάσταση του πρωκτού και την καταστροφή της αναδιπλωμένης ή πτυχωμένης κατάστασης του δέρματος σε αυτό το τμήμα.»[105] Ο Ναραγιάν Ρέντι πηγαίνει την έννοια της διαστολής παραπέρα και παρέχει ένα πρόχειρο σφιγκτηρόμετρο, απαιτώντας ως απόδειξη ένα άνοιγμα «διαμέτρου 4 έως 5 εκατοστών, μέσα από το οποίο μπορεί να φανεί το ορθό.»[106] Ένας άλλος ιατροδικαστής προχωρά πέρα από τα φυσικά σημάδια της διείσδυσης και στον τρόπο με τον οποίο ο σοδομίτης προετοιμάζει την εμφάνισή του. Αναφέρει «το ξύρισμα των πρωκτικών τριχών, αλλά όχι απαραίτητα των ηβικών τριχών» ως αποδεικτικό στοιχείο για την ενοχοποίηση ενός συνηθισμένου, παθητικού σοδομίτη[107].

Αυτές οι εικασίες των ιατροδικαστών δεν είναι προσπάθειες να τεκμηριώσουν μεμονωμένες σεξουαλικές πράξεις, αλλά να συμπεράνουν ιστορίες ζωής και μια ταυτότητα[108]. Στην αποικιοκρατική ινδική υπόθεση Ντ.Π. Μινβάλλα εναντίον Αυτοκράτορα [D.P Minwalla v. Emperor], ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε την μη-χωνοειδή, χωρίς σημάδια κατάσταση του πρωκτού του για να ισχυριστεί ότι είχε μη-εγκληματικό παρελθόν. Ο Μινβάλα συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να κάνει πρωκτικό σεξ με έναν άλλο άνδρα. Για να αθωωθεί, υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση για να πείσει το δικαστήριο ότι το πρωκτικό του στόμιο δεν είχε σχήμα χωνιού. Το εφετείο επιβεβαίωσε την καταδίκη του Μινβάλλα, αλλά με μειωμένη ποινή, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ιατρική εξέταση έδειχνε ότι επρόκειτο για ένα στιγμιαίο ολίσθημα και όχι για μια συνήθη ταυτότητα[109].

Όπως το σεξουαλικό ιστορικό των γυναικών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να τους αρνηθούν την προστασία σε περιπτώσεις βιασμού, η ιδιότητα του «καθ’ έξιν σοδομίτη» σημαίνει, στην πραγματικότητα, την απώλεια του δικαιώματος άρνησης συναίνεσης[110]. Μια υπόθεση του 1981 από το ανεξάρτητο Πακιστάν είναι ενδεικτική. Το Πακιστάν κληρονόμησε τον ινδικό ποινικό κώδικα και διατηρεί το άρθρο 377. Ωστόσο, στη δεκαετία του 1970, το κυβερνητικό πρόγραμμα εξισλαμισμού του εθνικού δικαίου εισήγαγε επίσης το αδίκημα της ζίνα, το οποίο, μεταξύ άλλων, τιμωρεί το σεξ μεταξύ ανδρών όταν συνδυάζεται με απαγωγή[111]. Στο Μουχάμμαντ Ντιν δύο άνδρες κατηγορήθηκαν για ζίνα επειδή βίασαν έναν άλλο νεαρό άνδρα σε σιδηροδρομικό σταθμό στη Λαχόρη. Η ιατρική εξέταση του κατηγορούμενου, ωστόσο, διαπίστωσε ότι ο πρωκτός του είχε «μετρίως χωνοειδές σχήμα και φαινόταν να είναι συνήθης παθητικός πράττων». Με βάση αυτό, το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του θύματος. Η άποψη ότι συμμετείχε με τη θέλησή του στο σεξ «ενισχύθηκε από τα ιατρικά στοιχεία που έδειχναν ότι ήταν καθ’ έξιν παθητικός πράττων». Έτσι, το δικαστήριο αρνήθηκε να πιστέψει «ότι ο καταγγέλλων είχε μεταφερθεί χωρίς τη θέλησή του ή απαχθεί με σκοπό να υποβληθεί σε αφύσικη λαγνεία». Έτσι, η κατηγορία της ζίνα αποσύρθηκε[112].

 

IV. Ερμηνεία των νόμων περί σοδομισμού: Η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής

 

Οι ιατροδικαστικές ιατρικές εξετάσεις δείχνουν τη σχολαστικότητα στην οποία καταφεύγει το κράτος όταν προσπαθεί να αναλύσει τις λεπτομέρειες και τα στοιχεία των σεξουαλικών πράξεων. Η ιστορία του τρόπου με τον οποίο τα δικαστήρια κατά την αποικιακή περίοδο και πέραν αυτής ερμήνευσαν τις διάφορες εκδοχές του άρθρου 377 δείχνει επίσης ότι οι κρατικές αρχές έχουν εγκλωβιστεί σε τέλματα σεξουαλικών λεπτομερειών. Μαζί, παρουσιάζουν τις λογικές ακροβασίες στις οποίες επιδίδονται τα κράτη όταν ορίζουν τη γραμμή μεταξύ επιτρεπόμενων και τιμωρητέων σεξουαλικών πράξεων – και προσπαθούν να διατηρήσουν μια λογική για τη διάκριση αυτή.

Μια διάκριση που δεν είχε ποτέ μεγάλη σημασία, στα «αφύσικα αδικήματα», ήταν ο άξονας της συναίνεσης. Το μεγαλύτερο μέρος της σωζόμενης νομολογίας κατά την αποικιοκρατία και μετά την ανεξαρτησία (όσα έφτασαν στα νομικά δελτία ήταν σε μεγάλο βαθμό υποθέσεις επί εφέσεων, που αναμφίβολα αντιπροσωπεύουν μόνο ένα κλάσμα των καταδικαστικών αποφάσεων) ασχολείται με κατηγορίες για μη συναινετικό σοδομισμό. Σχεδόν πάντοτε –όπως γράφει ένας νομικός από τη Ζιμπάμπουε– το γεγονός ότι «έλαβε χώρα μια επίθεση (ενδεχομένως βίαιη) είναι δευτερεύουσας σημασίας» για το δικαστήριο[113]. Η σιωπή του νόμου σχετικά με τη συναίνεση μεταφράζεται σε αδιαφορία των δικαστών για το θύμα. Επιβεβαιώνει επίσης ότι «η ανυπαρξία θύματος», όταν υπήρξε συναίνεση, δεν αποτελεί εμπόδιο για τη δίωξη.[114]

Αυτό το κεφάλαιο θα δείξει:

Πρώτον, η διερεύνηση των λεπτομερειών των σεξουαλικών πράξεων οδήγησε στην περαιτέρω διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των πράξεων που καλύπτονται από το άρθρο 377. Ο νόμος έφτασε να αναγνωρίζει ευρύτερες κατηγορίες «σεξουαλικής διαστροφής», και ενώ αυτό επεκτεινόταν και σε πράξεις που διαπράττονταν από ετεροφυλόφιλα ζευγάρια, ο «σοδομίτης» ή «καταμίτης» ή «ομοφυλόφιλος» βρισκόταν στο επίκεντρο της έννοιάς του.

Δεύτερον, η αποτυχία του άρθρου 377 να διακρίνει τις συναινετικές από τις μη συναινετικές πράξεις ή να προσφέρει ξεχωριστή προστασία στους ανηλίκους από την κακοποίηση, οδήγησε στην ταύτιση της «ομοφυλοφιλίας» με άλλα βίαια σεξουαλικά εγκλήματα – εντείνοντας το νομικό στίγμα.

Τρίτον, η βρετανική νομοθεσία δεν τιμώρησε ποτέ το σεξ μεταξύ γυναικών – και ως εκ τούτου η βρετανική αποικιοκρατία δεν εισήγαγε ποτέ ποινικές κυρώσεις γι’ αυτό. Ωστόσο, το εύρος της βρετανικής διάταξης περί «κατάφωρης προσβολής της δημοσίας αιδούς» έδωσε στα κράτη την ευκαιρία να τιμωρήσουν και τις λεσβίες.

 

Νομολογία: από τα «εγκλήματα κατά της φύσης» στις κοινοτικές αξίες

 

Στη δεκαετία του 1930 στην Ινδία, η αστυνομία συνέλαβε έναν νεαρό άνδρα ονόματι Ρατάνσι, ενώ αυτός και ένας άλλος άνδρας προσπαθούσαν να κάνουν σεξ. Στο δικαστήριο, ο Ρατάνσι δεν το αρνήθηκε. Ο εξαγριωμένος δικαστής τον αποκάλεσε ένα «κατάπτυστο δείγμα της ανθρωπότητας», εθισμένο στο «βίτσιο του καταμίτη» κατά δική του ομολογία.[115] Δεν ήταν μόνο η πράξη από μόνη της που προκαλούσε αποτροπιασμό στο δικαστήριο: ήταν η απεχθής κατηγορία του ανθρώπου. Ωστόσο, ο δικαστής δεν μπόρεσε να τιμωρήσει τους δύο κατηγορούμενους: πιάστηκαν πριν προλάβουν να ολοκληρώσουν την πράξη. Ένα χάσμα απλωνόταν ανάμεσα στην αποστροφή του για τους συλληφθέντες και στα αποδεικτικά όρια που απαιτούσε η κατανόηση του νόμου. Η καταδίκη απαιτούσε διείσδυση και σωματική ή άλλη απόδειξη.

Μεγάλο μέρος της μεταγενέστερης νομολογίας γύρω από το άρθρο 377, στα πολλά μέρη όπου εφαρμόστηκε, θα προσπαθούσε να καλύψει αυτό το κενό: να επανασχεδιάσει τον σεξουαλικό χάρτη της «ανηθικότητας» και να χωρέσει ένα αρκετά ευρύ φάσμα πράξεων στην ποινική πυξίδα, έτσι ώστε κανένα «απεχθές δείγμα της ανθρωπότητας» να μην αθωώνεται. Το τι λογιζόταν ως «αφύσικο» και, όπως παρατηρεί ένας σχολιαστής, «το τι λογιζόταν ως διείσδυση εξακολουθούσε να αποτελεί μια συνεχή, αυθαίρετη και μη συστηματική συζήτηση» σε δικαστήρια και χώρες[116].

Η «σαρκική συνεύρεση ενάντια στην τάξη της φύσης» δεν είχε ποτέ οριστεί επακριβώς. Μια από τις πρώτες ινδικές υποθέσεις που έφτασαν στις νομικές αναφορές κατόπιν έφεσης, ωστόσο, αντανακλούσε αυτό που μάλλον ήταν η συνήθης δικαστική αντίληψη. Η φράση σήμαινε πρωκτικό σεξ, αφού «η πράξη πρέπει να γίνεται σε εκείνο το σημείο όπου συνήθως διαπράττεται ο σοδομισμός»[117].

Η ινδική υπόθεση Χάνου εναντίον Αυτοκράτορα [Khanu v. Emperor][118] του 1925 έκανε το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της επαναχάραξης των ορίων του άρθρου 377. Έγινε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, η κατευθυντήρια απόφαση για την ερμηνεία του 377 μέσω των βρετανικών αποικιών στη Νότια Ασία, την Ανατολική Ασία και την Ανατολική Αφρική. Η υπόθεση αφορούσε βίαιο στοματικό σεξ μεταξύ ενός ενήλικου άνδρα και μιας ανήλικης. Ο μη συναινετικός χαρακτήρας της πράξης δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην απόφαση της έφεσης. Το μόνο ερώτημα που απασχόλησε το δικαστήριο ήταν αν το στοματικό σεξ αποτελούσε αφύσικο σαρκικό αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 377.

Η υπόθεση Khanu v. Emperor απαντούσε πως ναι. Το 377 δεν περιοριζόταν στο πρωκτικό σεξ[119].

Η πρώτη όριζε την τάξη της φύσης στο σεξ ως «τη δυνατότητα σύλληψης ανθρώπινων όντων»: το στοματικό σεξ ήταν νομικά όπως το πρωκτικό σεξ, δεδομένου ότι δεν ήταν αναπαραγωγικό. Η πλήρης απομάκρυνση του αποικιακού δικαστηρίου από το ινδικό πλαίσιο –η στήριξή του στις αμιγώς ευρωπαϊκές παραδόσεις της σεξουαλικής ευπρέπειας, οι οποίες συνέδεαν τη φύση με την αναπαραγωγή– δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη. Επίσης, το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι άλλες μορφές σεξ με διείσδυση (για παράδειγμα, η χρήση αντισύλληψης) απέκλειε επίσης τη «δυνατότητα σύλληψης».[120]

Η δεύτερη γραμμή σκέψης επαναπροσδιόρισε τη διείσδυση. Το δικαστήριο όρισε τη «σαρκική επαφή» ως

«μια προσωρινή επίσκεψη σε έναν οργανισμό ενός μέλους του άλλου οργανισμού, για ορισμένα σαφώς καθορισμένους και περιορισμένους σκοπούς. Ο πρωταρχικός σκοπός του οργανισμού που τον επισκέπτεται είναι να αποκτήσει ευφορία μέσω μιας εκτόνωσης των νεύρων που προκύπτει από τη σεξουαλική κρίση. Αλλά δεν υπάρχει συνουσία αν το μέλος που επισκέπτεται δεν περιβάλλεται τουλάχιστον εν μέρει από τον οργανισμό που επισκέπτεται, διότι η συνουσία υποδηλώνει αμοιβαιότητα.»[121]

Εφόσον υπάρχει ένα άνοιγμα (το στόμα) για να περικλείει το «επισκέπτη μέλος», μπορεί να υπάρξει σαρκική επαφή. Όταν δεν μπορεί να οδηγήσει σε τεκνοποίηση, υπάρχει «αφύσικο αδίκημα»[122].

Η υπόθεση Khanu v. Emperor άνοιξε το δρόμο για την υπαγωγή και άλλων πράξεων στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 377. Για παράδειγμα, μια υπόθεση του 1961 από το Ανατολικό Πακιστάν (σημερινό Μπαγκλαντές) διαπίστωσε ότι η πανομοιότυπη διάταξη του Ποινικού Κώδικα του Πακιστάν ποινικοποιούσε αυτό που αποκαλούσε «σεξ μεταξύ των μηρών»[123] Το δικαστήριο ακολούθησε τον ειδικό για τη διείσδυση ορισμό της υπόθεσης Khanu και έκρινε ότι «η είσοδος του ανδρικού οργάνου του κατηγορουμένου στην τεχνητή κοιλότητα μεταξύ των μηρών [του άλλου συντρόφου] θα σήμαινε διείσδυση και θα ισοδυναμούσε με σαρκική επαφή».

Η υπόθεση Λοχάνα Βασάνταλ [Lohana Vasantlal] στην Ινδία μετά την ανεξαρτησία ακολούθησε και τροποποίησε επίσης την απόφαση Khanu[124]. Στα πραγματικά περιστατικά, όπως και στην υπόθεση Khanu, αφορούσε τρεις άνδρες που ανάγκασαν ένα ανήλικο αγόρι να κάνει πρωκτικό και στοματικό σεξ μαζί τους. Ωστόσο, η απόφαση παραμελεί τον τραυματισμό που προκλήθηκε στο αγόρι που εξαναγκάστηκε να υποβληθεί στη σεξουαλική πράξη: δεν γίνεται καμία συζήτηση για τον εξαναγκασμό. Αντιθέτως, το δικαστήριο επικεντρώθηκε στο να συμπεριλάβει το στοματικό σεξ στο πλαίσιο του 377. Όπως και σε άλλες εφεσιβαλλόμενες υποθέσεις που αφορούν εξαναγκαστικό σεξ, το σκεπτικό του δικαστηρίου θα μπορούσε να εφαρμοστεί απρόσκοπτα σε συναινετικές πράξεις.

Η υπόθεση Lohana Vasantlal συμφώνησε με την υπόθεση Khanu, κρίνοντας το στοματικό σεξ αφύσικο: «το στόμιο του στόματος δεν προορίζεται σύμφωνα με τη φύση για σεξουαλική ή σαρκική επαφή»[125]. Η κύρια πηγή του, ενδεικτικά, προερχόταν από το Ηνωμένο Βασίλειο: τον διακεκριμένο Βρετανό σεξολόγο Χάβελοκ Έλις. Ακολουθώντας τον, υποστήριξε ότι το στοματικό σεξ μπορεί να είναι επιτρεπτό εάν αποτελούσε μέρος των προκαταρκτικών που οδηγούσαν στο «φυσικό» (κολπικό) σεξ: «Εάν το στάδιο της προαναφερόμενης πράξης ήταν για τη διέγερση της σεξουαλικής ορμής, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ήταν μόνο ένα προοίμιο της σαρκικής επαφής.»[126] Ωστόσο, επικαλούμενο και πάλι τον Έλις, διαπίστωσε ότι όταν οι μορφές σεξουαλικού παιχνιδιού παύουν να είναι «βοηθήματα για την έξαρση» και «αντικαθιστούν την επιθυμία της συνουσίας», τότε «καθίστανται παρεκκλίσεις [...] και συνεπώς μπορούν να χαρακτηριστούν ως “διαστροφές”.»[127] Το δικαστήριο της υπόθεσης Lohana ανέπτυξε επίσης έναν «έλεγχο μίμησης» για τις σεξουαλικές πράξεις. Για παράδειγμα, το στοματικό σεξ μιμούνταν το πρωκτικό σεξ όσον αφορά τη διείσδυση, το στόμιο, το περίβλημα και τη σεξουαλική απόλαυση. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε επίσης να τιμωρηθεί βάσει του άρθρου 377.

Στην υπόθεση Κ. Γκοβιντάν [K. Govindan], μια ινδική υπόθεση του 1969, χρησιμοποίησε τον «έλεγχο μίμησης» από την υπόθεση Lohana για να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα με το δικαστήριο του πρώην Ανατολικού Πακιστάν σχετικά με το «σεξ μεταξύ των μηρών»: εάν «το ανδρικό όργανο «εισάγεται» ή «σπρώχνεται» μεταξύ των μηρών, υπάρχει «διείσδυση» που συνιστά αφύσικο αδίκημα»[128].

Ο δικαστής στην υπόθεση Khanu είχε πει: «Αμφιβάλλω αν η αμοιβαία χειρουργία θα ήταν» μια μορφή «σαρκικής συνεύρεσης» – ανατρέχοντας στα ελληνικά για να ανασύρει έναν ευφημισμό για τον αυνανισμό[129]. Ωστόσο, ένα δικαστήριο ενέταξε τον αμοιβαίο αυνανισμό στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 377 στην ινδική υπόθεση Αδελφός Τζον Αντώνιος κατά Πολιτείας [Brother John Antony v. State][130] το 1992. Στην υπόθεση αυτή, και πάλι, οι ισχυρισμοί περί εξαναγκασμού δεν ενδιέφεραν το δικαστήριο. Η απόφαση αντ’ αυτού εμβαθύνει στον «σεξουαλικά διεστραμμένο», αναλύοντας και παραλληλίζοντας πρακτικές όπως ο «τριβαδισμός», η «κτηνοβασία», ο «μαζοχισμός», ο «φετιχισμός», ο «επιδειξιομανία» και ο «σαδισμός».[131] Χρησιμοποιώντας τον έλεγχο της μίμησης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αμοιβαίος αυνανισμός εμπίπτει στον 377, καθώς «το ανδρικό όργανο του αναφέροντος λέγεται ότι συγκρατείται σφιχτά από τα χέρια των θυμάτων, δημιουργώντας ένα πράγμα που μοιάζει με στόμιο για χειρισμό και κίνηση του πέους μέσω εισαγωγής και απόσυρσης»[132].

Στη Σιγκαπούρη, δύο υποθέσεις από τη δεκαετία του 1990 –ΠΠ εναντίον Ταν Κουάν Μενγκ [PP v. Tan Kuan Meng][133] και ΠΠ εναντίον Κουάν Κουόνγκ Γουένγκ [PP v. Kwan Kwong Weng][134]– ακολούθησαν τη διάκριση (μεταξύ «προοίμιου» και «υποκατάστατου» της «φυσικής» σεξουαλικής πράξης) που είχε θέσει η υπόθεση Lohana. Κάθε μία από αυτές τις δίκες με το 377 αφορούσε τον ισχυρισμό μιας γυναίκας ότι ένας άνδρας την είχε εξαναγκάσει να κάνει στοματικό σεξ. Το δικαστήριο στην υπόθεση Kwan Kwong Weng όρισε το έγκλημα ως «πεολειχία μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας, ανεξάρτητα από το αν η γυναίκα συναινούσε ή όχι, κάτι που ήταν εντελώς άσχετο»[135].

Η υπόθεση Kwan Kwong Weng ζύγισε τα σύγχρονα ήθη μεταξύ των ετεροφυλόφιλων, λαμβάνοντας υπόψη «στατιστικά στοιχεία ... ότι αυτές οι μορφές στοματικού σεξ ασκούνται στη Σιγκαπούρη. Δεν μπορούμε να κλείσουμε το μυαλό μας σε αυτό.»[136] Το δικαστήριο παραδέχθηκε ότι «είναι γεγονός ότι τα προκαταρκτικά συμβαίνουν πριν από τη συνουσία». Και έκρινε ότι «όταν τα ζευγάρια που εμπλέκονται σε συναινετική σεξουαλική συνεύρεση επιδίδονται οικειοθελώς σε πεολειχία και αιδοιολειχία ως διέγερση των αντίστοιχων σεξουαλικών τους ορμών, καμία από τις δύο πράξεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στην τάξη της φύσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση η πράξη [...] θα είναι [...] ποινικά κολάσιμη».[137]

Το ετεροφυλοφιλικό στοματικό σεξ ήταν έτσι σαν ένα μέτριο εστιατόριο στον οδηγό για τους οδηγούς αυτοκινήτων: άξιζε μια παράκαμψη, αλλά ποτέ, μα ποτέ δεν άξιζε ένα ταξίδι από μόνο του. Οι ετεροφυλόφιλοι, ωστόσο, είχαν ένα νομικό περιθώριο για το στοματικό σεξ που στερούνταν οι ομοφυλόφιλοι. Μπορούσαν να ισχυριστούν ότι το «φυσικό», κολπικό σεξ ήταν κάπου μακριά σε μακρινή θέα, ο από καιρό προγραμματισμένος προορισμός μετά από μια εκτροπή σε ένα διαφορετικό στόμιο.

Ωστόσο, τόσο η υπόθεση Lohana όσο και η υπόθεση Kwan Kwong Weng υπονόμευσαν διακριτικά τα θεμέλια της παλιάς απόφασης Khanu, απορρίπτοντας σιωπηλά την αιτιολόγηση της «αναπαραγωγής». Ο δικαστής στην υπόθεση Kwan Kwong Weng αποδέχτηκε σιωπηρά (όπως έδειχναν οι στατιστικές ενώπιον του δικαστηρίου της Σιγκαπούρης) ότι οι άνθρωποι κάνουν σεξ για ευχαρίστηση και μόνο – μια σημαντική δικαστική παραχώρηση.

Αυτό έθεσε και πάλι το ερώτημα: με πόση αυτοπεποίθηση μπορεί ο νόμος να διακρίνει μεταξύ «φυσικού» και «αφύσικου»; Η έλλειψη ενός αυτονόητου προτύπου στην υπόθεση Kwan Kwong Weng οδήγησε τελικά σε μια νέα ώθηση στη Σιγκαπούρη για τη μεταρρύθμιση της διάταξης της αποικιακής εποχής. Η ώθηση αυτή ενισχύθηκε από τις περισσότερες διώξεις ετεροφυλόφιλων για στοματικό σεξ. Το 2004, τα δικαστήρια της Σιγκαπούρης καταδίκασαν έναν πρώην αστυνομικό σε δύο χρόνια φυλάκιση επειδή έκανε στοματικό σεξ με μια έφηβη κοπέλα[138]. Ένας δικαστής μίλησε για «ορισμένα αδικήματα που είναι τόσο αποκρουστικά για την ασιατική κουλτούρα [...] Υπάρχουν χώρες όπου μπορείς να πας και να πάρεις πίπα με όλη σου τη ψυχή. Άνθρωποι σε υψηλές θέσεις το κάνουν με όλη τους τη ψυχή. Δεν είμαι ειδικός, αλλά το διαβάζετε στις εφημερίδες. Αλλά εδώ είναι Ασία.»[139]

Η «Ασία» δεν ήταν τόσο συντηρητική όσο νόμιζε ο δικαστής. Η ποινικοποίηση των ομοφυλοφιλικών πράξεων ήταν κάτι άλλο∙ η ποινικοποίηση των ετεροφυλοφιλικών πράξεων προκαλούσε πλέον οργή. Ο Τύπος και η κοινή γνώμη εξεγέρθηκαν για την παραδοχή ότι η ετεροφυλόφιλη «πίπα» ήταν ξένη στη Σιγκαπούρη. Κάτω από την πίεση, η κυβέρνηση δρομολόγησε την αναθεώρηση του νόμου. Οι αξιωματούχοι δήλωσαν από την αρχή ότι θα στόχευε στην αποποινικοποίηση του συναινετικού στοματικού σεξ μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά θα άφηνε απαγορευμένο κάθε μορφής στοματικό σεξ μεταξύ ανδρών[140].

Αυτό ακριβώς συνέβη. Η αναθεώρηση κατέληξε τελικά σε αναθεώρηση ολόκληρου του Ποινικού Κώδικα∙ αλλά η ομοφυλοφιλική συμπεριφορά ήταν η μόνη πραγματική διαφωνία. Η κυβέρνηση απέρριψε πρόθυμα τη διάταξη του νόμου περί «σαρκικής επαφής», η οποία περιελάμβανε και την ετεροφυλόφιλη συμπεριφορά. Μια γραμμή μάχης σχηματίστηκε, ωστόσο, στο άρθρο 377Α – το παλιό κείμενο της τροπολογίας Λαμπουσέρ, που ποινικοποιούσε την «κατάφωρη ασέλγεια» μεταξύ ανδρών. Οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ξεκίνησαν μια έκκληση για την κατάργηση της απαγόρευσης της συναινετικής ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς, καθώς και για την απελευθέρωση των ετεροφυλόφιλων· συγκέντρωσε χιλιάδες υπογραφές. Οι υποστηρικτές των ΛΟΑΤ συμμετείχαν με θάρρος στη δημόσια συζήτηση. Ωστόσο, το 2007, η κυβέρνηση αποφάσισε τελικά να παραμείνει προσκολλημένη στο άρθρο 377Α.

Ο πρωθυπουργός Λι Χσιεν Λουνγκ εξέφρασε την προσωπική του συμπάθεια για τους ομοφυλόφιλους πολίτες: «Εμείς [...] δεν θέλουμε να φύγουν από τη Σιγκαπούρη για να πάνε σε πιο ευχάριστα μέρη για να ζήσουν». Αλλά, πρόσθεσε, «οι ομοφυλόφιλοι δεν πρέπει να δίνουν τον τόνο στην κοινωνία της Σιγκαπούρης»:

«Η Σιγκαπούρη είναι βασικά μια συντηρητική κοινωνία. Η οικογένεια είναι το βασικό δομικό στοιχείο της κοινωνίας μας. Έτσι ήταν και έτσι είναι και, με την πολιτική μας, το έχουμε ενισχύσει και θέλουμε να το διατηρήσουμε έτσι. Και με τον όρο “οικογένεια” στη Σιγκαπούρη, εννοούμε έναν άνδρα μια γυναίκα, που παντρεύονται, αποκτούν παιδιά και μεγαλώνουν τα παιδιά μέσα σε αυτό το πλαίσιο μιας σταθερής οικογενειακής μονάδας»[141].

Παρά την αναφορά στην αναπαραγωγή, ένα πράγμα ήταν σαφές στη συζήτηση: το κριτήριο της «φύσης» είχε ουσιαστικά πεταχτεί από το παράθυρο. Αν το ετεροφυλόφιλο στοματικό σεξ μπορούσε να θεωρηθεί νομικά ως φυσικό από μόνο του –παρά την έλλειψη οποιασδήποτε σχέσης με την «απόκτηση παιδιών»– δεν υπήρχε καμία συνεκτική βάση για να χαρακτηριστεί το στοματικό σεξ μεταξύ δύο ανδρών «αφύσικο»[142].

«Είμαι ιδιαίτερα καχύποπτος απέναντι σε επιχειρήματα που καταφεύγουν στη “φύση”· αυτά είχαν μια φρικτή ιστορία στη δικαιολόγηση του ρατσισμού, του σεξισμού, της ξενοφοβίας και της ομοφοβίας, οδηγώντας στη δολοφονία και τα βασανιστήρια εκατομμυρίων ανθρώπων. Τι είναι φυσικό; Θα μπορούσατε να πείτε ότι η μεταμόσχευση των νεφρών του Α στο σώμα του Β είναι αφύσικη. Το γεγονός ότι μια πράξη είναι ή δεν είναι φυσική δεν αποτελεί επαρκή λόγο για να την καταστήσουμε ποινικό αδίκημα.»[143]

Ακόμα και οι πιο σφοδροί υπερασπιστές του άρθρου 377Α επιχειρηματολογούσαν όχι επικαλούμενοι το «φυσικό», αλλά θεωρητικολογώντας για τις αξίες της κοινότητας. Ένας βουλευτής διακήρυξε,

«Αν επιδιώκουμε να αντιγράψουμε το σεξουαλικό ελευθεριακό ήθος της άγριας άγριας Δύσης [wild wild West], τότε η κατάργηση του άρθρου 377Α είναι προοδευτική. Αλλά αυτός δεν είναι ο τελικός μας προορισμός. Το βάρος πέφτει σε αυτούς που επιδιώκουν την κατάργηση να αποδείξουν ότι αυτό δεν θα βλάψει την κοινωνία. [...] Δεν έχουμε ανάγκη από ξένο ή νεοαποικιακό ηθικό ιμπεριαλισμό σε θέματα θεμελιώδους ηθικής. Ο ετεροφυλοφιλικός σοδομισμός σε αντίθεση με τον ομοφυλοφιλικό σοδομισμό δεν υπονομεύει την κατανόηση της ετεροφυλοφιλίας ως προτιμώμενου κοινωνικού κανόνα»[144].

Ωστόσο, η επίκληση ενός «προτιμώμενου κοινωνικού κανόνα» υπονόμευε στην πραγματικότητα τα αρχικά θεμέλια του νόμου, που βασίζονταν στην πεποίθηση ότι ο «σοδομισμός» ήταν «ενάντια στην τάξη της φύσης», όχι μόνο στην τάξη μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Και –το σημαντικότερο– ο ξένος «ηθικός ιμπεριαλισμός σε θέματα θεμελιώδους ηθικής» ήταν ακριβώς αυτός που είχε φέρει τον νόμο στη Σιγκαπούρη εξ αρχής.

Η ιστορία της Σιγκαπούρης ρίχνει τις μάσκες. Δείχνει ότι η κεντρική εστίαση του άρθρου 377, παρόλο που πάντα τιμωρούσε ετεροφυλόφιλες πράξεις, ήταν η εξάλειψη της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς. Δείχνει επίσης, όμως, πόσο ισχνή είχε γίνει η υπόθεση αυτού του στόχου. Η «φύση» δεν αποτελούσε πλέον αξιόπιστη δικαιολογία. Τα ήθη συγκεκριμένων κοινωνιών ήταν το μόνο που είχε απομείνει. Όπως είχε δηλώσει ένα δικαστήριο της Μαλαισίας το 1979 (εξετάζοντας τον ισχυρισμό μιας συζύγου ότι ο σύζυγός της είχε σεξουαλικές σχέσεις με άλλους άνδρες): «Μια τέτοια κατάπτυστη συμπεριφορά, αν και επιτρέπεται σε ορισμένους Δυτικούς, δεν πρέπει να επιτραπεί να διαφθείρει τον τρόπο ζωής της κοινότητας»[145].

Φυσικά, οι κυβερνήσεις της Σιγκαπούρης και της Μαλαισίας, πολιτικά καταπιεστικά κράτη και οι δύο, είχαν μόνο περιορισμένο ενδιαφέρον να ακούσουν αυτή την «κοινότητα» ή να ελέγξουν στην πραγματικότητα τις αξίες της[146]. Και αλλού, όμως, η επίκληση ενός ασαφούς συνόλου «εθνικών» ή «πολιτιστικών» κανόνων έγινε η κύρια υπεράσπιση των αποικιοκρατικών νόμων περί σοδομισμού. Για τους αποικιοκράτες, οι νόμοι για το σεξ ήταν απαραίτητοι επειδή οι «ντόπιοι» ήταν διεφθαρμένοι και αποτελούσαν δέλεαρ για ηθική διαφθορά. Τώρα ήταν η Δύση που απειλούσε να διαφθείρει τα ντόπια πρότυπα.

Μια ετυμηγορία του 1999 από τη Ζάμπια δείχνει πόσο μπαγιάτικο και αδύναμο είχε γίνει το επιχείρημα γύρω από τη «φύση» και ταυτόχρονα πόσο μη πειστική μπορεί να είναι η επίκληση στις λαϊκές πεποιθήσεις. Ο δικαστής σε ένα τοπικό δικαστήριο, αντιμέτωπος με τις κατηγορίες ότι ένας άνδρας έκανε στοματικό σεξ με άλλους άνδρες, τις προσέγγισε μέσα από ένα συνονθύλευμα θεολογίας και ανατομίας:

«Σίγουρα το στόμα δεν είναι το ίδιο με τον κόλπο. Ο Θεός έδωσε συγκεκριμένες λειτουργίες σε κάθε όργανο [...] Το στόμα είναι για το φαγητό κ.λπ. και ο κόλπος είναι τόσο για το σεξ όσο και για την ούρηση. [...] Ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να αλλάξει την επιθυμία του Θεού. Επειδή συμπεριφέρθηκε με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε, υπονόησε ότι ο Θεός έκανε λάθος [στην] κατανομή των λειτουργιών.»

Ωστόσο, ο καθοριστικός παράγοντας για τον δικαστή, καθώς μελετούσε την κατηγορία βάσει ενός βρετανικού νόμου που έφεραν στο έδαφος της Ζάμπια οι αποικιοκράτες εισβολείς λιγότερο από εκατό χρόνια πριν, ήταν: «Η συμπεριφορά του κατηγορουμένου είναι ξένη προς το αφρικανικό έθιμο»[147].

 

Παραβλέποντας τον βιασμό, οξύνοντας το στίγμα

 

Η συναίνεση στους βρετανικούς αποικιακούς νόμους κατά του σοδομισμού είναι άσχετη. Σε μια υπόθεση σοδομισμού του 1982, το δικαστήριο το δήλωσε με σαφήνεια: «Πρόκειται για ένα από τα αδικήματα στα οποία το θύμα δεν μπορεί να συναινέσει.»[148] Ή, όπως εξήγησε ένα ινδικό δικαστήριο, «η συναίνεση του θύματος είναι άνευ σημασίας» σύμφωνα με το άρθρο 377, απλώς και μόνο επειδή «η αφύσικη σαρκική επαφή είναι απεχθής για την πολιτισμένη κοινωνία»[149].

Αυτοί οι νόμοι, στην αρχική τους μορφή, σιωπούν εντελώς για τον βιασμό μεταξύ ανδρών. Ένα από τα δυσοίωνα αποτελέσματα ήταν να τοποθετηθούν τα θύματα τέτοιων βιασμών κάτω από το ίδιο νομικό στίγμα με τα άτομα που επιδίδονται σε συναινετικές ομοφυλοφιλικές πράξεις – ή με τους βιαστές. Μερικές φορές, οι άνθρωποι που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση έχουν αντιμετωπίσει οι ίδιοι ποινική τιμωρία.

Σε μια υπόθεση του 1973 στην Παπούα Νέα Γουινέα, ένας άνδρας υπέβαλε μήνυση κατά του εργοδότη του επειδή τον είχε «σοδομίσει». Κατέληξε να καταδικαστεί ο ίδιος, ως συνεργός. Το δικαστήριο πίστευε ότι είχε «επιτρέψει» στον εαυτό του να σοδομιστεί, φοβούμενος ότι θα έχανε τη δουλειά του αν διαμαρτυρόταν[150].

Το δικαστήριο επικαλέστηκε μια βρετανική απόφαση του 1952 που είχε καθορίσει ότι «το αδίκημα της πορνείας είτε με άνθρωπο είτε με ζώο δεν εξαρτάται από τη συναίνεση∙ εξαρτάται από την πράξη και αν διαπράττεται πράξη πορνείας, διαπράττεται κακούργημα.»[151] Ο δικαστής Πρέντις, γράφοντας μια ξεχωριστή συναινετική απόφαση, δήλωσε ότι η λέξη «επιτρέπουν» δεν συνεπάγεται απαραίτητα συναίνεση, αλλά μπορεί απλώς να σημαίνει ότι «από τη στιγμή που ένα πρόσωπο επέτρεψε, υπέμεινε ή δεν εμπόδισε ... τη συνουσία, έχοντας αντιληφθεί τι επρόκειτο να συμβεί –τον χαρακτήρα της πράξης– θα διέπραττε αδίκημα»[152]. Ο δικαστής κατέστησε επίσης σαφές ότι η προστασία των ατόμων δεν ήταν ο σκοπός της διάταξης. «Ο σοδομισμός [buggery]», έγραψε, «είναι ένα από τα αδικήματα σεξουαλικής ακολασίας που οι σύγχρονοι συγγραφείς κειμένων θεωρούν ότι δεν αποσκοπούν τόσο στην προστασία των ατόμων όσο στην επιβολή των επίσημα παραδεκτών απόψεων σχετικά με συγκεκριμένες πτυχές της σεξουαλικής ηθικής».

Στην πράξη, τα περισσότερα δικαστήρια πιθανώς δέχονται την έλλειψη συναίνεσης ως υπεράσπιση. Ένα σχόλιο από την Ουγκάντα διευκρινίζει: «Όλοι οι συμμετέχοντες σε αφύσικα αδικήματα είναι δράστες, εκτός εάν κάποιος από αυτούς δεν είναι συναινούντας[153] Ωστόσο, αν και σπάνια, η απόφαση της Παπούα Νέας Γουινέας εξακολουθεί να δείχνει τις καθαρές παρωδίες της δικαιοσύνης που μπορεί να δημιουργήσει η σιωπή του νόμου γύρω από τη συναίνεση.

Τα δικαστήρια που ασχολούνται με υποθέσεις μη συναινετικού «σοδομισμού» συνεχίζουν να δείχνουν ελάχιστο ή καθόλου ενδιαφέρον για τη δυσχερή θέση του θύματος – μόνο για το αφύσικο της πράξης[154]. Και αυτό το νομικό κενό οδηγεί τα μέσα ενημέρωσης και την κοινή γνώμη να συγχέουν τακτικά τον «σοδομισμό» με τον βιασμό. Στη Ζιμπάμπουε –όπου ο νόμος είναι παρόμοιος– ένας ακτιβιστής λέει ότι «η οπτική γωνία των άρθρων» στον Τύπο σχετικά με τις συλλήψεις για συναινετικό σοδομισμό «είναι πάντα ... στο μέτρο του δυνατού να υπονοείται ότι υπήρξε κακοποίηση»[155].

Η Μαλαισία, όπως αναφέρεται παρακάτω, προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτές τις αδικίες διαχωρίζοντας στον ποινικό κώδικα τη μη συναινετική «σαρκική επαφή κατά της φύσης» από τις συναινετικές πράξεις. (Η τιμωρία για τις δύο, ωστόσο, παραμένει ουσιαστικά η ίδια.) Στη μία χώρα μετά την άλλη, ωστόσο, οι νόμοι που προέρχονται από τη Βρετανία εξακολουθούν να περιορίζουν τον ορισμό του βιασμού στη βίαιη εισχώρηση του πέους ενός άνδρα στον κόλπο μιας γυναίκας. Τα δικαστήρια της Ινδίας (τόσο πριν όσο και μετά την ανεξαρτησία) στις υποθέσεις Khanu, Lohana και K. Govindan διεύρυναν ευρέως το πεδίο εφαρμογής του «σοδομισμού»: αλλά οι δικαστές αρνήθηκαν να επεκτείνουν την έννοια του βιασμού ώστε να τον καταστήσουν ουδέτερο ως προς το φύλο[156].

Στην πραγματικότητα, όπως θα δούμε παρακάτω, οι εκστρατείες στη Μαλαισία, τη Σρι Λάνκα και τη Μποτσουάνα που αποσκοπούσαν στη δημιουργία ενός ουδέτερου ως προς το φύλο ορισμού του βιασμού κατέληξαν με τους νομοθέτες να επαναπροσδιορίζουν τα «αφύσικα αδικήματα» ώστε να περιλαμβάνουν το σεξ μεταξύ γυναικών. Εν τω μεταξύ, οι νομοθέτες έχουν επανειλημμένα αρνηθεί τα αιτήματα ακτιβιστών των δικαιωμάτων των γυναικών για την ποινικοποίηση του βιασμού εντός γάμου. Για άλλη μια φορά η ετεροφυλόφιλη συζυγική σφαίρα τέθηκε εκτός της εμβέλειας του νόμου – τόσο για τις συναινετικές «αφύσικες» πράξεις όσο και για τον ίδιο τον βιασμό[157].

Η εξίσωση συναινετικών και εξαναγκαστικών πράξεων και η απουσία οποιασδήποτε ξεχωριστής τιμωρίας για τις ομοφυλοφιλικές πράξεις με παιδιά, μαζί βαθαίνουν το στίγμα γύρω από την ομοφυλοφιλία. Το αποικιακό δικαστήριο στην υπόθεση Khanu είχε ταυτίσει την παιδοφιλία με τη συναινετική ομοφυλοφιλική συμπεριφορά μεταξύ ενηλίκων. Επικαλέστηκε «τον κίνδυνο για τους νέους, ώστε να μην κατηχηθούν πρόωρα σε σεξουαλικά θέματα», ως σημαντική αιτιολόγηση για τους νόμους κατά της σοδομίας. Η ιδέα αυτή παραμένει ζωντανή. Το υπουργείο Εσωτερικών της Ινδίας προειδοποίησε ότι «η κατάργηση του άρθρου 377 θα ανοίξει πύλες παραβατικής συμπεριφοράς.»[158] Η ινδική αίτηση κατά του άρθρου 377 ζητάει μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο να ερμηνεύσει εκ νέου τη διάταξη ώστε να αποποινικοποιήσει τη συναινετική σεξουαλική επαφή μεταξύ ενηλίκων – και να αφήσει σε ισχύ την προστασία των αγοριών από την κακοποίηση. Παρ’ όλα αυτά, ανώτερος αξιωματούχος του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το σύνολο του νόμου, λέγοντας ότι το άρθρο «λειτουργεί ως αποτελεσματικό αποτρεπτικό μέσο κατά των παιδόφιλων και όσων έχουν άρρωστα μυαλά»[159].

Το Ανώτατο Δικαστήριο της ανεξάρτητης Ινδίας έκρινε ότι το αδίκημα του 377 συνεπάγεται «σεξουαλική διαστροφή»[160]. Αυτό προσδίδει κύρος στη σύνδεση της ομοφυλοφιλίας αδιακρίτως με σχεδόν κάθε είδους «διαστροφή». Ήδη από το 1958, ένας δικαστής στην αποικιακή Μαλαισία ταύτισε τη «σοδομία» με τον σαδομαζοχισμό, δηλώνοντας ότι «ενόψει της γνωστής ψυχολογικής σύνδεσης μεταξύ της παροχής και της βίωσης πόνου και της σεξουαλικής διαστροφής, η ποινή του μαστιγώματος δεν αποτελεί κατάλληλη τιμωρία για ένα τέτοιο αδίκημα»[161]. Ένα ινδικό δικαστήριο το 2001 ισχυρίστηκε ότι η «διαστροφή» που οδηγεί σε σεξουαλικά αδικήματα μπορεί να οδηγήσει είτε στην «ομοφυλοφιλία είτε στη διάπραξη βιασμού»[162].

 

«Κατάφωρη προσβολή της δημοσίας αιδούς» και ποινικοποίηση των λεσβιών

 

Η «κατάφωρη προσβολή της δημοσίας αιδούς» στους ποινικούς κώδικες βρετανικής προέλευσης είναι ιδιαίτερα ελαστική. Ένα δικαστήριο της Σιγκαπούρης έχει δηλώσει ότι η έννοιά του εξαρτάται «από το τι θα θεωρούνταν κατάφωρα άσεμνο από κάθε σωστά σκεπτόμενο μέλος του κοινού»[163]. Λίγο πιο συγκεκριμένα, μια τροποποίηση του 1998 στον ποινικό κώδικα της Τανζανίας διευκρίνισε ότι η κατάφωρη προσβολή της αιδούς περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη που «υστερεί σε σχέση με την πραγματική συνουσία και μπορεί να περιλαμβάνει τον αυνανισμό και την άσεμνη συμπεριφορά χωρίς καμία σωματική επαφή»[164]. Έτσι, δύο άνδρες που φιλιούνται, κρατούν το χέρι τους, κοιμούνται μαζί, ή ενδεχομένως ακόμη και να κοιτάζονται με σεξουαλική πρόθεση, θα μπορούσαν να παραβιάσουν τον νόμο.

Από τη μία πλευρά, η «κατάφωρη προσβολή της δημοσίας αιδούς», όπως και ο βρετανικός πρόγονός της, η τροπολογία Λαμπουσέρ, στοχεύει μόνο σε πράξεις μεταξύ ανδρών – σε αντίθεση με τη «σαρκική επαφή», η οποία θα μπορούσε, τουλάχιστον όπως ερμηνεύτηκε αρχικά, να περιλαμβάνει και ετεροφυλόφιλες πράξεις. Από την άλλη πλευρά, σε αντίθεση με τη «σαρκική επαφή», η κατάφωρη προσβολή της αιδούς δεν συνεπάγεται διείσδυση. Στην πράξη χρησιμοποιήθηκε για να εξαλείψει τους άνδρες που κάνουν σεξ με άνδρες οι οποίοι συλλαμβάνονταν σε μη σεξουαλικές περιστάσεις, επιτρέποντας συλλήψεις οπουδήποτε συγκεντρώνονταν ή συναντιόντουσαν – πάρκα και σιδηροδρομικούς σταθμούς, λουτρά και μπαρ, καθώς και ιδιωτικά σπίτια και χώρους. Και σε αντίθεση με τη «σαρκική επαφή», η απουσία διείσδυσης σήμαινε χαμηλότερο επίπεδο απόδειξης. Δεν χρειάζονταν εγκληματολογικές εξετάσεις ή πρωκτούς σε σχήμα λουλουδιού.

Η χρησιμότητα του όρου «κατάφωρη προσβολή της δημοσίας αιδούς» στην καταδίκη ανδρών για ομοφυλοφιλική συμπεριφορά καθίσταται σαφής στην υπόθεση του Captain Marr το 1946 στη Σιγκαπούρη[165]. Ένας αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού αντιμετώπιζε κατηγορίες για κατάφωρη προσβολή της δημοσίας αιδούς με έναν Ινδό. Δεν υπήρχαν μάρτυρες, αλλά η αστυνομία βρήκε το πουκάμισο του Ινδού στο δωμάτιο του καπετάνιου. Τέτοιες έμμεσες αποδείξεις έπεισαν το δικαστήριο να τον καταδικάσει.

Οι αρχές είναι ελεύθερες να συμπεράνουν την «κατάφωρη προσβολή της δημοσίας αιδούς» από οποιαδήποτε ύποπτη δραστηριότητα. Ο όρος είναι ύπουλος, μια νομική γέφυρα μεταξύ των «αφύσικων» σεξουαλικών πράξεων και της σχετικής ταυτότητας ενός συγκεκριμένου είδους ατόμου: του «ομοφυλόφιλου» ως εγκληματία. Η ομοφυλοφιλία γίνεται έγκλημα της «ατομικής υπόστασης». Αυτή η ευρύτερη κατανόηση των «αφύσικων πράξεων» επιτρέπει την κρατική και αστυνομική παρενόχληση σε ευρύτερη κλίμακα. Ένας ομοφυλόφιλος δεν χρειάζεται να συλληφθεί επ’ αυτοφώρω: αρκούν τα τεκμήρια που τροφοδοτούνται από την προκατάληψη ή τα στερεότυπα της ενδυμασίας, της συμπεριφοράς ή των συναναστροφών[166].

Η «κατάφωρη προσβολή της δημοσίας αιδούς» έχει χρησιμοποιηθεί για την επέκταση των ποινικών κυρώσεων στο σεξ μεταξύ γυναικών. Το λεσβιακό σεξ δεν είχε ποτέ τιμωρηθεί ρητά στο αγγλικό δίκαιο. Το αποικιακό δικαστήριο στην υπόθεση Khanu το απέκλεισε από τη «σαρκική επαφή» επειδή η γυναίκα δεν είχε πέος. Ένα πρόσφατο σχόλιο από την Ουγκάντα εξηγεί ότι «οι γυναίκες που εκτελούν σεξουαλικές πράξεις η μία στην άλλη δεν εμπίπτουν στον ισχύοντα νόμο, επειδή δεν διαθέτουν σεξουαλικό όργανο με το οποίο να διεισδύσουν η μία στην άλλη»[167]. Το σεξ χωρίς πέος δεν είναι «πραγματικό» σεξ.[168]

Μεταξύ των ανδρών, ωστόσο, θεωρούνταν κάτι που έμοιαζε αρκετά με το σεξ ώστε να είναι «κατάφωρα προσβλητικό». Δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην ισχύει η ίδια λογική και για τις γυναίκες. Ορισμένες σύγχρονες κυβερνήσεις ήθελαν οι λεσβιακές πράξεις και ταυτότητες να ενταχθούν στο ποινικό δίκαιο. Βρήκαν την ευκαιρία μέσα από τη δημόσια συζήτηση για τη μεταρρύθμιση των νόμων περί βιασμού.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το γυναικείο κίνημα της Μαλαισίας διεκδίκησε έναν νέο, ουδέτερο ως προς το φύλο ορισμό του βιασμού, καθώς και την ποινικοποίηση του συζυγικού βιασμού.[169] Εν μέρει ως απάντηση στις πιέσεις τους, ο νομοθέτης το 1989 προχώρησε σε τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα.[170]

Στο τέλος, ωστόσο, οι νομοθέτες αγνόησαν τις εκκλήσεις για εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας για τον βιασμό και, αντ’ αυτού, έστρεψαν την προσοχή τους στο άρθρο 377. Η ολοκληρωμένη επαναδιατύπωση του άρθρου το χώρισε σε πέντε διαφορετικά μέρη, ενώ διεύρυνε το νόημα και την εμβέλειά του περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Η δικαιολογία τους; Μπορούσαν να καταστήσουν τον βιασμό ουσιαστικά ουδέτερο ως προς το φύλο, προσθέτοντας ένα νέο έγκλημα μη συναινετικής «σαρκικής επαφής ενάντια στην τάξη της φύσης»[171]. Η νέα διάταξη προσέφερε επίσης περιορισμένη προστασία για τα παιδιά από τη σεξουαλική κακοποίηση[172]:

Για πρώτη φορά σε νομοθετική διάταξη βρετανικής προέλευσης, η «σαρκική επαφή» ορίστηκε ρητά ως πρωκτικό και στοματικό σεξ.

Σε μια εκδικητική και σχεδόν παρωδιακή απάντηση στα αιτήματα του κινήματος για τα δικαιώματα των γυναικών, το αδίκημα της «κατάφωρης προσβολής της δημοσίας αιδούς» έγινε ουδέτερο ως προς το φύλο[173]. Μπορούσε πλέον να εφαρμοστεί σε ετεροφυλόφιλα ζευγάρια – και επίσης σε λεσβίες και αμφιφυλόφιλες γυναίκες.[174]

Μια παρόμοια, οπισθοδρομική αλλαγή του νόμου περί βιασμού συνέβη στη Σρι Λάνκα. Το κράτος, βασιζόμενο σε θρησκευτικές και κοινοτικές αξίες, απέρριψε τα αιτήματα των ακτιβιστών για τα δικαιώματα των γυναικών να νομιμοποιήσουν τις αμβλώσεις, να ποινικοποιήσουν τον βιασμό εντός γάμου και να καταστήσουν το έγκλημα του βιασμού ουδέτερο ως προς το φύλο. Ωστόσο, τροποποίησε τη διάταξη περί «κατάφωρης προσβολής της δημοσίας αιδούς» ώστε να είναι ουδέτερη ως προς το φύλο και να ισχύει για το σεξ μεταξύ γυναικών[175].

Εν τω μεταξύ, στη Μποτσουάνα, οι νομοθέτες έβαλαν ουδέτερη ως προς το φύλο διατύπωση τόσο στις διατάξεις περί «σαρκικής επαφής» όσο και στις διατάξεις περί «κατάφωρης προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας» του ποινικού κώδικα που προέρχεται από τη Βρετανία, σε μια γενική αναθεώρηση με στόχο την ισότητα των φύλων το 1998.[176]

 

V. Επίλογος: Η χειραφετητική δυνατότητα της αποποινικοποίησης

 

Για ποιο λόγο υπάρχουν οι λεγόμενοι νόμοι περί «σοδομισμού»;

Ο δικαστής του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Νότιας Αφρικής Άλμπι Σατς, συμφωνώντας με την ιστορική απόφαση για την κατάργηση του νόμου της χώρας του κατά του σοδομισμού, έγραψε:

«Είναι σημαντικό να ξεκινήσουμε την ανάλυση με το ερώτημα τι πραγματικά τιμωρείται από τους νόμους κατά του σοδομισμού. Είναι μια πράξη ή είναι ένα άτομο; Εκτός ρυθμιστικού ελέγχου, η συμπεριφορά που αποκλίνει από κάποια δημόσια καθιερωμένη νόρμα τιμωρείται συνήθως μόνο όταν είναι βίαιη, ανέντιμη, προδοτική ή με κάποιον άλλο τρόπο διαταράσσει τη δημόσια ειρήνη ή προκαλεί βλάβη. Στην περίπτωση της ανδρικής ομοφυλοφιλίας, ωστόσο, η αντιληπτή παρέκκλιση τιμωρείται απλώς και μόνο επειδή είναι παρεκκλίνουσα. Καταπιέζεται για τον αντιληπτό συμβολισμό της και όχι λόγω της αποδεδειγμένης βλάβης της. [...] Έτσι, δεν είναι η πράξη του σοδομισμού που καταγγέλλεται [...] αλλά ο λεγόμενος σοδομίτης που την εκτελεί∙ δεν είναι οποιαδήποτε αποδεδειγμένη κοινωνική ζημιά, αλλά η απειλή που θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει για την ετεροφυλοφιλική ηγεμονία το πάθος του ίδιου φύλου από μόνο του.»[177]

Ο νομικός Νταν Κάχαν γράφει ότι «οι νόμοι περί σοδομισμού, ακόμη και όταν δεν εφαρμόζονται, εκφράζουν περιφρόνηση για ορισμένες κατηγορίες πολιτών»[178]. Ο Ράιαν Γκούντμαν, σε εξαντλητική έρευνα που βασίστηκε σε συνεντεύξεις με λεσβίες και ομοφυλόφιλους Νοτιοαφρικανούς πριν από την κατάργηση του νόμου περί σοδομισμού, διαπίστωσε ότι οι νόμοι έχουν πολλαπλές επιπτώσεις σε «μικροεπίπεδο». Οι επιπτώσεις αυτές είναι ανεξάρτητες από τις περιπτώσεις που ο νόμος εφαρμόζεται πραγματικά. Αντιθέτως: ακόμη και χωρίς άμεση επιβολή, η κακοήθης παρουσία των νόμων στα βιβλία εξακολουθεί να αναγγέλλει την ανισότητα, να αυξάνει την ευαλωτότητα και να ενισχύει το καθεστώς δεύτερης κατηγορίας σε όλους τους τομείς της ζωής.

Οι νόμοι «αποστερούν τις λεσβίες και τους ομοφυλόφιλους σε μια σειρά από πλαίσια που απέχουν πολύ από τη σεξουαλικότητά τους (για παράδειγμα, σε διαμάχες με έναν γείτονα ή ως θύματα ή σε διαρρήξεις)», γράφει ο Γκούντμαν. Επηρεάζουν και άλλους τομείς της γνώσης: «η ποινικοποίηση των ομοφυλοφιλικών πρακτικών αλληλεπιδρά με άλλες μορφές θεσμικής εξουσίας, όπως η θρησκεία και η ιατρική». Τα νομοθετήματα εξουσιοδοτούν τους κοινωνικούς και πολιτιστικούς διαιτητές να αποκαλούν τον ομοφυλόφιλο εγκληματία. Ο Γκούντμαν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η σχέση του κράτους με τα λεσβιακά και ομοφυλόφιλα άτομα υπό το καθεστώς των νόμων περί σοδομισμού κατασκευάζει [...] μια διάσπαρτη δομή παρατήρησης και επιτήρησης. Το κοινό είναι ευαίσθητο στην ορατότητα των λεσβιών και των ομοφυλόφιλων ως κοινωνικά και νομικά κατασκευασμένων κακοποιών»[179].

Η παρούσα έκθεση υποδηλώνει ότι οι νόμοι περί σοδομισμού της αποικιακής εποχής έγιναν τελικά, όχι τιμωρίες για συγκεκριμένες πράξεις, αλλά ευρεία μέσα κοινωνικού ελέγχου. Ξεκίνησαν ως επιβαλλόμενες διατάξεις των εισβολέων –ένα ξένο πλαίσιο για την καθυπόταξη των υποτελών πληθυσμών– και με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκαν σε υποτιθέμενους καθρέφτες μιας υποτιθέμενης αρχέγονης ηθικής αντίληψης. Τα κράτη τους χρησιμοποιούν σήμερα για να διαχωρίσουν και να κακοποιήσουν όσους βρίσκονται πέρα από αυτούς τους υποτιθέμενους αρχέγονους κανόνες. Είναι όροι διαχωρισμού και εργαλεία εξουσίας.

Ο πραγματικός αντίκτυπος των νόμων περί σοδομισμού –ο τρόπος με τον οποίο ξεχωρίζουν ανθρώπους για νομικά αντίποινα και τους καθιστούν έτοιμα θύματα άλλων μορφών βίας και κακοποίησης– εμφανίζεται σε ιστορίες από έξι χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση.

 

Ινδία

Τον Ιούλιο του 2001, η αστυνομία στο Λακνάου συνέλαβε τέσσερα μέλη του προσωπικού δύο οργανώσεων που καταπολεμούσαν το HIV/AIDS μεταξύ ανδρών που κάνουν σεξ με άνδρες. Οι εργαζόμενοι για την ενημέρωση σχετικά με το HIV/AIDS από το γραφείο του Naz Foundation International (NFI) στο Λακνάου και από το Bharosa Trust κατηγορήθηκαν βάσει του άρθρου 377 καθώς και για εγκληματική συνωμοσία και «πώληση άσεμνου υλικού»: η αστυνομία ερμήνευσε τη διανομή πληροφοριών σχετικά με την πρόληψη του AIDS ως λειτουργία μιας γκέι «μαφίας του σεξ».

Φυλακίστηκαν για 47 ημέρες. Ένας δικαστής του Λακνάου αρνήθηκε την αποφυλάκισή τους με εγγύηση, κατηγορώντας τους ότι «μόλυναν ολόκληρη την κοινωνία». Ο εισαγγελέας της υπόθεσης αποκάλεσε την ομοφυλοφιλία «αντίθετη με την ινδική κουλτούρα». Στη φυλακή οι φρουροί τους απείλησαν και τους χτύπησαν∙ η αστυνομία είπε στους κρατούμενους ότι «προσπαθούσαν να καταστρέψουν τη χώρα μας προωθώντας την ομοφυλοφιλία» και ότι «οι Ινδουιστές δεν έχουν αυτές τις συνήθειες – όλα αυτά είναι διαστροφές των Μουσουλμάνων»[180].

Τον Ιανουάριο του 2006, ο ίδιος επιθεωρητής της αστυνομίας στο Λακνάου επέβλεψε τη σύλληψη τεσσάρων ακόμη ανδρών βάσει του άρθρου 377: η αστυνομία είπε ότι έκαναν «πικνίκ» σε δημόσιο χώρο και τους κατηγόρησε ότι ανήκαν σε «διεθνή γκέι λέσχη». Ένας δικηγόρος της υπόθεσης δήλωσε στο Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι μυστικοί πράκτορες της αστυνομίας συνδέθηκαν σε ένα διαδικτυακό chatroom και προσποιήθηκαν τους γκέι άνδρες, παγιδεύοντας ένα από τα θύματα σε συνάντηση, και στη συνέχεια τον συνέλαβαν. Υπό κράτηση, τον απείλησαν μέχρι που συμφώνησε να τηλεφωνήσει σε διάφορους γνωστούς του και να κανονίσει μια συνάντηση αυτοπροσώπως, οπότε η αστυνομία τους συνέλαβε και αυτούς. Δημοσιεύματα του Τύπου ανέφεραν ότι η αστυνομία απέκτησε τους αριθμούς κινητών τηλεφώνων ή τα στοιχεία ταυτότητας 18 έως 40 άλλων ομοφυλόφιλων ανδρών στο Λακνάου και ότι ερευνούσε επίσης εκατοντάδες άλλους άνδρες στην Ινδία που είχαν συνδεθεί στον ιστότοπο.[181]

Το άρθρο 377 συνεχίζει να αποτελεί πρόσχημα για αστυνομικές παρενοχλήσεις, εκβιασμούς, συλλήψεις, ανεπίσημες και αυθαίρετες κρατήσεις και άλλες καταχρήσεις κατά των ΛΟΑΤ ατόμων στην Ινδία[182]. Ο νόμος δημιουργεί νομικό στίγμα και για τις λεσβίες. Το 2006 στο Νέο Δελχί ο πατέρας μιας 21χρονης γυναίκας είπε στην αστυνομία ότι η λεσβία σύντροφος της κόρης του την είχε «απαγάγει». Ένας δικαστής αρνήθηκε να δεχτεί την κατάθεση της κόρης ότι είχε φύγει από το πατρικό σπίτι με τη θέλησή της, λέγοντας: «φαίνεται ότι [...] υπάρχουν συγκαλυμμένοι υπαινιγμοί και για αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 377»[183].

Στην Ινδία συνεχίζονται επίσης οι αναφορές για αναγκαστική κράτηση λεσβιών και ομοφυλόφιλων σε ψυχιατρικά νοσοκομεία, καθώς και για ακούσια θεραπεία αποστροφής και άλλες μορφές κακοποίησης που αποσκοπούν στη «μεταστροφή» των ατόμων στην ετεροφυλοφιλία. Τον Απρίλιο του 2001 η Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ινδίας δήλωσε ότι «δεν ήθελε να λάβει γνώση» μιας υπόθεσης που αντιδρούσε σε αυτές τις ιατρικές κακοποιήσεις. Η Επιτροπή δήλωσε ότι «τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».[184] Σύμφωνα με πληροφορίες, ένα μέλος της Επιτροπής δήλωσε στον Τύπο: «Η ομοφυλοφιλία αποτελεί αδίκημα βάσει του ΙΡΚ, έτσι δεν είναι; Θέλετε λοιπόν να λάβουμε γνώση για κάτι που αποτελεί αδίκημα;»[185]

 

Πακιστάν

Στα τέλη του 2006, στο Φαϊσαλαμπάντ, ο Σουμαΐλ Ρατζ και η Σεχζίνα Τάρικ παντρεύτηκαν σε μια τελετή που η Τάρικ περιέγραψε ως «γάμο αγάπης». Γεννημένος ως γυναίκα, ο Σουμαΐλ Ρατζ αυτοπροσδιορίστηκε ως άνδρας.

Η υπόθεση οδήγησε σε έναν ολοκληρωτικό δημόσιο πανικό, ο οποίος πέρασε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τελικά από τα δικαστήρια. Ο Ρατζ είχε υποβληθεί σε δύο επεμβάσεις για να αλλάξει τη φυσική του εμφάνιση ώστε να ταιριάζει με το φύλο στο οποίο ζούσε. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων τους αποκαλούσαν παρ’ όλα αυτά «ζευγάρι γυναικών», «ζευγάρι του ίδιου φύλου» και δύο «κορίτσια» ή «λεσβίες» και περιέγραφαν –και απέρριπταν– την ένωσή τους ως τον πρώτο γάμο του ίδιου φύλου στη χώρα[186].

Ο πατέρας της Σεχζίνα Τάρικ παραπονέθηκε στην αστυνομία για τον γάμο και αυτή ξεκίνησε έρευνα επικαλούμενη το άρθρο 377. Το ζευγάρι οδηγήθηκε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Λαχόρης και είπε στους αξιωματούχους ότι ο Ρατζ ήταν άνδρας.

Μια επιτροπή ιατροδικαστών που είχε διοριστεί από το δικαστήριο έπρεπε, τελικά, να προσπαθήσει να διευθετήσει το ζήτημα της νομικής ταυτότητας. Όπως σημείωσε το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «ήταν πιο σημαντικό να προσδιοριστεί η ιστορία πίσω από την πλήρη γενειάδα και την αρρενωπή σωματική διάπλαση του Σουμαΐλ Ρατζ από το να αναγνωριστεί το δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή, την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό του»[187].

Οι εισαγγελείς επέλεξαν τελικά να μην δικάσουν το ζευγάρι βάσει του 377. Η αβεβαιότητα σχετικά με το φύλο της Ρατζ συνδυάστηκε με τη νομική ασάφεια σχετικά με το αν ο νόμος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον αυτού που οι αξιωματούχοι θεωρούσαν τώρα ως λεσβιακή σχέση. Σαφώς, όμως, το στίγμα που δημιούργησε η διάταξη βοήθησε στην έναρξη της έρευνας και στη διατήρηση της υστερικής δημόσιας πίεσης. Στις 28 Μαΐου 2007, ένα δικαστήριο καταδίκασε το ζευγάρι σε φυλάκιση τριών ετών για ψευδορκία – επειδή είπαν στο δικαστήριο ότι ο Σουμαΐλ Ρατζ ήταν άνδρας. Ο δικαστής χαρακτήρισε την ποινή «επιεική»[188].

 

Σρι Λάνκα

Η επέκταση των ποινικών κυρώσεων το 1995 ώστε να συμπεριλάβουν τις σεξουαλικές πράξεις μεταξύ γυναικών οδήγησε σε μια αυξημένη ατμόσφαιρα στιγματισμού και απειλής. Ο επικεφαλής μιας ομάδας υποστήριξης ΛΟΑΤ ανέφερε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα για ένα διάστημα λόγω απειλών κατά της ζωής του.[189] Το 2000, όταν πραγματοποιήθηκε ένα λεσβιακό συνέδριο στο νησί, μια εφημερίδα τύπωσε μια επιστολή προς τον συντάκτη που προέτρεπε να βιαστούν οι συμμετέχουσες, «ώστε αυτές οι ακόλαστες και παραπλανημένες κακομοίρες να πάρουν μια γεύση από τη ζέση και την απόλαυση του αληθινού πράγματος».

Το Συμβούλιο Τύπου, ένας κρατικός φορέας, απέρριψε καταγγελία κατά της εφημερίδας, επικαλούμενο το γεγονός ότι «η ομοφυλοφιλία αποτελεί αδίκημα σύμφωνα με το νόμο μας. Ο λεσβιασμός είναι τουλάχιστον πράξη κατάφωρης προσβολής της δημοσίας αιδούς και αφύσικη». Δήλωσε δε ότι:

«Ο ίδιος ο λεσβιασμός είναι μια πράξη σαδισμού και λαγνείας. Η δημοσίευση οποιασδήποτε γνώμης κατά τέτοιων δραστηριοτήτων δεν ισοδυναμεί με προώθηση του σαδισμού ή της ακολασίας, αλλά κάθε δημοσίευση που υποστηρίζει μια τέτοια συμπεριφορά αποτελεί προφανή προώθηση κάθε τέτοιας βίας, σαδισμού και ακολασίας. Επομένως, η καταγγέλλουσα είναι αυτή που επιθυμεί να προωθήσει το σαδισμό και την ακολασία, όχι οι εναγόμενοι.»

Αντ’ αυτού, το Συμβούλιο επέβαλε πρόστιμο στην καταγγέλλουσα, μία από τις διοργανώτριες του συνεδρίου.[190]

 

Σιγκαπούρη

Η αστυνομία της Σιγκαπούρης χρησιμοποιεί περιοδικά τους νόμους σχετικά με την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά για να εισβάλλει σε χώρους συγκέντρωσης ομοφυλοφίλων, μεταξύ των οποίων και σε σάουνες: μια επιδρομή το 2001 είχε ως αποτέλεσμα να απαγγελθούν κατηγορίες σε τέσσερις άνδρες αρχικά βάσει του άρθρου 377Α, αν και αργότερα η κατηγορία έγινε βάσει του άρθρου 20 του νόμου περί διαφόρων αδικημάτων (δημόσια τάξη και ενόχληση). Στους άνδρες επιβλήθηκε σημαντικό πρόστιμο[191]. Τον Απρίλιο του 2005 πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω επιδρομές[192]. Αντίθετα, οι ντόπιοι ακτιβιστές επισημαίνουν τις δελεαστικές δυνατότητες εκβιασμού που προσφέρουν οι νόμοι στους χαμηλόβαθμους αστυνομικούς ως κίνητρο για επανειλημμένες εισβολές. Οι διατάξεις ενθαρρύνουν σιωπηρά την αυθαίρετη συμπεριφορά[193].

Η κυβέρνηση, έχοντας συνείδηση της διεθνούς εικόνας της και των πιέσεων από τις διεθνείς εταιρείες, έχει κάνει κατά καιρούς χειρονομίες προς την κατεύθυνση της απαγόρευσης των διακρίσεων, αλλά η δέσμευσή της στο άρθρο 377Α στερεί από αυτές τη σημασία τους. Το 2003, ο πρωθυπουργός δήλωσε δημοσίως ότι οι θέσεις εργασίας στο Δημόσιο είναι ανοικτές στους ομοφυλόφιλους. Οι χριστιανικές ομάδες διαμαρτυρήθηκαν έντονα και ξεκίνησαν εκστρατεία διαμαρτυρίας με στόχο το Κοινοβούλιο και τον Τύπο[194]. Δύο χρόνια αργότερα, ένας ερευνητής πήρε συνέντευξη από δημόσιους υπαλλήλους σχετικά με το αν η υπόσχεση είχε κάποιο αποτέλεσμα και άκουσε «ένα ομοιόμορφα ηχηρό “όχι”». Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δήλωση του πρωθυπουργού δεν ήταν «τίποτα περισσότερο από έναν εξωραϊστικό λόγο που αποσκοπούσε στο να κάνει τη Σιγκαπούρη να φανεί πιο ελκυστική στους δυνητικούς μετανάστες»[195].

Η αστυνομία ελέγχει αυστηρά όλες τις δημόσιες ή πολιτικές εκδηλώσεις στη Σιγκαπούρη. Το 2004, απαγόρευσαν σε μια θεατρική ομάδα να διοργανώσει σεμινάρια για την ομοφυλοφιλική λογοτεχνία.[196] Οι αρχές έχουν επίσης αρνηθεί άδειες σε εκδηλώσεις γκέι υπερηφάνειας. Η λογοκρισία επιβάλλει τη σιωπή σχετικά με τη ζωή των ΛΟΑΤ ατόμων.[197] Το 2004, το κρατικό συμβούλιο κινηματογράφου απαγόρευσε μια ρομαντική κωμωδία της Ταϊβάν για την ομοφυλοφιλική θεματολογία της, λέγοντας ότι «δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας ομοφυλοφιλικής ουτοπίας, όπου ... δεν αντανακλώνται κακά ή προβλήματα.»[198] Το 2008, οι αρχές επέβαλαν πρόστιμο σε έναν τηλεοπτικό σταθμό της Σιγκαπούρης για μια εκπομπή που παρουσίαζε ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι και το μωρό τους, ισχυριζόμενες ότι «προωθεί τον ομοφυλόφιλο τρόπο ζωής».[199] Επίσης, επέβαλαν πρόστιμο σε έναν καλωδιακό σταθμό που πρόβαλε μια διαφήμιση με δύο γυναίκες να φιλιούνται, επειδή «οι κατευθυντήριες γραμμές για την τηλεοπτική διαφήμιση [...] απαγορεύουν διαφημίσεις που επιδοκιμάζουν την ομοφυλοφιλία»[200].

Ίσως η πιο σοβαρή παρενέργεια, όμως, είναι ότι η πολιτεία απορρίπτει όλες τις προσπάθειες των ΛΟΑΤ ομάδων να αναγνωριστούν νόμιμα οι οργανώσεις τους. Ένας ακτιβιστής παραπονιέται: «Οι νόμοι δημιουργούν ένα πρόβλημα κότας και αυγού. Προκειμένου να εργαστεί για την αποποινικοποίηση, η γκέι κοινότητα πρέπει να οργανωθεί, αλλά η οργάνωση για την υπεράσπιση μιας «εγκληματικής πράξης» με τη σειρά της κάνει τους γκέι και τους υποστηρικτές τους επιφυλακτικούς.»[201] Ένα ηγετικό στέλεχος των γκέι της Σιγκαπούρης δήλωσε στο Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 2008: «Ελλείψει νομιμότητας, ουσιαστικά παραβιάζουμε το νόμο κάθε φορά που οργανώνουμε κάτι»[202].

 

Ουγκάντα

Για χρόνια, η κυβέρνηση της Ουγκάντα χρησιμοποιούσε την ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς για να απειλεί και να παρενοχλεί τους πολίτες της Ουγκάντας. Το 1998, ο πρόεδρος Γιοβέρι Μουσεβένι δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου: «Όταν ήμουν στην Αμερική, πριν από λίγο καιρό, είδα μια συγκέντρωση 300.000 ομοφυλόφιλων. Αν γίνει εδώ μια συγκέντρωση 20 ομοφυλόφιλων, θα τη διαλύσω». Πιστός στον λόγο του, όταν (ανακριβή) δημοσιεύματα του Τύπου τον επόμενο χρόνο ανέφεραν έναν γάμο μεταξύ δύο ανδρών στην Ουγκάντα, ο Μουσεβένι δήλωσε σε συνέδριο για την αναπαραγωγική υγεία: «Έχω πει στο CID [Criminal Investigations Department / Τμήμα Εγκληματολογικών Ερευνών] να ψάξει για ομοφυλόφιλους, να τους κλείσει μέσα και να τους απαγγείλει κατηγορίες». Η αστυνομία υπάκουσε και φυλάκισε και βασάνισε αρκετές ύποπτες λεσβίες και γκέι∙ οι περισσότεροι εγκατέλειψαν αργότερα τη χώρα[203].

Παρομοίως, τον Οκτώβριο του 2004, ο υπουργός πληροφοριών της χώρας, Τζέιμς Νσάμπα Μπουτούρο, διέταξε την αστυνομία να ερευνήσει και να «λάβει τα κατάλληλα μέτρα εναντίον» ενός συλλόγου ομοφυλοφίλων που φέρεται να είχε οργανωθεί στο Πανεπιστήμιο Μακερέρε της Ουγκάντα. Στις 6 Ιουλίου 2005, η κυβερνητική εφημερίδα New Vision κάλεσε τις αρχές να πατάξουν την ομοφυλοφιλία: «Η αστυνομία θα πρέπει να επισκεφθεί τις τρύπες που αναφέρονται στον Τύπο, να κατασκοπεύσει τους ανώμαλους, να τους συλλάβει και να τους παραπέμψει σε δίκη. Οι αρμόδιες κυβερνητικές υπηρεσίες πρέπει να θέσουν εκτός νόμου ή να περιορίσουν τις ιστοσελίδες, τα περιοδικά, τις εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια που προωθούν την ανηθικότητα – συμπεριλαμβανομένης της ομοφυλοφιλίας, του λεσβιασμού, της πορνογραφίας κ.λπ.». Τον ίδιο μήνα, υπάλληλοι της τοπικής κυβέρνησης πραγματοποίησαν έφοδο στο σπίτι του Βίκτορ Μουκάσα, ακτιβιστή για τα ανθρώπινα δικαιώματα των ΛΟΑΤ ατόμων και προέδρου της οργάνωσης Σεξουαλικές Μειονότητες Ουγκάντα (SMUG / Sexual Minorities Uganda). Κατάσχεσαν έγγραφα και συνέλαβαν μια άλλη λεσβία ακτιβίστρια, κρατώντας την όλη τη νύχτα.[204]

Ακτιβιστές ΛΟΑΤ παραχώρησαν συνέντευξη Τύπου στην Καμπάλα τον Αύγουστο του 2007, εγκαινιάζοντας μια δημόσια εκστρατεία που ονόμασαν «Ας ζήσουμε ειρηνικά». Την επόμενη ημέρα, ο Μπουτούρο, νυν υπουργός ηθικής και εντιμότητας, δήλωσε στο BBC ότι η ομοφυλοφιλία είναι «αφύσικη». Αρνήθηκε ότι η αστυνομία παρενοχλεί τα ΛΟΑΤ άτομα, αλλά πρόσθεσε απειλητικά: «Τους γνωρίζουμε, έχουμε λεπτομέρειες για το ποιοι είναι». Τέσσερις ημέρες αργότερα, ο Τύπος ανακοίνωσε ότι ο γενικός εισαγγελέας διέταξε τη σύλληψη λεσβιών και ομοφυλόφιλων. «Καλώ τις αρμόδιες υπηρεσίες να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, διότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί αδίκημα σύμφωνα με τους νόμους της Ουγκάντα», φέρεται να είπε. «Ο ποινικός κώδικας τιμωρεί με σαφήνεια την ομοφυλοφιλία και άλλα αφύσικα αδικήματα»[205].

Τα μέσα ενημέρωσης εντείνουν τον φόβο που εξαπλώνεται. Τον Αύγουστο του 2007, η σκανδαλοθηρική εφημερίδα Red Pepper της Ουγκάντα δημοσίευσε έναν κατάλογο με τα μικρά ονόματα, τους τόπους εργασίας και άλλα στοιχεία αναγνώρισης 45 φερόμενων ως ομοφυλόφιλων ανδρών. Εκθέτοντας τα θύματα στην απόλυση ή στην απειλή βίας, η εφημερίδα ισχυρίστηκε ότι δημοσίευσε τη λίστα «για να δείξει στο έθνος [...] πόσο γρήγορα το τρομερό βίτσιο που είναι γνωστό ως σοδομισμός κατατρώει την κοινωνία μας»[206].

 

Νιγηρία

Οι συλλήψεις βάσει του ομοσπονδιακού νόμου περί σοδομισμού στη Νιγηρία γίνονται σταθερά, όπως δείχνουν οι τίτλοι των τοπικών εφημερίδων: «Παρουσιαζόμενος από την αστυνομία για ομοφυλοφιλία, παντρεμένος άνδρας κατηγορεί το “κακό πνεύμα” για την ανίερη πράξη του»[207] ή «Πιάστηκε επ’ αυτοφώρω: 28χρονος ομοφυλόφιλος συνελήφθη από την ΟΠΚΕ κατά την ώρα της πράξης»[208].

Οι περισσότερες από τις βόρειες επαρχίες της Νιγηρίας έχουν πλέον τους δικούς τους ποινικούς κώδικες. Αυτοί συνδυάζουν τις αρχές του ισλαμικού δικαίου με στοιχεία του ποινικού κώδικα της Βόρειας Νιγηρίας που υιοθετήθηκε κατά την ανεξαρτησία[209].

Οι ποινικοί κώδικες των πολιτειών Κάνο και Ζαμφάρα έχουν απλώς υιοθετήσει τη γλώσσα των βρετανικών αποικιακών διατάξεων για τη «σαρκική επαφή ενάντια στην τάξη της φύσης» και την έχουν θέσει υπό τον όρο της σαρία «σοδομισμός (λίουατ)». Προβλέπουν ποινές 100 χτυπημάτων με μαστίγιο για τους άγαμους παραβάτες και θάνατο με λιθοβολισμό για τους παντρεμένους. Ο ποινικός κώδικας της Ζαμφάρα ποινικοποιεί επίσης τον «λεσβιασμό (σίχακ)», τιμωρώντας τον με έως και 50 χτυπήματα με μαστίγιο και φυλάκιση έξι μηνών:

«Όποια γυναίκα επιδίδεται σε σαρκική επαφή με άλλη γυναίκα μέσω του γεννητικού της οργάνου ή μέσω διέγερσης ή σεξουαλικής διέγερσης της άλλης, διαπράττει το αδίκημα του λεσβιασμού. [...] Το αδίκημα διαπράττεται με την αφύσικη συνένωση των γυναικείων γεννητικών οργάνων και ή με τη χρήση φυσικών ή τεχνητών μέσων για τη διέγερση ή την επίτευξη σεξουαλικής ικανοποίησης ή διέγερσης.»[210]

Τα δικαστήρια στο βορρά έχουν εκδώσει θανατικές ποινές για ομοφυλοφιλική συμπεριφορά βάσει του συνδυασμού της σαρία και του αποικιακού κώδικα, αν και δεν υπάρχουν αναφορές για εκτελέσεις – μέχρι στιγμής. Ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για τις εξωδικαστικές, συνοπτικές ή αυθαίρετες εκτελέσεις αναφέρει ότι σε επίσκεψή του στη Νιγηρία το 2005, ζήτησε να συναντηθεί με όλους τους θανατοποινίτες στις φυλακές του Κάνο:

«Ένας από αυτούς ήταν ένας 50χρονος άνδρας που περίμενε το θάνατο με λιθοβολισμό αφού είχε καταδικαστεί για σοδομισμό. Ένας γείτονας τον είχε καταγγείλει στην τοπική επιτροπή Χίσμπαχ [η οποία περιγράφεται από τον εισηγητή ως “ομάδες νεαρών κυρίως ανδρών που περιπολούν στις γειτονιές με σκοπό την πρόληψη του εγκλήματος και τη σύλληψη ατόμων που είναι ύποπτα για τη διάπραξη εγκλημάτων κατά της Σαρία”], η οποία προέβη σε σύλληψη πολίτη και τον παρέδωσε στην αστυνομία. Ισχυρίστηκε ότι ξυλοκοπήθηκε εκτενώς και από τις δύο ομάδες. Τα επίσημα δικαστικά αρχεία δείχνουν ότι παραδέχθηκε το αδίκημα, αλλά ζήτησε τη συγχώρεση του δικαστηρίου. Δεν είχε νομική εκπροσώπηση και δεν άσκησε έφεση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Ο Ειδικός Εισηγητής έλαβε στη συνέχεια μέτρα ώστε να μπορέσει να καταθέσει εκπρόθεσμη έφεση και η υπόθεση βρίσκεται τώρα υπό εξέταση.»

Τον Δεκέμβριο του 2005 το δικαστήριο Σαρία της Κατσίνα αθώωσε δύο άλλους άνδρες που κατηγορούνταν για το αδίκημα του σοδομισμού, το οποίο τιμωρείται με θάνατο, επειδή δεν υπήρχαν μάρτυρες. Παρ’ όλα αυτά, πέρασαν έξι μήνες στη φυλακή με προφυλάκιση, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, όπως είπε ο δικαστής, θα έπρεπε να τους θυμίζει «να έχουν σταθερό χαρακτήρα και να απέχουν από κάθε μορφή ανηθικότητας»[211].

Αν και υπήρχαν δρακόντειες διατάξεις σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο, η κυβέρνηση της Νιγηρίας προσπάθησε να προχωρήσει παραπέρα. Τον Ιανουάριο του 2006, το γραφείο του προέδρου πρότεινε νέα νομοθεσία με την ονομασία «Νόμος για την απαγόρευση του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου». Αυτό ήταν μια παραπλανητική ονομασία: η εμβέλεια του νομοσχεδίου πήγαινε πολύ πέρα από τον γάμο. Θα τιμωρούσε κάθε «δημοσιοποίηση, πορεία και δημόσια προβολή της ερωτικής σχέσης μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου μέσω των ηλεκτρονικών ή έντυπων μέσων ενημέρωσης με φυσικό τρόπο, άμεσα, έμμεσα ή με άλλο τρόπο», καθώς και την υιοθεσία παιδιών από λεσβιακά ή ομοφυλόφιλα ζευγάρια ή άτομα. Υπαγόρευε πενταετή φυλάκιση για οποιονδήποτε, συμπεριλαμβανομένου όποιου κληρικού, ο οποίος υποβοηθούσε ένα ομόφυλο ζευγάρι να παντρευτεί –και για οποιοδήποτε άτομο «που εμπλέκεται στην αναγνώριση ομοφυλοφιλικών λεσχών, συλλόγων και οργανώσεων, στη στήριξη, διαδήλωση ή συναντήσεις, δημοσιοποίηση και δημόσια επίδειξη ερωτικής σχέσης μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου άμεσα ή έμμεσα δημόσια και ιδιωτικά». Εκτός από την καταδίκη σε φυλάκιση των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που ασχολούνται με θέματα σεξουαλικότητας, το νομοσχέδιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη φυλάκιση ακόμη και λεσβιών ή γκέι ζευγαριών που κρατιούνται χέρι-χέρι[212].

Παρά την προσπάθεια να προωθηθεί το νομοσχέδιο στην Εθνοσυνέλευση στις αρχές του 2007, τελικά δεν ψηφίστηκε. Θα μπορούσε, ωστόσο, να αναβιώσει ανά πάσα στιγμή. Σε διεθνές επίπεδο, η Νιγηρία συνέχισε την εκστρατεία της, ζητώντας ανοιχτά τη δολοφονία ατόμων που επιδίδονται σε ομοφυλοφιλική συμπεριφορά. Στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο του 2006, η Νιγηρία χλεύασε «την ιδέα ότι οι εκτελέσεις για αδικήματα όπως η ομοφυλοφιλία και ο λεσβιασμός είναι [sic] υπερβολικές». Ο διπλωμάτης της δήλωσε: «Αυτό που μπορεί να θεωρηθεί από ορισμένους ως δυσανάλογη ποινή σε τόσο σοβαρά αδικήματα και απεχθείς συμπεριφορές, μπορεί να θεωρηθεί από άλλους ως κατάλληλη και δίκαιη τιμωρία»[213].

 

 

Είναι σκόπιμο να τελειώσουμε με τη Νιγηρία, επειδή το νομοσχέδιο του 2006 –που ποινικοποιεί όλες τις πτυχές της λεσβιακής και ομοφυλοφιλικής ταυτότητας και ζωής– ολοκλήρωσε τον κύκλο που ξεκίνησε ο ινδικός ποινικός κώδικας του Μακόλεϊ. Οι περιεκτικές διατάξεις του θα καθιστούσαν το νομοσχέδιο πρωτοφανώς αυστηρό ανάμεσα στους νόμους κατά των ομοφυλοφίλων στον κόσμο. Η πορεία από την τιμωρία των πράξεων στην καταστολή μιας ολόκληρης κατηγορίας ατόμων είχε ολοκληρωθεί.

Το παράδοξο παραμένει ότι μια δημοκρατική κυβέρνηση προώθησε αυτή την κατασταλτική νομοθεσία ως μέρος των αυτόχθονων αξιών, παρόλο που στην πραγματικότητα επέκτεινε παλιές, αντιδημοκρατικές αποικιακές διατάξεις. «Βασικά, είναι αντιαφρικανικό να έχεις σχέση με το ίδιο φύλο», δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης της Νιγηρίας το 2006. Μια εθνική εφημερίδα τόνισε: «Αυτή η προοδευτική νομοθεσία αναμένεται να θέσει φραγμό στην ομοφυλοφιλία και τον λεσβιασμό, μια αποκλίνουσα κοινωνική συμπεριφορά που κερδίζει γρήγορα την αποδοχή στις δυτικές χώρες»[214].

Οι νόμοι περί σοδομισμού ενθαρρύνουν το σύνολο της κοινωνίας να συμμετάσχει στην επιτήρηση, με τρόπο που εξυπηρετεί τις επιδιώξεις των αστυνομικών και κρατικών αρχών. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί μεγάλος αριθμός χωρών που βγήκαν από την αποικιοκρατία ανέλαβαν και αφομοίωσαν τους νόμους περί σοδομισμού ως μέρος της εθνικιστικής ρητορικής του σύγχρονου κράτους. Οι αρχές συνέχισαν να βελτιώνουν και να ενισχύουν τις διατάξεις, στα κοινοβούλια και τα δικαστήρια – υποκινούμενες από την ψευδή υπόθεση ότι αποτελούν προπύργιο της αυθεντικής εθνικής ταυτότητας.

Η αυταρχική ροπή πίσω από νομικές κινήσεις όπως αυτή της Νιγηρίας υποδεικνύει, ωστόσο, και τη χειραφετητική δυναμική της αποποινικοποίησης του συναινετικού ομοφυλόφιλου σεξ.

Οι εκστρατείες για τη μεταρρύθμιση του νόμου δεν αφορούν απλώς το δικαίωμα στις σεξουαλικές σχέσεις, αλλά το δικαίωμα να ζει κανείς μια ζωή χωρίς το φόβο των διακρίσεων, της έκθεσης, της σύλληψης, της κράτησης ή της παρενόχλησης. Η μεταρρύθμιση θα καταργήσει μέρος της εξουσίας του νομικού συστήματος να διαιρεί και να κάνει διακρίσεις, να ποινικοποιεί την προσωπικότητα και την ταυτότητα, να επιτίθεται στους υπερασπιστές των δικαιωμάτων και να περιορίζει την κοινωνία των πολιτών.

Η κατάργηση των νόμων περί σοδομισμού θα επιβεβαίωνε τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια. Θα αποκαθιστούσε επίσης ένα ιστορικό λάθος που χρειάζεται να θυμόμαστε. Η κληρονομιά της αποικιοκρατίας δεν θα πρέπει πλέον να συγχέεται με την πολιτιστική αυθεντικότητα ή την εθνική ελευθερία. Ένας ακτιβιστής από τη Σιγκαπούρη γράφει: «Είναι εκπληκτικό» ότι εκατομμύρια άνθρωποι «έχουν αφομοιώσει τόσο πολύ τη βικτοριανή σεμνοτυφία, ώστε ακόμη και τώρα, όταν οι χώρες τους είναι ανεξάρτητες –και είναι όλοι ευτυχισμένοι και υπερήφανοι που είναι ελεύθεροι από το ζυγό των Βρετανών– υπερασπίζονται σθεναρά αυτούς τους νόμους». Και καταλήγει: «Ο ήλιος μπορεί να έχει δύσει για τη Βρετανική Αυτοκρατορία, αλλά η Αυτοκρατορία ζει.»[215] Αυτά τα τελευταία απομεινάρια της Αυτοκρατορίας έχουν ξεπεράσει την εποχή τους.

 

Προτάσεις

 

Προς όλες τις κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κληρονόμησαν τους βρετανικούς αποικιακούς νόμους που ποινικοποιούν την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά

Να καταργηθούν όλοι οι νόμοι που ποινικοποιούν τη συναινετική σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ενηλίκων ατόμων του ίδιου φύλου.

Να διασφαλιστεί ότι οι ποινικές και άλλες νομικές διατάξεις γενικής εφαρμογής δεν χρησιμοποιούνται για την τιμωρία της συναινετικής σεξουαλικής δραστηριότητας μεταξύ ενηλίκων ατόμων του ίδιου φύλου.

Να ψηφιστούν νόμοι που να ορίζουν το έγκλημα του βιασμού με ουδέτερο ως προς το φύλο τρόπο, ώστε ο βιασμός ανδρών από άνδρες ή γυναικών από γυναίκες να περιλαμβάνεται στον ορισμό και να υπόκειται σε ίση τιμωρία.

Να περάσουν νόμους που ποινικοποιούν ρητά το βιασμό ή τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών.

Συμφωνώντας με την αρχή της μη διάκρισης, να διασφαλιστεί ότι η ίδια ηλικία συναίνεσης ισχύει τόσο για τη σεξουαλική δραστηριότητα του ίδιου όσο και για τη σεξουαλική δραστηριότητα διαφορετικού φύλου.

Να καταργηθεί κάθε νόμος που απαγορεύει ή ποινικοποιεί την έκφραση της ταυτότητας φύλου, μεταξύ άλλων μέσω της ένδυσης, της ομιλίας ή των συμπεριφορών, ή που στερεί από τα άτομα τη δυνατότητα να αλλάξουν το σώμα τους ως μέσο έκφρασης της ταυτότητας φύλου τους.

Προς τη Γραμματεία της Κοινοπολιτείας

Σύμφωνα με τη Διακήρυξη της Σιγκαπούρης του 1971 για τις Αρχές της Κοινοπολιτείας, η οποία επιβεβαιώνει «την ελευθερία του ατόμου», «ίσα δικαιώματα για όλους τους πολίτες» και «εγγυήσεις για την προσωπική ελευθερία», καταδικάζουμε και ζητάμε την κατάργηση όλων των εναπομεινάντων βρετανικών αποικιακών νόμων που ποινικοποιούν τη συναινετική σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ενήλικων ατόμων του ίδιου φύλου.

Στο πλαίσιο των προγραμμάτων της Κοινοπολιτείας που βοηθούν τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν τις διεθνείς υποχρεώσεις στη νομοθεσία τους, να προωθηθεί η αποποινικοποίηση της συναινετικής, ενήλικης ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς.

Επίσης, στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων, να αναπτυχθούν μοντέλα για ουδέτερη ως προς το φύλο νομοθεσία σχετικά με τον βιασμό και τη σεξουαλική κακοποίηση, καθώς και για την προστασία των παιδιών.

Να ενσωματωθούν θέματα σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου σε όλες τις εκπαιδευτικές και επιμορφωτικές δραστηριότητες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του Κοινοπολιτειακού Προγράμματος Εκπαίδευσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα για την αστυνομία.

Προς τα Ηνωμένα Έθνη και τους μηχανισμούς τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα

Συμφωνώντας με την απόφαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ στην απόφαση του 1994 για την υπόθεση Τούνεν εναντίον Αυστραλίας [Toonen v. Australia], να καταδικαστούν και να ζητηθεί η κατάργηση όλων των εναπομεινάντων νόμων που ποινικοποιούν τη συναινετική σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ενήλικων ατόμων του ίδιου φύλου, ως παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την ισότητα.

 

Ευχαριστίες

 

Η παρούσα έκθεση ερευνήθηκε και γράφτηκε από τον Alok Gupta, σύμβουλο της Human Rights Watch. Σημαντική συμβολή στην έρευνα και τη συγγραφή είχε ο Scott Long, διευθυντής του προγράμματος για τα δικαιώματα των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και τρανσέξουαλ στην Human Rights Watch. Στην Human Rights Watch, το κείμενο εξετάστηκε από τη Maria Burnett και την Corinne Dufka, ερευνητές στο τμήμα της Αφρικής, και τον Meenakshy Ganguly, ερευνητή στο τμήμα της Ασίας. Την επιμέλεια είχαν η Dinah PoKempner, γενική σύμβουλος, και ο Joe Saunders, αναπληρωτής διευθυντής προγράμματος. Η Jessica Ognian παρείχε βοήθεια στην εκπόνηση. Η Grace Choi και ο Fitzroy Hepkins προετοίμασαν την έκθεση για την εκπόνηση.

Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ευχαριστεί για τις συμβουλές και τη βοήθεια της ομάδας Lawyers Collective HIV/AIDS Unit, Βομβάη, Ινδία· Alternative Law Forum, Μπανγκαλόρ, Ινδία· Voices Against 377, Ινδία· και των Alex Au, Duma Boko, Vikram Doctor, Isabel Goodman, Sydney Malupande, Derek Matyszak, Alice Miller, Arvind Narrain, Oliver Phillips, Jeff Redding, Jessica Stern και Ashwini Sukthankar, οι οποίοι παρείχαν πληροφορίες ή σχολίασαν το χειρόγραφο με ουσιαστικό τρόπο. Ο Peter Rosenblum, αναπληρωτής πανεπιστημιακός καθηγητής ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κολούμπια, βοήθησε με την πρόσβαση σε νομικές βιβλιοθήκες για νομική έρευνα.

Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ευχαριστεί τον Reid Williams για τη γενναιόδωρη υποστήριξή του στο έργο αυτό.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Alok Gupta, “This Alien Legacy. The Origins of ‘Sodomy’ Laws in British Colonialism”, Human Rights Watch, 17 Δεκεμβρίου 2008, https://www.hrw.org/report/2008/12/17/alien-legacy/origins-sodomy-laws-british-colonialism. Και σε pdf : https://www.refworld.org/pdfid/494b5e4c2.pdf.

 

 

Σημειώσεις

[1] Όπως εξηγείται παρακάτω, το μεγαλύτερο μέρος του δικαίου που προέρχεται από τη βρετανική αποικιοκρατία δεν κάνει διάκριση μεταξύ ομοφυλοφιλικών πράξεων που διαπράττονται με ή χωρίς συναίνεση ή μεταξύ ομοφυλοφιλικών πράξεων που διαπράττονται από ενήλικες σε αντίθεση με την κακοποίηση παιδιών από ενήλικες. Ως εκ τούτου, η αναφορά αποσκοπεί στην "ανάγνωση" και όχι στην κατάργηση του νόμου. Ζητά από το Δικαστήριο να δηλώσει ότι οι συναινετικές ομοφυλοφιλικές πράξεις μεταξύ ενηλίκων δεν είναι πλέον ποινικά κολάσιμες βάσει της διάταξης, ενώ αφήνει άθικτη την εφαρμογή του άρθρου 377 στις μη συναινετικές πράξεις και στα παιδιά – μέχρι η Ινδία να ψηφίσει έναν σύγχρονο, ουδέτερο ως προς το φύλο νόμο περί βιασμού και να παράσχει ρητή νομική προστασία για τα αγόρια από τη σεξουαλική κακοποίηση.

[2] High Court of Delhi, Naz Foundation v. Govt. Of N.C.T. of Delhi and Others (Special Leave Petition No. 7217-7218 of 2005), Ένορκη κατάθεση εκ μέρους του εναγομένου αριθ. 5, http://www.lawyerscollective.org/files/Counter%20Affidavit%20%5BGovernment%20of%20India%5D%5B3%5D.pdf (πρόσβαση στις 15 Αυγούστου 2008).

[3] High Court of Delhi, Naz Foundation v. Govt. Of N.C.T. of Delhi and Others (SLP No. 7217-7218 of 2005), Rejoinder to Government of India, http://www.lawyerscollective.org/files/Rejoinder%20to%20Government%20of%20India[9].pdf, (πρόσβαση στις 15 Αυγούστου 2008). Βλέπε επίσης Sumit Baudh, “Human Rights and the Criminalisation of Consensual Same-Sex Sexual Acts in the Commonwealth, South and Southeast Asia”, έγγραφο εργασίας του South and Southeast Asia Resource Center on Sexuality, Μάιος 2008.

[4] Jerome Taylor, “Minority Report: Gay Indians Demand a British Apology”, The Independent (H.B), 15 Αυγούστου 2008.

[5] “About Queer Azadi”, Queer Azaadi Mumbai, http://queerazaadi.wordpress.com/about/ (πρόσβαση 10 Σεπτεμβρίου 2008).

[6] Human Rights Watch, “Malaysia: Drop Political Charges against Opposition Leader”, 7 Αυγούστου 2008.

[7] “Government warns UNAIDS over gays”, The Daily Monitor (Ουγκάντα), 29 Νοεμβρίου 2004.

[8] “Uganda: Stuck in the Closet: Gays Left out of HIV/AIDS Strategy”, Plus News, 17 Μαρτίου 2006, http://www.plusnews.org/report.aspx?reportid=39429 (πρόσβαση 13 Σεπτεμβρίου 2007).

[9] “Museveni Backs Church Against Gays”, New Vision (Ουγκάντα), 17 Αυγούστου, 2008.

[10] “Museveni Lauds Citizens on Anti-Gay Stand”, New Vision, 14 Ιουλίου, 2008.

[11] Pastor Martin Ssempa, αναφέρεται στο “Uganda: State Homophobia Putting Gays at HIV Risk-Activists”, Plus News, 24 Αυγούστου2007, http://www.plusnews.org/report.aspx?ReportID=73931 (πρόσβαση 12 Σεπτεμβρίου 2007).

[12] Human Rights Watch, “Uganda: Rising Homophobia Threatens HIV Prevention: US Should Halt Role in Funding Prejudice and Fear”, 11 Οκτωβρίου 2007.

[13] James Nsaba Butoro, υπουργός ηθικής και ακεραιότητας στην κυβέρνηση Μουσεβένι, όπως αναφέρεται στο “Join Politics, Butoro Tells Balokole”, New Vision (Ουγκάντα), 18 Δεκεμβρίου 2007.

[14] Ένας ακριβής αριθμός είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Σχεδόν κανένας από αυτούς τους νόμους δεν αναφέρει την «ομοφυλοφιλία» (ένας όρος που επινοήθηκε μόλις το 1869)∙ η ορολογία διαφέρει μεταξύ των νομικών συστημάτων και (όπως δείχνει η συζήτηση των αρχικών εννοιών του «σοδομισμού» στο Κεφάλαιο ΙΙ παρακάτω) είναι μερικές φορές δύσκολο να ερμηνευθεί. Για παράδειγμα, η Αίγυπτος απαλλάσσεται συχνά από τους καταλόγους επειδή ο νόμος της τιμωρεί τη «συνήθη πρακτική της ακολασίας [fujur]», παρόλο που η εγχώρια νομολογία από τη δεκαετία του 1970 έχει καθιερώσει ότι ο όρος αυτός αναφέρεται σε συναινετικό σεξ μεταξύ ανδρών. Το καλύτερο έργο αναφοράς επί του θέματος είναι το Daniel Ottosson, State-Sponsored Homophobia: A World Survey of Laws Prohibiting Same-Sex Activity Between Consenting Adults, έκθεση της International Gay and Lesbian Association (ILGA), http://www.ilga.org/statehomophobia/ILGA_State_Sponsored_Homophobia_2008.pdf (πρόσβαση 1 Αυγούστου 2008).

[15] Η αρχή ότι η ποινικοποίηση της συναινετικής σεξουαλικής συμπεριφοράς μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου παραβιάζει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα διατυπώθηκε από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ –η οποία ερμηνεύει και παρακολουθεί τη συμμόρφωση με το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ)– στην υπόθεση Toonen v. Australia το 1994. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός αποτελεί ιδιότητα που προστατεύεται από τις διακρίσεις σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 26 του ΔΣΑΠΔ.

[16] Ο κώδικας της Γκάνας διαφέρει από άλλους ποινικούς κώδικες που προέρχονται από τη Βρετανία στην Αφρική στο ότι ο συναινετικός «σοδομισμός» [«buggery]», ενώ αποτελεί έγκλημα, ορίζεται μόνο ως πλημμέλημα. Η νομοθεσία της Γκάνα δεν προέρχεται απευθείας από τον Ινδικό Ποινικό Κώδικα (ή τον Ποινικό Κώδικα του Κουίνσλαντ) – όπως συμβαίνει με τους περισσότερους άλλους κώδικες της Βρετανικής Αφρικής, όπως εξηγείται παρακάτω. Ο πρόγονός του ήταν ένα σχέδιο που ετοίμασε για την Τζαμάικα ο φιλελεύθερος βρετανός νομικός R.S. Wright, ο οποίος επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα ελευθεριακά ιδεώδη του φιλοσόφου John Stuart Mill. (Ο Μιλλ έγραψε χαρακτηριστικά ότι «ο μόνος σκοπός για τον οποίο μπορεί να ασκηθεί νόμιμα εξουσία επί οποιουδήποτε μέλους μιας πολιτισμένης κοινότητας, παρά τη θέλησή του, είναι η αποτροπή βλάβης σε άλλους»: Mill, On Liberty (Χάρμοντσγουορθ: Penguin, 1974), σ. 68). Το σχέδιο κώδικα του Ράιτ δεν εφαρμόστηκε ποτέ στη Τζαμάικα, αλλά αποτέλεσε τη βάση για το δίκαιο της Γκάνας. Βλέπε M. L. Friedland, “R. S. Wright’s Model Criminal Code: A Forgotten Chapter in the History of the Criminal Law”, Oxford Journal of Legal Studies, τόμος 1, τεύχος 3 (χειμώνας 1981), σσ. 307-346.

[17] Η Νότια Αφρική, αν και περιήλθε στην κατοχή των Βρετανών το 1806, διατήρησε το κοινό δίκαιο των Κάτω Χωρών, γνωστό ως «ρωμαϊκό-ολλανδικό» – το οποίο επίσης ποινικοποιούσε τον «σοδομισμό». Αυτό το αδίκημα του κοινού δικαίου καταργήθηκε τελικά από το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας μετά το απαρτχάιντ το 1998. (Οι ίδιες οι Κάτω Χώρες αποποινικοποίησαν τον σοδομισμό το 1809, όταν ο Ναπολέων τις προσάρτησε. Σε ένα από τα τυπικά παράδοξα του αποικιακού δικαίου, αυτό έγινε τρία χρόνια αργότερα από τότε που επηρέασε την πάλαι ποτέ αφρικανική αποικία των Κάτω Χωρών, η οποία διατήρησε το ρωμαιο-ολλανδικό δίκαιο στην προ του 1806 μορφή του και ως εκ τούτου διατήρησε το αδίκημα). Το ρωμαϊκό-ολλανδικό δίκαιο έφτασε στη σημερινή Ναμίμπια όταν, ως έδαφος της Νοτιοδυτικής Αφρικής, περιήλθε υπό νοτιοαφρικανική εντολή μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ίδιο ισχύει και για τη Ζιμπάμπουε, η οποία ξεκίνησε την αποικιακή της ύπαρξη ως κτήση της Βρετανικής Εταιρείας Νότιας Αφρικής του Σέσιλ Ρόουντς με έδρα το Κέιπ Τάουν. Ωστόσο, το ρωμαϊκό-ολλανδικό δίκαιο στην αποικιακή Ροδεσία καθώς και στη σύγχρονη Ζιμπάμπουε ερμηνεύτηκε από δικαστές που εκπαιδεύτηκαν στο βρετανικό κοινό δίκαιο, και η κατανόηση των σεξουαλικών αδικημάτων εκεί έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την παράδοση του άρθρου 377. Για μια πληρέστερη συζήτηση, βλέπε Scott Long, “Before the Law: Criminalizing Sexual Conduct in Colonial and Post-Colonial Southern African Societies”, στο More than a Name: State-Sponsored Homophobia and its Consequences in Southern Africa, έκθεση του Human Rights Watch/International Gay and Lesbian Human Rights Commission, 2003, σσ. 256-299.

[18] Οι στρατιές του Ναπολέοντα έφεραν στη συνέχεια την αποποινικοποίηση στις κατακτημένες Κάτω Χώρες, και κατά συνέπεια στις περισσότερες αποικίες τους.

[19] Η Ανατολική Γερμανία την κατάργησε το 1957 και η Δυτική Γερμανία το 1969.

[20] Οι περισσότερες από τις αποικίες της πέρασαν στη Βρετανία, τη Γαλλία ή το Βέλγιο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

[21] Βλέπε Hated to Death: Homophobia, Violence, and Jamaica’s HIV/AIDS Epidemic, έκθεση του Human Rights Watch, 2004.

[22] The Wolfenden Report: Report of the Committee on Homosexual Offences and Prostitution (Νέα Υόρκη: Stein and Day, 1963), σελ. 23.

[23] Η Σκωτία ακολούθησε το 1980 και η Βόρεια Ιρλανδία το 1982.

[24] Fazal Rab Choudhary v. Stateof Bihar, 1983 All India Report (Ανώτατο Δικαστήριο), σελ. 323.

[25] Kailash v. State of Haryana, 2004 Criminal Law Journal, σ. 310 στην παράγραφο 8. Στην πραγματικότητα, οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι στην Ινδία πριν από τη βρετανική κυριαρχία δεν υπήρχε επιθετική αστυνόμευση της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς. Βλέπε Saleem Kidwai and Ruth Vanita, επιμέλεια, Same-Sex Love in India: Readings from Literature and History (Νέα Υόρκη: St. Martin’s Press, 2000).

[26] Βλέπε Carole J. Petersen, “Values in Transition: The Development of the Gay and Lesbian Rights Movement in Hong Kong”, Loyola of Los Angeles International and Comparative Law Journal, τόμος 19 (1997), σσ. 337-62.

[27] Εισήγηση της General Association of Kowloon District Association, παρατίθεται στο The Law Reform Commission of Hong Kong, Report, Laws governing homosexual conduct, 28 Ιουνίου 1982, http://www.hkreform.gov.hk/en/docs/rhomosexual-e.doc (πρόσβαση στις 8 Αυγούστου 2008). (Η Επιτροπή Νομικής Μεταρρύθμισης, ωστόσο, υποστήριξε τις αρχές του Wolfenden).

[28] Ωστόσο, διατήρησε μια ηλικία συναίνεσης που δημιουργεί διακρίσεις –14 έτη για το ετεροφυλόφιλο σεξ, 21 έτη για το σεξ μεταξύ ανδρών– και μια δρακόντεια ποινή φυλάκισης έως και ισόβιας κάθειρξης για τους ομοφυλόφιλους που την παραβίαζαν, έναντι πέντε ετών για τους ετεροφυλόφιλους. Αυτό ανατράπηκε από το δικαστήριο μόλις το 2006.

[29] Mohammed Aidil στο “Re-Scoping Sec 377A: A Juxtaposition of Views”, Juris Illuminae, Τόμος 3, τεύχος 3 (Ιανουάριος 2007), https://www.singaporelawreview.org/ (πρόσβαση 25 Αυγούστου 2008).

[30] “Open Letter to the Prime Minister”, Keep377a.com, http://www.keep377a.com/Letters.aspx (πρόσβαση στις 25 Αυγούστου 20).

[31] Human Rights Watch World Report 2002, “Lesbian, Gay, Bisexual, and Transgender Rights”, σελ. 604.

[32] Παρατίθεται στο More than a Name: State-Sponsored Homophobia and Its Consequences in Southern Africa, σελ. 23.

[33] Gift Siso Sipho and Barrack Otieno, “United Against Homosexuality”, New African, Δεκέμβριος 1999.

[34] Παρατίθεται στο More than a Name, σελ. 39.

[35] Gift Siso Sipho and Barrack Otieno, “United Against Homosexuality”.

[36] Bisi Olawunmi, “Homosexuality and Its Apostles”, Vanguard (Λάγος), 10 Μαρτίου 2004.

[37] Παρατίθεται στο Craig Timberg, “Nigerian Churches Tell West to Practice what It Preached on Gays”, Washington Post, 24 Οκτωβρίου 2005.

[38] [Σ.τ.Μ.:] Βλ. σημ. 44 παρακάτω. Ο αγγλικός όρος «buggery» που είναι σχεδόν ταυτόσημος με τον όρο «σοδομισμός», «προέρχεται από τον γαλλικό όρο bougre, που εξελίχθηκε από το λατινικό Bulgarus [Βούλγαρος]... Η Καθολική Εκκλησία χρησιμοποίησε τη λέξη για να περιγράψει τα μέλη των Βογομίλων, μιας αίρεσης που ξεκίνησε από τη μεσαιωνική Βουλγαρία τον 10ο αιώνα και εξαπλώθηκε σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Η πρώτη χρήση της λέξης “buggery” εμφανίζεται στη Μέση Αγγλική το 1330, όπου σχετίζεται με την “αποτρόπαια αίρεση”, αν και η σεξουαλική έννοια του “bugger” δεν καταγράφεται μέχρι το 1555. Το Oxford Dictionary of English Etymology παραθέτει μια παρόμοια μορφή: “bowgard” (και “bouguer”), αλλά ισχυρίζεται ότι οι Βούλγαροι ήταν αιρετικοί “ως ανήκοντες στην Ελληνική Εκκλησία, δηλ. στην Αλβιγινική [της αίρεσης των Αλβιγινών ή Καθαρών]”. Το Third New International Dictionary του Webster δίνει τη μόνη σημασία της λέξης “bugger” ως σοδομίτης “από την προσήλωση των Βουλγάρων στην Ανατολική Εκκλησία που θεωρείται αιρετική”. Το “bugger” εξακολουθεί να χρησιμοποιείται συνήθως στα σύγχρονα αγγλικά ως επιφώνημα, ενώ το “buggery” είναι συνώνυμο της πράξης του σοδομισμού.» (“Sodomy”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Sodomy). «Οι χριστιανοί, ιδίως οι ηγέτες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, συνέδεαν αυτές τις αιρέσεις με σεξουαλικές ατασθαλίες, ιδίως με τον σοδομισμό. Ήδη από τα μέσα του 11ου αιώνα, στο Liber Gomorrhianus (Βιβλίο των Γομόρρων), ο Peter Damian είχε συνδέσει τις ομοφυλοφιλικές πράξεις με την αίρεση και το έργο του διαβόλου. […] Η σύνδεση της αίρεσης με το σεξ είχε ως αποτέλεσμα οι ομοφυλοφιλικές πράξεις, ιδίως η πρωκτική διείσδυση, να χαρακτηρίζονται ως buggery. Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες, ειδικότερα, προσπαθούσαν να συκοφαντήσουν τις ασκητικές πρακτικές των αιρετικών ηγετών. Οι Καθαροί perfecti, οι οποίοι φημολογούνταν ότι απείχαν από το κρέας και το γάμο, κατηγορήθηκαν ότι ασκούσαν σοδομισμό μέσα στην ομάδα τους, παρόλο που απείχαν από το σεξ με γυναίκες. Έτσι, οι αιρετικοί, οι bougres, ήταν επίσης σοδομιστές. Παραλλαγές των λέξεων buggery και bugger, που υποδηλώνουν την πρωκτική επαφή και όσους την ασκούν, εμφανίζονται στις ρομαντικές γλώσσες, για παράδειγμα, buggerone στα ιταλικά και bugarón στα ισπανικά. Οι γερμανικές γλώσσες περιέχουν τις ίδιες εννοιολογικές σχέσεις, για παράδειγμα, ο γερμανικός όρος για τον αιρετικό, Ketzer, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε σοδομίτες.» (“Bugger, Buggery”, Encyclopedia.com, https://www.encyclopedia.com/social-sciences/encyclopedias-almanacs-transcripts-and-maps/bugger-buggery).

[39] Βλέπε Leslie J. Moran, “The Homosexualization of English Law”, στο Didi Herman and Carl Stychin, επιμ., Legal Inversions: Lesbians, Gay Men, and the Politics of Law (Φιλαδέλφεια: Temple University, 1995).

[40] Το Fleta, seu Commentarius Juris Anglicani, ήταν μια λατινική επισκόπηση του αγγλικού δικαίου που εκπονήθηκε στο δικαστήριο του Εδουάρδου Α΄ το 1290 (φέρεται να γράφτηκε ενώ ο συγγραφέας που είχε χάσει την εύνοιά του εξέτιε την ποινή του στις φυλακές του Φλιτ, εξ ου και το όνομά του): Fleta, επιμ. και μτφρ. H. G. Richardson και G. O. Sayles (Λονδίνο: Quaritch, 1955). Το Britton γράφτηκε κάπως αργότερα και στη νορμανδική γαλλική γλώσσα. Βλέπε Heinrich Brunner, The Sources of the Law of England, μτφρ. William Hastie (Εδιμβούργο: T.T. Clark, 1888), και Hampton L. Carson, “A Plea for the Study of Britton”, Yale Law Journal, τόμος 23, τεύχος 8 (1914), σσ. 664-671.

[41] Fleta, παρατίθεται στο Leslie Moran, The Homosexual(ity) of Law (Λονδίνο: Routledge, 1996), σ. 213, σημ. 2∙ Britton, παρατίθεται στο Derrick Sherwin Bailey, Homosexuality and the Western Christian Tradition (Λονδίνο: Longmans, 1955), σ. 86. Βλ. επίσης Michael Goodrich, “Sodomy in Medieval Secular Law”, Journal of Homosexuality, τεύχος 1 (1976), σσ. 295-302.

[42] Long 2003, σ. 260∙ βλέπε επίσης David F. Greenberg, The Construction of Homosexuality (Σικάγο: Πανεπιστήμιο του Σικάγο, 1988), σσ. 274-92.

[43] Οι χριστιανικές εντολές σχετικά με τη σεξουαλική πρακτική και τη σεξουαλική φαντασία τελειοποιήθηκαν στην πατερική γραμματεία μεταξύ του 1ου και του 8ου αιώνα μ.Χ. Η έμφαση δόθηκε στην ελαχιστοποίηση της απόλαυσης και τη μεγιστοποίηση της δυνατότητας τεκνοποίησης στη σεξουαλική δραστηριότητα. Όλες οι πράξεις συνουσίας, συμπεριλαμβανομένης της ετεροφυλοφιλικής κολπικής επαφής πέραν της «ιεραποστολικής» στάσης, διαβαθμίζονταν ως «αφύσικες» στο βαθμό που η ηδονή υπερίσχυε των αμιγώς αναπαραγωγικών λειτουργιών της σεξουαλικής πράξης. Βλέπε James A. Brundage, Sex, Law and Marriage in the Middle Ages: Collected Studies (Άλντερσοτ: Variorum, 1993).

[44] R. I. Moore, The Formation of a Persecuting Society (Λονδίνο: Blackwell, 1987)∙ βλ. επίσης Mary Douglas, Purity and Danger: An Analysis of the Concepts of Pollution and Taboo (Λονδίνο: Routledge, 2002).

[45] Η λέξη «buggery» προήλθε μέσω της γαλλικής «bougre» από τη μεσαιωνική αίρεση των Βογομίλων, η οποία άκμασε στη Βουλγαρία. Και πάλι, η σεξουαλική και η θρησκευτική (και φυλετική) «παρέκκλιση» ήταν στενά συνδεδεμένες. Βλέπε Bailey, σσ. 147-49, και H. Montgomery Hyde, The Love That Dared Not Speak Its Name: A Candid History of Homosexuality in Britain (Βοστώνη: Little Brown, 1970). Ο νόμος καταργήθηκε είκοσι χρόνια αργότερα με την επιστροφή του καθολικισμού υπό τη βασίλισσα Μαρία, καθώς τα σεξουαλικά αδικήματα επανήλθαν στη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων∙ τέθηκε εκ νέου σε ισχύ υπό την προτεστάντισσα βασίλισσα Ελισάβετ Α΄ το 1563. Βλέπε επίσης Kenneth Borris, Same-Sex Desire in the English Renaissance: A Sourcebook of Texts, 1470-1650 (Λονδίνο: Routledge, 2004).

[46] Hyde, σελ. 142.

[47] Edward Coke, The Third Part of the Institutes of the Laws of England, Cap. X, “Of Buggery, or Sodomy” (Τυπωμένο για τους E. and R. Brooke, 1797), σελ. 58.

[48] Οι δικαστές συμφώνησαν ότι οι προσβολές στο κατηγορητήριο δεν ήταν συγκεκριμένες. Κατέληξαν, ωστόσο, στο συμπέρασμα ότι η απλή προσθήκη του όρου «buggery» θα είχε ως αποτέλεσμα «να φανεί η πρόθεση που υπονοείται από τα επίθετα». R v. Rowed, όπως αναφέρεται στο Moran 1996, σελ. 38 και εξής.

[49] M. Y. Friedland, “Codification in the Commonwealth: Earlier Efforts”, Commonwealth Law Bulletin, τόμος 18 (Ιούλιος 1992), σελ. 1172.

[50] J. F. Stephen, A History of the Criminal Law of England (Λονδίνο: Macmillan, 1883), τόμος ΙΙΙ, σελ. 304.

[51] Radhika Singha, A Despotism of Law: Crime and Justice in Early Colonial India (Λονδίνο: Oxford University, 1998). Βλ. επίσης Elizabeth Kolsky, “Codification and the Rule of Colonial Difference: Criminal Procedure in British India”, Law and History Review, τόμος. 23, τεύχος 3 (2005), http://www.historycooperative.org/journals/lhr/23.3/kolsky.html (πρόσβαση στις 8 Αυγούστου 2008).

[52] [Σ.τ.Μ.:] Ο όρος «Σωταδική Ζώνη» δημιουργήθηκε από τον Ρίτσαρντ Μπάρτον (μεταφραστής του Χίλιες και μια νύχτες και του Κάμα Σούτρα στα αγγλικά). Υποτίθεται ότι ήταν μια γεωγραφική, κλιματική ζώνη, η οποία περιελάμβανε τις μεσογειακές ακτές της Νότιας Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής, ολόκληρη την περιοχή του Λεβάντε, μεγαλύτερες περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Ασίας και όλη την προκολομβιανή Αμερική. Σ’ αυτή την περιοχή, πάντα σύμφωνα με τον Μπάρτον, επικρατούσαν παρόμοιες κλιματολογικές συνθήκες που ευνοούσαν τον σοδομισμό και την ομοφυλοφιλία. Ο όρος δημιουργήθηκε από τον όνομα Σωτάδης, ο οποίος υπήρξε ποιητής ομοερωτικών και σατιρικών ποιημάτων τον 3 π.Χ. αιώνα. Βλ. “Richard Francis Burton”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Richard_Francis_Burton. Επίσης Vincenzo Patanè, «Η ομοφυλοφιλία στη μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική», στο Robert Aldrich, Ομοφυλοφιλία. Μια παγκόσμια ιστορία, Πάπυρτος, Αθήνα 2008., σελ. 271.

[53] Παρατίθεται στο Robert Aldrich, Colonialism and Homosexuality (Λονδίνο: Routledge, 2003), σ. 31. Ή, όπως θεωρητικοποίησε ο Λόρδος Βύρωνας για ένα παρόμοιο αλλά ετεροφυλόφιλο «βίτσιο»: «Αυτό που οι άντρες ονομάζουν ανδρεία, και οι θεοί μοιχεία / είναι πολύ πιο συνηθισμένο εκεί όπου το κλίμα είναι αποπνικτικό». Δον Ζουάν, Άσμα Ι, στροφή 63.

[54] Παρατίθεται στο Ronald Hyam, Empire and Sexuality: The British Experience (Λονδίνο: Manchester University, 1990), p. 116; Βλ. επίσης Hyam, “Empire and Sexual Opportunity”, Journal of Imperial and Commonwealth History, τόμος 14, τεύχος 2 (1986), σσ. 34-89.

[55] Έκθεση της Ινδικής Νομικής Επιτροπής για τον Ποινικό Κώδικα, 14 Οκτωβρίου 1837, σσ. 3990-91.

[56] Moran 1995, σελ. 33.

[57] Εν τω μεταξύ, ένας άνδρας που είχε σεξουαλικές σχέσεις με ένα κορίτσι κάτω των 10 ετών ήταν ένοχος βιασμού ανηλίκου∙ η ηλικία αυξήθηκε στα 12 έτη το 1891, στα 14 έτη το 1925 και στα 16 έτη το 1940. “Experts for Raising Statutory Rape Age to 16”, One India, 6 Φεβρουαρίου 2008, http://news.oneindia.in/2008/02/06/experts-for-raising-statutory-rape-age-to-16-1202306730.html (πρόσβαση στις 8 Αυγούστου 2008).

[58] Offences against the Person Act, 1861, 24 and 25 Victoriae, C.100, “Unnatural Offences”, άρθρο 61.

[59] H. Montgomery Hyde, The Trials of Oscar Wilde (Νέα Υόρκη: Dover, 1962), σσ. 12-13.

[60] Το άρθρο 377Α εισήχθη στον Ποινικό Κώδικα της Σιγκαπούρης με το άρθρο 7 του διατάγματος περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποίηση) του 1938 (αριθ. 12 του 1938). Ο λόγος, όπως αναφέρεται στα Πρακτικά του Νομοθετικού Συμβουλίου των Οικισμών του Στενού το 1938, ήταν να «[καταστήσει] ποινικά κολάσιμες πράξεις βαριάς προσβολής της δημοσίας αιδούς μεταξύ ανδρών που δεν συνιστούν αφύσικο αδίκημα κατά την έννοια του άρθρου 377 του Κώδικα»: σ. C81, 25 Απριλίου 1938. Βλ. μικροδιαφάνεια αριθ. 672, Straits Settlements Legislative Council, Proceedings (SE 102), τόμος 1938 (Central Library Reprographic Dept, National University of Singapore).

[61] H. F. Morris, “A History of the Adoption of Codes of Criminal Law and Procedure in British Colonial Africa, 1876-1935”, Journal of African Law, τόμος 18, τεύχος 1 (άνοιξη 1974), σσ. 6-23.

[62] Dominic Chan, “Oral Sex - A Case of Criminality or Morality?”, Singapore Law Gazette, Σεπτέμβριος 2004, http://www.lawgazette.com.sg/2004-9 (πρόσβαση στις 8 Αυγούστου 2008).

[63] James S. Read, “Criminal Law in Africa of Today and Tomorrow”, Journal of African Law, τόμος 17, τεύχος 1 (άνοιξη 1963), σσ. 5-17.

[64] Morris, σελ. 13.

[65] Alan Gledhill, The Penal Codes of Northern Nigeria and the Sudan (Λονδίνο: Sweet & Maxwell, 1963), σελ. 443.

[66] Στο ίδιο, σελ. 444, Κεφ. 319: «Όποιος διαπράττει πράξη βαριάς ασελγούς συμπεριφοράς στο πρόσωπο άλλου χωρίς τη συγκατάθεσή του ή με τη χρήση βίας ή με απειλές εξαναγκάζει ένα πρόσωπο να συμμετάσχει μαζί του στην τέλεση της πράξης αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι επτά ετών και υπόκειται επίσης σε χρηματική ποινή∙ νοείται ότι η συγκατάθεση προσώπου κάτω των δεκαέξι ετών σε μια τέτοια πράξη, όταν αυτή γίνεται από τον δάσκαλο, τον κηδεμόνα του ή από οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η φροντίδα ή η εκπαίδευσή του, δεν θεωρείται συγκατάθεση κατά την έννοια του παρόντος άρθρου.»

[67] Ο Σουδανικός Ποινικός Κώδικας του 1991, άρθρο 148, «Σοδομισμός: (1) Κάθε άνδρας που εισάγει το πέος του ή το ισοδύναμό του στον πρωκτό μιας γυναίκας ή ενός άνδρα ή επέτρεψε σε άλλον άνδρα να εισάγει το πέος του ή το ισοδύναμό του στον πρωκτό του, θεωρείται ότι διέπραξε Σοδομισμό∙ (2) (α) Όποιος διαπράττει Σοδομισμό τιμωρείται με μαστίγωμα εκατό μαστιγώσεις και υπόκειται επίσης σε πενταετή φυλάκιση∙ (β) αν ο δράστης καταδικαστεί για δεύτερη φορά, τιμωρείται με μαστίγωμα εκατό μαστιγώσεις και φυλάκιση που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη. (γ) Εάν ο δράστης καταδικαστεί για τρίτη φορά τιμωρείται με θάνατο ή ισόβια κάθειρξη.» Όπως αναλύεται παρακάτω στο κεφάλαιο V, σε ορισμένες χώρες –μεταξύ αυτών το Πακιστάν και η Νιγηρία– η σύγχρονη αναβίωση των υποτιθέμενων νόμων που επηρεάζονται ή προέρχονται από τη Σαρία δεν αναβίωσε τόσο τις «αυτόχθονες» νομικές αξίες όσο εδραίωσε περαιτέρω τις αποικιοκρατικές. Αυτό το τοξικό μείγμα είναι ένα σημαντικό θέμα από μόνο του, αλλά υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής της παρούσας έκθεσης.

[68] Friedland, σελ. 1177. Βασίστηκε σε προηγούμενη πρόταση του 1878.

[69] Τα ίδια τα αφύσικα αδικήματα συνέχισαν να ορίζονται από τη διείσδυση, όπως στο άρθρο 6: «Σαρκική επαφή: Όταν ο όρος “σαρκική επαφή” ή ο όρος “σαρκική σχέση” χρησιμοποιείται για τον ορισμό ενός αδικήματος, υπονοείται ότι το αδίκημα, όσον αφορά το στοιχείο αυτό, ολοκληρώνεται με τη διείσδυση». Ωστόσο, το άρθρο 2-9 του ΚΠΚ αναφέρει ότι «Κάθε πρόσωπο που επιχειρεί να διαπράξει οποιοδήποτε από τα εγκλήματα που ορίζονται στο τελευταίο προηγούμενο άρθρο είναι ένοχο εγκλήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά ετών με καταναγκαστική εργασία».

[70] Ευρύτερα ζητήματα από τα «αφύσικα αδικήματα» δίχασαν τους υποστηρικτές των δύο κωδίκων. Ο ΚΠΚ είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το ευρωπαϊκό αστικό δίκαιο, ιδίως από τον ιταλικό ποινικό κώδικα, και παρέλειπε την απαίτηση του κοινού δικαίου περί mens rea ή εγκληματικής πρόθεσης.

[71] H. F. Morris, “How Nigeria Got Its Criminal Code”, Journal of African Law, τόμος 12, τεύχος 3 (φθινόπωρο 1970), σ. 137-154∙ βλ. επίσης Omoniyi Adewoye, The Judicial System in Southern Nigeria, 1854-1954: Law and Justice in a Dependency (Νιου Τζέρσεϊ: Humanities Press, 1977).

[72] Morris 1974.

[73] Άρθρο 6: «“Παράνομη σαρκική επαφή” σημαίνει σαρκική επαφή που λαμβάνει χώρα με τρόπο διαφορετικό από αυτόν μεταξύ του συζύγου και της συζύγου».

[74] Αργότερα, το 1960, κατά τις τελευταίες ημέρες της αποικιοκρατίας, η επικράτεια της Βόρειας Νιγηρίας επέλεξε να αποκτήσει ξεχωριστό Ποινικό Κώδικα, ανεξάρτητο από τον Ομοσπονδιακό Ποινικό Κώδικα της νέας χώρας. Πήρε ως βάση τον Σουδανικό Ποινικό Κώδικα του 1899, ο οποίος κατά ειρωνικό τρόπο βασίστηκε στον ΙΠΚ, τον οποίο η Βόρεια Νιγηρία είχε προηγουμένως απορρίψει (Morris 1970, σελ. 153). Ωστόσο, το γεγονός ότι ο σουδανικός κώδικας είχε αποποινικοποιήσει τον συναινετικό σοδομισμό δεν πέρασε απαρατήρητο – ή αμετάβλητο. Ο Ποινικός Κώδικας της Βόρειας Νιγηρίας επέστρεψε στον παλιό ουδέτερο ως προς τη συναίνεση ορισμό του Ινδικού Ποινικού Κώδικα. Για να πολλαπλασιαστεί η σύγχυση, ωστόσο, οι συντάκτες παρέλειψαν να κάνουν την ίδια αλλαγή στη διάταξη περί «βαριάς προσβολής της δημοσίας αιδούς», η οποία παρέμεινε εφαρμοστέα μόνο σε μη συναινετικές δραστηριότητες (Gledhill, σ. 444).

[75] William J. Chambliss, “A Sociological Analysis of the Law of Vagrancy”, στο John Galliher, επιμ., Deviant Behavior and Human Rights, (Νιου Τζέρσεϊ: Prentice Hall, 1964), σελ. 116.

[76] Forrest W. Lacey, “Vagrancy and other Crimes of Personal Condition”, Harvard Law Review, τόμος 66, αριθ. 7 (Μάιος 1953), σελ. 1203.

[77] Ό.π. Βλ. επίσης Arthur H. Sherry, “Vagrants, Rogues and Vagabonds: Old Concepts in Need of Revision”, California Law Review, τόμος 48, τεύχος 4 (1960), σσ. 557-580.

[78] Robert Jutte, Poverty and Deviance in Early Modern Europe (Κέμπριτζ: Cambridge University, 1994)∙ Robert Forster and Orest Ranum, επιμ., Deviants and the Abandoned in French Society: Selections from the Annales, Economies, Societes, Civilisations, τόμος 4, μτφρ. Elborg Forster and Patricia M. Ranum ( Βαλτιμόρη: Johns Hopkins, 1978)∙ Thomas McStay Adams, Bureaucrats and Beggars: French Social Policy in the Age of the Enlightenment (Οξφόρδη: Oxford University, 1990).

[79] Angus Fraser, The Gypsies (Λονδίνο: Blackwell, 1995), σελ. 134.

[80] “Vagrancy”, Encyclopedia Britannica, ενδέκατη έκδοση, 1911∙ Lionel Rose, “Rogues and Vagabonds”: The Vagrant Underworld in Britain, 1815-1985 (Λονδίνο: Routledge, 1988).

[81] Karl M Bowman and Berenice Engle, “A Psychiatric Evaluation of Laws of Homosexuality”, The American Journal of Psychiatry, τόμος 112 (Φεβρουάριος, 1956), σσ. 577-583.

[82] Long 2003, σελ. 277.

[83] [Σ.τ.Μ.:] Η λέξη «catamite» (την οποία αφήνουμε αμετάφραστη, ως «καταμίτης») προέρχεται από το λατινικό Catamitus, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το ετρουσκικό catamite, είναι μια εξέλιξη του ελληνικού Γανυμήδη, του ονόματος που δόθηκε στην ελληνική μυθολογία στον νεαρό ερωμένο του Δία. Στη σύγχρονη χρήση του, ο όρος catamite αναφέρεται σε ένα αγόρι που αναλαμβάνει «παθητικό» ρόλο σε πρωκτική επαφή με έναν άνδρα. “Catamite”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Catamite.

[84] Άρθρο 448 παράγραφος 2 (e), Ποινικός Κώδικας του Σουδάν.

[85] Gledhill, σελ. 749.

[86] Η σημαντική εξαίρεση ήταν η χρήση τους εναντίον των πληθυσμών Ρομά και Σίντι ή Τσιγγάνων.

[87] S.T. Hollins, The Criminal Tribes in India (1914), (Δελχί: Nidhi Book Centre, 2005), σελ. 56.

[88] Arvind Narrain, Queer: Despised Sexuality, Law, and Social Change (Μπανγκαλόρ: Books for Change, 2004), σσ. 58-59.

[89] Meena Radhakrishna, Dishonoured by History: “Criminal Tribes” and British Colonial Policy (Νέο Δελχί: Orient Longman, 2001), σελ. 15.

[90] Hollins, σσ. 30, 23, 40, 49, και 64.

[91] Αναφέρεται στο Human Rights Violations against the Transgender Community: A Study of Kothi and Hijra Sex Workers in Bangalore, India, έκθεση της Λαϊκής Ένωσης για τις Πολιτικές Ελευθερίες, Καρνατάκα (People’s Union for Civil Liberties, Karnataka / PUCL-K), Σεπτέμβριος 2003, σσ. 44-45, και Gayatri Reddy, With Respect to Sex: Negotiating Hijra Identity in South India (Σικάγο: Πανεπιστήμιο του Σικάγο, 2005). «Ευνούχος» στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και νόμο σήμαινε ευνουχισμένος άνδρας∙ ορισμένοι αν και σχεδόν όλοι οι ινδοί hijras είχαν αφαιρέσει τα ανδρικά τους γεννητικά όργανα εν όλω ή εν μέρει. Η γενική κατηγορία της «ανικανότητας» σε αυτούς τους νόμους, ωστόσο, φαινόταν ότι είχε σκοπό να συμπεριλάβει κάθε βιολογικό άνδρα που απαρνιόταν την «ενεργητική» ανδρική σεξουαλική λειτουργία.

[92] Human Rights Violations against the Transgender Community, σσ. 44-45.

[93] Ό.π.

[94] Laurence W Preston, “A Right to Exist: Eunuchs and the State in Nineteenth Century India”, Modern Asian Studies, τόμος 21, τεύχος 2 (1987), σσ. 371-87.

[95] Ό.π.

[96] Human Rights Violations Against the Transgender Community, σσ. 45-46.

[97] Queen-Empress v. Khairati, 1884 Indian Law Report, τόμοε 6, Allahabad High Court 204, σελ. 602.

[98] Khairati, σελ. 602, η έμφαση προστίθεται.

[99] Ό.π.

[100] Βλ. Judith R. Walkowitz, Prostitution and Victorian Society: Women, Class, and the State (Κέμπριτζ: Cambridge University, 1980).

[101] Michel Foucault, The History of Sexuality, τόμος 1 (Λονδίνο: Penguin, 1976), σελ. 42 [Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της σεξουαλικότητας, 1 Η δίψα της γνώσης, Ράππας, Αθήνα 1978, σελ. 58].

[102] Auguste Ambroise Tardieu, Etude Medico-Legale sur les Attentats aux Moeurs (Ιατροδικαστική μελέτη των επιθέσεων κατά της αξιοπρέπειας), 3η έκδοση, (Παρίσι: J. B. Bailliere, 1859), σσ. 142-3, μετάφραση για το Human Rights Watch από τον Scott Long.

[103] J. Glaster, Medical Jurisprudence and Toxicology, ένδεκατη έκδοση (Εδιμβούργο: Livingston, 1950) σελ. 259.

[104] Ηλεκτρονική επικοινωνία με τον Scott Long, Human Rights Watch, από την Dr. Lorna Martin, 23 Ιουλίου 2003. Ο Dr. Robert Nye, ιστορικός της σεξολογίας, δήλωσε στο Human Rights Watch ότι «τα περίφημα έξι “σημάδια” του παθητικού σοδομισμού αμφισβητήθηκαν και αγνοήθηκαν από την αμέσως επόμενη γενιά ιατροδικαστών και σεξολόγων». Χαρακτήρισε τον Ταρντιέ «εντελώς απαξιωμένο» και τις εξετάσεις «άκρως φρικιαστικές». Ηλεκτρονική επικοινωνία με τον Scott Long, Human Rights Watch, από τον καθηγητή Robert Nye, Τμήμα Ιστορίας, Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, 18 Ιουλίου 2003. Και οι δύο αναφέρονται στο βιβλίο In A Time of Torture: The Assault on Justice in Egypt’s Crackdown on Homosexual Conduct, έκθεση του Human Rights Watch, 2004. Για μια επισκόπηση των ιατρικών και νομικών επιπτώσεων των εξετάσεων, βλέπε Scott Long, “When Doctors Torture: The Anus and the State in Egypt and Beyond”, Health and Human Rights: An International Journal, τόμος 7, τεύχος 2 (2004), σσ. 114-40.

[105] Ejaz Ahmed, Sexual Offences, δεύτερη έκδοση (Χαϊντεραμπάντ: Ashok Law House, 1980), σελ. 736. Βλέπε επίσης Modi’s Medical Jurisprudence and Toxicology, 22η έκδοση, επιμ. B.V. Subramanyam (Νέο Δελχί: Butterworths India, 1999), σσ. 521-533, και S.N. Gour, Lyon’s Medical Jurisprudence for India, 10η έκδοση, (Αλλαχαμπάντ: Law Publishers India Pvt. Ltd., 1988), σσ. 482-488.

[106] K. S. Narayan Reddy, Essentials of Forensic Medicine and Toxicology (Χαϊνταμπάντ: K. Suguna Devi, 2003), σελ. 212.

[107] R.L. Gupta, Medico-Legal Aspects of Sexual Offences (Λακνάου: Eastern Book Company, 1991), σελ. 414.

[108] Moran 1995, σελ. 34.

[109] D. P Minwalla v. Emperor, 1935 All India Report, High Court of Sind, σελ. 78.

[110] Η κατάσταση μόνιμης νομικής μειονότητας που επέβαλε ο βρετανικός αποικιακός νόμος στους χίτζρα ή «ευνούχους», οι οποίοι στερούνταν ακόμη και την ικανότητα να κάνουν διαθήκη, αποτελεί ίσως έναν παραλληλισμό.

[111] Το αδίκημα της Ζίνα (επιβολή του Χουντούντ) Διάταγμα, 1979, άρθρο 12: «Απαγωγή ή αρπαγή με σκοπό την υποβολή προσώπου σε αφύσικη επιθυμία: Όποιος απαγάγει ή αρπάζει οποιοδήποτε πρόσωπο με σκοπό το πρόσωπο αυτό να υποβληθεί ή να διατεθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να κινδυνεύει να υποβληθεί στην αφύσικη λαγνεία οποιουδήποτε προσώπου, ή γνωρίζοντας ότι είναι πιθανό το πρόσωπο αυτό να υποβληθεί ή να διατεθεί με τέτοιο τρόπο, τιμωρείται με θάνατο ή με αυστηρή φυλάκιση που μπορεί να φθάσει τα είκοσι πέντε έτη».

[112] Muhammad Din v. The State, 1981 All Pakistan Law Decisions, Federal Supreme Court, σ. 191. Η υπόθεση εκδικάστηκε στη συνέχεια βάσει της πακιστανικής εκδοχής του άρθρου 377.

[113] Oliver Phillips, Sexual Offences in Zimbabwe: Fetishisms of Procreation, Perversion and Individual Autonomy (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, University of Cambridge, Ιούλιος 1999), σελ. 193.

[114] Ό.π.

[115] Noshirwan v. Emperor, 1934 All India Report, High Court of Sind, σελ. 206.

[116] Suparna Bhaskaran, “The Politics of Penetration: Section 377 of the Indian Penal Code”, στο Ruth Vanita, επιμ., Queering India: Same-Sex Love and Eroticism in Indian Culture and Society (Λονδίνο: Routledge, 2002), σελ. 20.

[117] Government v. Bapoji Bhatt, 1884 Mysore Law Report, τόμος 7, σ. 280. Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε βάσει του άρθρου 377 για ισχυρισμούς περί στοματικού σεξ με ανήλικο.

[118] Khanu v. Emperor, 1925 High Court of Sind, σ. 286.

[119] Ό.π.

[120] Την ίδια στιγμή που το αποικιακό δικαστήριο στην υπόθεση Χάνου όριζε το «αφύσικο» σεξ ως μη αναπαραγωγικό σεξ, η αντισύλληψη ήταν νόμιμη στη Βρετανία. Η Μέρι Στοπς άνοιξε την πρώτη κλινική οικογενειακού προγραμματισμού της Βρετανίας το 1921, τέσσερα χρόνια πριν από την υπόθεση Χάνου. Ο έλεγχος των γεννήσεων δεν είχε ποτέ ποινικοποιηθεί στη μητρόπολη, αν και η διανομή πληροφοριών σχετικά με την αντισύλληψη κινδύνευε με κατηγορίες περί αισχροκέρδειας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα: βλέπε Kristen Brandser, “Law, Literature, and Libel: Victorian Censorship of ‘Dirty Filthy’ Books on Birth Control”, ανακοίνωση που παρουσιάστηκε στη συνάντηση της Law and Society Association, Σικάγο, Ιλινόις, 27 Μαΐου 2004.

[121] Khanu, σελ. 286.

[122] Ό.π. Το δικαστήριο του Χάνου εξακολουθούσε να βρίσκει το στοματικό σεξ «λιγότερο επιβλαβές από την αμαρτία των Σοδόμων». Οι ιδιαίτεροι λόγοι του ήταν ότι «δεν μπορεί να ασκηθεί σε άτομα που δεν το επιθυμούν. Δεν είναι συνηθισμένο και δεν μπορεί ποτέ να γίνει» – και, κυρίως, «δεν μπορεί να προκαλέσει τις σωματικές αλλαγές που προκαλεί το άλλο βίτσιο».

[123] Muhammad Ali v. The State, 1961 All Pakistan Law Decisions, High Court of Dacca, σελ. 447.

[124] Lohana Vasantlal Devchand v. The State, 1968 All India Report, High Court of Gujarat, σελ. 252.

[125] Ό.π.

[126] Ό.π.

[127] Ό.π.

[128] State of Kerala v. K. Govindan, Criminal Law Journal (1969), 818 σελ. 20.

[129] Khanu, 286. «Χειρουργία», στα ελληνικά, σημαίνει «εργασία που γίνεται με τα χέρια».

[130] Brother John Antony v. State, Criminal Law Journal (1992), 124 σ. 1352. Η υπόθεση αφορούσε κατηγορίες για στοματικό σεξ και αμοιβαίο αυνανισμό σε βάρος ενός καθηγητή οικοτροφείου.

[131] Ό.π., σελ. 1353.

[132] Ό.π.

[133] PP v. Tan Kuan Meng, 1996 Ανώτατο Δικαστήριο Σιγκαπούρης, σελ. 16.

[134] PP v. Kwan Kwong Weng, 1997 Singapore Law Report, τόμος 1, σελ. 697.

[135] Ό.π., παρ. 12.

[136] Ό.π., παρ. 30.

[137] Ό.π., παρ. 28.

[138] Οι πρώτες αναφορές στον Τύπο έδειξαν ότι ήταν 16 ετών, πάνω από τη νόμιμη ηλικία συναίνεσης για (κολπικό) σεξ, και ότι είχε συναινέσει. Ωστόσο, μεταγενέστερες αναφορές πρότειναν ότι ήταν 15 ετών. “Singapore Reviews Oral Sex Law”, BBC News, 6 Ιανουαρίου 2004.

[139] Παρατίθεται στο Mark Baker, “No Oral Sex Please, This Is Clean-Living Singapore”, Sydney Morning Herald (Αυστραλία), 18 Φεβρουαρίου 2004.

[140] Chan, “Oral Sex - A Case of Criminality or Morality?”.

[141] “Lee Hsien Loong’s Speech on Section 377A”, www.yawningbread.org/apdx_2007/imp-360.htm (πρόσβαση στις 25 Αυγούστου 2008).

[142] Ο Λι Κουάν Γιου, ο ισχυρός πρώην πρωθυπουργός, έκανε σαφή τη μετάβαση από τα επιχειρήματα που βασίζονται στη φύση στα επιχειρήματα που βασίζονται στον πολιτισμό, λέγοντας στους υποστηρικτές του: «Ας πάρουμε αυτό το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας. Ανεβάζει τα πνεύματα σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στην Αμερική. Αν όντως είναι αλήθεια –και το έχω ρωτήσει αυτό τους γιατρούς– ότι γεννιέσαι γενετικά ομοφυλόφιλος επειδή αυτή είναι η φύση της γενετικής τυχαίας μετάδοσης των γονιδίων, δεν μπορείς να κάνεις κάτι γι’ αυτό. Γιατί, λοιπόν, θα πρέπει να το ποινικοποιήσουμε; Αλλά», συνέχισε, «υπάρχει μια τόσο ισχυρή αναστολή σε όλες τις κοινωνίες ...». Straits Times, 23 Απριλίου 2007, παρατίθεται στο “The Oracle from St. James”, www.yawningbread.org/arch_2007/yax-734.htm (πρόσβαση στις 15 Νοεμβρίου 2008).

[143] Paul Tan Beng Hwee, “Oral sex law demeans the individual”, Straits Times, 10 Νοεμβρίου 2003.

[144] “377A serves public morality: NMP Thio Li-Ann”, The Online Citizen, 23 Οκτωβρίου 2007, http://theonlinecitizen.com/2007/10/377a-serves-public-morality-nmp-thio-li-ann/ (πρόσβαση στις 15 Αυγούστου 2008). Προειδοποίησε επίσης απειλητικά: «Σε όσους λένε ότι ο 377A τιμωρεί μόνο τους ομοφυλόφιλους και όχι τις λεσβίες, σημειώστε ότι έχουν υπάρξει εκκλήσεις να ποινικοποιηθεί και ο λεσβιασμός».

[145] Lim Hui Lian κατά CM Huddlestan, 1979 Malayan Law Journal, τόμος 2, σελ. 134.

[146] Η μόνη στατιστική μελέτη που αναφέρεται τακτικά στη συζήτηση έδειξε ένα υψηλό επίπεδο αρνητικών αισθημάτων μεταξύ των κατοίκων της Σιγκαπούρης για την ομοφυλοφιλία αυτή καθαυτή, αλλά δεν τους ρώτησε αν ήθελαν αυτές οι απόψεις να μεταφραστούν σε ποινικές κυρώσεις: Benjamin H. Detenber, Mark Cenite, Moses K. Y. Ku, Carol P. L. Ong, Hazel Y. Tong, and Magdalene L. H. Yeow, “Singaporeans’ Attitudes toward Lesbians and Gay Men and their Tolerance of Media Portrayals of Homosexuality”, International Journal of Public Opinion Research, τόμος 19, τεύχος 3 (Ιούλιος 2007), σσ. 367-79. Βλέπε επίσης Kenneth Chan, “Gay Sexuality in Singaporean Chinese Popular Culture: Where Have All the Boys Gone?”, China Information, τόμος 22, τεύχος 2 (Ιούλιος 2008), σσ. 305-29.

[147] Παρατίθεται στο More than a Name: State-Sponsored Homophobia and Its Consequences in Southern Africa, σσ. 91-92.

[148] State v Bakobaro, 1982 Nigerian Criminal Report, τόμος 1, σελ. 110.

[149] Mihir v State of Orissa, 1992 Criminal Law Journal, σελ. 488.

[150] Regina v. MK, 1973 Papua New Guinea Law Report, σελ. 204.

[151] Sydney Joseph Bourne, 1952 Criminal Appeals Report, τόμος 36, σελ. 125 (Ηνωμένο Βασίλειο). Ο νόμος της Παπούα Νέας Γουινέας προερχόταν από τον Ποινικό Κώδικα του Κουίνσλαντ, ο οποίος τιμωρούσε ρητά όποιον «επιτρέπει σε ένα αρσενικό πρόσωπο να έχει σαρκική επαφή μαζί του ... ενάντια στην τάξη της φύσης».

[152] Regina v. MK, Prentice J.

[153] D. D. N. Nsereko, “Uganda”, International Encyclopaedia of Laws, “Criminal Laws”, τόμος 4, μέρος 1, κεφ. 7 (“Particular Crimes”), παρ. 385 (Λέιντεν: Kluwer Law International, 2006), η έμφαση προστέθηκε.

[154] Βλέπε, για παράδειγμα, Calvin Francis v. State of Orissa, 1992 Crimes Report, τόμος 2, σελ. 455 και State of Gujarat v. Bachmiya Musamiya, 1998 Gujarat Law Report, τόμος 2, σελ. 2456.

[155] Κιθ Γκόνταρντ, διευθυντής, Gays and Lesbians of Zimbabwe, όπως αναφέρεται στο Long 2003, σελ. 289.

[156] Sakshi v. Union of India, 2004 Supreme Court Cases, τόμος 5, σελ. 518.

[157] Ο ίδιος ο ορισμός της «συναίνεσης» αποτελεί σημείο βαθιάς πολιτικής διαίρεσης στην Ινδία. Τα άρθρα 375 και 376 του ΙΠΚ, που αφορούν τον βιασμό, έχουν συσσωρεύσει νομολογία γύρω από το τι σημαίνει «συναίνεση», η οποία, ακόμη και μετά την ανεξαρτησία, αντανακλά βικτωριανές παραδοχές για την καθαρότητα των γυναικών. Σε μια διάσημη υπόθεση της δεκαετίας του 1970 στη Μαχαράστρα, δύο αστυνομικοί βίασαν ένα 16χρονο κορίτσι που ανήκε σε φυλή στο τμήμα τους. Το τοπικό δικαστήριο αθώωσε τον αστυνομικό, θεωρώντας ότι εφόσον το κορίτσι είχε ήδη κλεφτεί με τον φίλο της, είχε «συνηθίσει» τη συνουσία, είχε συναινέσει σιωπηρά – και δεν μπορούσε να βιαστεί. Μια απόφαση του ανώτερου δικαστηρίου ανέτρεψε την απόφαση αυτή και προσπάθησε να επεξεργαστεί μια διάκριση μεταξύ συναίνεσης αφενός, και παθητικής υποταγής ή αβοήθητης παράδοσης λόγω απειλής αφετέρου. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε το ανώτερο δικαστήριο και ακύρωσε την καταδίκη, κρίνοντας στην ουσία (παρόμοια με την απόφαση της Παπούα Νέας Γουινέας, ανωτέρω) ότι η παθητική υποταγή ισοδυναμεί με συναίνεση.

Η υπόθεση πυροδότησε μια εκστρατεία για τα δικαιώματα των γυναικών με στόχο τη μείωση των υψηλών προϋποθέσεων που απαιτούν από ένα θύμα βιασμού να αποδείξει «πέραν πάσης αμφιβολίας» ότι δεν είχε συναινέσει. Οι συνήγοροι απαίτησαν να δοθεί αποδεικτική ισχύς στον εκ των υστέρων ισχυρισμό μιας γυναίκας ότι δεν είχε συναινέσει. Οι μερικές μεταρρυθμίσεις του ποινικού δικαίου το 1983 αποδέχθηκαν αυτό το πρότυπο, αλλά μόνο για βιασμούς σε χώρους κράτησης, όπως οι φυλακές. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης στο Λόκ Σάμπχα (Κοινοβούλιο), οι βουλευτές αποκάλυψαν ορισμένες από τις υποβόσκουσες στάσεις της κοινωνίας σχετικά με τη σεξουαλικότητα των γυναικών και τον τρόπο «προστασίας» και ελέγχου της. Σε ένα ακραίο σημείο –υπονοώντας ότι ορισμένες γυναίκες δεν αξίζουν καμία προστασία– ένας ομιλητής είπε: «Δεν έχουμε να κάνουμε πάντα με ενάρετες γυναίκες. Μπορεί επίσης να έχουμε να κάνουμε με κάποιες γυναίκες που δυστυχώς δεν ανταποκρίνονται στα φυσιολογικά πρότυπα της γυναικείας φύσης». Σε ένα άλλο άκρο της καταπίεσης που μεταμφιέζεται σε προστασία ένας άλλος βουλευτής πρότεινε να χαρακτηριστεί ως βιασμός οποιαδήποτε σεξουαλική σχέση μεταξύ μιας ανύπαντρης γυναίκας και ενός άνδρα, κάτι που, όπως υποστήριξε, θα ήταν σύμφωνο με «τη δική μας σεξουαλική ηθική». Παρατίθεται στο Nivedita Menon, “Embodying the Self: Feminism, Sexual Violence, and the Law”, στο Partha Chatterjee and Pradeep Jeganathan, επιμ: Community, Gender, and Violence: Subaltern Studies XI (Νέα Υόρκη: Columbia University, 2000). Βλ. επίσης Flavia Agnes, Journey to Justice (Βομβάη: Majlis, 1990).

Οι υπέρμαχοι των δικαιωμάτων των γυναικών υποστηρίζουν ότι το ινδικό δικαστικό σύστημα εξακολουθεί να διακατέχεται από την πεποίθηση ότι ορισμένες γυναίκες –«ανήθικες» ή με «αμφιλεγόμενο χαρακτήρα»– δεν αξίζουν καμία προστασία από τη σεξουαλική βία. Βλέπε Oishik Sircar, “Women Make Demands, but Only Ladies Get Protection”, στη διεύθυνση http://infochangeindia.org/index2.php?option=com_content&do_pdf=1&id=5621, (πρόσβαση στις 21 Αυγούστου 2008). Τα αντικρουόμενα πρότυπα είναι εμφανή: κανένας άνδρας δεν μπορεί να συναινέσει σε «σοδομισμό», αλλά ορισμένες γυναίκες δεν μπορούν να αρνηθούν τη συγκατάθεσή τους σε οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη.

[158] Nagendar Sharma, “Gays Have No Legal Rights: Ministry”, Hindustan Times, 28 Αυγούστου 2008.

[159] Ό.π.

[160] Fazal Rab Choudhary v. State of Bihar, 1983 All India Report (Ανώτατο Δικαστήριο), σελ. 323 .

[161] Ahmad Bin Hassan v Public Prosecutor, 1958 Malayan Law Journal, τόμος 1, σελ. 186 (Εφετείο).

[162] Pooran Ram v. State of Rajasthan, 2001 Criminal Law Journal, σελ. 91 στην παρ. 31.

[163] NG Huat v. PP, 1995 Singapore Law Report, τόμος 2, σελ. 783: ένας ακτινολόγος κατηγορήθηκε για «σοβαρή προσβολή της δημοσίας αιδούς» επειδή φέρεται να άγγιξε το στήθος, τις θηλές και τους γλουτούς ενός ασθενούς.

[164] Το άρθρο 3 του νόμου περί ειδικών διατάξεων για τα σεξουαλικά αδικήματα (νόμος αριθ. 4 του 1998), που ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο της Ενωμένης Δημοκρατίας της Τανζανίας, τροποποίησε διάφορες διατάξεις του ποινικού κώδικα της Τανζανίας σχετικά με τα σεξουαλικά αδικήματα, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού της σοβαρής προσβολής της αιδούς.

[165] Rex v. Captain Douglas Marr, 1946 Malayan Law Journal, τόμος 1, σελ. 77.

[166] Μια υπόθεση του 1957 στην Ουγκάντα έδειξε πώς τα στερεότυπα και τα τεκμήρια –σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ των φυλών, καθώς και το ίδιο το φύλο– μπορούν επίσης να χρησιμεύσουν ως αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία σε περιπτώσεις «σοδομισμού». Ένας Βρετανός αξιωματικός είχε δώσει σε έναν «ιθαγενή» βοσκό ένα σελίνι και λίγη ζάχαρη ως δώρα. Το ασυνήθιστο αυτής της «ειδικής εύνοιας» πέρα από το χάσμα εξουσίας δημιούργησε το τεκμήριο του σοδομισμού, οδηγώντας στη σύλληψη του αξιωματικού. Hoyle v. Regiman, Criminal Appeal No. 242, 1957 Uganda Law Report, σσ. 314-321.

[167] Lillian Tibatemwa-Ekirikubinza, Criminal Law in Uganda: Sexual Assaults And Offences Against Morality (Καμπάλα: Fountain Series in Law and Business Studies, 2005), σελ. 97.

[168] Sylvia Tamale, “Out of the Closet: Unveiling Sexuality Discourses in Uganda”, Feminist Africa (Φεβρουάριος 2003), http://www.feministafrica.org/fa%202/02-2003/sp-tamale.html#_ftn2 (πρόσβαση 3 Σεπτεμβρίου 2006).

[169] Η Κοινή Ομάδα Δράσης για τη Βία κατά των Γυναικών (Joint Action Group on Violence against Women / JAG-VAW) ηγήθηκε του κινήματος. Η αρχική τους πρόταση ζητούσε να προστεθεί το άρθρο 375Α του Ποινικού Κώδικα, ώστε να επαναπροσδιοριστεί η σεξουαλική επαφή ως: «α. σεξουαλική επαφή που προκαλείται από τη διείσδυση στον κόλπο οποιουδήποτε ατόμου ή στον πρωκτό οποιουδήποτε ατόμου από, 1. οποιοδήποτε μέρος του σώματος άλλου ατόμου∙ ή 2. αντικείμενο που χειρίζεται άλλο άτομο, εκτός εάν η διείσδυση πραγματοποιείται για κατάλληλους ιατρικούς σκοπούς∙ β. σεξουαλική επαφή που προκαλείται από την εισαγωγή οποιουδήποτε μέρους του πέους ενός ατόμου στο στόμα άλλου ατόμου∙ γ. αιδοιολειχία». Beng Hui, “One Step Forward, Two Steps Back? Conundrums of the Rape Legal Reform Campaign in Malaysia”, Gender, Technology and Development, τόμος 11, τεύχος 1 (2006).

[170] Ποινικός Κώδικας (Τροποποιητικός) Νόμος του 1989 (Νόμος A727 του 1989).

[171] Η ποινή –πέντε έως 20 χρόνια φυλάκισης– παρέμεινε σχεδόν η ίδια με εκείνη για τις συναινετικές ομοφυλοφιλικές πράξεις, αλλά ήταν ισοδύναμη με την ποινή για τον βιασμό μιας γυναίκας από έναν άνδρα: «377A. Σαρκική συνουσία ενάντια στην τάξη της φύσης. Κάθε πρόσωπο που έχει σεξουαλική επαφή με άλλο πρόσωπο με την εισαγωγή του πέους στον πρωκτό ή στο στόμα του άλλου προσώπου λέγεται ότι διαπράττει σαρκική επαφή κατά την τάξη της φύσης. Επεξήγηση: Η διείσδυση αρκεί για να αποτελέσει τη σεξουαλική επαφή που είναι απαραίτητη για το αδίκημα που περιγράφεται στο παρόν τμήμα. 377B. Τιμωρία για διάπραξη σαρκικής επαφής κατά της τάξης της φύσης. Όποιος διαπράττει εκούσια σαρκική επαφή ενάντια στην τάξη της φύσης τιμωρείται με φυλάκιση που μπορεί να φθάσει τα είκοσι έτη και υπόκειται επίσης σε μαστίγωμα. 377C. Διάπραξη σαρκικής επαφής κατά της τάξης της φύσης χωρίς συγκατάθεση κ.λπ. Όποιος διαπράττει εκούσια σαρκική επαφή ενάντια στην τάξη της φύσης σε άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση ή παρά τη θέληση του άλλου ατόμου, ή θέτοντας το άλλο πρόσωπο υπό το φόβο του θανάτου ή της βλάβης του ίδιου ή οποιουδήποτε άλλου ατόμου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον πέντε ετών και όχι περισσότερο από είκοσι έτη και υπόκειται επίσης σε μαστίγωμα.»

[172] Οι διατάξεις για τη «σαρκική επαφή» συνέχισαν να μην κάνουν διάκριση μεταξύ ενηλίκων και παιδιών. Η μόνη ειδική προστασία για τα παιδιά υπήρχε στο νέο 377Ε, «Υποκίνηση παιδιού σε πράξη κατάφωρης προσβολής της αιδούς: Οποιοδήποτε άτομο υποκινεί παιδί ηλικίας κάτω των δεκατεσσάρων ετών σε οποιαδήποτε πράξη κατάφωρης προσβολής της δημοσίας αιδούς μαζί του ή με άλλο άτομο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι πέντε ετών και υπόκειται επίσης σε μαστίγωμα». Ωστόσο, η τιμωρία για σεξουαλικές σχέσεις με κορίτσι κάτω των 16 ετών (σύμφωνα με τον «βιασμό», άρθρο 375) είναι σημαντικά μεγαλύτερη, περιλαμβάνοντας φυλάκιση από πέντε έως 20 έτη. Ο βιασμός με τη διείσδυση σε βάρος αγοριών παρέμεινε χωρίς ειδική αναφορά στον κώδικα.

[173] «Άρθρο 377Δ: Προσβολή της ευπρέπειας: Όποιος, δημόσια ή ιδιωτικά, διαπράττει ή υποθάλπει τη διάπραξη ή προωθεί ή επιχειρεί να προξενήσει τη διάπραξη από οποιοδήποτε άτομο οποιασδήποτε πράξης που συνιστά κατάφωρη προσβολή της αιδούς με άλλο άτομο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.»

[174] Ωστόσο, τα δικαστήρια άργησαν να υιοθετήσουν αυτή την ερμηνεία. Μόλις το 1998 ένα δικαστήριο εξακολουθούσε να θεωρεί ότι ο σκοπός του άρθρου 377D ήταν να τιμωρήσει την «κατάφωρη προσβολή της δημοσίας αιδούς» μεταξύ ανδρών και μόνο. Sukma Darmawan Sasmitaat Madja v. Ketua Pengarah Penjara Malaysia & Anor, 1998 Malayan Law Journal, τόμος 4, σελ. 742. Εν τω μεταξύ, η εισαγωγή του ισλαμικού δικαίου (Σιαρία) στη Μαλαισία δημιούργησε επίσης νέα ή παράλληλα σεξουαλικά αδικήματα. Ορισμένες πολιτείες έχουν ψηφίσει νομοθετικές διατάξεις για την επιβολή της Σιαρία, οι οποίες τιμωρούν όχι μόνο το Λίουατ –τον σοδομισμό– αλλά και το Μουσάκαχ, που ορίζεται ως «σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ θηλυκών προσώπων» και τιμωρείται με φυλάκιση τριών ετών, πρόστιμα ή μαστίγωμα: βλέπε, π.χ., Syariah Criminal Offences (Federal Territories) Act 1997, άρθρο 26.

[175] Μια ακτιβίστρια υποστηρίζει ότι «η ποινικοποίηση του λεσβιασμού» στη Σρι Λάνκα δεν προέρχεται μόνο από την «έλλειψη σαφήνειας» σχετικά με τον τρόπο ταξινόμησης της σεξουαλικής συμπεριφοράς ενώπιον του νόμου, αλλά και από το στίγμα που δημιουργεί η «σύγχυση μεταξύ ανδρικής ομοφυλοφιλίας και παιδοφιλίας»: Yasmin Tambiah, “Realising Women’s Sexual Rights: Challenges in South Asia”, Nordic Journal of International Law, τεύχος 67 (1998), σσ. 97-105.

[176] Long 2003, σσ. 272-74.

[177] National Coalition for Gay and Lesbian Equality v. Minister of Justice and Others. 1999 (1) South Africa 6 (Constitutional Court), σελ 108.

[178] Dan M. Kahan, “The Secret Ambition of Deterrence”, Harvard Law Review, τόμος 113 (1999), σελ. 413.

[179] Ryan Goodman, “Beyond the Enforcement Principle: Sodomy Laws, Social Norms and Social Panoptics”, California Law Review, τόμος 89, τεύχος 3 (Μάιος 2001), σσ. 643-740.

[180] Epidemic of Abuse.

[181] Human Rights Watch, “Letter to Indian Prime Minister Singh on the Arrest of Four Men on Charges of Homosexual Conduct in Lucknow”, 10 Ιανουαρίου 2006.

[182] Human Rights Violations Against Sexuality Minorities in India: A PUCL-K Fact-Finding Report About Bangalore, έκθεση της Λαϊκής Ένωσης για τις Πολιτικές Ελευθερίες-Καρνατάκα (PUCL-K / Peoples’ Union for Civil Liberties-Karnataka), Φεβρουάριος 2001, www.pucl.org/Topics/Gender/2003/sexual-minorities.pdf; and Human Rights Violations Against the Transgender Community: A Study of Kothi and Hijra Sex Workers in Bangalore, India, PUCL-K, Σεπτέμβριος 2003.

[183] Καταγράφηκε στην «Αίτηση παρέμβασης» που κατέθεσε η Voices Against 377 (ένας συνασπισμός ομάδων της κοινωνίας των πολιτών) στη συνεχιζόμενη αμφισβήτηση της εφαρμογής του άρθρου 377 στις συναινετικές ομοφυλοφιλικές πράξεις, στο Ανώτατο Δικαστήριο του Δελχί, αστική αίτηση με αριθμό 7455/2001.

[184] Human Rights Watch World Report 2002, “Lesbian, Gay, Bisexual, and Transgender Rights”, σελ. 605.

[185] Αναφέρεται στο Narrain 2004, σελ. 89.

[186] Jessica Stern, “An Identity Under Scrutiny”, Dawn (Πακιστάν), 21 Ιουνίου 2007, http://hrw.org/english/docs/2007/06/21/pakist16231.htm.

[187] Ό.π.

[188] “Same Sex Couple Jailed for Perjury”, The News (Πακιστάν), 29 Μαΐου 2007· Monica Izam, “Victims of Inhumane Society”, Dawn, June Ιουνίου 2007.

[189] Παρατίθεται στο Chloe Arnold, “Sri Lanka’s Gays Share Their Journey”, BBC News, 20 Μαΐου 2005.

[190] International Gay and Lesbian Human Rights Commission, “National Press Council Calls Lesbianism ‘An Act of Sadism’”, http://www.iglhrc.org/site/iglhrc/section.php?id=5&detail=382 (πρόσβαση στις 28 Αυγούστου 2008).

[191] 600 δολάρια Σιγκαπούρης, το ισοδύναμο περίπου 400 δολαρίων ΗΠΑ εκείνη την εποχή: βλέπε “The arrests at One Seven and Section 20”, στη διεύθυνση http://www.yawningbread.org/arch_2001/yax-248.htm.

[192] “Singapore Police Arrest Four in Gay Sauna”, Utopia-Asia.com, http://www.utopia-asia.com/unews/article_2005_05_3_114741.htm (πρόσβαση 28 Αυγούστου 2008), και “Singapore Police Raid Gay Sauna; Arrest Owner”, Topix.com, http://www.utopia-asia.com/unews/article_2005_05_3_114741.htm (πρόσβαση 28 Αυγούστου 2008)· ηλεκτρονικό μήνυμα στο Human Rights Watch from a Singapore activist, 20 Νοεμβρίου 2008.

[193] Ηλεκτρονικό μήνυμα στον Scott Long, Human Rights Watch, από ακτιβιστή της Σιγκαπούρης που ζήτησε να μην κατονομαστεί, 20 Νοεμβρίου 2008.

[194] M. Nirmala, “Gay Backlash”, Straits Times, 23 Ιουλίου 2003.

[195] Chris K. K. Tan, “Turning the Lion City Pink: Interrogating Singapore’s New Gay Civil Servant Statement”, αδημοσίευτη ανακοίνωση που παρουσιάστηκε στο συνέδριο Sexualities, Genders, and Rights in Asia, Μπανγκόκ, Ιούλιος 2005, http://bangkok2005.anu.edu.au/papers/Tan.pdf (πρόσβαση στις 28 Αυγούστου 2008).

[196] “Singapore police ban gay literature seminars”, 11 Μαρτίου 2004, M2 Best Books, http://findarticles.com/p/articles/mi_m0KNB/is_2004_March_11/ai_n25084816 (πρόσβαση στις 28 Αυγούστου 2008).

[197] Η εξουσία της κυβέρνησης να λογοκρίνει είναι τεράστια, αλλά διασκορπισμένη σε διάφορες υπηρεσίες, πράγμα που σημαίνει ότι τα πρότυπα είναι ακανόνιστα και απρόβλεπτα - και αφήνουν τους συγγραφείς ή τους καλλιτέχνες μονίμως αβέβαιους για το πού θα τραβηχτεί η γραμμή. Βλέπε Alex Au, “Making Sense of Censorship in Singapore”, Fridae.com, 30 Ιανουαρίου 2007, http://www.fridae.com/newsfeatures/article.php?articleid=1846&viewarticle=1 (πρόσβαση στις 28 Αυγούστου 2008).

[198] “Socially Conservative Singapore Bans Popular Gay-Oriented Taiwanese Film”, Taipei Times, 23 Ιουλίου 2004.

[199] “Singapore Censors Fine Local TV Station for Airing Show Featuring Gay Couple”, International Herald Tribune, 24 Απριλίου 2008.

[200] Ανακοίνωση της Αρχής Ανάπτυξης Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης της Σιγκαπούρης [Singapore Media Development Authority], “Starhub Cable Vision fined for breaching the TV Advertising Code”, http://www.mda.gov.sg/wms.www/thenewsdesk.aspx?sid=861 (πρόσβαση στις 28 Αυγούστου 2008).

[201] Russell Hiang-Kheng Heng, “Tiptoe Out of the Closet: The Before and After of the Increasingly Visible Gay Community in Singapore”, στο Gerard Sullivan and Peter A. Jackson, επιμ., Gay and Lesbian Asia: Culture, Identity, Community, (Μπινγκχάμτον: Harrington Park Press, 2001), σελ. 90.

[202] Ηλεκτρονικό μήνυμα στον Scott Long, Human Rights Watch, από ακτιβιστή της Σιγκαπούρης που ζήτησε να μην κατονομαστεί, 5 Αυγούστου 2008.

[203] Human Rights Watch, More than a Name, σελ. 50-51.

[204] Human Rights Watch, “Uganda: Press Homophobia Raises Fears of Crackdown: Government Campaign Against Gay and Lesbian Community Escalates”, 8 Σεπτεμβρίου 2006.

[205] Human Rights Watch, “Uganda: State Homophobia Threatens Health and Human Rights: Government Persecution Contributing to HIV Pandemic”, 23 Αυγούστου 2007.

[206] Human Rights Watch, “Uganda: Press Homophobia Raises Fears of Crackdown”.

[207] The Sun (Νιγηρία), 27 Ιουνίου 2003.

[208] Sunday Punch (Νιγηρία), 10 Αυγούστου 2003 (με φωτογραφία του προσώπου του άνδρα, που δείχνει μόνο τα μάτια του μαυρισμένα).

[209] Ολόκληρη η έννοια της κωδικοποίησης είναι ξένη προς το πνεύμα και την ιστορία του νόμου της Σαρία, ο οποίος παραδοσιακά ενσωματώνει τις διάσπαρτες αποφάσεις των νομικών των τεσσάρων σουνιτικών σχολών. Το γεγονός ότι οι υποστηρικτές της σαρία στη βόρεια Νιγηρία έχουν στραφεί στην επιβολή ολοκληρωμένων κωδίκων αποκαλύπτει ακόμα περισσότερο ότι η αποικιακή κληρονομιά εξακολουθεί να υφίσταται.

[210] Άρθρο 135 του Ποινικού Κώδικα της Ζαμφάρα, http://www.zamfaraonline.com/sharia/chapter08.html (πρόσβαση στις 25 Αυγούστου 2008). Βλέπε επίσης Political Shari’a? Human Rights and Islamic Law in Northern Nigeria, έκθεση της Human Rights Watch, 2004.

[211] “Extrajudicial, Summary, or Arbitrary Executions, Report of the Special Rapporteur, Mr. Philip Alston, Mission to Nigeria”, 7 Ιανουαρίου 2006, E/CN.4/2006/53/Add.4, στο 21-24.

[212] Human Rights Watch, “Nigeria: Anti-Gay Bill Threatens Democratic Reforms: Homophobic Legislation Restricts Free Speech, Association, Assembly”, 28 Φεβρουαρίου 2007.

[213] “Recognizing Human Rights Violations Based on Sexual Orientation and Gender Identity at the Human Rights Council Session 2”, ARC International (2006)∙ επίσης διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, www.unhchr.ch.

[214] Ο υπουργός Δικαιοσύνης Bayo Ojo και η εφημερίδα Nigeria First, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο “Nigeria: Government proposes law to ban same-sex marriage”, IRIN Africa, 20 Ιανουαρίου 2006, http://www.irinnews.org/report.aspx?reportid=57879 (πρόσβαση στις 26 Αυγούστου 2008).

[215] “The Map’s Tale”, http://www.yawningbread.org/arch_2004/yax-350.htm (πρόσβαση 15 Αυγούστου 2006).

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 30 Δεκεμβρίου 2023 10:27

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.