Τρίτη, 02 Σεπτεμβρίου 2025 09:37

Ενάντια σε δύο αιώνες αντιδραστικού φεμινισμού

Μια χαρακτηριστική περίπτωση αντιδραστικού φεμινισμού: αυτοκινητοπομπή της Οργάνωσης Γυναικών για την Εθνική Μεταρρύθμιση της Ποτοαπαγόρευσης [Women’s Organization for National Prohibition Reform] στη Νέα Υόρκη, 1931. Museum of the City of New York. 56.71.123.

 

 

Judy Cox

 

Ενάντια σε δύο αιώνες αντιδραστικού φεμινισμού

 

Μια κριτική για το βιβλίο της Sophie Lewis, Enemy Feminism: TERFs, Policewomen, and Girlbosses Against Liberation (Haymarket, 2025)

 

 

Τελείωσα την ανάγνωση του Εχθρικού Φεμινισμού [Enemy Feminism] την ημέρα που το Ανώτατο Δικαστήριο της Βρετανίας αποφάνθηκε ότι η νομοθεσία για την ισότητα των δικαιωμάτων εφαρμόζεται αποκλειστικά στο βιολογικό φύλο. Βλέποντας τις «φεμινίστριες» να πανηγυρίζουν για αυτή την επίθεση σε τρανς και μη δυαδικά άτομα, το διάβασμά μου μετατράπηκε από μια ενδιαφέρουσα και πολεμική ιστορία σε μια ζωτικής σημασίας πηγή. Η Σόφι Λιούις αποκαλύπτει ότι ένας τέτοιος αντιδραστικός φεμινισμός έχει μακρά ιστορία. Έχουμε δει αντι-αντιρατσίστριες φεμινίστριες, ιμπεριαλίστριες φεμινίστριες, ευγονίστριες φεμινίστριες, φασίστριες φεμινίστριες – και αυτά πριν φτάσουμε στα κορίτσια-αφεντικά [girlbosses], στις φεμινίστριες κατά των εκλογών και, φυσικά, στις Ριζοσπάστριες Φεμινίστριες υπέρ του Αποκλεισμού των Τρανς (TERF / Trans-Exclusionary Radical Feminist).

Όπως αναγνωρίζει η Λιούις, υπάρχει ήδη ένα εκτεταμένο έργο που έχει αποαποικιοποιήσει τον δυτικό φεμινισμό και την προϋπόθεση της λευκότητας. Αυτή η βιβλιογραφία καταδεικνύει ότι «οι κυρίες της ανώτερης και μεσαίας τάξης συμμετείχαν με φεμινιστική λογική στη φυλετική κυριαρχία σε πλανητική κλίμακα».[1] Η συμβολή της Λιούις έγκειται στην ανασύσταση της ιστορίας των αντιδραστικών γυναικών και στον τρόπο με τον οποίο εντοπίζει τις κληρονομιές τους στα σύγχρονα αντιδραστικά κινήματα. Στη σημερινή ρητορική των TERF, η Λιούις παρατηρεί «δύο αιώνες “αγγλοσαξονικής” φεμινιστικής συμμετοχής στις ευγονικές αποικιακές προσπάθειες για την εξυγίανση του ακατάστατου φύλου (και της πορνείας) σε αποικίες όπως η Βρετανική Ινδία, όπου υπήρχαν σημαντικοί πληθυσμοί ιθαγενών που δεν ήταν ταυτοφυλικοί». Για τη Λιούις, η φεμινιστική τρανσφοβία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον φεμινιστικό ιμπεριαλισμό.[2]

Το βιβλίο της Λιούις είναι πλούσιο σε συναρπαστική ιστορία, αλλά στο πλαίσιο αυτό ξεχωρίζει ένα κεφάλαιο που επικεντρώνεται στο «Ενήλικο Θηλυκό Ανθρώπινο Ον [Adult Human Female]» ως μια εξαιρετικά ικανοποιητική απάντηση στις φεμινίστριες τρανσφοβίστριες. Η φράση «Ενήλικο Θηλυκό Ανθρώπινο Όν» διαδόθηκε από την Πόζι Πάρκερ [Posie Parker] το 2018. Υποστηρίζει ότι «οι περισσότερες γυναίκες δεν είναι φεμινίστριες και δεν θέλουν να ακούνε για τον μισογυνισμό ή την πατριαρχία, για να προστατεύσουμε τα δικαιώματα των γυναικών, πρέπει να εγκαταλείψουμε τον φεμινισμό».[3] Πριν η Πάρκερ γίνει τοξική, κέρδισε ένα μεγάλο ακροατήριο μεταξύ των φεμινιστριών. Τώρα στις συγκεντρώσεις της παρευρίσκονται φασίστες που χαιρετούν ναζιστικά. Όπως ήταν αναμενόμενο, η τρανσφοβική συγγραφέας παιδικών βιβλίων Τζ.Κ. Ρόουλινγκ [JK Rowling] δεν καταδίκασε αυτούς τους φασίστες – καταδίκασε εκείνους που διαμαρτύρονταν εναντίον τους και πέταξαν χυμό ντομάτας πάνω στην Πάρκερ.[4]

Μια ξεχωριστή πτυχή του «αντιδραστικού φεμινισμού» συνδέει την αντίθεση στο δικαίωμα στην άμβλωση με την αντίθεση στα δικαιώματα των τρανς ατόμων. Η δημόσια διανοούμενη Μαίρη Χάρινγκτον [Mary Harrington], συγγραφέας του βιβλίου Η φεμινιστική υπόθεση κατά της προόδου (The Feminist Case Against Progress, Swift Press, 2023), δεν συμπαθεί την άμβλωση και την αντισύλληψη, επειδή μετατρέπουν τις γυναίκες σε άντρες – ανέμελες και επιθετικές. Η Χάρινγκτον μισεί πραγματικά αυτό που αποκαλεί «τρανσγεντρισμό», τον οποίο θεωρεί, όπως και την άμβλωση, ως έκφραση ενός αντι-φυσιοκρατικού μίσους για το γυναικείο σώμα. Η Χάρινγκτον έχει ξεκινήσει μια σταυροφορία για τα δικαιώματα που βασίζονται στο φύλο ενάντια στη ζωή των τρανς, η οποία, όπως ισχυρίζεται, αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τον πολιτισμό. Η Χάρινγκτον συμβουλεύει τους ανθρώπους να «κουβαλούν ένα μεγάλο ραβδί», όπως λέει.[5]

Η Χάρινγκτον είναι μία από τις πολλές φεμινίστριες της μεσαίας τάξης που έχουν παρασυρθεί στη δίνη της τρανσφοβίας από το 2018. Η Τζ.Κ. Ρόουλινγκ [JK Rowling], η Τζούλι Μπίντελ [Julie Bindell], η Κάθλιν Στοκ [Kathleen Stock], η Νίνα Πάουερ [Nina Power] και η Τζούλι Μπίρτσαλ [Julie Birchall] έχουν όλες δημοσιεύσει ευρύτατα κριτικές διατριβές κατά των δικαιωμάτων των τρανς ατόμων. Μια άλλη πτυχή του τρανσφοβικού φεμινισμού συγκεντρώθηκε γύρω από την πρώην καθολική καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Boston College, Μαίρη Ντέιλι [Mary Daly]. Η Ντέιλι υποστηρίζει ότι, ενώ οι τρανς γυναίκες δεν έχουν πέος, «ολόκληρο το μυαλό τους εξακολουθεί να είναι πέος. Τα μάτια τους είναι πέη, τα χέρια τους είναι πέη».[6] Μεταξύ των φοιτητριών της Ντέιλι ήταν η ακραία τρανσφοβική Τζάνις Ρέιμοντ, της οποίας το έργο Η Τρανσέξουαλ Αυτοκρατορία (The Transexual Empire, The Women’s Press, 1979), πηγή της τρανσφοβίας, είχε τεράστια επιρροή. Η Ρέιμοντ έκανε επιτυχημένη εκστρατεία για να αποκλειστεί η τρανς υγειονομική περίθαλψη από τις ασφαλιστικές πολιτικές στις Ηνωμένες Πολιτείες και γράφει ότι οι τρανσέξουαλ δεν είναι γυναίκες, αλλά «ανώμαλοι άνδρες» και «μαζοχιστές».[7] Ο βιολογικός ντετερμινισμός είναι η βασική πεποίθηση που κινεί αυτά τα ρεύματα του τρανσφοβικού φεμινισμού. Η βιολογία των γυναικών σημαίνει ότι ένα άτομο είναι καταπιεσμένο, ενώ η βιολογία των ανδρών σημαίνει ότι ένα άτομο είναι καταπιεστής. Όπως σωστά σχολιάζει η Λιούις, το βιολογικό φύλο δεν είναι η αιτία της καταπίεσης των γυναικών: «Χρησιμοποιείται ως έννοια που εκλογικεύει την καταπίεση».[8] Οι μαρξίστριες και οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες έχουν από καιρό απορρίψει τις βιολογικές ντετερμινιστικές προσεγγίσεις για την κατανόηση της καταπίεσης των γυναικών, επισημαίνοντας αντίθετα τον ρόλο της ιδιωτικοποιημένης οικογένειας στη δημιουργία και τη διαιώνιση της καταπίεσης των γυναικών.

Η τρανσφοβία δεν έγινε ποτέ ευρέως αποδεκτή στο γυναικείο κίνημα. Το 1973, το ζήτημα τέθηκε στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια της μεγάλης Διάσκεψης Λεσβιών της Δυτικής Ακτής στο Λος Άντζελες. Η Ρόμπιν Μόργκαν [Robin Morgan], συγγραφέας του βιβλίου Η αδελφοσύνη των γυναικών είναι πανίσχυρη (Sisterhood is Powerful, Vintage Books, 1970), χρησιμοποίησε την ομιλία της για να επιτεθεί λεκτικά στη Μπεθ Έλιοτ [Beth Elliot], μια αναγνωρισμένη τρανς γυναίκα, λεσβία και ακτιβίστρια. Οι συμμετέχοντες προστάτευσαν την Έλιοτ από τις σωματικές επιθέσεις που υποκίνησε η Μόργκαν και υπήρξε έντονη κατακραυγή εναντίον της.[9] Η Λιούις συνδέει αυτό το περιστατικό με μια μακρά παράδοση φεμινιστριών που αρνούνται να δεχτούν ως αδελφές τις «λάθος» γυναίκες – Ιρλανδές, μαύρες, μουσουλμάνες, σεξουαλικά αποκλίνουσες, αλκοολικές, εργαζόμενες στον τομέα του σεξ.

Ο κεντρικός ισχυρισμός των TERF, «ότι είναι τα πραγματικά θύματα της περιθωριοποίησης», είναι μια κλασική αποικιοκρατική στάση, στην οποία το θύμα και ο καταπιεστής αντιστρέφονται.[10] Η Λιούις επισημαίνει πόσο στενά συντάσσονται πλέον οι TERF με την πολιτική του Τραμπ. Τον Μάιο του 2023, η παρουσιάστρια του Fox News Μέγκιν Κέλι [Megyn Kelly] δημοσίευσε μια φωτογραφία της φορώντας ένα καπέλο του μπέιζμπολ από το βρετανικό κατάστημα «Adult Human Female, με το σύνθημα «Make Women Female Again» [Κάντε τις γυναίκες ξανά γυναίκες].[11] Η γνώση της ιστορίας μπορεί να ενισχύσει την αντιμετώπιση των σημερινών εκφάνσεων του αντιδραστικού φεμινισμού.

Το βιβλίο της Λιούις δεν είναι χωρίς ελαττώματα. Ξεκινά τη μελέτη της με τη Μαίρη Γουόλστονκραφτ [Mary Wollstonecraft] και το έργο της Αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών (Vindication of the Rights of Woman, Penguin, 2004 [1792][12]). Η Λιούις επικρίνει την Γουόλστονκραφτ επειδή χρησιμοποίησε το μοτίβο της δουλείας για να κερδίσει τη συμπάθεια του κοινού για την κατάσταση των γυναικών. Η χρήση του μοτίβου της δουλείας ήταν ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των ριζοσπαστικών κινημάτων μέχρι τη δεκαετία του 1840, όταν οι χαρτιστές ισχυρίστηκαν ότι η δουλεία των Βρετανών εργατών μπορούσε να συγκριθεί με αυτή των σκλάβων. Η χρήση του μοτίβου της δουλείας ήταν μια αναγνώριση της δύναμης του κινήματος για την κατάργηση της δουλείας. Φυσικά, υποβάθμιζε τις φρικτές συνθήκες που υφίσταντο οι σκλάβοι, όπως έχουν σωστά επισημάνει πολλοί ιστορικοί.

Η Λούσι Ντελάπ [Lucy Delap] αμφισβήτησε την ιδέα ότι ο φεμινισμός ξεκίνησε αποκλειστικά μεταξύ των γυναικών της μεσαίας τάξης της Δυτικής Ευρώπης, επισημαίνοντας τις φεμινιστικές εκστρατείες στη Σιέρα Λεόνε το 1792 και στην Αίγυπτο το 1799.[13] Η Γουλστονκραφτ ήταν μέλος ενός δικτύου γυναικών συγγραφέων και ακτιβιστριών που περιλάμβανε τις Άνν Πλάμτρι [Anne Plumtree], Χέλεν Μαρία Γουίλιαμς [Helen Maria Williams], Μαίρη Χέις [Mary Hays] και Αμέλια Όπι [Amelia Opie].[14] Η Γουόλστονκραφτ ήταν μια αντιφατική προσωπικότητα, καθώς βρισκόταν εν μέσω μιας αστικής επανάστασης. Ήθελε να μεταρρυθμιστεί η κοινωνία, να γίνουν οι σχέσεις πιο ορθολογικές και να επεκταθούν τα δημοκρατικά δικαιώματα στους φτωχούς, στις γυναίκες και στους σκλάβους. Ωστόσο, αυτό το όραμα περιοριζόταν από τις προτεραιότητες του αναδυόμενου καπιταλιστικού συστήματος. Η Γουόλστονκραφτ υιοθέτησε την ιδέα της δυτικής υπεροχής έναντι της «ανατολίτικης βαρβαρότητας», κατακρίνοντας τις εξαρτημένες γυναίκες ως «κατάλληλες μόνο για το σεράι».[15] Είναι αλήθεια ότι «οι απόγονοι της Γουόλστονκραφτ θεωρούσαν τους εαυτούς τους οικουμενιστές, αλλά σχεδίαζαν εικόνες της προόδου των μαύρων και μελαμψών γυναικών που διέφεραν πολύ από τις ελπίδες που είχαν για τους εαυτούς τους».[16] Ωστόσο, αυτή είναι μια μάλλον μονόπλευρη περιγραφή της συμβολής της Γουόλστονκραφτ στη δημιουργία του γυναικείου κινήματος.

Είχα παρόμοιες αμφιβολίες σχετικά με την περιγραφή της Λιούις για το περιοδικό The English Women’s Journal. Το περιοδικό, υποστηρίζει η Λιούις, δημιούργησε μια γυναικεία εκδοχή του «Τζον Μπουλ»[17]. Αυτή η «Τζέιν Μπουλ» ήταν μια δυναμική, ιμπεριαλίστρια, εθνοτική-εθνικίστρια νεαρή γυναίκα που φοβόταν τη διαφυλετική αναμίξη. Για την Λιούις, το περιεχόμενο του περιοδικού δείχνει πώς, «με έναν τρόπο που έχουμε δει να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στις εκλογικές συνήθειες των εύπορων λευκών γυναικών στη Δύση, η φυλετική και αποικιακή ταξική νομομοφροσύνη υπερίσχυσε σταθερά της γυναικείας αδελφοσύνης».[18] Το The English Women’s Journal υπήρξε το βασικό σημείο αναφοράς στην ιστορία του αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών στη Βρετανία, η πρώτη έκδοση που δημιουργήθηκε από γυναίκες, μερικές από τις οποίες ήταν λεσβίες και άλλες ήταν γυναίκες της εργατικής τάξης. Είναι σωστό να ελέγχονται τέτοιες οργανώσεις με μεγάλη επιρροή για τη συμφωνία τους με αποικιακά σχέδια, αλλά πρέπει επίσης να αναγνωριστεί ότι υπήρχαν αντιφατικές ιδέες.

Η Λιούις βρίσκεται σε πιο σταθερό έδαφος όταν αποκαλύπτει πώς η κυρίαρχη τάση μεταξύ των ακτιβιστριών για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών στις ΗΠΑ υιοθέτησε τον ρατσισμό. Η Μάργκαρετ Χάρντενμπροεκ [Margaret Hardenbroeck] είναι σήμερα γνωστή ως «η πρώτη γυναίκα στην Αμερική που έχτισε μόνη της μια αυτοκρατορία».[19] Η Χάρντενμπροεκ γεννήθηκε το 1637. Κληρονόμησε μια περιουσία από τον πρώτο της σύζυγο, την οποία ξόδεψε για να αγοράσει έναν στόλο πλοίων, ο οποίος αύξησε την περιουσία της μέσω του δουλεμπορίου. Η Ρεμπέκα Λάτιμερ Φέλτον [Rebecca Latimer Felton] ήταν η πρώτη γυναίκα γερουσιάστρια στις ΗΠΑ. Ωστόσο, ήταν επίσης φανατική υποστηρίκτρια του λιντσαρίσματος. Στο τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου το 1865, οι γυναίκες ανανέωσαν την εκστρατεία τους για το δικαίωμα ψήφου, αλλά έχασαν το δικαίωμα ψήφου σε όλες τις πολιτείες. Το 1868, η κορυφαία οργάνωση για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, η Αμερικανική Ένωση Ίσων Δικαιωμάτων, διχάστηκε σχετικά με τη στάση που έπρεπε να υιοθετήσει απέναντι στη 15η Τροπολογία, η οποία έδινε το δικαίωμα ψήφου στους μαύρους άνδρες.[20] Μία από τις πιο εξέχουσες ακτιβίστριες για το δικαίωμα ψήφου, η Ελίζαμπεθ Κάντι Στάντον, [Elizabeth Cady Stanton] έγραψε μια διαβόητη επιστολή στην εφημερίδα New York Standard εκφράζοντας την αποστροφή της για την ιδέα ότι οι μορφωμένες «Αγγλοσαξονίδες» γυναίκες που αγωνίζονταν για την κατάργηση της δουλείας καλούνταν τώρα να «παραμείνουν στην άκρη και να δουν τον “Σάμπο”[21] να μπαίνει πρώτος στο βασίλειο».[22] Υπήρχαν όμως και ρεύματα μέσα στο γυναικείο κίνημα των ΗΠΑ που αντιτάχθηκαν σε αυτόν τον ρατσισμό με αλληλεγγύη, φιλία και ενότητα. Η Κάντι Στάντον, ωστόσο, αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στην αμφισβήτηση της θεσμοθετημένης πολιτικής που απέκλειε τις γυναίκες, παρά στη δημιουργία αλληλεγγύης μεταξύ των γυναικών και των μαύρων ανθρώπων.

Οι γυναίκες ενεπλάκησαν στον ρατσισμό του αποικιακού εγχειρήματος. Το 1891, όταν η «Λευκή Βασίλισσα» Μέι Φρεντς Σέλντον [May French Sheldon] αναχώρησε από τη Νέα Υόρκη για ένα σαφάρι στην Ανατολική Αφρική, πήρε μαζί της μια τιάρα και ένα φόρεμα για χορό. Ανέλαβε το «βάρος της λευκής γυναίκας» να εκπολιτίσει τους ντόπιους. Ωστόσο, όταν η Σέλντον κλήθηκε να αποκαλύψει τις φρικτές θηριωδίες που διέπραξαν οι αποικιοκράτες στο Βελγικό Κονγκό, δεν μπόρεσε να βρει τίποτα να αναφέρει.[23] Η Λιούις συνδέει αυτόν τον αποικιακό φεμινισμό με τις σημερινές «Λέαινες της Ερήμου»: τις γυναίκες στρατιώτες των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων. Αυτές οι αυτοαποκαλούμενες πεφωτισμένες εκδικήτριες βιασμών, που προσποιούνται ότι συμμετέχουν στον «δίκαιο αγώνα κατά της σεξουαλικής βαρβαρότητας της Χάμας, έχουν αποδειχθεί απαραίτητες για να δυσφημίσουν το παλαιστινιακό κίνημα ως αντισημιτικό και αντιφεμινιστικό».[24]

Πιο προβληματικό είναι το παράδειγμα της Τζόζεφιν Μπάτλερ [Josephine Butler]. Το 1869, η Μπάτλερ ξεκίνησε την εξαιρετικά αποτελεσματική εκστρατεία της κατά της ποινικοποίησης του σώματος και της σεξουαλικότητας των γυναικών της εργατικής τάξης. Οι νόμοι περί μεταδοτικών ασθενειών (Contagious Diseases Acts) αποσκοπούσαν στην πρόληψη της εξάπλωσης των αφροδίσιων νοσημάτων στον βρετανικό στρατό και το ναυτικό. Έδωσαν στις αστυνομικές δυνάμεις σε συγκεκριμένες πόλεις το δικαίωμα να συλλαμβάνουν γυναίκες από τους δρόμους και να τις υποβάλλουν σε επώδυνες και ταπεινωτικές κολπικές εξετάσεις. Όλες οι γυναίκες που παρουσίαζαν σημάδια αφροδίσιων νοσημάτων φυλακίζονταν σε νοσοκομεία ή πτωχοκομεία. Η Μπάτλερ άνοιξε το σπίτι της σε άρρωστες και ετοιμοθάνατες εργαζόμενες του σεξ. Η εκστρατεία της ήταν καθοριστικός παράγοντας για την κατάργηση των νόμων το 1886. Στη συνέχεια, η Μπάτλερ άρχισε να αγωνίζεται για την κατάργηση παρόμοιων νόμων στη Βρετανική Ινδία.[25]

Η εκστρατεία της Μπάτλερ κατά του κράτους επικεντρώθηκε στον ρόλο των αστυνομικών, των δικαστών, των πολιτικών και των γιατρών στην ποινικοποίηση των γυναικών. Αυτό μπορούσε εύκολα να εκτραπεί προς την κατεύθυνση της ανδρικής ακολασίας και οποιασδήποτε σεξουαλικής παρέκκλισης και μιας μαζικής εκστρατείας κατά της λεγόμενης «λευκής δουλείας».[26] Ίσως, αναρωτιέται η Λιούις, η Μπάτλερ δεν πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνη για την πορεία της εκστρατείας που ξεκίνησε. Ωστόσο, αναφερόμενη στην εκστρατεία της ως «νέο καταργητισμό», η Μπάτλερ συνέβαλε στη σύγχυση σχετικά με το τι σημαίνει πραγματικά η κατάργηση.[27] Για να πραγματοποιήσει την πραγματική κατάργηση, η Μπάτλερ θα έπρεπε να είχε υποκινήσει την επιθυμία του κόσμου για μια επανάσταση στην κατανομή της εργασίας μεταξύ των φύλων.[28] Είμαι απολύτως υπέρ της υποκίνησης της επανάστασης, αλλά το να επιμένουμε ότι οι γυναίκες που συμμετέχουν σε μαχητικές εκστρατείες για μεταρρύθμιση πρέπει να αξιολογούνται με αυτό το κριτήριο ανεβάζει τον πήχη αρκετά ψηλά.

Η Φράνσις Γουίλαρντ [Frances Willard] ήταν μία από τις γυναίκες που αναδείχθηκαν ως ακτιβίστριες για την αγνότητα και υποστηρίκτριες της ποτοαπαγόρευσης. Η Γουίλαρντ συνδύαζε την ένθερμη υποστήριξή της για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών με το μίσος της για τους «αλλοδαπούς αναλφάβητους που κυριαρχούν στις πόλεις μας σήμερα. Το σαλούν είναι το παλάτι τους».[29] Στο Λονδίνο, η Γουίλαρντ έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα New York Voice, στην οποία περιέγραψε τους «έγχρωμους» άνδρες ως ένα σμήνος που απειλεί την αγνότητα των λευκών γυναικών του Νότου.[30] Η μαύρη ακτιβίστρια κατά του λιντσαρίσματος και υπέρμαχος του δικαιώματος ψήφου των γυναικών Ίντα Μπ. Γουέλς [Ida B Wells] αντέδρασε με συγκινητικό τρόπο. Ωστόσο, το Κίνημα Γυναικών για τη Χριστιανική Νηφαλιότητα (WCTM / Women’s Christian Temperance Movement) της Γουίλαρντ επέμεινε στο συνέδριό του το 1894 ότι ήταν οι λευκές γυναίκες, και όχι οι μαύροι άνδρες, που βρισκόταν σε κίνδυνο. Το κίνημα για την απαγόρευση του αλκοόλ έγινε ένα όργανο του λευκού εθνικισμού και έθεσε τα θεμέλια μιας κληρονομιάς φεμινισμού του εγκλεισμού, η οποία συνεχίζει να υποβόσκει μέχρι σήμερα.

Η Λούλου Μάρκγουελ [Lulu Markwell] ήταν επί μακρόν μέλος της WCTM και έγινε επίσης η πρώτη αυτοκρατορική διοικητής του γυναικείου τμήματος της Κου Κλουξ Κλαν. Η Άλμα Μπρίτγουελ Γουάιτ [Alma Bridwell] ήταν ένθερμη υποστηρίκτρια του δικαιώματος ψήφου των γυναικών και της ισότητας των φύλων και έγινε η πρώτη γυναίκα επίσκοπος στις ΗΠΑ ως μέλος του μεθοδιστικού κινήματος. Ήταν επίσης ένθερμη υποστηρίκτρια της KKK, επαινώντας «τους ήρωές μας με τις λευκές ρόμπες».[31] Η υποστήριξή της συνέβαλε στην αύξηση των μελών της KKK σε περίπου 6 εκατομμύρια μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Σήμερα, οι απόγονοι των φεμινιστριών της ΚΚΚ δραστηριοποιούνται στο χριστιανικό εθνικιστικό κίνημα «σώστε τα παιδιά μας» στις ΗΠΑ και σε ομάδες όπως η EmPOWERed, μια φεμινιστική ομάδα που υποστηρίζει το δικαίωμα στην οπλοκατοχή. Το σύνθημα «Τα δικαιώματα στην οπλοκατοχή είναι δικαιώματα των γυναικών» αντλεί έμπνευση από την παράδοση του λιντσαρίσματος ως μέσου προστασίας από τον βιασμό.[32]

Μεταξύ των βρετανών φεμινιστριών των Μαυροχίτωνων υπήρχαν και μερικές διακεκριμένες πρώην σουφραζέτες. Η Μαίρη Ρίτσαρντσον [Mary Richardson], γνωστή επειδή έσκισε τον πίνακα του Ντιέγκο Βελάσκεθ [Diego Velazquez] «Η Αφροδίτη του Ρόκεμπι», πέρασε τη δεκαετία του 1920 στο Εργατικό Κόμμα πριν ενταχθεί στην Βρετανική Ένωση Φασιστών του Όσβαλντ Μόσλεϊ [Oswald Moseley] το 1933. Δύο χρόνια αργότερα, η Ρίτσαρντσον αποβλήθηκε επειδή διεκδικούσε με υπερβολική ένταση τα δικαιώματα των γυναικών. Ορισμένες γυναίκες έβλεπαν τον φασισμό ως μέσο για την κατάκτηση των δικαιωμάτων τους ως γυναίκες, για την προστασία τους από την απειλή του κομμουνισμού, και ασπάστηκαν αντισημιτικές και ρατσιστικές ιδέες. Ενώ ορισμένες πρώην σουφραζέτες ενστερνίστηκαν τον φασισμό, άλλες οργανώθηκαν εναντίον του. Η Σίλβια Πάνκχαρστ [Sylvia Pankhurst][33] μίλησε σε μια αντιφασιστική συγκέντρωση στην πλατεία Τραφάλγκαρ τον Ιούνιο του 1934, αμέσως μετά τη συγκέντρωση 10.000 ατόμων υπέρ του Μόσλεϊ στο Ολύμπια, και η εφημερίδα Daily Mail διακήρυξε «Ζήτω οι Μαυροχιτώνες».[34]

Οι φεμινιστικές καμπάνιες κατά της πορνογραφίας στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 αναβίωσαν ορισμένες από τις πουριτανικές, καταπιεστικές ιδέες του κινήματος κατά της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και της λευκής δουλείας.[35] Επίσης, ενθάρρυναν βιολογικές ντετερμινιστικές απόψεις ότι η ανδρική βία είχε τις ρίζες της στην ύπαρξη του πέους. Αυτές οι αντιδραστικές ιδέες συνενώθηκαν γύρω από την οργάνωση Γυναίκες Κατά της Πορνογραφίας (WAP / Women Against Pornography) και συγγραφείς όπως η Σούζαν Μπράουνμιλερ [Susan Brownmiller] και η Αντρέα Ντγουόρκιν [Andrea Dworkin]. Η WAP δημιούργησε ένα δρόμο που κατεύθυνε τις γυναίκες μακριά από τις ριζοσπαστικές ιδέες, στην εχθρότητα προς τη σεξουαλική ελευθερία και στη συμφιλίωση με το κράτος ως το κύριο εργαλείο για την εξάλειψη της πορνογραφίας.[36]

Η Λιούις εφιστά την προσοχή στην άνοδο και την εξάπλωση του φαινομένου των «μη εξοντώσιμων κοριτσιών-αφεντικών» [unkillable girlboss] και στην ιδέα του «φεμινισμού της διάχυσης» [“trickle down feminism”], που συνδέεται στενά με προσωπικότητες όπως η Σέριλ Σάντμπεργκ [Sheryl Sandberg], η οποία συμβούλευε τις γυναίκες να συνεχίσουν να φορούν το κραγιόν τους, να σταματήσουν να παραπονιούνται για την ανισότητα και να ανοίξουν δρόμο για να μπουν στα διοικητικά συμβούλια. Για τη Λιούις, η πολιτιστική τάση των κοριτσιών-αφεντικών είναι «απλώς η πίστη του επιχειρηματία, που χρησιμοποιεί κυνικά τα τελευταία σύμβολα της μη προνομιακής θέσης (διατομεακή και κορίτσι αντί για εργαζόμενες γυναίκες στο παρελθόν) για να ευλογήσει την αναζήτηση κέρδους με το ελιξίριο του προοδευτισμού».[37] Δεν προέβλεψαν πόσο γρήγορα ακόμη και αυτή η επίφαση προοδευτισμού θα απορριφθεί από τους διευθύνοντες συμβούλους που αναγεννήθηκαν ως υποστηρικτές του Τραμπ.

Στενά συνδεδεμένες με τα κορίτσια-αφεντικά είναι οι φεμινοεθνικίστριες, ένας όρος που επινοήθηκε από τη Σάρα Φάρις [Sarah Farris] για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο οι φεμινιστικές φιλοδοξίες υιοθετούνται από εθνικιστές και νεοφιλελεύθερους σε εκστρατείες κατά του Ισλάμ και των μεταναστών.[38] Ο φεμινοεθνικισμός εντάθηκε μετά τον λεγόμενο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν γυναίκες, μεταξύ των οποίων η Σέρι Μπλερ [Cherie Blair] και η Λόρα Μπους [Laura Bush], δήλωσαν ότι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν γίνεται για την απελευθέρωση των γυναικών. Μία από τις πιο ένθερμες υποστηρίκτριες του φεμινοεθνικισμού είναι η ισλαμοφοβική σχολιάστρια Αγιάν Χίρσι Άλι [Ayaan Hirsi Ali].

Η Άλι ζήτησε άσυλο στις Κάτω Χώρες το 1992, όπου εκλέχθηκε υπουργός του δεξιού Λαϊκού Κόμματος για την Ελευθερία το 2003. Στη συνέχεια, γύρισε μια αντι-ισλαμική ταινία, μετακόμισε στις ΗΠΑ και έγινε ακροδεξιά δημόσια διανοούμενη. Ο φεμινοεθνικισμός συνδέει σχολιαστές όπως η Άλι με πολιτικούς όπως η Πρίτι Πατέλ [Priti Patel,], η Μαρίν Λε Πεν [Marine Le Pen] και η Άλις Σβαρτζερ [Alice Schwarzer]. Όλες τους τοποθετούνται ως υπερασπίστριες των γυναικών από νεαρούς άνδρες «βορειοαφρικανικού παρουσιαστικού», δράστες ενός «μουσουλμανικού σεξισμού» οι οποίοι δαιμονοποιούνται ως «βιαστές πρόσφυγες», με βάση την άποψη ότι βιαστές που ζητούν άσυλο συρρέουν στις υπερβολικά φιλεύσπλαχνες δυτικές χώρες.[39]

Οι γυναίκες που είναι κατά της επιλογής στην άμβλωση έχουν επίσης υιοθετήσει τη γλώσσα του φεμινισμού. Μιλούν για το πώς «η δύναμη των γυναικών ξεκινά από τη σύλληψη», για το πώς «και οι δύο ζωές έχουν σημασία» και για την αντι-αμβλωτική τους ιντιφάντα ενάντια στον «βιομηχανικό συγκρότημα των αμβλώσεων».[40] Ορισμένες φεμινίστριες που είναι υπέρ της ζωής, ή της αναγκαστικής ζωής, όπως τις αποκαλεί σωστά η Λιούις, διεκδικούν μια μητερναλιστική [maternalistic] κληρονομιά που χρονολογείται από τον 19ο αιώνα, ενώ άλλες παρουσιάζονται ως κληρονόμοι του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα της δεκαετίας του 1960. Οι Φεμινίστριες για τη Ζωή συντονίζουν εκκλήσεις για «επανάσταση στον πανεπιστημιακό σας χώρο» στο όνομα της ζωής.[41] Προωθούν τον ακτιβισμό τους κατά της επιλογής ως «φεμινισμό της φροντίδας» και έχουν πρόσβαση σε ανησυχητικά μεγάλα χρηματικά ποσά και χρόνο μετάδοσης στα μέσα ενημέρωσης.

Η Λιούις έχει δίκιο όταν τονίζει τη σημασία της κατανόησης της συνενοχής του φεμινισμού με την αντιδραστική πολιτική. Ωστόσο, δεν αρμόζει να χαρακτηριστούν αντιδραστικές όλες οι φεμινίστριες που επικαλείται για να στηρίξει το επιχείρημά της. Η Λιούις περιγράφει τη βρετανίδα φεμινίστρια Ελίζαμπεθ Γουλστενχόλμ-Έλμι [Elizabeth Wolstenholme-Elmy] ως ακτιβίστρια της αγνότητας ή φιλάνθρωπη μεγαλοαστή, που αποστρέφεται τη νεανική σεξουαλικότητα.[42] Η Γουλστενχόλμ ζούσε με τον εραστή της, Μπέντζαμιν Έλμι [Benjamin Elmy], μέχρι που έμεινε έγκυος, οπότε υπέκυψε στις παρακλήσεις των φίλων της και τον παντρεύτηκε το 1874. Η Σάντρα Χόλτον Στάνλεϊ [Sandra Holton Stanley] υποστηρίζει ότι ριζοσπαστικές προσωπικότητες όπως η Ελίζαμπεθ Γουλστενχόλμ περιθωριοποιήθηκαν και αντιμετωπίστηκαν με αποδοκιμασία από τις επίσημες ηγέτιδες του κινήματος για το δικαίωμα ψήφου.[43] Ούτε είναι απολύτως ακριβές να περιγράψουμε την οργάνωση των σουφραζέτων, την Ένωση Γυναικών για Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα (WSPU), ως «μια βαθιά αυταρχική και μονοθεματική πολιτοφυλακή» που βασιζόταν σε μια «παραστρατιωτική λατρεία της προσωπικότητας» και ήταν πάντα ευάλωτη στην επιρροή της αυτοκρατορίας.[44] Η πολιτική πορεία της WSPU ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη και γέννησε μια σειρά πολιτικών ιδεών. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αρκετές εξέχουσες μορφές που είχαν υπάρξει μέλη της WSPU έγιναν κομμουνίστριες, όπως η Σίλβια Πάνκχαρστ, η Ντόρα Μοντεφιόρε [Dora Montefiore] και η Σάρλοτ Ντεσπάρντ [Charlotte Despard].

Το βιβλίο της Λιούις είναι, ίσως, πολύ σύντομο ως προς την εξήγηση του γιατί αυτές οι γυναίκες έλκονταν από τον αντιδραστικό φεμινισμό και τις ταξικές και πολιτικές δυναμικές που αλληλεπιδρούν με τις εμπειρίες της καταπίεσης, αντιπαραθέτοντας τη μία ομάδα καταπιεσμένων ανθρώπων εναντίον της άλλης. Η προσέγγισή της έγκειται στην εξερεύνηση των εχθρικών φεμινισμών μέσω των ιστοριών μεμονωμένων γυναικών. Αυτή η μέθοδος είναι ενδιαφέρουσα, αλλά ενέχει τον κίνδυνο να αναγάγει τις αντιδραστικές πολιτικές ιδέες σε κακές επιλογές μεμονωμένων γυναικών, αντί να διερευνήσει τους λόγους για τους οποίους οι γυναίκες πίστευαν ότι μπορούσαν να προωθήσουν τα δικαιώματά τους μέσω ρατσιστικών, ιμπεριαλιστικών και φασιστικών κινημάτων. Επιπλέον, η Λιούις δεν καταλήγει σε θεωρητικά συμπεράσματα από τις ιστορίες τους. Όλες αυτές οι φεμινίστριες βίωσαν καταπίεση, αλλά κατέληξαν σε ριζικά διαφορετικά συμπεράσματα. Οι στρατηγικές που υιοθέτησαν οδήγησαν μακριά από την ενωμένη και εν δυνάμει ισχυρή αντίσταση στην καταπίεση και αντικρούστηκαν από απαιτήσεις για ενότητα και αλληλεγγύη. Ωστόσο, το βιβλίο της Λιούις αποτελεί σημαντική συμβολή στην κατανόηση της συνέχειας μεταξύ των αντιδραστικών φεμινισμών του παρελθόντος και εκείνων που αντιμετωπίζουμε σήμερα, βοηθώντας μας να απορρίψουμε τον «φεμινισμό του φόβου». Όπως εξηγεί, «Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι ένα θηριολόγιο του εχθρικού φεμινισμού, για να μας κάνει να καταλάβουμε ότι η κραυγή μιας γυναίκας για τη δύναμη των γυναικών είναι μερικές φορές αναπόσπαστο μέρος του προγράμματος του καταπιεστή».[45]

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Judy Cox, “Contesting two centuries of reactionary feminism”, International Socialism, τεύχος 187, καλοκαίρι 2025. Ηλεκτρονική δημοσίευση: 16 Ιουλίου 2025, https://isj.org.uk/reactionary-feminism-rev/

 

*

Η Judy Cox έχει κάνει διδακτορικό για την έρευνα σχετικά με το ρόλο που διαδραμάτισαν οι γυναίκες στα ριζοσπαστικά κινήματα του 19ου αιώνα.

 

 

Σημειώσεις 

[1] Lewis, 2025, σελ. 22.

[2] Lewis, 2025, σελ. 19.

[3] Lewis, 2025, σελ. 531.

[4] Lewis, 2025, σελ. 533.

[5] Lewis, 2025, σελ. 525.

[6] Lewis, 2025, σελ. 550.

[7] Lewis, 2025, σελ. 557.

[8] Lewis, 2025, σελ. 560.

[9] Lewis, 2025, σελ. 540.

[10] Lewis, 2025, σελ. 548.

[11] Lewis, 2025, σελ. 529.

[12] [Σ.τ.Μ.] Mary Wollstonecraft, Η αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών, Οξύ, Αθήνα 2018, μτφρ. Τσολάκοπου Μάγδα.

[13] Delap, 2020, σελ. 41.

[14] Sloane, 2022, κεφ. 2

[15] Lewis, 2025, σελ. 71.

[16] Lewis, 2025, σελ. 73.

[17] [Σ.τ.Μ.] «John Bull»: χιουμοριστικό ή και ενίοτε ειρωνικό παρώνυμο με το οποίο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο βρετανικός λαός (το αντίστοιχο του «Θείου Σαμ» των Αμερικανών). Μια τυπική απεικόνιση του Τζον Μπουλ (ως προσωποποίησης ολόκληρου του έθνους) υπάρχει σε προπαγανδιστική αφίσα του Α΄ΠΠ, στην οποία ένας ψηλός, παχύσαρκος, μεσήλικας και ανοιχτόχρωμος άντρας με φαβορίτες, ψηλό καπέλο και αυστηρό, συνοφρυωμένο βλέμμα, στέκεται δείχνοντας με τον δείκτη του δεξιού του χεριού τον (άντρα) θεατή. Από πάνω με κεφαλαία γράμματα η ερώτηση «Whos absent?» που συμπληρώνεται και πάλι με ερώτηση στο κάτω μέρος «Is it you?» πίσω του στο βάθος έχουν παραταχθεί οι νεοσύλλεκτοι περιμένοντας να σταλούν στο σφαγείο του πολέμου, τις φλόγες του οποίου βλέπουμε πολύ πιο πίσω. Αυτές οι ακραία σεξιστικές και σοβινιστικές αισθητικές εκκλήσεις υποστήριξης του πολέμου, συγκίνησαν κάποιες φεμινίστριες.

[18] Lewis, 2025, σελ. 86.

[19] Lewis, 2025, σελ. 90.

[20] Lewis, 2025, σελ. 109.

[21] [Σ.τ.Μ.] «Sambo»: υποτιμητικός, υβριστικός χαρακτηρισμός για τους Μαύρους του Νότου που εξαπλώθηκε μετά την κατάργηση της δουλείας. Βλ. “Sambo (racial term)”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Sambo_(racial_term).

[22] Lewis, 2025, σελ. 105.

[23] Lewis, 2025, σελ. 145.

[24] Lewis, 2025, σελ. 149.

[25] Lewis, 2025, σελ. 153.

[26] Lewis, 2025, σελ. 173.

[27] Lewis, 2025, σελ. 156.

[28] Lewis, 2025, σελ. 156.

[29] Lewis, 2025, σελ. 175.

[30] Lewis, 2025, σελ. 80.

[31] Lewis, 2025, σελ. 201.

[32] Lewis, 2025, σελ. 232.

[33] Lewis, 2025, σελ. 274.

[34] [Σ.τ.Μ.] Για τη Σύλβια Πάνκχερστ βλ. Tony Collins, «Σύλβια Πάνκχερστ: μια μεγάλη επαναστάτρια της Βρετανίας», e la libertà, 7 Φεβρουαρίου 2025, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/9971-%CF%83%CF%8D%CE%BB%CE%B2%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%AC%CE%BD%CE%BA%CF%87%CE%B5%CF%81%CF%83%CF%84-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%AC%CE%BB%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AC%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B2%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82.

[35] [Σ.τ.Μ.] Ο όρος λευκή δουλεία (White slavery) χρησιμοποιήθηκε στις αγγλόφωνες χώρες (και επεκτάθηκε σε όλες τις αποικιοκρατικές δυνάμεις) κατά τον 19ο τον μισό 20ο αιώνα και αρχικά είχε τη σημασία του εμπορίου λευκών, Ευρωπαίων (και Αμερικανίδων, Αυστραλών κτλ) γυναικών από Μελαμψούς και μαύρους άντρες (κυρίως της Ανατολής). Σταδιακά η σημασία του όρου επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει, την πορνεία και την καταναγκαστική εργασία (και την εργασία ανηλίκων), χωρίς όμως να πάψει να έχει σαν βασικούς του ερμηνευτικούς άξονες τη φαντασίωση έγχρωμων ανδρών να καθιστούν σκλάβες του σεξ λευκές γυναίκες. Μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν διαοργανωθεί πολλά διεθνή συνέδρια επί του θέματος και μετά τον Α΄ ΠΠ, το θέμα συζητήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών. Βλ. “White slavery”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/White_slavery.

[36] McGregor, 1989.

[37] Lewis 2025, σελ. 386.

[38] Lewis, 2025, σελ. 440.

[39] Lewis, 2025, σελ. 459.

[40] Lewis, 2025, σελ. 475.

[41] Lewis, 2025, σελ. 479.

[42] Lewis, 2025, σελ. 190.

[43] Holton Stanley, 1996, σσ. 8-9.

[44] Lewis, 2025, σελ. 245.

[45] Lewis, 2025, σελ. 55.

*

 

 

Αναφορές

Delap, Lucy, 2020, Feminisms: A Global History (Pelican).

Holton Stanley, Sandra, 1996, Suffrage Days: Stories from the Women’s Suffrage Movement (Routledge).

Lewis, Sophie, 2025, Enemy Feminisms: TERFs, Policewomen and Girlbosses Against Liberation (Haymarket).

McGregor, Sheila, 1989, “Rape, pornography and capitalism”, International Socialism (χειμώνας).

Sloane, Nan, 2022, Uncontrollable Women: Radical, Reformers and Revolutionaries (IB Taurus).

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 02 Σεπτεμβρίου 2025 10:02

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.