Κυριακή, 15 Σεπτεμβρίου 2019 11:39

Πίσω από την Οικονομική Αναταραχή - Μια συνέντευξη του Robert Brenner στη Suzi Weissman

Πίσω από την Οικονομική Αναταραχή

Μια συνέντευξη του Robert Brenner στη Suzi Weissman*

 

Μετάφραση: Νίκος Ταμβακλής

 

Suzi Weissman: Προσκαλέσαμε τον Ρόμπερτ στο Jacobin Radio για μια συζήτηση για τη πολιτική και την οικονομία, ζητήματα που προκαλούν μεγάλη σύγχυση, αν διαβάζετε τις οικονομικές σελίδες των εφημερίδων και ακούτε τους πολιτικούς που αναφέρουν χαμηλή ανεργία, άνοδο των μισθών και ανάκαμψη του χρηματιστηρίου.

 

Όμως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed)(Ο.Τ.) σταμάτησε την άνοδο των επιτοκίων, οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι, ο κανόνας για τις δουλειές είναι αυτές του πρεκαριάτου και ανασφάλιστες και οι εκπαιδευτικοί αγωνίζονται να σταματήσουν την υποχρηματοδότηση και να σώσουν την δημόσια παιδεία.

 

Επομένως που βρίσκεται η αλήθεια; Ας ξεκινήσουμε από το χρηματιστήριο. Το να λέμε ότι υπάρχει μια εξαιρετική νευρικότητα αποτελεί μια υποτίμηση της κατάστασης και ταυτόχρονα και η ίδια η πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Ο.Τ.) για τα επιτόκια είναι πολύ νευρική. Επομένως τι συμβαίνει;

 

 

 

Robert Brenner: Πραγματικά δεν είναι μια πολύ ευχάριστη ιστορία. Από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης 2008-2009 μέχρι σήμερα, η Ο.Τ. διατήρησε μια πολιτική εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων – στη πραγματικότητα, μηδενικά επιτόκια ή κάτω από το μηδέν. Αν συνυπολογίσετε την αύξηση των τιμών, το πραγματικό επιτόκιο ήταν μηδέν ή και χαμηλότερα, για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

 

Τα χαμηλά επιτόκια αποτελούσαν το κυριότερο εργαλείο της κυβέρνησης για να αποκαταστήσει τη τάξη στην αγορά και να σταθεροποιήσει την οικονομία, στα απόνερα του κραχ της χρηματιστηριακής αγοράς και της οικονομικής επιβράδυνσης. Στο παρελθόν, αποτελούσε κοινή λογική η άμεση αύξηση της ζήτησης, μέσω ελλειμματικών δαπανών, με τις μαζικές δημόσιες δαπάνες. Αλλά είμαστε σε μια νέα εποχή, που αυτό δεν βρίσκεται πλέον στην πολιτική ατζέντα.

 

Για τον ίδιο στόχο της σταθερότητας, η Ο.Τ. πραγματοποίησε την ονομαζόμενη «ποσοτική χαλάρωση» που απαιτούσε από την Ο.Τ. να αγοράζει τεράστιες μάζες χρηματιστηριακών περιουσιακών στοιχείων προκειμένου να διατηρηθούν οι τιμές τους και έμμεσα να μειωθεί το κόστος δανεισμού. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια πραγματικά τρελή φούσκα τιμών των χρηματιστηριακών περιουσιακών στοιχείων - οι φούσκες των τιμών των περιουσιακών στοιχείων εμφανίστηκαν στην πραγματικότητα παντού, από τα έργα τέχνης μέχρι τις πρώτες ύλες, τα σπίτια και κυρίως στο χρηματιστήριο. Νομίζω ότι καθένας το γνωρίζει καθώς αυτό βρίσκεται στις πρώτες σελίδες των ειδήσεων εδώ και μια σχεδόν δεκαετία.

 

Ο σύνθετος δείκτης της S&P υψώθηκε από περίπου 1000 το 2009, όταν βρίσκονταν στο χαμηλότερο σημείο του στα απόνερα του κραχ, για να κλείσει στα 2900 στο κορυφαίο του σημείο τον περασμένο Δεκέμβριο, έχοντας δηλαδή τριπλασιαστεί μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπεί καθένας που είχε την οικονομική δυνατότητα να επενδύσει σε μετοχές σε έναν επιτυχημένο επενδυτή, σε μια οικονομική ιδιοφυία. Δανείζονταν με γελοία χαμηλά επιτόκια, εγγυημένα από την Ο.Τ. και κρατούσε τα χρήματά του στο χρηματιστήριο που διαρκώς ανέβαινε. Οι άνθρωποι που μας ακούνε ίσως να γνωρίζουν κάποιον τέτοιον άνθρωπο. Στη πραγματικότητα οι άνθρωποι αυτοί είναι πολύ λίγοι.

 

Όμως μετά από σχεδόν μια δεκαετία αυτής της πολιτικής, που ήταν σχεδιασμένη να κάνει τον πλούσιο πλουσιότερο, και οτιδήποτε άλλο έκανε, η δικαιολογία της σταθεροποίησης της οικονομίας ήταν πολύ αδύναμη – ειδικότερα γιατί η κυβέρνηση και ο οικονομικός τύπος ανακοίνωναν, με όλο και πιο έντονο τρόπο, ότι το επίσημο ποσοστό ανεργίας έπεφτε σε ιστορικά χαμηλά, και η οικονομία γνώριζε τη πλήρη, ακόμη και την υπερπλήρη, απασχόληση.

 

Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, συμφωνούσαν ότι σύντομα θα υπάρξει αύξηση των μισθών και στη συνέχεια ανεξέλεγκτες αυξήσεις των τιμών. Ακριβώς στο σημείο αυτό, παρά την πλήρη απασχόληση, εμφανίστηκε το μυστηριώδες παράδοξο της στασιμότητας των μισθών. Ωστόσο, η Ο.Τ. αισθάνθηκε τεράστια πίεση να επιστρέψει στην κανονική τάξη πραγμάτων προκειμένου να αποφύγει την απώλεια ελέγχου του πληθωρισμού που θα προκαλούνταν από τους μισθούς.

 

Άνοδος και Πτώση

 

Έτσι η Ο.Τ. ξεκίνησε την αργή αλλά σταθερή ύψωση των επιτοκίων. Ταυτόχρονα, άρχισε να αντιστρέφει την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης, πουλώντας μάλλον παρά αγοράζοντας χρηματιστηριακές αξίες, πιέζοντας πάλι προς τα κάτω τις τιμές των χρηματιστηριακών αξιών – που σημαίνει πιέζοντας προς τα κάτω το χρηματιστήριο παρά οδηγώντας το προς τα πάνω.

 

Τον Δεκέμβριο του 2018 αφού η Ο.Τ. δήλωσε σε κάθε κατεύθυνση ότι θα συνεχίσει αυτή τη πολιτική, οι τιμές των μετοχών γνώρισαν την μεγαλύτερη πτώση από κάθε άλλο μήνα που θυμόμαστε, αν όχι στην ιστορία. Καθώς ο μήνας προχωρούσε, η καθημερινή πτώση γίνονταν όλο και μεγαλύτερη και έμοιαζε σαν να πρόκειται να συμβεί μια ολοκληρωτική κατάρρευση.

 

Θα μπορέσει να κρατήσει η Ο.Τ. τη πολιτική της αργής αλλά σταθερής νομισματικής σύσφιξης; Αυτό είναι το ερώτημα που όλοι έθεταν. Τελικά η Ο.Τ. έχασε το θάρρος της, διέκοψε τη πολιτική της αργής αύξησης των επιτοκίων και της πώλησης των χρηματιστηριακών αξιών. Voila! Υπήρξε άλλη μια διακύμανση και το χρηματιστήριο έχει τώρα σχεδόν αντισταθμίσει την πρόσφατη υποχώρησή του.

 

SW: Πως είναι δυνατόν; Καθένας που παρακολουθούσε τη κατάσταση το Δεκέμβριο νόμιζε ότι πρόκειται για άλλη μία ελεύθερη πτώση του χρηματιστηρίου και της οικονομίας όπως το 2007-8. Πως μπόρεσαν οι συνθήκες να αλλάξουν τόσο πολύ στο διάστημα ενός μηνός ώστε να εξηγηθεί αυτή η νέα ώθηση και τι είναι αυτό που παρουσιάζουν οι άνθρωποι σαν ένα νέο μπουμ;

 

RB: Νομίζω ότι υπάρχουν εδώ δύο πράγματα που σχετίζονται στενά. Πρώτα-πρώτα η Ο.Τ. καθώς και πολλοί άλλοι, έχουν πιστέψει ότι η οικονομία είναι πολύ ισχυρότερη από ό,τι πραγματικά είναι.

 

Ειδικότερα η Ο.Τ. και άλλοι στη κυβέρνηση πιστεύουν ότι βλέπουν μπροστά τους μια στενή αγορά εργασίας. Με το επίσημο ποσοστό ανεργίας τόσο πολύ χαμηλά, θεωρούσαν ότι πρόκειται να εκδηλωθεί μια εκτός ελέγχου αύξηση των μισθών και εκτός ελέγχου πληθωρισμός. Συμπέραναν ότι πρέπει να αυξήσουν το επιτόκιο για να διακόψουν αυτή την εξέλιξη πριν ακόμη ξεκινήσει.

 

Όμως στη πραγματικότητα η αγορά εργασίας είναι πολύ ασθενέστερη από αυτό που ευρέως θεωρείται. Σαν αποτέλεσμα, όταν η Ο.Τ. επέμεινε στην αύξηση των επιτοκίων απέναντι σε αυτό που ήταν στη πραγματικότητα μια ασθενική οικονομία, απειλήθηκε να προκληθεί κραχ και ύφεση.

 

Αυτό είναι που παρακολουθήσαμε πρόσφατα: Η Ο.Τ. επιμένει στην σύσφιξη, το χρηματιστήριο πέφτει και η οικονομία βρίσκεται ξαφνικά σε δυσκολία, όπως θα μπορούσατε να δείτε αν διαβάζατε καθημερινά τους Financial Times.

 

Κατά δεύτερο λόγο, παράλληλα, η Ο.Τ. και άλλοι πιστεύουν ότι η άνοδος που καταγράφεται στο χρηματιστήριο βασίζεται σε τελική ανάλυση σε μια ισχυρή οικονομία. Όμως στη πραγματικότητα η πραγματική οικονομία είναι απίστευτα αδύναμη σε όλους τους τομείς – οι κύριες τάσεις της οικονομίας είναι κακές, χωρίς ιστορικό προηγούμενο.

 

Η άνοδος του χρηματιστηρίου δεν βασίζεται σε ισχυρές βάσεις. Οι βάσεις του είναι τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια της Ο.Τ., και όπως ακριβώς έγινε, αυτά τροφοδοτούν τη χρηματιστηριακή αγορά που με τη σειρά της καταστρέφει τη μικρή ανάπτυξη που η πραγματική οικονομία είναι σε θέση να προσφέρει.

 

Με λίγα λόγια, το χρηματιστήριο χρειάζεται την ίδια τεχνητή πολιτική της «οικονομίας της φούσκας» που είχε εισαχθεί από τον Alan Greenspan τη δεκαετία του 1980, συνεχίστηκε από τον διάδοχό του Ben Bernanke και συνεχίζεται μέχρι σήμερα από τον Jerome Powell.

 

Μια πιο προσεκτική ματιά στην απασχόληση

 

Τι συμβαίνει στην αγορά εργασίας; Κανένας δεν μπορεί να διαψεύσει το γεγονός ότι παρακολουθήσαμε τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης μήνα με τον μήνα. Αυτό μας οδήγησε στην πλήρη απασχόληση, τουλάχιστον σύμφωνα με τα νούμερα της κυβέρνησης, και υποτίθεται σε μια ισχυρή οικονομία. Όμως ποια είναι τα πραγματικά στοιχεία, η πραγματική κατάσταση των εργαζομένων και της αγοράς εργασίας;

 

Το ποσοστό της ανεργίας, σύμφωνα με το υπουργείο εργασίας και την Ο.Τ., είναι τώρα κάτω από το τέσσερα τοις εκατό, που πραγματικά είναι πάρα πολύ χαμηλό – αν το ποσοστό της ανεργίας που μετρά σήμερα η κυβέρνηση σημαίνει το ίδιο πράγμα με το ποσοστό του παρελθόντος. Ένα ποσοστό κάτω από το τέσσερα τοις εκατό θα αποτελούσε ένδειξη μιας πανίσχυρης οικονομίας, μιας πολύ στενής αγοράς εργασίας και πράγματι θα μπορούσαμε να περιμένουμε πολύ γρήγορη άνοδο των μισθών και επιτάχυνση του πληθωρισμού.

 

Όμως ποια είναι η πραγματικότητα; Το επίσημο ποσοστό ανεργίας, όπως ίσως οι άνθρωποι γνωρίζουν, μετρά το ποσοστό της εργατικής δύναμης που είναι άνεργο – αλλά σύμφωνα με τη μέτρηση της κυβέρνησης, η εργατική δύναμη περιλαμβάνει τους ανθρώπους που είτε έχουν δουλειά είτε ψάχνουν για δουλειά.

 

Το κλειδί της υπόθεσης είναι ότι ΔΕΝ περιλαμβάνει τους ανθρώπους που έχουν σταματήσει να ψάχνουν για δουλειά επειδή έχουν απογοητευθεί και έχουν έτσι αποσυρθεί από την εργατική δύναμη. Έχοντας αποσυρθεί από την εργατική δύναμη, σταμάτησαν να υπολογίζονται σαν άνεργοι.

 

Το ποσοστό της συμμετοχής στην εργατική δύναμη – το ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού ηλικίας 18 έως 64 ετών αυτών του εργάζονται ή ψάχνουν για δουλειά – πέφτει κατακόρυφα την περίοδο που χτύπησε η κρίση και βρίσκεται ακόμη μακριά από το να επιστρέψει στο επίπεδο πριν από αυτή, του 2007.

 

Να το θέσουμε διαφορετικά, το ποσοστό των εργαζόμενων επί του πραγματικά ικανού για εργασία πληθυσμού είναι ακόμη πολύ μακριά από το να πλησιάσει το επίπεδο πριν από το κραχ. Το ποσοστό αυτό ήταν γύρω στο 63% το 2007, αλλά ακόμη και τώρα, μετά από τόσους μήνες δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, βρίσκεται σε ένα επίπεδο 2-3% χαμηλότερο από το προηγούμενο. Επομένως αυτό δεν είναι πλήρης απασχόληση, έστω και αν μοιάζει σαν τέτοια.

 

Σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχει τίποτε το παράδοξο σχετικά με την στασιμότητα των μισθών. Η ζήτηση εργασίας δεν έχει ακόμα επιστρέψει στα προηγούμενα επίπεδά της σε σχέση με τη προσφορά εργασίας. Η αγορά εργασίας δεν είναι ακόμη τόσο στενή, έτσι η μισθολογική πίεση δεν είναι τόσο μεγάλη.

 

Επί πλέον, εξίσου σημαντικό – και αυτό είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση – δεν μπορείτε απλώς να κοιτάτε τους αριθμούς των προσλήψεων, τους αριθμούς των εργαζομένων, αλλά και τι είδους εργασίες αναλαμβάνουν. Αν μάλιστα έχετε ένα ακροατήριο, όπως πιθανά έχουμε τώρα, που έχει περάσει μέσα από την αγορά εργασίας την τελευταία δεκαετία, γνωρίζει ότι πήρε πολύ χειρότερες δουλειές από αυτές που είχε πριν να χτυπήσει η κρίση.

 

Το γεγονός ότι η αμοιβή του εργαζομένου για κάθε δουλειά είναι μικρότερη από τη αυτή που είχε στην προηγούμενη κάνει ακόμη περισσότερο κατανοητό ότι δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε εκτός ελέγχου άνοδο των μισθών και εκτός ελέγχου πληθωρισμό.

 

Ακολουθώντας μια παραδοσιακή πολιτική ύψωσης των επιτοκίων για να αποκριθεί σε αυτό που θεωρούσε ότι είναι μια ισχυρή αγορά εργασίας, η Ο.Τ. λειτούργησε με βάση μια αρκετά εσφαλμένη υπόθεση. Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη ότι ουσιαστικά διατάραξε τόσο την χρηματιστηριακή αγορά όσο και την υποκείμενη οικονομία.

 

Η οικονομία και οι εκλογές του 2016

 

SW: Ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι οπωσδήποτε «η κατάσταση της οικονομίας είναι ισχυρή», όμως οι Δημοκρατικοί δεν διαφωνούν. Απλώς διαφωνούν ότι ο Τραμπ είναι ο υπεύθυνος γι’ αυτή. Τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι προσπαθούν να γίνουν αξιόπιστοι. Έχουν και οι δύο άδικο;

 

RB: Αυτό είναι ένα κρίσιμο ζήτημα, όχι ακριβώς οικονομικό, αλλά πολιτικό. Αυτοί οι ισχυρισμοί για ισχυρή οικονομία, δεν μπορούν να υποστηριχθούν. Τελικά, τι συνέβη το 2016;

 

Οι δεξιοί σύμβουλοι του Τραμπ, ο Bannon και ο Mercer, αντιλήφθηκαν ότι η οικονομία είναι αδύναμη, ότι οι άνθρωποι δεν έβρισκαν δουλειά ή ξέπεφταν σε άθλιες δουλειές. Αυτό έδωσε το σημείο εκκίνησης, στη πραγματικότητα αποτέλεσε τη βάση, για την ονομαζόμενη λαϊκίστικη προεκλογική προεδρική καμπάνια του Τραμπ και για τη νίκη του.

 

Δεν θέλω να επιμείνω σ’ αυτό – έχω ήδη μιλήσει σχετικά στην εκπομπή σου – όμως δεν μπορώ να αντισταθώ στο να φωνάξω ότι η οικονομία γίνεται πιο αδύναμη εδώ και σχεδόν μισό αιώνα, εκτός από τις φούσκες όταν οδηγούνταν τεχνητά από τις μεγάλες ανόδους του χρηματιστηρίου τη δεκαετία του 1990 και άνοδο των τιμών των κατοικιών μεταξύ 2002 και 2007, που είχε εξίσου κακή κατάληξη.

 

Πρώτον: Οι μισθοί, όπως οι περισσότεροι από μας γνωρίζουμε, δεν είναι πολύ μεγαλύτεροι από αυτούς στο τέλος της δεκαετίας του 1970. Έχουμε μια ολόκληρη γενιά που γνωρίζει στασιμότητα μισθών – και από την Μεγάλη Ύφεση, έγιναν ακόμη χειρότεροι.

 

Δεύτερο: Τι γίνεται με τη συσσώρευση κεφαλαίου, που σημαίνει επενδύσεις, την κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής οικονομίας; Η περίοδος χονδρικά ανάμεσα στη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και περίπου το 1973 είναι γνωστή ως το μεταπολεμικό μπουμ και υπήρξε πράγματι μια έντονα επεκτατική περίοδος σε όλους τους τομείς. Όμως η επέκταση τελείωσε τη δεκαετία του 1970.

 

Ήδη από τη δεκαετία του 1970, η αύξηση των εργοστασίων και του εξοπλισμού στον ιδιωτικό τομέα μειώνονταν σταθερά, τη μια δεκαετία μετά την άλλη, τον ένα οικονομικό κύκλο μετά τον άλλο, και έπιασε πάτο τη περίοδο μετά από τη Μεγάλη Ύφεση. Όμως, ήδη τη δεκαετία του 1990 η αύξηση των εργοστασίων και του εξοπλισμού είχε πέσει στο μισό από αυτό που ήταν στη διάρκεια του μεταπολεμικού μπουμ.

 

Τρίτο: Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι η παραγωγικότητα της εργασίας, στην οποία σωστά επικεντρώνονται οι οικονομολόγοι – γιατί μας δίνει το καλύτερο μέτρο για το πόσοι άνθρωποι μπορούν να συντηρηθούν οικονομικά, με δεδομένο το κόστος αναπαραγωγής τους. Υψηλότερη παραγωγικότητα επιτρέπει αντιστοίχως υψηλότερη υπεραξία διαθέσιμη για επένδυση.

 

Είναι εκπληκτικό ότι μετά τη δεκαετία του 1970 η αύξηση της παραγωγικότητας υπήρξε η χαμηλότερη εδώ και έναν αιώνα. Συγκρίνοντας την αύξηση της παραγωγικότητας από την δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα, βρίσκουμε ότι είναι σημαντικά μικρότερη από την περίοδο 1920-1948, που συμπεριλαμβάνει τη Μεγάλη Κρίση.

 

Ένας άλλος τρόπος να το δούμε αυτό είναι ότι την περίοδο ανάμεσα στο 1973 και στο σήμερα, η αύξηση της παραγωγικότητας έχει παραμείνει στάσιμη γύρω στο 1,5% το χρόνο, αν εξαιρέσουμε τα χρόνια της φούσκας 1995-2007.

 

Οι τιμές των μετοχών και η στασιμότητα του κέρδους

 

SW: Πως μπορεί κάποιος να εξηγήσει μια εκτός ελέγχου χρηματιστηριακή αγορά, αν η αγορά εργασίας δεν είναι στενή και η πραγματική οικονομία είναι αδύναμη;

 

RB: Είναι απόλυτα σύμφωνο με όλα όσα είπαμε για την οικονομία. Αν εξετάσουμε τον μη χρηματοπιστωτικό τομέα - γιατί ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν είναι πολύ καλός τομέας για να κατανοήσουμε άμεσα την κερδοφορία - στον ιδιωτικό τομέα, εκτός από τον χρηματοπιστωτικό, τα κέρδη ήταν σχεδόν στάσιμα κατά τα τελευταία 4-5 χρόνια και στην πραγματικότητα όλο το χρονικό διάστημα από το 2012 και μετά.

 

Το 2012, τα κέρδη εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα έφτασαν τα $1,5 τρισεκατομμύρια και το 2017 μόνο γύρω στα $1,6 τρισεκατομμύρια. Κυμάνθηκαν σ’ αυτό το ύψος όλο το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Έτσι δεν υπήρξε ουσιαστικά καμιά αύξηση. Τα κέρδη παρέμεναν στάσιμα, ενώ οι τιμές των μετοχών ανέβηκαν στα ύψη, με αποτέλεσμα οι τιμές των μετοχών να έχουν χάσει τελείως την επαφή με τις υποκείμενες αξίες των εταιρειών που εκπροσωπούν.

 

Ο Robert Schiller, ο φημισμένος οικονομολόγος, απέδειξε με τους υπολογισμούς του ότι ο λόγος μεταξύ τιμών και κερδών είναι σήμερα ο μεγαλύτερος που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία, εκτός από δύο ενδιαφέρουσες χρονιές – το 1929, τη χρονιά του χρηματιστηριακού κραχ που οδήγησε στη Μεγάλη Κρίση και το 1999-2000, που οδήγησε άμεσα στο περίφημο κραχ της υψηλής τεχνολογίας του 2000-2001.

 

Αυτό που κάνει το χρηματιστήριο να πετάει ψηλά και τον πλούσιο πλουσιότερο, είναι η τονωτική για την οικονομία της φούσκας πολιτική της Ο.Τ. : χαμηλό επιτόκιο και αγορά χρηματοπιστωτικών αξιών που ονομάζεται ποσοτική χαλάρωση. Όμως αυτή δεν κατορθώνει να οδηγήσει ανοδικά οτιδήποτε άλλο, ειδικότερα την παραγωγική οικονομία. Δεν είναι περίεργο ότι το χρηματιστήριο πέρασε σε υποχώρηση αμέσως μόλις η Ο.Τ. δήλωσε αποφασισμένη να σφίξει την νομισματική πολιτική, και στη συνέχεια ανέκαμψε όταν αυτή άλλαξε γνώμη.

 

SW: Πως μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτή την παράξενα αδύναμη οικονομία, στην οποία οι πλούσιοι συμπεριφέρονται σαν ληστές; Συχνά έχετε πει ότι οφείλεται στην ανεπαρκή ζήτηση και εξ αιτίας αυτής της ανεπαρκούς ζήτησης οι καπιταλιστές δεν επενδύουν και δεν προσλαμβάνουν πλέον, γιατί δεν ξοδεύουν περισσότερα χρήματα, γιατί στη πραγματικότητα εξακολουθούν να συσσωρεύουν χρήματα. Μιλώντας γι’ αυτό το ζήτημα της ανεπαρκούς ζήτησης, έχετε υποστηρίξει ότι η απάντηση είναι το πρόβλημα της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας σε παγκόσμια κλίμακα.

 

RB: Θα ξεκινήσω με την αδυναμία, και θα προσπαθήσω να προχωρήσω σ’ αυτή την αλλόκοτη οικονομία που μας έχει προκύψει. Υπάρχει ένας διαρκώς εντεινόμενος ανταγωνισμός σε παγκόσμια κλίμακα, προερχόμενος από τη Γερμανία, την Ιαπωνία και τις Νέες Βιομηχανοποιημένες χώρες της Ανατολικής Ασίας (NICs), τις τίγρεις της Ανατολικής Ασίας και πάνω απ’ όλα τον γίγαντα της Κίνας.

 

Κάθε νέο κύμα κατασκευαστών παράγει ακόμη πιο φτηνά από αυτούς που είχαν εμφανιστεί προηγουμένως, γιατί καθένας με τη σειρά του έχει ακόμη χαμηλότερες τιμές εργατικής δύναμης αλλά επίσης μπορεί να μιμηθεί την τεχνολογία των προηγουμένων. Έτσι, αυτό που ξεπερνά όχι μόνο την οικονομία των ΗΠΑ, αλλά και την παγκόσμια οικονομία, είναι ότι η παραγωγή στη μεταποίηση αυξάνεται παντού, αλλά χωρίς αναφορά στην αγορά.

 

Αυτό σημαίνει ότι παντού έχει γίνει ακόμη πιο δύσκολο να επενδύσει κάποιος σε νέα εργοστάσια και εξοπλισμό, να προσλάβει εργασία και να πουλήσει στην παγκόσμια αγορά και να βγάλει με αυτό τον τρόπο πραγματικό κέρδος. Αυτή είναι μια εξέλιξη που δεν περιορίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, αλλά ξεπερνάει την ίδια την Κίνα, που υποφέρει από την ίδια δυσκολία της υπερεπένδυσης που οδηγεί στην πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής.

 

Η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στην πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής και στην ανεπαρκή ζήτηση. Με χαμηλή κερδοφορία, οι εταιρείες έχουν μικρότερη υπεραξία για να επενδύσουν και μικρότερο κίνητρο για να το κάνουν. Πρέπει να μειώσουν το κόστος τους προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές, έτσι πιέζουν τους μισθούς προς τα κάτω. Η κυβέρνηση βοηθά μειώνοντας τις κρατικές υπηρεσίες, ώστε να μπορεί να μειωθεί η φορολογία των επιχειρήσεων.

 

Έχετε έτσι ένα συνδυασμό χαμηλότερης ζήτησης για επενδυτικά αγαθά (εργοστάσια και εξοπλισμό), για καταναλωτικά αγαθά και για κρατικές υπηρεσίες – ένα πρόβλημα συνολικής πτώσης της ζήτησης, σαν άμεσο αποτέλεσμα της οικονομικής επιβράδυνσης.

 

Επίσης, οι εταιρείες βλέπουν με την πάροδο του χρόνου ότι ακόμα και αν φαίνεται ότι μπορούν να αποκομίσουν κάποιο κέρδος βραχυπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη το πώς έχουν εξελιχθεί τα πράγματα στην παγκόσμια οικονομία τις τελευταίες δεκαετίες, είναι πιθανό να εμφανίσουν ελλείματα μακροπρόθεσμα, επειδή μια νέα ομάδα παραγωγών χαμηλότερου κόστους θα εμφανιστεί και θα τους εμποδίσει να πραγματοποιήσουν τις επενδύσεις τους.

 

Οι Αμερικανοί υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής προσπάθησαν για πρώτη φορά να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα τη δεκαετία του 1970, αλλά το πρόβλημα τους ξεπέρασε με ένα τρόπο που ποτέ δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα συμβεί. Ωστόσο, ο αμερικανικός μεταποιητικός τομέας ηγεμόνευσε σε παγκόσμια κλίμακα και υπήρξε το παγκόσμιο πρότυπο μετά από τον Εμφύλιο Πόλεμο και ειδικότερα από τις αρχές του 20ου αιώνα, κυριαρχώντας απέναντι στους ανταγωνιστές του μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960.

 

Στη συνέχεια, όμως, είχαμε αυτή τη διαδικασία του εντεινόμενου ανταγωνισμού, που οδήγησε στη πτώση του ποσοστού κέρδους και οι κυβερνητικοί υπεύθυνοι δεν είχαν απάντηση. Προσπάθησαν, από τη μια μεριά να βοηθήσουν τους καπιταλιστές παραγωγούς μειώνοντας την συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου, μειώνοντας το κόστος δανεισμού και εισάγοντας μέτρα εμπορικού προστατευτισμού.

 

Ταυτόχρονα, έκαναν τη συνηθισμένη στροφή προς τις κεϋνσιανές ελλειμματικές δαπάνες. Όμως παρά τη βοήθειά τους τόσο στην αποκαλούμενη «πλευρά της προσφοράς», μειώνοντας το κόστος παραγωγής στην Αμερική, όσο και στην πλευρά της ζήτησης – από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 τα ποσοστά του κέρδους έπεφταν σημαντικά, συνολικά κατά 50% στον τομέα της μεταποίησης.

 

Έτσι, από τότε που μπήκαμε στη δεκαετία του 1980, υπάρχει μια αποθάρρυνση σε ολόκληρο το μεταπολεμικό φιλελεύθερο καθεστώς, συμπεριλαμβανομένων τόσο των Ρεπουμπλικάνων όσο και των Δημοκρατικών. Η αποκαλούμενη νεοκλασική κεϋνσιανή σύνθεση απέτυχε ολοκληρωτικά και πραγματικά δεν ξέρουν τι να κάνουν.

 

Τι νεότερο για τον Νεοφιλελευθερισμό

 

SW: Περιγράφετε μια οικονομία που μοιάζει να βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο χωρίς προηγούμενο. Πως μπορεί η καπιταλιστική τάξη να βγει από αυτό;

 

RB: Σ’ αυτή τη χωρίς προηγούμενο δύσκολη κατάσταση – που πολύ πετυχημένα ορίσατε σαν χωρίς προηγούμενο αδιέξοδο – οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής, οι πολιτικοί, οι καπιταλιστές και οι πλούσιοι ψάχνουν ψηλαφιστά για κάτι καινούργιο.

 

Τελικά έκαναν κάτι νέο που τους επέτρεψε να ξεπεράσουν το υποκείμενο αδιέξοδο - αν και πώς ακριβώς συνέβη αυτό, δεν είναι ακόμη απολύτως σαφές. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 αναδύθηκε ένα εντελώς νέο πλαίσιο πολιτικής οικονομίας.

 

Σχεδόν όλοι το αναγνωρίζουν και ονομάζουν αυτό το νέο πλαίσιο «νεοφιλελευθερισμό» και νομίζω ότι αυτό είναι σωστό. Όμως είναι παραπλανητικό σε ορισμένα θεμελιώδη σημεία.

 

Κατά πρώτο λόγο, πολλοί άνθρωποι μιλούν για τη λιτότητα, μια αδιάκοπη επίθεση στους εργαζόμενους σαν το κεντρικό σημείο του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό είναι κατανοητό, αλλά δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερα νέο ή ειδικό στη λιτότητα και σε μια επίθεση στους μισθούς και τις συνθήκες των εργαζομένων σαν αντίδραση στη πτώση της κερδοφορίας.

 

Δεν χρειαζόμαστε ένα νέο σύστημα, τον νεοφιλελευθερισμό, για να το έχουμε αυτό. Όλες οι γενιές των καπιταλιστών το έκαναν όταν ήταν αντιμέτωποι με πτώση των κερδών. Έτσι, η λιτότητα υπήρξε το κεντρικό γεγονός του κόσμου μας, της οικονομίας μας, όλη αυτή την περίοδο, αλλά αυτή δεν καθορίζει μια νέα περίοδο.

 

Κατά δεύτερο λόγο, κάποιοι άνθρωποι μιλώντας για τον νεοφιλελευθερισμό αναφέρουν ότι απελευθέρωσε την οικονομία από κάθε είδους ουσιαστική ρύθμιση ή κυβερνητικό έλεγχο – ανοίγοντας στη πραγματικότητα κάθε δυνατή αρένα στην εντατικοποίηση του ανταγωνισμού. Αυτό νομίζω ότι αποτελεί μια πολύ πιο σημαντική πτυχή.

 

Αυτό είναι ιδιαίτερα προφανές όταν παρατηρούμε την απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου και των παγκόσμιων επενδύσεων στον διεθνή ανταγωνισμό. Το ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση. Αυτό που νομίζω ότι αξίζει να σημειωθεί είναι ότι πρόκειται για ένα νέο, ή σχετικά νέο, χαρακτηριστικό της περιόδου που άνοιξε από το τέλος της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

 

Οπωσδήποτε, υπάρχει ένα πραγματικό πρόβλημα στο να εστιάζουμε απλά στην απελευθέρωση των αγορών και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό σαν τον πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού. Κατά τη γνώμη μου, μια εξέλιξη που βρίσκεται ακόμη περισσότερο στη καρδιά του νέου πλαισίου της πολιτικής οικονομίας πηγαίνει, κατά μία έννοια, στην αντίθετη κατεύθυνση από την απελευθέρωση των αγορών και την εντατικοποίηση του ανταγωνισμού.

 

Αυτή είναι η τάση της αφρόκρεμας των στρωμάτων του χρηματοπιστωτικού συστήματος, των διευθυντικών στελεχών των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών, της κορυφαίας ηγεσίας των πολιτικών κομμάτων, να προσβλέπουν στην προς τα πάνω αναδιανομή του πλούτου, προς τους ίδιους, με πολιτικά μέσα. Αυτό που είναι εδώ το ουσιώδες είναι αντίθετο στον ανταγωνισμό: είναι η πρόσβαση σε ειδικά προνόμια που αποφέρουν άμεσα πλούτο, χάρις σε πολιτικές θέσεις ή διασυνδέσεις.

 

Έχουμε έτσι τη σφυρηλάτηση μιας συμμαχίας ανάμεσα σε καπιταλιστές που ηγούνται σε λειτουργούσες εταιρείες, πολύ πλούσιους, και πολιτικά κόμματα που ελέγχουν κυβερνήσεις, που ξεκινά με ευκαιριακούς γάμους αλλά γρήγορα μετατρέπεται σε μια άθραυστη αλυσίδα. Πρόκειται για μια αντιμετώπιση του προβλήματος της χαμηλής απόδοσης των επενδύσεων – τη δυσκολία να αποκομίσουν κέρδη με τη λειτουργία νέων εργοστασίων και εξοπλισμού και την πρόσληψη νέων εργαζομένων και να πουλήσουν το προϊόν στην αγορά κερδίζοντας αρκετά χρήματα.

 

Η δυσκολία αυτή έχει οδηγήσει στην παράκαμψη, αν θέλετε, της διαδικασίας αυτής απόκτησης χρημάτων που ακολουθούσαν οι παππούδες των σημερινών καπιταλιστών, με τις παραγωγικές επενδύσεις σε αγροκτήματα, σε εργοστάσια, σε γραφεία. Αντί γι’ αυτό, έχουμε μια ολόκληρη σειρά από νέες επενδύσεις και νέες πολιτικές που κάνουν δυνατή την αύξηση της αναδιανομής του πλούτου προς τη κορυφή, το απολύτως κορυφαίο στρώμα της οικονομίας.

 

Έτσι αυτοί οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να περάσουν μέσα από τη σύνθετη και επικίνδυνη διαδικασία να αυξήσουν την πίτα για να πάρουν ένα μερίδιο από αυτή – να αποκομίσουν κέρδη πληρώνοντας μισθούς. Μπορούν να πάνε κατευθείαν στο ψητό και να σπρώξουν τον πλούτο προς τους ίδιους.

 

Το κλειδί εδώ είναι η πολιτική που επιτρέπει την προς τα πάνω αναδιανομή του πλούτου, διαμέσου διαφόρων πολιτικών τρόπων. Ποιοι είναι οι τρόποι; Δεν έχουμε τον χρόνο να τους απαριθμήσουμε όλους, αλλά οι κυριότεροι δίαυλοι είναι πολύ γνωστοί.

 

Πρωταρχικά, με την περικοπή των φόρων. Κάθε διακυβέρνηση, Ρεπουμπλικανική ή Δημοκρατική, από τον Κάρτερ και μετά, εφάρμοσε τεράστιες περικοπές στη φορολογία.

 

Η πολιτική της χρηματοπιστωτικής μετάλλαξης

 

Κατά δεύτερο λόγο, καθώς οι ίδιες οι κυβερνήσεις χρηματοδοτούνται όλο και περισσότερο μέσω του δανεισμού, παρακολουθούμε τους πλούσιους ανθρώπους να κάνουν τεράστιες περιουσίες αγοράζοντας απλώς κρατικό χρέος και συσσωρεύοντας τους τόκους - ένας σχεδόν αλάνθαστος τρόπος για να κερδίζουν χρήματα. Αγοράζοντας κρατικό χρέος, οι αποδόσεις του είναι σχεδόν βέβαιες.

 

Κατά τρίτο λόγο, οι κυβερνήσεις έχουν σταματήσει να ενισχύουν την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία και αυτό έχει μια ιδιαίτερα «θετική» επίδραση στους κεντρικούς τομείς της σημερινής οικονομίας, δηλαδή τους παραγωγούς υψηλής τεχνολογίας. Αυτό που έχετε ουσιαστικά είναι μια νέα μορφή προστατευτισμού – την ενίσχυση των αποκαλούμενων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

 

Χάρις στα ισχυρότερα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, οι επιχειρήσεις είναι σε θέση, για παράδειγμα, να προστατεύουν τις καινοτομίες τους από τον ανταγωνισμό για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό, τι στο παρελθόν, επειδή οι ευρεσιτεχνίες διαρκούν πολύ περισσότερο. Είναι καλό να είσαι η Apple.

 

Τέταρτο, υπάρχουν ιδιωτικοποιήσεις, ακριβώς σε δραστηριότητες που διεκπεραίωναν οι κυβερνήσεις – υγεία, παιδεία, συντάξεις και τα λοιπά – που τις παραδίνουν στα χέρια των καπιταλιστών και των πλουσίων για να αποσπούν ιδιωτικά κέρδη απ’ αυτές.

 

Τελικά – εδώ θα πρέπει να παρουσιάσω περιληπτικά μια μεγάλη συζήτηση – έχουμε την ανάδυση του χρηματοπιστωτικού τομέα, που χωρίς αμφιβολία αποτελεί την κυριότερη βάση για την νέα πολιτική οικονομία της προς τα πάνω αναδιανομής του πλούτου διαμέσου της πολιτικής.

 

Εδώ έχουμε την κλασική πολιτική συμμαχία ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα και τις χρηματοπιστωτικές εταιρείες όλων των ειδών, με την οποία οι χρηματοπιστωτικές εταιρείες αποκτούν προνόμια από τους πολιτικούς και τα πολιτικά κόμματα που βρίσκονται στην κυβέρνηση και παραδίδουν χρήματα στους πολιτικούς και τα κόμματα για να πληρώνουν τις πολιτικές τους καμπάνιες και να κάνουν τους πολύ υψηλά ισταμένους πολιτικούς ηγέτες πολύ πλούσιους.

 

Έτσι, για να το θέσουμε πιο σχηματικά, οι κυβερνήσεις απορρυθμίζουν μερικές χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες προκειμένου να επιτρέψουν σε αυτούς που θα μπουν πρώτοι να πραγματοποιήσουν υπερκέρδη, κάνουν ό,τι μπορούν για να προστατεύσουν αυτές τις δραστηριότητες περιορίζοντας τον ανταγωνισμό και, στη συνέχεια, όταν αναπότρεπτα αρχίζουν να διογκώνονται οι απώλειες, οργανώνουν τις αναμενόμενες απολύσεις.

 

Πρέπει να περικόψω κατά πολύ αυτή την εξιστόρηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όμως θα ήθελα να επιμείνω σε μια κρίσιμη πτυχή αυτής της ανάδυσής του, που δίνει ένα ερμηνευτικό παράδειγμα για πως η νέα πολιτική οικονομία κερδίζει χρήματα μέσα από την πολιτικά καθοδηγούμενη προς πάνω αναδιανομή του πλούτου και μου επιτρέπει να τη συνδέσω με το μεγάλο ζήτημα του πρώτου μέρους της συζήτησής μας.

 

Είναι αυτό που ονομάζουμε «οικονομία της φούσκας»: τη στροφή της Ο.Τ. να οδηγεί προς τα πάνω το χρηματιστήριο διατηρώντας με τεχνητό τρόπο χαμηλά τα επιτόκια. Η οικονομία της φούσκας δημιουργεί με το πιο γρήγορο τρόπο «πλούτο» - ασφαλώς δεν πρόκειται για πραγματικό πλούτο, είναι απλώς χαρτιά – αλλά οι ιδιοκτήτες των μετοχών επενδύουν και τοποθετούν μετρητά σε αυτά και κάνουν μια περιουσία πολύ πιο γρήγορα και καθαρά από ό, τι θα μπορούσαν ποτέ, αν έπρεπε να περάσουν από ολόκληρη τη διαδικασία της επένδυσης στην παραγωγή.

 

Αυτή η οικονομία της φούσκας βρίσκεται στο κέντρο της προς τα πάνω αναδιανομής του πλούτου και μας βοηθά να κατανοήσουμε πιο καθαρά την πολιτική του εύκολου χρήματος της Ο.Τ. την οποία συζητήσαμε προηγουμένως.

 

Πως λοιπόν αξιολογούμε τις αποδόσεις που προσφέρει αυτή η νέα οικονομία της πολιτικά καθοδηγούμενης αναδιανομής του πλούτου προς τα πάνω; Τώρα έχουμε την περίφημη έρευνα των Piketty και Saez που μας επιτρέπει να φτάσουμε στη καρδιά της διαδικασίας, καθώς διερεύνησαν αυτό που αποκαλούμε κορυφαία εισοδήματα.

 

Τα αποτελέσματά τους είναι τώρα πολύ γνωστά και εξαιρετικά αποκαλυπτικά. Στη διάρκεια του μεταπολεμικού μπουμ, είχαμε πραγματικά μείωση της ανισότητας και πολύ περιορισμένο εισόδημα να πηγαίνει στους κορυφαίους εισοδηματίες. Σε ολόκληρη την περίοδο από το 1940 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το κορυφαίο 1% των εισοδηματιών δεχόταν όχι περισσότερο από το 9-10% του συνολικού εισοδήματος. Αλλά σύντομα, μετά από το 1980, το μερίδιό τους, δηλαδή το μερίδιο του πλουσιότερου 1%, πήγε στο 25%, ενώ το χαμηλότερο 80% πρακτικά δεν είχε κανένα οικονομικό όφελος.

 

Ελπίζω τώρα ότι μπορούμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Από τη μια μεριά, οι καπιταλιστές και οι πολύ πλούσιοι δεν επενδύουν πολύ ούτε απασχολούν πολλούς εργάτες. Αυτό δεν γίνεται επειδή δεν θέλουν να το κάνουν, αλλά επειδή, αντίθετα με την περίοδο του μεγάλου μεταπολεμικού μπουμ, δεν μπορούν να το κάνουν με μεγάλο κέρδος.

 

Υπάρχουν περιορισμένες ευκαιρίες να γίνει κάποιος πλούσιος επενδύοντας σε εργοστάσια και εξοπλισμό και λογισμικό και προσλαμβάνοντας νέους ανθρώπους, όπως έκαναν οι παππούδες τους. Έτσι, είναι κατανοητό γιατί έχουμε το χαμηλότερο επίπεδο επενδύσεων, τη χειρότερη παραγωγική συμπεριφορά και την χαμηλότερη αύξηση στους μισθούς, από τη μια πλευρά, και την άνοδο του χρηματιστηρίου από την άλλη.

 

Δεν θα μπορούσε να γίνει πιο ξεκάθαρο, κατά τη γνώμη μου, τι είναι αυτό που κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους – και αυτό είναι το σύνολο των πολιτικά υποστηριζόμενων προνομίων από τα κόμματα που ελέγχουν την κυβέρνηση.

 

Και η χρηματοπιστωτική μετάλλαξη της πολιτικής…

 

SW: Έτσι αυτή η νέα οικονομία, που, όπως εσείς ισχυρίζεστε, διαρκεί εδώ και δεκαετίες, είναι στον πυρήνα της κυριολεκτικά πολιτική. Το ζήτημα είναι, επομένως, τι σημαίνει αυτό για τη κοινωνία στο σύνολό της, και όχι μόνο για το 1% ;

 

RB: Νομίζω ότι σήμερα μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα το τίμημα αυτού του τρόπου αντιμετώπισης της κατάστασης, και εννοώ αυτήν εδώ ακριβώς τη στιγμή. Με πολύ εντυπωσιακό τρόπο υπάρχει μια απώλεια του ενδιαφέροντος από τη μεριά της άρχουσας τάξης, των πλουσίων, της ελίτ, να εξασφαλίζουν πλέον οι κυβερνήσεις τα πράγματα που το κράτος κλασικά παρείχε στον καπιταλισμό - και αυτό είναι εντελώς κατανοητό.

 

Κλασικά οι καπιταλιστές ζητούσαν, και το κράτος τους παρείχε, μια ολόκληρη σειρά από υπηρεσίες που οι καπιταλιστές δεν μπορούσαν να παρέχουν εύκολα και ολόκληρη η κοινωνία, και περισσότερο απ’ όλους η εργατική τάξη, εξασφάλιζαν ότι οι καπιταλιστές θα τα αποκτούσαν: παροχή των κρατικών υποδομών, κρατική στήριξη της εκπαίδευσης, κρατική στήριξη για την υγεία και την κοινωνική ευημερία.

 

Η καπιταλιστική τάξη δεν το έκανε από μεγάλη καλοσύνη ούτε ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρη, αλλά χρειάζονταν αυτά τα πράγματα αν ήθελε μια παραγωγική οικονομία. Έτσι, όχι μόνο οι καπιταλιστές αλλά και ο πληθυσμός ευνοούνταν από αυτό.

 

Η περίπτωση της Κορέας όπου αυτά παρέχονται σαν φυσικά πράγματα, δεν είναι τυχαία. Η Κορέα είναι μια από τις λίγες χώρες που ακόμη διατηρεί και εξαρτάται από μια παραγωγική οικονομία, με βιομηχανικά χαρακτηριστικά.

 

Όμως, αν οι καπιταλιστές, οι πλούσιοι, η ελίτ, δεν εξαρτώνται πλέον από μια παραγωγική οικονομία – αν δεν κερδίζουν χρήματα στην έκταση που το έκαναν κάποτε με επικερδείς επενδύσεις σε κεφάλαιο και εργασία – τότε δεν εξαρτώνται από την κρατική διεκπεραίωση των παραδοσιακών αυτών λειτουργιών.

 

Έτσι, αυτό που βλέπουμε είναι ότι οι καπιταλιστές, οι πλούσιοι και οι πολιτικοί ηγέτες δεν είναι μόνο ουδέτεροι, αλλά πιέζουν ενεργητικά ενάντια στη διεκπεραίωση αυτών των λειτουργιών από το κράτος. Αυτό γίνεται γιατί δεν θέλουν το κράτος να «χαραμίζει» τα χρήματά του σ’ αυτές τις λειτουργίες, για τον απλό λόγο ότι δεν θέλουν να πληρώνουν φόρους για να τις χρηματοδοτούν.

 

Σε όλη τη διάρκεια του μεταπολεμικού μπουμ, είχαμε σημαντικά επίπεδα κρατικών επενδύσεων σε εγκαταστάσεις και εξοπλισμό, σε πάγια περιουσιακά στοιχεία πάσης φύσεως. Η κατασκευή του ομοσπονδιακού συστήματος των αυτοκινητοδρόμων μας έρχεται αμέσως στο μυαλό. Όμως είχαμε επίσης την εντυπωσιακή ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημίων.

 

Είχαμε ακόμη μια μαζική, αν και αυστηρά περιορισμένη, αύξηση της υγειονομικής περίθαλψης που χρηματοδοτούνταν από το κράτος, για παράδειγμα μέσω του Medicare. Οι αυξανόμενες κρατικές επενδύσεις έκαναν όλα αυτά τα πράγματα δυνατά.

 

Όμως, γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η διεθνής κρίση της υπερεπένδυσης οδήγησε σε πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, άρχισε να πέφτει το ποσοστό του κέρδους σε σημαντικό βαθμό και ξεκίνησε μια μακρά διαδικασία επιβράδυνσης αυτών των κρατικών επενδύσεων. Ο όγκος των νέων επενδύσεων έπαψε να αντιστοιχεί σε αυτόν των κρατικών πάγιων περιουσιακών στοιχείων που εξαντλούνταν και φθείρονταν.

 

Ο μέσος χρόνος της διάρκειας ζωής των κρατικών εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού παρέμενε γύρω στα 14 χρόνια κατά τη περίοδο του μεταπολεμικού μπουμ – που σήμαινε ότι το κράτος προχωρούσε αρκετά γρήγορα σε νέες επενδύσεις ώστε να αντισταθμίζει την απαξίωση. Στη συνέχεια, όμως, η ηλικία του κρατικού κεφαλαίου αύξανε σταθερά και χωρίς διακοπή και τώρα είναι κατά μέσο όρο τα 27 χρόνια.

 

Κατάρρευση και Αντεπίθεση

 

Η κατάρρευση των κρατικών επενδύσεων είναι προφανής σε όλες της τις πτυχές. Αυτό, όπως αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι, σημαίνει μια βαθιά κρίση στις υποδομές. Όταν περνάτε από μια γέφυρα κινδυνεύετε να πέσετε στο ποτάμι, τα τραίνα δεν καθυστερούν απλώς, αλλά εκτροχιάζονται.

 

Οι υποδομές στην υψηλή τεχνολογία, ειδικότερα οι τηλεπικοινωνίες, είναι κατά πολύ πίσω από την Ασία, όπου η ταχύτητα του ίντερνετ και η ποιότητα των κινητών τηλεφώνων υπερβαίνουν κατά πολύ τα δικά μας.

 

Μετά, υπάρχει η βασική υγειονομική περίθαλψη για την οποία δεν χρειάζεται να συζητήσουμε με αυτό το ακροατήριο. Εδώ σε μας, αυτό που αποτελεί σχεδόν αυτονόητο δικαίωμα σε όλες τις υπόλοιπες καπιταλιστικές χώρες, εξακολουθεί να είναι αμφισβητήσιμο για την αμερικανική ελίτ, ακόμη και μεταξύ των δηλωμένων υποψηφίων του Δημοκρατικού Κόμματος για τις επερχόμενες εκλογές.

 

Ίσως το πιο σημαντικό, υπήρξε η αντιδραστική διακομματική συναίνεση για τη δημόσια εκπαίδευση. Χάρις στους Κλίντον, Μπους και Ομπάμα – πολύ πριν από τον Τραμπ – παρακολουθήσαμε μια συστηματικά εφαρμοζόμενη διακομματική πολιτική αποεπένδυσης στη δημόσια εκπαίδευση, την εξάπλωση των σχολείων επί πληρωμή, την ιδιωτικοποίηση και την δοκιμαστική διδασκαλία.

 

Στο Λος Άντζελες, όπου διαμένω, η κατάσταση αυτή μας χτυπούσε εδώ και χρόνια κατά πρόσωπο, μέχρι την πρόσφατη απεργία των δασκάλων – είναι τόσο υπέροχο που μου φέρνει δάκρυα – που αποτελεί ασφαλώς μέρος μιας θεαματικής αναζωπύρωσης των αγώνων των δασκάλων σε όλη τη χώρα, από το Σικάγο μέχρι τις Πολιτείες που αποτελούν προπύργια των Δημοκρατικών (Κόκκινες Πολιτείες) και τώρα σε ολόκληρη την Καλιφόρνια.

 

SW: Αυτά που λέτε προκαλούν απογοήτευση αν όχι κατάθλιψη. Όμως το πλουσιότερο 1%, ή ίσως το 0,1%, έχει κατορθώσει να ξεφεύγει τόσο καιρό επειδή δεν υπάρχει αντίσταση. Η τελευταίες στατιστικές του Γραφείου Εργασίας δείχνουν ότι βρισκόμαστε ακριβώς στην περίοδο με το μικρότερο αριθμό απεργιών στην γραπτή ιστορία. Ωστόσο, αυτό άλλαξε με θεαματικό τρόπο τον τελευταίο χρόνο με τον ξεσηκωμό των δασκάλων και του δημόσιου τομέα που συνεχίζεται με γρήγορο ρυθμό και δεν δείχνει σημάδια επιβράδυνσης. Τι λοιπόν σημαίνουν όλα αυτά για εμάς, και ειδικότερα την περίοδο αυτή του ξεκινήματος μιας αντεπίθεσης;

 

RB: Το μήνυμα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο και είναι πραγματικά πολύ απογοητευτικό. Αν οι άνθρωποι θέλουν να αποκτήσουν αυτές τις υπηρεσίες που χρειάζονται για μια αξιοπρεπή ζωή – αν θέλουν την παιδεία ή υγεία ή υποδομές ή εκπαίδευση για νέες δεξιότητες ή χρήματα για μια αξιοπρεπή συνταξιοδότηση – θα πρέπει να αγωνισθούν γι’ αυτό, να το επιβάλουν σε μια άρχουσα τάξη που αρνείται πεισματικά να το κάνει.

 

Οι δάσκαλοι του Λος Άντζελες έδειξαν τον δρόμο στην πρόσφατη απεργία τους, όταν διακήρυξαν ότι αγωνίζονται για το κοινό καλό και ότι μπορούν να το επιτύχουν με τον αγώνα ενάντια στις υπάρχουσες εξουσίες. Για τους περισσότερους ανθρώπους που παρακολούθησαν τον αγώνα, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε ενάντια στη θέληση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, όχι μόνο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, αλλά και του Δημοκρατικού επίσης.

 

Οι Δημοκρατικοί έχουν ακολουθήσει όλες αυτές τις πολιτικές που σχεδιάστηκαν για την προς τα πάνω διανομή του πλούτου με πολιτικά μέσα, αν όχι τόσο γρήγορα όσο τον έκαναν οι Ρεπουμπλικάνοι, πάντως με τον ίδιο τρόπο – και δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει για την εθνικά στηριζόμενη ιατρική περίθαλψη.

 

SW: Πώς αυτό σχετίζεται με το Πράσινο New Deal που έχει προβληθεί από την Alexandria Ocasio-Cortez, τον Bernie Sanders και τόσους άλλους;

 

RB: Στο παρελθόν, η κυβέρνηση έχει υποστηρίξει την οικονομία με τον συντηρητικότερο δυνατό τρόπο, βασικά επιδοτώντας και διασφαλίζοντας τα κέρδη των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Το όριο μπορεί να βρεθεί στην εξάρτηση από αυτό που οι υποστηρικτές του ονομάζουν «κεϋνσιανή» πολιτική ή την αποκαλούμενη «νεοκλασική κεϋνσιανή σύνθεση».

 

Αυτό ονομάζεται επίσης διαχείριση της ζήτησης ή ελλειμματικές δαπάνες. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε τον πιο συντηρητικό, τον πιο βασισμένο στην αγορά τρόπο για να υποστηρίξουμε τη ζήτηση. Μειώνουν τους φόρους, που σημαίνει ότι αυξάνονται τα κυβερνητικά ελλείμματα και τα κυβερνητικά ελλείμματα πιέζουν αδιάκριτα την οικονομία, υποτίθεται για να την διεγείρουν με έναν ουδέτερο τρόπο, επιτρέποντας στην πιο υποσχόμενη βιομηχανία να ευδοκιμήσει.

 

Όμως αυτό που ξέρουμε είναι ότι σήμερα κάτι τέτοιο δεν λειτουργεί. Η τόνωση γενικά της ζήτησης δεν μας φέρνει επενδύσεις, πόσο μάλλον επενδύσεις που να διεγείρουν άλλες επενδύσεις. Όπως έχουμε δει, είναι πολύ δύσκολο να επενδύσεις κερδοφόρα σ’ αυτή τη χώρα, ή οπουδήποτε αλλού, αυτή τη περίοδο.

 

Για να έχετε μια ένδειξη σχετικά μ’ αυτό, δείτε μόνο τις ιστορικές φοροαπαλλαγές του Τραμπ, που δημιούργησαν ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα και δώρισαν χρήματα στα χέρια των καπιταλιστών και των πλουσίων, αλλά δεν προκάλεσαν παρά ελάχιστη ή καθόλου επένδυση ή ανάπτυξη.

 

Αυτό που σήμερα εννοεί ο κεϋνσιανισμός, δεν έχει καμία πιθανότητα να επιφέρει έναν μετασχηματισμό της οικονομίας που να εξαρτάται από τη δημιουργία νέων βιομηχανιών και την επιβολή των απαραίτητων κανονισμών για να γίνει ένα Πράσινο New Deal.

 

Έτσι, αυτό που χρειαζόμαστε είναι – και νομίζω θα πρέπει να δώσουμε προσοχή σ’ αυτή τη ρητορική - δεν είναι μια κεϋνσιανή πολιτική (όπως αυτή είναι κοινά αντιληπτή). Είναι ένας άμεσος κρατικός παρεμβατισμός.

 

Σκεφθείτε, το New Deal, το οποίο τώρα αντιλαμβανόμαστε ότι περιελάμβανε πολύ περισσότερες κρατικές επενδύσεις απ’ ότι νομίζαμε. Σκεφθείτε ακόμη – θλιβερό, αλλά είναι ένα καλό παράδειγμα – τι συνέβη στη διάρκεια του πολέμου: εστιασμένη κρατική υποστήριξη και επίβλεψη των επενδύσεων που ήταν άμεσα σχεδιασμένες για να φέρουν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

 

Με άλλα λόγια, χρειάζεται σήμερα να κινηθούμε ενάντια στη φυσική τάση της ιδιωτικής καπιταλιστικής οικονομίας – αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επιβάλουμε μια πολιτική κρατικών επενδύσεων που δεν πρόκειται να υποστηριχθεί ποτέ με άλλο τρόπο.

 

Μάιος-Ιούνιος 2019

 

 

* Robert Brenner, μαρξιστής οικονομολόγος, διευθυντής του κέντρου της κοινωνικής θεωρίας και της σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες, είναι αγωνιστής της Solidarity (συμπαθούσα οργάνωση της 4ης Διεθνούς στις ΗΠΑ) και συντάκτης του περιοδικού Against the Current. Ο Robert Brenner έγινε ευρύτατα γνωστός για τη συμβολή του στη συζήτηση πάνω στη μετάβαση από την φεουδαρχία στο καπιταλισμό. Σε ένα περίφημο άρθρο του, το 1976, με τίτλο Agrarian Class Structure and Economic Development in Pre-Industrial Europe, διατύπωσε αυτό που επρόκειτο να γίνει γνωστό με το όνομα Brenner thesis. Σύμφωνα μ’ αυτόν, το ξεκίνημα του καπιταλισμού δεν βρίσκεται ούτε στην ανάπτυξη του εμπορίου ούτε στους δημογραφικούς παράγοντες, αλλά στη μετάλλαξη των σχέσεων εργασίας στον αγροτικό τομέα, που άλλαξε τη δομή των τάξεων (από κτηματίες-δουλοπάροικοι σε κτηματίες-κολίγους- εργάτες γης) και δημιούργησε μια αγορά γης και μια αγορά εργασίας. Δημοσίευσε στη συνέχεια μεταξύ άλλων τα έργα: Merchants and revolution : commercial change, political conflict, and London’s overseas traders, 1550–1653 (1993), The Boom and the Bubble : the US in the world economy (2002), The Economics of Global Turbulence : the advanced capitalist economies from Long Boom to Long Downturn, 1945–2005 (2006), Property and Progress : the historical origins and social foundations of self-sustaining growth (2009).

 

Suzi Weissman, καθηγήτρια των πολιτικών επιστημών στο Saint Mary’s College της Καλιφόρνια και δημοσιογράφος στο Jacobin Radio, έχει δημοσιεύσει το Dissident dans la révolution : Victor Serge, une biographie politique (Syllepse, Paris 2006). Πήρε τη συνέντευξη από τον Robert Brenner στις 10 Φεβρουαρίου του 2019 για την εκπομπή του «Beneath the Surface» (κάτω από την επιφάνεια) που εκπέμπεται στο KPFK του Λος Άντζελες. Η αναθεωρημένη μεταγραφή αυτής της συνέντευξης δημοσιεύθηκε πρώτα στο Against the Current, n° 200, Μάιος-Ιούνιος 2019.

 

https://www.okde.org

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 15 Σεπτεμβρίου 2019 11:57

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.