Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου 2024 13:00

Ζαν-Πωλ Σαρτρ: «Μια μέρα θα σας πω τι σκέφτομαι για το πρόβλημα της Παλαιστίνης»

Ο Σαρτρ (δεύτερος από δεξιά) και η Σιμόν ντε Μποβουάρ (δεξιά) επισκέπτονται έναν παλαιστινιακό καταυλισμό προσφύγων στη Γάζα το 1967 (AFP)

 

 

Adam Shatz

 

Ζαν-Πωλ Σαρτρ: «Μια μέρα θα σας πω τι σκέφτομαι για το πρόβλημα της Παλαιστίνης»

 

 

Την άνοιξη του 1961, ο Φραντς Φανόν έγραψε στον εκδότη του στο Παρίσι για να του προτείνει να ζητήσει από τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ έναν πρόλογο για το αντιαποικιακό του μανιφέστο, Της Γης οι Κολασμένοι. «Πες του ότι κάθε φορά που κάθομαι στο γραφείο μου, τον σκέφτομαι». Για τους επαναστάτες διανοούμενους στον Τρίτο Κόσμο, ο Σαρτρ φαινόταν ως εκ θαύματος αμόλυντος από τον πατερναλισμό –και την υποκρισία– που προσέδωσε στη λευκή αριστερά τόσο κακή φήμη. Ενώ οι διανοούμενοι στην τροχιά του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος αμφιταλαντεύονταν για τον πόλεμο της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, εκείνος υποστήριζε άνευ όρων τους εξεγερμένους, μια στάση που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή από μια βόμβα του ΟΑΣ που είχε τοποθετηθεί έξω από το διαμέρισμά του. Συνέβαλε με φλογερούς προλόγους όχι μόνο στο βιβλίο του Φανόν, αλλά και στην ανθολογία των ποιητών της Négritude του Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ και στο Πορτρέτο του αποικιοκράτη του Αλμπέρ Μεμί. «Η επιρροή σας σε αυτή την περιοχή είναι βαθύτερη και ευρύτερη από εκείνη οποιουδήποτε άλλου συγγραφέα», του είπε ο Αιγύπτιος συγγραφέας Άχμαντ ’Αμπάς Σάλιχ. Ο Φανόν, ο οποίος αντιλαμβανόταν τον μετασχηματισμό που είχε κάνει τον Σαρτρ να αντικαταστήσει τον αφηρημένο «εαυτό» και τον «άλλο» του έργου του Το είναι και το μηδέν (1943) με μια νέα κατανόηση των σχέσεων εξουσίας στην Κριτική του Διαλεκτικού Λόγου (1960), η οποία βασίστηκε εν μέρει στη διάκριση μεταξύ αποικιοκράτη και αποικιοκρατούμενου, έδωσε διαλέξεις για την Κριτική σε Αλγερινούς στρατιώτες σε στρατόπεδα εκπαίδευσης στην Τυνησία.

Όμως, το κύρος του Σαρτρ κατέρρευσε μετά την επίσκεψή του στην Αίγυπτο και το Ισραήλ το 1967, όταν συντάχθηκε με το Ισραήλ την παραμονή του Πολέμου των Έξι Ημερών. «Για λόγους που δεν μπορούμε ακόμη να γνωρίζουμε με βεβαιότητα», θα πει με λύπη ο Έντουαρντ Σαΐντ, «ο Σαρτρ παρέμεινε όντως σταθερός στον θεμελιώδη φιλοσιωνισμό του. Αν αυτό συνέβη επειδή φοβόταν μήπως φανεί αντισημίτης, ή επειδή ένιωθε ενοχές για το Ολοκαύτωμα, ή επειδή δεν μπορούσε να αναγνωρίσει σε βάθος τους Παλαιστίνιους ως θύματα και αγωνιστές κατά της αδικίας του Ισραήλ, ή για κάποιον άλλο λόγο, δεν θα το μάθω ποτέ». Ο Γιοάβ Ντι-Κάπουα, ωστόσο, υποστηρίζει ότι η πραγματική θέση του Σαρτρ για το Ισραήλ και την Παλαιστίνη ήταν πιο προβληματική, και λιγότερο εχθρική προς τους Άραβες, απ’ ό,τι δείχνει η διατύπωση του Σαΐντ «θεμελιώδης φιλοσιωνισμός». Στο No Exit, παρέχει μια λεπτομερή περιγραφή του ταξιδιού του Σαρτρ στη Μέση Ανατολή, όταν οι Άραβες και οι Ισραηλινοί διανοούμενοι πάλευαν για να κερδίσουν την καρδιά και το μυαλό ενός και μόνο ανθρώπου – του Σαρτρ.

Ο υπαρξισμός ήταν στη μόδα στον αραβικό κόσμο από τα μέσα της δεκαετίας του 1940, όταν ο φιλόσοφος Αμπντ αλ-Ραχμάν Μπαντάουι έγραψε τη διδακτορική του διατριβή για τον «υπαρξιακό χρόνο». Η σκέψη του Σαρτρ, σύμφωνα με τον Ντι-Κάπουα, συγκέντρωσε τόσο έντονο ενδιαφέρον επειδή μιλούσε για τη δίψα για ελευθερία τόσο από την αποικιοκρατία όσο και από τα δεσμά της ευσέβειας και της πατριαρχίας. Προκάλεσε επίσης μια ζωντανή και ειδικά αραβική απάντηση: ένα κίνημα γνωστό ως ιλτιζάμ [التزام]. ή «στρατευμένο». Οι ερμηνείες του Ντι-Κάπουα αυτής της παράδοσης παρέχουν μια ματιά σε έναν κόσμο που εξαφανίστηκε, καθώς οι διανοούμενοι συγκεντρώνονταν σε καφενεία στη Βηρυτό, τη Δαμασκό, το Κάιρο και τη Βαγδάτη για να διαφωνήσουν για το νόημα της ελευθερίας, της αυθεντικότητας και –την πιο γοητευτική οφθαλμαπάτη της δεκαετίας του 1950 και του 1960– του «νέου ανθρώπου» που θα μεταμόρφωνε τις παραδοσιακές κοινωνίες τους.

Αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος ήταν ίσως πιο σημαντικός από τις ιδέες του. Για τους Άραβες, ο Σαρτρ αντιπροσώπευε τον «παγκόσμιο διανοούμενο» που έλεγε την αλήθεια στην αυτοκρατορική εξουσία. Η επιδοκιμασία του ήταν ακόμη πιο περιζήτητη επειδή δεν είχε ακόμη διατυπώσει τις απόψεις του σχετικά με αυτό που, μετά την αποαποικιοποίηση της Αλγερίας, είχε γίνει η πιο ιερή υπόθεση των Αράβων: η απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Είχε σιωπήσει λόγω της γνωστής συμπάθειάς του προς τους Εβραίους απέναντι στις αντισημιτικές διώξεις, θέμα του βιβλίου του Στοχασμοί για το εβραϊκό ζήτημα (1946); Αυτή ήταν μια εκδοχή που εξηγούσε αυτό που έμοιαζε στους Άραβες με ένα παράλογο αίνιγμα: πώς θα μπορούσε ο υπερασπιστής των αποικιοκρατούμενων Αφρικανών και Αλγερινών να μην είναι επίσης υπέρμαχος των Παλαιστινίων, των οποίων τα εδάφη είχαν απαλλοτριωθεί από τους σιωνιστές εποίκους; Μια άλλη υπόθεση ήταν ότι οι απόψεις του είχαν επηρεαστεί από εκείνες του νεαρού Εβραίου συναδέλφου του στο Les Temps modernes, Κλοντ Λανζμάν, ένθερμου σιωνιστή. Οι Άραβες θαυμαστές του Σαρτρ συλλογίζονταν ότι αν μπορούσαν να δείξουν στον Σαρτρ την επανάσταση που εκτυλίσσεται στην Αίγυπτο και τα στρατόπεδα των Παλαιστινίων προσφύγων στη Λωρίδα της Γάζας, θα υιοθετούσε τη μόνη αυθεντικά σαρτρική θέση: την αλληλεγγύη με τους Άραβες στην πάλη τους με το κράτος των αποικιοκρατών-εποίκων.

Η ιστορία του Ντι-Κάπουα αρχίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν ένας νεαρός Αιγύπτιος, ο Άλι αλ-Σαμμάν, έφτασε στο Παρίσι για να εγγραφεί σε ένα διδακτορικό πρόγραμμα πολιτικών επιστημών. Ο Αλ-Σαμμάν ίδρυσε την Association des Etudiants Arabes en France και έγινε ένας ένθερμος εκπρόσωπος της αραβικής υπόθεσης. Μεταπτυχιακός φοιτητής χωρίς τίτλο, λειτούργησε, στην πραγματικότητα, ως άνθρωπος του Νάσερ στο Παρίσι, μεταφέροντας, σύμφωνα με πληροφορίες, μηνύματα των Αιγυπτίων στον Ντε Γκωλ κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Εβιάν μεταξύ της Γαλλίας και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Αλγερίας. Ο Νάσερ δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερο απεσταλμένο στην Αριστερή Όχθη: ο Αλ-Σαμμάν, ένας από τους μέντορες του οποίου ήταν ένας πρώην μαχητής της Αντίστασης που είχε επιβιώσει από το Μαουτχάουζεν, ήταν ασυνήθιστα ευαίσθητος στην κληρονομιά του Ολοκαυτώματος στη Γαλλία και αγωνιζόταν κατά του αντισημιτισμού μέσα στις τάξεις του αραβικού φοιτητικού κινήματος. Ταυτόχρονα όμως προσπαθούσε να πείσει «τη γαλλική αριστερά, η οποία πάντα προστάτευε τους καταπιεσμένους λαούς, να προστατεύσει και τους Παλαιστίνιους».

Εδώ, είχε πολύ δουλειά να κάνει. Είχε περάσει μόλις μια δεκαετία από τον πόλεμο και το Βισύ δεν είχε καλύψει με δόξα τους Γάλλους – ή τους διανοούμενούς του. Για τους περισσότερους Γάλλους διανοούμενους της αριστεράς, το Ισραήλ ήταν ένα καταφύγιο για τους επιζώντες: δεν σκέφτονταν τους Παλαιστίνιους που εκδιώχθηκαν για να κάνουν χώρο για ένα εβραϊκό κράτος περισσότερο από ό,τι σκέφτονταν για τους Γερμανούς της Σουδητίας που εκτοπίστηκαν στο τέλος του πολέμου. Το Ισραήλ, με τα κιμπούτς και τους μαρξιστές διανοούμενους, θεωρούνταν επίσης από πολλούς μια σοσιαλιστική χώρα. Εξάλλου, είχε κερδίσει την ανεξαρτησία του με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης και επικράτησε κατά των Αράβων στον πόλεμο του 1948 εν μέρει χάρη στην αποστολή τσεχικών όπλων. Μόνο μια χούφτα συγγραφέων –κυρίως ο αραβιστής Ζακ Μπερκ και ο Μαξίμ Ροντενσόν, ένας μαρξιστής εβραίος μελετητής του Ισλάμ που είχε χάσει μεγάλο μέρος της οικογένειάς του στα στρατόπεδα– είχαν αντιληφθεί έστω την παλαιστινιακή καταστροφή. Οι περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονταν να διακρίνουν την αραβική αντίθεση στο Ισραήλ από την αντιεβραϊκή εχθρότητα. Η συχνά πολεμοχαρής ρητορική του αραβικού εθνικισμού –και όχι μόνο στον επίσημο ραδιοφωνικό σταθμό της Αιγύπτου, τη Φωνή των Αράβων, με τις εκκλήσεις της για απελευθέρωση της Παλαιστίνης από τους ελ-Γιαχούντ, «τους Εβραίους»– δεν βοηθούσε.

Κατά σύμπτωση, ο Αλ-Σαμμάν ήταν γείτονας του Σαρτρ στην οδό Bonaparte και το 1965 ο Σαρτρ τον αναζήτησε για να μάθει περισσότερα για την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση και τη δυνατότητα «καταπολέμησης του ρατσισμού» και από τις δύο πλευρές. Σύντομα συναντιόντουσαν κάθε Κυριακή στο Le Dôme Café. Ο Αλ-Σαμμάν προσπάθησε να τον πείσει για τις αρετές της επανάστασης του Νάσερ, περιγράφοντας την Αίγυπτο ως μια χώρα στο δρόμο προς το σοσιαλισμό, έναν ακλόνητο φίλο των Αλγερινών, των Κονγκολέζων και των Βιετναμέζων στους αγώνες τους κατά του ιμπεριαλισμού. Ο Σαρτρ ήταν επιφυλακτικός. Η Αίγυπτος, έλεγε, ήταν μια «χώρα που εξαφανίζει την ελευθερία»: το 1959, στο πλαίσιο μιας μαζικής σύλληψης της αριστερής αντιπολίτευσης, ο Νάσερ είχε φυλακίσει τον φίλο του Λούτφι αλ-Χούλι, έναν Αιγύπτιο μαρξιστή δημοσιογράφο. Είπε όμως στον Αλ-Σαμμάν ότι ήθελε να δει ο ίδιος τόσο την Αίγυπτο όσο και το Ισραήλ, οπότε μέσω των γραφείων της αιγυπτιακής πρεσβείας ο Αλ-Σαμμάν κανόνισε να φιλοξενηθεί ο Σαρτρ από την εφημερίδα Αλ-Άχραμ. Η ανακοίνωση της επίσκεψης του Σαρτρ οδήγησε σε διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν περισσότερο από ένα χρόνο. Θα έφτανε μαζί με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, μια φεμινίστρια με την οποία δεν ήταν παντρεμένος, και –ένα πολύ πιο λεπτό θέμα– με τον εραστή της Λανζμάν, του οποίου οι φιλοϊσραηλινές συμπάθειες δεν ήταν μυστικό για τους Άραβες διανοούμενους. (Στην αραβική μετάφραση των απομνημονευμάτων της Μποβουάρ του 1964, La Force des choses [Η δύναμη των πραγμάτων], τα αποσπάσματα σχετικά με τη σχέση της με τον Λανζμάν διαγράφηκαν). Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσουν στο Παρίσι. «Δεν μπορώ να μετακινηθώ χωρίς τον Λανζμάν», είπε ο Σαρτρ στον Αλ-Σαμμάν, ο οποίος έπεισε τους Αιγύπτιους να τον προσκαλέσουν μαζί τους, εξηγώντας ότι έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ Εβραίων και Ισραηλινών.

Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Αλ-Άχραμ τον Δεκέμβριο του 1965, λίγο μετά την ανακοίνωση της επικείμενης επίσκεψής του, ο Σαρτρ δήλωσε ότι υποστήριζε την Αίγυπτο από την εποχή του πολέμου του Σουέζ το 1956, αλλά επέμενε στην ουδετερότητά του στην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση. Ενώ είχε υποστηρίξει τον σιωνιστικό αγώνα κατά των Βρετανών, είπε ότι δεν θεωρούσε το Ισραήλ ως το μόνο μέρος όπου οι Εβραίοι μπορούσαν να ζήσουν μια αυθεντική ζωή, και τόνισε τη στράτευσή του υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας. Φίλος των Εβραίων και των Αράβων, αισθανόταν «διχασμένος ανάμεσα σε αντιφατικές φιλίες και δεσμεύσεις» και βίωσε την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση σαν να επρόκειτο για «προσωπική τραγωδία».

Όπως το θέτει ο Ντι-Κάπουα, ο Σαρτρ επέτρεπε στον εαυτό του «άπλετο χώρο για ασάφεια». Αυτή η ασάφεια θα εξόργιζε τους Άραβες φίλους του, αλλά τους μήνες πριν από την άφιξή του στο Κάιρο άκουγαν μόνο αυτό που ήθελαν να ακούσουν. Την επομένη της συνέντευξης, ο Λούτφι αλ-Χούλι, ο οποίος δεν ήταν πλέον στη φυλακή και είχε έκτοτε συμφιλιωθεί με τον Νάσερ, δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Αρχίζοντας έναν διάλογο με τον Σαρτρ», στο οποίο προέβλεπε ότι ο Σαρτρ θα καταλάβαινε ότι η αραβική αντίθεση στο Ισραήλ «δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το εβραϊκό ζήτημα». Οι Ισραηλινοί ήταν πιο επιφυλακτικοί, αλλά σε αντίθεση με τους Άραβες είχαν συμμάχους που ήταν μάλλον πιο κοντά στον Σαρτρ: τη Μποβουάρ και τον Λανζμάν, οι οποίοι σύντομα είχαν τις δικές τους ιδιωτικές συνομιλίες με τους χορηγούς του Σαρτρ. Τον Μάρτιο του 1966, η Μποβουάρ επισκέφθηκε τον Σιμχά Φλαπάν, έναν πολωνικής καταγωγής Εβραίο, ο οποίος –ως αντιπρόσωπος στο Παρίσι του μαρξιστικού-σιωνιστικού κόμματος Μαπάμ και εκδότης του ειρηνιστικού περιοδικού Νέα Προοπτική– οργάνωνε το ισραηλινό σκέλος του ταξιδιού, για να τον διαβεβαιώσει ότι κατά την επίσκεψή του στην Αίγυπτο ο Σαρτρ δεν θα απαντούσε σε καμία ερώτηση που θα τον ανάγκαζε να επικρίνει το Ισραήλ. Ο Φλαπάν έστειλε μια αναφορά στο αφεντικό του: «Η Σιμόν ήταν γοητευτική», είπε. Η ισραηλινή πρεσβεία στο Παρίσι ήταν λιγότερο αισιόδοξη, αλλά συναίνεσε στην παρουσία του Σαρτρ στο Ισραήλ, αφού διαβεβαιώθηκε ότι θα τον υποδεχόταν όχι μόνο το Μαπάμ αλλά και μέλη μιας διακομματικής δημόσιας επιτροπής.

 

Ο Σαρτρ, η Μποβουάρ και ο Λανζμάν έφτασαν στο Κάιρο στις 25 Φεβρουαρίου 1967. Τον υποδέχτηκαν με ένα κύριο άρθρο στην Αλ-Άχραμ και τον αντιμετώπισαν ως επίσημο ξένο. «Ο ενθουσιασμός που φαίνεται να νιώθει ο πληθυσμός του Καΐρου για τον Σαρτρ», σύμφωνα με μια εφημερίδα, «μοιάζει πολύ με αυτόν που έδειξε ο πληθυσμός του Παρισιού στην έκθεση του Τουταγχαμών». Πέρασε τρεις ώρες με τον Νάσερ, προτρέποντάς τον να απελευθερώσει μια ομάδα κομμουνιστών κρατουμένων∙ απελευθερώθηκαν λίγες μέρες αργότερα. Συνάντησε συγγραφείς, φοιτητές και καλλιτέχνες και παρακολούθησε μια ντόπια παράσταση του έργου Κεκλεισμένων των θυρών. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και να μην διορθώνει περιστασιακά αυτό που θεωρούσε παρερμηνείες της φιλοσοφίας του. Σε μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου ρώτησε: «Έχετε όλοι διαβάσει το έργο μου; Δεν νομίζω. Δεν είμαι τίποτα άλλο παρά μια μόδα για σας». Η στρατευμένη λογοτεχνία, έλεγε, δεν ήταν θέμα συγγραφής «πολιτικά προσανατολισμένων κειμένων» –όπως την είχαν αντιληφθεί πολλοί Αιγύπτιοι διανοούμενοι– αλλά εξερεύνησης της «ολότητας» της «ύπαρξης του συγγραφέα στον κόσμο ... Όταν αξίωσα στρατευμένη λογοτεχνία δεν εννοούσα προπαγάνδα». Ένα βράδυ ήπιε τόσο πολύ που ο Αλ-Σαμμάν και ο Λανζμάν αναγκάστηκαν να τον μεταφέρουν πίσω στο ξενοδοχείο του. Ήταν «αδερφές», φώναζε, και ως εκ τούτου «τα καλύτερα παραδείγματα για τον τρόπο επίλυσης της σύγκρουσης». Ο Αλ-Σαμμάν σοκαρίστηκε, αλλά όχι ο Λανζμάν.

«Ήρθα για να μάθω, όχι για να διδάξω», είπε ο Σαρτρ στους Αιγύπτιους συνομιλητές του. Στο Καμσίς, ένα χωριό στο Δέλτα της Αιγύπτου, ο Σαρτρ και ο Λούτφι αλ-Χούλι συμμετείχαν σε ερωτήσεις και απαντήσεις ενώπιον ενός ακροατηρίου αγροτών. Ένας προς έναν, οι ακροατές έκαναν εκπληκτικά ευρυμαθείς ερωτήσεις σχετικά με την υπαρξιακή φιλοσοφία και τη φύση της στράτευσης: αποδείχθηκε ότι ολόκληρη η εκδήλωση ήταν σκηνοθετημένη από τις αρχές. Παρόλα αυτά, ο Σαρτρ συγκινήθηκε από τις ιστορίες που μοιράστηκαν οι αγρότες για τις μάχες τους με τους γαιοκτήμονες και εντυπωσιάστηκε από τις μεταρρυθμίσεις του Νάσερ στον αγροτικό τομέα. Κατά την επίσκεψή του στη Λωρίδα της Γάζας, ρώτησε τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες στους καταυλισμούς αν περίμεναν να απελευθερωθούν από τους αραβικούς στρατούς ή αν σκόπευαν να πολεμήσουν οι ίδιοι το Ισραήλ. Το δεύτερο, απάντησαν. Συγκινημένος από τα βάσανά τους, ο Σαρτρ δήλωσε την υποστήριξή του στο «εθνικό δικαίωμα όλων των Παλαιστινίων προσφύγων να επιστρέψουν στη χώρα τους», μια προφανής υποστήριξη του δικαιώματος επιστροφής∙ αλλά αναρωτήθηκε επίσης γιατί τα αραβικά κράτη είχαν κάνει τόσο λίγα για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες στο μεταξύ. Η κατάσταση άρχισε να γίνεται τεταμένη. Όταν μια ομάδα δημοσιογράφων φωτογράφισε τον Σαρτρ με ένα παιδί που κρατούσε μια παλαιστινιακή σημαία, ο Λανζμάν τους ζήτησε να καταστρέψουν το φιλμ. Οποιαδήποτε τέτοια φωτογραφία, είπε, θα έθετε σε κίνδυνο τη δέσμευση του Σαρτρ για ουδετερότητα. Σε αυτό το σημείο, οι πρόσφυγες επιτέθηκαν με βία στους καλεσμένους τους. Όπως είπε ο Αλ-Σαμμάν, «ορισμένοι από τους Παλαιστίνιους ηγέτες στους καταυλισμούς ... δεν ήταν πολιτικά κατάλληλοι για αυτού του είδους τη συνάντηση».

Γεγονότα όπως αυτό ισχυροποίησαν την ήδη ψυχρή άποψη της Μποβουάρ για τους Άραβες, η οποία είχε διαμορφωθεί από τις συζητήσεις της με τον Λανζμάν. Αν και είχε εντυπωσιαστεί από τη «μελαγχολική γοητεία» του Νάσερ και της έδωσε κουράγιο η εκστρατεία του κατά της γυναικείας περιτομής, την απωθούσε η «ζωή της επανάληψης» στην οποία έμοιαζαν καταδικασμένες οι Αιγύπτιες, και δεν προσπάθησε να γίνει αρεστή. Όπως έγραψε στον απολογισμό του ταξιδιού της, «κατηγόρησα τους Αιγύπτιους άνδρες ότι συμπεριφέρονται ως φεουδάρχες, αποικιοκράτες και ρατσιστές απέναντι στις γυναίκες». Διαπληκτίστηκε, επίσης, με τη φίλη της Λιλιάνα αλ-Χούλι, τη σύζυγο του Λούτφι, η οποία της είπε ότι «οι Εβραίοι έπρεπε να είχαν μείνει στις “δικές τους χώρες” μετά τον πόλεμο». Η Λιλιάνα, έγραψε, «δεν γνώριζε τίποτα απολύτως για το εβραϊκό ζήτημα όπως υφίστατο στη Δύση».

Η Μποβουάρ δεν είχε άδικο για τη Λιλιάνα αλ-Χούλι: η επιστροφή στις «δικές τους χώρες» δεν αποτελούσε επιλογή για τους Εβραίους επιζώντες. Αλλά το πραγματικό ερώτημα ήταν αν η ευρωπαϊκή εβραϊκή καταστροφή θα έπρεπε να καθορίζει τη στάση κάποιου απέναντι στην καταστροφή που υπέστησαν οι Παλαιστίνιοι, οι οποίοι δεν είχαν καμία ευθύνη για τη γενοκτονία και είχαν χάσει την πατρίδα τους εξαιτίας της. Όπου κι αν πήγε στην Αίγυπτο, ο Σαρτρ βρέθηκε αντιμέτωπος με ανθρώπους των οποίων η οπτική για το Ισραήλ είχε διαμορφωθεί από την ιστορία της δυτικής αποικιοκρατίας και όχι από το Ολοκαύτωμα. Πολλοί ήταν απογοητευμένοι θαυμαστές. Κάποιος των ρώτησε «Πώς εσύ, ο υπερασπιστής της ελευθερίας, διαφωνείς με το Ισραήλ για τη στάση του απέναντι στο Βιετνάμ, την Κούβα, την Αλγερία και την Αφρική, αλλά ταυτόχρονα συμφωνείς ότι η παράνομη ισραηλινή οντότητα είναι νόμιμη;».

Πόσο συγκινήθηκε ο Σαρτρ από αυτά τα επιχειρήματα; Αρκετά συγκινημένος ώστε ο Λανζμάν άρχισε να ανησυχεί, ειδικά όταν παρατήρησε ότι ο Σαρτρ διάβαζε το Fin du peuple juif? [Το τέλος του εβραϊκού λαού;] του αντισιωνιστή Εβραίου συγγραφέα Ζορζ Φιλίπ Φριντμάν. Υπήρχαν και άλλα σημάδια αλλαγής στις συμπάθειες του Σαρτρ. Καθώς έφευγε από την Αίγυπτο στις 13 Μαρτίου, έδωσε μια συνέντευξη στην λιβανέζικη εφημερίδα Αλ-Νάχαρ, στην οποία υποσχέθηκε ότι «μια μέρα θα σας πω τι σκέφτομαι για το πρόβλημα της Παλαιστίνης». Πριν ακόμη προσγειωθεί το αεροπλάνο του στο Τελ Αβίβ, οι ισραηλινές εφημερίδες, εξοργισμένες από την «σκανδαλώδη έλλειψη τακτ» του, χαρακτήριζαν την επίσκεψή του καταστροφή: «Ο Σαρτρ διακήρυξε τη θέση του για τους πρόσφυγες χωρίς καν να ακούσει τις απόψεις μας». Ο Λανζμάν προετοιμαζόταν για τα χειρότερα. «Η μοίρα του εβραϊκού λαού», είπε στον Σιμχά Φλαπάν, «εξαρτάται από την επιτυχία αυτής της επίσκεψης».

Στο Ισραήλ, ο Σαρτρ φαινόταν απόμακρος, ακόμη και όταν τον ρωτούσαν για το συγγραφικό του έργο. Οι Ισραηλινοί δεν ήταν λιγότερο ενθουσιασμένοι από το έργο του απ’ ό,τι οι Αιγύπτιοι, αλλά και αυτοί τον απογοήτευσαν. Όπως γράφει η Άνι Κοέν-Σολάλ στη Ζωή του Σαρτρ το 1985, οι φιλόσοφοι στο Ισραήλ εξακολουθούσαν να ασχολούνται με το «ζήτημα των συγκεκριμένων σχέσεων με τον Άλλο» στο Είναι και το Μηδέν, αλλά όπως είπε ο Σαρτρ σε ένα ακροατήριο, «αυτή η αναζήτηση έχει τελειώσει ... Δεν με ενδιαφέρει πλέον». Ο Σαρτρ μίλησε με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Λεβί Εσκόλ, για μία ώρα και ένα τέταρτο – λιγότερο από το μισό χρόνο από αυτόν που πέρασε με τον Νάσερ. Επισκέφθηκε τον πρώην στρατηγό Γιγκάλ Αλόν, υπουργό Εργασίας του Εσκόλ, στο σπίτι του σε ένα κιμπούτς, και τον χαρακτήρισε «τον πιο συμπαθή φασίστα που έχω συναντήσει ποτέ». Ακύρωσε μια συνάντηση με τον Γιτζάκ Ράμπιν, τότε αρχηγό του γενικού επιτελείου στρατού, διαμαρτυρόμενος ότι «ήρθα να συναντήσω τον λαό, την αριστερά και την κοινωνία των πολιτών, όχι τον στρατό. Εξάλλου, είχα ήδη περάσει ένα εξαιρετικό βράδυ με αυτόν τον φασίστα στρατηγό»! Έστησε ακόμη και τον Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, τον ιδρυτή του κράτους, ενώ δεν έχασε κανένα από τα ραντεβού του με τους Παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ. Όταν ο Μεΐρ Για’αρί, ο ηγέτης του κόμματος Μαπάμ, τον ρώτησε για τις παρατηρήσεις του στο Κάιρο σχετικά με το δικαίωμα επιστροφής, ο Σαρτρ είπε: «Είναι αδύνατο να δικαιολογείς το εβραϊκό δικαίωμα επιστροφής μετά από δύο χιλιάδες χρόνια και να αρνείσαι το ίδιο δικαίωμα στους Άραβες μετά από μόλις είκοσι χρόνια ... Οι προσφυγικοί καταυλισμοί που μόλις είδα στη Γάζα την περασμένη εβδομάδα είναι πραγματικότητες που βαραίνουν πολύ για το μέλλον του Ισραήλ».

Από τη σκοπιά του Ισραήλ, η επίσκεψη του Σαρτρ πήγε τόσο άσχημα που οι χορηγοί του κόμματός του Μαπάμ δέχθηκαν επίθεση για τη διοργάνωση μιας «αντιπατριωτικής» περιοδείας. Στην τελική του συνέντευξη Τύπου, ο Σαρτρ έπλεξε συγκρατημένα το εγκώμιο του Ισραήλ, αλλά, όπως γράφει ο Ντι-Κάπουα, «οι χειρονομίες του, η γλώσσα του σώματος και η συνολική συγκαταβατική του στάση πρόδιδαν μια βαθιά αποστροφή προς τον σιωνισμό». Στους Ισραηλινούς οικοδεσπότες του, εμφανίστηκε ως «ένας στρατευμένος Άραβας φιλόσοφος και ως επικίνδυνος ανταγωνιστής». Ο Λανζμάν ήταν συντετριμμένος, νιώθοντας ότι η ψυχρότητα του Σαρτρ απέναντι στο Ισραήλ αποτελούσε απόρριψη της δικής του εβραϊκής ταυτότητας.

Μόλις δύο μήνες αργότερα, όμως, ήταν η σειρά των Αράβων να υποστούν πλήγμα. Ένα ρεπορτάζ της Le Monde έδωσε την εντύπωση ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του ο Σαρτρ είχε υποστηρίξει τον σιωνισμό – ο Σαρτρ θεωρούσε ότι το άρθρο ήταν «μια προφανής πράξη σαμποτάζ που έχει ως μοναδικό σκοπό να δημιουργήσει μια κρίση εμπιστοσύνης» με τους Άραβες. Οι Αιγύπτιοι δεν ενοχλήθηκαν ιδιαίτερα: Ο Σαρτρ είχε άλλωστε αγκαλιάσει τον ηγέτη τους και την επανάστασή τους. Αλλά οι Παλαιστίνιοι ήταν εξοργισμένοι, και η συριακή εφημερίδα Αλ-Θάουρα κατήγγειλε: «Είναι δυνατόν κάθε τραγωδία που προκάλεσε η Ευρώπη στους Εβραίους να γίνεται δικαιολογία για την κατοχή και την απέλαση ενός άλλου λαού;». Απαντώντας σε αυτές τις επιθέσεις, ο Σαρτρ εξέφρασε την πεποίθησή του ότι «το κράτος του Ισραήλ πρέπει να παραμείνει ανοιχτό σε κάθε Εβραίο που θα ήθελε να ζήσει σε αυτό, αλλά δεν μπορεί να ζητήσει από όλους τους Εβραίους να εγκατασταθούν εκεί. Επομένως, απορρίπτω την προσέγγιση του Μπεν Γκουριόν για τον “μέγιστο σιωνισμό”». Δήλωσε επίσης ότι υποστηρίζει το δικαίωμα των Παλαιστινίων προσφύγων «σε ολόκληρη τη γη της Παλαιστίνης». Ο Λανζμάν, ενοχλημένος από τις δι-εθνικικές προεκτάσεις του κειμένου του Σαρτρ, το οποίο έφερνε σε δύσκολη θέση την υποστήριξη της εβραϊκής πατρίδας με την υποστήριξη του δικαιώματος επιστροφής των Παλαιστινίων, το έδειξε στον Φλαπάν. «Εύγε στον Λανζμάν που φροντίζει για τα συμφέροντά μας», έγραψε ο Φλαπάν στο αφεντικό του. Όπως σημειώνει ο Ντι-Κάπουα, «κανείς στον κύκλο του Σαρτρ δεν φρόντιζε για τα συμφέροντα των Παλαιστινίων».

 

Από τότε που άρχισε τις συζητήσεις του με τον Άλι αλ-Σαμμάν, ο Σαρτρ σχεδίαζε ένα ειδικό τεύχος του περιοδικού Les Temps modernes για την ισραηλινοαραβική σύγκρουση. Οι διαπραγματεύσεις ήταν πολύπλοκες: Η αιγυπτιακή πρεσβεία στο Παρίσι είχε δώσει την ευλογία της υπό τον όρο ότι οι αραβικές συμβολές θα εμφανίζονταν χωριστά και όχι σε διάλογο με εκείνες των Ισραηλινών, ώστε να αποφευχθεί κάθε φαινόμενο «εξομάλυνσης» των σχέσεων με τον εχθρό. Τώρα που το τεύχος πλησίαζε στη δημοσίευση, ο Λανζμάν και ο Φλαπάν έπεισαν τον Σαρτρ ότι θα αποτελούσε παραβίαση της ουδετερότητας του περιοδικού –την οποία δεν είχαν ενδοιασμούς να παραβιάζουν οι ίδιοι στις ιδιωτικές τους επικοινωνίες– να δημοσιευτεί μια δήλωση για τον Σιωνισμό. Αντί γι’ αυτό, ο Φλαπάν θα έγραφε μια επιστολή εκ μέρους του Σαρτρ στη Le Monde για να ξεκαθαρίσει ότι δεν είχε εκφράσει «καμία θέση» για τον σιωνισμό, τον οποίο θεωρούσε «εσωτερική υπόθεση του εβραϊκού λαού». Αυτή η διευκρίνιση δεν παρηγορούσε τους Παλαιστίνιους, για τους οποίους ο σιωνισμός ήταν κάθε άλλο παρά εσωτερική υπόθεση του εβραϊκού λαού.

Ήταν μόνο η αρχή της κρίσης των σχέσεων του Σαρτρ με τους Άραβες. Στις 27 Μαΐου άρχισε να γράφει την εισαγωγή του στο ειδικό τεύχος, επιβεβαιώνοντας και πάλι την «ουδετερότητά του –ή αν θέλετε– την απουσία του». Αλλά η δέσμευσή του για ουδετερότητα είχε ήδη δοκιμαστεί σοβαρά από την επίδειξη δύναμης του Νάσερ στο Σινά. «Οι Εβραίοι απειλούν με πόλεμο», δήλωσε ο Νάσερ από μια αεροπορική βάση «και εμείς λέμε καλώς να έρθετε, είμαστε έτοιμοι!». Στη χορωδία του τρόμου πρωτοστάτησε ο Λανζμάν. «Αν το Ισραήλ καταστρεφόταν», δήλωσε στη Le Monde, «θα ήταν κάτι πολύ πιο σοβαρό από το ναζιστικό Ολοκαύτωμα». Είπε ότι ήταν έτοιμος να «φωνάξει ζήτω ο Τζόνσον, γιατί η Αμερική είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να σώσει το Ισραήλ». Ο Τζόνσον, στην πραγματικότητα, ήταν πεπεισμένος ότι οι Ισραηλινοί θα «μαστίγωναν» τους Άραβες σε έναν πόλεμο, και τους προέτρεψε να μην ρίξουν τον πρώτο πυροβολισμό – μια προειδοποίηση που υποστηρίχθηκε από τον Ντε Γκωλ, τον κύριο προμηθευτή όπλων του Ισραήλ εκείνη την εποχή. Αλλά η γαλλική τάξη των διανοουμένων συσπειρώθηκε με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της υπεράσπισης του Ισραήλ. Ο Λανζμάν σχεδίασε ένα κείμενο υπέρ του Ισραήλ και έφτασε με το χαρτί στο χέρι στο κατώφλι του Σαρτρ∙ ο Σαρτρ υπέγραψε απρόθυμα, και στις 30 Μαΐου η επιστολή δημοσιεύτηκε στη Le Monde. Ο Ζαν Ζενέ, ο οποίος δεν συγχώρεσε ποτέ τον Σαρτρ, ανέφερε ότι ο Λανζμάν είχε απειλήσει να πέσει από το παράθυρο αν ο Σαρτρ έπαιρνε το μέρος των Αράβων.

Το ειδικό τεύχος του περιοδικού Les Temps modernes δημοσιεύθηκε στις 4 Ιουνίου, μια ημέρα πριν από την έναρξη της επίθεσης του Ισραήλ. Ο Σαρτρ δεν ήταν ο μόνος αριστερός ηγέτης που υπέγραψε το κείμενο –ή που το μετάνιωσε– αλλά πλήρωσε το πιο ακριβό τίμημα λόγω της θέσης του στον αραβικό κόσμο. Στο Αλγέρι κάηκαν τα βιβλία του – ένα auto-da-fé που καταγράφηκε με χαρά από τη CIA. Η Ζοζί Φανόν, η χήρα του Φραντς, τον κατηγόρησε ότι επέλεξε το «στρατόπεδο των δολοφόνων, το στρατόπεδο που δολοφονεί στο Βιετνάμ, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική», και ζήτησε από τον εκδότη να αφαιρέσει τον πρόλογο του Σαρτρ από το βιβλίο Της Γης οι Κολασμένοι. Ο Σουχάιλ Ιντρίς, ο Λιβανέζος μεταφραστής του, τηλεγράφησε στην ιρακινή κυβέρνηση για να υποστηρίξει την απαγόρευση των βιβλίων του Σαρτρ.

Ο Σαρτρ διαμαρτυρήθηκε ότι είχε παρεξηγηθεί και προσπάθησε μάταια να πείσει τους φίλους του Λούτφι και Λιλιάνα αλ-Χούλι κατά τη διάρκεια ενός γεύματος στο Παρίσι ότι παρέμενε φίλος των Αράβων. «Το μόνο που έκανα ήταν να πάρω μια θέση αρχής ενάντια στον πόλεμο», είπε. «Δεν άλλαξα την υποστήριξή μου στον αραβικό και παλαιστινιακό αγώνα για ελευθερία και πρόοδο». Δεν πείστηκαν, αλλά συμφώνησαν να συναντηθούν ξανά. Στο δεύτερο γεύμα τους, ο Σαρτρ εξήγησε ότι υποστήριζε την ύπαρξη του Ισραήλ «όχι επειδή είναι μια λύση στο εβραϊκό πρόβλημα, αλλά επειδή είναι ένα υπαρκτό ανθρώπινο γεγονός που περιλαμβάνει άνδρες, γυναίκες και παιδιά ... και αυτά τα παιδιά δεν έχουν κατανόηση αυτού του προβλήματος. Από αυτή την άποψη, η συζήτηση για την καταστροφή του Ισραήλ δεν δημιουργεί παρά μόνο πόνο. Για άλλη μια φορά δεν πιστεύω ότι το Ισραήλ είναι η λύση στο εβραϊκό πρόβλημα».

Η πραγματική θέση του Σαρτρ σχετικά με το πώς θα μπορούσε να επιλυθεί η σύγκρουση δεν διέφερε και πολύ από τις απόψεις του Μαξίμ Ροντενσόν, του ιστορικού του Ισλάμ, ο οποίος θεωρούσε το Ισραήλ ένα επεκτατικό αποικιοκρατικό-εποικιστικό κράτος, αλλά επίσης πίστευε ότι η ύπαρξή του ήταν ένα μη αναστρέψιμο γεγονός και ότι οποιαδήποτε μόνιμη διευθέτηση θα έπρεπε να ικανοποιήσει τις εθνικές φιλοδοξίες τόσο των Ισραηλινών Εβραίων όσο και των Παλαιστινίων Αράβων. Όμως ο Σαρτρ συνέχισε να βλέπει το Ισραήλ μέσα από το πρίσμα του Ολοκαυτώματος και της ευρωπαϊκής ευθύνης, ενώ ο Ροντενσόν έδωσε έμφαση στις αδικίες που είχε προκαλέσει το Ισραήλ στους Παλαιστίνιους και ευθυγραμμίστηκε σταθερά με το παλαιστινιακό στρατόπεδο, αρνούμενος κυρίως να υπογράψει το αίτημα του Λανζμάν. Για τη συγκριτική τους φήμη στον αραβικό κόσμο, αυτή η διάκριση έκανε τη διαφορά.

Στις λίγες δημόσιες δηλώσεις του για το Ισραήλ και την Παλαιστίνη πριν από το θάνατό του το 1980, ο Σαρτρ προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στην πεποίθησή του ότι το Ισραήλ είχε δικαίωμα ύπαρξης και στην πεποίθησή του ότι οι Παλαιστίνιοι είχαν δικαίωμα να πάρουν τα όπλα εναντίον των κατακτητών τους. Αλλά έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει το θέμα, και όταν μπήκε στον κόπο να ασχοληθεί με αυτό φαινόταν ασυνάρτητος: δικαιολογώντας την επίθεση του Μαύρου Σεπτέμβρη στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972 ως «τρομερή» αλλά «αναγκαία», στη συνέχεια επιτέθηκε στην Unesco επειδή απέσυρε κονδύλια από το Ισραήλ. Είναι πιθανό ότι η αίσθηση του Σαρτρ ότι βρισκόταν ανάμεσα στους Άραβες και τους Εβραίους φίλους του τον άφησε ανίκανο να στρατευτεί είτε υπέρ του Ισραήλ είτε υπέρ των Παλαιστινίων. Δεν ήταν ο μόνος Γάλλος συγγραφέας που βίωσε τη σύγκρουση ως «προσωπική τραγωδία»: το ίδιο έκαναν και ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ, γιος θυμάτων του Ολοκαυτώματος που είχε συμβάλει στην καθοδήγηση της καμπάνιας κατά των βασανιστηρίων στην Αλγερία, ο Ζαν Ντανιέλ της Le Nouvel Observateur και ο Ερίκ Ρουλό της Le Monde – για να μην μιλήσουμε για Εβραίους ριζοσπάστες όπως ο Ροντενσόν και οι τροτσκιστές Μαρσέλ Λιμπμάν και Ντανιέλ Μπεν Σαΐντ. Αλλά σε αντίθεση με τον Σαρτρ, όλοι τους έγιναν επικριτές, με διαφορετικό βαθμό σφοδρότητας, της ισραηλινής κατοχής.

Η ουδετερότητα σε έναν από τους τελευταίους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες ήταν μια ιδιότυπη στάση για τον φιλόσοφο της στράτευσης. Οι Άραβες ερμήνευσαν τη θέση του Σαρτρ ως φιλοσιωνιστική, όπως η σιωπή του Καμύ για την Αλγερία, η οποία είχε εξοργίσει τον Σαρτρ, είχε ερμηνευτεί ως σιωπηρή υποστήριξη του γαλλικού στρατού. Η πτώση του Σαρτρ, υποστηρίζει ο Ντι-Κάπουα, οδήγησε στο θλιβερό τέλος του «αραβικού υπαρξισμού». Δεν είμαι σίγουρος ότι ο Σαρτρ είχε μεγάλη σχέση με αυτό. Πολλά από τα γραπτά που ξεθάβει ο Ντι-Κάπουα φαίνεται να ήταν μια ασταθής, επιφανειακή σύνθεση εθνικιστικού μυστικισμού και χαϊντεγκεριανής φρασεολογίας, και, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, η αραβική εκδοχή της «στρατευμένης λογοτεχνίας» ήταν συχνά πιο κοντά στη διδακτική γραφή για λογαριασμό των «μαζών» παρά στην εμπλοκή με τον κόσμο που ήθελε να είναι ο Σαρτρ. Το ίδιο ισχύει και για τις σαρτρικές κατηγορίες όπως η ελευθερία, η αλλοτρίωση και η αυθεντικότητα, οι οποίες μόλις είχαν φτάσει στο Λεβάντε πριν τους δοθεί μια εθνικιστική, μπααθική ή μαρξιστική-λενινιστική χροιά. Και η γοητεία αυτών των εννοιών μπορεί να οφειλόταν λιγότερο στην ερμηνευτική τους δύναμη και περισσότερο στο σαγηνευτικό άρωμα που απέπνεαν από το Παρίσι μετά την Απελευθέρωση. Σε μια ειρωνική ανάμνηση των συνομήλικων του λογοτεχνών στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Τζάμπρα Ιμπραχίμ Τζάμπρα, ένας Παλαιστίνιος συγγραφέας εξόριστος στη Βαγδάτη, γράφει ότι «λίγοι από αυτούς μπορούσαν να διακρίνουν» τον Σαρτρ από τον Καμύ, και

«λιγότεροι συνειδητοποιούσαν ακόμη ότι ο Αλμπέρ Καμύ δεν ήταν υπαρξιστής με την έννοια που εννοούσε ο Σαρτρ. Οι περισσότεροι από αυτούς ήθελαν να αντιλαμβάνονται τον υπαρξισμό ως έναν νέο μποεμισμό, που φιλοσοφούσε αυτή τη φορά στα καφενεία του Saint-Germain στο Παρίσι. Για ορισμένους σήμαινε στράτευση, όπως την αντιλαμβανόταν η αριστερά εκείνης της εποχής. Υπήρχαν κάποιοι που έβλεπαν στη λογική του κάτι ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ένα είδος μηδενισμού που επέτρεπε στο άτομο να ξεπεράσει όλες τις αξίες και όλες τις πολιτικές φιλοσοφίες.»

Οι μόδες της διανόησης έρχονται και παρέρχονται, και ο Σαρτρ σαρώθηκε από το επόμενο κύμα Γάλλων στοχαστών – ανάμεσά τους και ο Μισέλ Φουκώ, του οποίου η ακόμη μεγαλύτερη συμπάθεια προς το Ισραήλ δεν αποτέλεσε ποτέ εμπόδιο στην απήχησή του μεταξύ των Αράβων στοχαστών. Οι ελπίδες που γέννησε ο Σαρτρ επισκεπτόμενος τη Μέση Ανατολή είχαν τόση σχέση με τη φιλοσοφία όση έχει η φήμη του Νόαμ Τσόμσκι στον παγκόσμιο Νότο με τη γλωσσολογία.

Αν κάποιο σύστημα σκέψης υπέστη πλήγμα το 1967, αυτό δεν ήταν ο σαρτρικός υπαρξισμός: ήταν ο κοσμικός αραβικός εθνικισμός που είχε οδηγήσει σε αυτό που ο Νάσερ ονόμασε Νάκσα, την οπισθοχώρηση. Τις ημέρες μετά την ήττα, οι αριστεροί Άραβες που είχαν υποστηρίξει το εγχείρημα του Νάσερ άρχισαν να εκφράζουν τις αμφιβολίες τους, αν και ακόμα κυρίως ψιθυριστά. Αλλά ακόμη και αυτοί έγιναν αντιληπτοί από το καθεστώς. Λίγο μετά το γεύμα τους στο Παρίσι με τον Σαρτρ, ο Λούτφι και η Λιλιάνα αλ-Χούλι συνελήφθησαν στο Κάιρο: η μυστική αστυνομία παρακολουθούσε τις συνομιλίες τους. Η Λιλιάνα αφέθηκε σύντομα ελεύθερη, αλλά ο Λούτφι αφέθηκε ελεύθερος μόνο μετά το θάνατο του Νάσερ το 1970. Ο θάνατος γλίτωσε τον Νάσερ από το να αναλάβει την ευθύνη για την «οπισθοχώρηση». Αλλά η υπόσχεση της ιδεολογίας του άρχισε να ξεθωριάζει καθώς ο Σαντάτ, ο επιλεγμένος διάδοχός του, οδήγησε την Αίγυπτο σε συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ. Τα πρώτα χρόνια της εποχής Σαντάτ, η ριζοσπαστική αριστερά φαινόταν να εξαπλώνεται στις αιγυπτιακές πανεπιστημιουπόλεις. Αλλά δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν το αναπτυσσόμενο ισλαμιστικό κίνημα, το οποίο είχε ισχυρότερους δεσμούς τόσο με τους φτωχούς όσο και με το καθεστώς. Οι αριστεροί διανοούμενοι που είχαν συνάψει τακτική συμμαχία με τον Νάσερ βρέθηκαν ορφανοί στη μετά-Νάσερ εποχή. Ο Νάσερ ήταν ο διώκτης τους, αλλά ήταν επίσης ο πατέρας τους, ο μοναδικός σύνδεσμός τους με τις «μάζες», και χωρίς αυτόν ήταν χαμένοι.

 

Η ιστορία της διφορούμενης προσκόλλησης των Αιγυπτίων αριστερών διανοουμένων στον Νάσερ, μια μεγαλύτερη και πιο τραγική ιστορία από την αποξένωσή τους από τον Σαρτρ, δεν αναφέρεται από τον Ντι-Κάπουα, αλλά το τίμημα αυτής της σχέσης μεταφέρεται με αμείλικτη ειλικρίνεια στο δοκίμιο της Άρουα Σάλιχ του 1996, Το θνησιγενές, το οποίο μόλις εκδόθηκε στα αγγλικά. Η Σάλιχ, ηγετικό στέλεχος του Μαρξιστικού-Λενινιστικού Εργατικού Κόμματος στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αναστοχάζεται σχετικά με τα συντρίμμια της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Αίγυπτο της δεκαετίας του 1970, τους νέους άνδρες και γυναίκες που είχαν λάβει την εκπαίδευσή τους χάρη στον Νάσερ και που είχαν μεθύσει από την Παλαιστινιακή επανάσταση και την υπόσχεση που προμήνυε για ριζοσπαστικό μετασχηματισμό στον αραβικό κόσμο. Ο τόνος της είναι θαρραλέος, συχνά οργισμένος, σαν να είχε βαρεθεί να επιτρέπει σε άλλους –ιδίως σε ανασφαλείς και αλαζόνες άνδρες συντρόφους που είχαν στεφθεί βιαστικά με την «ιδιότητα του “ηγέτη”»– να της λένε τι να σκέφτεται. «Δεν πιστεύω πλέον ότι το ισραηλινό κράτος είναι πιο φαύλο ή πιο καταπιεστικό από τους γείτονές του (και ας με συγχωρήσουν οι σύντροφοί μου αν μπορούν)», γράφει. «Είναι απλώς το ισχυρότερο κράτος. Επιπλέον, ομολογώ, με θλίψη, ότι πιστεύω πλέον ότι ένα μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος –αν ποτέ δημιουργηθεί– είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι επίσης χτισμένο πάνω στην ανισότητα και την εκμετάλλευση».

Για τη Σάλιχ, το κύριο πρόβλημα που μάστιζε την αριστερά της Αιγύπτου ήταν ο καθαγιασμός της κρατικής εξουσίας, μια αδυναμία που αποδίδει στην αποξένωσή της από τις μάζες. «Ανίκανοι να αντισταθούν σε ένα καθεστώς που ισχυριζόταν ότι ηγείτο της μάχης κατά του ιμπεριαλισμού», οι διανοούμενοι αγκάλιασαν την επανάσταση του Νάσερ, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν ότι «ο ρόλος του διανοούμενου ήταν προδιαγεγραμμένος από το καθεστώς του Νάσερ: μια λογική ποινή φυλάκισης, απαλλαγή, και στη συνέχεια μια θέση εργασίας σε μια από τις πολυάσχολες γραφειοκρατικές υπηρεσίες του καθεστώτος». Μετά το θάνατο του Νάσερ, «δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κρατηθεί κανείς στο σκοτάδι παρά μόνο η νοσταλγία ... Η νέα χαρτογράφηση μετακίνησε τις μάζες του αιγυπτιακού λαού πίσω στους κόλπους της θρησκείας, ενώ η δική μας γενιά συνέχισε να προσκολλάται στις παλιές της πεποιθήσεις». Αυτές οι παλιές πεποιθήσεις είχαν αποκαλυφθεί, γράφει, ως τίποτα περισσότερο από ένα «στρατευμένο κιτς» που «δεν είχε καμία συνεπή και με αρχές εφαρμογή στον κόσμο». Παρ’ όλο τον έπαινο για τις μάζες, οι Αιγύπτιοι ήταν «ανίκανοι να σκεφτούν για την ιστορία του σοσιαλισμού ή το μέλλον του χωρίς να τον προσδένουν στην κρατική εξουσία». Ο Νάσερ «μετατράπηκε σε είδωλο που υψώθηκε ψηλά πάνω από το πτώμα των μαζών που τον είχαν λατρέψει ... εμείς ντροπιαστήκαμε και ατιμαστήκαμε, ενώ η εικόνα του συνέχισε να λάμπει μέσα στη δόξα».

Αυτά τα θλιβερά και προκλητικά λόγια έχουν απήχηση σε μια εποχή αντεπανάστασης και δικτατορίας στον αραβικό κόσμο. Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του έργου της Το θνησιγενές, η Σάλιχ αυτοκτόνησε. Δεν μπόρεσε να βρει διέξοδο από την οδύνη της, αλλά με τα γραπτά της βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για έναν αυτόχθονα και ριζοσπαστικό αραβικό υπαρξισμό και για τις μελλοντικές γενιές των Αράβων επαναστατών, που είναι παιδιά της περισσότερο απ’ ό,τι είναι του Νάσερ ή του Σαρτρ. Παρ’ όλη την απελπισία που εκφράζει, στο βιβλίο της αχνοφαίνεται ένας βέβηλος φωτισμός, ότι, στον αγώνα για την υπέρβαση του βάρους του παρελθόντος, οι πατρικές φιγούρες συνήθως στέκονται εμπόδιο στη χειραφέτηση.

 

 

Yoav Di-Capua, No Exit: Arab Existentialism, Jean-Paul Sartre and Decolonisation, University Press of Chicago, 2018, 355 σελίδες.

Arwa Salih, The Stillborn: Notebooks of a Woman from the Student-Movement Generation in Egypt, Seagull, 2018, 163 σελίδες.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Adam Shatz, “One day I’ll tell you what I think”, London Review of Books, τόμος 40 τεύχος 22, 22 Νοεμβρίου 2018, https://www.lrb.co.uk/the-paper/v40/n22/adam-shatz/one-day-i-ll-tell-you-what-i-think.

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου 2024 13:26

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.