Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου 2024 13:08

Για τα τελευταία έργα του Ζαν Ζενέ (Ο Ζαν Ζενέ κι η Παλαιστίνη)

Ο Ζαν Ζενέ σε στρατόπεδο Παλαιστινίων προσφύγων κοντά στο Αμμάν της Ιορδανίας, 1971. Φωτογραφίες του Bruno Barbey

 

 

Edward Said

 

Για τα τελευταία έργα του Ζαν Ζενέ (Ο Ζαν Ζενέ κι η Παλαιστίνη)

 

στον Ben Sonnenberg

 

 

Η πρώτη φορά που είδα τον Ζαν Ζενέ ήταν την άνοιξη του 1970, μια δραματικά ταραγμένη και αόριστη εποχή, όταν οι ενέργειες και οι φιλοδοξίες απελευθερώνονταν μέσα από το κοινωνικό φαντασιακό της Αμερικής πάνω στο κοινωνικό της σώμα. Υπήρχε πάντα κάτι συναρπαστικό για να πανηγυρίσει κανείς, κάποια ευκαιρία για να ξεσηκωθεί, κάποια νέα στιγμή στον πόλεμο της Ινδοκίνας είτε για να θρηνήσει είτε για να διαδηλώσει εναντίον. Μόλις δύο εβδομάδες πριν από την αμερικανική εισβολή στην Καμπότζη, στο αποκορύφωμα των ανοιξιάτικων εκδηλώσεων στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια –το οποίο, πρέπει να υπενθυμίσουμε, δεν είχε ακόμη συνέλθει από τις αναταραχές του 1968: η διοίκησή του αισθανόταν αβέβαιη, το διδακτικό προσωπικό του ήταν εξαιρετικά διχασμένο, οι φοιτητές του βρίσκονταν σε διαρκή ένταση τόσο εντός όσο και εκτός της αίθουσας διδασκαλίας– ανακοινώθηκε μια μεσημεριανή συγκέντρωση υπέρ των Μαύρων Πανθήρων[1]. Η εκδήλωση θα γινόταν στα σκαλιά της Low Library, του επιβλητικού κτιρίου διοίκησης του Κολούμπια, και ήμουν ιδιαίτερα ανυπόμονος να παρευρεθώ επειδή υπήρχε η φήμη ότι θα μιλούσε ο Ζαν Ζενέ. Καθώς έφευγα από το Hamilton Hall για τη συγκέντρωση, συνάντησα έναν φοιτητή μου που ήταν ιδιαίτερα δραστήριος στην πανεπιστημιούπολη και ο οποίος με διαβεβαίωσε ότι ο Ζενέ θα μιλούσε όντως και ότι αυτός, ο φοιτητής, θα ήταν ο μεταφραστής του Ζενέ.

Ήταν μια αξέχαστη σκηνή για δύο λόγους. Ο ένας ήταν το βαθιά συγκινητικό θέαμα του ίδιου του Ζενέ, ο οποίος στεκόταν στο κέντρο ενός μεγάλου πλήθους Πανθήρων και φοιτητών –ήταν τοποθετημένος στη μέση των σκαλοπατιών με το κοινό του γύρω του και όχι μπροστά του– ντυμένος με το μαύρο δερμάτινο μπουφάν του, το μπλε πουκάμισο και, νομίζω, ένα ατημέλητο τζιν. Φαινόταν απόλυτα ήρεμος, μάλλον σαν το πορτρέτο του από τον Τζιακομέτι, ο οποίος αποτυπώνει τον εκπληκτικό συνδυασμό του ανθρώπου με την ορμητικότητα, τον αδυσώπητο έλεγχο και τη σχεδόν θρησκευτική ακινησία. Αυτό που δεν έχω ξεχάσει ποτέ ήταν το βλέμμα των διαπεραστικών μπλε ματιών του Ζενέ∙ έμοιαζαν να απλώνουν το βλέμμα τους σε όλη την απόσταση και να σε καθηλώνουν με ένα αινιγματικό και περίεργα ουδέτερο βλέμμα.

Η άλλη αξιομνημόνευτη πτυχή εκείνης της συγκέντρωσης ήταν η έντονη αντίθεση μεταξύ της εμφατικής απλότητας των δηλώσεων του Ζενέ στα γαλλικά για την υποστήριξη των Πανθήρων, και του απίστευτα μπαρόκ εξωραϊσμού τους από τον πρώην φοιτητή μου. Ο Ζενέ έλεγε, για παράδειγμα, «Οι μαύροι είναι η πιο καταπιεσμένη τάξη στις Ηνωμένες Πολιτείες». Αυτό θα παρουσιαζόταν με τον πολύχρωμο στολισμό του μεταφραστή περίπου ως εξής: «Σε αυτή τη γαμημένη χώρα, στην οποία ο αντιδραστικός καπιταλισμός καταπιέζει και γαμάει όλους τους ανθρώπους, όχι μόνο μερικούς από αυτούς, κ.λπ. κ.λπ.». Ο Ζενέ άντεξε ατάραχος αυτό το τρομακτικό κήρυγμα, και παρόλο που τα πράγματα είχαν αντιστραφεί αρκετά ώστε να κυριαρχεί ο μεταφραστής και όχι ο ομιλητής, ο μεγάλος συγγραφέας δεν τρεμόπαιξε ποτέ τα μάτια του. Αυτό ενίσχυσε τον σεβασμό και το ενδιαφέρον μου για τον άνθρωπο, ο οποίος σβήστηκε δίχως περιστροφές στο τέλος των υπερβολικά σύντομων σχολίων του. Έχοντας γνωρίσει τα λογοτεχνικά επιτεύγματα του Ζενέ μέσα από τη διδασκαλία της Παναγίας των Λουλουδιών και του Ημερολογίου ενός Κλέφτη, εξεπλάγην από αυτό που φαινόταν από μακριά ως η άψογη σεμνότητά του, εντελώς διαφορετική από τα βίαια και εκκεντρικά συναισθήματα που του απέδιδε ο μεταφραστής του, ο οποίος αγνόησε όσα είπε ο Ζενέ κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης προτιμώντας τη γλώσσα του πορνείου και τη σκατολογία της φυλακής ορισμένων θεατρικών έργων και πεζών κειμένων.

Όταν ξαναείδα τον Ζενέ, ήταν στα τέλη του φθινοπώρου του 1972 στη Βηρυτό, όπου βρισκόμουν σε εκπαιδευτική άδεια. Ένας παλιός μου φίλος από το σχολείο, ο Χάννα (Τζον) Μιχαήλ, μου είχε τηλεφωνήσει λίγο νωρίτερα και μου είπε ότι θα ήθελε να φέρει τον Ζενέ να με συναντήσει, αλλά στην αρχή δεν είχα πάρει πολύ σοβαρά την πρόταση, εν μέρει επειδή δεν μπορούσα να φανταστώ τον Χάννα και τον Ζενέ ως φίλους, και εν μέρει επειδή δεν γνώριζα ακόμη τίποτα για την ήδη σημαντική εμπλοκή του Ζενέ στο παλαιστινιακό κίνημα αντίστασης.

Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να θυμόμαστε τον Χάννα Μιχαήλ δεκαεπτά χρόνια μετά το γεγονός κάπως πιο ουσιαστικά απ’ ό,τι τον παρουσίασα. Ο Χάννα και εγώ ήμασταν ακριβώς συνομήλικοι, εκείνος ως Παλαιστίνιος προπτυχιακός φοιτητής στο Χάβερφορντ στα μέσα της δεκαετίας του ’50, εγώ στο Πρίνστον. Πήγαμε στο Χάρβαρντ για μεταπτυχιακές σπουδές την ίδια εποχή, αν και εκείνος σπούδαζε πολιτικές επιστήμες και Μεσανατολικές σπουδές και εγώ συγκριτική λογοτεχνία και Αγγλικά. Ήταν πάντα ένας εξαιρετικά αξιοπρεπής, ήσυχος και πνευματικά λαμπρός άνθρωπος, ο οποίος μου εκδήλωσε ένα αρκετά μοναδικό παλαιστινιακό χριστιανικό υπόβαθρο, βαθιά ριζωμένο στην κοινότητα των Κουάκερων της Ραμάλα. Ήταν αφοσιωμένος στον αραβικό εθνικισμό και, πολύ περισσότερο από εμένα, ένιωθε σαν στο σπίτι του τόσο στον αραβικό κόσμο όσο και στη Δύση. Έμεινα άναυδος όταν το 1969, μετά από ένα δύσκολο διαζύγιο από την Αμερικανίδα σύζυγό του, όπως κατάλαβα, παραιτήθηκε από μια καλή θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον και στρατεύτηκε στην επανάσταση, όπως την αποκαλούσαμε, η οποία είχε έδρα το Αμμάν. Τον συνάντησα εκεί το 1969 και ξανά το 1970, όταν, τόσο πριν από τον Μαύρο Σεπτέμβριο όσο και στις πρώτες μέρες του, έπαιξε ηγετικό ρόλο ως επικεφαλής πληροφοριών της Φατάχ.

Το κινηματικό όνομα του Χάννα ήταν Αμπού Ομάρ, και με αυτή την ιδιότητα και με αυτό το όνομα εμφανίζεται στο μεταθανάτιο αυτοβιογραφικό έργο του Ζενέ Un Captif amoureux [Αιχμάλωτος του Έρωτα[2]] (ο αγγλικός τίτλος, Prisoner of Love, χάνει πολλά που παρουσιάζουν ανεπαίσθητο ενδιαφέρον στο γαλλικό πρωτότυπο), το οποίο νομίζω ότι ο Ζενέ θεωρούσε συνέχεια του Ημερολογίου ενός κλέφτη. Το Un Captif δημοσιεύτηκε το 1986 και είναι μια εκπληκτικά πλούσια και περιπετειώδης εξιστόρηση των εμπειριών, των συναισθημάτων και των προβληματισμών του Ζενέ για τους Παλαιστίνιους, με τους οποίους συνδέθηκε για περίπου δεκαπέντε χρόνια. Όπως είπα, κατά τη στιγμή της επίσκεψής του δεν είχα ιδέα για την ήδη αρκετά μακρά ενασχόληση του Ζενέ με τους Παλαιστίνιους, ούτε, στην πραγματικότητα, γνώριζα τίποτα απολύτως για τις επαφές του στη Βόρεια Αφρική, προσωπικές ή πολιτικές. Ο Χάννα είχε τηλεφωνήσει γύρω στις οκτώ εκείνο το βράδυ για να πει ότι και οι δύο θα περνούσαν λίγο αργότερα, και έτσι, αφού βάλαμε τον μικρό μας γιο για ύπνο, η Μαριάμ και εγώ καθίσαμε να περιμένουμε κατά τη διάρκεια μιας ευχάριστα ζεστής και ήσυχης βραδιάς της Βηρυτού.

Διστάζω να εξηγήσω πάρα πολλά στην παρουσία του Ζενέ σε εκείνο το μέρος του κόσμου εκείνη την εποχή, αλλά εκ των υστέρων υπάρχει μια αντιστοιχία μεταξύ αυτού του ανησυχητικά λαμπρού poète maudit [καταραμένου ποιητή] και πολλών από τα πρόσφατα γεγονότα στην Ιορδανία, την Παλαιστίνη και τον Λίβανο που προκαλούν σύγχυση και ανησυχία. Ο Ζενέ δεν ήταν ένας συνηθισμένος επισκέπτης, δεν ήταν ένας απλός παρατηρητής ή δυτικός ταξιδιώτης που αναζητούσε εξωτικούς λαούς και τόπους για να τους περιγράψει σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο. Τώρα, αναπολώντας, οι μετακινήσεις του στην Ιορδανία και τον Λίβανο είχαν κάτι σαν την επίδραση μιας ανάγνωσης σεισμογραφικών δεδομένων, που σχεδίαζε και αποκάλυπτε τα ρήγματα που μια επιφάνεια, σε μεγάλο βαθμό κανονική, είχε κρύψει. Το λέω αυτό κυρίως επειδή την εποχή που τον συνάντησα, το 1972, παρόλο που δεν είχα διαβάσει ή δει το Les Paravents (Τα Παραβάν), το γιγαντιαίο και εικονοκλαστικό δράμα του για τη γαλλική αποικιοκρατία και την αλγερινή αντίσταση, και παρόλο που το Un Captif amoureux δεν είχε γραφτεί και δεν θα εμφανιζόταν για δεκατέσσερα χρόνια, αισθάνθηκα ότι αυτή η τιτάνια προσωπικότητα είχε διαισθανθεί πλήρως την έκταση και το δράμα αυτού που ζούσαμε, στον Λίβανο, την Παλαιστίνη και αλλού. Ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου θα ξεσπούσε σχεδόν ακριβώς τρία χρόνια αργότερα∙ ο Χάννα θα σκοτωνόταν τέσσερα χρόνια αργότερα∙ η ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο θα γινόταν δέκα χρόνια αργότερα∙ και, πολύ σημαντικό μάλιστα από τη δική μου άποψη, η ιντιφάντα που θα οδηγούσε στην ανακήρυξη ενός παλαιστινιακού κράτους θα εκρήγνυτο στην πραγματικότητα δεκαπέντε χρόνια μετά. Δεν θα μπορούσα να αισθανθώ αυτό που αισθάνομαι τώρα, ότι οι εξαρθρωτικές και συνάμα αυστηρές ενέργειες και τα οράματα που τροφοδότησαν Τα Παραβάν δεν θα σταματούσαν, δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν μετά την ανεξαρτησία της Αλγερίας το 1962, αλλά θα περιπλανιόντουσαν αλλού, όπως οι νομαδικές μορφές για τις οποίες μιλούν οι Ζιλ Ντελέζ και Φελίξ Γκουαταρί στο Mille plateaux, [Χίλια πλατώματα], αναζητώντας αναγνώριση και υλοποίηση.

Στη συμπεριφορά και την εμφάνισή του, ο Ζενέ ήταν το ίδιο ήσυχος και σεμνός όπως είχε φανεί στη συγκέντρωση στην Κολούμπια. Αυτός και ο Χάννα έφτασαν λίγο μετά τις δέκα και έμειναν σχεδόν μέχρι τις τρεις το πρωί. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να αφηγηθώ τις δαιδαλώδεις συζητήσεις εκείνης της βραδιάς, αλλά θέλω να καταγράψω μερικές εντυπώσεις και ανέκδοτα. Ο Χάννα παρέμεινε αρκετά ήσυχος καθ’ όλη τη διάρκεια∙ μου είπε αργότερα ότι ήθελε να με αφήσει να νιώσω όλη τη δύναμη της θεώρησης των πραγμάτων από τον Ζενέ χωρίς περισπασμούς. Αργότερα μπόρεσα να διαβάσω πίσω από αυτή τη χειρονομία λίγη από τη συγκαταβατική παραχώρηση που ο Χάννα είχε επεκτείνει σε όλους γύρω του, και ότι αυτή η παραχώρηση, αυτή η άδεια στους ανθρώπους να είναι ο εαυτός τους, ήταν το πραγματικό επίκεντρο της αναζήτησης του Χάννα για απελευθέρωση. Σίγουρα ήταν σαφές ότι ο Ζενέ εκτιμούσε αυτή την πτυχή της πολιτικής αποστολής του συντρόφου του∙ ήταν ο βαθύς δεσμός ανάμεσά τους, ότι και οι δύο άνδρες στην πραγματικότητα είχαν συνδυάσει το πάθος με μια ανεκτικότητα που σχεδόν αναιρούσε τον εαυτό τους.

Στην αρχή φάνηκε σκόπιμο να πω στον Ζενέ τη δική μου εκδοχή ως θεατή της συγκέντρωσης των Πανθήρων και να ακούσω την αντίδρασή του στις ωραιοποιήσεις του διερμηνέα του. Φάνηκε ατάραχος: «Μπορεί να μην είπα όλα αυτά τα πράγματα», είπε «αλλά», πρόσθεσε με σοβαρότητα, «je les pensais» [τα σκεφτόμουν]. Μιλήσαμε για τον Σαρτρ, του οποίου ο τεράστιος τόμος για τον Ζενέ, όπως υπονόησα, πρέπει να έκανε το αντικείμενό του να αισθάνεται ελαφρώς άβολα. Καθόλου, απάντησε ο Ζενέ αδιάφορα: «Αν ο τύπος ήθελε να με κάνει άγιο, δεν πειράζει». Σε κάθε περίπτωση, συνέχισε, σχετικά με τη σθεναρή φιλοϊσραηλινή θέση του Σαρτρ, «είναι λίγο δειλός από φόβο μήπως οι φίλοι του στο Παρίσι τον κατηγορήσουν για αντισημιτισμό αν ποτέ έλεγε κάτι υπέρ των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων». Επτά χρόνια αργότερα, όταν προσκλήθηκα σε ένα σεμινάριο στο Παρίσι για τη Μέση Ανατολή που διοργάνωσαν η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Σαρτρ, θυμήθηκα το σχόλιο του Ζενέ. Μου έκανε εντύπωση πώς αυτός ο μεγάλος δυτικός διανοούμενος, το έργο του οποίου θαύμαζα επί μακρόν, ήταν τόσο δέσμιος του σιωνισμού (και του Πιερ Βικτόρ, του χειριστικού νεαρού συνεργάτη του εκείνη την εποχή) που τον εμπόδιζαν να πει έστω και μια λέξη για όσα υπέφεραν οι Παλαιστίνιοι από το Ισραήλ επί τόσες δεκαετίες. (Αυτό επαληθεύεται εύκολα στο εαρινό τεύχος του 1980 του περιοδικού Les Temps modernes, το οποίο κυκλοφόρησε με το πλήρες κείμενο των περιστασιακών συζητήσεων του σεμιναρίου μας)[3].

Και έτσι συνεχίστηκε η συζήτηση για πολλές ώρες, που διακόπτονταν από τις μακρές, αινιγματικές και συνάμα συναρπαστικά εντυπωσιακές σιωπές του Ζενέ. Μιλήσαμε για τις εμπειρίες του στην Ιορδανία και τον Λίβανο, τη ζωή και τους φίλους του στη Γαλλία (προς τους περισσότερους από τους οποίους εξέφραζε είτε βαθύ μίσος είτε πλήρη αδιαφορία). Κάπνιζε συνεχώς, και έπινε επίσης, αλλά ποτέ δεν έμοιαζε να αλλάζει πολύ με το ποτό, το συναίσθημα ή τη σκέψη. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια μιας βραδιάς είπε κάτι πολύ θετικό και εκπληκτικά θερμό για τον Ζακ Ντεριντά –«un copain» [ένας φίλος/σύντροφος], παρατήρησε ο Ζενέ– τον οποίο τότε τον θεωρούσα έναν ησυχαστή χαϊντεγκεριανό – το Glas δεν είχε ακόμη εκδοθεί, και μόλις έξι μήνες αργότερα, όταν η Μαριάμ, ο μικρός μας γιος, και εγώ περάσαμε μερικές εβδομάδες στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1973, έμαθα από τον ίδιο τον Ντεριντά ότι η φιλία του με τον Ζενέ είχε επισφραγιστεί καθώς οι δυο τους παρακολουθούσαν μαζί ποδοσφαιρικούς αγώνες, κάτι που το βρήκα ωραίο. Υπάρχει ένας σύντομος υπαινιγμός στο Glas για τη συνάντησή μας στο Reid Hall στο Παρίσι, αν και πάντα ήμουν ελαφρώς ενοχλημένος που ο Ντεριντά έπρεπε να αναφέρεται σε μένα μόνο ανώνυμα, ως «un ami» [ένας φίλος] που του έφερε τα νέα του Ζενέ.

Αλλά για να επιστρέψω στον Ζενέ στη Βηρυτό: η κυρίαρχη εντύπωσή μου ήταν ότι φαινόταν εντελώς διαφορετικός από οτιδήποτε δικό του είχα διαβάσει. Και τότε κατάλαβα αυτό που είχε πει σε αρκετές περιπτώσεις (κυρίως σε μια επιστολή για Τα Παραβάν προς τον πρώτο σκηνοθέτη του, τον Ροζέρ Μπλιν), ότι στην πραγματικότητα ό,τι έγραφε ήταν «contre moi-même» [εναντίον του εαυτού μου], ένα μοτίβο που εμφανίζεται ξανά στη συνέντευξή του με τον Χιούμπερτ Φίχτε το 1977 στο The New Review, όπου λέει ότι μόνο όταν είναι μόνος του λέει την αλήθεια. Αυτή η έννοια αναπτύσσεται κάπως στη συνέντευξή του στη La Revue d’études palestiniennes, το 1983: «Τη στιγμή που αρχίζω να μιλάω, προδίδομαι από την κατάσταση. Προδίδομαι από όποιον με ακούει, απλά και μόνο λόγω της ίδιας της επικοινωνίας. Προδίδομαι από την επιλογή των λέξεών μου». Αυτά τα σχόλια με βοήθησαν να ερμηνεύσω τις ενοχλητικά μεγάλες σιωπές του, ιδίως σε μια εποχή που, στις επισκέψεις του στους Παλαιστίνιους, ενεργούσε εντελώς συνειδητά για να υποστηρίξει ανθρώπους για τους οποίους νοιαζόταν και για τους οποίους, όπως λέει στη συνέντευξη στον Φίχτε, ένιωθε μια ερωτική έλξη.

Παρόλα αυτά, στο έργο του Ζενέ, σε αντίθεση με το έργο οποιουδήποτε άλλου μεγάλου συγγραφέα, αισθάνεσαι ότι οι λέξεις του, οι καταστάσεις που περιγράφει, οι χαρακτήρες που παρουσιάζει –όσο έντονα και όσο ισχυρά και αν είναι– είναι προσωρινά. Είναι πάντα η ωστική δύναμη μέσα στον ίδιο και στους χαρακτήρες του που ο Ζενέ αποδίδει με μεγαλύτερη ακρίβεια, όχι η ορθότητα των λεγομένων, ή το περιεχόμενό τους, ή το πώς σκέφτονται ή αισθάνονται οι άνθρωποι. Τα μεταγενέστερα, πιο εμφανώς πολιτικά έργα του, κυρίως Τα Παραβάν και το Un Captif amoureux, είναι εξίσου σαφή, και μάλιστα σκανδαλώδη, από αυτή την άποψη με τα προηγούμενα, πιο προσωπικά έργα του. Πολύ πιο σημαντικό από την αφοσίωση σε έναν σκοπό, πολύ πιο όμορφο και αληθινό, λέει, είναι να τον προδίδεις, κάτι που το διαβάζω ως μια άλλη εκδοχή της αδιάκοπης αναζήτησής του για την ελευθερία της αρνητικής ταυτότητας που ανάγει κάθε γλώσσα σε κενή πόζα, κάθε δράση σε θεατρινισμούς μιας κοινωνίας που απεχθάνεται. Κι όμως, ούτε η ουσιαστικά αντιθετική μέθοδος του Ζενέ θα έπρεπε να αμφισβητείται. Στην πραγματικότητα ήταν ερωτευμένος με τους Άραβες που ζωγραφίζει στα Παραβάν και στο Un Captif amoureux, μια αλήθεια που λάμπει μέσα από τις αρνήσεις και τις αναιρέσεις.

Το Ημερολόγιο ενός Κλέφτη (1949) είναι γεμάτο από αυτή την αντίφαση. Μια πικαρέσκο[4] αφήγηση της πρώιμης ζωής του, γεμάτη «προδοσία, κλοπή και ομοφυλοφιλία», το Ημερολόγιο υμνεί την ομορφιά μιας προδοσίας «που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με καμία ηρωική δικαιολογία. Το ύπουλο, ανατριχιαστικό είδος, που προκαλείται από τα λιγότερο ευγενή συναισθήματα: τον φθόνο, το μίσος... την απληστία». Η προδοσία για τον Ζενέ είναι καλύτερη αν είναι πιο κακιά, όχι αυτή του Εωσφόρου, αλλά αυτή που συνδέουμε με έναν πληροφοριοδότη της αστυνομίας ή έναν συνεργάτη. «Αρκεί», συνεχίζει ο Ζενέ «ο προδότης να έχει επίγνωση της προδοσίας του, να τη θέλει, να μπορεί να σπάσει τους δεσμούς αγάπης που τον ενώνουν με την ανθρωπότητα. Απαραίτητη για την επίτευξη της ομορφιάς, η αγάπη. Και η σκληρότητα να συντρίβει αυτή την αγάπη». Για τον Ζενέ, το να προδίδει κανείς σημαίνει να διεκδικεί αυτή την «εξαιρετική» ταυτότητα που του έχει επιβληθεί άδικα από μια κοινωνία που τον έχει θεωρήσει ένοχο εγκληματία, αλλά και να διεκδικεί τη δύναμή του να διαφεύγει από κάθε προσπάθεια αποκατάστασης ή επιστροφής του. Καλύτερα τα αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα μιας μόνιμης θέλησης για προδοσία, που τον κρατάει πάντα ένα βήμα έξω από την εμβέλεια όλων, παρά μια μόνιμη ταυτότητα ως απατεώνας που μπορεί να τιμωρηθεί ή να συγχωρεθεί από τους άλλους.

Η ειρωνεία εδώ, όπως και στο μετέπειτα έργο του, είναι ότι παρά τις επανειλημμένες προδοσίες του και τις αξιώσεις του για ψυχρή κακία, η γραφή του Ζενέ καταγράφει επίσης την ανάδυση ενός αναγνωρίσιμου και μάλιστα έντονα σημαδεμένου κοινωνικού όντος με πραγματικούς, αν και απειλούμενους, δεσμούς που τον συνδέουν με ανθρώπους και ιδέες. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο ότι ο Ζενέ, του οποίου τις περιπέτειες αφηγείται, θέλει οι αναγνώστες του να αποκτήσουν μια αρκετά σταθερή αντίληψη για το ποιος και τι είναι, παρ’ όλη την περιπλανώμενη παραβατικότητα και την εκπληκτική αλητεία του. Αντιπροσωπεύει, και στην πραγματικότητα γίνεται, ο απόβλητος που δεν περιορίζεται από τη συνηθισμένη κοινωνική τυπικότητα ή τους «ανθρώπινους» κανόνες. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι το έργο του Ζενέ είναι αναμφισβήτητα επηρεασμένο από την ιστορία και την πολιτική της εποχής του∙ σε αυτό το περιβάλλον και σε όλο αυτόν τον κόσμο ο εθισμός του Ζενέ στην προδοσία είναι ένα σαφώς αισθητό στοιχείο. Ωστόσο, χωρίς να παρουσιάζεται αφηρημένα, μπορεί να ερμηνευτεί ως μέρος της ριζοσπαστικής πολιτικής του, η οποία τον έχει κάνει σύμμαχο με τους Μαύρους Πάνθηρες, τους Αλγερινούς και τους Παλαιστίνιους. Το να τους προδώσει δεν σημαίνει να τους εγκαταλείψει ακριβώς, αλλά να διατηρήσει για τον εαυτό του το δικαίωμα να μην ανήκει, να μην είναι υπόλογος, να μην δεσμεύεται.

Μήπως η αγάπη του για τους Παλαιστίνιους ισοδυναμεί, παρ’ όλα αυτά, με ένα είδος ανεστραμμένου ή εκρηγνυόμενου Οριενταλισμού; Ή μήπως πρόκειται για ένα είδος αναδιατυπωμένης αποικιοκρατικής αγάπης για τους όμορφους μελαμψούς νεαρούς άνδρες; Ο Ζενέ επέτρεψε στην αγάπη του για τους Άραβες να αποτελέσει τη δική του προσέγγιση προς αυτούς, αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι φιλοδοξούσε να αποκτήσει μια ιδιαίτερη θέση, σαν κάποιος καλοπροαίρετος Λευκός Πατέρας, όταν βρισκόταν μαζί τους ή έγραφε γι’ αυτούς. Από την άλλη πλευρά, δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει ιθαγενής, να γίνει κάποιος άλλος από ό,τι ήταν. Δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη ότι βασίστηκε σε αποικιακές γνώσεις ή παραδόσεις για να τον καθοδηγήσουν, και δεν κατέφυγε σε όσα έγραψε ή είπε σε κλισέ για τα αραβικά έθιμα, τη νοοτροπία ή το φυλετικό παρελθόν, τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να ερμηνεύσει όσα είδε ή ένιωσε. Όπως κι αν έκανε τις πρώτες του επαφές με τους Άραβες (το Un Captif υποστηρίζει ότι ερωτεύτηκε για πρώτη φορά έναν Άραβα όταν ήταν δεκαοκτάχρονος στρατιώτης στη Δαμασκό πριν από μισό αιώνα), εισήλθε στον αραβικό χώρο και έζησε σε αυτόν όχι ως ερευνητής του εξωτισμού αλλά ως κάποιος για τον οποίο οι Άραβες είχαν επικαιρότητα και παρουσία που απολάμβανε, με την οποία ένιωθε άνετα, παρόλο που ήταν και παρέμενε διαφορετικός. Στο πλαίσιο ενός κυρίαρχου οριενταλισμού που διοικούσε, κωδικοποιούσε, διατύπωνε σχεδόν όλη τη δυτική γνώση και εμπειρία του αραβικού/ισλαμικού κόσμου, υπάρχει κάτι αθόρυβα αλλά ηρωικά ανατρεπτικό στην εξαιρετική σχέση του Ζενέ με τους Άραβες.

Τα θέματα αυτά θέτουν ένα ιδιαίτερο είδος ευθύνης στους Άραβες αναγνώστες και κριτικούς του Ζενέ, που μας υποχρεώνει να τον διαβάσουμε με ασυνήθιστη προσοχή. Ναι, αγαπούσε τους Άραβες –κάτι που δεν έχουμε συνηθίσει πολλοί από εμάς από δυτικούς συγγραφείς και στοχαστές, οι οποίοι έχουν βρει πιο ευχάριστη μια ανταγωνιστική σχέση μαζί μας– και είναι αυτό το ιδιαίτερο συναίσθημα που σφραγίζει τα τελευταία μεγάλα έργα του. Και τα δύο γράφτηκαν με ειλικρινή μεροληπτικό τρόπο –Τα Παραβάν για την υποστήριξη της αλγερινής αντίστασης κατά την κορύφωση του αντιαποικιοκρατικού αγώνα, το Un Captif για την υποστήριξη της παλαιστινιακής αντίστασης από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι το θάνατό του το 1986– έτσι ώστε να μην έχει κανείς καμία αμφιβολία για την πλευρά που βρισκόταν ο Ζενέ. Ο θυμός και η έχθρα του κατά της Γαλλίας είχαν αυτοβιογραφικές ρίζες∙ σε ένα επίπεδο, επομένως, η επίθεση κατά της Γαλλίας στα Παραβάν σήμαινε την προσβολή της κυβέρνησης που τον είχε δικάσει και τον είχε φυλακίσει σε μέρη όπως το Λα Μετρέ. Αλλά σε ένα άλλο επίπεδο, η Γαλλία αντιπροσωπεύει την εξουσία μέσα στην οποία συνήθως ανοσιοποιούνται όλα τα κοινωνικά κινήματα μόλις επιτύχουν. Ο Ζενέ εξυμνεί την προδοσία του Σαΐντ, του πρωταγωνιστή στα Παραβάν, όχι μόνο επειδή εγγυάται τα προνόμια της ελευθερίας και της ομορφιάς για ένα άτομο που βρίσκεται σε διαρκή εξέγερση, αλλά και επειδή η προκαταβολική του βία είναι ένας τρόπος να προλάβει αυτό που οι επαναστάσεις στην πορεία δεν παραδέχονται ποτέ, ότι οι πρώτοι μεγάλοι εχθροί –και θύματα– τους μετά το θρίαμβό τους είναι πιθανότατα οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι που υποστήριξαν την επανάσταση από αγάπη, όχι από τα τυχαία της εθνικότητας, ή την πιθανότητα επιτυχίας, ή τις υπαγορεύσεις της θεωρίας.

Η σχέση του Ζενέ με την Παλαιστίνη ήταν διαλείπουσα. Μετά από κάποια χρόνια αναστολής, αναβίωσε το φθινόπωρο του 1982, όταν επέστρεψε στη Βηρυτό και έγραψε το αξιομνημόνευτο έργο του για τις σφαγές της Σάμπρα και της Σατίλα. Ξεκαθαρίζει, ωστόσο (στις τελευταίες σελίδες του Un Captif), ότι αυτό που τον συνδέει με την Παλαιστίνη είναι ότι η επανάσταση συνεχίστηκε εκεί αφού είχε ξεχαστεί στην Αλγερία. Ακριβώς αυτό που είναι πεισματικό, προκλητικό, ριζικά παραβατικό στις χειρονομίες του Σαΐντ και στις μεταθανάτιες ομιλίες της Μητέρας, της Λέιλα και της Χαντίτζα στα Παραβάν, είναι ζωντανό στην παλαιστινιακή αντίσταση. Ωστόσο, σε αυτό το τελευταίο μεγάλο πεζογραφικό έργο του, μπορεί κανείς να δει τον εγωκεντρισμό του Ζενέ να παλεύει με την αυταπάρνησή του, ενώ η δυτική, γαλλική, χριστιανική ταυτότητά του παλεύει με μια εντελώς διαφορετική κουλτούρα. Και είναι σε αυτή τη συνάντηση που το υποδειγματικό μεγαλείο του Ζενέ βγαίνει μπροστά και, με έναν σχεδόν προυστικό τρόπο, φωτίζει αναδρομικά Τα Παραβάν.

Γιατί το μεγαλείο του έργου, με όλη τη λαμπερή και αδιάκοπη, συχνά κωμική θεατρικότητα, είναι η σκόπιμη και λογική αποσυναρμολόγηση όχι μόνο της γαλλικής ταυτότητας –η Γαλλία ως αυτοκρατορία, ως δύναμη, ως ιστορία– αλλά και της ίδιας της έννοιας της ταυτότητας. Τόσο ο εθνικισμός στο όνομα του οποίου η Γαλλία υπέταξε την Αλγερία όσο και ο εθνικισμός στο όνομα του οποίου οι Αλγερινοί αντιστέκονται στη Γαλλία από το 1830 βασίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό σε μια πολιτική ταυτότητας. Όπως είπε ο Ζενέ στον Ροζέ Μπλιν, για τους Γάλλους ήταν όλα ένα μεγάλο γεγονός χωρίς αρχή και τέλος: η σύνδεση μεταξύ του πραξικοπήματος του Ντεΐ το 1830 και της ανακάλυψης από 800.000 pieds noirs [μαυροπόδαροι] του Τιξιέ-Βινιανκούρ, του ακροδεξιού Γάλλου δικηγόρου που υπερασπίστηκε τον στρατηγό Ραούλ Σαλάν στις δίκες του 1962. Γαλλία, Γαλλία, Γαλλία, Γαλλία, όπως στο σύνθημα Algérie française [Γαλλική Αλγερία]. Αλλά η αντίθετη και αντίστοιχη αντίδραση των Αλγερινών είναι επίσης μια επιβεβαίωση της ταυτότητας, με την οποία η ένταξη μεταξύ των μαχητών, η διαποτιστική παρουσία του πατριωτισμού, ακόμη και η δικαιολογημένη βία των καταπιεσμένων, στην οποία ο Ζενέ έδινε πάντα την απερίφραστη υποστήριξή του, κινητοποιούνται όλα στον μοναδικό σκοπό της Algérie pour les Algériens [Η Αλγερία για τους Αλγερινούς]. Οι ενέργειες που εμπεριέχουν την ακραία ριζοσπαστικότητα της αντι-ταυτοτικής λογικής του Ζενέ είναι φυσικά η προδοσία από τον Σαΐντ των συντρόφων του και οι διάφορες επικλήσεις στο κακό που εκφωνούνται από τις γυναίκες. Βρίσκεται επίσης στο προβλεπόμενο ντεκόρ, στα κοστούμια και στη λεκτική και κινησιολογική απρέπεια που προσδίδει στο έργο τη φοβερή του δύναμη. «Pas de joliesse» [Καμία ομορφιά], είπε ο Ζενέ στον Μπλιν, γιατί αν υπήρχε ένα πράγμα που η δύναμη του έργου δεν μπορούσε να ανεχθεί, αυτό ήταν η ωραιοποίηση, ή η παρηγοριά, ή κάθε είδους ασυνέπεια στην αυστηρότητά του.

Βρισκόμαστε πιο κοντά στη μοναχική αλήθεια του Ζενέ –σε αντίθεση με την αίσθηση του συμβιβασμού κάθε φορά που χρησιμοποιείται η γλώσσα– όταν παίρνουμε στα σοβαρά την περιγραφή του έργου ως μια ποιητική έκρηξη, μια τεχνητά πυροδοτημένη και επιταχυνόμενη χημική πυρκαγιά που έχει ως σκοπό να φωτίσει το τοπίο καθώς μετατρέπει όλες τις ταυτότητες σε εύφλεκτα υλικά, όπως οι τριανταφυλλιές του κ. Μπλάνκενσι, που φλέγονται από τους Αλγερινούς στα Παραβάν, ακόμη και όταν αυτός φλυαρεί ακατάσχετα. Αυτή η αντίληψη εξηγεί επίσης τα διάφορα, συχνά πολύ διστακτικά διατυπωμένα αιτήματα του Ζενέ να μην παιχτεί το έργο πάρα πολλές φορές. Ο Ζενέ ήταν πολύ σοβαρό μυαλό για να πιστέψει ότι το κοινό, ή οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες στην προκειμένη περίπτωση, μπορούν να ζουν καθημερινά τις αποκαλυπτικές εξαγνίσεις της απώλειας της ταυτότητας. Τα Παραβάν πρέπει να βιωθεί ως κάτι εντελώς σπάνιο.

Όχι λιγότερο ασυμβίβαστο είναι το Un Captif amoureux. Δεν υπάρχει καμία αφήγηση σε αυτό, κανένας διαδοχικός ή θεματικά οργανωμένος προβληματισμός για την πολιτική, τον έρωτα ή την ιστορία. Πράγματι, ένα από τα πιο αξιοσημείωτα επιτεύγματα του βιβλίου είναι ότι με κάποιο τρόπο σε παρασύρει αδιαμαρτύρητα στις ελικοειδείς, συχνά εντυπωσιακά απότομες εναλλαγές της διάθεσης και της λογικής του. Το να διαβάζεις τον Ζενέ σημαίνει τελικά να αποδέχεσαι την εντελώς ανήμερη ιδιαιτερότητα της ευαισθησίας του, η οποία επιστρέφει διαρκώς σε εκείνη την περιοχή όπου συνδέονται η εξέγερση, το πάθος, ο θάνατος και η αναγέννηση:

«Τι θα απογίνεις μετά τις καταιγίδες της φωτιάς και του ατσαλιού; Τι θα κάνεις;

Να καείς, να ουρλιάζεις, να γίνεις πυρκαγιά, να μαυρίσεις, να γίνεις στάχτη, να αφήσεις τον εαυτό σου να σκεπαστεί σιγά σιγά πρώτα με σκόνη και μετά με χώμα, σπόρους, βρύα, αφήνοντας πίσω σου μόνο τα σαγόνια σου και τα δόντια σου, και τελικά να γίνεις ένας μικρός νεκρικός τύμβος με λουλούδια να φυτρώνουν πάνω του και τίποτα μέσα του.»

Στο κίνημα της αναγεννητικής εξέγερσής τους, οι Παλαιστίνιοι, όπως οι Αλγερινοί και οι Μαύροι Πάνθηρες πριν από αυτούς, δείχνουν στον Ζενέ μια νέα γλώσσα, όχι της ομαλής επικοινωνίας αλλά του απροσδόκητου λυρισμού, μιας ενστικτώδους και συνάμα εξαιρετικά επεξεργασμένης έντασης που προσφέρει «στιγμές θαυμασμού και ... αναλαμπές κατανόησης». Πολλά από τα πιο αξιομνημόνευτα θραύσματα στη μυστηριακά παρεκκλίνουσα δομή του Un Captif amoureux στοχάζονται πάνω στη γλώσσα, την οποία ο Ζενέ θέλει πάντα να μετατρέπει από δύναμη ταυτότητας και μαρτυρίας σε παραβατικό, διασπαστικό και ίσως ακόμη και συνειδητά μοχθηρό τρόπο προδοσίας. «Μόλις δούμε στην ανάγκη να “μεταφράσουμε” την προφανή ανάγκη να “προδώσουμε”, θα δούμε τον πειρασμό της προδοσίας ως κάτι επιθυμητό, συγκρίσιμο ίσως με την ερωτική έξαρση. Όποιος δεν έχει βιώσει την έκσταση της προδοσίας δεν ξέρει τίποτα απολύτως για την έκσταση». Υπάρχει σε αυτή την παραδοχή –αμφίβολη, ακόμη και αποκρουστική, για ηθικούς και πολιτικούς λόγους, ανεκτή, ενδεχομένως, μόνο ως αισθητικό ή ρητορικό πιστεύω– η ίδια ακριβώς σκοτεινή δύναμη που κινητοποιεί τη Μητέρα, την Χαντίτζα, τη Λέιλα και τον Σαΐντ στα Παραβάν, αντάρτες της αλγερινής απελευθέρωσης που ωστόσο προδίδουν με ενθουσιασμό τους συντρόφους τους.

Η πρόκληση της γραφής του Ζενέ, επομένως, είναι ο έντονος αντινομισμός της. Εδώ είναι ένας άνθρωπος ερωτευμένος με τον «άλλο», ένας απόβλητος και ξένος ο ίδιος, που νιώθει βαθύτατη συμπάθεια για την Παλαιστινιακή επανάσταση ως «μεταφυσική» εξέγερση των απόβλητων και των ξένων –«η καρδιά μου ήταν μέσα σ’ αυτήν, το σώμα μου ήταν μέσα σ’ αυτήν, το πνεύμα μου ήταν μέσα σ’ αυτήν»– αλλά ούτε η «συνολική μου πίστη» ούτε «ολόκληρος ο εαυτός μου» μπορούσαν να είναι μέσα σ’ αυτήν. Η συνείδηση ότι είναι μια προσποίηση, μια ασταθής προσωπικότητα που βρίσκεται διαρκώς στα όρια («εκεί όπου η ανθρώπινη προσωπικότητα εκφράζεται πιο ολοκληρωμένα, είτε σε αρμονία είτε σε αντίθεση με τον εαυτό της»), είναι η κεντρική εμπειρία του βιβλίου. «Ολόκληρη η ζωή μου αποτελούνταν από ασήμαντες μικροπράξεις που ανατινάσσονταν έξυπνα σε πράξεις τόλμης». Εδώ θυμάται κανείς αμέσως τον Τ. Ε. Λόρενς, έναν αυτοκρατορικό πράκτορα ανάμεσα στους Άραβες (αν και προσποιούμενος το αντίθετο) μισό αιώνα νωρίτερα, αλλά η αυτοπεποίθηση και το ένστικτο της αποστασιοποιημένης κυριαρχίας του Λόρενς αντικαθίστανται στον Ζενέ (ο οποίος δεν ήταν πράκτορας) από τον ερωτισμό και την αυθεντική υποταγή στην πολιτική σάρωση μιας παθιασμένης στράτευσης.

Η ταυτότητα είναι αυτό που επιβάλλουμε στον εαυτό μας μέσα από τη ζωή μας ως κοινωνικά, ιστορικά, πολιτικά, ακόμη και πνευματικά όντα. Η λογική της κουλτούρας και της οικογένειας διπλασιάζει τη δύναμη της ταυτότητας, η οποία για κάποιον σαν τον Ζενέ, ο οποίος υπήρξε θύμα της ταυτότητας που του επέβαλαν η παραβατικότητα, η απομόνωσή του, τα παραβατικά του ταλέντα και οι απολαύσεις του, είναι κάτι που πρέπει να της αντιταχθεί αποφασιστικά. Πάνω απ’ όλα, δεδομένης της επιλογής από τον Ζενέ τόπων όπως η Αλγερία και η Παλαιστίνη, η ταυτότητα είναι η διαδικασία με την οποία η ισχυρότερη κουλτούρα και η πιο ανεπτυγμένη κοινωνία επιβάλλεται βίαια σε εκείνους που, με την ίδια διαδικασία ταυτότητας, έχουν καταδικαστεί να είναι κατώτερος λαός. Ο ιμπεριαλισμός είναι η εξαγωγή της ταυτότητας.

Ο Ζενέ, επομένως, είναι ο ταξιδιώτης που διασχίζει ταυτότητες, ο τουρίστας που έχει ως σκοπό το γάμο με μια ξένη υπόθεση, εφόσον αυτή η υπόθεση είναι επαναστατική και βρίσκεται σε συνεχή αναταραχή. Παρά τις απαγορεύσεις τους, λέει στο Un Captif, τα σύνορα είναι συναρπαστικά, διότι ένας Γιακωβίνος που διασχίζει τα σύνορα πρέπει να μεταμορφωθεί σε Μακιαβελικό. Ο επαναστάτης, με άλλα λόγια, θα προσαρμόζεται περιστασιακά στο τελωνείο, θα παζαρεύει, θα επιδεικνύει ένα διαβατήριο, θα υποβάλλει αίτηση για βίζα, θα ταπεινώνεται μπροστά στο κράτος. Ο Ζενέ προσπάθησε έντεχνα να το αποφύγει αυτό: στη Βηρυτό, μας μίλησε με σπάνια ευθυμία για το πώς εισήλθε κάποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες από τον Καναδά κρυφά και παράνομα. Αλλά το πέρασμα στην Αλγερία και την Παλαιστίνη δεν ήταν μια ευκαιρία για έναν τέτοιο τυχοδιωκτισμό, αλλά μάλλον η έκφραση μιας επικίνδυνης και ανατρεπτικής πολιτικής που περιλαμβάνει σύνορα που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, προσδοκίες που πρέπει να εκπληρωθούν, κινδύνους που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Και, για να μιλήσω εδώ ως Παλαιστίνιος, πιστεύω ότι η επιλογή της Παλαιστίνης από τον Ζενέ στις δεκαετίες του 1970 και 1980 ήταν η πιο επικίνδυνη πολιτική επιλογή, το πιο τρομακτικό ταξίδι από όλα. Μόνο που η Παλαιστίνη δεν έχει γίνει αποδεκτή από τη Δύση ούτε από την κυρίαρχη φιλελεύθερη ούτε από την κυρίαρχη καθεστωτική πολιτική κουλτούρα. Ρωτήστε οποιονδήποτε Παλαιστίνιο και θα σας πει πώς η ταυτότητά μας εξακολουθεί να είναι η μόνη ποινικοποιημένη και παραβατική ατομικότητα –της οποίας η κωδική λέξη είναι η τρομοκρατία– σε μια ιστορική περίοδο στη Δύση κατά την οποία απελευθερώθηκαν ή καταξιώθηκαν ποικιλοτρόπως οι περισσότερες άλλες φυλές και εθνικότητες. Έτσι, η επιλογή πρώτα της Αλγερίας στη δεκαετία του 1950 και στη συνέχεια της Παλαιστίνης στην περίοδο που ακολούθησε, είναι και πρέπει να κατανοηθεί ως μια ζωτική πράξη αλληλεγγύης του Ζενέ, ως η εκούσια ενθουσιώδης ταύτισή του με άλλες ταυτότητες των οποίων η ύπαρξη συνεπάγεται έναν έντονα αμφισβητούμενο αγώνα.

Έτσι, η ταυτότητα τρώει την ταυτότητα. Η φαντασία του Ζενέ είναι επομένως η πιο αντιθετική φαντασία. Όλες οι προσπάθειές του διέπονται από την ακρίβεια και τη χάρη, που ενσωματώνονται σε ένα από τα μεγαλύτερα γαλλικά τυπικά στυλ μετά τον Σατωβριάνδο (εδώ αναφέρομαι στον Ρίτσαρντ Χάουαρντ). Ποτέ δεν αισθάνεται κανείς οποιαδήποτε προχειρότητα ή εκτροπή σε αυτό που κάνει, όπως δεν θα περίμενε κανείς ότι ο Ζενέ θα φορούσε ένα κοστούμι τριών τεμαχίων και θα εργαζόταν σε γραφείο. Η ιδιοφυΐα («le génie»), είπε κάποτε, «c’est la rigeur dans le désespoir» [είναι η αυστηρότητα σε απόγνωση]. Πόσο τέλεια αυτή η αίσθηση αποτυπώνεται στη μεγάλη ωδή της Χαντίτζα στο «le mal» [το κακό] στη 12η σκηνή των Παραβάν, με τον συνδυασμό της ιερατικής αυστηρότητας και της εκπληκτικής αυτοαποφόρτισης, όλα αυτά μέσα σε έναν ρυθμό υψηλής τυπικότητας που παραπέμπει σε έναν απίθανο συνδυασμό του Ρακίνα και της Ζαζί.

Ο Ζενέ μοιάζει με τον άλλο μεγάλο σύγχρονο διαλύτη της ταυτότητας, τον Αντόρνο, για τον οποίο καμία σκέψη δεν μπορεί να μεταφραστεί σε οποιοδήποτε άλλο ισοδύναμο, αλλά του οποίου η αμείλικτη παρόρμηση να επικοινωνήσει την ακρίβεια και την απελπισία του –με τη λεπτότητα και την αντι-αφηγηματική ενεργητικότητα που κάνει το Minima Moralia το αριστούργημά του– αποτελεί την τέλεια μεταφυσική συνοδεία της νεκρικής πομπής και της χυδαίας αθυροστομίας του Ζενέ. Αυτό που μας λείπει από τον Αντόρνο είναι το σκανδαλώδες χιούμορ του Ζενέ, που είναι τόσο εμφανές στις καταιγιστικές διακωμωδήσεις του Σερ Χάρολντ και του γιου του, των βρικολάκων και των ιεραποστόλων, των πορνών και των Γάλλων στρατιωτών των Παραβάν. Και στους δύο, ωστόσο, θεσπίζεται μια φανταστική απόφαση να είσαι εκκεντρικός, και να είσαι με άκαμπτη, αμετάβλητη αυστηρότητα, να γράφεις για την ασημαντότητα ή τον ξεπεσμό με ένα σχεδόν μεταφυσικά καθοδηγούμενο μεγαλείο που είναι συναρπαστικό, μελαγχολικό, σπαρακτικό. Μια τέτοια μοναξιά όπως η δική τους είναι αντίσταση και απελπισία μαζί, που δεν πρέπει ούτε να τη μιμηθεί κανείς ούτε να την κάνει ρουτίνα, όσο κι αν ο αναγνώστης μπορεί να εκτιμήσει (ή να οικειοποιηθεί) κάποια από αυτά που λένε.

Ο Αντόρνο, ωστόσο, είναι ένας μινιμαλιστής, του οποίου η δυσπιστία και το μίσος για την ολότητα τον κάνουν να εργάζεται εξ ολοκλήρου σε θραύσματα, αφορισμούς, δοκίμια και παρεκβάσεις. Σε αντίθεση με τη μικρολογία του Αντόρνο, ο Ζενέ είναι ένας ποιητής των μεγάλων διονυσιακών μορφών, των τελετών και της καρναβαλικής επίδειξης: το έργο του σχετίζεται με τον Ίψεν στο Πέερ Γκυντ, με τον Αρτώ, τον Πίτερ Βάις και τον Αιμέ Σεζέρ. Οι χαρακτήρες του δεν μας ενδιαφέρουν λόγω της ψυχολογίας τους, αλλά επειδή με τον δικό τους εμμονικό τρόπο είναι οι παράδοξα περιστασιακοί και συνάμα φορμαλιστικοί φορείς μιας πολύ λεπτοδουλεμένης και νοητής ιστορίας. Ο Ζενέ έκανε το βήμα, πέρασε τα όρια του νόμου, που πολύ λίγοι λευκοί άνδρες ή γυναίκες επιχείρησαν να κάνουν. Διέσχισε τον χώρο από το μητροπολιτικό κέντρο μέχρι την αποικία∙ η αδιαμφισβήτητη αλληλεγγύη του ήταν με τους ίδιους καταπιεσμένους που αναγνώρισε και ανέλυσε με τόσο πάθος ο Φανόν.

Δεν νομίζω ότι είναι λάθος να πούμε ότι στον εικοστό αιώνα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η μεγάλη τέχνη σε μια αποικιακή κατάσταση εμφανίζεται μόνο για να υποστηρίξει αυτό που ο Ζενέ στο Un Captif αποκαλεί μεταφυσική εξέγερση των αυτοχθόνων. Η κατώτερη τέχνη φαλκιδεύει ή ψαλιδίζει, αλλά καταλήγει να είναι υπέρ του status quo. Η υπόθεση της Αλγερίας παρήγαγε τα Παραβάν, τη Μάχη του Αλγερίου του Ποντεκόρβο, τα βιβλία του Φανόν και τα έργα του μεγάλου Αλγερινού μυθιστοριογράφου Κάτεμπ Γιασίν, ο οποίος πέθανε το 1989. Σε σύγκριση με αυτά, ο Καμύ ωχριά, τα μυθιστορήματα, τα δοκίμια και οι ιστορίες του είναι οι απελπισμένες χειρονομίες ενός φοβισμένου, τελικά μη γενναιόδωρου πνεύματος. Για την Παλαιστίνη ισχύει το ίδιο, αφού το ριζοσπαστικό, το μετασχηματιστικό, το δύσκολο και οραματικό έργο προέρχεται από τους Παλαιστίνιους –Χαμπίμπι, Νταρουίς, Τζάμπρα, Καναφάνι, Κάσσεμ, Ζενέ– και όχι από τους Ισραηλινούς που τους αντιμάχονται. Τα έργα του Ζενέ είναι, για να δανειστώ μια φράση του Ρέιμοντ Γουίλιαμς, πηγές ελπίδας.

Το 1961 μπόρεσε να ολοκληρώσει ένα κατεξοχήν θεατρικό έργο όπως Το Παραβάν επειδή, πιστεύω, η νίκη του FLN ήταν πολύ κοντά: το έργο καταγράφει την ηθική εξάντληση της Γαλλίας και τον ηθικό θρίαμβο του FLN. Ωστόσο, όταν ήρθε η ώρα της Παλαιστίνης, ο Ζενέ βρήκε την επανάσταση σε μια προφανώς αβέβαιη φάση, με τις καταστροφές της Ιορδανίας και του Λιβάνου να βρίσκονται πρόσφατα πίσω από τους Παλαιστίνιους και τους κινδύνους μεγαλύτερης απαλλοτρίωσης, εξορίας και διασποράς γύρω τους. Εξ ου και η αναστοχαστική, διερευνητική και φιλική ποιότητα του Un Captif amoureux – αντιθεατρική, ριζικά αντιφατική, πλούσια σε μνήμες και εικασίες:

«Αυτή είναι η δική μου Παλαιστινιακή επανάσταση, ειπωμένη με τη σειρά που διάλεξα εγώ. Εκτός από τη δική μου, υπάρχει και η άλλη, πιθανώς πολλές άλλες. Το να προσπαθείς να σκεφτείς την επανάσταση είναι σαν να ξυπνάς και να προσπαθείς να δεις τη λογική ενός ονείρου. Δεν έχει νόημα, στη μέση μιας ξηρασίας, να φανταστείς πώς θα διασχίσεις το ποτάμι όταν η γέφυρα έχει παρασυρθεί. Όταν, μισοξύπνιος, σκέφτομαι την επανάσταση, τη βλέπω σαν την ουρά μιας τίγρης σε κλουβί, που αρχίζει να ξεδιπλώνεται με μια τεράστια σαρωτική κίνηση, και μετά πέφτει κουρασμένη στα πλευρά του φυλακισμένου θηρίου.»

Θα ήθελε κανείς να ζούσε ο Ζενέ σήμερα για πολλούς λόγους, όχι μόνο λόγω της ιντιφάντα, η οποία συνεχίζεται από τα τέλη του 1987. Δεν είναι υπερβολικό να πει κανείς ότι Τα Παραβάν είναι η εκδοχή του Ζενέ για μια αλγερινή ιντιφάντα, που παίρνει σάρκα και οστά μέσα από την ομορφιά και την πληθωρικότητα της παλαιστινιακής ιντιφάντα. Η ζωή μιμείται την τέχνη, αλλά και η τέχνη μιμείται τη ζωή και, στο βαθμό που μπορεί να τον μιμηθεί, τον θάνατο.

Τα τελευταία έργα του Ζενέ είναι κορεσμένα με εικόνες θανάτου, ιδίως το Un Captif, μέρος της μελαγχολίας του οποίου για τον αναγνώστη είναι η γνώση ότι ο Ζενέ πέθαινε καθώς το έγραφε και ότι τόσοι πολλοί από τους Παλαιστίνιους που είδε, γνώρισε και έγραψε γι’ αυτούς επρόκειτο επίσης να πεθάνουν. Είναι περίεργο, ωστόσο, ότι τόσο το Un Captif όσο και Τα Παραβάν τελειώνουν με θετικές αναμνήσεις μιας μητέρας και του γιου της, οι οποίοι, αν και νεκροί ή πρόκειται να πεθάνουν, επανασυνδέονται από τον Ζενέ στο μυαλό του: η πράξη συμφιλίωσης και ανάμνησης που διαδραματίζεται στο τέλος των Παραβάν, καθώς ο Σαΐντ και η ανώνυμη μητέρα εμφανίζονται μαζί, προοιωνίζεται το τελευταίο πεζογραφικό έργο του Ζενέ είκοσι πέντε χρόνια πριν. Πρόκειται για σταθερά μη συναισθηματικές σκηνές, εν μέρει επειδή ο Ζενέ μοιάζει αποφασισμένος να παρουσιάσει τον θάνατο ως κάτι χωρίς βαρύτητα και σε μεγάλο βαθμό αδιαμφισβήτητο, εν μέρει, επίσης, επειδή θέλει να διατηρήσει για τους δικούς του σκοπούς την προτεραιότητα και τη συναισθηματική άνεση της σχέσης μεταξύ μιας σχεδόν άγριας αρχετυπικής μητέρας και ενός πιστού αλλά κάπως απόμακρου, συχνά σκληρού γιου.

Στο Un Captif, η αρχέγονη σχέση –αγνή, στοργική, διαρκής– του μητρικά προσδιοριζόμενου ζεύγους (του Χάμζα και της μητέρας του) φανταστικά συνεχίζει να υπάρχει πέρα από το θάνατο. Ωστόσο, είναι τόσο σχολαστική η άρνηση του Ζενέ να παραδεχτεί ότι οποιοδήποτε καλό μπορεί να προέλθει από τη μονιμότητα ή την αστική και ετεροφυλοφιλική σταθερότητα, ώστε διαλύει ακόμη και αυτές τις θετικές εικόνες του θανάτου μέσα στην αδιάκοπη κοινωνική αναταραχή και την επαναστατική αναστάτωση που είναι κεντρικά στο ενδιαφέρον του. Ωστόσο, η μητέρα και στα δύο έργα είναι αυτή που είναι παράξενα ανυποχώρητη, ασυμβίβαστη, δύσκολη. «Tu ne vas pas flancher» [Δεν πρόκειται να παραιτηθείς], υπενθυμίζει η μητέρα του στον Σαΐντ [στο Παραβάν], δεν πρέπει να σε ενσωματωθείς και δεν πρέπει να γίνεις εξημερωμένο σύμβολο ή μάρτυρας της επανάστασης. Όταν ο Σαΐντ τελικά εξαφανίζεται στο τέλος του έργου, αναμφίβολα δολοφονημένος, είναι και πάλι η μητέρα που με μεγάλη ανησυχία και, νομίζω, αηδία υπονοεί ότι ο Σαΐντ μπορεί να αναγκαστεί από τους συντρόφους του να επιστρέψει σε ένα επιμνημόσυνο επαναστατικό τραγούδι.

Ο Ζενέ δεν θέλει ο θάνατος που περιμένει και σίγουρα θα διεκδικήσει τον ίδιο και τους χαρακτήρες του να εισβάλει, να συλλάβει ή να τροποποιήσει σοβαρά οποιαδήποτε πτυχή της ορμητικής αναταραχής που το έργο του αναπαριστά ως έκρηξη, την οποία φαντάζεται ότι έχει κεντρική, ακόμη και μυστικιστική σημασία. Είναι εκπληκτικό να βρίσκει κανείς αυτή την αδιαπραγμάτευτα θρησκευτική πεποίθηση τόσο κοντά στην καρδιά του στο τέλος. Διότι, είτε πρόκειται για δαίμονα είτε για θεότητα, το Απόλυτο για τον Ζενέ δεν γίνεται αντιληπτό ούτε με τη μορφή της ανθρώπινης ταυτότητας ούτε ως προσωποποιημένη θεότητα, αλλά ακριβώς σε αυτό που, αφού όλα ειπωθούν και γίνουν, δεν θα κατασταλάξει, δεν θα ενσωματωθεί ούτε θα εξημερωθεί. Το γεγονός ότι μια τέτοια δύναμη πρέπει κατά κάποιον τρόπο να εκπροσωπείται και να φροντίζεται από ανθρώπους που απορροφώνται από αυτήν και, ταυτόχρονα, πρέπει να διακινδυνεύει την αποκάλυψη ή την προσωποποίησή της είναι το τελευταίο, το πιο αδιάλλακτο παράδοξο του Ζενέ. Ακόμα και όταν κλείνουμε το βιβλίο ή φεύγουμε από το θέατρο μόλις τελειώσει η παράσταση, το έργο του μας διδάσκει επίσης να εμποδίσουμε το τραγούδι, να αμφισβητήσουμε την αφήγηση και τη μνήμη, να αγνοήσουμε την αισθητική εμπειρία που μας έφερε αυτές τις εικόνες για τις οποίες τώρα έχουμε μια πραγματικά δυνατή στοργή. Το γεγονός ότι μια τόσο απρόσωπη και αληθινή φιλοσοφική αξιοπρέπεια πρέπει επίσης να συμμαχεί με μια τόσο οδυνηρά ανθρώπινη ευαισθησία είναι αυτό που δίνει στο έργο του Ζενέ την ασυμβίβαστη και τεταμένη νότα την οποία επικοινωνεί. Σε κανέναν άλλον συγγραφέα του τέλους του εικοστού αιώνα οι κίνδυνοι της καταστροφής και η λυρική λεπτότητα της συναισθηματικής ανταπόκρισης σε αυτούς δεν διατηρούνται μαζί με τόση μεγαλοπρέπεια και τόση τόλμη.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Edward Said, “On Jean Genet’s Late Works”, Grand Street, 1990, http://www.grandstreet.com/gsissues/gs36/gs36c.html. Αναδημοσίευση στο Edward Said, On Late Style: Music and Literature against the Grain, Pantheon Books, Νέα Υόρκη, 2006.

 

Σημειώσεις

[1] [Σ.τ.μ.:] Για τις σχέσεις του Ζαν Ζενέ με τους Μαύρους Πάνθηρες, βλ. Noel Halifax, «Όταν οι ομοφυλόφιλοι και οι Μαύροι Πάνθηρες ενώθηκαν», e la libertà, 2 Ιανουαρίου 2016, https://www.elaliberta.gr/%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/lgbtqia-plus/809-%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BD-%CE%BF%CE%B9-%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CF%86%CF%85%CE%BB%CF%8C%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%BC%CE%B1%CF%8D%CF%81%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CE%AC%CE%BD%CE%B8%CE%B7%CF%81%CE%B5%CF%82-%CE%B5%CE%BD%CF%8E%CE%B8%CE%B7%CE%BA%CE%B1%CE%BD.

[2] [Σ.τ.μ.:] Jean Genet, Αιχμάλωτος του έρωτα, Εξάντας, Αθήνα 1988, μετάφραση Λήδα Παλαντίου. Για τα σχετικά παραθέματα στο άρθρο δεν χρησιμοποιούμε την ελληνική μετάφραση. Οι ελληνικές μεταφράσεις των άλλων έργων του Ζαν Ζενέ που αναφέρονται στο κείμενο είναι: Η Παναγία των Λουλουδιών, Εξάντας, Αθήνα 1976, μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης. Το Ημερολόγιο Ενός Κλέφτη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2021, μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη. Το θεατρικό έργο Τα Παραβάν, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη το 2016, σε μετάφραση της Δήμητρας Κονδυλάκη.

[3] [Σ.τ.Μ.:] Για την υποστήριξη του Σαρτρ στο σιωνισμό, βλ. Adam Shatz, «Ζαν-Πωλ Σαρτρ: “Μια μέρα θα σας πω τι σκέφτομαι για το πρόβλημα της Παλαιστίνης”», e la libertà, 30 Οκτωβρίου 2024, https://www.elaliberta.gr/%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82/%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%AD%CF%87%CE%BD%CE%B7/9824-%CE%B6%CE%B1%CE%BD-%CF%80%CF%89%CE%BB-%CF%83%CE%B1%CF%81%CF%84%CF%81-%C2%AB%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B1-%CE%B8%CE%B1-%CF%83%CE%B1%CF%82-%CF%80%CF%89-%CF%84%CE%B9-%CF%83%CE%BA%CE%AD%CF%86%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%B9-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CF%81%CF%8C%CE%B2%CE%BB%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%B7%CF%82%C2%BB.

[4] [Σ.τ.Μ.:] Πικαρέσκο μυθιστόρημα (ισπ.: «pícaro», αλήτης, άγριος, εξολοθρευτικός) ήταν δημοφιλές λογοτεχνικό είδος μυθιστορήματος, συχνά με σατυρικό ύφος που περιέγραφε με ρεαλιστικό τρόπο και χιουμοριστικές λεπτομέρειες τις περιπέτειες του ήρωα που προέρχεται από μια κατώτερη τάξη, και τα παθήματά του μέσα σε μια πολυτάραχη και διεφθαρμένη κοινωνία. Το είδος αυτό ξεκίνησε στην Ισπανία έχοντας τις ρίζες του στην αραβική λογοτεχνία, και άνθισε στην Ευρώπη τον 17ο και 18ο αιώνα. («Πικαρέσκο», Βικιπαίδεια, https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%AD%CF%83%CE%BA%CE%BF).

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου 2024 13:24

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.