Φωτογραφία: Siphiwe Sibeko/Reuters
Michel Cahen
Μοζαμβίκη, μια επανάσταση χωρίς επαναστάτες
Οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις στην ιστορία της Μοζαμβίκης ξέσπασαν μετά τις αμφισβητούμενες εκλογές του Οκτωβρίου 2024, σηματοδοτώντας μια εντυπωσιακή αλλαγή στο πολιτικό τοπίο της χώρας. Αυτό που ξεκίνησε ως διαδηλώσεις κατά της εκλογικής νοθείας μετατράπηκε σε ένα πανεθνικό επαναστατικό κίνημα, με επικεφαλής μια νέα γενιά Μοζαμβικανών που απαιτεί θεμελιώδεις αλλαγές. Με πάνω από τον μισό πληθυσμό κάτω των 15 ετών και χωρίς μνήμες από τον εμφύλιο πόλεμο, οι νέοι αμφισβητούν την 50ετή κυριαρχία του Frelimo [Frente de Libertação de Moçambique / Απελευθερωτικό Μέτωπο της Μοζαμβίκης], του πρώην απελευθερωτικού κινήματος που μετατράπηκε σε επιχειρηματική ελίτ. Σε αυτό το άρθρο εξετάζεται πώς οι αμφισβητούμενες εκλογές πυροδότησαν μια ευρύτερη εξέγερση για δημοκρατία, οικονομική δικαιοσύνη και αλλαγή γενιάς σε ένα από τα πλούσια σε πόρους αλλά με οικονομικές ανισότητες έθνη της Αφρικής.
Μια επαναστατική διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη στη Μοζαμβίκη. Ωστόσο, η εκλογή του Τραμπ και η πτώση του αποτρόπαιου καθεστώτος Άσαντ στη Συρία έχουν επισκιάσει πλήρως την κρίση σε αυτή τη χώρα της Ανατολικής Αφρικής που άρχισε στις 20 Οκτωβρίου.
«PREC» (Processo revolucionário em curso [Επαναστατική διαδικασία σε εξέλιξη]) ήταν το ακρωνύμιο που χρησιμοποιήθηκε το 1974-1975 για να περιγράψει τη ριζοσπαστικοποίηση της Επανάστασης των Γαρυφάλλων, η οποία συμπληρώνει τα 50 χρόνια της το 2024. Το πλαίσιο είναι τελείως διαφορετικό, εκτός από ένα σημείο: και στις δύο περιπτώσεις, κανείς δεν φανταζόταν τι θα συνέβαινε, δηλαδή ότι ένα σημαντικό γεγονός (το 1974 στην Πορτογαλία, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα∙ σήμερα στη Μοζαμβίκη, ακόμη μία εκλογική νοθεία) θα πυροδοτούσε μια επαναστατική διαδικασία.
Δεν πρόκειται πλέον απλώς για διαμαρτυρία κατά της εκλογικής νοθείας, όπως συμβαίνει συχνά στην Αφρική. Όλα ξεκίνησαν από αυτό, φυσικά. Στις εκλογές της 9ης Οκτωβρίου 2024 υπήρξε, ακόμη και σύμφωνα με τους διεθνείς παρατηρητές, ξεδιάντροπη νοθεία. Η κυβέρνηση χάρισε στον εαυτό της ένα αποτέλεσμα (πάνω από το 70% των ψήφων) που κανείς δεν πιστεύει και το οποίο παρουσιάζει αριθμητικές αποκλίσεις που ακόμη και η Εθνική Εκλογική Επιτροπή (CNE) δήλωσε ότι δεν μπορεί να εξηγήσει, αν και αυτό δεν την εμπόδισε να αναγνωρίσει την εγκυρότητά τους.
Η νοθεία συνηθίζεται στη Μοζαμβίκη, ιδίως μετά τις εκλογές του 1999, τις οποίες η αντιπολίτευση πολύ πιθανόν να είχε τότε κερδίσει – αλλά η διεθνής κοινότητα ανακουφίστηκε από την παραμονή στην εξουσία του πρώην μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος, ενός καλού διαχειριστή της νεοφιλελεύθερης στροφής. Το 2004, το 2009, το 2014 και το 2019, η νοθεία επαναλήφθηκε (με αλλαγή μεθόδων) σε τέτοιο βαθμό που στις περιοχές που παραδοσιακά ευνοούσαν περισσότερο την αντιπολίτευση, τα ποσοστά αποχής αυξήθηκαν κατακόρυφα: ποιος ο λόγος να ψηφίζει κανείς; Το 2024, περισσότεροι από τους μισούς Μοζαμβικανούς δεν ψήφισαν (ακόμη και αν συνυπολογιστούν εκείνοι που ψήφισαν χωρίς να το γνωρίζουν και οι ανύπαρκτοι ψηφοφόροι που ψήφισαν). Στις περιοχές αυτές έγιναν επίσης οι λιγότερες εγγραφές (τα μηχανήματα χάλαγαν πάντα), για να μειωθεί ο αριθμός των ψηφοφόρων εκεί, ενώ αντίθετα ο αριθμός έφτασε το 130% των κατοίκων στην αφοσιωμένη επαρχία της Γκάζα. Γιατί λοιπόν οι εκλογές του 2024 είναι διαφορετικές; Υπάρχουν τουλάχιστον δύο δέσμες αιτιών που μπορούν να προταθούν.
Αλλαγή εποχής
Πρώτον, ο πληθυσμός της Μοζαμβίκης είναι εξαιρετικά νέος, με περισσότερους από τους μισούς κατοίκους κάτω των δεκαπέντε ετών και την πλειονότητα των ψηφοφόρων να μην έχει εμπειρία από τον εμφύλιο πόλεμο (1976-1992). Τα αποτελέσματα αυτής της δημογραφικής εξέλιξης άρχισαν να φαίνονται το 2013, όταν η αντιπολίτευση θα κέρδιζε τις δημοτικές εκλογές στο Μαπούτο και τη Ματόλα, τις δύο μεγάλες πόλεις του νότου και ιστορική καρδιά της κοινωνικής βάσης του Μετώπου Απελευθέρωσης της Μοζαμβίκης (Frelimo, το κόμμα που ηγήθηκε του αντιαποικιακού ανταρτοπόλεμου από το 1964 έως το 1974), αν δεν υπήρχε μια συγκυριακή διακοπή ρεύματος κατά τη διάρκεια της καταμέτρησης των ψήφων: Οι νέοι ψηφοφόροι σε αυτές τις δύο πόλεις μπορούσαν πλέον να ψηφίσουν το κόμμα που γεννήθηκε από την εξέγερση της φιλονοτυιοαφρικανικής Εθνικής Αντίστασης Μοζαμβίκης (Renamo / Resistência Nacional Moçambicana), κάτι που θα ήταν αδιανόητο στην εποχή των γονιών τους. Η μετατόπιση βάθυνε στη συνέχεια: τα κόμματα που προέκυψαν από τη μετα-αποικιακή περίοδο (δηλαδή τη «μαρξιστική-λενινιστική» περίοδο από το 1975 έως το 1989, τον εμφύλιο πόλεμο από το 1976 έως το 1992, τη μετεμφυλιακή νεοφιλελεύθερη περίοδο κατά την οποία τα δύο κόμματα που προέκυψαν από αυτήν διατήρησαν τον μοζαμβικανικό δικομματισμό, 1994-2019) αμφισβητούνταν όλο και περισσότερο.
Αυτό καταδεικνύει την αλλαγή της ιστορικής περιόδου, το τέλος της μετα-αποικιακής περιόδου, με τις μνήμες του εμφυλίου πολέμου να μην δομούν πλέον την πολιτική ζωή της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, το Renamo σχεδόν κατάφερε να γίνει το εργαλείο της «μετα-μετα-αποικιακής» αντιπολίτευσης για την εξουσία: αφού επανέλαβε τον ανταρτοπόλεμο χαμηλής έντασης την περίοδο 2012-2016, διπλασίασε τις ψήφους και τους βουλευτές του το 2014. Όμως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της, ο Αφόνσο Ντλακάμα, πέθανε στον ορεινό όγκο της Γκορονγκόσα, από όπου διηύθυνε τις επιχειρήσεις του, τον Μάιο του 2018, και αντικαταστάθηκε από έναν άτολμο στρατηγό που είχε την έδρα του στην πόλη για περισσότερα από είκοσι χρόνια.
Η νοθεία στις εθνικές εκλογές του 2019 ήταν μαζική (μεροληπτική καταγραφή, μέγιστη πίεση στους ψηφοφόρους, εκδίωξη παρατηρητών, δολοφονίες, απόρριψη όλων των προσφυγών κ.λπ.). Παρ’ όλα αυτά, το Renamo παρέμεινε το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης και ο υποψήφιός του για το δήμο της πρωτεύουσας, ο Βενάνσιο Μοντλάνε, ήταν και πάλι πραγματικά νικητής το 2023. Σε αυτές τις δημοτικές εκλογές στις περιφέρειες της χώρας παρατηρήθηκε προφανής νοθεία, αλλά έγιναν δεκτές από την εκλογική επιτροπή, εκτός από τέσσερις δήμους. Το μήνυμα ήταν ότι την επόμενη χρονιά (το 2024), οι τοπικές επιτροπές του Frelimo έπρεπε να «τα δώσουν όλα». Δεν επρόκειτο καν για την απόκρυψη της νοθείας, αλλά για τη σαφή επισήμανση προς όλους ότι οι εκλογές εξυπηρετούσαν την παραμονή του Frelimo –του ιδρυτή της χώρας το 1975– στην εξουσία. Για τις 150 οικογένειες που κατείχαν το κράτος για πενήντα χρόνια και μετατράπηκαν από «μαρξιστές» γραφειοκράτες σε επιχειρηματίες, η εκλογική ήττα ήταν εντελώς αδιανόητη.
Επομένως, η συνεχιζόμενη επανάσταση δεν είναι μόνο δημοκρατική –διαμαρτυρία κατά της θεσμοθετημένης νοθείας– αλλά έχει και ένα βαθύ κοινωνικό κίνητρο. Τα πιο συχνά συνθήματα που φωνάζονται ή γράφονται σε πλακάτ είναι: «Εξουσία στο λαό», «Επανάσταση», «Θέλουμε ανεξαρτησία από τον μαύρο αποικιοκράτη» (δηλαδή «έξω οι νέοι μαύροι αποικιοκράτες»). Αλλά πώς φτάσαμε ως εδώ;
Η αποτυχημένη μετάβατική διαδικασία του Renamo
Το Renamo απέτυχε να ακολουθήσει την κοινωνικοδημογραφική εξέλιξη της βάσης του. Ενώ το εκλογικό του σώμα αυξανόταν όλο και περισσότερο στις πόλεις του νότου –ιστορικά εδραιωμένο κυρίως στις βόρειες πόλεις και την ύπαιθρο– αρνήθηκε να προωθήσει νέους μορφωμένους και αστούς ηγέτες, επαναδιορίζοντας σε θέσεις ευθύνης παλιούς στρατιωτικούς ηγέτες των ανταρτών. Ο Βενάνσιο Μοντλάνε, ένας μηχανικός, γνωστός ως πρώην δημοσιογράφος του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης με σκωπτικό ύφος, από τον Νότο όπως και η πλειοψηφία της ελίτ του Frelimo, ευαγγελιστής, στεφανωμένος με τις επιτυχίες του στις δημοτικές εκλογές του 2013 και του 2023 –δεν του είχε επιτραπεί να θέσει υποψηφιότητα το 2018– ήθελε να είναι ο υποψήφιος πρόεδρος του Renamo (χωρίς απαραίτητα να είναι πρόεδρος του κόμματος). Όμως δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στο συνέδριο του Απριλίου 2024, το οποίο όρισε εκ νέου ως πρόεδρο τον πρόεδρο του κόμματος, στρατηγό Οσσούφο Μομαντέ. Ο B. Μοντλάνε κατέβηκε τότε ως ανεξάρτητος υποψήφιος και εξασφάλισε την υποστήριξη ενός μικρού κόμματος που γεννήθηκε από μια μετριοπαθή διάσπαση του Frelimo, του Podemos («Μπορούμε», Αισιόδοξο Κόμμα για την Ανάπτυξη της Μοζαμβίκης / Partido Otimista pelo Desenvolvimento de Moçambique). Γρήγορα φάνηκε ότι το νέο εκλογικό σώμα του Renamo που προέκυψε από το 2013 –στην πραγματικότητα περισσότερο «αντι-Frelimo» παρά «φιλο-Renamo»– και το οποίο συνέρρεε στις συγκεντρώσεις του σε όλη τη χώρα, μετατοπίστηκε γρήγορα προς αυτή τη νέα γενιά επιχειρηματιών πολιτικών. Στις δημοτικές εκλογές του 2023, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του κόμματός του, διοργάνωσε πανηγυρικές παρελάσεις στην πρωτεύουσα για να γιορτάσει τη νίκη του πριν η εκλογική επιτροπή ανακηρύξει νικητή τον υποψήφιο του Frelimo, υποδηλώνοντας έτσι ότι δεν δέχεται να υπακούσει σε όργανα προσφυγής που ελέγχονται πλήρως από τους κυβερνώντες. Το ίδιο έκανε και στις γενικές εκλογές (επαρχιακές, βουλευτικές και προεδρικές) του Οκτωβρίου 2024, δημιουργώντας μια παράλληλη καταμέτρηση εξοπλισμένη με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και αρμόδιους ανθρώπους – κάτι που το Renamo δεν είχε καταφέρει ποτέ να κάνει. Ακόμη και πριν από την επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ανακοίνωσε, με τα πρακτικά των εκλογικών τμημάτων στα χέρια του, τη νίκη του με ποσοστό άνω του 60% των ψήφων σε όλη τη χώρα (εκτός ίσως από τη Ζαμπέζια, όπου κέρδισε η παραδοσιακή αντιπολίτευση). Και κάλεσε τον πληθυσμό της Μοζαμβίκης να επιβάλει αυτό το αποτέλεσμα. Το Renamo κατέρρευσε, έχοντας υποχωρήσει πολύ πίσω, σε τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας με περίπου 10% των ψήφων και μόνο 15 βουλευτές σε εθνικό επίπεδο.
Αλλά για να δείξει ξεκάθαρα την αποφασιστικότητά της να μην υποχωρήσει, η ελίτ της εξουσίας δολοφόνησε τον προσωπικό δικηγόρο του Βενάνσιο Μοντλάνε, τον Ελβίνο Ντίας, και τον εθνικό αντιπρόσωπο του κόμματος Podemos, τον Πάουλο Γκουάμπε, ο καθένας από τους οποίους δέχτηκε 25 σφαίρες τη νύχτα της 18ης προς 19η Οκτωβρίου στο κέντρο του Μαπούτο. Ο Βενάνσιο Μοντλάνε κατέφυγε στο εξωτερικό (πρώτα στη Νότια Αφρική, όπου επίσης γλίτωσε οριακά τη δολοφονία). Από τότε όμως, κάθε μέρα στο κανάλι του στο Facebook, προτρέπει τους υποστηρικτές του σε νέες δράσεις στο δρόμο, τις οποίες περιμένει με θρησκευτική ευλάβεια τεράστιο πλήθος κόσμου – το οποίο συχνά ξεπερνά τα λόγια του ηγέτη στον ενθουσιασμό και την απογοήτευσή του.
Μια Πληβειακή Επανάσταση
Οι διαδηλωτές, στην πρωτεύουσα και σε άλλες μεγάλες πόλεις, αλλά και σε πολύ μικρές πόλεις σε όλη τη χώρα, είναι τις περισσότερες φορές πολύ φτωχά νεαρά αγόρια που υπερβαίνουν τις ειρηνικές οδηγίες του Β. Μοντλάνε, καίνε τα κεντρικά γραφεία του κόμματος Frelimo, επιτίθενται σε αστυνομικά τμήματα και προσπαθούν να κλέψουν όπλα από εκεί, σε εκλογικές επιτροπές συνοικιών, καταστρέφουν αγάλματα ηγετών, τους απειλούν αποκαλύπτοντας τις διευθύνσεις τους, μερικές φορές τους σκοτώνουν (όπως στο Ινιασούνγκε): ο φόβος αρχίζει να αλλάζει στρατόπεδο. Η μεσαία τάξη, η οποία ελάχιστα διαδηλώνει (εκτός από τους γιατρούς, τους δικηγόρους, τους καθηγητές που ήταν ήδη ενεργοί πριν), δείχνει την υποστήριξή της με ατελείωτα νυχτερινά χτυπήματα κατσαρόλας. Η καταστολή είναι βάναυση, αν και ευτυχώς δεν έχει ακόμη προκαλέσει το λουτρό αίματος που θα μπορούσε να φοβάται κανείς: υπάρχουν ήδη περισσότεροι από εκατό νεκροί (κυρίως από πυροβολισμούς με αληθινά πυρά, ιδίως στη βόρεια πόλη Ναμπούλα), χιλιάδες τραυματίες και 3.000 συλλήψεις.
Το αξιοσημείωτο σε αυτές τις διαδηλώσεις είναι ότι δεν υπάρχει εθνοτική διάσταση σε αυτή την πολύ ετερογενή χώρα. Από το βορρά (ακόμη και στις περιοχές που πλήττονται από τον ισλαμικό ανταρτοπόλεμο) έως το νότο της χώρας, υπάρχουν διαδηλώσεις, επιθέσεις σε συμβολικούς τόπους εξουσίας, ανατροπή αγαλμάτων – συμπεριλαμβανομένου και του αγάλματος του Μακόντε ηγέτη, Αλμπέρτο Τσιπάντε, ο οποίος είχε διακηρύξει: «Daqui ninguém nos tira» («Κανείς δεν θα μας απομακρύνει από εδώ [από την εξουσία]»), το άγαλμα του οποίου γκρεμίστηκε στην Πέμπα, τη μεγαλύτερη πόλη που βρίσκεται πιο κοντά στις ζώνες των τζιχαντιστών. Υπάρχουν επίσης δημόσιες προσευχές στους δρόμους, αυτοκίνητα παρατημένα σε σημεία που εμποδίζουν την κυκλοφορία, η εθνική οδός Νο 1 (Βορρά-Νότου) είναι αποκλεισμένη, καθώς και τα σύνορα με τη Νότια Αφρική. Η ελίτ της εξουσίας διαθέτει μια ισχυρή στρατιωτικοποιημένη αστυνομική δύναμη, τη Μονάδα Ταχείας Επέμβασης, τρομερές μυστικές υπηρεσίες (Κρατικές Υπηρεσίες Πληροφοριών και Ασφάλειας, οι οποίες κυρίως παρακολουθούν τον πληθυσμό), με την αστυνομία να αριθμεί συνολικά σχεδόν 100.000 άτομα, ενώ ο στρατός έχει μόνο μερικές χιλιάδες άνδρες. Όμως αυτός ο στρατός δεν έχει ασκήσει μέχρι στιγμής καμία βία κατά των διαδηλωτών.
Επανάσταση ή χάος
Πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση; Ορισμένοι προτείνουν στον Βενάνσιο Μοντλάνε το ενδεχόμενο σχηματισμού μιας «κυβέρνησης εθνικής ενότητας». Αυτό έχει ήδη δοκιμαστεί στη γειτονική Ζιμπάμπουε, όταν η ZANU-PF (Εθνική Αφρικανική Ένωση Ζιμπάμπουε-Πατριωτικό Μέτωπο), η οποία είχε χρησιμοποιήσει εκτεταμένη βία για να παραμείνει στην εξουσία, έπεισε στη συνέχεια την εξαντλημένη αντιπολίτευση να συμμετάσχει μαζί της στην εξουσία. Με τη ZANU να διατηρεί την προεδρία και τα βασικά υπουργεία, αυτό είχε χρησιμεύσει κυρίως για να απαξιώσει την αντιπολίτευση. Συνεπώς, μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας μπορεί να τεθεί υπό συζήτηση μόνο μετά τη διοργάνωση νέων εκλογών υπό διεθνή εποπτεία.
Η πιο λογική λύση θα ήταν το Συνταγματικό Συμβούλιο να δεχθεί, πριν από τα Χριστούγεννα, να ακυρώσει ολόκληρη την εκλογική διαδικασία και να την αναβάλει για αργότερα, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι ο απερχόμενος πρόεδρος, Φιλίπε Νιούσι, θα παραμείνει για μερικούς μήνες. Τίποτα στην ιστορία του δεν υποδηλώνει ότι αυτό το Συμβούλιο θα το κάνει, αλλά δεν είναι αδύνατο, δεδομένου του φόβου που αισθάνεται τώρα η ελίτ, της οποίας η επίσημη άρνηση (οι διαδηλώσεις είναι πράξεις ληστών και τρομοκρατών που χειραγωγούνται από το εξωτερικό) δεν κρύβει την τρομοκρατημένη αμηχανία της: Το Frelimo δεν είναι πλέον ο λαός και το Frelimo δεν αναγνωρίζει πλέον τον λαό του, συμπεριλαμβανομένων αυτών των νεαρών αγοριών που το μισούν από τον βορρά ως τον νότο της χώρας, ακόμη και στη Γκάζα. Δεν αποκλείεται ο στρατός να επέμβει για να αποκαταστήσει την τάξη –μια πολιτική κίνηση που δεν είναι καθόλου στην παράδοσή του μετά την ανεξαρτησία–, κάτι που δεν θα σήμαινε απαραίτητα υποστήριξη προς τη σημερινή εξουσία. Αλλά θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι το πληβείο υποκείμενο που διαδηλώνει εδώ και έξι εβδομάδες θα επιστρέψει ήσυχα στη φτωχογειτονιά της αστικής περιφέρειας, ακόμη και αν βρεθεί μια μεταβατική πολιτική λύση. Την ημέρα που ο Βενάνσιο Μοντλάνε θα επιστρέψει στο Μαπούτο, ένα τεράστιο πλήθος θα τον υποδεχθεί και θα απαιτήσει να γίνει αμέσως ο νέος πρόεδρος. Αυτό το πλήθος πιστεύει σε αυτόν, αλλά οι κοινωνικές απαιτήσεις είναι υπαρκτές, ο πλούτος θα πρέπει να μοιραστεί και να οργανωθούν νέες εκλογές, θα πρέπει να υπάρξει μια βαθιά θεσμική αναμόρφωση, με πραγματικά ανεξάρτητες εκλογικές δομές. Ο Βενάνσιο Μοντλάνε δεν έχει σχεδόν καθόλου πρόγραμμα, δεν έχει πραγματικό κόμμα, αλλά η συνεχιζόμενη επαναστατική διαδικασία ζητά δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια και περισσότερη ισότητα.
Η γαλλική διπλωματία, από την πλευρά της, καλά θα κάνει να αποστασιοποιηθεί από την ελίτ εξουσίας της Μοζαμβίκης. Ήδη, στη χερσόνησο Αφούνγκι (ακραία βόρεια), όπου η Total έχει τις εγκαταστάσεις φυσικού αερίου, γυναίκες διαδήλωσαν με πλακάτ που έγραφαν ότι «η Μοζαμβίκη δεν ανήκει στη Γαλλία». Δεν υπάρχει λύση χωρίς την πλήρη ακύρωση των εκλογών και αυτό θα μπορούσε να ειπωθεί με σαφήνεια.
9 Δεκεμβρίου 2024
Μετάφραση: elaliberta.gr
Michel Cahen, « Mozambique, une révolution sans révolutionnaires », LundiMatin, τεύχος 456, 20 Δεκεμβρίου 2024, https://lundi.am/Mozambique-une-revolution-sans-revolutionnaires. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières, http://www.europe-solidaire.org/spip.php?article73021.
Michel Cahen, “Mozambique: A New Revolution, This Time Without Revolutionaries”, Europe Solidaire Sans Frontières, http://www.europe-solidaire.org/spip.php?article73043.
Ο Michel Cahen, είναι ιστορικός, ομότιμος διευθυντής ερευνών στο CNRS στο κέντρο «Les Afriques dans le monde» (Sciences Po Bordeaux).