Υποστηρικτές του Τραμπ διαδηλώνουν στην Ουάσινγκτον στις 6 Ιανουαρίου 2021, πριν από την κοινή συνεδρίαση του Κογκρέσου για την επικύρωση των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών του 2020. (John Minchillo/AP)
Dan Davison
Sacha Marten
Ο Τραμπ δεν είναι επικίνδυνος επειδή είναι φασίστας…
αλλά επειδή είναι κεντριστής *
Οι Dan Davison και Sacha Marten υποστηρίζουν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι προτιμότερο να κατανοηθεί ως ταλαντευόμενος σε ένα ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των παραδοσιακών Ρεπουμπλικάνων και της φασιστικής δεξιάς.
Η επικείμενη ρεβάνς μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Τζο Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του 2024 στις ΗΠΑ έχει αναζωπυρώσει τη «συζήτηση περί φασισμού»[1]. Οι μακροσκελείς διαφωνίες σχετικά με το αν ο Τραμπ είναι φασίστας αποτελούν τακτικό χαρακτηριστικό των πολιτικών σχολίων και αναλύσεων από τότε που εμφανίστηκε ο Τραμπισμός ως αντιδραστικό, αυταρχικό, λαϊκιστικό κίνημα.
Αυτές οι συζητήσεις έχουν πολλαπλασιαστεί ακόμη περισσότερο από τότε που οι Τραμπιστές ταραξίες εισέβαλαν στο κτίριο του Καπιτωλίου των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου 2021 για να εμποδίσουν το Κογκρέσο να επισημοποιήσει τη νίκη του Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του 2020, υποκινούμενοι από τη συνωμοσιολογική πεποίθηση ότι ο Μπάιντεν είχε «κλέψει» τις εκλογές μέσω εκλογικής νοθείας. Υποστηρίζουμε ότι, ενώ ο Τραμπ είναι επικίνδυνος, δεν είναι φασίστας, «υφέρπων»[2] ή κάτι άλλο. Αντίθετα, ο Τραμπ είναι επικίνδυνος επειδή είναι κεντριστής.
Όπως οι περισσότεροι αναγνώστες πιθανώς έχουν καταλάβει, χρησιμοποιούμε την έννοια «κεντριστής» πολύ διαφορετικά από την κανονική, σύγχρονη σημασία της, δηλαδή κάποιον με «μετριοπαθείς» πολιτικές απόψεις που τοποθετείται κάπου μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Αντίθετα, χρησιμοποιούμε την έννοια «κεντριστής» με μια έννοια εμπνευσμένη από την παλαιότερη μαρξιστική σημασία της[3], δηλαδή κάποιον του οποίου οι πολιτικές θέσεις βρίσκονται ή ταλαντεύονται μεταξύ του μεταρρυθμιστικού και του επαναστατικού χαρακτήρα. Στις αρχές του μεσοπολέμου, ο κεντρισμός με αυτή την έννοια συνδέθηκε ίσως πιο στενά με τη βραχύβια Διεθνή Εργατική Ένωση Σοσιαλιστικών Κομμάτων (IWUSP / International Working Union of Socialist Parties)[4], που συχνά αποκαλείται «Δυόμισι Διεθνείς»[5] για να δηλώσει τη θέση της στο μέσο της διαδρομής μεταξύ της ρεφορμιστικής Δεύτερης Διεθνούς και της επαναστατικής Τρίτης Διεθνούς.[6] Φυσικά, δεν υπονοούμε ότι ένας δεξιός όπως ο Τραμπ είναι κυριολεκτικά κεντριστής με αυτή την ιστορική έννοια. Αντίθετα, χρησιμοποιούμε τον όρο μεταφορικά υπό το πρίσμα μιας ευρέως παρατηρούμενης διαίρεσης εντός της σύγχρονης ακροδεξιάς.
Η σύγχρονη ακροδεξιά: ρεφορμιστές και επαναστάτες
Συνοπτικά, τόσο μαρξιστές όσο και μη μαρξιστές συγγραφείς τονίζουν ότι η σύγχρονη ακροδεξιά έχει τόσο μια «ρεφορμιστική» όσο και μια «επαναστατική» πτέρυγα. Από τη μη μαρξιστική πλευρά, ο Cas Mudde περιγράφει την «ακροδεξιά» [“far right”] ως «εκείνους στα δεξιά που είναι “αντισυστημικοί”, που εδώ ορίζονται ως εχθρικοί προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία».[7] Χωρίζει την άκρα δεξιά [“extreme right”] σε δύο ακόμη κατηγορίες: την «ακραία δεξιά», η οποία «απορρίπτει την ουσία της δημοκρατίας, δηλαδή τη λαϊκή κυριαρχία και την κυριαρχία της πλειοψηφίας», και τη «ριζοσπαστική δεξιά» [“radical right”], η οποία «αποδέχεται την ουσία της δημοκρατίας, αλλά αντιτίθεται σε θεμελιώδη στοιχεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κυρίως στα δικαιώματα των μειονοτήτων, το κράτος δικαίου και τη διάκριση των εξουσιών».[8] Ως εκ τούτου, ενώ και οι δύο αντιτίθενται στη μεταπολεμική φιλελεύθερη συναίνεση, το κάνουν με αξιοσημείωτα διαφορετικούς τρόπους: «Ενώ η ακραία δεξιά είναι επαναστατική, η ριζοσπαστική δεξιά είναι περισσότερο ρεφορμιστική».[9]
Από την πλευρά των μαρξιστών, ο Neil Davidson και ο David Renton κάνουν παρόμοιες διακρίσεις. Κατά την άποψη του Davidson[10], η φασιστική και η μη φασιστική σκληρή δεξιά [hard right] μοιράζονται «μια πρωταρχική κοινωνική βάση μελών υποστήριξης σε ένα ή περισσότερα στρώματα της μεσαίας τάξης» και «μια ιδεολογία ακραίου εθνικισμού, στην οποία το έθνος βρίσκεται συνήθως υπό διπλή απειλή από πάνω και από μέσα από προδοτικές ελίτ και από κάτω και από έξω από διασπαστικούς εξωτερικούς εισβολείς». Εκτός από αυτά τα κοινά σημεία, ο Davidson εντοπίζει τρεις βασικές διαφορές. Πρώτον, σε αντίθεση με άλλα τμήματα της σκληρής δεξιάς, τα φασιστικά κινήματα επιδιώκουν να καταστρέψουν τις οργανώσεις της εργατικής τάξης. Δεύτερον, ενώ οι φασίστες μπορεί να κάνουν χρήση των εκλογών για να κερδίσουν την εξουσία, βασίζονται κυρίως στην παραστρατιωτική οργάνωση και τη βία, ενώ η μη φασιστική σκληρή δεξιά είναι κυρίως εκλογική, επιδιώκοντας να αποκτήσει αξιώματα μέσω της κανονικής λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας. Τρίτον, ενώ ο στόχος της μη φασιστικής σκληρής δεξιάς είναι αποκαταστατικός, αποσκοπώντας «να ωθήσει τις λαϊκές συμπεριφορές και τα νομικά δικαιώματα πίσω σε κάποια χαμένη Χρυσή Εποχή, σε μια εποχή πριν η ομοιογένεια του λαού μολυνθεί από τη μετανάστευση και οι αρετές του διακυβευθούν από τις παρακμιακές ελίτ», ο φασισμός χαρακτηρίζεται από
«ένα σχέδιο μετασχηματισμού που επιδιώκει τη δημιουργία μιας “νέας” κοινωνίας, την τελική πραγμάτωση ενός εθνικού πεπρωμένου που μέχρι τώρα είχε απορριφθεί. Αλλά για να επιτευχθεί αυτό ο λαός –που αναπόφευκτα γίνεται αντιληπτός με φυλετικούς όρους– πρέπει να εξαγνιστεί, να αποδειχθεί άξιος του κόσμου που οι φασίστες ελπίζουν να δημιουργήσουν.»[11]
Με άλλα λόγια, οι διαφορές μεταξύ της φασιστικής και της μη φασιστικής πτέρυγας της σκληρής δεξιάς δεν είναι απλώς διαφορές μεθόδου – δηλαδή, δεν είναι μόνο ότι οι φασίστες καταφεύγουν σε εξωκοινοβουλευτική δραστηριότητα. Υπάρχει επίσης διαφορά στον σκοπό. Αυτό είναι που κάνει τον φασισμό «επαναστατικό» και τη μη φασιστική σκληρή δεξιά «ρεφορμιστική». Κατά την άποψη του Davidson, η κατάληψη της εξουσίας από τους φασίστες είναι «πολιτική επανάσταση», δηλαδή είναι «δράση που αλλάζει τη φύση και το προσωπικό του πολιτικού καθεστώτος χωρίς να αλλάζει τον τρόπο παραγωγής». Συμφωνώντας σε μεγάλο βαθμό με την ανάλυση του Davidson, ο Renton παρατηρεί ότι μπορεί κανείς να σκεφτεί αυτές τις αντιθέσεις μεταξύ των διαφορετικών παραδόσεων της δεξιάς από την άποψη του «πόσο μακριά είναι διατεθειμένες να φτάσουν στην υπεράσπιση του καπιταλισμού».[12] Όπως συνεχίζει να επισημαίνει ο Renton:
«Για τους συντηρητικούς, τα καλύτερα μέσα είναι η διατήρηση των κοινωνικών σχέσεων που ήδη υπάρχουν∙ για τους ακροδεξιούς το καθήκον είναι η αποκατάσταση των σχέσεων που θεωρούνται ότι έχουν χαθεί∙ για τους φασίστες ο στόχος είναι η αντεπανάσταση, το έθνος πρέπει να εκκαθαριστεί από τους εχθρούς του.»[13]
Τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της «ρεφορμιστικής» και της «επαναστατικής» πτέρυγας της σκληρής δεξιάς. Τελικά, και οι δύο βλαστάνουν στο ίδιο ιδεολογικό φυτώριο και, όπως θα δούμε αναλυτικά παρακάτω στο πλαίσιο των ΗΠΑ, η «έλξη» που ασκούν το ένα στο άλλο τα διάφορα τμήματα της δεξιάς δημιουργεί συχνά μια δυναμική, αν και ευμετάβλητη, αλληλεπίδραση, με μεμονωμένα πολιτικά κόμματα να μετατοπίζονται από πιο «ρεφορμιστικούς» σε πιο «επαναστατικούς» τρόπους και το αντίστροφο.[14] Παρόλα αυτά, όσο σχεσιακές και ασταθείς και αν είναι οι διαφορές μεταξύ αυτών των πτερύγων της σκληρής δεξιάς, υπάρχουν και είναι απαραίτητο να τις έχουμε υπόψη μας αν θέλουμε να κατανοήσουμε την πολιτική δυναμική, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες των σύγχρονων ακροδεξιών κινημάτων όπως ο Τραμπισμός.
Γιατί ο Τραμπ είναι κεντριστής
Όπως πολλοί αναγνώστες θα έχουν πιθανώς υποθέσει μέχρι αυτό το σημείο, αυτό εννοούμε όταν αποκαλούμε τον Τραμπ μεταφορικά «κεντριστή». Όπως οι ιστορικοί «κεντριστές» στέκονταν ή ταλαντεύονταν μεταξύ της ρεφορμιστικής και της επαναστατικής Αριστεράς, έτσι και ο Τραμπ στέκεται ή ταλαντεύεται μεταξύ της «ρεφορμιστικής» και της «επαναστατικής» ακροδεξιάς. Αυτή η ανάλυση έρχεται σε αντίθεση με ένα σημαντικό μέρος της αρθρογραφίας σχετικά με το αν ο Τραμπ είναι φασίστας, μεγάλο μέρος της οποίας τείνει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι, με μικρή αμφισβήτηση. Πιστεύουμε ότι αυτό οφείλεται εν μέρει στην τάση να εξετάζονται όλα τα ακροδεξιά κινήματα μέσα από τον φακό του φασισμού, αντί να τοποθετείται ο φασισμός ως μια μορφή ακροδεξιάς πολιτικής μεταξύ πολλών.
Με αφορμή την 6η Ιανουαρίου, ο Robert O. Paxton, συγγραφέας ενός σημαντικού βιβλίου που προσπάθησε να καθιερώσει έναν πιο συνοπτικό ορισμό του φασισμού[15], έγραψε ένα άρθρο που παρέχει ένα αρκετά λεπτομερές περίγραμμα των ζητημάτων που αφορούν τον Τραμπ και οδηγούν τον κόσμο να βλέπει την απειλή του φασισμού στις πολιτικές του επιτυχίες[16]. Μια ομοιότητα που σημειώνει ο Paxton μεταξύ του Τραμπ και των ιστορικών φασιστών ηγετών είναι η χρήση της σύγχρονης επικοινωνίας από τον Τραμπ για να μιλήσει για εθνική παρακμή, απηχώντας τα γραπτά του Τρότσκι σχετικά με το πώς ο φασισμός είναι η νεωτερικότητα και η αντίδραση μαζί, ένα «πολιτιστικό έκτρωμα»[17].
Για τον Paxton, όπως και για πολλούς άλλους, η 6η Ιανουαρίου, με την τρομακτική εικόνα των τραμπιστών που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο για να προσπαθήσουν να κρατήσουν τον Τραμπ στην εξουσία, αποτέλεσε σημείο καμπής στον Τραμπισμό. Αυτό το γεγονός έκανε τον Paxton να δει τον Τραμπ ως φασίστα, ενώ αρχικά δεν το έκανε. Πράγματι, ο Davidson, του οποίου οι διακρίσεις μεταξύ της φασιστικής και της μη φασιστικής σκληρής δεξιάς υπήρξαν σημαντικές για τη δική μας ανάλυση, παρατήρησε ότι «αν ηττηθεί το 2020, ο Τραμπ είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επικαλεστεί εκλογική απάτη, αλλά δεν θα επιχειρήσει να προσκολληθεί στην εξουσία μέσω πραξικοπήματος». Σε αυτό το σημείο, η ιστορία έχει αποδείξει σαφώς ότι έκανε λάθος.
Ο Paxton συγκρίνει το αποτυχημένο πραξικόπημα του Τραμπ με τις αναταραχές των βετεράνων στις 6 Φεβρουαρίου 1934 στη Γαλλία. Οι ταραχές αυτές έλαβαν χώρα στην Πλας ντε λα Κονκόρντ στο Παρίσι, κοντά στο κτίριο της Εθνοσυνέλευσης. Ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς, δημαγωγικής εκστρατείας των φασιστών και των υποστηρικτών τους εναντίον της κοινοβουλευτικής διαφθοράς και προκάλεσαν μεγάλη πολιτική κρίση, με αποτέλεσμα την παραίτηση του πρωθυπουργού Εντουάρ Νταλαντιέ. Παρά τους παραλληλισμούς, ο Paxton καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η 6η Ιανουαρίου άφησε ειρωνικά τον Τραμπισμό με λιγότερη υποστήριξη στην αμερικανική κοινωνία από ό,τι οι ταραχές των βετεράνων για την ακροδεξιά στη Γαλλία. Κατά την άποψη του Paxton, εκείνες οι ταραχές βάθυναν τις διαιρέσεις στη γαλλική κοινωνία και άνοιξαν το δρόμο για το καθεστώς Βισύ των συνεργατών των Ναζί.
Η ανάλυση του Paxton εγείρει ένα σοβαρό ζήτημα. Ο Τραμπισμός περιλαμβάνει ακροδεξιά στοιχεία που επιδίδονται σε βία σε επίπεδο δρόμου με ενίοτε θανατηφόρα αποτελέσματα, όπως ίσως φάνηκε πιο έντονα στο Σάρλοτσβιλ το 2017. Το QAnon ως θεωρία συνωμοσίας και κίνημα έχει δημιουργήσει έναν μεσσιανικό μύθο γύρω από τον Τραμπ. Στις 6 Ιανουαρίου αναμφίβολα ο όχλος προσπάθησε να εμποδίσει μια επίσημη, αστικοδημοκρατική παράδοση της εξουσίας, με τον Τραμπ να τους ενθαρρύνει να το κάνουν.
Παρ’ όλα αυτά, προκύπτουν σοβαρές περιπλοκές. Αρχικά, τα επιμέρους κίνητρα των διαδηλωτών της 6ης Ιανουαρίου ήταν ανομοιογενή. Ορισμένοι μπορεί να γνώριζαν ότι επρόκειτο για πραξικόπημα και ήθελαν να ανατρέψουν τη δημοκρατία για να κάνουν τον Τραμπ τον Φύρερ τους. Ωστόσο, πολλοί πίστεψαν σε συνωμοσίες ότι μια σκιώδης συμμορία Δημοκρατικών είχε διαστρεβλώσει την εκλογική διαδικασία και επομένως θεωρούσαν ότι υπερασπίζονταν την αμερικανική δημοκρατία.
Δύο πράγματα μας έρχονται στο μυαλό εδώ. Πρώτον, όπως σημειώνει ο Davidson, σε αντίθεση με τη ρητή εχθρότητα του ιστορικού φασισμού προς τη δημοκρατία ως «εμπόδιο στην καθαρή έκφραση της λαϊκής βούλησης στην οποία το κόμμα ή ο ηγέτης τους έχει άμεση πρόσβαση», ο σύγχρονος φασισμός μπορεί να επιδείξει διπλή στάση απέναντι στη δημοκρατία, ακόμη και αν θα εξακολουθήσει να προσπαθεί να καταπνίξει τη δημοκρατία όταν βρεθεί στην εξουσία. Έτσι, το να εμφανίζεται ο Τραμπ ως υποστηρικτής ενός δημοκρατικού αποτελέσματος ενάντια στις μηχανορραφίες ενός διεφθαρμένου κατεστημένου, και πολλοί από τους υποστηρικτές του να το πιστεύουν αυτό, δεν αποκλείει αυτόματα το ότι ο Τραμπ είναι φασίστας. Παρ’ όλα αυτά, η επισήμανση που έγινε νωρίτερα σχετικά με το πώς ο φασισμός διακρίνεται όχι μόνο από την προσφυγή του σε εξωκοινοβουλευτικές μεθόδους, αλλά και από τον σκοπό του, εξακολουθεί να ισχύει.
Το διαβόητο σύνθημα του Τραμπ «Να κάνουμε την Αμερική Μεγάλη Ξανά» [Make America Great Again / MAGA] είναι θεμελιωδώς αποκαταστατικό. Ενώ τα φασιστικά κινήματα συχνά επικαλούνται ένα μυθοποιημένο εθνικό παρελθόν, όπως προαναφέρθηκε, αυτό συνδυάζεται με ένα πολύ πιο συνειδητό και εμπεριστατωμένο σχέδιο δημιουργίας μιας νέας κοινωνίας που πραγματώνει το απαρνημένο πεπρωμένο του έθνους. Παρόλο που ο Τραμπ υπόσχεται πιο εκτεταμένες αντικαταστάσεις του προσωπικού στην ομοσπονδιακή δημόσια διοίκηση των ΗΠΑ και σε άλλους κρατικούς μηχανισμούς, αυτό απέχει πολύ από μια πολιτική επανάσταση, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη του ότι, σε σύγκριση με χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οι προσλήψεις και οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων στις ΗΠΑ είναι ήδη πολύ πολιτικά κομματικοποιημένες.
Δεύτερον, ενώ ο Τραμπ μπορεί να έχει τους τραμπούκους του, συμπεριλαμβανομένων των ακροδεξιών πολιτοφυλακών, και να έχει ενθαρρύνει τη βία κατά των πολιτικών αντιπάλων στο εσωτερικό, σε σύγκριση με τον ιστορικό φασισμό, η οργάνωση και η ανάπτυξη της εξωθεσμικής βίας από τον Τραμπ ήταν πολύ μη συστηματοποιημένη. Όπως το θέτει ο διάσημος ιστορικός του Τρίτου Ράιχ Richard J. Evans, αυτό που είδαμε από τον Τραμπ και τους υποστηρικτές του ακόμη και μετά την 6η Ιανουαρίου «δεν συγκρίνεται με τις εκατοντάδες χιλιάδες ένοπλων και ένστολων ταγμάτων εφόδου και Squadristi που οι ναζιστές και φασίστες ηγέτες έβγαζαν καθημερινά στους δρόμους τη δεκαετία του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 για να εκφοβίσουν, να ξυλοκοπήσουν, να συλλάβουν, να φυλακίσουν και συχνά να σκοτώσουν πολιτικούς αντιπάλους»[18].
Βλέπει κανείς αυτή την αντίθεση στην ίδια την 6η Ιανουαρίου. Η έφοδος των ταραξιών στο Καπιτώλιο δεν ήταν μια οργανωμένη, προσχεδιασμένη απόπειρα του Τραμπ να καταλάβει την εξουσία και, όταν ο Τραμπ κάλεσε τις εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις γύρω από τον Τραμπισμό, ήταν πολύ λίγο και πολύ αργά. Έχασε την πρωτοβουλία να συσπειρώσει αυτές τις δυνάμεις και να αναλάβει τη διοίκηση, και τελικά αποδείχθηκαν υπερβολικά ανομοιογενείς και απείθαρχες για μια επιτυχημένη επίθεση στους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας.
Για να είμαστε σαφείς, δεν ισχυριζόμαστε ότι τα λόγια και οι πράξεις του Τραμπ πριν από την ανταρσία δεν την ενθάρρυναν: είναι σαφές ότι οι ταραξίες έβλεπαν τον Τραμπ ως ηγέτη τους και ένιωθαν ενθαρρυμένοι από τους συνεχείς ισχυρισμούς του περί «κλεμμένων εκλογών». Αντίθετα, επισημαίνουμε ότι η σχέση του Τραμπ με εκείνους τους υποστηρικτές του που είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν εξωθεσμική βία δεν είναι προφανώς η πολύ άμεση σχέση διοικητή-στρατιώτη που χαρακτήριζε τις ιστορικές φασιστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το κίνημα δεν μπορεί ποτέ να γίνει πιο οργανωμένο και αποτελεσματικό. Όπως και οι εξεγέρσεις των βετεράνων του 1934, η 6η Ιανουαρίου έχει κάποιες αποχρώσεις από το αποτυχημένο πραξικόπημα της μπυραρίας των Ναζί στο Μόναχο στις 8-9 Νοεμβρίου 1923. Όπως παρατηρεί ο Evans, από εκείνη την εμπειρία, ο Χίτλερ έμαθε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει την εξουσία μέσω μιας ανοιχτής, ένοπλης σύγκρουσης με την κυβέρνηση και ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει την κάλπη και να κερδίσει «την υποστήριξη της πολιτικής ελίτ, του στρατού, των επιχειρήσεων, της δημόσιας διοίκησης και της αστυνομίας». Οι εκλογικές επιτυχίες των Ναζί το 1932 και το 1933 επέτρεψαν τον διορισμό του Χίτλερ ως καγκελάριου και την εδραίωση της εξουσίας του μόλις ανέλαβε το αξίωμα. Κοιτάζοντας τη νέα εκστρατεία του Τραμπ για την προεδρία, μπορεί κανείς δικαιολογημένα να αναρωτηθεί αν θα μπορούσε να επιτύχει κάτι παρόμοιο.
Έχουμε λόγους να αμφιβάλλουμε. Ενώ οι Ναζί έκαναν χρήση των εκλογών για να έρθουν στην εξουσία, αυτή η εκλογική στρατηγική αναπτύχθηκε παράλληλα με ένα αναπτυσσόμενο, συντονισμένο κίνημα του δρόμου και ένα καθεστωτικό παραστρατιωτικό σώμα, με τα SA να φτάνουν περίπου τα 400.000 μέλη μέχρι τον Ιανουάριο του 1932.[19] Στα τρία χρόνια από την έφοδο στο Καπιτώλιο, οι απλοί Τραμπίστες έχουν γίνει λιγότερο οργανωμένοι, όχι περισσότερο, με εξαίρεση τα «Freedom Caucuses»[20] που υπάρχουν τώρα σε ορισμένες βαθιά κόκκινες [τραμπικές] πολιτείες.
Ο Τραμπ συνέχισε τους ισχυρισμούς του περί συνωμοσίας, αλλά επέστρεψε στην εκλογική πορεία προς τον Λευκό Οίκο αντί για τη βία, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Κανένα οργανωμένο κίνημα του δρόμου ή παραστρατιωτικό δεν έχει εμφανιστεί, και πολλοί από τους Πραγματικούς Πιστούς που μπορεί να συμμετείχαν στην 6η Ιανουαρίου είναι τώρα διωκόμενοι, αποθαρρυμένοι, ή τόσο αποτρελαμένοι ώστε να αποτελούν πολύ αναξιόπιστους Φαιοχίτωνες.
Έπειτα, υπάρχει το σημαντικό ζήτημα της υποστήριξης της άρχουσας τάξης. Όπως παρατηρούν οι Kit Wainer και Charles Post,
«οι προσπάθειες του Τραμπ να διατηρήσει το αξίωμά του παρά την εκλογική ήττα απέτυχαν για έναν απλό λόγο: την πλήρη απουσία ενδιαφέροντος μεταξύ των κορυφαίων καπιταλιστών ή των κρατικών γραφειοκρατών να εξαλείψουν ή έστω να αποδυναμώσουν τη συνταγματική τάξη προκειμένου να παρατείνουν την προεδρία του Τραμπ... Κανένας από τους παίκτες που χρειαζόταν ο Τραμπ για να παίξει κεντρικούς ρόλους στις προσπάθειές του να κρατηθεί στην εξουσία δεν είχε κανένα κίνητρο να συνεργαστεί. Αντιθέτως, το μέλλον τους ήταν συνδεδεμένο με τη σταθερότητα του καπιταλιστικού κράτους, ενός κράτους του οποίου τα όρια δεν μπορούν εύκολα να διευρυνθούν από έναν μεμονωμένο πολιτικό.»[21]
Αυτό έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη σημαντική υποστήριξη από τους κορυφαίους καπιταλιστές και τις πολιτικές ελίτ που απέκτησαν οι Ναζί μεταξύ του πραξικοπήματος της μπυραρίας του 1923 και της ανακήρυξης του Χίτλερ σε Φύρερ το 1934, καθώς και με την υποστήριξη που απέκτησε η νέα Δεξιά στη Γαλλία μεταξύ των ταραχών των βετεράνων του 1934 και της ίδρυσης του καθεστώτος του Βισύ το 1940. Αν και η πορεία του Τραμπ προς την προεδρική υποψηφιότητα των Ρεπουμπλικάνων δείχνει το βαθμό στον οποίο απολαμβάνει την πολιτική ηγεμονία στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και την υποστήριξη των ακροδεξιών [right-wing] δεξαμενών σκέψης, αυτό από μόνο του δεν σημαίνει ότι έχει ή είναι πιθανό να κερδίσει ακόμη και την απρόθυμη υποστήριξη των κυρίαρχων τάξεων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Τραμπ στερείται εντελώς την εμπιστοσύνη της άρχουσας τάξης, και έχει κάποιο πεδίο ελευθερίας στον ριζοσπαστισμό του λόγω του άκαμπτου σήμερα δικομματικού συστήματος των ΗΠΑ. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι αξιοσημείωτο ότι οι νομικές υποθέσεις για απάτη και σεξουαλική επίθεση που τον καταδιώκουν από το 2021 ήταν αρκετά καταστροφικές για τα προσωπικά και επιχειρηματικά του εισοδήματα. Φαίνεται ότι κανένας πλούσιος ευεργέτης δεν βοήθησε στην πληρωμή των προστίμων ή των χρεών του, καθιστώντας αναγκαία κάποια στιγμή την πώληση περιουσίας ή την κήρυξη πτώχευσης. Έτσι, για να το αποτρέψει αυτό, καταφεύγει στο να πλασάρει φτηνά σκουπίδια στους Πραγματικούς Πιστούς του για να συγκεντρώσει κεφάλαια και να καθυστερήσει το αναπόφευκτο μέχρι να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο.
Αν και δεν είναι καθόλου αδύνατο, θα ήταν σίγουρα περίεργο για την αστική τάξη να θεωρήσει σκόπιμο να κάνει δικτάτορα τον άνθρωπο που δεν εμπιστεύεται αρκετά για να του δανείσει χρήματα. Και ενώ σίγουρα ζούμε σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από επικαλυπτόμενες κρίσεις (π.χ. κλιματική αλλαγή, μαζική ακούσια μετανάστευση), καθώς και από μεγάλα κύματα κινητοποιήσεων (π.χ. Black Lives Matter, αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη) που έχουν προκαλέσει κατασταλτικά μέτρα νόμου και τάξης, αυτά δεν απειλούν τη συνολική σταθερότητα της αστικής κυριαρχίας ή του καπιταλιστικού συστήματος με τον τρόπο που το έκαναν οι συνθήκες εκτεταμένης στρατιωτικοποίησης και αποστράτευσης, εκτεταμένης ανεργίας, υψηλού πληθωρισμού, καθώς και η Ρωσική Επανάσταση και τα επακόλουθα μαζικά εργατικά κινήματα στην Ευρώπη λίγο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με άλλα λόγια, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμία κρίση τέτοιου είδους που θα μπορούσε εύλογα να χρησιμοποιηθεί για να μετατραπούν οι ΗΠΑ σε μια ολοκληρωμένη δικτατορία, πόσο μάλλον για να επιχειρηθεί η αναδιαμόρφωση της κοινωνίας σε επαναστατικό βαθμό, όπως γίνεται με τους φασίστες. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε προσπάθεια του Τραμπ να το κάνει αυτό θα στερούνταν σχεδόν σίγουρα οποιασδήποτε σημαντικής υποστήριξης από την άρχουσα τάξη και θα διάβρωνε την όποια υποστήριξη της άρχουσας τάξης ή την πιο μετριοπαθή υποστήριξη που απολαμβάνει σήμερα.
Γιατί ο «κεντρισμός» του Τραμπ τον καθιστά επικίνδυνο
Όπως έχει ήδη υπονοηθεί στη συζήτησή μας για την ιστορική «Δυόμισι Διεθνή», η θέση των αριστερών κεντριστών με την παλαιότερη μαρξιστική έννοια συχνά θεωρούνταν αδύναμη: πολύ ριζοσπαστική για την αξιοπρέπεια της προσανατολισμένης προς τις εκλογές, ρεφορμιστικής Αριστεράς, αλλά πολύ άτολμη για να είναι αισθάνεται βολικά δίπλα στους επαναστάτες, αφήνοντας τους κεντριστές να αμφιταλαντεύονται απελπιστικά μεταξύ των δύο. Αν λοιπόν ο Τραμπ και όσοι του μοιάζουν βρίσκονται σε ανάλογη θέση στη Δεξιά, γιατί αυτό αποτελεί λόγο ανησυχίας; Δεν θα υπέκυπτε σίγουρα στην ίδια αδυναμία;
Το ζήτημα εδώ έγκειται στη σχέση μεταξύ αυτών των ιδεολογιών από τη μια πλευρά και του κεφαλαίου από την άλλη. Όταν οι κεντριστές της Αριστεράς αντιμετωπίζουν πίεση από το κεφάλαιο, πρέπει να επιλέξουν αν θα ταχθούν με τους επαναστάτες ή τους υποστηρικτές του κοινοβουλευτικού δρόμου –αλλά οι καπιταλιστές απειλούνται πολύ περισσότερο από την Αριστερά παρά από τη Δεξιά, ακόμη και όταν αυτή η Δεξιά είναι «επαναστατική». Ως επί το πλείστον, οι φασίστες και άλλα ακροδεξιά κινήματα έχουν αφήσει τον καπιταλισμό άθικτο μετά την ανάληψη της εξουσίας, ακόμη και όταν τα κινήματα αυτά έχουν βασιστεί σε μεγάλο βαθμό σε αντικαθεστωτική ή φιλοεργατική ρητορική. Σε μια κρίση τόσο σοβαρή που τα συνήθη μέσα διατήρησης της κυριαρχίας αποδεικνύονται ανεπαρκή, οι καπιταλιστές βλέπουν τον φασισμό ως ένα ασφαλέστερο στοίχημα από την αποτυχημένη κυρίαρχη πολιτική ή την απειλή μιας εργατικής επανάστασης, και αυτό το πλεονέκτημα προσφέρεται ακόμη περισσότερο στους λιγότερο «επαναστατικούς» -αν και ανορθόδοξους- πολιτικούς της άκρας δεξιάς.
Από πολλές απόψεις, αυτό κάνει τον Τραμπ ισχυρότερο και λιγότερο εύκολα καταπολεμήσιμο από τον φασισμό. Η ικανότητά του να στέκεται ανάμεσα στη «μεταρρύθμιση» και την «επανάσταση» στην άκρα δεξιά του επιτρέπει να χρησιμοποιεί τους τυπικούς δημοκρατικούς μηχανισμούς, όπως η Εθνική Επιτροπή των Ρεπουμπλικάνων, αλλά και να απευθύνεται σε εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις, όπως ο όχλος της 6ης Ιανουαρίου. Μπορεί να θέσει υποψηφιότητα σε μια δίκαιη δημοκρατική εκλογική διαδικασία, και στη συνέχεια να καταγγείλει παραβάσεις όταν χάσει και να ασκήσει διώξεις στα δικαστήρια. Οι πιο συντηρητικοί καπιταλιστές και οι δεξαμενές σκέψης που βρίσκονται πίσω από τον Τραμπ θα τον υποστηρίξουν. Και μέσα σε όλα αυτά, ο Τραμπ είναι απρόβλεπτος και ανυποχώρητος όπως πάντα, κρατώντας την αστική δημοκρατία σε ομηρία σαν την κορύφωση μιας ταινίας δράσης. Δεν ξέρουμε αν ο Τραμπ τη χρειάζεται για να παζαρέψει ή απλώς θα την πυροβολήσει και θα προσπαθήσει να γλιτώσει μέσα στο χάος.
Σε πρόσφατο άρθρο του, ο Renton παρουσιάζει μια πιθανή εικόνα της δεύτερης προεδρίας του Τραμπ[22]. Απορρίπτει τη στενή ανάλυση του πόσο φασιστική είναι μια δεδομένη προσωπικότητα σύμφωνα με μια λίστα ελέγχου ιδανικών-τυπικών χαρακτηριστικών. Πρέπει να εξετάσουμε τις συνθήκες, τόσο ιστορικά όσο και στο παρόν. Ο Τραμπ δεν χρειάζεται μια φασιστική επανάσταση για να καταστεί επικίνδυνος δικτάτορας. Οι θεσμικές δομές και πρακτικές των ΗΠΑ έχουν ήδη αρκετά αντιδημοκρατικά στοιχεία, όπως η καταστολή των ψηφοφόρων και οι εκλογικοί κανόνες που αποκλείουν τρίτα κόμματα από τις εκλογές, τα οποία θα μπορούσαν να επιτρέψουν τη μετάβαση σε μια αυταρχική «διαχειριζόμενη δημοκρατία» όπως η Ουγγαρία –στην οποία η δημοκρατία και τα μέσα ενημέρωσης εξακολουθούν να υπάρχουν επισήμως, αλλά ελέγχονται σφικτά από το κυβερνών κόμμα– χωρίς να καταφύγουν στον φασισμό. Αυτό απαιτεί κάποια διευκρίνιση: όπως σημειώνει ο Mudde, η περίπλοκη ομοσπονδιακή δομή των ΗΠΑ, με σημαντικές αρμοδιότητες που διατηρούνται από τις πολιτείες, αποτρέπει μια κατάληψη εξουσίας τύπου Όρμπαν που αλλάζει το σύνταγμα, αφού η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν μπορεί να ελέγχει ολόκληρη την πολιτική ατζέντα της χώρας[23]. Παρόλα αυτά, ακόμη και χωρίς μια τέτοια προσφυγή σε μείζονες συνταγματικές αλλαγές, αναδύεται ένα απειλητικό μοτίβο: ένα μοτίβο το οποίο ο Renton συγκρίνει με ένα «τέρας του Φρανκενστάιν» του φασισμού, που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί πλήρως ή ξεκαθαριστεί, αλλά παίρνει πάντως κάποια τρομακτική μορφή.
Ο «ακροδεξιός κεντρισμός» για τον οποίο μιλάμε δίνει στον Τραμπ μια ορισμένη δυναμική, για όσο διάστημα ο συνασπισμός των ακροδεξιών και συντηρητικών δυνάμεων που τον στηρίζουν θα είναι ισχυρός. Από άλλες απόψεις, ο «κεντρισμός» του Τραμπ τον κάνει πιο αδύναμο. Χωρίς μια αρκετά σημαντική κρίση, οι κορυφαίοι καπιταλιστές και οι κρατικοί γραφειοκράτες είναι απίθανο να υποχωρήσουν μπροστά σε οποιεσδήποτε δικτατορικές φιλοδοξίες. Εν τω μεταξύ, οι σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές του Τραμπ αναμένουν προεδρικές αμνηστεύσεις για τις 6 Ιανουαρίου και την επέκταση της «αποξήρανσης του βάλτου» σε μια ολοκληρωτική εκκαθάριση των διαβολικών δυνάμεων της αμερικανικής κοινωνίας, είτε πρόκειται για επαγρυπνούντες Δημοκρατικούς, τρανς άτομα και τραβεστί, είτε για παιδόφιλους που σνιφάρουν αδρενόχρωμα[24], είτε για οποιεσδήποτε άλλες χάρτινες τίγρεις που θα μπορούσαν να επικαλεστούν τα εντυπωσιοθηρικά, ακροδεξιά [right-wing] μέσα ενημέρωσης και οι συνωμοσιολογικές διαδικτυακές κοινότητες.
Αν το παρατραβήξει, ο συνασπισμός του Τραμπ θα καταρρεύσει και, όπως και οι κεντριστές της Αριστεράς, ο Τραμπ θα αναγκαστεί να προσχωρήσει στη μεταρρύθμιση ή στην επανάσταση, με οποιαδήποτε επιλογή να αποξενώνει ένα σημαντικό τμήμα της πολιτικής του βάσης υποστήριξης. Αν αυτό που περιγράφει ο Renton είναι μια πιθανή έκβαση μιας δεύτερης προεδρίας Τραμπ, μια άλλη είναι να βρεθεί ο Τραμπ να τον καταπίνει το ρήγμα μεταξύ της ρεφορμιστικής και της επαναστατικής πτέρυγας της εκλογικής του βάσης.
Πράγματι, αυτό ακριβώς συνέβη στις 6 Ιανουαρίου. Η αποτυχία του να χρησιμοποιήσει την επαναστατική δύναμη (και η προαναφερθείσα κακή πειθαρχία του όχλου του) οδήγησαν τον Τραμπ να επανέλθει στην εκλογική πολιτική, υποστηριζόμενος από έναν πιο συμβατικό πολιτικό μηχανισμό. Μπορεί να εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι οι τελευταίες εκλογές ήταν κλεμμένες, αλλά επέλεξε να προσπαθήσει να πολεμήσει μέσω των ίδιων των δικαστηρίων και των δημοσκοπήσεων που κάποτε κατασυκοφάντησε.
Γιατί δεν πρόκειται για «υφέρποντα φασισμό»
Σε αυτό το σημείο, ένας σκεπτικιστής θα μπορούσε να παραδεχτεί ότι ο Τραμπ δεν ταιριάζει απόλυτα στο κλασικό φασιστικό καλούπι, αλλά θα εξακολουθήσει να υποστηρίζει, σύμφωνα με τον αείμνηστο Neil Faulkner και τους ομοϊδεάτες του, ότι ο Τραμπισμός αντιπροσωπεύει μια μορφή «υφέρποντος φασισμού» που είναι ένα αρχικό φαινόμενο της σταδιακής εμβάθυνσης των αντιδραστικών τάσεων μέσα στην κυρίαρχη αστική πολιτική.[25] Σύμφωνα με αυτή την άποψη, επιμένοντας πολύ εύκολα στη στενή εφαρμογή των κριτηρίων ορισμού του φασισμού, αντιμετωπίζοντας έτσι σιωπηρά τον φασισμό λιγότερο ως μια δυναμική πολιτική διαδικασία και περισσότερο ως μια σταθερή υπαρκτή κατάσταση, κινδυνεύουμε να ελαχιστοποιήσουμε την απειλή που συνιστά η νέα ακροδεξιά.
Πράγματι, υπάρχουν ορισμένες ομοιότητες μεταξύ της ανάλυσής μας και εκείνης που προβάλλεται από τους υποστηρικτές της θέσης του υφέρποντος φασισμού. Συμφωνούμε ότι πρέπει να υπάρχει κάποια αλληλοεπικάλυψη ή διαπερατότητα μεταξύ της συστημικής δεξιάς [right-wing] πολιτικής και της ακροδεξιάς, συμπεριλαμβανομένης της φασιστικής δεξιάς, και ότι θα ήταν υπερβολικά άκαμπτο να περιμένουμε ότι ο σύγχρονος φασισμός θα είναι ακριβής καθρέφτης του κλασικού φασισμού, δεδομένων των εξαιρετικά διαφορετικών ιστορικών συνθηκών. Επίσης, υποστηρίζουμε ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί απέναντι σε αυτό που θα ονομάζαμε φασιστικά στοιχεία ή δυνατότητες μέσα στα νέα ακροδεξιά κινήματα, όπως αυτά που συζητήσαμε σε σχέση με τον Τραμπισμό.
Παρά αυτά τα σημεία συμφωνίας, θεωρούμε ότι η θέση του υφέρποντος φασισμού είναι θεμελιωδώς λανθασμένη. Ενώ, όπως αναγνωρίσαμε προηγουμένως μέσω του Renton, υπάρχουν σοβαρά όρια στις προσεγγίσεις «λίστας ελέγχου» για τον προσδιορισμό του φασισμού, από τις μεθόδους μέχρι την ιδεολογία και τον ταξικό χαρακτήρα, η ανάλυση του Faulkner και των συνεργατών του συγγραφέων καταλήγει να εγκαταλείπει όπως φαίνεται κάθε ουσιαστική διάκριση μεταξύ του φασισμού και άλλων μορφών αντιδραστικής πολιτικής. Για παράδειγμα, δηλώνουν ότι, αντί να ορίζεται από την πολιτοφυλακή με τις αρβύλες, ή ακόμη και από εξωκοινοβουλευτικές πολιτικές δυνάμεις ευρύτερα, ο φασισμός είναι απλώς «ένα μαζικό κίνημα της δεξιάς.... Κατασκευάζει ένα κίνημα γύρω από αντιδραστικούς μύθους του έθνους, της φυλής, της οικογένειας, μιας παραδοσιακής τάξης και ενός φανταστικού παρελθόντος.»[26]
Ωστόσο, αυτό μπορεί να περιγράψει τις περισσότερες μορφές εθνικισμού, ιδίως τις πιο συντηρητικές μορφές του. Εξάλλου, κάθε ιδέα του έθνους βασίζεται σε ένα φανταστικό παρελθόν, ανθρώπους και παραδόσεις. Συνεπώς, μένει η εντύπωση ότι ο φασισμός είναι απλώς ένας αυταρχικός καπιταλισμός που έχει φτάσει στο ζενίθ. Πράγματι, οι ίδιοι οι συγγραφείς δηλώνουν ότι «δεν μπορεί να γίνει αυστηρή διάκριση μεταξύ του παραδοσιακού συντηρητισμού, του δεξιού “λαϊκισμού”... και του πλήρως εξελιγμένου φασισμού»[27].
Αυτό το πρόβλημα της συγκεχυμένης οριοθέτησης και της συνακόλουθης έλλειψης σαφήνειας γίνεται πολύ αισθητό στην ανάλυσή τους για τον Τραμπ, για τον οποίο οι περισσότερες από τις «φασιστικές» τάσεις που επισημαίνονται δεν είναι οι πιο ξεκάθαρα αυταρχικές τάσεις που έχουν επισημάνει άλλοι θεωρητικοί, αλλά οι συνηθισμένες μορφές δεξιάς κρατικής μισαλλοδοξίας που δυστυχώς ενδημούν στις ΗΠΑ, όπως η ρατσιστική αστυνόμευση. Παρά το γεγονός ότι δηλώνουν ότι βλέπουν τον Τραμπ ως υπόδειγμα ενός «κλασικού φασιστικού προγράμματος αυταρχισμού, εθνικισμού, ρατσισμού και μιλιταρισμού», οι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι είναι «τόσο διογκωμένος από ναρκισσισμό... που το να του αποδώσουμε οποιαδήποτε πολιτική ιδεολογία, ακόμη και μια τόσο ρηχή και ασυνάρτητη όπως ο φασισμός, φαίνεται διεστραμμένο».[28] Όταν προσπαθούν να ερμηνεύσουν την πολιτική του Τραμπ παρά την παραδοχή αυτή, καταλήγουν να αμφιταλαντεύονται έντονα για το αν είναι ένας νεοσυντηρητικός πολεμοκάπηλος ή ένας φασίστας απομονωτιστής. Αυτή η αδυναμία παραγωγής μιας συνεκτικής ανάλυσης υποδηλώνει σοβαρές αδυναμίες στο πλαίσιο που επέλεξαν οι συγγραφείς.
Επισημαίνουμε τις συγχύσεις που εντοπίζονται στη διατύπωση του «υφέρποντος φασισμού» και τις εφαρμογές της, επειδή, κατά την άποψή μας, είναι ενδεικτική ενός ευρύτερου προβλήματος της θεώρησης της ακροδεξιάς κυρίως με τον φακό του φασισμού. Με άλλα λόγια, υπάρχει η τάση να παρουσιάζεται σιωπηρά η δεξιά πολιτική σαν να κινείται σε μια ενιαία τροχιά, με οποιοδήποτε αντιδραστικό κίνημα, μορφή ή κόμμα είτε να κυλάει «προς τα πίσω» στον συνηθισμένο συντηρητισμό είτε να κυλάει «προς τα εμπρός» στον φασισμό. Αυτό συσκοτίζει τον τρόπο με τον οποίο μορφές αντιδραστικής πολιτικής μπορούν να αναδυθούν στο χώρο μεταξύ του συνηθισμένου συντηρητισμού και του φασισμού και να αποτελέσουν σοβαρή απειλή από μόνες τους.
Από αυτή την άποψη, προσπαθούμε να επιστρέψουμε στο πνεύμα εκείνων των μαρξιστών διανοητών που προσπάθησαν να διατυπώσουν μια θεωρία για τον φασισμό στις δεκαετίες του 1920 και του 30. Αυτοί οι ηγέτες και οι θεωρητικοί έζησαν σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν από ένα ευρύ φάσμα βίαιων, αντιδραστικών πολιτικών, όπως οι μοναρχικοί παλινορθωτές που συμμετείχαν στη Λευκή Τρομοκρατία. Ως εκ τούτου, έπρεπε να κατανοήσουν τι ήταν ιδιαίτερο στον χαρακτήρα και τη δυναμική του φασισμού ανάμεσα σε αυτές τις διάφορες μορφές βίαιης αντίδρασης. Ενώ τα ακριβή πολιτικά ρεύματα της αντιδραστικής δεξιάς σήμερα μπορεί να διαφέρουν από εκείνα του μεσοπολέμου, το γεγονός της ποικιλομορφίας στην αντίδραση πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη.
Αντιδρώντας στη νέα ακροδεξιά
Αυτό δεν είναι απλώς ένα ακαδημαϊκό ζήτημα ταξινόμησης. Το να θολώνει κανείς τα νερά σχετικά με το τι είναι φασισμός και τι είναι η νέα ακροδεξιά, αναπόφευκτα δυσκολεύει την Αριστερά να βρει τον καλύτερο τρόπο να απαντήσει στο ανερχόμενο, παγκόσμιο κύμα ακροδεξιών πολιτικών. Είναι σαφές ότι ο «κεντρισμός» του Τραμπ και παρόμοιων μορφών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στην κάλπη: Μια νίκη τους ενθαρρύνει, και μια ήττα είναι απλώς μια κλεμμένη νίκη. Στις χειρότερες περιπτώσεις, θα μπορούσαν να παραποιήσουν το σύστημα ως διαχειριζόμενη δημοκρατία ή να καλέσουν έναν όχλο για να εμφυσήσουν αντιδραστική βία. Αλλά η Αριστερά κινδυνεύει να δαιμονοποιηθεί ως ένας εξίσου βίαιος όχλος αν προβάλλουμε τα ίδια επιχειρήματα για τη φυσική αντιπαράθεση που θα προβάλλαμε όταν αντιμετωπίζουμε φασίστες, και να συμβάλουμε περαιτέρω σε μια ασταθή και διχαστική κατάσταση -με ασαφές κέρδος, αν ο αυταρχικός ηγέτης είναι ήδη στην εξουσία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι προκλήσεις της Αριστεράς υπό μια άλλη κυβέρνηση Τραμπ δεν θα περιλαμβάνουν κινητοποίηση σε επίπεδο δρόμου και φυσική αντιπαράθεση. Πράγματι, προβλέπουμε την ανάγκη για κάτι τέτοιο ενάντια, για παράδειγμα, σε ακροδεξιές διαδηλώσεις στα πρότυπα της συγκέντρωσης «Ενώστε τη Δεξιά» στο Σάρλοτσβιλ, και τονίζουμε την ανάγκη για το εργατικό κίνημα να αναπτύξει τις δικές του αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές εκστρατείες και μέσα.
Υπάρχει, ωστόσο, μια σημαντική διαφορά μεταξύ του πώς θα πρέπει να απαντήσουμε καλύτερα στις ακροδεξιές κινητοποιήσεις που ενθαρρύνονται από μια κυβέρνηση Τραμπ και του πώς θα πρέπει να απαντήσουμε καλύτερα σε ένα Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υπό την ηγεσία του Τραμπ γενικότερα. Για παράδειγμα, θα πρέπει να υιοθετήσουμε τακτικές απαγόρευσης λόγου εναντίον όλων των Ρεπουμπλικάνων με το σκεπτικό ότι το κόμμα τους είναι τώρα υποτίθεται φασιστικό; Ο Stuart Hall κάνει μια τρομακτικά προφητική παρατήρηση σχετικά με αυτό το σημείο στην περίφημη ανάλυσή του για τον αυταρχικό λαϊκισμό της Θάτσερ από το 1979:
«Υπάρχει μια αίσθηση κατά την οποία ο οργανωμένος φασισμός στην πολιτική σκηνή φαίνεται να επιλύει τα πάντα για την Αριστερά. Επιβεβαιώνει τις χειρότερες υποψίες μας, ξυπνώντας γνωστά στοιχειά και φαντάσματα. Ο φασισμός και η οικονομική ύφεση μαζί φαίνεται να καθιστούν διαφανείς τις συνδέσεις εκείνες που τις περισσότερες φορές είναι αδιαφανείς, κρυμμένες και απωθημένες. Ας μείνουμε μακριά από όλες αυτές τις θεωρητικές υποθέσεις που σπαταλούν χρόνο! Οι μαρξιστικές εγγυήσεις είναι όλες στη θέση τους, άλλωστε, σε ετοιμότητα. Ας βγούμε στους δρόμους.»[29]
Όπως συνεχίζει να τονίζει ο Hall, αυτό δεν αποτελεί επιχείρημα κατά του να βγούμε στους δρόμους, σημειώνοντας τη σημασία των άμεσων παρεμβάσεων εναντίον του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου στο Ηνωμένο Βασίλειο εκείνη την εποχή. Αντίθετα, πρόκειται για ένα επιχείρημα κατά της υπερβολικής εξάρτησης από τις γνωστές κατηγοριοποιήσεις και τις πολιτικές αντιδράσεις που συνεπάγεται η εφαρμογή τους, η οποία τείνει να περιορίζει την ανάλυση και να απλοποιεί τα συμπεράσματα. Ο Hall ανησυχούσε ότι «η απλή ονοματολογία» θα σήμαινε ότι θα συσκοτιζόταν αυτό που ήταν συγκεκριμένο σχετικά με τη μορφή του καπιταλιστικού κράτους και της κρίσης που γινόταν τότε εμφανής: μια μορφή που, σε αντίθεση με τον κλασικό φασισμό, «επέφερε μια εντυπωσιακή αποδυνάμωση των δημοκρατικών μορφών και πρωτοβουλιών, αλλά όχι την αναστολή τους». Παρά τις πολιτικές μας διαφορές με τον Hall, οι παρατηρήσεις αυτές παραμένουν επίκαιρες όσον αφορά τις σημερινές μορφές αυταρχικού λαϊκισμού.
Σε αυτό το στάδιο, δεν προσποιούμαστε ότι μπορούμε να προσφέρουμε ιδιαίτερα ολοκληρωμένες λύσεις για το πρόβλημα του Τραμπισμού. Παρόλα αυτά, αισθανόμαστε σίγουροι ότι μπορούμε να πούμε τουλάχιστον δύο πράγματα. Πρώτον, πρέπει να αναλύσουμε τα σύγχρονα δεξιά κινήματα στις δικές τους μορφές πολιτικής που δημιουργούν τις δικές τους προκλήσεις. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να υποθέτουμε ότι ο φασισμός είναι το μόνο φρικτό θηρίο που συναντάμε στην άκρα δεξιά και να κάμπτουμε τους ορισμούς και τις παρατηρήσεις μας ώστε να ταιριάζουν με την ανησυχία μας μπροστά σε μορφές όπως ο Τραμπ. Δεύτερον, πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά το καθήκον της οικοδόμησης μιας υγιούς, βιώσιμης, οργανωμένης Αριστεράς ως τη μόνη δύναμη που μπορεί να νικήσει τις βαθύτερες αιτίες του Τραμπισμού και παρόμοιων αντιδραστικών κινημάτων.
Όπως δείχνει η εμπειρία των ΗΠΑ μετά τις τελευταίες προεδρικές εκλογές, το να ανέβει ένας κεντριστής (με την πιο συνηθισμένη, σύγχρονη έννοια της λέξης) στο αξίωμα για να παραμείνει εκτός ένας αυταρχικός δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η Αριστερά θα συγκεντρωθεί για να αμφισβητήσει τόσο τον αυταρχικό όσο και τον κεντριστή την επόμενη φορά ή τη μεθεπόμενη. Αν μη τι άλλο, η Αριστερά στις ΗΠΑ έχει γίνει πιο αδύναμη, πιο αποδιοργανωμένη, και έχει μεγαλύτερη έλλειψη ενός κεντρικού σημείου για μια εργατική ταξική πολιτική. Μια σαφέστερη κατανόηση του τι είδους απειλή αντιμετωπίζουμε και τι χρειάζεται για να την ξεπεράσουμε δεν θα αντιστρέψει από μόνη της την τύχη της Αριστεράς, αλλά εξακολουθεί να είναι ένα απαραίτητο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Dan Davison and Sacha Marten, “Trump’s danger isn’t that he’s a fascist”, Tempest, 9 Μαΐου 2024, https://www.tempestmag.org/2024/05/trumps-danger-isnt-that-hes-a-fascist/.
Σημειώσεις
* Ο όρος κεντριστής χρησιμοποιείται μεταφορικά υπό το πρίσμα μιας ευρέως παρατηρούμενης διαίρεσης εντός της σύγχρονης ακροδεξιάς.
[1] Daniel Steinmetz-Jenkins, “Making Sense of the Fascism Debate”, The Nation, 19 Μαρτίου 2024, https://www.thenation.com/article/politics/fascism-debate/.
[2] Neil Faulkner, “Creeping Fascism Revisited”, AntiCapitalist Resistance, 28 Νοεμβρίου 2021, https://anticapitalistresistance.org/creeping-fascism-revisited/.
[3] “Centrism”, Encyclopedia of Marxism, https://www.marxists.org/glossary/terms/c/e.htm#centrists.
[4] “International Working Union of Socialist Parties”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/International_Working_Union_of_Socialist_Parties.
[5] Karl Radek, “Foundation of the Two and a Half International”, The Communist International, 1922, τεύχηs. 16–17, σσ. 31–43.
[6] Η IWUSP ιδρύθηκε στη Βιέννη το 1921 και διαλύθηκε το 1923 και συμμετείχαν σε αυτήν προσωπικότητες όπως ο Ότο Μπάουερ και ο Γιούλιους Μάρτοφ.
[7] Cas Mudde, The Far Right Today (Wiley, 2019), 7.
[8] Ό.π.
[9] Ό.π.
[10] Neil Davidson, “The hard-right today: Fascists and non-fascists”, Scottish Left Review, Ιούλιος 2019. https://www.marxists.org/history/etol/writers/davidson/2019/07/hardright.html.
[11] Ό.π.
[12] David Renton, The New Authoritarians: Convergence on the Right (Pluto Press, 2019), 14.
[13] Ό.π.
[14] Δανειζόμαστε την εικόνα του κοινού «ιδεολογικού φυτωρίου» της Δεξιάς από τον John Huntington, Far-Right Vanguard: The Radical Roots of Modern Conservatism (University of Pennsylvania Press, 2021). Στο δυτικοευρωπαϊκό πλαίσιο, το Rassemblement National στη Γαλλία είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ακροδεξιού κόμματος που μετατοπίζεται από μια θέση πιο κοντά στον φασισμό σε μια θέση πιο κοντά στη μη φασιστική σκληρή δεξιά.
[15] Robert O. Paxton, The Anatomy of Fascism, Penguin, 2004 [Robert O. Paxton, Η ανατομία του φασισμού, Κέδρος, Αθήνα 2006].
[16] Robert O. Paxton, “I’ve Hesitated to Call Donald Trump a Fascist. Until Now”, Newsweek, 11 Ιανουαρίου 2021, https://www.newsweek.com/robert-paxton-trump-fascist-1560652.
[17] Leon Trotsky, “What Is National Socialism?”, 1933. https://www.marxists.org/archive/trotsky/germany/1933/330610.htm [Λέον Τρότσκι, «Τι είναι ο Εθνικοσοσιαλισμός;», Ξεκίνημα, 13 Μαΐου 2012. Αναδημοσίευση: e la libertà, 22 Αυγούστου 2016, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/1940-%CF%84%CE%B9-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%83%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82].
[18] Richard J Evans, “Why Trump isn’t a fascist”, The New Statesman, 13 Ιανουαρίου 2021, https://www.newstatesman.com/world/americas/north-america/us/2021/01/trump-fascist.
[19] Chris McNab, Hitler’s Masterplan: The Essential Facts and Figures for Hitler’s Third Reich (Amber Books, 2011), 142.
[20] [Σ.τ.Μ.:] «Το Freedom Caucus, επίσης γνωστό ως House Freedom Caucus, είναι μια κοινοβουλευτική ομάδα που αποτελείται από Ρεπουμπλικανούς βουλευτές της Βουλής των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών. Θεωρείται γενικά ότι είναι το πιο συντηρητικό και πιο ακροδεξιό μπλοκ εντός του σώματος. Η κοινοβουλευτική ομάδα σχηματίστηκε τον Ιανουάριο του 2015 από μια ομάδα συντηρητικών και μελών του κινήματος Tea Party, με στόχο να ωθήσει τη ρεπουμπλικανική ηγεσία προς τα δεξιά.» “Freedom Caucus”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Freedom_Caucus.
[21] Kit Wainer, Charles Post, “The coup that wasn’t: Why Donald Trump failed to steal the White House”, New Politics, 3 Μαρτίου 2021, https://newpol.org/the-coup-that-wasnt-why-donald-trump-failed-to-steal-the-white-house/.
[22] David Renton, “What it means to say Trump will govern like a fascist”, Tempest, 31 Ιανουαρίου 2024, https://www.tempestmag.org/2024/01/what-it-means-to-say-trump-will-govern-like-a-fascist/.
[23] Cas Mudde, “The Far-Right Threat in the United States: A European Perspective”, American Academy of Political and Social Science, τόμος 699, τεύχος 1, Μάρτιος 2022. https://journals.sagepub.com/doi/full/10.1177/00027162211070060.
[24] [Σ.τ.Μ.:] «Το αδρενόχρωμα είναι μια χημική ένωση που παράγεται από την οξείδωση της αδρεναλίνης (επινεφρίνης). [...] Το αδρενόχρωμα αποτελεί αντικείμενο αρκετών ακροδεξιών θεωριών συνωμοσίας, όπως το QAnon και το Pizzagate, με τη χημική ουσία να βοηθά τις θεωρίες να παίζουν παρόμοιο ρόλο με τις παλαιότερες ιστορίες για τη συκοφαντία του αίματος και τη σατανιστική τελετουργική κακοποίηση. Οι θεωρίες συνήθως υποστηρίζουν ότι μια συμμορία σατανιστών βιάζει και δολοφονεί παιδιά και “συλλέγει” το αδρενοχρώμιο από το αίμα των θυμάτων τους ως φάρμακο ή ως ελιξίριο νεότητας.», “drenochrome”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Adrenochrome.
[25] Neil Faulkner, Samir Dathi, Phil Hearse and Seema Syeda, Creeping Fascism: What It Is and How to Fight It (Public Reading Rooms, 2019).
[26] Ό.π. 274.
[27] Ό.π. 275.
[28] Ό.π. 279.
[29] Stuart Hall, “The Great Moving Right Show”, Marxism Today, Ιανουάριος 1979.

