Joseph Daher
Η «Συμφωνία του Αιώνα» για την Παλαιστίνη, ή μια νέα προσπάθεια εκκαθάρισης του παλαιστινιακού ζητήματος
Στις 28 Ιανουαρίου στην Ουάσιγκτον το λεγόμενο ειρηνευτικό σχέδιο για τη Μέση Ανατολή παρουσιάστηκε από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου με την αξιοσημείωτη απουσία της παλαιστινιακής πλευράς. Το περίγραμμα του σχεδίου ήταν επινόηση του Τζάρεντ Κούσνερ, γαμπρού και συμβούλου του Τραμπ. Είναι επίσης ένας ισχυρός υποστηρικτής του Ισραήλ και ένας υπερασπιστής των ισραηλινών εποικισμών, χρηματοδοτώντας ακόμη και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα εκεί. Το σχέδιο αυτό αποτελεί πραγματικό πρόγραμμα για μια νέα προσπάθεια εκκαθάρισης του παλαιστινιακού ζητήματος και παραβιάζει όλα τα διεθνή ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και το διεθνές δίκαιο.
Το Ισραήλ κερδίζει σε όλα τα μέτωπα
Το ειρηνευτικό σχέδιο των ΗΠΑ υπόσχεται στο Ισραήλ την πλήρη κυριαρχία στην Ιερουσαλήμ και σε μεγάλο μέρος της Δυτικής Όχθης (σχεδόν στο 40%) που έχει καταλάβει το ισραηλινό κράτος από το 1967, συμπεριλαμβανομένης της Κοιλάδας του Ιορδάνη, μια λωρίδα γης στρατηγικής σημασίας στα σύνορα της Ιορδανίας, τα οποία θα γίνουν έτσι τα νέα ανατολικά σύνορα του Ισραήλ και τα περισσότερα από τα εύφορα αποθέματα γης και υδάτων, με προφανή εδαφική συνέχεια. Το σχέδιο αυτό, επομένως, επιδιώκει να παγιώσει πολιτικά τις συνθήκες που ήδη υφίστανται οι Παλαιστίνιοι. Υπάρχει ήδη de facto προσάρτηση της κοιλάδας του Ιορδάνη και της υπόλοιπης ζώνης C.
Το σχέδιο υποστηρίζει επίσης την προσάρτηση των ισραηλινών εποικισμών με αντάλλαγμα να μεταφερθεί σε ένα πιθανό μελλοντικό Παλαιστινιακό κράτος η κυριαρχία 14 παλαιστινιακών πόλεων και χωριών που βρίσκονται στο εσωτερικό του Ισραήλ από το 1948 (τα οποία έχουν ισραηλινή υπηκοότητα). Το καθεστώς αυτών των πόλεων και των χωριών που αριθμούν περίπου 260.000 ανθρώπους, θα ισοδυναμεί με παλαιστινιακό θύλακα στο ισραηλινό έδαφος, καθώς το διαχωριστικό τείχος εμποδίζει σήμερα την άμεση σύνδεση της γης τους με τη γη της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης. Έχουν ήδη πραγματοποιηθεί διαδηλώσεις σε αυτές τις περιοχές ενάντια στο περιεχόμενο του σχεδίου του Τραμπ.
Η Ανατολική Ιερουσαλήμ παραμένει η ενιαία πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ, σε συμφωνία και με την απόφαση να μεταφερθεί η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ το Νοέμβριο του 2017, ενώ η πρωτεύουσα του μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους «μπορεί να βρίσκεται στο τμήμα της Ανατολικής Ιερουσαλήμ που βρίσκεται στις περιοχές ανατολικά και βόρεια του σημερινού φράγματος ασφαλείας [τους τείχους], συμπεριλαμβανομένου του Καφρ Άκαμπ, του ανατολικού τμήματος της Σούφατ και του Αμπού Ντις».
Το ενδεχόμενο Παλαιστινιακό κράτος θα μοιάζει με τα Μπαντουστάν του απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική, με ένα μόνο άμεσο «σύνορο» με άλλο κράτος, με την Αίγυπτο (στη Γάζα), πάνω από το οποίο το Ισραήλ θα είχε επίβλεψη μέσω «ειδικών ρυθμίσεων» με την Αίγυπτο. Το παλαιστινιακό κράτος θα πρέπει να αποστρατικοποιηθεί και δεν έχει εδαφική συνέχεια. Οι δυνάμεις ασφαλείας της Παλαιστίνης θα επικεντρωθούν στην πρόληψη των επιθέσεων εναντίον του Ισραήλ, ενώ τα πιο σημαντικά θέματα ασφάλειας θα αντιμετωπίζονται από το ισραηλινό κράτος. Στο πλαίσιο αυτό, ορίζεται ότι η Παλαιστινιακή Αρχή πρέπει εν τω μεταξύ να ασχοληθεί με το θέμα της Χαμάς, προκειμένου να αποδείξει «σαφή απόρριψη της τρομοκρατίας».
Το δικαίωμα επιστροφής των Παλαιστινίων παραβιάζεται εντελώς επειδή το σχέδιο ενθαρρύνει την ένταξη στις χώρες στις οποίες διαμένουν (με τη συμφωνία του κράτους υποδοχής) ή την ένταξη 5.000 προσφύγων ετησίως επί 10 χρόνια (με τη συμφωνία των χωρών αυτών της Οργάνωσης Ισλαμικής Συνεργασίας). Το σχέδιο προβλέπει βέβαια τη δυνατότητα των Παλαιστινίων για ένταξη στο μελλοντικό Παλαιστινιακό κράτος, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η «επιστροφή» θα ρυθμίζεται από μια κοινή ισραηλο-παλαιστινιακή επιτροπή. Επομένως, οι ελπίδες είναι πολύ περιορισμένες εξαιτίας των ισραηλινών ρατσιστικών και αποικιακών πολιτικών.
Απέναντι σε όλες αυτές τις παλαιστινιακές παραχωρήσεις, το σχέδιο του Τραμπ υπόσχεται στους Παλαιστινίους μια επένδυση 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων ως μορφή αποζημίωσης για τις προσπάθειές τους για την επίτευξη ειρήνης. Το σχέδιο δεν καθιστά σαφές ποιος πρόκειται να πληρώσει το λογαριασμό και απλώς μιλά για ένα διεθνές ταμείο που θα παρέχει τα υποσχεθέντα 50 δισεκατομμύρια δολάρια. Οργανώνοντας την οικονομική παρουσίαση του σχεδίου στη Μανάμα, τον Ιούνιο του 2019, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καταδείξει ότι περίμεναν από τις μοναρχίες του Κόλπου να καταβάλουν το υποσχόμενο ποσό.
Οι πρέσβεις του Ομάν, του Μπαχρέιν και των Εμιράτων στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν παρόντες κατά την ανακοίνωση αυτού του ειρηνευτικού σχεδίου στο Λευκό Οίκο. Ο πρέσβης των Εμιράτων στην Ουάσιγκτον, Γιούσσεφ αλ-Οταϊμπά, διακρίθηκε ιδιαίτερα με τις παρατηρήσεις του στο Twitter, χαιρετίζοντας την «σοβαρή πρωτοβουλία» και τις «επίμονες προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών για την επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας Παλαιστινίων-Ισραηλινών». Το αιγυπτιακό καθεστώς κάλεσε «τα ενδιαφερόμενα μέρη να εξετάσουν προσεκτικά και διεξοδικά το αμερικανικό όραμα για την επίτευξη ειρήνης» και τα ενθάρρυνε «να ανοίξουν τους δρόμους διαλόγου υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών για την επανάληψη των διαπραγματεύσεων».
Το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας από την πλευρά του, επέλεξε έναν πιο μετρημένο και διφορούμενο λόγο, ακόμη και αν έχουν υπάρξει επαφές με το κράτος του Ισραήλ τα τελευταία χρόνια. Ο βασιλιάς Σαλμάν επιβεβαίωσε τη δέσμευση του βασιλείου για το ζήτημα των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας με τον Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς, ενώ αργότερα μια δήλωση του υπουργείου Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας ευχαρίστησε τη διοίκηση Τραμπ για τις προσπάθειές της, ενθαρρύνοντας τις «άμεσες διαπραγματεύσεις μεταξύ Παλαιστίνης και Ισραήλ», υπό την αιγίδα της Ουάσινγκτον.
Ιστορική συνέχεια με το Σχέδιο Αλλόν
Οι λεπτομέρειες του σχεδίου είναι επομένως σύμφωνες με την πολιτική που ξεκίνησε η διοίκηση Τραμπ από τότε που ανέβηκε στην εξουσία και την επιθυμία της να ενισχύσει τη συμμαχία των Ηνωμένων Πολιτειών με το Ισραήλ στην περιοχή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν στην πραγματικότητα να κλείσουν τη διπλωματική αντιπροσωπεία του ΟΑΠ στην αμερικανική πρωτεύουσα το 2018, μετά την ανακοίνωση της αναστολής της οικονομικής βοήθειας προς τα παλαιστινιακά εδάφη και της αμερικανικής συνεισφοράς στον προϋπολογισμό της UNRWA, της υπηρεσίας των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες.
Από πολλές απόψεις, αυτό το σχέδιο ειρήνης αποσκοπεί στην ολοκλήρωση του σχεδίου Αλλόν (που πήρε το όνομά του από τον Ισραηλινό στρατηγό Γιγκάλ Αλλόν όταν ήταν αναπληρωτής πρωθυπουργός) που τέθηκε σε εφαρμογή αμέσως μετά τον πόλεμο των έξι ημερών του 1967. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε την ανέγερση οικισμών και στρατιωτικών βάσεων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ο στρατηγικός έλεγχος των εδαφών, χωρίς να προσαρτώνται οι περιοχές με συγκέντρωση παλαιστινιακου πληθυσμού (χωριά, πόλεις κ.λπ.), οι οποίες θα ελέγχονταν από μια δωσίλογη αραβική αρχή. Αρχικά, σύμφωνα με το σχέδιο, θα αποδίδονταν αυτές οι περιοχές στην ιορδανική μοναρχία, αλλά κατόπιν με τις Συμφωνίες του Όσλο που υπογράφηκαν το 1993, η Παλαιστινιακή Αρχή θα τις αναλάμβανε. Από πολλές απόψεις, οι Συμφωνίες του Όσλο, οι οποίες πέθαναν μετά το ξέσπασμα της Ιντιφάντα του 2000, ήταν επίσης μέρος της δυναμικής του σχεδίου Αλλόν.
Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ολόκληρη η ισραηλινή πολιτική ελίτ, από την άκρα δεξιά του Νετανιάχου μέχρι τον κεντρώο Μπένι Γκαντς, υποστηρίζει το ειρηνευτικό σχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Γκαντς ζήτησε από το κοινοβούλιο να το ψηφίσει και αποκάλεσε τον Τραμπ έναν «αληθινό φίλο» του Ισραήλ. Αυτό δείχνει ότι κανένα τμήμα της σιωνιστικής ισραηλινής πολιτικής ελίτ δεν μπορεί να θεωρηθεί «μετριοπαθές» ή ακόμα χειρότερα σύμμαχος στον αγώνα για την απελευθέρωση του παλαιστινιακού λαού. Οι διάφορες ισραηλινές πολιτικές οργανώσεις συμφωνούν στη συνέχιση της καταπίεσης των Παλαιστινίων από το κράτος του Ισραήλ, διαφωνώντας για τις διαφορετικές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθήσουν για να επιτύχουν καλύτερα την κυριαρχία τους.
Ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς, αφού ανακοίνωσε μετά την παρουσίαση του ειρηνευτικού σχεδίου, την παύση του συντονισμού για την ασφάλεια με το Ισραήλ, ο οποίος επικρίνεται έντονα από μεγάλη πλειονότητα των Παλαιστινίων, μετρίασε τη θέση του τις επόμενες ημέρες, λέγοντας ότι είναι μια «δυνατότητα» και όχι κάτι που ήδη εφαρμόζεται από τους Παλαιστινίους. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Παλαιστινιακή Αρχή χρησιμοποιεί την απειλή της ρήξης στο συντονισμό για την ασφάλεια με το Ισραήλ για να αντιταχθεί σε πολιτικές αποφάσεις. Ωστόσο, ποτέ δεν πραγματοποίησε αυτή την απειλή. Ο λόγος είναι ο εξής: η συνέχιση της συνεργασίας για την ασφάλεια με το Ισραήλ συνιστά προστασία για την ίδια την Παλαιστινιακή Αρχή ενάντια στην ολοένα αυξανόμενη κριτική των πολιτικών της από τις παλαιστινιακές λαϊκές τάξεις.
Οι παλαιστινιακές λαϊκές τάξεις απέρριψαν το σχέδιο του Τράμπ διοργανώνοντας διαδηλώσεις στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη της Δυτικής Όχθης καθώς και στη Λωρίδα της Γάζας, όπου έχουν σκοτωθεί πολλοί Παλαιστίνιοι εξαιτίας της καταστολής από τις ισραηλινές δυνάμεις κατοχής.
Αντιμέτωποι με αυτή τη νέα επιχείρηση για την εκκαθάριση του παλαιστινιακού ζητήματος, πρέπει να επαναβεβαιώσουμε την υποστήριξή μας στον αγώνα όλων των συνιστωσών του παλαιστινιακού λαού για τη χειραφέτηση και την απελευθέρωσή του εναντίον του απαρτχάιντ και αποικιακού κράτους του Ισραήλ και τη σημασία των εκστρατειών αλληλεγγύης στον αγώνα του Παλαιστινιακού λαού και ιδιαίτερα της εκστρατείας BDS (Μποϊκοτάζ, Αποεπενδύσεις και Κυρώσεις) που συνεχίζει να έχει επιτυχίες διεθνώς.
Επίσης, είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε δύο θεμελιώδη στοιχεία στο πλαίσιο του παλαιστινιακού ζητήματος.
Πρώτα απ’ όλα, την ανάγκη διάλυσης του αποικιακού κράτους, του απαρτχάιντ και της κατοχής του Ισραήλ, που έχει φέρει μόνο δυστυχία στον παλαιστινιακό πληθυσμό και δεν επέτρεψε να υπάρξει ποτέ ασφάλεια για τον εβραϊκό πληθυσμό, όπως λέει η προπαγάνδα των ψεμάτων του Ισραήλ, το αντίθετο μάλιστα, και τη δημιουργία ενός δημοκρατικού, κοινωνικού και κοσμικού δι-εθνικού κράτους στην ιστορική Παλαιστίνη του 1948 για όλους (Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους) χωρίς καμία μορφή διάκρισης και στο οποίο ο κάθε Παλαιστίνιος, είτε είναι εσωτερικός πρόσφυγας είτε πρόσφυγας σε ξένες χώρες, θα έχει το δικαίωμα να επιστρέψει στα εδάφη του και στο σπίτι από το οποίο εκτοπίσθηκε βίαια το 1948, το 1967 και αργότερα και με οικονομική αποζημίωση. Αυτό φυσικά πρέπει να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη των περιφερειακών πολιτικών δομών.
Στη συνέχεια το δεύτερο πολύ σημαντικό στοιχείο είναι η ανάγκη υποστήριξης των λαϊκών επαναστάσεων στην περιοχή στον αγώνα τους για την ανατροπή όλων των αυταρχικών καθεστώτων που συνένοχα στη δυστυχία του παλαιστινιακού λαού μέσω της άμεσης ή έμμεσης συνεργασίας τους με το κράτος του Ισραήλ. Τα αυταρχικά καθεστώτα στην περιοχή έχουν όλα προσπαθήσει να καταπνίξουν, να υποτάξουν ή να ελέγξουν το εθνικό παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα και προσπαθούν, άμεσα ή έμμεσα, να θάψουν το παλαιστινιακό ζήτημα.
Μετάφραση: e la libertà
Joseph Daher, «Palestine, le ”deal du siècle” ou une nouvelle tentative de liquidation de la question palestinienne», سوريا الحرية للأبد - Syria Freedom Forever, 11 Φεβρουαρίου 2020 και EmancipationS, 11 Φεβρουαρίου 2020.